120 Λέξεις - Συλλογή Flash Fiction



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Το παραμύθι της αγάπης

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τα παραμύθια της τάξης μας!

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Modern Greek Beginners

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

T: Έλενα Περικλέους

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών μέσα από την εικονογράφηση και επεξεργασία (σελίδα-σελίδα) ενός βιβλίου

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Transcript:

Το παρόν βιβλίο διατίθεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε ηλεκτρονική μορφή με άδεια Creative Commons και αποτελεί σύνοψη των Flash Fiction ιστοριών σε 120 λέξεις που γράφτηκαν στο 120lekseis.com, από τον Σεπτέμβρη του 2014 έως και τον Φλεβάρη του 2015. *Όλα τα έργα θεωρούνται προϊόντα μυθοπλασίας. Το "120 λέξεις" δε φέρει καμία ευθύνη για τυχόν ομοιότητες με πρόσωπα και καταστάσεις. 2

120 λέξεις 120 Flash Fiction Ιστορίες 120lekseis.com 3

120 λέξεις - Συλλογή 120 Flash Fiction ιστορίες Φλεβάρης 2015 Έργο εξωφύλλου: Γιώργος Γούσης Το έργο με τίτλο 120 Λέξεις Συλλογή Flash Fiction διατίθεται με την άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές. 4

Οι σπεσιαλίστες Όταν μπήκα στο γραφείο σημάδευε με διπλωμένη εφημερίδα μια μύγα που κοιμόταν επάνω στο ακουστικό. «Νικ Μπελάνε», μου είπε, στοχεύοντας με προσοχή, «ντεντέκτιβ», και εκτινάχθηκε σαν συσπειρωμένο ελατήριο το ποτήρι με το ουίσκι έφερε μιάμιση περιστροφή στον αέρα πριν σχηματίσει έναν επιδεικτικό λεκέ στο χαλί. «Ιδιωτικός ντετέκτιβ. Αναλαμβάνω υποθέσεις». Τίναξα το κουφάρι απ το σκαρπίνι μου. «Τόνυ Φρέσκα. Ψάχνω τον Σελίν και πληρώνω πολλά. Μου είπαν πως είσαι καλός». Βυθίστηκε στην καρέκλα του και με κοίταξε απ τα πόδια ως το λαιμό. Έσφιξα τη γραβάτα μου. «Λοιπόν;» «Ο Σελίν είναι νεκρός, αλλά με είκοσι χιλιάδες δολάρια μπορώ να στον βρω» Του βάρεσα δύο φορές δυνατά το κεφάλι επάνω στο ακουστικό. Ύστερα του έκοψα μια επιταγή. Έχεις μια εβδομάδα, του είπα. Τόνυ Φρέσκα 5

Κακή σύνδεση Ο τύπος που προσέκρουσε στα πόδια μου είναι εκπαιδευμένος φονιάς. Σκότωσε δώδεκα ασφαλίτες μόνο με τα χέρια του. Στο μυαλό μου υπάρχουν δυο τύποι ανθρώπων. Εκείνοι που φτιάχνουν το μέλλον τους και εκείνοι που ξαναφτιάχνουν το παρελθόν τους. Αυτοχαρακτηρίζονται. Κάθε μέρα είναι ένα δώρο. Αλλά πάντα είναι κάλτσες. Και μερικές φορές ενόσω σκαρφαλώνεις, μπορείς να βρεθείς ξανά πίσω ακαριαία. Φόρεσα το αλεξίσφαιρο και επιβιβάστηκα στο αυτοκίνητο. Με καταδίωκαν από παντού. Ήταν δικό μου σφάλμα. Δεν μπορείς να θρυμματίσεις το παρελθόν Το αμάξι παρεκτοπίστηκε. Έκανα ανάταξη αγκώνα μόνος μου. Στο κακό χέρι του καλύτερου πότη. Ήτανε όλοι νεκροί. Ο τελικός πυροβολισμός σφυρηλάτησε τη στιγμή και σφράγισε όλα όσα είχανε συμβεί. Τράβηξα εξουθενωμένος τη σκανδάλη. Ήτανε μια κακή ιδέα. Και μετά τελείωσε. Γιώργος Τσουλιάς 6

Το ψοφίμι Όταν πια άνοιξα τα μάτια, τον είδα. «Υπάρχει κάτι νεκρό σπίτι σου, σωστά;» ρώτησε. «Πώς το κατάλαβες;» «Έχεις αυτό το βλέμμα, πανομοιότυπο με της μητέρας μου. Ξέρεις, στο πατρικό μου υπήρχε ένα ψοφίμι. Απλά εμφανίστηκε μία μέρα. Η μητέρα μου γύρισε σπίτι και το βρήκε πάνω στο κρεβάτι της. Κειτόταν κουλουριασμένο σε εμβρυακή στάση, κατάμαυρο και σάπιο» «Τι ήταν;» «Άνθρωπος, ευτυχώς! Δεν ξέρω τι θα κάναμε αν ήταν κάτι άλλο. Η μητέρα μου άλλαζε καθημερινά τα σεντόνια κι αέριζε το υπνοδωμάτιο. Τίποτα δε στάθηκε ικανό να κατευνάσει τη δυσοσμία. Θυμάμαι, η παιδική μου αφέλεια νόμιζε ότι σταδιακά θα διαβρωνόταν και θα έλιωνε. Μέχρι σήμερα απορώ πώς μπορούσαν οι γονείς μου να κοιμούνται κάθε βράδυ σ εκείνο το κρεβάτι μαζί του». Βέρα Καρτάλου 7

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες Αν ήταν σιωπή, εκείνο βρήκα. Δεν κατάλαβα αμέσως που μπήκα, αλλά η κοπέλα στη ρεσεψιόν το κατέστησε σαφές. «Αργήσατε. Σας περιμένουν στον 4ο όροφο». Δεν γύρισε καν να με κοιτάξει, απλά το ξεστόμισε. Παλιοφαφούτα, παρακμιακή. Αλλά και τι να κάνεις, έτσι είναι αυτά. Αν ήταν αλλιώς οι περιστάσεις θα της έσπαγα τα μούτρα. Όχι πως το έχω σε πολύ να γεμίσω με το αίμα της τη λευκή φορεσιά της. «Το ασανσέρ δουλεύει;». Ούτε γύρισε να με κοιτάξει, πόσο μάλλον να μου απαντήσει. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί όλα ήταν βαμμένα κίτρινα εκεί μέσα. Κίτρινα, ωχρά και άτονα. «Καλώς ήρθατε. Είστε έτοιμος; Να ξέρετε ότι μόνο τα νεφρά μπορούμε να φυλάξουμε για την οικογένεια σας, ίσως..». «Δεν με νοιάζει. Απλά ξεκινήστε». Βαγγέλης Σκροπίδας 8

Η σχεδία της Μέδουσας «Όχι, βέβαια! Δεν αισθάνομαι καμιά τύψη». Ο Ζαν Λυκ σήκωσε το κεφάλι του στον ανταριασμένο ουρανό. «Δες μόνος σου», μου είπε. «Δεν υπάρχει τίποτε στον ορίζοντα, μικρέ. Μας ξέχασε ακόμα κι ο Θεός!». Το χέρι του έμεινε για λίγο να αιωρείται και μετά το πήρε πίσω. Έφερε το τελευταίο κομμάτι κρέατος που κρατούσε στο στόμα του. «Νομίζω πως άκουσα στεναγμούς ηδονής, Μεσιέ Ζερικώ. Προσπάθησα να ξεράσω, αλήθεια σας λέω, μα δεν υπήρχε απολύτως τίποτε εκεί μέσα. Ο ναύκληρος είπε πως ο κλήρος είχε πέσει στον μικρό Λουί. «ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΙ!» διαμαρτυρήθηκα. Ο Ζαν Λυκ συμφώνησε. Για μια στιγμή διέκρινα ένα ψήγμα ανθρωπιάς στα μάτια του. «Έχει δίκιο! Το κρέας δε θα φτάσει για πολλές ημέρες». Ήμασταν σε ένα μικρό καράβι. Σκαγιάκος Γιώργος 9

Blue dreams of rain Έβλεπε πως έπεφτε κι άκουγε τον Μπλε Δούναβη, μέχρι που έφτασε μισό χιλιοστό απ το δάπεδο ώστε να ξυπνήσει. Ποτέ δεν του άρεσε η πτώση. Πήγε στο ψυγείο, πήρε μια μπύρα και τυλιγμένος με μια κουβέρτα βγήκε έξω να δει τα αστέρια. Όμως δεν είδε κανένα αστέρι, μονάχα σύννεφα χρωματισμένα στα φώτα της πόλης. Το μόνο που τον έφερνε σε επαφή με τον ουρανό ήταν η βροχή που τον χτύπησε στο πρόσωπο μόλις βγήκε στο μπαλκόνι, καθώς κι οι ήχοι των σταγόνων που μαζί με τις αστυνομικές σειρήνες συνέθεταν ένα ήρεμο και ζωντανό βαλς ονείρων. Σήκωσε μηχανικά την μπύρα και την πέταξε απ το μπαλκόνι χωρίς να δίνει δεκάρα και, όταν εκείνη έφτασε μισό χιλιοστό απ το δάπεδο, αυτός ξύπνησε. Χρήστος Γιαννάκενας 10

Κάθοδος Όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου: ξεκίνησαν απ το μηδέν και κατέληξαν στο πουθενά. Λίγοι και καλοί επάνω στο βουνό. Αλλά, ορίζεις τον αρχηγό κι ακολουθούν οι παρατρεχάμενοι. Πάντα έτσι πάει. Κι όλους μαζί; Οι φιλοδοξίες. Στράβωσε το πράμα. Ε, δε μετανιώνει «Ρε φίλε, όλη μέρα στο τιμόνι, ξέρεις, έχω ένα όνειρο: να πάρω άλλους δέκα, βάλε είκοσι φίλοι μονάχα και να φύγουμε. Διαλέγουμε κορυφή και ζούμε εκεί, να τελειώνουμε με δαύτους που μας πίνουνε το αίμα!», τον επανέφερε η φωνή του ταξιτζή. Τον κοίταζε με προσμονή μέσα από τον καθρέφτη. «Εδώ, όπου να ναι, με αφήνεις», του πε ξερά. Ξέχασε, όμως, σκόπιμα στο πίσω κάθισμα το όπλο του, σκεπτόμενος «σε περίπτωση που». Στον πρώτο κάδο ξεφορτώθηκε τη σακούλα με τα ρούχα. Λυδία Ελιόγλου 11

Serge Κάθε καλοκαίρι παραθέριζα στο χωριό. Όλη τη μέρα αλητεύαμε με τα γειτονόπουλα στα χωράφια ως το δειλινό, που επιστρέφαμε κατάκοποι. Κανείς δεν κυκλοφορούσε τη νύχτα έξω, μόνο κλειδώνονταν όλοι στα σπίτια τους ως το ξημέρωμα. Από κάτι μισόλογα της γιαγιάς, έμαθα πως εκεί κοντά υπήρχε ένα ρέμα, άλλοτε ομαδικός τάφος των Ιταλών, που εκτελέστηκαν παλιά από τους Γερμανούς. Κάθε βράδυ πλάγιαζα με φόβο αφουγκραζόμενος κάθε ήχο έξω από το παράθυρό μου για ν ακούσω κάτι. Αμέτρητες φορές έφτασα ως το ρέμα στ όνειρό μου για ν αντικρίσω τις μακρινές σκιές των στρατιωτών. Μια φορά ο ένας με πλησίασε, ένα αγόρι είκοσι ετών. Serge με λένε, έκανε χαμογελαστός. Πριν όμως προλάβω ν απαντήσω έγινε σκόνη εκεί μπροστά μου. Ήταν Αύγουστος, 1978. Βάλια Καραμάνου 12

Android '83 Την 29ή ημέρα η κεντρική μονάδα σταμάτησε να ενημερώνει το σκάφος με τις συντεταγμένες που τροφοδοτούσα τον κομπιούτερ. Την 30ή, η θερμοκρασία ξεκίνησε να μειώνεται δραματικά λόγω μιας βλάβης στο σύστημα θέρμανσης επιπλέον, ο εγκέφαλος αδρανοποιήθηκε. Το επόμενο πρωί, σύμφωνα με τη συμβατική ώρα, ο πύραυλος ήταν πλέον ακυβέρνητος. Το βράδυ καθάρισα πρόχειρα το τζάμι της κουκέτας από την υγροποίηση: το δυτικό στέμμα του ήλιου χάιδευε το χάος. Σε αντανάκλαση είδα μια σκιά στο πηδάλιο, μα όταν γύρισα είχε χαθεί. Την 31ή ημέρα το βαρυτικό πεδίο της Αφροδίτης με πετούσε στο κενό. Δεν θα γινόταν να επιστρέψω. Ευτυχώς, είχα τρόφιμα για μερικά ακόμη χρόνια. Το ψύχος απορροφούσε κάθε μου συναίσθημα. Και, νομίζω πως, στο σκάφος υπήρχε τώρα ένα φάντασμα. Γιώργος Μουστάκης 13

De Mortuis Κυριακή πρωϊ. H τελευταία ενός συννεφιασμένου Νοέμβρη. Τα δάχτυλα πλησιάζουν. Όμορφα, σχεδόν κομψά δάχτυλα. Τα νύχια είναι βαμμένα κόκκινα. Όχι εκείνο το γλυκό κόκκινο χρώμα, ή κάποια ξεθωριασμένη απόχρωση, αλλά έντονο κόκκινο, νύχια βαμμένα με έντονο κόκκινο. Το κουδούνι χτυπάει η Ζένια όμως είναι με τον άνδρα και το μωρό. Πολύ μακριά. Το κουδούνι χτυπάει. Τίποτα. Δε σταματάει όμως. Όχι αυτή τη φορά. Ανοίγει. Τσακισμένη. Μυρίζει μπράντι. Μια εκτυφλωτικά όμορφη κοπέλα στέκεται μπροστά της. Αγέλαστη. Της προτείνει έναν κίτρινο φάκελο. Διαβάστε το σας παρακαλώ Έχει βαρεθεί να παίρνει νέα σενάρια. Άφησε το Θα ειδοποιήσω το πρακτορείο σου Όχι. Θέλεις να τους ξαναδείς; Τους νεκρούς; Το στόμα της Ζένιας ανοίγει. Η κοπέλα χαμογελάει.τα μάτια της όμως δεν χαμογελούν καθόλου. Γιώργος Γιώτσας 14

Παρατρίχα να δω τον εαυτό μου ν' ανασαίνει Έτρεξα όσο πιο μακριά μπορούσα. Δε με ένοιαζε ο προορισμός, δε με ένοιαζε ο χρόνος προσέλευσης. Διάολε, δε με ένοιαζε τίποτα, δε με ένοιαζε αν από αυτεπίγνωση αναθεμάτιζα τις δυνατότητες μου. Οι φυλλωσιές των περιβαλλόντων δέντρων μαρτυρούσαν απτά και λιανά τη φούρια των διασκελισμών μου. Είχα μεγάλα πόδια. Ήταν καλό, κακό; Δεν ξέρω. Άρεσαν στις γκόμενες όμως. Έτρεχα με τόση ορμή που ο άνεμος σχιζόταν και συγχρόνως δίπλωνε.ξάφνου, δεν είχα άλλη δύναμη. Δε μου είχε απομείνει τίποτα απολύτως. Διαπερνούσα την ιλιγγιώδη καταχνιά που δημιουργούσε ο κωλόκαιρος και σιγά σιγά ονειρευόμουν πως ήμουν κοντά στο να προσπελάσω το σεληνόφως που κατερχόταν μόνο για μένα. Για φαντάσου. Ήταν κάτι το αδιάψευστο. Πού πήγε η καρδιά σου, ρε μαλάκα; Μάλλον για κατούρημα. Γιώργος Τσουλιάς 15

Έρωτας στα χρόνια της βιοτεχνολογίας Δεν αντέχω, νομίζω θα πεθάνω από έρωτα! Η καρδιά μου θα εκτιναχθεί από το στέρνο και θα μου μείνει στα χέρια! Με προειδοποίησε σχετικά ο καρδιολόγος μου, αλλά περιφρονώ τις ανόητες συμβουλές του. Η σύζυγος θα μου βγάλει τα μάτια μόλις μάθει για σένα. Ήδη έχω προβλέψει σχετικά και παραγγείλει καινούργιους αμφιβληστροειδείς. Τα κουτσομπολιά θα φτάσουν στα πέραντα του γαλαξία, αλλά αδιαφορώ για τα κακεντρεχή τους σχόλια. Ζω, αναπνέω και υπάρχω για να φιλήσω τα παγωμένα σου χείλη, να χαϊδέψω τις σιδερένιες σου καμπύλες και να ακούσω τη μεταλλική φωνή σου. Λίγη υπομονή αγάπη μου και θα ζήσουμε ευτυχισμένοι, ώσπου να πεθάνω. Κι ύστερα ο κλώνος μου κι έπειτα ο κλώνος του κλώνου μου θα είναι μαζί σου για πάντα! Βέρα Καρτάλου 16

Βίον Ανθόσπαρτον Να σε βλέπω να ανεβαίνεις αυτά τα κάτασπρα πλατύσκαλα, φορτωμένος το βαρύ κουστούμι της συμφοράς σου. Και το βλέμμα σου να σείεται παντού σ αυτό το θλιβερό αυλόγυρο. Δε θέλω να θυμηθώ τίποτα. Το ήξερα από τότε. Και τώρα μετράω τα εκατομμύρια σπασμένα κομματάκια γυαλιού που μου φύσηξες στα μάτια με το βρώμικο στόμα σου. Το αμάξι σου γυαλίζει σαν ψεύτικο κέρμα. Η γιορτή που σε περιμένει εκεί,ένα φτηνό τσίρκο με γελωτοποιούς κομπάρσους. Φτιάχνεις τα πέτα του σακακιού σου. Έχει αρχίσει να βρέχει Γυρίζω το κεφάλι μου να έρθει στα ίσια του. Δε σκοπεύω να φύγω με ψύξη από δω για χάρη σου. Τρέξε να κρυφτείς στα νάιλον πέπλα της καλής σου! Τόσα χρόνια γλίστρησαν κι ακόμα φορμόλη μυρίζεις. Μαίρη Μπορμπουδάκη 17

Προλογικό Ήταν καλοκαίρι. Και ήτανε Χειμώνας. Βροχή και χαλάζι. Κι οι δρόμοι νεκροί κι ανυπόφοροι. Κι ένα νεκρό περιστέρι στην άκρη της δεξιάς προβλήτας κοιτούσε την -όχι και τόσο- απέραντη θάλασσα. Με τα κενά, γουρλωμένα του μάτια επέστρεφε πάντα στην αποτεφρωμένη του γαλήνη. Πάμε να φύγουμε μου είπες με ένα πικρό χαμόγελο, χαρακωμένο σε ένα πρόσωπο τόσο γκρίζο, τόσο αποσπασματικά μελαγχολικό, που έμοιαζε θαμπό κι αδιάφορο. Πάμε να φύγουμε ψέλλισες και η άσπιλη μορφή σου χάθηκε. Χρόνια μετά, στο ίδιο σημείο, απέναντι από την ίδια δεξιά προβλήτα, το κενό παρέμενε μια συμπαγής μάζα νωθρής καθημερινότητας. Αλλά δε μ ένοιαζε, γιατί όσο άνοστη κι αν ήταν μια τέτοια εικόνα, δεν κατάφερε να βυθιστεί και ν ακουμπήσει, έστω, τον πυθμένα του εαυτού της. Σπύρος - Ευάγγελος Αρμένης 18

Kiss the rain Σύννεφα. Γκρίζος ουρανός, ένα φεγγάρι αχνοφαίνεται. Ο άντρας με την εφημερίδα στηρίζεται έχοντας αντίσταση το τοίχο του καταστήματος. Τι Διαβάζει κι ο ίδιος αναρωτιέται. Η δεσποινίδα στα κόκκινα, όρθια δε στέκεται. Σε ένα παγκάκι, βιβλίο με εντυπωσιακό εξώφυλλο απολαμβάνει να διαβάζει προσεκτικά. Το κρύο ελάχιστα τους ενοχλεί. Ενδιαφέρον δεν έχουν για ότι γύρω τους κυκλοφορεί. Πίσω από τους τίτλους κάθε φορά για αυτούς κρύβεται ένας κόσμος, μια νέα αλήθεια, μια ελπίδα για καλύτερη ζωή. «Ανοίγουν» οι ουρανοί. Ψιχάλες. Βροχή. Ταράζεται η δεσποινίδα και τα πράγματά της προσπαθεί να μαζέψει. Όσο πιο γρήγορα μπορεί. Ο άντρας πλησιάζει με μια ομπρέλα ανοιχτή. «Πάμε μια βόλτα;» τη ρωτά. Κι εκείνη, πες από αφέλεια, πες από ανάγκη μια αφορμή, δε δυσανασχετεί. Χαμογελά κι ακολουθεί. Χάρης Γεωργάκης 19

Τικ - Τακ Συνήθιζαν να τελειώνουν τη νύχτα τους με ένα φιλί. Αυτοί. Αυτά, τα άψυχα, στη σιωπή τη νύχτα τους άρχιζαν. Ήταν η ησυχία ο ρυθμός τους για να χορεύουν μέχρι το πρωί που το ζευγάρι έφευγε για δουλειά. Εισέπνεαν σιωπή και χόρευαν, χωρίς την αίσθηση του χρόνου. Περίμεναν πώς και πώς να φύγουν οι δύο από το σπίτι για να αρχίσουν με πάθος να μετρούν βήματα και να λυγίζουν τη μέση. Η σιωπή όμως μεγάλωσε ξαφνικά, άσχετα από το φως της μέρας. Τα αντικείμενα χόρευαν θλιμμένους σκοπούς. Αυτός για να την καλοπιάσει της αγόρασε ένα εκκρεμές. Ο χρόνος στρογγυλοκάθισε στο σπίτι. Τα πράγματα προσπάθησαν να βρουν βήματα στο τικ - τακ, μάταια όμως. Το ζευγάρι τέλειωνε τη νύχτα του πια με ενοχές. Μαρία Αρχιμανδρίτη 20

Να πάει Η καθομιλουμένη ζωή μου είναι το πρόχειρο της καθαρογραμμένης, άσχετα αν η καθαρογραμμένη ζωή μου είναι πιο πρόχειρη από την καθομιλουμένη. Αν η καθημερινότητα μου μπορούσε να γράψει θα ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής του κόσμου. Τα βιβλία είναι άχρηστα, η καθημερινότητα τους είναι πρόταση για αυτόν που διαβάζει. Όλοι οι συγγραφείς είναι ανίκανοι. Η καθημερινότητα τους είναι για να διαφέρει από αυτή των αναγνωστών. Να πάει να γαμηθεί η λογοτεχνία, το μόνο που προσφέρει είναι καθαρογραμμένες διορθώσεις. Να πάνε να γαμηθούν οι λογοτέχνες, το μόνο που προσφέρουν είναι διορθωμένες καθαρογραφίες. Να πάνε να γαμηθούν οι αναγνώστες, το μόνο που θέλουν είναι να πουν ότι διαβάζουν. Να πάω να γαμηθώ εγώ, το μόνο που θέλω μερικές φορές είναι να τους μοιάσω. Κώστας Τόμπορης 21

Επεξεργαστής Κωλομηχάνημα! Που χαμπαριάζει πότε δεν είσαι καλά και πάει και κολλάει. Τινάζονταν τα πλήκτρα βιαστικά να παραδώσει ρητορείες και κλισέ, τι δήλωσε σήμερα ο τάδε ή προσποιήθηκε ο δείνα. Καμιά ελπίδα στη διατριβή του διαχρονικά παράλογου, στην αποτύπωση του γήινα εξωφρενικού. Και το κωλομηχάνημα κολλάει. Με ακαταλαβίστικα μηνύματα πετώντας τα error. «Φταίει ο επεξεργαστής» βγάζει η μαλακία. Στην κεντρική του social, άλλος κάνει προπαγάνδα, άλλος έρανο κι ένας μάγκας και τα δυο! Αφήνιασε. Διάτρητο το τύμπανο στον ήχο από δείκτες ρολογιού. Ποιος διάολος έχει ακόμη ρολόι τοίχου; Και γιατί το χει βά λει στο τέρ μα;! «Φταίει ο επεξεργαστής» Κωλόπραμα. Αυτό ήταν. Αρπάζει κάτι το βαρύ. Καλώδιο δε θα μείνει! Και όπως σκύβει με φόρα, μένει. Διάβασε τα μικρά τα γράμματα: «σου». Λυδία Ελιόγλου 22

Ο Μπορμπουριστός Εγώ μεγάλωσα εδώ, για πάντα ξένος. Και σταμάτησα να νιώθω. Μόνο σκέφτομαι πια, πολύ. Περιφέρομαι μες στη ζωή μου, αγγίζοντας πράγματα και ελπίζοντας σε μια συναίσθηση πλανητική. Μόνος σε αυτόν τον πλανήτη. Τον κατέκτησα, μα τι τα θες; Κάποτε νόμιζα πως όλα μας τα τραύματα μοιάζουνε με ανθάκια. Κι τα δάκρυα, αυτά που κύλησαν αλλά κι όσα δεν βρήκαν το δρόμο τους ακόμα, όλα τους, πίστευα, ποτίζουν έναν μακάρια ολάνθιστο κήπο μέσα μας. Τώρα δεν ξέρω. Αισθάνομαι διαρκώς ένα βάρος. Κάτι να με πλακώνει. Όχι πως κάποτε δεν ήταν έτσι. Έτσι από παιδί. Ήλπιζα απλώς ότι με τα χρόνια θα περνούσε. Σκέφτομαι να δω κάνα γιατρό. Άστα, τι τα θες, συλλογίστηκε το σαλιγκάρι και συνέχισε να κουβαλά το σπίτι του. Γιάννης Δράκος 23

Αυτοαναιρούμενο σχέδιο που δεν προλαβαίνει να ολοκληρωθεί ή εμμονή του ανθρώπινου νου να επιβάλει αυθαίρετη τάξη στον κόσμο. Όταν δημοσιογράφος ζήτησε από τον Ρέιμοντ Τσάντλερ εξηγήσεις για το δολοφονημένο σοφέρ στο «Ο Μεγάλος Ύπνος», εκείνος απάντησε: «Α, αυτός, ξέρετε, τον ξέχασα τελείως». Έργα τέχνης με φωτοστέφανο: έργα που πήραν αξία από τον ιδιοκτήτη τους (πολύ σπάνιο) Τριτοβάθμιο ψύχος: Διατήρηση ζωής σε κώμα, με εγκέφαλο να λειτουργεί και σώμα σε κατάσταση σταθερότητας ως προς τη διάβρωση. Ποτέμκιν: Γκομενάκι της Μεγάλης Αικατερίνης. Δίλημμα του Σκαντζόχοιρου: Περιγράφει μια κατάσταση όπου σκαντζόχοιροι προσπαθούν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο για να μοιραστούν θερμότητα μια κρύα ημέρα ή νύχτα. (βλέπε Σοπενχάουερ, Φρόυντ) Ο καμπούρης γιατρεύεται μόνο όταν πεθάνει (από Φουέντες) «Λέγαμε ότι θέλαμε να αυτοκτονήσουμε μαζί. Τελικά ο ένας από τους δυο μας δεν το εννοούσε πραγματικά» (απολογία δολοφόνου Πέρσας Τσιντικίκου, Ιούλιος 1916) Αλέξης Τσιντικίκος 24

Σύμπαν «Όλη τη μέρα κατέβαζες άστρα και μου τα δειχνες. Μικρά, μεγάλα, ιδιόκτητα ή αδέσποτα, γερά ή ετοιμόρροπα, με λουρί, με ταυτότητα, με αιτία. Κανένα βέβαια δεν έδειχνε να σε ξέρει. Πήγαιναν όμως με τα νερά σου. Βαριεστημένα το σύμπαν συνωμοτούσε μαζί σου. Εγώ σταμάτησα να βλέπω τα άστρα, παρατηρούσα το δάκτυλό σου. Ακόμα κι αυτό βαριεστημένα έβρισκε το στόχο του. Τι να τα κάνω τα άστρα, σκεφτόμουν, όταν δεν έχω χρόνο να τα πιστέψω. Περίμενα να τελειώσουν τα έρμα. Όταν τελείωσαν, σου έδωσα τον λογαριασμό και έφυγα. Όχι πως ήμουν ακριβής στους υπολογισμούς. Σου χάρισα τα ορεκτικά, τα κρασιά και το γλυκό. Ακόμα και σήμερα όμως περιμένω το σύμπαν που μου χρωστάς. Οι νύχτες μου δεν κοιμούνται χωρίς κυρίως γεύμα». Μάριος Μάζαρης 25

Το πάτωμα Κατέβασε τα μάτια του στο πάτωμα σαν κάτι να ψαχνε Κοίταξε τον κάδο για τα σκουπίδια Τη λεπτομέρεια στο χαλί Τα παπούτσια του Το τικ-τακ του ξύλινου ωροδείκτη άρχισε να γίνεται ανυπόφορο. Τον τάραζε Ένα μικρό ρυάκι ξέφυγε απ τον παλλόμενο κρόταφο στο σιδερένιο δέρμα κι έσταξε στο πάτωμα. Ξανά το πάτωμα! Ο ορίζοντας. Το όριο. Το τέρμα. Τι να υπάρχει κάτω από κει ; «Κύριε Μίλερ, τώρα μπορείτε να περάσετε» Έσπρωξε το πόμολο με το αριστερό του χέρι, στο άλλο κρατούσε ένα λευκό φάκελο με τ αποτελέσματα των εξετάσεων. Έκλεισε την πόρτα άτσαλα και ο λευκός φάκελος γλίστρησε στο πάτωμα. Φύλλα με σύμβολα κι αριθμούς χαλούσαν τώρα, την ακριβή αισθητική του χώρου «Αφήστε κύριε Μίλερ, μην κουράζεστε, καθίστε παρακαλώ» Μαίρη Μπορμπουδάκη 26

Αντίθετα Πια Δεν θα βρεθούν ποτέ. Είναι βέβαιο γι αυτούς, όλους εμάς. Είναι βέβαιο. Πως δεν θα συναντηθούμε ποτέ. Σε αυτούς τους δρόμους τους διαβατούς, τους αχανείς. Τους δρόμους τους πολυσύχναστους. Κι όμως δεν θα βρεθούν ποτέ. Σε ολόκληρη Αθήνα, δεν θα βρεθούμε ποτέ. Όλοι αυτοί που περπατάμε, που οδοιπορούμε στα πεζοδρόμια, τα πολλές φορές δύσβατα αυτά μονοπάτια. Γιατί υπάρχουν αυτές οι τσιμεντένιες, οι άλλοτε μαρμάρινα ντυμένες ή ακόμη-ακόμη και αφισοκολλημένες, κολόνες. Και περνάμε την ίδια στιγμή, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Άλλος προς τα πάνω κι άλλος προς τα κάτω. Την ίδια αυτή στιγμή, που οι δυο σκιές περνούν ταυτόχρονα και χάνονται τα βλέμματα. Και μένει το περπάτημα να φεύγει. Και η σκέψη να φωνάζει. Είναι βέβαιο. Δεν θα βρεθούμε ποτέ, ίσως. Γιάννης Χόρτης 27

Απουσιολόγιο Έφυγε. Κι εκείνη τον έψαχνε. Χρόνια. Στη γαριασμένη του μαξιλαροθήκη. Στα κατωσέντονα του που -πλυμένα κι άπλυτα- άχνιζαν τη μυρουδιά του. Στο φλιτζανάκι του εσπρέσο που μέρα παρά μέρα ήθελε ξεσκόνισμα. Στη θέση συνοδηγού του ασημοβαμμένου Polo. Στο μονίμως στεγνό πατάκι του μπάνιου. Στον χωρίς δαχτυλιές καθρέφτη του σαλονιού. Στ ακουστικό του τηλέφωνου, όταν η οθόνη δεν έβγαζε αριθμό στην αναγνώριση. Στα πεζοδρόμια, όταν την προσπερνούσαν ξυστά τ αγκαλιασμένα ζευγάρια. Στο ζάπινγκ κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο. Στο πεταλουδάκι που, τελευταία, όλο γυρόφερνε τη λάμπα της αυλής: οι πεταλούδες -λένεμοιάζουν με τις ψυχές. Κι έτσι της ήρθε μια μέρα ν' αρπάξει τ άτακτο λεπιδόπτερο και, μ ένα φιλί, σ αγαπώ να του λεγε. Την επομένη κιόλας θα πέταγε τα μαύρα. Ιωάννα - Μαρία Νικολακάκη 28

Τα απαραίτητα Τα ξόρκια μου δεν μπάζουν από πουθενά. Είναι καλά κι αεροστεγώς διατυπωμένα. Είναι η ασπίδα και η πολεμική μου φορεσιά. Μπορώ τώρα να προχωρήσω. Τα σκουπίδια τα κατέβασα στον κάδο. Όπου να ναι περνάει ο σκουπιδιάρης να τα πάρει από δω και να τα πάει στην Ιαπωνία όπου εκεί θα εξαφανιστούν και με έναν περίεργο φυσικοχημικό θεόσταλτο τρόπο θα ξαναγίνουν καλό. Τότε θα μπορεί να εισπνεύσει κι ο πιο βαριά ασθματικός την καινούρια ευωδιά. Όταν πετάς τα σκουπίδια σωστά τότε μόνο δημιουργείς φρέσκο αέρα. Είμαι πλυμένος, καθαρός με λίγο άγχος. Θα ανοίξω την πόρτα και θα γίνει αυτό και τούτο και τ άλλο. Κουδούνι. «Κατέβα! Έχω μια ιδέα!» Η πραγματικότητα νικάει πάντα. Καλύτερα. Κλειδιά, κινητό, τσιγάρα, λεφτά. Κατεβαίνω. Φιλί. Αγάπη. Ηρακλής Παναγιωτίδης 29

Ο Πεταλωτής Όλοι μιλούν για τη Μαραθιά σα να μην υπάρχει πια ίχνος ζωής σ αυτό το χωριό. Μερικές φορές, έρχονται εκδρομείς για να φωτογραφίσουν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια της και ν αφουγκραστούν όπως ισχυρίζονται παραφυσικά σφυροκοπήματα σε μέταλλο ή ποδοβολητά αόρατων αλόγων! Μεταξύ τους μουρμουρίζουν την ίδια απορία: πώς εξαφανίστηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού μέσα σε μια νύχτα αφήνοντας πίσω τους ολόκληρο το βιος τους, έρμαιο στα χέρια κάθε περαστικού; Ο φόβος τυλίγει πια το χωριό, ο φόβος και η ερήμωση Μα έχουν άδικο, το χωριό δεν έχει πεθάνει, δεν έσβησε ποτέ. Το μαρτυρώ εγώ, ο Σωτήρης Μακρόπουλος του Κωνσταντίνου και της Γαρυφαλλιάς, κάτοικος Μαραθιάς Αργολίδας εδώ και διακόσια χρόνια. Έτος γέννησης : 1814, έτος θανάτου: 1850, επάγγελμα: πεταλωτής αλόγων. Βάλια Καραμάνου 30

Ο λύκος και το πρόβατο «Θέλεις να παίξουμε;» ρώτησε το κορίτσι. Το αγόρι έγνευσε καταφατικά. «Θα είσαι ο λύκος και θα είμαι το πρόβατο! Κλείσε τα μάτια, μέτρα ως το δέκα κι έλα να με πιάσεις!» Το αγόρι χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια. «Ένα, δύο» Ύστερα από λίγο, άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος κυνηγώντας το κορίτσι. Η μητέρα του κοριτσιού υποδέχτηκε στην κουζίνα έναν συνάδελφο, που πέρασε για να της αφήσει κάποια έγγραφα της δουλειάς. Αυτός, κοιτώντας από το παράθυρο, χαμογέλασε στη θέα των παιδιών που απομακρύνονταν. «Νόμισα πως έχεις μόνο μια κόρη ή μήπως είναι φίλοι;» τη ρώτησε. Το πρόσωπο της μητέρας παραμορφώθηκε. Έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο, στην αυλή. «Μα η κόρη μου παίζει μόνη με τον σκύλο της». Αντώνης Τουμανίδης 31

Κάιρο Η έρευνα διεκόπη ΣΤΟΠ μα μέρος του στόχου επετεύχθη ΣΤΟΠ τμήμα του εγκαταλείφθηκε. Από τέσσερεις μέρες εργαστήκαμε στον προθάλαμο και στην περίστυλη αυλή και από τρείς στις πέντε κόγχες για αγάλματα και στους πέντε αποθηκευτικούς χώρους. ΣΤΟΠ Τέλος, μια ημέρα παραμείναμε στο Άδυτο. ΣΤΟΠ Στον τάφο του Ατέν, με δάδα του Ανεκατέν, η χρυσή μάσκα ευρέθη. Με χρυσάφι πέρασα την κοιλάδα ΣΤΟΠ και άμεσα, στην πόλη, τηλεγράφησα ΣΤΟΠ Ύστερα, την τρίτη νύχτα, πέρα απ το ποτάμι μια φωνή ακούσθηκε. Από τέσσερις έθαψα στον προθάλαμο και στην περίστυλη αυλή. Από τρείς τοποθέτησα στις πέντε κόγχες για τα αγάλματα και στους πέντε αποθηκευτικούς χώρους. Τέλος, έναν τους έκτισα στο Άδυτο. Ύστερα, την τρίτη νύχτα, πέρα απ το ποτάμι μια φωνή ακούσθηκε. ΣΤΟΠ. Ηρακλής Χουάνκ 32

Στην άκρη του λόφου Άγρια μεσάνυχτα. Βρέχει καταρρακτωδώς. Στην άκρη του λόφου. Ένα μικρό παλάτι. Θυμίζει ιστορικό κάστρο. Οι αστραπές βαρούν οργισμένες. Ο Θεός κλαίει και ο Διάβολος γελά. Στον πρώτο όροφο, στο τέλος του διαδρόμου. Μια πανέμορφη γυναίκα τραγουδά. Το κατάξανθο μαλλί της φωτίζει το σκοτεινιασμένο δωμάτιο. Κοιμίζει το μωρό της. Με τρυφερότητα και στοργή χαϊδεύει το κεφαλάκι του. Το νανούρισμα είναι γλυκό. Η φωνή της αγγελική. Ένα δάκρυ, όμως κυλά στο μάγουλο της. Τα μάτια της κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα Γιατί; Στο δωμάτιο μπαίνει η κουβερνάντα. Πλησιάζει τη γυναίκα και κοιτάζει το μωρό. Σοκάρεται. «Το παιδί σου δεν αναπνέει!» φωνάζει έντρομη. Η γυναίκα γυρνά και τη κοιτάζει με ψυχρό βλέμμα. «Το ξέρω! Εγώ το έπνιξα!» σιγοψιθυρίζει και συνεχίζει να τραγουδά. Χάρης Λιαντζίρης 33

Tutto Nero Τα πρόσωπα τού γέρικου ζευγαριού λάμπουν από ευτυχία. Το τραπέζι ανυπομονεί να υποδεχτεί τα υπέροχα φαγητά που ετοιμάστηκαν για την περίσταση και τους οικοδεσπότες που θα γιορτάσουν την επιστροφή τού μοναχογιού τους απ τον πόλεμο. Η πόρτα στέκεται αγέρωχη, περιμένοντας καρτερικά εκείνο το γλυκό χτύπημα στα σωθικά της απ τα δάχτυλα τού αυτεπιστρόφου υιού της οικογένειας. Ακόμη και το αρισμαρί, που είναι φυτεμένο σε μια γωνίτσα στο κατώφλι τού σπιτιού, έχει πεθυμήσει τα χάδια του. Το χτύπημα στην πόρτα θα φτάσει σα λυτρωτική βροχή στις καρδιές τους που μοιάζουν με διψασμένα χωράφια. Η ζωή τους, όμως, θα μοιάζει με φρέαρ που αναβλύζει πόνο, θλίψη και πίκρα, μόλις μάθουν, ότι ο γιος τους σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό, λίγο πριν φτάσει στο σπίτι. Ανδρέας Κριτσιμάς 34

Το νούμερο 7 Επτά αμαρτήματα επτά επιθυμίες για τους επτά θανατοποινίτες που περιμένουν την εκτέλεση τους από το δήμιο. Όλοι καθισμένοι σε έναν κύκλο σα ρώσικη ρουλέτα περιμένοντας το τέλος τους. Ανάμεσα τους κι εγώ. Είχαν ήδη φύγει οι πέντε και τώρα παρακολουθούσα την σειρά του Πήτερ Κλάουστ. Εγώ ήμουν ο τελευταίος. Το νούμερο επτά. Ο δήμιος πλησίασε το νούμερο έξι και του έδωσε να διαλέξει ανάμεσα στις δύο εναπομείναντες επιλογές εκτέλεσης που αντικατόπτριζαν τα επτά αμαρτήματα. Την οργή και τη ζηλοφθονία. Επέλεξε το πρώτο. Μια πόρτα άνοιξε και ένα αφηνιασμένο κορίτσι με ένα μαχαίρι στο δεξί του χέρι μετέτρεψε τον Πήτερ σε ανθρώπινο σουρωτήρι. Πίστευα ότι η ζηλοφθονία είχε τον λιγότερο πόνο. Όταν άνοιξε η πόρτα έκανα λάθος. Ζήλεψα τις άλλες έξι. Παντελής Παντιώρας 35

Άλλαξαν όλα Θα ήταν καλύτερα να περίμενα λίγο και να μη διέσχιζα το δρόμο. Από τότε, αυτή η μικρή λεπτομέρεια άλλαξε τη ζωή μου. Σταμάτησαν να με παίζουν στα παιχνίδια. Σταμάτησαν να με κάνουν παρέα. Σταμάτησαν να μου ζητάνε να πω μάθημα. Σταμάτησαν ακόμα και να μου ζητούν παραγγελία. Γι αυτό άρχισα να πηγαίνω μόνο σε self-service. Πήγα στο Πανεπιστήμιο και με ευκολία κατάφερα να πάρω πτυχίο. Όχι ότι μελετούσα πολύ, αλλά να, είχα ταλέντο στην αντιγραφή. Ποτέ δεν με ανακάλυψαν. Είχα πολλές γυναίκες και ξάπλωνα με ευκολία στο κρεβάτι τους. Αλήθεια το λέω. Με όποια πραγματικά ήθελα. Το μόνο που δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμα, είναι γιατί μετά από εκείνη τη μέρα, περνάω μέσα από τους τοίχους σαν να μην υπάρχουν. Χρίστος Μαβόγλου 36

Τώρα είπα -Δως το μου τώρα. -Πρέπει να περιμένεις -Τώρα είπα! -Ηρέμησε -Θα τα κάνω όλα λίμπα, Τώρα! Ούτε λεπτό μετά! Τώρα! Θα κάψω το σύμπαν, θα διαλύσω τη γη, θα σκοτώσω κι αθώους! Τώρα!!! -Το συζητάμε πιο ήρεμα; έλα χαλάρωσε. -Το κέρατό μου μέσα!!! γαμώ τα μυαλά σου! ΤΩΡΑ!!!!! Θα ξεράσω πάνω στα πλαστικά μούτρα σου! τα βλέπεις τα δάχτυλα μου; τα μυρίζεις; είναι μπλε και βρωμοκοπάνε θειάφι! σε λίγο θα σφίξουν ένα σουγιά και θα σου κάνουν την καρωτίδα χαρτοπόλεμο! -Άσε κάτω το σουγιά! -Έλα εδώ, δεν παίζω με τις λέξεις, τελείωσες. -Μη! όχι!!! σου τη δίνω! άφησε με! στη φέρνω, εδώ την έχω στ ορκίζομαι! μέσα στο τελευταίο συρτάρι!!! να!!! πάρτη!!! -Όχι μόνο αυτή. Και το χθες θέλω. ΤΩΡΑ! Μαίρη Μπορμπουδάκη 37

Στα αζήτητα -Ναι! χάλασε, είπα και το πέταξαν Οι ασυνείδητοι. Χάλασε και τούτη η γειτονιά. Κάποτε πετούσαν πράγματα που έδιναν μεροκάματο. Έπρεπε να βγάλω όλες αυτές τις σακούλες από τον κάδο. Ίσως πιο βαθιά να έβρισκα κάτι που να άξιζε τον κόπο κι αυτές οι μύγες! Μύριζε πολύ άσχημα. Πολλά κιλά. Χοιρινό πρέπει να είναι. Χοιρινό, ναι! κάτασπρη πέτσα και λίγη τριχοφυΐα. - στο θέμα μας, Αποστόλη! Ούτε γιατρός είσαι, ούτε χασάπης -Μάλιστα, κύριε αστυνόμε. Ένας παλιατζής είμαι. Ο κύριος στεκόταν στο μπαλκόνι. Ναι! ανήσυχος. Μια σακούλα έγειρε στο πλάι. Ειλικρινά σας μιλάω, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που κύλησε στο δρόμο. Το κοίταξα ώσπου σταμάτησε και με κοίταξε και κείνο. Ναι! ένα γυναικείο κεφάλι με γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά. Σκαγιάκος Γιώργος 38

Νότιοι τρόποι Μια ανοιξιάτικη Τετάρτη. Οι νεραντζιές μόλις είχαν ανθίσει και οι γείτονες δίπλα έπαιζαν φωνακλάδικη ξερή στο μπαλκόνι. Στο ράδιο μια φωνή με ιδιαίτερο φαλτσέτο τραγουδούσε για παγώνια, μεξικάνικα ηλιοβασιλέματα και ένα κορίτσι που το έλεγαν Λουπίτα στην αγγλική. Μπροστά μου ήταν το Άδυτο του Φώκνερ, το είχα κλείσει σχεδόν αμέσως γιατί το μυαλό μου ήταν κορδέλες. Όταν η Δήμητρα ήρθε και κάθισε στο πλάι μου προσπάθησα να μαντέψω την έκβαση στο πρόσωπο της. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τις γυναίκες, αλλού είναι το κεφάλι τους και αλλού η καρδιά τους. «Όχι» είπε «μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος, δεν θα γίνεις πατέρας σήμερα». «Δεν είναι αυτές μέρες για να φέρουμε στον κόσμο ένα παιδί, αγάπη μου» Γύρισα στο βιβλίο μου ανακουφισμένος. Ανδρέας Πασσάς 39

Αφιερωμένο Η Νίτσα δεν είναι κυρία αλλά σκέτη Νίτσα. Φοράει μπλουτζίν καμπάνα, άσπρες γόβες και τρυπητές πλεκτές μπλούζες. Τα μαλλιά της, καμένες κόκκινες μπούκλες. Ασορτί. Με το κραγιόν και το μάγουλο. Όταν ήμουν παιδί, ήταν ερωτευμένη και αγκαζέ. Με τον Πακιστανό της γειτονιάς που μόλις έγινε σύζυγος και πήρε άδεια παραμονής παράτησε και τη Νίτσα και τη διαφορά ηλικίας που τους χώριζε. «Είκοσι χρόνια μεγαλύτερη η γυναίκα από τον άντρα μόνο εκείνη ήταν άξια» αποδοκίμαζε η γιαγιά. Και αποδοκιμάζει ακόμα, τόσα και τόσα χρόνια μετά. Γιατί η Νίτσα δεν έχει γάτες να κρέμονται από τα ταβάνια όπως οι καθώς πρέπει παρατημένες κυρίες. Γιατί δουλεύει ακόμα κι έχει και φιλενάδες. Κι αυτό η γιαγιά δεν το αντέχει αφού Νίτσα γιαγιά μια ηλικία. Στέργια Κάββαλου 40

Μικρότητες Τη ζωή μου πάντα προσπαθούσα να τη ζω με μια μεσότητα, έχοντας μια απλή δουλειά, μια ήρεμη και όχι περιπετειώδη καθημερινότητα και χωρίς να είμαι καλός ή κακός, απλά μέτριος. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο απ όλα, γιατί κάθε καλή πράξη την αντιστάθμιζα με κάποια κακή και αντίστροφά. Κι έτσι, για κάθε ξένο κέρμα που μάζευα απ το δρόμο και επέστρεφα έπρεπε να κλέβω, ενώ για κάθε ήρεμη στιγμή να έχω και μια θυμωμένη. Μια μέρα συνέβη κάτι παράδοξο: περνώντας απ την παραλία είδα δύο παιδιά να πνίγονται και, πριν το σκεφτώ καλά-καλά, βούτηξα να τα σώσω. Μονάχα όταν έφευγα απ την παραλία κατάλαβα πως έσωσα δύο ανθρώπινες ζωές και πως πρέπει να κάνω κάτι πραγματικά καλό για να ισορροπήσω. Χρήστος Γιαννάκενας 41

Χάσαμε τη μαγεία Συνήθως η ζωή είναι άδικη, μα η μόνη αδικία στον κόσμο, είναι πως αδικείς τον εαυτό σου. Καθρεφτάκι. Μα αν κάνω καθρεφτάκι, θα έρθει πάλι σε εμένα. Εγωισμός. Εγωισμός λέγεται αυτό, κι ας μην θες να το παραδεχτείς, κι ας κυλάει στις φλέβες σου. Χάσαμε τη μαγεία. Θυμάσαι που παίζαμε μικροί και κουρδίζαμε τα παιχνίδια; Συνήθως μετά το κούρδισμα, βγάζαν ήχο, χοροπηδάγανε, χαμογελούσαν, έπεφτε χιόνι, κάναν κάτι τουλάχιστον δεν έστεκαν ίδια. Συμβουλή. Όταν ξανά ερωτευτείς, κούρδισε σε παρακαλώ την καρδιά σου, όχι από την καλή, όπως κάναμε μικροί, αλλά από την ανάποδη, να πάψει να χτυπάει από έρωτα, να πάψει να ερωτεύεται και να στεναχωριέται. Άντε γιατί πολλές αδικίες μαζευτήκανε στη ζωή. Αφιερωμένο. Σε ποιον; Φυσικά και στον εαυτό μου. Γιώργος Ιατρίδης 42

Καίγοντας το παρελθόν Αναμνήσεις από τα λάθη που ήθελε να δει η λογική μα παραμυθιάζονταν από το συναίσθημα Κάποτε όλα αυτά που τώρα κρατάω στα χέρια μου ήταν τόσο σημαντικά Στέκομαι μπροστά από τη φωτιά καθώς κοιτάζω τις φωτογραφίες, μία μια να γίνονται το θήραμά της. Τα γράμματα από το παρελθόν και ό,τι άλλο φέρνει αναμνήσεις, όλα στο προσωπικό μου κρεματόριο, καίγονται για τον ίδιο σκοπό. Τη λήθη. δε γνωρίζω αν ο θάνατος του παλιού θα γεννήσει το νέο. Το μόνο που ξέρω και που νιώθω είναι πως ο παλιάτσος που είμαι, έπαψε να παίζει στις ίδιες παραστάσεις. Το χαμόγελο δεν ήταν ψεύτικο, ούτε τα δάκρυά του. Όπως και η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του να μη γυρίσει πίσω ξανά. Ποτέ ξανά. Τηλέμαχος 43

Λίγο ακόμα Περίμενα τόσο καιρό για σένα Να που με βρήκες! Ναι, σε βρήκα! Να έρθω; Αν θες Για να το ζητάω! Θα έχω ανοιχτά Ξεκινάω Φτάνεις; Είμαι σχεδόν εκεί! Που είσαι; Κοντεύω Θες να βγω στη γωνία; Δεν χρειάζεται κάνει κρύο! Έχεις πολύ ακόμα; Μπα Φτάνω σε λίγο. Ακόμα; Λίγο ακόμα! Γεια! Γεια! Χαίρομαι που σε βλέπω! 44

Κουράστηκα! ; Κουράστηκα και κρυώνω! Και εγώ. Αλλά Είπες πως θα έρθεις! Και ήρθα! Άργησες όμως! Όχι, δεν άργησα! Μα σε περίμενα τόσο! Και; Τι και; Κουράστηκα να περιμένω! Το ότι κουράστηκες να περιμένεις δεν σημαίνει ότι άργησα! Ας το αφήσουμε καλύτερα. Μα εσύ δεν είπες πως με περίμενες; Ναι, αλλά συνήθισα να περιμένω και μου φαίνεται παράξενο το να μην! ; Γιώργος Δούκας 45

Μικρές ονειροπλασίες Και σε είδα. Και σε ερωτεύτηκα. Και σε αγάπησα. Και σε φίλησα. Και ξαπλώσαμε μαζί και το πρωί σε αγκάλιασα κι εσύ με κοίταξες. Κι ύστερα σηκώθηκες και μου είπες πως πρέπει τώρα να ετοιμαστείς, μα γρήγορα γύρισες πίσω και μου ζήτησες να κοιμηθούμε λίγο ακόμα. Κι έτσι κοιμηθήκαμε. Κι από τότε, δεν θυμάμαι για πόσες μέρες δεν μ άφησες να φύγω και πόσα βράδια δεν σ άφησα να ντυθείς. Λίγες φορές χωρίσαμε για να σου φέρω κάποια δώρα που δε τ άνοιγες πριν ξαπλώσεις πρώτα στην παλάμη μου. Και σε κοίταζα να σκέφτεσαι. Και ήταν ωραία και για τους δύο. Γιατί σε είδα. Και σε ερωτεύτηκα. Και σε αγάπησα και σε φίλησα και κρίμα, γιατί ποτέ δεν σου μίλησα. Ανώνυμος 46

Η κάμαρα με τα λουλούδια Ο χώρος είναι παράσιτο. Το λέω, το δηλώνω κι αμαρτίαν ουκ έχω! Γιατί απορροφά. Όχι, όχι! Γιατί «ρουφά» ενέργεια κατά βούληση Δε σε ρωτάει, απλά το κάνει. Γιατί μπορεί. Κι όχι οποιαδήποτε ενέργεια. Αλλά αυτή που βγάζει το σύνολο των έμβιων όντων που τυγχάνει να βρίσκονται σε αυτόν την εκάστοτε χρονική στιγμή. Είναι τρομαχτικό το πώς «οσμίζεται» την παραμικρή αλλαγή και ανάλογα την περίσταση, μεταμορφώνεται. Ας πάρουμε για παράδειγμα, αυτήν εδώ την κάμαρα. Μέχρι πρότινος απέπνεε φρεσκάδα ανθισμένων λουλουδιών και μεθυστική ηρεμία. Και τώρα ήρεμη δείχνει, δεν μπορώ να πω. Από τότε που μειώθηκαν οι ένοικοί της όμως, έπαψε να μυρίζει, σαν να πενθεί αυτήν την απώλεια διαμαρτυρόμενη άοσμα. Εγώ φταίω. Σημασία όμως έχει ότι τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Σπύρος Χαιρέτης 47

Ο άντρας με τα έξι δάχτυλα Ως εκείνη τη μέρα δεν το είχα ποτέ αντιληφθεί. Ξαφνικά ένα πρωί διαπίστωσα πως στο δεξί μου πόδι είχα έξι δάχτυλα. Έτσι πως είναι βέβαια μικρά και κολλημένα τα δάχτυλα στα πόδια έμοιαζαν πάντοτε για πέντε, μα να που τελικά ήταν περισσότερα. Για ώρα τα μετρούσα. Ένα-δύο-τρία-τέσσερα-πέντε. Και μόλις σταματούσα αμέσως φαίνονταν πως ήταν πιο πολλά. Ως το βράδυ είχα απελπιστεί. Από συνήθεια μετρούσα μόνον πέντε, μα μόλις τα κοιτούσα ήταν έξι. Ποιος θέλει να κυκλοφορεί με έξι δάχτυλα στο πόδι; Είτε είναι, είτε μοιάζουν. Πήγα λοιπόν στο μπάνιο και έκοψα ένα από τα μεσαία με το ξυράφι. Τώρα είναι τέσσερα. Τέσσερα μετράω και τέσσερα μοιάζουν. Δύο από εδώ και δύο από εκεί. Δυο από αριστερά και δύο από δεξιά. Γιώργος Μουστάκης 48

Ήταν νύχτα Δεν ήξερα ποιον να εμπιστευτώ. Δεν πίστευα κανέναν. Οι άλλοι έλεγαν σίγουρα ψέματα, αλλά και τους «δικούς» σου δεν μπορούσες να τους πιστέψεις. Τόσο καιρό στην απέξω, σίγουρα κάτι ύποπτο συνέβαινε. Καλά παιδιά, έλεγα, αλλά δεν ήταν και άγιοι. Κάποιες απ τις κατηγορίες θα είxαν βάση. Ήμουν σίγουρος. Κι αυτός ο τύπος, xθες; Ήρθε στη γειτονιά μου, τον είδα. Δεν ήξερα όμως ποιος τον έστειλε. Οι δικοί μου, ή οι άλλοι. Και τι ήθελε; Έτσι όπως ήρθε, ξαφνικά, έτσι εξαφανίστηκε. Περίμενα να έρθουν. Είxα κρύψει κι είxα πετάξει όσα πράγματα μπορούσα να ξεφορτωθώ. Είxαν κάνει τώρα κι άλλα σπίτια άνω κάτω. Έψαxναν. Πολλοί απ τους παλιούς γνωστούς κατηγορήθηκαν. Περίμενα. Αργά ή γρήγορα θα περνούσαν κι από δω. Περίμενα. [Δεν] Ήρθαν. Νατάσσα 49

Λίγο πριν το τέλος Λίγο πριν το τέλος. Ποτέ δε σε έβλεπα να κάθεσαι να κοιτάς τον ουρανό. Εκείνο το βράδυ όμως ήταν διαφορετικό. Παρότι είχε κρύο, δεν σε εμπόδισε να κάτσεις να χαζέψεις τον ουρανό για μια τελευταία φορά. Σκέψεις τρέχανε στο μυαλό σου. Το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Όλοι οι υπόλοιποι γύρω σου, θεατές. Κι εκείνο το βράδυ έδινες τη δική σου παράσταση. Μας κοίταξες για μια τελευταία φορά και ύστερα η αυλαία έπεσε για πάντα. Η κραυγή αυτή χαραγμένη στο μυαλό μου. Τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Έτσι διάλεξες να κλείσει η αυλαία για σένα, με μια κραυγή χαραγμένη στο μυαλό μας που θα τη θυμόμαστε για πάντα. Η κραυγή σταμάτησε. Εσύ έφτασες στον προορισμό σου. Ύστερα, σιωπή και σειρήνες. Ζανέλ 50

Ερωτική εξομολόγηση Την αγαπώ. Την αγαπώ τόσο πολύ. Θέλω να την έχω για όσο πάει. Τη μια μου δίνεται, την άλλη μου ξεγλιστρά και μου ξεφεύγει. Κι εγώ γουστάρω ακόμα πιο πολύ. Είναι δύσκολη περίπτωση μα πάντα μου άρεσαν τα δύσκολα. Θυμώνω μαζί της, συνήθως δεν έρχεται όπως τη θέλω. Εκεί που πετάω στα ουράνια μου δίνει μία και πέφτω κάτω. Με τα μούτρα πάντα. Και τότε εγώ την αρπάζω από το λαιμό. Και πίνω και κλαίω και φωνάζω και της ζητάω και τα ρέστα. Την επόμενη τα ξεχνάω όλα. Και ξανά μανά. Πως αφήνεις πίσω τον ίδιο σου τον εαυτό; Φίλοι και γονείς λένε πως δεν μου ταιριάζει. Εγώ τους απαντώ επιθετικά: «Είναι δική μου, μην ανακατεύεστε. Είναι η Ζωή μου». Δέσποινα Μπόσκου 51

Η βαλίτσα Την Άνοιξη του 1999 επέστρεφα από την Ιταλία και, έχοντας διεκπεραιώσει εκεί ορισμένες δουλειές για τη μαφία, είχα την τσέπη μου γεμάτη από χρήματα. Παρότι κανείς δεν γνώριζε για την επιστροφή μου, στο αεροδρόμιο συνάντησα τον άντρα που πριν μεταναστεύσω με ενημέρωνε πως ο χαραχτήρας μου με οδηγούσε στον γκρεμό. Είχε δίκιο. Κουβαλούσα μαζί μου μια ουλή επτά εκατοστών στο δεξί ζυγωματικό. Μια ουλή που πάραυτα μου έδινε το δικαίωμα να χαμογελώ με γοητεία στα αφελή κορίτσια. Κοίταξα τα κουρασμένα μάτια του. Είχαμε πλέον τις ίδιες ρυτίδες και σχεδόν την ίδια ηλικία όμως εκείνος ήταν καθαρός από απολειφάδια. Η βιογραφία ενός άντρα σαράντα χρονών είναι το πρόσωπο του. «Πως είσαι Μάνο;», χαμογέλασα. «Είμαι καλά». Τσούλησα την βαλίτσα μου κι απομακρύνθηκα. Τόνυ Φρέσκα 52

Ο δρόμος είναι δρόμος Ο δρόμος είναι δρόμος. Μόνο δρόμος. Τον τρως πλακάκι το πλακάκι, λακκούβα τη λακκούβα. Τρώγεται κάθε μέρα και την άλλη μέρα πάλι εκεί, σε περιμένει να τον περπατήσεις. Δεν έχει πλατείες και αγάλματα. Ούτε πάρκα, ούτε παγκάκια, ούτε πεζούλια. Χάθηκαν τα βουνά στο βάθος. Τα σύννεφα δεν καθρεφτίζονται στις πλάκες του πεζοδρομίου. Τελείωσαν τα τσιγάρα, βούλιαξαν τα περίπτερα, δεν πουλάνε άλλα. Πόσα βήματα είναι 12 στάσεις; Πόσα βήματα με ακουστικά στ αυτιά δηλώνουν «δεν θέλω να ξέρω κανέναν, τίποτε», μαύρα γυαλιά για να μη βλέπουν τα μάτια σου, να μη βλέπεις τα δικά τους; Πόσα τραγούδια κατευθείαν μέσα στ αυτιά μόνο για σένα, κάνουν το δρόμο; Ένας δρόμος είναι μόνο ένας δρόμος και έχει χίλιους τρόπους για να τον μετρήσεις. Δόμνα Μπογδάνου 53

Η τέχνη της ζητιανιάς Καινούρια ημέρα, φεύγει απ το σπίτι, περπατάει. Περνά μπροστά απ την εκκλησία. Η θεία στολισμένη πατόκορφα με χρυσάφια σταυροκοπιέται αδιάκοπα, αλλά δε δίνει κάτι στο ζητιάνο που κάνει δουλοπρεπείς υποκλίσεις. Εκείνος, μόλις απομακρυνθεί η γριά φτύνει στο πεζοδρόμιο και, βρίζοντας, διώχνει την παραδιπλανή ζητιάνα. Φτάνει στη δουλειά. Συνάδελφοι που υποκλίνονται, γλείφουν, νιαουρίζουν. Παντού τα ίδια. Όμως όχι. Η δική του πλάτη δε λυγίζει. Τα σάλια του δεν πέφτουν στο πάτωμα. Κάνει όνειρα. Προχωράει, πέφτει, σηκώνεται, τον σπρώχνουν και ξανασηκώνεται. Πνίγεται, μέσα στα σάλια των άλλων, μα δε μιλάει. Προσπαθεί αηδιασμένος να κολυμπήσει. Δε θα υποκλιθεί, δε θα υποκύψει. Θα παλέψει να μην τους μοιάσει. Θα παλέψει να παραμείνει άνθρωπος. Δε θα ασπαστεί κι ο ίδιος τη γλοιώδη τέχνη της ζητιανιάς. Στέλλα Καζαντζή 54

Μόλις θα φύγεις για δουλειά Σου ορκίζομαι πως μια από αυτές τις μέρες θα το κάνω. Θα πάρω το νυστέρι σου από το γραφείο ή το ξυράφι από το μπάνιο. Θα περιμένω να φύγεις για δουλειά και χωρίς να βιαστώ καθόλου θα μπω στο δωμάτιο της πολυαγαπημένης κόρης μας. Μη φοβάσαι δεν θα πονέσει καθόλου. Η τομή θα είναι βαθιά και εγκάρσια, όπως μου έμαθες. Το αίμα δεν θα με ενοχλήσει, τουναντίον βασίζομαι στην δυσφορία της κόρης μας, μόλις γυρίσει κι αντικρύσει το θέαμα στο δωμάτιο της. Κυρίως ωστόσο αδημονώ για την δική σου αντίδραση, όταν θα δεις το εμφύτευμα εντοπισμού μου ξεριζωμένο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Και για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια, εγώ θα λείπω κι εσύ θα αγνοείς τις συντεταγμένες μου. Βέρα Καρτάλου 55

Job Hunting -Ξύπνα, ξύπνα να δεις, σήμερα δε βρέχει! - αλήθεια; - ξύπνα σου λέω, κάτι μου λέει πως σήμερα θα σε πάρουν. - μμμ δε νομίζω, αλλά καλή προσπάθεια, καλημέρα! Πρέπει να φύγω, έχει καφέ. thanks. Ελπίζω να χει και γάλα, έχουμε τρεις βδομάδες να βάλουμε στο στόμα μας ασβέστιο, θα κοντύνουμε -Φεύγω, τα λέμε το μεσημέρι, τι καλό θα φάμε σήμερα; -Μακαρόνια με σάλτσα, χωρίς τυρί -Μούρλια, άντε bye. -Bye. Aνοίγει laptop To whom it may concern team spirit proactive single white (other), Greek no disabilities furthermore fluent work experience qualification references internship MA interview hobbies friendly excellent communication skills organizational strengths yours faithfully -Καληνύχτα, σε πήραν τελικά; - μπα, στο πα γω, άσε που με το που έφυγες άρχισε να βρέχει. - ίσως αύριο. Καληνύχτα. Δέριk o Maλού 56

El Dorado Σκέφτομαι πως η ηλικία που περνάει μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα διαφορετικά. Δεν υπάρχει τo Ελντοράντο που ψάχνουμε όλοι μας. Υπάρχουν όμως πολλά μικρά τρέιλερ του. Στη ζωή μας πέφτουμε αρκετές φορές πάνω τους και όσο είμαστε μικροί τα παρακάμπτουμε και δεν τους δίνουμε σημασία, γιατί περιμένουμε το άλλο, το καλό, το μεγάλο Στο τέλος βέβαια αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε πως το άλλο, το καλό, είναι στην ουσία το άθροισμα όλων των μικρών τρέιλερ που συναντήσαμε στη ζωή μας και τ αφήσαμε να περάσουν χωρίς να τα ζήσουμε. Ή που τα βουτήξαμε από το μαλλί και τα ξεζουμίσαμε, ανάλογα Αυτή την αλήθεια εγώ, τώρα άρχισα να την υποψιάζομαι. Ίσως να άργησα. Ίσως να άρχισα να την ανακαλύπτω νωρίς. Who knows? Δόμνα Μπογδάνου 57

Με μηδένισες Με μηδένισες. Είδα, ένιωσα, έκλαψα, αγάπησα, όλα σαν την πρώτη φορά. Δεν έχω τίποτα να συγκρίνω μαζί σου. Δεν υπάρχει παρελθόν, μόνο παρόν και ίσως μέλλον. Και αυτό το παρόν, που θα γίνει παρελθόν θα είναι μόνο δικό σου. Και αυτό το μέλλον που μπορεί να μην έρθει ποτέ, πάλι δικό σου θα είναι. Σε θέλω δίπλα μου για να γράψω κάτι σημαντικό σ αυτό το κοντέρ που μηδενίστηκε χωρίς να το περιμένω. Δεν γνωρίζω το νούμερο των χιλιομέτρων. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω ή που θα σταματήσω. Είναι που δεν θέλω να σταματήσω. Ξέρω όμως πως όταν έρθει το τέλος, ο ένας από μας θα έχει φτιάξει το μέλλον του και ο άλλος θα έχει δημιουργήσει το παρελθόν του. Δήμητρα Καφρομάνη 58

Ζωή Εξπρές Καθισμένη σε ένα παγκάκι στο σταθμό της Λησμονιάς. Φορά ένα κατακόκκινο παλτό, το μόνο που κάνει αντίθεση στο γκρίζο του κόσμου της. Το σφίγγει με όση δύναμη έχει επάνω στο κορμί της, είναι κρύα η μοναξιά. Τα μάτια της υγρά, καρφωμένα στις ασάλευτες ράγες. Ένα τραίνο μονάχα στο τέρμα της γραμμής, με φωτεινή επιγραφή: «Ζωή εξπρές». Το άλλο που περιμένει, δεν λέει να φανεί. Δίπλα της μια βαλίτσα όνειρα, πνιγμένα στα δάκρυα. Από τα μεγάφωνα του σταθμού ο Χρόνος αναγγέλλει την τελευταία ευκαιρία για επιβίβαση. Το τραίνο σφυρίζει με μανία. «Βιάσου», προστάζει. Ανέβα και πάρε τον δρόμο της επιστροφής της. Άδικα περιμένεις. Η Αγάπη δεν περνάει από εδώ. Βλέπεις, η αγάπη, δεν γνωρίζει από τέρματα. Κι ούτε μπορεί ποτέ να ξεχαστεί. Σοφία Ισμήνη Μπαλτατζή 59

Λουλούδια Μια καλή ιστορία πρέπει να ξεκινάει με πλούσια, ζωντανά και όμορφα τριαντάφυλλα που προσφέρουν στο χώρο γαλήνη, ηρεμία και θαλπωρή. Έτσι ήταν κι αυτό το δωμάτιο, που για χρόνια φιλοξενούσε επίδοξους επιτυχημένους. Πώς είχε καταφέρει να αποκτήσει αυτή την περίεργη ιδιότητα κανείς δεν μπορούσε να το εξηγήσει! Και ο νεαρός που ζούσε εκεί μέσα ανανέωνε τακτικότατα τα τριαντάφυλλα. Λες και αυτά τον κρατούσαν στη ζωή. Ή κοντά στην ευτυχία που έψαχνε. Μα εκείνο το βράδυ, το συγκεκριμένο βράδυ που ο ήλιος έφυγε νωρίς, το Φεγγάρι δεν βρήκε λουλούδια στο βάζο. Κι ας έτρεχε ευτυχισμένο μακριά. Θάνατος. Μια καλή ιστορία πάντα πρέπει να τελειώνει με μια αυτοκτονία, για να αναδεικνύει όλους τους λόγους που αξίζει να ζεις. Έτσι έχει η ζωή. Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης 60

Χαμένη Διάθεση Έψαξα παντού. Συρτάρια, ντουλάπες, μέχρι και κάτω από τα χάλια είδα. Άφαντη, δεν ήταν πουθενά. Είναι καιρός τώρα που τη γυρεύω σαν τρελή. Πού την καταχώνιασα; Ούτε στο μπολ με τις πολύχρωμες καραμέλες δεν είναι Αυτό που πονάει περισσότερο, είναι που έχασα μαζί της κομμάτια της ψυχής μου. Ήπια και κρασί για τη δελεάσω, τσούγκρισα και τα ποτήρια μόνη μήπως και δεν έφτασε στα ρουθούνια της το εκλεκτό του άρωμα. Πόσο άδεια είναι η ζωή χωρίς εσένα; Λοιπόν, δε θα παίξουμε άλλο το παιχνίδι σου. Τέρμα το κρυφτούλι, κουράστηκα! Πάω για ύπνο και ξέρεις; Το πρωί θα ξυπνήσω, θα τραβήξω τις κουρτίνες, θα τραγουδήσω δυνατά αγαπημένα τραγούδια και θα χαμογελάσω ξανά και θα είσαι εκεί, καλή μου διάθεση, στα ύψη! Δικαία Μαραβέλια 61

Ενώπιων Τον κοίταζε στα μάτια καθώς ετοιμαζόταν να τον πυροβολήσει. Τον μισούσε χρόνια και τώρα είχε έρθει η ώρα για να αποδώσει το δίκαιο. Ποτέ δεν είχε βρει την ευκαιρία και το θάρρος να το κάνει. Πάντα του ξέφευγε. Πάντα γλίτωνε από την εκδικητική του μανία. Από καπρίτσιο της τύχης και της στιγμής δεν είχε καταφέρει να τον στριμώξει. Τώρα πια, αβοήθητος, στεκόταν μπροστά του. Το βλέμμα του ήταν ψυχρό και βαρύ, θα μπορούσες να το κόψεις σε μικρά κομμάτια και να το βάλεις στο ουίσκι σου. Δεν περίμενε τίποτα. Καμία δικαιολογία, κανένα παράπονο, κανένα δισταγμό. Έχεις να πεις τίποτα; ρώτησε δυνατά και κοίταξε έξω απ το παράθυρο. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και πάτησε την σκανδάλη αποφασισμένα στον κρόταφο. Αθανάσιος Θ. Κοσμόπουλος 62

Βροχερό Μιλάνο Ο Σεπτέμβρης του 1996 ήταν ο πιο βροχερός μήνας που έζησα στην Ιταλία. Μία από εκείνες τις μέρες χρειαζόταν να συγκεντρώσω με τον Γκασπάρε τα χρήματα της προστασίας από τα μαγαζιά που συνεργαζόμασταν κι ένας καταραμένος παλαιοπώλης αρνούνταν να πληρώσει. Στη δεύτερη μας επίσκεψη ο Γκασπάρε μπήκε μέσα με μία σιδερογροθιά κι εγώ, που δεν ήμουν καλός σ αυτά, απασχόλησα με μια κιθάρα που βρέθηκε στην είσοδο την κόρη του ιδιοκτήτη. Πλάι από τη βροχή της έπαιξα τον πιο θλιμμένο σκοπό που γνώριζα: θα ταν δεκαεφτά χρονών και δεν ξανάδα ομορφότερο κορίτσι. Καθώς φεύγαμε την έπιασα να με κοιτά πίσω από το τζάμι και, γνωρίζοντας το θέαμα που σε λίγο θα αντίκριζε στο γραφείο, αποφάσισα πως για εμένα το Μιλάνο είχε πια τελειώσει. Τόνυ Φρέσκα 63

Πρόσωπο πορσελάνης Στον Τόμυ ανέκαθεν άρεσε να ευεργετεί τους τοπικούς φούρνους. Δεν είναι ότι είχε κάποια ιδιαίτερη διαστροφή ή λόξα. Του άρεσε το καλό ψωμί, ήθελε να προάγει τις ντόπιες γεύσεις. Ήταν απλός άνθρωπος. Δεν ξέρω για τους περαστικούς, αλλά εμένα μου άρεσαν λίγο οι νέον επιγραφές που προσαρτούσαν στις σκεπές. Σίγουρα, ήταν παλαιομοδίτικες. Αλλά το να κανονίζεις τις βρομοδουλειές σου και να δέρνεις ακατάσχετα κόσμο κάτω από τα λέιζερ και το διαχεόμενο φως ήταν όμορφο θέαμα. Μια μέρα πνίξαμε μια αδερφή με περιποιημένο πλατινέ μαλλάκι χρώσταγε έξι παχυλές δεσμίδες. Έμοιαζε με αυτοκτονία. «Τον έφαγε η κόκα του», έγραψαν τολμηρά οι φυλλάδες. Ο Τόμυ έπρεπε να φυγαδευτεί. Εκείνο το βράδυ άδραξε ένα ρόπαλο ξυλοκοπώντας τον φούρναρη. -Μα γιατί; -Η φουρνιά. Είναι ελαττωματική. Γιώργος Τσουλιάς 64

Βασική υπακοή Απαιτήσεις; Όλα κι όλα. Να είσαι φρόνιμη, υπάκουη, γιαγιά, την ψευτομάλωναν. Και ήταν. Απ το χαμό του συζύγου δεκαεφτά χρόνια τώρα τύπος και υπογραμμός. Μια καλή κουβέντα, μισό κιλό βουτήματα, δέκα λεπτά απ το χρόνο φίλου ή συγγενή δεν τα ζητιάνεψε. Τσιμουδιά. Καθείς ό,τι μπορούσε έκανε μονάχος. Όχι πως δεν έστερξε το παραπάνω. Μια και δύο; Πόσες φορές έστυβε κι άπλωνε στο σχοινί τη μαξιλαροθήκη της να στεγνώσει απ το δάκρυ; Πόσες γιορτές ξημερωνόταν μόνη χαλώντας τα φιλιά και σπώντας τα δόντια της στο τζάμι της γαμήλιας κορνίζας; Ώσπου, μια μέρα, τους το ξομολογήθηκε: σκόπιμα είχε απαρνηθεί τις καλοσύνες τους. Κακό πράμα να συνηθίζει κανείς στο περίμενε, παιδιά μου, είπε. Και χωρίς αγάπη ακόμα, ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει. Ιωάννα - Μαρία Νικολακάκη 65

Ω, ευχαριστώ! Μα δεν ήταν ανάγκη... Δε μπορώ να καταλάβω προς τι. Τι νόημα, τι σημασία έχει. Εν πάση περιπτώσει, δε χάνεις και τίποτα. Χαζεύεις που χαζεύεις. Δεν είναι και δύσκολο δα. Κι ύστερα, ποιος θα το δει κι αν θα το δει Ποιος θα το, δει κι αν θα το δει αφού γι αυτό το κάνεις. Μήπως και κάποιος το δει και του δώσει λίγη σημασία. Και σου δώσει, δηλαδή, λίγη σημασία. Τι ανάγκη κι αυτή λίγη σημασία, μια κάποια αναγνώριση Έλα, ομολόγησέ το. Αυτό έχεις ανάγκη. Και δεν ξέρεις γιατί. Όσες αναδρομές κι αν κάνεις, δεν μπορείς να βρεις επαρκή λόγο, μια πλήρη αιτία, ένα κάποιο τραύμα ίσως. Δεν μπορείς; Μμμ; Τώρα γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί κρύβεσαι; Γιατί ψεύδεσαι ασύστολα; Τέλος χρόνου. Λήο Δημητρίου 66

Παραμύθι για όνειρα γλυκά. Εκείνο το βράδυ, η μητέρα του απεφάσισε να τον κοιμίσει μ ένα παραμύθι, μιας και ήταν τα έβδομα γενέθλιά του. Άρχισε να του λέει την ιστορία του μικρού ραφτόπουλου. Ήταν, λέει, ένα ραφτόπουλο που το ερωτεύτηκε η κόρη του Βεζίρη. Είχε πολύ όμορφη φωνή, σχεδόν απόκοσμη, που έκανε τους ανθρώπους να ταξιδεύουν. Η Βεζιροπούλα ζήτησε να τον γνωρίσει. Έτσι, με εντολή της τον οδήγησαν στο παλάτι. Τότε, το ραφτόπουλο, με τη πρώτη κιόλας ματιά την αγάπησε, ζήτησε από τον πατέρα της το χέρι της, κέρδισε το δράκο κι οι δυο τους έζησαν ευτυχισμένοι στο βασίλειο Ο μικρός είχε αποκοιμηθεί στο σημείο που το ραφτόπουλο έφτασε στο παλάτι. Κρίμα έτσι δε θα μάθαινε ποτέ πως η κόρη πέθανε από το μαράζι. Μαρία Κορδαλή 67

Οι άντρες με τις τραγιάσκες Δύο από τα πράγματα που αγαπούσα στη φαμίλια, ήταν οι αρχές και το στυλ. Θυμάμαι μια εποχή που τριγυρνούσαμε όλοι μας με γιλέκα και τραγιάσκες. Δύο, τρείς ή πέντε άντρες να κυκλοφορούν ντυμένοι παρόμοια ήτανε μάλλον περίεργο θέαμα για τους περαστικούς. Στη Ρώμη γνώρισα κάποτε έναν τύπο που λεγόταν Amadore. Με το ξανθό μαλλάκι, το περιποιημένο μούσι, την τραγιάσκα κι ένα τσιγαράκι στα χείλη ήταν φτυστός ο Harry Nilson. Ένα μεσημέρι μας ανέθεσαν να χτυπήσουμε κάποιον που «κελαηδούσε». Φτάνοντας σπίτι του τον βρήκαμε στο φαγητό και, για να μας καλοπιάσει, μας σέρβιρε ριζότο. Αφού φάγαμε και τα είπαμε για λίγο φιλικά, του σπάσαμε τα δάχτυλα. Όταν αργότερα ρώτησα τον Amadore γιατί το κάναμε αυτό, απάντησε: «Γιατί αλλιώς θα ήταν αγένεια». Τόνυ Φρέσκα 68

Αντρίκιες εξηγήσεις Τα σκαλιά τελείωσαν. Προς τα πού να πας δεν ξέρεις. Ξαφνιάζεσαι. Είσαι σίγουρος πως άκουσες το όνομά σου από το χολ. Τίποτα δε σαλεύει. Μια ανατριχίλα κάθεται στο σβέρκο σου. Προτάσσεις το όπλο. Κάποιος είναι εκεί. Σε κοιτάει, είσαι σίγουρος. Με μία σβέλτη κίνηση ανάβεις το φως. Ο χώρος στενεύει. Δε σε ενδιαφέρει να συνειδητοποιήσεις τι είναι αυτό που κουνιέται. Τραβάς τη σκανδάλη, πυροβολείς. Κλείνεις τα μάτια από το θόρυβο. Κάτι σπάει. Θρύψαλα ο καθρέφτης στο πάτωμα. Πέφτεις στα γόνατα. Κλαις για ώρα. Ακόμα ένα βράδυ οι τρελές παραισθήσεις σε νίκησαν. Για πόσο ακόμα στις ουσίες θα αφήνεις να βυθίζεσαι Από αυτόν τον λάκκο πώς να ξεφύγεις; Φοβάσαι πως δεν θα την βγάλεις καθαρή. Όχι για καιρό ακόμα. Αντρίκιες εξηγήσεις. Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης 69

Pardon me Ήτανε έρωτας, κατά κοινή, ομολογία αμφιλεγόμενος Στο θάλαμο, όπου μηχανικές κινήσεις μαρτυρούσαν κάποιου είδους κορεσμό, επικρατούσε νεκρική σιγή. Καμία όρεξη, γιορτιάρες μέρες. Κρατούσε τη Βίβλο κι όπως ήταν φυσικό, χτύπησε το τηλέφωνο και πάγωσαν. Έμεινε εκείνη με την ένεση στο χέρι, στήλη άλατος. Άλλαζε κάτι, άραγε; Κάποιος σκύβει άχαρα, της λέει κάτι στ αυτί. Ζητούνε, τελικά, τα τελευταία του λόγια. Ο θανατοποινίτης κοιτάζει τη Βίβλο κι αναστενάζει εκπνέοντας μια τελευταία προσδοκία. Τον παίρνει τηλέφωνο μετά, σε έξαλλη κατάσταση: «Δε στο πα απ το πρωί είναι όλα έτοιμα;!». Ήτανε έρωτας κατά κοινή ομολογία αμφιλεγόμενος Εκτελεστής αυτή κι εκείνος Πρόεδρος. Αλλά, γιορτιάρες μέρες, damn it! Κόντεψε να του φύγει η ψυχή σαν σκέφτηκε μη και δεν ήταν όλα έτοιμα για τη δεξίωση. Λυδία Ελιόγλου 70