ΑΣ9 Page 1 μπουγάδα Τετάρτη, 22 Μαρτίου 2017 6:28 πμ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ μπουγάδα μπουγάδα : το σύνολο των εργασιών που αφορούν το πλύσιμο των ρούχων ιδίως με τα χέρια: H νοικοκυρά έχει / βάζει μπουγάδα. (επέκτ.) για τα πλυμένα ρούχα: έχει τη μπουγάδα απλωμένη στον ήλιο για να στεγνώσει.
ΑΣ9 Page 2 Εικόνα Α Οι νοικοκυρές βάζαν μόνες τους μπουγάδα, συνήθως το Σαββάτο. Πήγαιναν στο ποτάμι ἤ στη θάλασσα Πβλ. Κάτω στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι Πλέναν Χιώτισσες πλέναν παπαδοπούλες Πλεναν και άπλωναν κοντή Νεραντζούλα φουντωτή. Αν όλα πήγαιναν επέστρεφαν με τα στεγνά ρούχα για να τα σιδερώσουν. Αν κάτι πήγαινε στραβά (φωτιά, νεροποντή, πόλεμος κλπ) έπαιρναν τα βρεμένα τους και επέστρεφαν. Από εδω και η σχετική φράση. Η μπουγάδα ήταν βαρειά και επίπονη δουλειά και οι διακοπές εθεωρούντο ιδιαίτερα ενοχλητικές πβ. φράση Μας κουβαλήθηκε στην τούρλα* του Σαββάτου. Βλ. και την παροιμιωδη απάντηση της νοικοκυράς που είχε μπουγάδα και της ανακοίνωσαν το θάνατο του άντρα της: "όλη η έννοια μου του αντρός μου ο θάνατος!"
(*)αναγραμματισμος του τρούλος = θόλος βλ. τρούλος στο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ μου, οπου εξηγειται η φράση.συγγενες με το τρυβλιον Ετυμολογία της μπουγάδας Από το ιταλικο bucato, Στην Προβηγκια και την Ισπανια bugada; Στη Γαλλια.buée, Στη διαλεκτο το Πεδεμοντιου. bugà;. Κατά τους Ιταλους Γλωσσολογους Ferrari, Menagio,Τassoni και Diez προερχεται από το BUCA ή BUCARE, επειδη όπως διακαιολογει ο Tassoni, οι γυναίκες εκαναν την μπουγάδα πανω ενα κορμο δεντρου που ηταν βαθουλωμενος (bucato από το buca = τρυπα ) από τη χρήση, η μαλλον πιθανοτερο, τοποθετωντας από πανω ένα τρύπιο (bucato) υφασμα για να ρίξουν μετά πανω του καυτό νερο και στάχτη (αλισσιβα) και να καθαρισουν τα υφασματα που ηταν από κατω. Απογάδιον: Λέξη που αναφέρει τονισμένη ο Σαράφης στον "Αυτοκρατορικό Στόλο" 9290. Και σημαίνει το πλύσιμο των ρούχων που γίνονταν από τους ναύτες σε ορισμένο χρόνο. Η λέξη παραπέμπει ηχητικά και εννοιολογικά στο σημερινό μπουγάδα. Τετοια λεξη δεν βρεθηκε πουθενα ίσως ηταν απογαριον από το γάριασμα : το αποτέλεσμα του γαριάζω το κιτρίνισμα των ασπρόρουχων και γενικότερα των λευκών επιφανειών, που προέρχεται από κακό πλύσιμο. Αρα το απογάριον ίσως να ηταν η αποβολη του γαρου με νέο πλύσιμο. (*) από το buca το ρήμα bucare (τρυπω, κανω τρυπα) > Ελληνικό της αργκο μπουκαρω > μπουκαδόρος (αργκο) = διαρρήκτης Aπό το συνθετο trabocare (διατρυπω) > ο τραμπουκος πολιορκητικο μηχανημα του πεσαιωνα και κατοπιν ανθρωπος βιαιος, εγκαθετος, και αργυρωνητον οργανον πολιτικου κομματος ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ Στις αρχές την μπουγάδα ανελάμβανε μια πλύστρα ή πλύντρια. Ηταν συνήθως μια φτωχή χήρα που ξενοπλένει για να ζήσει το παιδάκι της Δούλευε στο πλυσταριό [1] του σπιτιού που ήταν συνήθως στην ταράτσα ή στο υπόγειο. Τα άπλυτα ερχοντουσαν και επέστρεφαν πλυμένα με το μπουγαδοκόφινο [ΕΙΚ 1] Εκεί υπήρχε εντοιχισμένο καζάνι για ζεστό νερό, χτιστή σκάφη, η πλύστρα [ΕΙΚ 9] βλ.λ. μπουγαδοκόφινο και πράσινα σαπούνια [ΕΙΚ 2], το λουλάκι {ΕΙΚ 3] και η αλισίβα [3]. Τα πλυμένα πλενόντουσαν με μανταλάκια σε σχοινιά της μπουγάδας στην ταράτσα. Όταν στα σχοινιά πλενόντουσαν σεντόνια το σχοινί χρειάζονταν υποστήριξη γιατί λύγιζε από το βάρος, τοποθετείται ο κρεμανταλάς ή μαντράχαλος ένα ίσιο και χοντρό κλαρί (συνήθως ελιάς) που κοβόταν και κλαδευόταν με τρόπο ώστε να γίνει πάσσαλος που κατέληγε σε διχάλα, ώστε το διχαλωτό άκρο του να στηρίζει βαριά σχοινιά με απλωμένη μπουγάδα. Στα τέλη του 1950 εμφανιστήκαν τα πρώτα πλυντήρια. Το πλυντήριο ήταν ευαγές πλην κερδοσκοπικό ίδρυμα με μεγάλα ηλεκτρικά πλυντήρια εν παρατάξει όπου οι κυρίες πήγαιναν την μπουγάδα τους. Περίμεναν να τελειώσει έχοντας μαζί τους το πλεκτό τους (ως πρόσχημα) και άρχιζαν το κουτσομπολιό. Υπήρχαν και πλυντήρια - σιδηρωτήρια που έπλεναν και σιδέρωναν κυρίως πουκάμισα [ΕΙΚ 10], τα επίστρεφαν επιμελώς διπλωμένα σε ζελατίνα. ΑΣ9 Page 3
ΑΣ9 Page 4
ΑΣ9 Page 5 Απλωνουμε αλευρι! Εκτος από τη μπουγαδα απλωνουμε στο σχοινι και αλευρι. «Απλωνω αλευρι» σημαινει αδιαφορω σε καποιες παρακλησεις και γενικοτερα αδιαφορω. Από την ιστορια του Χοτζα που αρνηθηκε να δανεισει το σχοινι της μπουγάδας στο γειτονα του. Όταν αυτος του ειπε «ποτε απλωνει κανεις αλευρι στο σχοινι;» ο Χοτζας απαντησε «όταν δεν θέλει να το δανεισει». Η ποιηση της μπουγάδας Ο Τίμος Μωραιτίνης περιέγραφε την μπουγάδα στο ποίημα του «Φιλολογική εσπέρις» : _ Στης Χρίσταινας της καφετζούς προχθές νωρίς νωρίς μια φιλολογική εδόθη εσπερίς. Ο Φώτης ο μπαλωματής για έναν τσαγκάρη Τήνιον έκανε μίαν κρίση. Η Κώσταινα εμίλησε για την μπουγάδα και την πλύση κι επεκαλέσθη και τον Πλίνιον. Έπειτα ο Στραβάραπας με στύλ Μεταξουργείου ωμίλησε περί Θεοδοσίου... Κατόπιν ο Κρεμανταλάς, που τον φωνάζουν και Γρουσούζη, πλανόδιος από ετών, που με τη ζέστη πάντοτε πουλά το κρύο- μπούζι, έκανε μια διάλεξη περί των νέων ποιητών. Ο Χρήστος ο αμανετζής ομίλησε περί του Μπάχ εν σχέσει με το αχ και βάχ. Ο κανονιέρης ο Στρατής περί Δανίας και Δανών κι ο καρβουνιάρης ο Λουκάς περί λευκών μικρών κλινών. Η Διαμαντούλα έπειτα, με μια εισήγηση λαμπρά, ανέλυσε τον Νεκομπρά και είπε και περί φωτός και ουρανού ενάστρου. Και, τέλος, η κυρία Κάστρου [2], κρατούσα εγχειρίδιον περί φιλοσοφίας, μετά μεγάλης ευφραδείας και μετά χάριτος άπείρου απήγγειλε τεμάχια εκ του Ομήρου. ΣΗΜΕΡΑ Η μπουγάδα γίνεται από πλυντήρια το στέγνωμα από στεγνωτήρια που είναι οικιακές συσκευές. Σχόλιο Υπέχουν δυο δίσημες λέξεις στο κείμενο Πλύστρα η γυναίκα που πλένει κατ επαγγελμα, η πλύντρια και πλύστρα το ραβδωτό σανίδι της σκάφης που έτριβαν τα ρούχα με το πράσινο σαπούνι [ΕΙΚ 6]. Πβλ. Το ρεφραίν του Δημοτικού τραγουδιού "δεξιά μεριά η πλύστρα της κι αριστερά η χωρίστρα της"
ΑΣ9 Page 6 Πλύστρες με τις πλύστρες Μπουγαδοκόφινο Τσιμεντένια κατασκευή των παλιών πλυσταριών. Ίσως η παλιότερη τούρλα σε σχήμα ανεστραμμένου τρούλου. Αλλά και το παλιό κοφίνι που κουβαλούσαν οι νοικοκυρές τη μπουγάδα προς το ποτάμι ή το πλυσταριό. Η ιδία λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει το αιδοίο της αδελφής του πατέρα ή της μητέρας κάποιου : της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο. Ο υπαινιγμος αφορα το διεσταλμενον, λόγω χρησεως, αιδοιον. Ομοιως και η κοφα.
ΑΣ9 Page 7 Το ψηλότερο κοφίνι χρησιμεύει για τη συλλογή καρπών και λέγεται και κόφα. Βλλ καραβι κόφα. ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [1] Πλυσταριό νέου τύπου Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα δε θα θυμάσαι πια μεσ τη ζωή Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι πριν από χρόνια θα `ταν πλυσταριό μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι, φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό μ ένα καρφί και μ ένα καθρεφτάκι τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ - Η ΑΥΛΗ 1974 Το καμαράκι αυτό ήταν στο κτίριο της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπούλινας, στην ταράτσα και είχε διασκευαστεί σε αίθουσα βασανιστηρίων τον καιρό της "Εθνοσωτήριου Επαναστάσεως" των Χουντικών. Το "Σπουδαστικό", για ευκολία, ήταν στον αμέσως παρακάτω όροφο ένθα οι Καλύβας, Καραπαναγιώτης, Μάλλιος "εκτελουσαν το θεάρεστο έργο τους": τον καθαρισμὀν από τα μιάσματα. [2] Κάστρου Η Κάστρου είναι η "κακούργα πεθερά" που μαχαίρωσε και τεμάχισε τον γαμπρό της Αθανασόπουλο δίνοντας έμπνευση στη λαϊκή μούσα για το τραγουδάκι "καημένε Αθανασόπουλε" Το έγκλημα τότε ήχε συγκλονίσει το πανελλήνιο.
ΑΣ9 Page 8 [3] Αλισσιβα Από το ιταλικο Iiscivia e lisciva;ius; Γαλλικό Lessive Dissoluzione alcalina, che serve a imbiancare i panni e si prepara facendo passare l acqua calda sopra un trato di cenere di legna o di soda. Βιβλιογραφια Αλκαλικό διάλυμα για τη λεύκανση υφασμάτων με έκχυση ζεστού νερού πάνω από ένα πανί με στάχτη ξύλων ή δισανθρακικη σόδα. 9290 ΥΠΟΠΛ. ΚΩΝ. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΝΤΖΙΠΙΟΣ - Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ - ΑΘΗΝΑ - 1907