Μπελιμπασάκη Αγάπη του Παναγιώτη, 9 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης». «Ο Δημήτρης λέει πως δεν υπάρχει και πως είμαι χαζή!» διαμαρτυρήθηκε η Αντιγόνη. «Τον άκουσα κι εγώ», ήρθε συνήγορος υπεράσπισης η Έλλη. «Εσύ να μην ανακατεύεσαι!» τη μάλωσε η Βασιλική. «Μπα! Τι μας λες; Πολύ μεγάλη δεν μας το παίζεις κι εσύ;» «Δεν το παίζω. Είμαι μεγάλη. Και συ είσαι μωρό!» «Δεν είμαι μωρό!» «Σοβαρά; Εσύ παίζεις ακόμη με Μπάρμπι». «Ψέματα!» «Εσύ λες ψέματα. Θα πω στη μαμά πού ήσουνα χθες το βράδυ».
«Σκάσε!» «Εσύ να σκάσεις!» «Σκάστε όλοι!» «Δημήτρη! Ηρέμησε!» πετάχτηκε ο μπαμπάς. «Με ξύπνησαν με τις φωνές τους. Όλο έτσι κάνουν». «Είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς έπρεπε να ξυπνήσεις για να βοηθήσεις και τον θείο στο σούβλισμα του αρνιού». «Μα ξενυχτήσαμε χθες». «Ανάσταση ήταν. Ο θείος σου έχει σηκωθεί από τις εφτά». «Στον ύπνο του το έβλεπε το αρνί;» «Άντε σήκω τώρα και μη σ ακούσω να ξαναμιλάς έτσι στις ξαδέρφες σου. Θα έρθει κι ο πασχαλινός λαγός». «Σιγά μην έρθει κι ο Νταρθ Βέιντερ». «Στο είπα μπαμπά. Ο Δημήτρης λέει πως δεν υπάρχει πασχαλινός λαγός». «Και τότε ποιος φέρνει τα δώρα;» «Έλα ντε!» είπε ο Δημήτρης ειρωνικά. Ο μπαμπάς κοίταξε τον Δημήτρη με έντονο ύφος, μέχρι που εκείνος σταμάτησε να μιλάει. Τι ήταν όλα αυτά με τον πασχαλινό λαγό; Από τότε που ο Δημήτρης ήταν μωρό -πότε πέρασαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια;- περίμενε πάντα με ανυπομονησία το Πάσχα και τα δώρα που έκρυβε στον κήπο του σπιτιού στο χωριό ο πασχαλινός λαγός. Τα περίμενε πιο πολύ κι από τα Χριστούγεννα και τον Αϊ-Βασίλη. Κι ας ήταν μικροδωράκια για όλα τα παιδιά: Γόμες, ξύστρες, φακοί, σοκολατάκια, αυτοκόλλητα, στρατιωτάκια, αυτοκινητάκια Στο παράθυρο, πίσω από το πηγάδι, σε μια κουφάλα της μουριάς, στο παλιό κουρείο, ανάμεσα στις πασχαλιές, κάτω από τις σκάλες. Από το ένα δώρο στο άλλο σε οδηγούσαν μικρά σημειώματα-γρίφοι που άφηνε ο πασχαλινός λαγός. Και τώρα ο Δημήτρης έλεγε πως δεν υπάρχει ο πασχαλινός λαγός. Λες και δεν ήταν εκείνος ο πιο ανυπόμονος να λύσει τους γρίφους που τους έβαζε ο λαγός για να βρουν τα δώρα: «Από εκεί κάποτε έβγαζαν νερό. Αν ψάξεις γύρω θα βρεις το μυστικό» -κι εννοούσε το παλιό πηγάδι. Τα παιδιά έτρεχαν και ανακάλυπταν τα μικρά δωράκια που τα γέμιζαν χαμόγελα. Ο Δημήτρης βαρύς φέτος, αφού τελικά ντύθηκε με τα πολλά, είπε με ύφος ανωτερότητας στα κορίτσια: «Άντε, να σας κάνω το χατίρι. Πάμε να δούμε τι έχει κρύψει αυτή τη φορά».
Τα παιδιά άνοιξαν την πόρτα και βρήκαν το πρώτο σημείωμα να τους περιμένει στο καμπανάκι της εισόδου. Ο μπαμπάς τούς ακολουθούσε φωτογραφίζοντας κάθε στιγμή κι ας αντιδρούσε ο Δημήτρης. «Έλα, άνοιξε να δούμε τι γράφει», είπε η Αντιγόνη. Ο Δημήτρης ξετύλιξε το σημείωμα και διάβασε: «Καλό Πάσχα! «Με την ψιλή» φώναζε ο δάσκαλος κι οι μαθητές πήγαιναν εκεί. Αν πας κι εσύ θα βρεις κάτι γλυκό να σε περιμένει. Ο πασχαλινός λαγός». «Πανεύκολο» είπε η Έλλη «Το κουρείο!». «Πάμε!» φώναξε η Αντιγόνη κι έτρεξαν προς τα κει με τον μπαμπά να λαχανιάζει για να τους προλάβει. Όμως, όταν έφτασαν στο κουρείο, όσο κι αν έψαξαν, τίποτα δεν βρήκαν. Ούτε δώρο. Ούτε σημείωμα. «Μήπως καταλάβαμε κάτι λάθος;» αναρωτήθηκε η Βασιλική. «Μα τι λάθος; Με την ψιλή -σίγουρα σε κούρεμα αναφέρεται» απάντησε ο Δημήτρης. Πιο απορημένος απ όλους, όμως, ήταν ο μπαμπάς.
Ήταν σίγουρος πως τα πρώτα δώρα βρίσκονταν στο παλιό κουρείο. Τι να είχε, άραγε, συμβεί; Ο μπαμπάς ήταν γεμάτος με απορίες. Τα παιδιά είχαν κάνει το κουρείο φύλλο και φτερό. Η Βασιλική τότε πετάγεται και λέει μόνο στην αποθήκη του κουρείου δεν ψάξαμε, εκεί θα πρέπει να είναι ο γρίφος του πασχαλινού λαγού. Όντως είναι εκεί ο γρίφος, είπε η Βασιλική. Ακούστε προσεκτικά τον γρίφο (είμαι πάρα πολύ όμορφη και βγαίνω μόνο το Πάσχα γι αυτό είμαι ξεχωριστή, ααααα πώς το ξέχασα το όνομά μου βγαίνει από το Πάσχα). -Τι λέτε να είναι μέσα στο χωριό; -Το όνομα μου βγαίνει από το Πάσχα, γι αυτό είμαι ξεχωριστή. Το βρήκα, η πασχαλιά βγαίνει το Πάσχα. -Όντως, πάμε στην πασχαλιά. -Παιδιά, εγώ πάω σπίτι, δεν αντέχω άλλο τρέξιμο, είπε ο μπαμπάς που είχε ιδρώσει. -Εντάξει μπαμπά, γεια σου, είπε ο Δημήτρης. -Ας μη χάνουμε χρόνο, πάμε στην πασχαλιά για τον επόμενο γρίφο, είπε η Έλλη. Τα παιδιά έτρεχαν να πάνε στην πασχαλιά για τον επόμενο γρίφο. Όταν έφτασαν τα παιδιά στην πασχαλιά έψαχναν γύρω, γύρω τις ρίζες της, ανέβαιναν πάνω της. Μαντέψτε τη συνέχεια. Η Αντιγόνη βρήκε τον γρίφο δεμένο πάνω στην πασχαλιά σε ένα κλαδάκι που ήταν χαμένο μέσα σε πολλά φύλλα και πετάχτηκε όλο χαρά και ευτυχία και είπε: -Βρήκα τον γρίφο, ακούστε τώρα τι λέει (είμαι λίγο κουφή γι αυτό και δεν ακούω πολύ καλά, ααααα επίσης το όνομά μου βγαίνει από το κουφή). -Η γιαγιά μου αποκλείεται να είναι, είπε για πλάκα ο Δημήτρης. Τα παιδιά είχαν πέσει σε βαθιά σκέψη για να βρουν τον γρίφο. Μέχρι που η Έλλη βρίσκει τον γρίφο. Παιδιά, παιδιά η κουφάλα είναι. Πάμε στην κουφάλα για να βρούμε τον επόμενο γρίφο. Λοιπόν τα παιδιά έτρεχαν πάλι για να βρουν το γρίφο και να λυθεί το μυστήριο του πασχαλινού λαγού. Όταν τα παιδιά φτάσανε στην κουφάλα βρήκανε αμέσως τον γρίφο που θα τους οδηγούσε στον θησαυρό. Εκεί τον γρίφο άρχισε να τον διαβάζει η Αντιγόνη, όπου ο γρίφος έλεγε (σε αυτό μέσα ζούμε σε αυτό περνούν οι περισσότεροι τον χρόνο τους). Απλούστατο, το σπίτι, αλλά ποιο σπίτι. -Το δικό μου σπίτι, φώναξε όλο χαρά ο Δημήτρης. Τότε η Βασιλική, η Έλλη και η Αντιγόνη λένε όλες ταυτόχρονα (και εσύ πού το ξέρεις) και λέει ο Δημήτρης κάτω κάτω στο σπίτι του γκρινιάρη της παρέας, πάμε στο σπίτι μου. Τα παιδιά έτρεχαν με προορισμό το σπίτι του Δημήτρη για να βρουν επιτέλους τον θησαυρό που τόση ώρα παλεύουν να βρουν. Στο σπίτι του Δημήτρη μόνο λακούβες δεν έσκαψαν στον μπροστινό κήπο. Τα παιδιά απογοητευμένα πήγαν στο σαλόνι να σκεφτούν πού δεν έψαξαν. Τότε η Βασιλική είπε,
φωνάζοντας, στον πίσω κήπο δεν ψάξαμε. Τότε σηκώθηκαν τα παιδιά και έτρεχαν. Όταν έφτασαν στον πίσω κήπο, εκεί τους περίμενε μία πολύ μεγάλη έκπληξη: ένα τεράστιο σοκολατένιο αυγό, ένα για τον καθένα και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!