Iliad 1, 3, 6, 21 & 24 wordlist (after WordHoard) Greek word part of speech WH count WH distr. α (uh) interjection 14 2 ααπτος (j) adjective 18 5



Σχετικά έγγραφα
Iliad 1, 3, 6, 21 & 24 wordlist (after WordHoard) by p.o.s. then freq. Greek word part of speech WH count WH distr. αυτος (pj) adjective 1,395 6 πας

Iliad 1, 3, 6, 21 & 24 wordlist (after WordHoard) by frequency Greek word part of speech WH count WH distr. δε (ptl) particle 12,507 6 ο (dt)

ΕΝΟΤΗΤΑ: ΦΩΝΗΕΝΤΟΚΛΗΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Γ ΚΛΙΣΗΣ

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Αλήθεια, ακόμη και τώρα, έχετε αναρωτηθεί ποια ήταν αυτά τα κείμενα και τι περιεχόμενο είχαν;

ΤΡΩΑΔΕΣ ΕΚΑΒΗ-ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ. 306 κεξ. Εκ. Όχι. Δεν είναι πυρκαγιά. Είναι η κόρη μου η Κασσάνδρα.

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Γ ΚΛΙΣΗΣ Α. ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ. Παρατηρήσεις στα φωνηεντόληκτα ουσιαστικά: 1. Στα καταληκτικά μονόθεμα σε -υς, -υος:

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Τίτλος Μαθήματος: Αρχαία Ελληνική Θρησκεία και Μυθολογία

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 3 Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΤΡΑΚΗ ΒΙΚΥ Β 2 ΣΧ. ΕΤΟΣ

Ονοµασίες των 7 πλανητών σύµφωνα µε τον ωρόθεο της Σιδώνας

Αγαθόκλεια => αγαθή + κλέος, η έχουσα καλή φήµη. Αγαθοκλής => αγαθός + κλέος, ο έχων καλή φήµη. Αγαθονίκη: => αγαθή + νίκη, η νικήτρια ένδοξης νίκης.

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΑΜΕΣΕΣ ΠΗΓΕΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΛΕΙΨΑΝΑ (Μέρος 2ο)

Ενότητα 2 : Β. Πώς έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες Γ. Φθόγγοι και γράμματα

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979)

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

JEAN-CHARLES BLATZ 02XD RE52755

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ. Δεύτερος μύθος: Πίστευαν πως ο θεός Ποσειδώνας χτυπώντας την τρίαινά του στη γη

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

Έπου θεώ (Ακολούθα τον θεό) Νόμω πείθου ( Να πειθαρχείς στο Νόμο) Θεούς σέβου (Να σέβεσαι τους θεούς) Γονείς αίδου (Να σέβεσαι τους γονείς σου)

Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου. Δειγματικό Εξεταστικό Δοκίμιο. Α Τετράμηνο

Ενότητα 2 : Β2. Ετυμολογικά

Σε μια περίοδο ή ημιπερίοδο σύνθετου λόγου οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με τρεις τρόπους:

Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα

Η νέα ακαδημαϊκή χρονιά αρχίζει σε μια δύσκολη για τη χώρα μας

κεφάλαιο 2 β Ββ βιβλίο 23

ΑΘΗΝΑ. Η Αθηνά είναι η θεά της σοφίας Γονείς:Δίας Παππούς:Κρόνος Γιαγιά: Ρέα

Tη λ.: +30 (210) Fax: +30 (210)

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

1. αναμετάδιδαν ζωντανά-ταυτόχρονα την Μυθωδία στον Άρη για να την ακούσει ποίος???

ΣΤΑΔΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Οι τα α α α α α α α Κ. ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε. ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι. ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς... τὴν δίκην δώσειν Μονάδες 30

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ. ΤΑΞΗ: Α Γυμνασίου. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Τρίτη, 30 Μαΐου 2017

ΘEΜΑ: Μονογραφία μίας αντρικής και μίας γυναικείας προσωπικότητας που ξεχωρίσατε στην Ιλιάδα.

Η Ανάσταση του Λαζάρου. Τάξη: Β 2 Όνομα: Έλενα Κεραμιδά Μαθημα: Θρησκευτικά

ΥΑΚΙΝΘΙΑ 2018, ΣΠΑΡΤΗ

ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ. Μετάφραση: Έρρικα Πάλλη Εικονογράφηση: Μανουέλα Αντρεάνι

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ Ρεα ΙΕΡΟ ΕΛΛΑΝΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ρεα. Ρεα ΚΡΑΤΕΑ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΙΑ ΜΗΤΡΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΜΗΤΕΡΑ

αναλυτικός απλός 1 Ο αναλυτικός βλέπει τον κόσμο σαν να αποτελείται από πολλά μικρά κομμάτια.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΥ ΕΤΟΥΣ

υφ υ., Β ί,. υ, Βί φ υ α π ί αμ υ Γ α - α ί υ. α. πί. V ( α μ μ μ α, α α π ία μ ί α πα μ υπ ) π αμ α 8 α, α φ μα α υ α ί υ α Βαφ π. α ί α, π ( α ί), φ

ΛΕΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ 1 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ 137

ΚΑΝΟΝΙΣ ΜΟ Ι ΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΑΓΩΝΩΝ 1 / 8 SCALE IC TRA CK ΕΛ. Μ. Ε

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Γι αυτό και εμείς, ενωμένοι με τους Αγγέλους και τους αγίους, διακηρύττουμε τη δόξα σου αναφωνώντας και λέγοντας (ψάλλοντας):

ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ, ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΔΙΔΑΚΤΕΑ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Σαπφώ. Να το φεγγάρι έγειρε βασίλεψε και η Πούλια Είναι μεσάνυχτα - είναι μεσάνυχτα Περνά-περνά η ώρα Κι' εγώ κοιμάμαι μόνη μου

of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

ΘΕΜΑ 242ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 3, Να μεταφραστεί το τμήμα: Ἐγώ, ὦ βουλή, νομίζω ἡμεῖς θανατοῦμεν. Μονάδες 30

Πρι τ αρακτηρ οτικ λαπλ ουοτηματα μικρ ετ εξεργατ δ π υ τ

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.


ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

«Προσκυνοῦμεν σου τά πάθη Χριστέ» Οδοιπορικό στη Μεγάλη Εβδομάδα. Διδ. Εν. 10

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΘΕΜΑ 151ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2, 3-4.

Διαθεματική Εργασία στην Ιλιάδα. Η γυναίκα στην Ιλιάδα ως μητέρα

Επαναληπτικές Ασκήσεις Ιστορία Γ - 2 η Ενότητα: Ηρακλής. Οδύσσεια Τα απίθανα... τριτάκια! Tετάρτη τάξη. Πηγή πληροφόρησης: e-selides.

Οι εικόνες της Ανάστασης στην Ορθόδοξη Βυζαντινή Αγιογραφία

Kangourou Greek Competition 2014

1. Να τονίσετε τις λέξεις και να δικαιολογήσετε την επιλογή σας, αναφέροντας τον αντίστοιχο κανόνα τονισμού

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Δευτερόκλιτα επίθετα

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

Παιδική Λογοτεχνία. Ονομασία τόμων Παιδική Λογοτεχνία. 1. Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη τόμος Το μικρό ραφτόπουλο τόμος 1

The best of A2 A3 A4. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α Από το Α συμβούλιο των θεών με την Αθηνά στην Ιθάκη. ως τη μεταστροφή του Τηλέμαχου.

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗ

Quiz Ιστορίας. Γ Δημοτικού. Ενότητα 1 η : Η δημιουργία του κόσμου


Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

FAX : spudonpe@ypepth.gr) Φ. 12 / 600 / /Γ1

1 ΟΡΕ ΤΙΑ Α ΤΡΙΓ Ο Ι ΑΙΑ 1 1 ΑΓΓΑΙΟ. Page 1 of 28

Tα δυο επικά ποιήματα, η Ιλιάδα και

Ενότητα: ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

δώδεκα * * dódeka: twelve δώδεκα μήνες τουρισμός twelve months tourism

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΓΥΠΤΟΣ ΑΖΤΕΚΟΙ ΙΝΚΑΣ

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Παῦσαι, πρὶν ὀργῆς εἰσορᾷς θεούς; Μονάδες 30

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τοῖσδε δ οὐκ ἀλγύνομαι. Μονάδες 30

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΛΕΞΕΩΝ:

ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ: ΜΑΝΤΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΗ ΘΟΔΩΡΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΕΛΛΑΡΗΣ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡΡΟΝΗΣΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

14SYMV NETSCOPE SOLUTIONS A.E. Α :

ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΑΠΌ ΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2009 ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ


ΣΚΗΝΙΚΑ. Η ιστορία διαδραματίζεται έξω από το σπίτι της Μήδειας στην Κόρινθο. Άρα σκηνικό θα είναι η πρόσοψη του σπιτιού.

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ Ο. ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΝΟΥ

ΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΤΗΣ ΑΦΑΙΑΣ

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Ασκήσεις ετυμολογίας.

Πα κ έ τ ο Ε ρ γ α σ ί α ς 4 Α ν ά π τ υ ξ η κ α ι π ρ ο σ α ρ µ ο γ ή έ ν τ υ π ο υ κ α ι η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ο ύ ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ο ύ υ λ ι κ ο

ΑΔΑ: ΒΙΨ69-ΥΘΙ ΑΝΑΡΣΗΣΕΑ ΣΟ ΙΑ ΙΚΣΤΟ. . : : /15. υ »

Transcript:

Greek word part of speech WH count WH distr. α (uh) interjection 14 2 ααπτος (j) adjective 18 5 αατος (j) adjective 9 4 αβαρβαρεη (np) noun 1 1 αβληρος (np) noun 1 1 αγαθος (j) adjective 143 5 Αγαθων (np) noun 1 1 αγακλεης (j) adjective 4 1 αγακλειτος (j) adjective 23 4 αγαμαι (v) verb 28 3 Αγαμεμνων (np) noun 184 2 αγαμος (j) adjective 1 1 αγαννιφος (j) adjective 4 2 αγανος (j) adjective 18 4 αγανοφροσυνη (n) noun 2 2 αγαπαζω (v) verb 6 2 αγαπητος (j) adjective 5 2 αγαυος (j) adjective 52 4 Αγαυος (np) noun 1 1 αγγελια (n) noun 40 4 αγγελλω (v) verb 29 3 αγγελος (n) noun 43 4 αγε (av) adverb 212 4 αγειρω (v) verb 69 6 αγελειη (j) adjective 10 4 αγεραστος (j) adjective 2 2 αγερωχος (j) adjective 8 2 αγη (n) noun 3 2 αγηνωρ (j) adjective 48 5 Αγηνωρ (np) noun 13 1 αγητος (j) adjective 6 3 αγινεω (v) verb 12 4 αγκας (av) adverb 6 2 αγκυλος (j) adjective 4 2 αγλαιη (n) noun 11 4 αγλαος (j) adjective 100 6 αγνοεω (v) verb 9 4 αγνυμι (v) verb 33 5 αγονος (j) adjective 1 1 αγοραομαι (v) verb 27 2 αγορευω (v) verb 182 5 αγορη (n) noun 84 6 αγορητης (n) noun 7 2 αγος (n) noun 24 2 αγραυλος (j) adjective 16 4 αγριος (j) adjective 34 4 αγροτερος (j) adjective 9 3 αγυια (n) noun 11 2 αγυρις (n) noun 3 2 αγχι (pp) preposition 66 4 αγχιμολος (j) adjective 18 3 αγχου (av) adverb 31 3 αγχω (v) verb 1 1 αγω (v) verb 338 6 αγων (n) noun 35 5 αδακρυτος (j) adjective 3 2 αδεης (j) adjective 4 2 αδελφος (n) noun 20 2 αδινος (j) adjective 22 3 Αδρηστος (np) noun 8 1 αεθλευω (v) verb 7 2 αεθλος (n) noun 48 4 αει (av) adverb 278 5 αειδω (v) verb 78 6 αεικης (j) adjective 54 4 αεικια (n) noun 2 2 αεικιζω (v) verb 8 2 αειρω (v) verb 77 4 αεκαζομενος (j) adjective 7 3 αεκων (j) adjective 48 3 αελλης (j) adjective 1 1 αελλοπος (j) adjective 4 2 αεξω (v) verb 37 6 1

αερσιπους (j) adjective 3 1 αζομαι (v) verb 12 4 αημι (v) verb 21 6 αηρ (n) noun 35 5 αητος (j) adjective 1 1 αθανατος (j) adjective 383 6 αθεριζω (v) verb 3 2 αθεσφατος (j) adjective 12 5 Αθηνη (np) noun 346 6 αια (n) noun 34 5 Αιακιδης (np) noun 26 2 Αιακος (np) noun 2 2 Αιας (np) noun 200 2 Αιγαιων (np) noun 1 1 Αιγειδης (np) noun 2 2 αιγεος (j) adjective 5 2 αιγιοχος (j) adjective 76 6 αιγις (n) noun 15 3 αιγληεις (j) adjective 6 3 αιδεομαι (v) verb 46 3 αιδηλος (j) adjective 11 3 Αιδης (np) noun 96 6 αιδοιος (j) adjective 70 6 αϊδρις (j) adjective 3 3 αιδως (n) noun 35 6 αιειγενετης (j) adjective 18 4 αιετος (n) noun 18 4 αιζηος (jn) adjective 24 6 αιθε (cj) conjunction 16 2 Αιθιοψ (np) noun 8 3 αιθουσα (n) noun 20 3 αιθοψ (j) adjective 40 4 Αιθρη (np) noun 1 1 αιθω (v) verb 29 6 αιθων (j) adjective 19 4 αιμα (n) noun 123 4 Αινειας (np) noun 84 3 αινεω (v) verb 13 3 Αινιος (np) noun 1 1 αινος (j) adjective 125 6 αινυμαι (v) verb 16 4 αιξ (n) noun 55 5 Αιολιδης (np) noun 2 2 αιολοπωλος (j) adjective 2 2 αιπεινος (j) adjective 17 3 αιπηεις (j) adjective 1 1 αιπος (j) adjective 7 2 αιπυς (j) adjective 62 5 αιρεω (v) verb 460 6 αισα (n) noun 48 5 Αισηπος (ng) noun 5 2 αισιμος (j) adjective 24 4 αισιος (j) adjective 1 1 αισσω (v) verb 72 4 αισυλος (j) adjective 7 3 αισυμνητηρ (n) noun 1 1 αισχος (n) noun 9 3 αισχρος (j) adjective 11 3 αισχυνω (v) verb 14 3 αιτεω (v) verb 17 4 αιτιος (j) adjective 20 3 αιχμη (n) noun 35 2 αιχμητης (n) noun 29 3 αιψα (av) adverb 175 6 αιω (v) (1) verb 24 4 αιων (n) noun 18 5 Ακαμας (np) noun 10 1 ακαματος (j) adjective 16 3 ακαχιζω (v) verb 3 2 ακαχμενος (j) adjective 12 3 Ακεσσαμενος (np) noun 1 1 ακεων (j) adjective 20 3 ακηδεστος (j) adjective 3 1 ακηδης (j) adjective 13 5 2

ακην (av) adverb 21 2 ακηρατος (j) adjective 3 2 ακηριος (j) adjective 10 4 ακοιτις (n) noun 33 5 ακοσταω (v) verb 2 1 ακουω (v) verb 206 5 ακρη (n) noun 15 3 ακρις (n) (2) noun 1 1 ακριτος (j) adjective 14 4 ακροκελαινιαω (v) verb 1 1 ακρος (j) adjective 65 6 ακτη (n) (1) noun 25 5 ακτη (n) (2) noun 9 4 ακωκη (n) noun 15 2 ακων (n) noun 22 3 αλαλητος (n) noun 10 4 αλαλκε (v) verb 14 3 αλαομαι (v) verb 44 3 αλαπαζω (v) verb 11 2 αλαστος (j) adjective 8 4 αλγος (n) noun 99 4 αλεγεινος (j) adjective 30 2 αλεγιζω (v) verb 8 3 αλεεινω (v) verb 29 4 αλεισον (n) noun 9 2 αλειτης (n) noun 2 2 αλειφω (v) verb 10 2 Αλεξανδρος (np) noun 45 1 αλεξω (v) verb 21 3 αλεομαι (v) verb 50 4 αλεωρη (n) noun 4 2 αληθεια (n) noun 12 4 αληθης (j) adjective 14 5 Αληϊος (jp) adjective 1 1 αλιαστος (j) adjective 8 2 αλιγκιος (j) adjective 2 2 αλιμυρηεις (j) adjective 2 2 αλιος (j) (1) adjective 26 4 αλιος (j) (2) adjective 21 3 αλις (av) adverb 34 3 αλισκομαι (v) verb 18 2 αλιταινω (v) verb 11 4 αλιτημων (j) adjective 2 1 αλκη (n) noun 71 4 αλκιμος (j) adjective 53 5 Αλκιμος (np) noun 3 1 αλλα (cj) conjunction 1,565 6 αλληλων (pj) adjective 203 6 αλλοδαπος (j) adjective 13 3 αλλομαι (v) verb 32 3 αλλος (pj) adjective 1,013 6 αλλυδις (av) adverb 13 2 αλοχος (n) noun 126 6 αλς (n) noun 140 5 Αλτης (np) noun 3 1 αλυσκαζω (v) verb 3 2 αλυσκω (v) verb 30 3 αλυω (v) verb 5 2 αλφανω (v) verb 4 2 αλωη (n) noun 27 5 αμα (av) adverb 288 6 Αμαζων (np) noun 2 1 αμαιμακετος (j) adjective 5 4 αμαξα (n) noun 21 3 αμαρα (n) noun 1 1 αμαρτανω (v) verb 26 3 αμαρτη (av) adverb 4 2 αμαχητι (av) adverb 1 1 αμαω (v) (1) verb 10 5 αμβατος (j) adjective 2 2 αμβολαδην (av) adverb 2 2 αμβροσιος (j) adjective 53 4 αμβροτος (j) adjective 29 4 αμειβω (v) verb 184 5 3

αμειλικτος (j) adjective 4 3 αμειλιχος (j) adjective 6 2 αμεινων (j) adjective 61 4 αμιχθαλοεις (j) adjective 2 2 αμμορος (j) adjective 5 3 αμος (po) pronoun 7 2 αμπελοεις (j) adjective 6 2 αμυμων (j) adjective 123 5 αμυνω (v) verb 93 3 αμυσσω (v) verb 2 1 αμφαραβεω (v) verb 2 2 αμφηκης (j) adjective 4 2 αμφηρεφης (j) adjective 1 1 αμφι (pp) preposition 432 6 αμφιβαινω (v) verb 10 2 αμφιγυεις (j) adjective 12 3 αμφιδαιω (v) verb 2 2 αμφιεπω (v) verb 12 3 αμφικαλυπτω (v) verb 29 4 αμφικυπελλος (j) adjective 15 2 αμφιμαχομαι (v) verb 8 1 αμφιμελας (j) adjective 2 2 αμφιπενομαι (v) verb 8 2 αμφιπολος (n) noun 75 3 αμφις (av) adverb 46 5 αμφιστημι (v) verb 4 1 αμφοτερος (j) adjective 154 5 αμφω (j) adjective 71 5 αν (ptl) particle 1,632 6 ανα (pp) preposition 247 6 ανα (uh) interjection 4 2 αναβαινω (v) verb 44 2 αναβλησις (n) noun 2 1 αναγκαιη (n) noun 6 3 αναγκη (n) noun 49 5 αναγναμπτω (v) verb 4 2 αναγω (v) verb 16 4 αναδυνω (v) verb 7 2 αναθηλεω (v) verb 1 1 αναιδεια (n) noun 6 4 αναιδης (j) adjective 14 3 αναιρεω (v) verb 20 5 αναισσω (v) verb 27 3 αναλεγω (v) verb 2 1 αναλκεια (n) noun 3 1 αναλκις (j) adjective 20 2 αναμιγνυμι (v) verb 3 3 ανανευω (v) verb 6 3 αναξ (n) noun 290 6 αναπαλλω (v) verb 13 2 αναπνεω (v) verb 19 3 αναποινος (j) adjective 1 1 αναρσιος (j) adjective 6 2 ανασσω (v) verb 79 5 ανατρεπω (v) verb 2 1 αναφαινω (v) verb 12 4 αναχαζω (v) verb 16 3 αναχωρεω (v) verb 15 2 ανδανω (v) verb 39 4 ανδροκτασιη (n) noun 8 4 Ανδρομαχη (np) noun 7 1 ανδρομεος (j) adjective 9 3 ανδροτης (n) noun 3 1 ανδροφονος (j) adjective 19 3 ανειμι (v) verb 22 4 ανειργω (v) verb 4 2 ανεκτος (j) adjective 7 2 ανεμος (n) noun 124 5 ανεμωλιος (j) adjective 6 2 ανερομαι (v) verb 17 3 ανερχομαι (v) verb 9 2 ανευθε (pp) preposition 24 2 ανεχω (v) verb 66 3 ανεω (av) adverb 8 2 4

ανηρ (n) noun 1,175 6 ανθερεων (n) noun 4 1 ανθρωπος (n) noun 336 6 ανιαζω (v) verb 7 2 ανιημι (v) verb 45 4 ανιπτος (j) adjective 3 2 ανιστημι (v) verb 85 4 ανξηραινω (v) verb 1 1 ανοιγνυμι (v) verb 6 3 ανοος (j) adjective 1 1 ανορουω (v) verb 21 3 αντα (av) adverb 44 6 ανταξιος (j) adjective 4 2 ανταω (v) verb 12 3 Αντεια (np) noun 1 1 αντην (av) adverb 20 2 Αντηνοριδης (np) noun 7 1 Αντηνωρ (np) noun 17 1 αντι (pp) preposition 20 5 αντιανειρα (j) adjective 2 1 αντιαω (v) verb 30 3 αντιβιος (j) adjective 15 4 αντιβολεω (v) verb 29 5 αντιθεος (j) adjective 63 3 αντικρυ (av) adverb 31 2 Αντιλοχος (np) noun 62 2 αντιος (j) adjective 149 6 αντιτος (j) adjective 3 2 αντιφεριζω (v) verb 5 3 αντιφερω (v) verb 4 2 Αντιφονος (np) noun 1 1 αντυξ (n) noun 15 3 ανω (av) adverb 2 2 ανωγα (v) verb 159 6 ανωϊστος (j) adjective 2 2 αξιος (j) adjective 14 2 αξιος (ng) noun 6 1 Αξυλος (np) noun 1 1 αοιδη (n) noun 69 6 αοιδιμος (j) adjective 2 2 αοιδος (n) noun 50 5 αολλιζω (v) verb 4 1 αορ (n) noun 26 4 απαειρω (v) verb 1 1 απαισσω (v) verb 1 1 απαλεξω (v) verb 2 2 απαλος (j) adjective 20 5 απαλοτρεφης (j) adjective 1 1 απαμειβομαι (v) verb 126 3 απαμυνω (v) verb 6 2 απανευθε (av) adverb 50 4 απας (j) adjective 128 5 απατηλιος (j) adjective 5 3 απαυραω (v) verb 40 5 απειλεω (v) verb 25 3 απειμι (v) (1) verb 21 3 απειπον (v) verb 14 3 απειργω (v) verb 6 3 απειρεσιος (j) adjective 17 2 απειρων (j) adjective 20 6 απερχομαι (v) verb 5 2 απεχθαιρω (v) verb 2 2 απεχθανομαι (v) verb 14 2 απεχω (v) verb 24 4 απημων (j) adjective 22 4 απηνη (n) noun 16 3 απηνης (j) adjective 12 3 απιθεω (v) verb 38 3 απιος (j) adjective 4 2 απιστος (j) adjective 6 2 απλοις (j) adjective 2 2 απο (pp) preposition 607 6 αποβαινω (v) verb 41 3 αποβλητος (j) adjective 2 1 5

απογυιοω (v) verb 1 1 αποδατεομαι (v) verb 3 1 αποδεχομαι (v) verb 1 1 αποδιδωμι (v) verb 12 3 αποδρυπτω (v) verb 4 2 αποερσε (v) verb 3 1 αποινα (n) noun 29 2 αποκτεινω (v) verb 22 3 απολαμπω (v) verb 8 4 απολεπω (v) verb 1 1 αποληγω (v) verb 13 3 απολιχμαομαι (v) verb 1 1 απολλυμι (v) verb 71 4 Απολλων (np) noun 236 6 απολυμαινομαι (v) verb 2 1 απολυω (v) verb 8 2 απομιμνησκομαι (v) verb 2 2 απονεομαι (v) verb 18 2 απονιναμαι (v) verb 10 3 απονοστεω (v) verb 7 3 απονοσφι (av) adverb 13 3 αποπαυω (v) verb 13 3 αποπεμπω (v) verb 24 3 αποπνεω (v) verb 6 4 απορουω (v) verb 7 2 απορρηγνυμι (v) verb 3 2 αποσευω (v) verb 6 3 αποσκυδμαινω (v) verb 1 1 αποστειχω (v) verb 6 3 αποτιθημι (v) verb 5 2 αποτινω (v) verb 28 3 αποτμος (j) adjective 3 2 αποτρεπω (v) verb 7 1 αποφθινω (v) verb 17 4 αποψυχω (v) verb 4 2 απριατην (av) adverb 3 3 απτω (v) verb 41 3 απωθεω (v) verb 22 3 αρα (ptl) particle 2,048 6 αραομαι (v) verb 40 3 αραρισκω (v) verb 87 6 αργαλεος (j) adjective 83 6 Αργειος (np) noun 222 3 αργεϊφοντης (n) noun 46 4 αργεννος (j) adjective 6 2 αργεστης (j) adjective 4 2 αργης (j) adjective 9 3 αργιπους (j) adjective 1 1 αργος (j) adjective 8 2 Αργος (ng) noun 45 2 αργυρεος (j) adjective 49 6 αργυροδινης (j) adjective 4 2 αργυροηλος (j) adjective 20 3 αργυροπεζα (j) adjective 15 4 αργυροτοξος (j) adjective 20 3 αργυφος (j) adjective 9 4 αρειη (n) noun 3 1 αρειος (j) adjective 36 4 αρειφατος (j) adjective 3 2 αρειων (j) adjective 22 4 αρεσκω (v) verb 11 3 Αρεταων (np) noun 1 1 αρη (n) noun 11 4 αρηγω (v) verb 21 3 Αρηϊος (jp) adjective 2 1 αρηιφιλος (j) adjective 29 3 αρην (n) noun 26 4 Αρης (np) noun 189 6 αρητηρ (n) noun 3 1 αριπρεπης (j) adjective 11 3 Αρισβη (ng) noun 5 1 αριστευς (n) noun 30 2 αριστευω (v) verb 15 3 αριστον (n) noun 2 2 6

αριστος (j) adjective 247 5 αρκεω (v) verb 12 4 αρμα (n) (1) noun 84 4 αρμοζω (v) verb 4 2 αρνειος (n) noun 12 2 αρνυμαι (v) verb 51 6 αρουρα (n) noun 55 4 αρπαζω (v) verb 24 5 αρπακτηρ (n) noun 1 1 αρρηκτος (j) adjective 11 3 αρρητος (j) adjective 4 3 Αρτεμις (np) noun 39 4 αρχη (n) noun 19 3 αρχος (n) noun 32 3 αρχω (v) verb 160 6 αρωγη (n) noun 3 1 αρωγος (j) adjective 6 2 ασβεστος (j) adjective 16 3 ασθμαινω (v) verb 7 2 ασις (n) noun 1 1 ασκεω (v) verb 11 3 ασκοπος (j) adjective 2 1 ασκος (n) noun 8 2 ασπαιρω (v) verb 14 3 ασπασιος (j) adjective 28 4 ασπετος (j) adjective 42 5 ασπις (n) noun 98 3 ασσον (av) adverb 29 3 αστεμφης (j) adjective 6 3 αστεροεις (j) adjective 26 5 Αστεροπαιος (np) noun 9 1 αστεροπητης (n) noun 5 2 αστηρ (n) noun 17 5 αστυ (n) noun 138 2 Αστυαλος (np) noun 1 1 Αστυαναξ (np) noun 3 1 αστυβοωτης (j) adjective 1 1 Αστυπυλος (np) noun 1 1 ασυφηλος (j) adjective 2 1 ασχαλαω (v) verb 8 2 ασχετος (j) adjective 9 3 αταλαφρων (j) adjective 1 1 αταρ (cj) conjunction 1,009 6 αταρβητος (j) adjective 2 2 αταρτηρος (j) adjective 3 3 ατειρης (j) adjective 13 2 ατελευτητος (j) adjective 2 1 ατερ (pp) preposition 21 6 ατερπος (j) adjective 1 1 ατη (n) noun 31 5 ατιμαω (v) verb 19 4 ατιμος (j) adjective 5 3 ατιταλλω (v) verb 16 4 Ατρειδης (np) noun 211 2 Ατρειων (np) noun 4 1 ατρεκης (j) adjective 38 3 Ατρευς (np) noun 16 2 ατρυγετος (j) adjective 29 4 Ατρυτωνη (np) noun 8 3 ατυζω (v) verb 12 2 αυ (av) adverb 189 6 αυδαω (v) verb 100 3 αυδη (n) noun 29 6 αυερυω (v) verb 4 1 αυθι (av) adverb 62 4 αυλη (n) noun 46 3 αυτε (av) adverb 404 6 αυτεω (v) verb 5 2 αϋτη (n) noun 32 4 αυτημαρ (av) adverb 3 2 αυτικα (av) adverb 214 5 αυτις (av) adverb 151 6 αϋτμη (n) noun 18 4 αυτοκασιγνητος (n) noun 9 2 7

Αυτομεδων (np) noun 23 1 αυτος (pj) adjective 1,395 6 αυτως (av) adverb 62 4 αυχην (n) noun 45 5 αυω (v) (2) verb 47 2 αφαιρεω (v) verb 24 5 αφαμαρτανω (v) verb 13 1 αφαμαρτοεπης (j) adjective 1 1 αφαντος (j) adjective 2 1 αφαρ (av) adverb 38 3 αφαω (v) verb 1 1 αφενος (n) noun 7 5 αφθιτος (j) adjective 20 4 αφιημι (v) verb 25 3 αφικανω (v) verb 12 3 αφικνεομαι (v) verb 59 5 αφιστημι (v) verb 13 2 αφνειος (j) adjective 34 5 αφραδης (j) adjective 8 3 Αφροδιτη (np) noun 72 6 αφρος (n) noun 8 4 αφρων (j) adjective 17 4 αφυσσω (v) verb 21 4 Αχαιις (np) noun 14 2 Αχαιος (np) noun 729 3 Αχελωϊος (np) noun 3 2 αχευω (v) verb 124 6 Αχιλλευς (np) noun 384 3 αχος (n) noun 66 4 αψ (av) adverb 117 5 αψορρος (j) adjective 15 4 αω (v) (2) verb 16 2 βαθυδινης (j) adjective 13 5 βαθυκολπος (j) adjective 5 2 βαθυρρειτης (j) adjective 2 2 βαθυρροος (j) adjective 6 3 βαθυς (j) adjective 40 4 βαινω (v) verb 439 6 βαλλω (v) verb 494 6 βαρυς (j) adjective 40 4 βασιλευς (n) noun 133 6 βασιλευω (v) verb 13 3 βασιληις (n) noun 3 2 βασκω (v) verb 6 1 Βελλεροφοντης (np) noun 8 2 βελος (n) noun 94 4 βελτερος (j) adjective 10 4 βενθος (n) noun 13 4 βεομαι (v) verb 4 1 βηλος (n) noun 3 1 βησσα (n) noun 19 6 βια (n) noun 134 6 βιαω (v) verb 13 3 βιβαω (v) verb 4 3 βιος (n) (1) noun 19 3 βιοτος (n) noun 49 5 βλαπτω (v) verb 30 4 βλεφαρον (n) noun 31 5 βλωσκω (v) verb 7 2 βοη (n) noun 67 2 Βορεης (np) noun 31 4 βουβρωστις (n) noun 1 1 βουκολεω (v) verb 7 3 Βουκολιων (np) noun 2 1 βουλευτης (n) noun 1 1 βουλευω (v) verb 35 4 βουλη (n) noun 125 6 βουληφορος (j) adjective 17 2 βουλομαι (v) verb 42 4 βουπληξ (n) noun 1 1 βους (n) noun 256 6 βοωπις (j) adjective 22 3 βραχω (v) verb 14 4 Βριαρεως (np) noun 4 2 8

βριθω (v) verb 21 5 Βρισευς (np) noun 3 1 Βρισηις (np) noun 10 1 βροντη (n) noun 12 3 βροτοεις (j) adjective 10 2 βροτολοιγος (j) adjective 15 3 βροτος (n) (1) noun 154 6 βυσσος (n) noun 1 1 βωμος (n) noun 36 6 βωτιανειρα (j) adjective 4 3 γαια (n) noun 378 6 Γαια (np) noun 31 4 γαιω (v) verb 4 1 γαλοως (n) noun 5 1 γαμβρος (n) noun 18 4 γαμος (n) noun 42 5 γαρ (cj) conjunction 1,585 6 γαστηρ (n) noun 34 4 γε (ptl) particle 1,137 6 γεγωνα (v) verb 19 2 γεινομαι (v) verb 82 6 γελαω (v) verb 36 6 γελως (n) noun 8 2 γενεα (n) noun 59 6 γενειον (n) noun 10 4 γενετη (n) noun 4 4 γενος (n) noun 63 5 γεραιος (j) adjective 35 3 γερανος (n) noun 4 2 γεραρος (j) adjective 2 1 γερας (n) noun 53 5 γερων (n) noun 228 5 γευω (v) verb 5 2 γεφυροω (v) verb 2 1 γη (n) noun 25 5 γηθεω (v) verb 51 6 γηθοσυνη (n) noun 5 3 γηρας (n) noun 47 6 γηρασκω (v) verb 12 3 γιγνομαι (v) verb 371 6 γιγνωσκω (v) verb 134 5 Γλαυκος (np) noun 21 1 γλαυκωπις (j) adjective 111 6 γλαφυρος (j) adjective 87 4 γληνος (n) noun 1 1 γλυκερος (j) adjective 30 5 γλυκυς (j) adjective 35 3 γλωσσα (n) noun 19 5 γλωχιν (n) noun 1 1 γναμπτος (j) adjective 14 4 γνωτος (j) adjective 10 2 γοαω (v) verb 27 3 γονη (n) noun 4 4 γονος (n) noun 22 4 γονυ (n) noun 129 5 γοος (n) noun 54 3 γουναζομαι (v) verb 8 3 γουνοομαι (v) verb 10 2 γραυς (n) noun 25 3 γραφω (v) verb 2 1 γυιον (n) noun 54 4 γυμνος (j) adjective 14 3 γυναιμανης (j) adjective 3 2 γυνη (n) noun 308 6 δαηρ (n) noun 6 1 δαιδαλεος (j) adjective 29 4 δαιζω (v) verb 22 3 δαϊκταμενος (j) adjective 2 1 δαιμονιος (j) adjective 27 5 δαιμων (n) noun 76 6 δαινυμι (v) verb 58 3 δαις (n) (2) noun 5 2 δαις (n) (3) noun 94 5 δαιφρων (j) adjective 64 5 9

δαιω (v) (1) verb 27 4 δακρυοεις (j) adjective 19 3 δακρυον (n) noun 106 3 δακρυω (v) verb 15 2 δαμαζω (v) verb 164 6 δαμαρ (n) noun 6 3 δαμνημι (v) verb 18 4 Δαναοι (np) noun 159 2 δαος (n) noun 5 2 δαπτω (v) verb 6 1 Δαρδανιδης (np) noun 13 2 Δαρδανος (np) noun 16 1 δασμος (n) noun 3 3 δατεομαι (v) verb 42 5 δαω (v) verb 38 3 δε (ptl) particle 12,507 6 δειδημων (j) adjective 1 1 δειδω (v) verb 112 4 δειελος (j) adjective 4 3 δεικνυμι (v) verb 38 4 δειλη (n) noun 1 1 δειλος (j) adjective 44 3 δεινος (j) adjective 151 6 δειρη (n) noun 20 5 δειροτομεω (v) verb 5 3 δεκα (nu) numeral 23 4 δεκατος (j) adjective 28 5 δελφις (n) noun 7 4 δεμας (n) noun 47 4 δεμνιον (n) noun 14 3 δεμω (v) verb 14 3 δενδρεον (n) noun 18 5 δεξιος (j) adjective 35 2 δεξιτερος (j) adjective 22 4 δεος (n) noun 28 4 δεπας (n) noun 58 3 δερκομαι (v) verb 22 5 δερμα (n) noun 19 4 δερω (v) verb 10 2 δεσμος (n) noun 44 5 δευρο (av) adverb 80 3 δευτερος (j) adjective 45 5 δευω (v) (1) verb 16 3 δευω (v) (2) verb 32 2 δεχομαι (v) verb 108 5 δεω (v) verb 68 6 δη (ptl) particle 1,079 6 δηθα (av) adverb 21 3 δηθυνω (v) verb 5 2 δηϊος (j) adjective 43 1 δηιοτης (n) noun 32 3 Δηιφοβος (np) noun 21 2 δηλεομαι (v) verb 18 3 δηλημων (j) adjective 4 2 Δημητηρ (np) noun 39 6 δημοβορος (j) adjective 1 1 δημογερων (n) noun 2 1 δημος (n) (1) noun 19 4 δημος (n) (2) noun 128 5 δην (av) adverb 40 2 δηριαομαι (v) verb 7 2 δηρος (j) adjective 47 4 δια (pp) preposition 252 6 διαθρυπτω (v) verb 1 1 διαινω (v) verb 4 1 διακρινω (v) verb 21 5 διακτορος (j) adjective 25 4 διαλεγω (v) verb 5 1 διαμαω (v) verb 2 1 διαμετρεω (v) verb 1 1 διαμετρητος (j) adjective 1 1 διανδιχα (av) adverb 4 1 διαπερθω (v) verb 13 2 διαπρασσω (v) verb 9 3 10

διαπρο (pp) preposition 22 3 διαρραιω (v) verb 10 2 διατμηγω (v) verb 11 2 διδυμαων (j) adjective 5 2 διδωμι (v) verb 558 6 διειρομαι (v) verb 5 2 διεξειμι (v) verb 1 1 διεπω (v) verb 5 2 διερχομαι (v) verb 11 3 διιπετης (j) adjective 8 3 διιστημι (v) verb 7 1 δικαζω (v) verb 9 3 δικασπολος (n) noun 2 2 δινευω (v) verb 16 3 δινη (n) noun 8 3 δινηεις (j) adjective 15 4 δινωτος (j) adjective 3 2 διογενης (j) adjective 46 2 Διομηδης (np) noun 82 2 Διονυσος (np) noun 15 6 διος (j) adjective 434 6 διοτρεφης (j) adjective 62 5 διπλαξ (j) adjective 5 2 διπτυχος (j) adjective 5 2 διφρος (n) noun 104 4 διχα (av) adverb 11 3 διψα (n) noun 5 2 διωθεω (v) verb 1 1 διωκω (v) verb 35 3 δμωη (n) noun 59 3 δοιοι (j) adjective 23 5 δοιω (av) adverb 10 3 δοκεω (v) verb 31 4 δολιχεγχης (j) adjective 1 1 δολιχοσκιος (j) adjective 26 2 δολομητης (j) adjective 8 3 δολος (n) noun 53 6 δολοφρονεων (v) verb 9 3 δομος (n) noun 184 6 δορπον (n) noun 42 3 δορυ (n) noun 266 5 δουλιος (j) adjective 3 2 δουλος (n) noun 2 2 δουρικλειτος (j) adjective 29 2 δρακων (n) noun 14 4 Δρησον (np) noun 1 1 Δρυας (np) noun 3 2 δυναμαι (v) verb 131 5 δυο (nu) numeral 162 6 δυοκαιδεκα (nu) numeral 14 2 δυσαμμορος (j) adjective 4 1 δυσμενης (j) adjective 34 3 Δυσπαρις (np) noun 2 1 δυστηνος (j) adjective 22 2 δυσωνυμος (j) adjective 5 4 δυω (v) verb 144 5 δυωδεκα (nu) numeral 8 2 δωδεκα (nu) numeral 29 4 δωδεκατος (nu) numeral 14 3 δωμα (n) noun 321 6 δωρον (n) noun 150 6 ε (pn) pronoun 1,081 6 εανος (j) adjective 11 2 εαρ (n) noun 9 4 εαω (v) verb 140 6 εβδομος (nu) numeral 5 3 εγγιγνομαι (v) verb 7 3 εγγυαλιζω (v) verb 17 4 εγγυς (av) adverb 110 5 εγειρω (v) verb 59 6 εγκεφαλος (n) noun 10 2 εγκλινω (v) verb 2 2 εγκονεω (v) verb 3 2 εγχειη (n) noun 23 2 11

εγχελυς (n) noun 2 1 εγχος (n) noun 250 4 εγω (pn) pronoun 3,059 6 εδητυς (n) noun 31 3 εδος (n) noun 25 5 εδω (v) verb 70 4 εδωδη (n) noun 15 4 εζομαι (v) verb 104 4 εθειρω (v) verb 1 1 εθελω (v) verb 336 6 εθνος (n) noun 29 2 εθω (v) verb 10 2 ει (cj) conjunction 922 6 ειβω (v) verb 11 3 ειδομαι (v) verb 59 4 ειδον (v) verb 512 6 ειδος (n) noun 66 6 εικελος (j) adjective 46 6 εικοσι (nu) numeral 32 2 εικοστος (nu) numeral 12 2 εικω (v) verb 37 4 ειλατινος (j) adjective 5 2 ειλιπους (j) adjective 15 5 ειλυω (v) verb 13 3 ειλω (v) verb 37 3 ειμα (n) noun 91 5 ειμι (cop) verb 2,446 6 ειμι (v) verb 585 6 εινατερες (n) noun 4 1 ειπον (v) verb 617 6 ειροκομος (j) adjective 1 1 εις (nu) numeral 90 5 εις (pp) preposition 1,019 6 εισαγειρω (v) verb 3 2 εισαγω (v) verb 13 3 εισαθρεω (v) verb 1 1 εισαναβαινω (v) verb 18 4 εισανειδον (v) verb 2 1 εισδερκομαι (v) verb 3 2 εισειμι (v) verb 1 1 εισερχομαι (v) verb 34 3 εισθρωσκω (v) verb 2 1 εισκω (v) verb 16 4 εισνοεω (v) verb 4 3 εισοραω (v) verb 61 3 εισπετομαι (v) verb 1 1 εισχεω (v) verb 2 1 εισω (av) adverb 66 5 εκ (pp) preposition 1,020 6 Εκαβη (np) noun 8 1 εκαεργος (j) adjective 33 3 εκαστος (pj) adjective 252 6 εκατερθε (av) adverb 18 3 εκατηβελετης (jn) adjective 3 3 εκατηβολος (jn) adjective 17 4 εκατογχειρος (j) adjective 1 1 εκατομβη (n) noun 45 4 εκατομβοιος (j) adjective 3 1 εκατος (n) noun 11 2 εκβαλλω (v) verb 12 2 εκγιγνομαι (v) verb 31 5 εκδιδωμι (v) verb 1 1 εκδυω (v) verb 6 3 εκειθεν (av) adverb 11 2 εκειθι (av) adverb 17 3 εκεινος (pd) pronoun 205 6 εκηβολος (jn) adjective 20 3 εκηλος (j) adjective 20 3 εκθρωσκω (v) verb 6 3 εκκαλεω (v) verb 3 2 εκκυλινδω (v) verb 2 1 εκλανθανω (v) verb 7 3 εκνοστεω (v) verb 3 1 εκπαγλος (j) adjective 27 4 12

εκπεμπω (v) verb 6 2 εκπερθω (v) verb 16 1 εκπιπτω (v) verb 16 2 εκσπαω (v) verb 2 1 εκτανυω (v) verb 6 2 εκτεμνω (v) verb 11 2 Εκτορεος (jp) adjective 4 1 Εκτοριδης (np) noun 1 1 εκτος (av) adverb 46 6 Εκτωρ (np) noun 450 1 εκυρα (n) noun 2 1 εκυρος (n) noun 2 1 εκφερω (v) verb 17 2 εκφευγω (v) verb 18 3 εκφθεγγομαι (v) verb 1 1 εκχεω (v) verb 9 2 εκων (j) adjective 21 5 ελαιον (n) noun 28 4 ελατη (n) noun 10 5 Ελατος (np) noun 2 2 ελαυνω (v) verb 194 6 ελαφος (n) noun 21 4 ελδωρ (n) noun 12 4 ελεαιρω (v) verb 27 3 ελεγχης (j) adjective 6 2 ελεγχος (n) noun 8 3 ελεεινος (j) adjective 13 3 ελεεω (v) verb 39 3 ελελιζω (v) verb 19 3 Ελενη (np) noun 60 3 Ελενος (np) noun 10 1 ελεος (n) (2) noun 1 1 ελευθερος (j) adjective 4 1 Ελικαων (np) noun 1 1 ελικωψ (j) adjective 11 3 ελιξ (j) adjective 20 5 ελισσω (v) verb 22 4 ελκεσιπεπλος (j) adjective 3 1 ελκηθμος (n) noun 1 1 ελκος (n) noun 22 1 ελκυσταζω (v) verb 2 1 ελκω (v) verb 76 5 Ελλησποντος (ng) noun 11 2 ελπω (v) verb 71 5 ελυω (v) verb 3 2 ελωρ (n) noun 10 2 εμβαινω (v) verb 10 4 εμβαλλω (v) verb 49 4 εμος (po) pronoun 393 6 εμπασσω (v) verb 1 1 εμπεδος (j) adjective 58 2 εμπης (av) adverb 41 4 εμπιπλημι (v) verb 21 3 εμφυω (v) verb 3 2 εν (pp) preposition 2,404 6 εναιρω (v) verb 21 4 εναισιμος (j) adjective 15 3 εναντιβιος (j) adjective 12 2 εναντιος (j) adjective 38 4 εναρα (n) noun 13 2 εναριζω (v) verb 14 2 εναυλος (n) noun 8 3 ενδεκα (nu) numeral 5 2 ενδεκαπηχυς (j) adjective 2 1 ενδεκατος (nu) numeral 8 3 ενδεξιος (j) adjective 5 3 ενδον (av) adverb 87 5 ενδυκεως (av) adverb 22 4 ενειμι (v) verb 12 3 ενεκα (pp) preposition 100 6 ενεπω (v) verb 48 5 ενηης (j) adjective 6 3 ενθα (av) adverb 591 6 ενθαδε (av) adverb 144 3 13

ενθεν (av) adverb 63 5 ενθρωσκω (v) verb 4 2 ενιαυτος (n) noun 44 6 ενιπτω (v) verb 24 3 ενισσω (v) verb 5 2 εννεα (nu) numeral 25 4 εννεαβοιος (j) adjective 1 1 εννεακαιδεκα (nu) numeral 1 1 εννεαπηχυς (j) adjective 3 3 εννημαρ (av) adverb 14 3 εννοσιγαιος (jn) adjective 33 5 εννυμι (v) verb 79 4 εννυχιος (j) adjective 7 5 ενοπη (n) noun 12 4 ενορνυμι (v) verb 5 2 ενοσιχθων (jn) adjective 42 3 ενστηριζω (v) verb 1 1 ενταυθα (av) adverb 5 3 εντεα (n) noun 33 3 εντεσιεργος (j) adjective 1 1 εντιθημι (v) verb 18 4 εντος (av) adverb 61 6 εντροπαλιζομαι (v) verb 4 1 εντυνω (v) verb 17 4 εντυπας (av) adverb 1 1 ενωπη (n) noun 2 1 εξ (nu) numeral 17 2 εξαγω (v) verb 20 4 Εξαδιος (np) noun 2 2 εξαιρεω (v) verb 26 4 εξαιφνης (av) adverb 2 1 εξαλαπαζω (v) verb 13 3 εξαπολλυμι (v) verb 3 2 εξαποτινω (v) verb 1 1 εξαπτω (v) verb 4 2 εξαρπαζω (v) verb 4 2 εξαρχος (n) noun 1 1 εξαρχω (v) verb 12 4 εξαυδαω (v) verb 4 2 εξαυτις (av) adverb 18 3 εξειης (av) adverb 25 3 εξειμι (v) (1) verb 4 1 εξειπον (v) verb 4 3 εξελαυνω (v) verb 21 5 εξεναριζω (v) verb 37 3 εξερεω (v) (1) verb 12 3 εξερομαι (v) verb 11 2 εξεσια (n) noun 2 2 εξικνεομαι (v) verb 10 4 εξοιχομαι (v) verb 2 1 εξονομαινω (v) verb 3 3 εξοχος (j) adjective 40 4 εξω (av) adverb 9 2 εοικα (v) verb 174 6 εος (po) pronoun 131 6 επαγειρω (v) verb 1 1 επαινεω (v) verb 19 5 επαισσω (v) verb 30 2 επαιτιος (j) adjective 1 1 επακουω (v) verb 15 4 επαμειβω (v) verb 2 1 επαμυνω (v) verb 11 1 επαπειλεω (v) verb 4 2 επαρηγω (v) verb 4 3 επαρχω (v) verb 8 3 επασσυτερος (j) adjective 8 3 επαυρεω (v) verb 13 3 επει (cj) conjunction 820 6 επειγω (v) verb 42 4 επειμι (v) (2) verb 20 4 επειτα (av) adverb 569 6 επελπομαι (v) verb 2 2 επεοικε (v) verb 12 2 επερχομαι (v) verb 64 3 14

επευφημεω (v) verb 2 1 επευχομαι (v) verb 33 3 επεχω (v) verb 21 5 επην (cj) conjunction 56 5 επι (pp) preposition 1,588 6 επιβαινω (v) verb 77 6 επιβαλλω (v) verb 5 3 επιβλης (n) noun 1 1 επιγιγνομαι (v) verb 1 1 επιγναμπτω (v) verb 6 1 επιγραβδην (av) adverb 1 1 επιδευομαι (v) verb 6 2 επιδημιος (j) adjective 4 2 επιδινεω (v) verb 6 2 επιδρομος (j) adjective 1 1 επιεικελος (j) adjective 18 5 επιεικης (j) adjective 10 2 επιεννυμι (v) verb 11 3 επιηρος (j) adjective 2 1 επιθημα (n) noun 1 1 επικειμαι (v) verb 2 2 επικερτομεω (v) verb 3 2 επικλωθω (v) verb 8 2 επικουρος (n) noun 36 3 επικραινω (v) verb 7 2 επιλευσσω (v) verb 1 1 επιμαινομαι (v) verb 1 1 επιμεμφομαι (v) verb 5 2 επιμενω (v) verb 7 3 επιμιξ (av) adverb 5 2 επινεμω (v) verb 3 2 επινεφριδιος (j) adjective 1 1 επινεω (v) verb 2 1 επιορκος (j) adjective 8 3 επιπειθομαι (v) verb 29 4 επιπλεω (v) verb 11 4 επιπωλεομαι (v) verb 5 1 επιρρηγνυμι (v) verb 2 1 επιρρωομαι (v) verb 4 4 επισευω (v) verb 44 2 επισκοπος (n) noun 5 2 επισταμαι (v) verb 46 5 επιστεναχω (v) verb 2 1 επιστεφω (v) verb 5 2 επιστρεφω (v) verb 3 3 επιστροφαδην (av) adverb 5 3 επισφυριος (j) adjective 5 1 επιταρροθος (n) noun 8 2 επιτελλω (v) verb 64 6 επιτηδες (av) adverb 2 2 επιτιθημι (v) verb 41 5 επιτοξαζομαι (v) verb 1 1 επιτρεπω (v) verb 17 2 επιτροχαδην (av) adverb 2 2 επιφερω (v) verb 3 2 επιφραζω (v) verb 11 4 επιχεω (v) verb 11 2 επιχθονιος (j) adjective 27 5 εποιχομαι (v) verb 42 3 επομαι (v) verb 216 6 επορνυμι (v) verb 12 3 επορουω (v) verb 30 4 επος (n) noun 477 6 εποτρυνω (v) verb 52 3 επουρανιος (j) adjective 4 2 επτα (nu) numeral 21 4 εραμαι (v) verb 11 4 ερατεινος (j) adjective 33 4 ερατος (j) adjective 18 3 εργαζομαι (v) verb 22 5 εργνυμι (v) verb 10 3 εργον (n) noun 329 6 εργω (v) verb 27 5 ερδω (v) verb 68 5 15

ερεεινω (v) verb 24 3 ερεθιζω (v) verb 9 2 ερεθω (v) verb 5 3 ερειδω (v) verb 34 4 ερειπω (v) verb 41 4 ερεπτομαι (v) verb 7 3 ερετης (n) noun 8 2 ερετμον (n) noun 27 2 ερεφω (v) verb 3 2 ερεω (v) verb 2 2 ερητυω (v) verb 21 2 εριβωλαξ (j) adjective 16 2 εριβωλος (j) adjective 8 3 εριγδουπος (j) adjective 23 4 εριδαινω (v) verb 8 2 εριζω (v) verb 30 5 εριηρος (j) adjective 24 2 ερικυδης (j) adjective 22 4 ερινεος (n) noun 6 2 Ερινυς (np) noun 15 4 εριον (n) noun 5 2 εριουνιος (j) adjective 13 2 ερις (n) noun 69 5 ερισθενης (j) adjective 6 4 εριφος (n) noun 10 3 ερκος (n) noun 38 4 ερμα (n) noun 8 3 Ερμης (np) noun 81 5 ερομαι (v) verb 56 3 ερος (n) noun 34 4 ερρω (v) verb 15 3 ερσηεις (j) adjective 4 2 ερυθαινομαι (v) verb 2 1 ερυκω (v) verb 64 5 ερυσιπτολις (j) adjective 3 2 ερυω (v) verb 131 5 ερχομαι (v) verb 824 6 ερω (v) verb 111 6 ερωεω (v) verb 12 3 ερωη (n) noun 11 1 ερως (n) noun 3 2 εσθλος (j) adjective 185 6 εσθος (n) noun 2 2 εσθω (v) verb 19 3 εσπεριος (j) adjective 12 3 εστωρ (n) noun 1 1 εταιριζω (v) verb 3 2 εταιρος (n) noun 443 4 ετερος (pj) adjective 134 6 ετης (n) noun 9 2 ετητυμος (j) adjective 20 4 ετι (av) adverb 323 6 ετοιμαζω (v) verb 4 2 ετοιμος (j) adjective 18 2 ετος (n) noun 30 5 ετωσιος (j) adjective 13 5 ευδμητος (j) adjective 13 4 ευδω (v) verb 60 2 ευειδης (j) adjective 3 2 ευεργης (j) adjective 22 4 ευζωνος (j) adjective 12 3 ευκηλος (j) adjective 7 4 ευκνημις (j) adjective 41 2 ευκομος (j) adjective 37 6 εϋκτιμενος (j) adjective 38 4 ευλη (n) noun 3 1 εϋμμελιης (j) adjective 9 3 ευναω (v) verb 21 5 ευνη (n) noun 92 6 ευννητος (j) adjective 3 2 ευξεστος (j) adjective 20 2 ευορμος (j) adjective 4 3 ευπατερεια (j) adjective 3 2 ευπεπλος (j) adjective 8 3 16

ευπηκτος (j) adjective 8 3 ευπλοκαμος (j) adjective 35 3 ευρισκω (v) verb 92 5 ευρρεης (j) adjective 5 1 εϋρρειτης (j) adjective 3 3 ευρροος (j) adjective 2 1 Ευρυαλος (np) noun 9 2 Ευρυβατης (np) noun 4 2 ευρυοπα (j) adjective 36 5 Ευρυπυλος (np) noun 21 2 ευρυρεεθρος (j) adjective 1 1 ευρυς (j) adjective 196 6 ευς (j) adjective 289 6 ευσκοπος (j) adjective 8 3 Ευσσωρος (np) noun 1 1 ευστεφανος (j) adjective 18 6 ευσωτρος (j) adjective 2 2 ευτε (cj) conjunction 51 6 ευτειχεος (j) adjective 7 1 ευτμητος (j) adjective 5 1 ευτροχος (j) adjective 9 3 ευτυκτος (j) adjective 12 4 ευφραινω (v) verb 9 3 ευφρων (j) adjective 7 4 ευφυης (j) adjective 2 1 ευχεταομαι (v) verb 19 3 ευχομαι (v) verb 168 5 ευχος (n) noun 20 3 ευχωλη (n) noun 13 3 ευωδης (j) adjective 9 3 εφαλλομαι (v) verb 13 3 εφαπτω (v) verb 10 2 εφεζομαι (v) verb 11 5 εφεπω (v) verb 50 3 εφετμη (n) noun 12 4 εφιημι (v) verb 37 4 εφιστημι (v) verb 20 3 εφοπλιζω (v) verb 11 2 εφοραω (v) verb 13 2 εφορμαω (v) verb 19 4 εφυπερθε (av) adverb 8 2 Εφυρα (ng) noun 6 2 εχεπευκης (j) adjective 2 1 εχθοδοπεω (v) verb 1 1 εχθος (n) noun 2 2 εχθρος (j) adjective 13 4 εχμα (n) noun 5 2 εχω (v) verb 1,013 6 εως (cj) conjunction 49 4 ζαθεος (j) adjective 18 3 ζακοτος (j) adjective 1 1 ζαφλεγης (j) adjective 2 2 ζευγνυμι (v) verb 23 3 Ζευς (np) noun 971 6 Ζεφυρος (np) noun 29 5 ζεω (v) verb 6 3 ζοφος (n) noun 24 5 ζυγοδεσμον (n) noun 1 1 ζυγον (n) noun 32 4 ζωγρεω (v) verb 4 1 ζωος (j) adjective 65 5 ζωστηρ (n) noun 17 2 ζωω (v) verb 71 6 η (av) adverb 388 4 η (cj) conjunction 784 6 η (cj) conjunction 23 3 ηβαω (v) verb 18 3 ηβη (n) noun 28 5 ηγαθεος (j) adjective 16 4 ηγεμονευω (v) verb 40 4 ηγεμων (n) noun 26 2 ηγεομαι (v) verb 49 4 ηγερεθομαι (v) verb 17 4 ηγητωρ (n) noun 43 3 17

ηδε (cj) conjunction 616 6 ηδη (av) adverb 161 6 ηδος (n) noun 5 2 ηδυεπης (j) adjective 5 3 ηδυς (j) adjective 53 4 ηελιος (n) noun 172 5 ηερεθομαι (v) verb 3 1 ηεριος (j) adjective 4 2 ηεροεις (j) adjective 28 4 Ηετιων (np) noun 13 1 ηθειος (j) adjective 7 3 ηθος (n) noun 11 4 ηιων (n) noun 12 2 ηκα (av) adverb 11 4 ηκεστος (j) adjective 3 1 ηλακατη (n) noun 5 2 ηλεκτωρ (n) noun 3 2 ηλος (n) noun 3 1 ημαι (v) verb 152 6 ημαρ (n) noun 243 5 ημεν (cj) conjunction 64 4 ημετερος (po) pronoun 115 6 ημι (v) verb 93 3 ημιονειος (j) adjective 4 2 ημιονος (n) noun 44 4 ημισυς (j) adjective 19 4 ημος (cj) conjunction 44 5 ην (cj) conjunction 37 4 ηνεμοεις (j) adjective 19 4 ηνια (n) noun 32 4 ηνις (n) noun 5 2 ηνορεα (n) noun 9 4 ηπαρ (n) noun 10 3 ηπειρος (n) noun 44 5 ηπεροπευτης (j) adjective 4 3 ηπεροπευω (v) verb 9 4 ηπιοδωρος (j) adjective 1 1 ηπιος (j) adjective 31 5 Ηρη (np) noun 150 4 ηριγενεια (j) adjective 31 4 ηρως (n) noun 123 6 ησυχος (j) adjective 4 4 ητοι (av) adverb 208 6 ητορ (n) noun 111 6 ηυτε (cj) conjunction 45 3 Ηφαιστος (np) noun 74 6 ηχηεις (j) adjective 5 4 ηχι (av) adverb 9 2 ηως (n) noun 160 5 θαλαμος (n) noun 75 3 θαλασσα (n) noun 152 6 θαλερος (j) adjective 42 4 θαλπωρη (n) noun 3 2 θαμβεω (v) verb 18 3 θαμβος (n) noun 6 2 θαμεες (j) adjective 15 2 θανατος (n) noun 150 6 θαομαι (v) verb 5 3 θαπτω (v) verb 10 3 θαρσαλεος (j) adjective 16 2 θαρσεω (v) verb 28 4 θαρσος (n) noun 17 5 θαυμα (n) noun 37 5 θαυμαζω (v) verb 27 3 θεα (n) noun 274 6 Θεανω (np) noun 4 1 θεαομαι (v) verb 24 3 θεινω (v) verb 11 2 θειος (j) adjective 82 6 θελγω (v) verb 25 3 θεμις (np) noun 53 6 θεοειδης (j) adjective 45 3 θεοεικελος (j) adjective 8 3 θεοπροπεω (v) verb 3 2 18

θεοπροπια (n) noun 7 2 θεοπροπιον (n) noun 2 1 θεος (n) noun 1,006 6 θεραπων (n) noun 71 4 Θερσιλοχος (np) noun 2 1 θερω (v) verb 5 2 θεσκελος (j) adjective 5 3 θεσπεσιος (j) adjective 43 5 θεσπιδαης (j) adjective 8 2 Θεστοριδης (np) noun 2 1 Θετις (np) noun 45 4 θεω (v) verb 87 4 Θηβαι (np) noun 13 4 Θηβη (np) noun 19 6 θην (ptl) particle 16 2 θηρ (n) noun 25 4 θηρητηρ (n) noun 8 1 Θησευς (np) noun 4 3 θητευω (v) verb 3 2 θις (n) noun 39 3 θνησκω (v) verb 147 5 θνητος (j) adjective 107 6 θοος (j) adjective 177 6 θουρος (j) adjective 39 2 Θραιξ (np) noun 16 1 Θρασιος (np) noun 1 1 θρασυς (j) adjective 23 3 θρηνεω (v) verb 2 2 θρηνος (n) noun 2 2 θριξ (n) noun 17 4 θρονος (n) noun 55 3 θρυον (n) noun 1 1 θρωσκω (v) verb 32 4 θυγατηρ (n) noun 139 5 θυελλα (n) noun 24 5 Θυμοιτης (np) noun 1 1 θυμος (n) noun 853 6 θυμοφθορος (j) adjective 6 3 θυος (n) noun 4 3 θυοσκοος (j) adjective 4 2 θυρη (n) noun 120 5 θυσθλα (n) noun 1 1 θυσσανοεις (j) adjective 5 1 θυω (v) (2) verb 15 3 θωραξ (n) noun 36 2 θωρηκτης (j) adjective 5 1 θωρησσω (v) verb 44 3 ιαινω (v) verb 22 3 ιαλλω (v) verb 27 4 ιαχω (v) verb 42 5 Ιδαιος (jp) adjective 12 1 Ιδαιος (np) noun 14 1 ιδε (cj) conjunction 43 6 Ιδη (ng) noun 40 3 Ιδομενευς (np) noun 79 2 ιδρυω (v) verb 6 2 ιδρως (n) noun 20 3 ιεραξ (n) noun 10 3 ιερεια (n) noun 1 1 ιερευς (n) noun 9 2 ιερευω (v) verb 30 2 ιερος (j) adjective 160 6 ιζω (v) verb 66 4 ιημι (v) verb 207 6 Ιησων (np) noun 4 3 Ιθακη (ng) noun 86 3 ιθυνω (v) verb 30 5 ιθυπτιων (j) adjective 1 1 ιθυς (j) adjective 58 6 ιθυς (n) noun 6 3 ιθυω (v) verb 14 3 ικανω (v) verb 132 4 Ικεταων (np) noun 3 1 ικετης (n) noun 17 4 19

ικμενος (j) adjective 5 2 ικνεομαι (v) verb 374 6 ιλαομαι (v) verb 2 1 ιλαος (j) adjective 6 3 ιλασκομαι (v) verb 15 5 Ιληϊος (jp) adjective 1 1 Ιλιος (ng) noun 127 3 Ιλος (np) noun 7 2 ιλυς (n) noun 1 1 ιμας (n) noun 21 2 Ιμβριος (np) noun 3 1 Ιμβρος (np) noun 5 2 ιμεροεις (j) adjective 27 5 ιμερος (n) noun 29 5 ινα (cj) conjunction 199 6 ιος (n) noun 41 4 ιοχεαιρα (j) adjective 22 4 ιππιοχαιτης (j) adjective 1 1 ιππιοχαρμης (j) adjective 2 2 ιπποβοτος (j) adjective 16 3 ιπποδαμος (j) adjective 52 4 ιπποδασεια (j) adjective 9 2 Ιπποθοος (np) noun 7 1 ιπποκορυστης (j) adjective 5 1 Ιππολοχος (np) noun 10 1 ιππος (n) noun 506 6 ιππουρις (j) adjective 7 2 ιπτομαι (v) verb 3 1 Ιρις (np) noun 46 3 ις (n) noun 29 4 ισαζω (v) verb 2 1 Ισανδρος (np) noun 2 1 ισοθεος (j) adjective 14 2 ισος (j) adjective 139 5 ισοφαριζω (v) verb 4 2 ιστημι (v) verb 490 6 ιστιον (n) noun 31 3 ιστοδοκη (n) noun 2 2 ιστος (n) noun 53 4 ιτεα (n) noun 2 2 ιφθιμος (j) adjective 56 6 ιφι (av) adverb 20 4 ιχθυς (n) noun 23 4 καγκανος (j) adjective 4 3 καγχαλαω (v) verb 5 2 καθαπτω (v) verb 12 3 καθεζομαι (v) verb 34 5 καθευδω (v) verb 7 2 καθημαι (v) verb 38 3 καθιζω (v) verb 41 5 καθιημι (v) verb 5 3 καθυπερθε (av) adverb 25 3 και (cj) conjunction 6,333 6 Καινευς (np) noun 2 2 καινυμαι (v) verb 21 4 καιω (v) verb 75 4 κακιζω (v) verb 1 1 κακομηχανος (j) adjective 3 2 κακος (j) adjective 522 5 κακοτης (n) noun 30 5 καλεω (v) verb 142 5 Καλησιος (np) noun 1 1 καλητωρ (n) noun 1 1 καλλιγυναιξ (j) adjective 7 4 καλλιζωνος (j) adjective 5 3 καλλιπαρηος (j) adjective 22 3 καλλος (n) noun 20 3 καλος (j) adjective 386 6 καλυμμα (n) noun 2 2 καλυπτω (v) verb 103 6 Καλχας (np) noun 7 1 καματος (n) noun 31 5 καμνω (v) verb 47 2 καμπτω (v) verb 5 2 20

καμπυλος (j) adjective 14 4 κανεον (n) noun 14 2 καπετος (n) noun 3 1 καπνος (n) noun 22 3 καρα (n) noun 101 6 καρηνον (n) noun 38 4 καρπαλιμος (j) adjective 50 5 καρπος (n) (1) noun 26 5 καρπος (n) (2) noun 11 3 καρτιστος (j) adjective 12 3 καρχαλεος (j) adjective 1 1 κασιγνητη (n) noun 16 3 κασιγνητος (n) noun 58 6 Κασσανδρη (np) noun 3 2 κασσιτερος (n) noun 12 3 Καστωρ (np) noun 5 3 κατα (pp) preposition 988 6 καταβαινω (v) verb 34 4 καταγω (v) verb 11 2 καταδεω (v) verb 14 2 καταδυω (v) verb 49 5 καταθαπτω (v) verb 2 1 καταθνησκω (v) verb 25 2 καταθνητος (j) adjective 26 5 κατακαιω (v) verb 7 2 κατακειμαι (v) verb 21 4 κατακτεινω (v) verb 65 3 καταλεγω (v) verb 60 3 καταλειπω (v) verb 32 4 καταμαρπτω (v) verb 4 2 καταμαω (v) verb 1 1 κατανευω (v) verb 22 3 καταπεσσω (v) verb 1 1 καταπηγνυμι (v) verb 4 1 καταπιπτω (v) verb 22 3 καταπλησσω (v) verb 1 1 καταρρεζω (v) verb 8 2 κατασβεννυμι (v) verb 1 1 κατασευομαι (v) verb 1 1 καταστορεννυμι (v) verb 2 2 κατατιθημι (v) verb 59 5 καταφενω (v) verb 19 3 καταχεω (v) verb 20 4 κατεδω (v) verb 13 2 κατειβω (v) verb 7 3 κατεναντιον (av) adverb 2 2 κατερυκανω (v) verb 1 1 κατερυκω (v) verb 21 2 κατερχομαι (v) verb 22 3 κατεσθιω (v) verb 4 2 κατευναζω (v) verb 1 1 κατεχω (v) verb 30 4 κατηφειη (n) noun 3 1 κατηφων (j) adjective 1 1 κεδνος (j) adjective 27 5 κεδρινος (j) adjective 1 1 κειμαι (v) verb 213 5 κειμηλιον (n) noun 20 2 κειρω (v) verb 24 4 κεισε (av) adverb 25 2 κελαδεινος (j) adjective 8 2 κελαδος (n) noun 6 3 κελαινεφης (j) adjective 27 4 κελαινος (j) adjective 19 4 κελαρυζω (v) verb 4 3 κελευθος (n) noun 50 5 κελευω (v) verb 208 6 κελομαι (v) verb 105 6 κενος (j) adjective 10 4 κεραιζω (v) verb 8 2 κεραος (j) adjective 6 3 κερας (n) noun 18 4 κεραυνος (n) noun 29 5 κερδαλεοφρων (j) adjective 2 1 21

κερδιων (j) adjective 33 2 κερτομιος (j) adjective 8 4 κευθανω (v) verb 1 1 κευθω (v) verb 22 4 κεφαλη (n) noun 161 6 κηδος (n) noun 54 5 κηδω (v) verb 45 4 κηλον (n) noun 5 3 κηπος (n) noun 6 2 κηρ (n) (1) noun 92 4 κηρ (n) (2) noun 85 6 κηρυξ (n) noun 93 5 κηωδης (j) adjective 1 1 κηωεις (j) adjective 4 2 κιδναμαι (v) verb 4 2 κιθαρις (n) noun 10 3 Κιλιξ (np) noun 2 1 Κιλλα (np) noun 2 1 κινεω (v) verb 25 3 Κισσηις (np) noun 1 1 κιχανω (v) verb 62 3 κιω (v) verb 122 5 κλαγγη (n) noun 10 3 κλαζω (v) verb 24 5 κλαιω (v) verb 83 3 κλαυθμος (n) noun 7 2 κλεις (n) noun 34 3 κλειτος (j) adjective 111 6 κλεος (n) noun 75 5 κλεπτης (n) noun 1 1 κλεπτος (j) adjective 1 1 κλεπτω (v) verb 12 4 κλεω (v) verb 9 5 κληρος (n) noun 20 3 κλινω (v) verb 47 4 κλισια (n) noun 130 3 κλισμος (n) noun 18 3 κλονεω (v) verb 23 4 κλονος (n) noun 8 2 Κλυμενη (np) noun 5 3 Κλυταιμνηστρη (np) noun 4 2 Κλυτιος (np) noun 5 2 κλυτοτεχνης (j) adjective 5 3 κλυω (v) verb 119 6 κνεφας (n) noun 16 2 κνημη (n) noun 17 3 κνημις (n) noun 9 3 κνημος (n) noun 9 3 κνισα (n) noun 17 3 κοιλος (j) adjective 66 6 κοιμαω (v) verb 43 4 κολεον (n) noun 11 2 κολπος (n) noun 22 3 κολωιος (n) noun 1 1 κομαω (v) verb 33 2 κομη (n) noun 14 3 κομιζω (v) verb 37 4 κοναβεω (v) verb 9 4 κοναβιζω (v) verb 4 2 κονια (n) noun 70 5 κονις (n) noun 14 5 κονισαλος (n) noun 3 1 κονιω (v) verb 10 4 κοπρος (n) noun 8 2 κορη (n) noun 161 6 κορυθαιολος (j) adjective 39 1 κορυς (n) noun 48 4 κορυσσω (v) verb 28 3 κορυφη (n) noun 39 5 κορωνις (n) noun 17 2 κοσμεω (v) verb 19 5 κοσμητωρ (n) noun 4 2 κοσμος (n) noun 27 5 κοτεω (v) verb 28 6 22

κοτος (n) noun 7 2 κουριδιος (j) adjective 21 3 κουρος (n) noun 56 4 κραδιη (n) noun 67 6 κραινω (v) verb 18 3 κραιπνος (j) adjective 21 3 Κραναη (ng) noun 1 1 κραναος (j) adjective 8 3 κρας (n) noun 38 4 κραταιος (j) adjective 15 3 κρατερος (j) adjective 232 5 κρατερωνυξ (j) adjective 7 2 κρατεω (v) verb 15 4 κρατος (n) noun 38 5 κρατυς (j) adjective 9 3 κρεας (n) noun 53 4 κρεισσων (j) adjective 20 4 κρειων (j) adjective 70 3 κρηγυος (j) adjective 1 1 κρημνος (n) noun 6 1 κρηνη (n) noun 28 5 Κρης (np) noun 21 3 Κρητη (ng) noun 24 4 κρητηρ (n) noun 43 4 κρικος (n) noun 1 1 κρινω (v) verb 42 5 κροαινω (v) verb 2 1 κροκοπεπλος (j) adjective 6 2 Κρονιδης (np) noun 67 5 Κρονιων (np) noun 99 6 Κρονος (np) noun 48 5 κρυερος (j) adjective 7 5 κρυπταδιος (j) adjective 3 2 κρυπτω (v) verb 25 5 κτεαρ (n) noun 14 2 κτεινω (v) verb 166 6 κτερας (n) noun 2 1 κτερεα (n) noun 5 2 κτερειζω (v) verb 4 2 κτεριζω (v) verb 5 2 κτημα (n) noun 67 4 κτιλος (n) noun 2 1 κυανεος (j) adjective 29 6 κυβισταω (v) verb 3 1 κυδαλιμος (j) adjective 34 3 κυδιανειρα (j) adjective 9 1 κυδιαω (v) verb 7 3 κυδιστος (j) adjective 25 4 κυδος (n) noun 82 6 κυκαω (v) verb 12 3 κυλινδω (v) verb 26 4 κυλλοποδιων (n) noun 3 1 κυμα (n) noun 118 5 κυναμυια (n) noun 2 1 κυνεη (n) noun 30 3 κυνεω (v) verb 21 2 κυνωπις (n) noun 6 2 κυπειρος (n) noun 3 3 κυπελλον (n) noun 10 2 κυπτω (v) verb 4 2 κυρω (v) verb 9 4 κυων (n) noun 126 6 κωκυω (v) verb 12 3 κωπη (n) noun 7 2 κωφος (j) adjective 4 2 λαας (n) noun 24 3 λαβρος (j) adjective 6 3 λαγχανω (v) verb 39 4 Λαερτιαδης (np) noun 39 2 λαζομαι (v) verb 13 3 λαθρηι (av) adverb 19 3 λαϊνος (j) adjective 13 3 λαιψηρος (j) adjective 10 1 Λακεδαιμων (ng) noun 15 2 23

λαμβανω (v) verb 150 5 λαμπεταω (v) verb 5 4 Λαμπος (np) noun 5 2 λαμπρος (j) adjective 18 5 λαμπω (v) verb 33 5 λανθανω (v) verb 110 5 λαξ (av) adverb 8 2 Λαοδαμεια (np) noun 2 1 Λαοδικη (np) noun 4 1 Λαοθοη (np) noun 2 1 Λαομεδοντιαδης (np) noun 2 1 Λαομεδων (np) noun 10 1 λαος (n) noun 315 6 λαπαρα (n) noun 7 1 λαρναξ (n) noun 2 1 λασιος (j) adjective 5 2 λαυκανιη (n) noun 2 1 λαχνηεις (j) adjective 4 1 λεβης (n) noun 26 3 λεγω (v) verb 38 4 λειβω (v) verb 22 4 λειμων (n) noun 28 4 λειπω (v) verb 188 6 λειριοεις (j) adjective 3 2 Λελεγες (np) noun 3 1 λεπω (v) verb 1 1 Λεσβος (ng) noun 8 3 λευγαλεος (j) adjective 17 3 λευκος (j) adjective 82 6 λευκωλενος (j) adjective 48 4 λευσσω (v) verb 14 3 λεχομαι (v) verb 22 3 λεχος (n) noun 62 5 λεων (n) noun 73 5 ληγω (v) verb 26 5 Ληϊτος (np) noun 5 1 Λημνος (ng) noun 15 3 Λητω (np) noun 48 6 λιαζομαι (v) verb 13 2 λιγυς (j) adjective 36 4 λιην (av) adverb 46 3 λιθος (n) noun 31 4 λιλαιομαι (v) verb 26 4 λιμην (n) noun 37 4 λιμνη (n) noun 13 4 λινον (n) noun 9 3 λισσομαι (v) verb 76 3 λιτανευω (v) verb 7 3 λοιβη (n) noun 4 2 λοιγιος (j) adjective 4 1 λοιγος (n) noun 22 2 λοιμος (n) noun 3 2 λουω (v) verb 51 5 λοφος (n) noun 17 3 λοχος (n) noun 21 3 λυγρος (j) adjective 73 5 λυθρον (n) noun 5 2 Λυκαων (np) noun 19 1 Λυκια (ng) noun 22 2 Λυκιοι (np) noun 49 1 Λυκουργος (np) noun 5 1 λυμα (n) noun 2 1 λυμη (n) noun 1 1 λυσις (n) noun 4 4 λυσσα (n) noun 3 1 λυω (v) verb 158 5 λωβαομαι (v) verb 3 1 λωβη (n) noun 15 3 λωβητηρ (n) noun 3 1 λωβητος (j) adjective 2 2 λωϊον (n) noun 4 2 λωτος (n) noun 9 3 λωφαω (v) verb 2 2 μα (ptl) particle 6 3 24

μαινομαι (v) verb 23 2 μακαρ (j) adjective 83 6 Μακαρ (np) noun 2 2 μακελλα (n) noun 2 2 μακρος (j) adjective 151 6 μαλα (av) adverb 563 6 μαλακος (j) adjective 45 5 μαλερος (j) adjective 4 2 μαλλον (av) adverb 190 6 μανθανω (v) verb 3 2 μαντευομαι (v) verb 14 2 μαντις (n) noun 17 2 μαντοσυνη (n) noun 4 2 μαρμαιρω (v) verb 10 2 μαρμαρεος (j) adjective 5 2 μαρναμαι (v) verb 64 5 μαρπτω (v) verb 21 4 μαρτυρος (n) noun 8 3 μαστιξ (n) noun 26 3 μαστος (n) noun 17 2 μαχαιρα (n) noun 5 2 μαχη (n) noun 147 5 μαχλοσυνη (n) noun 1 1 μαχομαι (v) verb 257 4 μαψιδιος (j) adjective 10 3 μεγαθυμος (j) adjective 80 4 μεγακητης (j) adjective 5 2 μεγαλητωρ (j) adjective 70 4 μεγαρον (n) noun 318 5 μεγας (j) adjective 933 6 μεδεων (v) verb 10 3 μεδομαι (v) verb 15 2 μεθιημι (v) verb 40 3 μεθομιλεω (v) verb 1 1 μειδαω (v) verb 21 4 μειλινος (j) adjective 14 2 μειλιχιος (j) adjective 38 4 μειρομαι (v) verb 14 5 μειων (j) adjective 5 3 Μελανθιος (np) noun 13 2 μελανυδρος (j) adjective 6 3 μελας (j) adjective 214 6 μελδομαι (v) verb 1 1 μελεος (j) adjective 5 2 μελι (n) noun 8 3 μελιη (n) noun 20 5 μελιηδης (j) adjective 27 4 μελιφρων (j) adjective 14 4 μελλω (v) verb 100 5 μελος (n) noun 37 6 μελπω (v) verb 10 5 μελω (v) verb 78 5 μεμαα (v) verb 122 4 μεμονα (v) verb 13 2 μεν (ptl) particle 2,117 6 μενεαινω (v) verb 40 4 Μενελαος (np) noun 194 2 μενεπτολεμος (j) adjective 10 2 Μενοιτιαδης (np) noun 20 2 μενος (n) noun 206 6 μενω (v) verb 193 5 μερμερος (j) adjective 7 2 μερμηριζω (v) verb 41 2 μεροψ (j) adjective 17 4 μεσαυλος (n) noun 5 2 μεσηγυ (av) adverb 29 4 μεσοπαγης (j) adjective 1 1 μεσος (j) adjective 171 6 Μεσσηις (np) noun 1 1 μετα (pp) preposition 497 6 μεταισσω (v) verb 4 2 μεταλλαω (v) verb 26 2 μεταξυ (av) adverb 2 2 μετασευομαι (v) verb 3 1 25

μετατρεπομαι (v) verb 3 1 μεταυδαω (v) verb 26 3 μεταφημι (v) verb 14 2 μεταφραζω (v) verb 1 1 μετειμι (v) (1) verb 17 4 μετειμι (v) (2) verb 4 1 μετειπον (v) verb 66 3 μετερχομαι (v) verb 17 2 μετοπισθε (av) adverb 34 5 μετοχλιζω (v) verb 2 2 μετωπον (n) noun 17 4 μεχρι (pp) preposition 2 1 μη (xx) negative 553 5 μηδε (xx) negative 187 5 μηδομαι (v) verb 42 6 μηδος (n) (1) noun 29 5 Μηιονιη (ng) noun 3 2 μηκετι (av) adverb 26 3 Μηκιστηϊαδης (np) noun 1 1 μηλον (n) (1) noun 91 5 μην (ptl) particle 39 4 μηνις (n) noun 20 4 μηνιω (v) verb 8 2 μηρα (n) noun 6 2 μηρια (n) noun 17 3 μηρος (n) noun 39 4 μηστωρ (n) noun 17 2 Μηστωρ (np) noun 1 1 μητε (xx) negative 53 4 μητηρ (n) noun 260 5 μητιετα (n) noun 33 6 μητιομαι (v) verb 10 3 μιαιφονος (j) adjective 4 1 μιαρος (j) adjective 1 1 μιγνυμι (v) verb 119 6 μιμνησκω (v) verb 140 5 μιμνω (v) verb 57 5 μιν (pn) pronoun 722 6 μινυνθα (av) adverb 14 2 μινυνθαδιος (j) adjective 8 2 μισθος (n) noun 11 4 μιστυλλω (v) verb 10 2 Μνησος (np) noun 1 1 μνηστος (j) adjective 6 2 μογεω (v) verb 34 3 μογις (av) adverb 5 2 μοθος (n) noun 7 3 μοιρα (n) noun 125 5 μοιρηγενης (j) adjective 1 1 μολπη (n) noun 12 4 μολυβδαινα (n) noun 1 1 μονος (pj) adjective 43 5 μορμυρω (v) verb 3 1 μορος (n) noun 20 4 μορφνος (n) noun 2 2 Μουσα (np) noun 54 6 Μυγδων (np) noun 1 1 Μυδων (np) noun 2 1 μυθεομαι (v) verb 66 4 μυθος (n) noun 339 5 μυκαομαι (v) verb 10 3 μυρικη (n) noun 5 2 μυρικινος (j) adjective 1 1 μυριος (j) adjective 36 4 Μυρμιδονες (np) noun 44 3 μυρω (v) verb 17 4 Μυσος (np) noun 5 1 μυχος (n) noun 26 4 μυω (v) verb 1 1 μωμαομαι (v) verb 1 1 μωνυξ (j) adjective 34 2 ναι (av) adverb 12 3 Ναιας (np) noun 6 2 ναιεταω (v) verb 54 5 26

ναιω (v) verb 127 6 ναυς (n) noun 1,061 5 ναω (v) verb 2 2 νεβρος (n) noun 10 2 νειατος (j) adjective 16 3 νεικεω (v) verb 44 4 νεικος (n) noun 46 5 νειος (n) noun 13 4 νεκρος (j) adjective 65 2 νεκταρ (n) noun 16 4 νεκταρεος (j) adjective 2 1 νεκυς (n) noun 78 2 νεμεσαω (v) verb 46 3 νεμεσητος (j) adjective 8 2 νεμεσις (n) noun 11 4 νεμω (v) verb 50 4 νεοαρδης (j) adjective 1 1 νεομαι (v) verb 91 3 νεος (j) adjective 131 6 νεοτευκτος (j) adjective 1 1 Νεστοριδης (np) noun 16 2 Νεστωρ (np) noun 117 2 νευρη (n) noun 23 3 νευω (v) verb 26 4 νεφεληγερετα (j) adjective 44 5 νεω (v) (1) verb 1 1 νηδυς (n) noun 8 3 νηεω (v) verb 9 2 νηϊος (j) adjective 9 4 νηλης (j) adjective 44 4 νημερτης (j) adjective 42 4 νηος (n) noun 45 4 νηπιαχος (j) adjective 3 1 νηπιος (j) adjective 84 4 νηπυτιος (j) adjective 9 1 νησος (n) noun 86 5 νιζω (v) verb 26 3 νικαω (v) verb 49 4 νικη (n) noun 48 6 Νιοβη (np) noun 2 1 νιφας (n) noun 6 2 νοεω (v) verb 167 6 νοημα (n) noun 32 6 νομος (n) (1) noun 16 4 νοος (n) noun 136 6 νοσφι (pp) preposition 59 6 νοσφιζομαι (v) verb 11 3 Νοτος (np) noun 18 5 νουσος (n) noun 14 6 νυμφη (n) noun 63 4 νυν (av) adverb 801 6 νυξ (n) noun 177 6 νυος (n) noun 5 3 Νυσηϊος (ng) noun 1 1 νωμαω (v) verb 27 4 νωτον (n) noun 45 6 ξανθος (j) adjective 47 4 Ξανθος (np) noun 22 1 ξεινηϊον (n) noun 11 2 ξεινοδοκος (n) noun 7 3 ξεινος (n) noun 220 4 ξενιζω (v) verb 12 2 ξεστος (j) adjective 24 3 ξηραινω (v) verb 2 1 ξιφος (n) noun 65 2 ξυλον (n) noun 16 4 ξυλοχος (n) noun 6 2 ξυνηϊος (j) adjective 2 1 ο (dt) determiner 6,731 6 οαριζω (v) verb 6 2 οβελος (n) noun 15 3 οβριμος (j) adjective 34 6 οδαξ (av) adverb 9 2 οδε (pd) pronoun 516 6 27

οδοιπορος (n) noun 1 1 οδος (n) noun 110 5 οδυρομαι (v) verb 57 3 Οδυσσευς (np) noun 725 3 οδυσσομαι (v) verb 10 3 οζος (n) noun 25 5 οθι (av) adverb 96 4 οθομαι (v) verb 5 1 οθονη (n) noun 3 2 οιαξ (n) noun 1 1 οιγω (v) verb 15 3 οιδα (v) verb 392 6 οιδμα (n) noun 6 3 οϊζυρος (j) adjective 17 4 οϊζυς (n) noun 22 5 οϊζυω (v) verb 4 2 οικευς (n) noun 7 2 οικιον (n) noun 30 4 οικος (n) noun 301 4 οικτειρω (v) verb 6 2 οιμα (n) noun 2 1 οιμωγη (n) noun 6 2 οιμωζω (v) verb 23 2 Οινευς (np) noun 8 1 οινοβαρης (j) adjective 1 1 οινος (n) noun 140 4 οινοχοεω (v) verb 7 2 οινοψ (j) adjective 24 4 οιομαι (v) verb 140 4 οιοομαι (v) verb 2 1 οιοπολος (j) adjective 6 3 οιος (j) adjective 169 4 οιος (pr) pronoun 194 5 οις (n) noun 60 5 οϊστος (n) noun 55 3 οιτος (n) noun 11 2 οιχομαι (v) verb 96 4 οιωνοπολος (n) noun 2 1 οιωνος (n) noun 40 5 οκρυοεις (j) adjective 2 1 ολβιοδαιμων (j) adjective 1 1 ολβιος (j) adjective 27 5 ολβος (n) noun 26 6 ολεθρος (n) noun 82 3 ολεκω (v) verb 16 3 ολιγος (j) adjective 50 5 ολλυμι (v) verb 173 4 ολολυγη (n) noun 2 2 ολοος (j) adjective 51 6 ολοφυρομαι (v) verb 40 3 Ολυμπιος (np) noun 64 5 Ολυμπος (ng) noun 144 6 ομαρτεω (v) verb 8 4 ομβρος (n) noun 20 4 ομηγερης (j) adjective 10 2 ομηλικια (n) noun 10 2 ομιλεω (v) verb 25 3 ομιλος (n) noun 93 3 ομιχλη (n) noun 5 2 ομμα (n) noun 21 4 ομνυμι (v) verb 48 5 ομογαστριος (j) adjective 2 1 ομοιιος (j) adjective 13 4 ομοιος (j) adjective 37 5 ομοιοω (v) verb 2 2 ομοκλεω (v) verb 21 2 ομοκλη (n) noun 9 4 ομος (j) adjective 37 6 ομφαλοεις (j) adjective 13 2 ομφαλος (n) noun 8 2 ομως (av) adverb 39 6 οναρ (n) noun 4 2 ονειαρ (n) noun 26 5 ονειδειος (j) adjective 8 2 28

ονειδιζω (v) verb 6 3 ονειδος (n) noun 15 4 ονειροπολος (n) noun 2 1 ονινημι (v) verb 22 5 ονομα (n) noun 28 4 ονομαζω (v) verb 53 3 ονομαι (v) verb 14 2 ονομαινω (v) verb 16 4 οξυς (j) adjective 159 6 οπαδεω (v) verb 17 5 οπαζω (v) verb 66 5 οπισθεν (av) adverb 70 6 οπισσω (av) adverb 65 6 οπλιζω (v) verb 21 2 οπλοτερος (j) adjective 20 4 οποσος (pr) pronoun 9 3 οποτε (av) adverb 103 6 οποτερος (pr) pronoun 14 3 οπταω (v) verb 18 3 οπωρινος (j) adjective 7 4 οπως (cj) conjunction 76 4 οραω (v) verb 129 6 ορεγνυμι (v) verb 2 1 ορεγω (v) verb 41 5 ορεσκωιος (j) adjective 5 3 ορεστιας (n) noun 2 2 ορευς (n) noun 4 2 ορθος (j) adjective 20 4 ορινω (v) verb 51 4 ορκιον (n) noun 29 2 ορκος (n) noun 52 5 ορμαινω (v) verb 31 3 ορμαω (v) verb 45 5 ορμος (n) noun 11 4 ορνις (n) noun 37 5 ορνυμι (v) verb 264 6 οροθυνω (v) verb 7 2 ορος (n) (2) noun 144 6 ορουω (v) verb 28 4 οροφος (n) noun 1 1 ορπηξ (n) noun 2 2 ορυμαγδος (n) noun 18 3 ορφανικος (j) adjective 3 1 ορχαμος (n) noun 27 3 ορχηστης (n) noun 3 1 ος (po) pronoun 285 6 ος (pr) pronoun 2,211 6 οσακις (av) adverb 3 2 οσος (pr) pronoun 310 5 οσσε (n) noun 66 5 οσσομαι (v) verb 10 3 οστεον (n) noun 50 4 οστις (pr) pronoun 54 5 οτε (cj) conjunction 593 6 οτι (cj) conjunction 132 6 οτραλεος (j) adjective 4 3 Οτρευς (np) noun 3 2 οτρηρος (j) adjective 7 2 οτρυνω (v) verb 136 3 ου (av) adverb 20 3 ου (xx) negative 1,623 6 ουδας (n) noun 33 5 ουδε (xx) negative 1,260 6 ουδεις (pj) adjective 24 4 ουδος (n) (1) noun 53 5 Ουκαλεγων (np) noun 1 1 ουκετι (av) adverb 88 5 ουλομενος (j) adjective 18 5 ουλος (j) (2) adjective 13 2 ουλος (j) (3) adjective 5 1 ουλοχυται (n) noun 7 2 ουν (av) adverb 96 4 ουνεκα (cj) conjunction 81 5 Ουρανιωνες (np) noun 15 4 29

ουρανος (n) noun 167 6 ουρευς (n) noun 4 2 ουρον (n) noun 5 2 ουρος (n) (1) noun 26 3 ους (n) noun 32 5 ουταζω (v) verb 35 3 ουταω (v) verb 49 3 ουτε (xx) negative 365 5 ουτιδανος (j) adjective 6 2 ουτος (pd) pronoun 415 5 ουτως (av) adverb 120 5 Οφελεστης (np) noun 2 1 οφελλω (v) verb 64 4 Οφελτιος (np) noun 2 1 οφθαλμος (n) noun 141 6 οφρα (cj) conjunction 384 6 οφρυς (n) noun 25 4 οχα (av) adverb 20 2 οχετηγος (j) adjective 1 1 οχευς (n) noun 13 2 οχεω (v) verb 9 4 οχθεω (v) verb 30 3 οχθη (n) noun 17 3 οχλεω (v) verb 1 1 οχος (n) noun 67 3 οψ (n) noun 32 4 οψε (av) adverb 22 3 οψιγονος (j) adjective 7 3 οψις (n) noun 3 2 παιαν (n) noun 3 2 παιδοφονος (j) adjective 1 1 Παιονια (ng) noun 2 1 παιπαλοεις (j) adjective 18 4 παις (n) noun 383 6 Παιων (np) noun 7 1 παλαι (av) adverb 18 2 παλαιγενης (j) adjective 6 3 παλαιος (j) adjective 19 3 παλαμη (n) noun 28 5 παλασσω (v) verb 19 4 παλιλλογος (j) adjective 1 1 παλιμπλαζομαι (v) verb 2 2 παλιν (av) adverb 63 5 παλιναγρετος (j) adjective 2 2 παλινορσος (j) adjective 1 1 Παλλας (np) noun 61 6 παλλω (v) verb 28 4 Παμμων (np) noun 1 1 παμπαν (av) adverb 43 4 παμποικιλος (j) adjective 3 3 παμφαινω (v) verb 9 2 παμφανοων (v) verb 19 3 παναποτμος (j) adjective 2 1 παναωριος (j) adjective 1 1 πανδαματωρ (j) adjective 2 2 πανημεριος (j) adjective 13 3 Πανθοος (np) noun 6 1 παννυχιος (j) adjective 26 4 πανοψιος (j) adjective 1 1 παντη (av) adverb 39 6 παντοιος (j) adjective 34 5 παντοσε (av) adverb 30 3 παρα (pp) preposition 583 6 παραβλωσκω (v) verb 2 1 παραδεχομαι (v) verb 1 1 παρακειμαι (v) verb 4 2 παρακοιτης (n) noun 3 2 παρακοιτις (n) noun 21 5 παραλεχομαι (v) verb 9 4 παραφημι (v) verb 8 4 παρδαλεος (j) adjective 2 1 παρδαλις (n) noun 5 3 παρεζομαι (v) verb 5 2 παρεια (n) noun 23 4 30