ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΕΚΤΗΣ Δ ΗΜΟΤΙΚΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΕΚΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση

Νικηφόρος Βρεττάκος

Δ ΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ-ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ-Δ ΗΜ. Γ. ΖΗΣΗ Κ.Α. ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ. γιὰ τὴν ἕκτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου

μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα. Ἔτσι ὁ ἅγιος Νέστωρ, παρότι ἦταν τόσο νέος, δὲν λυπήθηκε τὴν ζωή του καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό.

ΚΡΙΝΟΛΟΥΛΟΥΔΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ. γιὰ τὴ δευτέρα τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου

HISTÒRIA DE LA LLENGUA GREGA: DEL GREC CLÀSSIC AL GREC MODERN MORFOLOGIA DELS PRONOMS PERSONALS (teoria, praxi, autoavaluació) 2015

ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ-ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ-ΔΗΜ. Γ. ΖΗΣΗ Κ.Α. ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ. γιὰ τὴν ἕκτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

Συγκρίσεις ιατονικής Κλίµακας ιδύµου µε άλλες διατονικές κλίµακες.

ποταμιτου εκδοσεισ ποταμιτου καταλογοσ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ θεροσ 2012

ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Εκεί όπου όντως ήθελε ο Θεός

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

ΔΥΟ ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1999

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Φώτης Κόντογλου Λόγοι Αθανασίας Πλήρεις. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος

ΑΝΑΓ ΝΩΣΤΙΚΟΝ Β Δ ΗΜΟΤΙΚΟΥ

Βίος καὶ πολιτεία. τοῦ Νέου Μυροβλύτου,

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Κατάλογος τῶν Συγκερασµῶν ὅλων τῶν Βυζαντινῶν ιατονικῶν Κλιµάκων µέχρι καὶ σὲ 1200 µουσικὰ διαστήµατα (κόµµατα)

Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. τίμησε με την παρουσία του τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ. ΙΙΙ. Τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε Δ ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔ ΟΣΕΩΣ Δ ΙΔ ΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΑΘѲΗΝΑΙ 1966


Εἰσαγωγὴ. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. ICAMSoft Law Applications Σημειώ σεις

ICAMLaw Application Server Χειροκίνηση Ἀναβάθμιση

Η άρνηση του εκλεκτού

Ἰάκωβος Γαριβάλδης ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ. Διήγημα

Τὴν 25η Ιανουαρίου ἔχει ὁρισθῆ νὰ τιμῶνται κατ ἔτος πάντες οἱ

Θέλουν ὅμως ὅλοι τὴν ἀλλαγὴ τῆς ὑπάρχουσας κατάστασης:

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ Λούρας, Μποζίκης, Πετρού, Θόδωρος, Μισὲρ Γιαννοῦτσος

ΛΟΓΟΣ ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ ΚΛΙΜΑΞ

Γεώργιος Βιζυηνός Ποιήματα Παραβολή

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

ΧΡΗΣΤΟΥ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ

ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ

ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΕΩΣ

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

Τὴν ὥρα ποὺ γραφόταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ θλιβερὲς καὶ αἱματοβαμμένες

Ελεύθερη συμβίωση: Διέξοδος ἢ παγίδα;*

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

Έγκατάσταση καὶ Χρήση Πολυτονικοῦ Πληκτρολογίου σὲ Περιβάλλον Ubuntu Linux.

Η Ἁγία Μαρία ἡ Βιθυνὴ*

Εγκώμιο στὴν Κοίμηση της Θεοτόκου

Φεύγουμε; Μένουμε; * * * Ἀλλὰ κι ἄλλα αντίθετα παραδείγματα νὰ πάρουμε ἱστορικά.

Σοφία Κολοτούρου ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Στους κήπους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης

Παραθέτουμε απόσπασμα του άρθρου: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ- Οι Ιεχωβάδες και οι Μασόνοι κεφάλαια εις το βιβλίον των θρ

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙ 1966

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΣΤ Δ ΗΜΟΤΙΚΟΥ

Περιεχόμενα. Υπεύθυνος ἔκδοσης: π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος ( ) Μέλη Συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς Περιοδικοῦ: π. Χαράλαμπος Κοπανάκης ( )

πολεμικὴ πείρα πρῶτα μὲ τὶς κινήσεις τῶν γυμνασίων, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος παιχνίδι. Ὕστερα, γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ πόλεμο. Ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστά μας μι

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Μαρία Ψωμᾶ - Πετρίδου ΔΕΥΤΕΡΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΦΤΕΡΑ. Ποιήματα

ΜΑΘΗΜΑ 10ο. κεφ Ὁ Ἰακώβ

(Θ. Λειτουργία Ἰωάννου Χρυσοστόμου)

Παραλειπόμενα τῆς 6ης Πανελλήνιας Συνάντησης Νέων

Σεραφείμ Πειραιώς: «Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ο ευλογημένος καιρός»

Ἡ Κυριακή του Πάσχα. Fr.Lev Gillet

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Δελφῶν καί Μιαούλη) Τηλ: Ἡ Θεία Κοινωνία.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΤΣΑΪΝΗΣ Μέλος τῆς Διεθνοῦς Ἑταιρείας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας (Δ.Ε.Ε.Φ) ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ (ἤ περὶ ἔρωτος)

Σᾶς εὐαγγελίζομαι τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς γεννήσεως τοῦ. Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν

EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012

ΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚ ΟΣΗ Ι. Ν. ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΗΣ ΑΝΩ ΙΛΙΣΙΩΝ

Πρωτομηνιά και Άνοιξη: Τρεις σπουδαίες Αγίες εορτάζουν

για τὴν τρίτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ τῶν μουσουλμανικῶν σχολείων Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ

ΜΕΧΡΙ τώρα μιλήσαμε γιὰ τὴν διδασκαλία τῆς Εκκλησίας σχετικὰ

ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ

Ἡ γέννηση. (La naissance)

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν

πηγή: περιοδικὸ Πεμπτουσία, Τεῦχος 2ο, Ἀπρίλιος - Ἰούλιος 2000, σελ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέµπτη 19 Νοεµβρίου Αγαπητή Κίττυ,

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΜΗΝΥΜΑ ΤΡΙΩΔΙΟΥ. Τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Δ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2002

Ἕλληνες στὴν κόλαση τῶν γκουλὰγκ

Ἀγαπητοί ἐθελοντές τῆς Διακονίας Ἀσθενῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Γ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

Θεοδόσης Βολκὼφ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τις ο νους της Θείας Λειτουργίας (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας)

ΑΤΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Νικολέτος μοναχός.

«Ὁ Ρίτσαρτ Μπὰχ πετυχαίνει δυὸ πράγματα μ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Μοῦ χαρίζει Ὁρίζοντα. Μοῦ δίνει Νιάτα. Τὸν εὐγνωμονῶ καὶ γιὰ τὰ δυό.» Ραίη Μπράντμπουρυ

ODBC Install and Use. Κατεβάζετε καὶ ἐγκαθιστᾶτε εἴτε τήν ἔκδοση 32bit εἴτε 64 bit

Παρέλαση-Μαντήλα-Δωδεκάποντα*

Άγιος Νικήτας ο Νισύριος: «Γιατί αργείτε; Θανατώστε με γρήγορα»

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ. Περικλέους Ἐπιτάφιος

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΚΛΗΣ

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Transcript:

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΕΚΤΗΣ Δ ΗΜΟΤΙΚΟΥ 1

2

Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Δ. ΚΟζΝΤΟΓΙΑΝΝΗ Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ ΘѲ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΘѲ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ἕκτης Δ ημοτικοῦ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΔ ΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΑΘѲΗΝΑΙ 1952 3

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ 5

Β ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘѲΝΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ (Παράδοση) ΚΟΝTΑ στὸ Μυστρά, σὲ μιὰ ψѱηλὴ κορφή, ποὺ φαίνεται ὅλος ὁ κάμπος τῆς Σπάρτης, ἦταν ἕνα κυπαρίσσι, τὸ μεγαλύτερο κυπαρίσσι τοῦ κόσμου. Τώρα δὲν ὑπάρχει πιά. Κάποιος κακὸς ἄνθѳρωπος εἶχε ἀνάψѱει φωτιὰ ἐκεῖ κοντὰ καὶ δὲν πρόσεξε κι ἔκαψѱε τὸ κυπαρίσσι. Αὐτὸ τὸ κυπαρίσσι ἔχει τὴν ἱστορία του: Ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ὁ πασὰς τῆς Σπάρτης πῆγε σ αὐτὴ τὴ θѳέση, γιὰ νὰ διασκεδάση. Τοῦ ἔψѱησαν ἕνα ἀρνὶ καὶ κάθѳισε 31

νὰ φάη. Εἶχε μαζί του καὶ ἕνα βοσκό, ἕνα νεαρὸ Χριστιανό, νὰ τὸν ὑπηρετῆ. Μιὰ στιγμὴ τὸ παιδὶ γύρισε τὴ ματιά του καὶ εἶδε τὸν καταπράσινο κάμπο, μὲ τὰ ἄφθѳονα νερά τὸ πῆρε τὸ παράπονο κι ἀναστέναξε. Τὸ εἶδε ὁ πασὰς καὶ τὸ ρωτᾶ: Μωρὲ Ρωμιέ, τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις; Τί νἄχω, πασά μου, ἀπαντᾶ ὁ βοσκός συλλογίζομαι ὅτι ὅλ αὐτὰ τὰ μέρη κάποτε ἦταν δὶκά μας κι ἔχομε τὴν ἐλπίδα στὸ ΘѲεό, πὼς πάλι δικά μας θѳὰ γίνουν. Ὁ πασὰς θѳύμωσε. Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; τοῦ ἀπαντᾶ. Καὶ ἁρπάζει τὴν ξύλινη σούβλα, ποὺ εἶχαν ψѱήσει τὸ ἀρνί, καὶ τὴν καρφώνει στὴ γῆ. Νά, τὸ βλέπεις αὐτό; τοῦ λέει ἂν αὐτὸ τὸ ξερὸ ξύλο ἀποχτήση κλαδιά, τότε καὶ σεῖς θѳὰ πάρετε πάλι αὐτὰ τὰ μέρη. Τὴν ἄλλη μέρα ἡ σούβλα ρίζωσε στὴ γῆ, βλάστησε καὶ φούντωσε κι ἔγινε τὸ περήφανο κυπαρίσσι τοῦ Μυστρᾶ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ πασὰς ἔχωσε τὴ σούβλα στὴ γῆ ἀπὸ τὴ μύτη, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν κορφή, τὸ κυπαρίσσι εἶχε τοὺς κλάδους του πρὸς τὰ κάτω ἔγινε θѳηλυκὸ κυπαρίσσι. Δ ιασκευὴ Δ. Κ. 32

ΤΟ ΣΟΥΛΙΟΤΟΠΟΥΛΟ ΚΩΣΤΑ, ὁ γιός μας πιὰ μεγάλωσε τρέχει στὰ δεκαπέντε. Δ ιψѱᾶ στὸνπόλεμο νἀρθѳῆ. Κάθѳε πρωὶ καὶ κάθѳε βράδυ μοῦ κλαίγεται τὸ παλληκάρι μου.μπροστά σου, ἀπὸ ντροπή, κρατιέται καὶ σωπαίνει. Ὅμως κάθѳε φορὰ ποὺ ξεκινᾶς, αὐτὸ σπαράζει. Καὶ πέφτει στὴν ἀγκαλιά μου καὶ δέρνεται. Καὶ φοβερίζει νὰ κλέψѱη τὸ καριοφίλι τοῦ παπποῦ του, τ ἄγγιχτο κατὰ τὸ λόγο σου, ἀπ τὸν καιρὸ ποὺ τὸν ἔφαγε τὸ βόλι τὸ πικρὸ κι ἐκεῖνον. Καὶ θѳὰ πάη μονάχος του νὰ κάνη μὲ τοὺς Τούρκους πόλεμο. Κι ὁ φόβος ὁ δικός σου μονάχα τὸν τρομάζει ἀλλιῶς, ποιὸς ξέρει τί θѳ ἀποκοτοῦσε. Χάρη θѳὰ σοῦ τὸ γνωρίζω κι ἐγώ, κι αὐτὸς θѳὰ εἶναι ὑποταγμένος σου καὶ δὲ θѳὰ σὲ βαρύνη. Στὴ θѳέλησή σου θѳὰ εἶναι πρόθѳυμος σὰ σκλάβος σου. Ἔτσι μοναχὰ θѳὰ γλιτώσω ἀπὸ τἵς κλάψѱες του. Πάρε τον μαζί σου. Ἡ μάνα, ἡ ἀμαζόνα, βλέπει τὸ γέρο της παρακαλεστικά. Καὶ κάποτε διανεύει πονηρὰ τοῦ γιοῦ της. Αὐτὸς σκυμμένο τὸ κεφάλι του κρατεῖ. Καὶ κρύβει τὴν παρθѳενικὴ τὴν ταραχή 33

του ἀπ τὴ ματιὰ τοῦ γέρου, ποὺ αὐστηρὰ τὸν θѳωρεῖ καὶ δὲ μιλᾶ. Καὶ τὴν αὐγὴ τὸ παλληκάρι τ ἄγουρο, μὲ τὸ τουφέκι τὸ βαρὺ στὸν ὦμο, μὲ τ ἀλαφρὸ τὸ πάτημα, μὲ τὸ χαρούμενο τὸ καρδιοχτύπι καὶ μὲ τὸ φτερούγισμα τοῦ νοῦ, ἀκολουθѳεῖ τὸ γέρο τὸν πολεμιστὴ καὶ τὸν πολύπειρο. Κι ὁ πόλεμος ἀρχίζει. Καὶ τ ἄγριο φαράγγι τὸν ἀντιλαλεῖ. Ὁ γέρος τώρα δίνει ὅλο τὸ νοῦ του στὸ παιδὶ καἵ λησμονεῖ τὸν πόλεμο. Καὶ μιλεῖ στὸ παλληκάρι τ ἄπηχτο καὶ τ ὁδηγᾶ: Ἐδῶ, τοῦ λέει, ποὺ σ ἔφερα, δὲ θѳέλω νὰ καμαρώσω τὴν παλληκαριά σου. Δ εῖξε την ἅμα ἔρθѳη ἡ ὥρα σου. Ὅμως ἀψѱὺς μοῦ φαίνεσαι. Τὸ αἷμα σου δὲν κρύβεται κρατᾶ ἀπὸ πηγὴ τρελὴ τώρα θѳ ἀκοῦς! Νὰ τὸ κοτρόνι. Κρύβε τὰ ζερβά σου! Ὁ δεξιὸς ὁ ἄγκωνάς σου νὰ μὴν ξεπροβάλλη! Τὸ τουφέκι ἔτσι δὲν τὸ κρατοῦν νά, ἔτσι! Καὶ δὲ δίνουν πρόσωπο γιομάτο στὸ σημάδεμα. Ὁ Ἀρβανίτης ἐκεῖ παραφυλάει. Καὶ σοῦ παίρνει καὶ τὴν τρίχα σου σκύψѱε ἀκόμα, παλαβέ! Ἀητὸς τὸ μάτι σου! Ἀγροίκησες; Ἄδειο ἀκόμα τὸ τουφέκι σου; Κι ὀρθѳὸς ὁ λύκος του; Χαρὰ στὸν ὀχτρό σου ἀντίκρυ, ποὺ σὲ σκιάζεται! Ἕτοιμος; Τὸ νοῦ σου! Ὅμως τοῦ κάκου οἱ πατρικὲς οἱ συμβουλές. Παράφορο τὸ Σουλιωτόπουλο, μὲ τὸ πρῶτο κίνημά του, πρὶν ἀκόμα ρίξη τὴν πρώτη τουφεκιά, δείχνει τὸ πρόσωπο ἄσκεπο στὸν Ἀρβανίτη. Καὶ δέχεται τὸ βόλι στὸ μεσόφρυδο. Γιάννης Βλαχογιάννης 34

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΩΝ Ὑψѱηλάντηδων τ ἀρχοντικό, στὸ Κισνόβι τῆς Ρωσίας, δεκάξη τοῦ Φλεβάρη 1821. Γύρω στὸ τραπέζι, ἀπ τὰ πέντε ἀδέρφια οἱ τέσσερες, Ἀλέξανδρος, Δ ημήτρης, Νικόλας καὶ Γιώργης κι ἀντικρύ τους οἱ δυὸ γραμματικοί, Λασσάνης καὶ Τυπάλδος, γράφουν τὴν προκήρυξη. Ἡ ἀπόφαση πιὰ ἡ τρανὴ εἶναι παρμένη. Μένει νὰ δοθѳῆ τὸ σύνθѳημα τοῦ ἀγώνα καὶ στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων τὸ σάλπισμα ν ἀντιλαλήση κι ἀπὸ τὰ θѳεμέλια της νὰ σείση τὴν Τουρκιά. Μέσα στὴν ἐπίσημη σιωπή, τοῦ Ἀλέξανδρου ἡ φωνὴ 35

ἀργὴ καὶ γαλήνια χύνεται τριγύρω: Ναί, ἀδέρφια, λέει, ὅλα τὰ προσφέρομε θѳυσία πατριωτική, καὶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια, ποὺ ἡ Ὀθѳωμανικὴ Κυβέρνηση, κατὰ τὴ συνθѳήκη, θѳὰ μᾶς πληρώση τὸν ἐρχόμενο Μάη. Δ ὲν μποροῦμε νὰ περιμένωμε! Ἡ ἑταιρία ἀνακαλύφτηκε! Ἂς προσφέρωμε καὶ τὰ κτήματά μας στὴ Βλαχία ἀξίζουν ἕξη ἑκατομμύρια. Καὶ τοὺς μισθѳοὺς ποὺ παίρνομε ἀπὸ τὴ Ρωσία. Ἂς δώσωμε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας στὸ βωμὸ τῆς Πατρίδας. Ἔτσι θѳὰ ἐκτελέσωμε τὴν παραγγελία τοῦ πατέρα μας καὶ θѳὰ πάρωμε ἐκδίκηση γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέφερε ὁ πάππος μας καὶ πέθѳανε ἀπ αὐτά. Ὅλα ἂς τὰ δώσωμε στὴν πατρίδα. Ἂς κινήσωμε τὸν ἱερὸ ἀγώνα. Δ ιάβασε, Λασσάνη, τὴν προκήρυξη. Δ ιαβάστηκε ἡ προκήρυξη καὶ γίνηκε δεχτὴ μὲ μιὰ καρδιά. Εἶναι καὶ κάποια ἄλλη θѳυσία, εἶπε ὁ μονόχερος Ἀλέξανδρος. 36

Σηκώθѳηκε, βγῆκε ἀπὸ τὸ θѳάλαμο, πέρασε ἀπ ἄλλον καὶ μπῆκε ἴσια στῆς μητέρας του. Τὴ βρῆκε μὲ τὸ πιὸ μικρὸ ἀδέρφι, τὸ Γρηγόρη, δεκατεσσάρων χρονῶν ἀγόρι, καθѳισμένο στὸ πλάϊ της. Ἀφοῦ προσκύνησε τὰ πολυσέβαστα γεράματα τῆς μάνας, τῆς τρανῆς Ἀρχόντισσας, τῆς ἔδωσε τὸ χέρι καὶ τὴν ἔσυρε σιγὰ στὸ θѳἀλαμο, ποὺ βρίσκονταν τ ἀδέρφια του. Μητέρα, εἶπε, ἡ σωτηρία τῆς πατρίδας μπορεῖ ν ἀπαιτήση καὶ τὴ θѳυσία τοῦ κτήματος ποὺ ἔχομε στὴν Κοζνίτσα. Μᾶς δίνει πενήντα τέσσερες χιλιάδες ρούβλια τὸ χρόνο. Χαρίζεις αὐτὸ τὸ κτῆμα, μητέρα, στὴν Πατρίδα; Ἡ Ἀρχόντισσα Ὑψѱηλάντισσα ἀναδάκρυσε γλυκά. Παιδιά μου, εἶπε, ἐγὼ χαρίζω ἐσᾶς, τὰ φίλτατά μου, καὶ θѳὰ λυπηθѳῶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια ρούβλια; Μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ἦταν κι ἡ προκήρυξη τελειωμένη. Ὑπόγραψѱε κι ὁ γιός : Ἀλέξανδρος Ὑψѱηλάντης. Γιάννης Βλαχογιάννης 37

O ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ Δ Ε ΦΕΥΓΕΙ Η ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶχεν ἀρχίσει. Τὴ μέρα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων φίλοι τοῦ Πατριάρχη κι ἐπίσημα πρόσωπα τὸν παρακαλοῦσαν,νὰ φύγη, νὰ σωθѳῆ. Ἡ Ὀθѳωμανικὴ Κυβέρνηση μεταχειριζόταν τὰ πιὸ σκληρὰ μέσα καὶ ὁ καθѳένας μποροῦσε νὰ μαντέψѱη τί θѳὰ γινόταν. Παρακαλοῦσαν λοιπὸν τὸν Πατριάρχη νὰ φύγη κι ἐξασφάλισαν καὶ τὰ μέσα τῆς φυγῆς του. Μὴ μὲ παρακινῆτε νὰ φύγω, εἶπε ὁ Γρηγόριος στοὺς φίλους του. Μὴ θѳέλετε νὰ σωθѳῶ ἡ ὥρα τῆς φυγῆς μου θѳὰ ἦταν ὥρα σφαγῆς γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη καί τὴν ἄλλη 38

Χριστιανοσύνη. Ὡραῖο πρᾶγμα ζητᾶτε. Μεταμορφωμένος μὲ καμιὰ προβιά, νὰ φεύγω στὰ πλοῖα, ἢ κλεισμένος σὲ κανένα φιλικὸ σπίτι, ν ἀκούω στοὺς δρόμους τὰ ὀρφανὰ τοῦ Ἔθѳνους νὰ τὰ σφάζη ὁ δήμιος! Εἶμαι πατριάρχης, γιὰ νὰ σώσω τὸ λαό μου, ὄχι νὰ τὸν ρίξω στὰ χέρια τῶν Γενιτσάρων. Ὁ θѳάνατός μου ἴσως χρησιμεύση περισσότερο ἀπ ὅσο θѳὰ ὠφελήση ἡ ζωή μου. Οἱ ξένοι βασιλιάδες θѳὰ ταραχτοῦν γιὰ τὸν ἄδικο θѳάνατό μου. Ἲσως δὲν θѳὰ δοῦν μὲ ἀδιαφορία νὰ ὑβρίζεται ἡ πίστη τους στὸ πρόσωπό μου. Εἶμαι βέβαιος ὅτι, ὅπου ὑπάρχουν ὁπλισμένοι Ἕλληνες, θѳὰ πολεμήσουν μὲ τὴν ἀπελπισία, ποὺ χαρίζει τὴ νίκη. Κάνετε λοιπὸν ὑπομονὴ σὲ ὅ,τι συμβῆ. Σήμερα τῶν Βαΐων ἂς φᾶμε στὸ τραπέζι ψѱάρια. Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα ἴσως φᾶνε καὶ αὐτὰ ἀπὸ μᾶς. Ὄχι, δὲ θѳὰ γίνω περίγελος τοῦ κόσμου καί, ἐνῶ θѳὰ περνῶ μὲ ἄρχοντες καὶ διάκους στοὺς δρόμους τῆς Ὀδησσοῦ ἢ τῆς Επτανήσου, νὰ μὲ δείχνουν μὲ τὸ δάχτυλο τὰ παιδιὰ καὶ νὰ λένε: «Νά, ὁ λιποτάχτης Πατριάρχης!». Ἂν τὸ Ἔθѳνος μου σωθѳῆ καὶ θѳριαμβεύση, ἐλπίζω νὰ μὲ ἀποζημιώση μὲ τιμὴ καὶ ἔπαινο, ἐπειδὴ ἔπραξα τὸ χρέος μου. Γιὰ τετάρτη φορὰ δὲ θѳ ἀνεβῶ πιὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Χαίρετε, σπηλιὲς καὶ κορφὲς τοῦ ἱεροῦ βουνοῦ! Χαῖρε, κύμα τῆς θѳάλασσας! Χαίρετε Ἀθѳῆναι καὶ Σπάρτη, στὶς ὁποῖες ποθѳοῦσα νὰ ἰδρύσω σχολεῖα γιὰ τοὺς νέους τῆς πατρίδας! Χαῖρε, γῆ τῆς Δ ημητσάνας, ποὺ μὲ γέννησες! Ἐγὼ πηγαίνω, ὅπου μὲ καλεῖ τὸ χρέος μου, ἡ μεγάλη μοίρα τοῦ ἔθѳνους καὶ ὁ Οὐράνιος ΘѲεός, ποὺ διευθѳύνει τὰ θѳεῖα καὶ τὰ ἀνθѳρώπινα πράγματα. 39

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΝΔ ΡΙΑΝΤΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ Ε Πῶς μᾶς θѳωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου; Τὰ φτερωτά σου ὄνειρα; Γιατί στὸ μετωπό σου νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες, ὅσες μᾶς δίν ἡ ὄψѱη σου παρηγοριὲς κι ἐλπίδες;... Γιατί στὰ ουράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζη, Πατέρα, ἕνα χαμόγελο;... Γιατί νὰ μὴ σπαράζη μέσα στὰ στήθѳη σου ἡ καρδιά; Καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου οὔτ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ ἔλαμψѱε τὸ φῶς σου;... Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, Πατέρα, ἡ θѳάλασσά σου... Τὸ λείψѱανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο, τ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας. Κι ἐδῶ μαρμαρωμένο θѳὰ στέκη ὁλόρθѳο, ἀκλόνητο, κι αἰώνια θѳὲ νὰ ζήση, νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη σ Ἀνατολὴ καὶ Δ ύση. Ἀρ. Βαλαωρίτης 40

ΣΙΤΑΡΙ-ΚΡΙΘѲΑΡΙ ΟΙ προεστοὶ τῆς Ἀθѳήνας εἶχαν σύναξη μυστικὴ στὸ σπίτι τοῦ γερο - ΘѲωμᾶ, τοῦ γεροντότερου, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴ Ρόμβη. Ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζη μέσα στὴν κάμαρη, καὶ δὲν τὸ βρῆκαν σωστὸ ν ἀνάψѱουν λυχνάρι, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ νὰ μπῆ κανείς, ἂν καὶ εἶχαν τόση ἐμπιστοσύνη στὴ νοικοκυρά, ὅση εἶχαν στὸν ἴδιο τὸν ἄντρα της. Ἔπειτα ὅ,τι ἦταν νὰ ξέρη αὐτή, τὸ ἤξερε πιά. Κι ἀφοῦ οἱ ἄρχοντες εἶχαν φυλακιστῆ στὸ Κάστρο, οἱ γέροι συνάχτηκαν στ ἀρχοντικό της, γιὰ νὰ σκεφτοῦν γιὰ πράματα σοβαρά. Οἱ χωριάτες γύρω στὰ χωριὰ εἶχαν ἀρχίσει νὰ συνταράζωνται καὶ τὸ μεγάλο κίνημα δὲν ἦταν μακριά. Ἀπ τὸ Μενίδι, ποὺ ἦταν τὸ κέντρο τοῦ ἀναβρασμοῦ, ἔφταναν κρυφὲς παραγγελίες στοὺς προεστοὺς τῆς Χώρας καὶ ζητοῦσαν ἀνταπόκριση μ αὐτοὺς καὶ περίμεναν τὶς προσταγές τους. Μέσα στὸ δωμάτιο τὸ σκοτάδι πύκνωνε καὶ θѳάμπωνε κι οἱ γέροι μόλις ἔβλεπαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Κανένας δὲ μιλοῦσε πιά, μὰ ἡ ἴδια σκέψѱη περνοῦσε ἀπ τὰ κεφάλια καὶ τῶν ὀχτώ, ποὺ κάθѳονταν ἐκεῖ μέσα στὰ ντιβάνια ἀκίνητοι. Ἤξεραν πὼς οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ παίρνουν εἴδηση, πὼς κάτι σοβαρὸ ἔτρεχε ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανούς. Οἱ Ἀρβανίτες φύλαγαν καλὰ τὶς πόρτες καὶ κανένα δὲν ἄφηναν νὰ πάη ἀπὸ τὴν Ἄθѳήνα στὰ περίχωρα. Ἔπρεπε ἢ μὲ τὸ καλὸ νὰ τοὺς κάνης νὰ σ ἀφήσουν ἢ κρυφὰ νὰ πηδήσης ἀπ τὰ τείχη καὶ νὰ πᾶς. Μὰ τότε δύσκολα θѳὰ γύριζες, γιατὶ στὶς πόρτες θѳὰ σ ἕπιαναν, 41

Τέλος ἕνας ἀπ τοὺς γέροντες ἀποφάσισε νὰ ξεστομίση τὸ βαρὺ τὸ ρώτημα: Ποιός εἶν ἄξιος νὰ πάρη ἐπάνω του αὐτὴ τὴ δουλειὰ καὶ νὰ βγῆ κρυφὰ ἀπ τὴ χώρα, μὰ μὲ τὴν ἄδεια τῆς φρουρᾶς; Κανεὶς δὲν ἀποκρίθѳηκε. Γιὰ κάμποση ὥρα ἔμειναν σιωπηλοί, σὰν κάτι νὰ περίμεναν. Ἕνας ἐλαφρὸς ψѱίθѳυρος ἀκούστηκε κατὰ τὴν πόρτα, τὴν πόρτα ποὺ ὅλοι τὴ θѳεωροῦσαν κλειστή, τὴν πόρτα ποὺ ἔφερνε ἐπάνω στὸ λιακωτό. Μέσα στὸ σκοτάδι ξεχώρισε γνώριμη παιδιοῦ μορφή, ἀμίλητη, συμμαζωμένη, κολλητὴ στὸν τοῖχο. Ὅλων τὰ μάτια, συνηθѳισμένα στὸ σκοτάδι, γνώρισαν τὸ ΘѲωμάκο, τὸ μικρότερο ἀπ τὰ δυὸ ἐγγόνια τοῦ νοικοκύρη. Αὐστηρὰ τοῦ μίλησε ὁ παππούς του τότε: Τί μπῆκες ἐδῶ μέσα; εἶπε ὁ γερο - ΘѲωμάς. Ποιός σ ἔστειλε; Ἔχεις πολλὴ ὥρα ἐδῶ; Ἀπὸ ποῦ πέρασες; Ἐγὼ εἶχα τὴν πόρτα ἀμπαρωμένη. Μπῆκα, εἶπε, τὸ παιδί. Κατέβηκα ἀπὸ τὸ λιακωτό. Πῶς τὸ ἔκανες αὐτό! εἶπε ὁ γέρος αὐστηρότατα. Τίνος 42

τὴ γνώμη πῆρες; Ποιός σ ἔβαλε νὰ τὸ κάνης αὐτό; Ὄχι, μοναχός μου!, εἶπε ζωηρὰ τὸ παλληκάρι καὶ προχώρησε δυὸ βήματα. Ἡ μιλιά του ἀντηχοῦσε καθѳαρὴ κι ἀπονήρευτη μέσα στὸ σκοτάδι. Κατάλαβα, εἶπε, πὼς θѳὰ λέγατε γιὰ τὴν Πατρίδα... κι ἤθѳελα ν ἀκούσω. Τοῦ γέροντα ἡ καρδιὰ ἦρθѳε στὸν τόπο της. Τὸ ἐγγόνι τοῦ γερο - ΘѲωμᾶ ἦταν ἀθѳῶο, κίνδυνος δὲν ἦταν γι αὐτοὺς καὶ γιὰ τὰ σπίτια τους. Τὸ παιδὶ ἤθѳελε ν ἀκούση ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὴν Πατρίδα. Ὁ παππούς του ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ ὁρμηνέψѱη πρῶτα, κι ὕστερα νὰ τὸ διώξη, μὰ δὲν πρόφτασε. Τὸ παιδὶ τὸν πρόλαβε: Ἐγὼ πάω! εἶπε σοβαρά, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του. Ποῦ; Στὸ Μενίδι... Δ ὲ θѳέλετε νὰ στείλετε ἄνθѳρωπο; ΘѲὰ πάω ἐγώ! 43

Πῶς θѳὰ πᾶς ἐσύ, παιδί μου; εἶπε ὁ παππούς του. Μὲ τ ἄλογο καβάλα... ΘѲὰ πάρω τὸν καρά, σανὸ θѳὰ πάω νὰ κόψѱω. ΘѲἄχω καὶ τὸ κλαδευτήρι. Χαμήλωσαν οἱ ὁμιλίες τῶν γερόντων. Τὸ παιδί, ὀρθѳὸ πάντα, μὰ πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ συντροφιά τους, ἄκουγε χωρὶς νὰ θѳέλη. Πέρασε ἀπ τὴ Μενιδιάτικη πόρτα ὁ ΘѲωμάκος τραγουδώντας, τὸ πρωί, ἀργά, καμαρωτά, γιὰ νὰ μὴ δώση καμιὰ ὑποψѱία. Στοῦ Ἀγὰ τὴ Βρύση πότισε τ ἄλογο. Ἐξακολούθѳησε τὸ δρόμο του, ἔφτασε στὸ Μενίδι, τελείωσε τὸ σκοπό του, ἔκοψѱε καὶ σανὸ καὶ γύρισε. Γύρισε μὲ τὸν τρανὸ τὸ λόγο γραμμένο στὰ φυλλοκάρδια του, ποὺ ὁ Χατζη - Μελέτης, τῆς Χασιᾶς ὁ Καπετάνιος, κι ὁ Μῆτρο Λέκας, τοῦ Μενιδιοῦ, μὲ δισταγμὸ τοῦ ἐμπιστεύτηκαν, γιατὶ τὸν εἶδαν τόσο μικρό. Μὰ τὸ παιδὶ αὐτὸς ὁ λόγος τὸ μεγάλωσε καὶ τὸ ἔκανε ἄντρα ἄξιο νὰ φυλάξη τὸ διαμάντι τ ἀξετίμητο, καὶ στὸ φῶς νὰ μὴν τὸ δείξη, παρὰ μονάχα στῶν προεστῶν τῆς Ἀθѳήνας τὴν καρδιὰ νὰ τὸ ἐμπιστευτῆ, Γύρισε, ὅπως πῆγε, ἥσυχα καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο. Καὶ τράβηξε ἴσια στοῦ παπποῦ του. Ἐκεῖ δὲ βρῆκε τὸ γέρο παππού. Μὰ ἡ γιαγιά του ἦταν ἀνήσυχη. Καὶ σὲ λίγο, νά κι ἔφτασε κι ὁ παππούς. Ἦρθѳες, παιδί μου; εἶπε. Πᾶμε μέσα... Πέρασαν στὸ πιὸ βαθѳὺ δωμάτιο, ποὺ δὲν εἶχε κανένα παράθѳυρο. Λέγε τώρα γρήγορα. Τί ἀπόκριση φέρνεις ἀπὸ τοὺς χωριάτες; Στὶς εἰκοσιέξη τοῦ Ἀπριλιοῦ νὰ τοὺς καρτεροῦμε. ΘѲὰ μποῦνε ἀπὸ τὰ τείχη, ἀνάμεσα πόρτας Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῆς Μπουμπουνίστρας. Ξημερώματα, εἶπαν, τόσο νὰ φέγγη ὅσο νὰ ξεχωρίζεται τὸ στάχυ, τὸ σιτάρι ἀπ τὸ 44

κριθѳάρι. Καλά, παιδί μου, σιτάρι - κριθѳάρι! Τρέχα τώρα ἔξω νὰ παίξης μὲ τ ἄλλα παιδιά. Καὶ σὲ κανένα τίποτε νὰ μὴ μιλήσης! Ἀγκαλά, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σοῦ τὸ πῶ. Τὸ ξέρεις μοναχός σου... Καλά, παππού, εἶπε τὸ παιδὶ χαρούμενο, κι ἔτρεξε στὰ παιγνίδια του. Σὲ λίγες μέρες οἱ χωριάτες πατοῦσαν τὴν Ἀθѳήνα ξαφνικά, κι ἀδερφωμένοι μὲ τοὺς Αθѳηναίους ἔκλειναν τοὺς Τούρκους στὴν Ἀκρόπολη. Γιάννης Βλαχογιάννης (Δ ιασκευὴ Ν. Α. Κοντοπούλου) 45

ΤΟ ΤΣΟΠΑΝΑΚΙ ΟΤΑΝ ἄρχισε ἡ μάχη στὰ Δ ερβενάκια, ἕνα τσοπανάκι λεροφορεμένο, ἄοπλο, ἀλλὰ μὲ μάτια γοργοκίνητα, μὲ τὴ μαγκούρα του τὴν ποιμενική, πλησίασε στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ Κολοκοτρώνης κι ἔβλεπε κι αὐτὸ μὲ περιέργεια καὶ θѳαυμασμὸ τὸν πόλεμο ποὺ γινόταν παρακάτω. 46

Ὁ Κολοκοτρώνης παρατήρησε τὸ θѳαυμασμό του καὶ τὰ ἔξυπνα καὶ ζωηρὰ μάτια του καὶ τοῦ εἶπε: Τί στέκεσαι καὶ βλέπεις, καὶ δὲν πᾶς καὶ σὺ νὰ πολεμήσης, βρὲ Ἕλληνα; Δ ὲν ἔχω ἄρματα καπετάνιε! Ἔχεις τὴ μαγγούρα σου, ἄρμα εἶναι κι αὐτή, νά! πήγαινε νὰ σκοτώσης κανένα ἐχθѳρὸ μ αὐτή, νὰ πάρης τ ἄρματά του καὶ ν ἀρματωθѳῆς καὶ νὰ φορέσης τὰ ροῦχα του. Μὰ λές; Καὶ χωρὶς νὰ χάση καιρὸ πηδώντας μὲ τὴ βοήθѳεια τῆς μαγγούρας του ὄπ! ὄπ! ἀνακατεύτηκε μὲ τοὺς πολεμιστές. Τὸ βράδυ, ὅταν τελείωσε ἡ μάχη, ἔνοπλος καὶ ἀγνώριστος μὲ ροῦχα κάποιου Τούρκου, ποὺ εἶχε σκοτώσει, ξαναστάθѳηκε ἐπιδειχτικὰ ἐμπρὸς στὸν Κολοκοτρώνη. Τί εἶσαι σύ, βρὲ Ἕλληνα; τὸν ρωτᾶ ὁ ἀρχιστράτηγος. Δ ὲ μὲ γνωρίζεις, καπετάνιε; Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μ ἔστειλες τὸ μεσημέρι νὰ πολεμήσω μὲ τὴ μαγκούρα μὲ τὴν προσταγή σου καὶ μὲ τὴν εὐχή σου, καπετάνιε, ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπες... Γιάννης Βλαχογιάννης (Δ ιασκευὴ Ν. Α. Κοντοπούλου) 47

ΤΟ ΕΘѲΝΟΣ ΜΑΣ ΘѲΑ ΠΛΗΡΩΣΗ Ἡ ἀπόδειξη. Ὁ Κανάρης γύριζε τὸ 1825 ἄπρακτος ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου εἶχε πάει νὰ κάψѱη τὸν Τουρκοαιγυπτιακὸ στόλο. Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφτανε ἡ πίκρα του γιὰ τὴν ἀποτυχία, ἄκουγε καὶ τὰ μουρμουρητὰ τῶν ναυτῶν του, ποὺ μέρες εἶχαν νὰ φᾶν καὶ νὰ πιοῦν νερό. Τὸ καράβι τους εἶχε σώσει 48

ἀπὸ μέρες τὶς προμήθѳειές του. Πλέοντας λοιπὸν στ ἀνοιχτά, κάποιος ναύτης τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ λέει: Καπετὰν Κωνσταντή, ἕνα καράβι ἀπὸ μακριά. Καλά, τοῦ ἀποκρίνεται ἥσυχα ὁ Κανάρης. Σὲ μισὴ ὥρα τὰ δυὸ πλοῖα βρέθѳηκαν κοντὰ καὶ οἰ ναῦτες τοῦ Κανάρη παρατήρησαν, ὅτι ἦταν ἕνα μεγάλο αὐστριακὸ ἱστιοφόρο. Ἐμπρός, παιδιά, πιάστε τοὺς γάντζους, προστάζει ὁ πυρπολητής. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ναῦτες πῆραν τὰ τουφέκια τους, ἄλλοι κατέβασαν μιὰ βάρκα καὶ μὲ τοὺς γάντζους κόλλησαν στὸ ξένο πλοῖο. Τότε ὁ Κανάρης μὲ τὸν ἀχώριστό του σύντροφο Μικὲ καὶ μερικοὺς ἄλλους ναῦτες σκαρφαλώνει σ αὐτὸ μὲ τὴν πιστόλα στὸ χέρι καὶ παρουσιάζεται στὸν πλοίαρχο. Τί θѳέλετε; ρωτᾶ μὲ τρόμο ὁ Αὐστριακός, γιατὶ νόμισε, πὼς ἦταν πειρατές. ΘѲέλομε νὰ μᾶς δώσης ψѱωμί, τυρί, νερὸ καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἄλλο ἔχεις, γιατὶ πεθѳαίνομε ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ὁ πλοίαρχος κατάλαβε τότε μὲ ποιοὺς εἶχε νὰ κάνη καὶ προστάζει τοὺς ναῦτες του νὰ τοὺς φέρουν ψѱωμιά, τυρί, ἕνα βαρέλι σαρδέλες καὶ ἀρκετὸ νερό. Ἀφοῦ τὰ κατέβασαν στὴ βάρκα, ὁ Κανάρης εἶπε στὸν Αὐστριακὸ πλοίαρχο: Λεφτὰ δὲν ἔχω τώρα νὰ σὲ πληρώσω γράψѱε λοιπὸν πόσα κάνουν σ ἕνα χαρτὶ καὶ φέρε το νὰ σοῦ τὸ ὑπογράψѱω. Δ ὲν κάνει τίποτε, ἀποκρίθѳηκε ὁ πλοίαρχος γνωρίζοντας τὴ φτώχεια τῶν ἐπαναστατῶν. Φέρε το, εἶπα, καὶ γράψѱε δυὸ χιλιάδες γρόσια! ἀπάντησε θѳυμωμένος ὁ πυρπολητής. Τὸ ὑπόγραψѱε καὶ τὸ δίνει στὸν πλοίαρχο λέγοντας: Τὸ Ἔθѳνος μας θѳὰ σὲ πληρώση! 49

Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν ἔχετε ἔθѳνος, τόλμησε νὰ πῆ ἐκεῖνος. Ἄστραψѱαν τὰ μάτια τοῦ Κανάρη, ἀγρίεψѱε τὸ πρόσωπό του καὶ μὲ θѳυμὸ καὶ περιφρόνηση εἶπε: Σὰ δὲν ἔχωμε Ἔθѳνος, θѳὰ κάνωμε! Ἔτσι χωρίστηκαν, ὁ ἕνας πιστεύοντας στὰ λόγια του, ποὺ ἧταν πεποίθѳηση ὅλων τῶν σκλαβωμένων, καὶ ὁ ἄλλος κουνώντας τὸ κεφάλι του ἀπὸ δυσπιστία στὰ ὀνειροπολήματα τῶν ραγιἀδων. Ἡ ἐξόφληση Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ἡ Ελλάδα ἔγινε ἐλεύθѳερη. Ὁ Κανάρης, σεβαστὸς πιὰ ναύαρχος, ἦταν Ὑπουργὸς τῶν Ναυτικῶν, καὶ ὁ καπετὰν Μικὲς πλοίαρχος σ ἐμπορικὸ σκάφος. 50

Ὁ Μικὲς ἔτυχε κάποτε στὸ Γαλάζι τῆς Ρουμανίας ν ἀγοράζη σιτάρι. Ἐκεῖ βρῆκε καὶ τὸν Αὐστριακὸ πλοίαρχο, ποὺ τότε μόνο τὸν ἀναγνώρισε, ὅταν τοῦ θѳύμισε τὴν παλιὰ δυσάρεστη συνάντηση τὸν παρακίνησε μάλιστα νὰ περάση ἀπὸ τὴν Ἀθѳήνα, γιὰ νὰ πληρωθѳῆ, καὶ μὲ κόπο τὸν κατάφερε νὰ δεχτῆ. Ἕνα πρωὶ λοιπὸν ὁ Μικὲς καὶ ὁ Αὐστριακὸς πῆγαν στὸ Ὑπουργεῖο καὶ ζήτησαν νὰ ἰδοῦν τὸν Κανάρη. Ἅμα μπῆκαν, ὁ Μικὲς τοῦ εἶπε: Ἐξοχώτατε, θѳυμᾶσαι, ποὺ ὑπόγραψѱες μιὰ ἀπόδειξη γιὰ δυὸ χιλιάδες γρόσια σ ἕνα πλοίαρχο Αὐστριακὸ κοντὰ στὴν Ἀλεξάνδρεια; Ἄ, ναί, θѳυμοῦμαι, ἀπάντησε, ἀφοῦ σκέφτηκε λίγο ὁ Κανάρης. Νὰ λοιπόν, ὁ πλοίαρχος ἦρθѳε νὰ πάρη τὰ χρήματα. Ὁ Κανάρης ζήτησε τὴν ἀπόδειξη, τὴν κοίταξε καλὰ καλὰ καὶ ἔπειτα μὲ ἐθѳνικὴ περηφάνια λέει στὸν Αὐστριακό: Βλέπεις, πλοίαρχέ μου, πὼς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὅ,τι λέμε τὸ κάνομε! Ὑπόγραψѱε κατόπιν ἕνα ἔνταλμα καὶτό δωσε στὸν πλοίαρχο, γιὰ νὰ πληρωθѳῆ... Ν. Α. Κοντόπουλος 51