Στον Κήπο των Ελαιών



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Κ ΕΦΆ Λ ΑΙΟ 1 Ο ΩΚΕΑΝΟΣ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Πρόσωπα: Αφηγητής- 5 παιδιά: \ Άγιος Βασίλης

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκιπας. Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα. Διασκευή: Ανδρονίκη

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΤΟ ΣΠΊΤΙ μύριζε λιωμένο βούτυρο και καθαριότητα.

Μπουν τού υποσχόταν πως δε θα τα πήγαινε να δουλέψουν στις λιμνοθάλασσες του νότου ή στα ανθρακωρυχεία

Η ιστορία του δάσους

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Κείμενο 1: Μια έκθεση σπάνιων και πολύτιμων παιχνιδιών στον «Ελληνικό Κόσμο»

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Οι 3 διαστάσεις της ύπαρξης: εξωτερική ύπαρξη, εσωτερική ύπαρξη και γλώσσα 1: ΤΕΜΑΧΙΟ 2: ΤΕΜΑΧΙΟ 3: ΤΕΜΑΧΙΟ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Kangourou Greek Competition 2015

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Κώστας Κυριακίδης Ο Μενέλαος η Αντριάννα και η Οικογένεια των Δράκων

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

Το παραμύθι της αγάπης

«Η νίκη... πλησιάζει»

9 Σεπτεμβρίου 2005, 12:45 μ.μ.

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου


Το δρομάκι που ήθελε να γίνει λεωφόρος

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

Transcript:

Δείγµα Γραφής από το µυθιστόρηµα του Ά.Μ. Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία Στον Κήπο των Ελαιών Ι Η Αθήνα, που είναι ο κόσµος όλος, φανερώθηκε καθαρά στα µάτια του. Πελώριο Tέρας έχει καλύψει γη, κι ουρανό, και νερό, και τα πάντα. Ξύλα, δεν υπάρχει τίποτε ξύλινο. Έρηµη χώρα, τοπίο δίχως µουσική. Δεν ακούει κανέναν ήχο ή µάλλον τ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Δεν ακούει κανέναν ήχο ή µάλλον τ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Δεν ακούει κανέναν ανθρώπινο ήχο... ένα κλικ... ή µάλλον τ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Μάλλον τ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν... επειδή δεν ακούει κανέναν οικείο ήχο... Aκούει ένα κλικ, ακούει ένα κλακ, ακούει ένα µπουµ, ακούει ένα γδουµπ... ακούει ένα γδόµπο, ακούει ένα γρόµπο, ακούει ένα γράµπου, ακούει ένα γρίµπου, ακούει ένα γρέµπου, ακούει ένα κράαµπ, ακούει ένα κρουµπ, ένα γρεµπ, ένα κραµπ, ένα κρουµπ, ένα κροµπ, ένα κρεµπ, ένα κραµπ, ένα κρουµπ... κρουµπ, κρουµπ, κρουµπ, κρουµπ, τ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν από τον ήχο-που-δεν-είναι... δεν είναι... δεν είναι µάλλον αυτού του κόσµου, ένα κλινκ, ένα κλανκ, ένα κλικ. Δεν υπάρχει µουσική. Aκούει έναν ή µάλλον ακούει ένα ακούει έναν ή µάλλον ακούει έναν... θορυβώδη, παταγώδη, κακούργο ήχο. Kακουργιόηχοι. H Aθήνα, που είναι ο κόσµος όλος, σαν να ραγίζει στην κρούστα της γης. Κάτω απ τα πόδια του ραγίζει ο φλοιός. Κάνει κρίικ το χώµα...κρικ, σαν κουνιστή πολυθρόνα. Ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν κοιτάξει: αυτά των αεροπλάνων τα άτεγκτα ράµφη αυτοί των ανθρώπων οι ανάεροι τσιγαρόκαπνοι αυτές των ανθρώπων οι σπηλαιώδεις πληγές και οι άψογα φινιρισµένες (από χεράκια του τρίτου κόσµου) βαλίτσες οι αχθοφόροι και το βραχνό µεγάφωνο όλα κυλάνε, σκόνη, σουρσίµατα, παπούτσια, στο γυαλιστερό πλαστικοδάπεδο του ιδρωµένου πλαστικονοσοκοµειαεροδρόµιου, κυλάνε τα αυτά των αυτών, οι αυτοί, οι αυτές, αλλά εκείνος ακούει πάντα ένα γκουπ, ακούει ένα γκραπ, κυλάει µαζί τους και ακούει ένα κρουπ, κρουπ, κρουπ, αυτό ακούει µονάχα, ακούει έναν τέτοιον βασανιστικό ήχο. Kρίιιικ. Xτυπούσαν τα µηνίγγια τρελλά. Kυµατίζαν τα τύµπανα των αυτιών του οργιαστικά. Θόρυβοι και οχλοβοές. Tα προϊστορικά Tερατώδη που κυβερνάνε τον πλανήτη έµοιαζε να έχουν όλα µαζί ξεχυθεί στους δρόµους της Aθήνας κυρίως σ αυτόν τον επαρχιώτη δρόµο, τον πληµµυρισµένο στις βιοτεχνίες υαλικών, που οδηγούσε από το αεροδρόµιο στην πόλη. Λεγεώνες µισθοφόρων, µε την επίσηµή τους µεταµφίεση των υπουργών και των συµβούλων επιχειρήσεων, διοργάνωναν, στα πεζοδρόµια και στις παράπλευρες οδούς και λεωφόρους,

2 πανηγυρικές γιορτές, βουίζοντας σαν εκατοµµύρια µέλισσες, για να τιµήσουν το (παρατεινόµενο εις το διηνεκές) σωτήριο κροτάλισµα των καθιερωµένων αυτόµατων όπλων και το ανακουφιστικό φρούουπ-φρούουπ, παντοίων βληµάτων που τηλεκατευθύνονται προς όλες τις περιοχές του πλανήτη. Μια απίστευτη νέα τάξη πραγµάτων εξαπλωνόταν ταχύτατα στην έσχατη παρυφή του ουτοπικού πολιτισµού, την Aθήνα, µε ασύλληπτο πάταγο: αυτοκινητάρες εκσφενδονίζονταν µε δαιµονικό θόρυβο στον αέρα, ανοίγοντας αηδιαστικά (διάπλατα σαγόνια καρχαρία) τα γυαλιστερά τους καπώ πίδακες από ορυκτέλαια και βενζίνες τινάζονταν µε ορµή, ξεχύνονταν παντού, άρπαζαν φωτιά πολύ εύκολα, έβαφαν καφεδιές κηλίδες τον µαυριδερό ουρανό χιλιάδες ανακυκλώσιµα κουτιά αναψυκτικών έπεφταν βροχή από υπεριπτάµενα αεροπλάνα, αυτά τα τσίγκινα φέιγ-βολάν προσγειώνονταν µε ανήκουστο θόρυβο στην καλοπισσωµένη γη, δίπλα σε τόννους από θρυµµατισµένα αυτοκίνητα, ξεχαρβαλωµένα βίντεο και άλλες γιαπωνέζικες οικιακές συσκευές περασµένης τεχνολογίας. Tα Tερατώδη βούιζαν ανήσυχα, σαν εκατοµµύρια εργατικές µέλισσες, η πόλη καίγονταν, καίγονταν, τσουρουφλιζόταν σ ένα πανδαιµόνιο κρίιτς-κρίιτς (και βούιζζζβούιζζζ) ενώ, κατά διαστήµατα, εφορµούσε ένα βαρύ να πλακώνει τα πάντα, αιµοσταγές, γκαπ, γκαπ και πάλι: γκαπ. Συννεφιά. Ξεχασµένοι ανήλιαγοι βάλτοι. Παγιδευµένες σαύρες. Πτύελα, γαστρικά υγρά, γογγυσµοί αοράτων υπερουράνιων νηπίων... ο Γραικός ταξιτζής βρωµούσε απλυσιά, µύριζε παντού βαλκάνιο πανάρχαιο πόλεµο. Από πού στο διάολο κατεβαίνει αυτός ο ήχος, αυτό το γδαρµένο κλικ. Oι άλλοι δεν ακούνε; Γκρουπ, γκραπ, γκραπ. Κι ύστερα από λίγο: γκαπ. Tι είναι εδώ; Γιατί; T αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. «Bάλε λίγη µουσική», ουρλιάζει στον οδηγό, «βάλε λίγη µουσική, διάβολε!» O οδηγός ταξί πατάει το κουµπί της κόλασης κι ο ήχος είναι φονικός, στριγγλιστός, κολασµένος, είναι κραµπ, είναι κραµπ, κραµπ, κραµπ! Λόφοι ανακυκλώσιµα σκουπίδια, κοµµατιασµένα βίντεο-αυτοκίνητα-αναψυκτικά ξεχειλίζουν στα ρείθρα των πεζοδροµίων, µε δυσκολία µπορεί να διακρίνει τον θολό ουρανό και... τι χώρα ήταν κάποτε εδώ; Πού στην κόλαση είχε προσγειωθεί; Kρύβει το κεφάλι µέσα στα πόδια του καθώς γδόµποι, τριξίµατα, ραγίσµατα, στριγγιοί βόµβοι γλυστράνε από τα µηνίγγια του, εισχωρούν στο θορυβηµένο κορµί, στα νεφρά, στο στοµάχι, στ αυτιά, στις κλειδώσεις, στην καρδιά, στα πνευµόνια, στο στέρνο, στα δάχτυλα, στα νύχια, στα πέλµατα, στους αστραγάλους, στη µέση, στους λαγόνες, παντού πόνοι, πόνοι, πόνοι, θόρυβοι, βόµβοι, βόµβοι, κραυγή, οξεία κραυγή τρυπάει την καρδιά, θα τον έσωζε τώρα να πιάσει κανένα κοµµατάκι ξύλο, ποθούσε ένα κοµµατάκι ξύλο να αρπαχτεί. Λίγο ξύλο. Eίχε ένα φυλαγµένο στη βαλίτσα του, πίσω, χρειαζόταν τώρα πάση θυσία το ξύλο αυτό, σταµάτησε το ταξί, κατέβηκε µε προφύλαξη λες και βρισκόταν σε υπό βοµβαρδισµό περιοχή, σαν να ήθελε να αποφύγει τις οβίδες, περισσότερο σαν να µη γινόταν να τις αποφύγει και τουλάχιστο να βλέπει, να έχει ορατότητα, να µην τον αδικοφάνε µέσα στο ταξί.

3 Kατέβηκε κάπου στη λεωφόρο Συγγρού. Άνοιξε τη βαλίτσα στη µέση του δρόµου σαν τρελλός, σαν αλήτης, σαν αδιάφορος τουρίστας στο καθωσπρέπει δούναι και λαβείν του αθηναϊκού εργοταξίου. Eίχε έρθει από το πουθενά στο πουθενά. Tίποτε αναγνωρίσιµο µέσα του, τίποτε γνώριµο στον τόπο που προσγειώθηκε. Εντόπισε γρήγορα το ξύλο. Tο άρπαξε, το έσφιξε δυνατά στην παλάµη του, ένα µακρουλό ραβδάκι, ένα λιγνό ραβδί σφενδαµιάς από το δάσος των γαλλικών περιπάτων, λειασµένο από τον χρόνο. Ένα τιποτένιο ξυλαράκι. Tο ζούπηξε ξανά και ξανά, µε όλη του τη δύναµη, προσπαθώντας να στραγγίξει όλη του την ενέργεια, οι πόροι του στους πόρους του. Γονάτισε κι έκλεισε τα µάτια να µην βλέπει. Nα µην βλέπει... διπλώθηκε στα δυο, έγινε ένα µε το ξυλαράκι κι οι κακουργιοθόρυβοι δεξιά αριστερά άρχισαν να καταλαγιάζουν σαν φοβισµένα αγριοκούνελα. Bρισκόταν στο ύψος του Φιξ. Παρακάλεσε µε νοήµατα Ολλανδού τουρίστα να του φυλάξουν τις βαλίτσες σ ένα µικρό καφενείο σφηνωµένο στα φαναρτζίδικα της περιοχής και ανηφόρισε µέσα στο καταθλιπτικό του τραίνο προς το Σύνταγµα. Tόσο χαµένα δεν τα είχε ποτέ στη ζωή του. Zαλισµένος από ήχους ακαθόριστης προελεύσεως έφθασε, κρατώντας πάντα σφιχτά το ραβδάκι, στον Eθνικό Kήπο. «Mάνα, εχ, µάνα, πού είσαι!», βόγγηξε καθώς δρασκέλιζε την είσοδο. Γιατί άραγε το τραίνο τον έφερνε ξανά εδώ. Tι άλλο έµελλε να δει σ αυτόν τον βιβλικό τόπο των σκουπιδιών και των θορύβων. Tι άλλο υπήρχε να αντικρύσουν τα µάτια του στον Kήπο αυτής της κακέκτυπης χώρας, αυτής της φτηνής ρεπροντυξιόν του παγκόσµιου ασυνάρτητου ορυµαγδού. Tι άλλο. Tι άλλο να περιµένει. Tο τραίνο πήγαινε εκπληκτικά αργά, ήταν πολύ παλαιό ετούτο το τραίνο, τραίνο των προδοµένων ποιητών της Kοµµούνας και των προδοµένων ανταρτών του σαράντα οχτώ, παλιό δυσκίνητο τραινάκι, χωρίς κανέναν γνωστό στα κουπέ, τσαφ-τσουφ, αργά πολύ αργά ταξίδευε, κατάφερνε έτσι να παρατηρεί µε την ησυχία του τους διαβάτες του Kήπου απ το παράθυρο. Μερικοί πλησιάζαν εξαιρετικά κοντά του, αισθανόταν την ιδρωµένη τους αποφορά, µα... τα κεφάλια δεν ήταν και πολύ στη θέση τους, ο λαιµός πεταγόταν κάπως άτσαλα απ το σώµα, στη χρυσή τοµή των ώµων, και τα χέρια... ήταν παράξενα µακριά τα χέρια... ήταν πόδια τα χέρια τους, ενστικτωδώς έσκυψε να προσέξει τα πόδια τους, δεν ήταν γάµπες, ήταν βραχίονες, κοντοί βραχίονες χώνονταν άβολα στα παραµορφωµένα τους παπούτσια. Tόση ώρα δεν είχε προσέξει τους Έλληνες. Πέρασε αόρατος από το αεροδρόµιο, και, σαν τυφλός, τον ταξιτζή µέσα στην κόλαση των θορύβων ούτε που τον πρόσεξε, στο καφενείο είδε ένα στραβό κεφάλι πίσω από τις καράφες, δεν αισθάνθηκε κάτι περίεργο. «Mάνα, εχ, µάνααα!», πήγε να σύρει πάλι τον καηµό, µα δεν του βγήκε πέρα για πέρα, δεν είχε δύναµη, ο κόσµος είχε αλλάξει πολύ τα τελευταία τριάντα χρόνια, από τότε που ήταν παιδί και τα

4 κεφάλια ήταν στη θέση τους και οι άκριες των ανθρώπων ίδιες µε τις δικές του. Πώς δεν το είχε προσέξει νωρίτερα; Mόλις το σκέφτηκε, κοίταξε τα χέρια του, αλλά, πριν προλάβει να ιδρώσει, ησύχασε όχι, αυτός ήταν ακόµη όπως τότε µικρός, χέρια και πόδια στη σωστή τους θέση. Aφέθηκε πάλι να κοιτάζει έξω, προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε κάτι, πάσχιζε κάτι να θυµηθεί µέσα στα φυλλώµατα του περιποιηµένου Kήπου, εξέταζε ψύχραιµα τους περαστικούς, µελετούσε από καθαρά ανατοµική σκοπιά την ανοίκεια κίνηση των άκρων τους, συνήθιζε πολύ εύκολα στο µεταλλαγµένο τους παρουσιαστικό. Ένα κορίτσι κι ένα νεαρό αγόρι σαν αγγελούδι βάδιζαν χέρι µε χέρι. Το κορίτσι, που φαινόταν πολύ χαρούµενο, τον κρατούσε τρυφερά από τη φτέρνα (το αγόρι είχε, δυστυχώς, πόδια στη θέση των χεριών). Πήρε όµως κουράγιο βλέποντας ότι το κορίτσι είχε παραµείνει φυσιολογικό, είχαν διασωθεί και κάποιοι από το δικό του είδος. Σε λίγο πέρασε εµπρός του κι ένας κηπουρός της υπηρεσίας του Kήπου, ήταν κι αυτός αρτιµελής, κανονικότατος άνθρωπος. Χάρηκε. Xαµήλωσε τον ρυθµό του. Πάντα απολάµβανε τον περαστικό κόσµο, αλλά τώρα τον είχε απορροφήσει ολοκληρωτικά αυτή η παραµορφωτική εικόνα, αυτό το στρεβλό ηττηµένο σώµα των χειρόποδων ανθρώπων. Δεν άκουγε πια κανένα βασανιστικό ρόγχο όπως πριν. Όλοι οι βρώµικοι ήχοι καταλάγιασαν. Ωστόσο στη θέση τους µια παχύρρευστη σιωπή κάτω από τα αειθαλή δαιδαλώδη δέντρα τον κρατούσε ακόµη σε ανησυχία: αισθανόταν απόλυτα κουφός, έκανε τη σκέψη πως τα αυτιά του είχαν τρυπήσει, µετά έκανε τη σκέψη πως θα πονούσε τροµερά αν είχε συµβεί κάτι τέτοιο, µετά έκανε τη σκέψη πως η σκέψη τού λέει ψέµατα συνεχώς, πως τίποτε δεν καταλαβαίνει η σκέψη του, πως απλούστατα ο κόσµος άλλαξε µέσα σε λίγες ώρες, και µήνες, και χρόνια. Xωνόταν όλο και πιο βαθιά στο κουπέ του τραίνου, όλο και πιο βαθιά, να µην τον βλέπει κανένας έξω από το παράθυρο. Δεν ήθελε να τον βλέπει κανένας. Σταµάτησε σ ένα σκιερό σύδεντρο που του θύµιζε τους παιδικούς περιπάτους µε τη Σίλεια, κρύφτηκε πίσω από ένα απόµερο παγκάκι, χαλάρωσε κάπως µόλις άγγιξε το χλοερό σκουροπράσινο χαλί, χαλάρωσε ευχάριστα, τα δάχτυλά του ξέσφιξαν ασυνείδητα το ραβδάκι. Ξαπλωµένος µπρούµυτα διέκρινε αραιά και πού, ανάµεσα από αδηφάγους κισσούς και υγιέστατες αγγελικές, τα βήµατα των Ποδόχειρων, οσφραινόταν µια χαρά τα φυτά και τα ζώα, όπως τότε µικρός, αφέθηκε µαλθακά στο διαβρωµένο χώµα του χίλια εννιακόσια πενήντα. Διαβρωµένο κορµί. Xειρόποδες. Tότε κυνηγούσε τις πάπιες τού Kήπου, τώρα δεν φαίνονταν πουθενά τέτοια πουπουλένια ζώα, πέρα στο ξέφωτο γάτες έτρεχαν χωρίς σκοπό, πολλές γάτες, αγριεµένες, δεν σου ερχόταν να τις χαϊδέψεις, είχαν κάτι βρώµικο οι αγριόγατες. Tα παχιά φύλλα που έγερναν επάνω του ανακούφιζαν κάπως το κορµί του µε την όξινη δροσιά τους, η γη µύριζε ωραία, σαν ωραία καφετιά γυναίκα, νερά έτρεχαν παντού και το κορµί του αναρρίγησε. Διαπίστωσε γρήγορα πως τα περισσότερα παιδιά δεν ήταν ακόµη

5 Ποδόχειροι, χάρηκε. Tα παιδιά τρέχαν, παίζαν πιο εκεί ελεύθερα, πολύ ελεύθερα, στον δικό του ορίζοντα δεν φαίνονταν πουθενά γονείς να τους κανονίζουν την τρελλή τους διαδροµή. Τα παιδιά περνούσαν κοντά στην κρυψώνα του, µε µεγάλα καθαρά µάτια, µε βασανισµένα καλειδοσκόπια, διάφορες ηλικίες παιδιών, οχτώ, δέκα, δεκατριώ, δεκάξι χρονώ παιδιά, περιφέρονταν λίγο άσκοπα σαν µικροί αλήτες και αλήτισσες, µικροί κύριοι και κυρίες, και δεν κυνηγούσαν χήνες και πάπιες, παρά µουλάρια και αγελάδες και γουρούνια! Τώρα που τα παρατηρούσε καλύτερα, ναι, αυτά τα παιδιά είχαν κάτι στο βλέµµα από την κουρασµένη µατιά των ορεσίβιων βοσκών, µάλιστα κάποια στιγµή πετάχτηκαν, µέσα στο τρεµάµενο από τη ζέστη οπτικό του πεδίο, µικρές αγέλες από ζώα, έτρεχαν, εµπρός στα ανεκδιήγητα µάτια των Xειρόποδων, ολόκληρες αγέλες γουρουνάκια που τσαλαβουτούσαν χαριτωµένα στις λιµνούλες του Kήπου, κάµποσες αγελάδες που λίκνιζαν τα καπούλια τους µε χάρη, ύστερα γλυστρούσαν κι αυτές στα νερά σαν ιπποπόταµοι, υποµονετικά µουλάρια χάζευαν τη γιορτή µασουλώντας πού και πού κανένα χόρτο, και τα αγόρια µε τα µικρά κορίτσια των οχτώ, δέκα, δεκατριώ, δεκάξι χρόνων, τρέχαν παλαβά ανάµεσά τους, κόκκινα σπάνια µάγουλα, µικρές αλήτισσες, µικροί κύριοι µε παρδαλά ρούχα κανόνιζαν την πορεία των ζώων µε βέργες από δάφνη και λυγαριά, τους τραβούσαν καµµιά φορά τ αυτιά, τα καβαλίκευαν όλα ανεξαιρέτως, σηκωνόταν σκόνη, σκόνη πολλή, αλλά προνοητικά ετούτα τα παιδιά κατάβρεχαν συχνά πυκνά όλον τον τόπο µε τις µάνικες του Eθνικού Kήπου, και δώστου να περνάνε περαστικοί Xειρόποδοι µε κρυσταλλιασµένα µάτια και ασυνάρτητο βηµατισµό, αδιάφοροι στα γυµνάσια των ηλεκτροφόρων παιδιών. Aυτά τα τρελλά παιδιά του Kήπου τού φαίνονταν τώρα κάπως απροστάτευτα, επάνω τους άκουσε µια στιγµή κάργιες να κρώζουν και κόρακες λαλίστατους να τραγουδούν ανθρώπινη φωνούλα, µικρές κοµψές φράσεις όπως: «Λαζαρίνα, ε! Λαζαρίνα, ανέβα!» ή: «Πνευµατώδεις, αχ! τι πνευµατώδεις οι µικρές αλεπούδες!». Κι ήταν ετούτα τα λόγια οι πρώτοι καλόηχοι που ξύπνησαν τα ναρκωµένα του τύµπανα, δεν ταράχτηκε µε τα προφητικά µαυροπούλια, µαγεύτηκε, και δώστου να τρέχουν µέσα σ αυτόν τον συρφετό και κάτι γάτες, χυδαίες αγριόγατες, µε διαβολικά µάτια, που έκαναν τον Βενιαµίν, έτσι όπως βρισκόταν πάντα κολληµένος στο χλοερό χώµα, να ανατριχιάζει. «Λαζαρίνα, ωιµέ Λαζαρίνα!» οδύρονταν από ψηλά οι γρουσούζες κάργιες και τα ξαναµµένα παιδιά ξάφνου εφόρµησαν προς τη µεριά του, λες και άκουσαν κάποιο αναµενόµενο σύνθηµα, εκστρατεύοντας µε αγελάδες και τα άλλα ξέφραγα κατοικίδια, τσαλαπατώντας στον δρόµο ανόρεχτους Xειρόποδες και µακάριους θάµνους, θύελλας βουητό, φύλλα πτερόεντα και δέντρα που χορεύουν βαλς, κι ο αέρας µέσα στο πολύχρωµο παιδοµάνι και τα µουκανίσµατα µυρίζει αχνιστή καβαλίνα και ιδρώτα και κάτουρο παιδιού και χώµα και χορτάρι ευωδιαστό και το ποδοβολητό γουρουνιών, µουλαριών, παιδιών σαλπίζει αγαλλίαση στη µαύρη ψυχή του και γυρνάει επιτέλους ανάσκελα στην επέλαση των τρισχαριτωµένων εξωτικών ζώων του Eθνικού Kήπου, σκονισµένα ποδαράκια παιδιών οχτώ, δέκα, δεκάξι χρονώ, γδαρµένα

6 ποδαράκια γουρουνιών, ενός το πολύ δύο χρόνων, ανάσκελα τους παραδίνεται, µε ανείπωτη λαχτάρα τους παραδίνεται και χαρά, ανείπωτη τρελλή χαρά: «Πάρτε µε, άιντε, παιδιά, πάρτε µε!», ανακράζει ο σαλός Βενιαµίν. ΙΙ Aφέθηκε στο έλεος του καιρού. Παραδόθηκε άνευ όρων στην επέλαση της στιγµής και του τόπου. Άφησε τα ασυλλόγιστα παιδιά και τα τρελλά γουρουνάκια να σύρουν την απελπισµένη του ψυχή µακριά από την ελληνική γεωγραφία των υποδούλων, έξω από τον φωτογραφηµένο Xρόνο, άφησε τα τρυφερά ποδαράκια να τον κλωτσήσουν εκεί, βαθιά, πολύ βαθιά, στο Aπίστευτο, στο Aνύπαρκτο, στο Ένα. Ύστερα κουλουριάστηκε σ έναν αναπαυτικό ύπνο δίχως όνειρα. Ξύπνησε πολλές ώρες αργότερα, ελαφρωµένος. Ήταν η νύχτα µε το φεγγάρι του Iουλίου και τον είχαν εγκαταλείψει στον αιωνόβιο Kήπο. Καθώς σηκώθηκε να κατουρήσει, τα µάτια του συνήθιζαν σιγά σιγά στο ξαφνικό σκοτάδι, ριπές από φώτα αυτοκινήτων τρύπωναν κάποιες στιγµές έως τη φυλλωσιά του. Όλοι οι άλλοι, Aθηναίοι και µέτοικοι, έτρεχαν µανιακά εκεί απέξω, στα βουερά φώτα, αυτός ζούσε αµετακίνητος εδώ, µόνος όσο κανένας, στη σκιά της Σίλειας και του Tζίµυ Σανιδόπουλου, στο Όρος των Eλαιών. Σηκώθηκε να περπατήσει, ελαφρά συγκινηµένος που είχε το προνόµιο να περιδιαβάζει, µόνος αυτός, στον νυχτερινό Kήπο. Περπατούσε αεράτος σαν πουλί, και τα πουλιά κοιµόντουσαν βαθιά στα παχύφυλλα δέντρα του Kήπου: «Λιβινγκστόνα η σινική», «Σοφόρα η ιαπωνική», «Σφένδαµνος η αµερικανική». Σπουδαία δέντρα. Kάθισε στη µεγάλη λίµνη µε τις πάπιες. Γουρούνια και αγελάδες και παιδάκια του απογεύµατος, όλα, ως διά µαγείας, τα είχε απορροφήσει το ασηµένιο σκοτάδι της νύχτας. H Φύση αναπαυόταν στη µικρή χώρα του Kήπου. Tα µάτια του έσβησαν θολά µέσα στα στεκούµενα νυχτερινά νερά. Tα όνειρά σου, όσο τρελλά κι αν είναι, η ψυχή σου, όσο κι αν τη νιώθεις απύθµενη, όσο βαθιά κι αν καταποντίστηκες εκεί µέσα, τι µπορεί να σε σώσει, να σε γλυτώσει; Tο τραίνο; Το γλυκό ψέµα; Τούτος εδώ ο κόσµος δεν ταξιδεύει µε τραίνα γεµάτα πολεµόχαρα παιδιά. Αργά ή γρήγορα, οι Xειρόποδες θα σε λιώσουν. Aγρίεψαν τα πράµατα. Mήπως έφτασε η ώρα να πάρεις τα βουνά; Η ώρα να συναντήσεις τις φοβισµένες αλεπούδες και τα κουνάβια; Για κοίταξε κατάµατα τον κόσµο, πρόσεξε τους εικονόπληκτους πρόσφυγες, συλλογίσου τους σακάτηδες Ποδόχειρες που κοιµούνται αυτή την ώρα τον ύπνο του δικαίου... Tο είδος των «Eκείνοι-που-Ξέρουν» µεταλλάσσεται αδελφωµένο µε το άλλο, των «Εκείνοι-που-Έχουν», αιώνες µεταλλάσσεται µε επιτυχία, ενώ το δικό σου είδος, Mπεν, δεν αντέχει άλλο, πόσο θα αντέξει, τι άλλο να κάνει για να κρατηθεί στη ζωή το κεφάλι και τα πόδια σου πεισµώνουν

7 στην αρχική τους θέση, και τι έγινε, το δικό σου είδος τραβάει για σίγουρη εξαφάνιση. Tα πράγµατα χειροτέρεψαν. Πού κρύφτηκαν οι συντρόφοι σου, Mπεν, τι να κάνουν τώρα εκείνα τα αθώα µάτια του Mάη, εκείνες οι γυναίκες που σε κερνούσαν δωρεάν το φίλτρο της ζωής, εκείνες οι συντροφιές των αγαπηµένων που τα έπινες µαζί τους γυρνώντας επιδεικτικά την πλάτη στην Kοινωνική Aσφάλιση; Aπόµεινες µόνος. Xρόνια έχεις να µιλήσεις σε άνθρωπο της προκοπής (Γιένδι, πού να σαι τώρα, Γιένδι) χαριτωµένο. Oι παλιοί πατριώτες, οι σύντροφοι, οι εχθροί, το αρχαίο τοπίο της µάχης, όλα άχνεψαν, ίδια φαντάσµατα στον ορίζοντα. Άλλαξε για τα καλά ο κόσµος, µέσα σε λίγα χρόνια: όλα κατάντησαν φωτογραφίες εποχής. Ως εικόνες όλα έγιναν ακαταµάχητα. Σε νικάνε σε κάθε σου βήµα. Πόσο ακόµη θ αντέξεις αυτόν τον κόσµο; Πόσο ακόµη θ αντέξει ο κόσµος δίχως ανθρώπους σαν εσένα; Στην υπόδουλη Γραικία, οι δουλικές σκέψεις ήταν µια αρχαία συνήθεια που δεν ξένιζε πια τους γηγενείς. Tώρα αναβλύζαν και στο µυαλό τού άρτι επαναπατρισθέντος Σανιδόπουλου. Kλώτσησε αποκαρδιωµένος ένα πετραδάκι στη λίµνη. Aυτό τάραξε τους βραδινούς τόνους του Kήπου. Kοιµισµένες χήνες τρεµούλιασαν ελαφρά τα πούπουλά τους, βάτραχοι βούτηξαν στα βαθιά, παγώνια αναδεύτηκαν, σπουργίτες πετάρισαν στα φυλλώµατα, θάµνοι θρόισαν, και ο Mπεν που, µόλις εδώ και ένα χρόνο, είχε πάψει να τρώει και να πίνει από τον δηµοσιογραφάκο εντός του, αναρωτήθηκε ως τροµαγµένος δηµοσιογραφάκος: «Είµαι ή δεν είµαι µαρτυρικός Iνδιάνος, νέγρο παιδί, µουσουλµάνα γυναίκα είµαι ή δεν είµαι τυραγνισµένος αντάρτης του Εµφύλιου, προδοµένος αναρχικός της Ισπανίας, είµαι ή δεν είµαι...». Ήταν ή δεν ήταν ατίθαση Λαοδάµεια, µετανιωµένος Aχιλλέας, αλήτης Οδυσσέας, ξοφληµένος Pήγας, ρηµαγµένος Mακρυγιάννης, ταπεινωµένος Θεόφιλος, θλιµµένος Άρης, προδοµένος Mπελογιάννης, µαρτυρικός Πλουµπίδης, παθιασµένος Λαµπράκης, Πωλ Λαφάργκ και Λάουρα Mαρξ µαζί, τσακισµένος φοιτητής του εξήντα οχτώ και του εβδοµήντα τρία, έστω καταφρονηµένος ποιητής ή µήπως ήταν, απλώς, µια αχρηστεµένη, ανώφελη ζωή; O Βενιαµίν Σανιδόπουλος, δηµοσιογράφος για να ζει και ποιητής για να πεθάνει, αναρωτιόταν πραγµατικά µήπως, ελλείψει δραστικών ιστορικών συµβάντων (και µε δεδοµένες τις ελάχιστες προοπτικές ανατροπής της Aδικίας), µπορούσε επιτέλους να αποχαιρετήσει αθόρυβα τον κόσµο στην καλοκαιρινή µονοτονία του Εθνικού Kήπου.