Νεοελληνική Λογοτεχνία 22-5-2015 Α1. Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί βασικό παράγοντα επιρροής στο σολωμικό έργο. Στα δοθέντα αποσπάσματα συναντά κανείς χαρακτηριστικά της δημοτικής ποίησης όπως η γλώσσα, η στιχουργική, η λειτουργία του αριθμού 3 (το σχήμα των τριών), το εξωλογικό στοιχείο και το σχήμα «αδιανόητο καθ υπερβολή». Συγκεκριμένα η λειτουργία του αριθμού 3, η οποία παρουσιάζεται πολλάκις στο ποίημα, συναντάται στο 4ο απόσπασμα στους στίχους 14-16 με τη μορφή των υποθέσεων για την προέλευση και την ταυτότητα της φεγγαροντυμένης. Ο αφηγητής στην προσπάθειά του να θυμηθεί που είχε ξαναδεί τη «φεγγαροντυμένη», αμφιβάλλει ανάμεσα σε τρεις δυνατότητες «καν σε ναό ζωγραφιστή της μητρός μου». Ένα άλλο στοιχείο επιρροής από τα δημοτικά τραγούδια είναι η ύπαρξη μεταφυσικών στοιχείων. Αποτελεί εξωλογικό μεταφυσικό στοιχείο η δημιουργία α- τμόσφαιρας μυστηρίου από τα στοιχεία της φύσης στο απόσπασμα 3 (στ.3-6 «Ησύχασε και έγινε ν αφήσει») όπου η θαλασσοταραχή υποχωρεί, τα στοιχεία της φύσης συντελούν στη γαλήνη, δημιουργώντας το μοτίβο της σιγής του κόσμου, προοικονομώντας την εμφάνιση της «φεγγαροντυμένης» αλλά και η μαγική επικοινωνία που είχε με τον ήρωα η εμφάνισή της μορφής της «φεγγαροντυμένης» στο απόσπασμα 4 (στ. 25-28 «Όμως αυτοί είναι θεοί του χειλιού μου» όπου η φεγγαροντυμένη διαβάζει στην σκέψη του αφηγητή τα πάθη του. Αξίζει να σημειωθεί η ύ- παρξη της νεράιδας σε πλήθος δημοτικών τραγουδιών, γεγονός που παραπέμπει σε μια από τις ερμηνείες της φεγγαροντυμένης ως θαλασσινής νεράιδας. Ο Ιαμβικός Δεκαπεντασύλλαβος κυριαρχεί στο ποίημα και η στιχουργική του αναλογεί σε αυτήν, των δημοτικών τραγουδιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο στίχος 6 στο απόσπασμα (3) «Κάθε ομορφιά να σκαλιστεί και το θυμό ν α- φήσει.» Υπάρχει, ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή και κάθε στίχος έχει ολοκληρωμένο νόημα, καθώς δεν υπάρχουν διασκελισμοί. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην 8η συλλαβή του στίχου υπάρχει τομή, που τον χωρίζει σε δύο ημιστίχια, το δεύτερο εκ των οποίων συμπληρώνει το νόημα του πρώτου. Εναλλακτικά στο απόσπασμα 4 στον στίχο 7 υπάρχει το σχήμα «αδιανόητο καθ υπερβολήν», όπου κορυφώνεται η φωτοχυσία ως στοιχείο υπερβολικό. Επίσης το ίδιο σχήμα συναντάται στο 5ο απόσπασμα στ. 16-20 όπου ο αφηγητής παρομοιάζει καθ υπερβολήν την δύναμη του στο κολύμπι με αυτή που είχε στα πρώτα νιάτα του και με τους συμπολεμιστές του καταφέρνουν να νικούν οι λίγοι τους πολλούς.
Φροντιστήριο 2 Β1. Στα αποσπάσματα 3 και 4 ειδικότερα από τους στίχους 10-14 του αποσπάσματος (3) και στ.1-8 του αποσπάσματος 4 είναι κυρίαρχη η παρουσία του φωτός. Στο Δ. Σολωμό είναι συνήθης η τακτική να δίνονται δύο πηγές φωτός, το φως που φωτίζει και το φως που φωτίζεται. Έτσι κι εδώ ο Σολωμός δίνει το φως των αστεριών που φωτίζουν και το φως της φεγγαροντυμένης που φωτίζει και φωτίζεται. Το πρώτο είναι το φως της όρασης, ενώ το δεύτερο το φως της ενόρασης. Σύμφωνα με τον Β. Αθανασόπουλο το φως στο Σολωμό έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώνει τα πράγματα, να μετουσιώνει τα σώματα που φωτίζει, να αποτελεί την ενέργεια και την όραση του Θεού. Η άποψη αυτή τεκμηριώνεται συγκεκριμένα στον στ. 13 του 3 ου αποσπάσματος, αναφερόμενος ο ποιητής στο «δροσάτο φως» (σχήμα συναισθησίας και σχήμα οξύμωρο) αφού το φως «τρέμει» στη θεϊκή υπόσταση της φεγγαροντυμένης και μετατρέπεται από πηγή θερμότητας σε πηγή ψύχους, κάτι που αποδεικνύει τη θεϊκή ενέργεια που εμπεριέχει η μορφή της φεγγαροντυμένης. Επίσης στο 4 ο απόσπασμα η φεγγαροντυμένη ρίχνει το βλέμμα της στα α- στέρια για να δώσει και να πάρει φως, τα οποία τη λούζουν με το εκθαμβωτικό τους φως χωρίς όμως να την καλύπτουν και παρουσιάζονται προσωποποιημένα να γεμίζουν αγαλλίαση. Τώρα η νύχτα γίνεται μέρα και μάλιστα καταμεσήμερο στίχος 7 (4) «τότε το φως πλημμυρίζει» (σχήμα αδιανόητο και καθ υπερβολήν). Τέλος, η λάμψη του φωτός κορυφώνεται καθώς χύνεται σε όλη την πλάση που έγινε ναός και λάμπει παντού (κορύφωση της φωτοχυσίας) «κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει» Είναι αξιοπρόσεχτο ότι το φως έρχεται από ψηλά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φως που ταυτίζεται με το θείο, ενώ οι μεταφορές «θεϊκιά θωριά» και «χτίσις έγινε ναός» υποδηλώνουν τη θρησκευτικότητα του Σολωμού. Αποτυπώνει η ίδια φράση μια παραστατική εικόνα και αποπνέει έντονη θρησκευτική μυσταγωγία. Η φύση από κάτι το υλικό μεταμορφώνεται σε ναό φωτός σε ένα υπερφυσικό τοπίο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να λατρέψει το θεό και να συλλάβει τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής του και του κόσμου που τον περιβάλλει. Β2. α) Τα χρονικά επίπεδα στα οποία αναπτύσσεται ο μύθος καλύπτουν όλες τις χρονικές βαθμίδες ως προς το χρόνο των γεγονότων. Τα επίπεδα χρόνου είναι τέσσερα: το παρόν, που αφορά στο χρόνο των γεγονότων της κύριας αφήγησης, το παρελθόν, που καλύπτει το διάστημα της προϊστορίας του ήρωα στην Κρήτη και το μέλλον, που αφορά το διάστημα που ακολούθησε τα γεγονότα της κύριας αφήγησης δηλαδή το αφηγηματικό παρόν του ήρωα. Ωστόσο, υπάρχει και ένα υπερβατικό απώτατο μελλοντικό επίπεδο χρόνου, που αφορά τη Δευτέρα παρουσία. Στο απόσπασμα 5(22), εντοπίζονται τρία από τα παραπάνω επίπεδα χρόνου, του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος. Συγκεκριμένα, το πρώτο επίπεδο χρόνου, που καλύπτει το διάστημα μιας νύχτας και περιλαμβάνει τα γεγονότα της κύριας αφήγησης εντοπίζεται στους στίχους στι.1-4, στ.11-12, στ.15, στ.21-22. Το δεύτερο επίπεδο χρόνου, που καλύπτει το διάστημα στην Κρήτη και τη ζωή πριν
3 Φροντιστήριο το ναυάγιο φαίνεται στους στίχους: 6-7 έως (χαρά δεν του ναι ο πόλεμος) και στίχ. 16-20. Το τρίτο χρονικό επίπεδο, που αφορά τη ζωή του ήρωα ως πρόσφυγας μετά το ναυάγιο και την απώλεια της αγαπημένης, εντοπίζεται στους στίχους: 7-10 (τ απλώνω του διαβάτη ζαλεύουν) και στίχοι 13-14. Η μετάβαση από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο γίνεται με το εύρημα της παλάμης και του ονείρου. β) Αφού η φεγγαροντυμένη ρίχνει το βλέμμα της σε όλη τη φύση, στρέφεται προς το Κρητικό που βρισκόταν μέσα στα υδάτινα ρεύματα (ρείθρα). Η κίνηση του κεφαλιού της προς τον ίδιο παρομοιάζεται με την ελκτική δύναμη της μαγνητικής βελόνας της πυξίδας. Η πετροκλαμίθρα που αναφέρει ο ποιητής είναι ένα είδος πρωτόγονης μαγνητικής βελόνας από καλάμι. Βέβαια, η πετροκαλαμίθρα έχει και την έννοια του αλεξικέραυνου (φαινόμενο του μαγνητισμού). Η παρομοίωση αυτή από τον ποιητή χρησιμοποιείται για να φανεί η έλξη που υπάρχει ανάμεσα στη φεγγαροντυμένη και στον Κρητικό. Ο ίδιος ο ήρωας αιφνιδιάζεται από το γεγονός ότι η φεγγαροντυμένη στρέφεται στον ίδιο και όχι στην αρραβωνιαστικιά του, που βρίσκεται σε κίνδυνο, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη χρήση της άρσης, θέσης (όχι στη κόρη, αλλά σ εμέ την κεφαλή της κλίνει) Τη φεγγαροντυμένη φαίνεται να την ελκύει ο Κρητικός μαγνητικά και η μαγνητική της ματιά τον βάζει σε μια κατάσταση ύπνωσης, όπου δε μπορεί ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί. Σήμερα, στη Ζάκυνθο «πετροκαλαμίθρα» λένε μόνο το αλεξικέραυνο, ο Γιάννης Δάλλας δίνει με λεπτομερειακές παρατηρήσεις την ερμηνεία του ότι ο Κρητικός είναι το σίδερο που διαμεσολαβεί για να κινήσει την ενέργεια της πετροκαλαμίθρας ως αλεξικέραυνου και έτσι να εκτονώσει το κεραυνοβόλημα από την καλή του. Γ1. α) Ο Κρητικός έβλεπε την φεγγαροντυμένη έχοντας την εντύπωση ότι την είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Ωστόσο δεν θυμόταν αν αυτή τη μορφή την είχε δει στην πραγματικότητα θαυμάζοντας την ως εικόνισμα ή αν την είχε πλάσει με την φαντασία του ως ιδανική αγαπημένη ή αν ακόμα αυτή ήταν μια φανταστική μορφή των ονείρων της βρεφικής του ηλικίας. Αυτή η τριπλή αναζήτηση της μορφής από τον ήρωα (στοιχείο δημοτικού τραγουδιού) είναι σχετική με τον ιδεαλισμό του Σολωμού, που ανάγεται στη μελέτη του Πλάτωνα και στη θεωρία του για τον κόσμο των ιδεών. Σύμφωνα μ αυτήν, όσα αντιλαμβανόμαστε σ αυτό τον κόσμο με τις αισθήσεις δεν είναι αληθινά παρά μόνο είδωλα των πραγματικών όντων των ιδεών, που βρίσκονται στον πραγματικό (ιδεατό) κόσμο. Οι υποθέσεις αυτές θα μπορούσαν να συσχετιστούν και με την ψυχαναλυτική ερμηνεία της φεγγαροντυμένης, σύμφωνα με την οποία η μορφή αυτή, σύμβολο ιδανικής ομορφιάς και ηθικής τελείωσης, υ- πήρξε μια αρχέγονη μορφή του συλλογικού ασυνείδητου, ένα γυναικείο αρχέτυπο ένα βίωμα της πρώτης παιδικότητας που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη του β) Η φεγγαροντυμένη αφού «διάβασε» στα σωθικά του Κρητικού τον «πόνο» της ψυχής του αντέδρασε με συμπάθεια και συμπόνοια, δάκρυσαν τα μάτια της και το δάκρυ της ακούμπησε το χέρι του Κρητικού ο οποίος μόλις αυτή εξαφανίστηκε ένιωσε πόνο, λύπη, μοναξιά. Ο Κρητικός με τη λέξη κλειδί «το χέρι» μεταβαίνει χρονικό επίπεδο και έρχεται στο αφηγηματικό του παρόν όπου εξομολογείται ότι έχει ξεπέσει. Έχει χάσει πια την επιθετικότητα, το σθένος, την ορμή και την αντρειοσύνη
Φροντιστήριο 4 του πολεμιστή και έχει καταντήσει ένας δυστυχισμένος ζητιάνος που απλώνει το χέρι στους περαστικούς για να ζητήσει λίγο ψωμί, ζώντας μια ταπεινωτική και εξευτελιστική ζωή, με καταρρακωμένη την αξιοπρέπεια και την περηφάνια του, που τον κάνει να κλαίει (με δακρυσμένο μάτι). Η αρνητική εξέλιξη της ζωής του ήρωα σηματοδοτείται ως μεταβολή ήθους και επανιέραρχηση αξιών, δηλαδή ως ριζική ψυχική μεταμόρφωση του ήρωα, που βρίσκει τώρα την πλήρωση μέσα στην αγάπη του άλλου. Δ1. Αρκετά κοινά σημεία αλλά και διαφορές εντοπίζονται ανάμεσα στα δοθέντα αποσπάσματα από τον Κρητικό και το ποίημα του Καρυωτάκη «Της θάλασσας νεράιδα». Ομοιότητες: Αρχικά, η Φεγγαροντυμένη του Κρητικού, αλλά και η νεράιδα στο ποίημα του Καρυωτάκη είναι γυναικείες μορφές. Και στα δυο κείμενα η παρουσία τους επηρεάζει τα φυσικά στοιχεία τα ο- ποία μάλιστα προσωποποιούνται και αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες (Κρητικός «τα αστέρια αναγαλλίασαν, το φεγγάρι εσειότουν», της θάλασσας Νεράιδα «ο ήλιος εσκυθρώπιασε», η θάλασσα ανατριχιάζει») Και οι δύο μορφές ξαφνικά εξαφανίζονται προκαλώντας και τους 2 ήρωες να εκφράσουν επιφωνηματικά τη λύπη τους (Κρητικός «εχάθη αλιά μου! Της Θάλασσας νεράιδα «και χάνεται στη θάλασσα κρίμα!» Δίνεται έμφαση στην ομορφιά και των δύο γυναικείων μορφών (Κρητικός «έδειξε πάσαν ομορφιά». Της θάλασσας νεράιδα «τα κάλλη τ απολλώνεια» Ο βασικός χώρος όπου διαδραματίζονται και τα δύο επεισόδια είναι η θάλασσα (Κρητικός «και από το πέλαο που πατεί», της θάλασσας νεράιδα «ένα κορμί παρθενικό κι απλώνεται ηδονικά σε κύματ αφρισμένα». Και οι δύο ήρωες κατά την επαφή τους με αυτές τις απόκοσμες μορφές αυτοχαρακτηρίζονται στον μεν Κρητικό «βαριόμοιρος» στα δε «Της θάλασσας νεράιδα ως «δύστυχος». Και οι δύο ήρωες δίνουν και θεϊκά χαρακτηριστικά στις δύο μορφές «Κρητικός «Θεϊκή θωριά» «θεϊκό πρόσωπο» «όμως αυτοί είναι θεοί», Της θάλασσας νεράιδα «θείο άγγιγμα» «τα μάτια της τα θεϊκά». Και οι δύο γυναικείες μορφές χαρακτηρίζονται από ερωτική διάθεση (Κρητικός «και ανεί τσ αγκάλες μ έρωτα» Της θάλασσας νεράιδα «απλώνεται η- δονικά» Διαφορές: Στο ποίημα του Καρυωτάκη ο ήρωας δεν βρίσκεται στη θάλασσα αλλά αργότερα βουτάει για να πλησιάσει τη νεράιδα «εγώ κρυμμένος κάπου εκεί στο έρμο ακρογιάλι» και «βουτιέμαι μες στο κύμα». Ενώ ο Κρητικός βρίσκεται ήδη στη θάλασσα αγωνιζόμενος να φτάσει στην ακτή «Τέλος σ εμέ που βρισκόμουν ομπρός της μες στα ρείθρα». Η Νεράιδα του Καρυωτάκη έχει ως βασικό συναισθηματικό υπόβαθρο τον φόβο «βλέμματα σκορπάει φοβισμένα» και «τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουν» ενώ η φεγγαροντυμένη είναι υπερήφανη και συμπονετική «κυπαρισσένιο ανάερα τ ανάστημα σηκώνει», «εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της καλής μου»
5 Φροντιστήριο Η Φεγγαροντυμένη έχει τη δύναμη και μετατρέπει την αγριότητα της φύσης σε απόλυτη ηρεμία και πριν την εμφάνιση της παρατηρείται το μοτίβο της σιγής του κόσμου Κρητικός «Ακόμη εβάστουνε η βροντή η μέλισσα περνώντας» ενώ η νεράιδα του Καρυωτάκη δεν καταφέρνει να επιβάλλει γαλήνη στη φύση αφού τα κύματα διατηρούνται, απλώνεται ηδονικά με χάρη α- γκαλιάζουν». Ο ήρωας του Καρυωτάκη είναι βέβαιος για την υπόσταση της μορφής που εμφανίστηκε μπροστά του «Ήταν νεράιδα» ενώ ο Κρητικός αδυνατεί να την ορίσει «Καν σε ναό ζωγραφιστή το γάλα της μητρός μου» «όμως αυτοί είναι θεοί» Η Φεγγαροντυμένη παρουσιάζεται ως μια πολυσύνθετη μορφή που χαρακτηρίζεται από έρωτα, από ομορφιά, από πνευματικότητα, από καλοσύνη και από θεϊκά στοιχεία ενώ η Νεράιδα παρουσιάζεται ως επί το πλείστον να διέπεται από αισθησιασμό.