Αρχαία Ελληνικά προσανατολισμού Διδαγμένο κείμενο: Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια, Β3 1-2,Β6 1-4 Α. Για αυτό πρέπει να έχουμε διαπαιδαγωγηθεί από την πιο μικρή ηλικία με τέτοιον τρόπο, όπως λέει ο Πλάτωνας, ώστε και να χαιρόμαστε και να δυσανασχετούμε με αυτά που πρέπει γιατί αυτή είναι η ορθή παιδεία. Δεν πρέπει όμως να το πούμε μόνο έτσι, ότι δηλαδή (η αρετή) είναι έξη, αλλά και τι είδους έξη (είναι). Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι κάθε αρετή, όποιου πράγματος είναι αρετή, και το ίδιο το πράγμα το κάνει να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του και το βοηθάει να εκτελέσει με τον πιο σωστό τρόπο το έργο που είναι προορισμένο για αυτό, όπως για παράδειγμα η αρετή του ματιού κάνει αξιόλογο και το μάτι και το έργο για το οποίο είναι προορισμένο γιατί λόγω της αρετής του ματιού βλέπουμε καλά. Με τον ίδιο τρόπο η αρετή του αλόγου κάνει και το άλογο αξιόλογο και ικανό να τρέξει και να μεταφέρει τον αναβάτη και να μείνει να αντιμετωπίσει τους εχθρούς. Αν λοιπόν έτσι συμβαίνει με όλα τα πράγματα, (τότε) και η αρετή του ανθρώπου θα μπορούσε να είναι η έξη, από την οποία ο άνθρωπος γίνεται καλός και από την οποία θα βοηθηθεί να εκτελέσει σωστά το έργο του. Πώς όμως θα γίνει αυτό με αυτόν τον τρόπο θα γίνει φανερό, αν δηλαδή εξετάσουμε τι λογής είναι η φύση της. Β1. Στη συγκεκριμένη ενότητα ο Αριστοτέλης προτείνει ένα αλάνθαστο αποδεικτικό στοιχείο (σημεῖον), ένα κριτήριο που αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος έχει πια διαμορφώσει τις «έξεις» του, τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα του. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το συναίσθημα που συνοδεύει τις πράξεις του, ανάλογα με την ποιότητά τους. Χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα την αρετή της εγκράτειας και της ανδρείας, υποστηρίζει ότι δεν αρκεί να κάνει κάποιος ηθικές πράξεις για να μπορούμε να πούμε ότι έχει κατακτήσει την αρετή, αλλά πρέπει να νιώθει και το κατάλληλο συναίσθημα όταν τις κάνει, δηλαδή ευχαρίστηση και ηθική ικανοποίηση (ἡδονή). Αντίθετα, όταν η επιτέλεση μιας ηθικής πράξης είναι αποτέλεσμα επιβολής και καταναγκασμού και προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα (λύπη) σε αυτόν που τις κάνει, αποτελεί σημάδι για τη διαμόρφωση αρνητικών έξεων, όπως της ακολασίας και της δειλίας σύμφωνα με τα δεδομένα του κειμένου. Ο Αριστοτέλης γενικεύει τη σκέψη του μετά τα αποδεικτικά παραδείγματα υποστηρίζοντας ότι «περί ἡδονάς γάρ και λύπας ἐστίν ἡ ἠθική ἀρετή». Όπως ο ίδιος τονίζει αλλού στο ίδιο έργο, οι πράξεις της αρετής πρέπει να αποτελούν πηγή ευχαρίστησης και χαράς και να μην απαιτούν έναν συνεχή εσωτερικό αγώνα (αἱ κατ ἀρετήν πράξεις εἰσίν ἡδεῖαι). Σε αυτό το σημείο, με τη σύνδεση ηθικής και συναισθημάτων, διαφαίνονται στοιχεία ψυχολογίας, της οποίας ο
Αριστοτέλης θεωρείται θεμελιωτής. Την ίδια άποψη [ότι αἱ ἡδοναί καί αἱ λύπαι επηρεάζουν αποφασιστικά τη ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών] τη συναντούμε και στον Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης όμως συστηματοποίησε περισσότερο από το δάσκαλό του την εξέταση των συναισθημάτων και είδε τα συναισθήματα με λιγότερη αυστηρότητα από εκείνον. Στη συνέχεια ο φιλόσοφος προχωρεί το συλλογισμό του αιτιολογώνας το προηγούμενο συμπέρασμα. Υποστηρίζει ότι κάνουμε τιποτένιες και ευτελείς πράξεις, επειδή αυτό μας ευχαριστεί, ενώ αποφεύγουμε τις ηθικές πράξεις, επειδή αυτές μας δυσαρεστούν («Διά μέν γάρ τήν ἡδονήν τά φαῦλα πράττομεν, διά δέ τήν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα»). Ο Αριστοτέλης εδώ εξετάζει την ηδονή και τη λύπη σε σχέση με τους ανθρώπους που δεν έχουν κατακτήσει τις ηθικές αρετές. Σε αυτή την περίπτωση συμβαίνει το αντίθετο από ό,τι ισχύει στην περίπτωση των ανθρώπων που τις έχουν κατακτήσει. Κατά συνέπεια, αν συγκρίνουμε την αναφορά της λέξης «ἡδονή» με εκείνη στην αρχή της ενότητας, γίνεται φανερό ότι πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ «καλών» και «κακών» ηδονών. Στην πρώτη περίπτωση, η λέξη χρησιμοποιείται με θετικό περιεχόμενο, σημαίνει δηλαδή την ψυχική απόλαυση και την έλλογη ικανοποίηση που νιώθουμε από την επιτέλεση ενάρετων πράξεων, συναισθήματα που συντείνουν στη διατήρηση της μεσότητας και του ορθού λόγου. Αντίθετα, στη δεύτερη αναφορά, η λέξη έχει αρνητικό περιεχόμενο. Σημαίνει την ευχαρίστηση που ξεπερνά τα όρια του μέτρου, τον ακόρεστο πόθο που συντείνει στην κατάργηση της μεσότητας και του ορθού λόγου. Το συναίσθημα, λοιπόν, της «καλής» ηδονής που συνοδεύει τις ηθικές πράξεις και αποτελεί την επιβράβευσή μας για αυτές είναι που θα πρέπει να αισθανόμαστε και να επιλέγουμε. Και φυσικά μόνο με την ορθή παιδεία από την πιο μικρή ηλικία θα γίνουμε ικανοί να τις διακρίνουμε από τις «κακές» και να τις επιλέγουμε, αν θέλουμε να οδηγηθούμε στη διαμόρφωση των έξεων που θα ανοίξουν το δρόμο προς την ηθική αρετή. Β2. Ο Αριστοτέλης στο Β βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων αναφέρεται στις ηθικές αρετές, εξετάζοντας την προέλευση, το χαρακτήρα και τον τρόπο απόκτησής τους. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, όμως, η λέξη «ἀρετή» δε χρησιμοποιείται αποκλειστικά με ηθικό περιεχόμενο αλλά με την ευρεία της έννοια, όπως μαρτυρά η φράση «οὗ ἄν ᾖ ἀρετή» και τα παραδείγματα με το μάτι και το άλογο. Συγκεκριμένα, η αρετή συνιστά μια ιδιότητα που αποδίδεται όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά και στα ζώα και στα πράγματα, γενικά και στα έμψυχα και στα άψυχα. Με αυτή τη διευρυμένη σημασία, η λέξη υποδηλώνει μια κατάσταση υπεροχής, ανωτερότητας, ολοκληρωμένης διαμόρφωσης, οποιαδήποτε θετική ικανότητα ή ιδιότητα, που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό σε ένα έμψυχο ον ή άψυχο πράγμα, και η οποία δίνει τη δυνατότητα σε αυτό που το έχει, αφενός να τελειώνεται, να βρίσκεται δηλαδή, στην τέλεια κατάστασή του τη στιγμή της ολοκλήρωσής του, και αφετέρου να επιτελεί με τέλειο τρόπο το
προορισμένο για αυτό έργο από τη φύση. Επαγωγικά, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και η αρετή του ανθρώπου, η ηθική δηλαδή ιδιότητα που απορρέει από συγκεκριμένης ποιότητας ενέργειες στο πλαίσιο μιας πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας, είναι η «έξις» που κάνει και τον ίδιο τον άνθρωπο αγαθό (= τέλειο) και ικανό να εκτελεί το έργο του, τον προορισμό του, που επιλέγεται ελεύθερα από τον ίδιο («ἑαυτοῦ»), με τέλειο τρόπο. Η ἀρετή, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, συνιστά «ἕξιν», μια μόνιμη, σταθερή ιδιότητα του χαρακτήρα του ανθρώπου που διαμορφώνεται με την επανάληψη όμοιων (ποιοτικά ομοειδών) ενεργειών. Συνεπώς, η «ἕξις» αποτελεί το προσεχές γένος της αρετής, την ευρύτερη δηλαδή έννοια μέσα στην οποία αυτή εντάσσεται. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο Αριστοτέλης αναζητά τον ορισμό της αρετής, ο προσδιορισμός του προσεχούς γένους δεν αρκεί, αφού οι «έξεις» είναι ουδέτερης ποιότητας και καθορίζονται από την ποιότητα των ενεργειών που προηγούνται. Χρειάζεται, λοιπόν, να διευκρινιστεί τι λογής έξη είναι η αρετή («ποια τις»), δηλαδή να καθοριστεί η ειδοποιός διαφορά της σε σχέση με τις άλλες έξεις. Στη συγκεκριμένη ενότητα ο Αριστοτέλης εντοπίζει το διακριτικό γνώρισμα της αρετής στον τρόπο που εκδηλώνεται αφενός στον ίδιο τον φορέα της, το υποκείμενο της αρετής, και αφετέρου στον τρόπο με τον οποίο εκτελείται το «ἔργον» του. Ειδικότερα, η αρετή αρχικά εκδηλώνεται με το να καθιστά τέλειο αυτό στο οποίο ενυπάρχει («αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ»). Το ρήμα «ἀποτελεῖ» εμπεριέχει τη λέξη «τέλος», έναν από τους βασικότερους όρους της αριστοτελικής φιλοσοφίας, κάνοντας σαφή την τελεολογική κατεύθυνση της σκέψης του φιλοσόφου. Αυτό σημαίνει ότι η αρετή τελειοποιεί το φορέα της αρετής, τον κάνει να ολοκληρώσει την εξελικτική του πορεία, εκπληρώνοντας το σκοπό της ύπαρξής του. Παράλληλα, η αρετή βοηθά το φορέα της να εκτελέσει με τέλειο τρόπο το «ἔργον» του, δηλαδή το συγκεκριμένο προορισμό που του έχει ανατεθεί από τη φύση, προς τον οποίο τείνει και με τον οποίο ολοκληρώνεται. Έτσι, υπάρχει «ἔργον» του ματιού, του αλόγου, όπως βέβαια και «ἔργον» του ανθρώπου. Σε σχέση με τον άνθρωπο, όλες οι δραστηριότητές του αποτελούν μια αλυσίδα τελών που αποβλέπουν σε ένα ανώτερο τέλος, που δεν είναι άλλο από το «εὖ ζῆν» και το «εὖ πράττειν», δηλαδή την ευδαιμονία. Παράλληλα όμως με αυτό, ο άνθρωπος μπορεί να επιτελεί και ένα επιμέρους «ἔργον», όπως ενός τεχνίτη (αγαλματοποιού, κιθαριστή κτλ.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η πλήρης επιτυχία στην επιτέλεση του έργου του επιβεβαιώνει την άριστη κατάσταση ενός όντος, την τελείωσή του, και άρα, την απόκτηση της αρετής. Β3. Η παράδοση λέει πως, όταν έφευγε ο Αριστοτέλης από την Αθήνα, τον ρώτησαν «Τίς ἐστιν ἡ τῶν Ἀθηναίων πόλις;». Εκείνος χαρακτήρισε την πόλη που τον φιλοξένησε τριάντα τόσα χρόνια με ένα αληθινά εντυπωσιακό επίθετο την ονόμασε «παγκάλη», πανέμορφη παραπονέθηκε όμως πως πίσω από την ασύγκριτη ομορφιά της κρύβει μια ασχήμια από τις πιο σιχαμερές και τις πιο ανυπόφορες. Χρησιμοποιώντας στίχους από την Οδύσσεια, έκανε
έναν δριμύ υπαινιγμό στους συκοφάντες, που δεν ήταν μόνο πολλοί στην Αθήνα ήταν και ένα είδος που δεν έλειπε δυστυχώς ποτέ, αφού πάντα βρίσκονταν οι πρόθυμοι να διαδεχτούν τους προηγούμενους! Σύμφωνα με μια δεύτερη διήγηση, τον ρώτησαν επίσης τις κρίσιμες εκείνες μέρες γιατί εγκατέλειπε την Αθήνα, κι εκείνος απάντησε ότι δεν ήθελε να δώσει στους Αθηναίους την ευκαιρία να σφάλουν για δεύτερη φορά σε βάρος της φιλοσοφίας, κάνοντας υπαινιγμό στη θανατική καταδίκη και στο τέλος του Σωκράτη (Σχολικό βιβλίο σελ. 147-149). Β4. καχεκτικός: ἕξεων επιδείνωση: δεινά σεισάχθεια: ἀχθόμενος άφατος: φησίν αγέλη: ἦχθαι δυσαρέσκεια: ἀρετή απόρρητος: ῥητέον διορατικός: ὁρῶμεν ταχυδρόμος: δραμεῖν διένεξη: ἐνεγκεῖν Αδίδακτο Κείμενο: Δημοσθένους, Ὑπὲρ Κτησιφῶντος, Περὶ τοῦ Στεφάνου, 99-100 Α. Και έτσι βέβαια αποδείξατε σε όλους τους Έλληνες από αυτά ότι, κι αν ακόμη κάποια πόλη σας αδικεί, σε άλλες περιστάσεις κρατάτε την οργή εναντίον τους, αν όμως κάποιος κίνδυνος απειλεί αυτούς σχετικός με την σωτηρία ή την ελευθερία τους, ούτε κρατάτε κακία ούτε κάνετε υπολογισμούς. Και δεν δείξατε αυτή την στάση μόνο στην περίπτωση αυτών, αλλά όταν πάλι οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να αποκτήσουν την Εύβοια δεν αδιαφορήσατε, ούτε θυμηθήκατε τις αδικίες που υποστήκατε από τον Θεμίσωνα και τον Θεόδωρο σχετικά με τον Ωρωπό, αλλά βοηθήσατε ακόμη και αυτούς, τότε που υπήρχαν για πρώτη φορά εθελοντές τριήραρχοι στην πόλη, ένας από τους οποίους ήμουν και εγώ. Και καλά κάνατε που σώσατε και το νησί, ακόμη όμως πολύ καλύτερα από αυτό ήταν το ότι επιστρέψατε αυτά δίκαια σε αυτούς που σας είχαν αδικήσει, αφού αποκτήσατε τον έλεγχο και των ανθρώπων και των πόλεων, χωρίς να υπολογίσετε τίποτα από όσα είχατε υποστεί ως αδικία, όταν σας έδειξαν εμπιστοσύνη.
Β. ἐξαμάρτοι κατειλῆφθαι περιόψεσθαι ἀδικοῦ καθίστη σφᾶς ἑνὶ σώματι δικαιότερον μηδεμιᾷ Παρατηρήσεις Γ.1. πᾶσι: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο «τοῖς Ἕλλησι» ὁτιοῦν: σύστοιχο αντικείμενο στο ρήμα «ἐξαμάρτῃ» ὑπὸ Θεμίσωνος: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στο ρήμα «ἡδίκησθε» ὧν: γενική διαιρετική στο «εἷς» κύριοι: απλό κατηγορούμενο στο υποκείμενο της μετοχής «καταστάντες» Γ.2. Το είδος του υποθετικού λόγου είναι το προσδοκώμενο (3 ο είδος): Υπόθεση: ἐὰν καταλαμβάνῃ Απόδοση: οὔτε μνησικακήσετε, οὔθ ὑπολογιεῖσθε (σύνθετος) Μη πραγματικό: Υπόθεση: εἰ κατελάμβανε Απόδοση: οὔτ ἂν ἐμνησικακήσατε, οὔθ ἂν ὑπελογίσασθε Γ.3. Η δευτερεύουσα πρόταση είναι ειδική: «ὅτι τούτων τὴν ὀργὴν εἰς τἄλλ ἔχετε» και συμπτύσσεται σε κατηγορηματική μετοχή ως εξής: τούτων τὴν ὀργὴν εἰς τἄλλ ἔχοντες