ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ 30 Ιανουαρίου 2003 Αριθµ. Πρωτ. 19020.2/01 Ειδ. Επιστήµονας: Ευτ. Φυτράκης 210-72.89.708 Κύριο Χρήστο Νικολουτσόπουλο Πρόεδρο Ένωσης Ελλήνων Εργατολόγων Αβέρωφ 11 104 33 ΑΘΗΝΑ Αγαπητέ κύριε Νικολουτσόπουλε, Επιθυµώ να σας ενηµερώσω για την εξέλιξη της αναφοράς που είχατε υποβάλει στο Συνήγορο του Πολίτη, σχετικά µε την καταβολή του οικογενειακού επιδόµατος. Ειδικότερα, από την αρχική µελέτη της αναφοράς σας εντοπίστηκαν σοβαρά νοµικά και ουσιαστικά εµπόδια για τη διερεύνηση του θέµατος. Συγκεκριµένα, κατά το Ν. 2470/97 (και ήδη Ν. 3094/03) ο Συνήγορος του Πολίτη επιλαµβάνεται (της υποθέσεως) κατόπιν έγγραφης ενυπόγραφης αναφοράς που υποβάλλεται από τον άµεσα ενδιαφερόµενο, δηλ. αυτόν που θίγεται από συγκεκριµένη διοικητική ενέργεια. Στην περίπτωσή σας όµως, η Ένωση Ελλήνων Εργατολόγων, ως «Επιστηµονικό σωµατείο», ουδόλως φέρεται ως ά- µεσα θιγείσα από τη στάση της ιοίκησης, παρότι βέβαια είναι αυτονόητα εύλογο το ενδιαφέρον της για το θέµα εν γένει. Στην παραπάνω αναφορά σας επιπλέον δεν επικαλείστε συγκεκριµένη διοικητική πράξη (π.χ. απορριπτική απόφαση για τη χορήγηση του οικογ. επιδόµατος) αλλά εστιάζετε την κριτική σας τοποθέτηση στην άσκηση πολιτικής λειτουργίας, η οποία εκφεύγει των αρµοδιοτήτων του Συνηγόρου του Πολίτη. Όµως η κρίσιµη ύλη προς διερεύνηση από την Αρχή είναι, όπως ρητά αναφέρεται, πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες της ιοίκησης. Τέλος, στην αναφορά σας υποστηρίζετε ότι η
παραπάνω αρνητική στάση καλύπτει επιµέρους κατηγορίες τόσο εργαζοµένων όσο και συνταξιούχων. Όµως καταρχήν για τους εργαζόµενους ο Συνήγορος του Πολίτη δεν µπορεί να πάρει οιαδήποτε θέση καθότι, αν µεν εργάζονται στο δηµόσιο τοµέα γενικά, το θέµα εµπίπτει στη ρητή εξαίρεση του νόµου για τα θέµατα υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού των δηµοσίων υπηρεσιών (αρ. 3 παρ. 2 Ν. 2477/97), των οποίων δεν επιλαµβάνεται η Αρχή, αν δεν εργάζονται στον ιδιωτικό τοµέα και πάλι δεν υφίσταται περιθώριο παρέµβασης, καθότι στην αρµοδιότητα της Αρχής ανήκουν µόνο οι δηµόσιες υπηρεσίες (αρ. 3 παρ. 1 Ν. 2477/97). Σύµφωνα µε τα παραπάνω αποµένει για διερεύνηση το ζήτηµα µόνο αναφορικά µε τους συνταξιούχους του δηµοσίου και µάλιστα στο πλαίσιο της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης. Το θέµα αυτό ανήκει πράγµατι στα κεντρικά σηµεία που ρητά ο νοµοθέτης έχει επιφυλάξει στην αρµοδιότητα της Αρχής (αρ. 3 παρ. 2 Ν. 2477/97). Στο πλαίσιο αυτό τίθεται κατ ακρίβειαν, ζήτηµα συµµόρφωσης της ιοίκησης προς την απόφαση 3/2001 του ΑΕ. Πλέον τούτου µάλιστα, και δοθέντος ότι µε την απόφαση αυτή παύει να ισχύει, έναντι όλων, η επίµαχη διάταξη νόµου, τίθεται ακολούθως ζήτηµα τήρησης της νοµι- µότητας στο βαθµό που η ιοίκηση εξακολουθεί να εφαρµόζει ήδη µη ισχύοντα (από 7.3.2001) νόµο. Ο Συνήγορος του Πολίτη κράτησε σε ενέργεια την αναφορά σας λόγω της ευρύτερης σηµασίας του θέµατος που αφορούσε και µε δεδοµένο ότι για το ίδιο θέµα υπήρχαν άλλες αναφορές που ενέπιπταν ακριβώς στο πεδίο της αρµοδιότητάς του. Μ αυτό το δεδοµένο η Αρχή απευθύνεται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ως αρµόδια υπηρεσία, προκειµένου να ζητήσει τη διευθέτησή του κατά τις αρχές της νοµιµότητας και του σεβασµού στις δικαστικές αποφάσεις. Το έγγραφο αυτό που αποτυπώνει τις θέσεις της Αρχής σας κοινοποιούµε συνηµµένα. Για κάθε παραπέρα πληροφορία θα είµαστε στη διάθεσή σας. Με εκτίµηση Μαρία Μητροσύλη Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ Γενικό Λογιστήριο του Κράτους 45 η ιεύθυνση Κάνιγγος 29 101 10 ΑΘΗΝΑ 30 Ιανουαρίου 2003 Αριθµ. Πρωτ. 19020.2/01 Ειδ. Επιστήµονας: Ευτ. Φυτράκης 210-72.89.708 Θέµα: Καταβολή επιδόµατος οικογενειακών βαρών. Ο Συνήγορος του Πολίτη στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων του κατά το αρ. 103 παρ. 9 του Συντάγµατος και το ν, 2477/97 (ήδη ν. 3094/2003) έχει λάβει αναφορές πολιτών (ενδ. αρ. πρωτ. 19020/01, 20197/01, 597/02, 2304/02, 2752/02, 3099/02, 5771/02, 9121/02, 17970/02, 18399/02, 23844/02) σχετικά µε την καταβολή του οικογενειακού επιδόµατος και στους δύο συζύγους. Για το ζήτηµα αυτό έχει να επισηµάνει τα ακόλουθα: 1. Η καταβολή του οικογενειακού επιδόµατος και στους δύο συζύγους έχει απασχολήσει επί µακρόν τη ιοίκηση αλλά και τα δικαστήρια. Είναι αξιοση- µείωτο µάλιστα ότι η συµβατότητα µιας διάταξης νόµου δηλ. του αρθρ. 11 παρ. 6 του Ν. 1505/84 απασχόλησε τις ολοµέλειες και των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΟλΑΠ 6/2001, ΟλΣτΕ 2944/2000, ΟλΕΣ 805/1997). Η διχογνω- µία που παρουσιάστηκε επιλύθηκε µε τρόπο οριστικό από το Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο (ΑΕ ) µε την απόφαση 3/2001. Κρίθηκε ειδικότερα µε την απόφαση αυτή ότι η συγκεκριµένη διάταξη «είναι αντίθετη µε τη συνταγµατική αρχή της ισότητας» και «συνεπώς είναι ανίσχυρη και µη εφαρµοστέα. Κατόπιν αυτού, ισχύει εν προκειµένω και είναι άµεσα εφαρµοστέος ο γενικός κανόνας της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν. 1505/1984, κατά τον οποίο οι έγγαµοι υπάλληλοι λαµβάνουν ολόκληρο το οικογενειακό επίδοµα, προσαυξανόµενο ανάλογα µε τον αριθµό των τέκνων, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η κρινόµενη ως αντισυνταγµατική, κατά τα εκτεθέντα, παράγραφος». Σηµειώ-
νεται ότι η παραπάνω απόφαση του ΑΕ «δηµοσιεύθηκε σε δηµόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2001». 2. Μετά την παραπάνω εξέλιξη ανέκυψε το ζήτηµα της υλοποίησης του περιεχοµένου της απόφασης του ΑΕ, ιδίως στο µέτρο που αντιστοιχεί σε µεταβολή της διοικητικής πρακτικής. Σύµφωνα µε το αρ. 51 παρ. 1 Ν. 345/1976 οι αποφάσεις του ΑΕ που αίρουν αµφισβήτηση σχετικά µε την ουσιαστική συνταγµατικότητα τυπικού νόµου, ισχύουν από της δηµοσιεύσεως σε δηµόσια συνεδρίαση έναντι όλων (βλ. σχετ. ΑΠ 1554/2002). Κρίσιµη επί του θέµατος είναι η Γνωµοδότηση της Ολ ΝΣΚ 236/2001 που α- ποφάνθηκε επί του συγκεκριµένου προβλήµατος. Ειδικότερα γνωµοδότησε το ΝΣΚ ότι η απόφαση ΑΕ «έχει µεν γενική ισχύ ως προς το νοµικό ζήτηµα που επέλυσε και δεσµεύει όλους, ακόµα και αυ6ούς που δεν υπήρξαν διάδικοι στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε, πλην όµως η ισχύς της άρχεται από της δηµοσιεύσεως αντισυνταγµατικής κριθείσης διατάξεως, αφού δεν ορίσθηκε µε την απόφαση διάφορος χρόνος ούτε ως προς την ισχύ της αποφάσεως, ούτε ως προς ς το ανίσχυρο της διατάξεως. Υπό τα δεδοµένα ταύτα, τόσο τα δικαστήρια όσο και τα διοικητικά όργανα αποφαινόµενα από 7.3.2001 και εφεξής επί εκκρεµών υποθέσεων µε αντικείµενο την επιδίκαση η καταβολή επιδόµατος οικογενειακών βαρών, αναγοµένου στο χρονικό διάστηµα από της ενάρξεως ισχύος (1.1.84) του άρθρου 11 του Ν. 1505/1984 µέχρις της καταργήσεως του (31.12.1998), δεσµεύονται από την προµνησθείσα απόφαση του ΑΕ ως προς το επιλυθέν νοµικό ζήτηµα [ ]». Τέλος το ΝΣΚ στην ίδια γνωµοδότηση αναφέρει ότι «το ηµόσιο δεν µπορεί να ελπίζει βασίµως σε ευνοϊκή έκβαση των υποθέσεων, µε αντικείµενο την καταβολή του οικογενειακού επιδόµατος, ούτε υπό το καθεστώς του Ν. 1505/1984, ούτε υπό το καθεστώς ισχύος του Ν. 2470/1997». Επιπλέον αναφέρεται ότι «η µη καταβολή του εν λόγω επιδόµατος, θα έχει ως αποτέλεσµα την διεξαγωγή πληθώρας δικών και την εξέταση πληθώρας εξώδικων αιτήσεων, µε περαιτέρω συνέπεια την επιβάρυνση του µε τόκους και δικαστικά έξοδα και την απασχόληση τόσο των δικαστηρίων, όσο και των υπηρεσιών του». Άλλωστε όπως γίνεται δεκτό η απόφαση του ΑΕ ισοδυναµεί µε νοµοθετική µεταβολή (ΑΠ 1554/2002). 3. Όπως προκύπτει από τα υφιστάµενα στοιχεία, το ζήτηµα της καταβολής και στους δύο συζύγους ολόκληρου του οικογενειακού επιδόµατος δεν έχει ακόµα τακτοποιηθεί. Ειδικότερα δεν έχει καταβληθεί το εν λόγω επίδοµα για
το χρόνο από τη δηµοσίευση της απόφασης του ΑΕ δηλ. από 7 Μαρτίου 2001 αλλά αντίθετα, κατά τα γνωστά δεδοµένα, από τον Ιούλιο 2002. Η πρακτική αυτή έρχεται σε αντίθεση µε την αρχή της νοµιµότητας στο µέτρο που δε γίνεται σεβαστή η (αµετάκλητη ) απόφαση του ΑΕ, η οποία θέτει ε- κτός ισχύος, ως αντισυνταγµατική, την περιοριστική διάταξη του αρ. 11 παρ. 6 του ν. 1505/1984. Σηµειώνεται εξάλλου ότι σύµφωνα µε το αρ. 95 παρ. 5 του (αναθεωρηθέντος) Συντάγµατος «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συµµορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρµόδιο όργανο, όπως νόµος ορίζει». 4. Στο πλαίσιο αυτό, κατά την εξέταση αναφορών συνταξιούχων, προκύπτει ότι ενώ έχουν κατατεθεί αιτήσεις στο ΓΛΚ, αυτές δεν έχουν ικανοποιηθεί αλλά ούτε και έχουν απαντηθεί (τυχόν αρνητικά). Συνεπώς παραµένει σηµαντικό ζητούµενο η νοµική δικαιολόγηση αυτής της στάσης, τόσο ως προς το ουσιαστικό της µέρος όσο και στο διαδικαστικό. Σύµφωνα µε όλα τα παραπάνω σας παρακαλούµε να µας ενηµερώσετε για τις ενέργειες που έχετε ήδη αναλάβει ή πρόκειται να αναλάβετε προκειµένου το Γ.Λ.Κ. να συµµορφωθεί πλήρως στο περιεχόµενο της υπ αριθµ. 3/2001 απόφασης του Α.Ε.. Παρακαλούµε ιδίως να µας προσδιορίσετε µε χρονική ακρίβεια τις συγκεκριµένες ενέργειες για τη συµµόρφωση της υπηρεσίας σας προς την παραπάνω δικαστική απόφαση. Για κάθε παραπέρα πληροφορία ή διευκρίνιση θα είµαστε στη διάθεσή σας. Με εκτίµηση Μαρία Μητροσύλη Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη