Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ. Β JιΙΟΙΙ;IΙΧ. Τίτλος Π ρωτοτύπου: ΕΠΙΑΟΓΟΣ Α. ΣΟΚΟΑΟΦ. Μετάφραση ΝΙΚΟΥ ΚΥΤΟΠΟΥ ΑΟΥ



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Το παραμύθι της αγάπης

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΚΛΑΣΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 25 ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ. η εφηβεια Σ.1. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥ ΛΟΣ

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:


Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η ιστορία του δάσους

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Παρασκευή Κοσμέτου του Θεόδωρου, 11 ετών

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, όλος ο κόσμος τρέχει στα

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

9 Η 11 Η Η Ο Ο

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

Σαμποτάζ στα. Χριστούγεννα

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Transcript:

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ Τίτλος Π ρωτοτύπου: Β JιΙΟΙΙ;IΙΧ Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΕΠΙΑΟΓΟΣ Α. ΣΟΚΟΑΟΦ Μετάφραση ΝΙΚΟΥ ΚΥΤΟΠΟΥ ΑΟΥ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. ΑΘΗΝΑ

1 ΕΙΜΑΙ σέ ξένα χέρια, ύπηρετώ σάν «παιδί» σ' ενα κατάστημα «μοντέρνων παπουτσιών», στήν κεντρική δδό της πόλης. Τό αφεντικό μου είναι ενα μικρό στρογγυλό αν{tρωπάκι. Πρόσωπο καστανό, ζαρωμένο, πράσινα δόντια, μάτια {tολονέρια. Μου φαίνεται σά στραβό καί, γιά νά πειστώ γι' αύτό, κάνω μερικές γκριμάτσες. -Μή στραβώνεις τή μούρη, μου λέει ηρεμα, μά αύστηρά. Δέ μου είναι εύχάριστο νά μέ βλέπουν αύτά τά {tολά μάτια. Καί δέ μπορώ νά πιστέψω, πώς βλέπουν, -μήπως τ' αφεντικό μαντεύει απλώς, πού κάνω γκριμάτσες; -Είπα, μή στραβώνεις τή μούρη, μέ συμβουλεύει, ακόμα πιό σιγανά, χωρίς σχεδόν νά σαλεύει τά χοντρά του χείλη. -Μήν ξύνεις τά χέρια, γλιστρά κατά μένα τό ξερό ψι{tυρητό του. 'Υπηρετείς σέ μαγαζί πρώτης κατηγορίας, στήν κεντρική δδό της πόλης. Αύτό μήν τό ξεχνάς! Τό παιδί πρέπει νά στέκεται κοντά στήν πόρτα σάν άγαλμα... Δέν ξέρω τί πράγμα είναι τό άγαλμα, μά δέ μπορώ νά μήν ξύνω τά χέρια. Καί τά δυό μου είναι γεμάτα, ως τόν αγκώνα, κόκκινες βουλες καί πληγές. Τά τρώει ανυπόφορα τό παράσιτο της ψώρας. - Τί εκανες στό σπίτι; ρωτάει τ' αφεντικό, κοιτώντας προσεχτικά τά χέρια μου. 5

Έγώ τού εξηγώ, εκείνος κουνάει τό στρογγυλό κεφάλι του, μέ τά κολλημένα ό.πάνω του γκρίζα μαλλιά, καί λέει μέ ϋφος επιτιμητικό: -Πουλούσες κουρέλια; Αύτό ειναι χειρότερο ό.πό τή ζητιανιά, χειρότερο από τήν κλεψιά. Δηλώνω μέ λίγη επαρση: -Καί κλεψιές εκανα. Τότε ακουμπάει τά χέρια πάνω στό γραφείο, σάν πόδια γάτου, καρφώνει τρομαγμένα τά σκοτεινά μάτια του στό πρόσωπό μου καί μού σφυρίζει: -Τί είπεεεες; Πώς δηλαδή εκανες κλεψιές; Τού εξηγώ τό πώς καί τό γιατί. Λoιπόν, αύτά ας τά λογαριάσουμε γιά τιποτένια. Α ν δμως μού κλέψεις παπούτσια η χρήματα, τότε 1'tά σέ χώσω μέσα καί 1'tά μείνεις εκεί, ωσπου ν' ό.σπρίσουν οί τρίχες της κεφαλης σου... Τά ειπε ησυχα, μά εγώ τρόμαξα κι ό.κόμα πιό πολύ τόν ό.ντιπά{}ησα. Έκτός από τό ό.φεντικό, στό μαγαζί δούλευε δ αξάδερφός μου, δ Σάσα Γιακόβοφ, κι δ πρώτος επιστάτης, ενας πονηρός, γλοιώδης καί ροδοκόκκινος αν1'tρωπος. Ό Σάσα φορούσε μιά κιτρινοκόκκινη ρεντικοντίτσα, πλαστρόνι, γραβάτα, παντελόνι πάνω από τίς μπότες, εκανε τόν σπουδαίο καί δέ μέ πρόσεχε. 'Όταν δ παππούς μ' εφερε στ' ό.φεντικό καί παρακάλεσε τόν Σάσα νά μέ βοη{}ήσει, νά μού μά1'tει, δ Σάσα πηρε ϋφος σοβαρό, συνοφρυώ{}ηκε κι ειπε προειδοποιητικά: -Πρέπει νά μ' ακούει. Ό παππούς εβαλε τό χέρι του πάνω στό κεφάλι μου καί τό πίεσε δυνα;cά, γιά νά λυγήσει δ σβέρκος μου. -Νά τόν ακούς. Είναι μεγαλύτερός σου καί στά χρόνια καί στή 1'tέση... Κι δ Σάσα, γουρλώνοντας τά μάτια, μέ συμβούλευε: - Μήν ξεχνάς αύτά πού σού είπε δ παππούς! Καί από τήν πρώτη μέρα αρχισε μέ ζηλο νά χρησιμοποιεί τήν ανωτερότητά του. -Κασίριν, μή γουρλώνεις τά μάτια, τόν συμβούλεψε 6

τό αφεντικό. -Δέν κάνω τίποτα, απάντησε ό Σάσα, σκύβοντας τό κεφάλι, μά τό αφεντικό επέμενε: -Μήν πεισμώνεις, {}ά νομίσουν οί αγοραστές πώς εισαι τράγος... Ό επιστάτης χαμογέλασε μέ σεβασμό, τά χείλη τού αφεντικού τεντώ{}ηκαν απαίσια. Ό Σάσα, κατακόκκινος ως τ' αυτιά, κρύφτηκε πίσω άπό τόν μπάγκο. Δέ μού αρέσανε τά λόγια αυτά, δέν καταλάβαινα πολλές λέξεις, μερικές μάλιστα φορές, {}αρρούσα, πώς οί άν{}ρωποι αυτοί μιλούσαν ξένη γλώσσα. ' Όταν εμπαινε καμ ιά πελάτισσα, τό αφεντικό εβγαζε από τήν τσέπη τό χέρι, άγγιζε τό μουστάκι του καί κολλούσε στά μούτρα του τό γλυκανάλατο γέλιο του. Α υτό γέμιζε τά μάγουλά του ζάρες, χωρίς ν ' αλλάξει τ' άφωτα μάτια του. Ό επιστάτης τεντωνόταν, κολλώντας γερά τούς αγκώνες στά πλευρά του, ενώ οί παλάμες του κρέμονταν μέ σεμνότητα στόν αέρα. Ό Σάσα επαιζε τά βλέφαρα φοβισμένα, προσπα{}ώντας νά κρύψει τά γουρλωμένα μάτια του. 'Εγώ κα{}όμουνα στήν πόρτα, εξυνα άπάλαφρα τά χέρια, ετσι πού νά μή μέ παίρνουν χαμπάρι, καί παρακολου{}ούσα τή διαδικασία της πούλησης. Ό επιστάτης γονατιστός μπροστά στήν πελάτισσα, δοκιμάζει τό παπούτσι στά πόδια της, ανοίγοντας μέ καταπληκτικό τρόπο τά δάχτυλα. Τά χέρια του τρεμοπαίζουν, αγγίζει τά πόδια της γυναίκας τόσο προσεχτικά, πού νομίζεις πώς φοβάται μήπως σπάσει τό πόδι της, μά τό πόδι ειναι χοντρό, σάν αναποδογυρισμένο χοντρόλαιμο μπουκάλι. Μιά φορά, κάποια κυρία ειπε, τινάζοντας τό πόδι της στόν αέρα, αναχεντρωμένη: - Αχ, πώς γαργαλάτε... -Αυτό, μαντάμ, προέρχεται από τήν ευγένεια, εξήγησε γρήγορα καί αυστηρά ό επιστάτης. Ήταν πολύ αστείο, νά τόν βλέπεις νά κολλά στήν πελάτισσα, καί γιά νά μή γελάσω, γύριζα τό κεφάλι κατά τό τζάμι της πόρτας. Μά μέ τραβούσε ακατανίκητα τό 7

πούλημα καί γύριζα πάλι: πολύ μέ διασκεδάζανε τά καμώματα τού επιστάτη, καί σύγκαιρα ελεγα μέσα μου, πώς εγώ δέ ftά μπορέσω ποτέ νά άνοίξω ετσι τά δάχτυλα καί νά χώνω τόσο επιδέξια τά παπούτσια σέ ξένα πόδια. Συχνά, λάχαινε νά άποσύρεται τό άφεντικό, άπό τό μαγαζί, στή μικρή καμαρούλα, πίσω άπό τόν μπάγκο, καί νά φωνάζει εκεί τόν Σάσα. Ό επιστάτης εμενε μόνος του μέ τήν πελάτισσα. Μιά φορά, μόλις άγγιξε τά πόδια μιας κοκκινομάλλας, εσμιξε τά τρία δάχτυλά του σά νά 'ftελε νά κάνει τόν σταυρό του καί τά φίλησε. -Ά! - άναστέναξε ή γυναίκα - τί μαργιολάκος πού είσαι! 'Εκείνος φούσκωσε τά μάγουλα καί εκανε: -Μμμ-άχ! Τότε χαχάνισα. Μ' επιασαν κάτι γέλια, ωστε, άπό τόν φόβο μήν πέσω κάτω κρεμάστηκα άπό τό χερούλι της πόρτας. Ή πόρτα δμως άνοιξε, χτύπησα τό κεφάλι στό τζάμι καί τό 'κανα συντρίμμια. Ό επιστάτης άρχισε νά ποδοβολα τό πάτωμα, τ' άφεντικό μέ χτύπησε στό κεφάλι, μέ τό βαρύ χρυσό του δαχτυλίδι. Ό Σάσα δοκίμασε νά μού τραβήξει τ' αυτιά, καί τό βράδι, πού γυρίζαμε στό σπίτι, μού εκανε αυστηρές παρατηρήσεις: -Θά σέ διώξουν γι' αυτά σου τά καμώματα! Καί ποιό είναι εδώ τό άστείο; Καί εξηγούσε: άν δ επιστάτης άρέσει στίς κυρίες, τό εμπόριο ftά πάει καλύτερα. -Ή κυρία άκόμα κι δταν δέ χρειάζεται παπούτσια, ερχεται ν' άγοράσει. Ας είναι καί παραπανήσια... Μόνο καί μόνο γιά νά βλέπει. τόν ώραίο ύπάλληλο. 'Εσύ δμως δέν καταλαβαίνεις! Τί νά σού κάνω, πώς νά φροντίσω... Αυτό μέ πείραξε. Κανένας δέ φρόντιζε γιά μένα κι αυτός πολύ περισσότερο. Τά πρωινά μέ ξυπνούσε ή μαγείρισσα, μιά γυναίκα άρρωστη κι όξύftυμη, μιά ωρα νωρίτερα άπό τόν Σάσα. Καftάριζα τά παπούτσια καί τά φορέματα τών άφεντικών, τού επιστάτη, τού Σάσα, εβαζα τό σαμοβάρι, εφερνα ξύλα γιά δλες τίς σόμπες καί καftάριζα ψάρια γιά τό μεσημέρι. 'Όταν ερχόμουν στό μαγαζί, σάρωνα τό 8

πάτωμα, κα{tάριζα τή σκόνη, εφτιανα τό τσάι, μοίραζα στούς αγοραστές εμπορεύματα καί πήγαινα στό σπίτι γιά φαγητό. Τά κα{tήκoντά μου, μπροστά στήν πόρτα, τ' αναλάβαινε τότε ό Σάσα, καί επειδή ενιω{tε πώς αυτό μειώνει τήν αξιοπρέπειά του, μέ μάλωνε: -Τεμπέλη! Δουλεύω γιά σένα... Ένιω{tα στενοχώρια καί βαριεστημάρα εκει μέσα. Είχα συνη{tίσει νά ζω ανεξάρτητος, νά γυρνω, από τό πρωί ως τό βράδι, στούς αμμόδρομους τού Κουνάβιν, στίς οχ{tες τού Oκα μέ τά {tολά νερά, στόν κάμπο καί στό δάσος. Μού ελειπε ή γιαγιά, δέν είχα παρέα, δέν είχα μέ ποιόν νά μιλήσω, κι ή ζωή μέ νεύριαζε, μού εδειχνε τήν άσχημη, τήν ανάποδη οψη της. Συχνά λάχαινε ή πελάτισσα νά φεύγει, χωρίς ν' αγοράσει τίποτα. Τότε καί οί τρεις τους ενιω{tαν κάποια προσβολή. Τό αφεντικό εκρυβε στήν τσέπη τό γλυκό του χαμόγελο καί πρόσταζε: -Κασίριν, μάζεψε τήν πραμάτεια! Καί εβριζε: -Πρήστηκε, ή γουρούνα. Βαριέται νά κά{tεται στό σπίτι, ή χαμένη, καί παίρνει σβάρνα τά μαγαζιά. Άν ησουν γυναίκα μου, {tq σού εδειχνα εγώ... Ή γυναίκα του, μιά ξερακιανή, μαυρομάτα, μέ μεγάλη μύτη, χτυπούσε τά πόδια στό πάτωμα καί τού εβαζε τίς φωνές, σά νά τόν είχε ύπηρέτη. Συχνά, αφού συνόδευαν τή γνωστή πελάτισσα ως τήν πόρτα, μέ εύγενικές ύποκλίσεις καί πολλές διαχύσεις, άρχιζαν τά ξετσίπωτα βρωμόλογα σέ βάρος της. Τίς στιγμές εκεινες μού ερχόταν νά βγω στόν δρόμο, νά φτάσω τή γυναίκα καί νά της πω τί λέγανε γι' αύτήν. Hξερα, βέβαια, πώς οί άν{tρωποι, γενικά, δέ λένε καλά λόγια δ ενας γιά τόν άλλο, δταν δ άλλος δέν είναι παρών, αλλ' αύτοί μιλούσαν, γιά δλους, εξαιρετικά οργισμένα, λές κι ησαν αναγνωρισμένοι σάν οί πιό καλοί άν{tρωποι κι είχαν διοριστει κριτές τού κόσμου. Ζηλεύανε πολύ, γιά κανέναν δέ λέγανε ποτέ τους καλό λόγο καί βρίσκαν, γιά τόν κα{tένα, νά λένε πάντα κάτι κακό. Μιά φορά, ijq{te στό μαγαζί μιά νεαρή γυναίκα, μέ 9

ροδοκόκκινα μάγουλα κι αστραφτερά μάτια. Φοροίίσε μιά βελουδένια μπέρτα, μέ γιακαδάκι από μαύρη γούνα. Τό πρόσωπό της πρόβαλε, πάνω από τή γούνα, σάν ενα καταπληκτικό λουλούδι. 'Όταν πέταξε από τούς ωμους της τή μπέρτα, στά χέρια τοίί Σάσα, εγινε ακόμα πιό ώραία: τό λυγερό κορμί της σφιγγόταν γερά από ενα σταχτογάλαζο μεταξωτό φόρεμα, στ' αυτιά της στραφταλίζανε διαμάντια - μοίί 1%μιζε τήν Πεντάμορφη Βασίλισσα, κι ημουν βέβαιος, δτι ηταν ή γυναίκα τοίί κυβερνήτη. Τήν ύποδέχτηκαν μέ ιδιαίτερες τιμές, μέ βω'tειές ύποκλίσεις, λές καί βρίσκονταν μπροστά στ' αχραντα μυστήρια, εκστομίζοντας ευγενικά λόγια. Καί οί τρείς κλωi}ογυρνοίίσαν μέσα στό κατάστημα σάν δαιμόνοι. Στά τζάμια τών ντουλαπιών γλιστροίίσαν τά ειδωλά τους κι είχες τήν εντύπωση, πώς δλα, εναν γύρο, πηραν φωτιά, λειώνουν καί δπου νά 'ναι i}ά πάρουν αλλην οψη, αλλη μορφή. 'Όταν δμως εκείνη πηρε κάτι ακριβά παπούτσια κι αναχώρησε, τό αφεντικό χτύπησε τή γλώσσα κι είπε σφυριχτά: -Σ-σκύλα!... -Μέ δυό λόγια, i}εατρίνα! ξεστόμισε, μέ περιφρόνηση, δ επιστάτης. Κι αρχισαν νά λένε δ ενας στόν αλλον ίστορίες γιά τούς ερωμένους της κυρίας καί γιά τά οργιά της. Μετά τό φαγητό, τό αφεντικό επεσε νά κοιμηi}εί aτό καμαράκι, πίσω από τόν πάγκο, ενώ εγώ ανοιξα τό χρυσό ρολόι του κι εχυσα στά γρανάζια του ξύδι. Ένιωσα αγρια χαρά, δταν τόν είδα, μετά τόν υπνο, νά βγαίνει στό μαγαζί μέ τό ρολόι στό χέρι -,roί νά μουρμουρίζει: -Μυστήριο! 'Ίδρωσε, ξαφνικά, τό ρολόι μου! Αυτό δέ μοίί συνέβηκε ποτέ - ϊδρωσε! Μά, μήπως είναι γιά κακό; Παρά τίς αφi}ονες φροντίδες στό μαγαζί καί τή δουλειά, στό σπίτι, ενιωi}α τρομερή πλήξη, καί δλο καί πιό συχνά μοίί περνοίίσε ή σκέψη, νά κάνω κάτι, γιά νά μέ διώξουν από τό μαγαζί. 10

Αν1'tρωποι γεμάτοι χιόνια περνούν βιαστικά μπροστά από τήν πόρτα τού μαγαζιού - φαίνεται κάποιον κηδεύουν, τόν συνοδεύουν ως τά μνήματα, αλλά άργησαν στή μεταφορά καί τώρα βιάζονται νά προφτάσουν τό φέρετρο. Σφίγγονται τ' άλογα, μέ κόπο σκίζουν τό βα1'tύ χιόνι. Στό καμπαναριό της εκκλησιάς, πίσω από τό μαγαζί, χτυπούν κά1'tε μέρα πέν1'tιμα οί καμπάνες. Είναι μεγάλη σαρακοστή. Τά χτυπήματα της καμπάνας πέφτουν στό κεφάλι μου σά μαξιλαριές: δέν πονάς, μά αποβλακώνεσαι καί ξεκουφαίνεσαι απ' αυτό. Μιά μέρα, τήν ωρα πού συγύριζα στήν αυλή, κοντά στήν πόρτα τού μαγαζιού, ενα κιβώτιο μέ πραμάτεια, πού μόλις ειχαμε παραλάβει, μέ ζύγωσε Ο φύλακας της εκκλησιάς, ενας στραβοκάνης γεροντάκος, πλαδαρός, σά νά 'ταν καμωμένος από πατσαβούρες, αναμαλλιάρης καί κουρελης, λές καί τόν ξεσκίσανε τά σκυλιά. -Θά μπορούσες, αν1'tρωπάκι τού Θεού, νά κλέψεις γιά μένα ενα ζευγάρι γαλότσες; Τί λές; πρότεινε Ο γέρος. Έγώ δέ μίλησα, γιά κάμποση ωρα. Έκείνος κά1'tησε πάνω στό άδειο κιβώτιο, χασμουρή{}ηκε κι εκανε σταυρό πάνω στό στόμα του. Κι επειτα πάλι: -Θά κλέψεις, ε; -Δέν επιτρέπεται ή κλεψιά, τού ανακοίνωσα. -Κι Όμως, κλέβουν. Σεβάσου τά γερατειά! Έκείνος δέν εμοιαζε μέ τούς αν1'tρώπους, ανάμεσα στούς οποίους ζούσα, κι αυτό μού ηταν ευχάριστο. Ένιω1'tα, πώς ηταν σίγουρος έκατό τά έκατό γιά τήν προ1'tυμία μου νά κλέψω, καί συμφώνησα νά τού πετάξω τίς γαλότσες από τόν φεγγίτη τού παρα1'tυριου: -Έντάξει, λοιπόν, είπε ηρεμα, χωρίς νά δείχνει χαρά. Δέ μέ γελάς; Α ντε, άντε, τό βλέπω, δέ 1'tά μέ γελάσεις... Eκατσε κάπου ενα λεπτό αμίλητος, κα1'tαρίζοντας τό βρώμικο χιόνι μέ τή σόλα της μπότας του, επειτα άναψε τήν πήλινη πίπα του καί ξαφνικά μέ τρόμαξε: -Κι άν σέ γελάσω εγώ; Aν πάρω αυτές τίς γαλότσες, τίς πάω ισα στ' αφεντικό σου καί τού πω, πώς μού τίς πούλησες γιά μισό ρούβλι; Τότε, τί γίνεται, ε; Ή 11

τιμή τους είναι πάνω από δυό ρούβλια, καί τά 'δωσες στή μισή! Γιά καραμέλες νά πούμε, ε; Τόν κοίταξα γιά λίγο, σά νά 'κανε κιόλας αύτό πού είπε, ενώ εκείνος εξακολουδούσε νά λέει, σιγανά, ρουδουνιστά, κοιτώντας τή μπότα του καί ξεφυσώντας γαλάζιο καπνό. -"Αν αποδειχτεί, λόγου χάρη, πώς τ' αφεντικό αιjtό μέ δασκάλεψε: πήγαινε νά δοκιμάσεις τόν μικρό μου κατά πόσο είναι κλέφτης; Τί δά γίνει τότε; -Δέν σού δίνω γαλότσες, ειπα δυμωμένα. -Τώρα πιά δέν κάνει νά μή δώκεις, αφού τό ύπoσχέ{tηκες! Μέ πηρε από τό χέρι, μέ τράβηξε κοντά του, χτυπώντας μέ τό κρύο δάχτυλό του τό κούτελό μου, καί συνέχισε νωδρά: -Πώς, λοιπόν, εσύ, αμέσως, χωρίς νά τό βασανίσεις καδόλου τό πράγμα, λές: νά, πάρε; -Μά σύ μόνος σου τό ζήτησες. -Πολλά μπορώ νά σού ζητήσω! Μπορώ νά σέ παρακαλέσω νά ληστέψεις τήν εκκλησιά. 'Εσύ τί λές, δά τή ληστέψεις; Μήπως μπορείς νά εχεις εμπιστοσύνη στόν ανδρωπο; Αχ, εσύ κουτούτσικε... Καί σηκώ{tηκε, σπρώχνοντάς με. -Δέ μού χρειάζονται εμένα κλεμμένες γαλότσες, δέν είμαι κύριος, γαλότσες δέ φοράω. Άστεία σού τό 'κανα... Καί γιά τήν αγαδοσύνη σου, δταν δά 'ρδει τό Πάσχα, δά σ' αφήσω στό καμπαναριό, νά χτυπήσεις τίς καμπάνες, καί νά δείς καί τήν πόλη... -Τήν πόλη τήν ξέρω. -Άπό τό καμπαναριό είναι πιό ώραία... Χώνοντας τίς μύτες τών παπουτσιών.όυ φ.ό.χιόνι, ό γεροντάκος ξεμάκρυνε αργά καί χά{tηκε πίοώ από τή γωνιά της εκκλησίας, ενώ εγώ παρακολουδώντας τον από πίσω, σκεφτόμουν δλιμμένος κι εντρομος: νά αστειεί,τηκε, πραγματικά, τό γεροντάκι η.υςι τόν εβαλε τ' αφεντικό νά μέ δοκιμάσει; Μού εφερνε δέος ή ιδέα του μαγαζιού. Δέν ηδελα νά πάω. Κείνη τή στιγμή, πήδηξε στήν αύλή δ Σάσα κι εβαλε 12

τίς φωνές: -που στό διάολο τριγυρνάς! 'Εγώ τόν ξάμωσα μέ τή ντανάλια, φρενιάζοντας ξαφνικά. ΥΗξερα, πώς αυτός κι ό επιστάτης κλέβουν τ' άφεντικό. Είχαν κρύψει ενα ζευγάρι μποτίνια η παπούτσια στόν σωλήνα της σόμπας, επειτα, φεύγοντας άπό τό μαγαζί, τά εκρυψαν στά μανίκια τών πανωφοριών τους. Αυτό δέ μ ' αρεσε καί μέ τρόμαξε {}υμή{}ηκα τήν άπειλή του άφεντικου. -Κλέβεις; ρώτησα τόν Σάσα. _ΥΟχι εγώ, μά ό επιστάτης, μου εξήγησε αυστηρά, εγώ τόν βοη{}άω μόνο. Μου λέει, κάνε μου τή χάρη. 'Εγώ πρέπει νά ύπακούσω, διαφορετικά {}ά μου σκαρώσει καμιά βρωμοδουλειά. Τ' άφεντικό! Είναι κι αυτό χτεσι νός ύπάλληλος, Όλα τά καταλαβαίνει. 'Εσύ κράτα τό στόμα σου! Τήν ωρα πού μου τά 'λεγε, κοίταγε στόν κα{}ρέφτη κι εσιαζε τή γραβάτα του, μέ τίς ιδιες εκείνες κινήσεις καί μέ τόν ιδιαίτερο κείνο τρόπο πού ανοιγε τά δάχτυλά του ό επιστάτης. Ό Σάσα προσπα{}ουσε άκούραστα νά μου δείξει τήν άνωτερότητά του καί τήν εξουσία του άπάνω μου... Μέ μάλωνε μέ μπάσα φωνή κι Όταν μέ πρόσταζε, απλωνε τό χέρι μπροστά του, μέ μιάν άποκρουστική χειρονομία. 'Ήμουν ψηλότερος καί δυνατότερος άπό κείνον, άλλά κοκκαλιάρης καί άπεριποίητος, ενώ εκείνος ηταν παχούτσικος, άπαλός καί λαδωμένος. Ντυμένος τή ρεδιγκότα καί τό παντελόνι, πάνω άπό τίς μπότες, μου φαινόταν σπουδαίος καί σοβαρός, μά ύπηρχε σ' Όλα αυτά κάτι τό δυσάρεστο, τό γελοίο. Μισουσε τή μαγείρισσα, μιά γυναίκα παράξενη, πού δέ μπορουσες νά καταλάβεις, αν είναι καλή η κακή. -Περισσότερο άπ' Όλα, στόν κόσμο, άγαπώ τούς καυγάδες, ελεγε εκείνη, άνοίγοντας πλατιά τά μαυρα μάτια της. Δέ μ' ενδιαφέρει τί καυγάς είναι, αν, δηλαδή, μαλώνουν κοκόρια, αν τρώγονται σκυλιά η αν τσακώνονται αντρες. Γιά μένα τό ίδιο κάνει! Κι Όταν στήν αυλή, χτυπιουνταν κοκόρια η περιστέρια, εκείνη αφηνε τή δουλειά της καί παρακολου{}ουσε 13

τόν καυγά, ως τό τέλος, από τό παρά1'tυρο, κουφή καί βουβή. Τά βράδια, ελεγε σέ μένα καί στόν Σάσα: -Τί κά1'tεστε τζάμπα, παιδιά, καλύτερα νά χτύπη- 1'tείτε λιγάκι! 'Ο Σάσα 1'tυμώνει: -Έγώ δέν είμαι παιδάκι, μά δεύτερος ύπάλληλος, χαμένη! -Αυτό δμως δέν τό βλέπω. Γιά μένα, αφού δέν είσαι παντρεμένος, είσαι παιδάκι, μωρό! -'Ανόητη, ζουρλοπαντιέρα... -'Ο δαίμονας είναι εξυπνος, μά δ 1'tεός δέν τόν αγαπα. Οί παροιμίες της νευρίαζαν πολύ τόν Σάσα, εκείνος τήν κορόϊδευε, ενώ εκείνη τόν λοξοκοίταζε περιφρονητικά κι ελεγε: -Άχ, κατσαρίδα, λά1'tος τού 1'tεού! Πολλές φορές, δ Σάσα προσπα1'tούσε νά μέ πείσει, νά πασαλείψουμε τό μούτρο της, τήν ωρα πού 1'tά κοιμόταν, μέ ασβέστη η μέ καπνιά, νά χώσουμε στό μαξιλάρι της καρφίτσες η νά της σκαρώσουμε κάποιο άλλο χνέρι, γιά νά «γελάσουμε». Μά εγώ φοβόμουνα τή μαγείρισσα, κι επειτα, κοιμότανε πολύ ελαφριά. Συχνά ξυπνούσε τή νύχτα. Ξυπνάει, ανάβει τή λάμπα καί κά1'tεται στό κρεβάτι, στηλώνοντας τή ματιά της κάπου, στή γωνιά. Κάποτε, ερχόταν σέ μένα, πού πλάγιαζα πίσω από τή σόμπα. Μέ ξυπνούσε καί παρακαλούσε, μέ βραχνή. φωνή : -Δέ μπορώ νά κο ιμη1'tώ, Λεξέικα, κάτι μέ φοβίζει, μίλα μου! Κάτι της εξιστορούσα, μέσα στόν ϋπνο μου, εκείνη κα1'tόταν αμίλητη καί κουνιόταν πέρα-δώ1'tε. Είχα τήν εντύπωση, πώς τό ζεστό κορμί της μύριζε κερί καί λιβάνι καί πώς γρήγορα 1'tά πε1'tάνει. Μπορεί, μάλιστα, καί τώρα δά ετσι, κα1'tώς κά1'tεται, νά πέσει μέ τό κεφάλι στό πάτωμα καί νά τά κακαρώσει. 'Από τόν φόβο μου, άρχιζα νά μιλάω δυνατά, μά κείνη μέ σταματούσε: -Σσ! Γιατί 1'tά ξυπνήσουν οί κερατάδες καί 1'tά πούν μέσα τους, πώς είσαι αγαπητικός μου... 14

Κα-σ-όταν πάντα κοντά μου, μέ τήν 'ίδια στάση : σκυφτή, μέ τίς παλάμες ανάμεσα στά σκέλια, νά τίς σφίγγει μέ τά μυτερά κόκκαλα τών ποδιών της. Στή-σ-ια δέν εχει. Μέσα, μάλιστα, από τό χοντρό ύφάδι της λινης πουκαμίσας της ξεχωρίζουν τά πλευρά της, σά σανίδες ξερού βαρελιού. Κά-σ-εται πολλήν ωρα βουβή καί ξαφνικά ψι-σ-υρίζει: -Νά πέ-σ-αινα τουλάχιστο! Τί ειν' αυτή ή στεναχώρια... H ρωτάει κάποιον: -Νά, εζησα ως τώρα. Κι επειτα; -Κοιμήσου! ελεγε καί μ' εκοβε στή μέση της κουβέντας. Ξεδιπλωνόταν, επειτα, κι ό σταχτύς ίσκιος της χανότανε, α-σ-όρυβα, στό σκοτάδι της κουζίνας. Μάγισσα τήν ελεγε δ Σάσα, δταν έκείνη ελειπε. Έγώ τού πρότεινα: -Αυτό νά τό πείς μπροστά της! -Νομίζεις Μ φοβη-σ-ω; Μά τήν 'ίδια στιγμή συνοφρυώ-σ-ηκε λέγοντας: -Όχι, μπροστά της δέ -σ-ά τό πω! Μπορεί, στ' αλή-σ-εια, νά 'ναι μάγισσα. Κα-σ-ώς εβλεπε περιφρονητικά κι οργισμένα τούς πάντες καί τά πάντα γύρω της, δέν εκανε κα-σ-όλου σκόντο καί σέ μένα: μέ τραβάει από τό πόδι στίς εξι τό πρωί καί φωνάζει: -Κουνήσου, έπιτέλους! Φέρε ξύλα! Βάλε τό σαμοβάρι! Κα-σ-άρισε πατάτες!... Ξυπνάει ό Σάσα καί γκρινιάζει: -Τί ουρλιάζεις; Θά τό πω στ' αφεντικό, δέν μας αφήνεις νά κοιμη-σ-ούμε. Μετακινώντας γρήγορα τά ξερά κόκκαλά της, μέσα στό μαγερειό, ερριχνε αστραπές πρός τό μέρος του, μέ τ' αρρωστιάρικα, από τήν αγρύπνια, μάτια της. -ου, λά-σ-ος τού -σ-εου! Ά ν ησουν παραπαίδι μου, -σ-ά σέ κανόνιζα έγώ! -Καταραμένη, εβριζε δ Σάσα καί στόν δρόμο γιά τό μαγαζί, μου ελεγε: Πρέπει κάτι νά κάνουμε γιά νά τή διώξουνε. Πρέπει νά ρίξουμε, κρυφά, άλάτι σ' δλα τά 15

φαγητά. Αν δλα τά φαγητά της είναι άρμυρά, {tά τή διώξουν. Άκόμα καί πετρέλαιο! Τί χάσκεις; -Καί σύ ; 'Εκείνος, ξεφυσούσε {tυμωμένα: -Δειλέ! Ή μαγείρισσα πέ{tανε μπροστά στά μάτια μας: εσκυψε, γιά νά σηκώσει τό σαμοβάρι, καί ξαφνικά κά{tησε στό πάτωμα, σά νά τήν εσπρωξε κάποιος, από τό στή{tος. 'Έπειτα, εγειρε, δίχως μιλιά, στό πλάι, τεντώνοντας τά χέρια μπροστά, ένω από τό στόμα της άρχισε νά τρέχει αίμα. Καί οί δυό μας, τήν ϊδια στιγμή, καταλάβαμε πώς πέ{tανε, αλαλιασμένοι, δμως, από τόν φόβο, τήν κοιτούσαμε πολλήν ωρα, χωρίς νά 'χουμε τή δύναμη νά πούμε κουβέντα. Τελικά, ό Σάσα βγήκε, σά σφαίρα, από τό μαγερειό, καί γώ, μήν ξέροντας τί νά κάνω, κόλλησα στό παρά{tυρο, στό φως. Ήρ{tε τ' αφεντικό, ανακουρκούδιασε, ανήσυχος, δίπλα της, άγγιξε τό πρόσωπο τής μαγείρισσας μέ τό δάχτυλό του καί είπε: -Πραγματικά, πέ{tανε. Τί είν' αυτό! Κι άρχισε νά κάνει τόν σταυρό του, στή γωνιά, μπροστά στή μικρή εικονίτσα τού V Αη-Νικόλα τού Θαυματουργού, κι αφού τέλειωσε τήν προσευχή του, παράγγειλε, βγαίνοντας στήν αυλή : -Κασίριν, τρέχα νά ειδοποιήσεις τήν αστυνομία! Ήρ{tε δ αστυνομικός, κλω{tογύρισε, πήρε τό μπαξίσι του κι εφυγε. Έπειτα, ξαναφάνηκε, μαζί δμως μ' εναν άμαξα. Πιάσανε τή μαγείρισσα από τά πόδια καί τό κεφάλι καί τή βγάλανε εξω, στόν δρόμο. Ή κυρά ερριξε μιά ματιά στό χαγιάτι καί μέ πρόσταξε: -Πλύνε τό πάτωμα! Καί τό αφεντικό ιοιπε: -Καλά πού πέ-ιtανε βράδι... Δέν κατάλαβα γιατί αυτό τό ({καλά». 'Όταν πέσαμε νά κοιμη{tούμε, δ Σάσα μού είπε πολύ φοβισμένα: -Μή σβήνεις τή λάμπα! -Φοβασαι; Σκέπασε τό κεφάλι του μέ τήν κουβέρτα κι εμεινε 16

πολλήν ωρα, χωρίς νά βγάλει τσιμουδιά. Ή νύχτα ηταν ησυχη, σάν κάτι ν' αφουγγραζόταν, σά νά περίμενε κάτι, καί μένα μού φαινόταν πώς σέ λίγο, δπου καί νά 'ναι, κάποιος itά χτυπήσει τίς καμπάνες κι δλοι, στήν πόλη, it' αρχίζουν νά τρέχουν, νά φωνάζουν, μέσα σέ μιά τρομερή χλαλοή τρόμου. Ό Σάσα εβγαλε από τήν κουβέρτα τή μύτη του καί πρότεινε, σιγανά: - Eλα νά ξαπλώσουμε στό πατάρι, πλάι-πλάι. -Ζέστη κάνει στό πατάρι. αγστερα από σύντομη σιωπή, ό Σάσα ειπε: -ΕΙδες πώς, μέ μιας, ε;... Αυτό itά πεί μάγισσα... Δέ μπορώ νά κοιμηitώ... -Κι εγώ δέ μπορώ. Ό Σάσα αρχισε νά μού μιλάει γιά τούς βρυκόλακες, πώς βγαίνουν από τά μνήματα, τριγυρίζουν τά μεσάνυχτα στήν πόλη, καί ψάχνουν νά βρούν πού ζούσανε καί πού εμεναν οί συγγενείς τους. -Οί νεκροί itυμούνται μόνο τήν πόλη, ειπε σιγανά, μά τούς δρόμους καί τά σπίτια δέν τά itυμoύνται πιά... Σιγά-σιγά, δλα γίνονταν πιό ησυχα καί τό σκοτάδι πιό πυκνό. Ό Σάσα ανασήκωσε τό κεφάλι καί ρώτησε: -Θέλεις νά δούμε τό σεντούκι μου ; 'Από καιρό ηitελα πολύ νά μάitω τί κρύβει στό σεντούκι. Τό κλείδωνε μέ μιά κλειδωνιά κρεμαστή καί τό ανοιγε πάντα μέ κάτι ιδιαίτερες προφυλάξεις, κι αν δοκίμαζα νά ρίξω μιά ματιά μέσα, εκείνος ρωτούσε απότομα: -Τί itέλεις; Άντε! 'Όταν συμφώνησα, κά{}ησε στό κρεβάτι, χωρίς νά κατεβάσει τά πόδια του στό πάτωμα, καί, μ' εναν επιταχτικό τόνο, μέ πρόσταξε νά βάλω τό σεντούκι πάνω στό κρεβάτι, κοντά στά πόδια του. Τό κλειδί κρεμόtαν στόν λαιμό του μαζί μέ τό σταυρό. 'Αφού ερριξε μερικές ματιές στίς σκοτεινές γωνιές τού μαγερειού, πήρε σπουδαίο ϋφος κι εσμιξε τά φρύδια, ανοιξε τό λουκέτο, φύσηξε τό καπάκι τού σεντουκιού, σά νά ζεματούσε καί, τελικά, τό ανασήκωσε κι εβγαλε μερικά ασπρόρρουχα. 17

Τό σεντούκι ηταν, ως τή μέση, γεματο μέ κουτάκια φαρμακείου, μέ ρολά πολύχρωμο χαρτί, μέ πακέτα τσαγιού, μέ σαρδελοκούτια καί κουτιά, πού είχαν μέσα ενέσεις. -Τί είναι αυτά; -Τώρα {}ά δείς... Eπιασε τό σεντούκι μέ τά πόδια κι εσκυψε πάνω του, τραγουδώντας σιγανά: -Στόν βασιλια. τών ουρανών... Περίμενα νά δώ παιχνίδια: δέν είχα ποτέ μου παιχνίδια καί τά εβλεπα μέ φαινομενική περιφρόνηση, μά σχι χωρίς ζήλεια γι αυτόν πού τά είχε. Μού αρεσε πολύ, πού δ Σάσα, ό τόσο σπουδαίος, εχει παιχνίδια. Τά εκρυβε, βέβαια, ντροπαλά, μά εγώ τήν καταλάβαινα αυτή τήν ντροπή. Άπό τό πρώτο χαρτοκούτι πού ανοιξε, εβγαλε εναν σκελετό γυαλιών, τόν εβαλε στά μάτια καί μού είπε, μέ αυστηρό βλέμμα: -Δέν εχει καμιά σημασία, πού δέν εχει γυαλιά, τά ματογυάλια αυτά ετσι είναι! -Δώσε μου νά δώ καί γώ! -Δέν είναι γιά τά μάτια σου. Είναι γιά τά μαύρα μάτια, ενώ τά δικά σου είναι κάπως γαλανά, μού εξήγησε καί ρέκαξε σάν όφεντικό. Άμέσως, δμως, κοίταξε τρομαγμένα δλο τό μαγερειό. Μέσα σ' ενα κουτί όπό βερνίκι είχε πολλά καί διάφορα κουμπιά. Μού εξήγησε μέ καμάρι: -'Όλ' αυτά, τά μάζεψα όπό τόν δρόμο! Μόνος! Τριανταεφτά κομμάτια!... Στό τρίτο κουτί, ύπηρχαν μεγάλες χάλκινες καρφίτσες, μαζεμένες κι αυτές από τόν δρόμο, επειτα σόλες παπουτσιών (φαγωμένες, σπασμένες κι όλόκληρες), κορδόνια από μποτίνια καί παπούτσια, ενα χάλκινο χερούλι πόρτας, μιά σπασμένη κοκκάλινη λαβή όμπρέλας, μιά χτένα γιά γυναικεία μαλλιά, ενας «'Ονειροκρίτης καί Μαντεία» καί πολλά άλλα πράγματα της ιδιας όξίας. 'Εκεί πού εψαχνα εγώ κουρέλία καί κόκκαλα, εύκολα μπορούσα νά μαζέψω τέτοια σαβούρα, μέσα σ' ενα μηνα, δέκα φορές περισσότερη. Τά πράγματα τού Σάσα μού 18

φέρανε ενα αισ{tημα απογοήτευσης, αμηχανίας καί καταftλιπτικής συμπόνιας γι' αύτόν. Κι δμως, κοιτούσε τό κάftε κομμάτι μέ προσοχή, τό χάιδευε μ' αγάπη, μέ τά δάχτυλα, τά χοντρά του χείλια άνοιγαν σ' ενα σπουδαίο ϋφος, τά φουσκωτά μάτια του κοιτούσαν μέ στοργή καί φροντίδα, μά τά γυαλιά κάναν τό παιδικό του πρόσωπο γελοίο. -Τί τά ftέλεις δλα αύτά; τού κάνω. Μού 'ριξε μιά γοργή ματιά, μέσα από τόν σκελετό τών γυαλιών καί ρώτησε μέ σπ σμένη, ψιλή φωνή: -Θέλεις νά σού χαρίσω κάτι; -Όχι, δέ χρειάζεται... Πικραμένος, φαίνεται, όπό τήν άρνησή μου καί από τή λίγη προσοχή πού εδωσα στά πλούτη του, κάμποση ωρα εμεινε βουβός, κι επειτα πρότεινε ησυχα-ησυχα: -Πάρε τήν πετσέτα νά τά καftαρίσουμε, γιατί δλα γέμισαν σκόνη... Οταν τά πράγματα ξεσκονίστηκαν καί ταχτoπoιή{tηκαν στό σεντούκι, ό Σάσα τεντώ{tηκε στό κρεβάτι καί γύρισε κατά τόν τοίχο. Ή βροχή επεφτε, στάζανε οι αστρέχες, ό αγέρας χτυπούσε στά τζάμια. Χωρίς νά γυρίσει κατά μένα, ό Σάσα είπε: -Περίμενε, δταν στεγνώσει ό κήπος, ftά σού δείξω κάτι, πού ftά τρίβεις τά μάτια σου! 'Εγώ δέν είπα τίποτα κι επεσα νά κοιμηftώ. Δέν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα καί, ξαφνικά, πετάχτηκε απάνω. ν Αρχισε νά γρατσουνάει τόν τοίχο καί νά λέει μέ σπαραγμό: -Φοβάμαι... Θεέ μου, φοβάμαι! Κύριε ελέησον! Τί τ " ειναι αυτο; Τότε, τρόμαξα κι εγώ, κόπηκαν τά ηπατά μου: μού φάνηκε, πώς εξω από τό παράftυρο στέκεται, μέ τίς πλάτες γυρισμένες κατά μένα, ή μαγείρισσα, σκύβει τό κεφάλι, ακουμπάει τό μέτωπο στό τζάμι, δπως στεκόταν ζωντανή, καί παρακολουftούσε τή μάχη τών κοκοριών. Ό Σάσα εκλαιγε μέ φωνές, γρατσουνώντας τόν τοίχο καί χτυπώντας τά πόδια του. Πέρασα μέ δυσκολία, σά νά πατούσα σ' αναμμένα κάρβουνα, τό μαγερειό, χωρίς 19

νά κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, καί ξάπλωσα κοντά του. Κλάψαμε, σκούξαμε, κουραστήκαμε κι αποκοιμη{}ήκαμε. Μερικές μέρες αργότερα, ηταν κάποια γιορτή, πουλήσαμε ως τό μεσημέρι, γευματίσαμε στό σπίτι, κι δταν τ' αφεντικά επεσαν, μετά τό φαγητό, νά κοιμη-&ούν, ό Σάσα μού είπε, μέ υφος συνωμοτικό: -Πάμε! Τό μάντεψα, πώς τώρα -&ά δώ ενα πράγμα, πού.\tά μέ κάνει νά τρίβω τά μάτια μου. Βγήκαμε στόν κηπο. Σέ μιά στενή λουρίδα γης, ανάμεσα σέ δυό σπίτια, υπηρχαν καμιά δεκαπενταριά φλαμουριές. Οί χοντροί κορμοί τους ηταν σκεπασμένοι από ενα παχύ στρώμα λειχηνες. Τά μαύρα, γυμνά κλαδιά τους πρόβαλλαν νεκρωμένα. Καί καμιά φωλιά κόρακα ανάμεσά τους. Δέντρα σάν ταφόπετρες στό νεκροταφείο. Έξω από τίς φλαμουριές αυτές, τίποτε αλλο δέν υπηρχε στόν κηπο. Μήτε -&άμνος, μήτε χόρτο. Ή γη στούς διαδρόμους ηταν πατημένη καί μαύρη, σάν τόν πάτο τού καζανιού. Κάπου-κάπου, ανάμεσα από τά σκούρα, περσινά φύλλα, φαίνονταν μερικά άλωνάκια. Είναι κι αυτά σκεπασμένα μέ μούχλα, σάν τό στάσιμο νερό. Ό Σάσα πέρασε από τή γωνιά, πού σχηματίζει ό φράχτης μέ τόν δρόμο, σταμάτησε κάτω από μιά φλαμουριά καί, γουρλώνοντας τά μάτια, κοίταξε στά -&ολά τζάμια τού γειτονικού σπιτιού. Έκατσε ανακούρκουδα, παραμέρισε, μέ τά χέρια, ενα σωρό από φύλλα, φάνηκε μιά χοντρή ρίζα καί κοντά της δυό τούβλα, χωμένα βα-&ιά στή γη. Τά σήκωσε. 'Από κάτω τους φάνηκε ενα κομμάτι λαμαρίνα, κάτω από τή λαμαρίνα υπηρχε ενα τετράγωνο σανιδάκι. Τελικά, ανοιξε μπροστά μου μιά μεγάλη τρύπα, πού χανόταν κάτω από τή ρίζα. Ό Σάσα αναψε ενα σπίρτο, επειτα ενα κομμάτι κερί, τ6 'χωσε στήν τρύπα καί μού λέει: -Κοίτα! Μόνο μή φοβάσαι... Ό ίδιος μού φάνηκε πώς φοβόταν: τό κερί στά χέρια του ετρεμε, χλώμιασε, κρέμασε τά χείλια, τά μάτια του 20

ύγρά1'tηκαν καί, σιγά-σιγά, εβαλε τό έλεύ1'tερο χέρι του στή ράχη. Ό φόβος του μεταδό{tηκε καί σέ μένα. Πολύ δυσταχτικά ερριξα μιά λοξή ματιά μέσα στόν λάκκο πού ανοιγε κάτω από τή. ρίζα, - ή ρίζα ηταν ό {}όλος της σπηλιας. Στό βά1'tος της, ό Σάσα άναψε τρία φωτα, πού γέμισαν τή σπηλιά μ' ενα γαλάζιο φως. Ήταν αρκετά πλατειά, μ' ενα βά1'tος Όσο ένός κουβα. Γύρω-γύρω τά τοιχώματά της ηταν σκεπασμένα μέ κομμάτια από χρωματιστά γυαλιά, καί δοχεία τσαγιού. Στή μέση, ψηλότερα από τόν πάτο, βρισκόταν, σκεπασμένο μ' ενα κομμάτι κόκκινο πανί, ενα μικρό φέρετρο, σφραγισμένο μέ φύλλα από μολύβι. Τό φέρετρο ηταν ως τή μέση σκεπασμένο μ' ενα κουρέλι, πού εμοιαζε μέ δαμασκηνόφλουδα. Κάτω από τή φλούδα ξεπρόβαλλαν κάτι γκρίζα πόδια πουλιού καί τό κεφαλάκι ένός σπουργιτιού, μέ τό ραμφί του. Πίσω από τήν κάσα στεκόταν ενα αναλόγιο, πάνω του ηταν ενας σταυρός καί γύρω από τό αναλόγιο καίγανε τρία κεριά κολλημένα σέ κηροπήγια, τυλιγμένα μ' ασημένιο καί χρυσό χαρτί από καραμέλλες. Οί γλωσσες της φλόγας των κεριων εγερναν πρός τό ανοιγμα της σπηλιάς. Μέσα εκεί λάμπανε, 1'tαμπά, πολύχρωμες σπί1'tες, καί λεκέδες. Μιά μυρωδιά κεριού, ζεστης σαπίλας καί γης, μέ χτύπησε στό πρόσωπο. Στά μάτια μου ξεχυνόταν κι επαιζε ενα κομματιασμένο ουράνιο τόξο. 'Όλα αυτά μού προκάλεσαν δυσάρεστη εκπληξη κι επνιξαν τόν φόβο μου. -Ώραία; ρώτησε ό Σάσα. -Τί είναι αυτό; -Παρεκκλήσι, εξήγησε ό άλλος. Μοιάζει; -Δέν ξέρω. -Κι δ σπουργίτης είναι ό πε1'tαμένος! Μπορεί ν' άγιάσει, γιατί είναι μάρτυρας, πού βασανίστηκε αδικα. -Τόν βρηκες ψόφιο; -Όχι, μπηκε μέσα στό αχούρι καί γώ τόν σκέπασα μέ τό κασκέτο μου, τόν επιασα καί τόν επνιξα. -Γιά ποιό λόγο; -Έτσι... Μέ κοίταξε πάλι στά μάτια καί ξαναρώτησε: 21

-Ώραία; -Όχι! Τότε, εσκυψε στή σπηλιά, τήν εκλεισε γρήγορα μέ τή σανίδα, τή λαμαρίνα, εμπηξε aτή γη τά τούβλα, σηκώ{}ηκε όρ{tιος καί κα{tάρισε από τά γόνατά του τή λάσπη καί ρώτησε αύστηρά: -Γιατί δέ σ' αρέσει; -Λυπαμαι τόν σπουργίτη. Μέ κοίταξε μέ στηλά μάτια, σάν τυφλός, καί μέ χτύπησε στό στη{tος, φωνάζοντας: -Βλάκα! Άπό τή ζήλεια σου τά λές αύτά! Τί δέ σ' αρέσει; Νομίζεις, πώς εσύ, στόν κηπο, στήν όδό Κανάτναγια, τά κατάφερες καλύτερα; Θυμή{}ηκα τό περίπτερό μου, κι εlπα μέ σιγουριά: -Καί βέβαια καλύτερα! Ό Σάσα πέταξε από τίς πλάτες του τήν πατατούκα του, ανασκουμπώ{}ηκε, εφτυσε τίς παλάμες του καί πρότεινε: -Άφού ElvaL ετσι, αντε νά χτυπη{tούμε! Γιά καυγά δέν Elxa όρεξη, ημουν πνιγμένος &πό μιάν αγκούσα, πού σέ παραλύει, δέ μου ηταν ευκολο νά βλέπω τό αγριεμένο πρόσωπο του ξάδελφού μου. 'Όρμησε απάνω μου, μέ χτύπησε μέ τό κεφάλι στό στη{tος, μ' ερριξε κάτω, μέ καβάλλησε κι αρχισε νά φωνάζει: -Θέλεις νά ζείς η νά πε{tάνεις; Μά ημουνα πιό δυνατός από κείνον κι είχα {tυμώσει πάρα πολύ. Σ' ενα λεφτό βρέ{}ηκε από κάτω, μπρουμυτισμένος, νά κρατα τό κεφάλι μέ τά χέρια καί νά σφαδάζει. Τρόμαξα. Προσπά{tησα νά τόν σηκώσω, μά κείνος αντιστεκόταν χέρια καί πόδια, κι αύτό μεγάλωνε τόν φόβο μου. Τραβήχτηκα στήν ακρη, χωρίς νά ξέρω τί νά κάνω. Στό μεταξύ, εκείνος ανασήκωσε τό κεφάλι κι είπε: -Τί νομίζεις:νίκησες; Νά, {tά κυλιέμαι ετσι, ωσπου νά μέ δούν τ' αφεντικά, καί τότε {tά τούς πω τά παράπονά μου γιά σένα καί {tά σέ διώξουν! Έβριζε καί φοβέριζε. Τά λόγια του μού δίνανε στά νεύρα, πετάχτηκα στή σπηλιά, εβγαλα τίς πέτρες, πέταξα 22

τήν κάσα μέ τό σπουργίτι πάνω από τόν φράχτη, στόν δρόμο, τά ξήλωσα Όλα, μέσα στή σπηλιά, κι επειτα τήν ισοπέδωσα μέ τά πόδια μου. -Νά, τό παρεκκλήσι σου, τό είδες; 'Ο Σάσα αντέδρασε στό αφηνίασμά μου παράξενα. Κα&ισμένος στή γη, μέ τό στόμα μισάνοιχτο καί τά φρύδια σουφρωμένα, μέ παρακολου{}ουσε, χωρίς νά βγάνει τσιμουδιά, κι Όταν τέλειωσα, σηκώ{}ηκε αργάαργά, τινάχτηκε, ερριξε τήν πατατούκα του στούς ώμους καί μου σφύριξε μέ μανία: -Τώρα {}ά δείς τί {}ά γίνει, περίμενε λιγάκι! 'Όλα αυτά τά 'κανα επίτηδες γιά σένα, είναι μάγια! Μπηκες;... Σωριάστηκα στή γη, τσακισμένος από τά λόγια του. 'Ένα σύγκρυο γέμισε τά σω{}ικά μου. 'Εκείνος εφυγε χωρίς νά γυρίσει κα{}όλου νά μέ δεί. Μέ τσάκιζε, ακόμα πιό πολύ, μέ κείνη τήν ήρεμία του., Αποφάσισα, τήν αλλη κιόλας μέρα νά φύγω από τήν πόλη, aπό τό αφεντικό, από τόν Σάσα καί τά μάγια του, απ' Όλη τούτη τή βαρετή, τή δίχως νόημα ζωή. Τήν αλλη μέρα, ή νέα μαγείρισσα μέ ξύπνησε μέ τίς φωνές της: -Θεούλη μου! Τί φάτσα είναι αυτή ή δική σου! «. Aρχι αν τά μάγια», σκέφτηκα συντριμμένος. Μά ή μαγείρισσα εβαλε τόσο δυνατά γέλια καί χάχανα, πού κι εγώ χαμογέλασα, α{}ελά μου, καί κοίταξα στόν κα{}ρέφτη της: τό πρόσωπό μου ηταν πασαλειμμένο, γιά καλά, μέ καπνιά: -'Ο Σάσα τό 'κανε; -Όχι, εγώ, φώναξε κοροϊδευτικά ή μαγείρισσα. Αρχισα νά κα{}αρίζω τά παπούτσια, εχωσα τό χέρι μου σ' ενα μποτίνι καί τό τράβηξα πίσω, σά νά μέ δάγκωσε κάτι: στό δάχτυλό μου είχε καρφω{}εί μιά καρφίτσα. "Αυτά είναι τά μάγια!» Σ' Όλα τά παπούτσια ύπηρχαν καρφίτσες καί βελόνες, βαλμένες μέ τόση τέχνη, πού καρφώνονταν Όλες στήν παλάμη μου. U Αρπαξα τότε μιά καρδάρα μέ κρύο νερό καί τήν αδειασα μέ μεγάλη ευχαρίστηση, στό 23

κεφάλι τού μάγου, πού δέν είχε ακόμα ξυπνήσει η πού καμωνόταν πώς κοιμάται. 'Ωστόσο, ενιωitα άσχημα: δλο ερχόταν μπροστά στά μάτια μου ή κάσα μέ τόν σπουργίτη, τά σταχτιά ζαρωμένα πόδια καί ή κέρινη μύτη του, πού ξέβγαινε πρός τά πάνω, παραπονεμένα, καί γύρω μου στριφογύριζαν αδιάκοπα κάτι πολύχρωμες σπίitες, λές καί ηitελε νά προβάλλει τό ουράνιο τόξο καί δέ μπορούσε. Τό κιβούρι μεγάλωνε, τά νύχια τού πουλιού μάκραιναν, τανύζονταν πρός τά πάνω κι ετρεμαν ζωντανεμένα. Πήρα τήν απόφαση νά τό σκάσω τήν ίδια μέρα, μόλις itά βράδιαζε. Μά τό μεσημέρι, ζεσταίνοντας, στή γκαζιέρα, τή χύτρα μέ τή λαχανόσουπα, μετάνοιωσα. Τήν εβρασα, καί δταν άρχισε νά σβήνει ή φωτιά, ή χύτρα αναποδογυρίστηκε πάνω στά χέρια μου, καί μέ πήγαν στό νοσοκομείο. Θυμάμαι τόν φοβερό εφιάλτη τού νοσοκομείου: Σέ μιά κίτρινη, ακαitόριστη ερημιά, στρυμώχνονταν αλόγιστα κι ουρλιάζανε καί στενάζανε κάτι σταχτιές καί λευκές ανitρώπινες σκιές μέ σάβανα, περπατούσε, μέ δεκανίκια, ενας ψηλός άνitρωπος, μέ φρύδια σάν μουστάκια, σάλευε τή μεγάλη μαύρη γενειάδα του καί μούγγριζε καί σφύριζε: -Θά τό καταγγείλω στόν Πανάγιο! Τά κρεβάτια μού Wμιζαν κιβούρια, οι άρρωστοι, ξαπλωμένοι καitώς ηταν, μέ τίς μύτες πρός τά πάνω, μοιάζανε μέ νεκρά σπουργίτια. Σαλεύανε οί κίτρινοι τοίχοι, λιγούσε σάν πανί βάρκας τό ταβάνι, τό πάτωμα σκαμπανέβαζε, πυκνώνοντας κι αραιώνοντας τίς γραμμές των κρεβατιων. 'Όλα ηταν αβέβαια, φρικαλέα, κι εξω από τά παράitυρα πρόβαλλαν τά κλαδιά των δέντρων σάν κέρατα καί κάποιος τά κουνούσε. Στήν πόρτα χοροπηδούσε ενας κοκκινομάλης αδυνατούτσικος νεκρός, τίναζε μέ τά κοντά χέρια του τό σάβανό του καί τσίριζε: -Δέ μού χρειάζονται τρελοί! 'Ενω δ άνitρωπος μέ τά δεκανίκια ούρλιαζε πάνω από τό κεφάλι μου: 24

-Στόν Πανάγιο {t... ό παππούς, ή γιαγιά κι δλοι οί αν{tρωποι λέγανε πάντα, πώς στό νοσοκομείο πε{tαίνουν τούς άν{tρώπους. Γι' αυτό {tεωρούσα, πώς ή ζωή μου εχει τελειώσει. Μέ ζύγωσε μιά γυναίκα, κι αυτή μέ τό σάβανο, πού φορούσε γυαλιά. Έγραψε κάτι σ' ενα μαύρο σανίδι, πάνω άπό τό μαξιλάρι μου, ή κιμωλία εσπασε καί τά κομματάκια της επεσαν στό κεφάλι μου. -Πώς σέ λένε; -Δέ μέ λένε τίποτα. -Μά δέν εχεις δνομα; -'Όχι. -" Αντε, μήν άνοηταίνεις, γιατί {tά σού τίς βρέξουνε! Καί πρίν τ' άκούσω αυτό ημουν σίγουρος πώς {tά μού τίς βρέξουνε, καί γι' αυτό δέν της άπαντούσα. Έκείνη ρου{tούνισε σάν τή γάτα καί σάν γάτα εφυγε ά{tόρυβα. "Αναψαν δυό λάμπες, τά κίτρινα φώτα τους κρεμάστηκαν κάτω άπό τό ταβάνι, σάν χαμένα μάτια ' κρέμονται κι άνοιγοκλείνουν, προσπα{tούν νά πλησιάσουν τό ενα τό αλλο καί μέ {tαμπώνουν. Ι):άποιος είπε άπό τή γωνιά: -Έλα νά παίξουμε χαρτιά. -Πώς νά παίξω, πού είμαι χωρίς χέρια! -"Α, σού κόψαν τά χέρια! 'Αμέσως σκέφτηκα: «είδες, τού κόψαν τό χέρι, γιατί ό αν{tρωπος επαιζε χαρτιά. Καί τί {tά μέ κάνουν έμένα, πρίν μέ {tανατώσουν;» Τά χέρια μου καίγανε καί μέ σούβλιζαν, λές καί κάποιος εβγαζε τά κόκκαλά τους. Αρχισα νά σιγοκλαίω άπό τόν φόβο μου καί τόν πόνο. Καί γιά νά μή φαίνονται τά δάκρυά μου, εκλεισα τά μάτια, μά τά δάκρυα ά νασηκώναν τά βλέφαρα καί τρέχανε άπό τά κροτάφια μου κι επεφταν στ ' αυτιά μου. Νύχτωσε, δλοι ξάπλωσαν στά κρεβάτια καί κρύφτηκαν κάτω άπό κάτι γκρίζες κουβέρτες. Κά{tε στιγμή πού περνούσε μεγάλωνε ή ήσυχία. Μόνο άπό τή γωνιά είπε κάποιος: -Τίποτα δέ γίνεται. Καί κείνος κά{tαρμα καί κείνη βρώμα... 25

Νά 'γραφα ενα γράμμα στή γιαγιά, νά 'ρ{tεί νά μέ κλέψει από τό νοσοκομείο, δσο είμαι ζωντανός, μά δέ μπορώ νά γράψω. Κι επειτα, μέ τί νά γράψω; Νά δοκιμάσω, μήπως τά καταφέρω νά τό σκάσω από δώ; Ή'νύχτα γινόταν ολο καί πιό νεκρή, λές καί η{tελε νά στρογγυλοκα{tίσει γιά πάντα. Κατέβασα σιγά τά πόδια στό πάτωμα καί τράβηξα γιά τήν πόρτα. 'Ήταν μισάνοιχτη. Στόν διάδρομο, κάτω από μιά λάμπα, ξεχώριζε, πάνω σέ μιά καρέκλα, μιά ασπρομάλλα αναχεντρωμένη κεφαλή, πού ανάδινε καπνό, καί μέ κοιτούσε μέ τίς μαύρες βούλες τών ματιών της. -Ποιός γυρνάει τέτοιαν ωρα; ΥΕλα δώ! Ή φωνή δέν είναι αγρια, ισα-ίσα, είναι ηρεμη. Πλησίασα, κι είδα ενα στρογγυλό πρόσωπο, κεντημένο μέ κοντές τρίχες. Στό κεφάλι ηταν πιό μακρυές καί ξέβγαιναν πρός δλες τίς μεριές καί τό γέμιζαν μέ ασημένιες στραφτοβολιές. Στή ζώνη τού αν{tρώπου κρεμόταν μιά αρμα{tιά κλειδιά. Υ Αν είχε μακρύτερα μαλλιά καί γένεια, {tά εμοιαζε μέ τόν απόστολο Πέτρο. -Έσύ είσαι μέ τά ζεματισμένα χέρια; Γιατί σεργιανάς τή νύχτα; Μέ ποιό νόμο; Ξεφύσηξε στό στή{tος καί στό πρόσωπό μου πολύ καπνό, μ' αγκάλιασε, μέ τό ζεστό του χέρι, από τόν σβέρκο, καί μέ τράβηξε κοντά του. -Φοβάσαι; -Φοβάμαι! -Έδώ, στήν αρχή, ολοι φοβούνται. Μά δέν ύπάρχει λόγος νά φοβάσαι. Καί ιδιαίτερα από μένα. Κανένα δέν κακοκαρδίζω... Θέλεις νά καπνίσεις; Υ Αί, μήν καπνίζεις. Γιά σένα ακόμα είναι νωρίς, περίμενε κάνα δυό χρόνια... Κι δ πατέρας σου, ή μάνα σου, πού είναι; Μάνα - πατέρα δέν εχεις; ΥΕ, δέν πειράζει, καί χωρίς αυτούς {ta. ζήσουμε. Μόνο, σχι φόβο! Κατάλαβες; Καιρό είχα νά δώ αν{tρώπους, πού μπορούν νά μιλάνε άπλά καί φιλικά, μέ λέξεις κατανοητές - μού εκανε άφατη ευχαρίστηση νά τόν ακούω. 'Όταν μέ πήγε στό κρεβάτι μου, παρακάλεσα: -Kά{tησε λιγάκι μαζί μου! 26

-Καλά, συμφώνησε. -Ποιός είσαι; -Έγώ; Στρατιώτης, ό πιό αλη{}ινός στρατιώτης Καυκάσιος. Κaί στόν πόλεμο πηγα, μπορεί νά γίνει κι αλλοιως; Ό στρατιώτης ζεί γιά τόν Πόλεμο. Πολέμησα μέ τούς ουγγαρέζους, τούς Τσερκέζους, τούς Πολωνούς - μέ δσους {}έλεις! Ό πόλεμος, αδελφέ μου, είναι πολύ σκανδαλιάρης! Γιά μιά στιγμή, εκλεισα τά μάτια, μά, δταν τ' άνοιξα, στή {}έση του κα{}ότανε ή γιαγιά, μ' ενα μαύρο φουστάνι, καί κείνος κα{}ότανε κοντά της κι ελεγε: -Μή μού τό λές, πέ{}αναν δλοι, ε; Μέσα στή σάλα, παιζογελούσε ό ηλιος - χρυσώνει τά πάντα εκεί μέσα καί κρύβεται κι επειτα πάλι ρίχνει μιά φωτεινή ματιά σ' δλους σάν άταχτο παιδί. Ή γιαγιά εσκυψε πάνω μου καί ρώτησε: -Τί κάνεις περιστεράκι μου ; Σέ σακατέψανε; Τού τά 'ψαλλα τού κοκκινοτρίχη, τού δαίμονα... -Τώρα {}ά τά κάνω δλα, δπως λέει ό νόμος, είπε ό στρατιώτης, φεύγοντας κι ή γιαγιά, σκουπίζοντας τά δάκρυα από τά μάτια της, είπε: Δικός μας στρατιώτης είναι... Θαρρούσα ακόμα, πώς βλέπω σνειρο καί δέ μιλούσα. Ήρ{}ε ό γιατρός. Έπέδεσε τά εγκαύματά μου, καί νά, καβάλλα σέ μιά ταλίκα, πηγαίνω μέ τή γιαγιά στούς δρόμους της πόλης. Μου μιλάει: -Ό παππούς μας τά εχει χάσει πιά όλότελα. Έγινε τόσο αχόρταγος, πού συχαίνεσαι νά τόν βλέπεις! Πρίν από λίγες μέρες, επα{}ε κι άλλο χνέρι. Ό γουναράς ό Χλίστ, ό νέος φίλος του, του πηρε μέσα από τό ψαλτήρι έκατό ρούβλια. Νά 'βλεπες τί εγινε! Στραφτοβολάει ό ηλιος, λευκά πουλιά τά σύννεφα πετουν στόν ουρανό. Περνάμε τόν Βόλγα από τά γεφυράκια. Βουίζει, φουσκώνει ό πάγος, παφλάζει τό νερό κάτω από τίς ποδιές των γεφυριων. Πάνω στήν κόκκινη μητρόπολη της αγοράς στραφταλίζουν οί χρυσοί σταυροί. Στόν δρόμο, ανταμώνουμε μιά πλατυπρόσωπη γυναίκα μέ μιάν αγκαλιά από γαλάζια κλαδιά ιτιάς, στά 27

χέρια. Έρχεται ή ανοιξη, σέ λίγο ι'tά 'χουμε Πάσχα. Αρχιζε νά πεταρίζει ή καρδιά, σάν τόν κορυδαλλό. -Σ' αγαπώ πολύ, γιαγιά! Αυτό δέν τήν παραξένεψε, μέ μία φωνή ηρεμη μου είπε: -Γιατί εισαι αιμα μου. Μά έμένα, χωρίς νά ι'tέλω νά τό καυχηι'tώ, μ' αγαπουν καί οί ξένοι, δόξα σοι Θεοτόκε! Καί πρόσι'tεσε, χαμογελώντας: -Νά, ι'tά ξαναχαρεί γρήγορα. Θ' αναστηι'tεί δ γιός της! Έ, Βάριουσα, κόρη μου... Καί εμεινε αμίλητη. 2 Ο ΠΑΠΠΟΥΣ μέ ύποδέχτηκε στήν αυλή, δπου εξυνε κάποια σφηνα μέ τό τσεκούρι, γονατισμένος στή γη., Ανασήκωσε τό τσεκούρι, λές κι έτοιμαζόταν νά μου τό ρίξει κατακέφαλα, εβγαλε τόν σκουφο του κι είπε κοροϊδευτικά: -Καλάι ς μας ρι'tε, μεγάλο προσάιπατο, ή ευγένειά σας! Νετάρατε; Τέλειωσε ή ύπηρεσία σας; Έ, τώρα είστε έλεύι'tερoι, νά ζήσετε δά, δπως ι'tέλετε! Άχ, εσείς... -Τό ξέρουμε, τό ξέρουμε, είπε βιαστικά ή γιαγιά, γυρίζοντας αλλού τό κεφάλι, μά μόλις μπηκε στό δωμάτιο, μού λέει, βάζοντας τό σαμοβάρι. -Τώρα, δ παππους πάει, καταστράφηκε όλότελα. 'Όσα λεφτά είχε τά 'δωσε στόν βαφτισιμιό του τόν Νικολάι μέ τόκο, μά απόδειξη, σπω ς φαίνεται, δέν του πηρε. Δέν ξέρω, βέβαια, πώς γίνονται αυτά,- μά πάει, καταστράφηκε, χάι'tηκαν σλα τά λεφτά. Κι σλα αυτά, γιατί δέ βoηι'tήσαμε τούς φτωχούς, δέ λυπούμασταν τούς δυστυχισμένους, κι ό ι'tεός είπε: γιά ποιό λόγο εδωσα τ' αγαι'tά μου στούς Κασίριν; Καί μας τά πηρε δλα... Ρίχνοντας μιά ματιά γύρω της, είπε: -Έγώ πάντα φροντίζω νά καλοπιάνω λιγουλάκι τό 28

Θεό, ωστε νά μήν παιδεύει πολύ τόν γέρο, - αρχισα, τώρα, από τούς κόπους μου νά κάνω κρυφά, τή νύχτα, ελεημοσύνες. ΥΑν {}έλεις, πάμε κιόλας, απόψε, εχω λεφτά... Ήρ{}ε ό παππούς, κατέβασε τά φρύδια καί ρώτησε: -Βάλατε σκοπό νά μασήσετε; _ΥΟχι απ' τά δικά σου, είπε ή γιαγιά. 'Άμα δμως {}έλεις, κά{}ησε καί σύ, μάς φτάνει καί γιά σένα. Κά{}ησε στό τραπέζι, σιγομουρμουρίζοντας: -Βάλε!... 'Όλα, στό δωμάτιο, ηταν στή {}έση τους, μόνο ή γωνιά της μητέρας ηταν αδεια καί γεννούσε {}λίψη στό αντίκρυσμά της. Στόν τοίχο, πάνω από τό κρεβάτι τού παππού, κρεμόταν ενα φύλλο χαρτί, μέ μεγάλα γράμματα τού τύπου : «'Ιησού Σωτήρα μονογενη! ΥΑς είναι τό αγιο σου δνομα μαζί μου, σέ δλες τίς &ρες καί τίς ήμέρες της ζωης μου». -Ποιός τό 'γραψε αυτό; Ό παππούς δέν απάντησε, ή γιαγιά, αφού περίμενε λιγάκι, είπε, μ' ενα χαμόγελο: -Ή αξία αυτού τού χαρτιού είναι έκατό ρούβλια! -Δέν είναι δική σου δουλειά αυτό, εσκουξε ό παππούς, δλα {}ά τά μοιράσω στόν κόσμο! -Τώρα δέν εχεις τίποτα νά μοιράσεις, μά, δταν είχες, δέ μοίραζες, είπε ηρεμα ή γιαγιά. -Σκασμός! τσίριξε ό παππούς. Έδώ, δλα είναι εντάξει. 'Όλα είναι σάν καί πρώτα. Στή γωνιά, πάνω στό σεντούκι, μέσα στό καλά{}ι της μπουγάδας, κοιμάται ό Κόλιας. Τώρα ξύπνησε καί κοιτά από κεί. Οί γαλανές βουλες τών ματιών του μόλις φαίνονται, κάτω από τά ματόφυλλά του. ΥΕγινε πιό κιτρινιάρης, πιό πλαδαρός, {}αρρείς καί λειώνει. Δέ μέ γνώρισε, γύρισε από τήν αλλη αμίλητος καί σφάλισε τά μάτια. Στόν μαχαλά μέ περίμεναν {}λιβερά νέα: Ό Βιαχίρ πέ{}ανε η'1 μεγάλη βδομάδα, τόν «επνιξε ό ανεμόμυλος». Ό Χάμπι πήγε νά ζήσει στήν πόλη, του Γιάζια του 29

κόψανε τά πόδια, δέν επαιζε πιά. 'Αφού μού τά είπε Όλ' αυτά ό μαυρομάτης Κοστρομά, πρόσ{}εσε {}υμωμένα: -Πολύ γρήγορα πε{}αίνουν τά παιδιά! -Μά ό Γιαχίρ μόνο πέ{}ανε! -Τό ίδιο κάνει. 'Όποιος εφυγε από τό μαχαλά είναι σά νά πέ{}ανε. Δέν προλαβαίνεις νά πιάσεις εναν φίλο, νά τόν συνη{}ίσεις, κι αμέσως η στή δουλειά {}ά πάει η {}ά πε{}άνει. 'Εδώ, στην αυλή σας, στό σπίτι τού Τσεσνακόφ, ζούνε κάτι νεοφερμένοι, Ευσέγενκοι τούς λένε. Τό αγόρι, ό Νιούσκα, είναι έντάξει, ατσίδα μοναχή. Έχει δυό αδερφές. Ή μιά είναι ακόμα μικρή, ή αλλη κουτσή. Γυρίζει μέ τίς πατερίτσες, ώραία κοπέλλα. 'Αφού σκέφτηκε λιγάκι, πρόσ{}εσε: -'Εμείς, αδερφέ μου, μέ τόν Τσούρκα τήν έρωτευτήκαμε, Όλο μαλώνουμε. -Μαζί της; -Γιατί μαζί της; Μεταξύ μας. Μέ κείνην, σπάνια! Hξερα, βέβαια, πώς οί μεγάλοι νέοι, ακόμα καί οί αντρες, έρωτεύονται, ηξερα καί τό αισχρό νόημά του. Μού χάλασε τά κέφια, ενιωσα λύπηση γιά τόν Κοστρομά, δέ μού ηταν ευκολο νά βλέπω τό κοκκαλιάρικο σουλούπι του καί τά μαύρα, {}υμωμένα μάτια του. Τήν κουτσή τήν κοπελλούδα την είδα τό βράδι της ίδιας μέρας. Κατεβαίνοντας από τό χαγιάτι στήν αυλή, της ξέφυγε τό ενα δεκανίκι κι επεσε κάτω, κι αυτή εμεινε ανήμπορη, πάνω στά σκαλιά, πιασμένη όπό τά κάγκελα μέ τά διάφανα χέρια της, λεπτή κι αδυνατούλα. Δοκίμασα νά σηκώσω τό δεκανίκι, μά τά τυλιγμένα μe γάζες χέρια μου δέ μ' ακουγαν. Πολλήν ωρα προσπά{}ησα νά τό σηκώσω στεναχωρημένος καί κείνη μέ κοιτούσε από ψηλά καί χαμογελούσε βουβά. -Τί εχουν τά χέρια σου; -Τά ζεμάτησα. -Καί γώ κουτσαίνω. Είσαι όπό τόν μαχαλά μας; Έμεινες πολύ στό νοσοκομείο; 'Εγώ εμεινα πολύ! Έπειτα, πρόσ{}εσε, αναστενάζοντας: -Πάρα πολύ! Φορούσε ασπρο φουστάνι, μέ γαλάζια κλαδιά, λιγάκι 30

παλιό, μά κα{tαρό. Τά καλοχτενισμένα μαλλιά της πέφτανε στό στη{tος της, σέ μιά χοντρή, κοντή πλεξούδα. Τά μάτια της, μεγάλα καί σοβαρά, σάν σέ κοιτουσαν, εβλεπες άπό τό ηρεμο βά{tος τους νά άναδίνεται μιά γαλάζια φωτιά, πού φώτιζε τό άδύνατο πρόσωπό της μέ τή σουβλερή μύτη. Χαμογελουσε ευχάριστα, μά δέ μου άρεσε. 'Όλη της ή άσ{tενική ύπαρξη σου ελεγε, κατά κάποιο τρόπο: «Μή μέ πειράζεις, σέ παρακαλω!» πως μπόρεσαν οί φίλοι μου νά τήν ερωτευτουν; -Άπό καιρό ειμαι άρρωστη, ελεγε μέ προ{tυμία, σά νά παινευότανε. Μου εκανε μάγια ή γειτόνισσα, μάλωσε μέ τή μαμά μου καί μου 'κανε μάγια, γιά νά της κάνει κακό... Στό νοσοκομείο δέ φoβή{tηκες; -πως!... Μαζί της ενιω{tα άμηχανία, μπηκα στό δωμάτιο. Κατά τά μεσάνυχτα, ή γιαγιά μέ ξύπνησε χα"ίδευτικά. -Πάμε, τί λές; 'Άμα κοπιάσεις γιά τούς άν{tρώπους, τά χέρια σου γρήγορα {tά γίνουν καλά... Μέ πηρε άπό τό χέρι καί μ' εσυρε μέσα στό σκοτάδι, σά νάμουνα τυφλός. Ή νύχτα ηταν μαύρη, ύγρή, φυσουσε άδιάκοπα ό άγέρας, κυλουσε γοργά, σάν ποτάμι, ή κρύα άμμο μου 'σφιγγε τά πόδια. Ή γιαγιά εκανε τρείς φορές τόν σταυρό της, ζύγωνε ά{tόρυβα τά σκοτεινά παρά{tυρα των μικρων άστικων σπιτιων, άφηνε, στά περβάζια, άπό μιά πεντάρα καί τρία κουλούρια, ξανάκανε τόν σταυρό της, κοιτώντας τόν άναστρον ουρανό καί ψι{tύριζε: -Ύπεραγία βασίλισσα των ουρανων, βόη{tα τούς άν{tρώπους! 'Όλοι ειναι άμαρτωλοί ενώπιόν σου, μανούλα μου! 'Όσο πιό μακρυά πηγαίναμε άπό τό σπίτι, τόσο πιό βα{tειά καί νεκρική γινόταν ή νύχτα γύρω μας. Ό νυχτερινός ουρανός, πού επαιρνε ενα βά{tος άτέρμονο, άπό τό πηχτό σκοτάδι, εδινε τήν εντύπωση, πώς εχει κtxταπιεί γιά πάντα τ' άστρα καί τό φεγγάρι. Ξαφνικά, άπό κάπου ξετρύπωσε ενας σκύλος, σταμάτησε άντίκρυ μας κι άρχισε νά γρυλλίζει, τά μάτια του λάμπαν μέσα 31

στό σκοτάδι. Έγώ κόλλησα, από τόν φόβο μου πάνω στή γιαγιά. -Δέν είναι τίποτα, μου λέει, είναι ενα απλό σκυλί, δ δαίμονας τώρα δέν χει καιρό, είναι πιά αργά, λάλησαν κιόλας τά κοκόρια! Ή γιαγιά μαυλίζει τό σκυλί, τό χαϊδεύει καί λέει: -Κοίτα, σκυλάκι, μή μου τρομάξεις τ' αγγονάκι! Ό σκύλος τρίφτηκε στά πόδια μου καί τραβήξαμε πάρα πέρα κι οί τρείς μαζί. Δώδεκα φορές ζύγωσε ή γιαγιά στά παρά1'hjρα, αφήνοντας στό περβάζι τήν «κρυφή ελεημοσύνη». > Αρχισε νά φέγγει, μέσα απ' τό σκοτάδι ξεπροβαίναν τά γκρίζα σπίτια, ύψωνόταν λευκό, σάν ζάχαρη, τό καμπαναριό της εκκλησιάς Ναπόλναγια. Ό τούβλινος μαντρότοιχος του νεκροταφείου φέγγριζε, σάν αναριοπλεγμένη ψά'l'tα. -Κουράστηκε ή γριά, είπε ή γιαγιά, καιρός πιά νά πάμε στό σπίτι! Θά ξυπνήσουν αυριο οί γυναίκες καί 'l'ta. χαρουν, πού ή Θεοτόκος εφερε κάτι γιά τά παιδάκια τους! 'Όταν λείπουν δλα, καί τό λίγο αξίζει! > Αχ, αχ, 'Αλιόσα, μεγάλη φτώχεια στόν κόσμο καί κανένας δέν τόν σκέφτεται! Ό πλούσιος δέ σκέφτεται τόν φτωχό, δέ βλέπει τη μέρα της Θείας Δίκης. Ό φτωχός δέν του είναι φίλος η dδελφός, τό παν γι αυτόν είυ' δ χρυσός-'κι ας είναι στόν δδη αυτός κάρβουνα πυρωμένα. Είδες πώς τά λέει! Πρέπει νά φροντίζει δ ενας γιά τόν αλλο καί δ Θεός γιά δλους! Καί γώ χαίρουμαι, πού είσαι πάλι κοντά μου... Είμαι χαρούμενος κι ησυχος, μέ μιάν αμυδρή διαίσ{}ηση, δτι εχω μυη'l'tεί σέ κάτι, πού δέν πρόκειται νά ξεχάσω ποτέ. Κοντά μου αναδεύτηκε τό κόκκινο σκυλί, μέ τή γυμνή μούρη καί τά καλωσυνάτα, ενοχα μάτια. -Θά μείνει μαζί μας; -Καί γιατί όχι; > Ας μείνει, αν τό 'ι'tέλει. Θά του δώσω ενα κουλούρι, εχω ακόμα δυό. 'Έλα νά κα'l'tήσουμε στό παγκάκι, 'ι'tαρρώ πώς κουράστηκα... 32

Κα{}ήσαμε στό παγκάκι, κοντά στήν πύλη, τό σκυλί ξάπλωσε στά πόδια μας, ροκανίζοντας τό ξερό κουλούρι, ενώ ή γιαγιά ελεγε: -Έδώ κοντά ζεί μιά όβριά. Έχει στό σπίτι εννιά ψυχές, εννιά παιδιά, τό 'να μικρότερο άπό τ' αλλο. Τή ρωτώ: «Πώς τά περνάς, Μωυσέγεβα;» Κι ωjτή μου λέει: «Πώς νά τά περνάω; Ζώ μέ τόν δικό μου τό Θεό, μέ ποιόν αλλον νά ζήσω;» 'Ακούμπησα στό ζεστό πλευρό της γιαγιάς κι άποκοιμήi}ηκα. H ζωή αρχισε καί πάλι νά κυλά γοργά καί πυκνά. 'Έναν πλατυ χείμαρρο άπό εντυπώσεις φέρνανε, κά1'tε μέρα, στήν ψυχή, κάτι τό καινούργιο, πού γεννουσε τόν 1'tαυμασμό καί τήν άνησυχία, κάτι πού μέ πείραζε, πού μ' εβαζε νά σκέφτομαι. Σέ λίγο καί γώ προσπα1'tουσα, μέ κά1'tε τρόπο, νά βλέπω, δσο γίνεται πιό συχνά, τό κορίτσι μέ τά δεκανίκια, νά μιλάω μαζί του η νά κά1'tομαι δίπλα του, άμίλητος, πάνω στό παγκάκι της Πύλης, - μαζί της καί ή σιωπή ηταν ευχάριστη. Ήταν κα1'tαρούτσικη, σάν σουσουράδα καί άνιστορουσε πολύ ώραία τή ζωή τών Κοζάκων του Ντόν: εκεί εμεινε πολύν καιρό, κοντά στ όν 1'tEio της τόν μηχανικό του λαδόμυλου, επειτα, δ πατέρας της, ενας κλειδαράς, μετακόμισε στό Νίζνι. - Eχω κι αλλον 1'tEio, πού ύπηρετεί κοντά στόν ίδιο τόν Τσάρο. Τά βράδια, σάν είχαμε γιορτή, δλος δ κόσμος του μαχαλά μας εβγαινε «εξω άπό τίς Πύλες». Τ' άγόρια καί τά κορίτσια πήγαιναν στό νεκροταφείο νά χορέψουν, οι αντρες πήγαιναν στίς ταβέρνες, στόν μαχαλά μένανε οι γριές καί τά μικρά παιδιά. ΟΙ γυναίκες κά1'tονταν μπροστά στήν Πύλη, πάνω στόν αμμο 11 πάνω στά παγκάκια καί ξεσήκωναν τόν τόπο μέ τούς καυγάδες καί τά κουτσομπολιά τους. Τά παιδιά αρχιζαν νά παίζουν τόπι, τό «Γκοροντκί» 11 τό «Σαρμαζλό», οι μανάδες παρακολου1'tούσαν τά παιγνίδια, παινώντας τούς επιδέξιους καί κοροϊδεύοντας τούς κακούς παίχτες. Σκωνόταν σαματάς, πού σού 'παιρνε τ' αυτιά καί γέμιζαν οι 33

καρδιές από ανείπωτη χαρά. Ή παρουσία κι ή προσοχή των «μεγάλων», πού μας παρακινούσαν, ηταν μιά λεπτομέρεια, πού εδινε σ' δλο τό παιχνίδι μιάν ίδιαίτερη ζωή, γεννούσε τόν φοβερό συναγωνισμό. 'Αλλά δσο κι αν αφοσιωνόμασταν στό παιγνίδι, έμείς οί τρείς, - δ Κοστρομά, δ Τ σούρκα κι έγώ, - ά βρισκόταν ενας από μας νά πεταχτεί ως τήν κουτσή τήν κοπέλλα, γιά νά καυχη εί. -ΕΙδες, Λιουντμήλα, πού εβγαλα από τό «γκοροντκί» καί τούς πέντε βώλους; 'Εκείνη χαμογελούσε χαδιάρικα, κουνώντας τό κεφάλι κάμποσες φορές, στή σειρά. Προηγούμενα, ή παρέα μας πρoσπα oύσε, στά παιγνίδια, νά βρίσκεται σέ μιάν δμάδα, τώρα δμως βλέπω, πώς δ Τσούρκα κι δ Κοστρομά παίζουν πάντα σέ διάφορες δμάδες, παραβγαίνοντας, μέ κά ε τρόπο, μεταξύ τους, aτή δεξιοσύνη καί τη δύναμη. Μερικές φορές, δ ανταγωνισμός εφτανε ως τά δάκρυα καί τό ξυλοφόρτωμα. Μιά φορά, άρπάχτηκαν μέ τόση λύσσα, πού αναγκάστηκαν ν' ανακατευτούν καί οί μεγάλοι, γιά νά χωρίσουν τούς έχ ρoύς μέ τό νερό, δπως χωρίζουν τά σκυλιά. Ή Λιουντμήλα, κα ισμένη στό παγκάκι, χτυπούσε τη γη μέ τό γερό πόδι της, κι δταν οί παλαιστές κατρακυλούσαν στά πόδια της κοντά, τούς εσπρωχνε μέ τό δεκανίκι, φωνάζοντας φοβισμένα: -Σταματείστε! Τό πρόσωπό της, τότε, χλώμιαζε τόσο, πού μελάνιαζε, τά μάτια της γούρλωναν καί σβήνανε, σά νά τήν εlχε πιάσει ύστερ ία. Μιά φορά, ό Κοστρομά, έπειδή εχασε πανηγυρικά, άπό τόν Τσούρκα, μιά παρτίδα από τό «γκοροντκί», χώ κε μέσα στό αμπάρι τού κρι αριoύ, πού ύπηρχε κοντά στό μπακάλικο, εκατσε μέσα άνακούρκουδα καί ξέσπασε σέ βουβό κλάμα. Ήταν σχεδόν τρομερό: εσφιξε γερά τά δόντια, τά ζυγωματικά του ξεπετάχτηκαν, τό %οκκαλιάρικο πρόσωπό του πέτρωσε, ένω από τά μαύρα, λιμμένα μάτια του κυλούσαν μεγάλες βαρει- 34

ές στάλες τά δάκρυα. 'Όταν άρχισα νά τόν παρηγορώ, μου ψι{}ύρισε, καταπίνοντας τά δάκρυά του: -Περίμενε... {}ά του δώκω μιά μέ τό τουβλο στό κεφάλι... {}ά δεί αυτός! Ό Τσούρκα άρχισε νά καμαρώνει. Eβαλε τή σκούφια του στραβά, δπως τή βάζουν τά άρραβωνιασμένα παλληκάρια, εχωσε τά χέρια στίς τσέπες του παντελονιου καί πήρε νά κόβει βόλτες στή μέση του δρόμου. "Εμα{}ε, μάλιστα, νά φτύνει λεβέντικα, άνάμεσα άπό τά δόντια του καί ύποσχόταν: -Γρήγορα {}ά μά{}ω νά καπνίζω. Έχω κιόλας δοκιμάσει δυό φορές, μά μου φέρνει αναγούλα. αολα αυτά δέ μου αρέσανε. Είδα πώς χάνω τόν σύντροφό μου καί είχα τήν εντύπωση, πώς γι' αυτό εφταιγε ή Λιουντμήλα. 'Ένα βράδι, τήν ωρα πού διάλεγα, στήν αυλή, τά κόκκαλα άπό τά κουρέλια, καί δλη τή σαβούρα πού είχα μαζέψει, μέ ζύγωσε ή Λιουντμήλα, κουνιστή, σαλεύοντας τό δεξί της χέρι. -Γειά χαρά, είπε, κουνώντας τρείς φορές τό κεφάλι. Ό Κοστρομά γύρναγε μαζί σου ; -Ναί. -Κι δ Τσούρκα; -Ό Τσούρκα δέ μας κάνει παρέα. Καί γι' αυτό φταίς εσύ. Σ' ερωτεύτηκαν καί μαλώνουν μεταξύ τους γιά σένα... Έκείνη κοκκίνισε, μά είπε κοροϊδευτικά: -Νάτα μας! Καί σέ τί φταίω εγώ; -Γιατί τούς κάνεις νά ερωτεύονται; -Δέν τούς παρακάλεσα νά μ' ερωτευτουνε! είπε εκείνη, {}υμωμένα, καί ξεμάκρυνε μουρμουρίζοντας: Κουταμάρες είναι δλα αυτά! Είμαι πιό μεγάλη άπ' αυτούς, είμαι δεκατεσσάρω χρονών. Ό κόσμος δέν ερωτεύεται κοπέλλες μεγαλύτερες... -Πολλά ξέρεις! φώναξα, {}έλοντας νά τήν πικάρω. Δέ βλέπεις τή μπακάλαινα, τήν άδερφή του Χλιστόβ, είναι εντελώς γριά καί μπλέκεται μέ τ' άγόρια! Ή Λιουντμήλα γύρισε πρός τό μέρος μου, χώνοντας 35