5 Σεπτεμβρίου 2017 ΑΡΧΑΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Απαντήσεις Θεμάτων Επαναληπτικών Πανελλαδικών Εξετάσεων Ημερησίων & Εσπερινών Γενικών Λυκείων Α.1 Από αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως όντως, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη ιδιότητα δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, όπως για παράδειγμα η πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δεν είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να τη συνηθίσει (σ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η φωτιά (είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο από τα πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα είναι δυνατόν να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν οι αρετές μέσα μας, που όμως έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αλλά γινόμαστε τέλειοι με τον εθισμό. [ ]Και πρέπει να μην πούμε μόνο αυτό, ότι δηλαδή η αρετή είναι έξη (μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα μας), αλλά και ποιας ακριβώς ποιότητας έξη. Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι κάθε αρετή, όποιου πράγματος είναι αρετή, και το ίδιο το πράγμα το κάνει να φτάσει στην τέλεια κατάσταση του και το βοηθάει να εκτελέσει με τον πιο σωστό τρόπο το έργο που είναι προορισμένο γι' αυτό Β.1. Προκειμένου να στηρίξει ο Αριστοτέλης τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»), θα χρησιμοποιήσει δύο γνωστά παραδείγματα παρμένα από τον χώρο της φύσης: την πέτρα και τη φωτιά. Η πέτρα πάντοτε θα κινείται με πορεία προς τα κάτω, διότι υπακούει στον φυσικό νόμο της βαρύτητας, που είναι σταθερός και αμετάβλητος. Η φωτιά πάντοτε θα έχει πορεία προς τα πάνω λόγω της φυσικής ιδιότητας των θερμών αερίων, που επίσης είναι σταθερή και 1
δεν μεταβάλλεται. Άρα, από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι φυσικοί νόμοι δεν μεταβάλλονται, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος. Επομένως, εφόσον οι ηθικές αρετές μεταβάλλονται και δεν μένουν σταθερές, όπως τα πράγματα που γεννιούνται με μια ιδιότητα εκ φύσεως, αποδεικνύεται ότι δεν είναι έμφυτες. Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρνει να αποδείξει τη θέση του μέσα από έναν επαγωγικό συλλογισμό. Και τα δύο παραδείγματα, που ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί επαγωγικά για να συναγάγει γενικό και καθολικό συμπέρασμα, ανήκουν στα απλά δεδομένα της εμπειρίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως κανένας άλλος φιλόσοφος δεν έκανε τα απλά δεδομένα της εμπειρίας, της καθημερινής ζωής, αφετηρία για τη σκέψη του στον βαθμό που το έκανε ο Αριστοτέλης. Β2. Έχει ήδη τονιστεί ότι ο Αριστοτέλης επιχειρώντας να δώσει τον ορισμό της αρετής βρήκε ένα από τα δύο βασικά στοιχεία, το προσεχές γένος της (που είναι η έννοια «έξις») μέσα στην οποία θα εντάξει την αρετή. Στην ενότητα αυτή επιχειρεί να προσδιορίσει και το δεύτερο βασικό στοιχείο του ορισμού, την ειδοποιό διαφορά της αρετής. Αφού η αρετή είναι «έξις», γεννιέται το ερώτημα τι λογής έξις είναι. Κάθε πράγμα έχει την αρετή του, είναι αυτό που το κάνει να χαρακτηριστεί «εὖ ἔχον», να καταστεί τέλειο και, επειδή με την αρετή του «εὖ ἔχει», μπορεί να πραγματοποιήσει το έργο του καλά. Για να τεκμηριώσει τη θέση του χρησιμοποιεί παραδείγματα παρμένα από την καθημερινότητα. Συγκεκριμένα, η αρετή του οφθαλμού και τον οφθαλμό κάνει «σπουδαίο» (ενάρετο) και το έργο του, γιατί με την αρετή του οφθαλμού βλέπουμε καλά. Επιπροσθέτως και η αρετή του ίππου κάνει τον ίππο σπουδαίο και κατάλληλο να τρέχει, να φέρει τον αναβάτη του και να αντιμετωπίζει τους εχθρούς. Επομένως, στην ενότητα αυτή, κατά τον Αριστοτέλη, η «αρετή» δηλώνει την αξία που έχει ένα πράγμα (έμψυχο ή άψυχο, άνθρωπος ή ζώο) κατά τη στιγμή που έχει την πιο ολοκληρωμένη, την πιο τέλεια μορφή του και επιβεβαιώνει ότι η αξία ενός πράγματος συνδέεται άμεσα με την τέλεια εκτέλεση του έργου του, το οποίο βέβαια του έχει ανατεθεί από τη φύση. Από τα δύο παραδείγματα που αναφέρει ο Αριστοτέλης είναι φανερό ότι η λέξη «αρετή» δεν προορίζεται μόνο για τον άνθρωπο, δεν είναι δηλαδή μια αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα. Ταιριάζει και για τα ζώα και για τα πράγματα, γενικά για τα έμψυχα και τα άψυχα. 2
Β3. α Λάθος β Σωστό γ Σωστό δ Λάθος ε Σωστό Β.4α. Γένεση Ουσία φορά δεξαμενή σχετικός Β4β. Λεκτικός αριθμός Οφθαλμολογικό ιατρείο Ιππικοί αγώνες Τροχοί μεγάλων αποστάσεων Παραδοσιακοί χοροί 3
Γ.1 Τέτοια λόγια λοιπόν είπαν οι Κορίνθιοι. Έτυχε όμως να είναι παρούσα πρωτύτερα στη Σπάρτη πρεσβεία των Αθηναίων για άλλες υποθέσεις, και όταν πληροφορήθηκαν τις διαπραγματεύσεις, αποφάσισαν ότι έπρεπε να παρουσιασθούν ενώπιον των Σπαρτιατών, όχι με σκοπό να απολογηθούν για καμία από τις κατηγορίες, τις οποίες διατύπωναν οι πόλεις, αλλά με σκοπό να φανερώσουν γενικά ότι (οι Σπαρτιάτες) έπρεπε να μην αποφασίσουν βιαστικά, αλλά να σκεφθούν για περισσότερο χρονικό διάστημα. Και ήθελαν συγχρόνως να δείξουν πόσο μεγάλη ήταν σε δύναμη η δική τους πόλη και να υπενθυμίσουν απ τη μια στους μεγαλύτερους όσα γνώριζαν και να διηγηθούν απ την άλλη στους νεωτέρους όσα δε γνώριζαν, διότι νόμιζαν ότι εξαιτίας των λεγομένων τους αυτοί (οι Λακεδαιμόνιοι) θα τρέπονταν περισσότερο προς την ειρήνη παρά προς τον πόλεμο. Γ2 α. ἐγκαλοῖεν θᾶττον ὑμετέραν σημανεῖ τετράφθαι β. Ἐβούλετο καὶ ὑπομνήσεις ποιήσασθαι τῷ πρεσβυτέρῳ οὗ ᾔδει ή ᾔδειν. Γ.3 α. «καὶ [ὡς ᾔσθοντο τῶν λόγων], ἔδοξεν αὐτοῖς παριτητέα ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους εἶναι, τῶν μὲν ἐγκλημάτων πέρι μηδὲν ἀπολογησομένους [ὧν αἱ πόλεις ἐνεκάλουν], δηλῶσαι δὲ περὶ τοῦ παντὸς [ὡς οὐ ταχέως αὐτοῖς βουλευτέον εἴη],[ ἀλλ ἐν πλέονι σκεπτέον]». ὡς ᾔσθοντο τῶν λόγων: δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση 4
ὧν αἱ πόλεις ἐνεκάλουν: δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση, προσδιοριστική στο «τῶν μὲν ἐγκλημάτων» ὡς οὐ ταχέως αὐτοῖς βουλευτέον εἴη: δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. ἀλλ ἐν πλέονι σκεπτέον (εἴη): δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. β. «ὅση εἴη δύναμιν»: Η δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου λόγου, γιατί εξαρτάται από το απαρέμφατο σημῆναι, το οποίο εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου ἐβούλοντο. Δηλώνει την υποκειμενική γνώμη. γ. τῶν ἐγκλημάτων πέρι: (αναστροφή προθέσεως) εμπρόθετος προσδιορισμός της αναφοράς στο ἀπολογησομένους ἀπολογησομένους: επιρρηματική τελική μετοχή συνημμένη στο ενν. (αὐτούς) υποκείμενο του απαρεμφάτου εἶναι ὧν : (έλξη του αναφορικού) θα έπρεπε η αναφορική αντωνυμία να βρίσκεται σε δοτική οἷς, ως αντικείμενο στο ρήμα ἐνεκάλουν, αλλά έλκεται από τον τύπο τῶν ἐγκλημάτων. 5