Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Χρόνια ήρθαν, χρόνια πάνε, και στη ζούγκλα κάποτε, ζούσε ένα μικρό λιοντάρι, ο Λεωνίδας που όμως είχε μια μεγάλη οικογένεια. Ο μπαμπάς, η μαμά, οι θείοι και οι θείες, οι παππούδες κι οι γιαγιάδες ζούσαν σε μια άνετη σπηλιά που βρισκόταν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο. Ο μόνος που προτιμούσε το δέντρο ήταν ο Λεωνίδας. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, έκανε κούνια στα κλαδιά παρά τα μαλώματα της μητέρας του, που είχε βαρεθεί να του λέει πως τα καμώματά του ταίριαζαν σε πίθηκο κι όχι στο βασιλιά της ζούγκλας. Ο Μάρκος, ο φίλος του, δε συμφωνούσε με τη μαμά λιονταρίνα. Δε λογαριαζόταν όμως, γιατί ήταν πίθηκος. Αυτός έμαθε στο Λεωνίδα πώς να σκαρφαλώνει. Κι ο Λεωνίδας τα κατάφερε, αφού πρώτα έφαγε αρκετές τούμπες, ευτυχώς στα μαλακά, αφού η μαμά λιονταρίνα είχε βάλει ένα στρώμα κάτω από το δέντρο. Από τη στιγμή που έμαθε να σκαρφαλώνει, όλο σκανταλιές σκάρωνε ο μικρούλης μας. Μια μέρα, εκεί που λιαζόταν, ήρθε και τον βρήκε ο Μάρκος. «Τι κάνεις»; ρώτησε. 1/6
«Διώχνω μύγες!» απάντησε το λιοντάρι βαριεστημένα και ίσα που κούνησε την ουρά του. «Πάμε για μπάνιο στους καταρράκτες;» «Ε, και δεν πάμε!» Κίνησαν κι έφτασαν στη λιμνούλα, εκεί που χυνόταν ο καταρράκτης. «Θα κάνουμε βουτιές;» ρώτησε ο πίθηκος. «Αμέ! Πώς δε θα κάνουμε!» απάντησε το λιοντάρι. Ανέβηκαν λοιπόν σ ένα ψηλό δέντρο πάνω από τους βράχους και από κει, βούτηξαν στη λίμνη. Μετά, πέταξαν νερά ο ένας στον άλλο, πλατσούρισαν και ξανάκαναν βουτιές. Εκεί που ο Λεωνίδας βγαίνει από το νερό, τον βλέπει ο Μάρκος και νομίζει πως έχει μπροστά του ένα άλλο λιοντάρι. «Πώς έγινες έτσι;» φώναξε ο πίθηκος. «Τι έχω;» έκανε αυτός τρομαγμένος. «Είσαι, είσαι χρυσαφένιος!» 2/6
Ο Λεωνίδας γύρισε το κεφάλι του, τίναξε τη χαίτη του και με την άκρη του ματιού του κοίταξε το κάτω μέρος της πλάτης του και την ουρά του. Ο φίλος του είχε δίκιο. Είχε γίνει χρυσαφένιος από πάνω μέχρι κάτω! «Και τώρα;» ρώτησε απελπισμένο το μικρό λιοντάρι. «Θα γίνουμε πλούσιοι!» τσίριξε ενθουσιασμένος ο πίθηκος. «Αυτή η λίμνη είναι σίγουρα γεμάτη χρυσάφι!» «Και τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θέλω το ωραίο μου τρίχωμα. Τι θα πει η μαμά μου άμα με δει έτσι;» κλαψούρισε το μικρό λιοντάρι. «Πάμε στο δέντρο μου να σου ρίξω σαμπουάν να καθαρίσεις», πρότεινε ο φίλος του. Και μια και δυο, βρέθηκαν στο σπίτι του Μάρκου πάνω στο δέντρο. Ο Λεωνίδας ίσα που χώρεσε στη μπανιέρα του πίθηκου. Αυτός του έριξε σαμπουάν για ξεκίνημα, μετά αφρόλουτρο, πήρε τη βούρτσα και του έτριψε γερά την πλάτη, πήρε σαπούνι, πήρε απορρυπαντικό, δεν έγινε όμως τίποτα. Όταν ο Λεωνίδας σκουπίστηκε με μια χνουδωτή πετσέτα, το χρυσαφί χρώμα έλαμψε ακόμα περισσότερο. Το λιοντάρι κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. -Δε βαριέσαι! αναστέναξε. Καλός είμαι κι έτσι! 3/6
-Ναι, αλλά τώρα είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς. Οτιδήποτε είναι χρυσό, έχει μεγάλη αξία. Μπορεί κάποιος να σε αρπάξει, τον προειδοποίησε ο πίθηκος. Όμως ο Λεωνίδας παραήταν ενθουσιασμένος για να προσέξει τα λόγια του Μάρκου. Ο πίθηκος αφού είδε πως το λιοντάρι δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο, δεν είπε τίποτα άλλο. Του έδωσε όμως άλλα δυο μπουκάλια σαμπουάν να τα πάρει σπίτι του μήπως και η χρυσόσκονη έφευγε αργότερα και ο Λεωνίδας ξεκίνησε καμαρωτός για τη σπηλιά του. Έλα όμως που στο δρόμο συνάντησε, τι συνάντησε; Κυνηγούς λιονταριών! Απ αυτούς που πιάνουν λιοντάρια και τα πουλάνε στο τσίρκο, στους ζωολογικούς κήπους ή σε πλούσιους που βαριούνται τη ζωή και τα λεφτά τους. Ο Λεωνίδας τους είδε ευτυχώς λίγο πριν τον πάρουν είδηση. Και τότε, άρχισε ένα ξέφρενο κυνηγητό. Το τι έγινε, δεν περιγράφεται! Μπροστά ο Λεωνίδας, ξοπίσω του οι κυνηγοί! Τους ξέφευγε από δω, τον πλησίαζαν από κει. Ο Λεωνίδας κινδύνευε κι αυτοί όλο και τον έφθαναν. Και πάνω που κόντευαν να τον πιάσουν, βρίσκει ένα πολύ ψηλό δέντρο και σκαρφαλώνει επάνω. Τότε οι κυνηγοί βγαίνουν από το τζιπ τους και στέκονται κάτω από το δέντρο. Τι θα γινόταν τώρα; Ο Λεωνίδας κοίταξε σκεφτικός κάτω και γύρω και μετά τα μπουκάλια που κουβαλούσε. Και του ήρθε μια πολύ καλή ιδέα. Με δυο κινήσεις, άνοιξε πρώτα το ένα και μετά το άλλο μπουκάλι και τα άδειασε στα κεφάλια των κυνηγών. Μεμιάς, αυτοί γέμισαν σαμπουάν που κόλλαγε στα ρούχα τους και στα μαλλιά τους. Τα μάτια τους έτσουζαν κι ούτε που έβλεπαν κατά πού πήγαιναν! Ξέχασαν και το λιοντάρι, και το κυνήγι, κι οδηγώντας στα τυφλά σαν παλαβοί, πήραν δρόμο κι έφυγαν. Ο Λεωνίδας τότε, κατέβηκε από το δέντρο κι έτρεξε προς το σπίτι του. Στο δρόμο αναρωτιόταν τι θα έλεγε στη μαμά λιονταρίνα. Σκέφτηκε όμως πως ακόμη κι αν έτρωγε κατσάδα, η μαμά του θα ήταν πολύ περήφανη για το πανέξυπνο χρυσαφί της λιονταράκι! 4/6
Ευρυδίκη Αμανατίδου ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Ένας κήπος στο φεγγάρι 5/6
Συμβουλές για αρχάριους κηπουρούς Εφτά λόγοι που δεν αδυνατίζεις Ένα καρότσι για δίδυμα! {loadposition Photo by Itsyfcomments} Bitsy Spider 6/6