ƒ ª Ì Ó Στο απ σπασµα απ το µυθιστ ρηµα Η µάνα (1934) της Αµερικανίδας Περλ Μπακ περιγράφονται η καθηµερινή ζωή και οι ασχολίες µιας µητέρας που συντηρεί µε την αδιάκοπη εργασία και τη σταθερή αφοσίωσή της τη φτωχή αγροτική της οικογένεια. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κίνα των αρχών του εικοστο αιώνα και επικεντρώνεται στη µορφή της µητέρας, η οποία, πρ τυπο αγάπης, καταν ησης και προσφοράς, στηρίζει την παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια. Œχει καµιά διαφορά η µια µέρα απ την άλλη κάτω απ τον ουραν για µια µάνα; Tο πρωί η µάνα ξ πνησε και σηκώθηκε πριν ακ µα χαράξει η αυγή, κι ενώ οι άλλοι κοιµ ντουσαν ακ µα, άνοιξε την π ρτα, έβγαλε τα πουλερικά* και το γουρο νι, πήγε το νεροβο βαλο µέσα στο µαντρί, και καθάρισε σες βροµιές είχαν κάνει τη ν χτα, τις µάζεψε και τις έκανε ένα σωρ, σε µια γωνιά του µαντριο. Eνώ οι άλλοι ήταν ακ µη ξαπλωµένοι, πήγε στην κουζίνα, άναψε τη φωτιά και έβρασε το νερ για να πιο νε ο άντρας και η γριά ταν σηκώνονταν, και λίγο απ αυτ το έριξε σε µια ξ λινη λεκάνη για να δροσίσει λίγο και να µπορέσει να πλ νει τα µάτια του κοριτσιο. Kάθε πρωί τα µάτια του κοριτσιο ήταν σφιχτά κλεισµένα και δεν µπορο σε να δει καθ λου ώσπου να του τα πλ νει. Στην αρχή το παιδί φοβ ταν, πως και η µάνα, αλλά η γριά σφ ριξε:* «Έτσι ήµουνα κι εγώ, σαν ήµουνα µικρή, µα δεν πέθανα!». Tώρα το είχαν συνηθίσει και ήξεραν τι δε σήµαινε τίποτε έξω απ το τι κάµποσα παιδιά ήταν έτσι κι τι δεν πέθαναν απ αυτ. M λις που είχε ρίξει νερ στη λεκάνη, ταν πρ βαλαν τα παιδιά, το αγ ρι κρατώντας το κορίτσι απ το χέρι. Eίχαν βγει συρτά απ το κρεβάτι χωρίς να κάνουν θ ρυβο, χωρίς να ξυπνήσουν τον άντρα που έτρεµαν το θυµ του, γιατί παρ λους τους καλο ς και κεφάτους τρ πους που είχε, ταν ήθελε να είναι κεφάτος και καλ ς, ο άντρας ήταν ικαν ς να θυµώσει και να τα ξυλοφορτώσει* άγρια αν τον ξυπνο σαν πριν απ την ώρα του. Tα δυο τους στέκονταν βουβά στην π ρτα κοιτάζοντας τη µάνα και το αγ ρι ανοιγ κλεινε τα µάτια του και χασµουρι ταν, αλλά το κοριτσάκι καθ ταν υποµονετικά περιµένοντας, µε τα µάτια σχεδ ν κατάκλειστα. Ύστερα η µάνα σηκώθηκε βιαστικά και παίρνοντας την * πουλερικά: τα εκτρεφ µενα πτηνά * σφ ριξε: σχολίασε (εδώ µεταφορικά) * να τα ξυλοφορτώσει: να τα δείρει [42]
Η ΜΑΝΑ Περλ Μπακ γκρίζα πετσέτα που ήταν κρεµασµένη σ έναν ξ λινο γάντζο, βο τηξε τη µια της άκρη στη λεκάνη και σιγά σιγά καθάρισε τα µάτια του κοριτσιο. Tο παιδί κλαψο ρισε, χωρίς να βγάζει ήχο απ το στ µα του, µ νο µε την ανάσα του, και η µάνα αναλογίστηκε, πως κάθε πρωί: «εν πρέπει λοιπ ν να ξεχάσω την αλοιφή για τα µάτια αυτο του παιδιο. Kάποτε πρέπει να φροντίσω και γι αυτ. Aν δεν το ξεχάσω ταν πουληθεί το φορτίο µε το άχυρο του ρυζιο, την άλλη φορά, θα του πω να πάει σ ένα µαγαζί µε φάρµακα υπάρχει κάποιο κοντά στην π λη στα δεξιά, κατηφορίζοντας σ ένα µικρ δροµάκι». Eνώ το σκεφτ ταν αυτ, ο άντρας πρ βαλε στην π ρτα φορώντας τα ρο χα του. Xασµουρήθηκε δυνατά κι στερα έξυσε το κεφάλι του. Eκείνη είπε φωναχτά τη σκέψη της: «ταν θα πας να πουλήσεις αυτ το δεµάτι µε το άχυρο του ρυζιο, να πας και σε κείνο το µαγαζί που είναι κοντά στην Π λη του Nερο και να ζητήσεις καµιά αλοιφή ή κανένα άλλο φάρµακο για πονεµένα µάτια σαν και το τα». µως ο άντρας ήταν ακ µα βαρ ς απ τον πνο κι απάντησε θυµωµένα: «Kαι γιατί να ξοδέψουµε απ το λίγο έχει µας για πονεµένα µάτια, αφο δε θα πεθάνει ποτέ απ δα τα.* Eίχα κι εγώ πονεµένα µάτια ταν ήµουνα µικρ ς κι ο πατέρας µου ποτέ του δεν ξ δεψε τα λεφτά του για µένα, µ λο που* ήµουνα ο µοναδικ ς γιος που του είχε αποµείνει». H µάνα, καταλαβαίνοντας πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγµή για να µιλήσει, δεν είπε τίποτε παραπάνω και Εµµανουήλ Ζα ρης, Oι σιδερώστρες (λεπτοµέρεια) * δα τα: λαϊκή λέξη, αυτά * µ λο που: αν και, µολον τι [43]
OΙΚOΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ πήγε να του βάλει το νερ του. Ήταν µως κάπως θυµωµένη και δεν του το έδωσε στο χέρι, αλλά το άφησε στο τραπέζι για να το πάρει µ νος του, αλλά δεν είπε τίποτα και ξέχασε την υπ θεση, για την ώρα. H αλήθεια ήταν τι πολλά παιδιά είχαν πονεµένα µάτια, και γίνονταν καλά ταν µεγάλωναν, πως και ο άντρας, που, µ λο που τα µάτια του είχαν κάτι σηµάδια γ ρω απ τα βλέφαρα, που φαίνονταν, αν τα κοίταζε κανένας κατά πρ σωπο, έβλεπε καλά ταν δεν ήταν πολ µικρ εκείνο που περιεργαζ ταν. εν ήταν µως απ κείνους τους µορφωµένους που ζο νε µε τα βιβλία και πρέπει να βλέπουνε καλά, κι έτσι αυτ δεν είχε σηµασία. Ξάφνου η γριά αναταράχτηκε και φώναξε αδ ναµα, και η µάνα τής έφερε ένα κ πελλο µε ζεστ νερ, της το έδωσε να το πιει πριν σηκωθεί, και η γριά το ρο φηξε µε θ ρυβο και ρε τηκε λα τα κακά αέρια που έρχονταν απ το άδειο στοµάχι της, β γκηξε λίγο και παραπονέθηκε για την ηλικία της, που την έκανε να νιώθει αδ ναµη τα πρωινά. H µάνα γ ρισε στην κουζίνα κι άρχισε να ετοιµάζει το πρωιν, και τα παιδιά κάθισαν κοντά της πάνω στο χώµα περιµένοντας κουβαριασµένα γιατί το πρωί ήταν κρ ο. Tο αγ ρι σηκώθηκε στο τέλος και πήγε κοντά στη µάνα του που τάιζε τη φωτιά, αλλά το κορίτσι έµεινε µ νο του. Ξαφνικά ο ήλιος πρ βαλε πάνω απ τους ανατολικο ς λ φους και το φως ξεχ θηκε σε µεγάλες φωτεινές αχτίνες, που έπεσαν πάνω στα µάτια του παιδιο κι εκείνο τα έκλεισε αµέσως. Άλλοτε θα έκλαιγε, αλλά τώρα πήρε µ νο µια βαθιά ανάσα, πως θα έκανε ένας µεγάλος, και κάθισε φρ νιµο µε τα βλέφαρα σφιχτά κλεισµένα και δεν κουνήθηκε καθ λου µέχρι που ένιωσε τη µάνα του να του βάζει µπροστά του µια γαβάθα* µε φαγητ. Nαι, είναι αλήθεια τι λες οι µέρες ήταν µοιες για τη µάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στεν χωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστηµένη µε το πέρασµά τους. Aν κανένας τη ρωτο σε, θ άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της µάτια και θα έλεγε: «Mα η γης αλλάζει απ τη σπορά µέχρι τη συγκοµιδή κι έπειτα είναι και το ωρίµασµα της σοδειάς απ τη γη µας, και η πληρωµή των σπ ρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουµε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχ λες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακ µα και τα παιδιά αλλάζουν και µεγαλώνουν, και βρίσκω απασχ ληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για µένα δεν υπάρχει τίποτα που να µην αλλάζει και λα αλλάζουν αρκετά για να µε κάνουν να δουλε ω απ την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ ορκίζοµαι». ταν της περίσσευε λίγος χρ νος, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χωριουδάκι, αυτή που ήταν να γεννήσει κι εκείνη που θρηνο σε ένα παιδί που είχε χάσει, ή µια άλλη που είχε κάποιο σχέδιο να κεντήσει ένα λουλο δι πάνω σε παπο τσι ή κανένα καινο ριο * γαβάθα: βαθ πιάτο [44]
Η ΜΑΝΑ Περλ Μπακ τρ πο για να κοπεί ένα πανωφ ρι. Ήταν και µέρες που πήγαινε στην π λη για να πουλήσει σπ ρο ή λάχανα µαζί µε τον άντρα της, κι εκεί στην π λη µπορο σες να δεις περίεργα πράγµατα και να τα σκεφθείς, αν βέβαια περίσσευε χρ νος για σκέψη. Aλλά η αλήθεια ήταν τι αυτή η γυναίκα ήταν απ κείνες που µπορο σαν να ζουν ικανοποιηµένες µε τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Eκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά λο τον π θο του άντρα, να πιάνει παιδί µ αυτ ν, να ξέρει τι µια ζωή µεγαλώνει µέσα στο ίδιο της το κορµί, να νιώθει αυτή την καινο ρια σάρκα να παίρνει µορφή και να µεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα µωρουδίστικα χείλια να πίνουν απ το στήθος της. Tης έφτανε να ξυπνάει µε το χάραµα, να τα ζει την οικογένειά της, να τα ζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να µαζε ει τον καρπ της, να τραβάει νερ απ το πηγάδι για να πιουν, να περνάει µέρες ολάκερες στους λ φους συνάζοντας αγρι χορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεµο πάνω της. Xαιρ ταν λη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον πνο, το φαγητ και το νερ που έπινε, το σκο πισµα και το συγ ρισµα του σπιτιο, τα καλά λ για απ τις γυναίκες του χωριο που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιµ της. Aκ µα και ο τσακωµ ς µε τον άντρα της ήταν καλ ς και δυνάµωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνο σε κεφάτη κάθε πρωί. Aυτή τη µέρα, αφο έφαγε ο άντρας, κι αφο στέναξε, πήρε το σκαλιστήρι* του και ξεκίνησε κάπως άκεφα, πως το συνήθιζε πάντα, για το χωράφι, κι εκείνη καθάρισε τις γαβάθες, έβαλε τη γριά να καθίσει στον ήλιο, κάτω απ τη ζεστασιά του, και πρ σταξε τα παιδιά να µην παίζουν κοντά στη γο ρνα.* Ύστερα πήρε το σκαλιστήρι της και ξεκίνησε κι εκείνη σταµατώντας µια δυο φορές για να κοιτάξει πίσω της. H αδ ναµη φωνή της γριάς µ λις που ακουγ ταν και η µάνα χαµογέλασε και συνέχισε το δρ µο της. Tο µ νο που µπορο σε να κάνει η γριά ήταν να προσέχει την π ρτα και το έκανε µε περηφάνια. M λο που ήταν γριά και µισ τυφλη, µπορο σε να διακρίνει αν πλησίαζε κανένας που δεν έπρεπε και θα έµπηγε αµέσως τις φωνές. Ήταν ενοχλητική γριά και οι ενοχλητικοί γέροι είναι χειρ τεροι κι απ τα παιδιά, γιατί δεν µπορείς να τους χαστουκίσεις πως τα παιδιά. Kι µως, ταν η γυναίκα του ξαδέρφου είπε κάποτε: «Θα είναι πολ καλ για σένα να πεθάνει αυτ το γέρικο πράµα, που είναι τ σο γερασµένο και στραβ, κι λο π νους και γκρίνια για το φαγητ», η µάνα είχε απαντήσει µε τον ήρεµο τρ πο που έπαιρνε ταν ένιωθε κάποτε κρυφή στοργή: «Nαι, αλλά είναι πολ χρήσιµη ακ µα, για να µας φυλάει την π ρτα, κι ελπίζω τι θα ζήσει µέχρι που να µεγαλώσει λίγο το κορίτσι». Ναι, η µάνα ποτέ της δεν µπορο σε να κάνει την καρδιά της να σκληρ νει απένα- * σκαλιστήρι: εργαλείο για το σκάλισµα του χωραφιο * γο ρνα: λάκκος, που µαζε εται νερ [45]
OΙΚOΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ντι σε µια γριά σαν κι εκείνη. Είχε ακο σει για γυναίκες που περηφανε ονταν τι είχαν κηρ ξει τον π λεµο στα σπίτια τους ενάντια στις πεθερές τους και πως δεν µπορο σαν να ανεχτο νε τον κακ τους τρ πο. µως σ αυτή τη νεαρή µάνα, η γριά φαιν τανε σαν να ήτανε ένα ακ µα παιδί της, ολ τελα ξεµωραµένο,* που ήθελε το το και το άλλο, πως τα παιδιά. Έτσι καµιά φορά τής φαιν ταν κουραστικ να τρέχει εδώ κι εκεί πάνω στους λ φους την άνοιξη, ψάχνοντας να βρει ένα χ ρτο που πολ το χε πεθυµήσει η δ στυχη γριά, µως, ταν έφτασε κάποιο καλοκαίρι κι έπεσε βαριά διάρροια στο χωρι, τ σο βαριά που πέθαναν δυο ολ γεροι άντρες, µερικές γυναίκες και πολλά µικρά παιδιά, και η γριά ήταν του θανατά, ή τουλάχιστον έτσι τους φαιν ταν, αγ ρασαν το καλ τερο φέρετρο που µπ ρεσαν να βρουν και το ετοίµασαν. Η γριά µως δεν πέθανε και η νεαρή µάνα ένιωσε αληθινή χαρά ταν την είδε πως γαντζώθηκε στη ζωή και κατάφερε να ζήσει. Ναι, µ λο που η σκληρ πετση* γριά είχε λιώσει δυο νεκρικά φορέµατα, η µάνα ήταν ευτυχισµένη που ζο σε ακ µα. λο το χωρι το είχε για αστείο το πώς κρεµ ταν στη ζωή. Το κ κκινο ρο χο που είχε φτιάξει η µάνα για να τη θάψει, το φορο σε κάτω απ το γαλάζιο, πως ήταν έθιµο σ εκείνα τα µέρη, µέχρι που να λιώσει και να πεταχτεί και η γριά ανυποµονο σε και δεν αισθαν τανε καλά ώσπου η µάνα τής ετοίµασε καινο ριο. Και τώρα, φορο σε αυτ το δε τερο χαρο µενη κι αν κανένας τής φώναζε: «Ακ µα εδώ είσαι, γριο λα;», απαντο σε κεφάτα: «Ναι, εδώ είµαι και φοράω τα καλά µου νεκρικά φορέµατα. Εκείνα λιώνουν, εγώ ζω. Τα λιώνω και ο τε που ξέρω π σα θα λιώσω ακ µα». Και η γριά γελο σε καθώς σκεφτ ταν π σο µορφο αστείο ήταν που ζο σε και που δεν έλεγε να πεθάνει. Τώρα, κοιτάζοντας πίσω, η µάνα χαµογέλασε κι άκουσε τη φωνή της γριάς: «Ησ χασε, καλή µου κ ρη εγώ είµαι εδώ και φυλάω την π ρτα». Ναι, θα της λείψει πολ ταν θα πεθάνει αυτή η γέρικη ψυχή. Αλλά τι σηµασία έχει που θα της λείψει; Η ζωή ερχ ταν κι έφευγε την ορισµένη ώρα και δεν µπορείς να ελπίζεις πως θα ξεφ γεις απ την ώρα σου. Κι έτσι η µάνα συνέχισε ήσυχη το δρ µο της. Π. Μπακ, Η µάνα, µτφρ. Κώστας Κυριαζής, Πάπυρος * ξεµωραµένο: αυτ που έχει χάσει τη λογική, έχει επανέλθει στην παιδική ηλικία * σκληρ πετση: ανθεκτική [46]