Ενδεικτικές Προτεινόμενες απαντήσεις στα Αρχαία Ελληνικά Γ Λυκείου Γνωστό κείμενο Α1. Στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως ακριβώς εσύ λες, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής ή (ικανός) σε άλλη οποιαδήποτε τέχνη, στην οποία δεν είναι, ή γελούν σε βάρος του ή αγανακτούν, και οι συγγενείς του πλησιάζοντάς τον τον συμβουλεύουν με την ιδέα ότι είναι τρελός στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, αν και γνωρίζουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς, το οποίο στην πρώτη περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σωφροσύνη, δηλαδή το να λέει την αλήθεια, στη δεύτερη περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα, και ισχυρίζονται ότι πρέπει όλοι να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, διαφορετικά (λένε) ότι είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι κατέχει [δικαιοσύνην] [τη δικαιοσύνη] με την ιδέα ότι είναι αναγκαίο πως ο καθένας κατ αυτόν τον τρόπο να μετέχει σ αυτή, διαφορετικά να μη συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Β1. Ο Πρωταγόρας έχει ήδη αποδείξει με το μύθο του Προμηθέα την άποψη για την καθολικότητα και το διδακτό της πολιτικής αρετής («πάντα ἄνδρα μετέχειν») και θεωρεί ότι και ο Σωκράτης την αποδέχεται. Τώρα θα την ενισχύσει επιπρόσθετα («αὖ») και με ένα «τεκμήριον» μια λογική απόδειξη («Ινα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον»). Παραθέτει λοιπόν αντιθετικά δύο παραδείγματα παρμένα, όπως και αυτά του Σωκράτη, από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα και το δεύτερο απέναντι στον πολίτη. Αναφορικά με το πρώτο αν κάποιος ισχυριστεί ψευδώς ότι κατέχει μια τέχνη (του αυλητή ή οποιαδήποτε άλλη «ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν»), τότε ο κόσμος τον κοροϊδεύει κι οργίζεται, οι δικοί του τον συμβουλεύουν σα να ναι τρελός («ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον»). Ο ψευδής ισχυρισμός, δηλαδή, δεν είναι αποδεκτός, θεωρείται παρανοϊκή συμπεριφορά. Κι αυτό γιατί ο ψευδόμενος εκτίθεται στα μάτια του κόσμου, η εικόνα του αμαυρώνεται, γελοιοποιείται. Αν από την άλλη κάποιος ισχυριστεί αληθώς, δημοσίως και με ειλικρίνεια ότι είναι άδικος (δηλ. ότι δεν κατέχει την πολιτική αρετή : «ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν»), τότε ο κόσμος τον θεωρεί τρελό, αν και γνωρίζει ότι λέει την αλήθεια («ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν»). Σε αυτήν την περίπτωση παρανοϊκή συμπεριφορά θεωρείται ο αληθής και όχι ο ψευδής-ισχυρισμός («ὃ ἐκεῖ
σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν»). Όλοι πιστεύουν πως πρέπει να λέμε ότι είμαστε δίκαιοι, έστω και αν χρειαστεί να πούμε ψέματα («καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦ- σιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]»). Κι αυτό γιατί όποιος δηλώνει ότι είναι άδικος έστω κι αν λέει αλήθεια, έστω κι αν όλοι το ξέρουν- εκτίθεται στα μάτια του κόσμου, παραδεχόμενος την ανηθικότητά του και απορρίπτεται από την κοινωνία. Συνεπώς όλοι οι άνθρωποι πρέπει να συμμετέχουν με κάποιον τρόπο (σε κάποιον βαθμό, όχι απαραίτητα στον πιο υψηλό βαθμό : «ἁμῶς γέ πως»)στην πολιτική αρετή και όποιος δε συμμετέχει δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων («ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις»). Βασική προϋπόθεση, δηλαδή, για την ύπαρξη κοινωνίας είναι η συμμετοχή όλων των ανθρώπων στη πολιτική αρετή. Γι αυτό είναι αδιανόητο, κατά την άποψη του κόσμου, να λέει κανείς ότι δεν συμμετέχει σε αυτήν, έστω και αν χρειαστεί να προσποιείται. Β2. Ο Πρωταγόρας συνεχίζοντας την επιχειρηματολογία του σχετικά με την καθολικότητα της πολιτικής αρετής (δικαιοσύνη) ισχυρίζεται πως όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, ακόμη κι αν δεν είναι στην πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του άδικου αποφαίνεται ότι όποιος δεν μετέχει της πολιτικής αρετής ή δεν ισχυρίζεται ότι μετέχει δεν μπορεί να είναι πολίτης. Η κοινωνία τον αποβάλλει και δεν είναι επιτρεπτή η συμβίωσή του με τους άλλους ανθρώπους, γιατί θα διαπράξει αδικίες, διασαλεύοντας την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Στο μύθο του Προμηθέα πιο πριν παρουσίασε τον Δία να διατάζει η ποινή του αδίκου να είναι ο θάνατος («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»), ποινή αυστηρή που όμως τονίζει τη σημασία της πολιτικής αρετής. Μια ενδεχόμενη λοιπόν παραδοχή ότι είναι άδικος θα του δημιουργούσε προβλήματα με τη δικαιοσύνη και θα έπρεπε να υποστεί συνέπειες. Η αρμονική συμβίωση των ανθρώπων είναι αδιανόητη, αν δεν διαθέτουν όλοι την πολιτική αρετή. Γι αυτό και αν κάποιος στερείται τη δικαιοσύνη, πρέπει να υποκρίνεται ότι την κατέχει.στην ενότητα αυτή αναφέρεται η απομάκρυνση του αδίκου από την πόλη, δηλαδή η ποινή της εξορίας. Η ποινή αυτή φαίνεται ηπιότερη, ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί εξίσου σκληρή, δεδομένης της σημασίας που έχει για τον άνθρωπο η κοινωνική ζωή. Κατά τον Αριστοτέλη, μάλιστα, ο άνθρωπος, ως «κοινωνικόν ζώον», δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία, μόνος του, εκτός αν είναι θεός ή θηρίον. Κάθε άνθρωπος, ως μέλος μιας κοινωνίας, ξέρει τι είναι δίκαιο και τι άδικο, έχει μία στοιχειώδη γνώση για την έννοια της δικαιοσύνης. Αν εκτελεί άδικες πράξεις, αυτό σημαίνει ότι δεν την έχει καλλιεργήσει όσο χρειάζεται, για να αποτρέπεται και να μη διαπράττει αδικίες. Ο
Πρωταγόρας διεισδύοντας στην ανθρώπινη ψυχολογία έχει κατανοήσει ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται κυρίως για το «φαίνεσθαι» και όχι για το «εἶναι» είναι πιο σημαντική η εικόνα που προβάλλουν στους άλλους η οποία θέλουν να είναι θετική και προσπαθούν να κρύψουν τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα τους, υποκρινόμενοι κάτι που δεν είναι. Επιπλέον, ο Πρωταγόρας προβάλλει με ρεαλιστικό τρόπο τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι κάθε άνθρωπος και η κοινωνία γενικότερα γνωρίζει έστω και στοιχειωδώς ποιες πράξεις είναι δίκαιες και ποιες άδικες, γι αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να παραδέχεται δημόσια ότι είναι άδικος, γιατί έτσι απορρίπτει τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωσή του να είναι δίκαιος. Παράλληλα, διαπιστώνεται και η απαίτηση της αθηναϊκής κοινωνίας να έχει κάθε πολίτης πολιτική και κοινωνική συνείδηση, η οποία γίνεται αντιληπτή αρχικά με το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να καταφάσκουν στη δικαιοσύνη. Όποιος διαφοροποιείται από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Επομένως, η αδικίαή ακόμη και η παραδοχή αυτής απειλεί τη συνοχή της κοινωνίας. Β3.Ο Πρωταγόρας, αφού αφηγήθηκε το μύθο του Προμηθέα, συμφωνεί με όσα είπε ο Σωκράτης για τους Αθηναίους στην πρώτη ενότητα αναφορικά με τις συμβουλές σε τεχνικά ζητήματα («οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἀνέχονται») και επικροτεί τη στάση τους («εἰκότως, ὡς ἐγώ φημί»), αφού όπως εξήγησε στο μύθο οι τεχνικές γνώσεις δεν έχουν δοθεί σε όλους.για τις συμβουλές από την άλλη στα πολιτικά ζητήματα («ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν), επίσης συμφωνεί με τη στάση τους («εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται»), αλλά την ερμηνεύει διαφορετικά και καταλήγει σε διαφορετικό συμπερασμα από αυτό του Σωκράτη. Έτσι σύμφωνα με τον Πρωταγόρα η πολιτική αρετή ενυπάρχει σε όλους τους πολίτες, επειδή ο Δίας έχει μοιράσει σε όλους την αιδώ και τη δίκη (=την πολιτική αρετή). Είναι δηλαδή καθολική, γιατί αν δεν μετείχαν όλοι οι πολίτες σε αυτήν δεν θα ήταν δυνατή η ύπαρξη πόλεων («ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ εἶναι πόλεις»). Δεν είναι όμως έμφυτη, γιατί την έδωσε ο Δίας σε μεταγενέστερο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπουκαι κυρίως- είναι διδακτή, γιατί ο Δίας έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα («δυνάμει») να γίνουν αγαθοί πολίτες και είναι δική τους ευθύνη η πραγμάτωση («ἐνεργείᾳ») της δυνατότητας αυτής μέσω της διδασκαλίας, της καλλιέργειας.ο Πρωταγόρας αναλαμβάνει να στηρίξει μια δύσκολη θέση και το κατορθώνει με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα. Αν δεχόταν ότι η αρετή είναι φυσικό προσόν ολόκληρου του ανθρώπινου γένους και όχι κάτι διδακτό, θα επιχειρηματολογούσε για την κατάργηση του ίδιου του επαγγέλματός
του. Από την άλλη μεριά έχει αναλάβει να δικαιολογήσει την αρχή πάνω στην οποία βασίζεται η αθηναϊκή δημοκρατία, αυτήν της ισηγορίας. Ο Σωκράτης από τη μεριά του ξεκινά από την παραδοχή ότι οι Αθηναίοι είναι σοφοί (κατά γενική ομολογία),γιατί για τα τεχνικά /ειδικά ζητήματα δέχονται την άποψη μόνο των ειδικών (καθότι μόνο αυτοί έχουν διδαχθεί τις απαραίτητες γνώσεις και μπορούν να δώσουν ορθές συμβουλές). Ωστόσο, ισχυρίζεται ότι για τα πολιτικά ζητήματα δέχονται την άποψη κάθε πολίτη (ανεξαρτήτως επαγγέλματος, τάξης, καταγωγής κλπ) γιατί θεωρούν ότι όλοι οι πολίτες έχουν πολιτική αρετή (εκ του ορισμού της έννοιας του πολίτη) και ότι δεν την έχουν διδαχθεί από κανέναν. Επομένως, οι Αθηναίοι αναγνωρίζουν, ανεξάρτητα αν το διατυπώνουν με λόγια ή όχι, ότι η πολιτική τέχνη δεν διδάσκεται Το επιχείρημα κρίνεται κανοποιητικό με κάποιες επιφυλάξεις. Αποκαλεί τους Αθηναίους σοφούς, αν και είναι γνωστή η υποτιμητική γνώμη του για τον Αθηναϊκό δήμο (θεωρούσε ότι παρασύρεται εύκολα, είναι αμαθής και επιπόλαιος κλπ) Παράλληλα, η άποψη ότι δεν έχουν διδαχθεί την (πολιτική) αρετή είναι αυθαίρετη. Οι Αθηναίοι από παιδιά βίωναν τα πολιτικά δρώμενα, ως πολίτες συμμετείχαν στα κοινά και στις πολιτικές συζητήσεις (Εκκλησία του δήμου), αναλάμβαναν αξιώματα.η πολιτική τους διαπαιδαγώγηση ήταν διαρκής και δια βίου. Στόχος αυτής ήταν η λήψη των καλύτερων δυνατών αποφάσεων για το συνολικό καλό, γι αυτό και όλοι οι Αθηναίοι πολίτες διέθεταν το δικαίωμα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Β4. Α. σωστό Β. λάθος Γ. σωστό Δ. σωστό Ε. λάθος Β5. α. ἴωσιν εισιτήριο δεῖ ένδεια ἀνέχονται έξη εἰδῶσιν συνείδηση
Β5. β. Οι αρετές και τα ταλέντα ενός ανθρώπου καλό είναι να εντοπίζονται νωρίς. Δεν είχε κανέναν προφανή λόγο για να ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο. Η δημιουργική και γόνιμη αμφιβολία συμβάλλει στην εξερεύνηση της πραγματικότητας. Άγνωστο κείμενο Γ1. Από τη στιγμή που ο ρητορικός λόγος (χάσει) απομακρυνθεί από την (προσωπική) εντύπωση / ύφος του ρήτορα (του ομιλητή), και τη φωνή (χροιά φωνής) και από τις μεταβολές που γίνονται στην ρητορική τέχνη (στους ρητορικούς λόγους), ακόμα και από τις κατάλληλες περιστάσεις και από την ενασχόληση (επιμέλεια) την σχετική με την πράξη (την πραγματοποίηση του σκοπού του), και η συνεργασία και η πειστικότητα είναι μηδαμινή, αλλά αφενός γίνει έρημος και στερημένος από όλα γενικά όσα ειπώθηκαν πιο πριν, αφετέρου κάποιος τον διαβάζει με μη πειστικό τρόπο και χωρίς να επισημαίνει καμιά ιδιαίτερη ηθική διάσταση, αλλά σαν να κάνει μια απαρίθμηση, εύλογα, νομίζω, δίνει την εντύπωση σε αυτούς που τον ακούν ότι είναι χωρίς αξία (αναποτελεσματικός). Αυτά ακριβώς θα μπορούσαν να βλάψουν και τον παρουσιαζόμενο τώρα λόγο και θα μπορούσαν να τον κάνουν να φανεί κάπως κατώτερος (αναποτελεσματικότερος). Γ2 α. ἀναγιγνώσκῃ: ἀνάγνωθι ἀπαριθμῶν: ἀπαριθμοῖεν τοῖς ἀκούουσιν: ἀκούσεσθαι μάλιστ : μάλα φαίνεσθαι: φανῆτε Γ2 β. τοῦ μὲν προειρημένου ἅπαντος ἔρημοι γένωνται. Γ3 α. τῶν μεταβολῶν: αντικείμενο του ρήματος ἀποστερηθῇ τῶν προειρημένων: επιθετική μετοχή ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός στο ἔρημος και γυμνός σε θέση γενικής αντικειμενικής γυμνός: κατηγορούμενο στο υποκείμενο του ρήματος «λόγος» μέσω του συνδετικού ρήματος γένηται. εἰκότως : επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ρήμα δοκεῖ τοῖς ἀκούουσιν: επιθετική μετοχή ως δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο ρήμα δοκεῖ
Γ3 β. «Ἅπερ καὶ τὸν νῦν ἐπιδεικνύμενον μάλιστ ἂν βλάψειε καὶ φαυλότερον φαίνεσθαι ποιήσειεν» «Ἅπερ καὶ τὸν νῦν ἐπιδεικνύμενον μάλιστ ἂν βλάψειε»: κύρια πρόταση κρίσεως, καταφατική, επαυξημένη. Η αναφορική αντωνυμία «ἅπερ» έχει θέση δεικτικής, εφόσον προηγείται ισχυρό σημείο στίξης και στην ίδια περίοδο δεν υπάρχει άλλη κύρια πρόταση (παρά μόνο η επόμενη με την οποία συνδέεται παρατακτικά με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «καί»). Ἅπερ: υποκείμενο του ρήματος ἂν βλάψειε (αττική σύνταξη) τὸν ἐπιδεικνύμενον: επιθετική μετοχή ως αντικείμενο του ρήματος ἂν βλάψειε. φαυλότερον: κατηγορούμενο στην επιθετική μετοχή «τὸν ἐπιδεικνύμενον» μέσω του ρηματικού τύπου φαίνεσθαι φαίνεσθαι: απαρέμφατο του σκοπού (ή του αποτελέσματος) από το ρήμα (ἂν) ποιήσειεν.