Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 2056/2012, Υπόθεση «Fissler Gmbh v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού»

Σχετικά έγγραφα
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ. 25 Σεπτεμβρίου, [ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

This document was reproduced from htm (accessed 14 August 2013)

30 Οκτωβρίου, [ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής] ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ SEVERIN HOUNZANME ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4162, 2/5/2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 75/09 (Υπόθεση Αρ. 530/08) 9 Απριλίου, 2012

18 Οκτωβρίου, [ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής] ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ DEEPA THANAPPULI HEWAGE,

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ. Ευανθία Τσίρη, Partner Ευθυμία Αρματά, Associate

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 4/2014(19)) ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ «PLUS TV»

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

3 Απριλίου, 2015 [ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ] ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: «ΜΕΡΟΣ VIB

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4158, 11/4/2008 NOMOΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4169, 27/6/2008 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

21 Ιανουαρίου, [ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, [ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ανάρτηση Απαντήσεων στις Εξετάσεις του μαθήματος «Στοιχεία Δικαίου και Κυβερνοηθική» Πέμπτη, 02 Ιούλιος :15

15Φεβρουαρίου, (ΠΙΚΗΣ,Δ/στής] ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕΤΟΑΡΘΡΟ 146ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΜΗΛΑΡΗΣ,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΥΤΑΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥΠΟΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Ε.Μ.Π Ι. Η λειτουργία μη αδειοδοτημένων ραδιοφωνικών σταθμών στο

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

BULLETIN 74. Κυβερνητική Πράξη / Πράξη Κανονιστικού Χαρακτήρα. Εμείς από την άλλη πλευρά, εισηγηθήκαμε στο Δικαστήριο ότι:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4153, 31/12/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΠΟΡΩΝ ΝΟΜΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως :

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 49/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010)

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

Καλλιθέα, ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(Aναθεωρητική Εφεση Αρ. 59/07) 1 Φεβρουαρίου, [ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές] YOUSIFE MOHAMAD,

ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 71/2007(19))

Αριθμός 86(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2000 ΕΩΣ 2016

Ανακοίνωση. Απάντηση σε ερώτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Αρ. Πρωτ. 3945/ )

ΣτΕ 2138/2016 [Αποκατάσταση ΧΑΔΑ στις Σπέτσες]

Αναλυτικά η ανακοίνωση του Ιωνά Νικολάου:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ OΓΔΟΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2015

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4615,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔικΕΕ C 205/13 Trip-Trap ΔικΕΕ C 421/15 Yoshida

Αριθμός 52(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010 ΜΕΧΡΙ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 09/06/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ (αριθμ: 335/2018)

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ν.3373/2005: ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3415, 30/6/2000

Έρευνα της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών για εμπορική πρακτική της εταιρείας Cyta

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΔΕΔ 1736/2018 Δεν επιβάλλεται πρόστιμο για τη μη διαφύλαξη αχρησιμοποίητων στοιχείων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ AΝΩΤΑΤΟΥ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2016

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4308, 9/12/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΝΟΜΟ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 9ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ Ν. 112(I)/2004

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4416,

Ο ΠΕΡΙ ΑΘΕΜΙΤΗΣ ΚΤΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Α/Α 01/ Λευκωσία

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Κύρια Οδηγία της TÜV AUSTRIA HELLAS

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αναφορικά με τα Άρθρα 52 και 140 του Συντάγματος. 31 Οκτωβρίου, 2014

Παραβιάσεων Γενικού Κανονισμού. Dr. Θεμιστοκλής Κ. Γιαννακόπουλος

Νομοσχέδιο Αποκρατικοποιήσεων Επισυνάπτεται η σχετική ανακοίνωση.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4338, 8/6/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Κανονιστικές Απαιτήσεις & Νομικές Συνέπειες Παραβιάσεων Γενικού Κανονισμού. Dr. Θεμιστοκλής Κ. Γιαννακόπουλος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4334, 25/5/2012

Transcript:

Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 2056/2012, Υπόθεση «Fissler Gmbh v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού» Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής αποτελεί η απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή»), βάσει της οποίας είχε επιβληθεί στην εταιρεία FISSLER GMBH (εφεξής η «Αιτήτρια») πρόστιμο ύψους 112.294 λόγω παράβασης του άρθρου 6(2) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Νόμος 13(Ι)/2008 (εφεξής ο «Νόμος»). Απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου. Ιστορικό Η εταιρεία ALPHA ELECTRIC HOUSE (SPYROS THEODOROU) (εφεξής η «Καταγγέλλουσα»), υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής εναντίον της Αιτήτριας, ισχυριζόμενη παράβαση του Νόμου, λόγω της επιβολής αυθαίρετων όρων συναλλαγής στη μεταξύ τους συνεργασία. Συγκεκριμένα, η Καταγγέλλουσα ενεργούσε ως αποκλειστικός αντιπρόσωπος των προϊόντων της Αιτήτριας στην Κύπρο και είχε ως πρόθεσή της να πωλήσει σε τρίτους την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Ακολούθως, πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις με ενδιαφερόμενες εταιρείες, χωρίς να είχε ενημερωθεί σχετικά η Αιτήτρια. Η εν λόγω έλλειψη συνεργασίας ανάμεσα σε Αιτήτρια και Καταγγέλλουσα οδήγησε στη σύναψη έγγραφης συμφωνίας μεταξύ τους, η οποία και αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης ενώπιον της Επιτροπής. Η Επιτροπή διαπίστωσε εκ πρώτης όψεως ότι δεν υφίσταται κατάχρηση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης λόγω της αιφνίδιας και αδικαιολόγητης διακοπής των εμπορικών σχέσεων των δύο εταιρειών, αλλά ότι υφίσταται εκ πρώτης όψεως κατάχρηση εκ μέρους της Καταγγέλλουσας λόγω της επιβολής αυθαίρετων όρων συναλλαγής. Ειδικότερα, οι αυθαίρετοι όροι αφορούσαν αφενός τις πρόσθετες υποχρεώσεις που είχαν επιβληθεί στην Καταγγέλλουσα, εν προκειμένω, την επιβολή ορίων πώλησης ανά κατηγορία προϊόντων και υποχρέωση τερματισμού της μεταξύ τους συμφωνίας σε περίπτωση μη ικανοποίησής τους, και αφετέρου την επιβολή ρήτρας μη άσκησης ανταγωνισμού για περίοδο ενός έτους μετά τον τερματισμό της μεταξύ τους συμφωνίας και επιβολή προστίμου σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω ρήτρας. Η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 6(2) του Νόμου εκ μέρους της Αιτήτριας λόγω της επιβολής των πιο πάνω αυθαίρετων και καταχρηστικών όρων στη συμφωνία της με την καταγγέλλουσα εταιρεία και ως εκ τούτου προχώρησε με την επιβολή διοικητικού προστίμου. Θέσεις των Εμπλεκομένων Μερών Ι. ΠΛΑΝΗ ΠΕΡΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, λόγο του ότι η Επιτροπή δεν είχε διερευνήσει σε βάθος, ως είχε καθήκον να πράξει, ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης. Ειδικότερα, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της την αντιεπαγγελματική στάση και την έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους της Καταγγέλλουσας, τονίζοντας ότι η τελευταία είχε ενημερώσει την Αιτήτρια περί της πρόθεσής της να πωλήσει την επιχείρησή της μόνο και όταν είχε ήδη συναντηθεί με δύο ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, η 1

Αιτήτρια προέβαλε τον ισχυρισμό ότι, λανθασμένα η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η Καταγγέλλουσα ενεργούσε ως εμπορικός της αντιπρόσωπος. Εν αντιθέσει, η Καταγγέλλουσα είχε θέση αποκλειστικού αντιπροσώπου της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα η πρώτη να μην είχε το δικαίωμα να αποφασίσει μόνη της αναφορικά με το ποια επιχείρηση θα αναλάμβανε το ρόλο της διανομής των προϊόντων της Αιτήτριας στην Κύπρο. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι, όχι μόνο δεν είχε προσπαθήσει να τερματίσει τη συνεργασία της με την Καταγγέλλουσα, αλλά εξαρχής έδειξε με τις ενέργειές της, την πρόθεσή της να υποστηρίξει κάθε απόφαση της τελευταίας. Ως εκ τούτου, οι απειλές της Καταγγέλλουσα ότι θα προχωρούσε σε πώληση της επιχείρησής της σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς να λάβει υπόψη της τις θέσεις της Αιτήτριας, εξανάγκασε την τελευταία σε σύναψη έγγραφης συμφωνίας και προώθησης νέου επιχειρηματικού πλάνου, ως μέσο προστασίας των δικών της συμφερόντων. Καταλήγοντας, η Αιτήτρια επεσήμανε ότι εσφαλμένα τα εν λόγω γεγονότα δεν είχαν ληφθεί υπόψη της Επιτροπής κατά την εξέταση παράβασης του άρθρου 6(2) του Νόμου. Εν αντιθέσει, η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα όσα πραγματικά περιστατικά προβάλλονται από την Αιτήτρια δε σχετίζονται με το έργο της πρώτης για διερεύνηση παράβασης του άρθρου 6(2) του Νόμου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει υπόψη της όλα τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που ήταν αναγκαία για να διαπιστωθεί παράβαση, τονίζοντας ότι η επιβολή των αθέμιτων όρων δε μπορούσε να αιτιολογηθεί βάσει της αντιεπαγγελματικής στάσης της Καταγγέλλουσα. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή τόνισε, ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Καταγγέλλουσα ενεργούσε ως αποκλειστικός διανομέας της Αιτήτριας στην Κύπρο και όχι ως εμπορικός αντιπρόσωπος, ως λανθασμένα αντιλήφθηκε η τελευταία. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η στοιχειοθέτηση παραβίασης της απαγόρευσης της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης απαιτεί την απόδειξη των κατωτέρω: 1. Ύπαρξη σχέσης οικονομικής εξάρτησης της καταγγέλλουσας από την Αιτήτρια. 2. Η καταγγέλλουσα να μην έχει υπό τις περιστάσεις άλλη ισοδύναμη εναλλακτική λύση. 3. Η Αιτήτρια να ενεργεί με τρόπο που να συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση της εν λόγω οικονομικής εξάρτησης. Ακολούθως, το Δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσον τα γεγονότα, ως αυτά προβλήθηκαν από την Αιτήτρια, έπρεπε να τύχουν σε βάθος διερεύνησης από την Επιτροπή στα πλαίσια εξαγωγής συμπερασμάτων αναφορικά με την ικανοποίηση των ανωτέρω αναφερόμενων προϋποθέσεων. Αρχικά, το Δικαστήριο τόνισε, ότι το θέμα της αντιεπαγγελματικής και μεμπτής συμπεριφοράς της Καταγγέλλουσα θα έπρεπε να ληφθεί δεόντως υπόψιν από την Επιτροπή, στο ενδεχόμενο που το θέμα σχετιζόταν με καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσης οικονομικής εξάρτησης, λόγω αιφνίδιας και αδικαιολόγητης διακοπής μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων. Ωστόσο, όπως σημείωσε το Δικαστήριο, η παρούσα υπόθεση αφορούσε καταχρηστική εκμετάλλευση θέσης οικονομικής εξάρτησης λόγω της επιβολής αυθαίρετων όρων συναλλαγής εκ μέρους της Αιτήτριας προς το σκοπό της συνέχισης της συνεργασίας της με την Καταγγέλλουσα. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το συμπέρασμα περί καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης είναι αμιγώς αντικειμενικό. Συναφώς, είναι αδιάφορες οι προθέσεις και εν τέλει η συμπεριφορά των εμπλεκομένων μερών. 2

Καταλήγοντας, το Δικαστήριο απέρριψε τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, διαπιστώνοντας ότι το θέμα της στάσης και της συμπεριφοράς της Καταγγέλλουσας διακρίνεται από τη φύση των όρων που είχε η Αιτήτρια επιβάλλει στην πρώτη. ΙΙ. ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6(2) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Ήταν ισχυρισμός της Αιτήτριας, ότι δε δύναται η ερμηνεία ή και η εφαρμογή του άρθρου 6(2) του Νόμου να έρχεται σε σύγκρουση με το άρθρο 26 του Συντάγματος που σχετίζεται με το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως. Δεδομένου ότι σε ενωσιακό επίπεδο δεν υφίσταται αντίστοιχη πρόνοια με αυτή του άρθρου 6(2) του Νόμου, η Αιτήτρια τόνισε ότι δε θα πρέπει η αναγκαιότητα διασφάλισης των κανόνων του ανταγωνισμού να οδηγεί σε αυθαίρετη επέμβαση στην ελευθερία του συμβάλλεσθαι, έχοντας ως αποτέλεσμα τη μεμονωμένη προστασία επιχειρήσεων. Παράλληλα, ήταν η θέση της Αιτήτριας ότι, οι επίδικοι όροι είχαν προταθεί εκ μέρους της προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων και των δύο εμπλεκομένων μερών, και σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπούσαν στον περιορισμό δράσης της Καταγγέλλουσας. Προς απάντηση του εν λόγω ισχυρισμού, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι δεν τυγχάνει απόλυτης προστασίας, και ως εκ τούτου το άρθρο 6(2) του Νόμου συνιστά ένα επιτρεπόμενο εκ του Συντάγματος περιορισμό. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εν λόγω ισχυρισμός περί συνταγματικότητας του άρθρου 6(2) του Νόμου δεν είχε δικογραφηθεί στην αίτηση ακύρωσης της Αιτήτριας, τονίστηκε ότι δεν μπορούσε επί του παρόντος το εν λόγω θέμα να τύχει εξέτασης από το Δικαστήριο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από το Δικαστήριο: «Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης [ ]. Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο, η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα» (Βλέπετε σχετικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, σελ. 607 και Β. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 862, σελ. 866). ΙΙΙ. ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε, ότι ακόμη και εάν οι επίδικοι όροι κριθούν ως καταχρηστικοί και αυθαίρετοι, η ίδια δεν έχει παραβιάσει τον Νόμο διότι οι εν λόγω όροι δεν είχαν γίνει αποδεκτοί από την καταγγέλλουσα εταιρεία. Ως εκ τούτου, ουδέποτε είχαν τύχει εφαρμογής ή και είχαν προκαλέσει την οποιαδήποτε ζημία στην τελευταία. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή επεσήμανε ότι το γεγονός της μη εφαρμογής της συμφωνίας δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν είχε ενεργήσει κατά παράβαση του Νόμου. Ειδικότερα, ήταν η θέση της Επιτροπής, ότι για τη στοιχειοθέτηση παράβασης αρκεί η απόδειξη ότι το ισχυρό μέρος, ήτοι η Αιτήτρια πρότεινε αλλαγές στη συνεργασία της με την καταγγέλλουσα εταιρεία, οι οποίες εάν δεν γινόντουσαν αποδεκτές από την τελευταία, αναπόφευκτα θα οδηγούσαν σε τερματισμό της μεταξύ τους συνεργασίας. Σε σχέση με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι βάσει των αρχών της νομολογίας, η εμβέλεια του ακυρωτικού ελέγχου που ασκείται από το Δικαστήριο σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις είναι περιορισμένη, εφόσον τα επίδικα θέματα συνήθως έχουν κατά κανόνα εξειδικευμένο τεχνικό γνωσιολογικό υπόβαθρο. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε μία διοικητική πράξη, εάν από τα ενώπιον του γεγονότα προκύπτει ότι αυτή ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν έχουν, ωστόσο με οποιοδήποτε τρόπο οι Αιτητές κατορθώσει να πείσουν για την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα ή άλλως πως (Βλέπε σχετικά Προσφυγή Αρ. 2004/2012, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.α.). 3

Καταλήγοντας, το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη θέση της Επιτροπής, επισημαίνοντας ότι το εύρημα περί παραβίασης του άρθρου 6(2) του Νόμου αποτελεί προϊόν δέουσας και πλήρους έρευνας. Σημείωσε σχετικά ότι αρκεί για σκοπούς στοιχειοθέτησης της παράβασης η απόδειξη ότι οι εν λόγω καταχρηστικοί όροι είχαν επιβληθεί από το ισχυρό στη συναλλαγή μέρος και ως εκ τούτου τυχόν απόρριψή τους θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε τερματισμό της μεταξύ των μερών συνεργασίας. IV. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το εισόδημα που είχε παρουσιάσει η καταγγέλλουσα για σκοπούς υπολογισμού του προστίμου δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει την ακρίβεια των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της. Παράλληλα, υποστήριξε ότι η Επιτροπή εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη της τα κριτήρια, ως αυτά έχουν τεθεί από την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού της Ελλάδας για την επιμέτρηση του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου. Ειδικότερα, ήταν η θέση της Αιτήτριας ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι δεν είχαν προκληθεί δυσμενείς οριζόντιες ή κάθετες επιδράσεις στον ανταγωνισμό ή και απέτυχε να δώσει την απαιτούμενη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες που είχαν υποβληθεί από την πρώτη. Περαιτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε, ότι η Επιτροπή προέβη σε νομικό σφάλμα, εφόσον καθόρισε το ύψος του διοικητικού προστίμου λαμβάνοντας υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της πρώτης και όχι τον κύκλο εργασιών της εντός της Δημοκρατίας. Εν αντιθέσει, η Επιτροπή τόνισε ότι η Αιτήτρια δεν έχει το δικαίωμα να επικαλείται το πλαστό των οικονομικών στοιχείων της καταγγέλλουσας εταιρείας, όταν δεν είχε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας θίξει το εν λόγω ζήτημα. Επιπλέον, επεσήμανε ότι η Επιτροπή κατά την επιμέτρηση του διοικητικού προστίμου οφείλει να λάβει υπόψη της τους παράγοντες ως αυτοί καθορίζονται από το άρθρο 24 του Νόμου, εφόσον οι σχετικές αρχές, που έχουν προκύψει από νομολογία της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ελλάδας έχουν μόνο καθοδηγητική εφαρμογή. Παράλληλα, υποστηρίχθηκε ότι ο Νόμος δε διακρίνει τον παγκόσμιο από τον παγκύπριο κύκλο εργασιών και ως εκ τούτου είχε επιβληθεί στην Αιτήτρια πρόστιμο το οποίο και ανερχόταν μόλις στο 0,1% του συνολικού κύκλου εργασιών της. Το Δικαστήριο συμφώνησε με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Επιτροπής, επισημαίνοντας ότι η Επιτροπή οφείλει κατά τη διαδικασία της επιμέτρησης του διοικητικού προστίμου να λάβει υπόψη της τα όσα ο Νόμος καθορίζει, τονίζοντας ότι οι σχετικές αρχές της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ελλάδος όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου έχουν μόνο καθοδηγητικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι εύλογα η Επιτροπή βασίστηκε στα οικονομικά στοιχεία που είχε παρουσιάσει η Καταγγέλλουσα, εφόσον ουδέποτε είχε προβληθεί η οποιαδήποτε ένσταση εκ μέρους της Αιτήτριας σε σχέση με την εγκυρότητα αυτών. Σύμφωνα με καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να κρίνει την αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής (Βλέπε σχετικά Αντρέας Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 1389, ημερομηνίας 20.07.99). Παρ όλα αυτά, το Δικαστήριο στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας έχει την εξουσία να εξετάσει το κατά πόσον η διοίκηση έχει λάβει υπόψη της και έχει συνεκτιμήσει, ως είχε καθήκον να πράξει, όλα τα σχετικά και ουσιώδη γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, όπως είναι οι ελαφρυντικοί και επιβαρυντικοί παράγοντες. Ακολούθως, το Δικαστήριο τόνισε ότι η Επιτροπή απέτυχε να διερευνήσει σε βάθος ή ακόμη και να αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα σε ουσιώδη γεγονότα αναφορικά με την επιμέτρηση του διοικητικού προστίμου. Όπως ειδικότερα επεσήμανε το Δικαστήριο, παρόλο που τα γεγονότα της υπόθεσης μπορεί να μη σχετίζονται με τη διαπίστωση παράβασης, είναι δυνατόν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής. 4

Σε σχέση με τα πιο πάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή ενεργώντας υπό καθεστώς πλάνης δε διέκρινε εάν το γεγονός της μη ύπαρξης ζημίας στην καταγγέλλουσα αποτελούσε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να αποδώσει σημασία στην υπαίτια και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά της ίδιας της Καταγγέλλουσας. Σχετικά το Δικαστήριο ανέφερε ότι το άρθρο 42(1) του Νόμου επιτάσσει τη μελέτη και ανάλυση όλων των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και της υποκειμενικής στάσης και προθέσεων των εμπλεκομένων μερών. Καταλήγοντας, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Επιτροπή εσφαλμένα δεν είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι η Αιτήτρια, εξαρχής είχε άμεσα δείξει την προθυμία της να συνεργαστεί με την Επιτροπή, εφόσον βάσει του άρθρου 24 του Νόμου η πρόθεση συνεργασίας συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα ως προς την επιμέτρηση του διοικητικού προστίμου. Κατάληξη Καταλήγοντας, το Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής περί διαπίστωσης παράβασης του άρθρου 6(2) του Νόμου εκ μέρους της Αιτήτριας, απορρίπτοντας τους προβαλλόμενους από την τελευταία λόγους ακυρώσεως. Παρ όλα αυτά όμως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή εσφαλμένα δεν είχε λάβει υπόψη της τα όσα γεγονότα περιγράφονται ανωτέρω σε σχέση με την επιμέτρηση του διοικητικού προστίμου, και ως εκ τούτου προχώρησε σε ακύρωση της απόφασης καθορισμού του εν λόγω διοικητικού προστίμου. 5