Στην άκρη της πόλης, εκεί που η θάλασσα με τη στεριά άλλοτε αντάλλαζαν φιλιά, εκεί που τ ασπρόδεντρο το μαραμένο μονάχο στέκεται και λυπημένο, κάποτε ζούσε η Φανή, η διάφανη, η φωτεινή. Μάλιστα, λένε κάποιοι μεγάλοι πως πλάι στο ασπρόδεντρο σ ένα παλιό τσουκάλι ακόμα και σήμερα μπορείς να δεις αυτό που ήταν άλλοτε το σπίτι της Φανής. Να το καράβι του! Σαν φάντασμα στέκει φοβερό σ άδειο λιμάνι, δίχως νερό. Κι έτσι που γέρνει ρημαγμένο λένε πως είναι στοιχειωμένο! Πρωί το Βόρακα δε θα τον δεις. Βαθιά κοιμάται ολημερίς. Μπορεί μονάχα να τον συναντήσεις σαν σου βαστά και αν τολμήσεις μια από τις νύχτες που βγαίνει σεργιάνι στο δίχως θάλασσα λιμάνι. Και τότε, ίσως καταφέρεις, αν κάποιο αντάλλαγμα προσφέρεις να μάθεις γιατί χάθηκε η Φανή. Να ξέρει άραγε να πει κανείς την ιστορία της Φανής; Πώς χάθηκε απ τη φύση κι αν πάλι θα γυρίσει; Ο Βόρακας ξέρει! Ίσως μιλήσει 7 7
8
Έτσι έλεγε εκείνος ο θρύλος ο παλιός, ο χιλιοειπωμένος. Τα παιδιά της γκρίζας πολιτείας τον γνώριζαν καλά, τον είχαν στο μυαλό τους χαραγμένο. Κι έτρεμε το φυλλοκάρδι τους κάθε φορά που αγνάντευαν πέρα μακριά το στοιχειωμένο το καράβι. Απ όλα όμως τα παιδιά, ένα μικρό αγόρι ήταν περίεργο πολύ. «Θα πάω!» λέει μια μέρα. «Θα μάθω γιατί χάθηκε η Φανή!» «Και δε φοβάσαι;» το ρωτούν τα άλλα τα παιδιά της γκρίζας πολιτείας. «Φοβάμαι» λέει. «Και λοιπόν; Το φόβο θα νικήσω. Κι αν μάθω κάποιο μυστικό, γρήγορα θα γυρίσω». «Να πας! Όμως αμέσως να γυρίσεις!» του λένε τότε τα παιδιά. Kι ένα μικρό κορίτσι βγάζει και το φιλεύει για τη διαδρομή το μισοφαγωμένο κουλουράκι του. Είναι το τελευταίο κουλουράκι, πασπαλισμένο με τα τελευταία σποράκια σουσαμιού. Βλέπετε, στην γκρίζα πολιτεία όλα πια είναι λιγοστά, δυσεύρετο ακόμα και το αλεύρι. Γιατί στους γκρίζους κάμπους τα σιτάρια δεν ευδοκιμούν και τα σπαρτά ξεραίνονται πριν ωριμάσουν. Το παιδί κλείνει στην παλάμη του το δώρο του κοριτσιού και παίρνει το μακρύ μονοπάτι, που οδηγεί στο τέρμα της γκρίζας πολιτείας, εκεί που κάποτε η στεριά αντάμωνε τη θάλασσα. Ένα πουλί, το τελευταίο που έμεινε αηδόνι, φτεροκοπώντας το ακολουθεί. Πέρα μακριά, εκεί που η κατηφόρα καταλήγει στο παλιό λιμάνι, το στοιχειωμένο καράβι φαντάζει απειλητικό. 9
10
Κοντεύει να πέσει το σκοτάδι μα το παιδί συνεχίζει να περπατά, πλησιάζει το καράβι, κοντά του πάει τρέμοντας και το κοιτά. Λίγο πιο πέρα, ένα δέντρο φωτίζει με τα λευκά του φύλλα την γκρίζα ερημιά. Είναι το τελευταίο δέντρο που έχει απομείνει. Το αηδόνι χάνεται στις φυλλωσιές του. Και το παιδί περιμένει υπομονετικά. Ώσπου μια σκοτεινή φιγούρα διακρίνεται να κατεβαίνει του καραβιού τη σκάλα. Στο πάνω πάνω το σκαλί, ένα παράξενο πουλί σκορπίζει με το κράξιμό του την ανατριχίλα. Είναι ο Κόρακας της ιστορίας. Της ιστορίας που μόλις ξεκινά. «Ο Βόοορακας! Ο Βόοορακας!» συρτά κράζει ο Κόρακας. «Βγαίνει ο Βόρακας σεργιάνι στο δίχως θάλασσα λιμάνι! Και στο κεφάλι του φορεί πιο χαμηλά όσο μπορεί σκουφί μεγάλο και φαρδύ. Μην τύχει κάποιος και τον δει. «Στάσου, κυρ Κόρακα! Τι είναι δωρδάνι; Δεν την ξανάκουσα τη λέξη αυτή» «Δώρο που δίνεις για να πάρεις. Δική μου η λέξη. Πολύ απλή!» «Δώρο δεν έχω! Είμαι παιδί» «Κι αυτό που κρύβεις στην παλάμη;» «Μισό κουλούρι με σουσάμι» «Χμμμ!» κάνει ο Κόρακας. «Μικρό δωρδάνι. Μ από το τίποτα κι αυτό μας φτάνει».»ο Βόρακας ξέρει! Ίσως να πει αν έχεις στην τσέπη σου να ρίξεις τώρα γιατί άλλη τέτοια δε θα ρθει ώρα μια λίρα μόνο κι ένα δωρδάνι σ αυτό το τρύπιο το τηγάνι, ίσως να πει» «Λίρα δεν έχω Είμαι παιδί» «Χμμμ!» κάνει ο Κόρακας. Kι αλλάζει σκαλί. Σκαλί κατεβαίνει, κοντά του πηγαίνει. «Ρίξε δωρδάνι στο τηγάνι!» «Δεν την ξανάκουσα τη λέξη αυτή!» «Χμμμ!» κάνει ο Κόρακας. Κι αλλάζει σκαλί. Φτερά απλώνει να πετάξει, ράμφος ανοίγει κρααα να κράξει. 11
12
Κι έτσι πάει το κουλουράκι Με φόρα ρίχτηκε και να το! Μες στου τηγανιού τον πάτο! Δαγκώνει μια ο Βόρακας, μετράει ως το τρία, πρώτος αρχίζει την ιστορία: Το κουλούρι αρπάζει ο Κόρακας, «Φτάαανει» του φωνάζει ο Βόρακας, μες στο ράμφος του το κρύβει, ψευδά κράζει μην του φύγει: «Κγααα! Κγοοο! Παιντί μικγό! Ξέγεις τη λέκθη απληθτία;» «Δε μας την έμαθε ακόμη η κυρία» «Κγααα!» κράζει ο Κόρακας με απορία. «Στα πολύ παλιά τα χρόνια, πριν κάτσουν στα μαλλιά μου χιόνια, όλη αυτή η γκρίζα πόλη ήταν χαρούμενο περβόλι. Κι είχε έναν ήλιο από πάνω, τόσο ψηλά όσο δε φτάνω, που σκόρπιζε παντού το φως. Χαμένος τώρα δυστυχώς Το κουλούρι κάτω αφήνει, φτερά τινάζει, ξεροκαταπίνει, τη φωνή του καθαρίζει, σοβαρεύει, συνεχίζει: «Μα τι παράλειψη μεγάλη! Αμέσως, να σκεφτώ μια άλλη Χμμμ! Να τη λοιπόν! Πλεονεξία! Γι αυτή σας είπε η κυρία;»»ήτανε τότε που τα δέντρα ανθούσαν, τα νερά φεγγοβολούσαν και στις πυκνές τις φυλλωσιές τ αηδόνια έφτιαχναν φωλιές. Όλοι περνούσαν τότε ευτυχισμένα. Όλοι. Εκτός από εμένα». «Γιατί;» ρωτάει το παιδί. «Ο Κόρακας ξέρει, αυτός θα πει». «Μας είπε πως θα πει να θες όλα δικά σου να τα κάνεις, αυτά που σου ανήκουνε κι εκείνα που δε φτάνεις». 13
14
Ο Κόρακας δεν απαντά. Ξύνει με το ράμφος τη φτερούγα του και πάει παραπέρα. Κανείς δεν έχει καταλάβει ότι το αηδόνι, φωλιασμένο στου ασπρόδεντρου τα φύλλα, παρακολουθεί τα πάντα. Ο Βόρακας, με το σκουφί του κατεβασμένο χαμηλά, μην τύχει και φανεί το πρόσωπό του, παίρνει ξανά το λόγο: «Αν όλα μπορούσα τότε δικά μου να τα κάνω, εκείνα που μου ανήκανε κι εκείνα που δε φτάνω, τα πλούτη ολόκληρης της γης όλα να τα μαζέψω και φτιάχνοντας ένα σωρό κι άλλα να γυρέψω, άρχοντας θα μουνα σωστός και τρισευτυχισμένος»ώσπου μια μέρα Σναααπ! Μου ήρθε η ιδέα! Η θάλασσα! Τι ευφυΐα! Με αυτή θα φτιάξω περιουσία! Κι αμέσως στρώθηκα στην εργασία. Δυο δέντρα έκοψα ξερά κι έφτιαξα τσάκα τσάκα δύο τεράααστια κουπιά και μια μικρούλα βάρκα.»και πόσος κόσμος στην ακρογιαλιά! Παράδες κουβαλώντας και φλουριά να κατεβαίνει τρέχοντας για να προφτάσει τη βάρκα μου να αγοράσει!»έτσι, άρχισα να φτιάχνω βάρκες άλλες για ψάρεμα, άλλες για τσάρκες. Τις βάρκες πούλησα, πήρα χρυσάφια, μ αυτά αγόρασα χίιιλια χωράφια! Όμως, δεν ήμουνα ευτυχισμένος Ήθελα κι άλλα ο καημένος»κι εκεί που αδύνατον να κοιμηθώ τα βράδια, μια σκέψη έκανα μες στα σκοτάδια. Με των βελανιδιών τα ξύλα τα γερά να φτιάξω καράβια για βαθιά νερά. Καράβια ψηλά για ταξίδια μεγάλα με δέκα κατάρτια και μιάμιση σκάλα. 15