ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΣΑ ΑΜΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΩΜΑΛΗ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΤΣΙΟΥΤΡΑ ΕΥΓΕΝΙΑ ΑΜ: 2197/2013 Επιβλέπων καθηγητής: Γ. Μπαμπέτας Κομοτηνή, Δεκέμβριος 2016
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 5 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ... 7 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ... 9 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ:... 9 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ... 19 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ... 23 ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗ:... 23 I. Α. ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙΘΕΝΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΣΤΟ Γ.Ε.ΜΗ.... 23 Ι. Β. ΜΕΣΑ ΑΜΥΝΑΣ ΣΤΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ - ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ:. 27 ΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ:... 31 A. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 74... 32 Β. ΑΚΥΡΗ Η ΑΚΥΡΩΣΙΜΗ ΕΓΚΡΙΤΙΚΗΣΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ... 34 Γ. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΝΕΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ... 42 ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ... 43 ΜΕΣΑ ΑΜΥΝΑΣ:... 43 Ι. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΩΜΑΛΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ... 43 Α. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ:... 44 Β. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ:... 49 Γ. ΈΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΝΝΟΜΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ:... 53 Δ. ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΠΛΑΣΗΣ:... 55 i. Η ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 77 1 ΠΕΡ.Α Κ.Ν. 2190/1920:... 55 ii. Η ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 77 2 ΠΕΡ. Β Κ.Ν. 2190/1920:... 57 2
iii. Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 77 3 ΚΑΙ 86 1 Κ.Ν. 2190/1920:... 59 Ε. ΙΣΧΥΣ, ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:... 60 ΣΤ. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΕΠΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ Η ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ:... 63 ΙΙ. Η ΑΓΩΓΗ ΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ Ή ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 4 Α Κ.Ν.2190/1920... 69 Α. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ:... 70 Β. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ:... 72 Γ. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΑΝΕΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΩΝ... 73 Δ. ΙΣΧΥΣ, ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ... 76 ΙΙΙ. ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΑΝΩΜΑΛΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ... 78 Α. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 76 ΚΑΙ 84 Κ.Ν. 2190/1920... 78 Β. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ... 82 Γ. ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ... 86 Δ. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ... 87 Ε. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ... 89 ΣΤ. ΙΣΧΥΣ, ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ... 91 Ζ. ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ... 91 ΙV. Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 479 ΑΚ... 92 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 96 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 99 Α. ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ... 99 Β. ΆΡΘΡΑ... 105 Γ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ:... 108 3
Δ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ:... 110 4
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Ε. ΑΚ ΑΠ Αρμ. Βλ. Γ.Ε.ΜΗ. Γνωμ. ΓΣ ΔΕΕ ΔΣ ΕΕμπΔ Εκδ. ΕλλΔνη επ. Ε.Π.Ε Επιμ. ΕπισκΕΔ ΕΤρΑξΧρΔ Ανώνυμη Εταιρεία Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος Αρμενόπουλος Βλέπε Γενικό Εμπορικό Μητρώο Γνωμοδότηση Γενική Συνέλευση Δίκαιο Εταιρειών και Επιχειρήσεων Διοικητικό Συμβούλιο Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου Εκδόσεις Ελληνική Δικαιοσύνη επόμενα Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης Επιμέλεια Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου Επιθεώρηση Τραπεζικού, Αξιογραφικού και Χρηματιστηριακού δικαίου Εφ Κ.Ν. ΜΠρ Εφετείο Κωδικοποίηση Νομοθεσίας Μονομελές Πρωτοδικείο 5
Ν. Νόμος ΝοΒ ΝΣΚ ό.π. παρ. παρατ. ΠΠρ ΠτΚ Νομικό Βήμα Νομικό Συμβούλιο του Κράτους όπου παραπάνω Παράγραφος Παρατηρήσεις Πολυμελές Πρωτοδικείο Πτωχευτικός Κώδικας σ. Σελίδα σελ. σημ. σσ. Τομ. ΧρΙΔ Σελίδα Σημείωση Σελίδες Τόμος Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου Παράγραφος Παράγραφοι 6
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Σκοπός της παρούσας εργασίας επιχειρείται η ενδελεχής παρουσίαση των μέσων άμυνας τόσο από την πλευρά των μετόχων των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στη δομική εταιρική μεταβολή της συγχώνευσης και της διάσπασης, όσο και των θιγόμενων εταιριών, αλλά και των τρίτων δανειστών αυτών. Σε αυτό το πλαίσιο, στο πρώτο μέρος της εργασίας επιχειρείται η συνοπτική και περιεκτική παρουσίαση της διαδικασίας της συγχώνευσης και της διάσπασης ως εταιρικών μετασχηματισμών στο δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, των βασικών τους χαρακτηριστικών τους, καθώς και των δομικών μεταβολών και των αποτελεσμάτων που επιφέρουν στους εταιρικούς οργανισμούς των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, ώστε να είναι δυνατή η προσέγγιση και η κατανόηση της παθογένειας που ενδέχεται να παρεισφρήσει κατά τη διαδικασία προετοιμασίας και πραγματοποίησής τους. Στο δεύτερο μέρος αντικείμενο πραγμάτευσης αποτελεί η εξέταση του ορισμού της έννοιας της ανώμαλης συγχώνευσης και διάσπασης. Προς το σκοπό αυτό γίνεται μια σαφής διάκριση των ελαττωμάτων που εμφιλοχωρούν στην προετοιμασία των μετασχηματισμών αυτών, που σε κάθε περίπτωση προηγούνται της καταχώρησής τους στο Γ.Ε.ΜΗ., καθώς και των μέσων άμυνας που τίθενται στη διάθεση των θιγόμενων προσώπων, από τους λόγους ανατροπής της συγχώνευσης και της διάσπασης, οι οποίοι αποτελούν την ειδικότερη παθολογία της ανώμαλης συγχώνευσης και διάσπασης και εντοπίζονται στους ολοκληρωθέντες σε κάθε περίπτωση μετασχηματισμούς. Στο τρίτο και κύριο μέρος της παρούσας εργασίας παρατίθενται τα μέσα άμυνας που προβλέπει ο Κ.Ν. 2190/1920 απέναντι στην ανώμαλη συγχώνευση και διάσπαση ανωνύμων εταιριών και συγκεκριμένα, την αίτηση ανατροπής του μετασχηματισμού των άρθρων 77 και 86, την αγωγή λύσης της νέας εταιρίας σε περίπτωση που ο τελεσθείς μετασχηματισμός οδήγησε στη δημιουργίας μίας ή περισσοτέρων νέων εταιριών, και η οποία προβλέπεται ως δυνατότητα από το συνδυασμό των άρθρων 77, 86 και 4 α του Κ.Ν. 2190/1920, και ακόμη, τη δυνατότητα που παρέχεται από το ίδιο νομοθέτημα και συγκεκριμένα, από τις 7
διατάξεις των άρθρων 76 και 86 4 για την αποζημίωση των θιγόμενων και προς τούτο νομιμοποιούμενων προσώπων από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της απορροφούμενης εταιρίας, καθώς και της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Τέλος, εξετάζεται το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ ως γενικής διάταξης του αστικού δικαίου στην μεταβίβαση επιχειρήσεων ειδικά στην περίπτωση της συγχώνευσης και της διάσπασης, καθώς και οι πρόσθετες δικονομικές δυνατότητες που παρέχονται ειδικά στους δανειστές των συμμετεχουσών στο μετασχηματισμό εταιριών. 8
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ: Η εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με το ευρωπαϊκό δίκαιο και η περίληψη σε αυτό διατάξεων σχετικά με τη ρύθμιση των συγχωνεύσεων και των διασπάσεων των ανωνύμων εταιριών πραγματοποιήθηκε σταδιακά με την Τρίτη Οδηγία 78/855/ΕΟΚ του Συμβουλίου της νυν Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 9 ης Οκτωβρίου 1978, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/109/ΕΚ της 16 ης Σεπτεμβρίου 2009 και την Οδηγία 2007/63/ΕΚ καθώς και την Έκτη Οδηγία 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17 ης Δεκεμβρίου 1982, και ενσωματώθηκαν με το Π.Δ. 498/1987, το Π.Δ. 86/2011 και το Ν. 3873/2010 στον Κ.Ν. 2190/1920 στα άρθρα 68-89 του τελευταίου, όπως αυτά τροποποιήθηκαν και ισχύουν έως σήμερα μετά τους Ν. 3604/2007 και Ν. 4072/2012. Σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ.1 Κ.Ν.2190/1920 η συγχώνευση μπορεί να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους: α) με απορρόφηση και β) με σύσταση νέας εταιρίας. Στην πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ.2 του ίδιου νόμου, με την πράξη της συγχώνευσης μία ή περισσότερες ανώνυμες εταιρίες (απορροφούμενες) λύονται και, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία (απορρροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης στους μετόχους τους μετοχών εκδιδόμενων από την απορροφούσα εταιρία και, ενδεχομένως, καταβολής ενός χρηματικού ποσού σε μετρητά προς συμψηφισμό μετοχών τις οποίες δικαιούνται. Στη δεύτερη περίπτωση κατά το οριζόμενα στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 68 Κ.Ν. 2190/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 80 και 4 α του ίδιου νομοθετήματος, δύο ή περισσότερες ανώνυμες εταιρίες λύονται, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζοντας την περιουσία τους στο σύνολό της (ενεργητικό και παθητικό) σε ανώνυμη εταιρία, την οποία συνιστούν, έναντι απόδοσης στους μετόχους τους μετοχών εκδιδόμενων από τη νέα εταιρία και, ενδεχομένως, ενός χρηματικού ποσού σε μετρητά προς συμψηφισμό μετοχών τις οποίες δικαιούνται. 9
Πράξη που εξομοιώνεται με συγχώνευση και επί της οποίας αναλογικά εφαρμόζονται τα άρθρα 69-77 του Κ.Ν. 2190/1920 είναι και η εξαγορά του άρθρου 79 του ίδιου νόμου, κατά το οποίο μία ή περισσότερες εταιρίες (εξαγοραζόμενες) μεταβιβάζουν, μετά από λύση τους, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, το σύνολο της περιουσίας τους - ενεργητικό και παθητικό- σε μία άλλη εταιρία (εξαγοράζουσα) έναντι απόδοσης στους μετόχους των εξαγοραζόμενων εταιριών του αντιτίμου των δικαιωμάτων τους. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, το ποσό που δίδεται εκ μέρους της επωφελούμενης εταιρίας στους μετόχους της απορροφούμενης στην πρώτη περίπτωση και των συμμετεχουσών ανωνύμων εταιριών στη δεύτερη δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% της ονομαστικής αξίας των μετοχών, που αποδίδονται στους μετόχους των απορροφούμενων εταιριών, και αθροιστικά με την αξία των μετοχών της καθαρής θέσης της εισφερόμενης περιουσίας αυτών των εταιριών 1. Τόσο η συγχώνευση, όσο και η διάσπαση είναι μέτρα αναδιάρθρωσης των εταιριών. Είναι κατανοητό πως αφενός μεν η συγχώνευση έχει έντονο χαρακτήρα συγκέντρωσης, καθώς τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ενώνονται σε μία, αφετέρου δε η διάσπαση αποκεντρωτικό, δεδομένου πως με αυτή επιχειρείται ο χωρισμός μιας εταιρίας σε περισσότερα τμήματα. Σύμφωνα με το άρθρο 81 παρ.1 Κ.Ν. 2190/1920 η διάσπαση ανωνύμων εταιριών δύναται να πραγματοποιηθεί με τρεις τρόπους: α)με απορρόφηση, β)με σύσταση νέων εταιριών και γ)με απορρόφηση και σύσταση νέων εταιριών. Στην πρώτη των ανωτέρω περιπτώσεων, κατά τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 81 Κ.Ν.2190/1920, με την πράξη διάσπασης μία ανώνυμη εταιρία (διασπώμενη), λύεται, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, και μεταβιβάζει σε άλλες υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες (επωφελούμενες) το σύνολο της περιουσίας της (ενεργητικό και παθητικό). Στη δεύτερη περίπτωση, της τρίτης παραγράφου του άρθρου 81 Κ.Ν. 2190/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 α και 88 του ίδιου νόμου, η περιουσία της 1 Σκούρας, Θ., Η κωδικοποίηση του Ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών με ιστορική αναδρομή, σσ. 167 174, Τριανταφυλλάκης Γ. - Σπυρίδωνος Αλ. (επιμ.), Διαγράμματα Εταιρικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σσ. 165, 176, Χρυσάνθης Χρ., Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 68-89, σε Περάκη Ευάγγ.(επιμ.), Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, σσ. 2232-2234, 2301-2303. 10
διασπώμενης ανώνυμης εταιρίας μεταβιβάζεται σε άλλες ανώνυμες εταιρίες (επωφελούμενες) που συνιστώνται ταυτόχρονα. Τέλος, στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 81 Κ.Ν. 2190/1920 προβλέπεται η περίπτωση της μικτής διάσπασης, κατά την οποία η περιουσία της διασπώμενης μερικώς μεταβιβάζεται σε άλλες υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες (επωφελούμενες με απορρόφηση) και μερικώς σε ανώνυμες εταιρίες συνιστάμενες ταυτόχρονα (επωφελούμενες με σύσταση) 2. Σε αυτό το σημείο κρίσιμη είναι η διάκριση της διάσπασης από την απόσχιση κλάδου, η οποία δεν αποτελεί γνήσιο εταιρικό μετασχηματισμό προβλεπόμενο στην Κ.Ν. 2190/1920, αλλά στις διατάξεις των άρθρων 1 5 Ν.2166/1993 και του ΝΔ 1297/1972. Συγκεκριμένα, η απόσχιση πραγματοποιείται διά της εισφοράς ενός αυτοτελούς τμήματος της περιουσίας μιας επιχείρησης σε μία άλλη, υπάρχουσα επωφελούμενη εταιρία ή σε μία εταιρία που ιδρύεται για το σκοπό αυτό. Η διαφορά της απόσχισης από τη διάσπαση εντοπίζεται στο γεγονός ότι στην περίπτωση της πρώτης η αρχική εταιρία από την οποία προήλθε ο εισφερόμενος κλάδος διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα και συνεχίζει να υφίσταται, ενώ στην περίπτωση της διάσπασης η διασπώμενη εταιρία λύεται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάρισή της. Ακόμη, η μεταβίβαση της περιουσίας στην περίπτωση της απόσχισης πραγματοποιείται με ειδική διαδοχή, η δε εταιρία που εισφέρει τον κλάδο της στην επωφελούμενη αποκτά μετοχές αυτής, ενώ στη διάσπαση η μεταβίβαση των επιμέρους αυτοτελών τμημάτων της εταιρίας στην επωφελούμενη ή στις επωφελούμενες εταιρίες πραγματοποιείται ειδικά ως προς τα μέρη αυτά διά καθολικής διαδοχής 3. Και στις τρεις προβλεπόμενες περιπτώσεις διάσπασης μετοχές εκδιδόμενες από τις επωφελούμενες εταιρίες αποδίδονται στους μετόχους της διασπώμενης, ενώ είναι πιθανό να καταβληθεί και ένα χρηματικό ποσό σε μετρητά προς συμψηφισμό των μετοχών τις οποίες δικαιούνται, ποσό, όμως, που δεν δύναται να υπερβαίνει το 10% της ονομαστικής αξίας των μετοχών, που αποδίδονται στους 2 Βαρελά, Μ. Γρηγοριάδης, Λ., 12. Ανώνυμη Εταιρία, σε Τριανταφυλλάκη, Γ., Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου, σ. 249. 3 Βλ. Χρυσάνθη, Χρ., ό.π. σημ. 1, σ.2229, ΑΠ 1154/1998, ΔΕΕ 1999, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: https://www.nbonline.gr/journals/3/volumes/90/issues/338/lemmas/4313068, ΑΠ 1132/1994, ΕπισκΕΔ 1995, σ. 106. 11
μετόχους της διασπώμενης εταιρίας και, αθροιστικά με την αξία των μετοχών αυτών την αξία της καθαρής θέσης της εισφερόμενης περιουσίας αυτής της εταιρίας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως η συγχώνευση και η διάσπαση, κατά τη νομοθετική πρόβλεψη των άρθρων 68-89 Κ.Ν.2190/1920, είναι δυνατή μόνο μεταξύ ανωνύμων εταιριών. Στην περίπτωση κατά την οποία η συγχώνευση ή η διάσπαση πραγματοποιούνται κατά υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση μεταξύ ανωνύμων εταιριών και με τα μέσα του εταιρικού δικαίου, ήτοι αποφάσεις των εταιρικών οργάνων που επηρεάζουν την περιουσία και τα δικαιώματα των μετόχων, τότε πρόκειται για γνήσια μορφή αυτών. Στην περίπτωση της γνήσιας συγχώνευσης και διάσπασης, δεν μεσολαβεί εκκαθάριση και διανομή της εταιρικής περιουσίας των συγχωνευόμενων και της διασπώμενης εταιρίας μετά τη λύση της 4. Αντιθέτως, όταν πραγματοποιείται άνευ υφιστάμενης νομοθετικής ρύθμισης, τότε πρόκειται για καταχρηστική εκδοχή τους. Είναι, ωστόσο, δυνατό και στην καταχρηστική διάσπαση και συγχώνευση η εφαρμογή των νομοθετικών ρυθμίσεων των άρθρων 68-89 του Κ.Ν.2190/1920 να αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας των μερών 5. Το πλεονέκτημα που παρουσιάζει η γνήσια συγχώνευση και διάσπαση είναι η πραγματοποίησή της αύξησης ή μείωσης των ανωνύμων εταιριών που συμμετέχουν uno actu, σε αντίθεση με την καταχρηστική μορφή τους, οπότε η ως άνω αύξηση ή μείωση των συμμετεχόντων νομικών προσώπων επιτυγχάνεται με επιμέρους πράξεις, νομικά αυτοτελείς υπαγόμενες καθεμία στο δικό της δίκαιο 6. Υποκείμενα της συγχώνευσης και της διάσπασης αποτελούν έγκυρα συσταθείσες ανώνυμες εταιρίες, αν και υποστηρίζεται πως, και ελαττωματικώς 4 Βούτσης, Κ., Εταιρίαι Εταιρικού Δικαίου, σ. 215, Δούβλης, Β., Συγχώνευση εμπορικών εταιριών και θεωρία της επιχείρησης, 1986, Τόμος 7 ος, σσ. 188, Χρυσάνθης, Χρ., βλ. ό.π. σημ.1, σ. 2221. 5 Μούζουλας, Σπ., Άρθρα 68,81 σε Περάκη (Επιμ.), Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας: Μετασχηματισμοί Εταιριών: Μετατροπή, Συγχώνευση, Διάσπαση, Εξαγορά (Άρθρα 66-89 κ.ν. 2190/1920), Τόμος 8 ος, σσ. 101-102,353-354, Τσιμπανούλης, Δ., Οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις στο κοινοτικό δίκαιο και οι προεκτάσεις της απόφασης SEVIC, στο «16 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου: Κοινοτικό δίκαιο και εμπορικό δίκαιο», σσ. 78 79. 6 Καραγκουνίδης, Απ., Ανώμαλη Συγχώνευση και Διάσπαση Ανωνύμων Εταιριών, σσ. 73,79, Μούζουλας, Σπ., σε Περάκη, ό.π. σημ. 5, σ. 354, Παναγιώτου, Π., Η μεταβίβαση της επιχείρησης και η ευθύνη για τα χρέη της, σσ. 379, 393 394, ΕφΘρακ 484/1995, NOMOS. 12
συσταθείσες εταιρίες μπορούν να συμμετέχουν 7, καθώς δεδομένης της κατάρτισης του καταστατικού με συστατικό δημόσιο έγγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 4 1, 63, 158 και 159 1 ΑΚ υπογραφόμενου από τους ιδρυτές ή τον ιδρυτή σε περίπτωση μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρίας ενώπιον συμβολαιογράφου κατά το άρθρο 7 1 υποπ. α Ν. 3853/2010, αλλά και της συστατικής ενέργειας της καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ., εταιρίες, που δεν πληρούν τις προδιαγραφές του νόμου και συνεπώς, θα είναι ανυπόστατες, αποκλείονται. Βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα έγερσης αγωγής ακυρότητας συμμετέχουσας στη συγχώνευση ή τη διάσπαση ανώνυμης εταιρίας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 α Κ.Ν.2190/1920 σκόπιμη θεωρείται η ενημέρωση των εποπτικών αρχών σχετικά με τις εκκρεμοδικίες από τις συμμετέχουσες εταιρίες, καθώς και η αναβολή κατά άρθρο 69 3 και 82 4 Κ.Ν. 2190/1920 της έγκρισης της συγχώνευσης και της διάσπασης αντίστοιχα από την αρμόδια εποπτική αρχή 8. Ανώνυμες εταιρίες, ωστόσο, που βρίσκονται στο ιδρυτικό τους στάδιο δεν είναι δυνατό να συμμετέχουν στις ανωτέρω δομικές εταιρικές μεταβολές, καθώς στερούνται νομικής προσωπικότητας, στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη συγχώνευση και τη διάσπαση, καθώς και την επέλευση των αποτελεσμάτων της καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής, που χαρακτηρίζει τη συγχώνευση και τη διάσπαση. Μόνο καταχρηστική συγχώνευση είναι δυνατή, εφόσον μία από τις εταιρίες που παίρνουν μέρος στη συγχώνευση βρίσκεται στο ιδρυτικό στάδιο 9. Ακόμη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 47α 5,6 Κ.Ν.2190/1920, συγχώνευση και διάσπαση είναι δυνατές και στην περίπτωση εταιρίας ή εταιριών, οι οποίες έχουν λυθεί λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειάς τους ή με απόφαση της γενικής τους συνέλευσης, καθώς επίσης στην περίπτωση που μετά την κήρυξη της εταιρίας ή των εταιριών σε πτώχευση επήλθε συμβιβασμός ή αποκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου. Η συγχώνευση και η διάσπαση, ωστόσο, αποκλείονται στην περίπτωση που έχει αρχίσει η διανομή της περιουσίας των 7 Παμπούκης Κ., Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, σ. 220. 8 Ρόκας, Ν.Κ., Εμπορικές Εταιρίες, 7 η Έκδοση, σσ. 225,237, Μαστρομανώλης, Ε., Γενική Διάταξη - Μορφές διάσπασης ανώνυμων εταιριών, σε Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας (Κατ άρθρο ερμηνεία του ΚΝ 2190/1920: Άρθρα 36-143), (Τόμος 2 ος ),σ. 2332. 9 Βλ. Δούβλη, Β., ό.π. σημ. 4, σσ. 103, 194. 13
συγχωνευόμενων εταιριών ή της διασπώμενης εταιρίας, καθώς τότε επέρχεται αλλοίωση του ενεργητικού και του παθητικού της περιουσίας τους κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατή η καθολική διαδοχή τους από τις επωφελούμενες 10. Σημειωτέο είναι πως η εταιρία σε πτώχευση ή σε εκκαθάριση δεν δύναται να αποτελεί απορροφώσα, παρά μόνο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναβίωσής της 11. Εναρκτήρια πράξη της συγχώνευσης και της διάσπασης αποτελεί η έγγραφη κατάρτιση του σχεδίου της πράξης συγχώνευσης και διάσπασης από τα διοικητικά συμβούλια των συμμετεχουσών εταιριών, το υποχρεωτικό ελάχιστο περιεχόμενο του οποίου προβλέπεται στα άρθρα 69 1,2 και 82 1,2 του Κ.Ν. 2190/1920, χωρίς να αποκλείεται, δεδομένου του οργανωτικού χαρακτήρα της σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης, καθώς και της μονομερούς πράξης διάσπασης, σε αυτό να περιληφθούν επιπλέον ρήτρες ενοχικού χαρακτήρα. Η ενδεχόμενη ελαττωματικότητα των ρητρών αυτών ρυθμίζεται κατά τις κοινές διατάξεις του ΑΚ περί ακυρότητας των δικαιοπραξιών (άρθρα 180 και 181) άνευ επιρροής στο κύρος της συγχώνευσης και της διάσπασης δεδομένου ότι αποτελούν ξεχωριστές δικαιοπραξίες 12. Το σχέδιο της πράξης συγχώνευσης και διάσπασης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 7β Κ.Ν. 2190/1920 από καθεμία από τις συμμετέχουσες εταιρίες ή με κοινή τους αίτηση σε οποιαδήποτε υπηρεσία καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ παραμένοντας αναρτημένο για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ημέρα που έχει ορισθεί για τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης κάθε μίας συμμετέχουσας εταιρίας η οποία θα αποφασίσει για την πραγματοποίηση του εταιρικού μετασχηματισμού. Σε περίπτωση τήρησης της δεύτερης επιλογής ως προς τον τύπο δημοσιότητας οι συμμετέχουσες εταιρίες απαλλάσσονται από τα οριζόμενα στο άρθρο 7β Κ.Ν. 2190/1920. Κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 70 1 και 83 1 εντός 10 ημερών από την τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων δημοσιότητας υφίσταται υποχρέωση των Διοικητικών Συμβουλίων να προχωρήσουν στη δημοσίευση περίληψης του σχεδίου σε ημερήσια οικονομική 10 Βλ. Δούβλη, Β., ό.π. σημ.2, σ. 100, βλ. Μαστρομανώλη, Ε. σε Περάκη, ό.π. σημ. 8, σ.2333, βλ. Μούζουλα, Σπ., ό.π. σημ. 5, σ. 356. 11 Βλ. Μούζουλα, Σπ., ό.π. σημ. 5, σ. 106. 12 Γεωργιάδης, Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σσ.388-389, βλ. Καραγκουνίδη, Απ. ό.π. σημ.5, σσ. 70-71. 14
εφημερίδα κατά το άρθρο 7β, άλλως στην περίπτωση της 3 α του άρθρο 69 στη δημοσίευση μνείας πως το συνολικό κείμενο της συγχώνευσης και της διάσπασης είναι αναρτημένο σε συγκεκριμένο διαδικτυακό τόπο. Ακόμη, στο πλαίσιο της υποχρέωσης ενημέρωσης με την οποία τα Διοικητικά Συμβούλια των συμμετεχουσών βαρύνονται, καθένα από αυτά υποχρεούται να προβεί στη σύνταξη μιας λεπτομερούς ενημερωτικής της Γενικής Συνέλευσης έκθεσης, η οποία θα περιέχει την δικαιολόγηση και την οικονομική και νομική επεξήγηση της συγχώνευσης και της διάσπασης, την επεξήγηση της σχέσης ανταλλαγής των μετοχών, καθώς και την αναφορά των δυσχερειών που ενδεχομένως ανέκυψαν ή κρίνεται ότι θα ανακύψουν έως την ολοκλήρωση του εταιρικού μετασχηματισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 69 4,5 και 82 5 Κ.Ν. 2190/1920. Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση ενημέρωσης τόσο της Γενικής Συνέλευσης, όσο και του Διοικητικού Συμβουλίου της έτερης συμμετέχουσας εταιρίας υφίσταται για το Διοικητικό Συμβούλιο για κάθε σημαντική μεταβολή του ενεργητικού και του παθητικού της εταιρίας που λαμβάνει χώρα στο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατάρτισης του σχεδίου συγχώνευσης και διάσπασης και της διεξαγωγής των Γενικών Συνελεύσεων που θα αποφασίσουν για την πραγματοποίηση του εταιρικού μετασχηματισμού. Η ανωτέρω έκθεση είναι δυνατόν να συνταχθεί και από Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων ή την Επιτροπή του άρθρου 9 1 η τα πρόσωπα του άρθρου 9 4 Κ.Ν. 2190/1920 μετά από κοινή αίτηση ή συμφωνία των συμμετεχουσών εταιριών και περιέχει, εκτός των ανωτέρω αναφερόμενων στοιχείων, την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων τους, τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού της σχέσης ανταλλαγής των μετοχών, όπως επίσης και την εξέταση των όρων του σχεδίου συγχώνευσης και διάσπασης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 71 1,2 και 84 1 Κ.Ν. 2190/1920. Ακόμη, στο πλαίσιο καθιέρωσης της διαφάνειας της διαδικασίας της συγχώνευσης και της διάσπασης, σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 84 3 Κ.Ν. 2190/1920, ένα μήνα τουλάχιστον πριν λάβουν χώρα οι συνεδριάσεις των γενικών συνελεύσεων των συμμετεχουσών εταιριών, κάθε μέτοχος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση στην έδρα της κάθε εταιρίας του σχεδίου συγχώνευσης, των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων καθώς και των εκθέσεων διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου για τις τελευταίες τρεις έως τότε εταιρικές χρήσεις. Επιπροσθέτως, 15
εφόσον οι οικονομικές καταστάσεις της τελευταίας χρήσης φέρουν ημερομηνία λήξης αυτής της εταιρικής χρήσης που απέχει περισσότερο από έξι μήνες από την ημερομηνία του σχεδίου της σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης, συντάσσεται και μία λογιστική κατάσταση προσωρινού ισολογισμού της εταιρίας φέρουσα ημερομηνία που δεν μπορεί να προηγείται περισσότερο από τρεις μήνες από την ημερομηνία του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης, ενώ δεν απαιτείται να έχει εγκριθεί από τη γενική συνέλευση της ανώνυμης εταιρίας στην οποία αφορά, αλλά να έχει καταρτιστεί από το διοικητικό συμβούλιο αυτής 13. Η υποχρέωση αυτή των συμμετεχουσών εταιριών έχει παθητικό χαρακτήρα και εξαντλείται στη διάθεση των ανωτέρω εγγράφων στην έδρα τους, η δε ικανοποίηση του ατομικού δικαιώματος ενημέρωσης απαιτεί την ενεργοποίηση του ενδιαφερόμενου μετόχου. Σε κάθε περίπτωση, η απαρίθμηση των εγγράφων στο άρθρο 73 Κ.Ν.2190/1920 είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική, αφορά δε στην ελάχιστη δυνατή πληροφόρηση που μπορεί να λάβει ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος μέτοχος, ώστε να έχει επικαιροποιημένη λογιστική πληροφόρηση πριν λάβει απόφαση αναφορικά με την έγκριση του εταιρικού μετασχηματισμού, χωρίς να αποκλείει την άσκηση άλλων δικαιωμάτων των μετόχων κατά το κοινό δίκαιο ή τον ίδιο τον Κ.Ν.2190/1920 14. Η απόφαση για την πραγματοποίηση της συγχώνευσης και της διάσπαση λαμβάνεται από τις γενικές συνελεύσεις των συμμετεχουσών εταιριών, οι οποίες με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία των άρθρων 29 3 και 31 2 Κ.Ν.2190/1920 εγκρίνουν ή απορρίπτουν το σχέδιο σύμβασης. Η αρμοδιότητα των γενικών συνελεύσεων εν προκειμένω είναι αποκλειστική κατά το άρθρο 34 1 περ. ε και α, καθώς πρόκειται για θεμελιώδη εταιρική μεταβολή, απαιτείται δε κατά περίπτωση και τροποποίηση του καταστατικού για την πραγματοποίηση της συγχώνευσης και της διάσπασης, όπως για παράδειγμα την απαιτούμενη κατά περίπτωση αύξηση 13 Βλ. Μούζουλα, Σπ., σε Περάκκη, ό.π. σημ. 5, σ. 144, βλ. Τριανταφυλλάκη, Γ., Σπυρίδωνος Αλ., ό.π. σημ.1, σσ.169, 181,183. 14 Βλ. Σκούρα, Θ., ό.π. σημ. 1, σσ. 168 172, 179, 185, βλ. Χρυσάνθη, Χρ., σε Περάκη, ό.π. σημ. 1 σσ. 2257-2258. 16
του μετοχικού κεφαλαίου 15. Με την ίδια απόφαση η γενική συνέλευση αποφασίζει κατά περίπτωση την λύση της εταιρίας, χωρίς, ωστόσο, να είναι απαραίτητη η ρητή απόφαση της γενικής συνέλευσης προς τούτο, αφού η λύση της εταιρίας που συγχωνεύεται με απορρόφηση ή διασπάται είναι συνέπεια της εταιρικής μεταβολής. Περαιτέρω, οι γενικές συνελεύσεις μπορούν να παρέχουν με τη συγκεκριμένη απόφασή τους ειδική εξουσιοδότηση προς τα Διοικητικά Συμβούλια για την πραγματοποίηση των επιμέρους πράξεων που είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση της εταιρικής μεταβολής υπό τους όρους που ενέκρινε η κάθε γενική συνέλευση, χωρίς να συνιστά αυτή η εξουσιοδότηση εκχώρηση εξουσίας 16. Ακόμη, η ίδια γενική συνέλευση εγκρίνει το καταστατικό της νέας εταιρίας που συστήνεται στην περίπτωση της συγχώνευσης με σύσταση νέας εταιρίας ή διάσπασης με σύσταση νέας ή νέων εταιριών, αλλά και διάσπασης με απορρόφηση και σύσταση νέων εταιριών. Αντικείμενο προβληματισμού αποτέλεσε η δυνατότητα ή μη των γενικών αυτών συνελεύσεων να τροποποιούν το σχέδιο σύμβασης, όπως τους κατατέθηκε προς έγκριση, με ορθότερη να προτάσσεται στη θεωρία η άποψη που υποστηρίζει την ύπαρξη της δυνατότητας αυτής, δεδομένων των μέσων άμυνας που προβλέπει τόσο για τους δανειστές, όσο και για τους θιγόμενους μετόχους ο Κ.Ν.2190/1920. Σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης της γενικής συνέλευσης μίας εκ των συμμετεχουσών εταιριών η συγχώνευση ή η διάσπαση ματαιώνεται, χωρίς να επισύρεται ευθύνη της εταιρίας ή του Διοικητικού Συμβουλίου, εκτός αν η άρνηση έγκρισης του σχεδίου οφείλεται σε πλημμέλειές του. Ωστόσο, απαιτείται η τήρηση της προθεσμίας της 2 του άρθρου 70 Κ.Ν.2190/1920 κατά τα άρθρα 72 1 εδ. γ και 83 1 Κ.Ν.2190/1920, προκειμένου να δύνανται να λάβουν απόφαση οι γενικές συνελεύσεις. Επιπλέον, εφόσον υφίστανται περισσότερες κατηγορίες μετόχων, τα δικαιώματα των οποίων θίγονται από τη συγχώνευση ή τη διάσπαση, τότε η συγχώνευση ή η διάσπαση θα πρέπει να εγκρίνονται και από την ειδική γενική συνέλευση των μετόχων αυτών με την αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία των 15 Καραγκουνίδης, Απ., Οι προϋποθέσεις αύξησης του κεφαλαίου της απορροφώσας εταιρίας στη συγχώνευση Α.Ε. με απορρόφηση, ΕΕμπΔ 1993, σσ. 164 166, βλ. Σκούρα, Θ., ό.π. σημ. 1, σσ. 171, 186. 16 Κιάντου - Παμπούκη, Α., Συγχώνευσις εμπορικών εταιριών, σ.120. 17
άρθρων 29 3 και 31 2 σύμφωνα με τα άρθρα 72 2 και 84 2 Κ.Ν.2190/1920. Τόσο οι εγκριτικές αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων, όσο και η σύμβαση συγχώνευσης και διάσπασης υποβάλλονται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 7β Κ.Ν.2190/1920, υπάγονται δε σε έγκριση και από την αρμόδια αρχή, αφού υποβληθούν σε έλεγχο πληρότητας της διαδικασίας και νομιμότητας κατά το άρθρο 1 1 περ. β εδ. στ Ν. 2647/1998. Ειδική πρόβλεψη για τους μετόχους της μειοψηφίας υφίσταται σε περίπτωση διάσπασης στο άρθρο 84 2 Κ.Ν. 2190/1920. Συγκεκριμένα, όταν οι μετοχές που εκδίδονται από τις επωφελούμενες εταιρίες δεν κατανέμονται στους μετόχους της διασπώμενης εταιρίας κατ αναλογία των δικαιωμάτων τους στο κεφάλαιό της, οι μειοψηφούντες μέτοχοι της διασπώμενης εταιρίας μπορούν να απαιτήσουν από την εταιρία αυτή να εξαγοράσει τις μετοχές τους. Στην περίπτωση αυτή έχουν αξίωση για ποσό ανάλογο με την αξία των μετοχών τους και αν υπάρξει διαφωνία για το ποσό αυτό αποφαίνεται το μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Κατ εξαίρεση δεν απαιτείται λήψη απόφασης από τις Γενικές Συνελεύσεις των συγχωνευόμενων εταιριών κατά τα άρθρα 78 Κ.Ν. 2190/1920, ήτοι στην περίπτωση της συγχώνευσης δια απορροφήσεως της θυγατρικής από τη μητρική, εάν σωρευτικά συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: α) η δημοσιότητα του σχεδίου σύμβαση κατά άρθρο 69 πραγματοποιείται από κάθε μία από τις συμμετέχουσες εταιρίες ένα μήνα τουλάχιστον πριν από την έναρξη των αποτελεσμάτων της πράξης απορρόφησης και β) όλοι οι μέτοχοι της απορροφούσας έχουν το δικαίωμα ένα μήνα τουλάχιστον πριν από την έναρξη των αποτελεσμάτων της πράξης απορρόφησης να λαμβάνουν γνώση στην έδρα της απορροφούμενης εταιρίας των εγγράφων του άρθρου 73 1 περ. α, β και γ, χωρίς, ωστόσο, να στερούνται του δικαιώματος του εδ. β της 2 του άρθρου 78 Κ.Ν.2190/1920 περί υποβολής αιτήματος σύγκλησης γενικής συνέλευσης υπό τους όρους του άρθρου 39 1 με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ισχύουν από τα επόμενα εδάφια της 2, αλλά και την 3 του άρθρου 78. Η ίδια εξαίρεση υφίσταται στην περίπτωση της συγχώνευσης διά απορροφήσεως ανώνυμης εταιρίας από άλλη που κατέχει το 90% ή περισσότερο των μετοχών της, όχι όμως το σύνολο αυτών, αλλά και το σύνολο των τυχόν άλλων 18
τίτλων που παρέχουν δικαίωμα ψήφου στη Γενική Συνέλευση της άλλης εταιρίας, κατά το άρθρο 78α Κ.Ν.2190/1920, υπό τη σωρευτική συνδρομή δύο προϋποθέσεων: α) η δημοσιότητα του σχεδίου συγχώνευσης να έχει πραγματοποιηθεί για την απορροφούσα εταιρία ένα μήνα τουλάχιστον πριν από την ημέρα σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης της ή των απορροφούμενων εταιριών που καλούνται να αποφανθούν επί του σχεδίου και β) όλοι οι μέτοχοι της απορροφώσας εταιρίας έχουν το δικαίωμα ένα μήνα τουλάχιστον πριν την ημέρα σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης της ή των απορροφούμενων εταιριών να λάβουν γνώση των εγγράφων του άρθρου 73 παρ.1 περ. α - ε Κ.Ν.2190/1920, χωρίς να στερούνται παρά ταύτα του δικαιώματός τους να αιτηθούν τη σύγκληση της γενικής τους συνέλευσης κατ αναλογική εφαρμογή των οριζόμενων στις 2,3 του άρθρου 7817. Η ανωτέρω προετοιμασία της συγχώνευσης και της διάσπασης οδηγεί στην κατάρτιση της σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης από τα Διοικητικά Συμβούλια των συμμετεχουσών εταιριών διά συμβολαιογραφικού εγγράφου, το οποίο πρέπει να περιέχει ολόκληρο το περιεχόμενο του σχεδίου, όπως αυτό εγκρίθηκε από τις Γενικές Συνελεύσεις. Με συμβολαιογραφικό έγγραφο καταρτίζεται, επίσης, η μονομερής πράξη διάσπασης του άρθρου 88 4. Τόσο στην περίπτωση της σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης, όσο και στην μονομερή πράξη διάσπασης, τα ανωτέρω έγγραφα συνοδεύονται υποχρεωτικά από το καταστατικό ή τα καταστατικά των νέων εταιριών κατά το άρθρο 80 3 Κ.Ν. 2190/1920. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ Από την καταχώρηση της εγκριτικής πράξης της διοίκησης στο Γ.Ε.ΜΗ. επέρχονται αυτοδικαίως και ταυτόχρονα τα αποτελέσματα της συγχώνευσης και της διάσπασης χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διατύπωση, η δε καταχώρηση στο μητρώο είναι συστατική. 17 Σκαλίδη, Χ., Ζητήματα απ τη συγχώνευση ανωνύμων εταιριών (ΑΕ) κατά το άρθρο 78 κωδ.ν.2190/20 σε συνδυασμό με το ν.2166/93, ΕΤρΑξΧρΔ 2003, σσ. 566 567. 19
Στο πλαίσιο των συνεπειών των εταιρικών μεταβολών στην περιουσιακή δομή των συμμετεχουσών εταιριών, απαραίτητο κρίνεται να γίνει μια διάκριση μεταξύ της συγχώνευσης και της διάσπασης. Από το γράμμα του άρθρου 75 1 K.N. 2190/1920 προκύπτει πως ειδικά στην περίπτωση της συγχώνευσης η μεταβίβαση της περιουσίας της απορροφούμενης εταιρίας, ήτοι τόσο του ενεργητικού, όσο και του παθητικού, στην κατάσταση που αυτή βρίσκεται στο χρονικό σημείο πραγματοποίησης του μετασχηματισμού, πραγματοποιείται διά καθολικής διαδοχής, η δε επωφελούμενη ή οι επωφελούμενες εταιρίες καθίστανται καθολικοί διάδοχοι του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της απορροφούμενης ή των απορροφούμενων, στα οποία τις υποκαθιστούν. Ακόμη, όλα τα περιουσιακά στοιχεία των τελευταίων μεταβιβάζονται στην επωφελούμενη ή στις επωφελούμενες εταιρίες κατά την κατανομή που ορίζει η σύμβαση συγχώνευσης, τηρουμένων των τύπων που ορίζει προς τούτο ο νόμος, χωρίς να απαιτείται να απαριθμούνται ή να ονοματίζονται ένα προς ένα στη σύμβαση συγχώνευσης, καθώς η εν λόγω διάταξη αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης και ως εκ τούτου, η καθολική διαδοχή επέρχεται αυτοδικαίως 18. Μεταξύ των στοιχείων που μεταβιβάζονται στις επωφελούμενες είναι και οι διοικητικές άδειες που έχουν τυχόν εκδοθεί υπέρ της απορροφούμενης ή των απορροφούμενων εταιριών ή της διασπώμενης εταιρίας. Από την άλλη πλευρά, όπως προκύπτει από το άρθρο 85 Κ.Ν. 2190/1920, στην περίπτωση της διάσπασης η εταιρία διασπάται και τα τμήματά της (ενεργητικό και παθητικό) αυτοτελώς μεταβιβάζονται στις επωφελούμενες εταιρίες κατά τα οριζόμενα περί διανομής στη σύμβαση ή την πράξη διάσπασης. Υπό το φως της συγκεκριμένης διάταξης, συνάγεται πως στη διάσπαση είναι δυσχερής ο 18 Αργυριάδης, Α., Ζητήματα Συγχώνευσης Εταιριών, ΕπισκΕΔ 1984, βλ. Βαρελά, Μ. Γρηγοριάδη, Λ., σε Τριανταφυλλάκη, ό.π. σημ. 2, σ. 250, σ. 547, Λεβαντής, Ελ., Ανώνυμες εταιρίες, σσ. 155 156, βλ. Μούζουλα, Σπ., σε Περάκη, ό.π. σημ. 5, σσ. 163 164, 166 = 167, ΑΠ 702/2012, ΑΠ 1043/2006, ΑΠ (Ολ) 12/1999, ΝοΒ 2012, σ. 2398, ΑΠ 734/1994, ΕλλΔνη 36, σ. 627, ΑΠ 102/1992, ΝοΒ 40, σ. 719, ΕφΘεσσ 3270/1998, ΔΕΕ 1998, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: https://www.nbonline.gr/journals/3/volumes/89/issues/326/lemmas/4241891, ΕφΑθ 4172/1996, ΔΕΕ 1996, σ. 816, ΕφΑθ 10812/1996, ΔΕΕ 1997, σ.489, ΕφΑθ 3933/1995, ΕλλΔνη 36, σ. 1560, ΕφΑθ 1193/1987, ΕλλΔνη 29, σ. 312. 20
χαρακτηρισμός της διαδοχής ως καθολικής. Βέβαια, το γεγονός πως καθένα από τα μεταβιβαζόμενα τμήματα αποτελεί αυτοτελές αντικείμενο μεταβίβασης χωριστά για κάθε επωφελούμενη εταιρία, επέρχεται δε στο σύνολό του σε αυτή, καθιστά την διαδοχή ως προς το τμήμα αυτό καθολική. Στην ουσία, σε αντίθεση με τη συγχώνευση, η μεταβίβαση της περιουσίας της διασπώμενης επέρχεται με καθολική διαδοχή μόνο για τη διασπώμενη, και όχι για τις επωφελούμενες εταιρίες, οι οποίες καθίστανται καθολικοί διάδοχοι μόνο για το τμήμα της περιουσίας της διασπώμενης που τους μεταβιβάζεται. Επίσης, στην περίπτωση της διάσπασης, όπως και στην περίπτωση της συγχώνευσης, δεδομένου ότι το άρθρο 85 Κ.Ν. 2190/1920 αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ενδελεχώς στη σύμβαση ή την πράξη διάσπασης η πλήρης κατανομή των περιουσιακών στοιχείων της διασπώμενης που αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης, καθώς αυτό θα αποτελούσε μόνο απόδειξη για την ύπαρξη των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και θα γεννούσε ευθύνη της διασπώμενης για την ύπαρξη των αναφερόμενων στοιχείων. Παρά ταύτα είναι απαραίτητο να περιλαμβάνεται το κριτήριο κατανομής της περιουσίας της διασπώμενης στις επωφελούμενες. Ειδικά για το ζήτημα των εκδοθέντων στο όνομα της διασπώμενης διοικητικών αδειών, το οποίο δεν αποτελεί διακριτό αντικείμενο του άρθρου 85 1 Κ.Ν. 2190/1920, υποστηρίζεται πως οι τελευταίες καλύπτονται από τα στοιχεία της πρώτης αυτής παραγράφου του άρθρου και περιλαμβάνονται στα στοιχεία που μεταβιβάζονται σε κάθε επωφελούμενη εταιρία στο μέτρο που εντάσσονται στα στοιχεία που της καταλογίζονται από τη σύμβαση ή την πράξη διάσπασης. Συνεπώς, δεν κρίνεται απαραίτητη οιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους της επωφελούμενης στην οποία μεταβιβάζονται οι άδειες, υπό την επιφύλαξη της τρίτης παραγράφου του ίδιου άρθρου που απαιτεί την τήρηση των ειδικών διατάξεων του νόμου για την μεταβίβαση των αδειών, όπως η ενημέρωση της αρμόδιας εκδούσας αρχής, ώστε να προχωρήσει στην απαραίτητη αλλαγή του ονόματος του δικαιούχου της άδειας, ή ακόμη την επανεξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων διατήρησης της άδειας στο όνομα του νέου αδειούχου έως την έγκριση της μεταβίβασης 19. 19 Βλ. Μούζουλα, Σπ. σε Περάκη, ό.π. σημ. 5, σσ. 386 388, βλ. Παναγιώτου, Π., ο.π. σημ. 5, σσ. 387 388., βλ. Χρυσάνθη, Χρ., σε Περάκη, ό.π. σημ. 1, σσ. 2357, 2359. 21
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τα άρθρα 7 1 περ. γ και 85 1 περ. γ, το νομικό πρόσωπο της απορροφούμενης ή των απορροφούμενων εταιριών ή της διασπώμενης εταιρίας, άμα τη ολοκληρώσει του μετασχηματισμού και ειδικότερα από την ημερομηνία καταχώρισης της εγκριτικής απόφασης της διοίκησης στο Γ.Ε.ΜΗ., παύει να υφίσταται. Η ανωτέρω άποψη αμφισβητήθηκε από μερίδα της θεωρίας, σύμφωνα με την οποία στις περιπτώσεις της συγχώνευσης και της διάσπασης η απορροφούμενη ή οι απορροφούμενες ή η διασπώμενη εταιρία δεν παύουν να υφίστανται, αλλά για τις εταιρίες, για τις οποίες συνιστούν την τεχνική τους οργάνωση, συνεχίζουν την ύπαρξή τους στο πλαίσιο των επωφελούμενων εταιριών χωρίς να μεσολαβεί καθολική διαδοχή των πρώτων από τις δεύτερες, αλλά ένωση των περιουσιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων κατόπιν της ένωσης των νομικών τους προσωπικοτήτων 20. Ουσιαστικά, υποστηρίζεται πως η απορροφούμενη ή η διασπώμενη εταιρία συνεχίζει να υφίσταται υπό το φορέα της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιριών, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τη διαδοχή όχι ως καθολική, αλλά ως οιωνεί καθολική 21. Τόσο στην περίπτωση της συγχώνευσης, όσο και στην περίπτωση της διάσπασης, δεδομένου ότι η απορροφούμενη ή διασπώμενη εταιρία παύει να υφίσταται, οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα ΑΕ ή κατά αυτής χωρίς να απαιτείται προς τούτο ειδική διατύπωση. Δεν επέρχεται σε καμία περίπτωση βίαιη διακοπή των εκκρεμών δικών και δεν απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους 22. Ακόμη, όσον αφορά στις σωματειακές συνέπειες της συγχώνευσης και της διάσπασης, επέρχεται μια ιδιότυπη μεταβολή στις μετοχικές σχέσεις της 20 Βλ. Βλ. Λεβαντή, Ελ., ό.π. σημ. 18, σσ. 156,286 287, βλ. Κιάντου - Παμπούκη, Α., ό.π. σημ.16, σσ. 65-68, 72-73. 21 Αναστασόπουλος, Γ., Εταιρίες, σ. 81, βλ. Μούζουλα, Σπ., σε Περάκη, ό.π. σημ. 5, σσ. 163 164, ΑΠ 12/1999, ΔΕΕ 1999, με παρατ. Χρυσάνθη, Χρ. διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: https://www.nbonline.gr/journals/3/volumes/90/issues/340/lemmas/4313635. 22 Δρυλλεράκης, Ι., Ανώνυμες εταιρίες Πρακτική Εφαρμογή, σσ. 1119 1121, Βλ. Βούτση, Κ., ό.π. σημ. 4, σ. 245,βλ. Λεβαντή, Ελ., ό.π. σημ. 18, σσ. 157,283, Τούσης, Αριστ, Ανώνυμοι εταιρείαι και εταιρείαι περιορισμένης ευθύνης, σ. 108, ΑΠ 1040/2006, Δελτίο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 2007, σ. 482, ΑΠ 568/2005, ΔΕΕ 2005, σ. 682, ΕφΑθ 914/1999, ΕλλΔνη 1999, σ. 1418, ΜΠρΠειρ 355/1996, ΔΕΕ 1996, σ. 943. 22
απορροφούμενης ή της διασπώμενης εταιρίας. Οι μέτοχοι αυτών γίνονται μέτοχοι της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιριών, ενώ καταργούνται αυτόματα οι μετοχικές σχέσεις των υπό συγχώνευση ή διάσπαση εταιριών. Από την ανωτέρω μεταβολή εξαιρούνται τόσο η περίπτωση της εξαγοράς του άρθρου 79 Κ.Ν.2190/1920, οπότε οι μέτοχοι της εξαγοραζόμενης εταιρίας λαμβάνουν σε χρήμα την αξία της συμμετοχής τους, καθώς και η περίπτωση της απορρόφησης εταιρίας από άλλη κατέχουσα το 100% των μετοχών της και της διάσπασης ανώνυμης εταιρίας, το 100% των μετοχών της οποίας κατέχεται από τις επωφελούμενες. Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται πως με την καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ. των εγκριτικών πράξεων της διοίκησης και την ολοκλήρωση της συγχώνευσης και της διάσπασης καταλύεται η νομική προσωπικότητα της απορροφούμενης ή της διασπώμενης εταιρίας και φορείς των σωματειακών και περιουσιακών σχέσεων τους είναι πλέον οι επωφελούμενες εταιρίες. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗ: I. Α. ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙΘΕΝΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΣΤΟ Γ.Ε.ΜΗ. Αναφορικά με την ελαττωματικότητα εν γένει του συντελούμενου εταιρικού μετασχηματισμού κρίσιμη είναι η διάκριση και η εξέταση της περιπτωσιολογίας των επιμέρους ελαττωμάτων σε ένα χρονικό διάγραμμα τριών σταδίων, ήτοι αυτού που προηγείται της καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ. της εγκριτικής της Διοικήσεως απόφασης, αυτού της καταχωρήσεως και αυτού που έπεται της καταχωρήσεως και αποτελεί την πραγματεία των άρθρων 77 και 86 Κ.Ν. 2190/1920. Η νομοθετική αντιμετώπιση του φαινομένου της ελαττωματικής συγχώνευσης και διάσπασης στο πλαίσιο του εταιρικού δικαίου και ειδικά, των άρθρων 77 και 86 Κ.Ν. 2190/1920 είναι προσανατολισμένη αποκλειστικά στην 23
ολοκληρωμένη συγχώνευση και διάσπαση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 75 του ίδιου νόμου. Ως εκ τούτου της δικανικής ρύθμισης αυτής εκφεύγει η αντιμετώπιση της ελαττωματικότητας της συγχώνευσης και της διάσπασης στο στάδιο που προηγείται της καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ., ήτοι των αυτοτελών δικαιοπρακτικών ή μη πράξεων που από κοινού οδηγούν στην ολοκλήρωση του εταιρικού μετασχηματισμού. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί πως η ελαττωματικότητα των πράξεων αυτών ερείδεται σε λόγους διαφορετικούς αυτών που αποκλειστικά αποδελτιώνονται στα άρθρα 77 και 86 και αφορούν στην ολοκληρωμένη συγχώνευση και διάσπαση, τα αποτελέσματα των οποίων έχουν ήδη επέλθει με εναρκτήριο χρονικό σημείο αυτό της καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ. 23. Εφαρμοστέες είναι σε αυτές τις περιπτώσεις οι διατάξεις του κοινού δικαίου περί ελαττωματικών δικαιοπραξιών, δεδομένου ότι σε αυτό το προπαρασκευαστικό στάδιο δεν συντρέχει ανάγκη προστασίας της οργανωτικής εταιρικής μεταβολής που έχει ήδη τελεσθεί στην περίπτωση της ολοκληρωμένης συγχώνευσης και διάσπασης. Ουσιαστικά τα ελαττώματα αυτά είναι δυνατό να προβληθούν με αγωγή αναγνωριστική της ακυρότητας ή ακυρωσίας της οικείας αυτοτελούς πράξης ή απόφασης, ενώ είναι δυνατή η αίτηση για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας εν είδει προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, είτε με τη μορφή μέτρων προσωρινής αναστολής εκτέλεσης της οικείας εταιρικής απόφασης, είτε με τη μορφή απαγόρευσης καταχώρησης της πράξης αυτής στο Γ.Ε.ΜΗ 22α. Σε ένα πρώτο επίπεδο, δεδομένου ότι το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης τίθεται προς έγκριση στις γενικές συνελεύσεις των συμμετεχουσών εταιριών, συμπεριλαμβανομένων των συνελεύσεων των κατόχων μετοχών ιδιαίτερων κατηγοριών και των ομολογιούχων δανειστών, προκρίνεται η εφαρμογή των γενικών διατάξεων του εταιρικού δικαίου των άρθρων 35 α και 35 β Κ.Ν. 23 Καραγκουνίδης, Απ., σε Περάκη (Επιμ.), Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας: Μετασχηματισμοί Εταιριών: Μετατροπή, Συγχώνευση, Διάσπαση, Εξαγορά (Άρθρα 66-89 κ.ν. 2190/1920), Τόμος 8 ος, σ.200, βλ. Χρυσάνθη, Χρ., σε Περάκη (Επιμ.), ό. π. σημ. 1, σ. 2274, βλ. Σκαλίδη, Χ., ό.π. σημ. 17, σ. 580. 22α Αδαμίδης, Π., Η προληπτική λειτουργία των ασφαλιστικών μέτρων στις καταχωρίσεις στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών, στο «14 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου: Τα ασφαλιστικά μέτρα στο εμπορικό δίκαιο», σσ. 56-57. 24
2190/1920 σχετικά με την ακυρότητα και ακυρωσία των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης για τον έλεγχο της εγκυρότητας των εγκριτικών αυτών αποφάσεων. Οι διατάξεις αυτές δίνουν τη δυνατότητα στα νομιμοποιούμενα πρόσωπα, τόσο με την έγερση αγωγής, όσο και κατ ένσταση, ή ακόμη και εξωδίκως, να επιδιώξουν την ακύρωση της οικείας απόφασης της γενικής συνέλευσης αυτοτελώς στο στάδιο αυτό και ακολούθως, να παρεμποδίσουν την καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ. ελλείψει των απαραίτητων προς τούτο προϋποθέσεων 24. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί πως στην περίπτωση της ακύρωσης της απόφασης μίας εκ των ιδιαιτέρων συνελεύσεων, που ανωτέρω αναφέρονται, δεν επέρχεται ακυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης της αντίστοιχης συμμετέχουσας εταιρίας, αλλά ανενέργεια αυτής. Αφ ής στιγμής ολοκληρωθεί η καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ. και επέλθουν τα αποτελέσματα του εταιρικού μετασχηματισμού, εκλείπει η δυνατότητα αυτοτελούς προσβολής των αποφάσεων αυτών δεδομένης της εξάλειψης και του απαραίτητου προς τούτο εννόμου συμφέροντος δια της προστασίας που τα άρθρα 77 και 86 Κ.Ν. 2190/1920 παρέχουν 25. Ακολούθως, εξετάζονται τα ελαττώματα που ανάγονται στην σύμβαση της συγχώνευσης ή διάσπασης και της μονομερούς πράξης της διάσπασης. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, κάθε ελάττωμα της ολοκληρωμένης σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης ή της μονομερούς πράξης διάσπασης αποτελεί και ουσιαστικό ελάττωμα του περιεχομένου της εγκριτικής απόφασης της γενικής συνέλευσης. Όσον αφορά στην ελαττωματικότητα της σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης ή της μονομερούς πράξης διάσπασης, αυτή είναι άκυρη σε περίπτωση αντίθεσης στα χρηστά ήθη κατά το άρθρο 178 ΑΚ ή αντίκεται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου κατά το άρθρο 174 ΑΚ. Άκυρη, ακόμη, είναι στην περίπτωση εικονικότητάς της, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί λόγο ακυρότητας της σύστασης της εταιρίας (δεδομένης της έλλειψης περίληψης του λόγου αυτού στην αποκλειστική απαρίθμηση του άρθρου 4 α Κ.Ν. 2190/1920) 26. 24 Βλ. Βαρελά, Μ. Γρηγοριάδη, σε Τριανταφυλλάκη, ό.π. σημ. 2, σσ. 250-251. 25 Παπαβασιλείου, Β., Η δομική εταιρική μεταβολή της συγχώνευσης στις Ανώνυμες Εταιρίες, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ 2015, σ.903. 26 Περάκης, Ε, Εικονική ανώνυμη εταιρία;, Επιστημονικές Συναντήσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων, διαθέσιμος την ιστοσελίδα: http://www.syneemp.gr/?pgtp=1&aid=1265809565. 25
Αντίθεση στα χρηστά ήθη δύναται να συνιστά η κατάχρηση της κυριαρχικής επιρροής που μία από τις συμμετέχουσες στην συγχώνευση εταιρίες κατέχει, προκειμένου να επιβάλλει καταχρηστικούς όρους στη σύμβαση της συγχώνευσης ή να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της προς τρίτους αντισυμβαλλομένους της ή της σύνταξης του σχεδίου συγχώνευσης ή διάσπασης από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου κατά παράβαση της υποχρέωσης πίστης που έχουν προς την εταιρία. Αντίθεση σε διάταξη νόμου συνιστά η αντίθεση σε διάταξη τόσο του Κ.Ν. 2190/1920, όσο και των άρθρων 5 και 9 του Ν. 3959/2011 ή άλλων νόμων ρυθμιστικών των συγκεντρώσεων και του ανταγωνισμού ή ακόμη και απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ακόμη, η σύμβαση καθίσταται άκυρη σε περίπτωση που υπογράφεται από μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου συμμετέχουσας εταιρίας, το οποίο πάσχει δικαιοπρακτικής ανικανότητας, η υπογραφή του οποίου τέθηκε κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης της γενικής συνέλευσης ή ήταν απαραίτητη για τη νόμιμη συγκρότηση του οργάνου αυτού κατά τη λήψη της απόφασης 27. Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η απαρίθμηση των στοιχείων που απαιτούνται για την κατάρτιση της σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης, καθώς και για την πράξη διάσπασης στα άρθρα 69 2 και 82 2 Κ.Ν.2190/1920 είναι αποκλειστική, η έλλειψή τους στο στάδιο που προηγείται της καταχώρησης στο μητρώο προκαλεί την ακυρότητα της σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης και του καταστατικού της νέας ή των νέων εταιριών κατά το άρθρο 174 ΑΚ. Σε αυτό το πλαίσιο, η έλλειψη συμβολαιογραφικού τύπου εγγράφου κατά την κατάρτιση της σύμβασης επιφέρει την απόλυτη ακυρότητά της κατά το άρθρο 159 1 ΑΚ 28. Έτι περαιτέρω, δεδομένου του δικαιοπρακτικού χαρακτήρα του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης, το οποίο αποτελεί απαραίτητο προπαρασκευαστικό σχέδιο για την πραγματοποίηση της εταιρικής αυτής μεταβολής, εφαρμοστέες θα είναι οι γενικές διατάξεις περί ακυρότητας των 27 Βλ. Καραγκουνίδη, Απ., ό.π. σημ.5, σσ. 135, 142-143, βλ. Καραγκουνίδη, Απ. σε Περάκη, ό.π. σημ. 23, σ.208. 28 Βλ. Καραγκουνίδη, Απ., ό.π. σημ.5, σσ. 143-144, βλ. Καραγκουνίδη, Απ. σε Περάκη, ό.π. σημ. 23, σα.208-209, βλ. Κιάντου - Παμπούκη, Αλ., ό.π. σημ. 13, σσ. 202. 26
δικαιοπραξιών. Η ακυρότητα του τελευταίου θα προκαλεί ακυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης που το εγκρίνει και ακολούθως, ακυρότητα της σύμβασης. Όσον αφορά στην εφαρμογή των γενικών διατάξεων περί ακυρωσίας των άρθρων 140 επ. ΑΚ, οι οποίες τυγχάνουν, επίσης, εφαρμογής εν προκειμένω, καθίσταται ζήτημα απόδειξης η στοιχειοθέτηση και η συνδρομή των στοιχείων του πραγματικού των κανόνων αυτών και ειδικά, του βουλητικού στοιχείου (animus) στα πρόσωπα που απαρτίζουν τα συμμετέχοντα στη διαδικασία διοικητικά συμβούλια. Αναφορικά με τη διαδικασία της συγχώνευσης και διάσπασης, κατανοητό πρέπει να γίνει πως τα τυπικά και μη ουσιαστικά ελαττώματα αυτής είναι δυνατό να εντοπιστούν κατά τον έλεγχο νομιμότητας που πραγματοποιείται εκ μέρους της διοίκησης προ της έγκρισης του μετασχηματισμού και σε κάθε περίπτωση καθιστούν την απόφαση της γενικής συνέλευσης που εγκρίνει το μετασχηματισμό άκυρη κατά το άρθρο 35 α 1 Κ.Ν. 2190/1920. Στην έννοια των τυπικών ελαττωμάτων υπάγονται η παράλειψη δημοσίευσης του σχεδίου συγχώνευσης και διάσπασης εντός της νόμιμης προθεσμίας κατά το άρθρο 69 3 και 82 2,4 Κ.Ν.2190/1920, η έλλειψη ή τα ελαττώματα της έκθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου και της επιτροπής εμπειρογνωμόνων κατά τα άρθρα 63 4, 71, 82 5,6 και 84 1 Κ.Ν. 2190/1920 και η παράλειψη ενημέρωσης των μετόχων κατά τα άρθρα 73 και 84 3 Κ.Ν. 2190/1920. Ι. Β. ΜΕΣΑ ΑΜΥΝΑΣ ΣΤΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ - ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ: Όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, τα ελαττώματα των πράξεων που προπαρασκευάζουν τη συγχώνευση και τη διάσπαση και σε κάθε περίπτωση προηγούνται της καταχωρήσεως στο Γ.Ε.ΜΗ. είναι δυνατό να εντοπιστούν από το αρμόδιο όργανο της διοίκησης κατά τον τυπικό έλεγχο νομιμότητας που πραγματοποιείται προ της εγκρίσεως του εταιρικού μετασχηματισμού. Σε αυτή την περίπτωση, η διοίκηση μπορεί να αρνηθεί την έγκριση του εταιρικού 27
μετασχηματισμού λόγω κωλύματος έγκρισης και καταχώρισης 28α. Κώλυμα έγκρισης και καταχώρισης συνιστούν οι άκυρες συμβάσεις συγχώνευσης και διάσπασης, οι άκυρες ή ανενεργές αποφάσεις των συνελεύσεων των προνομιούχων μετόχων ή των γενικών συνελεύσεων, καθώς και η ακυρώσιμη απόφαση γενικής συνέλευσης, για την αναγνώριση της οποίας εκδόθηκε δικαστική απόφαση, όπως, επίσης, και η ακυρώσιμη σύμβαση συγχώνευσης ή διάσπασης ή πράξη διάσπασης, η οποία αναγνωρίζεται διά εκδοθείσας δικαστικής απόφασης. Στην τελευταία περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η ακυρώσιμη πράξη εξομοιώνεται κατά το άρθρο 184 ΑΚ με την εξ υπαρχής άκυρη. Ειδικά για την περίπτωση των ακυρώσιμων αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, προκειμένου να συνεχισθεί επιτυχώς η διαδικασία της συγχώνευσης και της διάσπασης, απαιτείται επανάληψη της απόφασης της γενικής συνέλευσης που κηρύχθηκε άκυρη. Στο σημείο αυτό δίδονται τρεις εναλλακτικές λύσεις: Η λήψη απόφασης με την οποία αντικαθίσταται η προηγούμενη ελαττωματική απόφαση της γενικής συνέλευσης, αφού προηγηθεί ανάκληση της τελευταίας. Ουσιαστικά, επαναλαμβάνεται η λήψη της απόφασης, ενώ στη νεότερη απόφαση εκλείπει το ελάττωμα και αυτή αντικαθιστά την πρώτη ρητά 29 (θεωρία της καταρτίσεως). Βασικό αντεπιχείρημα σε αυτή την περίπτωση είναι το γεγονός ότι η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αναγνώριση της ακυρότητας από την έννομη τάξη 30. Η έγκυρη επανάληψη της απόφασης εν προκειμένω δεν συνιστά επικύρωση και ουσιαστικά, εξαλείφει τη δυνατότητα έγερσης αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας της αρχικής απόφασης. Η λήψη νέας αποφάσεως χωρίς νομικό ελάττωμα με διατήρηση της παλαιάς αποφάσεως. Σε αυτή την περίπτωση, η γενική συνέλευση επαναλαμβάνει τη λήψη της απόφασης χωρίς να αναιρεί την παλαιότερη, η οποία πάσχει από 28α Βλ. Αδαμίδη, Π., ό.π. σημ. 22 α, σ. 51 52. 29 Γεωργιάδης - Λιακόπουλος, Θεραπεία Ελαττωματικών αποφάσεων Γ.Σ. Α.Ε., ΕΕμπΔ ΜΒ /1991, σ. 545, ΑΠ876/2010, με παρατ. Ψαρουδάκη, ΕπισκΕΔ, σ.1052. 30 ΕφΑθ 798/1977, Αρμ. ΛΒ /1978, Μαρίνος, Μ. Θ., «Επικύρωση» αποφάσεως ΓΣ - κριτικές παρατηρήσεις στην ΑΠ 876/2010 και συμβολή σε μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 183 παραγρ. 1 ΑΚ, ΕλλΔνη 54/2013, σσ. 30-32. 28