α μέρος
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 1900-1971
29 φεβρουαρίου 1900 Ο ποιητής γεννιέται στη Σμύρνη. «Τη συμβολική ημερομηνία της γέννησής μου (29 του Φλεβάρη) Η παραπάνω μέρα ενός μπασταρδεμένου μήνα μη γελάσεις σαν με διαβάσεις. Θα τα ακούσω το γέλιο σου.»
1925 Ο Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα.Αισθάνεται μόνος και απελπισμένος.αρχίζει να κρατά ημερολόγιο που εκδίδεται μετά το θάνατό του με το γενικό τίτλο Μέρες. «Δεν πρέπει να τ αφήνω αυτό το τετράδιο. Όταν δεν έχω τίποτε να πω «Μέρα με τη μέρα ζούμε τη ζωή μας δεν τη γράφουμε το γράψιμο ό,τι και να κάνεις Είναι μόνο ένα μέρος της ζωής» ν αντλώ από τη μνήμη. Υπάρχουν θύμησες Που ξαναγυρίζουν μόνο μια φορά σ όλη μας τη ζωή κι έπειτα χάνουνται στην άβυσσο. Ίσως αυτές να έχουν περισσότερη γεύση.» Μέρες-αποσπάσματα
Ερωτικός λόγος (απόσπασμα Ε ) Που πήγε η μέρα η δίκοπη πού είχε τα πάντα αλλάξει; Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μάς πλωτός; Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει για την ψυχή πού νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός ; Στην πέτρα τής υπομονής προσμένουμε το θάμα που ανοίγει τα επουράνια κι ειν' όλα βολετά προσμένουμε τον άγγελο σάν το πανάρχαιο δράμα την ώρα πού του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου καί τής μοίρας, μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας τρικύμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός. (Αθήνα Οχτώβρης 29 Δεκέμβρης 30)
Στροφή Στιγμή, σταλμένη ἀ πὸ ἕ να χέρι ποὺ εἶ χα τόσο ἀ γαπήσει μὲ πρόφταξες ἴ σια στὴ δύση σὰ μαῦ ρο περιστέρι. Ὁ δρόμος ἄ σπριζε μπροστά μου, ἁ παλὸ ς ἀ χνὸ ς ὕ πνου στὸ γέρμα ἑ νὸ ς μυστικοῦ δείπνου... Στιγμὴ σπυρὶ τῆ ς ἄ μμου, ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅ λη τὴ ν τραγικὴ κλεψύδρα βουβή, σὰ νὰ εἶ χε δεῖ τὴ ν Ὕ δρα στὸ οὐ ράνιο περιβόλι. (συλλογή Στροφή, ὁ μώνυμο ποίημα)
Άρνηση Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό. Πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ' όνομά της ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή. Mε τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας λάθος! κι αλλάξαμε ζωή. Με άλλα λόγια: Οι συνθήκες της ζωής τα όνειρα και οι επιδιώξεις της γενιάς του ποιητή (και κάθε γενιάς) δεν ικανοποιούνται γιατί το έδαφος δεν είναι πρόσφορο για κάτι τέτοιο.στην εφηβική ηλικία, τη γεμάτη όνειρα και επιδιώξεις έρχεται η σκληρή πραγματικότητα που μόλις τη βλέπουμε αλλάζουμε ζωή. Κεντρική Ιδέα: Πολλές φορές οι πραγματικές συνθήκες της ζωής,δεν ανταποκρίνονται στα όνειρα και τους πόθους των ανθρώπων και τους αναγκάζουν να τα ξεχάσουν και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα όπως έρχεται.
Από το Ο Στρατής ο Θαλασσινός Περιγράφει έναν άνθρωπο Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξανάβρουμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήμα- τα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί,θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμη- θεί λίγο λιγότερο απ ό,τι χρειάζεται, σβήνει α θυμηθεί λίγο περισσότερο απ ό,τι χρειάζε- ται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τέλειω- σα να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Είναι ώ- ρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τι πρέπει να πω ή τι πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ έκαιγαν ζωντα- νό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία. Ενότητα 5.Άνδρας Λονδίνο 5 Ιουνίου 1932
Αστυάναξ Τώρα πού θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι, μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα και τ' άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν' αγγίξουν την πράσινη επιφάνεια του νερού στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια. Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους. Τώρα πού θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει, τώρα πού κανείς δεν ξέρει ποιόν θα σκοτώσει και πως θα τελειώσει, πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως κάτω απ' τα φύλλα εκείνου του πλατάνου και μάθε του να μελετά τα δέντρα. Δεκέμβρης 1933-Δεκέμβρης 1933 Μυθιστόρημα ΙΖ
Άνοιξη μ.χ. Πάλι με την άνοιξη φόρεσε χρώματα ανοιχτά και με περπάτημα αλαφρύ πάλι με την άνοιξη πάλι το καλοκαίρι χαμογελούσε. Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς στήθος γυμνό ως τις φλέβες πέρα απ' τη νύχτα τη στεγνή πέρα απ' τους άσπρους γέροντες πού συζητούσαν σιγανά τι θα 'τανε καλύτερο να παραδώσουν τα κλειδιά ή να τραβήξουν το σκοινί να κρεμαστούνε στη θηλιά ν' αφήσουν άδεια σώματα κει πού οι ψυχές δεν άντεχαν εκεί πού ο νους δεν πρόφταινε και λύγιζαν τα γόνατα. Με τους καινούργιους ροδαμούς οι γέροντες αστόχησαν κι όλα τα παραδώσανε αγγόνια και δισέγγονα και τα χωράφια τα βαθιά και τα βουνά τα πράσινα και την αγάπη και το βιός τη σπλάχνιση και τη σκεπή και ποταμούς και θάλασσα και φύγαν σαν αγάλματα κι άφησαν πίσω τους σιγή που δεν την έκοψε σπαθί πού δεν την πήρε καλπασμός μήτε η φωνή των άγουρων κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά κι ήρθε η μεγάλη στέρηση μαζί μ' αυτή την άνοιξη και κάθισε κι απλώθηκε ωσάν την πάχνη της αυγής και πιάστη απ' τ' αψηλά κλαδιά μέσ' απ' τα δέντρα γλίστρησε και την ψυχή μας τύλιξε. Μα εκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ανοιχτά σαν ανθισμένη αμυγδαλιά μέσα σε φλόγες κίτρινες και περπατούσε ανάλαφρα ανοίγοντας παράθυρα στον ουρανό πού χαίρονταν χωρίς εμάς τους άμοιρους. Κι είδα το στήθος της γυμνό τη μέση και το γόνατο πώς βγαίνει από την παιδωμή να πάει στα επουράνια ο μάρτυρας ανέγγιχτος ανέγγιχτος και καθαρός, έξω απ' τα ψιθυρίσματα του λαού τ' αξεδιάλυτα στον τσίρκο τον απέραντο έξω απ' το μαύρο μορφασμό τον ιδρωμένο τράχηλο του δήμιου π' αγανάχτησε χτυπώντας ανωφέλευτα. Έγινε λίμνη η μοναξιά έγινε λίμνη η στέρηση ανέγγιχτη κι αχάραχτη. 16 Μαρτ. '39