πλαίσια, αφ` ετέρου δε για τον καθορισμό του συγκεκριμένου συντελεστή, τον οποίο θα επιλέξει ο κανονιστικός νομοθέτης μέσα στα καθοριζόμενα από τον τυ

Σχετικά έγγραφα
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο τριμηνιαίο επιστημονικό περιοδικό «Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου» (ΕπισκΕΔ) 2013, σελ. 880 επ.

Λίνα Παπαδοπούλου. Μοντέλα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων - Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος

Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρου 100 του Συντάγματος) Αριθμός αποφάσεως 9/2009

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

φορολογική νομολογία περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή εί- Τόμος 65

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σελίδα 1 από 5 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το πρακτικό της 10 ης / τακτικής συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRACOM IT SERVICES) 909/2011 ΣΤΕ ( )

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Καλλιθέα, 11/04/2016. Αριθμός απόφασης: 1357 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2134/2014 [ΥΑ για την παράταση αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στην περιοχή του Δήμου Καλαμαριάς]

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2107/2010 [Παράνομη ανάκληση απόφασης για χαρακτηρισμό μνημείου]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) Απόφαση υπ αριθμόν 983/2012

Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο Αριθμός απόφασης 2/2012

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ. Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία υποβάλλεται

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

Φορολογικό Δίκαιο. Η αρχή της φορολογιής ισότητας. Α. Τσουρουφλής

ΣτΕ 1112/2017 [Έναρξη προθεσμίας αιτήσεως ακυρώσεως κατά ΑΕΠΟ μετά το ν. 4014/2011]

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 13/11/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3512 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΣτΕ 150/2018 [Παράνομη απόρριψη αίτησης για έγκριση κατά παρέκκλιση χρήσης τουριστικού καταλύματος στο παραδοσιακό τμήμα του Ναυπλίου]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΣτΕ Η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΟ Ι ΤΜΗΜΑ ΠΡΑΞΗ 165/2018

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

ΣτΕ 1178/2010 [«Σφράγιση» αυθαίρετης χρήσης σε αδόμητο οικόπεδο στην Κηφισιά]

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΣτΕ 2309/2016 [Μεταβίβαση δημόσιας έκτασης]

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 2177/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

προηγουμένων δεσμεύσεων του ακινήτου να υπολογίζεται υπέρ του τελευταίου ιδιοκτήτη (βλ. ΣΕ 2544/2005 επτ.). Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των ανωτέρω

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 238/2018 [Παράνομη σημειακή τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

ΑΕΔ 8/2007 Πρόεδρος Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος ΣτΕ Εισηγητής Δ. Πετρούλιας, Σύμβουλος της Επικρατείας Δικηγόροι Χ. Χρυσανθάκης, Α. Κλαδιάς (Νομικός Σύμβουλος νου Κράτους), Θ. Ασπρογέρακας-Γρίβας, Α. Χαραλαμπάκης 1. Επειδή, ο Ν 2121/1993 με τίτλο "Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα" (ΦΕΚ Α` 25), στο άρθρο του 54 προβλέπει ότι οι [πνευματικοί] δημιουργοί μπορεί να αναθέτουν σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας, που έχουν αποκλειστικά αυτόν το σκοπό, τη διαχείριση ή την προστασία ή τη διαχείριση και την προστασία του περιουσιακού τους δικαιώματος, (δηλαδή του δικαιώματος εκμετάλλευσης του έργου τους) ή εξουσιών που απορρέουν από αυτό, κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου και των επομένων άρθρων (έως το άρθρο 58). Περαιτέρω, στο άρθρο 69 παρ. 1 του ίδιου Ν 2121/1993 ορίζεται ότι ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα, και επωνυμία "Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας" (στο εξής ΟΠΙ), εποπτευόμενο από το Υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό, μεταξύ άλλων, κατά την παρ. 1, την προστασία των πνευματικών δημιουργών και δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, την εποπτεία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης κ.λπ. Η παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 69, του Ν 2121/1993, όπως αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίηση της με το άρθρο 7 παρ. 13 του Ν 2819/2000 (ΦΕΚ Α` 84), όριζε στο πρώτο της εδάφιο ότι "Ο ΟΠΙ επιχορηγείται από ποσοστό όχι ανώτερο του 5% των ακαθάριστων εισπράξεων των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, το ακριβές ύψος και ο τρόπος καταβολής του οποίου καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού...". Με βάση την εξουσιοδοτική αυτή διάταξη, καθώς και εκείνη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου 69 του Ν 2121/1993, εκδόθηκε, ύστερα και από τη γνωμοδότηση 468/1994 του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ΠΔ 311/1994 με τίτλο "Καταστατικό του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας" (ΦΕΚ Α` 165), το οποίο στη διάταξη της περ. α` της παρ. 2 του άρθρου 6, όπως αυτή ίσχυε πριν από την κατάργηση της με το άρθρο 7 παρ. 13 του Ν 2819/2000, προέβλεπε ότι οι πόροι του ΟΠΙ προέρχονται: "α) Από το 1% των ακαθάριστων εισπράξεων των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης του προηγούμενου έτους...". Κατά του ΠΔ 311/1994, η ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας ΑΕ" (στο εξής ΑΕΠΙ) άσκησε, ως οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, αίτηση ακυρώσεως, ζητώντας να ακυρωθεί η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 περ. α` του άρθρου 6 του ΠΔ 311/1994. Προέβαλε δε, ως λόγο ακυρώσεως, ότι η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993, κατ` εξουσιοδότηση της οποίας θεσπίσθηκε η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ΠΔ 311/1994, αντίκειται στην παρ. 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία "το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία... δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης". Με την απόφαση του 949/2000 το Δ` Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού προηγουμένως δέχθηκε ότι η προβλεπομένη στη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993 επιχορήγηση υπέρ του ΟΠΙ αποτελεί φόρο, έκρινε, στη συνέχεια, ότι η εν λόγω διάταξη δεν αντιβαίνει στην παρ. 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος, διότι, κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης, αφ` ενός μεν δεν αποκλείεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης για τον καθορισμό του φορολογικού συντελεστή, μέσα όμως στα προβλεπόμενα από τον τυπικό νόμο 1/6

πλαίσια, αφ` ετέρου δε για τον καθορισμό του συγκεκριμένου συντελεστή, τον οποίο θα επιλέξει ο κανονιστικός νομοθέτης μέσα στα καθοριζόμενα από τον τυπικό νόμο πλαίσια, δεν απαιτείται να τίθενται στον εξουσιοδοτικό νόμο κριτήρια επιλογής. Ο Άρειος Πάγος, εκδικάζοντας αίτηση αναιρέσεως της ΑΕΠΙ κατά της αποφάσεως 9271/2005 του Εφετείου Αθηνών, σε διαφορά, η οποία άρχισε με την κατάθεση αντίθετων αγωγών της ΑΕΠΙ και του ΟΠΙ, με αντικείμενο την υποχρέωση καταβολής της προβλεπόμενης στα άρθρα 69 παρ. 2 του Ν 2121/1993 και 6 παρ. 2 του ΠΔ 311/1994 επιχορήγησης, θεώρησε μεν ότι η εν λόγω επιχορήγηση αποτελεί φόρο, έκρινε όμως, αντιθέτως προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την απόφαση 22/2006, ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 του Ν 2121/1993 αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οδηγήθηκε στην ανωτέρω κρίση, με τη σκέψη ότι από "τη συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για την προστασία των προσώπων από άδικο προσδιορισμό του ύψους του επιβαλλόμενου φόρου, ο προσδιορισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει κατ` εξουσιοδότηση του κοινού νομοθέτη από τη διοίκηση, αλλά μόνο από τα όργανα εκείνα τα οποία είναι κατά το Σύνταγμα αρμόδια να θεσπίζουν κανόνες δικαίου. Απαιτείται στην περίπτωση αυτή νόμος, δηλαδή πράξη των κατά το Σύνταγμα νομοθετικών οργάνων, με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που αυτό προβλέπει". Με την κρινόμενη αίτηση, ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ζητεί, κατ` επίκληση των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε` του Συντάγματος και 48 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν 345/1976 (ΦΕΚ 141), Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (στο εξής Κώδικας ΑΕΔ), να αρθεί η αμφισβήτηση, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διάταξης του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993, όπως αρχικά ίσχυσε, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, ανέκυψε από την έκδοση της αποφάσεως 22/2006 του Αρείου Πάγου, αντίθετης, κατά το ζήτημα αυτό, προς την απόφαση 949/2000 του Συμβουλίου της Επικρατείας. 2. Επειδή, η αίτηση νομίμως εισάγεται προς συζήτηση, δεδομένου ότι έχουν γίνει οι δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 10 παρ. 2,49 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του Κώδικα ΑΕΔ. 3. Επειδή, ο αιτών Οργανισμός, ως διάδικος στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, έχει, σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 1 περ. β` του Κώδικα ΑΕΔ, έννομο συμφέρον να ασκήσει την υπό κρίση αίτηση. 4. Επειδή, με το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος, συνιστάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), στο οποίο, μεταξύ άλλων, υπάγεται και "η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι` αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου" (περ. ε). Εξάλλου, ο Κώδικας ΑΕΔ στο άρθρο 48 ορίζει τα εξής: "1. Το Ειδικόν Δικαστήριον εν περιπτώσει εκδόσεως περί της ουσιαστικής συνταγματικότητος ή της εννοίας τυπικού νόμου αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίρει την αμφισβήτησιν κατόπιν αιτήσεως: α) του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικόν Συνέδριον) ή του Γενικού Επιτρόπου της Διοικητικής Δικαιοσύνης, β) παντός έχοντος έννομον συμφέρον. 2. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Άρειος Πάγος ή το Ελεγκτικόν Συνέδριον, εάν αποφασίσει επί της Συνταγματικότητος ή της εννοίας νόμου τυπικού, κατ` αποδοχήν απόψεως διαφόρου εκείνης υπό την οποίαν είχεν εκδοθή απόφασις ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων, την οποίαν επεκαλέσθη 2/6

τις των διαδίκων ή είναι εξ άλλου λόγου γνωστή εις το Δικαστήριον, υποχρεούται, εκδίδον την αντίθετον ως προς το θέμα απόφασίν του, να παραπέμψη τούτο δι ειδικής αποφάσεως του εις το Ειδικό Δικαστήριον προς άρσιν της δημιόυργηθείσης αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η υπόθεσις παραμένει κατά τα λοιπά εκκρεμής εις το εκδόν την παραπεμπτικήν απόφασίν δικαστήριον, το οποίον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, κοινοποιουμένης προς αυτό μερίμνη του Γραμματέως τούτου, επιλαμβάνεται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως της εκδικάσεως εκ νέου της υποθέσεως υποχρεούμενον να συμμορφωθεί προς την απόφασίν του Ειδικού Δικαστηρίου. 3. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται εφ` όσον η μία τουλάχιστον των αντιθέτων αποφάσεως εδημοσιεύθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος". Σύμφωνα δε με το άρθρο 49 του ίδιου Κώδικα ΑΕΔ: "1. Διάδικοι κατά την ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δίκην είναι, εκτός των αιτούντων, και πάντες οι διάδικοι της δίκης εφ` ης εξεδόθη η δικαστική απόφασις, διά της οποίας παρεπέμφθη προς επίλυσιν η αμφισβήτησις. 2. Το εισαγωγικόν της δίκης δικόγραφον, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου κοινοποιείται, εν πάση περιπτώσει εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης, ο οποίος και αν δεν είναι διάδικος, δικαιούται να μετάσχει εις την συζήτησιν άνευ ετέρας διατυπώσεως". Περαιτέρω, στο άρθρο 50 του Κώδικα ΑΕΔ προβλέπονται τα ακόλουθα: "1. Η πράξις ορισμού της δικασίμου, μετά μνείας εν περιλήψει του αντικειμένου της αμφισβητήσεως, δημοσιεύεται διά δύο ημερησίων εφημερίδων της Πρωτευούσης είκοσιν ημέρας προ της δικασίμου. 2. Αντίγραφον της περί άρσεως αμφισβητήσεως αιτήσεως ή παραπεμπτικής αποφάσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου, κοινοποιείται είκοσιν ημέρας προ ταύτης και εις τον Πρόεδρον του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Επίτροπον του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Γενικόν Επίτροπον επί της Διοικητικής Δικαιοσύνης προς ενημέρωσιν των οικείων δικαστηρίων, ως και εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης. Επί αιτήσεως ασκούμενης υπό ιδιώτου, συμφώνως προς το άρθρον 48 παρ. 1 περ. β`, ομοία κοινοποίησις ενεργείται, επιμέλεια του Εισηγητού, και προς παν πρόσωπον εις ο αφορά η υπόθεσις, ως εκ της οποίας νομιμοποιείται ο ασκήσας την αίτησιν άρσεως της αμφισβητήσεως. 3...". Τέλος, στο άρθρο 13 του Κώδικα ΑΕΔ, το οποίο περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο Γ, με τίτλο "Γενικαί Διαδικαστικοί Διατάξεις", το οποίο αφορά όλες τις ενώπιον του ΑΕΔ δίκες, ορίζεται ότι: "1. Εις δίκην ενώπιον του Ειδικού δικαστηρίου δύναται να παρέμβει προσθέτως πας έχων έννομον συμφέρον. 2. Η παρέμβασις ασκείται διά δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματείαν του Ειδικού Δικαστηρίου και κοινοποιείται επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, επί ποινή απαραδέκτου, δώδεκα ημέρας προ της διά της πράξεως του Προέδρου ορισθείσης αρχικής δικασίμου εις τον αιτούντα, ως και εις τους λοιπούς διαδίκους. 3...". Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν το ΑΕΔ επιλαμβάνεται για την άρση της αμφισβήτησης, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια διάταξης τυπικού νόμου όχι κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ενός από τα ανώτατα δικαστήρια, αλλά ύστερα από αίτηση νομιμοποιούμενου προς τούτο προσώπου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 περ. β` του άρθρου 48, οι διάδικοι στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις, οι οποίες, κατά τον αιτούντα, προεκάλεσαν την αμφισβήτηση, δεν καθίστανται αυτοδικαίως διάδικοι και στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 49 του Κώδικα ΑΕΔ, στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη διάδικοι είναι πάντες οι διάδικοι της δίκης ενώπιον ενός των ανωτάτων δικαστηρίων, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, η οποία προκάλεσε την αμφισβήτηση, μόνον όταν το ΑΕΔ επιλαμβάνεται κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως του εν λόγω ανωτάτου δικαστηρίου, στο οποίο, άλλωστε, η υπόθεση παραμένει εκκρεμής, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του Κώδικα ΑΕΔ και για 3/6

την έκβαση της οποίας η απόφαση του ΑΕΔ αποτελεί πρόκριμα. Και ναι μεν, κατά η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 50 του Κώδικα ΑΕΔ, όταν την αίτηση για την άρση της αμφισβήτησης ασκεί, σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 1 περ. β`, ιδιώτης, η αίτηση κοινοποιείται, με επιμέλεια του Εισηγητή, και σε κάθε πρόσωπο στο οποίο αφορά η υπόθεση, "ως εκ της οποίας νομιμοποιείται ο ασκήσας την αίτησιν άρσεως αμφισβητήσεως", όπως είναι οι διάδικοι της δίκης ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου, στην οποία ο αιτών την άρση της αμφισβήτησης ιδιώτης υπήρξε διάδικος και επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, η οποία, κατά τον αιτούντα, προκάλεσε την αμφισβήτηση, ωστόσο, προκειμένου να καταστεί διάδικος στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη ένα πρόσωπο (φυσικό ή νομικό), το οποίο υπήρξε διάδικος στη δίκη εκείνη, η οποία έχει ήδη περατωθεί με την έκδοση οριστικής αποφάσεως, πρέπει να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 13 του Κώδικα ΑΕΔ (πρβλ. ΑΕΔ 9/2003, καθώς και 6/1992, 1/2004 και 1/2006). Συνεπώς, εφόσον, στην προκειμένη περίπτωση, το ΑΕΔ δεν επιλαμβάνεται για την άρση αμφισβήτησης, ως προς τη συνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου, κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ανωτάτου δικαστηρίου, αλλά μετά από αίτηση του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, κατά το άρθρο 48 παρ. 1 περ. β` του Κώδικα ΑΕΔ, οι Υπουργοί Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού αφ` ενός και η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρία Προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας ΑΕ" αφ` ετέρου, αν και υπήρξαν διάδικοι, οι μεν Υπουργοί στην ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη, η δε εν λόγω ανώνυμη εταιρία και στις δύο δίκες, επί των οποίων εκδόθηκαν οι προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, δεν κατέστησαν αυτοδικαίως διάδικοι και στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι τόσο οι ανωτέρω Υπουργοί, όσο και η εν λόγω ανώνυμη εταιρία δεν άσκησαν παρέμβαση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του Κώδικα ΑΕΔ, απαραδέκτως παρέστησαν στη δίκη αυτή. Οι δε ισχυρισμοί της ΑΕΠΙ ότι με την έννοια αυτή οι ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα ΑΕΔ αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθόσον αφ` ενός μεν αποκλείουν την ισότιμη πρόσβαση στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη προσώπου που υπήρξε διάδικος στις δίκες ενώπιον των ανωτάτων δικαστηρίων, των οποίων οι αποφάσεις προκάλεσαν την αμφισβήτηση, αφ` ετέρου δε παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ του αιτούντος και των λοιπών ανωτέρω διαδίκων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τούτο δε διότι με τη ρύθμιση αυτή, η οποία αφορά δίκη ενώπιον του ΑΕΔ η οποία έχει ανοίγει μετά από αίτηση προσώπου, νομιμοποιούμενου προς τούτο, κατά την παρ. 1 περ. β` του άρθρου 48 του Κώδικα ΑΕΔ, ως διαδίκου σε, ενώπιον ανωτάτου δικαστηρίου, δίκη που έχει ήδη περατωθεί με την έκδοση οριστικής αποφάσεως, όχι δε μετά από παραπεμπτική απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου (στο οποίο, όπως έχει ήδη εκτεθεί, η υπόθεση, εξ αφορμής της οποίας εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση, παραμένει, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 48, εκκρεμής και για την έκβαση της οποίας η απόφαση του ΑΕΔ αποτελεί πρόκριμα), ούτε αποκλείεται, ούτε καθίσταται δυσχερής η συμμετοχή στη δίκη ενώπιον του ΑΕΔ παντός προσώπου, στο οποίο αφορά η υπόθεση, ως εκ της οποίας ο αιτών νομιμοποιείται να ασκήσει την αίτηση άρσης της αμφισβήτησης, αφού του παρέχεται η δυνατότητα, με την προβλεπόμενη μάλιστα στην περίπτωση αυτή κοινοποίηση της αίτησης, κατ` άρθρο 50 παρ. 2, να παρέμβει στη δίκη και να υποστηρίξει τις απόψεις του, καταθέτοντας και κοινοποιώντας σχετικό δικόγραφο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του Κώδικα ΑΕΔ. 4/6

5. Επειδή, όπως έχει ήδη εκτεθεί στη σκέψη 1, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την απόφαση της 22/2006, έκρινε ότι η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993, όπως αρχικά ίσχυσε, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, ακολούθως δε ανήρεσε την απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία η διάταξη αυτή του Ν 2121/1993 είχε θεωρηθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο εν λόγω Εφετείο. Το Συμβούλιο της Επικρατείας όμως, με την οριστική απόφαση 949/2000 του Δ` Τμήματος, είχε ήδη κρίνει ότι η ανωτέρω διάταξη του Ν 2121/1993 είναι σύμφωνη προς την ίδια διάταξη του άρθρου 78 παρ. 4 του Συντάγματος. Εν όψει αυτού, με την έκδοση της ανωτέρω οριστικής αποφάσεως, 22/2006, με την οποία η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε αντιθέτως προς την προγενέστερη απόφαση, 949/2000, του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί του αυτού ζητήματος της συνταγματικότητας της διάταξης του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993, ανέκυψε πράγματι αμφισβήτηση, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε` του Συντάγματος και του άρθρου 48 παρ. 1 και 2 του Κώδικα ΑΕΔ, για την άρση της οποίας παραδεκτώς και κατά τούτο ασκείται η υπό κρίση αίτηση από τον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 1 περ. β ` του Κώδικα ΑΕΔ. Οι ισχυρισμοί ωστόσο του αιτούντος Οργανισμού, κατά τους οποίους ο Άρειος Πάγος δεν έλαβε υπ` όψη του το δεδικασμένο που, όπως υποστηρίζει, προέκυψε από την απόφαση 949/2000 του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί του επίμαχου ζητήματος της συνταγματικότητας του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993, απαραδέκτως προβάλλονται ενώπιον του ΑΕΔ, με την υπό κρίση αίτηση, το αντικείμενο της οποίας περιορίζεται στην άρση της αμφισβήτησης που προέκυψε από τις ανωτέρω αντίθετες αποφάσεις, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της επίμαχης διάταξης τυπικού νόμου. 6. Επειδή, από τη ρητή και αδιάστικτη διατύπωση της ανωτέρω διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος συνάγεται ότι αποκλείεται η νομοθετική εξουσιοδότηση για τον καθορισμό του φορολογικού συντελεστή, η απαγόρευση δε αυτή δεν κάμπτεται ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο κοινός νομοθέτης θεσπίζει όρια, εντός των οποίων παρέχεται στη Διοίκηση η εξουσία να προσδιορίσει με κανονιστική πράξη το ακριβές ύψος του φορολογικού συντελεστή. Συνεπώς, η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993, όπως αρχικά ίσχυσε, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για τον καθορισμό, με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, του ακριβούς ύψους του συντελεστή της υπέρ του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας επιχορήγησης (η οποία, όπως και τα δύο ανώτατα δικαστήρια έκριναν με τις επίμαχες αποφάσεις τους, αποτελεί φόρο), μέσα στα καθοριζόμενα από την εξουσιοδοτική διάταξη όρια, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρη. Το μέλος Α. Γκότσης υπεστήριξε την ειδικότερη γνώμη ότι επιτρέπεται, κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 4 του Συντάγματος, κατ` εξαίρεση, με τυπικό νόμο να χορηγηθεί εξουσιοδότηση στον κανονιστικό νομοθέτη για τον ειδικότερο προσδιορισμό του φορολογικού συντελεστή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι στην εξουσιοδοτική διάταξη αφ` ενός μεν θα καθορίζονται συγκεκριμένα και στενά πλαίσια, εντός των οποίων θα προσδιορισθεί ο εν λόγω φορολογικός συντελεστής, αφετέρου, δε, θα τίθενται κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτό. Επομένως, κατά την ειδικότερη αυτή γνώμη, η πιο πάνω εξουσιοδοτική διάταξη του Ν 2121/1993 αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, αφού αφενός μεν τα προβλεπόμενα όρια για τον καθορισμό του φορολογικού συντελεστή από τον κανονιστικό νομοθέτη (0,1-5%) δεν είναι 5/6

αρκούντως στενά, αφετέρου, δε, δεν τίθενται με την επίμαχη διάταξη κριτήρια για τον καθορισμό του. Μειοψήφησαν τα μέλη Δ. Πετρούλιας και Ν. Ιντζεσίλογλου, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι, κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης για τον καθορισμό του φορολογικού συντελεστή, μέσα όμως στα καθοριζόμενα από τον τυπικό νόμο πλαίσια, χωρίς να απαιτείται επί πλέον, στην περίπτωση αυτή, να θεσπίζονται με τον εξουσιοδοτικό νόμο και κριτήρια επιλογής του ακριβούς ύψους του φορολογικού συντελεστή που θα προσδιορίσει ο κανονιστικός νομοθέτης. Τούτο δε διότι ο κοινός νομοθέτης, εκφράζοντας τη βούληση του, με διάταξη τυπικού νόμου, να επιβληθεί φόρος με συντελεστή, ο οποίος μπορεί να φθάνει ως ένα ανώτατο όριο που ο ίδιος καθορίζει, ασκεί, κατά βάση, την παρεχόμενη α αυτόν από το Σύνταγμα σχετική εξουσία, η δε πρόβλεψη στον τυπικό νόμο των ορίων του φορολογικού συντελεστή, έχει την έννοια ότι ο κανονιστικούς καθοριζόμενος φορολογικός συντελεστής, μέσα στα προβλεπόμενα με τη νομοθετική διάταξη πλαίσια, έχει την αποδοχή του κοινού νομοθέτη. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, η ανωτέρω διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993 δεν αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος. 7. Επειδή, κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο αίρει την ανωτέρω αμφισβήτηση, αποφαινόμενο ότι η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2121/1993, όπως ίσχυσε πριν από την τροποποίηση της παραγράφου αυτής με το άρθρο 7 παρ. 13 του Ν 2819/2000, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως έχει κριθεί και με την 22/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου. 8. Επειδή, πρέπει να επιβληθούν στον αιτούντα Οργανισμό τα έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των 89,96 ευρώ. [...] (Αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 εδ. α` του Ν 2121/1993, όπως ίσχυσε πριν από την τροποποίηση της με το άρθρο 7 παρ. 13 του Ν 2819/2000, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος.) 6/6