Ι. ΕΝΝΟΙΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ / ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ



Σχετικά έγγραφα
Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ & ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Εργασιακά Θέματα. Δώρο Πάσχα

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΘΕΜΑ: Παροχή πληροφοριών για θέματα που αφορούν χορήγηση κανονικής άδειας, βιβλίο αδειών και Έντυπο Ε11.

2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (ή 24/12 x μήνες απασχόλησης)(στρογγυ λοποίηση του

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Ο ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ,ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΕΙΔΗΣΕΙΣ Η ECON ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ. Σας ενημερώνει και σας υπενθυμίζει Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ. Ποιοι δικαιούνται το Δώρο Πάσχα και πώς υπολογίζεται

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Εργασιακά Θέματα. «Η Υποχρέωση Πρόνοιας του Εργοδότη»

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης. Ειδικοί Χρόνοι Ασφάλισης

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

Με βάση τον ορισμό του «εργατικού ατυχήματος» όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν. 551/15, όπως έχει κωδικοποιηθεί και τροποποιηθεί μέχρι και σήμερα,

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. 30-Apr-18 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Άρθρο 6ο Καταβολή αποδοχών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΔΕΛΤΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η. Αθήνα, 4/7/2014. Συναδέλφισσες συνάδελφοι,

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Υπόδειγμα ατομικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης.

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΟΙΝΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 51/2005. Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Μουσικών της Φιλαρμονικής του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Εργασιακά Θέματα «ώρο Χριστουγέννων»

Αθήνα, Κύριοι,

Εργασιακά Θέματα. Επιχειρήσεις Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

Ο διαχειριστής της γερμανικής ΕΠΕ

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

ΣΥΛΛOΓlKH ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ των Οινολόγων όπως αυτοί ορίζονται από τον 1697/87, που απασχολούνται σε Επιχειρήσεις όλης της χώρας

Π.Κ. 50/ ΑΡΘΡΟ 1 ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Εργασιακά Θέματα «ιευθέτηση Χρόνου Εργασίας»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I: ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των καθηγητών που εργάζονται στ α Φροντιστ ήρια Μέσης Εκπαίδευσης Νοµού Αττικής

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 8 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

Π. Ραπανάκης, Το νέο θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει την καταχώριση της υπερεργασίας και της νόμιμης υπερωρίας στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ»

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΟΣ

ΤΟ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΑΜΟΙΒΗΣ & ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ. Πέτρος Ραπανάκης Οικονομολόγος -Εργασιακός Σύμβουλος 1

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΩΝ

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΜΑΙΟΣ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012

ΕΝΤΥΠΟ 3: ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

Θέµα: Εγκύκλιος επί του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004

Εργατικό Δίκαιο 1 ο Φροντιστηριακό Μάθηµα Η έννοια της εξαρτηµένης εργασίας. Εισηγητής: δρ Δηµήτρης Γούλας

Σήμερα, 18 / 6 / 2015, ημέρα Πέμπτη, και ώρα το μεσημέρι στα γραφεία της εταιρείας με την επωνυμία «BLUE OCEANIC ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

Απόλυση Εργαζομένων: Νομολογία, Όροι & Ποσά Αποζημίωσης

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας / 823 /

Αριθμ. πρωτ.: 44493/933-24/01/ Παροχή πληροφοριών

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

ΝΠΔΔ ΝΠΙΔ Ο.Τ.Α : Συμβάσεις μίσθωσης έργου με ιδιώτη ιατρό. Όταν α) οι συμβαλλόμενοι δεν αποβλέπουν στην επίτευξη συγκεκριμένου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΜΗΜΑ Ι ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ

«Παροχή ιατρικών υπηρεσιών ιατρού και νοσηλευτή με συμβάσεις. Οι εν λόγω συμβάσεις δεν αποτελούν συμβάσεις μίσθωσης έργου, καθόσον

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Περιορισμοί στο ύψος νομίμου αποζημιώσεως Καταβολή αποζημίωσης πέραν της νομίμου

ΘΕΜΑ: «Ασφαλιστική Τακτοποίηση κατά την Επίσχεση Εργασίας»

Published on TaxExperts (

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Transcript:

Ι. ΕΝΝΟΙΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ / ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ Ολ.ΑΠ 28/2005, ΕΔΚΑ 2005, 610 Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρ. 38 Εισ.Ν.ΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. II. ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ / ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ 1) ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΑΠ 583/2007, ΝΟΜΟS 431950 Επειδή κατά την έννοια του εδαφίου α του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτων "περί περιορισμού των ωρών εργασίας εν ταις βιομηχανικαίς επιχειρήσεσιν", που κυρώθηκε με το ν. 2269/1920, ως πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων, κατά την εν λόγω σύμβαση, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτής, θεωρούνται εκείνα στα οποία, ως εκ των εξαιρετικώς προσόντων τους ή της ιδιάζουσας εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτά, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως όλης της επιχείρησης ή σημαντικού τομέα της και εποπτείας του προσωπικού, κατά τρόπον ώστε όχι μόνο να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά και να διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, λόγω της ασκήσεως των δικαιωμάτων του εργοδότη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η πρόσληψη και απόλυση του προσωπικού έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και επωμίζονται ενίοτε και ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για το συμφέρον των εργαζομένων, αμειβόμενοι συνήθως με μισθό που υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές. Γι αυτό και τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, περί αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασία, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους. Η έννοια δε της διευθυντής θέσεως, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και της λογικής από τη φύση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών 1

που κρίνονται ενιαίως, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου που τις παρέχει τόσο προς τον εργοδότη, όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους (ΑΠ 70/2002, 968/2002, 1123/1993). 2) ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΑΠ 90/2009, ΝΟΜΟS 484703 Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρ. 10 του Ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 ΠΔ, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του ΝΔ 2655/1953, "ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικής ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση χαρακτηρισμό αυτού ή τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Έτσι, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού. Ειδικότερα, για τον χαρακτηρισμό ως ιδιωτικών υπαλλήλων των απασχολουμένων στη βιομηχανική παραγωγή, δεν αρκεί η άσκηση στον χειρισμό και στη ρύθμιση των μηχανικών μέσων με τα οποία, λόγω της αλματώδους τεχνολογικής προόδου, αναπληρώνεται η καταβολή μυϊκής δυνάμεως, αλλά απαιτείται εξειδιασμένη εμπειρία και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας, το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού. [ ] Ο αναιρεσίβλητος ασκούσε την παραπάνω εργασία του χωρίς εποπτεία ή υπόδειξη και είχε την απόλυτη ευθύνη του τομέα κοπής υφασμάτων, η δε εργασία του αυτή στηριζόταν σε λεπτούς χειρισμούς, εξειδιασμένη εμπειρία, την οποία είχε αποκτήσει εργαζόμενος επί 25 έτη στο ίδιο τμήμα, τεταμένη προσοχή, αυτοσυγκέντρωση και ανάπτυξη πρωτοβουλίας και υπευθυνότητας για τη σωστή λειτουργία του κοπτηρίου, καθώς επίσης και στις αντίστοιχες γνώσεις που είχε αποκτήσει από την πολυετή εμπειρία του στον τομέα αυτό και τα παραπάνω σεμινάρια που είχε παρακολουθήσει. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος από το έτος 1990 που ανέλαβε καθήκοντα προϊσταμένου κοπτηρίου είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου και όχι του εργάτη, όπως τον εμφάνιζε στις μισθοδοτικές καταστάσεις και σε άλλα έντυπα η αναιρεσείουσα, διότι η εργασία που αυτός πρόσφερε ήταν κυρίως πνευματική και όχι σωματική. Περαιτέρω δε έκρινε το Εφετείο ότι η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεώς του που κατεβλήθη στον εργαζόμενο και αντιστοιχούσε σε αποζημίωση εργάτη, ενώ αυτός είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου, δεν ήταν η προσήκουσα με συνέπεια την ακυρότητα της καταγγελίας. III. ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1) ΜΕΣΩ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΠ 829/2006, NOMOS 396419 Από τις διατάξεις των άρθρων 185, 189, 192, 201, 361 και 648 ΑΚ συνάγεται ότι η προκήρυξη από τον εργοδότη διαγωνισμού για την πρόσληψη σε θέσεις εργασίας, που είναι κενές ή που προβλέπεται να κενωθούν μέσα σε ορισμένη προθεσμία, αποτελεί πρόταση προς αόριστο αριθμό προσώπων για τη σύναψη συμβάσεως εργασίας υπό την αίρεση της επιτυχίας στο διαγωνισμό, η δε υποβολή αιτήσεως και η συμμετοχή στο διαγωνισμό ενέχει αποδοχή της προτάσεως εκ μέρους των ενδιαφερομένων υποψηφίων, ενώ με την επιτυχία στο διαγωνισμό σε σειρά που βρίσκεται μέσα στον αριθμό των θέσεων της προκηρύξεως, πληρούται η αναβλητική αίρεση και επέρχονται τα αποτελέσματα της συμβάσεως, που έκτοτε δεσμεύει αμφότερα τα μέρη. Η πλήρωση της παραπάνω αιρέσεως ελέγχεται βάσει του άρθρου 207 παρ. 1 ΑΚ κατά το οποίο η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Αντίθετα για τον έλεγχο της επιτυχίας στο διαγωνισμό δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ, αφού στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει αοριστία παροχής που χρειάζεται να προσδιοριστεί, καθόσον τα στοιχεία για την επιτυχία ή μη προσφέρονται από τους όρους της διακηρύξεως (εξεταστική επιτροπή, μοριοδότηση προσόντων κ.α). Εξάλλου αν από τη προκήρυξη του 2

διαγωνισμού προκύπτει ότι ο εργοδότης απευθύνει απλή πρόκληση προς ενδιαφερομένους να υποβάλουν αίτηση και τα δικαιολογητικά έγγραφα των προσόντων τους και συγχρόνως ασκώντας φυσική ευχέρεια επιφυλάχθηκε να επιλέξει τους κατά την κρίση του καταλληλότερους, η συμμετοχή των υποψηφίων στην παραπάνω διαδικασία και στην τυχόν προβλεπόμενη προφορική συνέντευξη δεν επιφέρει κατάρτιση της εργασιακής συμβάσεως υπό αναβλητική αίρεση, η δε επιλογή του εργοδότη δεν ελέγχεται βάσει του άρθρου 207 παρ. 1 ΑΚ. 2) ΜΕΣΩ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΕφΠατρ 735/2006, NOMOS 474620 [ ] από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1,2,5 παρ. 1, 3 του ως άνω νόμου [Ν. 2643/1998 "Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις"], συνάγεται ότι μεταξύ του εργοδότη, που υπόκειται στην υποχρέωση πρόσληψης μισθωτού που προστατεύεται και τοποθετείται σ` αυτόν, συνάπτεται σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, αναγκαστική για τον ανωτέρω εργοδότη τη δικαιοπρακτική βούληση του οποίου αναπληρώνει η απόφαση της επιτροπής του παραπάνω άρθρου 9, η δε εν λόγω σύμβαση εργασίας τελειούται με την εμφάνιση για την ανάληψη εργασίας του τοποθετούμενου μισθωτού. Συνεπώς, εάν ο εργοδότης αποκρούσει την παροχή εργασίας του, περιέρχεται σε υπερημερία και οφείλει, κατά τη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ, μισθούς υπερημερίας. ΕφΛαρ 377/2007, NOMOS 464041 Η ως άνω ρύθμιση [Ν. 2643/1998 "Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις"], κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι συνταγματικώς ανεκτή, αφού απέρρευσε από ιδιαίτερους λόγους κοινωνικής ευαισθησίας για την αντιμετώπιση πολιτών, οι οποίοι κρίνονται άξιοι ιδιαίτερης προστασίας και είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, που επιτάσσει τον νομοθέτη για ειδική φροντίδα του κράτους σε ειδικές κατηγορίες πολιτών και δεν οδηγεί σε αποδυνάμωση οιουδήποτε κατοχυρωμένου δικαιώματος τρίτου (ΑΠ 335/1988 ΕΕΔ 1989, 652, ΑΠ 1373/1999 ΕΕΔ 60, 64, Ε0 1252/1992 ΕΕΔ 5, 121, Ολ. ΣτΕ 1094/1987 ΝοΒ 35,973, Ντάσιος Εργ.Δι.Δικη, έκδ. 1999, 823, Ζερδελής ΔΕΝ 2000, 656, Γκούτου- Λεβέντη Εργ. Νομοθεσία 395). 3) ΚΑΤ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΜΕ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΥΠΟ ΑΠ 250/2006, ΧρΙΔ 2006, 661 [ ] σύμφωνα με το άρθρο 84 εδαφ. α, γ και δ του ν.δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», για τη σύναψη συμβάσεως με το Δημόσιο απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου. Αν δεν τηρηθεί ο τύπος αυτός η σύμβαση εργασίας που καταρτίζει το Δημόσιο με κάποιον εργαζόμενο είναι άκυρη. Τότε υπάρχει απλή σχέση εργασίας, για την οποία δεν οφείλεται μισθός, αλλά αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ [ ]. 4) ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (π.χ. Βιβλιάριο υγείας) ΑΠ 709/2008, NOMOS 461874 Από το άρθρο 14 παρ. 1 της κανονιστικής αποφάσεως Αιβ/8577/83 του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του α.ν. 2520/40 και αντικαταστάθηκε με την υπ` αριθμ.8405/29-10-92 κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665 Β`/11-11-92), προκύπτει ότι με βιβλιάρια υγείας πρέπει να εφοδιάζονται όχι όλοι όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά εκείνοι από αυτούς που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με το χρήστη των υπηρεσιών, αφού τότε μόνο υπάρχει κίνδυνος να μεταδοθούν στον τελευταίο τα νοσήματα από τα οποία πάσχουν ή τα μικρόβια, οι ιοί και τα παράσιτα των οποίων είναι φορείς. [ ] Ότι ειδικότερα η εργασία του αναιρεσίβλητου συνίστατο στη μεταφορά και παράδοση αφενός μεν μη αναλωσίμων ειδών, αφετέρου δε αναλωσίμων ειδών ζαχαροπλαστικής, τα οποία, όμως, παρελάμβανε και παρέδιδε στους παραλήπτες τους, κλειστά συσκευασμένα από άλλους υπαλλήλους της επιχειρήσεως, χωρίς ο ίδιος να έρχεται σε άμεση επαφή με τα είδη αυτά και με το κοινό. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, λόγω της φύσεως της εργασίας του δεν ήταν υποχρεωμένος, για το έγκυρο της ένδικης συμβάσεως εργασίας, να είναι εφοδιασμένος με το προβλεπόμενο από την παραπάνω διάταξη βιβλιάριο υγείας και ότι συνακόλουθα εφόσον κατά την καταγγελία της συμβάσεως αυτής δεν του καταβλήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο 3

αποζημίωση, η εν λόγω καταγγελία είναι άκυρη. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, δεν παραβίασε την προαναφερόμενη διάταξη της Αιβ/8577/83 όπως ήδη ισχύει, ούτε αυτές των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ, διότι, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές του, η απασχόληση του αναιρεσίβλητου δεν είχε το χαρακτήρα άμεσης παροχής υπηρεσιών προς το κοινό κατά την προεκτεθείσα έννοια. ΕφΠειρ 320/2003, ΔΕΕ 2003, 1359 [ ] απασχολούμενοι στις επιχειρήσεις αυτές, που δεν παρέχουν υπηρεσίες συνεπαγόμενες την άμεση επαφή τους με τον κοινό, όπως είναι π.χ. οι μουσικοί, οι τραγουδιστές, οι λογιστές κ.λπ., δεν είναι υποχρεωμένοι, αν δεν ορίζεται το αντίθετο από ειδική διάταξη, (όπως π.χ. ο ΑΝ 86/1967 για τους αρτεργάτες και μυλεργάτες) να εφοδιάζονται με βιβλιάριο (βλ. ΑΠ 79/2000 ΕλΔ 41,717). 5) ΑΚΥΡΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΛΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ / ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΕΥΘΕΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΠ 807/2008, NOMOS 455503 Σύμφωνα με τα άρθρα 3, 174 και 180 ΑΚ είναι άκυρη και ως τέτοια θεωρείται σαν να μη έγινε κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου αν δεν συνάγεται κατά άλλο. [ ] Ο απασχολούμενος μισθωτός με τέτοια σχέση εργασίας έχει αξίωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, την εργασία του Σαββάτου, υπό το καθεστώς της πενθήμερης εργασίας, και την υπερωριακή απασχόληση ενώ δικαιούται ευθέως εκ του νόμου τα επιδόματα εορτών και αδείας, τις αποδοχές αδείας και τις προσαυξήσεις 75%, 25% και 50% για την παροχή της εργασίας τους τις Κυριακές, τη νύχτα και την ιδιόρρυθμη υπερωριακή του απασχόληση. ΑΠ 2126/2007, NOMOS 444658 Επί παροχής παράνομης εργασίας οφείλεται στο μισθωτό, κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ), το ποσό, που ο εργοδότης θα κατέβαλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος. Για τον προσδιορισμό της ωφέλειας του εργοδότη δεν συνυπολογίζονται πρόσθετες αμοιβές που αυτός θα κατέβαλε στον παρανόμως απασχοληθέντα εργαζόμενο, εάν αυτός εργαζόταν νομίμως, όταν οι αμοιβές αυτές συνδέονται με την προσωπική του κατάσταση (οικογενειακά επιδόματα, επίδομα πολυετίας), οι οποίες δεν θα συνέτρεχαν κατ ανάγκη και στο πρόσωπο εκείνου που θα προσλαμβανόταν και θα απασχολούνταν αντί αυτού νομίμως, κατά τον ίδιο χρόνο. 4

IV. ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ 1) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΜΙΣΘΟΥ Κ.ΛΠ. ΑΠ 201/2008, NOMOS 451742 (δήλη ημέρα) Επειδή, κατά το άρθρο 655 του Α.Κ., επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξ άλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεως του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εγκύρως παρεχομένης εργασίας του μισθωτού. Επομένως, για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του Α.Κ. κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α` του Α.Κ. Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του Α.Κ., για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας τάσσεται από το νόμο (αρθρ. 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του Α.Ν.539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο του οικείου έτους, αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες. ΑΠ 332/2008, NOMOS 461254 (εργασία Κυριακής) Από τις διατάξεις της υπ` αριθμ. 8900/1945 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του β.δ. 748/1966, προκύπτει ότι εκείνος που εργάζεται την Κυριακή, επιτρεπτώς ή μη, δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% στο 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού του και στην περίπτωση που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση, δικαιούται επιπλέον και το 1/25 του καταβαλλομένου μισθού του ως αποζημίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή κάθε τι που ο εργοδότης θα κατέβαλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, χωρίς όμως την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών. ΑΠ 1519/2008, NOMOS 475864 (εργασία Σαββάτου) Η εργασία του μισθωτού εντός του νομίμου ωραρίου κατά τα Σάββατα ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας δε συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των ωρών υπερεργασίας, ο δε μισθωτός ως απασχοληθείς ακύρως σε ημέρα υποχρεωτικής αναπαύσεως δικαιούται να αξιώσει κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ) την απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή της εργασίας αυτής, ήτοι το ποσό, που ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου), αφού κατά το ποσό τούτο, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης από την εργασία κατά τα Σάββατα του απασχοληθέντος μισθωτού. ΑΠ 352/1990, ΕΕργΔ 1991, 140 (έννοια τακτικών αποδοχών) Κατά την ορθή έννοια των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ μισθό αποτελεί κάθε πρόσθετη παροχή που δίνεται σταθερά και μόνιμα ως τακτικό συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα για την παρεχόμενη από το μισθωτό εργασία σε χρήμα ή σε είδος, αποτιμώμενο σε χρήμα, εκτός αν πρόκειται για οικειοθελή παροχή ελεύθερα ανακλητή ή για παροχή για εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχειρήσεως, δηλαδή για αναγκαίως συνδεόμενη με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως (όπως παροχή κατοικίας στο νυκτοφύλακα κλπ.), οπότε οι παροχές αυτές δεν υπολογίζονται για τον καθορισμό του ύψους των δώρων για τις εορτές. [ ] Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων προσελήφθη από την αναιρεσίβλητη στις 20.3.1982, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, για να 5

εργασθεί ως μουσικός στο αναφερόμενο ξενοδοχείο, το οποίο εξεμεταλλεύετο αυτή και εργάσθηκε σε αυτό από 1.5.1982 μέχρι 15.10.1982, αντί αμοιβής 3.100 δραχμών την ημέρα (καθαρών), συμφωνήθηκε δε επίσης ότι η τελευταία θα παρείχε "ωσαύτως εις τον καλλιτέχνην (εφεσίβλητον) τροφήν εκ των εν τη επιχειρήσει παρασκευαζομένων φαγητών καθώς και στέγην". [ ] Οι παρεχόμενες όμως στον ενάγοντα "πλην του μισθού" παροχές τροφής και διαμονής στο ξενοδοχείο της εναγομένης δεν αποτελούσαν αντάλλαγμα της παρεχόμενης υπηρεσίας, αλλ εξυπηρέτουν αποκλειστικώς και μόνον τις λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως, εν όψει του επιδιωκομένου σκοπού της εξασφαλίσεως της καθημερινής παρουσίας του αναιρεσείοντος μουσικού στο ξενοδοχείο αυτό, το οποίο βρίσκεται έξω από κατοικημένη περιοχή και σε περίπτωση διαμονής του εκτός αυτού θα ανέκυπταν δυσχέρειες στις λειτουργίες της ξενοδοχειακής επιχειρήσεως της αναιρεσιβλήτου από τη μη διάθεση των συμφωνημένων υπηρεσιών του. 2) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ (αντίθετες αποφάσεις) ΑΠ 362/2007, NOMOS 427849 Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ` αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264/1982 που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Ωστόσο, και στη περίπτωση αυτή η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων. ΑΠ 1540/2006, NOMOS 408148 Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 του Ν.1264/1982 «ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του που αρνούνται την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, του οποίου η απόλυση έχει κριθεί άκυρη με δικαστική απόλυση τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή για κάθε παράβαση ή άρνηση». Η ποινική διάταξη αυτή [άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 1264/1982] προϋποθέτει και κυρώνει την ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση του εργοδότη να επαναπροσλάβει και να απασχολήσει πραγματικά τον καταχρηστικά απολυθέντα μισθωτό μετά την ακύρωση της απολύσεως με δικαστική απόφαση. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση προκειμένου να καταδικαστεί ο εργοδότης σε πραγματική αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής να καταδικασθεί σε χρηματική ποινή, σύμφωνα με την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να συντρέχουν και άλλοι όροι, δηλονότι η απόκρουση των προσφερομένων υπηρεσιών να έχει γίνει υπό περιστάσεις που υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια του άρθρ. 281 ΑΚ, ή να συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου (άρθ. 57 ΑΚ) ή εκ προθέσεως να του ζημιώνουν κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη (άρθ. 919 ΑΚ) ή υπαιτίως να προσβάλλουν το δικαίωμά του στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή (άρθ. 5 παρ.1 του Συντάγματος). 3) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ «ΠΡΟΝΟΙΑΣ» / ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΑΠ 485/2000, ΕΕργΔ 2001, 712 (εξ αφορμής της εργασίας) Επειδή εργατικό ατύχημα κατά το άρθρο 1 του Ν. 551/1915 είναι κάθε βίαιο συμβάν, που δεν προέρχεται από πρόθεση του μισθωτού και επιφέρει θάνατο ή σωματική βλάβη και ανικανότητά αυτού προς εργασία πέρα των 4 ημερών, λαμβάνει δε χώραν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, όπως είναι και το αυτοκινητικό ατύχημα, που επισυμβαίνει στο μισθωτό κατά τη μετάβασή του κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο στον τόπο της εργασίας του προς εκτέλεσή της. ΕφΠειρ 15/2004, NOMOS 350824 6

Θεωρείται ότι επήλθε από αφορμή τη ναυτική εργασία ατύχημα το οποίο, χωρίς να είναι άμεσο επακόλουθό της και μολονότι συνέβη εκτός του χώρου και του χρόνου της απασχόλησης του ναυτικού, οφείλεται σε ιδιαίτερες και έκτακτες ανάγκες εξαιτίας της ναυτικής εργασίας που δεν θα ανέκυπταν χωρίς αυτήν. Έτσι ατύχημα που συνέβη σε ναυτικό, ο οποίος είχε βγει στην ξηρά για ψυχαγωγία, θεωρείται ότι επήλθε από αφορμή την εργασία, όταν αυτός είχε παραμείνει επί μακρό σχετικά χρόνο μέσα στο πλοίο, στερούμενος της απαραίτητης ψυχαγωγίας, με αποτέλεσμα να προκληθεί σ` αυτόν ανάγκη ψυχαγωγίας που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί μέσα στο πλοίο (Ολ. ΑΠ 1287/1986 ΝοΒ35.1605, ΑΠ 1521/91 ΕΝΔ 19.485). ΕφΠειρ 162/2003, NOMOS 338035 (σωματική ή ψυχική βλάβη) Αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός θεωρείται και η νόσος η οποία επέφερε σωματική ή ψυχική βλάβη του ναυτικού και προκλήθηκε ή και επιδεινώθηκε από έκτακτη όμως και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου που είναι άσχετο με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντα και τη προοδευτική εξασθένηση και φθορά του, λόγω της φύσεως και του είδους της εργασίας του και των συνδεομένων με αυτήν όρων παροχής της (ΑΠ 250/1995 ΕΝΔ 23.205, ΑΠ 337/2000 ΕΝΔ 29.103 κ.α.). Επομένως εμπίπτει στη μορφή εργατικού ατυχήματος και η νόσος η οποία προκλήθηκε από έντονο ψυχικό κλονισμό ή συγκίνηση, που προκλήθηκε από εξωτερικό αίτιο, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτή. (ΑΠ 845/1983 ΕΝΔ 12.443, ΑΠ 1529/1981 ΕΝΔ 10.318.) και στο οποίο περιλαμβάνεται ο φόβος ή η απειλή ή η ψυχική ταραχή ή άλλο παρόμοιο εξαιρετικό γεγονός (ΕΠ 184/1997 ΕΝΔ 25.28, ΕΠ 740/1992, ΕΠ 272/1989 ΕΝΔ 20.225, ΕΑ 7876/85 ΝοΒ 33.1437, ΕΠ 1010/84 ΕΝΔ 13.141,ΕΠ 641/81, ΕΝΔ 10.326). ΑΠ 1438/2004, ΕΕργΔ 2005, 1213 (ασφάλιση στο ΙΚΑ) Από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 16 παρ. 1 και 3 του Ν. 551/1914, όπως κωδικοποιήθηκαν με το από 24-7/25.8.1920 Β.Δ., συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που έγινε από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την κατά το κοινό δίκαιο υποχρέωση για αποζημίωση, όσο και από την προβλεπόμενη από το Ν. 551/1914 ειδική αποζημίωση και μόνο, αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των από αυτόν προστηθέντων, υποχρεούται να καταβάλει στον παθόντα την από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των χορηγουμένων από το ΙΚΑ παροχών. Η παραπάνω απαλλαγή καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμελείας, κατά την οποία το ατύχημα έγινε γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας (Ολ. ΑΠ 1267/1976). Διατηρεί όμως ο παθών και σε περίπτωση θανάτου του τα μέλη της οικογενείας του αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ) σε τρόπο ώστε για τη θεμελίωση της αξιώσεως αυτής να μη απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως των επιβαλλόμενων όρων ασφαλείας, αλλά να αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν. 4) ΑΡΧΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ / ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ / ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΑΠ 524/2008, NOMOS 457739 Ειδικότερα, η ισότητα αμοιβής μεταξύ των εργαζομένων, που ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν την ίδια, υπό τις αυτές συνθήκες και προσόντα εργασία, επιβάλλεται, όταν πρόκειται για οικειοθελή εργοδοτική παροχή από την αρχή της ίσης μεταχείρισης που απορρέει από το άνω άρθρο 288 ΑΚ και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ. 1 του Συντάγματος και 141 της Συνθήκης της ΕΕ. Από την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα αυτή αρχή δεν δεσμεύεται μόνο ο νομοθέτης, ως προς την ίση, σε σχέση την αμοιβή, μεταχείριση των υπό τις αυτές εν γένει συνθήκες εργαζομένων, αλλά συνάγεται συγχρόνως και κανόνας δημόσιας τάξης, με τον οποίο παρέχεται απευθείας στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη, την οικειοθελή παροχή που αυτός καταβάλλει σε άλλο μισθωτό του, ο οποίος ανήκει στην ίδια κατηγορία και παρέχει τις ίδιες και υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψής του. Αν η παροχή χορηγείται με διάταξη νόμου η ισότητα της αμοιβής επιβάλλεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό και με το άρθρο 22 παρ. 1β` αυτού, το οποίο αποτελεί ειδικότερη μορφή της αρχής της ισότητας, που καθιερώνεται από το πρώτο και δεσμεύει και το νομοθέτη. Διαφοροποιήσεις, πάντως, από την προαναφερόμενη αρχή επιτρέπονται στην περίπτωση των εκούσιων παροχών, όταν αυτές είναι εύλογες, επειδή δικαιολογούνται από τη συνδρομή ειδικού και σοβαρού, κατ` αντικειμενική κρίση, λόγου, και στην περίπτωση των νομοθετικών ρυθμίσεων, αν επιβάλλονται από λόγους γενικότερους, κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Τέλος για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει η σύμβαση εργασίας να λειτουργεί και να είναι ενεργός. Αν η σύμβαση, για οποιονδήποτε λόγο έχει λυθεί, ο μισθωτός δε μπορεί να την επικαλεσθεί, εκτός αν πρόκειται για παροχή, εκ μέρους του εργοδότη που έγινε κατά τη λύση της ή ενόψει αυτής ή ανάγεται σε χρόνο που η σύμβαση ήταν ενεργός. Εξάλλου, η 7

επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο και ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων, που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού, μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, μπορεί όμως ν` αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητά, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόμενους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί συνεχώς τέτοιες στους εργαζόμενους, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους τελευταίους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής θέλησης. Για την ύπαρξη όμως επιχειρησιακής συνήθειας απαιτείται η συμπεριφορά του εργοδότη να είναι γενική και απρόσωπη και να αντιμετωπίζεται δηλαδή το ίδιο θέμα κατά τρόπο γενικό, μακροχρόνιο και ομοιόμορφο. Η συνήθεια δε μπορεί ν` αναφέρεται και στο ύψος της καταβαλλόμενης κατά την αποχώρηση του μισθωτού αποζημίωσης. [ ] Το πρόγραμμα [εθελούσιας εξόδου] του 1996, όπως αυτό καθορίστηκε και εφαρμόστηκε από την αναιρεσίβλητη, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ανάγκες της χρονικής εκείνης περιόδου, δεν καθιστά από μόνο του την αναιρεσίβλητη υπόχρεη στο ν ακολουθεί, σε περίπτωση που επιθυμεί να εφαρμόσει πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου των υπαλλήλων της από την εργασία τους, αφού η συγκεκριμένη παροχή (αποζημίωση) είναι δυνατόν να αυξομειώνεται σύμφωνα με τις ειδικότερες ανάγκες της επιχείρησης και του εκάστοτε εξυπηρετούμενου σκοπού, με την προϋπόθεση να μη υπολείπεται της αποζημίωσης που προβλέπεται από το νόμο. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία η τελευταία ζητούσε τη συμπλήρωση της αποζημίωσης που της καταβλήθηκε έτσι ώστε αυτή να εξισωθεί με αυτή που καταβλήθηκε κατά την εφαρμογή του προγράμματος εθελούσιας αποχώρησης από την εργασία του έτους 1996, επικαλούμενη προς τούτο την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι με επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες στηρίζει το διατακτικό αυτής με το οποίο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας, διότι δεν συντρέχει περίπτωση της επικαλούμενης από αυτήν αρχή της ίσης μεταχείρισης αλλά ούτε και περίπτωση συνδρομής της επιχειρησιακής συνήθειας. 5) ΑΔΕΙΑ ΑΠ 889/1989, ΔΕΝ 1990, 545 (συνέπειες μη χορήγησης νόμιμης άδειας) Κατά την εις την διάταξιν του άρθρου 5 παράγρ. 1 α.ν. 539/1945 γενομένην προσθήκην υπό του άρθρου 3 του ν.δ. 3755/1957, εργοδότης αρνούμενος εις τον μισθωτόν αυτού την χορήγησιν της νομίμου κατ` έτος αδείας του, υποχρεούται όπως, με την λήξιν του έτους, κατά το οποίον ο μισθωτός δικαιούται αδείας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοιχούσας αποδοχάς των ημερών αδείας, ηυξημένας κατά ποσοστόν 100%. Κατά την έννοιαν της διατάξεως ταύτης, δια την καταβολήν της ως άνω προσαυξήσεως, η οποία φέρει μόνον η μη εκπληρώσεως του εργοδότου, αλλά απαιτείται και συνδρομή πταίσματος αυτού, αρκούσης και ελαφράς έτι αμέλειας, κατά την έννοιαν του άρθρου 330 Αστ. Κώδικος. Η προηγούμενη διαπίστωσις της παραλείψεως του εργοδότου, όπως χορήγηση την άδειαν, παρά του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, δεν συνιστά προϋπόθεσιν προς θεμελίωσιν του ανωτέρω δικαιώματος, αλλά αποτελεί απλούν αποδεικτικόν μέσον. ΑΠ 1554/1997, ΔΕΝ 1998, 682 (υπαιτιότητα εργοδότη) Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγρ. 1 του ΑΝ 539/45, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του ΝΔ 3755/57, ο εργοδότης που αρνήθηκε να χορηγήσει στο μισθωτό του τη νόμιμη κατ` έτος άδειά του υποχρεούται, μόλις λήξει το έτος κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να καταβάλει σ αυτόν: α) τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες της άδειας και β) προσαύξηση των αποδοχών τούτων κατά 100% (δηλαδή τις αποδοχές άδειας στο διπλάσιο). Η προσαύξηση αυτή θεωρείται αστική κύρωση της υπερημερίας του εργοδότη. Γι` αυτό και προϋποθέτει υπαιτιότητα τούτου, έστω και στο βαθμό της ελαφράς αμέλειας (ΑΚ 300), η οποία όμως, (υπαιτιότητα), δεν υπάρχει όταν ο μισθωτός δεν ζήτησε την άδεια, οπότε και δεν δικαιούται την προσαύξηση. ΑΠ 1234/2003, ΕΕργΔ 2004, 210 (μεταφορά αδείας) [ ] η προβλεπόμενη από τον α.ν. 539/1945 ετήσια (κανονική) άδεια πρέπει να χορηγείται στο μισθωτό οπωσδήποτε μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και του εργοδότη, η μεταφορά αυτής εν όλω ή εν μέρει στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη. Κατά συνέπεια, η μεταφορά των παραπάνω ημερών άδειας που δεν χορηγήθηκε στον αναιρεσείοντα, έστω και με τη συναίνεση αυτού, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη είναι ανίσχυρη (άκυρη), η δε αναιρεσίβλητη, που, από το τέλος κάθε έτους στο οποίο αφορούσαν οι εν λόγω ημέρες άδειας, ήταν υπόχρεη στην καταβολή α) των αντίστοιχων προς τις ημέρες αυτές αποδοχών άδειας, με προσαύξηση αυτών κατά 100%, σε περίπτωση υπαιτιότητάς της για τη μη χορήγηση της άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957, και β) του αντίστοιχου μέρους του επιδόματος άδειας, δεν μπορούσε να εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωση αυτής προς τον αντίδικό της με τη 8

χορήγηση σε αυτόν των παραπάνω ημερών άδειας (πέρα από την άδεια αυτού, του έτους 1997) και το συμψηφισμό αυτών προς το πιο, πάνω (ανύπαρκτο) σύνολο συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών. ΑΠ 1682/1981, ΕΕργΔ 1983, 651 [ ] είναι άκυρος η συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού περί μη χορηγήσεως της αδείας αυτουσίως, έστω και αν καταβάλλωνται αι αναλογούσαι εις ταύτην αποδοχαί και [ ] αι αποδοχαί αύται ως και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας του, ίνα ούτω πραγματοποιήται ο κοινωνικός χαρακτήρας του νόμου, ο οποίος αποβλέπει να εξασφαλίση εις τον αδειούχον την οικονομικήν δυνατότητα να απολαύσει τας διακοπάς του. Συνέπεται όθεν εκ τούτων ότι ο καταβαλλόμενος μείζων του νομίμου μισθός δεν δύναται να καταλογισθή εις τας αποδοχάς και το επίδομα αδείας, ουδέ κατά συμφωνίαν μεταξύ εργοδότου και μισθωτού. 6)ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ / ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠ 1279/2006, ΔΕΕ 2007, 239 Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 του ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας, ο δικαστής, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώραν η αποχή, την αιτία της αποχής, τη χρονική διάρκεια της και την υπαιτιότητα η συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, αν η αποχή αυτή πρέπει, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σχέση, να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως (Ολ.ΑΠ 32/1988). 7) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΛΟΠΙΣΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ («ΠΙΣΤΕΩΣ») Π.χ. απαγόρευση ανταγωνισμού ΑΠ 1285/1984, ΝοΒ 1985, 809 Επειδή εκ των διατάξεων των άρθρων 652 και 688 ΑΚ και 16 του ν. 146/1914 προκύπτει ότι ο μισθωτός, όστις έχει καθήκον πίστεως προς τον εργοδότην του, υποχρεούται να μη ενεργή ανταγωνιστικάς πράξεις, αίτινες βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότου: Τοιαύται πράξεις, πλην άλλων, είναι η άσκησις δι` ίδιον λογαριασμόν, εν αγνοία του εργοδότου, εμπορικών εργασιών, ομοίων προς τας πράξεις του τελευταίου, ως και η εξυπηρέτησις πελατών του εργοδότου απ` ευθείας υπό του μισθωτού και δη επ` αμοιβή. Η υποχρέωσις αύτη αποφυγής ανταγωνιστικών πράξεων ισχύει κατ` αρχήν δια το χρονικόν διάστημα της διαρκείας της εργασιακής σχέσεως, δεν αποκλείεται όμως όπως δια συμφωνίας δεσμευθή ο μισθωτός, ίνα μη ασκή επαγγελματικήν δραστηριότητα όμοιαν προς την του εργοδότου και επί χρόνον μετά την λήξιν της συμβάσεως εργασίας. Η τοιαύτη συμφωνία, συναπτομένη εντός της διαγραφομένης υπό των άρθρων 189, 192 και 193 του ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, δεν αντίκειται εις τας Συνταγματικάς διατάξεις (άρθρ. 1 και 22 1 του Συντάγματος του 1975), δι` ων κατοχυρούνται αι ατομικαί ελευθερίαι, εφ` όσον η συνταγματική κατοχύρωσις των ατομικών ελευθεριών δεν αποκλείει τους συμβατικούς περιορισμούς, υπό την προϋπόθεσιν ότι πρόκειται περί εγκύρου συμφωνίας, μη ερχομένης εις αντίθεσιν προς τον νόμον και ιδία προς τας διατάξεις των άρθων 178 και 179 ΑΚ, δι` ων απαγορεύεται η υπέρμετρος δέσμευσις της ελευθερίας του προσώπου, εις ην περιλαμβάνεται και η συνταγματικώς κατοχυρουμένη ελευθερία της εργασίας. Το κύρος δε της τοιαύτης ρήτρας, περί αποφυγής μελλοντικού ανταγωνισμού εξαρτάται εκ της διαρκείας αυτής μετά την λήξιν της συμβάσεως εργασίας, της τοπικής αυτής εκτάσεως και της απαγορευθείσης επαγγελματικής δραστηριότητος. [ ] η συμφωνία, δι` ης απηγορεύετο εις τον αναιρεσείοντα η προσφορά των υπηρεσιών του επί δύο έτη μετά την λύσιν της συμβάσεως εις τρίτους ή εις πελάτας της παλαιάς εργοδότιδός του, είναι έγκυρος και δεν αντιτίθεται εις τας διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. [Ε]ιδικώτερον η αναιρεσίβλητος είχεν περιωρισμένον κύκλον πελατών, κυρίως δε μεταξύ εταιριών, προερχομένων εκ του εξωτερικού (Δυτ. Γερμανίας), προσέφερε δε υπηρεσίας, αίτινες είχον εμπιστευτικόν χαρακτήρα. [Δ]ια της ειδικής συμφωνίας απηγορεύθη εις τον μισθωτόν να εργασθή εις τους ως άνω πελάτας της αναιρεσιβλήτου και δη επί περιωρισμένον χρόνον (2 έτη). [Ε]πομένως ο αναιρεσείων είχε πολλάς δυνατότητας να προσφέρη τας λογιστικάς του υπηρεσίας και γενικώς να αναπτύξη την επαγγελματικήν του δραστηριότητα εις ετέρας εταιρίας, επιχειρήσεις, εμπόρους. [Κ]ατά συνέπειαν δεν δύναται να υποστηριχθή ότι εδεσμεύθη η ελευθερία εργασίας του αναιρεσείοντος και δη εις βαθμόν υπέρμετρον και επαχθή. [Ε]ιδικώς η απαγόρευσις προσφοράς υπηρεσιών εις πελάτας του εργοδότου είναι έγκυρος. [ ]η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων ποινική ρήτρα, λαμβανομένων υπ` όψιν της διαρκείας αυτής μετά την λήξιν της συμβάσεως (δύο έτη), της τοπικής αυτής εκτάσεως και της απαγορευθείσης επαγγελματικής 9

δραστηριότητος, δεν αντίκειται, κατά τα προεκτεθέντα, εις τας Συνταγματικάς διατάξεις (των άρθρων 1 και 22 του ισχύοντος Συντάγματος) και εις τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ. V. ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1) ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠ 1012/2008, NOMOS 460385 Από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. του ν. 2112/1920, 548, 652, και 656 του ΑΚ προκύπτει ότι, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί δυσμενή για τον εργαζόμενο τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου και χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από τη σύμβαση ή το νόμο. Σε μια τέτοια περίπτωση ο εργαζόμενος έχει τις εξής εναλλακτικές δυνατότητες : α) να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεώς του και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, β) να αποδεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη. Και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας). Αν ο εργαζόμενος συμμορφωθεί προς τους νέους όρους εργασίας, διατηρεί τα δικαιώματά του από τη σύμβαση μόνο αν στη συμμόρφωση αυτή προέβη με την επιφύλαξη των εν λόγω δικαιωμάτων του. Τέτοια δε επιφύλαξη συνιστά και η διαμαρτυρία του εργαζομένου να παράσχει την εργασία του με τους νέους όρους και η προσφυγή του στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, ακόμη δε και αποζημίωση για τη μονομερή από τον εργοδότη βλαπτική μεταβολή των όρων αυτών, όταν η συμπεριφορά του εργοδότη περιέχει και τα στοιχεία της αδικοπραξίας, όπως λ.χ. στην περίπτωση που η μεταβολή αυτή δεν αντίκειται μεν στη σύμβαση ή το νόμο αλλά η εκ μέρους του εργοδότη άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος είναι καταχρηστική. ΑΠ 1426/2004, ΕΕργΔ 2005, 576 Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ` εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεώς του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητος του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως προνοίας που υπέχει έναντι του μισθωτού του. Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (Ολ.ΑΠ 13/1987). [ ] Περί τα μέσα του έτους 1998 επειδή οι καταβαλλόμενες στον ενάγοντα μηνιαίες αποδοχές υπολειπόταν των προβλεπομένων από τις αντίστοιχες Σ.Σ.Ε και Δ.Α νόμιμες αποδοχές ενώ σε κάθε περίπτωση οι καταβαλλόμενες αποδοχές του δεν ήσαν ανάλογες προς το είδος και τη διάρκεια της απασχόλησής του άρχισε να διατυπώνει προφορικές διαμαρτυρίες στο νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης. Ο τελευταίος αντί μέσα στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματός του να ελέγξει και να εξετάσει τις αιτιάσεις του ενάγοντος και να συζητήσει μαζί του τα σημεία που συμφωνούσε ή διαφωνούσε, επιδόθηκε σε συστηματική προσπάθεια σπιλώσεως της τιμής και υπολήψεως του ως ατόμου και υπαλλήλου-στελέχους της εταιρίας αποκαλώντας αυτόν αυθαίρετα και χωρίς καν ενδείξεις ενώπιον τρίτων υπαλλήλων και μη της επιχειρήσεως «κλέφτη». Η ως άνω συμπεριφορά του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης προσέβαλε την προσωπικότητα του μισθωτού ενάγοντος κείται εκτός των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος του ανωτέρω και συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της μέχρι τότε υφισταμένης εργασιακής συμβάσεως αυτού (ενάγοντος) την οποία ο τελευταίος εκτελούσε με εντιμότητα, συνέπεια και φιλοτιμία επί δεκατέσσερα έτη. Εξ αυτού του λόγου και ενόψει του δυσμενούς κλίματος που είχε δημιουργηθεί σε βάρος του ενάγοντος, ο τελευταίος θεώρησε αυτή τη μεταβολή ως άτακτη, από πλευράς της πρώτης εναγομένης, καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του και με την από 31-1-1999 εξώδικη δήλωσή του, που κοινοποίησε στην ως άνω εργοδότρια του στις 4-2-1999, δήλωσε ότι αποχωρεί από την εργασία του και ζήτησε να του καταβληθεί η κατά νόμο αποζημίωσή του και ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων περί οικειοθελούς αποχωρήσεώς του από την εργασία του δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, πέραν πάσης αμφιβολίας, συμπέρανε ότι, λόγω βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του ενάγοντος, αυτός αποχώρησε από την υπηρεσία της πρώτης εναγόμενης 10

γιατί θεώρησε αυτή τη μεταβολή ως άτακτη από πλευράς της τελευταίας, καταγγελία της εργασιακής του συμβάσεως. Με τη κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις, ενώ διέλαβε στην απόφαση του σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του ενάγοντος για το είδος και τον τρόπο της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του εκ μέρους της πρώτης εναγομένης. 2) ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΑΠ 1333/2002, ΕΕργΔ 2004, 660 Επειδή ο εργοδότης, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα (ΑΚ 652), που του παρέχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του, για την προσφορότερη οργάνωση και την πραγματοποίηση των σκοπών της, δικαιούται να καθορίζει τα της ασκήσεως εν γένει της προς εργασία υποχρεώσεως των εργαζομένων και ειδικότερα να προσδιορίζει το είδος, το χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας. Επομένως δικαιούται να μεταθέτει τον εργαζόμενο σε τόπο άλλο από εκείνον, όπου μέχρι τότε εργαζόταν, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται ή δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση από ειδική διάταξη νόμου ή από τους όρους της συμβάσεως ή εφόσον η άσκησή του δεν υπερβαίνει προφανώς τα από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. καθοριζόμενα όρια. Την καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος προς μετάθεση υπαλλήλου δεν αποκλείει η εκ μέρους του τελευταία δήλωση, κατά την πρόσληψή του, αποδοχής να υπηρετήσει σε οποιοδήποτε κατάστημα του εργοδότη ήθελε τοποθετηθεί, ούτε ο όρος του συμβατικής ισχύος Κανονισμού ότι ο υπάλληλος δεν αποκτά δικαίωμα να υπηρετεί εξακολουθητικά σε οποίο τόπο ή θέση διορίσθηκε. Κατά την άσκηση δε του διευθυντικού δικαιώματος από τον εργοδότη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εκτός άλλων και το μακροχρόνιο της παραμονής του υπαλλήλου σε ορισμένο τόπο, οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις και η δυνατότητα μετακινήσεως νεωτέρων στην ηλικία και υπηρεσία υπαλλήλων, οι οποίοι με ίσους κατά τα λοιπά προσόντα όρους πρέπει να προτιμώνται για τη μετάθεση. Άλλως η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος προσκρούει στην καλή πίστη και στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως (άρθρ. 7 ν. 2112/1920). [ ] Είναι ηλικίας 47 ετών, βρίσκεται στο 21 έτος της υπηρεσίας του, είναι έγγαμος και πατέρας ενός τέκνου που διαμένουν στη Θεσσαλονίκη, εκ των οποίων η σύζυγος έχει σοβαρά προβλήματα υγείας (πάθηση του νεφρού) και ο γιος έχει προβλήματα με το σχολείο του [ ]. Οι συνθήκες διαμονής στη Λήμνο και μεταβάσεώς του συγκοινωνιακώς στη Θεσσαλονίκη, όπου διαμένει η οικογένειά του, είναι δυσμενείς. Τα υπηρεσιακά καθήκοντα που έχει αναλάβει, στο εκεί πρακτορείο της Τράπεζας δεν ανταποκρίνεται στο βαθμό που κατέχει σε σχέση και με τα χρόνια υπηρεσίας του σ αυτή, αλλά και τα τυπικά και ουσιαστικά του προσόντα. ( ). [ ] Η εναγομένη έχει τη δυνατότητα να μεταθέσει κάποιον από τους 144 νεώτερους σε ηλικία και βαθμό υπαλλήλους της που υπηρετούν στο Υποκατάστημα Θεσσαλονίκης, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις ή άλλους που δεν έχουν μετατεθεί ή κάποιον από τους υπαλλήλους της που υπηρετούν στα κοντινότερα της Θεσσαλονίκης Υποκαταστήματα Μυτιλήνης, Αλεξανδρούπολης και Καβάλας. Ενόψει τούτων έκρινε περαιτέρω το Εφετείο ότι η παραμονή του αναιρεσιβλήτου στο Πρακτορείο Λήμνου για περαιτέρω χρονικό διάστημα, ενόψει των προαναφερομένων προβλημάτων του που του δημιουργούνται ( οικογενειακά και επαγγελματικά), όπως περιορισμένες δυνατότητες υπηρεσιακής εξέλιξης, αλλά και οικονομικά, αφού δεν του καταβάλλεται πλέον η εκτός έδρας αποζημίωση, δεδομένου ότι έχει αυξημένες ανάγκες και έξοδα, από τη διαμονή του στη Λήμνο, αποτελεί ενόψει και της προαναφερθείσας ρητής έγγραφης εναντιώσεως του ενάγοντος, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής συμβάσεως που έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης και ως τέτοια είναι καταχρηστική και άκυρη ( άρθρ. 281,652 174 και 180 ΑΚ). VI. ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΑΠ 1468/2007, ΝΟΜΟS 438178 Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του Ν.2112/1920 "η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος νόμου". Ο ίδιος κανόνας περιέχεται στο άρθρο 9 παρ.1 του ΒΔ 16/18-7-1920 και στο άρθρο 3 παρ.2 του ΠΔ 572/1988, προκύπτει δε και από το άρθρο 8 του Ν.3514/1928. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του από 17-7-2001 ισχύοντος Π.Δ. 178/2002 ορίζεται ότι "δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος" και με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 εδαφ. β του ίδιου Π.Δ/τος ορίζεται ότι "υπό την επιφύλαξη του προηγουμένου εδαφίου και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του παρόντος Π.Δ/τος, θεωρείται η 11

μεταβίβαση μιάς οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κύριας είτε δευτερεύουσας". Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, εφόσον διατηρείται η ταυτότητα της επιχειρήσεως και η οικονομική της δραστηριότητα, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβιβάσεως, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη από τις έναντι τρίτων υποχρεώσεις, που γεννώνται από της μεταβιβάσεως και εντεύθεν. Το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. [ ] Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου οι αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν, από ως εξωτερικοί συντάκτες από την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "... και...", η οποία εξέδιδε τις εφημερίδες "..." και "..." και απασχολήθηκαν σ` αυτή μέχρι το τέλος του έτους 2002, χωρίς όμως η εν λόγω πρώτη εναγομένη να τους καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές που εδικαιούντο με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ, αλλά μικρότερα ποσά και επομένως τους οφείλει τη διαφορά. Η εν λόγω πρώτη εναγόμενη, η οποία διατηρούσε οργανωμένη επιχείρηση εκδόσεως εφημερίδων εξέδιδε μέχρι το τέλος του έτους 2002 τις ανωτέρω δύο εφημερίδες, έχοντας αποκτήσει το δικαίωμα αυτό δυνάμει σχετικής συμφωνίας με τον αποκλειστικό δικαιούχο των τίτλων... Τις εφημερίδες αυτές εξέδιδε η πρώτη εναγόμενη μέχρι το τέλος του έτους 2002, οπότε έπαυσε να λειτουργεί. Έκτοτε οι προαναφερόμενες εφημερίδες εκδίδονται από τη δεύτερη εναγόμενη (αναιρεσείουσα) εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", στην οποία ο προαναφερόμενος αποκλειστικός δικαιούχος των τίτλων παραχώρησε το σχετικό δικαίωμα δυνάμει σχετικής συμβάσεως. Πρόκειται για τις ίδιες εφημερίδες που εκδίδονταν από παλαιά απ την πρώτη εναγόμενη και συνεχίζουν να εκδίδονται από τη δεύτερη με τον ίδιο τίτλο και δεν αναιρείται τούτο από το γεγονός ότι, για λόγους σύγχυσης και αποφυγής των υποχρεώσεων των εναγομένων έναντι των εργαζομένων, κυκλοφόρησαν ορισμένα φύλλα των εφημερίδων αυτών με διπλή αρίθμηση, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για διαφορετικές εφημερίδες. Μάλιστα τα φύλλα των εν λόγω εφημερίδων συνεχίζουν να αριθμούνται σε συνέχεια των φύλλων που εκδίδονταν από την πρώτη εναγομένη. Επίσης, η δεύτερη εναγομένη χρησιμοποιεί το ίδιο τεχνικό προσωπικό, μειωμένο με βάση τις ανάγκες της, που απασχολούσε και η πρώτη. Σύμφωνα με αυτά, η δεύτερη εναγομένη συνεχίζει την ίδια επιχείρηση έκδοσης των ίδιων εφημερίδων, που ασκούσε μέχρι τότε η πρώτη εναγομένη, από την οποία αφαίρεσε το σχετικό δικαίωμα που μέχρι τότε της είχε παραχωρήσει ο αποκλειστικός δικαιούχος των τίτλων... και η οποία έπαυσε την επιχειρηματική της δραστηριότητα από το τέλος του 2002. Και τούτο ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή το κύρος οποιασδήποτε νομικής αιτίας για μεταβίβαση από την πρώτη στη δεύτερη εναγόμενη, αφού για την ύπαρξη μεταβολής του προσώπου του εργοδότη αρκεί το πραγματικό γεγονός της συνέχισης της ίδια επιχείρησης, ως οικονομικής μονάδας, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση. VII. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΓΚΥΩΝ ΑΠ 245/2002, ΔΕΕ 2003, 204 Επειδή κατά το άρθρο 15 παρ.1 του ν.1483/1984 «απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη». Εξάλλου κατά το άρθρο 10 του Π.Δ. της 2/15.7.1997 «Μέτρα για την βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 95/85/ΕΟΚ» (ΦΕΚ Α` 150) «1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η από αυτές προστασία παρέχεται στην εργαζομένη έγκυο γυναίκα ασχέτως του αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της και τούτο συνάγεται και εκ του γεγονότος ότι η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στις ισχύουσες νέες διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Εξάλλου κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ως σπουδαίος για την καταγγελία λόγος, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής, που κοινοποιείται στην εργαζόμενη έγκυο από τον εργοδότη, όταν αυτός, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της, επιθυμεί την λύση της μετ αυτής σύμβασης εργασίας, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ` αντικειμενική κρίση καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την περαιτέρω εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη πταίσματος της εργαζομένης. Τέτοιο γεγονός συνιστά και η πλημμελής ή μη προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων της εγκύου εργαζομένης ή μη συμμόρφωσή της σε οδηγίες του εργοδότη, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η εν λόγω συμπεριφορά της δεν είναι απότοκος της καταστάσεως της εγκυμοσύνης της. 12

IV. ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ 1) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΜΙΣΘΟΥ Κ.ΛΠ. ΑΠ 201/2008, NOMOS 451742 (δήλη ημέρα) Επειδή, κατά το άρθρο 655 του Α.Κ., επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξ άλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεως του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εγκύρως παρεχομένης εργασίας του μισθωτού. Επομένως, για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του Α.Κ. κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α` του Α.Κ. Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του Α.Κ., για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας τάσσεται από το νόμο (αρθρ. 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του Α.Ν.539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο του οικείου έτους, αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες. ΑΠ 332/2008, NOMOS 461254 (εργασία Κυριακής) Από τις διατάξεις της υπ` αριθμ. 8900/1945 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του β.δ. 748/1966, προκύπτει ότι εκείνος που εργάζεται την Κυριακή, επιτρεπτώς ή μη, δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% στο 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού του και στην περίπτωση που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση, δικαιούται επιπλέον και το 1/25 του καταβαλλομένου μισθού του ως αποζημίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή κάθε τι που ο εργοδότης θα κατέβαλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, χωρίς όμως την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών. ΑΠ 1519/2008, NOMOS 475864 (εργασία Σαββάτου) Η εργασία του μισθωτού εντός του νομίμου ωραρίου κατά τα Σάββατα ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας δε συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των ωρών υπερεργασίας, ο δε μισθωτός ως απασχοληθείς ακύρως σε ημέρα υποχρεωτικής αναπαύσεως δικαιούται να αξιώσει κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ) την απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή της εργασίας αυτής, ήτοι το ποσό, που ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου), αφού κατά το ποσό τούτο, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης από την εργασία κατά τα Σάββατα του απασχοληθέντος μισθωτού. ΑΠ 352/1990, ΕΕργΔ 1991, 140 (έννοια τακτικών αποδοχών) Κατά την ορθή έννοια των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ μισθό αποτελεί κάθε πρόσθετη παροχή που δίνεται σταθερά και μόνιμα ως τακτικό συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα για την παρεχόμενη από το μισθωτό εργασία σε χρήμα ή σε είδος, αποτιμώμενο σε χρήμα, εκτός αν πρόκειται για οικειοθελή παροχή ελεύθερα ανακλητή ή για παροχή για εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχειρήσεως, δηλαδή για αναγκαίως συνδεόμενη με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως (όπως παροχή κατοικίας στο νυκτοφύλακα κλπ.), οπότε οι παροχές αυτές δεν υπολογίζονται για τον καθορισμό του ύψους των δώρων για τις εορτές. [ ] Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων προσελήφθη από την αναιρεσίβλητη στις 20.3.1982, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, για να εργασθεί ως μουσικός στο αναφερόμενο ξενοδοχείο, το οποίο εξεμεταλλεύετο αυτή και εργάσθηκε σε αυτό από 1.5.1982 μέχρι 15.10.1982, αντί αμοιβής 3.100 δραχμών την ημέρα (καθαρών), συμφωνήθηκε δε επίσης 13

ότι η τελευταία θα παρείχε "ωσαύτως εις τον καλλιτέχνην (εφεσίβλητον) τροφήν εκ των εν τη επιχειρήσει παρασκευαζομένων φαγητών καθώς και στέγην". [ ] Οι παρεχόμενες όμως στον ενάγοντα "πλην του μισθού" παροχές τροφής και διαμονής στο ξενοδοχείο της εναγομένης δεν αποτελούσαν αντάλλαγμα της παρεχόμενης υπηρεσίας, αλλ εξυπηρέτουν αποκλειστικώς και μόνον τις λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως, εν όψει του επιδιωκομένου σκοπού της εξασφαλίσεως της καθημερινής παρουσίας του αναιρεσείοντος μουσικού στο ξενοδοχείο αυτό, το οποίο βρίσκεται έξω από κατοικημένη περιοχή και σε περίπτωση διαμονής του εκτός αυτού θα ανέκυπταν δυσχέρειες στις λειτουργίες της ξενοδοχειακής επιχειρήσεως της αναιρεσιβλήτου από τη μη διάθεση των συμφωνημένων υπηρεσιών του. 2) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ (αντίθετες αποφάσεις) ΑΠ 362/2007, NOMOS 427849 Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ` αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264/1982 που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Ωστόσο, και στη περίπτωση αυτή η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων. ΑΠ 1540/2006, NOMOS 408148 Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 του Ν.1264/1982 «ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του που αρνούνται την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, του οποίου η απόλυση έχει κριθεί άκυρη με δικαστική απόλυση τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή για κάθε παράβαση ή άρνηση». Η ποινική διάταξη αυτή [άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 1264/1982] προϋποθέτει και κυρώνει την ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση του εργοδότη να επαναπροσλάβει και να απασχολήσει πραγματικά τον καταχρηστικά απολυθέντα μισθωτό μετά την ακύρωση της απολύσεως με δικαστική απόφαση. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση προκειμένου να καταδικαστεί ο εργοδότης σε πραγματική αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής να καταδικασθεί σε χρηματική ποινή, σύμφωνα με την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να συντρέχουν και άλλοι όροι, δηλονότι η απόκρουση των προσφερομένων υπηρεσιών να έχει γίνει υπό περιστάσεις που υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια του άρθρ. 281 ΑΚ, ή να συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου (άρθ. 57 ΑΚ) ή εκ προθέσεως να του ζημιώνουν κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη (άρθ. 919 ΑΚ) ή υπαιτίως να προσβάλλουν το δικαίωμά του στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή (άρθ. 5 παρ.1 του Συντάγματος). 3) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ «ΠΡΟΝΟΙΑΣ» / ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΑΠ 485/2000, ΕΕργΔ 2001, 712 (εξ αφορμής της εργασίας) Επειδή εργατικό ατύχημα κατά το άρθρο 1 του Ν. 551/1915 είναι κάθε βίαιο συμβάν, που δεν προέρχεται από πρόθεση του μισθωτού και επιφέρει θάνατο ή σωματική βλάβη και ανικανότητά αυτού προς εργασία πέρα των 4 ημερών, λαμβάνει δε χώραν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, όπως είναι και το αυτοκινητικό ατύχημα, που επισυμβαίνει στο μισθωτό κατά τη μετάβασή του κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο στον τόπο της εργασίας του προς εκτέλεσή της. ΕφΠειρ 15/2004, NOMOS 350824 Θεωρείται ότι επήλθε από αφορμή τη ναυτική εργασία ατύχημα το οποίο, χωρίς να είναι άμεσο επακόλουθό της και μολονότι συνέβη εκτός του χώρου και του χρόνου της απασχόλησης του ναυτικού, οφείλεται σε ιδιαίτερες και έκτακτες ανάγκες εξαιτίας της ναυτικής εργασίας που δεν θα ανέκυπταν χωρίς αυτήν. Έτσι 14

ατύχημα που συνέβη σε ναυτικό, ο οποίος είχε βγει στην ξηρά για ψυχαγωγία, θεωρείται ότι επήλθε από αφορμή την εργασία, όταν αυτός είχε παραμείνει επί μακρό σχετικά χρόνο μέσα στο πλοίο, στερούμενος της απαραίτητης ψυχαγωγίας, με αποτέλεσμα να προκληθεί σ` αυτόν ανάγκη ψυχαγωγίας που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί μέσα στο πλοίο (Ολ. ΑΠ 1287/1986 ΝοΒ35.1605, ΑΠ 1521/91 ΕΝΔ 19.485). ΕφΠειρ 162/2003, NOMOS 338035 (σωματική ή ψυχική βλάβη) Αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός θεωρείται και η νόσος η οποία επέφερε σωματική ή ψυχική βλάβη του ναυτικού και προκλήθηκε ή και επιδεινώθηκε από έκτακτη όμως και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου που είναι άσχετο με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντα και τη προοδευτική εξασθένηση και φθορά του, λόγω της φύσεως και του είδους της εργασίας του και των συνδεομένων με αυτήν όρων παροχής της (ΑΠ 250/1995 ΕΝΔ 23.205, ΑΠ 337/2000 ΕΝΔ 29.103 κ.α.). Επομένως εμπίπτει στη μορφή εργατικού ατυχήματος και η νόσος η οποία προκλήθηκε από έντονο ψυχικό κλονισμό ή συγκίνηση, που προκλήθηκε από εξωτερικό αίτιο, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτή. (ΑΠ 845/1983 ΕΝΔ 12.443, ΑΠ 1529/1981 ΕΝΔ 10.318.) και στο οποίο περιλαμβάνεται ο φόβος ή η απειλή ή η ψυχική ταραχή ή άλλο παρόμοιο εξαιρετικό γεγονός (ΕΠ 184/1997 ΕΝΔ 25.28, ΕΠ 740/1992, ΕΠ 272/1989 ΕΝΔ 20.225, ΕΑ 7876/85 ΝοΒ 33.1437, ΕΠ 1010/84 ΕΝΔ 13.141,ΕΠ 641/81, ΕΝΔ 10.326). ΑΠ 1438/2004, ΕΕργΔ 2005, 1213 (ασφάλιση στο ΙΚΑ) Από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 16 παρ. 1 και 3 του Ν. 551/1914, όπως κωδικοποιήθηκαν με το από 24-7/25.8.1920 Β.Δ., συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που έγινε από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την κατά το κοινό δίκαιο υποχρέωση για αποζημίωση, όσο και από την προβλεπόμενη από το Ν. 551/1914 ειδική αποζημίωση και μόνο, αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των από αυτόν προστηθέντων, υποχρεούται να καταβάλει στον παθόντα την από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των χορηγουμένων από το ΙΚΑ παροχών. Η παραπάνω απαλλαγή καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμελείας, κατά την οποία το ατύχημα έγινε γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας (Ολ. ΑΠ 1267/1976). Διατηρεί όμως ο παθών και σε περίπτωση θανάτου του τα μέλη της οικογενείας του αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ) σε τρόπο ώστε για τη θεμελίωση της αξιώσεως αυτής να μη απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως των επιβαλλόμενων όρων ασφαλείας, αλλά να αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν. 4) ΑΡΧΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ / ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ / ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΑΠ 524/2008, NOMOS 457739 Ειδικότερα, η ισότητα αμοιβής μεταξύ των εργαζομένων, που ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν την ίδια, υπό τις αυτές συνθήκες και προσόντα εργασία, επιβάλλεται, όταν πρόκειται για οικειοθελή εργοδοτική παροχή από την αρχή της ίσης μεταχείρισης που απορρέει από το άνω άρθρο 288 ΑΚ και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ. 1 του Συντάγματος και 141 της Συνθήκης της ΕΕ. Από την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα αυτή αρχή δεν δεσμεύεται μόνο ο νομοθέτης, ως προς την ίση, σε σχέση την αμοιβή, μεταχείριση των υπό τις αυτές εν γένει συνθήκες εργαζομένων, αλλά συνάγεται συγχρόνως και κανόνας δημόσιας τάξης, με τον οποίο παρέχεται απευθείας στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη, την οικειοθελή παροχή που αυτός καταβάλλει σε άλλο μισθωτό του, ο οποίος ανήκει στην ίδια κατηγορία και παρέχει τις ίδιες και υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψής του. Αν η παροχή χορηγείται με διάταξη νόμου η ισότητα της αμοιβής επιβάλλεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό και με το άρθρο 22 παρ. 1β` αυτού, το οποίο αποτελεί ειδικότερη μορφή της αρχής της ισότητας, που καθιερώνεται από το πρώτο και δεσμεύει και το νομοθέτη. Διαφοροποιήσεις, πάντως, από την προαναφερόμενη αρχή επιτρέπονται στην περίπτωση των εκούσιων παροχών, όταν αυτές είναι εύλογες, επειδή δικαιολογούνται από τη συνδρομή ειδικού και σοβαρού, κατ` αντικειμενική κρίση, λόγου, και στην περίπτωση των νομοθετικών ρυθμίσεων, αν επιβάλλονται από λόγους γενικότερους, κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Τέλος για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει η σύμβαση εργασίας να λειτουργεί και να είναι ενεργός. Αν η σύμβαση, για οποιονδήποτε λόγο έχει λυθεί, ο μισθωτός δε μπορεί να την επικαλεσθεί, εκτός αν πρόκειται για παροχή, εκ μέρους του εργοδότη που έγινε κατά τη λύση της ή ενόψει αυτής ή ανάγεται σε χρόνο που η σύμβαση ήταν ενεργός. Εξάλλου, η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο και ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων, που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού, μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, μπορεί όμως ν` αποτελέσει βάση σιωπηρής 15

συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητά, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόμενους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί συνεχώς τέτοιες στους εργαζόμενους, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους τελευταίους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής θέλησης. Για την ύπαρξη όμως επιχειρησιακής συνήθειας απαιτείται η συμπεριφορά του εργοδότη να είναι γενική και απρόσωπη και να αντιμετωπίζεται δηλαδή το ίδιο θέμα κατά τρόπο γενικό, μακροχρόνιο και ομοιόμορφο. Η συνήθεια δε μπορεί ν` αναφέρεται και στο ύψος της καταβαλλόμενης κατά την αποχώρηση του μισθωτού αποζημίωσης. 5) ΑΔΕΙΑ ΑΠ 889/1989, ΔΕΝ 1990, 545 (συνέπειες μη χορήγησης νόμιμης άδειας) Κατά την εις την διάταξιν του άρθρου 5 παράγρ. 1 α.ν. 539/1945 γενομένην προσθήκην υπό του άρθρου 3 του ν.δ. 3755/1957, εργοδότης αρνούμενος εις τον μισθωτόν αυτού την χορήγησιν της νομίμου κατ` έτος αδείας του, υποχρεούται όπως, με την λήξιν του έτους, κατά το οποίον ο μισθωτός δικαιούται αδείας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοιχούσας αποδοχάς των ημερών αδείας, ηυξημένας κατά ποσοστόν 100%. Κατά την έννοιαν της διατάξεως ταύτης, δια την καταβολήν της ως άνω προσαυξήσεως, η οποία φέρει μόνον η μη εκπληρώσεως του εργοδότου, αλλά απαιτείται και συνδρομή πταίσματος αυτού, αρκούσης και ελαφράς έτι αμέλειας, κατά την έννοιαν του άρθρου 330 Αστ. Κώδικος. Η προηγούμενη διαπίστωσις της παραλείψεως του εργοδότου, όπως χορήγηση την άδειαν, παρά του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, δεν συνιστά προϋπόθεσιν προς θεμελίωσιν του ανωτέρω δικαιώματος, αλλά αποτελεί απλούν αποδεικτικόν μέσον. ΑΠ 1554/1997, ΔΕΝ 1998, 682 (υπαιτιότητα εργοδότη) Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγρ. 1 του ΑΝ 539/45, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του ΝΔ 3755/57, ο εργοδότης που αρνήθηκε να χορηγήσει στο μισθωτό του τη νόμιμη κατ` έτος άδειά του υποχρεούται, μόλις λήξει το έτος κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να καταβάλει σ αυτόν: α) τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες της άδειας και β) προσαύξηση των αποδοχών τούτων κατά 100% (δηλαδή τις αποδοχές άδειας στο διπλάσιο). Η προσαύξηση αυτή θεωρείται αστική κύρωση της υπερημερίας του εργοδότη. Γι` αυτό και προϋποθέτει υπαιτιότητα τούτου, έστω και στο βαθμό της ελαφράς αμέλειας (ΑΚ 300), η οποία όμως, (υπαιτιότητα), δεν υπάρχει όταν ο μισθωτός δεν ζήτησε την άδεια, οπότε και δεν δικαιούται την προσαύξηση. ΑΠ 1234/2003, ΕΕργΔ 2004, 210 (μεταφορά αδείας) [ ] η προβλεπόμενη από τον α.ν. 539/1945 ετήσια (κανονική) άδεια πρέπει να χορηγείται στο μισθωτό οπωσδήποτε μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και του εργοδότη, η μεταφορά αυτής εν όλω ή εν μέρει στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη. Κατά συνέπεια, η μεταφορά των παραπάνω ημερών άδειας που δεν χορηγήθηκε στον αναιρεσείοντα, έστω και με τη συναίνεση αυτού, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη είναι ανίσχυρη (άκυρη), η δε αναιρεσίβλητη, που, από το τέλος κάθε έτους στο οποίο αφορούσαν οι εν λόγω ημέρες άδειας, ήταν υπόχρεη στην καταβολή α) των αντίστοιχων προς τις ημέρες αυτές αποδοχών άδειας, με προσαύξηση αυτών κατά 100%, σε περίπτωση υπαιτιότητάς της για τη μη χορήγηση της άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957, και β) του αντίστοιχου μέρους του επιδόματος άδειας, δεν μπορούσε να εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωση αυτής προς τον αντίδικό της με τη χορήγηση σε αυτόν των παραπάνω ημερών άδειας (πέρα από την άδεια αυτού, του έτους 1997) και το συμψηφισμό αυτών προς το πιο, πάνω (ανύπαρκτο) σύνολο συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών. ΑΠ 1682/1981, ΕΕργΔ 1983, 651 [ ] είναι άκυρος η συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού περί μη χορηγήσεως της αδείας αυτουσίως, έστω και αν καταβάλλωνται αι αναλογούσαι εις ταύτην αποδοχαί και [ ] αι αποδοχαί αύται ως και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας του, ίνα ούτω πραγματοποιήται ο κοινωνικός χαρακτήρας του νόμου, ο οποίος αποβλέπει να εξασφαλίση εις τον αδειούχον την οικονομικήν δυνατότητα να απολαύσει τας διακοπάς του. Συνέπεται όθεν εκ τούτων ότι ο 16

καταβαλλόμενος μείζων του νομίμου μισθός δεν δύναται να καταλογισθή εις τας αποδοχάς και το επίδομα αδείας, ουδέ κατά συμφωνίαν μεταξύ εργοδότου και μισθωτού. 6)ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ / ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠ 1279/2006, ΔΕΕ 2007, 239 Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 του ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας, ο δικαστής, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώραν η αποχή, την αιτία της αποχής, τη χρονική διάρκεια της και την υπαιτιότητα η συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, αν η αποχή αυτή πρέπει, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σχέση, να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως (Ολ.ΑΠ 32/1988). 7) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΛΟΠΙΣΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ («ΠΙΣΤΕΩΣ») Π.χ. απαγόρευση ανταγωνισμού ΑΠ 1285/1984, ΝοΒ 1985, 809 Επειδή εκ των διατάξεων των άρθρων 652 και 688 ΑΚ και 16 του ν. 146/1914 προκύπτει ότι ο μισθωτός, όστις έχει καθήκον πίστεως προς τον εργοδότην του, υποχρεούται να μη ενεργή ανταγωνιστικάς πράξεις, αίτινες βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότου: Τοιαύται πράξεις, πλην άλλων, είναι η άσκησις δι` ίδιον λογαριασμόν, εν αγνοία του εργοδότου, εμπορικών εργασιών, ομοίων προς τας πράξεις του τελευταίου, ως και η εξυπηρέτησις πελατών του εργοδότου απ` ευθείας υπό του μισθωτού και δη επ` αμοιβή. Η υποχρέωσις αύτη αποφυγής ανταγωνιστικών πράξεων ισχύει κατ` αρχήν δια το χρονικόν διάστημα της διαρκείας της εργασιακής σχέσεως, δεν αποκλείεται όμως όπως δια συμφωνίας δεσμευθή ο μισθωτός, ίνα μη ασκή επαγγελματικήν δραστηριότητα όμοιαν προς την του εργοδότου και επί χρόνον μετά την λήξιν της συμβάσεως εργασίας. Η τοιαύτη συμφωνία, συναπτομένη εντός της διαγραφομένης υπό των άρθρων 189, 192 και 193 του ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, δεν αντίκειται εις τας Συνταγματικάς διατάξεις (άρθρ. 1 και 22 1 του Συντάγματος του 1975), δι` ων κατοχυρούνται αι ατομικαί ελευθερίαι, εφ` όσον η συνταγματική κατοχύρωσις των ατομικών ελευθεριών δεν αποκλείει τους συμβατικούς περιορισμούς, υπό την προϋπόθεσιν ότι πρόκειται περί εγκύρου συμφωνίας, μη ερχομένης εις αντίθεσιν προς τον νόμον και ιδία προς τας διατάξεις των άρθων 178 και 179 ΑΚ, δι` ων απαγορεύεται η υπέρμετρος δέσμευσις της ελευθερίας του προσώπου, εις ην περιλαμβάνεται και η συνταγματικώς κατοχυρουμένη ελευθερία της εργασίας. Το κύρος δε της τοιαύτης ρήτρας, περί αποφυγής μελλοντικού ανταγωνισμού εξαρτάται εκ της διαρκείας αυτής μετά την λήξιν της συμβάσεως εργασίας, της τοπικής αυτής εκτάσεως και της απαγορευθείσης επαγγελματικής δραστηριότητος. [ ] η συμφωνία, δι` ης απηγορεύετο εις τον αναιρεσείοντα η προσφορά των υπηρεσιών του επί δύο έτη μετά την λύσιν της συμβάσεως εις τρίτους ή εις πελάτας της παλαιάς εργοδότιδός του, είναι έγκυρος και δεν αντιτίθεται εις τας διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. [Ε]ιδικώτερον η αναιρεσίβλητος είχεν περιωρισμένον κύκλον πελατών, κυρίως δε μεταξύ εταιριών, προερχομένων εκ του εξωτερικού (Δυτ. Γερμανίας), προσέφερε δε υπηρεσίας, αίτινες είχον εμπιστευτικόν χαρακτήρα. [Δ]ια της ειδικής συμφωνίας απηγορεύθη εις τον μισθωτόν να εργασθή εις τους ως άνω πελάτας της αναιρεσιβλήτου και δη επί περιωρισμένον χρόνον (2 έτη). [Ε]πομένως ο αναιρεσείων είχε πολλάς δυνατότητας να προσφέρη τας λογιστικάς του υπηρεσίας και γενικώς να αναπτύξη την επαγγελματικήν του δραστηριότητα εις ετέρας εταιρίας, επιχειρήσεις, εμπόρους. [Κ]ατά συνέπειαν δεν δύναται να υποστηριχθή ότι εδεσμεύθη η ελευθερία εργασίας του αναιρεσείοντος και δη εις βαθμόν υπέρμετρον και επαχθή. [Ε]ιδικώς η απαγόρευσις προσφοράς υπηρεσιών εις πελάτας του εργοδότου είναι έγκυρος. [ ]η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων ποινική ρήτρα, λαμβανομένων υπ` όψιν της διαρκείας αυτής μετά την λήξιν της συμβάσεως (δύο έτη), της τοπικής αυτής εκτάσεως και της απαγορευθείσης επαγγελματικής δραστηριότητος, δεν αντίκειται, κατά τα προεκτεθέντα, εις τας Συνταγματικάς διατάξεις (των άρθρων 1 και 22 του ισχύοντος Συντάγματος) και εις τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ. V. ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1) ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠ 1012/2008, NOMOS 460385 17

Από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. του ν. 2112/1920, 548, 652, και 656 του ΑΚ προκύπτει ότι, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί δυσμενή για τον εργαζόμενο τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου και χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από τη σύμβαση ή το νόμο. Σε μια τέτοια περίπτωση ο εργαζόμενος έχει τις εξής εναλλακτικές δυνατότητες : α) να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεώς του και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, β) να αποδεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη. Και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας). Αν ο εργαζόμενος συμμορφωθεί προς τους νέους όρους εργασίας, διατηρεί τα δικαιώματά του από τη σύμβαση μόνο αν στη συμμόρφωση αυτή προέβη με την επιφύλαξη των εν λόγω δικαιωμάτων του. Τέτοια δε επιφύλαξη συνιστά και η διαμαρτυρία του εργαζομένου να παράσχει την εργασία του με τους νέους όρους και η προσφυγή του στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, ακόμη δε και αποζημίωση για τη μονομερή από τον εργοδότη βλαπτική μεταβολή των όρων αυτών, όταν η συμπεριφορά του εργοδότη περιέχει και τα στοιχεία της αδικοπραξίας, όπως λ.χ. στην περίπτωση που η μεταβολή αυτή δεν αντίκειται μεν στη σύμβαση ή το νόμο αλλά η εκ μέρους του εργοδότη άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος είναι καταχρηστική. ΑΠ 1426/2004, ΕΕργΔ 2005, 576 Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ` εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεώς του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητος του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως προνοίας που υπέχει έναντι του μισθωτού του. Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (Ολ.ΑΠ 13/1987). 2) ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΑΠ 1333/2002, ΕΕργΔ 2004, 660 Επειδή ο εργοδότης, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα (ΑΚ 652), που του παρέχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του, για την προσφορότερη οργάνωση και την πραγματοποίηση των σκοπών της, δικαιούται να καθορίζει τα της ασκήσεως εν γένει της προς εργασία υποχρεώσεως των εργαζομένων και ειδικότερα να προσδιορίζει το είδος, το χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας. Επομένως δικαιούται να μεταθέτει τον εργαζόμενο σε τόπο άλλο από εκείνον, όπου μέχρι τότε εργαζόταν, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται ή δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση από ειδική διάταξη νόμου ή από τους όρους της συμβάσεως ή εφόσον η άσκησή του δεν υπερβαίνει προφανώς τα από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. καθοριζόμενα όρια. Την καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος προς μετάθεση υπαλλήλου δεν αποκλείει η εκ μέρους του τελευταία δήλωση, κατά την πρόσληψή του, αποδοχής να υπηρετήσει σε οποιοδήποτε κατάστημα του εργοδότη ήθελε τοποθετηθεί, ούτε ο όρος του συμβατικής ισχύος Κανονισμού ότι ο υπάλληλος δεν αποκτά δικαίωμα να υπηρετεί εξακολουθητικά σε οποίο τόπο ή θέση διορίσθηκε. Κατά την άσκηση δε του διευθυντικού δικαιώματος από τον εργοδότη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εκτός άλλων και το μακροχρόνιο της παραμονής του υπαλλήλου σε ορισμένο τόπο, οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις και η δυνατότητα μετακινήσεως νεωτέρων στην ηλικία και υπηρεσία υπαλλήλων, οι οποίοι με ίσους κατά τα λοιπά προσόντα όρους πρέπει να προτιμώνται για τη μετάθεση. Άλλως η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος προσκρούει στην καλή πίστη και στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως (άρθρ. 7 ν. 2112/1920). [ ] Είναι ηλικίας 47 ετών, βρίσκεται στο 21 έτος της υπηρεσίας του, είναι έγγαμος και πατέρας ενός τέκνου που διαμένουν στη Θεσσαλονίκη, εκ των οποίων η σύζυγος έχει σοβαρά προβλήματα υγείας (πάθηση του νεφρού) και ο γιος έχει προβλήματα με το σχολείο του [ ]. Οι συνθήκες διαμονής στη Λήμνο και μεταβάσεώς του συγκοινωνιακώς στη Θεσσαλονίκη, όπου διαμένει η οικογένειά του, είναι δυσμενείς. Τα υπηρεσιακά καθήκοντα που έχει αναλάβει, στο εκεί πρακτορείο της Τράπεζας δεν ανταποκρίνεται στο βαθμό που κατέχει σε σχέση και με τα χρόνια υπηρεσίας του σ αυτή, αλλά και τα τυπικά και ουσιαστικά του προσόντα. ( ). 18

[ ] Η εναγομένη έχει τη δυνατότητα να μεταθέσει κάποιον από τους 144 νεώτερους σε ηλικία και βαθμό υπαλλήλους της που υπηρετούν στο Υποκατάστημα Θεσσαλονίκης, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις ή άλλους που δεν έχουν μετατεθεί ή κάποιον από τους υπαλλήλους της που υπηρετούν στα κοντινότερα της Θεσσαλονίκης Υποκαταστήματα Μυτιλήνης, Αλεξανδρούπολης και Καβάλας. Ενόψει τούτων έκρινε περαιτέρω το Εφετείο ότι η παραμονή του αναιρεσιβλήτου στο Πρακτορείο Λήμνου για περαιτέρω χρονικό διάστημα, ενόψει των προαναφερομένων προβλημάτων του που του δημιουργούνται ( οικογενειακά και επαγγελματικά), όπως περιορισμένες δυνατότητες υπηρεσιακής εξέλιξης, αλλά και οικονομικά, αφού δεν του καταβάλλεται πλέον η εκτός έδρας αποζημίωση, δεδομένου ότι έχει αυξημένες ανάγκες και έξοδα, από τη διαμονή του στη Λήμνο, αποτελεί ενόψει και της προαναφερθείσας ρητής έγγραφης εναντιώσεως του ενάγοντος, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής συμβάσεως που έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης και ως τέτοια είναι καταχρηστική και άκυρη ( άρθρ. 281,652 174 και 180 ΑΚ). VI. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΓΚΥΩΝ ΑΠ 245/2002, ΔΕΕ 2003, 204 Επειδή κατά το άρθρο 15 παρ.1 του ν.1483/1984 «απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη». Εξάλλου κατά το άρθρο 10 του Π.Δ. της 2/15.7.1997 «Μέτρα για την βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 95/85/ΕΟΚ» (ΦΕΚ Α` 150) «1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η από αυτές προστασία παρέχεται στην εργαζομένη έγκυο γυναίκα ασχέτως του αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της και τούτο συνάγεται και εκ του γεγονότος ότι η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στις ισχύουσες νέες διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Εξάλλου κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ως σπουδαίος για την καταγγελία λόγος, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής, που κοινοποιείται στην εργαζόμενη έγκυο από τον εργοδότη, όταν αυτός, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της, επιθυμεί την λύση της μετ αυτής σύμβασης εργασίας, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ` αντικειμενική κρίση καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την περαιτέρω εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη πταίσματος της εργαζομένης. Τέτοιο γεγονός συνιστά και η πλημμελής ή μη προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων της εγκύου εργαζομένης ή μη συμμόρφωσή της σε οδηγίες του εργοδότη, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η εν λόγω συμπεριφορά της δεν είναι απότοκος της καταστάσεως της εγκυμοσύνης της. 19