Mirko Sajlović Accosiate Professor University of Eastern Sarajevo Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών περί της επανένωσης της Εκκλησίας Εισαγωγή Στο σύγχρονο διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών περί της επανένωσης της Εκκλησίας το θέμα στο οποίο έφθασε και το οποίο παρουσιάζει την ουσία του διαλόγου που άρχισε είναι πώς θα εναρμονιστεί το συνοδικό σύστημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ο θεσμός του παπισμού που κυριαρχεί στην εκκλησιολογική συνείδηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Διεθνούς Μικτής Θεολογικής Επιτροπής για τον Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (στην Ι Συνέλευση της στην Ραβέννα, τον Οκτώβριο του 2007) υπάρχει «σταθερόν έρεισμα δια μελλοντικήν συζήτησιν του ερωτήματος του πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εν τη Εκκλησία» (Κείμενο της Ραβέννας παράγρ. 46). Το «σταθερόν έρεισμα» βρίσκεται στη παραδοχή ότι κατά την πρώτη χιλιετία, πριν από το οριστικό σχίσμα του 1054, ο επίσκοπος της Ρώμης ανεγνωρίζετο ως ο πρώτος μεταξύ των πέντε πατριαρχών στο πλαίσιο της καλώς λειτουργούσης τότε συνοδικότητος. Προαναγγέλλεται δε η περαιτέρω συζήτησις περί του Πρωτείου ως εξής: «Το ερώτημα περί του ρόλου του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία πασών των εκκλησιών παραμένει προς μελέτην εις μεγαλύτερον βάθος. Ποία είναι η συγκεκριμένη λειτουργία του επισκόπου της πρώτης καθέδρας έν μια εκκλησιολογία κοινωνίας και υπό το πρίσμα 121
Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος όσων περί συνοδικότητος και αυθεντίας έχομεν αναφέρει εν τω παρόντι εγγράφω; Πώς θα ήτο δέον να νοήται και να βιούται η διδασκαλία της πρώτης και της δευτέρας βατικανής συνόδου επί του παγκοσμίου πρωτείου υπό το φώς της εκκλησιαστικής πρακτικής κατά την πρώτην χιλιετίαν; Ταύτα είναι κρίσιμα ερωτήματα δια τον ημέτερον διάλογον και δια τας ημετέρας ελπίδας περί αποκαταστάσεως της πλήρους μεταξύ ημών κοινωνίας» (παράγρ. 45 του κειμένου της Ραβέννας) 1. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι η Διεθνής Μικτή Θεολογική Επιτροπή για τον Διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών επέλυσε ήδη πολλά σημαντικά ζητήματα σχετικά με το θέμα των ιερών μυστηρίων (που εγκρίθηκε κατά την Δ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής που συνήλθε στο Bari από 9-16 Ιουνίου 1987, με το λεγόμενο κείμενο του Bari με θέμα, «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας»), το θέμα αυτό - το συστήμα δηλαδή της οργάνωσής της Εκκλησίας συμφώνα με το οποίο θα πρέπει να εφαρμοστεί και η κατάλληλη Διοίκηση της Εκκλησίας, αποδεικνύεται ως κρίσιμο σημείο και μέχρι στιγμής αποτελεί μόνον εμπόδιο. Περί του θέματος αυτού στην σύγχρονη ζωή της Εκκλησίας μας έχουν γράψει ήδη πολλοί θεολόγοι 2. Θα ήθελα όμως να πώ σήμερα μερικά λόγια μόνον για ένα τμήμα του θέματος αυτού, για το - ποιά 1 Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Το κείμενο της Ραβέννας και το Πρωτείο του πάπα http://aktines.blogspot.rs/2013/08/blog-post_663.html 2 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ενότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας στο θεολογικό διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (users.auth.gr/martzlo/index/91.doc), Епископ Иларион (Алфејев): Равенски инцидент инсцениран да би се Московска патријаршија савршеним чином поставила пред нов модел црквеног устројства (https://stanjestvari.com/2104/08/07/равенски-документ-и-став-рускецркве-о), З. Матић, Примат у Цркви званични став уске Православне Цркве и наставак православно-католичког дијалога (http://casopis.sabornost.org/ files/sabornost_viii_2014_5.pdf). 122
Mirko Sajlović είναι η θέση και ο ρόλος της κυριλλομεθοδιανής παράδοσης στον σύγχρονο διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών περί της επανένωσης της Εκκλησίας. Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση ως κοινής κληρονομιά Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Πρώτιστως πρέπει να αναφέρουμε, οτι η προώθηση της ιδεάς της κυριλλομεθοδιανής παράδοσης ως κοινής κληρονομιάς Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, δεν είναι κάτι καινούργιο. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αρχίζουν να συζητούνται και να γράφονται πολλά για τους αγίους αδελφούς της Θεσσαλονίκης, τόσο μεταξύ των Ορθοδόξων, πολύ δε περισσότερο μεταξύ των Ρωμαιοκαθολικών. Στους Ρωμαιοκαθολικούς η ιδεά αυτή είναι ζωντανά παρούσα ήδη από την εποχή της Α Συνόδου του Βατικανού (1869-1870). Αμέσως μετά το τέλος της Α Συνόδου του Βατικανού και με την εμφάνιση νέων τάσεων της Ρωμαιοκαθολικής Ουνίας, ο παπικός θρόνος εργάζεται επί της προώθησης των αγίων αδελφών ως μέσον της ρωμαιοκαθολική ένωσης. Τότε παράγεται και μια σειρά μελετών και πονημάτων περί των αγίων αδελφών, στις οποιες οι προσωπικότητες και το έργο τους ερμηνεύονται σύμφωνα με τον ρωμαιοκαθολικό μεροληπτικό τρόπο. Οι κύριες ιστορικές πηγές των Ρωμαιοκαθολικών για την έρευνα της κυριλλομεθοδιανής παράδοσης είναι κυρίως οι επιστολές των Παπών Ρώμης: Αδριανού του II (867-872), Ιωάννου VIII (872-882) και Στεφάνου VI (885-891), που απευθύνθηκαν είτε προς τους Σλάβους ηγεμόνες, είτε προς τον Μεθόδιο, όπως και πρός άλλα πρόσωπα, αναφερόμενοι στον Μεθόδιο. Εκτός από τις παπικές επιστολές λαμβάνονται υπ όψιν και τα έγγραφα του περίφημου Αναστασίου Βιβλιοθηκαρίου της Εκκλησίας Ρωμής καθώς και άλλα σχετικά κείμενα της 123
Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος εποχής 3. Όλα σχεδόν τα συμπεράσματα των ρωμαιοκαθολικών κυριλλο-μεθοδιανών μελετών της περιόδου αυτής κατακλείουν με τα λεχθέντα λόγια του Αναστασίου Βιβλιοθηκαρίου «ότι οι άγιοι Απόστολοι των Σλάβων Κύριλλος και Μεθόδιος άνευ όρων ήταν πιστοί στον βικάριο του Χριστού στη Ρώμη και ότι με περιφρόνηση αποδεσμεύτηκαν από την πηγή όλων των παραπλανητικών ιδέων, δηλαδή απο την Κωνσταντινούπολη, όπου λίγο πιό ενωρίς στον πατριαρχικό θρόνο ανέβασαν τον πονηρό Φώτιο» 4. Με τον τρόπο αυτό η έμφαση δίδεται στο ότι οι άγιοι αδελφοί θέλησαν να διαφύγουν μακράν του «ανέντιμου» Φωτίου και να σκύψουν προς τον δίκαιο πάπα Ρώμης 5, ο οποιος έτρεφε «ήπια» αγάπη πρός τους αγίους αδελφούς ως «ακόλουθους της Εκκλησίας Ρωμής». Ο ισχυρισμός των ρωμαιοκαθολικών ότι ο Μέθοδιος ορκίστηκε στο πάπα Ιωάννη ότι θα μείνει πιστός στην αληθινή πίστη, δεν στεκεται. Στην πραγματικότητα πρόκειται περί της ομολογίας πίστεως που υπέβαλε εγγράφως ο Μέθοδιος το 897 στον πάπα πριν από τη χειροτονία του και η οποία έχει διαφυλαχθεί μέχρι και σήμερα. Σε αυτή δεν περιλαμβάνεται τίποτε μη ορθόδοξο. Πρόκειται για διευρυμένης μορφής Συμβόλου Πίστεως αλλά χωρίς την προσθήκη του Filioque ή οποιασδήποτε αναφοράς ή εξύμνησης του πάπα Ρώμης 6. Ανεξαρτήτως όμως από τα ιστορικά γεγονότα κατά τις νέες εκκλησιαστικο-πολιτικές συνθήκες του 19ου αιώνα οι ρωμαιοκαθολικοί ιστορικοί θα 3 Н. Милаш, Славенски апостоли Кирил и Методије и истина православља, Београд 1985, 314. (Н. Милаш, Οι Σλάβοι απόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος και η αλήθεια της ορθοδοξίας, β έκδ., Βελιγράδι 1985). 4 Ό.π. 315. 5 Ό.π. 325. 6 Ό.π. 320-322. 124
Mirko Sajlović εμφανίσουν τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο ως γνήσια τέκνα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καθώς οι Ρωμαιοκαθολικοί ιστορικοί έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες, ο πάπας Λέων ΙΓ το 1880 μέ παπική εγκύκλιο (Grande Munus) 7 ανακήρυξε τους Κύριλλο και Μεθόδιο, αγίους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στην ίδια εγκύκλιο σημειώνεται ότι οι δύο άγιοι αδελφοί και φωτιστές των Σλάβων πραγματοποίησαν το όλο αναμορφωτικό και πολιτιστικό έργο τους ως εντεταλμένοι των Ρωμαιοκαθολικών και του ποντίφικα. Αυτή την εγκύκλιο την έστειλε ο πάπας σε όλους τους πατριάρχες και επισκόπους της Οικουμένης επισημαίνοντας ότι οι Σλάβοι θα έπρεπε να θεωρούνται σχισματικοί Ορθόδοξοι 8. Αλλά το ίδιο το Βατικανό και η παπική καθέδρα μάλλον είχαν λησμονήσει ότι το 1059 στην πόλη Σπλιτ (Σπαλάτο) της Δαλματίας σε Σύνοδο Ρωμαιοκαθολικών καταδικάστηκε ο άγιος Μεθόδιος ως αιρετικός «Methodio haeritco» 9. Αν και ερμηνεύτηκαν με μεροληπτικό τρόπο οι ιστορικές πηγές, ο λατρευτικός εορτασμός των αγίων αδελφών από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία θα συνεχιστεί να καλλιεργείται και στα επόμενα 7 http://w2.vatican.va/content/leo-xiii/en/encyclicals/documents/hf_l-iii_enc_ 30091880_grande-munus.html 8 Ως απάντηση στην προσβλητική παπική εγκύκλο ο Μίλας αντέδρασε με το βιβλίο του Οι Σλάβοι απόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος και η αλήθεια της ορθοδοξίας, που εκδόθηκε το 1881 στο Ζάνταρ. Σύμφωνα με το Μίλας οι δύο ιεραπόστολοι δέν ήταν απεσταλμένοι του πάπα της Ρώμης, αλλά της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας του Βυζαντίου, ως προσφορά αγάπης και πολιτισμού στα Βαλκάνια. Επίσης, αυτός βρίσκει την ευκαιρία να επισημάνει ότι η γνήσια αναγνώριση του έργου των δύο αγίων αδελφών από τους Ρωμαικαθολικούς θα ήταν μια σημαντική ευκαιρία για την προώθηση της ένωσης των δύο Εκκλησιών. 9 Н. Милаш, Славенски апостоли Кирил и Методије и истина православља, 362; Ј. Поповић, Општа црквена историја, књ.1, Сремски Карловци 1912, 715. 125
Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος χρόνια. Εκατό μάλιστα έτη αργότερα - το 1980, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β, με την Aπoστολική Εγκύκλιο του (Egregial Virtutis) 10, ανακηρύττει τους αγίους αδέλφους, προστάτες της Ευρώπης. Από την αρχική ιδέα του να αποτελέσει η τιμή των αγίων αδελφών μέσον για την ένωση των ορθοδόξων με την Ρώμη καταλήγουμε στην εποχή μας, οπότε о πάπας με αορίστο τρόπο διακηρύσσει ότι στους αγίους αδελφούς θα πρέπει να αναζητηθεί «η πνευματική γέφυρα» που θα συνδέσει τους Χριστιανούς της Ανατολής και της Δύσης (Παπική εγκύκλιος της 2ας Ιουνίου του 1985 Slavorum Apostoli) 11. Οι Ρωμαιοκαθολικοί, εδώ και ενάμισυ ήδη αιώνα, επιδιώκουν την ένωση με τους Ορθόδοξους με βάση όμως την δική τους ερμηνεία της κυριλλομεθοδιανής παράδοσης. Τούτο δε επεξηγεί και τον λόγο που ακόμα και σήμερα προσπαθούν προσεκτικότατα να προωθήσουν την ιδέα αυτή οι Ρωμαιοκαθολικοί αντιπρόσωποι, αλλά όχι και οι ορθόδοξοι, στη Διεθνή Μικτή Θεολογική Επιτροπή για τον Διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Εκ τούτων και σύμφωνα με το κύριο θέμα της Διημερίδας αυτής θα προσπαθήσω να παρουσιάσω εν συντομία την γένεση του Ρωμαιοκαθολικού σφετερισμού της κυριλλομεθοδιανής παράδοσης με ειδική αναφορά στο έργο του Ρωμαιοκαθολικού επισκόπου Jurij Strossmayer. Φυσικά μια εξαντλητική μελέτη της εμφάνισης στη Δύση της «οιονείλατρείας» των αγίων Θεσσαλονικέων αδελφών ξεπερνά το πλαίσιο της συνάντησής μας. Για το λόγο αυτό, παραπέμπω όλους όσους ενδιαφέρονται για το θέμα, στο βιβλίο του 10 http://w2.vatican.va/content/john-paul-ii/it/apost_letters/1980/documents/ hf_jp-ii_apl_31121980_egregiae-virtutis.html και http://www.cerkva.od.ua/ index.php?option=com_content&task=view&id=63 11 http://w2.vatican.va/content/john-paul-ii/en/encyclicals/documents/hf_jpii_enc_19850602_slavorum-apostoli.html 126
Mirko Sajlović Nikodim Milaš - «Οι Σλάβοι Απόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος και η αλήθεια της Ορθοδοξίας», ως την καλύτερη μέχρι στιγμής μελέτη στον χώρο αυτό. Μέσα απο την μελέτη αυτή μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι η ρωμαιοκαθολική τιμή των Αγίων αδελφών είναι ιστορική λογοκλοπή και μπορεί να ταυτιστεί με τις γνωστές ρωμαιοκαθολικές ιστορικές παραποιήσεις, όπως είναι η ψευδο-κωνσταντίνειος Δωρεά και οι ψευδο-ισιδώρειες Διατάξεις. (Πρόκειται για «συμβατικές» αναλήθειες οι οποίες έγιναν αποδεκτές ως αλήθεια). Μεταξύ των Βαλκανίων Σλάβων ο πιο γνωστός υπερασπιστής της ενότητας της Εκκλησίας στη βάση της κυριλλομεθοδιανής παραδόσης ήταν Josip Juraj Strossmayer (1815-1905) - ένας ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος της πόλης Osijek, στη σημερινή Δημοκρατία της Κροατίας. Το εγχείρημα της εκκλησιαστικής ουνίας μεταξύ των Σλάβων εξαιτίας της φυλετικής εγγύτητας δεν ήταν κάτι εντελώς νέο για τον Strossmayer. Ήδη από τον 17ο αιώνα το ζήτημα είχε απασχολήσει τον κροάτη ιερέα Juraj Krizanić (1617-1683) - ο πρώτος πανσλαβιστής. Εν τούτοις, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα ο Strossmayer θα επεξεργαστεί την ιδέα αυτή θεωρητικά και θα της προσδώσει σαφέστερη θεολογική ιδεολογική έκφραση 12. Σε συνεργασία με τον ιστορικό Franjo Racki (1828-1894) - τον πατέρα της σύγχρονης ιστορίας των Κροάτων 13, ο Strossmayer διαμορφώνει ένα δικό του μοντέλο εκκλησιαστικής σλαβικής ενότητας. Ξεκινά από μια κοινή σλαβική λειτουργική γλώσσα, προϋποθέτοντας ότι οι Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν την ίδια πίστη. Πίστευε ότι οι υπάρχουσες διαφορές στη λατρευτική 12 N. Ikić, Ćirilometodska ideja u svjetlu petrovsko-ivanovskog modela papinstva i Ravenskog dokumenta (Кирилометодијевско предање, језик и мисија Цркве у 21. веку), Београд 2013, 74. 13 S. Antoljak, Hrvatska historiografija, Zagreb 2004, 513. 127
Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος παράδοση της Ανατολής και της Δύσης μπορούν να υπερκεραστούν στο πρότυπο του παραδείγματος των αγίων αδελφών. Έτσι, δεδομένου ότι εφάρμοζαν το σλαβικό λειτουργικό τυπικό, συγχρόνως διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη ενώ παράλληλα αναγνώριζαν τη δικαιοδοσία του πάπα. Προέκυπτε, λοιπόν, ένα υποδειγματικό μοντέλο για την επανένωση της Εκκλησίας που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στους Σλάβους. Στην εκκλησιαστική ενότητα των Σλάβων ο Strossmayer προσέδιδε και πολιτική χροιά. Η εκκλησιαστική ενότητα θα μπορούσε να οδηγήσει στην πολιτική ενότητα απελευθερώνοντας τους Σλάβους από τα δεσμά της Αυστροουγγαρίας και της Τουρκίας. Όμως, εκείνο που διακυβεύεται στο μοντέλο του Strossmayer υπέρ της επανένωσης της Εκκλησίας και το οποίο είναι γνωστό στους Σέρβους Ορθόδοξους Επισκόπους ως διείσδυση της Ουνίας είναι η μεροληπτική ερμηνεία του έργου των αγίων αδελφών στη βάση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας. Ο Strossmayer ερμηνεύει το σλαβικό υπόδειγμα της επανένωση Εκκλησίας κατά τέτοιο τρόπο, που η μοναδική εγγύηση της ενότητας της Εκκλησίας βρίσκεται στον παπικό θρόνο ως καθέδρα του Πέτρου και πρώτο θρόνο της Εκκλησίας. Η μοναδική διαφορά, σε σχέση με το παρελθόν, όπως τονίζει ο Strossmayer συνίσταται στο ότι δεν θα πρέπει να επιβληθεί μια λατρευτική ομοιογένεια αλλά να επιτρέπεται η ποικιλομορφία των παραδόσεων. Με τον τρόπο αυτό ο ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος προσπάθησε να αναδείξει τη θέση και το ρόλο του πάπα όπως ήταν στην πρώτη χιλιετία, σύμφωνα πάντα με τις συνθήκες της εποχής εκείνης. Για το λόγο αυτόν στην Α Βατικανική Σύνοδο ο Strossmayer ήταν κατηγορηματικά αντίθετος με την ανακήρυξη του παπικού αλαθήτου. Κάθε υπερβάλλουσα τιμή στον παπικό θεσμό αποτελούσε για τον Strossmayer 128
Mirko Sajlović εμπόδιο στα σχέδιά του για πρόοδο της ένωσης των Σλάβων χριστιανών. Κρίνοντας εξ απόψεως εκκλησιολογικής τις θέσεις αυτές θα λέγαμε οτι о Strossmayer ήταν μπροστά από την εποχή του, καθώς το άνοιγμα της δυτικής εκκλησιολογίας, όπως το είχε ζητήσει ο Strossmayer, θα ετίθετο τελικά στη Β Βατικανική Σύνοδο 14. Ο Strossmayer διείδε ως το κύριο εμπόδιο για την ενότητα της Εκκλησίας την άρνηση των Ορθοδόξων Σλάβων να αναγνωρίσουν τον ρωμαιοκαθολικό θεσμό του παπισμού που αναπτύχθηκε στους μεταγενέστερους χρόνους στη Δύση. Σύμφωνα με τις ιδέες του κροαταιού ιεράρχη, ο πάπας θα πρέπει να δείξει μεγαλύτερη επιείκεια προς τους Ορθοδόξους και να επιτρέψει τη διατήρηση της δικής τους λατρευτικής παράδοσης, αποδίδοντάς τους ένα είδος μεγαλύτερης αυτονομίας, ενω οι Ορθοδόξοι από τη δική τους πλευρά θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την αρχή τους συνοδικού συστήματος και να αναγνωρίσουν τον πάπα στο πλαίσιο της Δυτικής Παράδοσης. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το ζήτημα της ορθότητας της πίστης των Ορθοδόξων δεν τίθεται πουθενά. Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με το σλαβικό υπόδειγμα της επανένωσης της Εκκλησίας του Strossmayer, η έμφαση απο το δογματικό τομέα περνά στον εκκλησιολογικό. Ως δογματική βάση λαμβάνονται οι αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων, ενώ ολόκληρη η μετέπειτα θεολογική εξελίξη στη Δύση εννοείται ώς ανάπτυξη της ορθοδοξίας. Τα σλαβικά έθνη, τα οποία λειτούργησαν ως αποδέκτες της Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησιαστικής Παράδοσης έχοντας κοινή γλώσσα και παρόμοια κουλτούρα, κατά τον Strossmayer πάντα, θα έπρεπε να πραγματοποιήσουν αυτόν τον διαμεσολαβητικό ρόλο με σκοπό να ενώσουν τις διεστώτες Εκκλησίες. Θα τολμούσαμε να πούμε στο σημείο αυτό πως 14 N. Ikić, 75. 129
Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος εντοπίσαμε κάποιες αντιστοιχίες ανάμεσα στις απόψεις του καθηγητή Dvornik και του ρωμαιοκαθολικού επισκόπου Strossmayer σχετικά με το ρόλο και τη θέση των Σλάβων στην Εκκλησία του Χριστού. Έτσι, ενώ ο Dvornik 15 είδε την εγκατάσταση των Αβάρων και Σλάβων κατά τη διάρκεια του 6 ου αιώνα στην περιοχή του Ιλλυρικού ως ένα σημαντικό λόγο για τον διαχωρισμό της Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση, ο Strossmayer αντίθετα είδε στους Σλάβους εποίκους το σημείο της συνάντησης της Ανατολής με τη Δύση. Θα λέγαμε πως στις φιλοενωτικές ιδέες του Strossmayer κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τις σημερινές συνομιλίες για την ένωση των Εκκλησιών, διαφαίνονται πολλά κοινά σημεία. Η ομοιότητα στις δύο συγκυρίες είναι εμφανής κυρίως στη εύκολη αποδοχή της ενωτικής δογματικής φόρμουλας (πλατφόρμα), όπως και στο άλυτο θέμα της σχέσης του συνοδικού σύστηματος της Εκκλησίας και του θεσμού του παπικού πρωτείου. Έχοντας υπ όψιν ότι η εκκλησιολογία είναι ένα σημαντικό θέμα στο σύγχρονο διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών είναι απολύτως αναγκαίο να παρουσιάσουμε εν συντομία τις βασικές εκκλησιολογικές άποψεις των αγίων αδελφών εφόσον η εκκλησιολογία τους είναι αποδεκτή από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στο επίκεντρο αυτού του ζητήματος τίθεται το ερώτημα: ποια είναι η θέση και ο ρόλος του πάπα Ρώμης στην εκκλησιολογία των αγίων αδελφοων; Ο εφησυχάζων (πρώην Ερζεγοβίνης) επίσκοπος Αθανάσιος Jevtic στη μελέτη του: "H Θεολογία και η εκκλησιολογία των Αγίων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου" καταθέτει την άποψη ότι οι άγιοι αδελφοί μετέφεραν και τήρησαν αυθεντικά την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Το γεγονός 15 F. Dvornik, Byzanz und der römische Primat, Stuttgart 1966, 86-88. 130
Mirko Sajlović ότι απευθύνθηκαν στον πάπα Ρώμης και ζήτησαν ευλογία του για την οργάνωση της Εκκλησίας στην Μοραβία, αυτό θα πρέπει να ερμηνευτεί ως πράξη συμμορφούμενη με το θεσμό της Πενταρχίας. Δεδομένου ότι η Εκκλησία ήταν μία και αδιαίρετη, γεγονός που ίσχυε και στην περιοχή της δικαιοδοσίας του πάπα της Ρώμης, είναι λογικό και επόμενο να ζητηθεί η άδειά του για την διεξαγωγή της ιεραποστολής και την τοποθέτηση νέων κληρικών. Αναλύοντας τους Βίους τους, ο επίσκοπος Αθανάσιος διαπιστώνει ότι σε κανένα σημείο δεν διαφαίνεται να υιοθετείται η δογματική καινοτομία των Ρωμαιοκαθολικών, ούτε ο καθ υπερβολήν έπαινος του πάπα Ρώμης ή να υιοθετούνται άλλα τινά στοιχεία από την δυτική εκκλησιολογία. Σύμφωνα μάλιστα με τα συμπεράσματα του επισκόπου Αθανασίου, οι άγιοι αδελφοί στη Μοραβία και στη Παννονία, ενδιαφέρθηκαν πρωτίστως για την πληρότητα της εκκλησιαστικής ζωής της τοπικής εκκλησίας των εν λόγω περιοχών. Η πληρότητα δε της εκκλησιαστικής ζωής εννοείται στη βάση του επισκοπικού θεσμού, γεγονός που συνιστά την ουσία της ορθόδοξης εκκλησιολογίας. Ο αγώνας τους για μια τέτοια εκκλησιολογία ισοδυναμεί με τη μάχη για τη διατήρηση της «δογματικής δομής» της Εκκλησίας. Και τούτο διότι η εξωτερική κανονική τάξη της Εκκλησίας θα πρέπει να εφαρμόζεται στη βάση των εσωτερικών δογματικών και εκκλησιαστικών δομών της. Την εποχή των αγίων αδελφών υπήρξε μία και αδιαίρετη Εκκλησία - και στην Ανατολή και στη Δύση και σε αυτήν ασφαλώς υπήρχε ενιαία κανονική τάξη στην οποία τα εκκλησιαστικά κέντρα κατατάσσονταν με κριτήριο τα πρεσβεία τιμής και όχι με βάση την εξουσιαστική τάξη. Την περίοδο δε εκείνη αποκαταστάθηκε η κανονική τάξη της Εκκλησίας (Δίπτυχα) αναγνωρίζοντας στην Ανατολή τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και 131
Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος των Ιεροσολύμων και στη Δύση το Πατριαρχείο της Ρώμης. Η τάξη πρωτοκαθεδρίας των πέντε πατριαρχικών θρόνων δεν καταργούσε την πλήρη ισότητα των φορέων της πατριαρχικής τιμής και αξίας, αφου στην Εκκλησία κανείς δεν μπορεί να διεκδικήση μείζονα εξουσία απο εκείνη η οποία παρέχεται με την κανονική μυστηριακή χειροτονία 16. Μόνο μια τέτοια τάξη - κατά την τιμή και όχι κατα την εξουσία, δεν παραβιάζει την πληρότητα της εκκλησιαστικής ζωής της κάθε Τοπικής Εκκλησίας. Είναι φυσικό λοιπόν οι άγιοι αδελφοί, ως μαθητές του αγίου Φώτιου, να είχαν τις ίδιες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις και την ίδια «ανατολική» ερμηνεία της εκκλησιαστικής διοίκησης όπως ο άγιος Φώτιος. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του επισκόπου Αθανασίου Jevtić, καθώς επίσης και του Νικοδημου Milas 17, η εκκλησιολογία των αγίων αδελφών ήταν βαθιά ορθόδοξη, ευχαριστιακή και επισκοποκεντρική. Λόγω αυτών των εκκλησιολογικών τους απόψεων, οι οπαδοί της διαφορετικής εκκλησιολογικής προσέγγισης στην Δύση τους εξεδίωξαν 18. Την ίδια περίοδο, ξεκινώντας απο τον αυταρχικό και φιλόδοξο πάπα Νικόλαο Α (858-867), το Πατριαρχείο Ρώμης θα αρχίσει σταδιακά ολοένα και περισσότερο να δέχεται την επιρροή των Φράγκων από το βορρά. Η κατίσχυση του γερμανικού πνεύματος είχε σαν αποτέλεσμα την υιοθέτηση και προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως από την πλευρά της Ρώμης καθώς και σειρά άλλων καινοτομιών στον 16 Епископ Атанасије (Јевтић), Теологија и Еклисиологија = Богословље и Црквословље Свте Браће, (Кирилометодијевско предање, језик и мисија Цркве у 21. веку), Београд 2013, 19-22; Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τομ Β, Αθήναι 2002, 177-184. 17 Н. Милаш, 367-370. 18 Епископ Атанасије (Јевтић), 23. 132
Mirko Sajlović τομέα της κανονικής διοίκησης της Εκκλησίας 19. Σε αυτές τις αποφασιστικές ιστορικές στιγμές των εκκλησιολογικών διεργασιών στη Δύση, οι άγιοι αδελφοί προσπάθησαν να οργανώσουν μια Еκκλησία στις σλαβικές χώρες στην βάση δύο αρχών: της αρχαίας αποστολικής πίστης και της ζωντανής παράδοσης της Εκκλησίας της Ανατολής. Αυτοί συνέχισαν, δηλαδή, τη βυζαντινή πίστη και τη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας της Ανατολής και στην Δυση, όχι ως μία εθνική (Σλαβική) Еκκλησία, αλλά ως μία εν Χριστώ Kοινότητα με το περιεχόμενο της χριστιανικής τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, της ευαγγελικής ηθικής και του ήθους, της ευαγγελικής κουλτούρας και του ευαγγελικού πολιτισμού που το ήταν κατάλληλο για τους Σλάβους. Η μετάφραση του βυζαντινού νομοκάνονα στη σλαβική γλώσσα για μια ακόμη φορά αναμφίβολα επιβεβαιώνει τη δέσμευση των αγίων αδελφών προς την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Άλλωστε, η ανάπτυξη των εκκλησιολογικών τους διδασκαλιών αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα εκδίωξής τους από την πλευρά των δυτικών. Αντί Επιλόγου Στο τέλος τίθεται το ερώτημα: είναι δυνατόν στην κυριλλομεθοδιανή παράδοση να αναζητείται την βάση για την επανένωση της Εκκλησίας. Η απάντηση είναι κατηγορηματική. Η ζωή, η θεολογία και το έργο των αγίων αδελφών είναι πανορθόδοξη και πανκαθολική. Φυσικά, το ερώτημα που τίθεται πάντα είναι ο τρόπος της προσέγγισης και της ερμηνείας των έργων και της θεολογίας τους. Είναι απαραίτητο να επανεξετάσουνε τις προσωπικότητες και τα έργα των αγίων αδελφών σε ένα πραγματικό πλαίσιο, τόσο της εκκλησιαστικής πολιτικής των Βυζαντινών, όσο και της 19 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τομ Β, Αθήναι 2002, 40-59, 97-98; Н. Милаш, 311-343. 133
Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος σημασίας τους στη σημερινή χριστιανική Ευρώπη, χωρίς καιροσκοπισμούς και ιδιοτελείς θεολογικές ή ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Η επιστροφή στην αυθεντική κυριλλομεθοδιανή παράδοση είναι ανοικτή πρόσκληση πρός τους Ρωμαιοκαθολικούς ώς δημιουργική επιστροφή στους Πατέρες της Εκκλησίας όπως το πρότεινε ο π. Γεώργιος Φλορόβσκυ 20. Η εκκλησιολογία των ιερών αδελφών, όπου δεν νοθεύει το Ορθόδοξη συνοδικό σύστημα και το από αυτό προερχομένο πρωτείο στην Εκκλησία, είναι το καλύτερο βαρόμετρο της συνέπειας ή αποκλίσης της εκκλησιολογίας των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών. Πάντως, πρέπει να τονίσουμε ότι η επιστροφή σε μια ενιαία εκκλησιολογική πλατφόρμα, δηλαδή η επανένωσης της του Χριστού Εκκλησίας, δεν μπορεί να είναι ο καρπός της δηλωτικής εκκλησιολογικής συμφωνίας αν και η ίδια είναι υπογεγραμμένη σε υψηλό θεολογικό επίπεδο. Η ενότητα της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνο στην μοναδική χαρισματική εμπειρία των δογματικών αληθείων της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολοκής Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, η ενότητα της Εκκλησίας δεν μπορεί να γίνει απλώς το αποτέλεσμα της σχετικής υπεραξίας, της καλής θέλησης (διάθεση) των ανθρώπων, αλλά πάνω απ όλα η ευλογία του Αγίου Πνεύματος. 20 Џ. Бер, «Надилажење неопатристичке синтезе», Богословље 1 (часопис Православног богословског факултета), Београд 2011, 44-56. 134
Mirko Sajlović About the author Mirko Sajlović PhD is a professor of Church History at Faculty of Orthodox Theology, University of East Sarajevo. He has written three books (The Edict of Milan in the Context of Reforms of III and IV Centuries, Belgrade 2011; The First and Second Typikon (Constitution) of the Holy Mount Athos, Belgrade 2016; Saint Epiphanius of Cyprus as Heresiologist, Belgrade 2017) and several dozen studies. His research interests include the general history of the Christian Church, with particular interest in the history and traditions of Holy Mount Athos, Byzantine and Byzantine-Slav relations. 135
Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση και ο σύγχρονος διάλογος 136