Τσιμεντενέσεις. Πτυχιακή Εργασία. Αλεξάδρειο Τεχνολογικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης Σχολή Τεχνολογικών ΕΦαρμογών Τμήμα Πολιτικών Έργων Υποδομής

Σχετικά έγγραφα
χαρακτηριστικά και στην ενεσιμότητα των αιωρημάτων, ενώ έχει ευμενείς επιπτώσεις στα τελικό ποσοστό εξίδρωσης (μείωση έως και κατά 30%) και στην

Έλεγχος Ποιότητας και Τεχνολογία Δομικών Υλικών

Πίνακας 1. Κατά βάρος σύσταση πρώτων υλών σκυροδέματος συναρτήσει του λόγου (W/C).

Φυσικές και μηχανικές ιδιότητες ενεμάτων με διάφορους τύπους ρευστοποιητών

Σ. Δ Ρ Ι Τ Σ Ο Σ Σ. Δ Ρ Ι Τ Σ Ο Σ

8 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΝΙΑΜΑΤΑ

ΑΔΡΑΝΗ. Σημαντικός ο ρόλος τους για τα χαρακτηριστικά του σκυροδέματος με δεδομένο ότι καταλαμβάνουν το 60-80% του όγκου του.

KONIAMATA. διαμέτρου μέχρι 4mm και νερό. Παραδόσεις του Αναπλ. Καθηγητή Ξ. Σπηλιώτη

Συνεκτικότητα (Consistency) Εργάσιμο (Workability)

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΑ

ΤΣΙΜΕΝΤΟ. 1. Θεωρητικό μέρος 2. Είδη τσιμέντου 3. Έλεγχος ποιότητας του τσιμέντου

Κοκκομετρική Διαβάθμιση Αδρανών

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΕΡΓΑΣΙΜΟΥ ΠΛΑΣΤΙΚΗΣ ΜΑΖΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΑ

BYZANTINE BLUE ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΤΙΡΙΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΑΝΑΜΙΞΗ (ΣΥΝΘΕΣΗ) ΑΔΡΑΝΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

Υπολογισμός Διαπερατότητας Εδαφών

Τα κονιάματα έχουν σκοπό να ενώσουν τα λιθοσώματα. Οι μηχανικές τους ιδιότητες επηρεάζουν τα μηχανικά χαρακτηριστικά της τοιχοποιίας.

Ελαστική πολυακρυλική ενέσιμη ρητίνη για μόνιμη στεγανή σφράγιση

Εξαρτάται από. Κόστος μηχανική αντοχή

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΠΙΜΕΤΡHΣΗ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΙΑΦΡΑΓΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΣΙΜΕΝΤΕΝΕΣΕΙΣ

ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ RCC ΣΥΜΠΑΓΟΥΣ ΕΠΙΧΩΣΗΣ (FACE SYMMETRICAL HARDFILL DAMS - FSHD)

ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Προστασίας & Συντήρησης Πολιτισμικής Κληρονομιάς ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑΣ. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ ΗΡΑ Συντηρήτρια Αρχαιοτήτων & Έργων Τέχνης

6 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ: ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΔΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΤΕΧΝΗΤΟΙ ΛΊΘΟΙ- ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ μέρος Α

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ ΚΑΙ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΛΙΝΚΕΡ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ

ΜΕΛΕΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ & ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ

Ποιότητα και πάχος επικάλυψης Περιεκτικότητα του σκυροδέματος σε τσιμέντο Πρόσθετα Είδος και συγκέντρωση των χλωριούχων αλάτων

Δοκιμή Αντίστασης σε Θρυμματισμό (Los Angeles)

Ακουστική Χώρων & Δομικά Υλικά. Μάθημα Νο 1

ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΔΑΦΩΝ

Σχέσεις εδάφους νερού Σχέσεις μάζας όγκου των συστατικών του εδάφους Εδαφική ή υγρασία, τρόποι έκφρασης

Ευρωπαϊκός Κανονισµός Εκτοξευόµενου Σκυροδέµατος: Απαιτήσεις, Οδηγίες και Έλεγχοι

Σύστημα αφύγρανσης και εξυγίανσης τοίχων. MACROPORE Επίχρισμα RASTUCCO Τριπτό

EXPANDEX ΑΘΟΡΥΒΟ ΙΟΓΚΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

19,3 χλµ Λεωφ. Μαρκοπούλου, Παιανία, Αττική, Τηλ.: (+30) ΑΔΡΑΝΗ ΥΛΙΚΑ

ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΥΓΡΑΣΙΑΣ ΑΔΡΑΝΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΔΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Συνδετικά υλικά για την ανακαίνιση και αποκατάσταση

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΝΩΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

Rasobuild Eco ΟΡΥΚΤΑ ΥΛΙΚΑ ΛΕΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΦΙΝΙΡΙΣΜΑΤΟΣ Φιλικά

ΓΕΝΙΚΑ. "Δομικά Υλικά" Παραδόσεις του Αναπλ. Καθηγητή Ξ. Σπηλιώτη

Σ. Δ Ρ Ι Τ Σ Ο Σ Σ. Δ Ρ Ι Τ Σ Ο Σ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΦΕΡΟΥΣΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Ε ΑΦΟΥΣ ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ ΤΟΥ Ε ΑΦΟΥΣ

καταστροφικά Δ αποτελέσµατα

Ελαστική πολυακρυλική ενέσιμη ρητίνη για μόνιμα στεγανή σφράγιση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

Τσιμεντοειδές στεγανωτικό σύστημα πολλαπλών χρήσεων. Σύστημα ενός συστατικού. Συστήματα δύο συστατικών

CIVIL PLUS Α.Ε. CP CRETE 404

ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ. Διδάσκων Καθηγητής Γιάννακας Νικόλαος Δρ. Πολιτικός Μηχανικός

SINMAST J12 /J158 /J20 (προϊόντα SINMAST) ΣΗΜΑΝΣΗ Πιστοποίηση Νο 0906 CPR ΕΛΟΤ EN

ΜΕΡΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ Η

Τυποποιημένη δοκιμή διεισδύσεως λιπαντικών λίπων (γράσσων)

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΛΕΠΤΟΤΗΤΑΣ ΑΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ

«γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» όρια εδάφους και βράχου

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ

Πείραμα 1 ο. Προσδιορισμός Υγρασίας Τροφίμων

v = 1 ρ. (2) website:

6 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ: ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ, ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Σ. Η. Δ Ρ Ι Τ Σ Ο Σ Σ. Η. Δ Ρ Ι Τ

12 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ

Ίνες υάλου για δομητικές συνδέσεις και αγκυρώσεις των ινωπλισμένων πολυμερών (ΙΩΠ)

Πιο ενεργά συστατικά κολλοειδή κλασματα Διάμετρο μικρότερη από 0,001 mm ή 1μ ανήκουν στα κολλοειδή.

Μέτρηση ιξώδους λιπαντικών

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

ΥΓΡΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΤΙΡΙΩΝ

Εργαστηριακή άσκηση 1: ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΔΙΑΛΥΣΗΣ

Τσιµέντα. Χρονολογική σειρά. Άσβεστος. Φυσικά τσιµέντα. Τσιµέντα Portland. παραγωγή τσιµέντων> 1 δισεκατοµµύρια τόννοι/ έτος. Non-Portland τσιµέντα

Τεχνική Έκθεση. ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ Ο Πρ/νος της Δ/νσης Τ.Υ Δήμου Χίου. ΠΕ Πολιτικός Μηχανικός με βαθμό Β'

ΠΕΤΕΠ ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.

Εργαστηριακές Ασκήσεις Οπλισμένου Σκυροδέματος

Ενίσχυση των κονιαμάτων

Άσκηση 3η. Μέθοδοι Διαχωρισμού. Τμήμα ΔΕΑΠΤ - Εργαστήριο Γενικής Χημείας

ΕΠΟΞΕΙΔΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΔΑΠΕΔΑ

Από πού προέρχεται η θερμότητα που μεταφέρεται από τον αντιστάτη στο περιβάλλον;

Μειωμένου βάρους τσιμεντοκονίαμα για πληρώσεις δαπέδων

ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Προστασίας & Συντήρησης Πολιτισμικής Κληρονομιάς ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑΣ. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ ΗΡΑ Συντηρήτρια Αρχαιοτήτων & Έργων Τέχνης

Εισαγωγή στην Επιστήμη των Υλικών Θερμικές Ιδιότητες Callister Κεφάλαιο 20, Ashby Κεφάλαιο 12

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΤΟΙΜΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ. Τσακαλάκης Κώστας, Καθηγητής Ε.Μ.Π.,

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ: ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΒΑΡΟΥΣ ΣΥΝΕΚΤΙΚΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

Construction. Sika ViscoCrete Τεχνολογία για Παραγωγή Αυτοσυμπυκνούμενου Σκυροδέματος

Ευρωπαϊκές προδιαγραφές

ΠΑΛΙ 4 ομάδες κατάταξης ανάλογα με : ΠΑΛΙΟΤΕΡΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΛΙΘΟΣΩΜΑΤΩΝ ποσοστό κενών κ.ο, όγκο κάθε κενού, πάχος τοιχωμάτων.

ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΟΝΙΟΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑΣ

Τσιμεντοειδές στεγανωτικό σύστημα πολλαπλών χρήσεων. Σύστημα ενός συστατικού. Συστήματα δύο συστατικών

Άρης Ασλανίδης Πρότυπα Πειραματικά Γυμνάσια Οδηγός προετοιμασίας για τα Φυσικά

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗ (γιατί υπάρχουν οι γεωτεχνικοί µελετητές;)

Παράδειγµα ελέγχου αδρανών σκωρίας σύµφωνα µε ταευρωπαϊκά πρότυπα ΕΝ και ΕΝ 13242

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΑΡΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΠΗΞΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ Ο ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΦΕΡΟΝΤΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΠΟ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟ ΣΚΥΡΟ ΕΜΑ ΜΕ ΒΛΑΒΕΣ ΑΠΟ ΣΕΙΣΜΟ

Πείραμα 2 Αν αντίθετα, στο δοχείο εισαχθούν 20 mol ΗΙ στους 440 ºC, τότε το ΗΙ διασπάται σύμφωνα με τη χημική εξίσωση: 2ΗΙ(g) H 2 (g) + I 2 (g)

Εργαστήριο Συνθέτων Υλικών

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΥΝΘΕΤΑ ΥΛΙΚΑ ΠΕΡΙΣΦΙΓΞΗ

ΜΟΝΙΜΗ ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑTΟΣ

Υπολογισµοί του Χρόνου Ξήρανσης

ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΠΟ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ

Μη Καταστροφικός Έλεγχος

ΥΓΡΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΤΙΡΙΩΝ

ΤΕΧΝΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ STEPOX 20

Transcript:

Αλεξάδρειο Τεχνολογικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης Σχολή Τεχνολογικών ΕΦαρμογών Τμήμα Πολιτικών Έργων Υποδομής Τσιμεντενέσεις Πτυχιακή Εργασία ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Α. ΤΑΛΕΛΛΗ Α. ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2013

Σ ε λ ί δ α 1 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η Πτυχιακή Εργασία με τίτλο «Τσιμεντενέσεις» πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του απαιτούμενου προγράμματος σπουδών της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών, του Τμήματος Πολιτικών Έργων Υποδομής, του Αλεξάνδρειου Τεχνολογικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον καθηγητή μας κ. Κονιτόπουλο και την καθηγητρία μας κ. Κινικλή που μας έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθούμε με την έρευνα του συγκεκριμένου θέματος.

Σ ε λ ί δ α 2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η εκπόνηση της Πτυχιακής εργασίας με τίτλο «Τσιμεντενέσεις»έχει ως στόχο την συνοπτική προσέγγιση και παρουσίαση της σύνθεσης και της εφαρμογής των ενεμάτων. Η εργασία αυτή αποσκοπεί στο να παρουσιάσει των ουσιαστικό ρόλο των ενεμάτωνκαι όχι να προτείνει μια πρακτική λύση, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια μιας πτυχιακής εργασίας. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας προσδιορίζεται η έννοια του ενέματος και της τεχνικής του και γίνεται μια σύντομη ιστορική αναδρομή της χρήσης τους από την αρχή της εμφάνισής τους στα Ρωμαϊκά μνημεία, μέχρι και σήμερα με την εμφάνιση των νέων υλικών. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στις κατηγορίες των ενεμάτων. Συγκεκριμένα, διαχωρίζονται με βάση τη σύνθεσή τους στα πολυμερή και στα υδραυλικά και γίνεται λεπτομερής αναφορά στα υλικά που απαρτίζουν τη σύνθεσή τους. Στο τρίτο κεφάλαιο καθορίζονται οι επιθυμητές ιδιότητες των ενεμάτων στις τρεις τους φάσεις, την υγρή, κατά την διάρκεια της πήξης τους και μετά την στερεοποίησή τους, ενώ στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση των ιδιοτήτων αυτών, με κυριότερη την ενεσιμότητα, και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρονται τα κριτήρια σχεδιασμού των υδραυλικών ενεμάτων σε συνδυασμό με τα βασικά δεδομένα που επηρεάζουν το σχεδιασμό τους και τονίζονται οι απαιτούμενες έρευνες και μελέτες που πρέπει να γίνονται προκειμένου να είναι σωστός ο σχεδιασμός τους. Συγχρόνως, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στον ρόλο που πρέπει να παίζουν τα ενέματα στην στερέωση του εκάστοτε έργου καθώς και των προτερημάτων και των μειονεκτημάτων που έχει η εφαρμογή τους. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι μέθοδοι εφαρμογής τους, με κυριότερη την εισαγωγή ενεμάτων υπό πίεση, και τα υλικά και ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται.

Σ ε λ ί δ α 3 Μέσα από την παρούσα έρευνα προκύπτει ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της χρήσης των ενεμάτων είναι ότι αποτελούν επέμβαση μη ορατή η οποία επιτυγχάνει την επισκευή και ενίσχυση της λιθοδομής με την μικρότερη δυνατή διατάραξη και χωρίς αλλαγή του αρχικού φορέα. Αυτό σημαίνει πως διατηρούνται στο μεγαλύτερο βαθμό οι υπάρχουσες παραμορφώσεις χωρίς να αλλοιώνεται η εξωτερική του μορφή του κτίσματος και συγχρόνως επιτυγχάνεται η αποκατάσταση της συνέχειας μεταξύ των ρηγματωμένων και αποδιοργανωμένων τμημάτων της λιθοδομής ή του αρχιτεκτονικού μέλους με ταυτόχρονη βελτίωση αντοχής του φορέα. Παρόλο που η χρήση τους ενδείκνυται, κυρίως λόγω του ότι είναι επέμβαση μη ορατή που δεν αλλοιώνει την εξωτερική μορφή του κτίσματος, το θέμα των ενέσεων δεν έχει εξαντληθεί ερευνητικά. Υπάρχουν ακόμα θέματα που πρέπει να εξετασθούν και που έχουν να κάνουν με πραγματικά δεδομένα, δηλαδή με την συμπεριφορά του ενέματος μετά την εφαρμογή του σε μνημεία. Για το λόγο αυτό η σύνθεση και η συμπεριφορά των ενεμάτων εξακολουθεί να ερευνάται και να βελτιώνεται. Αυτό σημαίνει πως η πραγματοποίηση όλων των απαιτούμενων δοκιμαστικών εφαρμογών και ελέγχων πριν και κατά την διάρκεια του έργου, είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στο συνολικό σχεδιασμό των εργασιών στερέωσης.

Σ ε λ ί δ α 4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΕΜΑ σελ.7 1.1ΟΡΙΜΟΣ 7 1.2 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 7 2.ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΝΕΜΑΤΩΝσελ. 11 2.1 ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΝΕΜΑΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥΣ 11 2.2 ΠΟΛΥΜΕΡΗ ΕΝΕΜΑΤΑ 12 2.2.1Τύποι πολυμερών 13 2.2.2Ρητίνες 13 2.2.2.1 Πιθανές αιτίες φθοράςρητινών 15 2.3 ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ ΕΝΕΜΑΤΑ 16 2.3.1Σύνθεση υδραυλικών ενεμάτων 16 2.3.1.1 Τσιμέντο 16 2.3.1.2 Νερό 17 2.3.1.3 Υδράσβεστος 17 2.3.1.4 Ποζολάνη 17 2.3.1.5 Πρόσθετα / Πρόσμικτα 18 2.4 ΜΕΙΓΜΑΤΑ ΕΝΕΜΑΤΩΝ 19 2.4.1 Συνδυασμός τσιμέντου με λεπτόκοκκα υλικά 21 3. ΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΝΕΜΑΤΩΝ σελ. 24 3.1 ΓΕΝΙΚΑ 24 3.1.1 Ένεμα σε υγρή μορφή 24

Σ ε λ ί δ α 5 3.1.2 Ένεμα κατά την διάρκεια της πήξης του 25 3.1.3 Ένεμα μετά την στερεοποίησή του 25 3.1.4 Κύριες παράμετροι πριν και μετά την πήξη των ενεμάτων 26 4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝΕΜΑΤΩΝ σελ. 27 4.1 ΕΝΕΣΙΜΟΤΗΤΑ 27 4.1.1 Σταθερότητα 27 4.1.2 Ρευστότητα 29 4.1.3 Διεισδυτικότητα 31 4.2 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΗΞΗ 34 4.2.1Πήξη 34 4.2.2 Αστάθεια του μείγματος 34 4.2.3 Απορρόφηση νερού από λιθοδομή 35 4.2.4 Γεωμετρικοί παράγοντες 35 4.3 ΜΗΧΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 36 4.3.1 Αντοχή των υδραυλικών ενεμάτων 36 4.3.2 Συνάφεια υδραυλικών ενεμάτων λιθοσωμάτων 37 4.3.3 Επισκευασμένη λιθοδομή 37 5.ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΥΔΡΑΥΛΙΚΩΝ ΕΝΕΜΑΤΩΝσελ. 39 5.1 ΓΕΝΙΚΑ 39 5.2ΒΑΣΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ 40 5.2.1Απαιτούμενες έρευνες και μελέτες για τον σχεδιασμό της σύνθεσης και της διαδικασίας εφαρμογής των ενεμάτων 40 5.2.2 Κριτήρια σχεδιασμού υδραυλικών ενεμάτων 42

Σ ε λ ί δ α 6 5.3 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΝΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΕΡΕΩΣΗ ΤΩΝ ΛΙΘΟΔΟΜΩΝ 43 6. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΝΕΜΑΤΩΝσελ. 45 6.1 ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΝΕΣΕΩΝ 45 6.1.1Εισαγωγή ενέματος υπό πίεση 45 6.1.2 Υλικά Εξοπλισμός 50 6.2 ΑΛΛΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΝΕΜΑΤΩΝ 51 6.2.1 Έκχυση ενέματος με το χέρι 51 6.2.2 Σύστημα βαρύτητας 52 6.2.3 Σύστημα άντλησης 55 6.2.4 Αναρροφητικά συστήματα 56

Σ ε λ ί δ α 7 1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΕΜΑ 1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ Τσιμεντένεση σημαίνει σύμφωνα με την ετοιμολογία της λέξης την «ένεση» με σκυρόδεμα οπλισμένο ή με ρητίνες ή σκέτο, στα σημεία που πονά μια κατασκευή, είτε στο έδαφος.με αυτή τη τεχνική βελτιώνουμε τη φέρουσα αντοχή των επιμέρους τμημάτων. Με τον όρο ένεμα, εννοούμε την εισαγωγή στην λιθοδομή με μηχανικό τρόπο ενός υλικού υπό ρευστή μορφή, με στόχο την πλήρωση ρωγμών, κενών και κοιλοτήτων. Με την πάροδο κάποιου χρόνου το υλικό αυτό στερεοποιείται και έτσι επιτυγχάνεται η αποκατάσταση της συνέχειας μεταξύ των αποσαθρωμένων ή ρηγματωμένων τμημάτων της λιθοδομής ή του αρχιτεκτονικού μέλους και η συνολική βελτίωση της συμπεριφοράς της κατασκευής χωρίς αλλοίωση της εξωτερικής της μορφής 1. Τα ενέματα μπορεί να είναι 2 : Αιωρήματα: είτε στερεών σωματιδίων είτε κολλοειδή αιωρήματα Διαλύματα: είτε αληθή είτε κολλοειδή διαλύματα Κονιάματα

Σ ε λ ί δ α 8 1.2 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 3 Η λογική της μεθόδου των ενεμάτων δεν είναι καινούργια. Η λογική της εισαγωγής κάποιου ρευστού στα πρωτοτοποθετημένα υλικά της λιθοδομής, το οποίο μέσω της στερεοποιήσεως του θα συνδέσει μεταξύ τους και θα δώσει ένα νέο υλικό με διαφορετικές φυσικομηχανικές ιδιότητες και συχνά καλύτερες αντοχές, είναι πολύ παλαιότερη. Η ίδια λογική είχε χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή πολλών Ρωμαϊκών καθώς και Ρωμανικών μνημείων. Υπάρχουν αποδείξεις, από υπαρκτές πληροφορίες σχετικά με τις ρωμαϊκές μεθόδους κατασκευής, όπου γινόταν χρήση υδαρούς κονιάματος μεταξύ των ρωγμών των τοιχοποιιών. Αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η προϊστορία της μεθόδου των ενεμάτων. 1 Πηγή : Μιλτιάδου Α., «Η μέθοδος των υδραυλικών ενεμάτων για την επισκευή και ενίσχυση παλιών κατασκευών από λιθοδομή», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2004 2 Πηγή : «Προσωρινές Εθνικές Τεχνικές Προδιαγραφές», 11-03-05-00 3 Πηγή :Μιλτιάδου Α., «Γενική παρουσίαση της εφαρμογής των ενεμάτων για επισκευή λιθοδομών», 1991

Σ ε λ ί δ α 9 Τα ενέματα αρχίζουν να εφαρμόζονται για την επισκευή λιθοδομών από την αρχή του 19 ου αιώνα, όταν ο Γάλλος μηχανικός CharlesBerigny τα χρησιμοποιεί για να στερεώσει τοίχους από λιθοδομή στο λιμάνι της Dieppe. Λίγο αργότερα τα ενέματα εφαρμόζονται για την πλήρωση κενών στις λιθοδομές των θεμελίων τριών βάθρων της γέφυρας της Tours στη Γαλλία(Εικ.1). :Εφαρμογή ενεμάτων στη γέφυρα Tours στην Γαλλία το 1835 Εικόνα 1 Γύρω στα μέσα του περασμένου αιώνα, και μετά την εφεύρεση του τσιμέντου Portland, η ανάγκη για την επέκταση των σιδηροδρομικών δικτύων, με την εφεύρεση της ατμομηχανής, οδηγεί στην εκτεταμένη χρήση των τσιμεντενεμάτων για την επισκευή και την ενίσχυση των γεφυρών (ανάγκη ανάληψης αυξημένων φορτίων). Με την εφεύρεση (γύρω στο 1888) της πρώτης μηχανής ενεμάτων υπό πίεση (Εικ.2), από τον JamesGreathead στην Αγγλία, η χρήση της μεθόδου σε έργα εδάφους και υπεδάφους γίνεται συστηματική.

Σ ε λ ί δ α 10 Εικόνα 2 : Η πρώτη μηχανή ενεμάτων υπό πίεση που επινόησε ο JamesGreathead Παράλληλα, η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά σε λιθοδομές και αρχίζουν οι πρώτες εφαρμογές σε μνημεία. Ο SirFranciwFox, πολιτικός μηχανικός, το 1905, έχοντας εμπειρία χρησιμοποίησης της μηχανής J.Greathead στην κατασκευή του μετρό του Λονδίνου κάνει τις πρώτες εφαρμογές (WinchesterCathedral 1905, St. Paul scathedral 1906 και 1926, LincolnCathedral 1922-1927). Μέσα από την εμπειρία της εφαρμογής της μεθόδου προκύπτει το πρόβλημα της αδυναμίας των τσιμεντενεμάτων να διεισδύσουν σε υλικά χαμηλής διαπερατότητας (ρωγμές μικρού εύρους ή πόρους μικρής διαμέτρου) λόγω του υψηλού ιξώδους και της κοκκώδους μορφής τους. Για την αντιμετώπιση της αδυναμίας αυτής, ήδη το 1886, αρχίζει να αναπτύσσεται έρευνα σε δύο βασικά θέματα: 1. Τη βελτίωση του εξοπλισμού για την διενέργεια των ενέσεων, που οδηγεί στην κατασκευή αντλιών μεγάλων δυνατοτήτων και την επίτευξη υψηλών πιέσεων. Η χρησιμοποίηση των αντλιών αυτών δεν επιλύει όμως το πρόβλημα. 2. Την εφεύρεση νέων υλικών, χωρίς κόκκους, που οδηγεί στα οργανικά ενέματα αυτά που σήμερα εν συντομία ονομάζουμε πολυμερή. Η έρευνα για τα ενέματα αυτά γνωρίζει μεγάλη εξέλιξη ιδιαίτερα μετά τον Β

Σ ε λ ί δ α 11 Παγκόσμιο Πόλεμο και η χρήση τους βρίσκεται σε μεγάλη ακμή μετά από το 1960. Η επέκταση της εφαρμογής, τόσο των τσιμεντενεμάτων όσο και των χημικών ενεμάτων, στηρίχθηκε σε αξιόλογες έρευνες που έγιναν κυρίως για την εφαρμογή της μεθόδου σε έργα εδαφομηχανικής και θεμελιώσεων, προεντεταμένου σκυροδέματος, επισκευής οπλισμένου σκυροδέματος και σκυροδέματος πρωτοτοποθετημένων αδρανών.

Σ ε λ ί δ α 12 2. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΝΕΜΑΤΩΝ 2.1 ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΝΕΜΑΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥΣ Τα ενέματα μπορούν να διακριθούν με διάφορους τρόπους. Σε κάθε περίπτωση ο διαχωρισμός τους γίνεται βάσει των πιο σημαντικών χαρακτηριστικών των υλικών, τα οποία αποτελούν το ένεμα. Κανένας όμως από τα υπάρχοντα κριτήρια δεν περιγράφει πλήρως τα υλικά και τις ιδιότητές τους. Οι πιο συνηθησμένες κατηγορίες ενεμάτων είναι οι εξής : I. Χημικά ενέματα με κύριο συστατικό το τσιμέντο. Η διάκριση αυτή βασίζεται στη φύση του πιο σημαντικού υλικού του ενέματος, που είναι το συνδετικό υλικό. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις αρχές του 20 ου αιώνα, όταν άρχισε η χρήση των χημικών ενεμάτων. II. Οργανικά και ανόργανα ενέματα. Ηδιάκρηση αυτή βασίζεται στην χημική σύσταση του συνδετικού υλικού. Προτάθηκε απ τον G.K. Jone s, εξαιτίας της άποψής του ότι ο όρος χημικό ένεμα δεν είναι εύκολα κατανοητός. Οι παραπάνω κατηγοριοποιήσεις έχουν σαν μειονέκτημα ότι δεν λαμβάνουν υπόψη την φύση των υπολοίπων συστατικών που αποτελούν το ένεμα. Συγκεκριμένα, ένα ένεμα που αποτελείται από το τσιμέντο και οργανικά υλικά είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί 4. Σήμερα, πλέον και ύστερα και από άλλους διαχωρισμούς που χρησιμοποιήθηκαν, τα ενέματα διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τα πολυμερή και τα υδραυλικά. Ο διαχωρισμός αυτός βασίζεται στο ότι τα πολυμερή αποτελούνται από οργανικά υλικά, ενώ τα υδραυλικά από ανόργανα και επιπλέον συντηρούνται σε νερό. 4 Πηγή :Miltiadou A., Grouting as o method for the repair of masonry Monuments, ΕργασίαγιαΜ.Α., IAAS, Πανεπιστήμιοτου York, 1985.

Σ ε λ ί δ α 13 2.2ΠΟΛΥΜΕΡΗ ΕΝΕΜΑΤΑ Τα πολυμερή, δηλαδή τα οργανικά ενέματα (ρητίνες, σιλικόνες), δεν έχουν πρόβλημα διεισδητικότητας καθώς μπορούμε αν θέλουμε να προσαρμόσουμε το ιξώδες τους ανάλογα με το εύρος των ρωγμών του υποδοχέα και να πετύχουμε υψηλή διεισδυτικότητα. Όμως, όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την επισκευή και ενίσχυση λιθοδομών πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα πολυμερή έχουν : Μηχανικά και φυσικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από κείνα της λιθοδομής Συνάφεια προβληματική παρουσία υγρασίας Μια διάρκεια ζωής η οποία δεν μας είναι ακόμα γνωστή. Για τους λόγους αυτούς είμαστε σήμερα πολύ επιφυλακτικοί για την χρήση τους σε λιθοδομές. Βεβαίως, υπήρξε μία περίοδος που τα υλικά αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «της μόδας», όπως συμβαίνει συχνά με τα νέα υλικά όταν πρωτοεμφανίζονται, χάρη φυσικά του μεγάλου προτερήματος της υψηλής διεισδυτικότητας. Έτσι, ορισμένες εποξειδικές κυρίως ρητίνες έχουν χρησιμοποιηθεί σε πολλές χώρες αλλά και στην δική μας ακόμα. Πρόσφατα, μετά από μια δεύτερη θεώρηση των πραγμάτων, στην οποία οδήγησαν προβλήματα που παρουσιάστηκαν στην εφαρμογή τους, αλλά και αποτελέσματα ανάλογων ερευνητικών εργασιών, η χρήσητους γίνεται μετά από μεγαλύτερη σκέψη και διερεύνηση. Συγκεκριμένα, η χρήση τους περιορίζεται για την πλήρωση πολύ λεπτών ρωγμών (<0,1mm) υλικών μεγάλης αντοχής και μικρού πορώδους που συντηρούνται σε ελεγχόμενες συνθήκες, ενώ είναι κατάλληλα για την επισκευή λιθοδομών και λίθινων αρχιτεκτονικών μελών που εκτίθενται στη δράση του περιβάλλοντος 5. 5 Πηγή : Μιλτιάδου Α., «Γενική παρουσίαση της εφαρμογής των ενεμάτων για επισκευή λιθοδομών», 1991

Σ ε λ ί δ α 14 2.2.1Τύποι πολυμερών Το χαρακτηριστικό των πολυμερών ενεμάτων είναι ότι εφαρμόζονται σε υγρή μορφή και εν συνεχεία σκληρυμένα μετατρέπονται σε στερεά που αποτελούν το συγκολλητικό μέσον. Διατίθεται στο εμπόριο με διάφορα ονόματα, πρόσμικτα και ιδιότητες αλλά το οργανικό συστατικό μπορεί να έχει έναν απ τους εξής τύπους : Φυσικό σύστημα : Το πολυμερές εφαρμόζεται υπό μορφή διαλύματος κι ξεραίνεται με την εξάτμιση του διαλύτη. Αντιδρών σύστημα σε διάλυμα : Ο διαλύτης δεν αντιδρά στο σχηματισμό του πολυμερούς αλλά χρησιμεύει για την εξασφάλιση ικανοποιητικού ιξώδους. Το διαλυτικό μέσον αντιδρά με άλλο συστατικό και σχηματίζει το πολυμερές. Μετά την εφαρμογή ο διαλύτης εξατμίζεται. Ενεργά συστατικά διαλυμένα σε ενεργό διάλυμα : Ο διαλύτης και το διαλυτικό μέσον αντιδρούν και σχηματίζουν το πολυμερές. Αντιδρών σύστημα χωρίς διαλύτη : Στην περίπτωση αυτή τα συστατικά αντιδρούν κατευθείαν χωρίς παρουσία διαλύτη και σχηματίζουν το πολυμερές 6. 2.2.2 Ρητίνες Οι ρητίνες είναι συστήματα πολυμερών που δημιουργούνται από υγρό πλαστικό και σκληρυντή για να σχηματίσουν πολυμερές με διάφορες ιδιότητες, από μαλακό ελαστικό μέχρι σκληρό στερεό. Οι εποξειδικές ρητίνες χρησιμοποιούνται συνήθως για ενέσεις εντός ρωγμών προς συγκόλληση ρηγματομένου σκυροδέματος ή για επικολλήσεις λεπτών μεταλλικών φύλλων επί των επιφανειών του σκυροδέματος. Πρόκειται για υλικά που συντίθενται από δύο συνιστώσες που αντιδρούν και σκληρύνονται μετά την ανάμιξή τους. Πιο συγκεκριμένα η συνιστώσα είναι ρητίνη σε υγρή κατάσταση (εποξειδική, πολυεστερική, πολυουραιθανική, ακρυλική, κλπ.), ενώ η δεύτερη συνιστώσα είναι ο σκληρυντής. 6 Πηγή: Παπαποστόλου Δ., «Ενέματα και Κονιάματα σε Μνημεία», Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα 2005.

Σ ε λ ί δ α 15 Υπάρχει μεγάλη ποικιλία τέτοιων προϊόντων με διαφορετικές ιδιότητες εξαρτώμενες από την χημική σύνθεση των συνιστωσών, τους λόγους ανάμιξης, τα πιθανά πρόσθετα υπό μορφή FILLER, ή άμμου κλπ. Κατά συνέπεια, ο μηχανικός πρέπει να γνωρίζει λεπτομερειακά από τις προδιαγραφές του, τις ιδιότητες ενός τέτοιου υλικού πριν το επιλέξει για συγκεκριμένη χρήση. Στον ελληνικό χώρο κατά την τελευταία δεκαετία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως εποξειδικές ρητίνες. Οι ρητίνες πρέπει να έχουν ικανοποιητικό χρόνο πήξεως ώστε να καθίσταται δυνατή η χρήση μιας δόσης πριν πήξει. Οι προϋποθέσεις συντήρησης πρέπει να είναι συμβιβαστές με τις συνθήκες θερμοκρασίας και εργασίας του έργου. Η ρητίνη πρέπει να έχει πολύ υψηλού βαθμού συνάφεια με το σκυρόδεμα και τον χάλυβα καθώς και μικρή, έως αμελητέα συστολή ξήρανσης. Επίσης, το μέτρο ελαστικότητάς τους πρέπει να είναι γενικά συμβατό προς αυτό του προς συγκόλληση σκυροδέματος. Οι ρητίνες σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 100 ο C χάνουν την αντοχή τους και κατά συνέπεια συγκολλήσεις αυτού του είδους δεν είναι ασφαλείς χωρίς πυροπροστασία (π.χ. επίχρισμα). Ρητίνες χρησιμοποιούμενες υπό μορφή ενέσεων πρέπει να έχουν ιξώδες συμβατό προς το εύρος της ρωγμής στην οποία γίνεται η ένεση. Ρητίνες που χρησιμοποιούνται προς επικόλληση ελασμάτων έχουν συνήθως υψηλό ιξώδες. Χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές εφαρμογής των ρητινέσεων. Στην πιο απλή περίπτωση, η ανάμιξη της ρητίνης με τον σκληρυντή γίνεται σε χωριστό δοχείο και το μίγμα πληρούται πιστόλι με ακροφύσιο ενέσεως. Πολλές φορές η ανάμιξη γίνεται μέσα στο πιστόλι με χωριστή ελεγχόμενη τροφοδοσία των συνιστωσών. Η ένεση γίνεται είτε με χαμηλή πίεση (μέχρι 1 MPa) οπότε γίνεται με το χέρι, είτε με υψηλή πίεση (μέχρι 20MPa)οπότε γίνεται με αντλία. Το πιστόλι είναι εφοδιασμένο με μανόμετρο. Επειδή οι εποξειδικές ρητίνες είναι υλικά που προκαλούν έντονο ερεθισμό στο δέρμα, στα μάτια και τους πνεύμονες απαιτούνται κατά την χρήση μέτρα προστασίας του προσωπικού (γάντιαγυαλιά-μάσκες). Όταν το εύρος της ρωγμής είναι μικρό (0,1-0,5 mm) η ρητίνη χρησιμοποιείται αμιγής χωρίς FILLER. Στην περίπτωση των ρωγμών με μεγαλύτερο εύρος είναι σκόπιμη η προσθήκη FILLER με μέγιστη διάμετρο κόκκων όχι πάνω από 50% του εύρους της ρωγμής και πάντως όχι μεγαλύτερη από 1,0 mm. Ο λόγος ρητίνη/ FILLER που χρησιμοποιείται είναι 1:1. Πριν από την εκτέλεση των ρητινέσεων, το μίγμα καθαρίζεταιμε πεπιεσμένο αέρα. Στην συνέχεια ανοίγονται οπές διαμέτρου 5-10 mm, με δράπανο ανά αποστάσεις επί του ρήγματος και προσαρμόζονται επιστόμια αναλόγου διαμέτρου προς εκτέλεση της ρητινέσεως. Ακολουθεί σφράγισμα του ρήγματος επιφανειακά με ρητινόστοκο ταχείας

Σ ε λ ί δ α 16 σκληρύνσεως και ακολουθεί η εκτέλεση των ενέσεων. Σε κατακόρυφες επιφάνειες η διαδικασία αρχίζει από τα χαμηλότερα επιστόμια και μόλις υπάρξει διαρροή από υπερκείμενο επιστόμιο, η διαδικασία διακόπτεται, το επιστόμιο σφραγίζεται και επαναλαμβάνεται η διαδικασία στο αμέσως πιο πάνω επιστόμιο. Την επόμενη μέρα, οπότε η εποξειδική ρητίνη έχει σκληρυνθεί, αφαιρείται ο ρητινόστοκος σφραγίσεως από την επιφάνεια με σβουράκι 7. 2.2.2.1.Πιθανές αιτίες φθοράς ρητινών Ο παρακάτω πίνακας είναι χρήσιμος για την σωστή χρήση των ρητινών όπως προκύπτει μέσα από τις αιτίες φθοράς τους 8. Πίνακας 2.1 Αιτίες, επιπτώσεις και τρόποι θεραπείας ρητινών ΑΙΤΙΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΡΟΠΟΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ 1 Φως ήλιου Φθορά Χρήση μόνο σε σκιά Οξυγόνο, υγρασία 2 Καθυστερημένος Ψαθυροποίηση Σκληρυντές πολυμερισμός 3 Πτητικά συστατικά Εξάτμιση Με χρήση διαλυτών 4 Οξείδωση των αλυσίδων των Θραύση Με χρήση επικαλυπτικών πολυμερών 5 Υπερθέρμανση Καύση + ράγισμα Λεπτά επαναλαμβανόμενα στρώματα+βήματα ενέσεων 7 Πηγή :Καούρης Γ., Νησίδη Δ., «Κριτήρια επιλογής για την ανάγκη επέμβασης»,1990 8 Πηγή :Tassios T., On selection of modern techniques and materials in structural restoration of monuments, Proceedings of the international symposium of Thessaloniki, Restoration of Byzantine and Post Byzantine Monuments, Thessaloniki 1985.

Σ ε λ ί δ α 17 2.3 ΥΔΡΑΥΛΙΚΑΕΝΕΜΑΤΑ Τα υδραυλικά ενέματα, δηλαδή τα ενέματα από ανόργανα υλικά (τσιμέντο, υδραυλική άσβεστος, θηραϊκή γη, πούδρα τούβλου, άργιλο, κλπ.) έχουν μηχανικά και φυσικά χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα των υλικών της λιθοδομής, διάρκεια ζωής η οποία είναι γνωστή και συνάφεια ικανοποιητική 9. Η ανάπτυξη συνάφειας του ενέματος με τα υλικά επι τόπου είναι μια απο τις πιο σημαντικές ιδιότητές του, απο την οποία εξαρτάται η ικανότητα του ενέματος να συνδέσει μεταξύ τους τα διάφορα υλικά της λιθοδομής και να επιτύχει την αποκατάσταση ή ενίσχυση της μηχανικής αντοχής της. Τα πειράματα μέτρησης εφελκυστικής αντοχής, που πραγματοποιήθηκαν σε μια σειρά δοκιμίων αποτελούμενων απο ασβεστολιθικά λιθοσώματα και υδραυλικά ενέματα απέδειξαν οτι τα ενέματα αυτά έχουν πολύ καλή αντοχή συνάφειας.πράγματι οι αντοχές σε εφελκυσμό που μετρήθηκαν κυμαίνονται απο 0.5 εώς 4 MPa. Λέγονται υδραυλικά λόγω της συνθετικής κονίας που συνήθως είναι ένα τσιμέντο ή υδραυλική άσβεστος και η οποία μετά την σκλήρυνσή της συντηρείται σε νερό ή σε περιοδικά υγραινόμενο περιβάλλον και άρα είναι αδιάλυτη στο νερό. Θέλουν όμως πολύ προσεκτικό σχεδιασμό, κυρίως όσων αφορά της αδυναμίες της διεισδυτικότητας και λόγω του υψηλού τους κόστους. Αυτά συνδυάζονται, συνήθως με κάποια άλλα υλικά όπως είναι τεχνικές ή φυσικές ποζολάνες. Η χρήση τους ενδείκνυται για επισκευή παλαιών λιθοδομών και ρηγματωμένων ολόσωμων λίθινων αρχιτεκτονικών μελών υπό την προϋπόθεση σωστού σχεδιασμού, τόσο ως προς τη διεισδυτικότητα όσο και ως προς τη συμβατότητα με τα υπάρχοντα υλικά 10. 2.3.1. Σύνθεση υδραυλικών ενεμάτων Τα υλικά που χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες για την παρασκευή των υδραυλικών ενεμάτων πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες απαιτήσεις, οι οποίες συνοψίζονται ακολούθως: 9 Πηγή :Μιλτιάδου Α., «Γενική παρουσίαση της εφαρμογής των ενεμάτων για επισκευή λιθοδομών», 1991 10 Πηγή :Κονιάματα Ενέματα Αποκατάστασης Παραδοσιακών Τοιχοποιιών», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2004.

Σ ε λ ί δ α 18 2.3.1.1 Τσιμέντο Ισχύει το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1: «Τσιμέντο Μέρος 1: Σύνθεση, προδιαγραφές και κριτήρια συμμόρφωσης για τα κοινά τσιμέντα», ΕΛΟΤ ΕΝ 197-2: «Τσιμέντο- Μέρος 2: Αξιολόγηση συμμόρφωσης» όπως αυτό ισχύει από 1 η Απριλίου 2001(ΦΕΚ 917, 17 Ιουλίου 2001, Αριθμ. 16462/29). Το τσιμέντο που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να συνοδεύεται από το αντίστοιχο πιστοποιητικό ποιότητας (δελτίο Τεχνικών Χαρακτηριστικών Υλικού), το οποίο θα αφορά σε όλα τα απαιτούμενα από τους υπάρχοντες κανονισμούς στοιχεία (ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1, ΕΝ 196-1). Το τσιμέντο είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε θειικά άλατα, αλκάλια και C 3 Aκαι θα συνοδεύεται : α) από τη χημική και ορυκτολογική ανάλυση, συμπεριλαμβανομένης της ακριβούς περιεκτικότητάς του (%) σε SO 3 και υδροδιαλυτά αλκάλια και β) από την ειδική επιφάνεια (m 2 /g) και την καμπύλη κοκκομετρικής κατανομής LASER. 2.3.1.2 Νερό Για νερό αναμίξεως και συντηρήσεως ισχύει το Σχέδιο Προτύπου ΕΛΟΤ 345 : «Το ύδωρ αναμίξεως και συντηρήσεως σκυροδέματος». Σε κάθε περίπτωση το νερό πρέπει να είναι φρέσκο, καθαρό και να μην περιέχει συστατικά που θα μπορούσαν να προκαλέσουν δυσμενείς επιπτώσεις επί της αντοχής της ανθεκτικότητας του ενέματος. 2.3.1.3 Υδράσβεστος Η υδράσβεστος θα είναι σε μορφή σκόνης και θα διέρχεται σε ποσοστό περίπου 100% από κόσκινο διαμέτρου οπής 0,075 mm και το μεγαλύτερο ποσοστό των κόκκων (~90%) θα διέρχεται από το κόσκινο διαμέτρου οπής 0,045 mm, θα έχει ομοιόμορφο χρώμα και θα προσκομίζεται συσκευασμένη σε στεγασμένους, απόλυτα ξηρούς χώρους. Η υδράσβεστος που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να συνοδεύεται από το αντίστοιχο πιστοποιητικό ποιότητας (Δελτίο Τεχνικών Χαρακτηριστικών Υλικού), που θα αφορά: στην πλήρη χημική ανάλυση και σε όλα τα στοιχεία που απαιτούνται ώστε να πληρούνται

Σ ε λ ί δ α 19 οι απαιτήσεις των ισχυόντων κανονισμών (ΕΛΟΤ ΕΝ 459-1 και ΕΝ 459-2). Ειδικότερα, απαιτούνται επίσης στοιχεία της ειδικής επιφάνειας (m 2 /g) και της κοκκομετρίας LASER. Σε κάθε περίπτωση η χρησιμοποιούμενη υδράσβεστος πρέπει να αντιστοιχεί στον τύπο CL90 των ισχυόντων κανονισμων. 2.3.1.4 Ποζολάνη Η ποζολάνη μπορεί να είναι φυσική ή τεχνητή. Σε κάθε περίπτωση θα είναι λεπτοαλεσμένη και θα διέρχεται σε ποσοστό περίπου 100% από κόσκινο διαμέτρου οπής 0,075mm, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των κόκκων (~90%) θα διέρχεται από το κόσκινο διαμέτρου οπής 0,045 mm, θα έχει χρώμα λευκό ή υπόλευκο, θα είναι απαλλαγμένη από υδατοδιαλυτά αλκάλια, ενώ τα διαθέσιμα αλκάλια δεν θα υπερβαίνουν το 2% κατά ASTMC 618. Η ποζολάνη που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να συνοδεύεται από το αντίστοιχο πιστοποιητικό ποιότητας (Δελτίο Τεχνικών Χαρακτηριστικών Υλικού), που θα αφορά: στην ορυκτολογική της σύσταση, στην περιεκτικότητά της σε ενεργό πυρίτιο και σε αλκάλια (διαθέσιμα και υδατοδιαλυτά), στην ειδική επιφάνεια, στην κοκκομετρική ανάλυση LASER και στον δείκτη ποζολανικότητας. Σημειώνεται ότι η ποζολάνη πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει χρώμα λευκό ή υπόλευκο και δείκτη ποζολανικότητας τουλάχιστον 5MPa (σύμφωνα με το ΠΔ 244/80), να είναι απαλλαγμένη από υδατοδιαλυτά αλκάλια, ενώ τα διαθέσιμα αλκάλια δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 2% κατά ASTM 618.

Σ ε λ ί δ α 20 2.3.1.5 Πρόσθετα / Πρόσμικτα Τα πρόσθετα- πρόσμικτα που θα χρησιμοποιηθούν θα είναι συμβατά με τον χρησιμοποιούμενο τύπο τσιμέντου ή υδραυλικής άσβεστου και θα συνοδεύονται από πιστοποιητικά ελέγχου. Τα τεχνικά φυλλάδια που θα συνοδεύουν τα πρόσθετα- πρόσμικτα θα παρέχουν κατ ελάχιστο τις εξής πληροφορίες: Χημική ονοματολογία των κυρίως ενεργών συστατικών των πρόσθετωνπρόσμικτων. Περιεκτικότητα των πρόσθετων- πρόσμικτων σε χλώριο εκφρασμένη σε άνυδρο CaCl 2 ως ποσοστό του βάρους του πρόσθετου. Αν το πρόσθετο δημιουργεί φυσαλίδες αέρα. Τυπική δοσολογία και επιπτώσεις σε περίπτωση μεγαλύτερης δόσης. Την περιεκτικότητα σε θειικές ρίζες (τα πρόσμικτα δεν πρέπει να περιέχουν θειικές ρίζες) Λεπτομερείς οδηγίες χρήσεως. Τον επιτρεπόμενο χρόνο αποθήκευσης και οδηγίες για τις απαιτούμενες συνθήκες αποθήκευσης. Τα πρόσθετα- πρόσμικτα που θα χρησιμοποιηθούν δεν θα έχουν δευτερογενείς επιπτώσεις στο χρόνο πήξεως, στις αντοχές και στο τελικό χρώμα του μίγματος. Απαγορεύεται η χρήση πρόσθετων που δημιουργούν ιόντα χλωρίου. Τα πρόσθετα-πρόσμικτα που θα χρησιμοποιηθούν στο έργο θα είναι του ίδιου εργοστασίου και θα έχουν την αυτή εμπορική ονομασία με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για την μελέτη συνθέσεως και θα προστίθενται στην αναλογία που προβλέπεται σε αυτήν 11. 2.4 ΜΙΓΜΑΤΑ ΕΝΕΜΑΤΩΝ Η ποικιλία συνδυασμών στην παρασκευή των ενεμάτων είναι τόσο μεγάλη όσο και στην παρασκευή των κονιαμάτων διαστρωμάτωσης και αρμολογήματος, αν και μέχρι

Σ ε λ ί δ α 21 πρόσφατα τα απλά ενέματα γενικής χρήσης αποτελούνταν μόνο από το συνηθισμένο τσιμέντο Portland και νερό. Αυτά τα ενέματα πλέον δεν συνιστόνται 12. Η χρήση των τσιμεντενεμάτων στις ιστορικές λιθοδομές έχει μεγάλους πολέμους μεταξύ των ασχολουμένων με το αντικείμενο της αποκατάστασης μνημείων. Αν εξαιρεθεί το γεγονός ότι προσδίδουν αύξηση της θλιπτικής αντοχής, οι πόλεμοι τονίζουν τον πραγματικό κίνδυνο που ενέχει η χρήση τσιμεντενεμάτων. Μεγάλες ποσότητες αυτού του είδους ενεμάτων δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στις παλιές τοιχοποιίες από λιθοδομή εξαιτίας του σχηματισμού μερικώς διαλυτών υλικών όπως υδροξείδιο του ασβεστίου και νατρίου, από την αντίδραση τοποθέτησης 13. Τα υλικά αυτά προκαλούν σκουρόχρωμους λεκέδες, εξανθήματα και τοπικές επιφανειακές ρήξεις. Αν και τέτοια ενέματα είναι ελκυστικά λόγω χαμηλής τιμής και απλότητας, ο ασφαλέστερος και ευκολότερος δρόμος είναι ο αποκλεισμός τους από κάθε εργασία στον ιστορικό ιστό. Επίσης, τα απλά ενέματα τσιμέντου δεν είναι πολύ αποτελεσματικά στην πλήρωση μεγάλων κενών, διότι πέρα από τα διαλυτά άλατα δημιουργούν προβλήματα που συνδέονται με ανεπαρκή ευκινησία, μεγάλη συστολή και τελική ευθραστότητα 14. Στον Πίνακα 2.2 δίνονται τυπικές συνθέσεις τροποποιημένων μιγμάτων ενέσεων 15. 11 Πηγή: «Τεχνικές Προδιαγραφές και Απαιτούμενος Εξοπλισμός για τον Σχεδιασμό και την Εφαρμογή των Ενεμάτων», Υπουργείο Πολιτισμού Γενική Διεύθυνση Αναστύλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων, Διεύθυνση Τεχνικών Ερευνών Αναστήλωσης 12 Πηγή:Ashrust John and Nicola, Practical Building Conservation, Stone Masonry, Volume 1, ASHGATE 2003. 13 Πηγή: Παπαποστόλου Δ., «Ενέματα και Κονιάματα σε Μνημεία», Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα 2005 14 Πηγή:Ashrust John and Nicola, Practical Building Conservation, Stone Masonry, Volume 1, ASHGATE 2003. 15 Πηγή: MihaTomazevic, Αντισεισμικόςσχεδιασμόςκτιρίωναπότοιχοποιία», Imperial College Press,1999.

Ονομασία Μίγματός Τσιμέντο Ποζολάνη Κρυσταλλική άμμος Ασβεστολιθική άμμος Υδρόφοβο πρόσθετο Νερό* Θλιπτική αντοχή(mpa) Σ ε λ ί δ α 22 N 90 10 (-) (-) (-) 57 35.7 NV 90 10 (-) (-) 10 65 16.4 O 45 10 45 (-) (-) 53 15.5 OV 45 10 45 (-) 10 56 16.3 P 45 10 (-) 45 (-) 60 16 PV 45 10 (-) 45 10 67 13.8 R 30 10 60 (-) (-) 52 11.8 RV 30 10 60 (-) 10 59 11.8 S 30 10 (-) 60 (-) 58 6.1 SV 30 10 (-) 60 10 65 7.5 *επί % του συνόλου Από τα δεδομένα του πίνακα, διαπιστώνεται ότι αλλάζοντας τη σύνθεση του μίγματος με την προσθήκη υδροφόρων πρόσθετων και αντικαθιστώντας το τσιμέντο με αδρανή υλικά, μειώνεται σημαντικά η θλιπτική αντοχή του αρχικού μείγματος. Ωστόσο έχει διαπιστωθεί πειραματικά ότι η αντοχή του ενέματος δεν επηρεάζει την πλευρική αντίσταση της λιθοδομής. Ένα από τα σημαντικότερα συστατικά των ενεμάτων είναι αναμφίβολα η χαμηλής περιεκτικότητας θείου, ιπτάμενη τέφρα (PFA), η οποία τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο με τσιμέντο, ή ασβέστη, ή και τα δύο, και άλλα πρόσθετα υλικά τα οποία παρέχουν διόγκωση ή βοηθούν την κινητικότητα και την εναιώρηση. Ειδικά, μη υδραυλικά ασβεστοκονιάματα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς την βοήθεια πρόσθετων υλικών. Ο συνδυασμός ιπτάμενης τέφρας και ασβεστοκονιάματος παράγει ένα ευκίνητο, χαμηλής προς μεσαίας αντοχής ένεμα, το οποίο είναι συχνά αυτό ακριβώς που απαιτείται για την πλήρωση των κενών σε τοίχους διπλού φλοιού από συμπαγείς λίθους. Η αντιδρούσα ιπτάμενη τέφρα είναι ένα ποζολανικό πρόσθετο υλικό το οποίο, εκτός του ότι επιταχύνει την πήξη του ασβεστοκονιάματος σε υγρές συνθήκες, βοηθά επίσης στην εισχώρησή του. Ο μπετονίτης είναι ένα άλλο σχετικά φθηνό πρόσθετο το οποίο βοηθά στην διατήρηση του

Σ ε λ ί δ α 23 τσιμέντου/ της τέφρας / του ασβέστη σε μορφή εναιωρήματος, αποφεύγοντας έτσι την καθίζησή του κατά την διαρκεί της διαδικασίας έκχυσης του ενέματος. Στην περίπτωση που η παραπάνω διαδικασία έκχυσης είναι μικρή ή πολύ εξειδικευμένη, συνιστάται όσο το δυνατόν περισσότερο η χρήση προ-αποθηκευμένων μειγμάτων. Αυτά είναι κατάλληλα για ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών και εξειδικευμένοι προμηθευτές συνιστούν αυτά τα ενέματα για συγκεκριμένες καταστάσεις. Για τυπικά κενά πλήρωσης σε ιστορικούς ιστούς, ένα προ-αποθηκευμένο μείγμα ασβέστη (1) : τέφρας (2) : μπετονίτη (½)είναι συχνά κατάλληλο. Ένα υψηλότερης αντοχής ένεμα θα μπορούσε να είναι τσιμέντο χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο(1): ασβέστης(2) : ιπτάμενης τέφρας (1). Οι τυπικοί λόγοι στερεών προς το νερό είναι 1:3 ή 1:4. Πιο πολύπλοκα και πιο σύνθετα ενέματα παρασκευάζονται κατόπιν συνεργασίας. 2.4.1 Συνδυασμός τσιμέντου με λεπτόκοκκα υλικά Η χαμηλή διεισδυτικότητα των υδραυλικών ενεμάτων οδήγησε σε συστηματική εργαστηριακή έρευνα. Η σύγκριση των πειραματικών αποτελεσμάτων έδειξε ότι η αντικατάσταση του τσιμέντου από λεπτόκοκκα υλικά στην κατάλληλη ποσότητα, επιτρέπει την παρασκευή των ενεμάτων διεισδυτικών σε πολύ λεπτές ρωγμές. Επιπλέον τα υδραυλικά ενέματα που προκύπτουν έχουν ενεσιμότητα η οποία είναι συγκρίσιμη, αν όχι καλύτερη από αυτή των πολυμερών όπως φαίνεται και στα παραπάνω Γραφήματα 16. 16 Πηγή :Μιλτιάδου Α., «Η μέθοδος των υδραυλικών ενεμάτων για την επισκευή και ενίσχυση παλιών κατασκευών από λιθοδομή», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2004

Σ ε λ ί δ α 24 Γράφημα 1 : Καμπύλες διεισδυτικότητας εποξειδικών ρητινών Γράφημα 2 : Καμπύλες διεισδυτικότητας υδραυλικών ενεμάτων Οι συνδυασμοί των ενεμάτων τσιμέντου με λεπτόκοκκα υλικά που χρησιμοποιούνται πλέον σε ευρεία κλίμακα για την στερέωση των τοιχοποιιών, παρασκευάζονται συνήθως : α) Από λευκό τσιμέντο κατάλληλης σύνθεσης και κοκκομετρίας σε συνδυασμό με πολύ λεπτόκοκκα υλικά (φυσική ποζολάνη και υδράσβεστος σε μορφή σκόνης) και με την χρήση μικρής ποιότητας ρευστοποιητή. Ο συνδυασμός λεπτόκοκκων υλικών με το τσιμέντο, βελτιώνει την διεισδυτικότητα και σταθερότητα του ενέματος, αλλά και αυξάνει την δυνατότητα του να συγκρατεί σημαντικό ποσοστό του νερού που χρησιμοποιήθηκε κατά την παρασκευή του, χάριν κυρίως της μεγάλης ειδικής επιφάνειας των κόκκων του λεπτόκοκκου υλικού, εξασφαλίζοντας συγχρόνως την επίτευξη των εκάστοτε κατάλληλων αντοχών.

Σ ε λ ί δ α 25 Το ακριβές ποσοστό και το είδος του, ή των λεπτόκοκκων υλικών που θα χρησιμοποιηθούν, εξαρτάται από την κοκκομετρική διαβάθμιση του τσιμέντου ή της υδραυλικής άσβεστου, την στάθμη των επιθυμητών αντοχών του ενέματος που ορίζεται από τη σχετική δομοστατική μελέτη, αλλά και τις απαιτήσεις ανθεκτικότητας. Το υλικό αυτό πρέπει να έχει κόκκους διαμέτρου κατά προτίμηση < των 32 μικρών στην περίπτωση που το ένεμα πρέπει να διεισδύσει σε ρωγμές εύρους 0,1-0,2mm, και < 64 μικρών στην περίπτωση ρωγμών εύρους 0,2-0,4 mm. Ως λεπτόκοκκο υλικό χρησιμοποιείται συνήθως συνδυασμός υδρασβέστου σε σκόνη και φυσικής ή τεχνητής ποζολάνης. Το ακριβές ποσοστό και η μεταξύ τους αναλογία, όπως προαναφέρθηκε, εξαρτάται από τις επιθυμητές αντοχές του ενέματος, που έχουν οριστεί από την μελέτη δομιτικής αποκατάστασης του κτίσματος, καθώς εξαρτώνται από τις επιθυμητές αντοχές της επισκευασμένης τοιχοποιίας. β) Από φυσική υδραυλική άσβεστο ειδικών προδιαγραφών, κάποιες φορές ως συνδυασμός αυτής με λεπτόκοκκη φυσική ποζολάνη προκειμένου να βελτιωθούν τα μηχανικά χαρακτηριστικά του ενέματος και η ανθεκτικότητα. Τα ενέματα στερέωσης με βάση την φυσική υδραυλική άσβεστο είναι σε πολλές περιπτώσεις (ύπαρξη τοιχογραφικού ή ψηφιδωτού διακόσμου, λιθοσωμάτων χαμηλών αντοχών και μεγάλου πορώδους κλπ.) καταλληλότερα από την άποψη φυσικοχημικής συμβατότητας με τα αυθεντικά υλικά μιας ιστορικής λιθοδομής. Λόγω δε των υδραυλικών ιδιοτήτων της εν λόγω κονίας, αποκτούν μια αποδεκτή, πρώιμη αντοχή η οποία αυξάνεται με τον χρόνο και ενισχύεται και λόγω της ποζολανικής αντίδρασης, στην περίπτωση που μικρό μέρος της έχει αντικατασταθεί με ποζολάνη. Παρά την σπουδαιότητά τους όμως, μόνο λίγες μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί επί του παρόντος σχετικά με τα ρεολογικά χαρακτηριστικά και την αποτελεσματικότητα τέτοιων ενεμάτων 17. 17 Πηγή :«Τεχνικές Προδιαγραφές και Απαιτούμενος Εξοπλισμός για τον Σχεδιασμό και την Εφαρμογή των Ενεμάτων», Υπουργείο Πολιτισμού Γενική Διεύθυνση Αναστύλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων, Διεύθυνση Τεχνικών Ερευνών Αναστήλωσης

Σ ε λ ί δ α 26 3. ΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΝΕΜΑΤΩΝ 3.1 ΓΕΝΙΚΑ Για να προσδιοριστούν οι επιθυμητές ιδιότητες του ενέματος θα πρέπει να έχει διασαφηνιστεί ο ιδιαίτερος ρόλος που καλείται αυτό να παίξει μέσα στη μάζα της λιθοδομής, ο οποίος είναι να αποκαταστήσει τη συνέχεια της και την συνεργασία των επί μέρους στοιχείων της. Παρόλο που το ένεμα είναι ένας τύπος κονιάματος που καταλαμβάνει θέσεις όπου θεωρητικά θα έπρεπε να υπάρχει το αρχικό κονίαμα δομήσεως της λιθοδομής, διαφέρει από αυτό ριζικά διότι : 1. Το κονίαμα δομήσεως μπορεί να είναι απλώς εργάσιμο γιατί εφαρμόζεται μαζικά και κατά στρώσεις ενώ το ένεμα εφαρμόζεται σε πολύ μικρές ποσότητες και πρέπει να έχει την δυνατότητα να εισάγεται μέσα σε μια ήδη υπάρχουσα δομή και σε χώρους δυσπρόσιτους (ενεσιμότητα). 2. Οι συνθήκες πήξεως ενέματος και κονιάματος είναι διαφορετικές. 3. Υπάρχει η πρόσθετη απαίτηση το ένεμα να συνεργαστεί, όχι μόνο με τις πέτρες ή τους πλίνθους της τοιχοποιίας, αλλά και με το ήδη υπάρχον παλαιό κονίαμα δομής. Έτσι θα πρέπει να τονιστεί ότι όταν αναφέρεται η έννοια συμβατότητα του ενέματος με το κονίαμα δομήσεως δεν υπονοείται μια σύνθεση ενέματος πανομοιότυπη με του αρχικού κονιάματος, αλλά μια νέα σύνθεση που είναι ικανή να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συνεργασία με όλα τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία της λιθοδομής. Οι επιθυμητές ιδιότητες που ακολουθούν, αποτελούν ένα προσχέδιο συζήτησης για την σύνταξη προδιαγραφων και έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τις τρεις βασικές χρονικές φάσεις του ενέματος. 3.1.1 Ένεμα σε υγρή κατάσταση 1. Πρέπει να είναι αρκετά ρευστό καθ όλη την διάρκεια της ενέσεως ώστε να μπορεί να εισχωρήσει και να γεμίσει τα κενά με την χρήση χαμηλών πιέσεων χωρίς διατάραξη της καταπονημένης λιθοδομής. 2. Η πήξη του δεν πρέπει να επηρεάσει καθόλου την διενέργεια της ένεσης.

Σ ε λ ί δ α 27 3.1.2 Ένεμα κατά την διάρκεια της πήξης του 1. Πρέπει να αποκτήσει μία ελάχιστη διατμητική αντοχή σε εύλογο χρόνο ώστε να μπορέσει να αντισταθεί στις δυνάμεις βαρύτητας και στις υδραυλικές πιέσεις που τείνουν να το μετακινήσουν. 2. Το μείγμα πρέπει να διατηρεί την σταθερή σύνθεση μέχρι την πήξη του. 3. Δεν πρέπει να γίνουν ανεπιθύμητες φυσικοχημικές αντιδράσεις ανάμεσα στα συστατικά του ενέματος κι αυτών της λιθοδομής. 4. Η συστολή ξήρανσης πρέπει να αποφευχθεί. 5. Η πήξη του ενέματος δεν πρέπει να επηρεάζεται από τον βαθμό υγρασίας της λιθοδομής ή από την απουσία αέρα. 6. Ο χρόνος πήξης πρέπει να είναι εύλογος και αξιόπιστος. 7. Το ένεμα δεν πρέπει να εκλύει τοξικά ή επικίνδυνα προϊόντα κατά την διάρκεια της πήξης. 3.1.3 Ένεμα μετά την στερεοποίηση 1. Η μηχανική αντοχή του δεν πρέπει να είναι του ίδιου επιπέδου περίπου με αυτή του υπάρχοντος κονιάματος, εκτός αν για ειδικούς λόγους απαιτείται μεγαλύτερη ή μικρότερη. 2. Το μέτρο ελαστικότητας, ο λόγος του Poisson και ο συντελεστής θερμικής διαστολής πρέπει να προσεγγίζουν αυτά της λιθοδομής. 3. Πρέπει να επιτευχθεί ικανοποιητική αντοχή συνάφειας με τα υπάρχοντα υλικά ανεξάρτητα από την παρουσία υγρασίας, ξηρασίας, σκόνης κλπ. 4. Οι αποκτηθείσες μηχανικές ιδιότητες πρέπει να διατηρούνται στο χρόνο. 5. Ο όγκος του ενέματος δεν πρέπει να επηρεάζεται από την υγρασία. 6. Το πορώδες και η κατανομή των πόρων θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μην επηρεάζουν την ομαλή κυκλοφορία της υγρασίας στην λιθοδομή.

Σ ε λ ί δ α 28 7. Ο σχηματισμός διαλυτών αλάτων κατά την διάρκεια της πήξης πρέπει να αποφεύγεται ή να μειώνεται στο ελάχιστο 18. 3.1.4 Κύριες παράμετροι πριν και μετά την πήξη των ενεμάτων Οι κύριες παράμετροι που ορίζουν τις ιδιότητες των πριν κ μετά την πήξη παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.3 19. Πίνακας 3.3 : παράμετροι που χαρακτηρίζουν της ιδιότητες των ενεμάτων Πριν την πήξη Μετά την πήξη Διαλύματα Αιωρήματα Κονιάματα Χρόνος πήξης, Χρόνος πήξης, Χρόνος πήξης, πυκνότητα, ph, πυκνότητα, ph, πυκνότητα, ph, επιφανειακή τάση κοκκομετρική κοκκομετρική εφελκυσμού, χρόνος διαβάθμιση, ιξώδες, διαβάθμιση, ιξώδες, πήγματος ιξώδες, συνοχή, διαρροή, εργασιμότητα, συνοχή, θιξοτροπία θιξοτροπία, ικανότητα ικανότητα κατακράτησης νερού κατακράτησης νερού Σκλήρυνση μετά την Χρόνος σκλήρυνσης, Χρόνος σκλήρυνσης, πήξη, τελική αντοχή, τελική αντοχή, τελική αντοχή, ph, παραμορφωσιμότητα παραμορφωσιμότητα πααραμορφωσιμότητα, ανθεκτικότητα, ανθεκτικότητα, ανθεκτικότητα, συστολικότητα, συστολικότητα, συστολικότητα, διασταλτικότητα, διασταλτικότητα διασταλτικότητα, διατμητική αντοχή διατμητική αντοχή, συναίρεση (πυριτικά διαλύματα) 18 Πηγή: Μιλτιάδου Α., «Η χρήση των ενεμάτων ως μέθοδος επισκευής και ενίσχυσης λιθοδομών», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Θεσσαλονίκης, 1985 19 Πηγή:«Προσωρινές Εθνικές Τεχνικές Προδιαγραφές», 11-03-05-00

Σ ε λ ί δ α 29 4.ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝΕΜΑΤΩΝ 4.1 ΕΝΕΣΙΜΟΤΗΤΑ Οι τρεις βασικές ιδιότητες των ενεμάτων στην υγρά μορφή, η σταθερότητα, η ρευστότητα και η διεισδυτικότητα ονομάζονται ενεσιμότητα. Η ενεσιμότητα θεωρείται μία από τις βασικότερες ιδιότητες των ενεμάτων και καθοριστικός παράγοντας για την ορθή εφαρμογή τους. Η ενεσιμότητα επηρεάζεται τόσο από τα χαρακτηριστικά ροής του ενέματος όσο και από την διαπερατότητα και την γεωμετρία της λιθοδομής 20. 4.1.1 Σταθερότητα Με τον όρο σταθερότητα εννοούμε την ικανότητα ενός ενέματος να διατηρεί την ομοιογένειά του κατά την διάρκεια της ενέσεως και μέχρι το τέλος της πήξεως. Όταν γεμίζουμε ένα δοχείο με ένεμα, οι κόκοι της στερεάς φάσης του, πιο βαρείς από το νερό, έχουν την τάση να κατεβούν στον πυθμένα του δοχείου. Εκτός από τις δυνάμεις βαρύτητας, τα στερά σωματίδια δέχονται και την επίδραση άλλων δυνάμεων όπως είναι οι δυνάμεις τριβής, και οι ηλεκτροστατικές δυνάμεις. Αυτό το σύνολο των δράσεων οδηγεί το ένεμα σε μία από τις εξής τρεις καταστάσεις ισορροπίας: Α) Το περιεχόμενο του δοχείου αποτελείται από ένα αιώρημα ομοιογενές. Λέμε τότε ότι το ένεμα είναι σταθερό(εικ.3). Εικόνα 3 : Ένεμα σταθερό 20 Πηγή:Μιλτιάδου Α., «Η χρήση των ενεμάτων ως μέθοδος επισκευής και ενίσχυσης λιθοδομών», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Θεσσαλονίκης, 1985

Σ ε λ ί δ α 30 Β) Το περιεχόμενο του δοχείου αποτελείται από ένα τμήμα ομοιογενούς αιωρήματος πάνω από το οποίο υπάρχει μία στρώση νερού. Το αιώρημα διατηρώντας την ομοιογένειά του, έχει επικαλυφθεί με μία στρώση νερού εξίδρωσης. Η στρώση αυτή αντιστοιχεί στο νερό που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί από το αιώρημα. Αυτό το επιπλέον νερό, αν υπερβαίνει κάποιο ποσοστό περίπου 5%, μετά την εξάτμησή του στο εσωτερικό της λιθοδομής θα αφήσει κενά και θα έχει επομένως αρνητικές επιπτώσεις για την επιτυχία της ενέσεως(εικ.4α). Γ) Κανένα τμήμα του περιεχομένου του δοχείου δεν αποτελείται από ένα ομοιογενές αιώρημα. Στον πυθμένα του δοχείου έχουν συγκεντρωθεί οι βαρύτεροι κόκκοι της στερεάς φάσης, μετά ακολουθούν οι ελαφρότεροι κόκκοι και τέλος υπάρχει μία στρώση νερού. Η ύπαρξη αυτού του φαινομένου της καθίζισης ή διαστρωμάτωσης δεν είναι αποδεκτή για ένα ένεμα, διότι αφενός αμφισβητείται η πήξη του στο εσωτερικό της λιθοδομής, και αφετέρου, αν αυτή επέλθει, το στερεοποιημένο ένεμα θα έχει διαφορετικά μηχανικά χαρακτηριστικά από θέση σε θέση(εικ.4β). (α) Εξίδρωση >5 (β) Απόμιξη Κενά μετά την εξάτμιση Ετερογενείς ιδιότητες Εικόνα 4 : Ένεμα μη σταθερό (α) εξίδρωση >5% και (β) οι βαρύτεροι κόκκοι βρίσκονται στον πυθμένα

Σ ε λ ί δ α 31 Έτσι, γενικώς, ένα ένεμα θεωρείται σταθερό εάν παρουσιάζει πολύ μικρή εξίδρωση (εξίδρωση στις τρεις ώρες < 5%) και δεν παρουσιάζει καθίζηση ή διαστρωμάτωση 21 & 22. Ο έλεγχος της σταθερότητας πραγματοποιείται με την μέτρηση εξίδρωσης (Εικ.5). η δοκιμή εξίδρωσης γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό NormeFrancaiseNFP 18-359/1988. Το ένεμα τοποθετείται σε τρείς απολύτως καθαρούς και στεγνούς ογκομετρικούς διαφανείς σωλήνες των 100 ml, διαμέτρου 25 mm και ύψους 25 cm και αφήνεται εν ηρεμία σκεπασμένος σε χώρο σκιερό επί τρεις(3) ώρες. Η σταθερότητα εκφράζεται ως το ποσοστό του όγκου του νερού που εξιδρώνει μετά την πάροδο τριών(3) ωρών από την παρασκευή του. Στο βαθμό που ο αρχικός όγκος του ενέματος ήταν 100ml η εξίδρωση μετράται απευθείας διαβάζοντας το πλήθος των κυβικών εκατοστών του νερού εξίδρωσης κάθε σωλήνα. Η εξίδρωση του ενέματος προκύπτει από τον μέσο όρο των τριών μετρήσεων 23. Εικόνα 5 : Έλεγχος σταθερότητας 4.1.2 Ρευστότητα Με τον όρο ρευστότητα εννοούμε την δυνατότητα ροής του ενέματος υπό συγκεκριμένες φυσικά συνθήκες. Τα ενέματα κατατάσσονται, όσων αφορά τα χαρακτηριστικά ροής τους σε δύο κατηγορίες : α) αυτά που συμπεριφέρονται ως ιδανικά ή Νευτόνια υγρά και β) αυτά που συμπεριφέρονται ως σώματα Bingham. 21 Πηγή:Μιλτιάδου Α., «Γενική παρουσίαση της εφαρμογής των ενεμάτων για επισκευή λιθοδομών», 1991 22 Πηγή:Μιλτιάδου Α., «Η μέθοδος των υδραυλικών ενεμάτων για την επισκευή και ενίσχυση παλιών κατασκευών από λιθοδομή», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2004 23 Πηγή:«Τεχνικές Προδιαγραφές και Απαιτούμενος Εξοπλισμός για τον Σχεδιασμό και την Εφαρμογή των Ενεμάτων», Υπουργείο Πολιτισμού Γενική Διεύθυνση Αναστύλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων, Διεύθυνση Τεχνικών Ερευνών Αναστήλωσης.

Σ ε λ ί δ α 32 Ένα ιδανικό υγρό χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι υπάρχει μια γραμμική σχέση ανάμεσα στην διατμητική τάση (τ) και την ταχύτητα παραμόρφωσής του (ε). Έτσι έχουμε : τ = η * ε όπου η-> ιξώδες (4.1) Η ροή ενός ιδανικού υγρού χαρακτηρίζεται από το ιξώδες. Όσο μεγαλύτερη η τιμή του ιξώδους του υγρού τόσο πιο αργή είναι η ροή του για μια δεδομένη δύναμη. Ως ιδανικά υγρά μπορούν να θεωρηθούν το νερό και πολλά από τα οργανικά ενέματα. Ως σώματα Bingham ορίζονται τα υγρά των οποίων η ροή δεν αρχίζει παρά μόνο όταν η διατμητική τάση, ξεπεράσει μία τιμή, που ονομάζεται όριο διατμήσεως( τ 0 ). Έτσι στην περίπτωση αυτή έχουμε: τ = τ 0 + η * ε όπου η -> πλαστικό ιξώδες (4.2) Ως σώματα Bingham θεωρείται ότι συμπεριφέρονται τα περισσότερα υδραυλικά ενέματα. Η συμπεριφορά αυτή οφείλεται στην αλληλεπίδραση των αιωρούμενων στερεών σωματιδίων του ενέματος, τα οποία, όταν το αιώρημα είναι πυκνό, σχηματίζουν ένα είδος χαλαρού στερεού αναπτύσσοντας διατμητική αντοχή. Η διατμητική αντοχή του ενέματος εξαρτάται από: Το λόγο του νερού/στερεών σωματιδίων Την ειδική επιφάνεια και το σχήμα των σωματιδίων Την φυσικοχημική τους «συγγένεια» με το νερό Την καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης και Το βαθμό θρόμβωσης Η εκτίμηση της στο σχεδιασμό του ενέματος είναι σημαντική γιατί καθορίζει μεταξύ άλλων την πίεση που απαιτείται τόσο για να αρχίσει όσο και για να συνεχισθεί η ένεση 24. 24 Πηγή:Μιλτιάδου Α., «Γενική παρουσίαση της εφαρμογής των ενεμάτων για επισκευή λιθοδομών», 1991

Σ ε λ ί δ α 33 Ο έλεγχος της ρευστότητας γίνεται με την μέτρηση του φαινομένου ιξώδους, βάσει της δοκιμής του κώνου του Marsh (Εικ.6). Συγκεκριμένα, προσδιορίζεται ο χρόνος που απαιτείται για την διέλευση του ενέματος από κώνο διαμέτρου οπής 2mm ή 4.7mm και αναλυτικότερα, οι χρόνοι που απαιτούνται για την διέλευση του ενέματος και τη συμπλήρωση του όγκου (σε ογκομετρικό κύλινδρο) 500 και 1000 ml. Εικόνα 6 : Έλεγχος ρευστότητας Λαμβάνουν χώρα τρεις δοκιμές για κάθε κώνο. Η ρευστότητα θεωρείται ικανοποιητική όταν ο συνολικός χρόνος που απαιτείται για την διέλευση 500 ml του ενέματος από των κώνο διαμέτρου οπής 4.7 mm ή 2mm είναι < 45 sec και 125 sec, αντίστοιχα 25. 4.1.3 Διεισδυτικότητα Με τον όρο διεισδυτικότητα εννοούμε την δυνατότητα ενός ενέματος να διεισδύσει στις ρωγμές ή τους πόρους του υποδοχέα (Εικ.7). Ένα υδραυλικό ένεμα είναι ένα κοκκώδες αιώρημα το οποίο πρέπει να εισαχθεί σε κάποια ρωγμή με δεδομένο εύρος. Είναι φυσικό ότι, ανάμεσα στο μεγαλύτερο κόκκο αυτού του αιωρήματος και το εύρος της ρωγμής στο οποίο θέλουμε να εισαχθεί, πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση. Αν οι κόκκοι είναι πολύ μεγάλοι, είναι αδύνατο να περάσουν μέσα από μια λεπτή ρωγμή. 25 Πηγή:«Τεχνικές Προδιαγραφές και Απαιτούμενος Εξοπλισμός για τον Σχεδιασμό και την Εφαρμογή των Ενεμάτων», Υπουργείο Πολιτισμού Γενική Διεύθυνση Αναστύλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων, Διεύθυνση Τεχνικών Ερευνών Αναστήλωσης

Σ ε λ ί δ α 34 Η εμπειρία και τα πειράματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα απέδειξαν ότι τα ενέματα με το τσιμέντο για τις συνηθισμένες χρήσεις δεν μπορούν να διεισδύσουν σε εύρος ρωγμών μικρότερο των 3 mm. Όταν το εύρος της ρωγμής είναι μικρότερο δημιουργείται έμφραξη. Συγκεκριμένα, γίνεται απόμιξη του ενέματος, καθώς διέρχονται μόνο το νερό και τα πολύ λεπτόκοκκα υλικά. Έτσι, παρόλο που η πίεση αυξάνεται, η συνέχιση της ενέσεως καθίσταται αδύνατη. Εικόνα 7 : τομή λιθοδομής είσοδος ενέματος Διάφοροι ερευνητές, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της έμφραξης, προσπάθησαν να διατυπώσουν ένα κριτήριο διεισδυτικότητας, που τις πιο πολλές φορές ήταν ο λόγος του μεγέθους του εύρους της μικρότερης ρωγμής ή πόρου του προς επισκευή υλικού, προς το μέγεθος των μεγαλύτερων κόκκων της στερεάς φάσης του ενέματος. Ο λόγος αυτός διακυμαίνεται στην βιβλιογραφία μεταξύ 1,5 και 15. Η διαφορά στην εκτίμηση της τιμής του λόγου αυτού οφείλεται στην μεγάλη ποικιλία των προς επισκευή υλικών (εδάφη, σκυρόδεμα, λιθοδομές κλπ.), στην δυσκολία αναπαραγωγής τους σε συνθήκες εργαστηρίου και στο ότι συχνά η έρευνα συσχετιζόταν με συγκεκριμένα προβλήματα εφαρμογής και δεν ήταν συστηματική. Αν πάρουμε ένα μέσο όρο αυτών των τιμών και αν θεωρήσουμε ότι οι μεγαλύτεροι κόκκοι του τσιμέντου έχουν διάμετρο περίπου 200 μm, βλέπουμε ότι το ένεμα που αντιστοιχεί στο τσιμέντο αυτό δεν μπορεί να διεισδύσει σε ρωγμή εύρους 2-3 mm. Αν δε, θεωρήσουμε ότι το ένεμα περιέχει και άμμο με κόκκους διαμέτρου περίπου 1 mm τότε αυτό το όριο γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, περίπου 1cm.

Σ ε λ ί δ α 35 Στην περίπτωση των λιθοδομών καταλαβαίνουμε εύκολα ότι οι λεπτές ρωγμές παίζουν ένα ιδιαίτερο ρόλο στην επιτυχία της ενέσεως καθώς αποτελούν για το ένεμα θέσεις υποχρεωτικής διέλευσης 26.Έτσι, χρησιμοποιώντας ένα πρότυπο πείραμα, την στήλη άμμου (Εικ.8), ελέγχθηκαν πάρα πολλά τσιμέντα. Εικόνα 8 : Πειραματική διάταξη στήλης άμμου Συγκεκριμένα γεμίζουμε την στήλη με κάποια γνωστής διαβάθμισης άμμο, για την οποία γνωρίζουμε σε τι κενά αντιστοιχεί. Το δοχείο του ενέματος γεμίζεται με πολύ χαμηλή πίεση και οδηγούμε το ένεμα να διέλθει μέσα από την στήλη. Αν διέλθει σημαίνει πως έχει ικανοποιητική ενεσιμότητα 27. 26 Πηγή: Μιλτιάδου Α., «Γενική παρουσίαση της εφαρμογής των ενεμάτων για επισκευή λιθοδομών», 1991 27 Πηγή:Κονιάματα Ενέματα Αποκατάστασης Παραδοσιακών Τοιχοποιιών», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2004.

Σ ε λ ί δ α 36 4.2 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΕΣΙΜΟΤΗΤΑ 4.2.1 Πήξη Τα ενέματα είναι υλικά που έχουν σχεδιαστεί να πήξουν μετά από ένα λογικό χρονικό διάστημα. Όμως η πήξη δεν πρέπει να επηρεάζει τα χαρακτηριστικά ροής και άρα να εμποδίζει την ενεσιμότητα του μείγματος. Για τα τσιμεντενέματα η πήξη αρχίζει περίπου μια ώρα μετά την ανάμιξη των υλικών του μείγματος, επηρεάζεται από την θερμοκρασία και μπορεί να ρυθμιστεί από την χρήση κατάλληλων πρόσμικτων (επιταχυντές επιβραδυντές). Η αρχή της πήξης των τσιμεντενεμάτων καθορίζει τη διάρκεια που επιτρέπεται η διοχέτευσή του. Όταν η πήξη αρχίσει, η χρήση του μείγματος απαγορεύεται, διότι η διατάραξη της πήξης με την κίνηση του μείγματος θα επηρεάσει δυσμενώς την σκλήρυνση του ενέματος. Για τα οργανικά ενέματα, ο χρόνος για τον οποίο είναι αρκετά ρευστά ώστε να μπορούν να ενεθούν, καλείται «διάρκεια χρήσης», ή «ανοικτός χρόνος» (POT-LIFE) και εξαρτάται από την θερμοκρασία κατά την ανάμιξη και κατά την εφαρμογή τους, από την ποσότητα του δοχείου ανάμιξης και από το σχήμα του δοχείου. Καθορίζεται από τον κατασκευαστή για κάθε συγκεκριμένο υλικό σε συγκεκριμένες συνθήκες. 4.2.2 Αστάθεια του μείγματος Η καθίζηση και η διαστρωμάτωση είναι φαινόμενα που επηρεάζουν την ομοιογένεια του ενέματος, αλλάζουν τα χαρακτηριστικά ροής του και οδηγούν σε μία επαρκή ή προβληματική πλήρωση των κενών. α)καθίζησηείναι η τάση του νερού να ανεβαίνει στο πάνω μέρος του αιωρήματος ενώ τα στερεά σωματίδια καθιζάνουν. Η ταχύτητα καθίζησης καθορίζεται από την δυσκολία του νερού να κινηθεί μεταξύ των στερεών σωματιδίων. β) Διαστρωμάτωση είναι η τάση των στερεών σωματιδίων του αιωρήματος να διατάσσονται σε οριζόντιες στρώσεις ανάλογα με το μέγεθός τους. Η καθίζηση και η διαστρωμάτωση εξαρτώνται από τον λόγο νερού / στερεών σωματιδίων, από το σχήμα και το μέγεθος των κόκκων, από την φυσικοχημική τους συγγένεια με το νερό και από την κοκκομετρική διαβάθμιση (που επηρεάζει τους κενούς χώρους μεταξύ των κόκκων).

Σ ε λ ί δ α 37 Η αστάθεια του αιωρήματος μπορεί να βελτιωθεί : Με την ανάμιξη του ενέματος σε πολύ υψηλές ταχύτητες ώστε να επιτευχθεί ένα κολλοειδές μείγμα. Χρησιμοποιώντας κατάλληλα πρόσμικτα, ρευστοποιητές, που μειώνουν την ποσότητα του απαιτούμενου νερού για δεδομένα χαρακτηριστικά ροής. Προσθέτοντας πολύ λεπτόκοκκα πληρωτικά υλικά, όπως άργιλο ή διογκωτικά πρόσμικτα, που μεγαλώνουν την ειδική επιφάνεια της στερεάς φάσης του μείγματος και βελτιώνουν την κοκκομετρική διαβάθμιση. 4.2.3 Απορρόφηση νερού από λιθοδομή Όταν μέρος του νερού του ενέματος απορροφάται από τα γύρω στεγνά υλικά της λιθοδομής, η ένεση μπορεί να εμποδιστεί και το ένεμα να χάσει την σταθερότητα της σύνθεσής του. Η απώλεια νερού μπορεί να αποφευχθεί : α) με προηγούμενη διύγρανση της λιθοδομής και β) προσθέτοντας στο ένεμα ειδικά πρόσμικτα για την συγκράτηση του νερού. 4.2.4 Γεωμετρικοί παράγοντες Αφορούν τη σχέση μεταξύ των διαστάσεων των κόκκων του ενέματος και των διαστάσεων των κενών στα οποία το μείγμα πρόκειται να ενεθεί. Οι περισσότεροι εμπειρικοί και πειραματικοί κανόνες προτείνουν ότι η διάμετρος των μικρότερων κενών της λιθοδομής πρέπει να είναι 2-3 φορές μεγαλύτερη από την διάμετρο των μεγαλύτερων κενών του μείγματος. Μια άλλη συνέπεια της γεωμετρίας της λιθοδομής στην επιτυχημένη εφαρμογή των ενεμάτων είναι ότι λόγω της ποικιλίας του εύρους των ρωγμών και των κενών οι ρωγμές μικρού εύρους κινδυνεύουν να μην γεμιστούν ακόμη κι αν το μείγμα είναι κατάλληλα σχεδιασμένο να τις διαπεράσει. Αυτό συμβαίνει διότι η ροή από τις ευρύτερες ρωγμές και κενά ( λόγω της κατανομής των υδραυλικών πιέσεων και των ταχυτήτων ροής) εμποδίζει τη ροή του ενέματος στις γειτονικές ρωγμές μικρότερου εύρους 28. 28 Πηγή:Μιλτιάδου Α., «Η χρήση των ενεμάτων ως μέθοδος επισκευής και ενίσχυσης λιθοδομών», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Θεσσαλονίκης, 1985

Σ ε λ ί δ α 38 4.3 ΜΗΧΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Οι μηχανικές ιδιότητες του ενέματος, ο οποίες πρέπει να είναι συμβατές με τα υλικά της υπάρχουσας τοιχοποιίας και να έχουν υψηλή διεισδυτικότητα δεν μπορούν ακόμα να καθοριστούν με ποιοτικό τρόπο. Μια ποσοτική προσέγγισή τους έχει ήδη προταθεί στο κεφάλαιο 3 όπου αναφέρονται ο επιθυμητές ιδιότητες των ενεμάτων 29. 4.3.1 Αντοχή των υδραυλικών ενεμάτων Η ανάλυση των μηχανικών χαρακτηριστικών των υδραυλικών ενεμάτων που περιέχουν τσιμέντο και λεπτόκοκκα υλικά οδήγησε στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια μεγάλη ποικιλία αντοχών ανάλογα με την ποσότητα και την φύση των χρησιμοποιούμενων λεπτόκοκκων υλικών. Συνοπτικά, μέσα από μια σειρά ερευνών, διαπιστώθηκε ότι τα ενέματα των οποίων η στερεά φάση περιέχει λεπτόκοκκα υλικά σε ποσότητα που κυμαίνεται από 10-40%, έχουν αντοχή 28 ημερών σε ανεμπόδιστη θλίψη, η οποία διαφέρει ανάλογα με τη φύση του λεπτόκοκκου υλικού η οποία αναφέρεται στον Πιν.4.4 30 : Πίνακας 4.4 : αντοχή σε θλίψη και εφελκυσμό Λεπτόκοκκο Υλικό Ποσοστό στο ένεμα Fc (Mpa) Fe (Mpa) Πυριτϊακή παιπάλη <40% - 10%> <16.6 31.0> <2.1 3.0> Θηραϊκή γη <40% - 10%> <9.3 21.5> <1.2 2.7> Υδράσβεστος <40% - 10%> <3.4 16.7> <0.9 1.5> Θηραϊκή γη + <80% - 30%> <2.1 15.0> <0.2 1.5> Υδράσβεστος Η ύπαρξη μιας τέτοιας ποικιλίας αντοχών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα από πρακτική άποψη. Είναι πράγματι σημαντική να υπάρχει η δυνατότητα επιλογής ενός ενέματος του οποίου τα μηχανικά χαρακτηριστικά μπορούν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της γενικότερης μελέτης επισκευής και ενίσχυσης της λιθοδομής. 29 Πηγή:Miltiadou A., Grouting as o method for the repair of masonry Monuments, ΕργασίαγιαΜ.Α., IAAS, Πανεπιστήμιοτου York, 1985 30 Πηγή: Μιλτιάδου Α., «Η μέθοδος των υδραυλικών ενεμάτων για την επισκευή και ενίσχυση παλιών κατασκευών από λιθοδομή», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2004

Σ ε λ ί δ α 39 4.3.2 Συνάφεια υδραυλικών ενεμάτων λιθοσωμάτων Η ανάπτυξη συνάφειας του ενέματος με τα υλικά επί τόπου είναι μία από τις πιο σημαντικές ιδιότητές του, από την οποία εξαρτάται η ικανότητα του ενέματος να συνδέσει μεταξύ τους τα διάφορα υλικά της λιθοδομής και να επιτύχει την αποκατάσταση ή ενίσχυση της μηχανικής αντοχής της. Τα πειράματα μέτρησης εφελκυστικής αντοχής, που πραγματοποίησε η κ. Μιλτιάδου και οι συνεργάτες της, σε μια σειρά δοκιμίων αποτελούμενων από ασβεστολιθικά λιθοσώματα και υδραυλικά ενέματα, απέδειξαν ότι τα ενέματα αυτά έχουν πολύ καλή αντοχή συνάφειας. Οι αντοχές σε εφελκυσμό που μετρήθηκαν κυμαίνονται από 0,5-4 ΜPa πράγμα που αποδεικνύει την πολύ καλή αντοχή συνάφειας. Επίσης, μέσω των πειραμάτων αυτών, αποδείχτηκε ότι ανάμεσα στον πολύ μεγάλο αριθμό παραγόντων που επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά της συνάφειας, πρέπει να δοθεί μια ιδιαίτερη προσοχή στις ανταλλαγές νερού μεταξύ ενέματος και λίθων. 4.3.3 Επισκευασμένη λιθοδομή Στην περίπτωση των λιθοδομών, η διατομή της τοιχοποιίας αποτελείται συχνά από δύο πλευρές δομημένες με λίθους και αρμούς κονιάματος μεταξύ των οποίων υπάρχει ένα τμήμα αποτελούμενο από κομμάτια λίθων τυχαία τοποθετημένων και ελάχιστο κονίαμα (Εικ.9). Το υλικό αυτό, που θα το ονομάζουμε εδώ υλικό πληρώσεως, έχει συχνά υψηλό πορώδες και χαμηλές μηχανικές αντοχές. Επειδή το ένεμα, εισερχόμενο στο εσωτερικό αυτών των λιθοδομών, μεταβάλει όχι μόνο τα μηχανικά χαρακτηριστικά του κονιάματος δομής αλλά και εκείνα του υλικού πληρώσεως, η κ. Μιλτιάδου και οι συνεργάτες της πραγματοποίησαν σειρά πειραμάτων σε δοκίμια από λιθοσώματα και υδραυλικά ενέματα με βάση το τσιμέντο και λεπτόκοκκα για την εκτίμηση του βαθμού επισκευής μετά από την διενέργεια ενέσεων α) του κονιάματος δομής και β) του υλικού πληρώσεως.

Σ ε λ ί δ α 40 Εικόνα 9 : Τοιχοποιία αποτελούμενη από λίθους και αρμούς κονιάματος Τα πειράματα απέδειξαν καταρχήν την ικανότητα των ενεμάτων να διεισδύσουν σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό στα κονιάματα και υλικά πληρώσεως που μελετήθηκαν. Η βελτίωση των μηχανικών χαρακτηριστικών τους, μετά την διενέργεια των ενέσεων, είναι πολύ σημαντική. Έτσι το μέτρο ελαστικότητας του κονιάματος διπλασιάζεται μετά την επισκευή, ενώ η αντοχή του, σε μονοαξονική θλίψη, περίπου τετραπλασιάζεται. Η αύξηση των μηχανικών χαρακτηριστικών των υλικών πληρώσεως είναι ακόμη πιο θεαματική. Στην περίπτωση αυτή το μέτρο ελαστικότητας και η αντοχή μπορούν και να δεκαπλασιαστούν ανάλογα με την ποιότητα του αρχικού υλικού. Όσων αφορά την εκτίμηση του βαθμού επισκευής χάριν των ενεμάτων του συνόλου της λιθοδομής, στα πλαίσια του ίδιου ερευνητικού προγράμματος, πραγματοποιήθηκαν πειράματα σε τοιχοποιίες από οπτοπλινθοδομή (κλίμακα 1/2) στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και σε τοιχοποιίες από λιθοδομή (κλίμακα ½ και 1/1) στην έδρα «Οπλισμένου Σκυροδέματος» του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, επιβεβαίωσαν την υψηλή διεισδυτικότητα αυτών των ενεμάτων με βάση το τσιμέντο λεπτόκοκκα υλικά και τις καλές ιδιότητες συνάφειας που μπορούν να αναπτύξουν. Η χρήση αυτών των ενεμάτων επέτρεψε όχι μόνο την επισκευή αλλά και την ενίσχυση της τοιχοποιίας καθώς η αντοχή των δοκιμίων σε μονοαξονική θλίψη διπλασιάστηκε 31. 31 Πηγή:Μιλτιάδου Α., «Η μέθοδος των υδραυλικών ενεμάτων για την επισκευή και ενίσχυση παλιών κατασκευών από λιθοδομή», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2004

Σ ε λ ί δ α 41 5. ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΥΔΡΑΥΛΙΚΩΝ ΕΝΕΜΑΤΩΝ 5.1 ΓΕΝΙΚΑ Η εφαρμογή κατάλληλων υδραυλικών ενεμάτων αποτελεί πλέον μια συνήθη πρακτική για την επισκευή και ενίσχυση ρηγματομένων και αποδιοργανωμένων αρχιτεκτονικών μελών ή κατασκευών από παλαιές λιθοδομές, ιδιαίτερα σε σεισμογενείς περιοχές. Πρόκειται για μια μέθοδο η οποία μπορεί να είναι τεχνικά αποτελεσματική και ταυτόχρονα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα από την άποψη των αναστηλωτικών αρχών, καθώς διαθέτει το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορεί (σε συνδυασμό με το βαθύ αρμολόγημα) να εξασφαλίζει εκ νέου την συνέχεια, συνοχή και αντοχή των αρχιτεκτονικών μελών ή του συνόλου των κατασκευών, χωρίς αλλοίωση της εξωτερικής μορφής και γεωμετρίας τους και χωρίς αλλαγή του δομητικού συστήματός τους. Δεδομένου, όμως, ότι πρόκειται για μια επέμβαση που δεν είναι αναστρέψιμη ακόμα, τόσο το ένεμα όσο και ο τρόπος εφαρμογής του, θα πρέπει να σχεδιαστούν κατάλληλα έτσι ώστε να ικανοποιούνται όλες οι απαιτήσεις επιτελεστικότητας. Δηλαδή, αφενός να εξασφαλιστεί η υψηλή ενεσιμότητα του ρευστού ενέματος και η πλήρωση των ρωγμών και κενών υπό χαμηλή πίεση (χωρίς περαιτέρω διαταραχή της υπό επισκευή κατασκευής) και αφετέρου να επιτευχθεί, μέσω της στερεοποίησης του ενέματος, η βελτίωση των μηχανικών χαρακτηριστικών και της ανθεκτικότητας της κατασκευής, χωρίς δευτερογενείς βλαπτικές επιπτώσεις στην συνολική συμπεριφορά της εξασφαλίζοντας έτσι την αρχή της επανεπεμβασιμότητας. Η σύχρονη ικανοποιήση των πιο πάνω απαιτήσεων επιτελεστικότητας επηρεάζεται από παραμέτρους που είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Επομένως, είναι αναγκαία η συνολική και ορθολογική θεώρηση του θέματος. Απαιτείται λοιπόν μια συγκεκριμένη μεθοδολογία για τον τρόπο με τον οποίο, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της υπάρχουσας κατάστασης (τις ιδιότητες των υλικών δομήσεως και της λιθοδομής ως συνόλου, τη γεωμετρία, την ύπαρξη ή όχι διακόσμου, την παθολογία, τα διαθέσιμα υλικά κλπ.), θα επιτυγχάνονται οι στόχοι της επέμβασης, όπως αυτή θα τίθεται από την γενικότερη μελέτη δομιτικής και αρχιτεκτονικής αποκατάστασης της υπό επισκευή κατασκευής, δηλαδή τις απαιτήσεις ως προς τα επιδιωκόμενα δια της επισκευής φυσικοχημικά, μηχανικά, αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά.

Σ ε λ ί δ α 42 Η ορθολογική προσέγγιση του όλου θέματος, μέσω συγκεκριμένης μεθοδολογίας και κριτηρίων σχεδιασμού, είναι πολύ σημαντική, καθώς δίνει την δυνατότητα τεκμηρίωσης όλων των επιμέρους βημάτων και αποφάσεων και εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων ανάλογα με τα εκάστοτε δεδομένα. Λόγω δε της μεγάλης ποικιλίας των δεδομένων της υπάρχουσας κατάστασης (πλήθος διαφορετικών υλικών, τύπων κατασκευών, παθολογίας, περιβάλλοντος, διατιθέμενων υλικών για την επισκευή, κλπ.), η έλλειψη ορθολογισμού και η ανεξέλεγκτη χρήση συνταγών ή η διατύπωση προτάσεων για έτοιμες συνθέσεις ενεμάτων που μπορούν τάχα να λύσουν όλα τα προβλήματα ( και είναι δυστυχώς ακόμη και σήμερα μια συνήθης πρακτική), μπορεί να είναι μια εύκολη και γρήγορη λύση, ενέχει όμως σημαντικούς κινδύνους για το τελικό αποτέλεσμα 32. 5.2 ΒΑΣΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ 5.2.1 Απαιτούμενες έρευνες και μελέτες για τον σχεδιασμό της σύνθεσης και της διαδικασίας εφαρμογής των ενεμάτων 33 Για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο σχεδιασμός του ενέματος θα πρέπει να έχουν καθοριστεί οι στόχοι της επέμβασης και να έχουν ερευνηθεί τα δεδομένα της υπάρχουσας κατάστασης της υπό επισκευής λιθοδομής. Οι στόχοι αφορούν τις απαιτούμενες ιδιότητες της λιθοδομής μετά της επέμβαση (φυσικές, χημικές, μηχανικές, αισθητικές, λειτουργικές). Τα δεδομένα της υπάρχουσας κατάστασης είναι: 1. Αναγνώριση της κατασκευής και εκτίμηση των χαρακτηριστικών των υλικών δομήσεως και του περιβάλλοντος που περιλαμβάνει : Φυσικοχημικά και μηχανικά χαρακτηριστικά υλικών δομήσεως (πορώδες, αντοχές, υδατοαπορροφητικότητα, χημική ανάλυση, αναζήτηση ύπαρξης νοσογόνων στοιχείων ιδιαίτερα θειικών αλκαλίων στο δόμημα και στο περιβάλλον του). Αναγνώριση του τρόπου δομήσεως του εσωτερικού της κατασκευής και εκτίμηση του ποσοστού των κενών και του εύρους των ρωγμών. 32 Πηγή:Μιλτιάδου Α., Τάσιος Θ., «Ορθολογικά κριτήρια για τον σχεδιασμό των υδραυλικών ενεμάτων» 33 Πηγή:Μιλτιάδου Α., «Η μέθοδος των υδραυλικών ενεμάτων για την επισκευή και ενίσχυση παλιών κατασκευών από λιθοδομή», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2004

Σ ε λ ί δ α 43 2.Μελέτη συμπεριφοράς του φέροντος οργανισμού και καθορισμός των επιθυμητών αντοχών του ενέματος : Εκτίμηση αντοχής ενεμάτων. Επέμβαση στο σύνολό του ή σε τμήμα της κατασκευής ή του αρχιτεκτονικού μέλους. 3. Τεκμηρίωση και έρευνα: Καθορισμός ειδικών απαιτήσεων λόγω διακόσμου ή άλλων δεδομένων αισθητικής αποκατάστασης. 4. Μελέτη συνθέσεως ενεμάτων βασισμένη σε βιβλιογραφία και εργαστηριακές δοκιμές : Έρευνα αγοράς και επιλογή κατάλληλων υλικών. Είναι απαραίτητη η πραγματοποίηση ελέγχου των χαρακτηριστικών τους, ελλείψει προτυποποίησης. Καθορισμός χαρακτηριστικών προτεινόμενης σύνθεσης ως προς αναλογίες, φαινόμενο ιξώδες, εξίδρωση, καθίζηση, χρόνο διελεύσεως σε στήλη άμμου, χρόνο πήξεως, αντοχές, πορώδες, συστολή ξηράνσεως. Καθορισμός ιδιαίτερων συνθηκών εφαρμογής. Οριστικοποίηση συνθέσεως. 5. Δοκιμαστική παραγωγή και εφαρμογή στο εργοτάξιο για έλεγχο και συμπλήρωση ή για διόρθωση της μελέτης : Καθορισμός τρόπου εφαρμογής: Διάμετρος και διαστάσεις κανάβου σωληνίσκων, πίεση ενέσεως, κατανάλωση ανά m 2, καταλληλότητα αρμολογήματος, απώλειες ενέματος. Έλεγχος της αποτελεσματικότητας των ενέσεων στην δοκιμαστική περιοχή (πυρινοληψία, ενδοσκοπήσεις, υπερήχους, ραντάρ, και ανάλυση ενέματος).

Σ ε λ ί δ α 44 5.2.2 Κριτήρια σχεδιασμού υδραυλικών ενεμάτων 34. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικών ερευνητικών εργασιών, τα υδραυλικά ενέματα υψηλής διεισδυτικότητας πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε : Να είναι αιωρήματα σταθερά και επαρκώς ρευστά, δηλαδή ομοιογενή αιωρήματα με κατάλληλα χαρακτηριστικά ρευστότητας, τα οποία να μπορούν να ενεθούν με χαμηλή πίεση( 0,5 1,0 atm) και να διατηρούν την ομοιογένειά τους από την στιγμή της παρασκευής τους μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εισόδου τους στο εσωτερικό των ρωγμών κενων των λιθοδομών και την έναρξη της πήξεως, (ιδιότητες που εξαρτώνται κυρίως από τον τρόπο ανάμιξης και παρασκευής τους, την περιεκτικότητά τους σε νερό και την χημική σύνθεση των συστατικών τους). Σταθερό θεωρείται το ένεμα που παρουσιάζει πολύ μικρή εξίδρωση (εξίδρωση στις τρεις ώρες < 5% ) και δεν παρουσιάζει απόμιξη. Η ποσότητα του νερού καθορίζεται έτσι ώστε το αιώρημα να είναι σταθερό και ο χρόνος ροής του από τον κώνο Marsh (φαινόμενο ιξώδες) να είναι, για όγκο ενέματος 500ml και διάμετρο οπής εξόδου d=4.7 mm, και t d =4.7 mm< 45 sec, και για όγκο ενέματος 500 ml και διάμετρο οπής εξόδου d = 2 mm, και t d =2 mm < 125 sec. Να διεισδύουν με ευκολία υπό χαμηλή πίεση από 0,5 1,0 atm και σε λεπτές ρωγμές (εύρους λίγων δεκάτων του χιλιοστού), πράγμα που έχει κριθεί αναγκαίο προκειμένου να προσεγγιστούν, δια μέσου του αποσαθρωμένου κονιάματος δομής ή του μικρού εύρους διόδων, και να πληρωθούν κατά το μέγιστο δυνατό, τα κενά και οι ρωγμές του εσωτερικού των επισκευαζόμενων δομικών στοιχείων (ιδιότητα που εξαρτάται από την κοκκομετρία της στερεάς φάσης του ενέματος). Επειδή είναι πολύ δύσκολο να προσομοιωθεί στο εργαστήριο μία χαρακτηριστική περίπτωση ρηγματώσεως και φθοράς της λιθοδομής με τρόπο εύκολο, υλοποιήσιμο και αναπαράξιμο, για την διερεύνηση της διεισδυτικότητας ενός ενέματος χρησιμοποιείται το πείραμα ενεσιμότητας στην στήλη άμμου. Ο χρόνος διέλευσης του ενέματος από την στήλη άμμου κατά NFP18-891 πρέπει να είναι ικανοποιητικός (t 36 < 50 sec). 34 Πηγή: «Τεχνικές Προδιαγραφές και Απαιτούμενος Εξοπλισμός για τον Σχεδιασμό και την Εφαρμογή των Ενεμάτων», Υπουργείο Πολιτισμού Γενική Διεύθυνση Αναστύλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων, Διεύθυνση Τεχνικών Ερευνών Αναστήλωσης

Σ ε λ ί δ α 45 Να έχουν εύλογο χρόνο πήξεως για να μπορεί να ολοκληρωθεί η εισαγωγή τους στο εσωτερικό των ρωγμών πριν την έναρξη της πήξης. Με την στερεοποίηση τους να προσδίδουν στο αρχικό κονίαμα και στο υλικό πληρώσεως της λιθοδομής βελτιωμένα μηχανικά χαρακτηριστικά καθώς και καλύτερα χαρακτηριστικά συνάφειας των υλικών αυτών με τους λίθους. Τα μηχανικά αυτά χαρακτηριστικά διαφοροποιούνται ανάλογα με την ποιότητα της επισκευαζόμενης τοιχοποιίας και ορίζονται από την εκάστοτε μελέτη της μηχανικής συμπεριφοράς της επισκευαζόμενης κατασκευής, ανάλογα με τις προσδοκώμενες αντοχές της τοιχοποιίας μετά τα ενέματα. Να έχουν διάρκεια στον χρόνο και φυσικοχημικές ιδιότητες συμβατές με τα υλικά επί τόπου (χημική σύνθεση, πορώδες, συντελεστή θερμικής διαστολής, μεταβολή όγκου κλπ.). 5.3 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΝΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΕΡΕΩΣΗ ΤΩΝ ΛΙΘΟΔΟΜΩΝ Σύμφωνα με την κ. Μιλτιάδου κατασκευές από λιθοδομή παρουσιάζουν κατά κανόνα σημαντικές βλάβες λόγω των πολλαπλών καταπονήσεων που έχουν υποστεί στην διάρκεια της ζωής τους. Έτσι η ανάδειξη και η αναστήλωσή τους, επιβάλλη συνήθως και επεμβάσεις στερέωσής τους (άρση των αιτιών των βλαβών, επισκευή ή και ενίσχυση). Η μέθοδος των ενεμάτων για την επισκευή και ενίσχυση αυτών των κατασκευών, εάν εφαρμοστεί σωστά, παρουσιάζει σημαντικά προτερήματα διότι: Α) Επιτυγχάνει επισκευή ή ενίσχυση του υπάρχοντος φορέα με την μικρότερη δυνατή διατάραξή του και χωρίς αλλαγή του αρχικού στατικού μοντέλου. Β) Είναι επέμβαση γενικά μη ορατή και επηρεάζει μόνο το συνδετικό κονίαμα της λιθοδομής και όχι την υπόλοιπη δομή της. Έτσι διατηρείται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό κάθε ιστορική πληροφορία, και τα ίχνη ακόμη των βλαβών, εάν είναι επιθυμητά. Τα παραπάνω φανερώνουν τις μεγάλες δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα που έχει η εφαρμογή των ενεμάτων στη στερέωση των κατασκευών αυτών (σε σύγκριση με άλλες μεθόδους), για τις οποίες θα πρέπει να προτιμάται στο σχεδιασμό των σχετικών επεμβάσεων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι λαμβάνονται υπόψη τα εξής: 1) Επειδή οι λιθοδομές είναι φορείς ανομοιογενείς, με μη σαφώς καθορισμένα μηχανικά χαρακτηριστικά, η εμπειρία από την μέχρι σήμερα έρευνα (ενέματα εδάφους,

Σ ε λ ί δ α 46 προεντεταμένου σκυροδέματος κλπ.) μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο έμμεσα και ενδεικτικά αφού συνεκτιμηθούν και άλλες παράμετροι. Συνεπώς οι κανονισμοί που ισχύουν για τους παραπάνω τομείς δεν έχουν άμεση ισχύ σε επισκευή και ενίσχυση λιθοδομών. 2)επίσης επιβάλλεται η συστηματική τεκμηρίωση και παρακολούθηση των εργασιών σ όλη την διάρκεια της επέμβασης, μέσα από την οποία ελέγχεται η ορθότητα ή όχι του σχεδιασμού αλλά και αποκτάται ουσιαστική εμπειρία και δεδομένα που θα είναι χρήσιμα και διαθέσιμα για τις μελλοντικές θεωρητικές έρευνες 35. 35 Πηγή:Μιλτιάδου Α., «Η χρήση των ενεμάτων ως μέθοδος επισκευής και ενίσχυσης λιθοδομών», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Θεσσαλονίκης, 1985

Σ ε λ ί δ α 47 6. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΝΕΜΑΤΩΝ 6.1 ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΝΕΣΕΩΝ 6.1.1 Εισαγωγή ενέματος υπό πίεση Η εφαρμογή των ενεμάτων χρειάζεται προσωπικό με εμπειρία, που λαμβάνοντας υπόψη την δομή και την κατάσταση της τοιχοποιίας, θα αποφασίσει για τον καλύτερο συνδυασμό των αποστάσεων των οπών, τη σύνθεση του ενέματος και την πίεση που απαιτείται για την ένεση σε κάθε περιοχή της κατασκευής. Η περισσότερο χρησιμοποιούμενη μέθοδος είναι η εισαγωγή ενέματος υπό πίεση. Το ένεμα διέρχεται μέσω των κενών και όταν δεν μπορεί πλέον να διέλθει γεμίζει τα κενά συμπιέζοντας ή και εξωθώντας τον αέρα των κενών της τοιχοποιίας. Η γνώση της εσωτερικής δομής της τοιχοποιίας και του ποσοστού των κενών είναι στοιχείο που συνεκτιμάται για την επίτευξη του καταλληλότερου για την κάθε περίπτωση ιξώδους του ενέματος. Η είσοδος του μείγματος γίνεται από ελαστικούς σωλήνες διαμέτρου ανάλογης με την ποσότητα του ενέματος που θα εισαχθεί. Οι σωλήνες εισάγονται είτε σε οπές που δημιουργούνται για τον σκοπό αυτόν, είτε σε ήδη υπάρχουσες ρωγμές ή σε χάσματα της τοιχοποιίας. Οι συνήθεις αποστάσεις των οπών κυμαίνονται μεταξύ 0,30 0,60 m. Επειδή τα ένεμα λαμβάνει τη θέση του αέρα ή του τυχόντος ύδατος των κενών, πρέπει να υπάρχει πρόνοια για την έξοδό τους από την τοιχοποιία, δηλαδή πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχουν τουλάχιστον δύο οπές σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Οι αποστάσεις μεταξύ των σωλήνων και η ποσότητα του ενέματος εξαρτώνται από : 1. Τη φύση και το ιξώδες του ενέματος 2. Την διάμετρο των σωλήνων 3. Την διαπερατότητα της τοιχοποιίας και 4. Την πίεση εισαγωγής του ενέματος.

Σ ε λ ί δ α 48 Στην αρχή του εμποτισμού η πίεση είναι μέχρι 0,30 MPa και κρατείται σταθερή μέχρι να απορροφηθεί το ένεμα από τον τοίχο. Στην συνέχεια αυξάνεται μέχρι τα 0,40 MPa και κρατείται σταθερή για 5 10 λεπτά έτσι ώστε να σταθεροποιηθεί το μείγμα και να στραγγίσει το επιπλέον νερό. Πάντως, μεγάλη πίεση μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα σε τοιχοποιίες μικρής αντοχής, για τον λόγο αυτό πρέπει να συνεκτιμάται η πίεση με την αντοχή της τοιχοποιίας. Η εισαγωγή του ενέματος αρχίζει από τα χαμηλότερα σημεία και προχωράει προς τα άνω με συστηματικό τρόπο (Εικ.10). Η εισαγωγή από ένα σημείο συνεχίζεται μέχρι να υπερχειλίσει ένεμα από κάποιο ψηλότερο σημείο, που επικοινωνεί με το υπόψη σημείο. Εικόνα 10 : Σφράγισμα ρωγμών με ένεση Τότε σφραγίζεται ο χαμηλότερος σωλήνας (από όπου γινόταν η εισαγωγή) και η διαδικασία επαναλαμβάνεται από τα σημεία από όπου υπερχειλίσει το ένεμα. Εάν, παρά το παρατεταμένο διάστημα εισαγωγής, δεν παρατηρηθεί έξοδος υλικού από ανώτερη οπή, τότε για τον έλεγχοτης πορείας του ενέματος δημιουργείται μία νέα οπή χαμηλότερα εκείνης από όπου αναμένεται να τρέξει υλικό. Αν παρατηρηθεί ότι το υλικό χάνεται μακριά από την επιθυμητή περιοχή, τότε πρέπει να ληφθούν κάποια μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ένα τέτοιο μέτρο είναι η προσθήκη πηκτικού αλλά η λύση εγκυμονεί κινδύνους για την συσκευή εισαγωγής. Πιο αποτελεσματική μπορεί να αποδειχθεί η παρασκευή περισσότερου παχύρευστου ενέματος που θα εισέρχεται από οπές σε μικρότερες αποστάσεις.

Σ ε λ ί δ α 49 Η εισαγωγή ενέματος στις ρωγμές των τοιχοποιιών απαιτεί μεγάλη προσοχή επειδή μπορεί το ένεμα από υπερχείλιση να λερώσει ανεπανόρθωτα τον τοίχο. Η διαδικασία σφράγισης των ρωγμών περιλαμβάνει απομάκρυνση του βλαμμένου κονιάματος στους αρμούς (μετά την αφαίρεση του επιχρίσματος), καθαρισμό της ρωγμής από χαλαρά μέρη με αέρα ή νερό υπό πίεση, εκτράχυνση των επιφανειών των αρμών, σφράγιση των χειλών της ρωγμής με γύψο, τσιμεντοκονία ή ειδικούς στόκους που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Έπειτα τοποθετούνται πλαστικοί σωλήνες για εξαέρωση (απομάκρυνση εγκλωβισμένου αέρα) και τον έλεγχο του πλήρους εμποτισμού του τοίχου. Μετά το τέλος των εργασιών πρέπει να αφαιρούνται οι σωλήνες και να αποκαθίσταται οι αρμοί στις περιοχές των οπών. Αν πρόκειται στην τοιχοποιία να γίνει και αρμολόγηση ή κατασκευή μανδύα, τότε είναι καλύτερα αυτές οι εργασίες να προηγούνται των ενέσεων 36. Η τεχνική αυτή εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που το άνοιγμα των ρωγμών της τοιχοποιίας δεν υπερβαίνει τα 10mm. Σε αντίθεση με το βαθύ αρμολόγημα το οποίο συνιστάται για τις τοιχοποιίες μικρού πάχους (t< 300 400 mm), η τεχνική αυτή συνιστάται και για τοιχοποιίες μεγαλύτερου πάχους. Αναλυτικά τα στάδια υλοποίησης είναι : 1. Καθαίρεση του επιχρίσματος σε μεγάλο πλάτος γύρω από τις ρωγμές 2. Διεύρυνση της ρωγμής στην επιφάνεια της τοιχοποιίας 3. Διάνοιξη οπών κατά πάχος του τοίχου ανά αποστάσεις κατά μήκος της ρωγμής (η διάμετρος, οι αποστάσεις και το βάθος αυτών των οπών εξαρτώνται από το εύρος της ρωγμής και από το πάχος της τοιχοποιίας, καθώς και από το εάν οι ενέσεις πρόκειται να γίνουν από τη μία όψη του τοίχου ή και από τις δύο). 4. Καθάρισμα της ρωγμής στο εσωτερικό της τοιχοποιίας με εισαγωγή ύδατος υπό πίεση 5. Τοποθέτηση σωληνίσκων μέσα στις διανοιγείσες οπές 6. Σφράγιση της εξωτερικής επιφάνειας της ρωγμής με τσιμεντοκονίαμα ή με γύψο (συνιστάται να γίνεται η σφράγιση των ρωγμών περίπου δύο μέρες προ της εφαρμογής του ενέματος, κατά τις οποίες η επιφάνεια της τοιχοποιίας στην οποία θα εφαρμοστούν τα ενέματα πρέπει να διατηρείται υγρή)(εικ.11) 36 Πηγή: Παπαποστόλου Δ., «Ενέματα και Κονιάματα σε Μνημεία», Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα 2005.

Σ ε λ ί δ α 50 7. Προετοιμασία του ενέματος. Τα υλικά του ενέματος τοποθετούνται στον αναμικτήρα και αναμιγνύονται με μεγάλη ταχύτητα για περιορισμένη διάρκεια προς αποφυγή πρόωρης σκλήρυνσης του μείγματος. Ακολούθως το ένεμα μεταγγίζεται σε άλλο αναμικτήρα μικρής ταχύτητας από όπου και αντλείται για την εισαγωγή του στην τοιχοποιία. Η αργή ανάμιξη συνεχίζεται σε όλη την διάρκεια της εφαρμογής του, έτσι ώστε να αποφεύγεται η απόμιξη. Εικόνα 11 : Προετοιμασία τοιχοποιίας για την εφαρμογή του ενέματος 8. Εφαρμογή του ενέματος. Οι ενέσεις εφαρμόζονται από κάτω προς τα πάνω. Η πίεση στο ακροφύσιο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0.1 MPa, προς αποφυγή του κινδύνου βλάβης στην τοιχοποιία λόγω υπερβολικής εσωτερικής πίεσης. Η εφαρμογή του ενέματος διακόπτεται κάθε φορά που εμφανίζεται ένεμα στον αμέσως υπερκείμενο σωληνίσκο. Στην περίπτωση που το ένεμα αντλείται, απαιτείται ταυτόχρονη μείωση της πίεσης στην αντλία. Απομακρύνεται το ακροφύσιο και φράσσεται ο σωληνίσκος εισαγωγής του ενέματος. Μετά από διακοπή 10 20 λεπτών η διαδικασία επαναλαμβάνεταιστην επόμενη ανώτερη στάθμη ή (εάν υπάρχουν πολλά σημεία εισαγωγής στην ίδια στάθμη) στο επόμενο σημείο εισόδου κατά μήκος του τοίχου, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η πλήρωση και φραγούν όλοι οι σωληνίσκοι, όταν η τσιμεντένεση προχωρεί κατακορύφως, είναι σημαντικό να αποφευχθεί η ανάπτυξη μεγάλης υδροστατικής πίεσης στο ένεμα που έχει ήδη εισαχθεί. Για τον λόγο αυτό, το μέγιστο ύψος στο οποίο εφαρμόζονται ενέματα δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα μέτρο ανά ημέρα.

Σ ε λ ί δ α 51 9. Τελικό επίχρισμα ή διάταξη κοτετσοσύρματος και τελικό επίχρισμα 37,38,39. 37 Πηγή: «Συστάσεις για προσεισμικές και μετασεισμικές επεμβάσεις σε κτίριο Β μέρος», Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Οργανισμός Αντισεισμικού σχεδιασμού και Προστασίας, Ο.Α.Σ.Π Αθήνα, Απρίλιος 2001 38 Πηγή: Βέρρας Δ., Βιντζηλαίου, Ε., Τριανταφύλλου, Αθ., «Αποτίμηση σεισμικών βλαβών, επισκευές και ενισχύσεις παραδοσιακών και μνημειακών κτιρίων», 2004 39 Πηγή: Δημοσθένους, Μ.Α., Στυλιανίδης, Κ.Χ., «Κριτήρια επιλογής μεθόδου επισκευής και ενίσχυσης μνημείων και παραδοσιακών και μνημειακών κτιρίων από τοιχοποιία», Πρακτικά 1ου Εθνικού Συνεδρίου, Ήπιες επεμβάσεις και προστασία ιστορικών κατασκετών, Θεσσαλονίκη, 23-25 Νοεμβρίου 2000

Σ ε λ ί δ α 52 6.1.2 Υλικά Εξοπλισμός 40 Τα υλικά και ο εξοπλισμός που απαιτούνται προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ένεση είναι τα εξής : Αναμικτήρας υψηλού στροβιλώδους (Εικ.12) Αντλία εμβολοφόρους (συνήθως χειροκίνητη) Τρυπάνι για διάνοιξη οπών Πλαστικοί σωληνίσκοι Ενέματα Εικόνα 12 : Παράσταση του εξοπλισμού για την προετοιμασία και την εφαρμογή ενεμάτων 40 Πηγή: «Συστάσεις για προσεισμικές και μετασεισμικές επεμβάσεις σε κτίριο Β μέρος», Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Οργανισμός Αντισεισμικού σχεδιασμού και Προστασίας, Ο.Α.Σ.Π Αθήνα, Απρίλιος 2001

Σ ε λ ί δ α 53 6.2 ΑΛΛΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΝΕΜΑΤΩΝ Εκτός από την παραπάνω μέθοδο εφαρμογής των ενεμάτων υπάρχουν επιπλέον τέσσερις βασικές μέθοδοι σύμφωνα με τους JohnandNicolaAshurst οι οποίες είναι : Έκχυση ενέματος με το χέρι (Handgrouting) Έκχυση ενέματος με σύστημα βαρύτητας (Gravitygrouting) Έκχυση ενέματος μεσύστημα άντλησης Έκχυση ενέματος με αναρροφητικά συστήματα 6.2.1 Έκχυση ενέματος με το χέρι Η έκχυση ενέματος στην απλούστερή της μορφή επιτυγχάνεται με το χέρι (Hand grouting) όπου η έκχυση γίνεται με ένα κυλινδρικό δοχείο σε ένα πήλινο δοχείο που σχηματίζεται στην επιφάνεια του τοίχου. Κατά την παραδοσιακή τεχνική στερέωσης με το χέρι γίνεται χρήση μικρών πήλινων δοχείων («χελιδονοφωλιές»), τα οποία σχηματίζονται στην επιφάνεια της λιθοδομής από πλάσιμο πηλό. Το ένεμα χύνεται μέσα στο πήλινο δοχείο και αφήνεται να διασκορπιστεί σε όλη την έκταση του κενού γύρω από το οποίο έχει σχηματιστεί το δοχείο (Εικ.13). Το δοχείο εφοδιάζεται κανονικά με τέτοιο ρυθμό ώστε η στάθμη να διατηρείται σταθερή. Όταν τα ένεμα πήξει, το δοχείο και το υπόλειμμα του ενέματος αποσπώνται από τον τοίχο και η επιφάνεια βουρτσίζεται με ειδικά εργαλεία. Στην συνέχεια ακολουθεί καθάρισμα και γέμισμα των αρμών.

Σ ε λ ί δ α 54 Εικόνα 13 : Έκχυση ενέματος με το χέρι Στην συνηθισμένη μέθοδο στερέωσης με το χέρι επιβάλλεται πριν την έκχυση του ενέματος να προηγηθεί ξέπλυμα των ρωγμών ή μικρών κενών με νερό. Οι πολύ μικρές ρωγμές πληρώνονται χρησιμοποιώντας υποδερμική σύριγγα. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται εξαιρετικά αλεσμένη υδραυλική άσβεστος με προσθήκη ιπτάμενης τέφρας (PPA) ή σκόνης πλίνθου. Δίκτυα μικρών κενών, όπως ρωγμές κατά μήκος της επιφάνειας των ρωγμών διάστρωσης, πληρώνονται με διάτρηση και παρεμβολή αυτοεφρασσόμενων ράβδων έκχυσης ενέματος, που προσαρμόζονται κατάλληλα υποστηρίγματα. Οι ράβδοι τοποθετούνται στις οπές με πιστόλι. Κατά τις διαδικασίες έκχυσης μέσω σύριγγας ή μέσω ράβδων, το κλασσικό ένεμα μπορεί να αντικατασταθεί με εποξική κόλλα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το ιξώδες και η ισχύς τέτοιων υλικών τροποποιείται ανάλογα με τις απαιτήσεις, όμως, λόγω του υψηλού κόστους η χρήση τους σε μεγάλα κενά είναι απαγορευτική. 6.2.2 Σύστημα βαρύτητας Το σύστημα βαρύτητας (Gravitygrouting) είναι εξαιρετικά κατάλληλο όπου η λιθοδομή είναι ευπαθής στις υπό πίεση μετακινήσεις. Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται συνήθως για την έκχυση ενέματος σε λιθοδομή με μεγάλα εσωτερικά κενά. Η συσκευή που χρησιμοποιείται, αποτελείται από ένα γαλβανισμένο σιδερένιο δοχείο με διέξοδο στον πυθμένα του, το οποίο τοποθετείται σε συγκεκριμένο ύψος σε σχέση με την περιοχή έκχυσης και εφοδιάζεται διαδοχικά με

Σ ε λ ί δ α 55 συγκεκριμένη ποσότητα ενέματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συσκευή αποτελείται και από ένα δεύτερο όμοιο δοχείο στο οποίο αναμιγνύονται τα συστατικά του ενέματος ώστε να επιταχύνεται η διαδικασία έκχυσης. Στη διέξοδο του δοχείου συνδέεται ένας εύκαμπτος γαλβανισμένος σωλήνας, που απολήγει σε ένα γαλβανισμένο σιδερένιο ακροφύσιο, στο οποίο είναι προσαρμοσμένη μια στρόφιγγα. Κάθε δοχείο εφοδιάζεται με ένα ξύλινο βύσμα και πάχους τέτοιου, ώστε να εφαρμόζει στην οπή του πυθμένα και με ένα έμβολο σε μορφή βεντούζας από καουτσούκ. Το ξύλινο βύσμα χρησιμοποιείται για να κλείνει την οπή του πυθμένα ώστε το δοχείο να χρησιμοποιείται ως δοχείο ανάμιξης, ενώ το έμβολο χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια της ροής του ενέματος ώστε να δώσει μία επιπρόσθετη ώθηση σε περίπτωση θυλάκων αέρα (αεροπαγίδες) ή άλλων εμποδίων της ροής των σωλήνων (Εικ.14). Πριν την χρήση του συστήματος βαρύτητας γίνεται διάτρηση μικρών οπών στον τοίχο όπου υπάρχουν εξωτερικές ρωγμές ή έχουν προβλεφτεί εσωτερικά κενά. Η οπές απέχουν μεταξύ τους 1 m (36 in) οριζόντια και 450mm (18in) κατακόρυφα σε εναλλασσόμενη διάταξη. Αφού γίνει η διάτρηση των οπών, αυτές πρέπει να ξεπλυθούν με καθαρό νερό. Εικόνα 14 : Σύστημα Βαρύτητας Κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας πρέπει να δοθεί προσοχή στους αρμούς μέσω των οποίων διαφεύγει το νερό. Έτσι λοιπόν, πριν ξεκινήσει η διαδικασία έκχυσης ενέματος, οι αρμοί πληρώνονται ερμητικά με στουπί ή πυλό συμπιέζοντας καλά σε βάθος 40 mm έως 50 mm (1,5-2,0 in). Στην συνέχεια, το ακροφύσιο του εύκαμπτου σωλήνα

Σ ε λ ί δ α 56 παροχής ενέματος (μάνικα) εισάγεται στην οπή, όπου και σφηνώνεται κυκλικά με στουπί. Το ακροφύσιο εισάγεται διαδοχικά σε όλες τις οπές του τοίχου ξεκινώντας από τις χαμηλότερες. Εικόνα 15 : Χειρισμός συσκευής Για τον χειρισμό αυτής της συσκευής απαιτούνται δύο άτομα στο επάνω μέρος για να συντονίζουν την ροή του ενέματος μέσα στον εύκαμπτο σωλήνα παροχής (μάνικα) από το ένα δοχείο και να ανμιγνύουν τα συστατικά του ενέματος στο δεύτερο δοχείο, ώστε αυτό να είναι έτοιμο για χρήση. Ένα τρίτο άτομο πρέπει να βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο ώστε να ανοιγοκλείνει την στρόφιγγα του ακροφύσιου όταν απαιτείται (Εικ.15). Όταν το ένεμα αναμιχθεί στην σωστή συνοχή ροής το ξύλινο βύσμα απομακρύνεται από το πυθμένα του δοχείου και το ένεμα ρέει μέσα στον σωλήνα παροχής. Η στρόφιγγα του ακροφύσιου είναι ανοιχτή επιτρέποντας την ροή του ενέματος μέσα στον τοίχο μέχρι το επίπεδο του ενέματος να ανέβει αρκετά ώστε να αρχίσει να ξεχειλίζει από την αμέσως ανώτερη σειρά οπών. Στην συνέχεια αυτές οι οπές ταπώνονται η ροή του ενέματος διακόπτεται και η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται σε ένα άλλο τμήμα του τοίχου, ενώ το πρώτο τμήμα αρχίζει να πήζει. Μετά την πήξη το στουπί ή ο πηλός μπορεί να αφαιρεθεί από τους αρμούς ώστε σε ένα επόμενο στάδιο να γίνει η επεξεργασία τους. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου γίνεται σε