φίλος μου, ο οποίος φυσικά δεν σκέφτηκε να μπει στη χώρα αυτή του προ εικοσιπενταετίας μαρτυρίου του με το πραγματικό του όνομα αλλά με ένα άλλο,



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Κατανόηση προφορικού λόγου

The G C School of Careers

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών μέσα από την εικονογράφηση και επεξεργασία (σελίδα-σελίδα) ενός βιβλίου

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα!

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Τίτσα Πιπίνου: «Οι ζωές μας είναι πολλές φορές σαν τα ξενοδοχεία..»

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Modern Greek Beginners

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Μαρούλα Κλιάφα Μελίνα Κ Γεράσιμος Κ.: Μάριος Κ.

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Modern Greek Beginners

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Α. Κείμενο: Μαρούλα Κλιάφα, Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς. 1 Δεκεμβρίου. Αγαπημένη μου φίλη Ελένη,

The G C School of Careers

T: Έλενα Περικλέους

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

... ΟΝΤΩΣ, Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΛΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΕΠΑΙΝΗ ΚΑΙ ΕΔΩ ΕΚΤΙΜΟΥΜΕ ΠΟΛΥ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ. ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ. ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ.

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Ξένου Ηρώ. Μωραΐτης Αλέξανδρος


Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Ιόλη. Πως σας ήρθε η ιδέα;

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων

Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014

ο όνομά μου δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Το πιθανότερο είναι ότι η αναφορά του θα έκρυβε κινδύνους για μένα, για σένα, αγαπητέ αναγνώστη, καθώς

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Transcript:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μ ε το φίλο μου βρεθήκαμε στα «αρχαία τα μονοπάτια» (κατά τον Παλαμά) της Βολιγουάης *, για να ξαναζήσει εκείνος, και μέσω αυτού εγώ, την εποποιία του αντάρτικου του φίλου του «Fernando», που πιάστηκε πριν είκοσι πέντε χρόνια προδομένος από τις πρώτες τότε στον κόσμο δορυφορικές φωτογραφίες, που επισήμαναν τον καπνό της φωτιάς μέσα στο τροπικό δάσος. Επειδή όμως τέτοια χώρα, Βολιγουάη, δεν υπάρχει, κι επειδή μπορεί να μην υπάρχω κι εγώ, η μόνη υπαρκτή απόδειξη του εγχειρήματός μας, αυτού του remake, retake ή recake, όπως θα το έλεγα, είναι ο * Χώρα της Λατινικής Αμερικής, όπου διαδραματίζονται ιστορίες του Ρόδη Ρούφου και του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και η οποία παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την Ελλάδα των συνταγματαρχών. Η πατρότητα της ονομασίας είχε γίνει αντικείμενο έντονης διαμάχης ανάμεσα στους προαναφερθέντες, με τον καθένα τους να επιρρίπτει την ευθύνη στον άλλον. Για τη Βολιγουάη βλ. αναλυτικότερα το σχετικό λήμμα στη νέα αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση του κλασικού πλέον εγχειριδίου των Alberto Manguel & Gianni Guadalupi, The Dictionary of Imaginary Places, A Harvest Βook Harcout, Inc., San Diego-New York-London, 1999. [Σ.τ.Ε.]

12 βασιλησ βασιλικοσ φίλος μου, ο οποίος φυσικά δεν σκέφτηκε να μπει στη χώρα αυτή του προ εικοσιπενταετίας μαρτυρίου του με το πραγματικό του όνομα αλλά με ένα άλλο, ανώδυνο, σκανδιναβικό. Όμως από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε στο τροπικό αεροδρόμιο, μες στη ζέστα του πρωινού, αφήνοντας τα κρύα της Ευρώπης, συνέχεια ένιωθα μάτια να μας παρακολουθούν, λες και το εγχείρημά μας ήταν από πριν καρφωμένο. Ο «Νταντόν» (το όνομα της παρανομίας του φίλου μου) δεν φοβόταν. Στη Βολιγουάη τώρα επικρατούσε σχετική δημοκρατία κι αν μάθαιναν, παλιοί του σύντροφοι και συναγωνιστές, που τώρα ήταν στη νομιμότητα, πως είχε επιστρέψει, θα του έκαναν μεγάλες υποδοχές. Ακριβώς αυτό ήθελε ν αποφύγει. Ήθελε, όσο το δυνατόν πιο διακριτικά, να φτάσει στα λημέρια τα παλιά, στα χωριά εκείνα όπου στρατοπέδευσε για μερικές ημέρες, και αν γινόταν, να ξαναμπεί στο δάσος, το προδοτικό, κι εκεί να ξαναζήσει... τι; Ποτέ δεν μου το είπε. Κι αν με πήρε κι εμένα μαζί του (είμαι γεροδεμένος και νταβατουρτζής), το έκανε πρώτα για να έχει κάποιον για σωματοφύλακα κι έπειτα ένα μάρτυρα που πιθανόν να κατέγραφε αυτή την πορεία του προς ένα παρελθόν το οποίο... Είναι επίσης αλήθεια ότι τα εικοσιπεντάχρονα από το θάνατο του «Fernando» alias «Ramon» alias «Che» γιορτάστηκαν παντού στον κόσμο μετρημένα, αλλά και με εσωτερική ένταση. Όλοι οι σημερινοί μεσήλικες, έμποροι, πολιτικοί, αγρότες και αστυνόμοι, προ εικοσιπενταετίας νέα παιδιά, είχαν λίγο πολύ τον «Fernando» alias «Rαmon» alias «Che» ως σύμβολό τους. Ανάβοντας ένα κερί στη μνήμη του, ουσιαστικά άναβαν ένα κερί στη μνήμη του αλλοτινού εαυτού τους, που είχε θαφτεί κάτω από επιχωματώσεις συμβιβασμών και συμβολαίων, δημόσιων όσο και ιδιωτικών.

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 13 Η ιδέα του φίλου μου να ταξιδέψουμε στις Γιορτές μού ήρθε γάντι γιατί, από μικρό παιδί, το εορταστικό παραλήρημα των Χριστουγέννων μού έδινε στα νεύρα. Ωστόσο δεν φανταζόμουν ποτέ την περιπέτεια όπου θα είχαμε μπει και που μπορούσαμε να την αποφύγουμε αν λαβαίναμε εγκαίρως τα μέτρα μας, που δεν τα λάβαμε. Δεν είχαμε ειδοποιήσει κανέναν κι έτσι, όταν μας έπιασαν, στη Muyupampa, μας έβαλαν σε κατ οίκον περιορισμό, πρώτα σε ένα σπίτι και μετά σε ξενοδοχείο, ώσπου να ετοιμάσουν τα απαραίτητα για να μας απελάσουν. Αλλά όσο τα ετοίμαζαν τόσο φαίνεται έβγαινε το παρελθόν του φίλου μου και τόσο καθυστερούσε η αναχώρησή μας. Στην αρχή δεν μπορούσαμε να τηλεφωνούμε εμείς. Μπορούσαμε, μας είπαν, να δεχόμαστε τηλεφωνήματα, αλλά από ποιον, αφού κανένας δεν ήξερε τον εγκλεισμό μας. Εγώ τότε άρχισα να κρατώ ένα ημερολόγιο και να προσπαθώ μέσα από αυτό να ελέγξω τις αντιδράσεις μου και τα συναισθήματά μου, που ήταν βίαια μερικές φορές. Παράλληλα, επειδή με τα ημερολόγια αυτοδηλητηριάζεσαι, σκέφτηκα πως η καλύτερη φυγή θα ήταν να συντάξω τα απομνημονεύματά μου, ένα είδος «φιλολογικών αναμνήσεων», που αργότερα τα βάφτισα, καθώς προέκυψε, μέσα από το ίδιο το γραπτό, Ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις. Στο γραπτό αυτό ο αναγνώστης καλείται να παρακολουθήσει το τότε μέσα από ένα τώρα δύσκολο για το γράφοντα. Αλλά χωρίς αυτή τη δυσκολία δεν θα είχε προκύψει η ανάγκη να διηγηθώ τα παλιά, για να σκοτώσω την ώρα, όπως το λέω πολύ συχνά στο κείμενό μου, για να «σκεδάσω» ή να «διασκεδάσω» τον καιρό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Έ να από τα λίγα πειράματα που θυμάμαι από το σχολείο είναι το «κουταλάκι της Φυσικής»: το βάζαμε σε ένα ποτήρι νερού και το τμήμα του εκείνο που βρισκόταν μέσα στο νερό έμοιαζε να έχει άλλη κατεύθυνση από το άλλο που προεξείχε. Αυτό το λέγαμε διάθλαση. Κάτι τέτοιο έμαθα αργότερα πως συμβαίνει και με το φως. Μόνο που δεν το λέμε διάθλαση πια, αλλά σκέδαση, δια-σκέδαση, σκεδασμό. Η καθηγήτρια της Φυσικής, ήταν μια κοντού αναστήματος βυζασταρού. Εκείνο που τη χαρακτήριζε ήταν τα βυζιά της. Θα πρέπει όμως να ήταν και της Χημείας, αφού οι εκπυρσοκροτήσεις στο Χημείο του σχολείου μας την έκαναν κάθε τόσο να βάζει τις φωνές. (Πολύ φτωχές αληθινά αναμνήσεις από έξι χρόνια φοίτησης σε ένα σχολείο όπου σαφώς η επίδοσή μου στο μπάσκετ υπερτερούσε όλων των άλλων επιδόσεων. Στο μπάσκετ ήμουν από τους πρώτους.) Εγώ όχι μόνο δεν θυμάμαι, αλλά και δεν θέλω να θυμάμαι.

16 βασιλησ βασιλικοσ Δεν θυμάμαι τίποτα από τα παιδικά μου χρόνια. Τίποτα πέρα απ αυτά που μου έχουν διηγηθεί ως ενήλικου: ότι μου άρεσαν τα βραχιόλια της γιαγιάς μου της Μαριγούλας, όταν ερχόταν και τα βροντούσε δίπλα από την κούνια μου, ότι έτρωγα πέτσινα λουριά από ζώνες και βαλίτσες, όπου μου άρεσε να κρύβομαι, ότι όταν με χτύπησε με τη φτερούγα του το φορτηγό γύρισα ματωμένος στο σπίτι κι ανέβηκα από το υπόγειο, μέσα από την γκλαβανή, για να μη με δει η μάνα μου και πάθει, ότι... Τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος θυμάμαι την κυρία Πάτρα να έρχεται με τα πασούμια της και τα μπιγκουντί στο σπίτι και να μας λέει «να, από κει θα κατέβουν οι Βούλγαροι» και να μας δείχνει το μονοπάτι από την κορφή του Προφήτη Ηλία. Αλλά κι αυτό το θυμάμαι επειδή το έγραψα. Έτσι θυμάμαι επειδή υπάρχουν και οι ανάλογες φωτογραφίες εικόνες καρναβαλιών, όπου εγώ ήμουν ντυμένος γιατρός κι η αδερφή μου νοσοκόμα. Θυμάμαι ότι τρώγαμε με το κουτάλι το κατουρημένο από το γάιδαρο του μανάβη χώμα της αυλής μας. Αλλά κι αυτό το θυμάμαι επειδή κάπου (στον Γλαύκο Θρασάκη;) το έγραψα. Και τον παπά των Αγίων Αναργύρων να κατεβαίνει από το Σουηδικό «μες στο σύννεφο του ράσου του». (Γραμμένο σε ποίημα κι αυτό.) Το γιαουρτσή να διαλαλεί στη γειτονιά το πρόβειο γιαούρτι του και να το κόβει σε γενναίες μερίδες με τη σπάτουλα, ενώ εγώ ήθελα να πέφτει στη μερίδα μου όσο γινόταν περισσότερη κρούστα. Θυμάμαι τον μαστρο-κώστα τον παπλωματά, φίλο και συγκυνηγό του παππού μου στην Καβάλα, που πέθανε στην εξορία του Αϊ-Στράτη. (Κι αυτόν τον έκανα ποίημα που το απάγγειλε σε μια εκδήλωση ενάντια στη χούντα, στη Στοκχόλμη, ο Πέτρος Φυσσούν.) Αλλά «θυμάμαι» δεν είναι μια λέξη «για να θυμάται κανείς», όπως

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 17 έχω γράψει στο «Αγγέλιασμα». «Θυμάμαι» δεν θα πει τίποτα, προπαντός όταν θυμάμαι μόνο τα γραπτά μου. Άρα, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι μόνο ό,τι σώθηκε στις φωτογραφίες. Γι αυτό και ζηλεύω το πρώτο μέρος του Φοβερού βήματος του Κώστα Ταχτσή, όπου ψιλοβελονιαστά ανασυνθέτει με τόση ενάργεια και ακρίβεια τα παιδικά του χρόνια ο μακαρίτης. Εγώ εις το επίπονον αυτό έργον της αυτοβιογραφήσεως, ουδέ πρόθεσιν είχον ουδέ τη διάθεσιν πριν ευρεθώ εις το χωρίον αυτό. Λόγω της πλήρους απομονώσεώς μου από τα εγκόσμια, με συντροφίαν την ηλεκτρονικήν μηχανήν μου, που δεν έχει ιδικήν της μνήμην, απεφάσισα να την φορτίσω με την ιδικήν μου. Με συντροφίαν τον παπαγάλον και ένα ωδικόν πτηνόν, συνέρραψα το παρόν ιμάτιον, που επικαλείται ουχί την επιείκειαν του αναγνώστου αλλά την παπαγαλικήν του ικανότητα αποστηθίσεως του στηθαίου. Ο παπαγάλος μου, από τας τρεις λέξεις που επεχείρησα να του μάθω, δεν εκράτησεν παρά μόνο μία, το «μαλάκας». Αι άλλαι δύο ήσαν: «Βέλτσος» και «Σουπαδινάτζε» Ταΐζων τον παπαγάλον μου με μαρουλόφυλλα, υιοθέτησα κι εγώ, διά την οικονομίαν της αφηγήσεως, το ψευδώνυμον «Μαρούλης». Σποραδικές αναμνήσεις: από το σχολείο έμαθα δύο βασικά: 1 ον ) ότι η ζωή είναι πόνος και 2 ον ) ότι η ζωή στον πλανήτη οφείλεται στην ιδιότητα του πάγου να γίνεται ελαφρύτερος από το νερό και να ανεβαίνει ως εκ τούτου εις

18 βασιλησ βασιλικοσ την επιφάνειαν της θαλάσσης, επιτρέποντας έτσι τη ζωή στο βυθό να συνεχίζει την αναπαραγωγή της. Και τις δύο αυτές βασικές αλήθειες μάς τις έμαθε ο καθηγητής μας της Ιστορίας πρώτα και των Νέων Ελληνικών αργότερα, ο Νίκος Παπαχατζής. Μια ολόκληρη χρονιά μάς ανέλυε την πρώτη φράση από τα Λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα, «ο πατέρας μου, μύρο το κύμα που τον τύλιξε», και το «ως εκ δεισιδαίμονος φόβου», από τον «Αμερικάνο», του Παπαδιαμάντη. Αντίθετα, οι πανεπιστημιακοί μου δάσκαλοι υπήρξαν όλοι από πολύ έως ολίγον «ψώνια». Τόσες οι δυσκολίες, φαίνεται, για να γίνει κανείς τότε πανεπιστημιακός καθηγητής, που στο τέλος τού έστριβε. Τώρα που έγιναν όλοι καθηγητές πανεπιστημίου, η τρέλα μετατοπίστηκε αλλού. Πραγματικό ταλέντο στην τάξη μας υπήρξε ο Ντώνιας από το Διδυμότειχο. Έφυγε για την Αμερική και δεν ξανακούστηκε. Πολύ καλός επίσης στα μαθήματα ήταν ο Καλφόγλου. Και ο πανέξυπνος Σαρφατής, που πολύ θα ήθελα να ξέρω τι απέγινε. Φίλος μου κολλητός ήταν πάντως ο Γεράκης, αυτός που τράβηξε αργότερα τις φωτογραφίες που αναλύω στο ομώνυμο βιβλίο μου. Έφυγε όμως για την Αφρική νωρίς. Μετά το σχολείο συνέχισα να είμαι φίλος στενός με το συμμαθητή μου Γρηγόρη Αθυρίδη (τον Ορφέα στη Διήγηση του Ιάσονα, γιατί ήταν μεγάλο ταλέντο στη μουσική) και με τον Καραμπέτ Καλφαγιάν, στου οποίου το σπίτι σύχναζα πολύ, γι αυτό και στη νουβέλα μου «Το Φύλλο», ο «ήρωας» διάκειται συμπαθώς προς το διαμέρισμα των καλών Αρμεναίων της πολυκατοικίας όπου διαδραματίζεται η ιστορία.

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 19 «Ένα φύλλο μπανάνας που μαραίνεται είναι ένας ολόκληρος κόσμος που απέρχεται», σκέφτηκε ο κύριος Μαρούλης, ατενίζοντας το θλιβερό θέαμα εκείνου του κατωτέρου στην ιεραρχία μπανανόφυλλου που είχε μαραθεί, όπως μαραίνεται ένας άνθρωπος. Που είχε πεθάνει, αλλά παρέμενε άταφος νεκρός. Που είχε πάρει το χρώμα της γης, άδειο πια από την αλλοτινή του χλωροφύλλη, για να επαληθευτεί του Λόγου το αληθές για τα έμβια: «χους ει και εις...» Ναι, αυτό ήταν. Τα άλλα φύλλα δεν το θρηνούσαν. Δεν το μοιρολογούσαν. Είχαν αναπεπταμένες τις λόγχες τους προς τον ουρανό εκλιπαρώντας τον, εις μάτην, να μην έχουν και αυτά την τύχη του άτυχου συντρόφου των. Τα φύλλα, με τη χλωροφύλλην, υγιή και ευσταλή, σαν αναπεπταμένα λάβαρα, δεν ήξεραν τη μοίραν των, ότι κάθε τελευταίον εις την ιεραρχίαν του κορμιού είναι και το αμέσως επόμενον διά να απέλθει. Ο κύριος Μαρούλης τα έβλεπε με αυξαινόμενον θαυμασμόν. Είχον, τα φύλλα αυτά, κάτι από τη μεγαλόπρεπειαν των φυτικών ηγεμόνων. Και ενεθυμείτο, πλάι εις τον παπαγάλον του, όστις εδυσκολεύετο να προφέρει το «Βέλτσος», πολύ δε περισσότερον το έτι περιπλοκότερον «Σουπαδινάτζε», κι επαναλάμβανε, δίκην τιμωρού θεού, το «μαλάκας», διότι ως ευκολοπρόφερτον ενηρμονίζετο ηχητικώς εις το θαλαμίσκον του ράμφους του -ενεθυμείτο πώς ο ίδιος ως νεαρός είχεν εμπνευσθεί το «Φύλλον». Βρισκόταν, λέει, στο σπίτι του Γάλλου διευθυντού του εν Θεσσαλονίκη Γαλλικού Λυκείου, του κυρίου Ερρίκου Ερέτ (Henri Heret) -με προφερόμενον το τελικόν «τ»- και της εκλεκτής συζύγου του Σουζάννης, προς την οποίαν ο κ. Μαρούλης, ως νεαρός, έτρεφεν αόριστον τινά αδυναμίαν, όταν, εις εκείνο το dejeuner (δεν ενεθυμείτο πλέον με ποίαν αφορμήν), ήκουσεν τον κύριον Ερέτ να λέει δείχνοντας το

20 βασιλησ βασιλικοσ τεράστιο φυλλόδεντρο που καραδοκούσε στη γωνία: «Έτσι που μεγαλώνει αυτό, θα μας εξωπετάξει όλους μια μέρα από εδώ μέσα». Ήτο ο σπόρος, όστις χρόνια μετά εκάρπισεν και απέδωκεν καρπόν κοιλίας: την πρώτην γραφήν του ομωνύμου αφηγήματος, εκτάσεως ουχί πλέον των δώδεκα σελίδων. Ο κ. Μαρούλης υπηρέτει τότε εις τον στρατόν και κατοικοέδρευε εις την οικίαν του φίλου του σκηνοθέτου Νίκου Κούνδουρου, υιού του διασήμου Κούνδουρου, το δεξί χέρι του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος σκηνοθέτης μόλις είχεν επιστρέψει από το «γύρισμα» της ταινίας του Οι παράνομοι εις τη Μακεδονίαν, από όπου και έφερεν ως λάφυρον ένα μακεδονικόν όνον. Ο όνος, κοινώς γαϊδούρι, περιορισμένος εις την άνευ αυλής οικίαν, έτρωγε τα πάντα όσα εύρισκεν. Μίαν ημέραν έφαγε και τη δεξιάν κάλτσαν του δοκίμου Μαρούλη. «Ναι, θυμάμαι», αναλογιζόταν τώρα, «είχα δανεισθεί τη γραφομηχανήν του μακαρίτη Ρόδη Ρούφου, ανωτέρου υπαλλήλου του υπουργείου Εξωτερικών και καλού συγγραφέως (ο κατόπιν ανώνυμος του βιβλίου-κολάφου κατά της χούντας), και έτσι καθαρόγραψα την πρώτην εκείνην εκδοχήν του Φύλλου. Η ιδέα του κυρίου Ερέτ είχε καρποφορήσει. Σιγά σιγά το Φύλλο αναπτύχθηκε εντός του σκοτεινού θαλάμου του εγκεφάλου μου πριν εμφανιστεί τελειωμένον, εις το λευκό χαρτί. Και συνεχώς εβελτιούτο και συνεχώς έπαιρνε άπλα, έως ότου, εις το Νέον Βόρακον, εν έτει 1959, του έδωσα τη θυσανικήν μορφήν του, δια να το κλαδέψω ύστερις εις τας τελικάς του διαστάσεις. Εις τη μορφήν εκείνην, την αδημοσίευτον, οι ένοικοι της πολυκατοικίας προσομοιάζονται με ζώα του τσίρκου, έκαστον με τον ανάλογον του ένοικον, μία μέθοδον την οποίαν ορισμένα χρόνια μετά υιοθέτησα εις το Ζ. Έτσι όλα έχουν μίαν εξήγησιν, όλα υπακούουν εις μία λογικήν».

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 21 Και ενεθυμείτο, ενώ ο μονότονος παπαγάλος δεν έπαυεν να επαναλαμβάνει το γνωστόν τρισύλλαβον, -το είχαν μάθει πλέον όλα τα δέντρα του κήπου, όλες οι μπανανιές, όλα τα μποστάνια με τα υπέρογκα καρπούζια, όλες οι αμυγδαλιές, ακόμα και τα υδρόφιλα και υδροχαρή «ντέντε», την σχετική, με το γάιδαρον ιστορίαν της αγελάδος του κουμπάρου και φίλου του Στέλιου Καζαντζίδη. Μετά τη «Μαντουβάλα», τη γνωστήν επιτυχίαν του προηγουμένου έτους, ο Στέλιος είχε πάρει μίαν αγελάδα στο σπίτι του, Κνωσού 12, τη Ζιγκουάλα. (Η αγάπη του Στέλιου για τα ζώα υπήρξε ανέκαθεν υποδειγματική.) Η Ζιγκουάλα μεγάλωνε, η Ζιγκουάλα έτρωγε το καταπέτασμα και μία μέρα που θέλησε να την ξεφορτωθεί, η Ζιγκουάλα δεν έβγαινε ούτε από τις πόρτες ούτε από τα παράθυρα. Έπρεπε να γκρεμιστεί μέρος του τοίχου, δίπλα από το παράθυρο (προς μεγάλην δυσαρέσκειαν της μητρός του, της θρήσκας κυρίας Γεσθημανής), έπρεπε να έρθει βίντσι ειδικό, για να μπορέσει η Ζιγκουάλα, δεμένη και θρεμμένη, να βρεθεί σώα και αβλαβής στο κατάστρωμα του δρόμου και να παραδοθεί ουχί προς σφαγήν αλλά προς αγρανάπαυσιν εις το αγρόκτημα του Στέλιου, εις την πλησίον της Θεσσαλονίκης κοινότητα της Χαλάστρας, όπου είχε φυτέψει την προηγουμένην χρονιά ο ίδιος καλαμπόκια, που του τα λιάνισαν τα ζώα του γείτονα. Διότι όλες οι επιχειρήσεις που κατά καιρούς έκανε ο κουμπάρος και φίλος του, ο Στέλιος, στο τέλος χαλάστρα γίνονταν. Δεν είχε τέλος ευτυχές καμία από τις επιχειρήσεις του. Καλή μου αδελφούλα, χρυσή μου μηχανή. Καλά που ήσουν εσύ και δεν ήταν άλλος. «Γιατί το πε, το πε ο παπαγάλος». Όμως εσύ τον διαψεύδεις. Είναι το κείμενό σου που

22 βασιλησ βασιλικοσ θα ταξιδεύει στις δισκέτες σου πριν εκτυπωθεί η θησαυρισμένη μνήμη μιας ζωής, της δικής μου τέλος πάντων. Γιατί όλα όσα έγιναν έπρεπε να γίνουν, γιατί όλα που έγιναν, ακόμα και τα άσχημα, ήταν μέσα στην πάνσοφα οργανωμένη σκέψη του Δημιουργού. «Κύριε, σαν έρθει η βραδιά σου λέω την προσευχή μου. Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ τη δική μου...» Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Συγγραφέας συγκλονιστικός. Τα διηγήματά του σκαμμένα, πελεκημένα σε ξύλο ακαζού. Τα δοκίμιά του καίρια. Τα ποιήματά του αδάμαντες τιμιότητος. Μόνο η πολιτική προπαίδεια τού έλειπε, όπως και όλων των συγκαιρινών του, λες και αν υπήρχε θα έβλαφτε, θα θεωρούνταν σημάδι κακό. Μεγάλα κοράκια, με λαιμούς κόνδορα, τσιμπολογούν στους παρατημένους σωρούς των σκουπιδιών, λίγο παραπέρα. Η ψαραγορά έχει κέφαλους και λαπίνες. Και χριστόψαρα. Ο κ. Μαρούλης αγόρασε μίαν αρμαθιά ψάρια, τα πλήρωσε κι ανέβηκε στο σπιτικό του. Και η μέρα αυτή προαναγγελλόταν δύσκολη. Είχε μπει πια στην τελική ευθεία. Αυτή την εβδομάδα εγκατέλειπε οριστικά το μέρος αυτό. Και με την ανατριχίλα της αναμονής, που δεν την άφηνε να περάσει ολόκληρη μέσα του για να μην αναστατωθεί πλήρως και χάσει την ψυχραιμία του, γύρισε στο σκοτεινό τραπέζι του και άρχισε να γράφει: «Πολλές στάθηκαν οι σειρήνες που θέλησαν να με παραπλανήσουν, πλην όμως εγώ, σταθερά κι απαρέγκλιτα, όδευα για το μόνο σκοπό που είχα τάξει στη ζωή μου, την ολοκλήρωση της αυτοβιογραφίας μου ή, όπως την υπενομάτιζα, τις φιλολογικές μου αναμνήσεις. Διότι ως συγγραφέας έζησα μια ζωή, άρα οι αναμνήσεις μου δεν μπορούσαν να είναι άλλες παρά

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 23 αυτές που απέκτησα με την καθημερινή ενασχόλησή μου. Βεβαίως και γνώρισα μαραγκούς, ψαράδες, ναυτικούς και ανθρώπους άλλων επαγγελμάτων. Βεβαίως ο Δημήτρης ο επιπλοποιός, του οποίου και την κόρη εβάπτισα στη Θεσσαλονίκη, το 1979, με συγκούμπαρο τον Στέλιο, είναι ένας άνθρωπος που με απασχόλησε. Τι όμως θα μπορούσα να θυμηθώ απ αυτόν; Τι άλλο πέραν της στοργής που μου επέδειξαν, αυτός και η γυναίκα του, όταν έμεινα δύο βραδιές στο σπίτι τους; Ως μαραγκός είχε την εργασία του, αλλά ποτέ δεν ομιλούσε δι αυτήν. Μαζί μου και με τον Καζαντζίδη ήθελε να ξεχάσει τη βιοπάλη, ήθελε τραγούδια και φιλοσοφίες. Γιατί κάθε άνθρωπος θέλει να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον όπου είναι έγκλειστος. Αν μιλούσε για την τέχνη του μαραγκού, θα επιμήκυνε τη σκλαβιά του και πέραν των ωρών της εργασίας του. Μόνο μία τέχνη, ένα επάγγελμα δεν μπορεί να ξεφύγει του καημού του: το συγγραφικό. Διότι σε αυτό αναπαράγεται η ζωή κι έτσι λησμονιά εύκολα δεν υπάρχει. Γι αυτό και πολλοί συγγραφείς καταφεύγουν σε ξεδώματα ουτιδανά, για να μπορούν να αναπνεύσουν. Κάνουν τον κηπουρό, το μάγειρα, τον ταξιδευτή, τον εξερευνητή κοραλλιών, τον ψαροτουφεκά. Μα είναι κυρίως πότες. Μόνο με το πιοτί καταφέρνουν να ξεχάσουν το επώδυνο επάγγελμά τους που είναι η επιστροφή στο κείμενο, είτε διά του κειμένου, είτε διά των κριτικών, αναφορών, επιστολών, τηλεφώνων, φαξ και τηλεοράσεων, είτε διά του πλέον επωδύνου διάβασα το βιβλίο σου που με συγκλόνισε. Η μόνη φυγή από την κόλαση της γραφής είναι εν τέλει ο ύπνος. Μα κι αυτός δεν είναι πάντα εύκολος». Ενθυμού και μη λησμόνει. Πίνε τσάι με λεμόνι. Τρώγε και παξιμαδάκι. Ενθυμού και το Μαράκι.

24 βασιλησ βασιλικοσ Τραγούδι της Κατοχής: Όπως και το: Νάνι νάνι... Η νύχτα απλώνει σκοτάδι πυκνό. Κοιμήσου εσύ, ξεκουράσου, και τα όνειρά σου, ας είναι γλυκά. Η αγάπη κυλάει σαν τη σφαίρα. Ίσως μια μέρα σε ξαναδώ... Οι δύο πόλεις όπου μπόρεσα να γράψω στη ζωή μου με τη μεγαλύτερη άνεση, που με ενέπνευσαν, θέλω να πω, ως πόλεις, όπου μόλις πατούσα το πόδι μου τα εγκεφαλικά μου κύτταρα αναζωπυρώνονταν, υπήρξαν δύο πόλεις-νεκροταφεία: το Βερολίνο και η Ρώμη. Στο Βερολίνο έζησα, με πολλά πηγαινέλα, για έναν περίπου χρόνο, το 70-71. Νομίζω ότι έγραψα σε έντεκα μήνες ισάριθμα βιβλία. Ενώ ο κύριος όγκος της συγγραφικής μου δουλειάς από το 72-81 και από το 85-88 ολοκληρώθηκε στη Ρώμη. Στο Βερολίνο, το Δυτικό, είχα μιαν υποτροφία της DAAD (Γερμανική Υπηρεσία Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών). Αργότερα την πήραν κι άλλοι συμπατριώτες συγγραφείς και ζωγράφοι. Τα χρόνια εκείνα ήταν μια πολιτεία-φάντασμα. Ζούσε με ορούς. Η μόνη μας υποχρέωση, ως υποτρόφων, ήταν να κυκλοφορούμε, άπαξ της ημέρας, για μία περίπου ώρα, στην κεντρική λεωφόρο Κουρφίρστενταμ, για να μας

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 25 «θεώνται» οι εναπομείναντες Βερολινέζοι. Να επιπλώνουμε δηλαδή την πόλη με τη σωματική παρουσία μας. Μου πήγαινε το Δυτικό Βερολίνο σαν το διάολο. Μόλις έφτανα, ξυπνούσαν, λες, οι δημιουργικές μου δυνάμεις, οι ίδιες αυτές που ατονούσαν μένοντας στο πολύ πιο ενδιαφέρον Παρίσι. Στο Παρίσι, δεν μπόρεσα να γράψω ποτέ. Ούτε και στη Νέα Υόρκη, παρόλο που και στις δύο αυτές πολιτείες έγραψα ορισμένα βιβλία. Στο Παρίσι το Καφενείο Εμιγκρέκ, είδος σημειώσεων που κρατούσα κάθε βράδυ σε μορφή διαλόγου, και το Κ, πρόσφατα. Στη Νέα Υόρκη τους Λωτοφάγους. Αντίθετα η Νέα Υόρκη και το Παρίσι υπήρξαν χώροι ιδανικοί για να ξαναδουλέψω προηγούμενα βιβλία μου. Έτσι στη Νέα Υόρκη μοντάρισα τρεις συλλογές διηγημάτων σε δύο (Αυτοκτονία με ερωτηματικό και Τα χαζά μπούτια), τις Τέσσερις Προσανατολισμένες Πόλεις, και την Ατελείωτη Επιστολή. Στο Παρίσι όλα τα υπόλοιπα. Όχι, ξέχασα κάτι. Στο καφενείο του Γκρίνουιτς Βίλατζ, το «Φιγκαρό», το χειμώνα του 1959, έγραψα το μεγαλύτερο μέρος του «Αγγελιάσματος». Και το υπόλοιπο στην Ιθάκη της Νέας Υόρκης. Στη Ρώμη πάλι, μου πήγαινε το κλίμα της, η απουσία ζωής, παρόλο που η ίδια η Ρώμη μπορεί να είναι, όταν τη ζεις από μέσα, ολοζώντανη πόλη. Ωστόσο εγώ τη ζούσα απ έξω. Γι αυτό την πλήρωνα. Μια μίνι υποτροφία με έφερε σ αυτήν. Ο Ίταλο Καλβίνο μου είπε το 71: «Ο Σιλόνε (ο Ιγκνάτσιο) είναι πρόεδρος μιας επιτροπής που δίνει κάτι συμβολικές υποτροφίες σε πολιτικούς εξόριστους συγγραφείς. Δεν θα ήθελες να την πάρεις; Ο μόνος όρος είναι να κατοικήσεις στη Ρώμη για ένα διάστημα».

26 βασιλησ βασιλικοσ Όπως είχαμε μπουχτίσει το Παρίσι με τους ίδιους και τους ίδιους συνεξόριστους, στα ίδια καφενεία μέρα και νύχτα, κάναμε ένα ταξίδι ως τη Ρώμη και το πρώτο «ενοικιάζεται» που είδαμε το πιάσαμε. Ήταν στο κέντρο του κέντρου, στη βία ντέλα Φρέτσα. Ένα δωμάτιο με μπάνιο και τουαλέτα όλο και όλο. Σ αυτή την ανήλιαγη τρύπα απομαγνητοφώνησα τις κασέτες μου με τις συνεντεύξεις των εργατών μεταναστών στη Γερμανία. Αργότερα ξενοικιάστηκε ένα κανονικό στούντιο στη σοφίτα. Στοίχιζε πιο ακριβά. Αλλά η Μιμή κι εγώ θέλαμε πια να μείνουμε στη Ρώμη. Οπότε και το πιάσαμε. Αυτό έγινε το 1972. Κι έμεινα εν τέλει, κατά διαστήματα, ως το 1987. Τελικά στη Ρώμη έγραψα τον αγλέουρα: την Κάθοδο, τον Θρασάκη, τις Προσωπογραφίες (μετέπειτα 290 πρόσωπα), τον Μονάρχη. Έγραφα παντού, γιατί δεν με αφορούσαν οι Ιταλοί. Δεν καταλάβαινα καλά τη γλώσσα τους, οπότε ήμουν ελεύθερος να εκφράζομαι στη δική μου. Για μπάνιο πηγαίναμε στη Σπερλόγκα όπου είχε ένα πολύ ωραίο σπίτι η Ειρήνη Παπά. Εμείς, φυσικά, μέναμε σε ξενοδοχείο. Στη Σπερλόγκα, τα καλοκαίρια, μαζεύονταν πολλοί Έλληνες της διασποράς. Μια μέρα στην πλαζ (καλοκαίρι του 73 ήταν, νομίζω), ενώ πήγαινα στην ταβέρνα του «Ρόκο» για να γράψω (έγραφα με πάθος τον Μονάρχη, γιατί μόλις είχα δει τον Κωνσταντίνο από κοντά σε κείνη τη συνέντευξη που καταδίκασε τη χούντα), κατέβαινε κι ο Σημίτης με τη γυναίκα του και τα δύο μικρά τους κοριτσάκια. Βλέποντας το χρυσό στιλό που κρατούσα στο χέρι, μου λέει γελώντας: «Η χρυσή πένα...» Από τότε γίναμε φίλοι. Η διακριτικότητά του, ανάμεσα στους φωνακλάδες συνεξόριστους, από τότε με εντυπωσίαζε.

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 27 Στα στενά δρομάκια της Ρώμης, κοντά στο σπίτι μου (βία ντέλα Κρότσε, βία ντέλ Όκα, βία Άντζελο Μπρουνέτι, βία Φρατίνα) έκανα τους πιο όμορφους περιπάτους. Ήταν ζεστά, οικεία. Φορούσα τους δρόμους σαν γάντι στο χέρι μου. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Ήταν πέντε όλοι κι όλοι αυτοί οι δρόμοι. Καθένας κι ένα δάχτυλο. Εκεί δαπάνησα τα πιο όμορφα δειλινά ψωνίζοντας για το βραδινό, στην πρώτη και στη δεύτερη παραμονή μου στην ιταλική πρωτεύουσα, ακούγοντας τα κιοπέγκια των μαγαζιών να κλείνουν στις εφτάμισι το βράδυ, καθώς οι μαγαζάτορες κατέβαζαν με δύναμη τα ρολά. Κι ίσως το ωραιότερο βιβλίο που διάβασα για τη Ρώμη να είναι του Ζολά. Με το όνομα της πόλης για τίτλο. Στα δέκα περίπου χρόνια που έζησα συνολικά, οι Ιταλοί με έγδυσαν, αλλά το χάρηκα. Όταν σου τα παίρνουν οι Ιταλοί, έχουν έναν τρόπο να σε κάνουν ακόμα και να χαίρεσαι Αυτή είναι η μεγάλη αβάντα τους. Σήμερα, παραμονή των Θεοφανείων, δέκα χρόνια πριν, τέτοια μέρα, είχε αποπειραθεί να με διώξει ο Μένιος Κουτσόγιωργας από την ΕΡΤ κι εγώ, ο βλάκας, δεν έφυγα. «Μαλάκα», φωνάζει ο παπαγάλος χωρίς να ξέρει τι γράφω. Τα Φώτα δεν έχω ρεύμα. Δεν θυμάμαι τίποτα. Και μισώ όσα γράφω. Δύο ακόμα παιδικές αναμνήσεις: η Αρμένισσα που μας έκανε γαλλικά στην Καβάλα, στην αδελφή μου και σε μένα, και που μύριζε η πλάτη της.

28 βασιλησ βασιλικοσ Και οι δύο γεροντοκόρες στο ημιυπόγειο διαμερισμάκι της Παλαιών Πατρών Γερμανού στη Θεσσαλονίκη, στη δεκαετία του 50, που νομίζω κάθε φορά πως είναι η Ζιζέλ, η μεταφράστριά μου και η Λιλί, η συγκάτοικός της, που μένουν στο Σατού, έξω από το Παρίσι. Αν ήταν όμως η Ζιζέλ την εποχή εκείνη, θα έπρεπε σήμερα να είναι εκατόν είκοσι χρονών και δεν είναι καν εβδομήντα. Άρα η ταύτιση που κάνω θα πρέπει να υπάγεται στην παραψυχολογία, στο γνωστό σύνδρομο του «déjà vu». Όπως για χρόνια υπέφερα με το μόνιμο εφιάλτη ότι πεθαίνω από σφαίρα στην πλάτη, στα τριάντα τρία μου χρόνια, καθώς προσπαθώ να αποφύγω την οδομαχία στρίβοντας την Καρόλου Ντηλ, στη διασταύρωσή της με τη Βασιλέως Ηρακλείου, εκεί όπου αργότερα, γράφοντας το Ζ, έμαθα ότι έκανε πιάτσα το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη. Θεοφάνεια σήμερα. Η γιορτή του Σταυρού. Είναι φοβερό όταν σκέφτομαι πως πέρασαν ήδη δέκα χρόνια από εκείνη τη συνάντηση με τον Κουτσόγιωργα στο γραφείο του Μαρούδα, όπου υποτίθεται ότι θα του έδινα το χαρτί της παραίτησής μου και δεν του το έδωσα. (Περιγράφω το περιστατικό στο Κ. Κακώς. Εδώ είχε τη θέση του, όχι σε ένα βιβλίο για τον Κοσκωτά.) Αλλά εννέα χρόνια είναι πολλά σε σχέση με την ενάργεια του συμβάντος στο μνημονικό μου. Δεν λέω σαν να έγινε χτες, μα οπωσδήποτε δεν μπορεί να ναι δέκα χρόνια. Ένα έκτο ή ένα έβδομο μιας ολόκληρης ζωής. Γιατί μου έμεινε έτσι αξέχαστο; Γιατί δεν το έγραφα στην ώρα του, για ν απαλλαγώ από αυτό και το έγραψα μόλις πέρυσι; Ή μήπως γιατί δεν συνέβη τίποτα πολύ σημαντικό μετά; Άγνωστο. Ωστόσο ακόμα θυμάμαι το αναψοκοκκινισμένο

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 29 πρόσωπο του Μένιου... Το σκυφτό κεφάλι του Μαρούδα... Θα μπορούσα να τα αναπαραστήσω όλα καταλεπτώς... Τι βλακεία τότε να μη φύγω... Οι βλακείες πληρώνονται στη ζωή. Και λεφτά είχα και όρεξη. Τώρα ούτε λεφτά ούτε όρεξη για οτιδήποτε έχω. Ήρθαμε και πιαστήκαμε εδώ με τον «Νταντόν», σαν ποντικοί στη φάκα και περιμένουμε, αφού εξαντλήσαμε όλα τα περιθώρια, να έχουν την καλοσύνη να μας απελευθερώσουν. Όπου, επιστρέφοντας οίκαδε, ένας Θεός ξέρει τι χάος οικονομικό έχω ν αντιμετωπίσω. Το μόνο που δεν έχω ακόμα στερηθεί είναι αυτή η ελευθερία της έκφρασης, που με κρατάει ζωντανό... Μια ώρα που δεν κάπνισα. Μένουν άλλες τρεις ως την επόμενη πίπα. Να δούμε αν θα μου έρθει η όρεξη για γράψιμο με τη στέρηση του καπνού. Αν θα αναπηδήσουν σιντριβάνια θυμού... Η ιστορία της πίπας άρχισε με την τρίτη γαστρορραγία του 89. Είχε γίνει πια συνήθεια να κάνω Δεκαπενταύγουστο στο νοσοκομείο με τις γαστρορραγίες. Και μπορώ να πω ότι μου άρεσε. Για μερικές μέρες, στο νοσοκομείο, με τον κλιματισμό, μόνος μου, μπορούσα να διαβάζω ατελείωτα, όσο ήθελα, και να μη βλέπω παρά μόνο αυτούς που θέλω. Από τότε αποφάσισα να κόψω το τσιγάρο και τον καφέ και να τα αντικαταστήσω με πίπα και τσάι. Και το μεν τσάι απέδωσε, γιατί μέχρι στιγμής δεν πέρασα τέταρτη γαστρορραγία, αλλά η πίπα με τον τρόπο που τη δαγκάνω, μου έριξε τις επάλξεις των δοντιών. Αποδεκάτισε τα ωραία δοντάκια μου, που όλοι τα ζήλευαν. Ωστόσο, η καταστροφή των δοντιών άρχισε με ένα σφαγέα στη Θεσσαλονίκη, Κοντούλη τον λέγανε, αν δεν γελιέμαι, τον οδοντογιατρό Κοντούλη, που, στα καλά καθούμενα, όταν ακόμα ήμουν είκοσι χρονών, μου έβγαλε δύο φρονιμίτες. Και δεν

30 βασιλησ βασιλικοσ μου είπε, ο βλάκας, ότι για ένα εικοσιτετράωρο τουλάχιστον έπρεπε να απέχω. Έτσι, καθώς αργότερα την ίδια βραδιά τής έγλειφα λυσσασμένα την πλάτη, της γυναίκας εκείνης που ήμουν τότε αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της, την έβαψα στο αίμα, που μετά πέρασε και στα σεντόνια. Ευτυχώς, ως μεγαλύτερή μου στα χρόνια, κατάλαβε, δεν τρόμαξε. «Δεν μου το είπες ότι πήγες σήμερα στον οδοντογιατρό». Ξουράφια μυριοστόλιστα και χιλιομπαλωμένα. Χωράφια αδρά και σκόρπια ποτισμένα. Γλάροι σταχτιοί σαν του μυαλού το νέφος. Θεία η χάρις για το πιο Θείον Βρέφος. Αρχέλαος του Θησαυρού και Παπαδούκας του Ρομάντζο. Έφαγα κρυόχορτο με μαγιονέζα «μάντζο». Κι από της Ρώμης το πυργί κι απ το πυργί της Ρώμης, κατέβηκα ένα ένα το σκαλί της ταξιδεύτρας βρώμης. Φύλλο μου, φυλλαράκι μου και διπλοβασιλικέ μου κτλ. Οι πύργοι της Μάνης: Οι «Torre» της Φλωρεντίας. Οι Ιατρού της Μάνης. Οι Μέδικοι της Φλωρεντίας. Η Μέσα

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 31 Μάνη. Η Έξω Φλωρεντία, η περιφερειακή. Εν τέλει ποια τραγούδησε Λουτσία ντι Λαμερμούρ; Ο κύριος Μαρούλης εζήλευεν τον μακάριον ύπνον των ιθαγενών, οίτινες ολημερίς δεν έκαμνον τίποτα. Εκάθηντο ενώπιον πλινθοκτίστων ή τουβλοκτίστων χθαμαλών και ισοπέδων οικιών, του ενός ή των δύο δωματίων το πολύ, και εθεώντο το πηγαινέλα των μυιγών, των δρυοκολαπτών και των συκοφαγάδων, αν και δεν υπήρχαν σύκα. Εχάζευον ακίνητοι, σπανίως το πρόσωπον συσπώντες, ίνα αποφύγουν την εγκατάστασιν μυιγός τίνος παρά την οπή του τούνελ, του επονομαζομένου ρουθουνίου. Ο κύριος Μαρούλης ενεθυμείτο ανέκδοτον τι της εφηβείας του περί γέροντός τινός, ως εξαπομείναντος εις τη νήσον από του παρελθόντος αιώνος, όστις, άπαξ κινηθείς εις διάστημα είκοσι τεσσάρων ωρών, διά να εκδιώξει ενοχλητικήν, προσφυγικήν μυίγαν, εγκατασταθείσαν εις το αριστερόν του παρώτιον, είπε το περίφημον (ενώ η κεφαλή του έγειρε από την άλλη πλευράν του αυχένος του): «Πού ήμουν και πού βρέθηκα;» -κάτι που θα μπορούσε να το είπει και ο ίδιος ο κύριος Μαρούλης ενατενίζων το χάρτην της υδρογείου και βλέποντας την αβυσσαλέαν απόστασιν μεταξύ Muyupampa και Αθηνών. Ωστόσο δεν το έλεγεν, διότι με εγκεφαλική δύναμιν επεβάλλετο επί των αναρχικών συναισθημάτων του, ενώ ο ράθυμος εκείνος ανατολίτης εις τας υπώρειας της νοτίου Κρήτης παρηκολούθει άμα, με μία στημένην έμπροσθέν του κεραίαν, τας δι ασυρμάτου συνομιλίας των ναυτικών, όπως τας συνελάμβανεν από τους αιθέρας, το μεταφυσικόν, έμπροσθέν του, φυτεμένον, ούτως ειπείν, καμάκι. Διότι ναι: το να γίνεις βλάξ και ράθυμος, το να μισήσεις τα παραδείσια φρούτα του νοός δεν είναι εύκολον. Θα πρέπει με λοβοτομήν να αφαιρέσεις

32 βασιλησ βασιλικοσ τον ανώτερον φλοιόν του εγκεφάλου σου, διά να μεταμορφωθείς σε βόδι. Διότι τέτοιος ήθελε να γίνει, για να περάσει ευκολότερα ο καιρός έως της αναχωρήσεώς του, που πλέον την οραματίζετο ως όνειρον μακρινόν, απλησίαστον, ωσάν κάτι που δεν επρόκειτο ποτέ να επισυμβεί. Εφοβείτο ότι εδώ θα έμενεν το υπόλοιπον του βίου του, θα ενυμφεύετο ιθαγενή και... Το θυμικόν του κυρίου Μαρούλη είναι πεπτωκός. Μόνον το άκαπνον κάμνει τον μπαμπέσην χρόνον να περνά. «Σκέψου να μην ήμουν καπνιστής, πώς θα σκότωνα το χρόνο;» Ενώ τώρα, κόβοντας κατά διαστήματα το κάπνισμα, νιώθει ότι αντιπαλεύει εις αγώνα δρόμου το χρόνον της αντοχής του. «Άντε ακόμα μισή ώρα να κρατηθώ χωρίς ν ανάψω την κατηραμένην πίπαν...» Και έτσι ο καιρός περνά, διότι του αντιπαραθέτει κάτι συγκεκριμένον. «Ω ευτυχισμένοι θνητοί», μονολογεί εις στιγμάς δυσκόλους. «Όσοι μπορείτε να πηγαινοέρχεσθε οπουδήποτε, οποτεδήποτε θελήσετε. Ενώ εμείς, εγώ, έχουμε να περιμένουμε την επαύριον την άφιξιν ή μη του στρατοδίκου, την έλευσιν ή μη του δικηγόρου, τη συνάντησιν στρατοδίκου και συνηγόρου κτλ.». Όλα αυτά παρατείνουν επ αόριστον το «ενθάδε κείται» του κειμένου. Ο κύριος Μαρούλης φιλοσοφεί, διότι μόνο έτσι σκοτώνει την ώρα. Ο κύριος Μαρούλης και εγώ είμαστε το αυτό πρόσωπο. Εκφραζόμενος στην καθαρεύουσα γίνομαι ο κύριος Μαρούλης. Στη δημοτική παραμένω εμαυτός. Ποίος όμως είναι ο εαυτός, ποία ετεροθαλή στοιχεία τον αποτελούν, ποία κατασταλάγματα αιώνων τον συνθέτουν; Τι εννοούμε ως «εγώ», αυτό είναι το μέγα μυστήριον. «Εγώ», λέει ο κύριος Μαρούλης εις το σωσίαν του με τη δημοτικήν περιβολήν, «εγώ σημαίνει όλοι εσείς, πλην ενός που δεν ανήκει στον κύκλο σας: εγώ που σας βλέπω. Εγώ δεν υπάρχω χωρίς

ΜΝΗΜΗ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ 33 εσάς. Εσείς δεν υπάρχετε χωρίς εμένα. Τίποτα δεν υπάρχει έξω από εμάς, διότι το έξω είναι συνώνυμο του μέσα. Άρα ο μελαγχολικός στίχος του Γιώργου Θέμελη τα πράγματα υπάρχουν έξω από μας, δεν αληθεύει. Τα πράγματα χωρίς εμάς απλά δεν υπάρχουν. Ουδείς είναι σε θέση να διαπιστώσει την ύπαρξιν της καρέκλας μετά το θάνατον του καθημένου επ αυτής. Ο άνθρωπος έφυγε, η καρέκλα έμεινε, αποτελεί ψέμα. Διότι έμεινε για ποιον; Γι αυτόν που τη βλέπει. Αν όμως φύγει και αυτός, ποια καρέκλα μένει; Εκείνη που βλέπει ο επόμενος. Και αν ο επόμενος φύγει; Καταλαβαίνετε ότι μιλάμε για ανώτερα μαθηματικά, όχι για έννοιες της ψυχολογίας. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι τίποτα δεν μένει αιωνίως. Άρα τα πράγματα, συνάρτηση των ανθρώπων, είναι και αυτά περαστικά. Οι πύργοι, οι ναοί, όλα. Άρα μόνον ο άνθρωπος τεκμηριώνει και αναδεικνύει το φευγαλέον πέρασμά του από τη φλούδα της γης. Την πέμπτη ουσία της απώλειας νομίζω πως την έχω καταγράψει σε πέντε βιβλία που αφορούν το θάνατο της Μιμής. Τα πρακτικά δεν ξέρω αν εδώ ενδιαφέρουν καθόλου. Η ουσία είναι ότι ευγνωμονούσα τον Θεό που βρέθηκα μόνος στη Ρώμη, χωρίς παρενοχλητικές παρουσίες φίλων, γνωστών και τα λοιπά, ώστε μπόρεσα να εισπράξω ολόκληρο το μήνυμα του τι σημαίνει να χάνεις κάποιον. Γιατί έτσι ζήσαμε με τη Μιμή. Κλειστά. Οι τρίτοι δύσκολα εισχωρούσαν ανάμεσά μας. Οπότε κι εγώ, με κλειστή την πόρτα προς τον έξω κόσμο για ενάμιση χρόνο, κατάλαβα καλύτερα το νόημα της απουσίας. Μα εκείνο που χρειάστηκε αμέσως μετά ήταν ψυχοθεραπεία ή μετακίνηση. Προτίμησα τη δεύτερη, γιατί ξεμουδιάζει

34 βασιλησ βασιλικοσ περισσότερο το μυαλό και το σώμα. Έτσι έκανα μια σύντομη τουρνέ στην Αμερική, το 1978. Με βοήθησαν φίλοι για να τη στήσω στο άψε σβήσε, όπως ο Έντμουντ Κίλι, η Μαίρη Μακάρθι, ο πρώην εκδότης μου Μπιλ Γιοβάνοβιτς. Πριν φύγω για την Αμερική, είχα γράψει τον Τρομερό μήνα Αύγουστο, το Τελευταίο Αντίο και την πρώτη μορφή της Φλόγας της Αγάπης. Οπότε, επιστρέφοντας στη Ρώμη, δούλεψα την τελική της μορφή κι έφευγα μετά, σε τακτά δεκαπενθήμερα, για τις ανατολικές χώρες: ΕΣΣΔ, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία. Το καλοκαίρι κατέβηκα στην Ελλάδα, πήγα στα Ανώγεια της Κρήτης κι από κει ξανά στην Αμερική για μια πολύ μεγαλύτερη περιοδεία τούτη τη φορά (1979). Με ανακούφιζε κάθε μέρα να είμαι σε άλλο αεροπλάνο. Όλα αυτά καταγράφηκαν στα βιβλία: Τέσσερις προσανατολισμένες πόλεις, Ασβός και Μάγια. Όταν είχα συνέλθει πλέον, όταν δηλαδή άρχισα να τρώω κανονικά, ήρθαν οι εκλογές του 1981. Βρέθηκα διχασμένος. Για ένα πράγμα ήμουν σίγουρος: ότι δεν ήθελα να ανακατευτώ με την πολιτική. Μάταια ο Ανδρέας Παπανδρέου με κυνηγούσε τηλεφωνικά στην Αμερική για να κατεβώ υποψήφιός του. «Βουλευτής εγώ δεν γίνομαι», του έλεγα. Κι όπως επέμενε (με τη μέθοδο του μέγα ρίχτη: «Είσαι λαϊκή μορφή, ο κόσμος σε θαυμάζει...») του απαντούσα: «Ο πατέρας μου κάηκε από τον πατέρα σας. Εγώ, ως γιος του, δεν θέλω να καώ από σας, το γιο». (Το «Επίμετρο» στο Ελικόπτερο περιέχει σαφείς αναφορές σε αυτόν το διάλογο.) Θυμόμουν τον πατέρα μου μια ζωή υποψήφιο βουλευτή του Γεωργίου Παπανδρέου. Να μη βγαίνει βουλευτής για λίγους σταυρούς προτίμησης. Τους έκλεβε ο εκ Θάσου