ΕΥΠΑΘΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΩΝ ΤΡΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ ΣΤΙΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ. Καΐκα. 1, Μπαµπάτσου Χ. 2, Ζέρβας Ε. 1 1 Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο, Σχολή Θετικών Επιστηµών και Τεχνολογίας Ρήγα Φεραίου 167, 26 222 Πάτρα, Ελλάδα, τηλ: +30-2610-367-566 e-mail: zervas@eap.gr 2 ηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης, Τµήµα ιεθνών Οικονοµικών Σχέσεων & Ανάπτυξης, 691 00, Κοµοτηνή, Ελλάδα ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η τροπική γεωγραφία έχει θεωρηθεί στη σχετική βιβλιογραφία σαν ένας κρίσιµος παράγοντας που συντέλεσε στη σχετικά καθυστερηµένη οικονοµική ανάπτυξη πολλών αναπτυσσόµενων χωρών καθώς έχει παρατηρηθεί πως οι θερµότερες χώρες είναι συνήθως οικονοµικά φτωχότερες. Σαν συνέπεια, οι κλιµατικές αλλαγές που προκλήθηκαν κυρίως από την ανάπτυξη των σύγχρονων αναπτυγµένων οικονοµιών κατά το παρελθόν, αναµένεται να έχουν µεγαλύτερη επίπτωση στις θερµότερες χώρες (πληµµύρες, ξηρασίες, υψηλές θερµοκρασίες). Καθώς η οικονοµία των αναπτυσσόµενων τροπικών οικονοµιών βασίζεται κυρίως στον αγροτικό τοµέα και τα οικοσυστήµατα, οι κλιµατικές αλλαγές επιβαρύνουν ακόµα περισσότερο την ήδη συγκριτικά χαµηλή οικονοµική ανάπτυξή τους λόγω της χαµηλής προσαρµοστικής ικανότητάς τους στις αλλαγές αυτές. Σκοπός της παρούσας εργασίας, είναι η επισκόπηση πρόσφατων ερευνών που σχετίζονται µε το αυτό το θέµα και η ανακεφαλαίωση των πιθανών επιπτώσεων των κλιµατικών αλλαγών στις τροπικές οικονοµίες. Ο σκοπός είναι να καταδείξει την ουσιώδη σηµασία των κλιµατικών αλλαγών στη οικονοµική ανάπτυξη των φτωχών τροπικών χωρών. VULNERABILITY OF TROPICAL DEVELOPING ECONOMIES ON CLIMATE CHANGE Kaika D. 1, Babatsou Ch. 2, Zervas E. 1 1 Hellenic Open University, School of Science and Engineering, Riga Feraiou 167, 262 22 Patra, Greece, tel: +30-2610-367-566 e-mail: zervas@eap.gr 2 Democritus University of Thrace, Dept. of International Economic Relations & Development, 691 00, Komotini, Greece ABSTRACT Tropical geography has been considered in the literature as a critical factor that contributes to the relatively late economic growth of many developing countries. Usually, it has been observed that warmer countries are economically poorer. As a result, climate change which caused mainly by the development of developed economies in the past, is expected to have greater impact in warmer countries (floods, droughts, high temperatures). The economy of developing tropical countries is based primarily on agriculture and ecosystems. By this way, climate changes further burden the already comparatively low economic growth of these countries because of their low adaptive capacity on such changes. The purpose of this paper is to review recent research related to this topic and summarize the potential impacts of climate change on tropical economies. The main purpose is to demonstrate the essential importance of climate change on the economic development of poor tropical economies. 1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι χώρες που εντάσσονται γεωγραφικά στη τροπική ζώνη εµφανίζουν τη χαµηλότερη ανάπτυξη και τους πιο αργούς ρυθµούς οικονοµικής µεγέθυνσης. Μία ερµηνεία φαίνεται να προέρχεται από την επίδραση της ιδιόµορφης τροπικής γεωγραφίας και του κλίµατος σε συνδυασµό µε την επίδραση ιστορικών και θεσµικών παραγόντων. Οι κλιµατικές αλλαγές µε κύριο γνώρισµα την αύξηση της µέσης θερµοκρασίας αναµένεται να επιβαρύνουν περισσότερο τις συνθήκες οικονοµικής ανάπτυξης των τροπικών αυτών χωρών. Στην εργασία που ακολουθεί επιχειρείται η επισκόπηση µερικών ερευνών σχετικά µε την επίδραση των κλιµατικών αλλαγών στις φτωχές αναπτυσσόµενες ή υπανάπτυκτες οικονοµίες των τροπικών χωρών. Απώτερος στόχος είναι η κατανόηση της ευρύτερης αλληλεπίδρασης µεταξύ της (ήδη) χαµηλής οικονοµικής ανάπτυξης που προκύπτει από την επιρροή των υπαρχουσών κλιµατικών και γεωγραφικών συνθηκών των οικονοµιών αυτών και της πρόσθετης επιβάρυνσης που αναµένεται να προκύψει από τις κλιµατικές αλλαγές. Η δοµή µε την οποία θα αναπτυχθούν τα ζητήµατα αυτά είναι η ακόλουθη. Αρχικά θα εντοπιστούν στο παγκόσµιο χάρτη οι πιο φτωχές χώρες. Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν πρόσφατες έρευνες οι οποίες εξετάζουν το κλίµα και τη γεωγραφία σαν παράγοντα (µη) οικονοµικής ανάπτυξης. Σε αυτό το σηµείο, η περιγραφή κάποιων χαρακτηριστικών των οικονοµιών αυτών είναι χρήσιµη προκειµένου να αναδειχθεί ο «ευπαθής» χαρακτήρας τους. Ολοκληρώνοντας, παρουσιάζονται οι πιθανές επιπτώσεις των κλιµατικών αλλαγών στις οικονοµίες αυτές καταδεικνύοντας την ουσιώδη σηµασία των κλιµατικών αλλαγών στην δυνατότητα οικονοµικής ανάπτυξης των φτωχών υπανάπτυκτων χωρών. 2. ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ ΧΩΡΩΝ Σύµφωνα µε στοιχεία της Παγκόσµιας τράπεζας για το έτος 2005 [1] µε βάση το ΑΕΠ σε σταθερές τιµές δολαρίου, οι σαράντα πιο φτωχές χώρες βρίσκονται στην ήπειρο της Αφρικής (Λαϊκή ηµοκρατία του Κονγκό, Μπουρουντί, Λιβερία, Μαλάουι, Γουινέα, Αιθιοπία, Ερυθραία, Νιγηρία, Κεντρική ηµοκρατία της Αφρικής, Σιέρα Λεόνε, Μαδαγασκάρη, Τογκό, Μπουρκίνα Φάσο, Ρουάντα, Μαλί, Γκάνα, Ουγκάντα, Τσαντ, Μοζαµβίκη, Τανζανία, Γκάµπια, Μπενίν, Ζάµπια, Κοµόρες, Γουινέα, Κένυα, Μαυριτανία, Ζιµπάµπουε, Σοµαλία), στην Ασία (Τατζικιστάν, Νεπάλ, Κιργιζιστάν, Λάο, Μπαγκλαντές, Καµπότζη, Αφγανιστάν, Βόρεια Κορέα, Μιανµάρ) και λιγότερες στην Ωκεανία (νησιά του Σολοµώντα) και στα νησιά της Καραϊβικής (Αϊτή). Οι χώρες αυτές έχουν κατά κεφαλή ετήσιο εισόδηµα κάτω από 1.000,00$. Από τις σαράντα αυτές χώρες, οι 34 ανήκουν στη τροπική ζώνη που ορίζεται από τον τροπικό του Καρκίνου βόρεια και τον τροπικό του Αιγόκερου στο νότιο ηµισφαίριο. Από τις 34 αυτές χώρες οι 29 ανήκουν στην Αφρική. Ήδη από τις 10 πιο φτωχές χώρες οι 9 ανήκουν στην τροπική ζώνη της Αφρικής. Ειδικά οι χώρες της τροπικής Αφρικής εµφανίζουν διαχρονικά τους χαµηλότερους ρυθµούς ανάπτυξης σε όλο τον κόσµο [2]. Η παρούσα εργασία δεν εστιάζει µόνο στις χώρες της τροπικής Αφρικής αν και µοιραία λόγω της δεινής οικονοµικής τους κατάστασης αφιερώνεται µεγαλύτερο µέρος της διερεύνησης σε αυτές τις χώρες. Αντικείµενο εξέτασης αποτελούν οι φτωχές χώρες σε παγκόσµια κλίµακα που σύµφωνα µε τα στοιχεία ανήκουν στη πλειονότητά τους στη τροπική γεωγραφική ζώνη. Εποµένως, κέντρο αναφοράς και συζήτησης της εργασίας αυτής είναι οι φτωχές τροπικές οικονοµίες. 3. Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΣΑΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Η οικονοµική θεωρία πρόσφατα άρχισε να εξετάζει τη σηµασία των γεωγραφικών και κλιµατικών δοµών µιας χώρας για την οικονοµική ανάπτυξη [3]. Η διαπίστωση του 2
φαινοµένου πως οι φτωχότερες (οικονοµικά) χώρες είναι συνήθως οι πιο θερµές, έδωσε το έναυσµα για την εκτίµηση των γεωφυσικών και κλιµατολογικών συνθηκών σαν µία ερµηνευτική παράµετρο που «ευθύνεται» για τη (µη) οικονοµική ανάπτυξη. Ήδη οι Bloom και Sachs [2] σε σχετική µελέτη τους για την Αφρικανική ήπειρο, εισηγήθηκαν πως ποικίλες διαστάσεις της τροπικής γεωγραφίας, της δηµογραφίας και της δηµόσιας υγείας είναι ζωτικής σηµασίας και προκύπτει ισχυρή αιτιότητα από τους παράγοντες αυτούς στην οικονοµική ανάπτυξη. Οι εµπειρικές τους εκτιµήσεις αν και κατά οµολογία τους ανακριβείς- δίνουν κατά τα 2/3 σαν ερµηνευτικούς παράγοντες για την αποτυχία της οικονοµικής ανάπτυξης τις µη «οικονοµικές» συνθήκες που προαναφέρθηκαν, και µόλις το 1/3 να οφείλεται στην οικονοµική πολιτική και στους θεσµούς. Πιο πρόσφατα, λαµβάνοντας υπόψη το γεωγραφικό πλάτος, οι Bloom et al [4] συγκρίνουν την περίπτωση µιας υψηλού εισοδήµατος ισορροπίας σταθερής κατάστασης 1 που βασίζεται στη βιοµηχανική παραγωγή και τις υπηρεσίες έναντι µιας χαµηλού εισοδήµατος που βασίζεται στον αγροτικό τοµέα. Η υψηλού εισοδήµατος σταθερή κατάσταση είναι ανεξάρτητη από το γεωγραφικό πλάτος ενώ η πιθανότητα µιας οικονοµίας να ακολουθήσει µία µεγέθυνση σταθερής κατάστασης υψηλού εισοδήµατος αυξάνεται καθώς αυξάνεται το γεωγραφικό πλάτος. Επεκτείνοντας το µοντέλο τους µε τη χρήση πιο σηµαντικών γεωγραφικών µεταβλητών, εισηγούνται πως οι δροσερές, παραλιακές χώρες µε συχνή πυκνή ετήσια βροχόπτωση είναι σε καλύτερη θέση. Στη χαµηλού εισοδήµατος κατάσταση ισορροπίας, το εισόδηµα αυξάνεται όσο αυξάνονται οι ευνοϊκές αυτές γεωγραφικέςκλιµατικές συνθήκες αυξάνοντας την πιθανότητα µιας συγκεκριµένης χώρας να προσεγγίσει µία υψηλού εισοδήµατος σταθερή κατάσταση ισορροπίας. Εποµένως, όσο αυξάνεται η θερµοκρασία και η απόσταση από τη θάλασσα και µειώνεται το γεωγραφικό πλάτος και η βροχόπτωση, το εισόδηµα τείνει να είναι πιο χαµηλό. Ο Nordhaus [5] επιχειρεί να διερευνήσει τη επίδραση της γεωγραφίας δηµιουργώντας πλεγµατικά δεδοµένα που µετρούν την ένταση της οικονοµικής δραστηριότητας ανά µονάδα γεωγραφικής περιοχής (g-econ database). Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα, η γεωγραφία της Αφρικής έχει σηµαντικές αρνητικές επιπτώσεις στη πυκνότητα παραγωγής και στο κατά κεφαλή προϊόν σε σχέση µε τις βιοµηχανικές χώρες (ή εναλλακτικά τις εύκρατες περιοχές). Όµως, δεν έχει από γεωγραφική άποψη µειονεκτική θέση σε σχέση µε άλλες χώρες που έχουν επίσης χαµηλό γεωγραφικό πλάτος. Εποµένως, η γεωγραφία συµβάλλει σηµαντικά στη χαµηλή οικονοµική ανάπτυξη της Αφρικής αλλά άλλοι παράγοντες φαίνεται να συµβάλλουν εξίσου σηµαντικά. Είναι σηµαντικό να τονιστεί πως οι προαναφερόµενες έρευνες, εισηγούνται πως οι µη γεωγραφικοί-κλιµατικοί παράγοντες όπως η οικονοµική πολιτική που ασκείται µε βάση τις πολιτικές αποφάσεις σε συνάρτηση µε το ιστορικό και θεσµικό πλαίσιο, παίζουν επίσης σηµαντικό ρόλο στην πορεία της οικονοµικής ανάπτυξης. Η θεώρηση όµως των γεωφυσικών παραγόντων σαν θεµελιώδεις µεταβλητές της διαδικασίας οικονοµικής µεγέθυνσης πρόσθετα της λειτουργίας των ενδογενών µεταβλητών του συστήµατος, δηµιουργεί ένα πιο ρεαλιστικό πλαίσιο για την ερµηνεία των διαφορών στο επίπεδο οικονοµικής ανάπτυξης των διαφόρων οικονοµιών. 4. ΕΥΠΑΘΕΙΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ ΤΡΟΠΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ Στην ενότητα αυτή θα επιχειρηθεί να αναδειχτούν σε γενικές γραµµές κάποια χαρακτηριστικά των τροπικών οικονοµιών που τους προσδίδουν τον ευπαθή χαρακτήρα τους σε σχέση µε τις χώρες µε εύκρατο κλίµα στα µεσαία γεωγραφικά πλάτη. Οι περισσότερες από τις τροπικές χώρες βασίζονται στην αγροτική παραγωγή που καταλαµβάνει το µεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ τους σε σχέση µε τις πλουσιότερες χώρες [1]. Σαν αποτέλεσµα, οι 1 Ισορροπία σταθερής κατάστασης: Μια οικονοµία ισορροπεί όταν οι µεταβλητές του οικονοµικού συστήµατος µεγεθύνονται µε σταθερό ρυθµό ή δεν µεταβάλλονται. Είναι µία ιδεατή κατάσταση στάσιµης ισορροπίας του οικονοµικού συστήµατος. 3
οικονοµικές δραστηριότητες της αγροτικής παραγωγής οι οποίες βασίζονται στις φυσικές πηγές όπως γη και νερό, είναι περισσότερο ευάλωτες στις καιρικές και κλιµατικές συνθήκες. Αντίθετα, οι οικονοµικές δραστηριότητες που βασίζονται σε τεχνικές πηγές είναι πιο ελέγξιµες ως προς τις µεταβολές τους [6]. Οι χώρες στα χαµηλά γεωγραφικά πλάτη «ξεκινούν» την αναπτυξιακή τους διαδικασία µε ήδη σχετικά ψηλά επίπεδα θερµοκρασίας, γεγονός που εισάγει τη διαπίστωση ότι οι παραγωγικοί τοµείς των οικονοµιών αυτών είναι ήδη στα όρια των αντοχών τους σε όρους κλίµατος-θερµοκρασίας. Υψηλότερα επίπεδα θερµοκρασίας θα ωθήσουν τους κλιµατικά ευαίσθητους παραγωγικούς (οικονοµικούς) τοµείς των χωρών αυτών πέρα από τα όρια των αντοχών τους [7]. Η γεωργική παραγωγή των τροπικών οικονοµιών είναι αρκετά ιδιόµορφη ακριβώς λόγω της κλιµατικής και γεωγραφικής µορφολογίας τους. Σύµφωνα µε τους Bloom και Sachs [2] οι χώρες της τροπικής ζώνης έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Η θερµοκρασία στο ύψος της θάλασσας είναι σταθερά υψηλή σε όλη τη διάρκεια του έτους και οι διακυµάνσεις εξαρτώνται από το υψόµετρο (µείωση 0,6 ο C ανά 100 µέτρα) και την απόσταση από τη θάλασσα (αύξηση θερµοκρασίας στο εσωτερικό των ηπείρων, µείωση θερµοκρασιών παραλιακά ή από τους µουσώνες). Η ηλιακή ακτινοβολία είναι υψηλή σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Χαµηλές θερµοκρασίες (πάγωµα) παρατηρούνται σε πολύ υψηλά υψόµετρα όπως στις τροπικές Άνδεις και στα υψηλότερα βουνά της ανατολικής Αφρικής. Η διάρκεια της ηµέρας όλο το χρόνο είναι σχεδόν ίση µε τη διάρκεια της νύχτας. Τα τροπικά κλίµατα των διαφόρων χωρών ποικίλουν ανάλογα το γεωγραφικό πλάτος, το υψόµετρο, τα ωκεάνια ρεύµατα, τις οροσειρές και τη θέση των χωρών µέσα στις ηπείρους. Έτσι γύρω από τον ισηµερινό στην Αφρική και στις περισσότερες τροπικές περιοχές υπάρχει µία έντονη ζώνη βροχόπτωσης που δηµιουργεί τα τροπικά δάση της δυτικής Αφρικής, του Αµαζονίου και της νοτιοανατολικής Ασίας. Πέρα από τη ζώνη αυτή στην Αφρική υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις σαβάνας βόρεια και νότια οι οποίες χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα υψηλές θερµοκρασίες όλο το χρόνο και βροχή µόνο κατά τους καλοκαιρινούς µήνες ενώ βορειότερα και νοτιότερα στις στέπες υπάρχουν υψηλές θερµοκρασίες και πολύ περιορισµένη βροχόπτωση κατά τους καλοκαιρινούς µήνες. Το αποτέλεσµα είναι ένα µεγάλο µέρος της Αφρικής να πάσχει από έλλειψη επαρκούς βροχόπτωσης και να αντιµετωπίζει τον κίνδυνο µεγάλων (άνω του έτους) περιόδων ξηρασίας [2]. Επιπλέον, η Αφρική είναι µία τεράστια αχανής ήπειρος στην οποία µεγάλα εσωτερικά της τµήµατα (χώρες) είναι ιδιαίτερα θερµά καθώς δεν ευνοούνται από τη θαλάσσια γειτνίαση (πρόσβαση) και τους µουσώνες όπως συµβαίνει στις νησιώτικες οικονοµίες της νοτιοανατολικής Ασίας. Στην ανατολική Αφρική, στα υψηλά υψόµετρα η θερµοκρασία πέφτει στη διάρκεια της νύχτας και το εύφορο ηφαιστιογενές έδαφος ωθεί πολλούς ανθρώπους να συγκεντρώνεται στα όρη στα υψηλά υψόµετρα µακριά από τις παραλίες. Οι χώρες αυτές έχουν τη χαµηλότερη συγκέντρωση αστικού πληθυσµού [1]. Η αποµάκρυνση του πληθυσµού από τα παράλια όµως, συνεπάγεται την οικονοµική αποµόνωση των κοινωνιών αυτών, καθώς αυξάνεται το κόστος µεταφοράς και συναλλαγών µε τις περιφερειακές και διεθνείς αγορές. Πρόσθετα, οι υψηλές θερµοκρασίες σε συνδυασµό µε τη χαµηλή βροχόπτωση δεν ευνοούν την αγροτική παραγωγή και αυξάνουν τις ασθένειες των καλλιεργειών. Το αποτέλεσµα είναι ο περιορισµός των ειδών διατροφής που µπορούν να καλλιεργηθούν σε τροπικές φυτείες (γλυκοπατάτες, γιαµ, κασάβα, καρύδες, φοινικέλαιο, κακάο, καφέ, τσάι, µπανάνα, µάνγκο, παπάγια κα) που έχει σαν επακόλουθο την αναγκαστική εισαγωγή πολλών ειδών διατροφής. Όµως και τα χαρακτηριστικά του πληθυσµού είναι ιδιόµορφα. Το προσδόκιµο ζωής στις τροπικές ζώνες είναι από τα πιο χαµηλά. Για το 2008 ο µέσος όρος του προσδόκιµου ζωής στις σαράντα πιο φτωχές χώρες του κόσµου είναι τα 56 έτη όταν το αντίστοιχο για τις 30 πιο πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ είναι τα 80 έτη [1]. Οι Bloom και Sachs [2] σε µία απλή εµπειρική µελέτη, εκτιµούν ότι τα θερµότερα κλίµατα συσχετίζονται µε χαµηλό προσδόκιµο ζωής. Η ερµηνεία τους για τη διαπίστωση αυτή όµως δεν έγκειται στην επίδραση της ίδιας 4
της θερµοκρασίας στο ανθρώπινο σώµα (καταπόνηση, σκληρή σωµατική προσπάθεια για εργασία). Μάλλον η ερµηνεία δίνεται από το ότι οι υψηλές θερµοκρασίες επηρεάζουν άµεσα τη διατροφή και τη φύση των ασθενειών που µε τη σειρά τους επιδρούν έµµεσα στην ανθρώπινη νοσηρότητα και θνησιµότητα. Στην υποσαχάρια Αφρική µόνο, το 42,5% των χαµένων ετών ζωής οφείλεται σε λοιµώδη και παρασιτικά νοσήµατα ενώ το µεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσµού πλήττεται από την ελονοσία και το AIDS καθώς η παροχή και πρόσβαση στην υγειονοµική περίθαλψη είναι ανεπαρκής λόγω της φτώχειας του πληθυσµού και της χαµηλής οικονοµικής ανάπτυξης. Η τεχνολογική ανάπτυξη που θα µπορούσε να βελτιώσει την αποδοτικότητα της γεωργίας και να καταστήσει καλύτερες τις συνθήκες της υγείας είναι χαµηλή στις τροπικές οικονοµίες λόγω της χαµηλής οικονοµικής ανάπτυξης. Ειδικά στη περίπτωση της τροπικής Αφρικής, η αποµόνωση του πληθυσµού και οι υψηλές αποστάσεις από τις παγκόσµιες αγορές, δεν ευνοούν τη διάχυση της τεχνολογίας από τις οικονοµίες του ανεπτυγµένου κόσµου που επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη. Το αποτέλεσµα είναι µία σοβαρή τεχνολογική υστέρηση των αποµονωµένων χωρών αυτών [3] που οδηγεί στην χρήση µη εξελιγµένων (πρωτόγονων) µεθόδων παραγωγής στις αγροτικές καλλιέργειες. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δηµιουργούν έναν φαύλο κύκλο αλληλεπιδράσεων µεταξύ διαφόρων επιµέρους παραµέτρων. Η φτώχεια του πληθυσµού στερεί τη δυνατότητα για καλύτερες συνθήκες διατροφής, υγιεινής διαβίωσης και πρόσβασης σε υγειονοµική περίθαλψη, ανατροφοδοτώντας τη µη δυνατότητα οικονοµικής ανάπτυξης. Σαν επακόλουθο, η χαµηλή ανάπτυξη οδηγεί στη χαµηλή προσαρµοστική ικανότητα των χωρών αυτών. Με τον όρο «προσαρµοστική ικανότητα» εννοούµε τη διαδικασία εκείνη η οποία θα βελτιώσει τις συνθήκες που απαιτούνται ώστε να µειωθούν οι αρνητικές επιδράσεις των επερχόµενων κλιµατικών αλλαγών. Πρόσθετα, µε την ίδια διαδικασία, µία οικονοµία µπορεί να εκµεταλλευτεί και τις θετικές επιδράσεις των κλιµατικών αλλαγών ώστε να ωφεληθεί. Η προσαρµοστική ικανότητα όµως, σύµφωνα µε τους Tol et al [6], προσδιορίζεται από την τεχνολογική ικανότητα, από την κατανοµή των οικονοµικών πόρων και από το ανθρώπινο, πολιτικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Οι συνθήκες αυτές είναι καλύτερες στις πλουσιότερες χώρες ακριβώς λόγω της προηγµένης ανάπτυξή τους. Με αυτή την έννοια, οι πλουσιότερες χώρες είναι σε θέση να προστατευθούν καλύτερα από τις κλιµατικές αλλαγές σε σχέση µε τις φτωχές χώρες. Τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν προηγουµένως δεν επαρκούν για την κατανόηση του συνολικού χαρακτήρα της ευπάθειας των τροπικών χωρών. Πρέπει να σηµειωθεί πως οι φτωχές τροπικές χώρες υπήρξαν στο παρελθόν αποικίες των ανεπτυγµένων οικονοµιών της εύκρατης γεωγραφικής ζώνης. Στην οικονοµική θεωρία υπάρχουν αντικρουόµενες απόψεις σχετικά µε το κατά πόσο η αποικιακή κυριαρχία συνέβαλλε στην οικονοµική ανάπτυξη των µητροπόλεων ή την οικονοµική στασιµότητα των αποικούµενων χωρών. Για τον Sachs [3] η αποικιακή κυριαρχία αποθάρρυνε τη µακροχρόνια αναπτυξιακή δυνατότητα των αποικιών µέσω τριών παραγόντων: µε την παραµέληση παροχής θεµελιωδών δηµοσίων αγαθών (στοιχειώδης εκπαίδευση και υγεία) στους ντόπιους πληθυσµούς, µε τη δηµιουργία πολιτικών καταπιεστικών µηχανισµών (καταναγκαστική εργασία, κεφαλικοί φόροι) για την απόσπαση των πόρων των ντόπιων, και µε την ενεργή καταστολή της τοπικής βιοµηχανίας προς όφελος των κερδοφόρων σοδειών (µονοκαλλιέργειες) και της εξορυκτικής µεταλλευτικής βιοµηχανίας. Όσο για τη µετααποικιακή εποχή, οι πλούσιες χώρες χρησιµοποιούν συχνά το δικαίωµα της ισχυρής ψήφου τους στο ΝΤ ώστε να επιβάλλουν δρακόντειες ρυθµίσεις στις φτωχές αυτές χρεωµένες χώρες. Οι φτωχές τροπικές χώρες έχοντας αναξιόπιστες κυβερνήσεις και όντας επιβαρυµένες από αφόρητο εξωτερικό χρέος, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν, ενώ το διεθνές σύστηµα καθυστερεί ή εµποδίζει τη προφανή λύση της διαγραφής του χρέους. Το αποτέλεσµα είναι µία συνεχιζόµενη αστάθεια και χαµηλή ανάπτυξη των τροπικών οικονοµιών, ώστε να εξαρτώνται συνεχώς από τους διεθνείς πιστωτές τους [3]. 5
5. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ Οι κλιµατικές αλλαγές προκαλούνται από τη συσσώρευση των αερίων του θερµοκηπίου στην ατµόσφαιρα. Πρώτη και κύρια συνέπεια είναι η αύξηση της µέσης θερµοκρασίας η οποία δηµιουργεί αλυσιδωτές επιπτώσεις στις φυσικές ισορροπίες. Σαν άµεσο αποτέλεσµα, αναµένεται αύξηση των ακραίων και εποχιακών τιµών που µπορεί να πάρει η θερµοκρασία. Επίσης, τα επίπεδα της βροχόπτωσης µεταβάλλονται, αυξάνοντας τις ακραίες διακυµάνσεις, οδηγώντας σε ακραία αύξηση της βροχόπτωσης σε κάποιες περιοχές αλλά και ξηρασία σε κάποιες άλλες. Τέλος, οι πάγοι στους πόλους λιώνουν µε αποτέλεσµα την αύξηση της στάθµης της θάλασσας. Υπάρχουν πολλά σενάρια πρόβλεψης της αύξησης της µέσης θερµοκρασίας µε εκτιµήσεις για ήπια αύξηση από 2,5 ο C έως έντονη αύξηση 5,2 ο C µέχρι το 2100 [7], [8]. Με βάση αυτά τα σενάρια, διαµορφώνονται αντίστοιχα εναλλακτικά σενάρια για τον κίνδυνο εµφάνισης ακραίων καιρικών φαινοµένων, τον κίνδυνο για µοναδικά και απειλούµενα συστήµατα, τη κατανοµή των επιπτώσεων, τις συναθροιστικές επιπτώσεις στις αγορές και τον κίνδυνο υψηλής κλίµακας ασυνέχειας (εµφάνιση ιδιόµορφων φαινοµένων όπως µείωση παγετώνων και αλλαγή στο κλιµατικό σύστηµα της γης) [8], [9]. Οι άµεσες επιπτώσεις των κλιµατικών αλλαγών ποικίλουν. Στη νότια Ασία, και πιο συγκεκριµένα στην ευρύτερη περιοχή της Ινδίας, οι κλιµατικές αλλαγές µπορεί να αυξήσουν την ένταση των καταρρακτωδών βροχών µειώνοντας τον αριθµό των βροχερών ηµερών. Οι πληµµύρες ενδέχεται να γίνουν πιο έντονες χωρίς να αποκλείονται ξηρασίες. Η άνοδος της θερµοκρασίας όλους τους µήνες θα καταστήσει τη ξηρή περίοδο πριν τους µουσώνες (Απρίλιο-Μαιο) ιδιαίτερα θερµή αυξάνοντας έτσι τη θνησιµότητα. Η αλλαγή στη συχνότητα των βροχών, στους κύκλους των µουσώνων σε συνδυασµό µε τις ακραίες τιµές της θερµοκρασίας, επηρεάζει τις αποδόσεις των καλλιεργειών. Η µέση απόδοση των καλλιεργειών στη βόρεια Ινδία µπορεί να µειωθεί 70% µέχρι το 2100 όταν στον αιώνα αυτό ο πληθυσµός θα έχει αυξηθεί σηµαντικά απαιτώντας 5 εκ τόνους πρόσθετη τροφή ετησίως για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών. Σήµερα, κατά τη διάρκεια των ξηρών περιόδων, το νερό από τους πάγους των Ιµαλάϊων τροφοδοτεί τα ποτάµια που µε τη σειρά τους υδροδοτούν τις καλλιέργειες. Εάν οι προβλέψεις για την υποχώρηση των πάγων επιβεβαιωθούν, θα υπάρξουν σηµαντικές συνέπειες στις αρδευόµενες καλλιέργειες αλλά και στις ορεινές κοινότητες που θα βρεθούν αντιµέτωπες µε πιο ασταθές έδαφος [10]. Στην υποσαχάρια Αφρική, επιπλέον 250-550 εκ άνθρωποι ενδέχεται να βρεθούν στον κίνδυνο της πείνας µε µία αύξηση 3 ο C, καθώς οι κλιµατικές αλλαγές αναµένεται να µειώσουν τις κλιµατικά κατάλληλες καλλιεργήσιµες περιοχές, αφού δεν θα υπάρχει κατάλληλος βιότοπος για το 25-42% των φυτικών ειδών. Οι αυξηµένες θερµοκρασίες ευνοούν την εξάπλωση της ελονοσίας και άλλων επιδηµιών. Οι βροχοπτώσεις αναµένεται να γίνουν ασταθείς. Πολλές έρευνες εκτιµούν αστάθεια στη ροή του ποταµού του Νείλου µε µείωση στη ροή του από 0-75%, γεγονός που έχει σοβαρές επιπτώσεις στους ανθρώπους που εξαρτώνται άµεσα από αυτόν. Η άνοδος της στάθµης της θάλασσας κατά 1 µέτρο µπορεί να βυθίσει τη πρωτεύουσα της Γκάµπια ενώ οι ζηµιές στη καλλιέργεια µάνγκο, κάσιους και ινδικής καρύδας στη Κένυα ανέρχονται σε πάνω από 470 εκ δολάρια [10]. Οι χώρες της Λατινικής Αµερικής και της Καραϊβικής επηρεάζονται σηµαντικά από τη κλιµατική µεταβλητότητα και τα ακραία φαινόµενα (El Nino). Η οικονοµία των περιοχών αυτών εξαρτάται ιδιαίτερα από τους φυσικούς πόρους που είναι ευαίσθητοι στο κλίµα. Οι συνθήκες διαβίωσης για πολλούς ανθρώπους ενδέχεται να επηρεαστούν από τη µείωση της παραγωγής αραβόσιτου κατά 15% µέχρι το 2055 στις χώρες των Άνδεων και της κεντρικής Αµερικής. Από το δάσος του Αµαζονίου εξαρτώνται 1 εκ. άνθρωποι (400 διαφορετικών φυλών-ιθαγενών) τόσο για τη διαβίωσή τους, όσο και για εξασφαλίσουν ιατρικό υλικό. Από το λιώσιµο των πάγων των Άνδεων υπάρχει αυξηµένος κίνδυνος έλλειψης νερού για τις 6
καθηµερινές ανάγκες, την υδροηλεκτρική ενέργεια και τη γεωργία. Ο ρυθµός µετάδοσης του δάγκειου πυρετού αναµένεται επίσης να αυξηθεί [10]. Οι άµεσες αυτές επιπτώσεις των κλιµατικών αλλαγών παράγουν έµµεσες επιπτώσεις στην οικονοµική ζωή των χωρών αυτών. Η υψηλή και έντονη βροχόπτωση είναι πιθανό να δηµιουργήσει προβλήµατα στις υπάρχουσες µεταφορές, και στις επικοινωνίες. Η χαµηλή βροχόπτωση επηρεάζει την απόδοση των καλλιεργειών και µειώνει την ροή του νερού για άρδευση και ενέργεια σε κάποιες περιοχές. Μόνο στην Αιθιοπία, η µεταβλητότητα του υδροφόρου ορίζοντα ενδέχεται να µειώσει το ρυθµό αύξησης του ΑΕΠ κατά 38% και να αυξήσει το ρυθµό της φτώχειας κατά 25% [10]. Η µείωση της απόδοσης των τοπικών καλλιεργειών συνεπάγεται την αύξηση της τιµής των παραγόµενων προϊόντων αλλά και την αύξηση της εισαγωγής ειδών διατροφής από τις εύκρατες χώρες. Η απώλεια της παραγωγής ενδέχεται να οδηγήσει άλλους 145 εκ ανθρώπους να ζουν µε ηµερήσιο εισόδηµα κάτω των 2$ την ηµέρα στη νότια Ασία και την υποσαχάρια Αφρική µε ένα ήπιο µεταβολών κλιµατικό σενάριο, ενώ ο αριθµός αυτός φτάνει τα 220 εκ ανθρώπους µε το υψηλών (έντονων) αλλαγών κλιµατικό σενάριο επιπτώσεων [10]. Οι υψηλές θερµοκρασίες αυξάνουν τη θνησιµότητα των ανθρώπων και ευνοούν τις επιδηµίες αυξάνοντας τις ανάγκες για ιατροφαρµακευτική περίθαλψη. Πληθυσµοί ολόκληροι ενδέχεται να αναγκαστούν να µεταναστεύσουν σε άλλες χώρες προκειµένου να βρουν καλύτερες συνθήκες ζωής ενώ δεν αποκλείεται τοπικά να αυξηθούν οι συγκρούσεις µεταξύ φυλών ή κρατών για τη πρόσβαση στους εναποµείναντες τοπικούς φυσικούς πόρους. Όλες αυτές οι επιπτώσεις συνδυάζονται µε επιδείνωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων και απώλεια του ΑΕΠ ανατροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο µεταξύ χαµηλής ανάπτυξης και περεταίρω επιδείνωσης από τις συνεχόµενες επιδράσεις των κλιµατικών αλλαγών. Πολλές µελέτες επιχειρούν να εκτιµήσουν την απώλεια στο ΑΕΠ που θα φέρουν οι κλιµατικές αλλαγές. Για τους Mendelsohn et al [7] οι κλιµατικές επιπτώσεις είναι πιο επιβαρυντικές στις φτωχότερες χώρες οι οποίες θα υποστούν ζηµιά της τάξης του 12-23% του ΑΕΠ τους στα πιο αυστηρά σενάρια εξέλιξης της θερµοκρασίας. Αντίθετα, το εύρος των επιπτώσεων για τις πιο πλούσιες χώρες κυµαίνεται από ζηµιά 0,1% έως όφελος 0,9% του ΑΕΠ τους. Σχεδόν όλες οι εκτιµήσεις τους µε βάση τρία διαφορετικά κλιµατικά σενάρια δείχνουν ότι οι φτωχές χώρες της Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας θα υποστούν ανεπανόρθωτες ζηµιές. Οι Tol et al [6] σηµειώνουν πως οι θερµές χώρες δεν αναµένεται να ωφεληθούν από την αύξηση της θερµοκρασίας όπως αναµένεται να συµβεί στα µεσαία γεωγραφικά πλάτη σε κάποιες χώρες. Για τον Stern [10] µε ένα ήπιο κλιµατικών αλλαγών σενάριο, η επίπτωση του ΑΕΠ στην Ινδία, νοτιοανατολική Ασία, Αφρική και Μέση Ανατολή κυµαίνεται από 2-2,5% ενώ µε βάση το υψηλών επιπτώσεων κλιµατικό σενάριο οι απώλειες κυµαίνονται από 2,7-3,5% χρησιµοποιώντας όµως απλοποιηµένες συναθροιστικές µεθόδους υπολογισµού. Πρέπει να σηµειωθεί ότι πολλά από τα σενάρια αυτά εκτιµούν υποθετικές ζηµιές µε βάση τις τρέχουσες συνθήκες των χωρών. Ήδη νέα επικαιροποιηµένα στοιχεία αυξάνουν τον κίνδυνο εµφάνισης των επιµέρους επιπτώσεων [9]. Οι πραγµατικές ζηµιές θα γίνουν στο µέλλον, όπου οι κοινωνίες θα έχουν αλλάξει σε όρους πληθυσµού, οικονοµικού µεγέθους και οικονοµικής δοµής, τεχνολογίας και κοινωνικοπολιτικών συνθηκών [6]. Ήδη στις δεκαετίες που ακολουθούν ο πληθυσµός θα αυξηθεί σηµαντικά [11] ειδικά στις φτωχές αναπτυσσόµενες χώρες. Οι επερχόµενες κλιµατικές αλλαγές κλιµατικές δεν έχουν δείξει ακόµα τη σοβαρότητα και το µέγεθος των επιπτώσεών τους και δεν αποκλείεται να γίνεται υποτίµηση σήµερα των επιπτώσεων αυτών. Τέλος, ίσως το πιο σηµαντικό από όλα, εάν στον επόµενο αιώνα η εκποµπή των ρύπων συνεχιστεί µε αµείωτους ρυθµούς, τότε η αύξηση της µέσης θερµοκρασίας θα είναι ακόµα υψηλότερη προκαλώντας ακόµα πιο επώδυνες αλλαγές στις φυσικές ισορροπίες. 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 7
Γίνεται φανερό πως για τις τροπικές οικονοµίες υπάρχει µία ισχυρή αλληλεπίδραση µεταξύ του φυσικού τους περιβάλλοντος (όπως αυτό διαµορφώνεται από τη γεωγραφία και το κλίµα τους) και των ιστορικών και σύγχρονων πολιτικοκοινωνικών συνθηκών που διαµορφώνουν την βάση για την οικονοµική τους εξέλιξη. Ήταν (είναι) τέτοιες οι συνθήκες που οδήγησαν τις χώρες αυτές σε χαµηλούς ρυθµούς ανάπτυξης. Οι κλιµατικές αλλαγές έρχονται να επιβαρύνουν τις ήδη επιβαρυµένες συνθήκες, καθώς οι επιπτώσεις τους αναµένεται να επηρεάσουν περισσότερο τις οικονοµίες αυτές. Το αποτέλεσµα είναι µια ανατροφοδότηση µεταξύ χαµηλών δυνατοτήτων ανάπτυξης και πιέσεων από τις κλιµατικές αλλαγές. Το ουσιώδες ζήτηµα είναι οι επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής στην οικονοµία των τροπικών χωρών που ούτως ή άλλως είναι ευπαθείς λόγω των ιδιόµορφων κλιµατικών και γεωγραφικών συνθηκών, της χαµηλής οικονοµικής ανάπτυξης και των διαφόρων ιστορικών και θεσµικών παραγόντων. Η αίσθηση που αναδεικνύεται από τη σχετική βιβλιογραφία είναι πως οι επιπτώσεις των κλιµατικών αλλαγών κατανέµονται άνισα στην παγκόσµια οικονοµία, ακριβώς όπως άνισα δηµιουργήθηκε στο παρελθόν η αιτία του προβλήµατος. Και πάλι, η αποτίµηση των επιπτώσεων είναι δύσκολη καθώς δεν είναι πλήρως κατανοητή η γνώση των ίδιων των επιπτώσεων των κλιµατικών αλλαγών. Είναι φανερό όµως, πως οι θερµές χώρες δεν αναµένεται να ωφεληθούν από την αύξηση της θερµοκρασίας αλλά µάλλον να επιβαρυνθούν. Το εύλογο ερώτηµα που προκύπτει εποµένως είναι εάν η ανισοκατανοµή των επιπτώσεων των κλιµατικών αλλαγών θα ωθήσει τις χώρες που έχουν το προβάδισµα στη λήψη κατάλληλων µέτρων, και φυσικά µε ποιο κριτήριο θα παρθούν οι όποιες αποφάσεις. εν πρέπει σε καµία περίπτωση να λησµονείται πως οι κλιµατικές αλλαγές είναι παγκόσµιο φαινόµενο και δεν έχουν τοπικό χαρακτήρα. Οι επιπτώσεις τους όµως, κατανέµονται άνισα και δυσχεραίνουν τη θέση των φτωχών οικονοµικά τροπικών οικονοµιών. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. World Bank (2010) World Development Indicators, 2010 at: http://data.worldbank.org 2. Bloom D.E., Sachs J.D. (1998) Geography, Demography, and Economic Growth in Africa, Brookings Papers on Economic Activity (2), pp 207-295 3. Sachs J.D. (2001) Tropical Underdevelopment NBER Working Papers Series, working paper 8119 4. Bloom D.E., Canning D., Sevilla J. (2003) Geography and Poverty Traps, Journal of Economic Growth 8, pp 355-378 5. Nordhaus W.D. (2006) Geography and macroeconomics: New data and new findings PNAS, March 7, vol.103, no. 10, pp 3510-3517 6. Tol R.S.J., Downing T.E., Kuik O.J., Smith J.B. (2004) Distributional aspects of climate change impacts Global Environmental Change 14, pp 256-272 7. Mendelsohn R., Dinar A., Williams L. (2006) The distributional impact of climate change on rich and poor countries, Environment and Development Economics 11, pp 159-178 8. IPCC AR4, Climate Change 2007, Synthesis Report, available at www.ipcc.ch 9. Smith J.B., Schneider S.H., Oppenheimer M., Yohe G.W., Hare W., Mastrandre M.D., Patwardhan A., Burton I., Corfee-Morlot J., Magadza C.H.D., Fussel H-M., Pittock A.B., Rahman A., Suarez A., van Ypersele J-P. (2009) Assessing dangerous climate change through an update of the Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC) reasons for concern, PNAS, March 17, vol.106, no. 11, pp 4133-4137. 10. Stern N. H. (2007) The economics of Climate Change The Stern review. Camridge, Great Britain, pp 100-110 11. United Nations, (2004) World Population to 2300, available at: http://www.un.org 8
9