ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015) ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΗ ΝΟΜΙΜΗΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» Επιβλέπων: Κώστας Παπαδημητρίου, Καθηγητής Εισηγητής: Γιάννης Φλώρος Αριθμός Μητρώου: 1529 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2016 1
Περιεχόμενα 2 Πρόλογος 5 Εισαγωγικά για τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου 6 1. Ορισμός και εννοιολογικά στοιχεία. 6 α) Προσδιορισμός χρονικού σημείου λήξης της σύμβασης. 6 β) Προσδιορισμός της λήξης της σύμβασης με βάση το είδος και το σκοπό της εργασίας.. 7 2. Σύγκριση με τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και ειδικότερες μορφές συμβάσεων.. 8 α) Συμβάσεις με διαλυτική αίρεση.. 10 β) Συμβάσεις εργασίας με στοιχεία ορισμένης και αόριστης χρονικής διάρκειας. 10 i) Ελάχιστη ή ανώτατη χρονική διάρκεια.. 10 ii) Ρήτρες μονιμότητας 11 iii) Ισόβια ή ιδιαίτερα μεγάλη υποχρεωτική διάρκεια της σύμβασης. 12 γ) Σιωπηρή παράταση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου για αόριστο χρόνο. 12 Οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και οι συνέπειες όταν αυτές δεν συντρέχουν 13 Α. Οι τυπικές προϋποθέσεις για νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και οι συνέπειες της έλλειψής τους. 13 Ι. Οι τυπικές προϋποθέσεις για νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.. 13 1. Γενικές Προϋποθέσεις. 13 α) Δικαιοπρακτική Ικανότητα των συμβαλλόμενων.. 13 i) Δικαιοπρακτική Ικανότητα του μισθωτού. 13 ii) Δικαιοπρακτική Ικανότητα του εργοδότη 14 β) Βούληση για σύναψη συμβάσεως εργασίας.. 15 γ) Έγκυρη, πραγματική και σοβαρή δήλωση βουλήσεως. 15 δ) Ελαττώματα βουλήσεως - Ακυρώσιμη σύμβαση εργασίας 16 ε) Συμφωνία με τον νόμο και τα χρηστά ήθη. 16 2. Προϋποθέσεις προβλεπόμενες από ειδικούς νόμους.. 16 3. Ο τύπος της σύμβασης εργασίας και ειδικά της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.. 18 2
ΙΙ. Οι συνέπειες της έλλειψης των τυπικών προϋποθέσεων για νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.... 20 1. Ακυρότητα απόλυτη και σχετική, ολική και μερική. 20 2. Μερική ακυρότητα της ανανέωσης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου για την ορισμένη διάρκεια.. 21 3. Συνέπειες από την ολική ακυρότητα της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.. 21 α) Αξιώσεις του μισθωτού έναντι του εργοδότη.. 21 β) Η καταγγελία της άκυρης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. 23 Β. Ελευθερία σύναψης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, περιορισμοί σε αυτήν και οι συνέπειες παραβίασης των περιορισμών. 26 Ι. Το θεωρητικό υπόβαθρο της ελευθερίας καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης και των περιορισμών σε αυτήν. 26 1. Η συμβατική ελευθερία. 26 2. Περιορισμοί στην ελευθερία των συμβάσεων.. 28 3. Περιορισμοί στην ελευθερία σύναψης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου 30 4. Σταθμίσεις στη σύγχρονη συγκυρία. 33 ΙΙ. Οι περιορισμοί στην ελευθερία σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στην ελληνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη. 34 1. Το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 34 2. Το άρθρο 281 Α.Κ.... 37 3. Η Οδηγία 1999/70/Ε.Κ... 40 ΙΙΙ. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. στην ελληνική έννομη τάξη... 42 1. Το Π.Δ. 81/2003 42 α) Πεδίο εφαρμογής... 42 i) Ποιές συμβάσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Π.Δ. 81/2003 42 ii) Η έννοια των «διαδοχικών» συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου 43 β) Τα κριτήρια για την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου 44 i) Η συνδρομή αντικειμενικού λόγου 44 ii) Τα τεκμήρια του αρθρ. 5 παρ. 3 του Π.Δ. 81/2003 46 γ) Η υποχρέωση τήρησης έγγραφου τύπου για την ορισμένη διάρκεια 49 3
ΙV. Ο έλεγχος για τη συνδρομή αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί τη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου... 49 1. Πότε πρέπει να συντρέχει ο αντικειμενικός λόγος... 49 2. Το αντικείμενο του ελέγχου 50 3. Αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν τη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.. 51 α) Παροδικές ανάγκες της επιχείρησης σε εργατικό δυναμικό... 51 β) Εποχιακή απασχόληση.. 53 γ) Αναπλήρωση εργαζομένου. 54 δ) Δοκιμή του εργαζόμενου.. 56 ε) Λόγοι που αφορούν το μισθωτό.. 57 στ) Συμπλήρωση ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση του μισθωτού 58 ζ) Σύμβαση εργασίας με αλλοδαπό μισθωτό 59 η) Υποχρέωση για ορισμένη διάρκεια της σύμβασης από διάταξη νόμου ή κανονισμού με νομοθετική ισχύ 59 V. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 99/70/Ε.Κ. στην εθνική έννομη τάξη ως προς τις συνέπειες της μη νόμιμης σύναψης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.. 61 1. Η Ρήτρα 5 παρ. 2.. 61 2. Η αρχή της αποτελεσματικότητας των μέτρων ενσωμάτωσης της Οδηγίας 62 3. Η έννοια της καταστρατήγησης της σύμβασης ορισμένου χρόνου και η προστασία του εργαζόμενου από αυτήν στην ελληνική έννομη τάξη.. 63 4. Η Ρήτρα 8.. 64 5. Πρόβλεψη διαφορετικών συνεπειών από τη μετατροπή της σύμβασης από ορισμένου σε αορίστου χρόνου στην ελληνική έννομη τάξη : το Π.Δ. 164/2004... 66 6. Οι συνέπειες της καταχρηστικής σύναψης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα 72 Αντί επιλόγου.. 76 Βιβλιογραφία.. 77 Αρθρογραφία.. 78 4
Πρόλογος Η σύμβαση εργασίας, πέρα από ένα είδος ενοχικής σύμβασης από αυτές που ρυθμίζει ο Αστικός Κώδικας, συνιστά τη νομική αποτύπωση μιας κοινωνικής δραστηριότητας, η οποία έχει ρόλο θεμελιακό για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Πράγματι, η εργασία αφενός αποτελεί τον έναν από τους βασικούς παράγοντες στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου, αφετέρου είναι το βασικό, αν όχι το μοναδικό, μέσο για την εξασφάλιση για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, των μέσων που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του. Η διαπίστωση αυτή, μαζί με την παραδοχή της θεμελιακής ανισότητας στη σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, οδήγησε στην αυτονόμηση του εργατικού δικαίου από το αστικό δίκαιο και στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου πλέγματος κανόνων, που να λαμβάνουν υπόψη όλα τα παραπάνω. Όλα τα παραπάνω, όπως είναι αναμενόμενο, επηρεάζουν και την ειδικότερη μορφή της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Έτσι, παράλληλα με τις ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες, τηρουμένων των αναλογιών, ομοιάζουν στις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Α.Κ. για τις άλλες ενοχικές συμβάσεις με ορισμένη χρονική διάρκεια, με ειδικές διατάξεις οικοδομείται ένα σύστημα ρυθμίσεων το οποίο διέπει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, τόσο ως μέρος της γενικότερης κατηγορίας της σύμβασης εργασίας, όσο και σαν ιδιαίτερη κατηγορία σύμβασης. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, στα πλαίσια της παρούσας εργασίας θα εξεταστεί το ζήτημα της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, και συγκεκριμένα το ζήτημα των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος, ώστε η σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου να είναι νόμιμη, και των συνεπειών που προβλέπονται, σε περίπτωση που δεν έχουν τηρηθεί οι εν λόγω προϋποθέσεις, τόσο από την άποψη των προϋποθέσεων για σύναψη σύμβασης εργασίας γενικά και τις ειδικότερες συνέπειες που επιφέρει η μη τήρησή τους στη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, όσο και από την άποψη της ελευθερίας σύναψης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, των περιορισμών που θέτει ο νόμος στην ελευθερία αυτή και των συνεπειών που επιφέρει η παραβίαση των περιορισμών αυτών. 5
Εισαγωγικά για τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. 1. Ορισμός και εννοιολογικά στοιχεία : Η σύμβαση εργασίας, όπως κάθε διαρκής ενοχική σχέση, μπορεί να συναφθεί είτε για ορισμένο είτε για αόριστο χρονικό διάστημα. Κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 669 Α.Κ. :...Η σύμβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε. Σύμβαση εργασίας που η διάρκεια της δεν ορίστηκε ούτε συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας, λύνεται ύστερα από καταγγελία καθενός από τα μέρη. Ώστε, κατά τον Α.Κ., η σχέση εργασίας μπορεί να συνομολογηθεί για ορισμένο χρόνο, ο οποίος είτε ορίζεται είτε μπορεί να συνάγεται από το είδος ή/και το σκοπό της εργασίας, όπως αναλύεται αυτό παρακάτω. Με τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, παύει αυτοδίκαια η ισχύς της σύμβασης. Σύμφωνα δε με τον ορισμό που έχει δώσει ο Άρειος Πάγος :...σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τη βεβαιότητα ότι θα διαρκέσει μέχρι ορισμένου σημείου από του οποίου και θα λήξει αυτομάτως, είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, με την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως (Α.Π. 1229/1988, Ε.Ε.Δ. 1990, σελ. 122, επίσης Α.Π. 1576/2012, Δ.Ε.Ν. 2013, σελ. 631). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι δύο είναι τα βασικά εννοιολογικά στοιχεία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, αφενός η βεβαιότητα της λήξης της σύμβασης και αφετέρου η αυτοδίκαιη λύση της, χωρίς να απαιτείται καταγγελία ή προειδοποίηση ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από τα μέρη 1. α) Προσδιορισμός χρονικού σημείου λήξης της σύμβασης Το ορισμένο της χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας μπορεί να προκύπτει μέσα από τον καθορισμό ορισμένου χρονικού σημείου ημερομηνίας λήξης της σύμβασης ή τον καθορισμό ορισμένου χρονικού διαστήματος, με αναφορά κατά τρόπο ρητό, ακριβή και άμεσο σε μία απο τις υποδιαιρέσεις του χρόνου 2 (π.χ. για τέσσερις μήνες), ή με τον καθορισμό της λήξης της σύμβασης σε χρόνο ο οποίος είναι προσδιορίσιμος π.χ. πρόσληψη για όσο διάστημα διαρκούν οι εκπτώσεις ή ένα συγκεκριμένο αθλητικό γεγονός. Στην περίπτωση αυτή, το χρονικό σημείο λήξης της σύμβασης πρέπει να καθορίζεται επακριβώς, και όχι κατά προσέγγιση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση όπου προβλέπεται η συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας για τον εργαζόμενο, θα πρέπει να γίνει διάκριση αν με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας λύεται αυτόματα η σύμβαση, οπότε και είναι ορισμένου χρόνου 3 ή αν η συμπλήρωση του ορίου ηλικίας αποτελεί λόγο καταγγελίας της 1 2 3 Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 379, Κουκιάδη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2014, σελ. 1061 Κουκιάδη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2014, σελ. 1058 Α.Π. 655/1990, Ε.Ε.Ν. 1991, σελ. 206 6
σύμβασης, οπότε και πρόκειται για σύμβαση αορίστου χρόνου 4. β) Προσδιορισμός της λήξης της σύμβασης με βάση το είδος και το σκοπό της εργασίας Η έννοια της προθεσμίας στο αστικό δίκαιο περιλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία είναι βέβαιο το ότι θα χωρήσει το γεγονός το οποίο σηματοδοτεί τη λήξη της, είναι όμως αβέβαιο το πότε θα συμβεί αυτό 5. Το στοιχείο της βεβαιότητας για την επέλευση του κρίσιμου γεγονότος, έστω κι αν ο χρόνος επέλευσής του παραμένει αβέβαιος, είναι αυτό που διαφοροποιεί την έννοια της προθεσμίας από αυτήν της αίρεσης 6. Σύμφωνα προς τα παραπάνω, το άρθρο 669 Α.Κ. καθιερώνει και άλλον τρόπο λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου (πέρα από τον απευθείας καθορισμό του χρόνου λήξης), όταν η διάρκειά της :... συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας (αρθρ. 669 Α.Κ.), όταν δηλαδή η παροχή εργασίας συνδέεται άμεσα με την εκτέλεση ορισμένου έργου (λ.χ. κατασκευή τεχνικού έργου), ή την εκπλήρωση ορισμένου σκοπού (λ.χ. προσωρινή αντικατάσταση εγκύου ή ασθενούς μισθωτού). Στις περιπτώσεις αυτές η λήξη της σύμβασης εξαρτάται από γεγονός το οποίο είναι βέβαιο ότι θα επέλθει στο μέλλον, δεν είναι όμως δυνατό να προσδιοριστεί σε ποιό χρονικό σημείο θα συμβεί αυτό. Για να θεωρηθεί όμως η εν λόγω σύμβαση ως ορισμένου χρόνου, θα πρέπει απαραίτητα να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) Αφενός, να έχει δηλωθεί προς το μισθωτό και να συνιστά όρο της συναφθείσας σύμβασης το γεγονός ότι αυτός έχει προσληφθεί για ορισμένο έργο ή σκοπό, και όχι αυτό να αποτελεί απλώς την πρόθεση του εργοδότη 7. Η σχετική συμφωνία μπορεί να είναι και σιωπηρή, θα πρέπει όμως αυτή και τα επιμέρους στοιχεία της να προκύπτουν κατά τρόπο σαφή από το συνολικό περιεχόμενο της συμφωνίας, και, β)αφετέρου, η διαπίστωση της επέλευσης του γεγονότος που επιφέρει τη λήξη της σύμβασης να μπορεί να γίνει με ευκολία και από τα δύο μέρη και όχι να εναπόκειται απλώς στην κρίση του εργοδότη, πράγμα που με τη σειρά του προϋποθέτει τη συνδρομή αντικειμενικών και αδιαμφισβήτητων λόγων. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ορισμένου χρόνου, για παράδειγμα, σύμβαση στην οποία έχει τεθεί όρος ότι θα διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν οι αυξημένες ανάγκες τουριστικής επιχείρησης λόγω σεζόν 8. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, οι συμβάσεις που συνάπτονται θα είναι αορίστου χρόνου. Ζήτημα επίσης έχει εγερθεί αναφορικά με το αν, στην παραπάνω περίπτωση, θα πρέπει το 4 5 6 7 8 Κουκιάδη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2014, σελ. 1064 Κουκιάδη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2014, σελ. 1059 Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 1997, σελ. 490 Κουκιάδη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2014, σελ. 1059-1060, Λεβέντη Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 134, Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 384-385 Ζερδελή, Δίκαιο Καταγγελίας, 2004, σελ. 43, του ιδίου, Ε.Ε.Δ. 1986, σελ. 71-72 7
χρονικό σημείο ολοκλήρωσης του έργου ή εκπλήρωσης του σκοπού να μπορεί να προσδιοριστεί, έστω κατά προσέγγιση, εκ των προτέρων. Η νομολογία του Αρείου Πάγου 9, δέχεται ότι δεν απαιτείται κάτι τέτοιο, εφόσον έχουν τηρηθεί οι ανωτέρω προϋποθέσεις (συνομολόγηση σχετικού όρου στη σύμβαση εργασίας και δυνατότητα αντικειμενικού προσδιορισμού της επέλευσης του γεγονότος). Η άποψη αυτή όμως έχει συναντήσει αντιδράσεις από τη θεωρία 10, σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι δυνατόν, ενόψει του ότι ο μισθωτός εξαρτά από την εργασία του την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσής του, να βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους άγνοιας σχετικά με το πότε θα λήξει η σύμβασή του, αφού σε αυτή την περίπτωση βρίσκεται στην ίδια κατάσταση που θα βρισκόταν αν απασχολείτο με σύμβαση αορίστου χρόνου, χωρίς όμως να απολαμβάνει την ανάλογη προστασία. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα πάντοτε με την άποψη αυτή της θεωρίας, θα πρέπει, προκειμένου να χαρακτηριστεί μία σύμβαση ως ορισμένου χρόνου στις παραπάνω περιπτώσεις, να είναι δυνατόν, κατά τη σύναψή της, να μπορεί να προσδιοριστεί, έστω κατά προσέγγιση, το χρονικό σημείο λήξης της. Την άποψη αυτή έκανε δεκτή και η απόφαση Α.Π. 936/2004 11, η οποία διαφοροποιείται από την κρατούσα πάνω στο ζήτημα νομολογία, αφού για τον χαρακτηρισμό σύμβασης εργασίας ως ορισμένου χρόνου θέτει :... την περαιτέρω όμως προϋπόθεση ότι η αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο λήξεως της συμβάσεως είναι σχετική, δηλαδή ότι μπορεί να αρθεί, γιατί είναι δυνατό να προσδιοριστεί κατά προσέγγιση η χρονική διάρκεια του έργου και συνακόλουθα ο χρόνος αποπερατώσεως τούτου και λήξεως της συμβάσεως εργασίας. Διότι, αν δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο χρόνος εκτελέσεως του έργου - ο οποίος, όπως είναι κοινώς γνωστό, στα μεγάλα ιδίως έργα δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί εκ των προτέρων - είναι κατ' ανάγκη απροσδιόριστος και ο χρόνος λήξεως της συμβάσεως εργασίας, η οποία έτσι είναι αορίστου χρόνου. 2. Σύγκριση με τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και ειδικότερες μορφές συμβάσεων. Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου διακρίνεται από τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, με βάση, όπως προκύπτει και από την ονομασία τους, τη χρονική διάρκεια για την οποία συνάπτονται. Ειδικότερα, η πρώτη συνάπτεται για αόριστο χρονικό διάστημα, ώστε δεν προβλέπεται συγκεκριμένο χρονικό σημείο λήξης αυτής, σε αντίθεση με την δεύτερη, της οποίας η χρονική διάρκεια είναι γνωστή εκ των προτέρων στα μέρη (έστω και κατά προσέγγιση) και έχει συμφωνηθεί από αυτά. Η παραπάνω διαφοροποίηση έχει άμεση επίπτωση και στον τρόπο λήξης των ανωτέρω μορφών σύμβασης, αφού η πρώτη μπορεί να λήξει οποτεδήποτε, χωρίς τη 9 10 11 Α.Π. 402/1963, Ε.Ε.Δ. 1963, σελ. 1052, Α.Π. 724/1992, Δ.Ε.Ν. 1993, σελ. 11 Λεβέντη Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 134, Κουκιάδη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2014, σελ. 1060, Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 386-387, Αγαλλόπουλου, Εργατικόν Δίκαιον, 1958, σελ. 279 Δ.Ε.Ν. 2004, σελ. 1848 8
συνδρομή ιδιαίτερου λόγου ( αναιτιωδώς ) - με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων για την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (αρθρ. 281 Α.Κ.) και των λοιπών περιορισμών και προϋποθέσεων που θέτει η εργατική νομοθεσία (ν. 2112/1920, 3198/1955, 1264/1982, 1387/1983 κ.α.), δηλ. έγγραφη καταγγελία, τήρηση προθεσμίας, καταβολή αποζημίωσης, περιορισμοί ως προς τις ομαδικές απολύσεις, την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών κλπ. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου λύεται αυτοδίκαια, χωρίς την ανάγκη συνδρομής άλλων προϋποθέσεων και διαδικαστικών ενεργειών, κατά την λήξη του συμφωνημένου χρονικού διαστήματος. Πρόωρη λύση της με καταγγελία χωρά μόνο αν συντρέχει σπουδαίος λόγος (αρθρ. 672 Α.Κ.), ο οποίος καθιστά μη ανεκτή τη συνέχισή της, και στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται τήρηση προθεσμίας ούτε καταβολή αποζημίωσης λόγω απόλυσης. Το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης για σπουδαίο λόγο είναι δημόσιας τάξης και δεν μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί με συμφωνία των συμβαλλομένων 12. Ενώ στα πλαίσια του Αστικού Δικαίου οι δύο μορφές συμβάσεων αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, το εργατικό δίκαιο δείχνει σαφή προτίμηση προς τη σύμβαση αορίστου χρόνου 13. Γεγονός το οποίο οφείλεται στο ότι, ενόψει των παραπάνω περιορισμών που τίθενται στην καταγγελία της εν λόγω σύμβασης, γίνεται αντιληπτό ότι η σύμβαση αορίστου χρόνου προστατεύει πληρέστερα τα συμφέροντα του εργαζόμενου, ο οποίος προσδοκά την συνέχιση της σύμβασης εργασίας του εφόσον δεν συντρέχει λόγος για τη διακοπή της 14, ενώ ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να μην ασκεί το δικαίωμα καταγγελίας καταχρηστικά και να τηρεί τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις του νόμου, υποχρεούμενος και σε καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο. Αντίθετα, κατά τη λήξη της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, ο εργαζόμενος δεν έχει κανένα δικαίωμα έναντι του εργοδότη του. Με δεδομένο δε ότι το εργατικό δίκαιο έχει δομηθεί πάνω στην παραδοχή της σχέσης ανισότητας που υπάρχει ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο, από την οποία παραδοχή πηγάζει η αρχή της προστασίας του εργαζόμενου, δεν είναι παράξενο το ότι ο νομοθέτης προκρίνει τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ήδη από τη θέση σε ισχύ του ν. 2112/1920 (αρθρ. 8, εδ. γ'). Πριν όμως εξεταστεί με ποιά μέσα προσπαθεί ο νομοθέτης να ενθαρρύνει την σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου έναντι των συμβάσεων ορισμένου, θα πρέπει να διερευνηθεί σε ποιές περιπτώσεις υπάρχει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, με βάση τα κριτήρια που θέτει ο νόμος. Εξάλλου, η συμβατική ελευθερία (αρθρ. 361 Α.Κ.) επιτρέπει τη σύναψη συμβάσεων που να ενσωματώνουν στοιχεία και από τους δύο τύπους, γεγονός το οποίο καθιστά απαραίτητη τη δυνατότητα 12 13 14 Ολ.Α.Π. 8/2007, Δ.Ε.Ν. 2007, σελ. 972, Ολ.Α.Π. 43/2002, Δ.Ε.Ν. 2003, σελ. 597, Α.Π. 627/2008, Δ.Ε.Ν. 2009, σελ. 466, με τις οποίες κρίθηκε ότι, τυχόν πρόβλεψη στον κανονισμό εργασίας της επιχείρησης ότι η συνδρομή του σπουδαίου λόγου πρέπει να διαπιστωθεί από υπηρεσιακό συμβούλιο, έχει απλώς γνωμοδοτικό χαρακτήρα και δεν περιορίζει την δυνατότητα του εργοδότη να καταγγείλει απευθείας τη σύμβαση εργασίας σε εφαρμογή του άρθρου 672 Α.Κ. Κουκιάδη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2014, σελ. 1056 Λεβέντη Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 130 9
διάγνωσης για το για τι είδος σύμβασης πρόκειται σε κάθε περίπτωση. α) Συμβάσεις με διαλυτική αίρεση Αναφορικά με τις συμβάσεις με διαλυτική αίρεση, κριτήριο θα πρέπει να αποτελέσει η βεβαιότητα ή μη περί της επέλευσης του γεγονότος που θα επιφέρει τη λήξη της σύμβασης, που όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της σύμβασης ορισμένου χρόνου. Αν πρόκειται για βέβαιο γεγονός, με αβέβαιο το χρόνο επέλευσής του, πρόκειται για σύμβαση ορισμένου χρόνου (με την επιφύλαξη όσων προαναφέρθηκαν), ενώ αν πρόκειται για γεγονός που δεν είναι βέβαιο αν θα επέλθει, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι σύμβαση αορίστου χρόνου. Σημειωτέον, ότι με το άρθρο 3 παρ. 1 του Π.Δ. 81/2003, το οποίο μετέφερε αυτούσια τη διατύπωση της ρήτρας 3 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτει κάθε σύμβαση εργασίας :... η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος, χωρίς να διευκρινίζεται περαιτέρω αν πρόκειται για συγκεκριμένο γεγονός το οποίο είναι βέβαιο ή απλώς πιθανό ότι πρόκειται να συμβεί, με αποτέλεσμα να μπορεί ενδεχομένως να υποστηριχθεί ότι και οι συμβάσεις με διαλυτική αίρεση θα πρέπει να αντιμετωπισθούν σαν ορισμένου χρόνου. Μια τέτοια λύση όμως σαφώς αντιβαίνει στην έννοια της σύμβασης ορισμένου χρόνου, όπως αυτή προσδιορίστηκε παραπάνω 15, ενώ δε θα πρέπει να παραβλέπεται και η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του Π.Δ. 81/2003, με την οποία ρητά ορίζεται ότι από τις διατάξεις του άνω Π.Δ. δεν επηρεάζονται διατάξεις πιο ευνοϊκές για τους εργαζόμενους που υπάρχουν στην εθνική νομοθεσία (αντίστοιχη πρόβλεψη υπάρχει και στη ρήτρα 8 παρ. 1 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ). Κατά συνέπεια, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου είναι σαφώς πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπερισχύει εν προκειμένω η λύση που δίνει η εθνική νομοθεσία και θεωρία, ότι δηλαδή η σύμβαση εργασίας με διαλυτική αίρεση είναι σύμβαση αορίστου χρόνου. β) Συμβάσεις εργασίας με στοιχεία ορισμένης και αόριστης χρονικής διάρκειας i) Ελάχιστη ή ανώτατη χρονική διάρκεια Κατ' αρχήν, η σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου συνεπάγεται τον ορισμό ελάχιστης και ανώτατης διάρκειας της σύμβασης και από αυτήν απορρέει συμβατική υποχρέωση των μερών να τηρηθεί η ορισμένη διάρκεια της σύμβασης, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος (Α.Κ. 672). Είναι όμως δυνατόν να συμφωνηθεί και ως ελάχιστη ή ως ανώτατη διάρκεια μόνο. Στην πρώτη περίπτωση, η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου μέχρι την λήξη του καθορισμένου ελάχιστου χρονικού διαστήματος, για το οποίο χρονικό διάστημα η σύμβαση μπορεί να 15 Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 388 10
καταγγελθεί μόνο για σπουδαίο λόγο, ενώ, μετά την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η σύμβαση καθίσταται αορίστου χρόνου και καταγγέλλεται κατά τις σχετικές διατάξεις 16. Στη δεύτερη περίπτωση, συμφωνείται ότι η σύμβαση θα έχει ανώτατο όριο διάρκειας, μετά την πάροδο του οποίου θα λήγει αυτοδικαίως, θα μπορεί όμως να καταγγελθεί και πριν τη λήξη της, χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να τηρηθούν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για την καταγγελία σύμβασης αορίστου χρόνου. Τη λύση αυτή υιοθέτησε και ο νομοθέτης με το άρθρο 40 του ν. 3986/2011, με το οποίο ορίζεται ότι : Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνει όρο για πρόωρη καταγγελία της με εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας ως προς την αποζημίωση απόλυσης για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τις διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 74 παράγραφοι 2 και 3 του ν. 3863/2010, μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά την καταγγελία. ii) Ρήτρες μονιμότητας Ρήτρα μονιμότητας καλείται ο όρος που τίθεται στη σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο η καταγγελία από τον εργοδότη επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση που συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, ενώ συνήθως καθορίζεται και διαδικασία βάσει της οποίας θα διαπιστώνεται αν όντως συντρέχουν οι λόγοι. Ρήτρα μονιμότητας μπορεί να τεθεί τόσο σε συμβάσεις αορίστου όσο και σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Με τη ρήτρα μονιμότητας δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί το δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο, συνεπώς, στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η θέση ρήτρας μονιμότητας έχει χαρακτήρα κυρίως διευκρινιστικό ή εξειδίκευσης των σπουδαίων λόγων για τους οποίους επιτρέπεται η καταγγελία 17. Οι ρήτρες μονιμότητας καταργήθηκαν με το άρθρο 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012, με το οποίο ορίζεται ότι : «2. Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή/και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται». Η εν λόγω ρύθμιση κρίθηκε ως συνταγματική με την απόφαση Ολ. Σ.τ.Ε. 2307/2014. 16 17 Έτσι σε Λεβέντη Παπαδημητρίου, 2011, σελ. 143-144, επίσης Α.Π. 655/1990, Ε.Ε.Ν. 1991, σελ. 206. Διαφορετικά ο Κουκιάδης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2014, σελ. 1061, που θεωρεί ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει σύμβαση αορίστου χρόνου, για την οποία για ένα διάστημα έχει αποκλειστεί (πέρα από την περίπτωση σπουδαίου λόγου) η δυνατότητα καταγγελίας. Λεβέντη Παπαδημητρίου, 2011, σελ. 144 11
iii) Ισόβια ή ιδιαίτερα μεγάλη υποχρεωτική διάρκεια της σύμβασης Το άρθρο 670 Α.Κ. θέτει περιορισμό ως προς την ανώτατη διάρκεια σύμβασης εργασίας, καθ' ο μέρος αυτή δεσμεύει τον εργαζόμενο, αφού ορίζει ότι σε περίπτωση όπου σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκε για όλη τη ζωή του μισθωτού ή για διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, μετά την πάροδο της πενταετίας ο μισθωτός μπορεί να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση, με τήρηση εξάμηνης προθεσμίας. Η εν λόγω διάταξη, η οποία είναι αναγκαστικού δικαίου, αφού δεν χωρά παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα που του απονέμεται (άρθρο 679 Α.Κ.), σκοπό έχει να αποτρέψει την επιβολή σε βάρος του εργαζόμενου όρων που τον δεσμεύουν υπερβολικά έναντι του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή, μετά την πάροδο της πενταετίας, η σύμβαση τρέπεται σε αορίστου χρόνου για τον εργαζόμενο, με μόνη υποχρέωση την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας σε περίπτωση καταγγελίας, ενώ ο εργοδότης εξακολουθεί να δεσμεύεται από τη συμφωνημένη διάρκεια της σύμβασης, την οποία μπορεί να καταγγείλει πρόωρα μόνο για σπουδαίο λόγο (Α.Κ. 672). γ) Σιωπηρή παράταση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου για αόριστο χρόνο Η λήξη της ορισμένης διάρκειας της σύμβασης και η εξ αυτού του λόγου αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης, δεν αποκλείουν την συνέχισή της. Αυτό μπορεί να γίνει κατόπιν συμφωνίας, ρητής ή σιωπηρής, μεταξύ εργοδότη και μισθωτού. Για την περίπτωση όπου δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν υπήρχε πράγματι βούληση των πλευρών για παράταση της σύμβασης εργασίας, το άρθρο 671 Α.Κ. ορίζει ότι Σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης. Καθιερώνεται έτσι ένας ερμηνευτικός κανόνας ο οποίος, ενόψει της διατύπωσης της διάταξης και ιδιαίτερα της χρήσης της λέξης λογίζεται, αποτελεί πλάσμα δικαίου, κατά του οποίου δε χωρεί αντίθετη απόδειξη 18. Ούτε όμως έχει η ανωτέρω διάταξη αναγκαστικό χαρακτήρα, ώστε να αποκλείονται ενόψει αυτής διαφορετικές συμφωνίες, όπως είναι η συνέχιση της σύμβασης, με διαφορετικό όμως περιεχόμενο ή για ορισμένη και πάλι διάρκεια (με την επιφύλαξη των κατωτέρω αναλυτικά αναπτυσσόμενων για την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου), ή να αποκλεισθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο παράτασης της σύμβασης 19. Η συνέχιση της παροχής εργασίας, πάντως, δεν αρκεί για την εφαρμογή του άρθρου 671 Α.Κ., όταν λαμβάνει χώρα για μικρό χρονικό διάστημα και για ειδικούς λόγους (λ.χ. περαίωση εκκρεμοτήτων) 20, καθώς και στις περιπτώσεις που για τη σύναψη ή παράταση της σύμβασης απαιτείται έγγραφος τύπος 21. 18 19 20 21 Λεβέντη Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 168 Α.Π. 1373/1990, Ε.Ε.Δ. 1991, σελ. 772, Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 381 Καποδίστρια, Ερμ.Α.Κ. 671, αριθμ.10, Λεβέντη Δ.Ε.Ν. 2000, σελ. 850 Α.Π. 1270/2012, Δ.Ε.Ν. 2014, σελ. 842, Α.Π. 333/1990 Ε.Ε.Δ. 1991, σελ. 214, Καποδίστρια, Ερμ.Α.Κ. 671, αρ. 11 12
Οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και οι συνέπειες όταν αυτές δεν συντρέχουν Κατόπιν της διάκρισης μεταξύ σύμβασης εργασίας ορισμένου και αορίστου χρόνου, θα διερευνηθεί το ζήτημα των προϋποθέσεων για τη νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, καθώς και οι συνέπειες που προβλέπονται σε περίπτωση που οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν συντρέχουν. Ειδικότερα, θα εξεταστούν : α) το ζήτημα των τυπικών προϋποθέσεων για τη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και των συνεπειών τυχόν ελλείψεων ως προς αυτές τις προϋποθέσεις, και β) το ζήτημα της ελευθερίας για σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και των περιορισμών που τίθενται σε αυτήν. Α. Οι τυπικές προϋποθέσεις για νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και οι συνέπειες της έλλειψής τους Ι. Οι τυπικές προϋποθέσεις για νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου H σύναψη της σύμβασης εργασίας, κατηγορία της οποίας είναι και η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, υπόκειται σε όρους και προϋποθέσεις που οποίες θέτει ο νόμος ώστε αυτή να είναι έγκυρη και να παράγει όλες τις έννομες συνέπειες που προβλέπoνται 22. Οι προϋποθέσεις τίθενται είτε από διατάξεις που αφορούν τη σύναψη ενοχικών αμφοτεροβαρών συμβάσεων γενικά, είτε από διατάξεις που αφορούν στη σύναψη σύμβασης εργασίας ειδικά. Επίσης, κάποιες από αυτές εφαρμόζονται στο σύνολο των συμβάσεων εργασίας, που απορρέουν από τη φύση της σύμβασης εργασίας ως ενοχικής σύμβασης (γενικές), ενώ άλλες αφορούν αποκλειστικά στην άσκηση συγκεκριμένων επαγγελμάτων (ειδικές). 1. Γενικές Προϋποθέσεις α) Δικαιοπρακτική Ικανότητα των συμβαλλόμενων i) Δικαιοπρακτική Ικανότητα του μισθωτού Κατά τα οριζόμενα με το άρθρο 127 Α.Κ. : Όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος) είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία, συνεπώς και για σύναψη σύμβασης εργασίας, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 136 Α.Κ. «ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 15 ο έτος μπορεί με τη γενική συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, να συνάψει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος. Αν δεν δίνεται η συναίνεση, αποφασίζει το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ανηλίκου». Αρμόδιο δικαστήριο, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ο ν. 4335/2015, είναι το ειρηνοδικείο της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του ανηλίκου. Επίσης, αν ο ανήλικος τελεί υπό επιτροπεία, ο επίτροπος είναι αυτός που χορηγεί την άδεια του άρθρου 136, κι επίσης έχει τη δυνατότητα να συνάπτει σύμβαση με αντικείμενο την 22 Βλαστός, Επίτομο Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 196 13
παροχή εργασίας του ανηλίκου ή σύμβαση μαθητείας (άρθρο 1619 Α.Κ.) με μόνη την άδεια του εποπτικού συμβουλίου. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δεσμευθεί ο ανήλικος με σύμβαση που θα ξεπερνά χρονικά την ενηλικίωσή του 23. Επίσης, θέματα για την εργασία των ανηλίκων ρυθμίζονται με διατάξεις του ν. 1837/1989, οι οποίες έχουν κωδικοποιηθεί στον Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων με τον ν. 3850/2010. Συγκεκριμένα, με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 1837/1989 (άρθρα 51 και 52 του Κώδικα), ορίζεται ότι ανήλικοι που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους απαγορεύεται να απασχοληθούν σε οποιαδήποτε εργασία, με εξαίρεση την απασχόλησή τους σε καλλιτεχνικές ή παρεμφερείς δραστηριότητες και εφόσον δεν βλάπτεται η σωματική και ψυχική τους υγεία και η ηθική τους. Στην περίπτωση αυτή, χορηγείται άδεια της Επιθεώρησης Εργασίας, ύστερα από αίτηση του εργοδότη. Περαιτέρω, ανήλικοι δεν επιτρέπεται να απασχολούνται σε εργασίες επικίνδυνες, βαριές ή ανθυγιεινές, καθώς και σε εργασίες που βλάπτουν τη ψυχική τους υγεία και γενικά εμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Οι εργασίες αυτές καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Υγιεινής και Ασφάλειας των Εργαζομένων (άρθρο 2 παρ. 2 ν. 1837/1989, 51 παρ.2 του Κώδικα), κατόπιν διαλόγου με τις εργατικές και εργοδοτικές οργανώσεις και γνώμης από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας και αφού ληφθούν ιδιαίτερα υπόψη οι συνθήκες που περιγράφονται στο άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3144/200324. Ο ανήλικος πρέπει να είναι εφοδιασμένος με βιβλιάριο εργασίας ειδικό για τη συγκεκριμένη εργασία ή ομάδα εργασιών το οποίο εκδίδεται από την Επιθεώρηση Εργασίας μετά από ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλεται αυτός για να διασφαλισθεί ότι από την απασχόληση που επέλεξαν δεν διατρέχει κίνδυνο ή υγεία τους ή η σωματική ή η πνευματική ανάπτυξή τους (άρθρο 8 ν. 1837/1989, 57 του Κώδικα), εκτός εάν πρόκειται για απασχόληση σε καλλιτεχνικές και παρεμφερείς δραστηριότητες, οπότε απαιτείται μόνο η άδεια της Επιθεώρησης Εργασίας, κατά τα προαναφερθέντα. ii) Δικαιοπρακτική Ικανότητα του εργοδότη Προκειμένου να συμβληθούν ως εργοδότες νομικά πρόσωπα, είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου, απαιτείται να εκπροσωπούνται από τα όργανα που ορίζει ο νόμος ή το καταστατικό τους. Ο επικαλούμενος το κύρος της οφείλει να υποδείξει το φυσικό πρόσωπο το οποίο 23 Βλαστός, Επίτομο Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 197 24 Αναφέρονται : α) το ανθυγιεινό περιβάλλον (όπως: επικίνδυνες ουσίες, παράγοντες και διαδικασίες, θερμοκρασία, θόρυβος και δονήσεις επιβλαβείς για την υγεία),β) η πολύωρη απασχόληση ή η νυχτερινή απασχόληση ή η απασχόληση όπου ο ανήλικος είναι εκτεθειμένος σε φυσική, ψυχολογική ή σεξουαλική κακοποίηση ή εκμετάλλευση,γ) η εργασία με τη χρήση επικίνδυνου εξοπλισμού, μηχανημάτων και εργαλείων ή εργασία που περιλαμβάνει χειρωνακτική διακίνηση ή μεταφορά βαρέων φορτίων, δ) η εργασία που πραγματοποιείται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, του νερού, σε επικίνδυνα ύψη ή σε χώρους υπό περιορισμό. 14
εκπροσώπησε το εκπροσωπούμενο νομικό πρόσωπο κατά την κατάρτιση της σύμβασης, αλλά μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους της σύμβασης από την άλλη πλευρά 25. Εφόσον η κατάρτιση της σύμβασης εργασίας βρίσκεται μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης του αντιπροσώπου, η σύμβαση ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου (ΑΚ 211). Σε αντίθετη περίπτωση, η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη και δεν παράγει ένννομα αποτελέσματα για το νομικό πρόσωπο 26. β) Βούληση για σύναψη συμβάσεως εργασίας Για την έγκυρη κατάρτιση εργασιακής συμβάσεως απαιτείται δικαιοπρακτική βούληση, που να κατευθύνεται στην παραγωγή του συγκεκριμένου έννομου αποτελέσματος. Όταν δεν υπάρχει βούληση νομικής δεσμεύσεως ή αυτή είναι ελαττωματική, δεν υφίσταται έγκυρη σύμβαση εργασίας. Αυτή η περίπτωση συντρέχει και όταν η εργασία παρέχεται επειδή μεταξύ του παρέχοντα την εργασία και του αποδέκτη αυτής υπάρχει σχέση οικογενειακή, συγγενική ή φιλική σχέση 27. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποκλείεται η σύναψη σύμβασης εργασίας μεταξύ συγγενών, συζύγων κλπ. γ) Έγκυρη, πραγματική και σοβαρή δήλωση βουλήσεως Προκειμένου να καταρτισθεί σύμβαση εργασίας, πρέπει η δήλωση βουλήσεως να ανταποκρίνεται στην πραγματική βούληση του δηλούντος. Συνεπώς, εάν ο δηλών κατά τον χρόνο της δήλωσης δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, η δήλωση βούλησης είναι άκυρη (Α.Κ. 131). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ. 1 Α.Κ., η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, αλλά ήταν μόνο φαινομενική (εικονική), είναι άκυρη 28. Στο χώρο του εργατικού δικαίου, περιπτώσεις κατά τις οποίες λαμβάνει χώρα εικονική δήλωση βούλησης, είναι όταν αυτή αποσκοπεί στην κατάρτιση σύμβασης εργασίας με αποκλειστικό σκοπό να υπαχθεί ο εργαζόμενος στην κοινωνική ασφάλιση, ή όταν δηλώνεται βούληση καταγγελίας της σύμβασης με σκοπό προκειμένου να λάβει ο μισθωτός το επίδομα ανεργίας. Η εικονική δήλωση βούλησης μπορεί να είναι απόλυτη, όταν δεν υπήρχε από πλευράς του δηλούντος καμία πρόθεση να επέλθει καμία έννομη μεταβολή. Μπορεί να είναι όμως και σχετική, 25 Λεβέντη Παπαδημητρίου, 2011, σελ. 312, Α.Π. 363/1986, Δ.Ε.Ν. 1987, σελ. 70 26 Έτσι Α.Π. 518/1983, Δ.Ε.Ν. 1983, σελ. 1100, Α.Π. 120/1984, Ε.Εμπ.Δ. 1985, σελ. 470 27 Έτσι η Α.Π. 180/2000, Δ.Ε.Ν. 2001, σελ. 1099 :... Η διάθεση όμως του ενάγοντος να μεταβαίνει στο αρτοποιείο και να εκτελεί τις άνω εργασίες δεν πήγαζε από την θέληση ή την υποχρέωση του να εργασθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, καθόσον τέτοια σύμβαση δεν είχε καταρτισθεί ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς, μεταξύ αυτού και του νόμιμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρίας Μ.Χ.Φ., ο οποίος ήταν διαχειριστής αυτής, αλλά από την αυτόβουλη διάθεσή του να υποκαθιστά την σύζυγό του κατά ένα μέρος στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας, να συνεισφέρει στην ευόδωση των επιδιώξεων της ως άνω οικογενειακής επιχείρησης και να εξασφαλίζει το οικογενειακό εισόδημά του, όμοια και η Εφ.Πατρών 377/1998, Ε.Ε.Δ. 1999, σελ. 371 28 Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 1997, σελ. 490 15
αν πίσω από την εικονική δήλωση βούλησης υποκρύπτεται βούληση για κατάρτιση άλλης δικαιοπραξίας 29. Στην περίπτωση αυτή, πέρα από την εικονική βούληση των συμβληθέντων, η βούληση των μερών συμπίπτει για την παραγωγή άλλου έννομου αποτελέσματος, εφόσον όμως συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την κατάρτιση του καλυπτόμενου πίσω από την εικονικότητα έννομου αποτελέσματος. Η κάλυψη της πραγματικής βούλησης των μερών από την εικονική μπορεί να είναι πλήρης, αν λ.χ. πρόκειται για κατάρτιση διαφορετικών σε κάθε περίπτωση δικαιοπραξιών, ή μερική, αν η πραγματική και η εικονική δήλωση βούληση αφορούν τον ίδιο τύπο εργασίας, αλλά με διαφορετικούς όρους. Τέτοια περίπτωση στις εργασιακές σχέσεις είναι η κατάρτιση σύμβασης εργασίας με μισθό χαμηλότερο του πραγματικά καταβαλλόμενου, ώστε ο εργοδότης να υποχρεούται σε χαμηλότερες εργοδοτικές εισφορές, ή, σε περίπτωση απόλυσης, σε χαμηλότερη αποζημίωση απ' ό,τι θα κατέβαλλε αν η σύμβαση είχε καταρτισθεί για το σύνολο του πραγματικά καταβαλλόμενου μισθού. δ) Ελαττώματα βουλήσεως - Ακυρώσιμη σύμβαση εργασίας Όπως σε κάθε ιδιωτική σύμβαση, προκειμένου αυτή να είναι ισχυρή, θα πρέπει η βούληση των συμβαλλομένων για κατάρτισή της απαιτείται να μην έχει ελαττώματα, και συγκεκριμένα να μη συντρέχουν οι περιπτώσεις των άρθρων 140 έως 153 Α.Κ., δηλαδή η δηλωθείσα βούληση να μην είναι προϊόν απάτης, πλάνης ή απειλής. Κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αν η βούληση που οδήγησε στην κατάρτιση της σύμβασης πάσχει από πλάνη, απάτη ή απειλή, τότε η σύμβαση είναι ακυρώσιμη και ο συμβληθείς που πλανήθηκε, απατήθηκε ή απειλήθηκε έχει δικαίωμα να ζητήσει με δικαστική απόφαση την ακύρωσή της. Η κατά τα παραπάνω ακυρωθείσα σύμβαση εξομοιώνεται με την εξ υπαρχής άκυρη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 184 Α.Κ. Για τις συνέπειες της επίκλησης της ακυρότητας της σύμβασης δυνάμει του άρθρου 184 Α.Κ. γίνεται λόγος παρακάτω. ε) Συμφωνία με τον νόμο και τα χρηστά ήθη Κατά τα γενικώς ισχύοντα για τις συμβάσεις του ιδιωτικού δικαίου, οι συμβάσεις εργασίας των οποίων το περιεχόμενο αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου (άρθρο 174 Α.Κ.) ή στα χρηστά ήθη (άρθρο 178 Α.Κ.), είναι άκυρες. 2. Προϋποθέσεις προβλεπόμενες από ειδικούς νόμους Με δεδομένη την ελευθερία των συμβάσεων που ισχύει στο ιδιωτικό δίκαιο, ο εργοδότης κατ αρχήν δεν δεσμεύεται ως προς τη σύναψη της σύμβασης, από την ύπαρξη ή όχι ορισμένων 29 Α.Κ. 138 παρ. 2 : Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. 16
προσόντων στο πρόσωπο του μισθωτού. Σε κάποιες όμως περιπτώσεις, για λόγους που μπορεί να ανάγονται στην προστασία του ίδιου του μισθωτού ή στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, απαιτείται από το νόμο να συντρέχουν στο πρόσωπο του μισθωτού, ειδικοί όροι και προϋποθέσεις. Τέτοιοι ειδικοί όροι προβλέπονται από : - Διατάξεις που ορίζουν ότι ορισμένα επαγγέλματα μπορούν να ασκηθούν μόνο από πρόσωπα που είναι εφοδιασμένα από τη διοίκηση με επαγγελματικές άδειες ή πτυχία ή επαγγελματικά βιβλιάρια, που πιστοποιούν την καταλληλότητα των προσώπων αυτών για την εκτέλεση των συγκεκριμένων εργασιών. Έτσι, για την εκτέλεση εργασιών ηλεκτροτεχνίτη, για την επίβλεψη και εκτέλεση της συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων, για το χειρισμό μηχανημάτων απαιτείται σχετική άδεια. Για τις εργασίες αυτές η κατάρτιση σύμβασης με πρόσωπα που δεν έχουν τα αντίστοιχα πτυχία ή άλλα τυπικά προσόντα είναι άκυρη. - Διατάξεις που αποσκοπούν στην προστασία της δημόσιας υγείας, βάσει των οποίων οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος (εστιατόρια, καφενεία, καθαριστήρια, κουρεία, ξενοδοχεία κ.α.) και παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό είναι υποχρεωμένοι, επί ποινή ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, το οποίο θα πιστοποιεί ότι ο κάτοχός του δεν πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του. -Τέλος, με σκοπό τον έλεγχο της αγοράς εργασίας, ο Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης (ν. 4251/2014) για την απασχόληση αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών (μη προερχόμενων από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), απαιτεί να είναι αυτοί κάτοχοι άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία. Η άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία παρέχει στον κάτοχό της το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας για συγκεκριμένο είδος εργασίας, ορισμένο τόπο και συγκεκριμένο εργοδότη. Το δικαίωμα εργασίας που παρέχει η άδεια παραμονής είναι περιορισμένο όχι μόνον από χρονική άποψη. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπεται η κατάρτιση σύμβασης με άλλο είδος εργασίας από αυτό που αναφέρεται στην άδεια. Όμως επιτρέπεται η σύναψη σύμβασης εργασίας με άλλον εργοδότη κατά τη διάρκεια της αρχικής άδειας, με την προϋπόθεση και πάλι ότι δεν επέρχεται μεταβολή της ειδικότητας για την οποία του χορηγήθηκε η ειδική θεώρηση εισόδου και του ασφαλιστικού του φορέα (αρθρ. 15 παρ. 4 ν. 4251/2014). Η σύμβαση εργασίας αλλοδαπού μη εφοδιασμένου με την απαιτούμενη από το νόμο άδεια είναι άκυρη, η δε εξ αυτού του λόγου ακυρότητα είναι απόλυτη, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη. 30 30 Α.Π. 439/2004, Δ.Ε.Ν. 2004, σελ. 871 17
3. Ο τύπος της σύμβασης εργασίας και ειδικά της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου Αναφορικά με τον τύπο της σύμβασης εργασίας, κατ' αρχήν η γενική αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών ισχύει και στο εργατικό δίκαιο. Η σύμβαση εργασίας μπορεί να συναφθεί και προφορικά, ακόμη και σιωπηρά, οπότε ο μισθωτός παρέχει την εργασία του και ο εργοδότης την αποδέχεται 31, συνεπώς, για την έγκυρη σύναψη μίας σύμβασης εργασίας δεν απαιτείται η τήρηση του έγγραφου τύπου, εκτός εάν ο έγγραφος τύπος επιβάλλεται ως συστατικός (και όχι απλός αποδεικτικός) από ειδική διάταξη νόμου, κανονισμό εργασίας που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του νόμου ή συλλογική σύμβαση εργασίας. Για παράδειγμα, ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ως συστατικός για τις συμβάσεις εργασίας με το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. (άρθρ. 130 ν. 4270/2014) 32, καθώς επίσης και για τις καλούμενες ελαστικές ή ατυπικές μορφές απασχόλησης, όπως είναι λ.χ. η σύμβαση μερικής απασχόλησης (άρθρο 38 ν. 1892/1990), η σύμβαση προσωρινής απασχόλησης (άρθρ. 124 ν. 4052/2012). Το ζήτημα του τύπου της σύμβασης είναι ανεξάρτητο από την υποχρέωση του εργοδότη για έγγραφη ενημέρωση του εργαζομένου για τους όρους της εργασιακής του σχέσης, που επιτάσσει το Π.Δ. 156/1994, το οποίο ενσωμάτωσε στην εθνική νομοθεσία την οδηγία 91/533/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14-10-1991 ( Σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας ). Η έγγραφη ενημέρωση που υποχρεώνεται βάσει του ως άνω Π.Δ. να παράσχει ο εργοδότης στον εργαζόμενο δεν συνιστά έγγραφο τύπο, και δεν έχει συστατικό χαρακτήρα ως προς τη σύμβαση εργασίας, αφού η μη τήρησή της εν λόγω υποχρέωσης δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας (άρθρο 6 Π.Δ. 156/1994)), ούτε θίγει τους υφιστάμενους κανόνες για την απόδειξη 33. Κατά συνέπεια, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της παραπάνω υποχρέωσής του δεν καθιστά τη σύμβαση άκυρη, συνιστά όμως παραβίαση της εργοδοτικής υποχρέωσης η οποία επιφέρει διοικητικές κυρώσεις, και συγκεκριμένα πρόστιμο από το Σ.Ε.Π.Ε. ύψους από πεντακόσια ευρώ (500,00 ) μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000,00 ) 34. Τέλος, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη, ο εργαζόμενος έχει την δυνατότητα να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο να υποχρεωθεί ο εργοδότης να του χορηγήσει το σχετικό ενημερωτικό έγγραφο. Όσον αφορά την σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, το ζήτημα ρυθμίζεται από το άρθρο 5 παρ. 2 του Π.Δ. 81/2003, το οποίο ορίζει ότι : Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι 31 Βλαστός, Επίτομο Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 198 32 Α.Π. 250/2006, Ελλ.Δ/νη 2007, σελ. 1372, Α.Π. 257/2012, Δ.Ε.Ν. 2013, σελ. 627 33 Δ.Ε.Κ., υπόθεση C 350/99, σκέψη 29 :... η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι καμία διάταξη της οδηγίας δεν επιβάλλει να θεωρείται ως μη ισχύον ένα ουσιώδες στοιχείο της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας το οποίο δεν μνημονεύθηκε στο έγγραφο που παραδόθηκε στον εργαζόμενο ή δεν μνημονεύθηκε σε αυτό με επαρκή ακρίβεια. 34 Άρθρο 8 ν. 3762/2009 18
δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο αμελλητί μετά την έναρξη της προσφοράς της εργασίας του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών. Με βάση την ανωτέρω διάταξη, ενώ κατά την αρχική σύναψη της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου, για την ανανέωσή της απαιτείται η τήρηση του εγγράφου τύπου 35, αντίγραφο δε του εγγράφου οφείλει ο εργοδότης να παραδίδει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση («αμεληττί», κατά τη διατύπωση του νόμου). Ο έγγραφος τύπος, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι συστατικός και όχι μόνο αποδεικτικός 36, αφορά τόσο την ορισμένη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, όσο και τους λόγους οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωσή της 37. Δεδομένου ότι η υποχρέωση για τήρηση του έγγραφου τύπου καθιερώνεται ειδικά για τους όρους της σύμβασης που αφορούν στην περιορισμένη διάρκεια αυτής (στη διάρκεια και τους λόγους που την επιβάλλουν), δεν επιβάλλεται η τήρησή του και για τους λοιπούς όρους της σύμβασης. Επίσης, σύμφωνα με τη ρητή αναφορά του νόμου, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει όταν η εργασία που πρόκειται να παρασχεθεί έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και η διάρκειά της σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει τις δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. 35 Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 432, Λεβέντη Παπαδημητρίου, 2011, σελ. 163, Δερμιτζάκη, Η απαγόρευση των διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, 2010, σελ. 155, Γαβαλά, Ε.Εργ.Δ. 2003, σελ. 1092. Αντίθετα Κουκιάδης, 2014, σελ. 1083, όπου προτείνεται μια τελολογική ερμηνεία της διάταξης, με βάση την οποία ο έγγραφος τύπος είναι ο γενικός κανόνας στις ελαστικές μορφές απασχόλησης για λόγους διασφάλισης του μισθωτού από αβεβαιότητες, και επίσης ότι για την αποτροπή των καταστρατηγήσεων απαιτείται ενιαία αντιμετώπιση για την αρχική σύναψη και την ανανέωση της σύμβασης. Πάντως, η άποψη αυτή δεν φαίνεται να μπορεί να στηριχθεί, ενόψει της διατύπωσης της διάταξης, αλλά και της παρ. 1 του άρθρου 5 του Π.Δ. 81/2003, που ρητά αναφέρεται στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η ανανέωση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. 36 Έτσι σε Λεβέντη Παπαδημητρίου, 2011, σελ. 163, Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 432, Γαβαλάς, Ε.Εργ.Δ. 2003, σελ. 1093 37 Κατά το Ζερδελή (οπ.π.), η αναγραφή συγκεκριμένων λόγων στο έγγραφο της ανανέωσης της σύμβασης λειτουργεί δεσμευτικά για τον εργοδότη, ο οποίος δεν μπορεί μονομερώς να μεταβάλει τη συμφωνία ως προς αυτό το σκέλος της. 19
ΙΙ. Οι συνέπειες της έλλειψης των τυπικών προϋποθέσεων για νόμιμη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου 1. Ακυρότητα απόλυτη και σχετική, ολική και μερική Όταν δεν έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις κύρους της σύμβασης εργασίας, τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικότερες, καθώς και όταν το περιεχόμενό της αντιβαίνει σε αναγκαστικούς κανόνες, η σύμβαση εργασίας πάσχει ακυρότητας και λογίζεται, κατ άρθρο 180 Α.Κ. ως μη γενόμενη. Όταν για παράδειγμα, ο εργαζόμενος δεν έχει την απαιτούμενη από τον νόμο επαγγελματική άδεια ή πτυχίο 38, δεν έχει την απαιτούμενη άδεια εργασίας 39 ή παραμονής για εργασία (αν πρόκειται για αλλοδαπό 40 ), δεν είναι εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας 41 για όσους απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος. Η ακυρότητα είναι άλλοτε σχετική (όταν οι παραβιασθέντες αναγκαστικοί κανόνες απέβλεπαν στο συμφέρον του αδύναμου μέρους της εργασιακής σχέσης, δηλαδή του μισθωτού, οπότε και η ακυρότητα λειτουργεί μόνο υπέρ του και μόνον αυτός μπορεί να την επικαλεστεί), ή απόλυτη 42 (όταν οι παραβιασθέντες αναγκαστικοί κανόνες απέβλεπαν στο γενικότερο ή δημόσιο συμφέρον ή στην προστασία της δημόσιας υγείας). Επίσης, σε περίπτωση αντίθεσης της σύμβασης εργασίας με απαγορευτική διάταξη νόμου, θα πρέπει να εξεταστεί αν η αντίθεση αφορά τη σύμβαση εργασίας συνολικά ή κάποιο συγκεκριμένο όρο αυτής. Η πρώτη περίπτωση, όταν δηλαδή η ακυρότητα αφορά τη σύμβαση στο σύνολό της, συντρέχει όταν ο νόμος θεσπίζει απαγόρευση σύναψης σύμβασης εργασίας με συγκεκριμένο πρόσωπο (π.χ. ανήλικοι, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα), όταν απαγορεύεται αυτή η εργασία που συμφωνήθηκε να παρασχεθεί (π.χ. «τσιλιαδόρος» σε παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη 43 ), καθώς και όταν απαγορεύεται η παροχή της εργασίας υπό τις συνθήκες που συμφωνήθηκαν με τη σύμβαση 44. Στη δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του αστικού δικαίου, το άκυρο μέρος δεν επηρεάζει κατ αρχήν το κύρος της υπόλοιπης δικαιοπραξίας, όμως ο δικαιοπρακτήσας έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί ότι χωρίς το συγκεκριμένο μέρος, δεν θα καταρτιζόταν η δικαιοπραξία γενικά 45. Η θέση αυτή όμως έχει περιορισμένη εφαρμογή στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας, δεδομένου ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η παραβιασθείσα απαγόρευση αποσκοπεί στην προστασία του εργαζομένου, ο δε σκοπός αυτός προφανώς δεν εξυπηρετείται σε περίπτωση που 38 Α.Π. 949/1999, Δ.Ε.Ν. 2001, σελ. 895, Α.Π. 901/1979, Ε.Εργ.Δ. 1980, σελ. 427 39 Εφ.Πατρ. 940/1998, Δ.Ε.Ν. 2001, σελ. 292 40 Α.Π. 362/2005, Ε.Ε.Ν. 2005, σελ. 540, Μ.Πρ.Αθ. 136/2005, Δ.Ε.Ν. 2005, σελ. 527 41 Α.Π. 1863/1999, Δ.Ε.Ν. 2000, σελ. 695, Α.Π. 1022/1993, Δ.Ε.Ν. 1994, σελ. 244, Α.Π. 569/1992, Ελλ.Δ/νη 1994, σελ. 1324, Α.Π. 2066/2013, Ε.Εργ.Δ. 73/2014, σελ. 1164 42 Σε αυτήν την περίπτωση την ακυρότητα μπορεί να την επικαλεσθεί και ο εργοδότης. 43 Α.Π. 1104/1991, Δ.Ε.Ν. 1991, σελ. 933 44 Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 353-354 45 Άρθρο 181 Α.Κ., Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 1997, σελ. 412 20
επέλθει ολική ακυρότητα της σύμβασης εργασίας 46. Συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές, ανεξάρτητα από τη βούληση των μερών, επέρχεται ακυρότητα μόνο ως προς το συγκεκριμένο όρο της σύμβασης, το δε κενό που θα προκύψει από την ακυρότητα του μέρους της σύμβασης καλύπτεται από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, τυχόν σχετικές προβλέψεις σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή κανονισμούς εργασίας, ή, ελλείψει των παραπάνω, με βάση τα συναλλακτικά ήθη 47. 2. Μερική ακυρότητα της ανανέωσης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου για την ορισμένη διάρκεια Τα ανωτέρω εκτεθέντα σχετικά με τις συνέπειες της ακυρότητας συγκεκριμένου όρου της σύμβασης εργασίας, και ειδικά ως προς την περιορισμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 181 Α.Κ., ισχύουν και στην περίπτωση της ανανέωσης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 5 παρ. 2 του Π.Δ. 81/2003 επιβάλλει σε αυτή την περίπτωση την τήρηση του έγγραφου τύπου, συνεπώς, σε περίπτωση που αυτός δεν τηρηθεί, και ενόψει του άρθρου 159 εδ. α Α.Κ. 48, η (κατόπιν της ανανέωσης) σύμβαση εργασίας είναι άκυρη ως προς τον όρο της ορισμένης διάρκειας. Στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα του όρου για την ορισμένη διάρκεια δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας στο σύνολό της, αντιθέτως, είναι μερική και επηρεάζει μόνο το συγκεκριμένο όρο, η δε σύμβαση εργασίας θα ισχύσει ως αορίστου χρόνου 49. 3. Συνέπειες από την ολική ακυρότητα της σύμβασης α) Αξιώσεις του μισθωτού έναντι του εργοδότη Στην περίπτωση που η σύμβαση πάσχει από ολική ακυρότητα, και η διαπίστωση της ακυρότητας λάβει χώρα πριν η σύμβαση ξεκινήσει να λειτουργεί, τότε αυτή θεωρείται ως μη γενόμενη και υπαίτιος για την ακυρότητα υποχρεούται να αποζημιώσει τον άλλο συμβαλλόμενο 50. Εάν όμως πριν την διαπίστωση της ακυρότητας, ο εργαζόμενος έχει ήδη προσφέρει την εργασία του στον εργοδότη στα πλαίσια της άκυρης σύμβασης, και για όσο χρονικό διάστημα έχει συμβεί αυτό, έχει δημιουργηθεί μία πραγματική κατάσταση, η σχέση εργασίας, η οποία χρήζει και αυτή της ίδιας προστασίας του Εργατικού Δικαίου, όμοια με της 46 Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 432-433 (υποσ. 193), Δερμιτζάκη, οπ.π, σελ. 159, Καρακατσάνη Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1995 47 Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 353 48 «Δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη». 49 Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, σελ. 433, Λεβέντη Παπαδημητρίου, 2011, σελ. 163, Δερμιτζάκη, οπ.π., σελ. 158 50 Βλαστός, Επίτομο Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 200 21