ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ Τα όνειρα σαγηνεύουν κάθε μικρή σπίθα της ανεκπλήρωτης ζωής μας. Μόνο έτσι θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει ένα κομμάτι της σκέψης που προσπαθεί να φυτρώσει σε ένα άγονο και σκληρό ήλιο. AΓAΠΗΣΑ ΤΑ OΝΕΙΡΑ ΜΟΥ. Με μαγεύει κάθε στιγμή που μπορώ να αντικρίζω αυτό το φως, το φως του ονείρου, που καταφέρνει να λάμψει στην ψυχή, και το έχει λατρέψει. Όλη του η σκιά φαίνεται πολύχρωμη, οργιάζει μέσα σε γαλάζιους ρυθμούς. AΓAΠΗΣΑ ΤΑ OΝΕΙΡΑ ΜΟΥ. Είναι κάποιες φορές που βυθίζομαι στη σκοτεινιά αυτής της λάμψης. Πάντα όμως με προλαβαίνει το φως. Αφήνω τα μάτια ανοιχτά για να μην μπορέσω να ξυπνήσω. Όμως κρατάει λίγο. Μια βόλτα στην παραλία ίσως θα μπορούσε να μαγέψει κάτι μισοτελειωμένες σκέψεις. Το καταχείμωνο η θάλασσα σου πετάει τις πιο βαριές αλήθειες. Μια μικρή αχτίδα με συντροφεύει. 7
ΠΑΝΟΣ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗΣ Η αύρα ανέμιζε πάνω στους θολούς ορίζοντες. Την ενοχλούσε η μυρωδιά από μια παλιά σαπισμένη βάρκα, δύσκολα ξεχώριζες το όνομά της. Έμεινα μόνος το θαλασσινό αεράκι δυνάμωσε και το μόνο που τράνταζε την ησυχία του ήταν οι φωνές κάτι παιδιών που έπαιζαν στο βάθος. Πέρασε η ώρα και έβαλε κρύο που τρυπάει τα κόκαλα. Η νύχτα άπλωσε σιγά σιγά το δύσβατο κορμί της, χάιδεψε μητρικά το φεγγάρι και σκέπασε τα πάντα. Η πλάση ζωήρεψε, ένας άκομψος θόρυβος ηχούσε σε κάθε γωνιά. Η γιορτή έσβησε βιαστικά. Τίποτα δε θύμιζε το δείπνο που μόλις είχε τελειώσει. Ένα εκτυφλωτικό φως ξεδιάλυνε και το τελευταίο απομεινάρι. Η μέρα φαντάζει οιωνός. Ένα κοράκι ράγισε τη λιακάδα της ουράνιας αρμονίας. «Οι Δαναΐδες γύρισαν...» άρχισε πάλι να φωνάζει ο «γερο-μάντης». Το ξέφωτο αγκάλιασε το καθαγιασμένο φως. Είναι η ώρα της ανάληψης ένα δέντρο της θλίψης δε 8
ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ θα μαραθεί ποτέ, τα χνάρια του δεν μπορεί να τα ακολουθήσει κανείς, λένε πως μαγεύει. Ζύγωσε στο βωμό του. Μόνο η μοίρα τον καταλάβαινε. Κοιτούσε γονατισμένος τον ουρανό και εξηγούσε κάθε σημείο του. Είναι όλα ένα σημάδι. Ξαφνικά... ο ήλιος. Η τελετή πάντα τελειώνει. Ο «γερο-μάντης» μου είχε εκμυστηρευτεί πολλά όνειρα που έβλεπε, πάντα τελείωνε με το ίδιο. «Περιφέρομαι μόνος μέσα σε τεράστια στάχυα, άθλια σκιάχτρα με κοιτούν κατάματα. Το φωτισμένο στάχυ είναι πάντα εκεί, μα οι πάνινες σκιές δε μ αφήνουν ποτέ, προσπαθώ ν αγκαλιάσω τη λύτρωση, μα δεν τα καταφέρνω... το όνειρο σβήνει». Άραγε έτσι σβήνουν όλα; Οι ώρες κυλούν, μα ο χρόνος μένει. Οι απουσίες πετάγονται πάντα καθάρια και οι καταχνιές αργοανάβουν μου λένε να παλέψω, μα οι απώλειες δε μου έχουν αφήσει κανένα σπαθί. Σ αυτόν εδώ τον κήπο, όμως, υπάρχουν μόνο λουλούδια που ανθίζουν, και το ξέρω πως είναι μόνο για μένα, αρκεί να 9
ΠΑΝΟΣ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗΣ σπάσω την παγωνιά της αφής, σηκώνοντας τα μάτια. Πότε είχε ξημερώσει; Αυτές οι μέρες έχουν κάτι το μοναδικό. Μα η παραλία είχε σωπάσει. Όλα τα θρύψαλα του ανέμου ακούμπησαν νοσταλγικά πάνω στο νυσταγμένο σώμα του ήλιου. Η αχτίδα με είχε ακολουθήσει πάλι... «Γιατί είσαι λυπημένη;» έλεγε μια ιστορία... «Ακόμα περιμένω, όμως όλα χάθηκαν, το μόνο που μένει είναι να σου πω αντίο. Ας αφήσουμε τη νύχτα να σβήσει αυτά που μας πληγώνουν. Συναντιόμαστε πάλι. Δεν μπορώ να σ αγκαλιάσω. Με έχεις κρατήσει για πάντα εδώ». Η ματιά μου είχε χαθεί στο απέραντο τρεμούλιασμα της θάλασσας. Δεν είχα καταφέρει τίποτα. Kανένας αστικός περίπατος δε φτάνει, σε καθυστερεί, δεν υπάρχει καμία ομορφιά σ αυτό, όταν τα φωτεινά σκοτεινιάζουν. Η λύπη είναι μια μικρή διαδρομή με μπόρα, δύσκολη ο ουρανός όμως γαληνεύει πάντα, αρκεί να αντέξεις το μυστικό της μπόρας. Η θάλασσα του Απρίλη είναι μοναχική, παγωμέ- 10
ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ νη σαν απρόσιτο χαιρέτισμα, και σίγουρα τίποτα δεν μπορεί να λυγίσει αυτό το απέλπιδο που όλοι ζητάμε. Τα κύματα θα ανασαίνουν διαρκώς μέσα από αυτόν τον άσπρο αφρό που καταλήγει συνειδητά σε όλες τις απόκρυμνες φιγούρες των ονειρικών μας βράχων. Τελικά σιγουρεύτηκα, η σχέση νύχτας και φεγγαριού είναι παράταιρη, είναι αναμφισβήτητα δύο διαφορετικοί πόλοι που απλά τυχαίνει να συνυπάρχουν. Σήμερα δεν το βλέπω το φεγγάρι κι όμως η νύχτα είναι και πάλι εκεί. Είναι φορές που το φεγγάρι χλομιάζει και κρύβεται ή ίσως χλομιάζουμε εμείς και μας φαίνεται ο ουρανός μαύρος. Το φεγγάρι και η νύχτα απέχουν τόσο πολύ. Άκουσα ότι θα έχει πανσέληνο αυτές τις μέρες. Δε θέλω να τη δω. Αυτή η όμορφη, δύστυχη, εκθαμβωτική λάμψη ξεθωριάζει τα πάντα και βολεύει μόνο τους δειλούς για να στήνουν τεράστια λουλουδιαμένα «τείχη». Όταν έχει πανσέληνο, μεγαλώνουν οι έρωτες και αχνίζει η σκοτεινιά. 11
ΠΑΝΟΣ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗΣ Αυτό είναι ο έρωτας; Ένα άχαρο ποτό στα γρήγορα σε ένα σκοτεινό μπαρ; Μια γυναίκα που ήρθε σήμερα και έφυγε χτες; Τι είναι ο έρωτας; Αβυσσαλέος; Εκστατικός; Παλιός; Εύθυμος; Ανόητος; Τι να απαντήσω, δεν ξέρω νιώθω μόνο το βάσανο και το τραγούδι που στοιχειώθηκε αποκλειστικά από τους στίχους του. Γνωρίζω μόνο μία απάντηση για τον έρωτα. Είναι αυτό που φεύγει. Η αχτίδα μπόρεσε να εισβάλει και στο όνειρό μου... «Έξω από την πόρτα το κορίτσι κάθεται βουβό, έχει κουρνιάσει, έχει ερωτευτεί, μα έχει χάσει το δρόμο, και το φως της λάμπας είναι πολύ μικρό για να την οδηγήσει στην αστείρευτη μεριά εκείνου του άκομψου αραχνιασμένου σπιτιού. Το κορίτσι κοιτά τον αντιφατικό της χαρακτήρα. Κοιτάει στα μάτια το τυφλό προσωπείο της. Αδύναμη να σταθεί, γονατίζει μπροστά στην πόρτα, κλαίει, δεν αντέχει να χάσει και την ίδια. Είναι μόνη της, σπαράζει απέναντι στον πόνο, αντανακλά μια λέξη χαράς, μα δεν μπορεί να την προφέρει. Μια φωνή ακούστηκε, το κορίτσι σε έχει ονειρευτεί, σε έχει κυριεύσει, μην το διώξεις 12
ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ απ το όνειρό σου. Είναι όμως ακόμα έξω από την πόρτα». Όταν φεύγει ο έρωτας, έρχεται η νύχτα. Η αθώα συγκατάνευση της βραδινής μελαγχολίας δεν μπορεί με τίποτα να μας καθησυχάσει. Η μοναδική παρηγοριά είναι πάντα εικόνες, χαραγμένες στο μυαλό ή σε ένα λουστραρισμένο φτηνό χαρτί. Η λαγνεία του χτες, που κρύβει μέσα του όλους εκείνους τους παιδικούς και εφηβικούς έρωτες που έρχονται και φεύγουν, τα πρώτα φιλιά και τις αθώες βόλτες στις κοντινές παραλίες. Η πιο όμορφη σκέψη που μας αποτραβάει για λίγο. Τα πρώτα χρόνια, οι πρώτες μέρες είναι ό,τι πιο ζεστό και επίπεδο, χωρίς ανηφοριές, που θέλουμε πάντα να θυμόμαστε, και δε γερνάει ποτέ. Και μετά τα επόμενα, τα πιο ώριμα, τα δύσκολα. Και το χαρούμενο τελείωμα που φανταζόμαστε γι αυτά είναι τόσο ουτοπικό, σαν εκείνα τα όνειρα που, όσο και να προσπαθείς να τα ξαναδείς, δε γίνεται τίποτα. Ίσως μόνο αν είσαι αρκετά τυχερός να τα ξαναδείς σαν μικρογραφία το επόμενο βράδυ, αλλά και πάλι τίποτα δε θα είναι το ίδιο. 13
ΠΑΝΟΣ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗΣ Παρά μόνο η γεύση του, που θα παραμένει αναλλοίωτη. Δεν είναι Η αγάπη που τρελαίνεται, ούτε ο χρόνος που θυμάται, είναι μόνο μια γιορτή που τελειώνει δίχως αντίο. Και αυτές οι σκέψεις αρχίζουν και ξαναρχίζουν κάθε βράδυ που με στοιχειώνουν οι φωνές του «γερο-μάντη», σαν να ξαναζώ τα παλιά, τα ίδια και τα ίδια. Δεν ξέρω αν αρκεί μια βόλτα στην παραλία απόψε. Βλέπω το παράθυρο αδειανό και απέξω ένα σκοτάδι. Η ματιά μου περιορίζεται σε αυτό το τετράγωνο και τις διαστάσεις που περικλείονται σ αυτές τις τέσσερις γραμμές. Γύρω υπάρχουν φώτα, μα δεν μπορώ να τα δω, και για αυτή τη λειψή ματιά φταίω μόνο εγώ. Αυτό το βράδυ είναι το χτεσινό, ξεχάστηκε στο φως της ημέρας και με συνεπήρε. Μα είναι στ αλήθεια μικρό και δεν έχει τίποτα, αλλά έμεινε από χτες, ξεκίνησε απότομα και δεν πρόλαβε να τελειώσει. Αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα. Σηκώθηκα, έκανα μια τεράστια βόλτα στους γύρω άδειους δρόμους και γύρισα. Ξάπλωσα και ξαναποκοιμήθηκα. Χάθηκα. Βρέθηκα. Κουράστηκα. 14
ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ Ξαναξύπνησα και ξαναβρέθηκα. Το φως του αποψινού μου ονείρου είναι η ξεκούραση του χτεσινού, που δεν έχει καμία ορατή όψη. Οι ψίθυροι των ελάχιστων περπατημάτων απέξω πηγαινοφέρνουν τη σκιά μου στον κόσμο που ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Αν αντέξεις την αλήθεια, αντέχεις τα λυπηρά, καθετί ανέφικτο, τις μικρές αγωνιώδεις προσευχές που φτάνουν στον ουρανό. Και ίσως να μην πετάς, περπατάς όμως πάνω σε έναν ψηλό δρόμο και βλέπεις το τέλος του. Εκεί που τα σύννεφα αγγίζουν τη γη, τα μυστικά ξεθάβονται σαν μεγάλος θησαυρός και τα λάθη μικραίνουν. Είναι και αυτές οι περίεργες χαρές που κάποιες φορές δεν τις καταλαβαίνεις, αλλά νιώθεις ελαφρύς. Και πρέπει μόνο να ερωτευτούμε τη ζωή και να μη γνωρίζουμε το ύστερα, να αντέξουμε το τώρα σαν μοναδικό μας σκοπό. Να μείνουμε αιώνιοι εραστές της ζωής. 15
ΠΑΝΟΣ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗΣ Όταν ξυπνάω μετά από τέτοια βράδια, εγκλωβίζομαι σε μια στατική θωριά, ασάλευτη. Σκέφτομαι το κάθε πρόσφατο. Την τελευταία εικόνα πριν κοιμηθώ, το τελευταίο όνειρο πριν ξυπνήσω. Και σηκώνομαι πάλι και κάνω τα ίδια σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Το πρωινό είναι ίδιο, τίποτα δεν προλαβαίνει να αλλάξει. Θα ξημερώνει, θα ξημερώνει και οι μέρες θα μετριούνται και θα περνούν βιαστικά, και εγώ θα μεγαλώνω στο κάθε ξύπνημα. Θα κυλάω υπομονετικά με το καράβι του χρόνου, σ εκείνη τη θάλασσα που είναι απαράλλαχτη, μέχρι το διαφορετικό ξύπνημα που ξυπνάω και βλέπω το αύριο, ποτέ το τώρα, μόνο το αύριο. Και είναι τόσο μαγικό να χάνεται μετά από λίγο, για να ξανάρθει και να ξαναφύγει. Και θα ξυπνάω, θα ξυπνάω σε μέρες που φεύγουν, και θα γερνάω τη ζωή μου, και θα ζω, θα ζω, θα ζω! Όταν βλέπεις τη θλίψη, συστέλλεται κάθε μόριο των ματιών. Οι όψεις που καθρεφτίζονται σε αυτό το μικροσκοπικό τοπίο φαίνονται θαμπές, και κλεί- 16