Στέφη Κόρτη-Κόντη 11 Το ταξίδι «Ο τόπος των δακρύων»! Εκεί που τελειώνει η πόλη της Κορυτσάς, στην αρχή του µεγάλου δρόµου που οδηγεί στα χωράφια και πέρα από αυτά στην πικρή ξενιτιά είναι «ο τόπος των δακρύων». Τον ονόµασαν έτσι εδώ και πάρα πολλά χρόνια από τα δάκρυα που έχυναν οι µανάδες και οι γυναίκες εκείνων που κινούσαν για τα ξένα, το Βουκουρέστι και την Αίγυπτο, το Μισίρι, ακόµα και για την µακρινή Αµερική και τους αποχαιρετούσαν σ αυτό ακριβώς το σηµείο. Ίσως και να περνούσαν χρόνια ώσπου να τους ξαναδούν, ίσως και µην τους ξανάβλεπαν ποτέ, η ζωή είναι σύντοµη, δεν ξέρεις τι θα σου ξηµερώσει. Και η ξενιτιά είναι ξελογιάστρα για αυτόν που φεύγει, είναι πικρή, αλλά και πλανεύτρα και ο πόθος για τα πλούτη αχόρταστος. «Την ορφανιά, την ξενιτιά την πίκρα, την αγάπη, όλα µαζί τα ζύγιασαν, το πιο βαρύ ειν τα ξένα», όπως λέει το δηµοτικό τραγούδι. Αιώνες τώρα ξεντεύονται οι Ηπειρώτες αναζητώντας σε άλλα µέρη µια καλύτερη ζωή µακριά από τα κακοτράχαλα βουνά τους να κάνουν προκοπή στην ξενιτιά και ύστερα να βοηθήσουν την πατρίδα µε µεγαλόπρεπα κτίρια και σπουδαία ιδρύµατα.
12 Οι σοκολάτες του Σεφέρη Μπάγκας, Αρσάκης, Ζάππας, Σίνας και τόσοι άλλοι. Η άµαξα έκοψε ταχύτητα για µια στιγµή και ύστερα πήρε τρέχοντας τον µεγάλο δρόµο σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Οι επιβάτες είναι δυο άνδρες, ο ένας ώριµος σε ηλικία, µε άσπρα µαλλιά, αλλά φρέσκο α- κόµη πρόσωπο, καλοντυµένος µε το θερινό του ανοιχτόχρωµο κουστούµι και το ψαθάκι του, ο άλλος νεαρός, δεκαεννιάχρονος, όµορφο παλικαράκι, ξανθό µε καταγάλανα φωτεινά µάτια και µια αρχοντικιά γυναίκα, γαλανοµάτα και ξανθιά κι αυτή ντυµένη πολύ κοµψά. Είναι η οικογένεια του Χρήστου Γκόνη, ο ίδιος, η γυναικα του η Ασπασία και ο µοναχογιός τους ο Δη- µητρός. Έχουν φορτώσει τις βαλίτσες τους στο πίσω µέρος της άµαξας δεµένες καλά µε χοντρά σκοινιά. Οι ταξιδιώτες φαίνεται πως θα λείψουν για αρκετό καιρό. Ο Δηµητρός πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου. Πρέπει να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειας, ο πατέρας του είναι επιτυχηµένος δικηγόρος στην Κορυτσά και ο γιος του ετοιµάζεται να γίνει κι αυτός δικηγόρος. Καθώς η άµαξα τρέχει στο µεγάλο δρόµο, ο Δηµητρός νιώθει πως αφήνει πίσω του την παλιά του ζωή και κάνει ένα µεγάλο καινούριο ξεκίνηµα. Η οικογένεια καταγόταν από ένα χωριό των Ιωαννίνων, Ηπειρώτες. Είχαν εκεί τον τρόπο τους, αλλά αναγκάστηκαν να φύγουν κυνηγηµένοι από τον Αλή Πασά. Ο Αλή πασάς στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα είχε αποκτήσει τεράστια δύναµη στην Ήπειρο και είχε κάνει την πρωτεύουσά του, τα Γιάννενα, ένα σηµαντικό κέ-
Στέφη Κόρτη-Κόντη 13 ντρο της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, το κρυφό καµάρι των ραγιάδων, που το τραγούδησαν κιόλας. «Γιάννενα, πρώτα στ άρµατα, Στα γρόσια και στα γράµµατα». Σηµαντικοί Ευρωπαίοι επισκέπτες, όπως ο λόρδος Βύρων, απόλαυσαν την πλούσια φιλοξενία του πασά στο µεγαλόπρεπο παλάτι του. Ωστόσο η σκληρότητά του ήταν πολύ µεγάλη. Οι γενναίοι Σουλιώτες αντιστάθηκαν στην βία που τους ασκούσε ο Αλή Πασάς µε απαράµιλλο ηρωισµό. Ο γέρος πατέρας της οικογένειας είχε πια χάσει το φως του από τα χρόνια, όµως η λεβέντισσα συντρόφισσά του τον βοηθούσε εκείνη να βάλει σωστά το τουφέκι στην πολεµίστρα για να αµυνθούν στον κίνδυνο. Πετρόχτιστο, τειχισµένο µε ψηλό περίβολο και πολεµίστρες για τον φόβο των Τούρκων ήταν το αρχοντόσπιτό τους στο χωριό. Τώρα η οικογένεια ολόκληρη διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο. Ο γέρος αµύνεται αποφασισµένος για όλα. Ένας από τους Τούρκους έπεσε νεκρός. Σώθηκαν προς το παρόν. Όµως τι θα γινόταν µόλις το πράγµα µαθευόταν; Δεν θα γλίτωναν από την οργή των Τούρκων. Ο Αλή πασάς θα τιµωρούσε µε θάνατο τον φόνο του δικού του. Η µόνη σωτηρία είναι η φυγή. Νύχτα, βαθιά µεσάνυχτα, έφυγαν από το χωριό µαζί µε τα παιδιά και τα εγγόνια καβάλα στα ζώα τους µε όσα πράγµατα µπόρεσαν να σηκώσουν σε µπόγους. Είναι πολύ σκληρό να αφήνεις το σπίτι σου, το χωριό σου, την περιουσία που λιθαράκι-λιθαράκι έχτισαν οι
14 Οι σοκολάτες του Σεφέρη πρόγονοί σου και να παίρνεις τα µάτια σου για την ξενιτιά. Ποτέ δεν θα άφηναν τον τόπο τους, αν δεν κινδύνευε η ζωή τους. Μέρες ταξίδευαν µέσα από τα βουνά οι ξεσπιτωµένοι, ώσπου έφτασαν στο Σάλσι και από εκεί πέρασαν στην Κορυτσά, για να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Η Κορυτσά είναι πόλη, πολύ µεγαλύτερη από το χωριό τους, και ο πληθυσµός της ενισχύθηκε από τους κατοίκους της γειτονικής Μοσχόπολης, που ήταν φηµισµένο κέντρο πολιτισµού στην Τουρκοκρατία, µε βιβλιοθήκη και τυπογραφείο και εξαίσιες µεταβυζαντινές εκκλησιές, όταν την έκαψαν για πρώτη φορά οι Τούρκοι, εδώ θα µπορέσουν να στεριώσουν. Τα λίγα φλουριά και τα χρυσαφικά που έφεραν µαζί τους τους βοήθησαν να σταθούν στα πόδια τους. Έστησαν το σπιτικό τους, τα παιδιά τους πρόκοψαν και καλοπαντρεύτηκαν. Ο πατέρας του Χρήστου, ο Δηµητρός, Μίτκας, όπως τον έλεγαν, ήταν βαρελάς και πολύ καλά πιασµένος, µάλιστα έγινε και πρόεδρος στο ισνάφι των βαρελάδων της Κορυτσάς. Τα βαρέλια του Μίτκα καλοφτιαγ- µένα και γερά ήταν φηµισµένα, όχι µόνο στην Κορυτσά και την γύρω περιοχή της, αλλά και στο Μοναστήρι, την Φλώρινα και την Καστοριά. Βαρέλια χρειάζονταν όχι µονάχα τα ποτοποιεία και οι ταβέρνες, αλλά και το κάθε σπίτι για το κρασί που έφτιαχνε η οικογένεια. Έτσι ο βαρελάς µπόρεσε να σπουδάσει δικηγόρους στην Κωνσταντινούπολη και τους δυο του γιους, τον Χρήστο και τον Πετράκη. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση να σπουδάζεις δυο παιδιά στην Κωνσταντινούπολη εκείνο τον καιρό. Η Κωνσταντινούπολη είναι µεγα-
Στέφη Κόρτη-Κόντη 15 λούπολη και η ζωή εκεί ακριβή, χώρια τα δίδακτρα και τα βιβλία. Άσε που και το ταξίδι Κορυτσά- Κωνσταντινούπολη είναι µακρινό και πολυδάπανο. Ευτυχώς που τα δυο παιδιά είχαν µεγάλη διαφορά ηλικίας-πάνω από δέκα χρόνια- και έτσι τις σπουδές του µικρού τις ενίσχυε και ο µεγάλος, που ήταν ήδη δικηγόρος µε γραφείο δικό του στην Κορυτσά. Για να πάρουν την άδεια οι νέοι δικηγόροι έπρεπε να δώσουν ε- ξετάσεις στον Σουλτάνο, όπως έλεγαν, να δείξουν ότι ξέρουν καλά όλους τους πολύπλοκους νόµους του κράτους, βέβαια όχι στον ίδιο, αλλά σε κάποια υπέυθυνη κρατική αρχή.ύστερα ήταν πια δικηγόροι! Οι γονείς του δεν µπορούν να αφήσουν τον Δηµητρό µόνο του να κάνει το µεγάλο ταξίδι από την Κορυτσά στην Αθήνα, θα τον συνοδέψουν και οι δυο, έπειτα ο Χρήστος θα επιστρέψει στις δουλειές του, αλλά η µάνα του θα µείνει κοντά του για όσο χρειαστεί. Η Ασπασία ετοίµαζε από καιρό τα ρούχα του γιου της, ο Χρήστος τον πήγε στο ράφτη για να του ράψει δυο τρία κουστούµια, οι φοιτητές του Πανεπιστηµίου ντύνονται επίσηµα µε κουστούµι και καπέλο, ψαθάκι τώρα που είναι ακόµη καλοκαίρι και απαραίτητα το µπαστουνάκι µε την ασηµένια λαβή. Ο ράφτης χρόνια τώρα ράβει τα ρούχα του Χρήστου, είναι από τους πιο καλούς πελάτες του. Τα υφάσµατα τα φέρνουν από τη Θεσσαλονίκη, συνήθως εγγλέζικα κασµίρια πρώτης ποιότητας. Νά τοι, λοιπόν µε φορτωµένα τα µπαγκάζια τους στο αµάξι που θα τους πάει στη Φλώρινα. Το αµάξι ξεκίνησε πολύ πρωί, χαράµατα. Τα βουνά γύρω βάφονται µε ένα ρόδινο φως. Τα σπίτια µε τα δέντρα και τα
16 Οι σοκολάτες του Σεφέρη λουλούδια φαίνονται πεντακάθαρα σαν ζωγραφισµένα. Αρχίζουν οι θόρυβοι της ηµέρας. Το λάληµα του πετεινού, κάποιο µακρινό γαύγισµα. Σε λίγο θα βγει ο ήλιος. Κάνει ψύχρα, οι ταξιδιώτες σκεπάζουν τα πόδια τους µε µικρές υφαντές κουβερτούλες. Είναι Σεπτέµβρης, το καλοκαίρι πέρασε πια. «Είσαι άνετα, Ασπασία; Μήπως κρυώνεις;» ρωτάει όλο έγνοια τη γυναίκα του ο Χρήστος. «Είµαι εντάξει», τον καθησυχάζει εκείνη. Σύντοµα φτάνουν στην Καπστίτσα και από εκεί το Πισοδέρι είναι µια ανάσα. Μόλις πριν από περίπου ένα χρόνο, τον Μάιο του 1920, ο ελληνικός στρατός είχε φθάσει µέχρι την Καπστίτσα σκοπεύοντας να καταλάβει την Κορυτσά µε την αποχώρηση των Γάλλων που έλεγχαν την κατάσταση από την Θράκη ως την Κορυτσά στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέµου. Η πορεία των Ελλήνων προς την Κορυτσά ανακόπηκε τελικά µε διαταγή του Βενιζέλου, έπειτα από παρέµβαση των Αγγλων και εδώ στην Καπστίτσα υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο που έχει το όνοµά της. Με το Πρωτόκολλο αυτό οι Έλληνες «ανελάµβαναν να σταµατήσουν την προέλασιν, δια να διευκολυνθεί συνεννόησις µεταξύ της Ελληνικής και Αλβανικής Κυβερνήσεως, δια την σύσφιξιν καλών σχέσεων γειτονίας µεταξύ των δύο αδελφικών λαών, αποφευχθεί δε πάσα αιµατοχυσία.»
Στέφη Κόρτη-Κόντη 17 Ο δρόµος βέβαια είναι ανώµαλος, το αµάξι τραντάζεται σε κάθε βήµα, αλλά το τοπίο είναι µαγικό, καθώς περνούν µέσα από κατάφυτα βουνά, χαράδρες και ποταµάκια. Τα χρώµατα είναι εξαίσια, φθινοπωρινά, χάλκινα, χρυσά και καφετιά.ο ουρανός ωστόσο είναι κατακάθαρος, καµιά υποψία βροχής. Φυσάει ένα γλυκό αεράκι. Από τη Φλώρινα θα πάρουν το τρένο για την Αθήνα. Από εδώ και πέρα το ταξίδι τους θα είναι πολύ πιο άνετο, δεν θα έχουν τα σκαµπανεβάσµατα των αλόγων. Βολεύονται άνετα στο κουπέ τους, η Α- σπασία γέρνει το κεφάλι της στο µαξιλάρι, ξεκουµπώνει τα παπούτσια της. Κάποτε φθάνουν στο Πλατύ. Στο σταθµό κόσµος, φασαρία. Οι ταξιδιώτες που περί- µεναν για ώρες βιάζονται να µπουν στο τρένο, σπρώχνουν αυτούς που µόλις κατέβηκαν. Πλανόδιοι πωλητές κρεµιούνται σχεδόν στα παράθυρα του τρένου διαφηµίζοντας το εµπόρευµά τους. Ζεστά κουλούρια µε σουσάµι, µικρά καλαθάκια µε φρούτα, γκαζόζες στον πάγο. Επί τέλους το τρένο ξεκινά και πάλι αγκοµαχώντας και βγάζοντας µαύρο καπνό. Φλώρινα, Πλατύ, Αθήνα µε ενδιάµεσους σταθµούς είναι ένα πολύ µακρύ, αλλά γοητευτικό ταξίδι.ο νέος κοιτάζει άπληστα έξω από το παράθυρό του τα άγνωστα µέρη που περνάνε, τις πόλεις και τα χωριά, τη θάλασσα που κάπου κάπου εµφανίζεται µέσα από τα βουνά. Έπειτα από ατέλειωτες ώρες ταξιδιού καταπονηµένοι φτάνουν επί τέλους στην Αθήνα, στο σταθµό Λαρίσης.Οι άµαξες στη σειρά περιµένουν τους ταξιδιώτες για να τους µεταφέρουν στον προορισµό τους. Για τον Δηµητρό είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Αθήνα!