Έλληνες λογοτέχνες-προσκυνητές στην Αθήνα (1833-1863). Στοιχεία για μια πρωτογενή αναπαράσταση της νεοελληνικής ταυτότητας.



Σχετικά έγγραφα
Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Ρομαντισμός. Εργασία για το μάθημα της λογοτεχνίας Αραμπατζή Μαρία, Βάσιου Μαρίνα, Παραγιού Σοφία Σχολικό έτος Τμήμα Α1

Αγγελική Βαρελλά, Η νίκη του Σπύρου Λούη

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Χαιρετισμός στην εκδήλωση για την συμπλήρωση 20 χρόνων από την αδελφοποίηση των Δήμων Ηρακλείου και Λεμεσού

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

KΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΝΕΦ 262 ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: 'Oψεις της εθνικής ταυτότητας στον 19ο αιώνα ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: Μαίρη Μικέ Χειμερινό εξάμηνο

ΣΜΑΡΑΓΔΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ της Άννας Γαλανού - Book review

Σόφη Θεοδωρίδου: «Ζήσαμε και καλά χρόνια στη Μικρά Ασία με τους Τούρκους, πριν γίνουν όλα μαχαίρι και κρέας»

Η ελληνική και η ευρωπαϊκή ταυτότητα

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Παπαστράτειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγρινίου Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Νεοελληνικός Πολιτισμός

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (318E-320C)

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2015

ΣΥΝ ΚΙΝΗΣΙΣ- ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο Αρχαία Ελλάδα

Σπίτι μας είναι η γη

Κύκλος Μαθημάτων Ιστορία «Ο ελληνισμός της Ανατολής» Φιλοσοφία. Δημοτική Βιβλιοθήκη Συκεών Νοέμβριος Ιανουάριος 2018

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΘΑΡΙ 24 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

Η Σμύρνη πριν την καταστροφή-συνέντευξη με τον Πέτρο Μεχτίδη

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΒΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΠΑΝΥΓΗΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 21 ης ΜΑΪΟΥ

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

μακέτα δημοτικό τραγουδι.qxp_layout 1 5/12/16 11:22 π.μ. Page 3 ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Το διπλό βιβλίο-δημήτρης Χατζής. Χαρά Ζαβρού Γ 6 Γυμνάσιο Αγίου Αθανασίου Καθηγήτρια: Βασιλική Σελιώτη

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΜΑΪΟΥ 2015) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Α Κύκλος: 1 14 Ιουλίου 2013

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Με τα λόγια του Ι. Θ. Κακριδή, πριν από σαράντα χρόνια, τα αρχαία ελληνικά ενδιαφέρουν για τρεις λόγους:

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

21 Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Δρ. Νάσια Δακοπούλου

Εγκαίνια Δημοτικού Σχολείου Αθηένου - 3 Μαΐου 2019 Εξοχότατε κύριε πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας Πανιερώτατε Μητροπολίτη Πάφου Σεβαστό Ιερατείο

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Η λειτουργία των Εδρών Νεοελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού και τα προγράμματα Ελληνικών σπουδών στη Λετονία

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο.

σκοπός Εστίας Νέας Σµύρνης

Εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και ακόμη περισσότερα εmotions!

Με ιδιαίτερη χαρά ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΥΡΙΑΝΩΝ παρουσιάζει το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ Ν.ΣΕΡΡΩΝ.

Νικηφόρου Βρεττάκου: «ύο µητέρες νοµίζουν πως είναι µόνες στον κόσµο» (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ )

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. (Δημιουργικές συναντήσεις και αμφίδρομες σχέσεις με αφορμή ένα διήγημα)

Νεοελληνική Λογοτεχνία. Β Λυκείου

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ

«Δεν είναι ο άνθρωπος που σταματάει το χρόνο, είναι ο χρόνος που σταματάει τον άνθρωπο»

Μακρυγιάννης: Αποµνηµονεύµατα (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου σσ )

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Α1. Η επίδραση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού είναι πρόδηλη στο έργο του

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Οι Οδύσσειες της Προϊστορίας» και το «Αίνιγμα 7000 χρόνων»

4. Ιδρύθηκε µε βάση τη

ΟΜΑ Α Α ΘΕΜΑ Α1 Α.1.1.

Ψηφιακή Χίµαιρα A CREATIVE PROJECT IN ERMOUPOLIS SEPTEMBER Πανεπιστήµιο Αιγαίου Ινστιτούτο Σύρου HERMeS Aeternus

Victoria Hislop: H συγγραφέας των bestseller

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΥΣΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Η Ελλάδα στα Βαλκάνια και στον κόσµο χθες, σήµερα και αύριο

Νέα Ελληνικά. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελλαδικών Εξετάσεων Ημερησίων Επαγγελματικών Λυκείων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Πέμπτη, 13/12/2018. Νέο Μουσείο Ακρόπολης, Αμφιθέατρο. 17:00-18:30 και 19:00-20:30

Οικογένειες Ελληνικού Πολιτισμού Δημιουργία Επιτραπέζιου Παιχνιδιού

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ Δ/νση Μουσείων Εκθέσεων & Εκπαιδευτικών προγραμμάτων

Κριτικη της Maria Kleanthous Kouzapa για το βιβλίο : " ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ " του Γιώργου Παπαδόπουλου-Κυπραίου

Η συγγραφέας μίλησε για το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο "Πώς υφαίνεται ο χρόνος"

Συνέντευξη από την Ανδρούλλα Βασιλείου, Επίτροπο εκπαίδευσης, πολιτισμού, πολυγλωσσίας και νεολαίας


Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Μ Α Θ Η Τ Ω Ν ΤΗΣ Ε ΚΑΙ ΣΤ ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΗΡΙΩΝ «ΑΘΗΝΑ» ΘΕΜΑ: ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Κριτική για το βιβλίο της Τέσυ Μπάιλα ΑΓΡΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ, από την Βιργινία Αυγερινού. May 28, 2016

ΑΠΟΔΩ ΠΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ. Πολιτιστικό Πρόγραμμα Γυμνασίου Νέας Περάμου

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Πρόγραμμα. Πρόγραμμα. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο. Ποίηση και Θέατρο. στην Αρχαία Ελλάδα

Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου "Το κορίτσι με τα τριαντάφυλλα" του Θάνου Κονδύλη. Κριτική: Χριστίνα Μιχελάκη

Μιλώντας με τα αρχαία

Ο συγγραφέας Θάνος Κονδύλης και το «Έγκλημα στην αρχαία Αμφίπολη Σάββατο, 10 Οκτωβρίου :2

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ /ΑΥΓΟΡΟΥ

Φίλες και φίλοι, Αγαπημένε μου Γιαννάκη Μάτση,

Η ΤΑΞΗ ΩΣ «ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ»

Σ ένα συνοριακό σταθμό

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο: Πρόταση για διαμεσολάβηση της UNESCO

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ

Τα φύλα στη λογοτεχνία Τάξη: Α Λυκείου

Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία # 1 Αθήναι, Απρίλιος 2794 από πρώτης καταγεγραμμένης Ολυμπιάδος (2018) E.F BENSON Ο Άνθρωπος που έφτασε στα Άκρα

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Της Μαρίας Αποστόλα

ΕΝΑΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Χριστόφορος Παντελάτος Κατερίνα Σαχίνογλου Μαρία Στεργίου Γιάννης Πουλής Έξαρχος Καλύβας

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Από τις «Άγριες θάλασσες» στην αθανασία, χάρη στο νέο βιβλίο της Τέσυ Μπάιλα

Ο φιλαθήναιος αυτοκράτορας Αδριανός: όσα δεν ξέρετε γι αυτόν

Διδακτική της Λογοτεχνίας

Αποστολή Ιερουσαλήμ: Από εδώ ο Ιησούς ξεκίνησε την πορεία του για την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ. (δείτε το βίντεο)

Διήμερη εκδρομή στην Αθήνα

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Ποιητικές καταθέσεις ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ. ποιήματα. CaptainBook.gr

Transcript:

Έλληνες λογοτέχνες-προσκυνητές στην Αθήνα (1833-1863). Στοιχεία για μια πρωτογενή αναπαράσταση της νεοελληνικής ταυτότητας Δ ώ ρ α Μ έ ν τ η Στις αρχές του 19ου αι. η εξοικείωση με τα διδάγματα του διαφωτισμού και η ανάπτυξη της εθνικής ελληνικής ιδέας, γαλούχησαν την επαναστατική διάθεση των Ελλήνων. Σημαντική για τη διεκδίκηση και τη διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας, κρίθηκε για τους νεοέλληνες διαφωτιστές η σύνδεση με τους αρχαίους, σύνδεση που βασιζόταν κυρίως στην τοπική ιστορία και καλλιεργήθηκε ως κοινή συνείδηση ανάμεσα στους κατοίκους της περιοχής. 1 Με επίκεντρο την ιστορική συνέχεια οργανώθηκε και το νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο, οπότε και δοκιμάστηκε στην πράξη η ενοποιητική της δύναμη μέσα από την προσπάθεια της οθωνικής διακυβέρνησης να δώσει κρατική υπόσταση σε μια πλειάδα από φυγόκεντρες κοινωνικές δυνάμεις. Αποφασιστική σημασία στο εγχείρημα των Βαυαρών είχε η μετεγκατάσταση της πρωτεύουσας στην Αθήνα στα 1834, αν και επρόκειτο για στρατηγική επιλογή που αμφισβητήθηκε αρκετά στον καιρό της. 2 Η κεντρομόλος αυτή σύνδεση με το αρχαίο παρελθόν των Ελλήνων εκπορευόταν κατά κύριο λόγο από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κινήματα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, αλλά και τα ταξίδια των περιηγητών στους αρχέγονους τόπους που λειτουργούσαν ως δίαυλος επικοινωνίας με τις ρίζες του δυτικού πολιτισμού. Οι περιηγήσεις της δυτικής πνευματικής ελίτ σε σημαίνοντες τόπους της Ανατολής προήγαγαν τη γνώση και την αυτογνωσία των νεότερων, οι οποίοι συγχρόνως απέδιδαν την οφειλόμενη τιμή προς τους αρχαίους, έτσι ώστε το προσκύνημα σε πόλεις όπως η Αθήνα και η Ιερουσαλήμ να αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε πνευματική διαδρομή. Το ενδιαφέρον της παρούσας εργασίας για το συμβολικό περιεχόμενο του προσκυνήματος στην Αθήνα, τη χώρα των Μουσών και της αρχαίας δόξας, δε συνδέεται ωστόσο με την ετεροτοπία που επισκέπτονταν οι ευρωπαίοι περιηγητές, στην προσπάθειά τους είτε να αναπλάσουν την ένδοξη εικόνα του αρχαίου κόσμου είτε να στοχαστούν ατενίζοντας το τέλος του, 3 αλλά συναρτάται κυρίως με τον εθνικό πόθο και τα ιδεολογικά ερείσματα της αναγέννησης που αποζητούσαν εναγωνίως οι ομογενείς, ευελπιστώντας, όπως ο πολυπαθής Φαβίνης, να «επαναγάγουν την Ελλάδα εις την αρχαία της λαμπρότητα, και να την καταστήσουν εφάμιλλον των πολιτισμένων εθνών της Ευρώπης». 4 Ως ομογενείς προσδιορίζονται ειδικότερα όσοι επισκέπτες της Αθήνας αισθάνονταν Έλληνες εκ καταγωγής και συνέρρεαν στην πρωτεύουσα, με σκοπό να συνδράμουν στο νέο ξεκίνημα του ελληνισμού. Ενστερνιζόμενοι σχεδόν απόλυτα το ρομαντικό εθνικό στόχο της σύνδεσης με τους αρχαίους, οι ομογενείς λογοτέχνες πραγματοποίησαν το ιερό προσκύνημά τους στην Αθήνα και οραματίστηκαν με το έργο τους την αναβίωση ένδοξων εποχών. Εύστοχη ή άστοχη τόσο η κεντρική όσο και η ατομική επιλογή αυτού του συνταυτισμού, σύντομα αποδείχτηκε επίπονη και επισφαλής στην καθημερινή ζωή γηγενών και ομογενών, καθώς η επιδιωκόμενη σύνδεση 1 Σχετικά με την «κοινή συνείδηση» που αποτελούσε αυτήν την περίοδο η σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, βλ. ειδικότερα Νίκος Γ. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού. Προλεγόμενα Σπ. Ι. Ασδραχάς, φιλ. επιμ. Ν. Βαγενάς, Αθήνα, Πόλις 2004, σ. 96-109. 2 Βλ. τις σχετικές εργασίες της Έλλης Δρούλια-Μητράκου, «Το «περί καθέδρας» ζήτημα. Σκέψεις ενός εφημεριδογράφου», και του Βασίλη Κρεμμυδά, «Εις τας Αθήνας! Εις τας Αθήνας», στο, Εταιρεία Σπουδών [Ιδρυτής: Σχολή Μωραϊτη], «Εν έτει 1834», Αθήνα, 2006, σ. 39-60, 63-74. 3 Βλ. ειδικότερα, Παν. Μουλλάς, «Ρομαντικοί προσκυνητές: Chateubriand (1806) και Lamartine (1832)», Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19 ο αιώνα, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη 1993., σ. 167-211: 207-210 και Αθηνά Γεωργαντά, Αιών βυρωνομανής, Αθήνα, Εξάντας 1992, σ. 17-51. Το θέμα μελετά αναλυτικά η Άρτεμις Λεοντή στο δεύτερο κεφάλαιο «Ετεροτοπία: Επισκέπτες του πολιτισμού των ερειπίων», του βιβλίου της, Τοπογραφίες ελληνισμού. Χαρτογραφώντας την πατρίδα, μτφρ. Π. Στογιάννος, Αθήνα, Scripta 1998, σ. 81-122. 4 Γρηγόριος Παλαιολόγος, Ο Πολυπαθής (1839), Αθήνα, Νεφέλη 1989, σ. 227. 1

με την απόμακρη αρχαία περίοδο της ελληνικής ιστορίας ήταν εξαρχής προβληματική και αναντίστοιχη με άλλα βασικά ενοποιά γνωρίσματα της νεόκοπης νεοελληνικής ταυτότητας, η οποία σχηματιζόταν μέσα από μια σειρά μεταγενέστερα εξελικτικά στάδια, στηριγμένη γύρω από τους άξονες της ομιλούμενης ελληνικής γλώσσας, των προγόνων και της χριστιανικής θρησκείας. 5 Ακόμα και η κορυφαία συμβολική συνάρτηση με την αρχαιότητα που δηλώθηκε με τη μετεγκατάσταση της πρωτεύουσας στην Αθήνα από τη μια μεριά ενίσχυε και από την άλλη υπονόμευε την ιδεολογική της στόχευση, καθώς εξαρχής αποδείκνυε τη γενική δυσκολία να ταυτιστεί η παρακμασμένη τουρκόπολη με το αρχαίο ένδοξο άστυ, η μακρινή ανάμνηση του οποίου γινόταν μόλις αισθητή χάρη στην Ακρόπολη και τα μνημεία. Μπροστά στη θέα του άξενου τοπίου αλλογενείς και ομογενείς επισκέπτες αντιδρούσαν με αμηχανία, αιφνιδιασμένοι από τη διάψευση των φαντασιακών τους προσδοκιών. Ακόμα και ο ειδήμων Λουδοβίκος Ρος, ο, μετέπειτα, πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο, αντίκριζε επιτιμητικά την πόλη τον Αύγουστο του 1832: «Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημαι Αθήναι. Αυτό είναι μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μία άμορφη, ομοιόμορφη γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης». 6 Η αρνητική αποτύπωση του τόπου είναι φανερό ότι υποχωρούσε και μεταβαλλόταν μόνο μπροστά στην αίγλη του αρχαίου τοπίου με τα μισοθαμμένα μνημεία του. Εκεί μάλιστα εντοπίζεται η βασική συναισθηματική διαφοροποίηση ανάμεσα στο βλέμμα κάθε επισκέπτη που αντικρίζει αρχικά την εικόνα της πόλης και στη συνέχεια την οικειώνεται. Ο Βύρωνας, για παράδειγμα, ύμνησε τα αρχαία μνημεία και στράφηκε με οργή εναντίον του συμπατριώτη του λόρδου Έλγιν στο ποίημά του «Η κατάρα της Αθηνάς» (1811). Δεν θα μπορούσε όμως να αισθανθεί τον ίδιο νόστο με έναν ομογενή προσκυνητή, τη δυνατή συγκίνηση που διατρέχει την απόσταση των αιώνων, όπως την ένιωσε ο φαναριώτης Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (Κωνσταντινούπολη 1809-Αθήνα 1892), όταν, εικοσάχρονος απόφοιτος της Βαυαρικής Στρατιωτικής Σχολής του Μονάχου, αντίκριζε για πρώτη φορά την Αθήνα. Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, λόγω της διαπραγματευτικής αποστολής που είχε αναλάβει σχετικά με την προσάρτηση της Αττικής και της Εύβοιας, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους, ήδη από τα 1830, επίσημους επισκέπτες της Αθήνας. Η αυτοβιογραφική του μαρτυρία περιλαμβάνει λοιπόν μια σειρά από πρωτογενείς εικόνες της Αθήνας μέσα από την επεξεργασμένη και ετεροχρονισμένη αφήγηση των απομνημονευμάτων του, όπου από την αρχή διαφαίνεται η μεγάλη, αλλά όχι αποθαρρυντική, διαφορά ανάμεσα στον τόπο που είχε πλάσει με τη φαντασία και την πόλη που αντίκριζε στην πραγματικότητα. Κατά την πρώτη του παρεπιδημία και διαμονή στο σπίτι του πατέρα του, ένα καταρρέον οίκημα κοντά στη Βρύση του Βορεά, λίγα πράγματα κατάφερε να δει, καθώς η πόλη ήταν καλυμμένη από ερείπια. Στη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψής του τη διέτρεξε κάπως περισσότερο και ανακάλυψε την ποιητική γοητεία που ασκούσε ο θαμμένος κόσμος της αρχαιότητας, δεν μπόρεσε όμως να δει από κοντά την Ακρόπολη, λόγω της τουρκικής απαγόρευσης. 7 Ο ζωηρός πόθος του Ραγκαβή πραγματοποιήθηκε τελικά τις πρώτες μέρες της τρίτης του επίσκεψης, όταν με τη συνοδεία του Πιττάκη, βοηθού του εφόρου των αρχαιοτήτων Ρος, έκανε τον περίπατό του στην Ακρόπολη, συγκινήθηκε μπροστά στα πατρογονικά ιερά αλλά και ψύχραιμα διέκρινε τη φθορά. Στα απομνημονεύματά του είναι φανερό ότι η μνήμη του λειτουργεί επιλεκτικά καθώς από τη μια μεριά καταγράφει με αποστροφή τις οθωμανικές παρεμβάσεις στον ιερό χώρο και από την άλλη αποσιωπά την καταστροφή που προκάλεσε ο Έλγιν: Και τα μεν Προπύλαια δεν εφαίνοντο πλην των κιονοκράνων αυτών, προεχόντων υπέρ τας αποθήκας εις ας οι Τούρκοι τα είχον μεταβάλει ο δε Παρθενών έφερεν εν τω κέντρω του το 5 Βλ. ειδικότερα την προσέγγιση του Αλέξη Πολίτη, «Κρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης», Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα, Μνήμων 1993, σ. 30-35. 6 Λουδοβίκος Ρος, Αναμνήσεις και ανταποκρίσεις από την Ελλάδα, Αθήνα 1976, σ. 281, σύμφωνα με το χωρίο που παραθέτει, σε δική του μετάφραση, ο Πολίτης, ό.π., σ. 74. 7 Ραγκαβής, «[Εις Αθήνας Β ]», Απομνημονεύματα, τ. 1, 1894, Αθήνα, Βιβλιόραμα χ.χ., σ. 281-285. 2

εφυβρίζον αυτόν οθωμανικόν προσκυνητήριον, και το Ερεχθείον ην και αυτό κενή τότε, αλλά σκοτεινή πυριταποθήκη. Ουχ ήττον όμως η Ακρόπολις μ ενέπλησεν ότε την είδον βαθυτάτου αισθήματος ευλαβείας, και μοι εφαίνετο ως αν τους αιώνας προσαναβαίνων προσηρχόμην προς τους μεγάλους ημών προπάτορας. 8 Η Αθήνα είχε γίνει πια πρωτεύουσα του νεοσύστατου ισχνού ελληνικού βασιλείου και από τη θέση αυτή η ηγετική τάξη προσπαθούσε να χαράξει τις επίσημες εθνικές προτεραιότητες. Σε αυτή τη γραμμή και ο επτανήσιος λόγιος Γεώργιος Τερτσέτης (Ζάκυνθος 1800-Αθήνα 1874) επιχείρησε λίγο αργότερα να εμπλουτίσει τις πηγές που τροφοδοτούσαν την εθνική συνείδηση, δείχνοντας τους στενούς δεσμούς ανάμεσα στην ελληνική μυθική και ιστορική αρχαιότητα και στη νεότερη λαϊκή παράδοση του ελληνισμού. Έτσι στα 1859, προκειμένου να εμψυχώσει τους νέους, μιλούσε συνδυαστικά για να εξηγήσει την ιδέα που έχει σχηματίσει για τον ελληνικό λαό, προσμετρώντας την, εξωπραγματική καθότι λογοτεχνική και ετερόκλητη, επιτόπια μαρτυρία από μια συνάντησή του στα 1835 με έναν ηλικιωμένο Αθηναίο τον πρώτο χρόνο της άφιξής του στην πρωτεύουσα: «Μου εφαίνετο σαν ο Σωκράτης αλλά δεν είχε την γνώσιν του. Μίαν αυγήν δείχνοντάς μου το δάσος των ελαιών, βλέπεις, μου λέγει, εκείνο το δένδρον το χωριστό, το μεγάλο, το κουφωμένο; Βλέπω Λόγγος! Εκεί, μου λέγει, ήρθε ο Ερωτόκριτος, εκρέμασε τα άρματά του, νυχτοημέρευε και εκοίταζε τα φουσάτα της Αρετούσας. Τι εστί Ερωτόκριτος; Να σας ειπώ. Είναι ένα ποίημα Κρητικό». 9 Είχε προηγηθεί όμως ένας μεγάλος ομοιογενής κύκλος σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής στη βάση της μονομερούς σύνδεσης με την αρχαιότητα, εκφράζοντας εν θερμώ τις ρομαντικές ιδέες και τα προτάγματα της εποχής. Από τη μια μεριά οι υψηλόφρονες φαναριώτες αδελφοί και εξάδελφοι του Ραγκαβή, ο Αλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1803-Σμύρνη 1863) και ο Παναγιώτης Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1806-Αθήνα 1868), ο νεαρός κύπριος Επαμεινώνδας Ι. Φραγκούδης (Λεμεσός π. 1825- Βουκουρέστι 1897) και ο θετικιστής Στέφανος Κουμανούδης (Ανδριανούπολη 1818-Αθήνα 1899), και από την άλλη οι σκεπτικιστές και διαψευσμένοι, όπως ο Γρηγόριος Παλαιολόγος (Κωνσταντινούπολη π.1793-1844), ο Στέφανος Ξένος (Σμύρνη 1821-Αθήνα 1894), ο Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός (Κέρκυρα 1828-Παρίσι 1871) και ο ανώνυμος υπαξιωματικός της Στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι. Από τις πνευματικές και ιδεολογικές συνειδήσεις κυρίως των πρώτων προέκυψαν οι πιο αντιπροσωπευτικοί λογοτεχνικοί ήρωες του προσκυνήματος στην Αθήνα, ήρωες που, ο καθένας με τον τρόπο του, ενσάρκωναν το ρομαντικό ιδεώδες, την προσωπική δηλαδή φιλοδοξία τους να μετάσχουν στο αρχαίο κλέος. Πρόκειται, με τη σειρά των εμφανίσεών τους, για τον Λέανδρο (1834) του Παναγιώτη Σούτσου, τον Εξόριστο (1835) και τον Περιπλανώμενο (1838-1839) του Αλέξανδρου Σούτσου, τον Φιλάρετο (1842) του Γρηγορίου Παλαιολόγου και τον Θέρσανδρο (1847) του Επαμεινώνδα Ι. Φραγκούδη. Ο Παναγιώτης Σούτσος δημιούργησε τον τριαντάχρονο, μονήρη και ευαίσθητο Λέανδρο ως πρωταγωνιστή των περιηγήσεων του, επηρεασμένος κυρίως από το Οδοιπορικό του Σατωμπριάν και από τον ουτοπισμό της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής του θεώρησης. 10 Στην αρχή του ομώνυμου μυθιστορήματος που τοποθετείται τον Δεκέμβρη του 1833, σε μια από τις πρώτες του περιηγήσεις στην Ελλάδα, ο Λέανδρος, που ζει στο Ναύπλιο, συναντά στην Αθήνα, την, έγγαμη πλέον και μόνιμα εγκατεστημένη στη νέα πρωτεύουσα, παλιά αγαπημένη του, Κοραλία. Το νεανικό ειδύλλιο από το κοινό τους παρελθόν στην Κωνσταντινούπολη αναθερμαίνεται τώρα με τους περιπάτους τους στις αρχαιότητες, που εμπνέουν μεγάλες ιδέες και ενθουσιασμό στην Κοραλία, αλλά και τη μελαγχολούν, καθώς παραλληλίζει τα προσωπικά τους αδιέξοδα με το μεγάλο παρελθόν αλλά 8 Ραγκαβής, «Περίοδος Τρίτη. Μετάθεσις της πρωτευούσης εις Αθήνας», Απομνημονεύματα, τ. 2, Γ. Κασδόνης 1895, Αθήνα, Βιβλιόραμα χ.χ., σ. 7-8. 9 Γεώργιος Τερτσέτης, «Περί του Παναγή Σκουζέ (Λόγος 1859)», στο Ντίνος Κονόμος, Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του, Αθήνα, Έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων 1984, σ. 550-558: 556. 10 Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Νάσου Βαγενά, «Ο ουτοπικός σοσιαλισμός των αδελφών Σούτσων», Εισαγωγή στην έκδοση της Νεφέλης, Αθήνα 1996, σ. 9-45: 23. 3

και το μικρό παρόν της Ελλάδας. Τόσο τα λόγια όσο και η σιωπή του ιδεατού ζευγαριού ανάμεσα στο κολοβωμένο σκηνικό των αρχαίων μνημείων, συνάδουν με τις φρούδες ελπίδες για ερωτική επανένωση, όπως προκύπτει από επιστολή του Λέανδρου στις αρχές του 1834, η οποία ανακαλεί μια πρόσφατη νυχτερινή περιήγηση-προσκύνημα στα αρχαία ιερά, με τη συνοδεία της αγαπημένης του. Δέκα μέρες μετά, ο Λέανδρος θα αναχωρήσει, καταπτοημένος από τους ανικανοποίητους ερωτικούς πόθους του. Κυριευμένος από ρομαντική έξαρση και αρχαιοπρεπή συγκίνηση, αποχαιρετά την ιερή πόλη, που καθαγιάζεται επιπροσθέτως στη συνείδησή του καθώς τώρα είναι η γη που φιλοξενεί την Κοραλία του: έστρεψα τα όμματά μου κάτω της Ακροπόλεως πού οι Πρυτάνεις και το Πρυτανείον; πού η Πνυξ, και ο Δημοσθένης της; πού το Ωδείον, και οι Αισχύλοι του; πού η Ποικίλη Στοά και τα αριστουργήματα του Ζεύξιδος και Πολυγνώτου της; πού η Ακαδημία και ο Πλάτων της; πού το Πάνθεον, και τα Παναθήναιά του; πού οι περί το Σούνιον ναυτικοί αγώνες; ο Φαληρεύς, ο Πειραιεύς και η Μουνυχία έρημοι μονόξυλον κατώκει τους λιμένας τούτους των τετρακοσίων τριήρεων η Σελήνη εν τοσούτω ανέτειλε το μελαγχολικόν φως της έθαλπε το μέτωπόν μου χαίρε γη, έκραξα, κεκαλυμμένη από πένθος, και κλαίουσα ως εγώ σε αφήνω γη! προς την οποίαν η φαντασία μου θέλει πάντοτε αποβλέπει! ω γη! Φιλοξενούσα την Κοραλίαν μου, χαίρε! και αύθις χαίρε! 11 Τριαντάχρονος, με αρκετά κοινή ψυχολογία με τον Λέανδρο, κάπως περισσότερο αναχωρητής, είναι ο ανώνυμος περιπλανώμενος, εξόριστος από τον Καποδίστρια, ήρωας του Αλέξανδρου Σούτσου, στο πρόσωπο του οποίου φαίνεται ότι συγχωνεύτηκαν επίσης πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του ποιητή. 12 Ο εξόριστος, χρονολογικά δεύτερος λογοτεχνικός ήρωας του προσκυνήματος στην Αθήνα, σε χρόνο όμως της δράσης προγενέστερο, στα 1831, προσδίδει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα στην επίσκεψή του σε ό,τι επιβίωσε από την περικλεή αρχαία πόλη του Κέκροπα: Εμβαίνων εις τας Αθήνας, εκυριεύθη από το θρησκευτικόν εκείνο σέβας, το οποίον κατέχει τας ευσεβείς καρδίας υπό τα τεμένη μεγαλοπρεπούς ναού, και πολλήν ώραν έμεινεν άναυδος ενώπιον του μεγάλου Δαίμονος της αρχαιότητος και των αοράτων μεγάλων σκιών, από τας οποίας η πεπληγμένη φαντασία του επλήρει την ατμοσφαίραν. 13 Από τη μια μεριά η μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση και από την άλλη η ρομαντική οπτική του ένθεου προσκυνητή αλλά και του καταραμένου βυρωνικού ήρωα, δρομολογούν συνειδητά την πορεία του περιπλανώμενου στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση σε συγκλίνουσα κατεύθυνση με την εθνική ιδεολογία την οποία εκπροσωπεί, επάξια στο πρώτο άσμα, ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας. 14 Ιδιαίτερα ο περιπλανώμενος με τη διπλή αίσθηση αυτού που ονειρεύεται ότι ζει στην αρχαιότητα, βρίσκεται όμως «εις μικράν εισέτι χώραν», στη νέα Αθήνα, βιώνει καθημερινά τη σύγκρουση ανάμεσα στον πλασματικό κόσμο της ευαισθησίας και της φαντασίας και την πραγματικότητα που απαιτεί ορθολογική και ψύχραιμη στάση. Από τη σύγκρουση αυτή βγαίνει ηττημένος και αυτοκτονεί στο τέλος του, μεταγενέστερου, τέταρτου άσματος, νιώθοντας ότι προσθέτει το λείψανό του στη χορεία των αδικημένων πατριωτών. 15 Εξίσου ένθερμος προσκυνητής προβάλλει αρχικά ο Φιλάρετος, «όστις ασθμαίνων τρέχει άνω και κάτω, πεζός και έφιππος, με τον Ανάχαρσιν εις τας χείρας, ως οι Άγγλοι 11 Παναγιώτης Σούτσος, «[Επιστολή ΛΑ. 14 Ιανουαρίου 1834]», Ο Λέανδρος, φιλ. επιμ. Γιώργος Βελουδής, Αθήνα, Ίδρυμα Ουράνη 1996,, σ. 106-107. 12 Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις στην κατατοπιστική εισαγωγή της Δρούλια, στο Αλέξανδρος Σούτσος, Ο εξόριστος του 1831. Κωμικοτραγικόν ιστόρημα (1835), φιλ. επιμ. Λουκία Δρούλια, Αθήνα, Ίδρυμα Ουράνη 1994, σ. 7-56: 47. 13 Αλέξανδρος Σούτσος, ό.π., σ. 89. 14 Αλέξανδρος Σούτσος, Ο Περιπλανώμενος, Άσμα πρώτον, 1838-1839, στο Άπαντα, Αθήνα, Εκδόσεις Φέξη 1916, σ. 113-129: 114. 15 Αλέξανδρος Σούτσος, Ο Περιπλανώμενος, Άσμα τέταρτον, ό.π., σ. 158-174: 171-174. 4

περιηγηταί», στο μυθιστόρημα Ο Ζωγράφος (1842) του Γρηγορίου Παλαιολόγου, ο οποίος γνώρισε από κοντά τη ζωή της Αθήνας, καθώς εγκαταστάθηκε μεν την περίοδο αντιβασιλείας, δεν ευδοκίμησε δε και επέστρεψε στη γενέτειρά του Κωνσταντινούπολη. Η γνωριμία του Φιλάρετου με την αρχαιολογία της Αθήνας άρχισε τον Μάρτιο του 1837, σύμφωνα με τη σημαίνουσα επιλογή του δημιουργού του που τον εμφανίζει να αναχωρεί από τη Σπάρτη, τη βασική ανταγωνίστρια πόλη της ελληνικής αρχαιότητας. Από τη στιγμή της άφιξης του Φιλάρετου στην Αθήνα η πραγματικότητα διαλύει τη νεανική ουτοπική της σύλληψη ως «κατοικίαν ηρώων και σοφών». Ο παντογνώστης συγγραφέας παρακολουθεί στενά και αποδίδει παραστατικά τις γοργές συναισθηματικές μεταπτώσεις του ήρωα του έως ότου να γίνει «ψυχρός ως μάρμαρον». Περιγράφει λοιπόν αναλυτικά τις διαψεύσεις που βίωσε ο Φιλάρετος μέσα σε τρεις μόλις ημέρες, μοιράζοντας σχεδόν ισόποσα τις ευθύνες για την κακή κατάσταση των αρχαίων μνημείων τόσο σε εντόπιους όσο και σε αλλότριους παράγοντες: Ζητεί την Ακαδημίαν αλλά, μετά πολλάς ερεύνας, μόλις ευρίσκει γεώλοφον, επί του οποίου έβοσκαν τινά ονίδια, και όπου ουδέ ίχνος σώζεται του διαβοήτου του Πλάτωνος σχολείου. Τρέχει προς την Πνύκα, όπου ευρίσκει μεν τας εις τον βράχον λαξευμένας έδρας των Αρειοπαγιτών και το βήμα του Δημοσθένους, αλλ αι κάτωθεν αυτών οπαί χρησιμεύουσιν ως καταφύγιον εις τα ποίμνια κατά του καύσωνος και του χειμώνος. Εις την θέσιν του ποτε Ωδείου ευρίσκει άντρα τινά, κρύπτοντα την ημιγυμνότητα ενδεών γεωργών. Της Ποικίλης Στοάς τα ερείπια μετεβλήθησαν εις στρατώνας. Εις την Αγοράν μόνη η στήλη της διατιμήσεως των τροφίμων σώζεται ημίκλαστος. Ο ναός του Αιόλου είναι μέχρι του ημίσεος συγχωμένος. Το Λύκειον μετεσχηματίσθη εις Παυαρικόν κεραμείον. Ο Κεραμεικός αροτριάται ο Λυκαβηττός λατομείται το Στάδιον αιγοβοσκείται η Καλλιρρόη είναι πλυντήρ των Αλβανών των μακρών τειχών μόλις ίχνη ένθεν κακείθεν σώζονται, ο Πειραιεύς μετονομάσθη Δράκος, ο Υμηττός τρελλός, το Θησείον άγιος Γεώργιος. Τέλος ανέβη εις την Ακρόπολιν και έκλαυσεν ιδών κατακερματισμένα τα αριστουργήματα του Φειδία και Πραξιτέλους. Ο Παρθενών σώζεται μεν, αλλά κατά μέρος. Μόνον αυτό το μνημείον, ομού με τον ναόν του Θησέως, ίστανται υπερήφανα προς μαρτυρίαν της μεγαλοτεχνίας των αρχαίων διότι της καλλιτεχνίας των τα μνημεία στολίζουν τα αρχαιοφυλάκια των Ευρωπαίων, οίτινες, συλήσαντες κατά διαφόρους καιρούς τας Αθήνας, και ερευνήσαντες ως και αυτά της γης τα σπλάγχνα, μας άφησαν τα κατακερματισμένα και χειρότερα αγάλματα! 16 Αξιοπερίεργη εκ των πραγμάτων, ευεξήγητη ωστόσο στη λογοτεχνική της διάσταση, αποβαίνει η σύγκριση ανάμεσα στη διάψευση των προσδοκιών του Φιλάρετου και στον ενθουσιασμό του Θέρσανδρου, καθώς οι δύο ήρωες πραγματοποιούν την ίδια περίπου περίοδο τα προσκυνήματά τους στην Αθήνα. Η αντίθετη στάση τους τόσο ως προς το προσκύνημα στο αρχαίο παρελθόν όσο και ως προς τον σύγχρονο, καταστρεπτικό ή θαυμαστικό, ρόλο της Ευρώπης, προκύπτει από την οπτική και την κοινωνική στάση των δημιουργών τους. Το κριτικό και αποθαρρημένο βλέμμα του κωνσταντινουπολίτη Παλαιολόγου απέναντι στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα δε συγχωρεί πια άλλες ιδεολογικές ψευδαισθήσεις ενώ η νεανική ενατένιση του κύπριου Φραγκούδη αναβιώνει στα 1847 τη στάση του Λεάνδρου, σε χρόνο όμως της δράσης πολύ προγενέστερο, καθώς η περιήγησή του Θέρσανδρου τοποθετείται στο μετεπαναστατικό 1822: Πατώ τέλος τας Αθήνας πατώ τέλος την γην, όπου έλαμψε πάσα αρετή, παν μέγα έργον, πάσα γενναία πράξις. Ιδού τον εκατόμπεδον Παρθενώνα! γέρων, πολιότριχος! Ρακένδυτος! Προβάλλων γενναίως τα στήθη του εις τας βαρείας του χρόνου πληγάς εισέτι ροδοπάρειος, βαρύς επικάθεται της ακροπόλεως, ως γαύρος βασιλεύς επί χρυσού θρόνου. Εις τα Προπύλαια καθήμενος και τον κολοσσαίον Παρθενώνα ακορέστως βλέπων, δεν δύναμαι επαξίως να θαυμάσω το αριστούργημα των αριστουργημάτων. 16 Γρηγόριος Παλαιολόγος, Ο Ζωγράφος, Κωνσταντινούπολη 1842, Αθήνα, Νεφέλη 1989, σ. 46-47. 5

Ευρώπη πολιά! Εδώ στρέψε το βλέμμα, κι εδώ θέλεις αναγνώσει την ιστορίαν όλην, όλην την μεγάλην ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους θέλεις ιδεί την θαυματουργόν Αθηναϊκήν χείρα. 17 Η θαυμαστική στάση σε συνδυασμό με την επιθυμία για την ευρωπαϊκή αναγνώριση αποτελούσε προτεραιότητα, καθώς η ανάδειξη της πόλης σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ήταν θέμα ζωτικής σημασίας στις αρχές της δεκαετίας του 1850, όταν πια η ζωή της πόλης σταδιακά οργανωνόταν με γνώμονα όχι μόνο την επίσημη ιδεολογία αλλά και την αστική κοινωνική οργάνωση που προωθούσαν οι πλούσιοι Έλληνες της διασποράς γύρω από τα νεόκτιστα μέγαρα και τις επιχειρήσεις τους. Τα προβλήματα σχετικά με την ευρωπαϊκή αναγνώριση ωστόσο ήταν πολλά και δυσεπίλυτα, εξωτερικά και εσωτερικά, καθώς δε συνδέονταν μόνο με την ανθελληνική θεωρία του Φαλμεράυερ αλλά και με την αμφιθυμία των ομογενών απέναντι στον εθνικό τους χώρο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ομογενείς, ενταγμένοι στην κοινωνική ζωή της πόλης ή άρτι αφιχθέντες, επέκριναν την παρούσα κατάσταση είτε επειδή δεν ανταποκρινόταν στην ευρωπαϊκή τους εμπειρία είτε επειδή δεν αντιστοιχούσε στη φαντασιακή αντίληψη που εξακολουθούσαν να έχουν για τον τόπο. Αν και η πρόοδος που βαθμηδόν είχε συντελεστεί ήταν εμφανής στα μάτια του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, συμμεριζόταν την αντίδραση της ευρωπαίας συζύγου του μπροστά στην εικόνα της νεόδμητης πόλης: «ότι αι νέαι οικοδομαί υπό την Ακρόπολιν και επί της κλιτύος αυτής τη εφαίνοντο ως αν ήσαν γονυπετείς προ του επιστέφοντος αυτάς Παρθενώνος». 18 Πολλές και ποικίλες επιφυλάξεις εκφράζονταν εξάλλου όχι μόνο για την οικιστική και κοινωνική οργάνωση της πρωτεύουσας αλλά ακόμη και για τον πατριωτισμό των κατοίκων της, όπως παρατηρούσε ο κοσμοπολίτης Αλέξανδρος Αρειάδης στο ομώνυμο διήγημα του Μαρίνου Παπαδόπουλου Βρετού, δυσαρεστημένος από την «ηθική διαστροφή» και τη «κτηνώδη ζωή» των Αθηνών, 19 ενώ χολωμένος ο Στέφανος Ξένος επέκρινε σφοδρά τη φαυλοκρατία και την οπισθοδρομική εικόνα της πόλης που διαφαινόταν ήδη από την είσοδό της: «Η εν Αθήναις είσοδος είναι έτι ταπεινοτέρα καλυβοφόρος και ρυπαρά ως μία των εσχάτων κωμοπόλεων της Ευρώπης». 20 Τις αρνητικές αυτές κρίσεις επαναλάμβανε δέκα χρόνια μετά και ο υπαξιωματικός Χαρίλαος Δημόπουλος, οι προσδοκίες του οποίου επιβεβαιώθηκαν στον Πειραιά αλλά εξανεμίστηκαν στην Αθήνα. 21 Μπροστά στην υπαρκτή αμφισβήτηση και την κριτική δεν άργησε να αναπτυχθεί και ο αντίλογος, αρχικά από τον έγκριτο πανεπιστημιακό Στέφανο Κουμανούδη, και στη συνέχεια από σημαντικό αριθμό υμνητών της Αθήνας, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από τους πνευματικούς κύκλους της ελπιδοφόρας γενιάς του 1880 και εστιάζονταν τόσο ανάμεσα στους αυτόχθονες, όπως ήταν ο Άγγελος Βλάχος (Αθήνα 1838-1920) και ο Γεώργιος Δροσίνης (Αθήνα 1859-1951), όσο και στους επήλυδες, όπως ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα 1859-Αθήνα 1943). Πιο συστηματικά, στις αρχές της δεκαετίας του 50 ο Κουμανούδης με το «Καθολικόν πανόραμα των Αθηνών» αντιπαρατέθηκε στις ποικίλες αιτιάσεις εναντίον της Αθήνας, σκιαγραφώντας αναλυτικά και καταδεικνύοντας τη μεγάλη πρόοδο που χαρακτήριζε πλέον την πόλη, ώστε η εικόνα της να ανταποκρίνεται αφενός στο ένδοξο παρελθόν αφετέρου στην προοπτική της νεοελληνικής της ανάπτυξης, η οποία και της επέτρεπε να διεκδικεί επάξια τον τίτλο της «βασιλεύουσας» από την Κωνσταντινούπολη: 17 Επαμεινώνδας Ι. Φραγκούδης, Ο Θέρσανδρος (1847), Ο Θέρσανδρος και άλλα αφηγήματα, φιλ. επιμ. Λ. Παπαλεοντίου, Αθήνα, Νεφέλη 2002, σ. 103. 18 Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, «Περίοδος Τρίτη. Μετάθεσις της πρωτευούσης εις Αθήνας», Απομνημονεύματα, τ. 2, ό.π., σ. 6-7. 23. 19 Μ[αρίνος] Π[απαδόπουλος] Β[ρετός], «Ο Αρειάδης», Ευτέρπη, τ. 1, 1847-1848, σ. 20, που ανατυπώθηκε στη συλλογή διηγημάτων Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα, επιμ. Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη 2004. 20 Στέφανος Ξένος, Η κιβδηλεία, ήτοι μία αληθής ιστορία των ημερών μας, τ. 1, Εν Λονδίνω 1859-1860, τ. 2, 1860 = Βασική Βιβλιοθήκη, Απομνημονεύματα Β', τ. 45, επιμ. Γ.Π. Κουρνούτος, Αθήνα, Αετός 1954, σ. 162. 21 Χειρόγραφον Έλληνος υπαξιωματικού, Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870), φιλ. επιμ. Μάριο Βίττι, Αθήνα, Ερμής 1977, σ. 8 6

Αι Αθήναι, το ασπάσιον τούτο της Ελληνικής φυλής πράγμα και όνομα, αν δεν είναι πλέον αι παλαιαί εικόναι αι γεραραί και ιοστέφανοι του Πινδάρου Αθήναι, αν δεν είναι οι θαυμασταί και πολύυμνοι του Αριστοφάνους, αν δεν είναι η Ελλάς Ελλάδος του Περικλέους, είναι όμως πόλις μεγάλα όντως θέλγητρα έχουσα δια τον φιλόπατριν Ελληνα, τον όχι μεμψίμοιρον πολίτην, τον όχι ανυπόμονον και θέλοντα παν το άωτον των ελπίδων του εν ακαρεί τω χρόνω να καταφθάση. Δεν είναι πλέον αι Αθήναι η άσημος εκείνη επαρχιακή των Τούρκων πόλις η πενιχρώς δεχομένη και κατοικίζουσα εις τον άθλιον της Χασσεκίειον περίβολον ένα ή δύο φραγκικούς κονσόλους ως επισημότατα όντα. Δεν είναι η λυπηράν θέαν παρέχουσα εις ένα ή δύω κατ έτος Ευρωπαίους περιηγητάς καθέδρα Τουρκικού βοεβόδα. Είναι από του 1835, δηλαδή από δεκαεπτά ήδη ενιαυτών, κατοικία τριάκοντα χιλιάδων ψυχών, του άνθους του Ελληνικού, και της υπερτάτης εξουσίας και πολλών πρέσβεων και πρακτόρων αξιοπρεπής έδρα. Να μη της δώσωμεν το όνομα βασιλεύουσα; Να έχη ακόμη το σεμνόν τούτο όνομα μόνη η παρά τον Βόσπορον πλουσία δούλη;. 22 Ο Κουμανούδης χαιρέτιζε με αναπεπταμένο αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας τον εξευρωπαϊσμό της πρωτεύουσας, περιγράφοντας παράλληλα τη ζωηρή, ευφρόσυνη αλλά και πολυσυλλεκτική ατμόσφαιρα της αθηναϊκής καθημερινότητας που διατηρούσε την εξωστρέφεια της Ανατολής. Την ίδια στιγμή που οι ορίζοντες της πόλης διευρύνονταν, το σημείο αναφοράς της Αθήνας δεν έπαυε να είναι οι αρχαίες καταβολές της, με τη διαφορά ότι τώρα τα ιδεολογικά προτάγματα είχαν αισθητά υποχωρήσει μπροστά στην επιθυμία για μια συνολικότερη αναβάθμιση της εθνικής ταυτότητας. Πολλές φορές η επιθυμία αυτή οδηγούσε σε υπερβολές που από τη μια μεριά ενίσχυαν το αίσθημα της εθνικής ανωτερότητας, με αποκορύφωμα το στείρο γλωσσικό αρχαϊσμό των λογίων, από την άλλη όμως αποτελούσε ένα μόνιμο σημείο τριβής που προσδιόριζε αποφασιστικά τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, εκφράζοντας τις ποικίλες ανακατατάξεις και τις πολλαπλές εσωτερικές διεργασίες που διέπλαθαν εκείνη την περίοδο τον νεότερο χαρακτήρα του νεοελληνικού βίου. Ωστόσο πέντε χρόνια μετά τόσο η ειδυλλιακή ανάμνηση του παρελθόντος όσο και η αρχόμενη αστική ανάπτυξη του παρόντος επισκιάστηκαν ολότελα στη διάρκεια των ιουνιακών του 1863. Όταν έφτασε στην πόλη ο Δημήτριος Βικέλας (Σύρος 1835-Αθήνα 1908) η «όψις των Αθηνών ήτο ακόμη αγρία» καθώς η ζωή είχε γίνει αβίωτη εξαιτίας των σφοδρών συγκρούσεων ανάμεσα στους πεδινούς και τους ορεινούς, ενώ πανικόβλητοι, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας την εγκατέλειπαν. 23 Μπροστά στις δύσκολες αυτές ισορροπίες ανάμεσα στις νέες κοινωνικές προκλήσεις αλλά και τις εκρήξεις του εθνικού θυμικού απέναντι στην πρόοδο και την οπισθοδρόμηση, το διπλό πρόσωπο του Ιανού της Αθήνας σε όλο του το μεγαλείο και τις αντιφάσεις του συμπλήρωνε τριάντα χρόνια ζωής. Ο ιστορικός χρόνος έμελλε στη συνέχεια να κάνει εμφανείς τις αντιφάσεις ενώ οι υποκειμενικές λογοτεχνικές οπτικές συνέχιζαν από τη μια μεριά τον ύμνο του προσκυνήματος ή της ζωής στο κλεινόν άστυ, από την άλλη όμως, ολοένα και συχνότερα, αμφισβητούσαν όχι τόσο τη φανταστική εικόνα αλλά την πραγματική, πολιτική και κοινωνική, όψη της πόλης που κρυβόταν κάτω από αυτήν. 22 Στέφανος, Κουμανούδης, «Καθολικόν πανόραμα των Αθηνών», Νέα Πανδώρα, τ. 3, τχ. 67, 1.1. 1853, σ. 440-445: 440-441. Βλ. και πρόσφατη αυτόνομη ανατύπωσή του, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ. 2005, με φιλολογική επιμέλεια της Μαριλίζας Μητσού. 23 Δημήτριος Βικέλας, Η ζωή μου (1908), Άπαντα, τ. 1, φιλ. επιμ. Άλκης Αγγέλου, Αθήνα, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων 1997, σ. 224-229. 7