Copyright Λένος Χρηστίδης - Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1999



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Modern Greek Beginners

Modern Greek Beginners

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Το παραμύθι της αγάπης

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ


Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

«Οδική ασφάλεια... για κλάµατα!» (Θεατρικό γραµµένο από τα παιδιά της Β 1)

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

KEΦΑΛΑΙΟ 1 AN HMΟΥΝ ΜΕΓΑΛΟΣ. Όταν είσαι μικρός ένα πράγμα είναι σίγουρο. Ότι θέλεις να μεγαλώσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Μια φορά κι έναν καιρό

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ ΨΥΧ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Σαμποτάζ στα. Χριστούγεννα

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Μια επίσκεψη στη Βουλή των Αντιπροσώπων

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Transcript:

Copyright Λένος Χρηστίδης - Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1999 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 10678, Αθήνα 210-330.12.08-210.330.1327 FAX: 210.384.24.31 info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 960-03-2659-2 Ψυχ ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ ΨΥΧ Μυθιστόρημα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Βοήθησέ τον! Βοήθησέ τον! Ποιον; Ποιον να βοηθήσω; Το βομβαρδιστή! Βόηθα το βομβαρδιστή! Εγώ είμαι ο βομβαρδιστής. Είμαι καλά. Ε, τότε βοήθησέ τον! Βοήθησέ τον! Τζόζεφ Χέλερ, CATCH-22

Ψυχ ΤΡΙΤΗ Το να σκοτώσεις κάποιον δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από το ότι τον σκοτώνεις και δε ζει άλλο. Υπάρχει πολύς κόσμος που δεν ξέρει ότι ζει. Υπάρχει κόσμος που δεν καταλαβαίνει τη διαφορά όταν πεθάνει. Υπάρχει πολύς κόσμος που αν του δείξεις τη ζωή και μετά το θάνατο και μετά ξανά τη ζωή, θα μπερδευτεί και δε θα ξέρει ποιο είναι ποιο. Υπάρχει κόσμος που πραγματικά δεν ξέρει τίποτα. Κάπου εκεί μπαίνω εγώ. Ήταν ένας πελάτης όπως όλοι οι πελάτες. Και μια υπόθεση όπως όλες οι υποθέσεις: ανοιχτή σε εικασίες, κλειστή σε συμπεράσματα. Ήταν καθηγητής, φυσικός, και γαμιόταν η γυναίκα του όχι μ αυτόν. Για το πρώτο ήταν σίγουρος, για το δεύτερο είχε τις αμφιβολίες του. Το πρώτο δεν τον ενοχλούσε, το δεύτερο ήταν τουλάχιστον ένα πρόβλημα για το γάμο του. Συμβαίνουν κι αυτά. Ακόμα και στους φυσικούς. Ήταν σχετικά κοντός και σχετικά ντροπαλός. Δεν είχε να πει πολλά, «... Ξέρετε, εμ... η γυναίκα μου... η K... εε... τον... εε... τελευταίο καιρό... γκουχ, γκουχ...» κτλ. Του είπα ότι θα το κοιτάξω και να μην ανησυχεί. Χαμογέλασε και άναψε τσιγάρο. Ήταν φανερό ότι του είχε φύγει ένα βάρος. Νόμιζε ότι το είχα πάρει εγώ. Έκανε λάθος. Αυτός το είχε ακόμα. «Ξέρετε... είμαστε εννέα χρόνια παντρεμένοι», ρούφηξε τζούρα. Περίμενα. Θα έλεγε κάτι ακόμα. «Δεν είμαι κι εύκολος άνθρωπος», είπε. ασφάλεια. «Και ποιος είναι;» χαμογέλασα για περισσότερη Ο ήλιος έμπαινε από τα παράθυρα σε μορφή σκόνης.

Το τηλέφωνο που με ξύπνησε δεν ήταν σημαντικό. Κάποιος ήθελε να με ρωτήσει κάτι. Κάτι ασήμαντο. Και με ξύπνησε. Για να το ρωτήσει. Και σηκώθηκα. Και έβγαλα επιτέλους το ματωμένο πουκάμισο, που ήταν αηδιαστικό στην όψη και επιπλέον βρώμαγε κά τι σάπιο. Το πέταξα στα σκουπίδια, αν και ήταν το αγαπημένο μου πουκάμισο. Μου το είχε χαρίσει μια κοπέλα που το όνομά της προσπαθώ να ξεχάσω, αλλά εύχομαι με όλη μου την ψυχή να ζει κάπου ευτυχισμένα. Για να τη σκοτώσω. Όμως αυτό αργότερα. Στα υπ όψιν. Ήλιος σε σκόνη. Το γραφείο μου είναι ακατάστατο, όπως πρέπει να είναι το γραφείο ενός ιδιωτικού. Έχει πολλά βιβλία, αποκόμματα εφημερίδων, καναπέ, γραφείο, δυο πολυθρόνες, μία ωραία βεράντα, ένα παχύ χαλί με καφέ λεκέδες καφέ, ένα σχετικά εξοπλισμένο μίνι μπαρ, μια σχεδόν έγχρωμη τηλεόραση τελευταίας τεχνολογίας και πολλή σκόνη. Η σκόνη είναι η σπεσιαλιτέ του γραφείου μας. Όταν κάτι χειμωνιάτικα κρύα μεσημέρια ξαπλώνω στον καναπέ για έναν μικρό υπνάκο, παρατηρώ τον ήλιο που μπουκάρει απ τα παράθυρα σε δεσμίδες σκόνης. Το ένα φέρνει τ άλλο. Αν δεν υπήρχε η σκόνη, δε θα φαινόταν ο ήλιος. Βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε ήλιο και με χτύπησε. Φόρεσα αμέσως τα μαύρα γυαλιά μου και τον απόλαυσα. Τον ήλιο. Μ αρέσει ο ήλιος, αλλά ξεραίνει το δέρμα. Με μέτρο λοιπόν. Ναι στον ήλιο αλλά με προφυλάξεις. Κοίταξα τον εαυτό μου στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, γιατί μου φάνηκε ότι είδα μια ρυτίδα. Φυσικά δεν ήταν παρά μια ατέλεια του τζαμιού, κάποιο σημάδι που είχε αφήσει το πανί της Ιμέλντα καθώς σκούπιζε το καθαριστικό υγρό. Ρυτίδα; Γελοίο. Είμαι τόσο νέος ακόμα. Και προσέχω τον εαυτό μου. Ξέρω ότι θα γεράσω όμορφα. Θα είμαι πολύ γοητευτικός. Ώριμος αλλά σέξι. Κοίταξα κάτω. Πολλές γκόμενες έπιναν τον καφέ τους στην πλατεία και λέγαν τα δικά τους. Ποιες νομίζουν ότι είναι; Ποιος ενδιαφέρεται για τις μαλακίες που λένε; Αν ήταν στο χέρι μου, όλες αυτές εγώ θα τις... Ο φυσικός άφησε την προκαταβολή που όλοι

περιμέναμε και έφυγε σκεφτικός. Πήγα στο παράθυρο. Από το παράθυρό μου, που είναι ψηλά, στον έκτο, βλέπω τη λεωφόρο, αλλά δεν την ακούω. Έχει πάντα κόσμο, όλη τη μέρα. Βγήκα έξω. Ο κόσμος ήταν ο ίδιος με τον χτεσινό, απλά είχε μερικά προβλήματα παραπάνω. «Νέο Φιάσκο», έγραφε η καλή εφημερίδα που παραμέρισα για να πάρω τσιγάρα. «Πώς πάμε;» είπα χαρωπά. Στο βάθος μιας στενής σήραγγας από σοκολάτες, τσίχλες, μπρελόκ, καραμέλες, μίνι κρουασάν, προφυλακτικά, αναπτήρες, μίνι παξιμαδάκια ολικής αλέσεως και ερωτικές τράπουλες, το πρόσωπο του κυρ Ηλία ανέτειλε ημιφωτισμένο. «Πώς να τα πάμε; Εδώ». Ένα χέρι προεκτάθηκε προοπτικά από το βάθος του τούνελ. Κρατούσε τα τσιγάρα μου. Τα πήρα με ευγνωμοσύνη. Του ενεχείρισα το αντίτιμο. Το αποδέχτηκε με ευγνωμοσύνη. Παραμέρισα δύσκολα ένα βαρύ νεανικό περιοδικό ποικίλης ύλης με δύο CD δώρο ένα με ορίτζιναλ εκτελέσεις έντεχνων λαϊκών της χρυσής δεκαετίας 72-82 κι ένα με διασκευές των ίδιων τραγουδιών από όμορφους νέους Έλληνες τραγουδοποιούς και γύρισα αγκομαχώντας στη φωλιά μου. Είχα να παρακολουθήσω την κυρία Φυσικού, πράγμα όχι δύσκολο, και να πιω τον καφέ μου, πράγμα όχι εύκολο. Όχι εύκολο με την τηλεόραση ανοιχτή. Η γριά τηλεόρασή μου ανοίγει όποτε θέλει, κλείνει όποτε γουστάρει, ρυθμίζει μόνη της την έντασή της (ή εκκωφαντική ή ψιθυριστή), γενικά έχει ξεμωραθεί. Είναι όμως από παλιά στην οικογένεια και δε θα μπορούσα ποτέ να την πετάξω στο δρόμο. Ανέθρεψε τη μάνα μου και τη μάνα της μάνας μου. Κι εμείς, στην οικογένειά μας, κρατάμε τις παραδόσεις. Βγήκα στη βεράντα μου. Παρατήρησα με θλίψη τις λιγοστές γλάστρες που κοσμούν τον μίνι κήπο μου. Οι ταλαιπωρημένοι οργανισμοί που κυριολεκτικά φυτοζωούσαν

εκεί μέσα είχαν κάποτε τη μορφή χαριτωμένων φυτών. Τώρα θύμιζαν ξεθωριασμένες επικεφαλίδες εφημερίδας του Μεσοπολέμου. ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΗΡΘΗ Η ΠΟΤΟΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΣ ΘΡΗΝΟΣ ΔΙΑ ΤΟΝ ΡΟΔΟΛΦΟΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟ. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά, μακριά από τη θλιβερή χλωρίδα. Εμπρός για τη θλιβερή πανίδα! Κάτω, μακριά, πολλά ανθρωπάκια γλιστράνε αθόρυβα ανάμεσα σε τσιμεντί τείχη με καυσαερί μέικ απ. Αγαπημένα μου κτήρια από δω πάνω είναι τα σχολεία, γιατί είναι πολύχρωμα, με πολλά παρδαλά χαρούμενα χρώματα. Είναι μια πολιτική του υπουργείου απ όσο ξέρω. Σαν να βάζεις κερασί κραγιόν στα χείλη ενός νεκρού βάλτου. Πόσο να ομορφύνει; Η Γριά, μέσα, πίσω μου, κάπου, έπαιζε κάποιο έκτακτο δελτίο, κάτι που δεν είχε ιδιαίτερη σημασία αφού όλα τα δελτία είναι πλέον έκτακτα. Με την άκρη του αυτιού μου διέκρινα φυσικά κάποιο φόνο κάποιου δολοφονημένου που ήταν... δεν άκουγα. Δεν άκουγα, αλλά δε με πείραζε γιατί έπινα τον καφέ μου και ο ήλιος έλαμπε και δεν είμαι ο τύπος που θα καταστρέψει ένα όμορφο μεσημεριανό τετ α τετ με τον αγαπημένο του καφέ για ένα συνηθισμένο απλό έκτακτο ψωροδελτίο που στο κάτω κάτω... Αρκετά. Πετάχτηκα με τον αγαπημένο μου καφέ να μου πιτσιλίζει τα τρεμάμενα χέρια. Κάλπασα ως το τηλεκοντρόλ. Ρίχ τα, Γιαγιούλα! Ο ήχος δυνάμωσε υπάκουα. Χαλάρωσα αμέσως. Τίποτα ιδιαίτερο. Ο τηλε-κίλερ ξαναχτυπά. Ένας μόδιστρος δεύτερης διαλογής, αμπιγιέρ σε πρωινές εκπομπές. Ο ανθυπομόδιστρος βρέθηκε, είναι η αλήθεια, φριχτά κατακρεουργημένος, αλλά μικρό το κακό στις μέρες μας και ποιος δε βρίσκεται φριχτά κατακρεουργημένος; Η αστυνομία νομίζει ότι έχει στα χέρια της ένα νύχι του τηλε-κίλερ. Συγκρατημένη αισιοδοξία. Μάλλον θα συλληφθεί και θα ομολογήσει ένας σχιζοφρενής νυχοκόπτης. Κοίταξα το τηλεκοντρόλ. «Τηλεκοντρόλ». Μια

ημι-έγχρωμη τηλεόραση του περασμένου αιώνα δεν έχει τηλεκοντρόλ. Προσπαθήστε όμως ν αλλάξετε κανάλια από μια απόσταση ας πούμε ενός-δύο μέτρων και θα δείτε ότι και με την εξαίρεση κάποιων τηλεπαθητικών φαινομένων που δεν είναι του παρόντος η τηλεόραση μένει απαθής παρ όλες τις ύβρεις. Όμως ο δαιμόνιος ντετέκτιβ έχει λύσεις για όλα. Απλές, πρακτικές λύσεις. Για όλα. Ένα σκουπόξυλο χωρίς σκούπα μπορεί να κάνει θαύματα από μια μέση απόσταση ενός σκουπόξυλου. Μπορεί να μη συνάδει με τις τελευταίες επιταγές της τεχνολογίας, μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες κομψότητας, αλλά τα κουμπιά πάνω στη Γριά τα πατάει και με το παραπάνω. Δεν είναι τηλεκοντρόλ, αλλά είναι τηλεκοντάρ. Άλλαξα κανάλι. Μια σειρά με Περουβιανούς χωρικούς που μιλάνε άπταιστα τα μεταγλωττισμένα ελληνικά δεν είναι σίγουρα η πλέον ενδεδειγμένη λύση για ένα ευχάριστο απόγευμα. Έκλεισα τη μαλακία και γύρισα στη βεράντα μου. Τα φυτά μου φόρεσαν το καλύτερο χαμόγελό τους. Μουχλί. Καθώς ξεφορτωνόμουνα το βρωμερό πουκάμισο, πέρασα από τον μεγάλο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. Έριξα μια ματιά. Μερικές φορές με αγχώνουν τα μαλλιά μου. Αραιώνουν. Όχι πολύ. Λίγο. Ανεπαίσθητα. Κανείς δεν το καταλαβαίνει. Μόνο εγώ. Η Μιρέλλα, εκείνο το μαλακισμένο πορνίδιο, που δυστυχώς δεν είναι πλέον μαζί μας, ούρλιαξε: «Τι μαλλιά! Τι πλούσια μαλλιά!» την ώρα που έχυνε και ομολογώ ότι γούσταρα πολύ. Τι κρίμα που τη χάσαμε! Κι έτσι πέρναγε ο καιρός έξοχα. Και όπως καθόμουνα στο γραφείο μου και διάβαζα τις αθλητικές ειδήσεις της ημέρας, χτύπησε το κουδούνι. Και όπως άνοιξα, μπήκε μέσα η Μαρίνα Στράτου. Ε, λοιπόν, ήταν καλύτερη απ ό,τι στην τηλεόραση. Εγώ δε βλέπω το «Κολοσέουμ» και τις άλλες μαλακίες που κάνει, αλλά όταν πέσω πάνω της σε καμιά γυροβολιά με το τηλεκοντάρ, παρκάρω και αράζω. Κάτι τα ντεκολτέ, κάτι τα μίνι, κάτι που γλείφει τα χείλη της όλη την ώρα, πολύ θέλει ο άνθρωπος; Δεν είμαι από πέτρα, έχω κι εγώ τις αδυναμίες μου. Και μπορώ να υποστώ ίσαμε και μισή ώρα απ αυτές τις αηδίες με τα μπαλέτα

και τις χαζές ερωτήσεις και τα μαλακισμένα παιχνίδια και τους λογιών λογιών βλάκες μόνο για λίγη καυτή σάρκα Μαρίνας. Είπαμε: αδυναμία. Και μπήκε λοιπόν η Μαρίνα. Η «Μεγάλη Ξανθιά», σύμφωνα με τους ουρλιαχτούς τίτλους των ευτελέστερων τηλεπεριοδικών. Ήταν λίγο μεγαλύτερη από το «Κολοσέουμ», αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό, γιατί όλοι στο «Κολοσέουμ» φαίνονται μικρότεροι. Ήταν σίγουρα ξανθιά, φόραγε ένα κολασμένο μαύρο συνολάκι, σαν χήρα μπάτσου που ξενυχτάει στα μπουζούκια, σέξι και τα ρέ στα, αλλά χωρίς μίνι και ντεκολτέ. Άγγελος. Εκπεπτωκώς. «Κύριε Ταυ, ονομάζομαι Μαρίνα Στράτου», είπε σαν να περίμενε να τη διακόψω και να της πω «Το ξέρω». «Κι εγώ Απόστολος», είπα αντ αυτού. «Καθίστε». Κάθισε. «Μ έστειλε σ εσάς η κυρία Λάσκου Φυντίκη». Μάλιστα. Η κυρία Λάσκου Φυντίκη ήταν μια κυρία του καλού κόσμου, που είχα γνωρίσει σ ένα από τα μαγαζιά που δούλευα και την είχα εξυπηρετήσει κάνα δυο φορές με διακριτικότητα και εχεμύθεια. Είχε κάτι τραβήγματα με κάτι σκόνες, τίποτα τρομερό, αλλά πανικοβαλλόταν εύκολα. Καλή πελάτης. Η κυρία Μαρίνα για τους φίλους απλά «Μαρίνα»; ήταν φίλη της. «Καταλαβαίνετε... δε θα ήθελα να μαθευτεί...» «Δεν έπρεπε καν να το αναφέρετε», της έκοψα τη φόρα, γιατί αυτό το λένε όλοι μπαίνοντας στο γραφείο μου και το βαριέμαι. Έβγαλε ασημένια ταμπακέρα, πολύ κλασάτη, τράβηξε τσιγάρο, μου πρόσφερε, πήρα, πήρε κι αυτή, της άναψα,

μ ευχαρίστησε. Το πρώτο μέρος είχε τελειώσει. Είναι το μέρος που οι πελάτες αισθάνονται αμήχανοι, ντρέπονται, θέλουν να φύγουν, περνάνε άσχημα. Μετά ανάβουν ένα τσιγάρο και τους περνάει. Συνήθως. «Εμ... αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα», είπε χαμηλωμένη γενικώς. Μάτια, χείλη, ηθικό. «Ποιο ακριβώς;» Πήρα το πολύ φιλικό καθησυχαστικό μου ύφος. Πιάνει. Συνήθως. «Με απειλούν». Με κοίταξε επιθετικά. Όχι σαν το φίλο, τον έμπιστο, τον «κολλητό». Αυτό δε συνηθίζεται. Μου άρεσε. «Ποιοι;» Της πρόσφερα τασάκι. «Δεν ξέρω». Δε με κοίταζε πια. Δεν κοίταζε τίποτα. Πέντε μέρες μετά την απήγαγαν. Της στέλνω σημειώματα. Μικρά ανώνυμα σημειώματα. Χτυπημένα στη γραφομηχανή. Ανώνυμα. Απρόσωπα. Αθώα. «Εν Αρχή Ην οι Πίπιζες». «Προσοχή! Αντισυνταγματικά Μοιρογνωμόνια Κατά Μήκος του Οδοστρώματος». «Η Καλή Πεθερά Έφυγε Χωρίς Ούτε Ένα Σφυρί». «Ποιος δε Χόρεψε με τον Τομ Τζόουνς;» «Συναγερμός! Αιγυπτιακή Μορφή Δεξιά». «Ντινγκ Ντονγκ, Είμαι ο Ιάπωνας Χιονάνθρωπος». «Το Όνομά μου Είναι Μυρμηγκιών. Γεώργιος Μυρμηγκιών». Τα στέλνω για πλά κα. Δεν έχουν κανένα νόημα, αλλά είμαι βέβαιος ότι τρομάζει. Και αυτό είναι το σημαντικό. Να

τρομάξει τόσο πολύ, ώστε όλα τα υπόλοιπα να έρθουν σαν λύτρωση. Η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο να φοβάται. Στο κάτω κάτω, αν δεν ήταν αυτή υποψήφιο θύμα, ποια ήταν; Τρεις γνωστοί θαμώνες ριάλιτι, ένα μοντέλο, δύο δημοσιογραφίσκοι, τώρα ο μόδιστρος, τα κανάλια αφρίζανε. Δεν άφηνε σημειώματα, δεν άφηνε ίχνη, σκότωνε άγρια, με μίσος. Ο τηλε-φονιάς, ο τηλε-ψυχοπαθής, ο τηλε-τρελός, ο τηλε-παλιάνθρωπος και πάει λέγοντας. Του είχαν βγάλει πολλά παρατσούκλια, βγαίνανε κάθε τόσο αναλυτές, ψυχολόγοι, φυσιοδίφες, κοινωνικοί λειτουργοί (οι αγαπημένοι μου), άκρη δεν έβγαζες. Θα μπορούσε να είναι ένας διαταραγμένος έφηβος, ένας προβληματικός μεσήλικας, δύο τρεις βαριεστημένοι φοιτητές, μια διμοιρία «παλιών» φαντάρων, μια σχιζοειδής γιαγιούλα, μια συμμορία Αλβανών ή Σκοπιανών, μια ρώσικη μαφία, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με τη ΜΙΤ, την ΨΙΤ και τον ΚΙΤ. Θα μπορούσε να είναι ο καθένας. Αυτό ήταν και το ωραίο. Θα μπορούσε να είναι όλοι. Να είμαστε όλοι. Λένε ότι ο τηλε-φονιάς τους σκοτώνει μόνο πρόσωπα των μίντια. Αυτά είναι μαλακίες. Σκοτώνω όποιον γουστάρω. Απλά αυτοί των μίντια είναι οι πιο ενοχλητικοί. Σηκώθηκε νευρικά και χαμογέλασε άτσαλα. Ήθελε να πει κάτι και επειδή δεν το είπε, έχασε κάθε υπόνοια αυτοπεποίθησης. Άφησε τα σημειώματα στο τραπεζάκι της βεράντας κι έφυγε μ ένα μασημένο «καλημέρα», που ακούστηκε σαν «καληνύχτα». Μου άφησε κι ένα ποσό έναντι για τα έξοδά μου. Κι έφυγε. Θα ξαναρχόταν. Κάπνιζα και ήταν αργά. Ήμουνα ιδρωμένος, αλλά δεν έκανε ζέστη. Αυτό το κλίμα σ αυτή την πόλη έχει πάντα έναν γλοιώδη τρόπο να μου γλείφει το σβέρκο. Είχα ανάψει ένα τυχαίο τσιγάρο και κοίταζα τα σημειώματα. Για να πω την αλήθεια, δεν ενθουσιάστηκα. Κάτι σαχλαμάρες, κάτι δήθεν τρομαχτικά στιχάκια, κάτι παιδαριώδεις

ψευδοαπειλές. Σαν κάνας πιτσιρικάς που δεν έχει τι να κάνει, σαν καμιά παρέα χαβαλέδες που δεν μπορούν τα σόου της, σαν κάνας τυπάκος που χει δει πολλές ίδιες ταινίες, κάτι τέτοιο. Τα «Αντισυνταγματικά Μοιρογνωμόνια», η «Καλή Πεθερά», ο «Ιάπωνας Χιονάνθρωπος» είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Μόνο με τον «Τομ Τζόουνς» τρόμαξα λίγο. Στο αυτοκίνητο. Πλατιά η λεωφόρος, δονείται από τις μαρκίζες των λουξ σκυλάδικων. Και λίγα μέτρα πιο κει σκοτάδι. Μετά τη δουλειά. «Κορίτσια» με στραβά χαμόγελα. Κατακόκκινα κραγιόν. Παζάρι. Εχεμύθεια. Σούπερ ξανθιά με βαριά φωνή. Έμοιαζε με άντρα. Τη ρώτησα αν ήταν. «Όχι», μου είπε. Τη ρώτησα αν ήταν παλιά. Μου είπε «Είμαι ό,τι θέλεις εσύ». Μου άρεσε αυτό. Πέρασε το τεστ. Ρώταγε, γέλαγε, γούσταρε που με γνώριζε. Κι εγώ γούσταρα. Τις βυζάρες της. Πήγαμε σπίτι. Πήγε στη σιντιέρα, πέταξε μέσα ένα τζιτζάτο σάουντρακ κι άρχισε να χορεύει, λικνιστικά, ερεθιστικά, σαν τις γκόμενες στα ερότικ φάντασιζ. Ήθελε να με καυλώσει, αλλά έμοιαζε με πουτάνα. Επίσης ήταν. Αποφάσισα να παίξω. Την πλησίασα καθώς γδυνόμουν κι άρχισα να τρίβομαι σκληρά επάνω της. Τη φιλούσα χυδαία όπως έπρεπε και της έπιανα τα πάντα. Αυτή έκανε διάφορα κόλπα. Της έδεσα τα μάτια με το μαντίλι μου με το μονόγραμμά μου, την πήρα απ το χεράκι και την οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα, ψιθυρίζοντάς της αυτά που ήθελε ν ακούει. Όταν με μια απότομη κίνηση της έβγαλα το μαντίλι από τα μάτια, άρχισε να ουρλιάζει στη θέα της κομματιασμένης συναδέλφου της με τα ξεριζωμένα μάτια και το σκισμένο στόμα και προσπάθησε να ξεφύγει γουρλώνοντας τα μάτια και ξεφυσώντας βαριά, με σπασμωδικές, σπαστικές κινήσεις, σαν πούμα κλειδωμένο σε περίπτερο, και ήταν σχεδόν αστείος ο υστερικός τρόμος της, αλλά φώναζε πολύ και έκλαιγε ουρλιάζο ντας σαν μαλακισμένο χαλασμένο παιχνιδάκι, γι αυτό αναγκάστηκα να της συντρίψω το κρανίο με κάτι που έμοιαζε βαρύ και ήταν βαρύ, γιατί ήταν ένα από τα βαράκια που έχω για να γυμνάζω τους ραχιαίους μου, και όπως τη χτύπησα, έτσι κι έπεσε με τη μία, μπαμ και κάτω, δεν έβγαλε κιχ και έγινε αμέσως ησυχία και έμεινε το τζιτζάτο σάουντρακ μόνο του και η μια γκόμενα έπεσε πάνω στην άλλη και γεμίζανε η μία την άλλη

αίματα. Τα βράδια συνήθως κάθομαι μέσα. Είναι πολύ καλύτερα. Έφαγα πολλές νύχτες να χαιρετάω με ευγένεια διάφορους βλάκες που κατά γενική ομολογία θα ήθελα να φτύνω. Στολισμένος, παρφουμαρισμένος, ωραιότατος. «Καλησπέρα σας», «Τι γίνεται, Αποστόλη;», «Καληνύχτα σας», «Καληνύχτα, Αποστόλη», τέτοια ωραία. Τα λεφτά ήταν το ζητούμενο και ήταν καλά, όμως αν για κάθε πόρτα αντιστοιχεί κι ένα δωμάτιο, για κάθε πορτιέρη αντιστοιχούν πολλοί ίδιοι, φιλικοί, άχρηστοι άνθρωποι, πολλές ίδιες, φιλικές, άχρηστες καλησπέρες. Στην αρχή είναι ωραία. Έχει πολλά ωραία κορίτσια, που δείχνουν να σε συμπαθούν, και πολλά ωραία λεφτά, που δείχνουν να σου χαμογελάνε. Μετά είναι το ίδιο. Ωραία αλλά το ίδιο. Η βεράντα μου είναι ευάερη. Σ αυτή την πόλη που δεν αναπνέει παρά μόνο για να βήξει, μια ευάερη βεράντα είναι ευλογία. Τη στιγμή αυτή τρώω φρούτα με γιαούρτι και ψωμί, όχι γιατί εί μαι οπαδός κάποιας πολύ τρομερής σούπερ υγιεινής διατροφής, αλλά γιατί αυτά είχαν ξεχαστεί στο κατά τα άλλα άδειο ψυγείο μου. Σχεδόν. Είχε και ένα λεμόνι που δε χρησιμοποίησα γιατί αν και δε μ αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου έχω και γούστο. Η Γιαγιάκα παίζει χαμηλόφωνα σε μια γωνία. Δεν την κοιτάω, δε με κοιτάει. Δε μ ενοχλεί, δεν την ενοχλώ. Προτιμώ το σινεμά ή το θέατρο. Μπαίνεις, κάθεσαι, κοιτάς, αντιδράς, μοιράζεσαι, συμμετέχεις, φεύγεις. Ενώ με την τηλεόραση, βαράν τα τηλέφωνα, έρχεται η γκόμενά σου εκνευρισμένη, περνάνε κάτι πλακατζήδες φίλοι σου, παραγγέλνεις πίτσα, πέφτουν διαφημίσεις, έρχεται ο πιτσάς, ψάχνεις λεφτά, φέρνεις ποτήρια και πιατάκια, γίνεται και έκτακτο δελτίο επειδή κάποιος τρελός έκανε κάποια μαλακία, γάμησέ τα. Τι να μοιραστείς; Τα ρέστα από την πίτσα; Κοίταξα τριγύρω μου με περισκοπική ακρίβεια. Τίποτα. Η ώρα περνάει. Γρήγορα για μας, αργά για το σύμπαν.

Εσύ με ποιον είσαι; Ξαφνικά κατάλαβα... δηλαδή με χτύπησε έτσι αυτή η σκέψη... έγινε μονομιάς ξεκάθαρο... ήταν πια ολοφάνερο: είχα πιει πολύ ουίσκι. Κάτι έπρεπε να γίνει. Και γρήγορα. Σηκώθηκα αποφασιστικά. Έβαλα κι άλλο ένα για να ρθω στα ίσα μου. Κάθισα. Τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο άσχημα όσο μπορούν να γίνουν. Λέω κάτι τέτοια ώρες ώρες όταν είμαι στα κέφια μου. Δεν ξέρω, δεν ξέρω... Δεν ήθελα να γίνω ντετέκτιβ. Ποτέ δε μ ενδιέφερε. Δεν ήταν το παιδικό μου όνειρο. Θέλω να πω, εντάξει, όλοι γουστάραμε τους ντετέκτιβ στα μίκυ μάους και στο σινεμά, τα πιστόλια, τις μοιραίες γκόμενες, τις ατάκες, την ειρωνεία, την περιφρόνηση του κινδύνου. Αλλά μέχρι εκεί. Ο Μίκυ Μάους στο Μίκυ Σίτυ γίνεται χαλκομανία από έναν οδοστρωτήρα-γίγα και πετάγεται στο φτερό φωνάζοντας «Ψηλά τα χέρια, πονηρέ!» Κι ο συνάδελφος στο Σικάγο του 30 έχει ένα όνομα, ένα πιστόλι, ένα ουίσκι, κάποιες γκόμενες, μια μούρη. Όμως ένας ντετέκτιβ εδώ; Τώρα; Γελοίο. Κι αυτό κι αυτός. Βασικά ήμουν ξέμπαρκος εκείνη την εποχή, και μικρός και άσχετος και όλα τα σχετικά που είναι κάποιος στα δεκαοχτώ, όταν έχει φύγει απ το σπίτι του γιατί το σπίτι του δεν υπήρξε ποτέ σπίτι. Και όπως ήμουνα έτσι, κάτι έγινε και βρέθηκα μπάρμαν σ ένα από τα χάι στέκια που είχαν αρχίσει να σκάνε τότε στην παραλιακή. Μπάρμαν, μικρός, άνετος γιατί όχι δηλαδή; γρήγορα πέρασα στην «πόρτα». Περισσό τερο κύρος, περισσότερα λεφτά, περισσότερες γκόμενες, λιγότερη δουλειά. Ελάχιστη. Κοστούμι, γραβάτα, ζελέ, ζεστό χαμόγελο, «Καλησπέρα σας», «Καληνύχτα σας», άψογος. Και κάνα δυο φορές που χρειάστηκε, τα είχα βγάλει πέρα. Άνετα και αυτό ήταν το βασικό διακριτικά. Κι από κει πέρασα στ άλλα μαγαζιά, τα λαϊκά. Πιο καλά λεφτά, πιο πολλή δουλειά, άλλοι κανόνες. Νύχτα. Καλά ήταν. Και μια μέρα ένας σερβιτόρος που δούλευε στο μαγαζί

και ήταν φιλαράκι μού άνοιξε την καρδιά του: υποψιαζόταν ότι η γυναίκα του τα είχε φτιάξει με το γυμναστή της. Του είπα να τ αφήσει πάνω μου. Την έστησα έξω από το γυμναστήριο «Jim s Gym» (καλό, ε;), ήρθε η κυρία, πήρε τον Jim, μπήκαν σ ένα αμάξι, από πίσω εγώ, πήγανε σ ένα ξενοδοχείο («HOTEL SUDAN»), νοικιάσανε ένα δωμάτιο (501), μπήκα κι εγώ, λάδωσα τον ρεσεψιονίστα (τρία πεντοχίλιαρα) και άδειασα ένα τριανταεξάρι φιλμ στα μούτρα τους. Με όλα του τα φλας. Ο Jim τσαμπουκαλεύτηκε, έφαγε μια σφαλιάρα, ο σερβιτόρος-φίλος δε χώρισε την κυρία, η κυρία μ ερωτεύτηκε μ έναν μάλλον απροσδόκητο τρόπο, τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι η όλη φάση μού άρεσε και ήταν ευκαιρία να ξεκολλήσω από τη νύχτα. Δίκιο δεν είχα; Και βρήκα τη θεία μου που είχε το ρετιρέ με τα προπολεμικά ποδήλατα και τα τόπια ύφασμα που βρωμάγανε και τα πολλά περιστέρια που χέζανε τόπια και ποδήλατα. Πέταξα τόπια και ποδήλατα, σούβλισα περιστέρια και έγινα ντετέκτιβ. Είναι μια χαρά γραφείο. Τόσο μου άρεσε, που τελευταία μένω κιόλας. Και είναι επίσης μια χαρά σπίτι. Με ποτήρια και παγάκια και απ όλα. Δεν είναι κακή δουλειά. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν κανέναν να τους βοηθήσει σε μια δύσκολη στιγμή. Και πάντα θα υπάρχουν. Όσο υπάρχουν άνθρωποι. Και δύσκολες στιγμές. Έχω βοηθήσει τύπους να βρουν τον αδερφό τους, την γκόμενά τους, ένα λαχείο που κέρδιζε πέντε χιλιάδες, τη βέρα τους, το παιδί τους, ένα πορτρέτο του παππού τους σε μια σκονισμένη σκοτεινή αποθήκη που φοβούνταν να μπουν γιατί είχε αράχνες. Είναι αστείο το τι μπορεί να φοβάται ο άνθρωπος. Τα πάντα. Ή τίποτα. Τα πάντα μόνος του και τίποτα με παρέα. Εγώ ήμουνα η παρέα. Ο κολλητός. Ο φίλος. Ο έμπιστος. Ο άνθρωπός τους. Μερικοί νομίζω ότι απλώς ήθελαν να πουν τον πόνο τους σε κάποιον. Οι άνθρωποι είναι στ αλήθεια πολύ πρόθυμοι να πληρώσουν για κάτι τέτοιο. Εγώ δε θα το έκανα, αλλά αυτοί το κάνουν. Εγώ προτιμώ να μένω μόνος μου. Καλύτερα. Από το να πληρώνω για βοήθεια. Είπαμε όμως. Άλλο εγώ, άλλο οι πελάτες.

Όταν γυρίζω απ τη δουλειά, νιώθω πολύ κουρασμένος. Ένα αφρόλουτρο με άλατα, μια παγωμένη βότκα, μια συμφωνία του Μάλερ, δυο τρεις γραμμούλες Προυστ και να με πάλι πίσω στον κόσμο. Στον κόσμο μου. Καλύτερος απ τον δικό σας. ΤΕΤΑΡΤΗ Έπινα καφέ. ηταν πρωί Ή πολύ πρωί, πάντως είχε φως και έπινα καφέ. Γαλλικό με τρεις κουταλιές μέλι και γάλα. Υπάρχουν αντιρρήσεις εκφρασμένες αλλά αυτό είναι. Ο καφές μου. Και η εφημερίδα μου. Που ήταν χτεσινή και τσαλαπατημένη. Τη μάζεψα, την ίσιωσα, τη χάιδεψα και της ψιθύρισα γλυκά: Ρίχ τα. Πολλά νέα, πολλά προβλήματα. Πολλά νέα προβλήματα. Νεαρή Βουλγάρα νεκρή σπίτι της, υποπτεύονται κύκλωμα συμπατριωτών της φυσικά. Ένα αεροπλάνο έπεσε. Ο τυφώνας Ζισκάρ αναστατώνει τις ΗΠΑ. Εντεκάχρονος εισβάλλει στο σχολείο του, εκτελεί δεκαεννιά συμμαθητές του και τρεις δασκάλους και αυτοκτονεί. Οι γείτονες τον περιγράφουν ως «το πιο ήσυχο και συμπαθητικό παιδάκι της γειτονιάς». Χιλιάδες τυφλά κοτόπουλα αποσύρονται και αποτεφρώνο νται με συνοπτικές διαδικασίες για λόγους υγείας όχι της δικιάς τους. «Δράκος» σε περιοχή της ορεινής Ηπείρου ρίχνει βιτριόλι σε παπαδιές αποκλειστικά. Ανεμιστήρας οροφής καταπλακώνει δύο μαθήτριες σε σχολείο. Ρωσοπόντιοι πιτσιρικάδες εκτελούν σατανιστικές τελετές σε εγκαταλειμμένο στάβλο δίπλα σε στρατόπεδο. Ο σκοπός παρεξηγεί τη φασαρία και πυροβολεί. Σκοτώνει έναν Βέλγο τουρίστα. Διπλωματικό θέμα και ταξιδιωτική οδηγία από το Βέλγιο. Βαριές οι ευθύνες, πολιτικές ανακοινώσεις, κόντρα κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ένοπλη ληστεία. Δράστες δύο φιλαράκια, δόκιμοι αστυφύλακες. Σοκ για το αστυνομικό σώμα. Έβγαλε μάτια ο Σφεντουροχαμηλάκης στο φιλικό με τη Ρεάλ Φαλήρου. Φαρμακεία, Θέατρα, Κηδείες, Αγγελίες, Απόστολος Ταυ. Αυτό μάλιστα.

«ΑΑΑΑΒΒΒΑΒΑ. Απόστολος Ταυ. Ιδιωτικός φίλος. Εχεμύθεια. Διακριτικότητα. Αποτελεσματικότητα. Δυναμισμός. Σοβαρότητα. Αίσθηση ευθύνης. Εμπειρία. Παρατηρητικότητα. Κύρος. Μικροτσίπς. Αλάνθαστη μεθοδικότητα και σεβασμός σε όλα τα προβλήματά σας. Παρακολουθήσεις, συζυγικές απιστίες, εξωσυζυγικές απιστίες, αμφιλεγόμενα κληρονομικά, απειλές, ύβρεις. Δώρο κασέτες βιντεοπαρακολούθησης με ψηφιακή εικόνα και DOLBY SURROUND ήχο. Απίστευτος υπερσύγχρονος αόρατος ηλεκτρονικός εξοπλισμός. Συμβουλές συμπαράσταση δωρεάν!» Ωραία δεν είναι η αγγελία μου; Το ΑΑAΑΒΒΒΑΒΑ το έχω βάλει στην αρχή για να μπαίνει πρώτη στην αλφαβητική σειρά. Ήταν ένας Ααβίδης που μου είχε μπει στη μύτη σε θέματα αλφαβητικής σειράς και γι αυτό είχα βάλει την αρχή ΑΑΒΑΒΑ, αλλά την επόμενη μέρα το έκανε Ααααβίδης κι έτσι έφαγε ένα ΑΑΑΑΑΒΒΒΑΑΒΑ όλο δικό του. Πρόσθεσα στην αγγελία εκείνης της ημέρας και ένα «Πλήρης και ανηλεής εξόντωση ενοχλητικών αλφαβητικής σειράς» και έληξε το θέμα. Την επομένη ο Ααααβίδης ξανάγινε Ααβίδης και οι ισορροπίες αποκαταστάθηκαν. Το «Απόστολος Ταυ» το έβαλα γιατί μου φάνηκε ωραίο. Και τα μικροτσίπς. Τι να κάνεις όμως; Ο κόσμος γύρω μας απαρτίζεται στη συντριπτική του πλειοψηφία από ανθρώπους ανόητους, που γουστάρουν ονόματα όπως «Απόστολος Ταυ» και λέξεις όπως «DOLBY SURROUND». Μάζεψα την εφημερίδα σε ένα αφράτο κουβάρι και την πέταξα στην άκρη της βεράντας, κοντά στις σκούπες. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Οπωσδήποτε όμως ένιωσα ωραία. Ήταν μια ακόμα καινούργια μέρα. Γκρι ζέστη. Το κωλο-μίνι μου αγκομάχησε μέχρι το 10ο Λύκειο. Το σχολείο ήταν παλιό, και αυτό ήταν καλό. Δεν το στόλιζαν όλες αυτές οι ηλίθιες πολύχρωμες επιφάνειες που μου γυρίζουν τ άντερα. Είχε ησυχία. Κάνα δυο τυπάκια κόβανε βόλτες σ ένα υποστεγάκι στην άκρη του προαύλιου, άλλοι δυο παίζανε μπάσκετ ένας μ έναν. Δυο κορίτσια με προσπέρασαν. Είχαν αργήσει για την πρώτη ώρα.

«Σ το είπα». «Ε, τι να κάνουμε;» «Τώρα, τι γίνεται;» «Τι να γίνει; Θα πιούμε καφέ». «Και τι θα πούμε;» «Θα πούμε ότι χάλασε το μηχανάκι μου». «Το ξανάπαμε». «Ε, ξαναχάλασε». «Αυτός δεν είναι ο Φίλιππος;» «Μμ... ναι». «Κι ο Πέτρος». «Ναι». «Μμ». Πήραν καφέ και προχώρησαν δήθεν συμπτωματικά προς το υποστεγάκι. Ο Πέτρος κι ο Φίλιππος έσβησαν κάτι που κάπνιζαν και φωνάξανε: «Έι!» Και ξανά: «Έι!»

Τα κορίτσια γύρισαν «τρομαγμένα»: «Αχ, με τρόμαξες, ρε Φίλιπ, δε σας είχαμε δει». «Κι εμείς τώρα σας είδαμε». «Ωραία». Και κάτσανε όλοι μαζί. Υπήρχε μια ησυχία. Μια ησυχία με ρυθμό. Το ρυθμό τον έδινε η μπάλα του μπάσκετ που έσκαγε στο τσιμέντο. Πήρα καφέ από ένα τοστάδικο απέναντι. Έκατσα σ ένα παγκάκι με θέα στο προαύλιο. Αισθάνθηκα σαν συνταξιούχος επιδειξίας. Ωραία ήταν. Έφαγα κι ένα τοστ. Και χτύπησε κουδούνι. Και σαν κάποιος να άνοιξε στο τέρμα τα κουμπιά του ήχου και της εικόνας, μέσα σε τέσσερα δευτερόλεπτα πλημμύ ρισαν τα πάντα με ακατέργαστο θόρυβο και χρώματα. Πανηγύρι. Η εισβολή αυτή διέκοψε το συμπαθητικό σούξου μούξου που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην άκρη του υπόστεγου. Ο Πέτρος και ο Φίλιππος έκοψαν αδιάφορα λάσπη για να μη φανεί ότι μιλάγανε με κορίτσια. Τα κορίτσια χαλαρά κύλησαν μέχρι τις φίλες τους για να μη φανεί ότι μιλάνε με αγόρια. Πλήρης ισορροπία. Τ αγόρια στο ημιπαράνομο υποστεγάκι, τα κορίτσια στο βόλεϊ. Μια κοπελίτσα έπινε τον καφέ της κοιτώντας κλεφτά προς το υπόστεγο, ενώ κάτι άλλες... μισό λεπτό. Δεν ήταν κοπελίτσα. Ήταν γυναίκα. Ήταν η δασκάλα τους. Η φιλόλογός τους. Και ήταν η κυρία Κ., σύζυγος φυσικού και αντικείμενο της πρωινής μου παρακολούθησης. Συμπαθής, φιλική, κάπως στενοχωρημένη. Κάτι μαθήτριες τη ρώτησαν κάτι, τους είπε, της είπαν, γέλασαν, γέλασε. Αλλά ήταν ανήσυχη. Κοίταζε γύρω της. Μ ένα απ αυ τά τα «όλα-πάνε-καλά-και-δεν-υπάρχει-κανένα-απολύτως-πρόβλημα» χαμόγελα που φοράνε οι γκόμενες όταν τίποτα δεν πάει καλά και υπάρχει κάποιο τεράστιο πρόβλημα κάπου μπροστά τους. Κάπου μπροστά της.

Το διάλειμμα τέλειωσε όπως όλα τα ωραία πράγματα σ αυτή τη ζωή. Είχα δει ό,τι ήθελα, αλλά είχα κι άλλες δουλειές. Στριμώχτηκα στο κωλο-μίνι. Είχε μια συννεφιά, ξαφνική, πολύ θαμπή, που με ζέσταινε ύπουλα. Πάτησα γκάζι και μπήκα με τις πάντες στη λεωφόρο Α. Μετά, όπως είναι φυσικό, πάτησα φρένο. Ακούστηκε ένα απαλό κλικ και το πετάλι κάτω απ το πόδι μου χαλάρωσε ευχαριστημένο και πλέον διακοσμητικό. Δεν είχα φρένο, αλλά ρολάριζα σε μια ελαφριά ανηφόρα. Τσούλησα απαλά μέχρι την απόλυτη ακινησία, μες στη μέση της λεωφόρου. Τράβηξα χειρόφρενο και βγήκα έξω. Διάφοροι συμπαθείς συμπολίτες μου κάνανε εκνευρισμένα ζιγκ-ζαγκ για να με αποφύγουν και μου φωνά ζανε «Πάρ το απ τη μέση, ρε μαλάκα» και άλλα τέτοια ωραία. Σε απάντηση, το παράτησα μες στα πόδια τους και πήρα ΤΑΧΙ. γελαστός. Ο ταρίφας ήταν τέλειος. Μαυρισμένος, πονηρός, «Τι γίνεται;» «Τι να γίνει;» «Έμεινες;» «Έμεινα». «Δε γαμιέται. Πίνεις τίποτα;» «Φαρμάκια». «Σωστός είσαι». Γέλασε κεφάτα και ίσιωσε το καθρεφτάκι του. «Εγώ πίνω χασίσι, ρουφάω και καμιά μυτιά άμα τη βρω μπροστά μου, την κόκα την καβουρντίζω και πίνω τα πετραδάκια».

Τι να του πω; «Μπες από δω δεξιά», του είπα γιατί είχε αρχίσει να έχει κωλοκίνηση. «Εγώ πάει τώρα, καθάρισα. Και φυλακή να με χώσουν, και ξύλο να μου ρίξουν, ό,τι και να μου κάνουν, εγώ καθάρισα». Τι να πω; «Μπράβο», είπα αν και ήταν γελοίο. Και ήμασταν πλέον σταματημένοι. Εντελώς σταματημένοι. Κι εμείς και όλοι οι άλλοι γύρω μας. Για την ακρίβεια ήταν όλοι σταματημένοι. «Τι έγινε;» «Θα γαμιούνται, τι να γινε;» Βγήκα έξω. Δε φαινόταν τίποτα. Μόνο αυτοκίνητα. Σταματημένα. Πλήρωσα. Άκουσα και το ηθικό δίδαγμα αυτής της όμορφης κούρσας. «Στη ζωή, φιλαράκο, όλη η διαφορά είναι ένα μπαστουνάκι». Δηλαδή; Πήρα τα ρέστα. «Άλλος έχει παπόρια κι άλλος έχει παπάρια». Χαμογέλασε πολύ ειλικρινά. Άρχισα να περπατάω ανάμεσα στ αυτοκίνητα. Οι περισσότεροι οδηγοί μιλούσαν στα κινητά τους. Οι περισσότεροι συνοδηγοί μιλούσαν στα κινητά τους. Κι όλοι αυτοί μέσα στ αυτοκίνητά τους. Τα καινούργια και καθαρά αυτοκίνητά τους.

Πάει καλά. Και τ αυτοκίνητα σχημάτιζαν παράλληλες ευθείες, που όλο και διασπώνταν σε άλλες ευθείες μέχρι που το σύστημα γινόταν χαοτικό και στο κέντρο είχε μπάτσους που έσπρωχναν τον κόσμο χωρίς να ξέρουν προς τα πού και τους μόνους που δεν έσπρωχναν ήταν οι μαλάκες με τα μικρόφωνα, αφού τα βαν τους ήταν στο κέντρο όλου αυτού του σκηνικού. Και όλοι αυτοί κοιτούσαν προς τα πάνω. Κοίταξα κι εγώ. Στην κορφή του πολυώροφου κτηρίου της «Φάρος Ασφαλιστικής», σκαρφαλωμένος στην οπωσδήποτε κακόγουστη από κάθε πλευρά απομίμηση φάρου που κοσμεί την οροφή του μεγαλόπρεπου αυτού τερατουργήματος, μπορούσε κανείς να διακρίνει πολύ αμυδρά έναν άνθρωπο. Από κάτω είχε μαζευτεί το γνωστό πλήθος χαβαλεδιάρηδων συνανθρώπων μας που πάντα σ αυτές τις περιπτώσεις φωνάζει «Πέσε, πέσε» και άλλα τέτοια ωραία. Ένας κύριος φώναζε δίπλα μου: «Πέσε, ρε, γιατί δεν πέφτεις;» Τον ρώτησα: «Τι είναι αυτός;» «Ένας Πολωνός είναι, μωρέ, τώρα το είπαν τα νέα». Ξαναρώτησα: «Τι θέλει;» «Τι να θέλει, μωρέ, ο μαλάκας; Λεφτά, γκόμενες...» βλάκας: Πετάχτηκε ένας άλλος, σαν τον πρώτο αλλά πιο «Έχει, λέει, ψυχολογικά προβλήματα». Ξανά ο πρώτος «σοφός»:

«Ναρκωτικά παίρνει, τον ξέρω, εδώ στην πλατεία είναι κάθε μέρα και πρεζώνεται». Ρώτησα: «Καλά, και πού τον βλέπεις εκεί πάνω;» «Τον βλέπω, σου λέω, τον ξέρω. Κωλο-Πολωνοί, τι θέλουν δηλαδή, να τους στήσουμε και κώλο;» Ένας τρίτος, εφάμιλλος των προηγουμένων, επενέβη για να πει κι αυτός την ωραία του άποψη: «Κι εγώ δεν έχω λεφτά, αλλά δεν κάνω τον καραγκιόζη στις ταράτσες». Ο δεύτερος φωστήρας έβγαλε συμπέρασμα: «Γάμησέ τον, μωρέ, αφού σου λέει είναι πρεζάκιας». Η όλη αυτή συζήτηση δε μου άρεσε πολύ, γι αυτό αναγκάστηκα να φύγω. Περπάτησα γρήγορα, χωρίς άγχος, μακριά απ αυτούς. Σπίτι. Άλλαξα πουκάμισο. Τηλεόραση. Αυτό είναι το καλό με τα ΜΜΕ. Έχεις άμεση πληροφόρηση. Συνήθως λάθος αλλά άμεση. Έτσι κι εδώ. Στην αρχή είπαν ότι είναι Πολωνός, μετά Πολωνός με ελληνική υπηκοότητα, μετά Πολωνο-Έλληνας, μετά Ελληνο-Πολωνός. Τελικά ήταν Έλληνας με τη βούλα. Δεν ξέρω εσάς, αλλά εμένα αυτό μου τη δίνει. Που δεν μπορεί δηλαδή να είναι Έλλην ο περίεργος, ο ασυνήθιστος, ο «ανώμαλος». Πρέπει να είναι ξένος με κέρατα και ουρά ντε και καλά. Ένας μαλάκας δεν μπορεί να είναι Έλλην. Για το αντίστροφο δεν ξέρω. Ο Γιάννης Παραμύθης ήταν σίγουρα ύποπτος. Δεν ξέρω για τι, αλλά σίγουρα για κάτι. Τον υποπτεύθηκα για όλα από την πρώτη στιγμή. Εκεί, στο στούντιο. Με το φρέσκο μου πουκάμισο.

Ήταν ένας θαμπός, πιο νέος παρά γέρος, άνθρωπος, στεγνός, βυθισμένος σε σκέψεις δικές του, που δε θα μάθαινε ποτέ κανείς, ένας σκοτεινός τύπος σε κλειστό κύκλωμα. Ήταν δημοσιογράφος, έτσι έλεγε και έτσι θα ήταν, τουλάχιστον στην αρχή, με τα χρόνια έμπλεξε στα κανάλια, ρεπόρτερ, συντάκτης, αρχισυντάκτης και τώρα διευθυντής παραγωγής του «Κολοσέουμ». Καλή καριέρα; Πήγα επίτηδες τη μέρα του ρεπό της Μαρίνας για να γνωρίσω τους συνεργάτες της. Θεώρησα ότι αν κάποιος θέλει το κακό της Μαρίνας (μου), πιθανώς να είναι κάποιος από το άμεσο περιβάλλον της, κάποιος που την τρώει στη μάπα όλη μέρα. Λογικό; Το στούντιο βρισκόταν σε πολλαπλό οργασμό. Κάποιος είχε βρει το G του και το τραβολόγαγε. Κόσμος και κοσμάκης. Εκτός από τις πρόβες του «Κολοσέουμ», γυρίζανε επίσης ένα σίριαλ με κάτι μπάτσους και μια κωμωδία με κάτι φωνα κλάδες. Και όλοι αυτοί είχανε διάλειμμα. Το θέαμα ήτανε βγαλμένο από το έπος του Γκιλγκαμές. Σε μια γωνία κάτι μπάτσοι έσπαγαν πλάκα με το μοναδικό, απίθανο, γλυκούλι σκυλάκι που τραγουδάει με συνοδεία ακορντεόν. Κάτι απίστευτες γκόμενες, με απίστευτα κολλητά φορεματάκια, έπιναν καφέ συζητώντας με κάτι Ινδιάνους. Κάτι άλλοι κρέμαγαν ένα μεγάλο φω σφοριζέ ταμπλό που έγραφε ΤΟ ΚΟΛΟΣΕΟΥΜ ΣΤΟ ΦΑΡ ΟΥΕΣΤ, ενώ οι ψευτοκαουμπόηδες χαριεντίζονταν με τους ψευτομπάτσους ψευτοπυροβολώντας τους. Διάφορες κοπέλες έτρεχαν από δω κι από κει με πολλά χαρτιά στο χέρι, σαν να τους έμεναν μόνο πέντε λεπτά ζωής. Και όλες φώναζαν. Φώναζαν στους άλλους («Σε πέντε. Σε πέντε. Γιατί δεν είστε έτοιμοι;»), φώναζαν στον εαυτό τους («Δεν είναι δυνατόν, πού είναι ο μακενίστας, δεν είναι δυνατόν!»), φώναζαν στο κενό («Δεν το πιστεύω, θα τρελαθώ, δεν το πιστεύω, το στανιό μου!»). Κάποιες, οι πιο ψύχραιμες, έκλαιγαν. Προβληματίστηκα από αυτή την κατάσταση και αποφάσισα να βοηθήσω. Στο κάτω κάτω αυτή είναι η δουλειά μου.

«Με συγχωρείτε», ρώτησα μια Κοπέλα Με Χαρτιά που κοιτούσε με οδύνη τον ουρανό, «μήπως χρειάζεστε κάποια βοήθεια;» Με κοίταξε σαν ανωμαλία του χωροχρόνου. «Μήπως είσαι μακενίστας;» ρώτησε με μια χαλαρή προσμονή. «Όχι», είπα λυπημένα. Την απογοήτευσα. «Τότε δεν μπορείς», βούρκωσε και εξαφανίστηκε πίσω από μια αρμαθιά Αγιοβασίληδες με πνευστά. Διέσχισα τον ορυμαγδό και μπήκα σ ένα γραφείο που μου φάνηκε υπερυψωμένο και απρόσιτο, ό,τι πρέπει για κάποιον υπεύθυνο. Είχα δίκιο. Έγραφε απ έξω ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ. Έσπρωξα και μπήκα. Ο υπεύθυνος διευθυντής παραγωγής ήταν εκεί και έπινε κάτι μαύρο. Δεν έδειξε να ταράζεται. «Ποιος είσαι συ;» ρώτησε ανόρεχτα. «Απόστολος Ταυ. Ιδιωτικός βοηθός». Πάσαρα την κάρτα μου. «Τι νούμερο κάνεις;» ενδιαφέρθηκε. Αυτό με αιφνιδίασε. «Κάνω έρευνες. Για τους φόνους στο χώρο σας». «Αστυνομικός είσαι;»

Το μισώ όταν το λένε αυτό. Ξέχασα να σας πω ότι δε συμπαθώ πολύ τους μπάτσους. «Όχι. Ιδιωτικός», ξεκαθάρισα με αξιοπρέπεια. «Και ποιος σ έβαλε;» «Θα μου επιτρέψετε να μην...» «Καλά, καλά, τι θες;» Με κοίταξε με σχετικό ενδιαφέρον. Σαν να σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να με χρησιμοποιήσει στο σόου του. Το βλέμμα του ψυχρό σαν το υγρό ήλιο στο κουτί του Λιμπσαμπέρ υπολόγιζε τις διαστάσεις μου, τις δυνατότητές μου, τη φωτογένειά μου, το ταλέντο μου. Μετρούσε με ακρίβεια τις δόσεις ματαιοδοξίας και καθαρού ψώνιου που με συναρμολογούσαν. Τι ήμουνα λοιπόν; Κι αν δεν ήμουνα ακόμα, τι θα μπορούσα να γίνω; Κάποιος γοητευτικός ανθυποζενπρεμιέ, που θα δημιουργούσε ρίγη σε δωδεκάχρονες και μέσα σε δύο μήνες θα είχε δικό του σόου; Κάποιος χαβαλεδιάρης κωμικός καρατερίστας με δικό του τύπο και άρα δική του κωμική σειρά; Ή μήπως απλώς ένας ακόμα βλάκας, που θα έτρωγε τούρτες στη μάπα και θα έκανε τούμπες για να γελάει ο υπόλοιπος βλάκας κόσμος; Ήμουνα γιατί όχι; ένα ακόμα καλογυμνασμένο κορμί ιδανικός βοηθός και κολλητός για τις τέλειες γυμνάστριες των πρωινών εκπομπών, ή μπας και με κανένα κοστουμάκι και σωστή χωρίστρα θα μπορούσα να έχω στην απέναντι πολυθρόνα τον πρωθυπουργό και να τον νουθετώ φιλικά; Θα ήθελα να νουθετήσω φιλικά έναν πρωθυπουργό. Φυσικά με σφαλιάρες. Είχα λοιπόν ελπίδες; Το βλέμμα απέναντι δεν αποφάσιζε, μόνο έγδυνε, τεμάχιζε και ξανασυνέθετε, ήθελε το κορμί και την ψυχή μου, ήθελε το μέσα και το έξω μου, το πάνω και το κάτω μου, ήθελε πλήρη και ολοκληρωτική παράδοση, και σχεδόν ήμουνα έτοιμος να υποκύψω και να γίνω σταρ, όταν η πόρτα άνοιξε σαν να εξεράγη και μπήκε μέσα μια Κοπέλα Με Χαρτιά. «Κύριε Γιάννη, ο Επαμεινώνδας θέλει να πει

τραγούδια μόνο από τον τελευταίο του δίσκο», είπε με εκνευρισμένη απελπισία. «Τι τον νοιάζει; Αφού όλα ίδια είναι». Ο κύριος Γιάννης είχε τα δίκια του. «Ο Επαμεινώνδας πιστεύει ότι η καινούργια του δουλειά με τον γενικό τίτλο Σε γουστάρω κάργα...» «Καλά, καλά, ας πει ό,τι θέλει, στ αρχίδια μου». Ο κύριος Γιάννης διέκοψε ευγενικά αυτή την άκαρπη ανταλλαγή επιχειρημάτων. Η Κοπέλα Με Χαρτιά έφυγε σιωπηλά, λίγο θιγμένη. Ο διευθυντής παραγωγής μού χαμογέλασε: «Τι λέγαμε;» Αποφάσισα να γίνω κοινωνικός. «Υπάρχει κάποια αναστάτωση σήμερα, ε;» «Αναστάτωση; Όχι», παραξενεύτηκε. «Επειδή παρατήρησα...» «Μπα, μην ανησυχείς». Σηκώθηκε επιβλητικά. «Εδώ μέσα...» και κοίταξε το άδειο του ποτήρι, «...είναι έτσι κάθε μέρα. Καφέ έχεις πιει;» «Ναι, αλλά αν χρειαστεί...» «... πίνεις κι άλλον έναν».

Πάτησε ένα κουμπί. «Μαρία, δύο». Χαμογέλασε στο τίποτα, περπάτησε, στάθηκε. Στην τζαμαρία που έβλεπε προς το στούντιο. Από κάτω τα ανθρωπάκια κινούνταν σε ασύλληπτες ταχύτητες φωτονίων. Ξαφνικά μου φάνηκε κουρασμένος. Πολύ κουρασμένος. «Και είναι καλή δουλειά;» είπε. «Ποια;» «Ντετέκτιβ. Είναι καλή δουλειά;» «Υποθέτω πως ναι. Δεν έχεις κανέναν πάνω απ το κεφάλι σου», χαμογέλασα δειλά. «Ούτε κανέναν κάτω απ το κεφάλι σου», κι έδειξε την απρόσωπη μάζα των φωτονίων που τιτίβιζαν χαρούμενα στους πρόποδες του γραφείου του. Έφυγα από το γραφείο του διευθυντή παραγωγής έναν καφέ αργότερα. Η επίσκεψή μου, όπως και τόσα άλλα πράγματα σ αυτό τον μάταιο κόσμο, δεν είχε κανένα απολύτως νόημα. Ο τύπος μισούσε τη δουλειά του και τους είχε όλους γραμμένους. Δεν είχε να μου πει τίποτα. Αν δεν ήταν αυτός ο ίδιος ο τρελός τηλε-φονιάς, τότε δεν μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα. Αλλά πάλι, αν δεν ήταν αυτός τρελός τηλε-φονιάς, τότε ποιος ήταν; Βγήκα στο κατώφλι του. Μ ακολούθησε. Κοίταξα κάτω τους σκλάβους που σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, σήκωναν την πυραμίδα. Ο Φαραώ μίλησε πίσω μου: «Κυνηγάς έναν ψυχοπαθή και περιμένεις να τον βρεις εδώ μέσα; Γιατί δεν κυνηγάς ένα ψάρι στη θάλασσα;»

«Τα ψάρια ζουν στη θάλασσα», μουρμούρισα αφηρημένος. «Αυτό ακριβώς εννοώ», με διαβεβαίωσε καλοσυνάτα. «Είναι το σπίτι τους». Ήταν τρελός. Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, πέρασα προσεχτικά κάτι τείχη με κάτι ιππότες και κάτι νεράιδες με καυτά σορτς, κάποιοι φώναξαν «Ε, εσύ, φύγε από κει, πάμε πλάνο, ποιος είναι αυτός ο μαλάκας; Καλά, κανένας δεν προσέχει τι γίνεται στο σετ;», έβαλα τα πόδια στον ώμο, στριμώχτηκα σε κάτι μεγάλα τελάρα, βγήκα κάπου που με πυροβολούσαν κάτι καμπόηδες «Ποιος είν αυτός; Με δουλεύετε; Δε θα τελειώσουμε ποτέ!» σκόνταψα σε κάτι καλώδια, απέφυγα έ να χάρτινο βέλος κάποιου χάρτινου Ινδιάνου, στριμώχτηκα σε κάτι χρυσές σκάλες με κάτι χρυσές κοπέλες και ακινητοποιήθηκα πλήρως. Ήταν ένας μακρύς διάδρομος και πολύς κόσμος. Φώτα, φλας, φασαρία. Στην άκρη του διαδρόμου στεκόταν αντρειωμένος ένας σούπερ τύπος με σούπερ πέτσινο μπουφάν, πέτσινο παντελόνι, πέτσινη ζώνη με μια κουλουριασμένη γυμνή γυναίκα στην αγκράφα, με φαβορίτα, ξανθό μαλλί με μπούκλες και σκουλαρίκι, εντελώς άνετος. «Πιστεύω ότι η καινούργια μου δουλειά είναι μια πραγματικά ξεχωριστή προσπάθεια στο χώρο του λαϊκού ποπ τραγουδιού, καθώς οι συνεργάτες μου κι εγώ...» Πίσω του ένας τερατώδης χρυσελεφάντινος δίσκος ανακοίνωνε στο σύμπαν με εκκωφαντικό μπλε-κόκκινο νέον: ΣΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΚΑΡΓΑ. Χαμογέλασα και άναψα τσιγάρο. Το αλάνθαστο ένστικτο του σωστού ντετέκτιβ μού ψιθύρισε στ αυτί λες και δεν το ξερα τη μαγική λέξη: Επαμεινώνδας. Σπίτι. Βράδυ. Πάγος. Ουίσκι. Ντους. Ανοιχτή γριά

τηλεόραση τσιρίζει. Ο φόνος της όμορφης νεαρής Βουλγάρας. Έγκλημα πάθους ή απλή διάρρηξη; Ο άντρας της κάτι φωνάζει. Δεν ακούω. Νερό στ αυτιά μου. Ξαναγυρίζουμε στη ζωντανή μας σύνδεση. Πετσέτα. Ο τύπος στο Φάρο. Ακόμα σκαρφαλωμένος. Είναι παντρεμένος με μια Πολωνή που είναι κι έγκυος και θέλουν να την απελάσουν. Ο τύπος μιλάει με κάτι μπάτσους που έχουν ανέβει στο Φάρο. Φωνάζει. Είναι έξαλλος. «Είναι έγκυος. Είναι ντροπή. Το κράτος... εγώ... εμείς αγαπιόμαστε... Είναι αίσχος... τη διώχνουν... μένει εδώ δώδεκα χρόνια... Είναι πιο Ελληνίδα από σας... ντροπή... είναι έγκυος... φύγετε, ρε... θα πέσω... Να έρθει ο υπουργός... εγώ πληρώνω φόρους... να την αφήσουν ήσυχη... Θα πέσω, ρε... θα πέσω, κάντε πίσω». «Άντε, ρε μαλακισμένο, πέσε ή μην πέφτεις, αποφάσισε, μας γκάστρωσες», του φωνάζει ένας γεροδεμένος αστυνομικός, ειδικά εκπαιδευμένος στις διαπραγματεύσεις με αναστατωμένους ανθρώπους. Ο τύπος μένει άναυδος. Το «γκάστρωσες» τον χτυπάει κατακούτελα, τρεκλίζει, ρίχνει ένα βλέμμα κάτω, κάνει ένα βήμα μπρος και ρίχνεται στο κενό. «Νίκο, Νίκο», «Έπεσε, έπεσε», πλάνα κουνημένα, ουρλιαχτά, χαμός, «Κάντε άκρη», σειρήνες, «Έχουμε νεκρούς», «Νίκο, Νίκο, Νίκο». Πήγα να γεμίσω το ποτήρι μου, αν επιτρέπεις, Νίκο. Ξέρω τι είμαι. Ξέρω τι κάνω. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να λάμπει. Κι εγώ λάμπω. Δεν το ξέρει κανείς, μα εγώ λάμπω. Εκτυφλωτικά. ΠΕΜΠΤΗ Όταν μια άλλη μέρα. η επομένη αλλά άλλη. Και ήταν ένας άλλος πελάτης. Ο επόμενος αλλά άλλος. Όπως μπήκε, έτσι και βγήκε. Ψηλός. Γερός. Μονοκόμματος. Αναλλοίωτος. Θυμωμένος.

«Είστε ο Απόστολος Ταυ;» «Ναι». «Νταητσίλας». Ήταν το όνομά του. Και το ήξερα πριν μου το πει, γιατί ήταν ο άντρας της σκοτωμένης Βουλγάρας που φώναζε στην τηλεόραση. «Τι μπορώ να κάνω για σας;» «Η γυναίκα μου», είπε και έδειχνε λυπημένος και εγώ ήξερα ότι ήταν λυπημένος. Περίμενα ν ακούσω. «Πέθανε», είπε. «Τη σκότωσαν», πρόσθεσε. «Ποιοι;» «Ο εραστής της. Ο κύριος Μιχαήλ». Μάλιστα. «Η αστυνομία το ξέρει;» Πικρό γελάκι. «Έχει άλλοθι». «Τότε πώς...» «Αυτός τη σκότωσε». Είχε δίκιο. Η Στέφκα γνώρισε τον Κώστα Νταητσίλα σε ένα

τουριστικό θέρετρο όγδοης κατηγορίας, όπου δούλευε πωλήτρια στο Γκιφτ Τουρίστικ Γκρικ Αρτ μαγαζάκι της εξαδέλφης του Κώστα. Παντρεύτηκαν δεκατρείς μήνες αργότερα. Έναν μήνα μετά η Στέφκα γέννησε. Ένα αγοράκι. Ο Κώστας δούλευε ηλεκτρολόγος. Η Στέφκα δύο φορές την εβδομάδα καθάριζε το σπίτι, την έπαυλη, τη «Βίλα Μαριελένη», του γνωστού διαπλεκόμενου μεγαλοεπιχειρηματία Μιχαήλ Σικαλέοντα. Του κυρίου Μιχαήλ. Επιχειρήσεις, δημόσια έργα, παραγοντιλίκι, μασμίντια και δε συμμαζεύεται. Ο κύριος Μιχαήλ. Και για κάθε κύριο αντιστοιχεί μια κυρία. Πρώην Μαριλένα Βούρδα, νυν Μαριελένη Σικαλέοντα, πρώην Μις Μπιούτιφουλ Τούρισμ, νυν χοντρή, η κυρία του κυρίου περνούσε τις μέρες της με χαπάκια και σίριαλ. Τα χαπάκια δεν την έπιαναν, τα σίριαλ όμως έκαναν καλή δουλειά. Ο κύριος Μιχαήλ αποφάσισε ότι η πρώην Βουλγάρα πωλήτρια ήταν νυν του γούστου του και την περιέλαβε στο ήδη κορεσμένο εβδομαδιαίο πρόγραμμά του. Τρίτες και Πέμπτες απόγευμα. Δεν ήταν όμως κύριος. Μια μέρα η Στέφκα γύρισε σπίτι με μαυρισμένο μάτι και τα είπε όλα στον αθώο ηλεκτρολόγο της. Δύο νύχτες μετά ο Κώστας είχε μια νυχτερινή βάρδια και όταν γύρισε, ήταν ξημέρωμα, θυμάται, και υπήρχε κάτι μπλε, κάτι πολύ μπλε παντού, και όταν έσπρωξε την ανοιχτή πόρτα, είδε τη γυναίκα του άψυχη και στραγγαλισμένη. Το αγοράκι κοιμόταν ήσυχα. Έλειπαν και ογδόντα χιλιάδες. «Συμπλοκή με διαρρήκτη», απεφάνθησαν οι ειδικοί άσχετοι. Ο Κώστας τους έστειλε συστημένους στον κύριο Μιχαήλ. Είχε ένα απλό αλλά τέλειο άλλοθι. Την ώρα της δολοφονίας έβλεπε τηλεόραση μαζί με τη γυναίκα του. Το αγαπημένο της σόου. Το «Κολοσέουμ». Το Σόου της Μαρίνας. Της Μαρίνας «μου». Και να με στη «Βίλα Μαριελένη». Πολύ γρασίδι ή μήπως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον όρο γκαζόν; πλάκες μαρμάρινες για να πατάει ο αδαής βλάκας επισκέπτης και να μην καταστρέφει την τέλεια πράσινη επιδερμίδα, φωτιστικά αγάλματα της κλασικής αρχαιότητας που θα μπορούσαν να

στείλουν τον Πραξιτέλη με σάπια δόντια στην πλατεία να ζητάει «Ένα κατοστάρικο, φιλαράκι, να πάρω ένα σουβλάκι, δεν έχω φάει τίποτε από χτες», δέντρα και φυτά προσεχτικά επιλεγμένα για να δίνουν την εντύπωση ότι φύτρωσαν μόνα τους εκεί γιατί τους άρεσε το μέρος και τ αγάλματα, κτίσμα συντηρητικό με ψαγμένες μεταμοντέρνες πινελιές, ένα αγκάθι στο μάτι κάθε αθώου ματιού. Η κυρία Μαριελένη. Φορτωμένη επίσης. Ρόμπες, κιλά, χρόνια, μπογιές. «Θέλετε κάτι;» Βράδιαζε και ήθελα. «Ένα ουίσκι». άνετη. «Με πάγο», πρότεινε σίγουρη και κάπως κωμικά Μπήκε μέσα. Κάπου ακούστηκε μικρός θόρυβος. Οραματίστηκα κάποια τέλεια κουζίνα, με μηχανές που κόβουν παγάκια, που αποστάζουν ουίσκι, δημιουργούν τέλεια ποτήρια από συνθετικό γυαλί υψηλής ευκρίνειας οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό. Κοίταξα τριγύρω. Καθόμουνα σε μια πολύ φίνα πάνινη πολυθρόνα από ακατέργαστο μπαμπού. Η βεράντα που με περιείχε έδειχνε πολύ καθαρή και το χειρότερο είναι ότι μάλλον ήταν πολύ καθαρή. Σκέφτηκα σκλάβους φτηνό προσωπικό να γλείφουν τη βεράντα μέχρι να γυαλίσει. Σκέφτηκα τη Στέφκα. Στέφκηκα. «Δεν ξέρω αν πέτυχα τη δόση». Μπήκε η οικοδέσποινα με περιπαικτικό ύφος. «Εντάξει είναι», είπα χωρίς να το δοκιμάσω, γιατί είμαι ευγενής και ξέρω να φέρομαι στα καθώς πρέπει σπίτια.

Κάθισε απέναντί μου. «Πρόκειται για τη Στέφκα», είπα το ευνόητο. «Ναι, ξέρω». Ήξερε από τη στιγμή που είδε την κάρτα μου. «Ο άντρας της...» «Ο δικός σας;» «Ορίστε;» «Ήταν εδώ;» «Μα το είπα ήδη στους...» «Ήταν;» Με κοίταξε αποφασιστικά. «Ήταν». Περιέργως είχε δίκιο. Ξαφνικά άναψε απροειδοποίητα ο φωτιστικός Ηνίοχος στο βάθος. Σκέφτηκα τα δυστυχισμένα φυτά της βεράντας μου. Κάποτε θα θεριέψουν, θα ξεσηκωθούν και θα ξεριζώσουν όλα τα καλοχτενισμένα παρτέρια της μπουρζουαζίας. «Ελάτε». Με πήρε αγκαζέ. Βόλτα στο σπίτι. Κάπως έγερνε πάνω μου. Ήταν λίγο αστείο. Σαλόνι. Μεγάλος αφράτος καναπές. Σούπερ τηλεόραση, «ενταγμένη λειτουργικά στο χώρο».

«Εδώ ήμασταν». Όντως, εδώ ήμασταν. Πού; «Εκείνο το βράδυ. Βλέπαμε το σόου». «Όλο το βράδυ;» «Όλο το σόου». Χάιδεψε τον τοίχο και κάπου φωτίστηκε εκ των έσω η Νίκη της Σαμοθράκης. «Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω λάθος. Παρακολουθώ το Κολοσέουμ ανελλιπώς. Το απόγευμα είχα ξαπλώσει για λίγο και είπα του Μιχαήλ να με ξυπνήσει πριν αρχίσει. Με ξύπνησε στις εννιάμισι. Είδαμε το σόου μέχρι τις δώδεκα και μισή. Μαζί». «Και μετά;» «Μετά... κοιμήθηκα». Χαμογέλασε. Τη λυπήθηκα. Με τόσα χαπάκια και τόσα σίριαλ, είχε χάσει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το αληθινό από το ψεύτικο, τη μέρα από τη νύχτα, το φυσικό από το προσποιητό, το ζωντανό από το τελείως πεθαμένο. Ζούσε κάπου ανάμεσα. Μεταξύ ύπνου και ξύπνου, μεταξύ του κήπου της και της ζούγκλας παραέξω, μεταξύ της αληθινής τέχνης και του φωτιστικού Ποσειδώνα, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Κατάλαβε το ύφος μου και δεν της άρεσε. «Μπορώ να σας πω και τι έπαιζε», είπε κάπως θυμωμένη. «Ποιος;» «Το Κολοσέουμ. Είχε καλεσμένο το σκυλάκι που

τραγουδάει και...» πιστεύω». «... Και κάνει κωλοτούμπες. Δε χρειάζεται. Σας Όντως την πίστευα. Ο φόνος είχε προσδιοριστεί ανάμεσα στις έντεκα και τις δώδεκα. Ο κύριος Μιχαήλ ήταν σπίτι του από τις εννιάμισι μέχρι τις δωδεκάμισι. Αν η κυρία Μαριελένη έλεγε αλήθεια, τότε ο κύριος Μιχαήλ που στραγ γάλισε τη Στέφκα ήταν κάποιος άλλος κύριος Μιχαήλ και πάντως όχι ο δικός μας. Αν και κάθε άνθρωπος κρύβει έναν κύριο Μιχαήλ μέσα του. Ίσως κρύβει και μια φωτιστική Καρυάτιδα. Γύρισα σπίτι. Τι ωραία. Ένα σπίτι με σκόνη και χωρίς παρτέρια. Αυτοσυγκέντρωση. Σουβλάκια. Βεράντα. Χαλάρωση. Κουδούνι. Μαρίνα. Και είμαι με το σώβρακο. Κι ένα σουβλάκι στο χέρι. «Γεια», είπα παρ όλ αυτά. «Γεια. Συγγνώμη αν ενοχλώ...» «Μπα, όχι, δεν...» «Επειδή η ώρα είναι...» «Δεν ενοχλείς. Έλα. Κάτσε». Μπήκε μέσα. Έκατσε στον καναπέ της βεράντας, αφού πέταξα από πάνω του μερικές εκατοντάδες άχρηστα φυλλάδια που έχουν όλες οι τερατώδεις κυριακάτικες εφημερίδες. Μερικές φορές χρειάζεται και η τάξη και αυτή ήταν μία από αυτές τις φορές. Η Μαρίνα φόραγε ένα πολύ σωστό μαύρο κορμάκι με περισσότερο ντεκολτέ από την προηγούμενη φορά κι ένα

γυαλιστερό παντελόνι που έγραφε ωραία τα πόδια της στον καναπέ μου. «Μήπως θες ένα σουβλάκι;» πρότεινα. «Όχι, ευχαριστώ». «Ένα ουισκάκι;» «Ναι». Ήρθε και το ουισκάκι. Με τα παγάκια του και μπολ με φιστίκια, γιατί δεν είμαστε τίποτα λεχρίτες. «Τι τρέχει;» την τσούγκρισα. «Τι εννοείς;» ήπιε γουλιά. «Τίποτα. Τι τρέχει;» ήπια κι εγώ. Κοίταξε το πάτωμά μου. Είχε σκόνη, αλλά δεν ήταν αυτό που την ενοχλούσε. «Ο... αυτός... μου έστειλε άλλο ένα». Έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη της. Το πήρα. Ήταν ένα απλό χαρτάκι, όπως και τα άλλα. Χτυπημένο σε παλιά γραφομηχανή. Με κεφαλαία. Έγραφε μόνο: «Βρες την ομοιοκαταληξία: Καμία επιείκεια...» Τι θα πει αυτό; Κοίταξα τη Μαρίνα. Είχε ένα βλέμμα άδειο και χαμένο. Είχε φοβηθεί. «Καμία επιείκεια... βρες την ομοιοκαταληξία... καμία επιείκεια... Τι μαλακία είναι τώρα αυτή;» ρώτησα ρητορικά. Η Μαρίνα ήπιε μια γουλιά.

Άρχισα τις βόλτες στη βεράντα. «Καμία επιείκεια... ομοιοκαταληξία...» στριφογύριζα, «... καμία επιείκεια... εγώ κολλάω μπρίκια... εγώ τρώω ραδίκια... είστε όλοι καθίκια... στη θάλασσα έχει φύκια...» Η Μαρίνα από τον καναπέ μού πέταξε ένα πικρό γέλιο. Χαλαρωτικό. «Είναι τόσο γελοίο», είπε. «Ναι», συμφώνησα. Το σκέφτηκα. «Αλλά τι δεν είναι;» Την πλησίασα. Σίγουρος και χαμογελαστός. «Άκου, Απόστολε. Δεν...» σταμάτησε. Ξανάρχισε. γυναίκα». «Μακριά από τα φώτα και τα φλας... είμαι κι εγώ Αυτό τώρα; Πώς το είδατε; Πήγα να τη φιλήσω αμέσως, όπως θα έκανε κάθε λογικός άνθρωπος στη θέση μου. Με φίλησε λίγο και τραβήχτηκε. Ευγενικά. «Ίσως υπό καλύτερες συνθήκες...» είπε απαλά, «... τώρα δεν... νιώθω τελείως...» Κλάματα. Ακούμπησε στον ώμο μου. «Νιώθω κουρασμένη... πολύ κουρασμένη». Δεν είπε κάτι άλλο, ούτε εγώ. Κοιμήθηκε στον καναπέ

μου, εκεί, επί τόπου. Το πρωί είχε φύγει. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Είχα κοιμηθεί στην πολυθρόνα της βεράντας με το ποτήρι στο χέρι και τη Μαρίνα στον καναπέ μου. Έβλεπα ότι βρισκόμουν σ ένα αεροπλάνο που έπεφτε και ενώ προσπαθούσα να βρω το αλεξίπτωτό μου, χτυπούσε το τηλέφωνο και δεν μπορούσα να το πιάσω γιατί ήταν στην ουρά του φλεγόμενου αεροσκάφους ενώ εγώ ήμουνα στο κόκπιτ, και ξύπνησα ελαφρά ιδρωμένος από ήχο σύγκρουσης, πάντως όχι τόσο δυνατό όσο θα περίμενε κανείς από ένα τερα τώδες κονκόρντ πεντακοσίων θέσεων που συντρίβεται πάνω σε μια μεγαλούπολη δεκαπέντε εκατομμυρίων όπως η Μπανγκόκ. Άνοιξα τα μάτια μου, είχα σωθεί εκ θαύματος, τα μόνα συντρίμμια ήταν του ποτηριού, η Μαρίνα δεν ήταν στον καναπέ και το τηλέφωνο εξακολουθούσε να βαράει παρ όλη την κόλαση φωτιάς. Σηκώθηκα μηχανικά, στάθηκα στα πόδια μου και κατάλαβα ότι είχε πολύ ήλιο. Του γύρισα την πλάτη και πήγα στο γραφείο μου, όπου και επιτέλους σήκωσα το ρημάδι το ακουστικό. «Ναι;» «Καλημέρα». Ήταν ο φυσικός. «Καλημέρα». «Είχατε καμία εξέλιξη;» Άκου ερώτηση. Ο άνθρωπος φυσικά ενδιαφερόταν αν γαμιέται η γυναίκα του, αλλά εγώ δεν είχα πιει ούτε καφέ. Έβαλα τον αυτόματο.