ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ - Αναµόρφωση Προπτυχιακών Προγραµµάτων Σπουδών/ΕΚΤ Έργο συγχρηµατοδοτούµενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση/Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταµείο ΚΩ ΙΚΟΣ MIS 75448 Υποέργο : Τµήµα Τοπογραφίας Υπεύθυνος Υποέργου : Κιουσόπουλος Ιωάννης ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΜΕ ΘΕΜΑ "ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΑ ΧΩΡΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α: ΤΥΠΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ" Υλοποίηση : ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΡΑΤΑΚΗΣ Περίοδος : Ιούνιος 2008
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... 1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 2 2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ... 5 3. ΤΥΠΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ... 5 4. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ... 8 5. ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α... 8 6. Ο ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α... 12 7. ΤΥΠΟΛΟΓΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α... 18 7.1. Τυπολογία αγροτικών περιοχών στην Ελλάδα... 20 7.1.1. Η επιλογή των δεικτών... 21 7.1.2. Περιγραφή των δεικτών... 24 7.1.3. Ταξινόµηση των νοµών της Ελλάδας (cluster analysis)... 29 7.2. Τυπολογία αγροτικών περιοχών στην Κρήτη... 36 7.2.1. Περιγραφή των δεικτών... 39 7.2.2. Cluster Analysis... 46 8. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΟ ΕΠΙΠΕ ΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗΣ... 51 9. ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ... 52 10. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α... 53 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 59 1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η Ελλάδα παραδοσιακά χαρακτηρίζεται ως αγροτική χώρα. Ο χαρακτηρισµός αυτός κατά τις πρώτες δεκαετίες µετά τον πόλεµο ήταν συνδεδεµένος µε την απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα της οικονοµίας και ιδιαίτερα µε τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Μετά τα µεταναστευτικά ρεύµατα της δεκαετίας του 60, τα οποία µείωσαν σηµαντικά τον αγροτικό πληθυσµό, και την ανάπτυξη άλλων οικονοµικών τοµέων, της βιοµηχανίας (κατά τη δεκαετία του 60), αλλά µετέπειτα κυρίως του τουρισµού, η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα µειώθηκε. Από την ένταξη της Ελλάδας στην (τότε) ΕΟΚ και µέχρι σήµερα η απασχόληση στη γεωργία και τον υπόλοιπο πρωτογενή τοµέα είναι σε τροχιά συνεχούς µείωσης, ενώ αυξήθηκαν σηµαντικά η απασχόληση και το εισόδηµα στον τριτογενή τοµέα. Ο τριτογενής τοµέας καταλαµβάνει πλέον δεσπόζουσα θέση στις οικονοµίες όλων σχεδόν των περιφερειών της χώρας, γεγονός που οφείλεται τόσο στην τάση για τριτογενοποίηση της οικονοµίας εν γένει, αλλά και στην ανάπτυξη του τουρισµού, ο οποίος αποτελεί βασική δραστηριότητα για πολλές νησιωτικές αλλά και παραθαλάσσιες και ορεινές περιοχές. Η εκβιοµηχάνιση της Ελλάδας που γνώρισε σηµαντική ανάπτυξη κατά την δεκαετία του 60, σήµερα χαρακτηρίζεται από στασιµότητα, ενώ εξακολουθεί να εµφανίζει υψηλή γεωγραφική συγκέντρωση και να κυριαρχεί µόνο σε ορισµένες περιφέρειες. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι οικονοµικοί µετασχηµατισµοί συνδυάστηκαν και µε εξίσου σηµαντικούς κοινωνικούς µετασχηµατισµούς µε αποτέλεσµα την εξάπλωση ενός ενιαίου για τις πόλεις και την ύπαιθρο προτύπου ζωής που µπορεί να ονοµαστεί "αστικός τρόπος ζωής". Κατά τις πρώτες δεκαετίες µετά τον πόλεµο, µέχρι την δεκαετία του 80, στον ελληνικό χώρο κυριαρχούσε η αντίθεση πόλης - υπαίθρου ("περιφέρειας") ή µεταξύ αστικού και αγροτικού χώρου. Η διάκριση αυτή ήταν αρκετά σαφής, ως προς το σύνολο των δεικτών δηµογραφικής, οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά και ως προς τον τρόπο ζωής και το τοπίο στις αστικές και τις αγροτικές περιοχές. Από την δεκαετία του 80 η παραπάνω αντίθεση άρχισε να αµβλύνεται και το τοπίο των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων να γίνεται πιο πολύπλοκο, µε βασική ένδειξη την δηµογραφική σταθεροποίηση που άρχισε να παρατηρείται έκτοτε. 2
Η παραδοσιακή γεωργία υποχώρησε έναντι της γεωργίας της αγοράς και µάλιστα στα πλαίσια των διεθνοποιηµένων αγορών και της Ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής. Η άνοδος των εισοδηµάτων στις αγροτικές περιοχές, τόσο από τον αγροτικό τοµέα όσο και από άλλες πηγές, κυρίως του τριτογενή τοµέα, αποτέλεσε αξιοσηµείωτη εξέλιξη. Η κατασκευή υποδοµών σε όλο τον ελληνικό χώρο, περιλαµβανοµένων και των αγροτικών περιοχών, επιταχύνθηκε µε τις κοινοτικές χρηµατοδοτήσεις των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης από το 1989 και εντεύθεν. Η όψη των µικρών πόλεων που αποτελούν τα κέντρα των αγροτικών περιοχών προσέγγισε αυτή των αστικών περιοχών, ενώ η διάδοση µέχρι και τον µικρότερο οικισµό της τηλεόρασης συνέβαλε στην υιοθέτηση ενιαίων καταναλωτικών προτύπων και τρόπου ζωής στον ελληνικό χώρο. Όµως το νέο αναπτυξιακό πρότυπο των αγροτικών περιοχών δεν είναι γενικευµένο. Κάποιες αγροτικές περιοχές είναι εύπορες, κυρίως στις πεδινές περιοχές, ενώ άλλες στις ορεινές περιοχές και τα µικρά νησιά έχουν φθίνουσα πορεία. Η εµφανιζόµενη πολυπλοκότητα στον αγροτικό χώρο της Ελλάδας και ταυτοχρόνως η οικονοµική και κοινωνική σύγκλιση µε τον αστικό χώρο θέτει µία σειρά από ζητήµατα στην προσπάθεια για την ανάλυση και τον σχεδιασµό του. Τα ζητήµατα αυτά είναι κατ αρχήν η οριοθέτηση του αγροτικού χώρου και η σχέση του µε την απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα, η σηµασία των µη γεωργικών τοµέων για τον αγροτικό χώρο και οι συνιστώσες της αγροτικής ανάπτυξης. Τα ζητήµατα αυτά είναι αλληλένδετα και αποτελούν βασικά θέµατα προβληµατισµού τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη και άλλες χώρες σχετικά µε τον αγροτικό χώρο. Τα κριτήρια οριοθέτησης του αγροτικού χώρου διεθνώς περιλαµβάνουν κυρίως δηµογραφικά κριτήρια, όπως το µέγεθος του πληθυσµού και η δηµογραφική πυκνότητα. Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα της οικονοµίας δεν αποτελεί κριτήριο οριοθέτησης του αγροτικού χώρου αλλά περιλαµβάνεται στις αναλύσεις για τα προβλήµατα και τις προοπτικές των αγροτικών περιοχών. Εξάλλου το ζήτηµα της αγροτικής ανάπτυξης αντιµετωπίζεται ως το αποτέλεσµα ποικίλων παραγόντων, εκ των οποίων η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα δεν είναι πλέον ο σηµαντικότερος, αφού κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν αναδειχθεί σηµαντικότεροι παράγοντες ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών, όπως η εξωγεωργική απασχόληση και η πρόσβαση στις εξυπηρετήσεις των αστικών κέντρων. 3
εδοµένης της πολυπλοκότητας του αγροτικού χώρου, όχι µόνο στην Ελλάδα αλλά και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ, έχει προκύψει ανάγκη απεικόνισης των εξελίξεων στις αγροτικές περιοχές και για σχεδιασµό πολιτικής ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητες των αγροτικών περιοχών, τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα ή τα ειδικά προβλήµατα. Μία ενιαία πολιτική αγροτικής ανάπτυξης και µάλιστα στηριζόµενη στον πρωτογενή τοµέα δεν είναι πλέον αποτελεσµατική. Για τον λόγο αυτό τόσο σε επίπεδο διεθνών οργανισµών αλλά και στην Ελλάδα, έχουν αναπτυχθεί τυπολογίες των αγροτικών περιοχών, οι οποίες καταλήγουν σε βασικές κατευθύνσεις για την ανάπτυξη κάθε τύπου αγροτικών περιοχών. Οι τυπολογίες αυτές µπορούν να αποτελέσουν εργαλεία αγροτικής πολιτικής και ήδη η φιλοσοφία τους έχει ενσωµατωθεί στις πολιτικές αγροτικής ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά συνέπεια και στα ελληνικά συγχρηµατοδοτούµενα αναπτυξιακά προγράµµατα. Στα επόµενα κεφάλαια θα παρουσιαστούν δεδοµένα και χαρτογραφήσεις για την εξέλιξη βασικών µεγεθών του ελληνικού αγροτικού χώρου κατά τις τελευταίες δεκαετίες, που θα συνοδευτούν από τυπολογίες των αγροτικών περιοχών. Θα δοθεί έµφαση στη σύγχρονη διαπίστωση ότι η αγροτική ανάπτυξη δεν ταυτίζεται µε τη γεωργική ανάπτυξη, αλλά ο πρωτογενής τοµέας αποτελεί µαζί µε άλλους τοµείς ένα µόνο παράγοντα αγροτικής ανάπτυξης. Επίσης από τα δεδοµένα που θα παρουσιαστούν θα αναδειχθεί ο πολύ σηµαντικός ρόλος της πρόσβασης σε αστικά κέντρα και υπηρεσίες για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών. Οι τυπολογίες προκύπτουν από πολυµεταβλητές στατιστικές µεθόδους ανάλυσης, και ειδικότερα τη µέθοδο ταξινόµησης cluster analysis. Προκειµένου να διερευνηθεί η εφαρµογή των µεθόδων ανάλυσης σε διαφορετικές κλίµακες του γεωγραφικού χώρου, θα παρουσιαστεί µία µελέτη περίπτωσης για την Ελλάδα και µία για την περιφέρεια της Κρήτης. Τέλος, θα παρουσιαστούν οι βασικές κατευθύνσεις της αγροτικής πολιτικής στον ελληνικό χώρο, µε ιδιαίτερη αναφορά στα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ) και το πρόσφατο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ 2007-13). 4
2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Ο ορισµός των αγροτικών περιοχών είναι συνδεδεµένος µε τον ορισµό των αστικών περιοχών και της πόλης, θέµατα για τα οποία στη βιβλιογραφία υπάρχει εκτενής αναφορά. Ο ορισµός του αστικού χώρου περιλαµβάνει το µέγεθος του πληθυσµού αλλά και την ύπαρξη αστικών λειτουργιών. Για λόγους στατιστικής ταξινόµησης, οι αγροτικές περιοχές και ο αγροτικός πληθυσµός ορίζονται διεθνώς µε δηµογραφικά κριτήρια, όπως η δηµογραφική πυκνότητα και το πληθυσµιακό µέγεθος. Πρέπει να σηµειωθεί ότι το κριτήριο της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα της οικονοµίας δεν χρησιµοποιείται για τον ορισµό του αγροτικού χώρου, ούτε στην Ελλάδα ούτε από τούς διεθνείς οργανισµούς. Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει ο ορισµός του ΟΟΣΑ για τις αγροτικές περιοχές (OECD 1994), ο οποίος χρησιµοποιεί το κριτήριο της δηµογραφικής πυκνότητας. Σύµφωνα µε τον ορισµό αυτό η µέγιστη δηµογραφική πυκνότητα στις αγροτικές κοινότητες προσδιορίστηκε στους 150 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόµετρο για την Ευρώπη, τη Βόρειο Αµερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Σύµφωνα µε το παραπάνω µέγεθος δηµογραφικής πυκνότητας, προσδιορίστηκαν τρεις τύποι περιοχών: 1. «κυρίως αγροτικές» στις οποίες πάνω από 50% του πληθυσµού ζει σε αγροτικές κοινότητες 2. «σηµαντικά αγροτικές» στις οποίες το ποσοστό αγροτικού πληθυσµού κυµαίνεται µεταξύ 15 και 50% 3. «κυρίως αστικοποιηµένες», στις οποίες λιγότερο από 15% του πληθυσµού είναι αγροτικός πληθυσµός 3. ΤΥΠΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Από τα τέλη της δεκαετίας του 80 έχουν προταθεί αρκετές τυπολογίες αγροτικών περιοχών από τον ΟΟΣΑ (OECD 1993, 1995) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1988, 1992, 1995), αλλά και την Ελλάδα (Γεωργικό Πανεπιστήµιο Αθήνας 1991,1998), σε µία προσπάθεια διαµόρφωσης κατευθύνσεων πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης. 5
Παρακάτω παρουσιάζονται ορισµένες ενδεικτικές τυπολογίες, διατυπωµένες από διεθνείς οργανισµούς: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διατυπώσει την πρώτη τυπολογία το 1988 στην µελέτη για Το µέλλον του Αγροτικού Κόσµου". Η ανάγκη της µελέτης αυτής προέκυψε από την διαπίστωση ότι περισσότερο από το 80% της εδαφικής έκτασης των τότε κρατών- µελών αποτελείται από αγροτικές περιοχές σύµφωνα µε το κριτήριο της πληθυσµιακής πυκνότητας. Οι αγροτικές περιοχές σύµφωνα µε την θεώρηση αυτή περιλαµβάνουν και µικρές πόλεις οι οποίες αποτελούν τα κέντρα των αγροτικών περιοχών. Και µόνο η έκταση των αγροτικών περιοχών δικαιολογεί την ενασχόληση µε αυτές. Επιπλέον οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στο επίπεδο ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών αλλά και η αυξανόµενη προσοχή για θέµατα προστασίας του περιβάλλοντος υπαγόρευσαν την προσπάθεια κατάταξης των αγροτικών περιοχών σε οµάδες µε διαφορετικά χαρακτηριστικά, προβλήµατα και προοπτικές ανάπτυξης. Η τυπολογία αυτή διατυπώνεται ως εξής: 1. Αγροτικές περιοχές που βρίσκονται κοντά σε µεγάλα αστικά κέντρα και επιβαρύνονται οικολογικά. 2. Παρακµάζουσες αγροτικές περιοχές, κυρίως µεσογειακές, στις οποίες παρουσιάζονται προβλήµατα ανάπτυξης και οικονοµικής διαφοροποίησης. 3. Περιθωριακές και δυσπρόσιτες περιοχές, π.χ. ορεινές ζώνες και νησιά, όπου η αγροτική παρακµή, η ερήµωση και η εγκατάλειψη των γαιών είναι ήδη προχωρηµένες και οι δυνατότητες διαφοροποίησης της οικονοµίας είναι εξαιρετικά περιορισµένες. Οι λύσεις που προτείνονται για τις παραπάνω κατηγορίες αγροτικών περιοχών είναι: έµφαση στην προστασία του περιβάλλοντος για τον πρώτο τύπο, ενίσχυση εναλλακτικών οικονοµικών δραστηριοτήτων για τον δεύτερο και κοινωνική πολιτική µε σκοπό την δηµογραφική σταθεροποίηση για τον τρίτο τύπο. Από τον ΟΟΣΑ (1993, 1995) έχει προταθεί επίσης µία τυπολογία αγροτικών περιοχών. Η τυπολογία διατυπώνεται ως εξής: 6
1. Αποµονωµένες περιοχές: που χαρακτηρίζονται από χαµηλή πληθυσµιακή πυκνότητα, χαµηλά εισοδήµατα, πληθυσµιακή γήρανση, υψηλότατη εξάρτηση από την γεωργία, παροχή ελάχιστων βασικών υπηρεσιών. 2. Ενδιάµεσες αγροτικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από την ιστορικά σηµαντική παρουσία ενός παραγωγικού γεωργικού τοµέα και την ολοένα αυξανόµενη παρουσία άλλων κλάδων (π.χ. βιοµηχανία, τουρισµός, άλλες υπηρεσίες). 3. Ενσωµατωµένες αγροτικές περιοχές σε σχέση µε σηµαντικά κέντρα οικονοµικής δραστηριότητας που χαρακτηρίζονται από αύξηση του πληθυσµού, διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης και πιθανά περιβαλλοντικά προβλήµατα. Οι προτεινόµενες τυπολογίες σε όλες τις περιπτώσεις αποσκοπούν στην διατύπωση πολιτικών αγροτικής ανάπτυξης. ιαφορετικές προτάσεις αγροτικής ανάπτυξης διατυπώνονται για κάθε τύπο αγροτικών περιοχών: έµφαση στην προστασία του περιβάλλοντος για τις αναπτυγµένες αγροτικές περιοχές, οικονοµική διαφοροποίηση για τις αγροτικές περιοχές ενδιάµεσης ανάπτυξης και κοινωνική πολιτική µε σκοπό τη δηµογραφική σταθεροποίηση για τις φθίνουσες αγροτικές περιοχές. Εκτός από τις προαναφερθείσες ενδεικτικές τυπολογίες, η προσπάθεια µελέτης του αγροτικού χώρου συνεχίζεται και τυπολογίες αγροτικών περιοχών εκπονούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε αρκετές χώρες (European Commission 1997, 1999, Γεωργικό Πανεπιστήµιο Αθήνας 1991, Γεωργικό Πανεπιστήµιο Αθήνας 1998, Ηλιοπούλου 2001, Scottish Executive 2005). 7
4. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Οι νέες προσεγγίσεις για την αγροτική ανάπτυξη περιγράφονται εκτενώς σε πρόσφατες µελέτες και οδηγίες του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (OECD 2003, 2005, 2006, European Commission 2006, 2007). Σε αυτές τις µελέτες µπορούν να διακριθούν τρεις βασικές κατευθύνσεις: 1. Ο αγροτικός χαρακτήρας των περιοχών δεν είναι συνώνυµος µε την απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα της οικονοµίας. Παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές αγροτικής ανάπτυξης συχνά βασίζονται στην ανάπτυξη του γεωργικού τοµέα, οι αγροτικές περιοχές και ο αγροτικός πληθυσµός δεν εξαρτώνται µόνο από τη γεωργική ανάπτυξη. 2. Οι εξωγεωργικές δραστηριότητες γίνονται όλο και πιο σηµαντικές για την απασχόληση του αγροτικού πληθυσµού. Στην πραγµατικότητα οι αναπτυγµένες αγροτικές περιοχές χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη δραστηριοτήτων όπως η βιοµηχανία και ο τουρισµός. 3. Οι πολιτικές αγροτικής ανάπτυξης πρέπει να προωθούν µη γεωργικές δραστηριότητες µαζί µε µέτρα περιβαλλοντικής προστασίας και µέτρα για την βελτίωση της ποιότητας ζωής. Οι πολιτικές αγροτικής ανάπτυξης δεν είναι βασισµένες σε οικονοµικούς τοµείς αλλά στις δυνατότητες κάθε περιοχής µέσα από ολοκληρωµένα προγράµµατα ανάπτυξης. 5. ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α Στην Ελλάδα, σύµφωνα µε την Απογραφή Πληθυσµού της ΕΣΥΕ του 2001, αγροτικές περιοχές θεωρούνται αυτές όπου ο µεγαλύτερος οικισµός έχει πληθυσµό µικρότερο από 2000 κατοίκους, ενώ στις αστικές περιοχές το µεγαλύτερο πληθυσµιακό κέντρο έχει πληθυσµό µεγαλύτερο των 2000 κατοίκων (ΕΣΥΕ 2004). Πρέπει να σηµειωθεί ότι µέχρι και την Απογραφή του 1991, υπήρχε διάκριση όχι µόνο σε αστικές και αγροτικές, αλλά και σε ηµιαστικές περιοχές. Στις αστικές περιοχές το µεγαλύτερο αστικό κέντρο είχε πληθυσµό µεγαλύτερο των 10000 κατοίκων, ενώ στις ηµιαστικές 2000-10000 κατοίκους. Στην Απογραφή του 2001, οι ηµιαστικές περιοχές ενσωµατώθηκαν στις αστικές περιοχές. Παλαιότεροι 8
υπολογισµοί σχετικά µε την αντιστοιχία του ελληνικού ορισµού των αγροτικών περιοχών και του κριτηρίου της δηµογραφικής πυκνότητας του ΟΟΣΑ, κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι οι ηµιαστικές περιοχές στην Ελλάδα σύµφωνα µε το κριτήριο του ΟΟΣΑ θα έπρεπε να ταξινοµηθούν στις αγροτικές περιοχές. Στην περίπτωση αυτή το ποσοστό της ελληνικής επικράτειας το οποίο χαρακτηρίζεται ως αγροτικό ανέρχεται σε 95% (Γεωργικό Πανεπιστήµιο Αθήνας 1998). Σύµφωνα µε τον ορισµό των αγροτικών περιοχών στην Ελλάδα, ο αγροτικός πληθυσµός το 2001 ανερχόταν στο 27.2% του συνολικού πληθυσµού. ιαχρονικά ο αγροτικός πληθυσµός παρουσιάζει µείωση, από 35% το 1971 στο 27.2% το 2001. Στους χάρτες 1 και 2 παρουσιάζεται η γεωγραφική κατανοµή του αγροτικού πληθυσµού στους νοµούς της Ελλάδας για τις απογραφές Πληθυσµού 1991 και 2001. Ο αγροτικός πληθυσµός είναι υψηλότερος στις ορεινές περιοχές και χαµηλότερος κατά µήκος του αναπτυξιακού άξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Οι αναπτυγµένες περιοχές της χώρας βρίσκονται κατά µήκος αυτού του άξονα και χαρακτηρίζονται από χαµηλά ποσοστά αγροτικού πληθυσµού λόγω της ύπαρξης µεγάλων αστικών κέντρων. Επίσης η σύγκριση των δύο χαρτών δείχνει την µείωση του αγροτικού πληθυσµού τα τελευταία χρόνια. 9
Χάρτης 1. Αγροτικός πληθυσµός 1991 (Ηλιοπούλου 2001) 10
Χάρτης 2. Αγροτικός πληθυσµός 2001 11
6. Ο ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α Η γεωργία είναι ακόµα πολύ σηµαντική οικονοµική δραστηριότητα για τις αγροτικές περιοχές στην Ελλάδα. Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα της οικονοµίας έχει µειωθεί σηµαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά παραµένει υψηλή για τα ευρωπαϊκά δεδοµένα. Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα µειώθηκε από 30% το 1980 σε 12.6% το 2004, όταν ο µέσος όρος στην ΕΕ ήταν 3.8% το 2004 (Ελληνική ηµοκρατία 2007β). Στον χάρτη 3 παρουσιάζεται το ποσοστό του ενεργού πληθυσµού στον πρωτογενή τοµέα για το 2001. Τα µεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έχουν µικρό ποσοστό ενεργού πληθυσµού στον πρωτογενή τοµέα, αλλά σε απόλυτα µεγέθη η απασχόληση είναι σηµαντική. Επίσης αξιοσηµείωτο είναι το χαµηλό ποσοστό ενεργού πληθυσµού στον πρωτογενή τοµέα στις αγροτικές περιοχές των Κυκλάδων και της ωδεκανήσου, λόγω της τουριστικής ανάπτυξης. Στους χάρτες 4 και 5 παρουσιάζεται η µεταβολή της απασχόλησης για τις περιόδους 1971-1991 και 1981-2001. Η µεγάλη µείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα είναι εµφανής. Κατά την περίοδο 1971-1991 η µείωση είναι περισσότερο οµοιόµορφη στους νοµούς της χώρας, ενώ κατά την περίοδο 1981-2001 είναι µικρότερη κατά µήκος του αναπτυξιακού άξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Η γεωργία στην Ελλάδα αντιµετωπίζει πολλά διαρθρωτικά προβλήµατα, όπως το µικρό µέγεθος του κλήρου (4.8 Ha ανά εκµετάλλευση το 2003 έναντι 15.8 Ha στην ΕΕ-25) και ο πολυτεµαχισµός, µε µέσο µέγεθος αγροτεµαχίου τα 0.7 Ha. Το µερίδιο του πρωτογενή τοµέα στο ΑΕΠ µειώνεται (4.9% το 2004), ενώ οι επενδύσεις στον τοµέα επίσης µειώνονται. Η διείσδυση των νέων τεχνολογιών στον πρωτογενή τοµέα καθώς και οι δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη κινούνται σε χαµηλά επίπεδα. Τέλος η σύνδεση γεωργικής παραγωγής και µεταποίησης δεν είναι επαρκής. 12
Χάρτης 3. Ποσοστό ενεργού πληθυσµού στον πρωτογενή τοµέα 2001 13
Χάρτης 4. Απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα 1971-91 (Ηλιοπούλου 2001) 14
Χάρτης 5. Μεταβολή της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα 1981-2001 15
Το ανθρώπινο δυναµικό αντιµετωπίζει σοβαρό πρόβληµα γήρανσης (38% των αρχηγών των εκµεταλλεύσεων ήταν πάνω από 55 ετών το 2000), ενώ το µορφωτικό τους επίπεδο είναι χαµηλό (14.3% είναι αναλφάβητοι και 69% είναι απόφοιτοι δηµοτικού) (Ελληνική ηµοκρατία 2007β). Τέλος το γεωργικό εισόδηµα παρουσιάζει φθίνουσα πορεία σε σταθερές τιµές (Iliopoulou 2005). Στον χάρτη 6 παρουσιάζεται η εξέλιξη του γεωργικού εισοδήµατος για την περίοδο 1981-1998, όπου παρατηρείται µείωση του γεωργικού εισοδήµατος στους περισσότερους νοµούς και αύξηση κυρίως σε ορισµένους αναπτυγµένους νοµούς (Ν. Λάρισας, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και Λασιθίου). Στην Ελλάδα ο πιο σηµαντικός τοµέας της οικονοµίας είναι ο τριτογενής, ο οποίος απασχολούσε το 64.9% του ενεργού πληθυσµού το 2005, ενώ η απασχόληση στη µεταποίηση είναι πολύ χαµηλότερη (22.5%). Ο τουρισµός είναι ιδιαίτερα σηµαντικός για την αγροτική ανάπτυξη, δεδοµένου ότι παρέχει αναπτυξιακές δυνατότητες σε µικρά νησιά και ορεινές περιοχές, οι οποίες έχουν πολύ µικρές δυνατότητες στη γεωργία και τη µεταποίηση. 16
Χάρτης 6. Γεωργικό εισόδηµα 1981-1998 17
7. ΤΥΠΟΛΟΓΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α Στον ελληνικό χώρο η πρώτη έρευνα, η οποία κατέληξε σε τυπολογία αγροτικών περιοχών, εκπονήθηκε σε συνεργασία του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου και του Ε.Μ.Πολυτεχνείου το 1990 µε χρηµατοδότηση της Γενικής Γραµµατείας Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) µε τίτλο "Μεταβολές στον γεωργικό τοµέα και οικιστική διάρθρωση των αγροτικών περιοχών" 1. Σύµφωνα µε όσα αναπτύσσονται στην έρευνα αυτή, οι παρατηρούµενες διαφοροποιήσεις των αγροτικών περιοχών οφείλονται στους διαφορετικούς βαθµούς ενσωµάτωσης των αγροτικών περιοχών της Ελλάδας στις σύγχρονες συνθήκες άσκησης της γεωργίας της αγοράς. Ειδικότερα δύο είναι οι βασικοί παράγοντες διαφοροποίησης σύµφωνα µε τις υποθέσεις της έρευνας, το γεωργικό δυναµικό και η απόσταση από τα αστικά κέντρα. Σύµφωνα µε τα παραπάνω διατυπώθηκε η ακόλουθη τυπολογία για τον ελληνικό αγροτικό χώρο, η οποία είχε την έννοια των υποθέσεων εργασίας: 1. υναµικοί αγροτικοί οικισµοί που συνδυάζουν µια προσοδοφόρα γεωργική δραστηριότητα και µικρή απόσταση από τα αστικά κέντρα. 2. Οικισµοί µε ενδιάµεση ανάπτυξη που διαθέτουν ικανοποιητική γεωργική παραγωγική βάση, αλλά βρίσκονται σε σχετικά µεγάλες αποστάσεις από αστικά κέντρα. 3. Οικισµοί που δεν διαθέτουν επαρκή γεωργική παραγωγική βάση και που σε συνδυασµό µε την έλλειψη άλλων εναλλακτικών οικονοµικών δυνατοτήτων φθίνουν σταθερά. Η τυπολογία των νοµών της Ελλάδας µε βάση µια σειρά δηµογραφικών δεδοµένων, δεδοµένων υποδοµών και ποιότητας ζωής στους οικισµούς και δεδοµένων γεωργικής παραγωγής φαίνεται στον χάρτη 7. 1 Επιστηµονικός υπεύθυνος Κ. Παπαγεωργίου, Κύριοι ερευνητές: Σ. Αυγερινού, Π. Ηλιοπούλου 18
Χάρτης 7. Τυπολογία αγροτικών περιοχών στην Ελλάδα 1991 19
Περαιτέρω ανάλυση και µελέτη σε τρεις νοµούς-περιπτώσεις, στο επίπεδο δηµοτικού διαµερίσµατος (παλαιές κοινότητες) επιβεβαίωσε τις υποθέσεις της έρευνας και κατέληξε στο συµπέρασµα ότι ο σηµαντικότερος παράγοντας ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών είναι η πρόσβαση στα αστικά κέντρα υπό την έννοια της πρόσβασης σε παντός είδους υπηρεσίες. Ο ρόλος του γεωργικού δυναµικού εµφανίζεται σηµαντικά µικρότερος για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών µε βάση τα αποτελέσµατα της έρευνας. Μετά την αρχική αυτή τυπολογία µία σειρά άλλων τυπολογιών έχουν εκπονηθεί για τις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας (Γεωργικό Πανεπιστήµιο Αθήνας 1998, Ηλιοπούλου 2001, Iliopoulou, 2005, Iliopoulou, Stratakis, Tsatsaris 2006, Iliopoulou, Stratakis 2007). Η ανάγκη για την διατύπωση τυπολογιών προκύπτει από την πολυπλοκότητα του αγροτικού χώρου. Η µεµονωµένη εξέταση σειράς δεικτών δεν καταλήγει σε σαφή χωρικά πρότυπα, αφού κάθε δείκτης παρουσιάζει διαφορετική χωρική κατανοµή. Παράδειγµα τέτοιων διαφοροποιήσεων προκύπτει από τη σύγκριση της γεωγραφικής κατανοµής του αγροτικού πληθυσµού (χάρτης 2) και της κατανοµής της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα (χάρτης 3). Στις τυπολογίες που έχουν εκπονηθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, οι τύποι των αγροτικών περιοχών είναι παρόµοιοι, αλλά τα χωρικά πρότυπα µεταβάλλονται αφού αρκετές περιφέρειες ανήκουν σε διαφορετικούς τύπους αγροτικών περιοχών, ανάλογα µε τη χρονική περίοδο της ανάλυσης. Παρακάτω παρουσιάζονται δύο πρόσφατες τυπολογίες αγροτικών περιοχών, µία τυπολογία για την Ελλάδα σε επίπεδο νοµού (Iliopoulou 2005) και µία τυπολογία για την περιφέρεια της Κρήτης (Iliopoulou, Stratakis, Tsatsaris 2006) σε επίπεδο δηµοτικού διαµερίσµατος, όπου παρουσιάζεται αναλυτικά η µεθοδολογία που ακολουθήθηκε. 7.1. Τυπολογία αγροτικών περιοχών στην Ελλάδα Η µελέτη των χωρικών προτύπων στις αγροτικές περιοχές προϋποθέτει την επιλογή κατάλληλων δεικτών, οι οποίοι να περιγράφουν όσο το δυνατό ολοκληρωµένα τις αγροτικές περιοχές. Η επιλογή των δεικτών αντικατοπτρίζει βασικές συνιστώσες της αγροτικής ανάπτυξης, όπως δηµογραφικά και οικονοµικά δεδοµένα, αλλά σε µεγάλο 20
βαθµό προσδιορίζεται από τη διαθεσιµότητα δεδοµένων στη γεωγραφική κλίµακα της ανάλυσης. Μόνο µε τη συλλογή πρωτογενών δεδοµένων είναι δυνατή η ακριβέστερη περιγραφή των αγροτικών περιοχών (Γεωργικό Πανεπιστήµιο Αθήνας 1991). Στη συνέχεια οι δείκτες συνδυάζονται µε µία µέθοδο ταξινόµησης, συνήθως την cluster analysis, δεδοµένου ότι δεν είναι δυνατή η εξαγωγή συµπερασµάτων από την εξέταση µεµονωµένων δεικτών. 7.1.1. Η επιλογή των δεικτών Σε αυτή την εφαρµογή χρησιµοποιήθηκαν 14 δείκτες οι οποίοι περιγράφουν τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά, το γεωργικό δυναµικό, την εξωγεωργική απασχόληση και τις υποδοµές και αφορούν τους 51 νοµούς της Ελλάδας. Η επιλογή των 14 δεικτών έγινε από ένα µεγαλύτερο αριθµό δεικτών, µετά από µελέτη των τιµών τους. Οι δείκτες που χρησιµοποιήθηκαν στην ανάλυση φαίνονται στον πίνακα 1. Οι δείκτες οµαδοποιούνται σε τρεις µεγάλες κατηγορίες, τα δηµογραφικά δεδοµένα, τα δεδοµένα υποδοµών και συµπληρωµατικής απασχόλησης και τα δεδοµένα γεωργικής παραγωγής. Οι περισσότεροι αποτελούν σύνθετους δείκτες οι οποίοι συνοψίζουν τις εξελίξεις στις αγροτικές περιοχές κατά την τελευταία τριακονταετία. Ολα τα επιµέρους στοιχεία από τα οποία συντίθενται οι δείκτες είναι διαθέσιµα σε επίπεδο νοµού. Αρκετοί δείκτες προέκυψαν από επεξεργασία πρωτογενών δεδοµένων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) και των στατιστικών υπηρεσιών Υπουργείων. 21
Πίνακας 1. είκτες για την ταξινόµηση των αγροτικών περιοχών της Ελλάδας Α. ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ 1. ηµογραφική πυκνότητα 2001 2. Ποσοστιαία µεταβολή πληθυσµού 1981-1991 3. Ποσοστιαία µεταβολή πληθυσµού 1991-2001 4. είκτης γήρανσης πληθυσµού 2001 5. Ποσοστό αγροτικού πληθυσµού 2001 Β. Ε ΟΜΕΝΑ ΥΠΟ ΟΜΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ 6. Απασχόληση στον τουρισµό ως ποσοστό του ενεργού πληθυσµού 2001 7. Απασχόληση στα βιοµηχανικά καταστήµατα τροφίµων, ποτών και καπνοβιοµηχανίας 2001 8. Όγκος οικοδοµικής δραστηριότητας ανά κάτοικο 2000-04 Γ. Ε ΟΜΕΝΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ 9. Ποσοστό απασχολούµενων στη γεωργία 2001 10. Ποσοστιαία µεταβολή απασχολουµένων στη γεωργία 1981-2001 11. Απασχολούµενοι στη γεωργία ανά µονάδα γεωργικής γης 2000 12. Ρυθµός µεταβολής γεωργικού εισοδήµατος 1981-1998 13. Καλλιεργούµενες εκτάσεις στο σύνολο των εκτάσεων 2000 14. Ποσοστό αρδευόµενης γης 2000 Τα δηµογραφικά δεδοµένα, όπως προκύπτει από σχετικές µελέτες, αποτελούν τους σηµαντικότερους δείκτες που εκφράζουν την οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη µιας περιοχής συνολικά. Η δηµογραφική πυκνότητα αποτελεί δείκτη αστικότητας των περιοχών, ενώ οι πληθυσµιακές µεταβολές µεταξύ των Απογραφών Πληθυσµού αποτελούν δείκτες του δυναµισµού µιας περιοχής. Ο δείκτης γήρανσης, που υπολογίζεται ως το ποσοστό του γεροντικού πληθυσµού άνω των 65 ετών στο νεανικό πληθυσµό 0-14 ετών, δρα προς την αντίθετη κατεύθυνση και εκφράζει αρνητικά τον δυναµισµό της περιοχής. Ο συγκεκριµένος δείκτης προέκυψε από την επεξεργασία αδηµοσίευτων αναλυτικών δεδοµένων της Απογραφής Πληθυσµού 2001 σε επίπεδο νοµού. Το ποσοστό του αγροτικού πληθυσµού στο σύνολο του 22
πληθυσµού αποτελεί το κριτήριο της οριοθέτησης των αγροτικών περιοχών στην Ελλάδα. Εφόσον ο αγροτικός πληθυσµός περιλαµβάνει σύµφωνα µε τον ορισµό της ΕΣΥΕ περιλαµβάνει τον πληθυσµό που κατοικεί σε οικισµούς µε λιγότερους από 2.000 κατοίκους, αυτός ο δείκτης αποτελεί υποεκτίµηση του αγροτικού πληθυσµού, σύµφωνα µε το κριτήριο του ΟΟΣΑ (OECD 1994). Τα δεδοµένα υποδοµών και συµπληρωµατικής απασχόλησης περιλαµβάνουν µία σειρά δεικτών µε σκοπό να εκφράσουν τις επιµέρους πλευρές της αναπτυξιακής κατάστασης των αγροτικών περιοχών. Η απασχόληση στον τουρισµό είναι η κύρια εναλλακτική ευκαρία απασχόλησης σε πολλές αγροτικές περιοχές, κυρίως στα νησιά, όπου το γεωργικό δυναµικό είναι χαµηλό. Όµως οι τουριστικές δραστηριότητες είναι σηµαντικές και για πολλές δυναµικές περιοχές. Το ποσοστό του ενεργού πληθυσµού στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια είναι ένας δείκτης που εκφράζει την απασχόληση στον τουρισµό, δεν περιλαµβάνει όµως αρκετές οικονοµικές δραστηριότητες που συνδέονται µε τον τουρισµό, όπως είναι βιοτεχνίες τουριστικών ειδών, τα γραφεία ταξιδίων, τα εµπορικά καταστήµατα τα οποία λειτουργούν σε συνάρτηση µε την τουριστική δραστηριότητα, τα µη εγγεγραµµένα τουριστικά καταλύµατα (ενοικιαζόµενα δωµάτια) και ποικιλία άλλων δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια µε τα χρησιµοποιούµενα στοιχεία η απασχόληση στον τουρισµό εµφανίζεται µικρότερη από την πραγµατική. Η σύγκριση όµως της απασχόλησης στον τουρισµό µεταξύ των νοµών δεν θεωρείται ότι επηρεάζεται σηµαντικά από ο γεγονός αυτό, δεδοµένου ότι το σφάλµα θεωρείται ότι είναι ανάλογο της τουριστικής δραστηριότητας κάθε νοµού. Η απασχόληση σε γεωργικές βιοµηχανίες (τροφίµων, ποτών και καπνού) δείχνει τον βαθµό αξιοποίησης της γεωργικής παραγωγής και αποτελεί ένα δείκτη (όπως και ο τουρισµός) για την εξωγεωργική απασχόληση στην περιοχή και την ολοκληρωµένη αγροτική ανάπτυξη. Οι δύο παραπάνω δείκτες έχουν προκύψει από αδηµοσίευτα αναλυτικά δεδοµένα της Απογραφής Πληθυσµού της ΕΣΥΕ 2001. Ο όγκος της οικοδοµικής δραστηριότητας ανά κάτοικο σε µία πενταετία εκφράζει την οικιστική ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών και συνδέεται µε την ύπαρξη εισοδηµάτων, την τουριστική ανάπτυξη και την ελκυστικότητα των περιοχών. 23
Τα δεδοµένα γεωργικής παραγωγής συνδυάζουν ως επι το πλείστον δύο µεταβλητές (σύνθετοι δείκτες). Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα περιλαµβάνει τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη θήρα, τη δασοκοµία και την αλιεία και αποτελεί βασικό δείκτη για το γεωργικό δυναµικό των περιοχών, αν και η εξάρτηση από τον πρωτογενή τοµέα συνδέεται συχνά µε φθίνουσες περιοχές. Η µεταβολή της απασχόλησης στη γεωργία για την εικοσαετία 1981-2001 δείχνει τις τάσεις στην οικονοµική δοµή των περιοχών που µπορεί να θεωρηθούν είτε αρνητικές είτε θετικές για το γεωργικό δυναµικό µιας περιοχής, ανάλογα µε τη συσχέτισή της µε τους υπόλοιπους δείκτες. Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα για το 2001 έχει προκύψει από την επεξεργασία αδηµοσίευτων αναλυτικών στοιχείων της ΕΣΥΕ. Οι απασχολούµενοι στον πρωτογενή τοµέα ανά στρέµµα καλλιεργούµενης έκτασης αποτελούν ένα δείκτη για την πίεση πάνω στη γεωργική γη. Το γεωργικό εισόδηµα αποτελεί πολύ σηµαντικό δείκτη γεωργικής ανάπτυξης και συνδέεται µε την κερδοφόρα λειτουργία των γεωργικών εκµεταλλεύσεων. Στην εργασία αυτή χρησιµοποιήθηκε ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής του γεωργικού εισοδήµατος σε σταθερές τιµές για την περίοδο 1981-1998, ο οποίος υπολογίστηκε από αδηµοσίευτα στοιχεία του Υπ. Γεωργίας. Τέλος, το ποσοστό της καλλιεργούµενης γης στο σύνολο της γεωργικής γης και το ποσοστό των αρδευοµένων εκτάσεων εκφράζουν την ποιότητα της γεωργικής γης, δεδοµένου ότι µε την µετάβαση στην γεωργία της αγοράς οι λιγότερο πλεονεκτικές εκτάσεις εγκαταλείπονται, ενώ οι αρδευόµενες εκτάσεις συνδέονται µε προσοδοφόρες καλλιέργειες. 7.1.2. Περιγραφή των δεικτών Η µέση πληθυσµιακή πυκνότητα το 2001 ήταν 83.1 κάτοικοι ανά τ.χλµ. Οι υψηλότερες πληθυσµιακές πυκνότητες παρατηρούνται στους νοµούς Αττικής και Θεσσαλονίκης (987.8 and 287.2 κάτοικοι ανά τ.χλµ αντιστοίχως), όπου βρίσκονται τα δύο µεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας. Οι χαµηλότερες πληθυσµιακές πυκνότητες παρατηρούνται σε ορισµένες ορεινές και σχετικά αποµονωµένες περιοχές (νοµοί Γρεβενών, Ευρυτανίας και Φωκίδας), όπου οι πληθυσµιακές πυκνότητες είναι γύρω 24
στους 20 κατοίκους ανά τ.χλµ. Αρκετά υψηλές πληθυσµιακές πυκνότητες παρατηρούνται στους νησιωτικούς νοµούς της Κέρκυρας και του Ηρακλείου Κρήτης, καθώς και στο νοµό Αχαίας (περίπου 100 κάτοικοι ανά τ.χλµ). Η µεγάλη πλειοψηφία των νοµών της χώρας έχουν πληθυσµιακές πυκνότητες µεταξύ 20 έως 100 κατοίκους ανά τ.χλµ. Παρατηρείται γενικά συγκέντρωση του πληθυσµού στα ανατολικά παράλια της χώρας, τη Β. Πελοπόννησο και ορισµένα νησιά. Η µέση µεταβολή πληθυσµού µεταξύ 1981 και 1991 ήταν 5.3%. Ο νοµός Αττικής, ο οποίος συγκέντρωσε πληθυσµό από την υπόλοιπη χώρα τις προηγούµενες δεκαετίες, είχε πληθυσµιακή αύξηση κάτω του εθνικού µέσου (4.6%). Αντίθετα αρκετοί νοµοί αύξησαν τον πληθυσµό τους κατά ποσοστό άνω του 10%. Οι πιο δυναµικές περιοχές βρίσκονται σε µικρή απόσταση από την Περιφέρεια Πρωτεύουσας (νοµοί Κορινθίας, Βοιωτίας και Εύβοιας) ή είναι τουριστικές περιοχές (νοµοί Χαλκιδικής, ωδεκανήσου και Ρεθύµνου). Αντίθετα σε αρκετούς νοµούς ο πληθυσµός µειώθηκε, µε το νοµό Ευρυτανίας να εµφανίζει τη µεγαλύτερη µείωση (-7.2%). Η µέση µεταβολή πληθυσµού µεταξύ 1991 και 2001 ήταν 6.9% µε τους περισσότερους νοµούς να έχουν αύξηση του πληθυσµού. Ενώ η αύξηση του πληθυσµού στο Ν. Αττικής ήταν κοντά στον εθνικό µέσο, αρκετοί νοµοί αύξησαν τον πληθυσµό τους κατά ποσοστό αρκετά µεγαλύτερο του 10%, ίσως λόγω της εισροής µεταναστών. Αρκετοί από τους νοµούς αυτούς χαρακτηρίζονται από ένα ισχυρό τουριστικό τοµέα, ενώ λίγοι είναι εκείνοι όπου ο πρωτογενής τοµέας είναι ισχυρός, ενώ αξιοσηµείωτη είναι η αύξηση του πληθυσµού στο Ν. Ευρυτανίας κατά 31.9%, η µεγαλύτερη σε όλους τους νοµούς. Από την άλλη πλευρά, µόνο πέντε νοµοί είχαν µείωση του πληθυσµού, µε τη µεγαλύτερη µείωση να παρατηρείται στο Ν. Αρκαδίας (-3.1%). Αντίθετα κατά την περίοδο 1981-91 εννέα νοµοί είχαν µείωση και το εύρος της µεταβολής πληθυσµού ήταν µεγαλύτερο, γεγονός που υποδηλώνει δηµογραφική σταθεροποίηση στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο 1991-2001. Ο δείκτης γήρανσης υπολογίζεται ως η αναλογία του ηλικιωµένου (πάνω από 65 ετών) προς το νεανικό πληθυσµό (0-14 ετών). Το 2001 ο δείκτης γήρανσης στην Ελλάδα ήταν πάνω από 110%, δηλαδή ο γεροντικός πληθυσµός ήταν µεγαλύτερος από τον νεανικό. Μόνο σε εννέα νοµούς ο νεανικός πληθυσµός ήταν µεγαλύτερος από τον γεροντικό. Ο χαµηλότερος δείκτης γήρανσης (65%) παρατηρείται στους 25
νοµούς ωδεκανήσου και Ξάνθης, ενώ ο µεγαλύτερος (πάνω από 180%) στους ορεινούς νοµούς των Γρεβενών, της Φωκίδας και της Ευρυτανίας. Το ποσοστό του αγροτικού πληθυσµού ήταν 27.2% το 2001 και αποτελεί την οριοθέτηση του αγροτικού χώρου στην Ελλάδα, σύµφωνα µε τον ορισµό της ΕΣΥΕ. Οι νοµοί Αττικής και Θεσσαλονίκης έχουν τα µικρότερα ποσοστά αγροτικού πληθυσµού (1% και 7% αντιστοίχως). Η διάµεσος της κατανοµής είναι 50% και αρκετοί νοµοί έχουν ποσοστό αγροτικού πληθυσµού πάνω από 60% (χάρτης 2), κυρίως σε ορεινές περιοχές, ορισµένα νησιά και την Πελοπόννησο. Το µέσο ποσοστό του ενεργού πληθυσµού στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια (απασχόληση στον τουρισµό) ήταν 5.9% το 2001. Υψηλά ποσοστά παρατηρούνται σε τουριστικές περιοχές, όπως οι νοµοί ωδεκανήσου (23.2%), Κέρκυρας (18.2%) και Ρεθύµνου (16.1%). Τα χαµηλότερα ποσοστά (γύρω στο 4%) παρατηρούνται σε ορισµένες γεωργικές περιοχές (νοµοί Πέλλας και Ηµαθίας), σε περιοχές µε περιορισµένο οικονοµικό δυναµικό (νοµοί Ροδόπης και Ξάνθης) και σε περιοχές µε ισχυρή παρουσία του δευτερογενή τοµέα (Ν. Βοιωτίας). Η απασχόληση στις βιοµηχανίες τροφίµων, ποτών και καπνού αποτελεί ένα δείκτη για τις δυνατότητες µεταποίησης της αγροτικής παραγωγής. Είναι υψηλότερη στους νοµούς Αττικής (30.794 άτοµα) και Θεσσαλονίκης (14.808 άτοµα) και αρκετά υψηλή σε ορισµένες γεωργικές περιφέρειες, όπως οι νοµοί Λάρισας και Ηµαθίας (πάνω από 3.000 άτοµα). Η χαµηλότερη απασχόληση στις γεωργικές βιοµηχανίες παρατηρείται σε ορεινές, νησιωτικές και αποµακρυσµένες περιοχές (για παράδειγµα στο νοµό Ευρυτανίας µε απασχόληση 78 άτοµα). Ο όγκος της οικοδοµικής δραστηριότητας ήταν κατά µέσο όρο 33µ 3 /κάτοικο για την περίοδο 2000-04. Οι υψηλότερες τιµές παρατηρούνται σε περιοχές µε ισχυρή εξωγεωργική δραστηριότητα, δηλαδή σε βιοµηχανικές περιοχές, όπως ο Ν. Βοιωτίας µε 92.4µ 3 /κάτοικο, και σε τουριστικές περιοχές, όπως οι νοµοί Χαλκιδικής, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Κυκλάδων, όπου η οικοδοµική δραστηριότητα υπερβαίνει τα 60µ 3 /κάτοικο. Οι χαµηλότερες τιµές παρατηρούνται στους νοµούς Ευρυτανίας και Ηλείας µε 13.4 and 15.6 µ 3 /κάτοικο αντιστοίχως. 26
Το ποσοστό του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού στον πρωτογενή τοµέα αποτελεί βασικό δείκτη για την ταξινόµηση των αγροτικών περιοχών. Το υψηλό ποσοστό απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα δεν εκφράζει αναγκαστικά µία δυναµική αγροτική οικονοµία, αφού συχνά συνδέεται µε καλυµµένη ανεργία και έλλειψη εναλλακτικών δυνατοτήτων απασχόλησης. Στην Ελλάδα το ποσοστό του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού στον πρωτογενή τοµέα ήταν 13% το 2001. Τα χαµηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στους αστικοποιηµένους νοµούς της Αττικής και της Θεσσαλονίκης (1% και 4.4% αντιστοίχως), καθώς και στον τουριστικό νοµό ωδεκανήσου (4.1%). Αρκετά υψηλά ποσοστά παρατηρούνται στους νοµούς Λακωνίας και Πέλλας (40%). Η µεταβολή της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα κατά την εικοσαετία 1981-2001 αντανακλά τις ριζικές µεταβολές στην παραγωγική δοµή των ελληνικών περιφερειών. Στις περισσότερες από αυτές ο τριτογενής τοµέας επικρατεί στην απασχόληση, ενώ εµφανίζει και την µεγαλύτερη παραγωγικότητα σε σχέση µε τους υπόλοιπους τοµείς της οικονοµίας. Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα µειώθηκε κατά 40% στην Ελλάδα κατά την εικοσαετία 1981-2001 (Χάρτης 5). Όλοι οι νοµοί, µε εξαίρεση το Ν. Αττικής, παρουσίασαν µείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα. Γενικά οι νοµοί µε τη µικρότερη µείωση βρίσκονται στα παράλια της Ανατολικής Ελλάδας και οι νοµοί µε τη µεγαλύτερη µείωση σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Ο Ν. Αττικής παρουσίασε µικρή αύξηση της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα κατά 1%, η οποία µπορεί να αποδοθεί στην αυξηµένη ζήτηση γεωργικών προϊόντων από την πόλη των Αθηνών, η οποία κάνει επικερδή τη γεωργική δραστηριότητα. Ορισµένοι νοµοί, όπως οι Ν. Βοιωτίας και Κορινθίας εξ αιτίας της γειτνίασης µε το Ν. Αττικής παρουσίασαν σχετικά µικρή µείωση της απασχόλησης στη γεωργία (γύρω στο 10%). Επίσης δυναµικές γεωργικές περιφέρειες, όπως οι νοµοί Λάρισας, Ηµαθίας και Πέλλας παρουσίασαν µέτρια µείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα, µικρότερη του 20%. Η µεγαλύτερη µείωση παρατηρήθηκε σε ορεινές και νησιωτικές αγροτικές περιοχές, όπου το γεωργικό δυναµικό είναι περιορισµένο και τα παραγόµενα προϊόντα δεν µπορούν να αντιµετωπίσουν τον ανταγωνισµό από άλλες περιφέρειες και από τις διεθνείς αγορές. Παραδείγµατα τέτοιων περιοχών είναι οι νησιωτικοί νοµοί Λευκάδας και Χίου και οι ορεινοί νοµοί Φωκίδας, Αρκαδίας και 27
Ευρυτανίας, στους οποίους η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα µειώθηκε κατά ποσοστό µεγαλύτερο του 65%. Η αναλογία των απασχολούµενων στον πρωτογενή τοµέα προς την έκταση της γεωργικής γης αποτελεί ένα δείκτη της πίεσης που ασκείται στη γεωργική γη. Ο εθνικός µέσος είναι 18 απασχολούµενοι ανά 1000 στρέµµατα γεωργικής γης. Χαµηλές τιµές του δείκτη (λιγότεροι από 10 απασχολούµενοι ανά 1000 στρέµµατα) παρατηρούνται σε ορισµένες ορεινές περιοχές, όπως είναι οι νοµοί Κοζάνης και Γρεβενών) καθώς και σε ορισµένα νησιά. Οι χαµηλές τιµές του δείκτη µπορούν να αποδοθούν σε περιορισµένη γεωργική δραστηριότητα. Υψηλές τιµές του δείκτη παρατηρούνται ή σε προβληµατικές περιοχές, όπως ο Ν. Ευρυτανίας (43 άτοµα), ή σε περιοχές µε εντατική εκµετάλλευση της γεωργικής γης, όπως είναι οι νοµοί Αττικής, Πέλλας, Λασιθίου και Πιερίας, όπου η αναλογία απασχολουµένων προς γεωργική γη υπερβαίνει τα 30 άτοµα. Ο ρυθµός µεταβολής του γεωργικού εισοδήµατος για την περίοδο 1981-96 προκύπτει αρνητικός για τους περισσότερους νοµούς της χώρας, παρά την γενική παραδοχή για αύξηση του γεωργικού εισοδήµατος µετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την παροχή ενισχύσεων από την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι υπολογισµοί έγιναν σε σταθερές τιµές, ενώ τα (αδηµοσίευτα) στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας δίνουν ως γεωργικό εισόδηµα το σύνολο των εισροών µείον τις αποσβέσεις και τους φόρους.το γεωργικό εισόδηµα περιλαµβάνει την προστιθεµένη αξία συν τις επιδοτήσεις, ενώ δεν περιλαµβάνονται οι φόροι και οι αποσβέσεις. Αξιόπιστα δεδοµένα ήταν διαθέσιµα για την περίοδο 1981-1998 και προήλθαν από τη στατιστική υπηρεσία του Υπ. Γεωργίας. Ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής υπολογίστηκε µε τη συνάρτηση της εκθετικής µεταβολής, αφού έγινε αποπληθωρισµός σε σταθερές τιµές 1998. Σε απόλυτα µεγέθη για το έτος 1998, το υψηλότερο γεωργικό εισόδηµα παρατηρείται στο νοµό Λάρισας, ενώ επίσης υψηλά εισοδήµατα παρατηρούνται στους νοµούς Ηρακλείου, Θεσσαλονίκης και Αττικής. Τα χαµηλότερα γεωργικά εισοδήµατα παρατηρούνται στους νοµούς Ευρυτανίας και Αρκαδίας. Ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής για το σύνολο της χώρας υπολογίστηκε αρνητικός αλλά κοντά στο µηδέν (-0.33%). Ορισµένες ορεινές και νησιωτικές περιοχές είχαν µεγάλη µείωση του γεωργικού εισοδήµατος για την περίοδο 1981-1998 (-9% ο Ν. Ευρυτανίας και γύρω στο -5% οι νοµοί Τρικάλων, 28
Κυκλάδων και Αρκαδίας). Αντίθετα, ορισµένοι νησιωτικοί νοµοί (Λέσβου, Ζακύνθου και Σάµου) είχαν µέσο ετήσιο ρυθµό µεταβολής πάνω από 3%. Επίσης σχετικά υψηλή θετική µεταβολή είχαν οι νοµοί Λάρισας, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και Λασιθίου (χάρτης 6). Η καλλιεργούµενη γη περιλαµβάνει την αρόσιµη γη και τις µόνιµες καλλιέργειες. Το ποσοστό της καλλιεργούµενης γης στην συνολική έκταση κάθε νοµού αποτελεί δείκτη γεωργικού δυναµικού. Το µέσο ποσοστό για την Ελλάδα ήταν 22% το 2000. Τα χαµηλότερα ποσοστά (κάτω του 5%) παρατηρείται σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές, όπως οι νοµοί Ευρυτανίας, Σάµου, Ιωαννίνων, Φωκίδας, ωδεκανήσου και Αρκαδίας. Τα υψηλότερα ποσοστά καλλιεργούµενης γης (πάνω από 40%) παρατηρούνται στο Ν. Κέρκυρας και σε ορισµένους νοµούς της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας (νοµοί Σερρών, Έβρου, Λάρισας και Καρδίτσας) Το ποσοστό της γεωργικής γης το οποίο αρδεύεται είναι επίσης ένας δείκτης γεωργικού δυναµικού. Το µέσο ποσοστό για την Ελλάδα είναι 42% και εµφανίζει µεγάλη διακύµανση από 3% σε 96%. Τα χαµηλότερα ποσοστά αρδευοµένων εκτάσεων (κάτω από 10%) παρατηρούνται σε νησιωτικούς νοµούς του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε πεδινές περιοχές, όπως οι νοµοί Ηµαθίας, Καρδίτσας και Πέλλας, στα οποία περίπου 90% της γεωργικής γης είναι αρδευόµενη. 7.1.3. Ταξινόµηση των νοµών της Ελλάδας (cluster analysis) Η περιγραφή των επιµέρους δεικτών έδειξε ότι ακολουθούν διαφορετικά χωρικά πρότυπα και η συγκριτική εξέταση των τιµών τους δεν είναι δυνατό να οδηγήσει στην οµαδοποίηση των αγροτικών περιοχών. Για τον λόγο αυτό εφαρµόστηκε η πολυµεταβλητή στστιστική τεχνική της Cluster Analysis, η οποία στηρίζεται στον υπολογισµό της µήτρας των ευκλείδειων αποστάσεων στο ν-διάστατο χώρο των µεταβλητών (δεικτών). Ειδικότερα, στην εργασία αυτή χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος Ward, η οποία εξασφαλίζει την όσο δυνατό µεγαλύτερη οµοιογένεια (µικρότερη µεταβλητότητα) στο εσωτερικό των οµάδων (Johnston 1976). 29
Η οµαδοποίηση ξεκινά από τις παρατηρήσεις (νοµούς) µε τη µικρότερη απόσταση και συνεχίζει έως ότου όλοι οι νοµοί να αποτελέσουν µία οµάδα. Ο αριθµός των οµάδων στην εργασία αυτή κυµαίνεται από µία έως 51 οµάδες, όσες δηλαδή και ο αριθµός των νοµών που οµαδοποιούνται. Σηµειώνεται ότι σε αυτή την εφαρµογή της µεθόδου της cluster analysis δεν έχει τεθεί περιορισµός γεωγραφικής συνέχειας των νοµών που ανήκουν στην ίδια οµάδα. Η επιλογή του αριθµού των οµάδων (clusters) γίνεται εµπειρικά µετά από την εξέταση του δένδρου των συνδέσεων που δείχνει την ακριβή σειρά µε την οποία σχηµατίζονται οι οµάδες των νοµών. Η λύση που παρουσιάζεται στον Χάρτη 8 είναι τα επτά clusters, εκ των οποίων δύο αποτελούνται από ένα νοµό - ειδική περίπτωση, τους νοµούς Αττικής και Ευρυτανίας. Εποµένως στην πραγµατικότητα σχηµατίζονται πέντε οµάδες νοµών. Παρακάτω γίνεται η περιγραφή των clusters σύµφωνα µε τους δείκτες που χρησιµοποιήθηκαν στην ανάλυση. Η Αττική είναι η περιφέρεια µε την υψηλότερη πληθυσµιακή πυκνότητα 987.8 κατοίκους ανά τ.χλµ., συνεχή αύξηση του πληθυσµού, η οποία είναι κοντά στον εθνικό µέσο, σχετικά νεανικό πληθυσµό και µικρό ποσοστό αγροτικού πληθυσµού. Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα της οικονοµίας είναι χαµηλή αλλά αυξήθηκε κατά την περίοδο 1981-2001, κάτι που αποτελεί εξαίρεση για τα δεδοµένα της χώρας. Το ποσοστό της καλλιεργούµενης γης είναι χαµηλό (8%) και το ποσοστό της αρδευόµενης γης είναι χαµηλότερο από τον εθνικό µέσο. Η αναλογία απασχολούµενων στη γεωργία προς την έκταση της γεωργικής γης είναι η δεύτερη υψηλότερη στη χώρα µετά το Ν. Ευρυτανίας. Το γεωργικό εισόδηµα ήταν διπλάσιο του εθνικού µέσου σε απόλυτα µεγέθη για το έτος 1998 και παρουσίασε θετική µεταβολή (1.1%) κατά την περίοδο 1981-98. Το ποσοστό του ενεργού πληθυσµού στον τουρισµό είναι χαµηλότερο από τον εθνικό µέσο, ενώ η απασχόληση στις βιοµηχανίες τροφίµων, ποτών και καπνού είναι η υψηλότερη στη χώρα. Τέλος, η οικοδοµική δραστηριότητα είναι χαµηλότερη από τον εθνικό µέσο. 30
Χάρτης 8. Τυπολογία αγροτικών περιοχών στην Ελλάδα 2005 31
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνδέονται µε το γεγονός ότι η Αττική συγκεντρώνει το ένα τρίτο του πληθυσµού της Ελλάδας, παρουσιάζει δηµογραφική ανάπτυξη, έχει πολλές δυνατότητες απασχόλησης εκτός της γεωργίας και παρόλο ότι η γεωργική γη υφίσταται πιέσεις από την αστικοποίηση, διατηρεί κερδοφόρα γεωργική δραστηριότητα εξ αιτίας της αυξηµένης ζήτησης για γεωργικά προϊόντα από τον αστικό πληθυσµό. Η οµάδα των δυναµικών περιοχών περιλαµβάνει έξι νοµούς οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την εγγύτητα σε µεγάλα αστικά κέντρα και από την οικονοµική τους διαφοροποίηση. Βρίσκονται κατά µήκος του αναπτυξιακού άξονα της χώρας (Αθήνα-Θεσσαλονίκη) και στη Β. Πελοπόννησο. Αυτή η οµάδα νοµών χαρακτηρίζεται από δηµογραφική ανάπτυξη, δηλαδή υψηλή πληθυσµιακή πυκνότητα, συνεχή πληθυσµιακή ανάπτυξη, αρκετά πάνω από το µέσο όρο για την περίοδο 1981-2001 και σχετικά νεανικό πληθυσµό. Το ποσοστό του αγροτικού πληθυσµού είναι κάτω του εθνικού µέσου, εξ αιτίας της ύπαρξης µεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Θεσσαλονίκη και η Πάτρα. Το µέγεθος της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα είναι µικρότερο του εθνικού µέσου, αλλά επίσης µικρότερη είναι η µείωση της απασχόλησης στην περίοδο 1981-2001. Το ποσοστό της καλλιεργούµενης γης είναι λίγο υψηλότερο από τον εθνικό µέσο, ενώ το ποσοστό της αρδευόµενης γης και η αναλογία απασχολούµενων στον πρωτογενή τοµέα προς την έκταση της γεωργικής γης είναι χαµηλότερα από τον εθνικό µέσο. Το γεωργικό εισόδηµα υπερβαίνει ελαφρά τον εθνικό µέσο, ενώ ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής είναι θετικός (0.22%). Η απασχόληση στον τουρισµό είναι κοντά στον εθνικό µέσο, ενώ η απασχόληση στις γεωργικές βιοµηχανίες είναι σχεδόν διπλάσια από το µέσο της χώρας. Τέλος, η οικοδοµική δραστηριότητα ανά κάτοικο είναι µεγαλύτερη συγκρινόµενη µε τον εθνικό µέσο. Η παραπάνω περιγραφή των δεικτών δείχνει ότι αυτή η οµάδα νοµών είναι αρκετά πυκνοκατοικηµένη µε µάλλον χαµηλό ποσοστό αγροτικού πληθυσµού. Η παρουσία µεγάλων αστικών κέντρων περιορίζει το µερίδιο του πρωτογενή τοµέα και υπάρχει διαφοροποίηση των οικονοµιών µε δραστηριότητες του δευτερογενή και του τριτογενή τοµέα. Όµως η οικονοµική δραστηριότητα στον πρωτογενή τοµέα, αν και περιορισµένη, είναι αρκετά επικερδής, οι γεωργικοί πόροι είναι αξιόλογοι και η 32
µείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα είναι αρκετά χαµηλότερη σε σχέση µε άλλες περιοχές. Η οµάδα των δυναµικών γεωργικών περιοχών αποτελείται από εννέα νοµούς. Χαρακτηρίζονται από µικρότερη του εθνικού µέσου δηµογραφική πυκνότητα, σταθερή πληθυσµιακή ανάπτυξη παρόµοια µε τον εθνικό µέσο και σχετικά νεανικό πληθυσµό. Το ποσοστό του αγροτικού πληθυσµού είναι πολύ υψηλότερο από τον εθνικό µέσο (39% έναντι 27%). Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα είναι 26% του ενεργού πληθυσµού και είναι διπλάσια από τον εθνικό µέσο. Μειώθηκε κατά 28% κατά την περίοδο 1981-2001, µείωση πολύ µικρότερη από τον εθνικό µέσο και η µικρότερη µεταξύ των clusters. Το ποσοστό της καλλιεργούµενης γης είναι κοντά στον εθνικό µέσο, ενώ το ποσοστό της αρδευόµενης γης είναι πολύ υψηλότερο (61% έναντι 42%). Η αναλογία απασχολουµένων στη γεωργία προς τη χρησιµοποιούµενη γεωργική γη είναι 23 άτοµα ανά 1000 στρέµµατα και είναι πάνω από τον εθνικό µέσο. Το γεωργικό εισόδηµα για το έτος 1998 ήταν το δεύτερο µεγαλύτερο µεταξύ των clusters µετά την Αττική, ενώ ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής ήταν θετικός (1.2%) και ο υψηλότερος µεταξύ των επτά clusters. Η απασχόληση στον τουρισµό είναι λίγο πάνω από τον εθνικό µέσο, ενώ η απασχόληση στις γεωργικές βιοµηχανίες και η οικοδοµική δραστηριότητα είναι περίπου ίσες µε τον εθνικό µέσο. Οι νοµοί που ανήκουν σε αυτή την οµάδα νοµών χαρακτηρίζονται από σηµαντικό γεωργικό δυναµικό, κυρίως οι νοµοί Λάρισας, Ηµαθίας και Πέλλας και τρεις νοµοί της Κρήτης, ενώ είναι κοντά σε αστικά κέντρα και αυτοκινητόδροµους. Αρκετοί από τους νοµούς βρίσκονται κατά µήκος του αναπτυξιακού άξονα της χώρας. Ο συνδυασµός γεωργικού δυναµικού και πρόσβασης στις αγορές και τις υπηρεσίες έχει ως αποτέλεσµα τη δηµογραφική ανάπτυξη και την επικερδή γεωργική δραστηριότητα. Η περιφέρεια αποτελείται από 20 νοµούς οι οποίοι γενικά έχουν µέτριες επιδόσεις στους περισσότερους δείκτες. Αυτοί οι νοµοί έχουν µικρότερη από τον εθνικό µέσο δηµογραφική πυκνότητα και πληθυσµιακή ανάπτυξη, ενώ η γήρανση του πληθυσµού είναι υψηλότερη από τον εθνικό µέσο (137% έναντι 110%). Το ποσοστό του αγροτικού πληθυσµού είναι από τα υψηλότερα (52%). Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα είναι επίσης υψηλή (29%), ενώ µειώθηκε κατά 43% κατά την 33
περίοδο 1981-2001. Οι δείκτες για την καλλιεργούµενη γη, την αρδευόµενη γη, την πίεση στη γεωργική γη και το γεωργικό εισόδηµα είναι κοντά στον εθνικό µέσο. Οι δείκτες για την απασχόληση στον τουρισµό και τις γεωργικές βιοµηχανίες καθώς και την οικοδοµική δραστηριότητα είναι χαµηλότεροι σε σχέση µε τους αντίστοιχους δείκτες για το σύνολο της χώρας. Οι νοµοί της οµάδας αυτής βρίσκονται στη βόρεια, την κεντρική και τη νότια Ελλάδα και χαρακτηρίζονται από επαρκές γεωργικό δυναµικό, κάποια διαφοροποίηση των οικονοµιών τους και περιορισµένη πρόσβαση στα αστικά κέντρα και τα δίκτυα µεταφορών µε αποτέλεσµα µέτρια πληθυσµιακή ανάπτυξη και σχετικά προσοδοφόρα αλλά φθίνουσα γεωργική δραστηριότητα. Η οµάδα των φθινουσών περιοχών αποτελείται από οκτώ νοµούς µε αρνητικές επιδόσεις στους περισσότερους δείκτες. Η δηµογραφική πυκνότητα και η πληθυσµιακή ανάπτυξη είναι οι χαµηλότερες µεταξύ των clusters και ο δείκτης γήρανσης ο υψηλότερος µετά το Ν. Ευρυτανίας. Το ποσοστό του αγροτικού πληθυσµού είναι υψηλό (54%). Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα είναι κοντά στον εθνικό µέσο, αλλά µειώθηκε κατά 62% στην εικοσαετία 1981-2001. Τα ποσοστά της καλλιεργούµενης και της αρδευόµενης γης είναι χαµηλά (10% και 17% αντιστοίχως), ενώ η πίεση στην γεωργική γη είναι µάλλον χαµηλή. Το γεωργικό εισίδηµα είναι χαµηλό και είχε αρνητικό ρυθµό µεταβολής χαµηλότερο του εθνικού µέσου (-1.9% έναντι -0.3%). Οι δείκτες για την απασχόληση στον τουρισµό και την οικοδοµική δραστηριότητα είναι κοντά στον εθνικό µέσο, αλλά η απασχόληση στις γεωργικές βιοµηχανίες είναι πολύ χαµηλότερη Αυτοί οι νοµοί είναι ορεινές περιοχές ή νησιά, µε φτωχό γεωργικό δυναµικό και µειωµένες προσβάσεις, µε αποτέλεσµα η γεωργική δραστηριότητα να µην είναι επικερδής. Παρά την ύπαρξη εναλλακτικών οικονοµικών δραστηριοτήτων, κυρίως στο Ν. Ιωαννίνων, η δηµογραφική παρακµή κυρίως µε την έννοια της γήρανσης του πληθυσµού, περιορίζει σηµαντικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες των περιοχών αυτών. Η οµάδα των τουριστικών περιοχών αποτελείται από έξι νησιωτικούς νοµούς στους οποίους ο τουρισµός είναι πολύ αναπτυγµένος. Χαρακτηρίζονται από χαµηλότερη 34
του εθνικού µέσου δηµογραφική πυκνότητα και υψηλό ποσοστό αγροτικού πληθυσµού (51%). Είχαν την µεγαλύτερη αύξηση του πληθυσµού µεταξύ των clusters, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1991-2001 (15%), ενώ ο πληθυσµός τους είναι σχετικά νεανικός. Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα είναι λίγο µικρότερη από τον εθνικό µέσο, ενώ η µείωση της απασχόλησης κατά την περίοδο 1981-2001 ήταν η δεύτερη µεγαλύτερη µεταξύ των clusters (-54%). Τα ποσοστά της καλλιεργούµενης και της αρδευόµενης γης είναι χαµηλά και η πίεση στη γεωργική γη µέτρια. Το γεωργικό εισόδηµα ήταν το δεύτερο χαµηλότερο µεταξύ των clusters το 1998, αλλά ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής ήταν θετικός κατά την περίοδο 1981-98. Το ποσοστό του ενεργού πληθυσµού στον τουρισµό είναι τριπλάσιο του εθνικού µέσου (18% έναντι 6%), ενώ η απασχόληση στις γεωργικές βιοµηχανίες είναι η χαµηλότερη (µαζί µε την οµάδα των φθινουσών περιοχών). Τέλος, η οικοδοµική δραστηριότητα είναι η υψηλότερη, ίση µε αυτή των δυναµικών περιοχών. Οι νοµοί της οµάδας αυτής περιλαµβάνουν ορισµένους από τους διασηµότερους τουριστικούς προορισµούς στην Ελλάδα, όπως τα ωδεκάνησα, οι Κυκλάδες και η Κέρκυρα. Η γεωργική δραστηριότητα είναι περιορισµένη αλλά επικερδής και η µεταποίηση δεν είναι αναπτυγµένη. Με την εξαίρεση του Ν. Ρεθύµνης, οι νοµοί αυτής της οµάδας βρίσκονται µακριά από τα µεγάλα αστικά κέντρα και είναι αποµονωµένοι από τα δίκτυα µεταφορών. Ο τουρισµός είναι ο τοµέας στον οποίο στηρίζεται η οικονοµία σε αυτές τις αγροτικές περιοχές και στον οποίο οφείλουν τη δηµογραφική και την οικονοµική τους ανάπτυξη. Η Ευρυτανία αποτελεί µια εξαίρεση στην ανάλυση, στο άλλο άκρο του αναπτυξιακού φάσµατος, σε σχέση µε την Αττική. Είναι ορεινός αγροτικός νοµός, ο οποίος αν και έχει ορισµένες εναλλακτικές δυνατότητες απασχόλησης φαίνεται ως η πιο µειονεκτική περιοχή σε όλες τις σχετικές αναλύσεις. Σε πολλούς δείκτες οι τιµές για την Ευρυτανία είναι ακραίες και οδηγούν στο συµπέρασµα ότι η Ευρυτανία είναι µία µοναδική περίπτωση. Έχει τη µικρότερη δηµογραφική πυκνότητα µεταξύ όλων των clusters και τη δεύτερη χαµηλότερη µεταξύ όλων των νοµών της χώρας. Η πληθυσµιακή µεταβολή ήταν η χαµηλότερη για την περίοδο 1981-91 (-7.2%), αλλά η υψηλότερη (32%) για την περίοδο 1991-2001. Η γήρανση του πληθυσµού είναι πολύ υψηλή (180%) και το ποσοστό του αγροτικού πληθυσµού το υψηλότερο στη χώρα (79%). Το ποσοστό της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα είναι υψηλό (26.5%) 35