«Ξακάθαρο χειροτέχνημα ενός θαυμάσιου συγγραφέα» The Financial Times



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.


Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ολοκαίνουριο κόκκινο τετράδιο. Ζούσε ευτυχισμένο με την τετραδοοικογένειά του στα ράφια ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου.

Modern Greek Beginners

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΑΚΙΑ. Εικόνες: Λίζα Ηλιού

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Ο Ray Mesterio είναι ένας εξαιρετικός παλαιστής που ξέρει πολλές τεχνικές. Φοράει συνέχεια μια χρωματιστή μάσκα κι έτσι δεν ξέρουμε πώς είναι το

Το παραμύθι της αγάπης

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

T: Έλενα Περικλέους

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών μέσα από την εικονογράφηση και επεξεργασία (σελίδα-σελίδα) ενός βιβλίου

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

ΤΟ ΣΠΊΤΙ μύριζε λιωμένο βούτυρο και καθαριότητα.

Άννα & Έλσα ΥΠΟΔΕΧΤΕΊΤΕ ΤΗ ΒΑΣΊΛΊΣΣΑ! Έρικα Ντέιβιντ Εικονογράφηση: Μπιλ Ρόμπινσον

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Transcript:

Είπαν... «Εξαιρετική γραφή, πολύ συγκινητική και απόλυτα πειστική» Andrew Marr, The Andrew Marr Show και Start the Week «Ένα εξαιρετικό επίτευγμα. Το θεωρώ ένα απολύτως πρωτότυπο και βαθιά δημιουργικό λογοτεχνικό έργο» Robert McNeil, The Scotsman «Ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ το διέκρινε ένα χιούμορ και μια λεπτότητα που με συνεπήρε από την πρώτη σελίδα και με κράτησε ως την τελευταία» Kate Devlin, Daily Telegraph «Εξαίσια γραφή, δηκτική, λυρική, ειρωνική. Ένα μυθιστόρημα με διανοητική συνοχή και τέλεια πειστικότητα ένα πραγματικό επίτευγμα» Professor Will Storrar, Princeton «Ξακάθαρο χειροτέχνημα ενός θαυμάσιου συγγραφέα» The Financial Times «Ένα μαγικό ντεμπούτο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Το συστήνω ανεπιφύλακτα» Σχόλιο αναγνώστη «Τι σαγηνευτική και αυθεντική ιστορία! Τώρα συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό που προκαλεί η ανάγνωσή του!» Linda Funnell, Harper Collins

Το έτος..., όταν ο Α.Κ. ήταν κυβερνήτης της επαρχίας του Ρ., ο Καλός Τάιμπο Κρόβιτς ήταν ήδη δήμαρχος της πόλης Ντοτ για σχεδόν είκοσι χρόνια. Στις μέρες μας δεν έρχονται πολλοί επισκέπτες στην Ντοτ. Ο πολύς κόσμος δεν έχει κανένα λόγο να ταξιδέψει τόσο βόρεια στη Βαλτική, πόσο μάλλον να πλεύσει στα ρηχά νερά των εκβολών του ποταμού Άμπερσαντ. Εκεί η θάλασσα είναι διάσπαρτη με πολλά μικρά νησιά, που κάποια εμφανίζονται μόνο με την άμπωτη, ενώ μερικά, πού και πού, γίνονται ένα με κάποιο άλλο γειτονικό νησί, έτσι που οι χαρτογράφοι τεσσάρων διαφορετικών κρατών παραιτήθηκαν προ πολλού από κάθε προσπάθεια να χαρτογραφήσουν την περιοχή. Η Μεγάλη Αικατερίνη είχε στείλει μια ομάδα ερευνητών, οι οποίοι επέταξαν το σπίτι του λιμενάρχη της Ντοτ κι έζησαν εκεί επτά χρόνια, χαρτογραφώντας και ξαναχαρτογραφώντας και ξαναματαχαρτογραφώντας, ώσπου στο τέλος αποχώρησαν απηυδισμένοι.

10 andrew nicoll «C est n est pas une mer, c est un potage», δήλωσε με στόμφο ο επικεφαλής των ερευνητών, αν και κανείς στην Ντοτ δεν κατάλαβε τι είπε. Οι πολίτες της Ντοτ δεν μιλούσαν τη γαλλική, όπως η ρωσική αριστοκρατία. Ούτε και τη ρωσική βεβαίως μιλούσαν. Γιατί, παρά τους ισχυρισμούς της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης, οι κάτοικοι της Ντοτ δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρώσους. Τουλάχιστον όχι τότε. Εκείνη την εποχή, οι κάτοικοι της Ντοτ αν έμπαινε κανείς στον κόπο να τους ρωτήσει συνήθιζαν να αυτοχαρακτηρίζονται Φινλανδοί ή Σουηδοί. Ίσως πάλι, κάποια άλλη στιγμή, να απέδιδαν τις ρίζες τους στη μακρινή Δανία ή και στην Πρωσία. Κάποιοι από αυτούς μπορεί ακόμα και να αυτοπροσδιορίζονταν ως Πολωνοί ή Λετονοί, αλλά, ως επί το πλείστον, θα δήλωναν υπερήφανοι πολίτες της Ντοτ. Ο κόμης Γκρομίκο έριξε μαύρη πέτρα πίσω του κι έβαλε πλώρη για την πατρίδα του, την Αγία Πετρούπολη, όπου ήταν βέβαιος ότι θα αναλάμβανε καινούριο πόστο ως σταβλάρχης της Αυτής Μεγαλειότητας της Αυτοκράτειρας. Όμως, την ίδια εκείνη νύχτα, το πλοίο του προσέκρουσε σε ένα μη χαρτογραφημένο νησί που είχε ξεφυτρώσει αυθαδέστατα στα ανοιχτά της Ντοτ και βούλιαξε σαν βαρίδι, παίρνοντας μαζί του στον πάτο της θάλασσας και τους χάρτες επτά ετών. Οι ναύαρχοι της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης έμειναν με ένα κενό στους χάρτες τους, που η υψηλή κουλτούρα τους δεν τους επέτρεψε να σημειώσουν ως «Περιοχή Δράκων». Έγραψαν λοιπόν «Ρηχά νερά και ύπουλα εδάφη, επικίνδυνος ο διάπλους» και έκλεισαν έτσι το θέμα. Τα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς τα σύνορα πολλών και διάφορων χωρών μετακινούνταν γύρω από την Ντοτ, ακολουθώντας τις αναξιόπιστες όχθες του ποταμού Άμπερσαντ, συνέφερε μια χαρά τις εκάστοτε κυβερνήσεις τους να αποφύγουν κάθε συζήτηση για το ζήτημα. Όμως οι άντρες της Ντοτ δεν χρειάζονταν χάρτες για να διαπλεύσουν τα νησιά που προστατεύουν το μικρό τους λιμάνι. Έβρισκαν το δρόμο τους στο αρχιπέλαγος με τη μυρωδιά. Τους

ο καλοσ Δημαρχοσ 11 οδηγούσε το χρώμα της θάλασσας, η μορφή των κυμάτων, ο ρυθμός του ρεύματος, η θέση της τάδε δίνης και του δείνα απάγκιου ή τα σχήματα των νερών που συγκρούονταν εκεί που διασταυρώνονταν δύο παλίρροιες. Οι άντρες της Ντοτ απέπλευσαν με αυτοπεποίθηση από το λιμάνι τους πριν από επτά αιώνες, παίρνοντας μαζί τους δέρματα και αποξηραμένα ψάρια, έφτασαν ως τα λιμάνια της Χανσεατικής Ένωσης κι επέστρεψαν μόλις χθες εντελώς ινκόγκνιτο με τσιγάρα και βότκα. Όπως εκείνοι, έτσι κι ο Καλός Τάιμπο Κρόβιτς, έπαιρνε με αυτοπεποίθηση κάθε πρωί το δρόμο προς τη δουλειά του, στο γραφείο του δημάρχου. Μάζευε την εφημερίδα του από το κατώφλι του σπιτιού του και περπατούσε στο θαλασσί πλακόστρωτο διασχίζοντας τον μικρό όμορφο κήπο ως την υπό κατάρρευση αυλόπορτα, όπου ένα μπρούντζινο κουδούνι κρεμόταν από τα κλαδιά μιας σημύδας κι η αλυσίδα του κατέληγε σε ένα σπασμένο ξύλινο πόμολο, πρασινισμένο από την άλγη. Μόλις έβγαινε στο δρόμο έστριβε αριστερά. Αγόραζε ένα σακουλάκι μέντες από το περίπτερο της γωνίας, περνούσε στην απέναντι πλευρά του δρόμου και περίμενε στη στάση του τραμ. Τις ηλιόλουστες ημέρες ο Δήμαρχος Κρόβιτς διάβαζε την εφημερίδα του όσο περίμενε το τραμ. Τις βροχερές ημέρες στεκόταν κάτω από την ομπρέλα του και κάλυπτε την εφημερίδα του με το παλτό του. Τις βροχερές ημέρες δεν κατάφερνε να διαβάσει την εφημερίδα του, όμως, ακόμα και τις ηλιόλουστες ημέρες, όλο και κάποιος θα ερχόταν να του μιλήσει στη στάση του τραμ για να του πει «Α, Δήμαρχε Κρόβιτς, είναι κάτι που ήθελα να σας ρωτήσω...» και ο Καλός Τάιμπο Κρόβιτς θα παραμέριζε την εφημερίδα του, θα άκουγε και θα έδινε τη συμβουλή του. Ο Καλός Δήμαρχος Κρόβιτς. Η Πλατεία Δημαρχείου απέχει ακριβώς εννέα στάσεις από το σπίτι του Δημάρχου Κρόβιτς. Εκείνος προτιμούσε να κατεβαίνει μετά από επτά στάσεις και να περπατάει το υπόλοιπο της απόστασης. Στα μισά του δρόμου σταματούσε στον Χρυσό Άγγελο

12 andrew nicoll και παράγγελνε έναν δυνατό βιεννέζικο καφέ με πολλά σύκα, τον έπινε, πιπιλούσε μια μέντα και άφηνε το υπόλοιπο σακουλάκι πάνω στο τραπέζι. Μετά περπατούσε ακόμα λίγο στην οδό Κάστρου, περνούσε την Άσπρη Γέφυρα, διέσχιζε την πλατεία και έφτανε στο Δημαρχείο. Ο Τάιμπο Κρόβιτς απολάμβανε τη δουλειά του δημάρχου. Του άρεσε να έρχονται σ αυτόν οι νέοι άνθρωποι για να τους παντρέψει. Του άρεσε να επισκέπτεται τα σχολεία της Ντοτ και να ζητάει από τα παιδιά να βοηθήσουν στο σχεδιασμό των χριστουγεννιάτικων καρτών που θα έστελνε το Δημαρχείο. Του άρεσαν οι άνθρωποι. Του άρεσε να τακτοποιεί τα προβληματάκια τους και τις μικροδιαφορές τους. Του άρεσε να καλωσορίζει στην πόλη διακεκριμένους επισκέπτες. Το απολάμβανε όταν έμπαινε μέσα στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου, πίσω από τον μαγιορδόμο, με το μεγάλο ασημένιο σκήπτρο του με την εικόνα της Αγίας Βαλπουρνίας η Αγία Βαλπουρνία ήταν η γενειοφόρος παρθενομάρτυρας, της οποίας οι σπαραξικάρδιες ικεσίες προς τους Ουρανούς για το θείο δώρο της ασχήμιας ως ενισχυτικό της παρθενίας της είχαν απαντηθεί με θαυμαστή γενναιοδωρία. Η Αγία Βαλπουρνία, που ο Θεός ευλόγησε δις, όχι μόνο με μια πλουσιοπάροχη γενειάδα, αλλά και με έναν καταιγισμό από κρεατοελιές που κάλυπταν ολόκληρο το κορμί της και που τις επιδείκνυε στους άντρες της Ντοτ σχεδόν καθημερινά, στην άοκνη προσπάθειά της να τους αποστρέφει από την αμαρτία. Η Αγία Βαλπουρνία που, όταν οι μαινόμενοι Ούννοι απειλούσαν την Ντοτ, εκείνη τους πρόσφερε τον εαυτό της υπό τον όρο να μην πειράξουν τον γυναικείο πληθυσμό της πόλης. Η Αγία Βαλπουρνία που, όπως κατέγραψαν οι καλόγεροι, έτρεξε προς το στρατόπεδο των Ούννων φωνάζοντάς τους «Πάρτε με! Πάρτε με!» και αυτοί οι κτηνώδεις Ούννοι, που δεν το είχαν πολύ να ικανοποιούν τις ορέξεις τους στην τριχωτή σάρκα των ζώων του στρατοπέδου τους, χρησιμοποίησαν την καημένη ευσεβή Βαλπουρνία σαν ευτελές παιχνιδάκι. Όταν ξεψύχησε,

ο καλοσ Δημαρχοσ 13 ώρες μετά, φωνάζοντας «Θεέ μου, Θεέ μου, Ιησού Χριστέ!», ο θρύλος λέει ότι δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι σε ολόκληρο το διάσπαρτο με κρεατοελιές κορμί της. Ο Θεός της χάρισε μια καρδιακή προσβολή, ως άλλο ένα δείγμα της μεγαθυμίας του και, όταν βρέθηκε η σορός της, κάτω από το βελούδινο μουστάκι της άστραφτε ένα χαμόγελο ευδαιμονίας, απόδειξη ότι βρισκόταν ήδη στην εύφορη αγκαλιά του Παραδείσου. Ή τουλάχιστον έτσι λέει ο θρύλος μου. Το έτος..., όταν ο Α.Κ. ήταν κυβερνήτης της επαρχίας του Ρ. και ο Καλός Τάιμπο Κρόβιτς ήταν δήμαρχος της πόλης Ντοτ επί σχεδόν είκοσι χρόνια, εγώ βρισκόμουν ήδη εδώ γύρω στα χίλια διακόσια χρόνια, βλέποντας τα πάντα. Είμαι ακόμα εδώ, στο υψηλότερο σημείο του υψηλότερου βέλους του καθεδρικού ναού που φέρει τιμητικά το όνομά μου αλλά, κατά κάποιον τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω, στέκομαι και στη μαρκίζα πάνω στη σκαλιστή κολόνα που στηρίζει τον άμβωνα χαμηλά, εκεί κάτω. Στέκομαι επίσης και στο θυρεό πάνω από την πύλη του Δημαρχείου, είμαι ζωγραφισμένη σε κάθε τραμ, κρέμομαι στον τοίχο του γραφείου του δημάρχου και είμαι τυπωμένη στο εξώφυλλο κάθε τετραδίου που βρίσκεται πάνω σε κάθε θρανίο σε κάθε αίθουσα κάθε σχολείου στην Ντοτ. Είμαι επίσης σκαλισμένη ακρόπρωρο, σαν αετός με ορθάνοιχτα φτερά, στην πλώρη αυτού του μικρού άθλιου φέρι-μπόουτ που καταφθάνει πότε-πότε από την Ντας, με μια κρούστα αλατιού στη γελοία γενειάδα μου κι ένα προστατευτικό στεφάνι πλεγμένο από κανναβόσκοινο, πεταμένο γύρω μου σαν περιλαίμιο αλόγου. Βρίσκομαι σε έγχρωμες κάρτες μέσα στα τσαντάκια των κυριών της Ντοτ και τρεμοπαίζω στο φως, καθώς μπαινοβγαίνουν από μαγαζί σε μαγαζί, ή λαγοκοιμάμαι υπό τον ήχο των κερμάτων, μέσα στο σκοτάδι, κουρνιασμένη ανάμεσα σε αναμνηστικές μπούκλες, παιδικά δοντάκια και αποκόμματα εισιτηρίων. Κρέμομαι πάνω από κρεβάτια κρεβάτια που σείονται από

14 andrew nicoll αχαλίνωτο έρωτα, κρεβάτια παγερά από αδιαφορία, κρεβάτια όπου κοιμούνται στρουμπουλά και αθώα παιδιά, κρεβάτια όπου κείτονται ταλαιπωρημένοι και αποστεωμένοι ετοιμοθάνατοι. Και είμαι εδώ, στην καρδιά της μητρόπολης, ξαπλωμένη, γυμνά κόκαλα τυλιγμένα σε ξεραμένο τραγανό και αρχαία μετάξια σε αποσύνθεση, μέσα σε χρυσή στοά, διάστικτη με πετράδια, απαστράπτουσα από σμάλτο και άλλα φανταχτερά στολίδια, εδώ όπου βασιλιάδες και πρίγκιπες έχουν γονατίσει για να κλάψουν με μεταμέλεια, όπου οι στείρες βασίλισσές τους έχουν ικετεύσει με αναφιλητά, όπου ο κόσμος της Ντοτ έρχεται για να περάσει λίγη ώρα δίπλα μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν μπορώ γιατί δεν το καταλαβαίνω πώς γίνεται να βρίσκομαι σε όλα αυτά τα διαφορετικά μέρη ταυτόχρονα; Μου φαίνεται πως, όταν το θέλω, μπορώ να είμαι αποκλειστικά σε ένα οποιοδήποτε από αυτά τα μέρη. Όλα όσα αντιπροσωπεύει η Βαλπουρνία μπορούν να είναι εδώ, στην κορυφή της μητρόπολης, ατενίζοντας κάτω την πόλη και πέρα στον ορίζοντα τη θάλασσα, ή εδώ πέρα, στη χρυσή μου κάσα ή εκεί, στο εξώφυλλο ενός συγκεκριμένου σχολικού τετραδίου. Κι όμως, μου φαίνεται πως, όταν πάλι το θέλω, μπορώ να είμαι ταυτόχρονα σε όλα αυτά τα μέρη, αδιάλυτη, αδιαίρετη, ούτε κατ ελάχιστο αραιωμένη, παντού, βλέποντας τα πάντα. Αυτό κάνω. Βλέπω. Παρατηρώ. Βλέπω τους καταστηματάρχες της Ντοτ και τους αστυνόμους και τους αγύρτες, τους ευτυχισμένους και τους δυστυχισμένους, τις γάτες και τα πουλιά και τα κίτρινα σκυλιά και τον Καλό Δήμαρχο Κρόβιτς. Τον είδα να ανεβαίνει την πράσινη μαρμάρινη σκάλα προς το γραφείο του. Του άρεσε αυτή η σκάλα. Του άρεσε το γραφείο του. Του άρεσε η επένδυση από σκούρο ξύλο στο εσωτερικό και τα μεγάλα παράθυρα με τα παντζούρια με θέα τα σιντριβάνια της πλατείας και όλη την ανηφόρα της οδού Κάστρου ως τη λευκή μάζα της μητρόπολής μου, κάτω από τον μπακιρένιο τρούλο σε σχήμα βολβού, όπου ερχόταν κάθε χρόνο ως

ο καλοσ Δημαρχοσ 15 επικεφαλής του δημοτικού συμβουλίου για τον ετήσιο αγιασμό. Του άρεσε η άνετη δερμάτινη πολυθρόνα του. Του άρεσε το οικόσημο στον τοίχο με την εικόνα της γελαστής γενειοφόρου μοναχής. Περισσότερο από όλα όμως, του άρεσε η γραμματέας του, η κυρία Στόπακ. Η Αγάθη Στόπακ ήταν όλα όσα δεν ήταν η Αγία Βαλπουρνία. Ναι, ήταν προικισμένη με μακριά, σκούρα, λαμπερά μαλλιά, αλλά όχι στο πηγούνι της. Και το δέρμα της! Άσπρο, γυαλιστερό, κρεμώδες, χωρίς την παραμικρή κρεατοελιά. Η κυρία Στόπακ μου έδειχνε βεβαίως την ευσέβεια που έχει καθήκον να μου δείχνει κάθε γυναίκα στην Ντοτ, αλλά δεν ήταν και από εκείνες που το παρακάνουν. Το καλοκαίρι, καθόταν στην άκρη της καρέκλας της δίπλα στο παράθυρο, σαν αφράτη πέρδικα, φορώντας αιθέρια κλαρωτά υφάσματα που σκάλωναν από τη ζέστη σε κάθε καμπύλη του κορμιού της και ανασηκώνονταν με κάθε πνοή του αέρα που έμπαινε από το παράθυρο. Όλο το χειμώνα η κυρία Στόπακ ερχόταν στη δουλειά με γαλότσες, τις οποίες, αφού καθόταν στο γραφείο της, έβγαζε διακριτικά για να φορέσει ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα πέδιλα που είχε στην τσάντα της. Μέσα στο γραφείο του ο καημένος, καλός, ερωτοχτυπημένος Δήμαρχος Κρόβιτς περίμενε να ακούσει το γδούπο από τις γαλότσες της κυρίας Στόπακ όταν ερχόταν στη δουλειά κι αμέσως έπεφτε κατάχαμα στο χαλί και στρίμωχνε το βλέμμα του στη χαραμάδα κάτω από την πόρτα για να ρίξει έστω μια κλεφτή ματιά στα στρουμπουλά δάχτυλα των ποδιών της, καθώς γλιστρούσαν μέσα στα παπούτσια της. Κι έπειτα ο καημένος, ερωτοχτυπημένος Τάιμπο αναστέναζε, σηκωνόταν, τίναζε από το σακάκι του το χνούδι από το χαλί, πήγαινε να καθίσει στο γραφείο του, ακουμπούσε το κεφάλι του στα χέρια του και άκουγε την Αγάθη Στόπακ να περπατάει κλιπκλιπ-κλιπ στα πλακάκια του διπλανού γραφείου, να αρχειοθετεί ή να φτιάχνει καφέ ή να υπάρχει απλώς, απαλή και ευωδιαστή και όμορφη, στην άλλη πλευρά της πόρτας.

16 andrew nicoll Πού και πού κατά τη διάρκεια της ημέρας η κυρία Στόπακ, όπως όλοι οι εργαζόμενοι, έφευγε από το γραφείο της στο κάλεσμα κάποιας ανθρώπινης φυσικής ανάγκης και πάντοτε επέστρεφε με το μακιγιάζ της ανανεωμένο στην εντέλεια, αφήνοντας ξοπίσω της ένα ευωδιαστό σύννεφο κίτρου και μοσχολέμονου και μπουκαμβίλιας και βανίλιας και εξωτικών αρωμάτων που ο Καλός Τάιμπο δεν ήξερε ούτε το όνομά τους. Φανταζόταν τα μέρη από όπου προέρχονταν αυτές οι ευωδιές νησιά του Ειρηνικού με μυρωδιές μπαχαρικών και γλυκούς μεταλλικούς ήχους από μακρινά καμπαναριά στον αέρα και κυματάκια που γλείφουν απαλά κοραλλένιες αμμουδιές. Φανταζόταν τα μέρη όπου βρίσκονταν τώρα οι ευωδιές μικρά συννεφάκια αρώματος που εκτοξεύτηκαν στους αφράτους λοφίσκους πίσω από τα γόνατα της κυρίας Στόπακ, στους γαλάζιους καρπούς της, που δροσίζουν το γαλακτώδες ντεκολτέ της. «Ω Θεέ μου», μουρμούρισε μονολογώντας ο Δήμαρχος Κρόβιτς, «όταν άρπαξες από την αστερόσκονη τα άτομα των κυττάρων μου, γιατί με έκανες άντρα κι όχι μικρές σταγόνες άρωμα, να πέσω και να πεθάνω εκεί;»

Ο Καλός Δήμαρχος Κρόβιτς ήταν δυστυχισμένος, όπως δυστυχισμένη ήταν και η κυρία Αγάθη Στόπακ. Τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες καθόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, τρέμοντας, ακούγοντας τις σταγόνες της βροχής να χτυπούν στο παράθυρο, βλέποντας τις κουρτίνες να κυματίζουν και απορώντας αν κουνήθηκαν από το ρεύμα του αέρα που φύσαγε έξω ή από το ροχαλητό του Στόπακ που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της. Εκείνος, φαρδύς-πλατύς ανάσκελα, κείτονταν σαν νεκρός στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, λες κι ένα σπαθί ανάμεσά τους χώριζε στα δύο το κρεβάτι, με τα σεντόνια αντίσκηνο πάνω από την τεράστια, σκληρή κοιλιά του, σαν τέντα τσίρκου. Ο αέρας σφύριζε διαπερνώντας το χάσμα ανάμεσά τους αλλά και χωρίς τον αέρα το κρεβάτι ήταν παγερό. Ο Στόπακ μύριζε στόκο και ασβέστη. Η φανέλα που φορούσε στο κρεβάτι είχε λεκέδες από μπογιά, που είχε κολλήσει ακόμα και κάτω από τα νύχια του, και το ροχαλητό του της θύμιζε

18 andrew nicoll τον οδοστρωτήρα που είχε δει να απλώνει πίσσα στη λεωφόρο Άμπερσαντ, καθώς γυρνούσε σπίτι της από τη δουλειά. Πάντα ροχάλιζε ο Στόπακ αλλά, πριν από χρόνια, όταν ήταν νιόπαντροι, δεν την ενοχλούσε. Τότε το κρεβάτι ήταν ζεστό και ο Στόπακ έπεφτε κάθε βράδυ για ύπνο πάνω στο αφράτο ροζ κορμί της, με το κεφάλι του να φωλιάζει ανάμεσα στα μεγάλα φιλντισένια στήθη της, καλύπτοντας το σώμα της με το δικό του σαν κουβέρτα, το ένα χέρι του απλωμένο πάνω από την κοιλιά της και ανάμεσα στα πόδια της, το άλλο διπλωμένο κάτω από το μαξιλάρι. Κι έπειτα ροχάλιζε αποκαμωμένος και η Αγάθη έμενε ξαπλωμένη εκεί, να λάμπει και να μπλέκει τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και να του ψιθυρίζει λόγια αγάπης, όσο εκείνος γρύλιζε στην αγκαλιά του Μορφέα. Τον τάιζε καλά. Τσακιζόταν να γυρίσει σπίτι από τη δουλειά της στο γραφείο του δημάρχου, με ένα σωρό καλούδια στην τσάντα της, που έσπευδε να τα μαγειρέψει πριν την ώρα που θα επέστρεφε ο Στόπακ και θα καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, το στρωμένο με το τραπεζομάντιλο με τις κίτρινες μαργαρίτες. Βέβαια, εκείνη την εποχή, ο Στόπακ ποτέ δεν καθόταν στο τραπέζι προτού της ορμήσει σαν ξαναμμένη αρκούδα, την αρπάξει από πίσω, την πνίξει στα φιλιά και τη χορέψει πόλκα γύρωγύρω στην κουζίνα, ώσπου αυτή να τον χτυπήσει γελώντας με το γουδοχέρι και να τον βάλει να καθίσει στην ξύλινη καρέκλα. «Σταμάτα!» του γάβγιζε. «Κράτα τις δυνάμεις σου για αργότερα». Τον φιλούσε με νόημα και τον τάιζε φιλετάκια Ροσίνι και σπιτική πίτα πουλερικών και πατάτες στο φούρνο και πηχτή κρέμα μπεσαμέλ με καψαλισμένη ζάχαρη και τρίμματα μήλου και καλό τυρί και, όσο εκείνος έτρωγε, εκείνη του εξιστορούσε όλα τα νέα της ημέρας της ποιος είχε πάει να δει το δήμαρχο, πως μια ομάδα μαθητών ξεναγήθηκε στο Δημαρχείο ή πως το πηλήκιο του Αρχηγού της Αστυνομίας είχε πέσει πάνω από το γραφείο μέσα στον κουβά με τη χλωρίνη του Πέτερ Στάβο και βγήκε κάτασπρο σαν κιλότα καλογριάς και γελούσαν.

ο καλοσ Δημαρχοσ 19 Και μετά, όταν ο Στόπακ είχε χορτάσει, η Αγάθη σηκωνόταν από τη θέση της και ανασήκωνε τη φούστα της και καβαλούσε πάνω του, ενώ εκείνος καθόταν ακόμα στην καρέκλα του, τον κρατούσε στα χέρια της και τραβούσε τα μαλλιά του και τον φιλούσε ξανά και ξανά, ώσπου έπεφταν στο κρεβάτι και, κάποια στιγμή, κοιμούνταν, αφήνοντας τα πιάτα για το επόμενο πρωί. Τον αγαπούσε εκείνο τον καιρό. Ακόμα τον αγαπούσε, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Όχι με εκείνο τον τρόπο. Τώρα τον αγαπούσε όπως αγαπάει κανείς ένα γέρικο τυφλό σκυλί. Αγάπη με οίκτο. Το είδος της αγάπης που δεν είναι τόσο δυνατή ώστε να πάρεις το όπλο που κρέμεται πάνω από το τζάκι και να δώσεις τη λύτρωση. Τον αγαπούσε γιατί ήταν ο πρώτος άντρας που αγάπησε ποτέ, ο πρώτος που μοιράστηκε το κρεβάτι του και, για μια γυναίκα σαν την Αγάθη, αυτό θα σήμαινε πάντα κάτι. Τον αγαπούσε γιατί έκαναν μαζί μια πανέμορφη κορούλα και γιατί, χρόνια πριν, ο Στόπακ είχε σταθεί πλάι στην κούνια σαν τσακισμένο σκιάχτρο, ουρλιάζοντας και θρηνώντας για το νεκρό παιδί τους. Τον αγαπούσε γιατί η δουλειά του πήγαινε χάλια, γιατί ήταν συντετριμμένος και αξιολύπητος. Τον αγαπούσε, όπως κάποιος μπορεί να αγαπάει το παιδικό του λούτρινο αρκουδάκι όχι γι αυτό που είναι, αλλά γι αυτό που θυμάται πως ήταν κάποτε και γι αυτά που κάποτε σήμαινε. Κι ένας άντρας δεν αρμόζει να αγαπιέται έτσι. Ο Στόπακ από τη μεριά του δεν αγαπούσε την Αγάθη όπως αρμόζει να αγαπιέται μια γυναίκα σαν την Αγάθη. Από την ημέρα που έθαψαν το μωρό δεν την ξανακούμπησε. Γύρισε στο σπίτι από το κοιμητήριο, εξουθενωμένος από το απίστευτο βάρος εκείνου του μικροσκοπικού άσπρου φέρετρου, με σκούρα λάσπη στα ρεβέρ του παντελονιού του και, όταν έκλεισε η πόρτα πίσω από τον τελευταίο βαλαντωμένο επισκέπτη, σωριάστηκε κλαίγοντας σε μια καρέκλα. Η Αγάθη διέσχισε το δωμάτιο και πήγε να τον φιλήσει απαλά στο κεφάλι. Έπιασε το χέρι του. Ήταν άτονο σαν ψόφιο ψάρι. «Σσσς», τον καθησύχαζε, ενώ ακουμπούσε το κεφάλι του πάνω

20 andrew nicoll στο φουσκωμένο στήθος της. «Σσσς, έχουμε ακόμα καιρό. Θα ξαναγίνουμε ευτυχισμένοι. Θα κάνουμε κι άλλα παιδιά. Όχι σαν εκείνη». Τα δάκρυα έσταζαν από το πηγούνι της Αγάθης. «Ποτέ σαν εκείνη. Κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση της. Άλλα μωρά, που θα τα αγαπήσουμε κι αυτά και θα τους λέμε για τη μεγάλη τους αδερφούλα που είναι στον Παράδεισο. Όχι ακόμα. Σύντομα». Αλλά ο Στόπακ καθόταν εκεί σαν πληγωμένο ζώο και αρνιόταν με αναφιλητά. «Όχι. Όχι άλλα. Μωρά. Όχι. Πάλι. Όχι. Ποτέ». Το εννοούσε. Η ζωή άλλαξε στο μικρό διαμέρισμα. Ο Στόπακ άρχισε να αργεί να γυρίσει από τη δουλειά. Το φαγητό που του ετοίμαζε η Αγάθη πέτσιαζε μέσα στο φούρνο ή το κατάπινε αποτεφρωμένο ο σκουπιδοτενεκές πλάι στο νεροχύτη. Εκείνη όμως τον αγαπούσε. Πίστευε ότι μπορούσε να τον σώσει κι έτσι περίμενε κάθε βράδυ στην κουζίνα μέχρι να γυρίσει εκείνος σπίτι όποτε γυρνούσε σπίτι και έτρωγε μπαγιάτικα, καμένα γεύματα μαζί του. Εκείνος έτρωγε τα πάντα χωρίς να βγάζει μιλιά, σαν να φτυάριζε κάρβουνα σε καυστήρα. Μια φορά πήγε να τον ξεγελάσει σερβίροντας σούπα στην αρχή, έπειτα κερασόπιτα και στο τέλος αρνίσια παϊδάκια, αλλά εκείνος τα έφαγε όλα σιωπηλός, όπως θα έκανε και αν του τα είχε σερβίρει στοιβαγμένα όλα μαζί σε μια λεκάνη πεταμένη μπροστά του στο τραπέζι. Το επόμενο βράδυ, για να επανορθώσει, η Αγάθη κατέφθασε σπίτι με ένα μάτσο φασιανούς. Στην κουζίνα, έκοψε προσεκτικά τα στήθη τους και τύλιξε το κρέας σε παχιές φέτες καπνιστού μπέικον. Ενώ ψήνονταν στο φούρνο, εκείνη έκοψε καρότα, έβρασε πατάτες και έστρωσε το τραπέζι. Όλα ήταν έτοιμα όταν έφτασε ο Στόπακ, που τα καταβρόχθισε σαν να ήταν χυλός. Η Αγάθη τον κοίταξε αηδιασμένη και απηυδισμένη και πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα πυκνά μαύρα μαλλιά της, με τόση αγανάκτηση που παραλίγο να τα ξεριζώσει. «Για όνομα του Θεού, Στόπακ!» του φώναξε. «Πες ένα γεια στα χέρια σου. Πες κάτι, τέλος πάντων».

ο καλοσ Δημαρχοσ 21 «Γεια στα χέρια σου» είπε ο Στόπακ κι έβγαλε τη βραδινή εφημερίδα από την τσέπη του σακακιού που κρεμόταν στην καρέκλα του, την άνοιξε και άρχισε να διαβάζει. Η Αγάθη είχε πληγωθεί αλλά δεν είχε σκοπό να το βάλει κάτω. Ήταν γυναίκα και καταλάβαινε τις ορέξεις ενός άντρα. Και πιο πολύ τις ορέξεις του Στόπακ. Την επόμενη μέρα, με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας της μητρόπολης που σήμαινε την ώρα του μεσημεριανού της, η Αγάθη σηκώθηκε από το γραφείο της και πήγε στο άδειο γραφείο του δημάρχου. Τύλιξε ένα μαντίλι γύρω από το κεφάλι της, γύρισε προς το οικόσημο στον τοίχο και μουρμούρισε μια αγχωμένη προσευχή. «Καλή μου Βαλπουρνία, εσύ που θυσιάστηκες στα χέρια των λυσσαλέων Ούννων για χάρη των γυναικών της Ντοτ. Ξέρεις, είμαι κι εγώ γυναίκα της Ντοτ κι απόψε θέλω έναν Ούννο για άντρα μου. Έναν Ούννο! Αυτό μπορεί να μη σώσει όλες τις γυναίκες της Ντοτ αλλά ίσως σώσει έναν άντρα. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με». Έπειτα υποκλίθηκε ευσεβώς με ελαφριά κάμψη στο γόνατο των όμορφων ποδιών της κι έφυγε βιαστικά. Τα ψηλά τακούνια της κροτάλισαν πάνω στις μαρμάρινες σκάλες του Δημαρχείου, καθώς τις κατέβηκε γρήγορα-γρήγορα, κι έπειτα πέρασε πάνω από την Άσπρη Γέφυρα ως το πολυκατάστημα Μπράουν, όπου ξόδεψε ένα σωρό χρήματα σε διάφορα σχεδόν αόρατα εσώρουχα. «Είναι τόσο ακριβά», είπε διστακτικά, «και είναι σχεδόν ανύπαρκτα». Η ηλικιωμένη πωλήτρια χαμογέλασε. «Είναι γιατί τα έχουν φτιάξει νεράιδες τα έχουν υφάνει από το βαμβάκι που βρίσκουν στα μπουκαλάκια της ασπιρίνης τη νύχτα της πανσελήνου. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν το έγραψε σε κάποιο παραμύθι και κάποια μεγαλοφυΐα ανέπτυξε έναν ολόκληρο μαθηματικό τύπο για να εξηγήσει το πώς όσο μικραίνει το μέγεθος της κιλότας, τόσο ανεβαίνει η τιμή της. Θα τα πάρετε;» «Ναι, θα τα πάρω».

22 andrew nicoll «Θα πουντιάσετε μ αυτά. Να σας πω, γι αυτή την τιμή, θα σας δώσω δώρο μια ωραία χοντρή φανέλα. Φορέστε την». Τα τύλιξε όλα προσεκτικά μέσα σε στρώσεις ροζ τσιγαρόχαρτου, σκόρπισε αποξηραμένους ανθούς λεβάντας ανάμεσα στις στρώσεις και τα έδεσε όλα μαζί με κορδέλες. Έπειτα τα έβαλε μέσα σ ένα γυαλιστερό κόκκινο χαρτονένιο κουτί, που επάνω έγραφε «Μπράουν» με χρυσαφιά γράμματα, και το έδεσε με κίτρινο σπάγκο από ίνες φοινικιάς. Το κουτί κρεμόταν ευοίωνα στο μικρό της δάχτυλο καθώς η Αγάθη έτρεχε για να επιστρέψει στη δουλειά της και όλη την υπόλοιπη ημέρα στεκόταν καμαρωτό πάνω στο γραφείο της. Όταν ο ήλιος διαπέρασε το παράθυρο του γραφείου και ζέστανε το κουτί, αύρα λεβάντας άρχισε να αιωρείται στο χώρο. Το άρωμα την ερέθισε. Η Αγάθη πέρασε το υπόλοιπο της ημέρας κοιτάζοντας μια το μικρό κόκκινο κουτί και μια το ρολόι στον τοίχο πάνω από την πόρτα του γραφείου του Δημάρχου Κρόβιτς. Ήταν σε έξαψη. Το στομάχι της φτερούγιζε. Σηκώθηκε για να σημειώσει μια καταχώριση στο ημερολόγιο του δημάρχου, αλλά το χέρι της έτρεμε τόσο πολύ, που η πένα άφησε μια δύσμορφη κηλίδα από μελάνι στο χαρτί. Καφέ. Ώρα για καφέ. Πρέπει να πιει λίγο καφέ. Ενώ στεκόταν δίπλα στην καφετιέρα και κοίταζε τον καφέ να στάζει σπλατς, σπλατς, σπλατς μέσα στη γυάλινη κανάτα, η Αγάθη χόρευε από το ένα πόδι στο άλλο, λέγοντας ένα τραγούδι για «Το Αγόρι Μου» που της είχε μάθει η γιαγιά της όταν ήταν κοριτσάκι. Το είχε τραγουδήσει στον Στόπακ την πρώτη φορά που είχαν βγει μαζί περίπατο. Μόνο τότε, που είχε πια μεγαλώσει, κατάλαβε πόσο πονηρά ήταν τα λόγια του τραγουδιού. Ένιωθε ευτυχισμένη. Και τώρα ένιωθε ευτυχισμένη, που θυμήθηκε τη γιαγιά και τις παλιές καλές ημέρες με τον Στόπακ και τη συγκίνηση και τις αταξίες και ακόμα περισσότερο καθώς σκέφτηκε το μικρό κόκκινο κουτί και τις αταξίες που θα επακολουθούσαν. Ένιωθε ευτυχισμένη έτσι κι αλλιώς. Δεν ήταν το τραγούδι. Ήταν

ο καλοσ Δημαρχοσ 23 το κουτί και η ελπίδα που την έκαναν ευτυχισμένη. Ένα μικρό κουτί γεμάτο ελπίδα, σαν το κουτί της Πανδώρας, αλλά χωρίς τα άσχημα πράγματα. Μόνο ελπίδα και λιγάκι αταξία και θα χαιρόταν πολύ να τις αφήσει να διαρρεύσουν στον κόσμο. Η καφετιέρα έβγαλε έναν τελευταίο ρουθουνιστό ήχο, σαν τον Στόπακ λίγο πριν γυρίσει πλευρό μέσα στη νύχτα, και η Αγάθη σέρβιρε δυο φλιτζάνια καφέ έναν για την ίδια κι έναν για τον Καλό Δήμαρχο Κρόβιτς. Έπειτα, με δυο μπισκότα τζίντζερ να ισορροπούν στο πιατάκι του καφέ, διέσχισε κουνιστή και λυγιστή το δωμάτιο, προσπέρασε το γραφείο της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του δημάρχου. Πριν καν ανοίξει την πόρτα, τον άκουσε να σφυρίζει «Το Αγόρι Μου». «Είχα πολύ καιρό να ακούσω αυτό το τραγούδι», είπε εκείνος καθώς έπαιρνε από τα χέρια της το πιατάκι με το φλιτζάνι. «Το τραγουδούσε η γιαγιά μου». «Και η δική μου», είπε η Αγάθη. «Πολύ κατεργάρα γυναίκα η γιαγιά μου». Η Αγάθη γέλασε. «Και η δική μου. Ήταν παιδί πειρατών, ξέρετε». «Αποκλείεται!» «Αλήθεια. Παιδί πειρατών ή χαμένη Ρωσίδα πριγκίπισσα. Κανείς δεν ήξερε. Τη βρήκαν όταν ήταν πολύ μικρή να περιφέρεται ένα πρωί στην παραλία, με τον αντίχειρα στο στόμα και μια βελούδινη ριγέ κουβέρτα με κόκκινες και χρυσαφιές ρίγες αγκαλιά. Την περιμάζεψε ένας καλός χωριάτης και τη μεγάλωσε σαν δική του. Αλλά νομίζω ότι ήταν μάλλον παιδί πειρατών παρά πριγκίπισσα. Αφού της έμαθαν ένα τέτοιο τραγούδι!» «Ο αγνός τα αντιλαμβάνεται όλα αγνά», είπε ο Τάιμπο. Δείχνοντας με την πένα του ρώτησε: «Αυτό είναι για μένα;» Η Αγάθη απόρησε. «Το κουτί από το Μπράουν. Είναι δώρο για μένα;» Η Αγάθη ένιωσε έκπληξη και ντροπή συνάμα, καθώς συνειδητοποίησε ότι το κόκκινο πακετάκι κρεμόταν στο αριστερό της

24 andrew nicoll χέρι. «Αυτό; Α, αυτό! Αυτό. Όχι. Δεν είναι για σας. Συγγνώμη, το αγόρασα την ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος. Θα το πήρα μαζί μου κατά λάθος. Όχι. Δεν είναι για σας. Συγγνώμη. Για μένα είναι». Η Αγάθη είχε ξεκινήσει να οπισθοχωρεί προς την πόρτα αλλά ο Τάιμπο τη φώναξε να επιστρέψει. «Όλα καλά, κυρία Στόπακ; Θέλω να πω, πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι; Ξέρω πως εσείς και ο Στόπακ... ε, να, περάσατε μεγάλη στενοχώρια. Λυπηθήκαμε όλοι πολύ. Αν θέλετε κάναδυο μέρες άδεια από τη δουλειά, θα τα καταφέρουμε. Μπορώ να φέρω εδώ μια από τις κοπέλες από το Γραφείο του Γενικού Γραμματέα. Δεν υπάρχει πρόβλημα». Η Αγάθη πήρε επίσημο ύφος. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, Δήμαρχε Κρόβιτς, αλλά, ειλικρινά, τα πράγματα είναι μια χαρά τώρα. Ήταν δύσκολα αλλά τώρα είναι καλύτερα. Ειλικρινά. Πολύ καλύτερα». «Χαίρομαι», είπε ο Τάιμπο. «Ακούστε, δεν θα σας χρειαστώ άλλο σήμερα. Οπότε, μπορείτε να φύγετε από τώρα». Αυτό τη χαροποίησε ιδιαίτερα την Αγάθη. Εξάλλου, είχε και κάτι καινούρια ρουχαλάκια να δοκιμάσει. Τον ευχαρίστησε και βγήκε από το γραφείο του. Πίσω από την κλειστή πόρτα τον άκουσε να φωνάζει: «Κι ευχαριστώ για τον καφέ». Ο Καλός Δήμαρχος Κρόβιτς. Ο ήλιος άστραφτε ακόμα στα σιντριβάνια της Πλατείας Δημαρχείου όταν έφευγε η Αγάθη από τη δουλειά της. Με το παλτό της ριγμένο πάνω στο ένα χέρι, περπάτησε στο χαλικοστρωμένο πεζοδρόμιο της λεωφόρου που εκτεινόταν παράλληλα με τις όχθες του Άμπερσαντ. Περπατούσε ανάμεσα από λίμνες λιακάδας που εναλλάσσονταν με κηλίδες σκιάς από τις φτελιές κατά μήκος της λεωφόρου κι έπειτα πάλι μέσα από λιακάδα, κουνώντας πέρα-δώθε την τσάντα της στο ρυθμό του τραγουδιού «Το Αγόρι Μου» που ακουγόταν μέσα στο κεφάλι της. Στην οδό Αλεξάνδρου έκανε μια στάση στο ντελικατέσεν για να αγοράσει λίγο ψωμί, τυρί και ζαμπόν, αλλά όταν βγήκε κρατούσε

ο καλοσ Δημαρχοσ 25 στα χέρια της κι ένα σωρό άλλα πράγματα ένα πράσινο παπιέ μασέ χαρτόνι φράουλες, τις πρώτες της χρονιάς, ένα μπουκάλι κρασί, μια σοκολάτα και, στον πάτο της τσάντας της, δίπλα στο άλικο κουτάκι από το Μπράουν, δυο μπουκάλια μπίρα. «Αν κάνει τη δουλειά της η Αγία Βαλπουρνία, θα χρειαστεί να τονώσει τις δυνάμεις του», μονολόγησε. Στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στην είσοδο του διαμερίσματος των Στόπακ ήταν ένα μαύρο γατάκι που τριβόταν γύρω από τους σκουπιδοτενεκέδες. Η Αγάθη στάθηκε και σήκωσε το γατάκι για να το χαϊδέψει. «Οι μαύρες γάτες είναι γούρι», του είπε, «αλλά εγώ το γούρι μου το έχω σε αυτό εδώ το κουτί, οπότε για σήμερα θα μείνεις εδώ έξω». Άφησε το γατάκι στο πεζοδρόμιο και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Η τσάντα της γινόταν ολοένα και πιο βαριά και τα χερούλια είχαν αρχίσει να της κόβουν τα δάχτυλα, αλλά εκείνη ούτε που το καταλάβαινε. Το κόκκινο κουτάκι τα έκανε όλα να μοιάζουν ελαφριά. Η Αγάθη έσπρωξε με τα οπίσθια την πόρτα του διαμερίσματος για να κλείσει και άδειασε τα ψώνια της πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Πήρε ένα κοφτερό μαχαίρι κι έκοψε το ψωμί, άπλωσε όμορφα το τυρί και το ζαμπόν σε μια πιατέλα, τα κανόνισε όλα στην εντέλεια κι έβαλε τα μπουκάλια της μπίρας, τυλιγμένα σε ένα υγρό πανί, στο περβάζι του παραθύρου. Ήταν ικανοποιημένη. «Τίποτε που να καίγεται, τίποτε που να πετσιάζει. Έτοιμα για φαΐ». Όμως αποφάσισε να αφήσει το κρασί να το ανοίξει ο Στόπακ. Αυτό ας ήταν η δική του δουλειά αντρική δουλειά. Έπειτα πήρε το κόκκινο κουτάκι, κλειδώθηκε στο μπάνιο και άνοιξε τις βρύσες. Καθώς έβγαζε τα ρούχα της, ατμός σηκωνόταν και γέμιζε το δωμάτιο. Ξεκούμπωσε το φόρεμά της. Στον καθρέφτη πάνω από το νιπτήρα, άλλη μια Αγάθη έκανε ακριβώς το ίδιο. Η Αγάθη στο μπάνιο, η δική μας Αγάθη, κοίταξε την άλλη εξεταστικά. Η Αγάθη από την άλλη πλευρά του γυαλιού ανταπέδωσε το

26 andrew nicoll βλέμμα και χαμογέλασε. Και οι δύο άφησαν το κίτρινο φουστάνι τους να πέσει από τους ώμους τους ανάλαφρα στο έδαφος. Η δική μας Αγάθη σήκωσε το φουστάνι της και το κρέμασε σε ένα γάντζο στην πόρτα. Θα το χρειαζόταν αργότερα. Η Αγάθη στον καθρέφτη μάλλον έκανε το ίδιο αλλά ήταν αδύνατον να το πούμε με βεβαιότητα γιατί μια διακριτική κουρτίνα ατμού είχε καλύψει το παράθυρό της. Σε αυτή τη γειτονιά, στην Ντοτ, όπου τα αυτοκίνητα κινούνται στη δεξιά πλευρά του δρόμου, η Αγάθη, που είχε μια ελιά αριστερά λίγο πάνω από τα χείλη της, αυτή η Αγάθη, έβγαλε το εσώρουχό της και το έκανε κουβάρι. Δεν θα το χρειαζόταν πια. Γυμνή και αφράτη και εκθαμβωτικά όμορφη, σήκωσε το καπάκι του κουτιού από το Μπράουν. Πάνω-πάνω ήταν η πρακτική χοντρή φανέλα που είχε προσθέσει ως δώρο η κυρία στο κατάστημα. Ευγενικό εκ μέρους της. Η Αγάθη χαμογέλασε και την έβαλε στην άκρη, πάνω στο πράσινο ξύλινο σκαμπό του μπάνιου. Κι έπειτα, μια στρώση ροζ τσιγαρόχαρτου. Καθώς την ανασήκωσε, ένα μάτσο άνθη λεβάντας σκόρπισαν στο πάτωμα κι η Αγάθη γέλασε γαργαριστά κι έσκυψε να τα σηκώσει, τσιμπώντας τα από τα πλακάκια ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά της. Δεν πρόσεξε πώς οι κινήσεις της διέχεαν το δικό της άρωμα στο αχνισμένο δωμάτιο. Ο Τάιμπο θα το είχε προσέξει. Σε λίγη ώρα, η Αγάθη είχε αποκαλύψει τα καινούρια της εσώρουχα. Τα σήκωσε κοντά στο παράθυρο με το θολό τζάμι και τα θαύμασε, θαύμασε την ιριδίζουσα διαφάνειά τους, την απαλότητά τους, τη σχεδόν ανυπαρξία τους. Έσκυψε πάνω από την αχνιστή μπανιέρα και τα κρέμασε στο σκοινί όπου συνήθως κρεμούσε τη νύχτα τις κάλτσες της για να στεγνώσουν. Μανταλωμένα εκεί, μπορούσε να τα θαυμάζει ενώ θα έκανε το μπάνιο της. Η Αγάθη μάζεψε με προσοχή όλο το τσιγαρόχαρτο από το κουτί και το δίπλωσε με τάξη. «Αυτό θα το κρατήσω για τα Χριστούγεννα», είπε. Στον πάτο του κουτιού από το Μπράουν

ο καλοσ Δημαρχοσ 27 ήταν ακόμα μια μαβιά στρώση ανθών λεβάντας. Μοσχοβολούσε μια καθαρή, φωτεινή, ιδιαίτερη και καλοκαιρινή φρεσκάδα. Με τη μύτη στο κουτί, η Αγάθη πήρε βαθιά ανάσα, κράτησε τη μυρωδιά στα πνευμόνια της, τη ρούφηξε, την απόλαυσε. Έπειτα άδειασε το κουτί στην μπανιέρα και ανακάτεψε τα ανθάκια στο νερό. Ακούμπησε το κόκκινο κουτί στο πάτωμα, σε απόσταση ασφαλείας από τον ατμό και πιθανές πιτσιλιές από το μπάνιο θα το κρατούσε για ενθύμιο και μπήκε στην μπανιέρα. Ήταν θεά. Ούτε ο Τιτσιάνο δεν θα μπορούσε να την έχει ζωγραφίσει. Ήταν η Άρτεμις στο μυστικό λουτρό της στο δάσος, μακριά από τα μάτια των θνητών. Το νερό την αγκάλιαζε απολαυστικά. Πάφλαζε στο χείλος της μπανιέρας σε κάθε κίνησή της, καθώς εκείνη βυθιζόταν όλο και πιο πολύ κι έβγαζε επιφωνήματα χαλάρωσης και απόλαυσης. Η Αγάθη σήκωσε τα μαλλιά της σε κότσο για να μη βραχούν, αλλά κάποιες μαύρες μπούκλες έμειναν κουλουριασμένες στο λαιμό της. Σήκωσε το βλέμμα, κοίταξε τα πανάκριβα καινούρια της εσώρουχα και χαμογέλασε. Φανταζόταν την αντίδραση του Στόπακ, τι ορμές θα του ξυπνούσαν, σε τι θα υπέκυπτε πρόθυμα για χάρη του. Κοίταξε το σώμα της, το δέρμα ροζ από το ζεστό νερό, τα μικρά δάχτυλα των ποδιών της να σπαρταράνε πέρα μακριά, κάτω από τη βρύση, τα στήθη της πλούσια, με ροδαλή κορφή, να επιπλέουν στο αρωματισμένο νερό και, ενδιάμεσα, σκούρα φυλλωσιά να κινείται σαν μαύρη θαλάσσια ανεμώνη στο ρυθμό της παλίρροιας. Η Αγάθη, ανέγγιχτη εδώ και τόσο καιρό, άρχισε να χαϊδεύεται. Και σταμάτησε. Έψαξε το σαπούνι. Το σαπούνισμα επιτρεπόταν σε μια καθωσπρέπει παντρεμένη γυναίκα, αλλά μόνο το σαπούνισμα. Έσφιξε τα δόντια της και γρύλισε από θυμό και αγανάκτηση. «Αχ, Βαλπουρνία, το καλό που σου θέλω!» αναφώνησε. Έπειτα κράτησε την αναπνοή της και βυθίστηκε κάτω από το νερό.