και πιο τσουχτερό. Οι δυο νεανικές φιγούρες, ντυμένες με εβραϊκή φορεσιά, περπατούσαν σχεδόν τρέχοντας και αδιαφορώντας για το κρύο.



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Το παραμύθι της αγάπης

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Κατανόηση προφορικού λόγου

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

Modern Greek Beginners

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή


Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

T: Έλενα Περικλέους

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Modern Greek Beginners

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Το τέλος του Μικρασιατικού Ελληνισμού

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Εθνικό δασικό πάρκο Πέτρας του Ρωμιού

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Η ιστορία του δάσους

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ ΣΤ (ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤ ΤΑΞΗΣ)

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Transcript:

Λάρισα, 6 Μαρτίου 1770 Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Οι δυο νεανικές φιγούρες, ντυμένες με εβραϊκή φορεσιά, περπατούσαν σχεδόν τρέχοντας και αδιαφορώντας για το κρύο. Τα δυο δίδυμα αδέλφια, ο Χρήστος και ο Δημήτρης, γύρω στα δεκαέξι, βιάζονταν να φτάσουν στο σπίτι τους, με την αγωνία να τους δαγκώνει τα σωθικά. Η κατάσταση είχε αγριέψει από πέρσι τον Ιούνιο, που όλοι οι Τούρκοι, αξιωματούχοι και απλοί άνθρωποι, όρμησαν έξαλλοι, γκρέμισαν και έκαψαν τη μοναδική εκκλησία της πόλης, τον Άγιο Αχίλλειο. Από τότε οι χριστιανοί πήγαιναν στα γύρω χωριά για να εκκλησιαστούν, προτιμώντας την Αγία Μαρίνα, που ήταν στο πιο κοντινό απ όλα. Τελευταία, όμως, όσο οι φήμες για τις νίκες των Ρώσων εναντίον των Τούρκων μεγάλωναν, τόσο μεγάλωνε και η οργή των Τούρκων. Ο εύκολος στόχος ήταν οι Έλληνες, οι σκλάβοι τους. Οι γενίτσαροι διέσχιζαν κάθε μέρα την πόλη και σκότωναν τουλάχιστον δέκα άτομα. Σ αυτά τα αγριόσκυλα προστέθηκαν και οι Τουρκαλβανοί, που πολλοί έλεγαν ότι η αγριότητά τους ξεπερνούσε αυτή των γενίτσαρων κατά πολύ.

10 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Καθημερινώς, όλοι οι κάτοικοι έπαιζαν χωρίς τη θέλησή τους ρώσικη ρουλέτα, κανείς δεν ήξερε πότε θα ερχόταν η δική του σειρά. Σήμερα, όμως, η συμφορά που χτύπησε την πόλη ήταν τεράστια. Οι Δημάκης και Γεωργάκης Χαλικιώτης από τη μια και ο αντίπαλός τους από την άλλη, και οι τρεις προεστοί της Τρίκκης 1, είχαν έρθει να δουν τον πασά της Λάρισας για να τους λύσει τις διαφορές τους, ακολουθώντας την οδηγία του Τούρκου διοικητή Αγά Πασά. Οι υποστηρικτές τους, περίπου δύο χιλιάδες κόσμος, τους ακολούθησε. Η διαμάχη τους ήταν τόση, που δεν σταμάτησαν λεπτό να τσακώνονται μεταξύ τους, αλληλοκατηγορώντας η μία φατρία την άλλη, μέχρι που ο πασάς θύμωσε. Είχε πολλά στο κεφάλι του με τις ιστορίες της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας και εκείνου του άχρηστου εραστή της, του Ορλόφ, που είχαν επιτεθεί σε τρία σημεία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχαν κιόλας κυριεύσει την Πελοπόννησο. Και τώρα, είχαν έρθει και τούτοι εδώ οι γκιαούρηδες, που μάλωναν μεταξύ τους σαν τα κοκόρια για ένα σωρό δικές τους ηλιθιότητες. Διέταξε, λοιπόν, να τους σφάξουν όλους και να ρίξουν τα πτώματά τους στον Πηνειό, γιατί δεν άντεχε να τους ακούει άλλο. Οι Τουρκαλβανοί και οι γενίτσαροι με αλαλαγμούς επιδόθηκαν στο απαίσιο έργο τους, αλλά δεν περιορίστηκαν στους Τρικκαίους. Άλλοι έφιπποι και άλλοι πεζοί, ξεχύθηκαν με λύσσα στους δαιδαλώδεις δρόμους της Λάρισας και γενικεύοντας την εντολή έσφαξαν ή τουφέκισαν χιλιάδες αθώους ανθρώπους, ακόμη και μέσα στα σπίτια τους. Οι δρόμοι της πόλης γέμισαν πτώματα τα ουρλιαχτά και η απελπισία απλώς έκαναν τους φονιάδες αγριότερους. Το ποτάμι βάφτηκε κόκκινο από το αίμα. Πολλοί άρχιζαν να 1 Τα σημερινά Τρίκαλα Θεσσαλίας.

Σαν στάχυα στο χρόνο 11 φεύγουν όπως-όπως με προορισμό τα βουνά, τον Κίσσαβο και τον Όλυμπο, που πάντα τους έκρυβαν και τους προστάτευαν από τους διώκτες τους. Τα δυο παιδιά είχαν αναγκαστεί να μείνουν στο μαγαζί του Ισαάκ Λεβή όλη τη μέρα. Η συνοικία των Εβραίων δεν κινδύνευε, ούτε τα μαγαζιά τους. Άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος που ο πατέρας τους, Θόδωρος, τους έστελνε χρόνια τώρα στο μαγαζί του Εβραίου συνεργάτη και φίλου του. Παρίσταναν τους Εβραίους για να αποφύγουν το παιδομάζωμα ή το ρεζιλίκι να γίνουν «γιουσουφάκια» κάποιου Τούρκου, και αργά το βράδυ σαν τους κλέφτες πήγαιναν στο σπίτι τους να δουν τους γονείς τους και να κοιμηθούν, για να ξυπνήσουν πολύ πρωί και να φύγουν πάλι. Ο πατέρας τους ήταν έμπορος και ταξίδευε συχνά. Χθες είχε επιστρέψει από τη Θεσσαλονίκη μετά από απουσία δύο μηνών. Σήμερα είχε να παραδώσει χρήματα σε όσους όφειλε και να δώσει καινούριες παραγγελίες. Δεν πρόλαβαν να τον δουν, γιατί όταν σηκώθηκαν να ετοιμαστούν, είχε ήδη βγει. Τώρα προσεύχονταν και οι δύο να βρουν το σπίτι τους όρθιο και τους γονείς τους γερούς. Βγαίνοντας από την εβραϊκή συνοικία πήραν την οδό Γιουμπρούκ και πολύ πριν φτάσουν στη μικρή ανηφόρα του Τρανού Μαχαλά, όπου βρισκόταν το πατρικό τους, άρχισαν να σκοντάφτουν πάνω σε πτώματα. Οι στενοί δρόμοι, γεμάτοι από τους σφαγμένους, δυσκόλευαν τη μετακίνησή τους και μεγάλωναν την ταραχή τους. Πιάστηκαν από τα χέρια και συνέχισαν να περπατούν, μέχρι που έφτασαν στο σπίτι τους. Η ορθάνοιχτη αυλόπορτα και η λεηλατημένη αυλή τούς έκαναν να σφίξουν γερά τις παλάμες τους και να τρέξουν με όλη τους τη δύναμη μέσα στο σπίτι. Η πόρτα του σπιτιού, γκρεμισμένη, έχασκε, τα έπιπλα αναποδογυρισμένα, το φαγητό χυμένο, ένα σωρό διακοσμητικά αντικείμενα χαμένα ή σπασμένα. Στο δάπεδο οι γονείς τους, κατακρεουργημένοι,

12 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ με το αίμα τους να έχει κυλήσει στο πάτωμα σχηματίζοντας μια λίμνη, ήταν από ώρες νεκροί. Παρ όλα τους τα τραύματα είχαν συρθεί προσπαθώντας να πιαστούν χέρι-χέρι, να φύγουν μαζί για το αιώνιο ταξίδι. Τα αδέλφια αγκαλιάστηκαν και άφησαν το σπαραγμό τους ελεύθερο. Έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά, αλλά το είχαν ανάγκη. Ήθελαν να ξεθυμάνουν την οργή που φώλιαζε μέσα τους και γινόταν άγριο ζώο, ήθελαν να κλάψουν για όλα τα χρόνια που πέρασαν στα κλεφτά, χωρίς να χαρούν την οικογένειά τους, ήθελαν να ορκιστούν ότι θα εκδικηθούν τα καθάρματα που τους στέρησαν τους γονιούς τους, ήθελαν να ζήσουν και να κάνουν με τη σειρά τους δικές τους οικογένειες. Ορκίστηκαν ότι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε οι δικές τους οικογένειες να μεγαλώσουν σε έναν ελεύθερο τόπο. Με το φως του φεγγαριού και μόνο άνοιξαν έναν μεγάλο λάκκο στην αυλή, απίθωσαν με σεβασμό τις σορούς των γονιών τους και είπαν όσα λόγια θυμούνταν από τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ο Θεός θα τους συγχωρούσε που ανέλαβαν χρέη ιερέα πού να έβρισκαν έναν τέτοια ώρα; Επέστρεψαν στο σπίτι και παίρνοντας ένα κερί κατέβηκαν στο υπόγειο. Το βρήκαν λεηλατημένο κι αυτό, αλλά ήταν σίγουροι ότι οι φονιάδες είχαν στο μυαλό τους να πάρουν μόνο τις προμήθειες που βρίσκονταν εκεί και τίποτα άλλο. Κατευθύνθηκαν σ ένα συγκεκριμένο σημείο, μετακίνησαν ένα μπαούλο, άνοιξαν την καταπακτή και έβγαλαν από κάτω ένα ξύλινο κουτί. Μέσα είχε πουγκιά με χρυσές γενοβέζικες λίρες και μικρότερα κουτιά με τούρκικα χρήματα για τα καθημερινά τους έξοδα. Σε ένα ξεχωριστό, μικρό κουτί, σκεπασμένο με βελούδο, ήταν το χρυσό ρολόι του πατέρα και ένα σετ κοσμημάτων της μητέρας τους. Το σετ ήταν ένα κολιέ και ένα δακτυλίδι με ρουμπίνια και διαμάντια, δεμένα σε λευκόχρυσο. Ήταν τα γαμήλια δώρα των γονιών

Σαν στάχυα στο χρόνο 13 τους. Τα μοιράστηκαν όλα, πήραν από μια βαλίτσα, έβαλαν μέσα μερικά ρούχα, την εικόνα του αγίου με το όνομά τους από το εικονοστάσι, τα χρήματα, πήρε ο Χρήστος το ρολόι και ο Δημήτρης τα κοσμήματα και κάθισαν να σκεφτούν τι έπρεπε να κάνουν. Η ώρα κόντευε δέκα, ήταν πολύ αργά για να γυρίσουν στο σπίτι του Λεβή. Αποφάσισαν να κατέβουν στο υπόγειο και να κοιμηθούν σε κάποιο απόμερο σημείο. Δεν θα κινδύνευαν, κανείς δεν επρόκειτο να βγει έξω αυτή τη στοιχειωμένη νύχτα. Την επομένη θα πήγαιναν στο μαγαζί του Ισαάκ, θα μάθαιναν πότε ξεκινούσε το επόμενο καραβάνι για τη Θεσσαλονίκη και θα το ακολουθούσαν. Κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι και κουλουριασμένοι σαν γάτες, με τα ρούχα που φορούσαν.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Σμύρνη 1919 Ο Δημήτρης Θεοδώρου καθόταν αμίλητος στην κουνιστή του πολυθρόνα, πηγαίνοντάς την μπρος-πίσω, χωρίς τελειωμό, κοιτώντας στο κενό. Το σπίτι ήταν ένα μεγάλο, πολυώροφο αρχοντικό, πάνω στην προκυμαία της Σμύρνης, στην πλευρά των ξένων πρεσβειών και των Ευρωπαίων κατοίκων της πόλης. Το είχε αγοράσει ο πατέρας του, τότε που ετοιμαζόταν να παντρευτεί τη μητέρα του, από έναν Γάλλο συνεργάτη του που θα επέστρεφε στη γενέτειρά του. Η οικογένεια του Γάλλου είχε αφήσει μέσα και κάποια έπιπλα, αλλά με τα χρόνια η διακόσμηση του σπιτιού είχε αλλάξει σύμφωνα με το γούστο της μητέρας του. Τώρα περίμενε το δικηγόρο του μακαρίτη του πατέρα του για τις τελευταίες υπογραφές. Είχε ξεπουλήσει όλη τους την περιουσία και την είχε μετατρέψει σε χρυσές λίρες. Μετά και το θάνατο του αγαπημένου του πατέρα του τελευταίου απ όλη την οικογένεια δεν τον κρατούσε τίποτα στον τόπο όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε. Αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του ο κύκλος ήταν ώρα να κλείσει, του είχε πει. Πάντα ακολουθούσε τις συμβουλές του. Τον θαύμαζε, αλλά και για εκείνον ήταν το

18 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ καμάρι του, ο μοναχογιός του, η συνέχεια του αίματος και του ονόματος. Θα πήγαινε λοιπόν στη Μεγάλη Μητέρα, την Ελλάδα, στη μικρή πόλη απ όπου είχε έρθει ο πρώτος από την οικογένεια, ο προ-προ-προπάππος του, πριν εκατόν σαράντα χρόνια, στη Λάρισα. Ο Δημήτρης είχε το όνομά του: Δημήτρης Θεοδώρου, του Θεοδώρου. Τα χρήματα από τη ρευστοποίηση της περιουσίας θα του επέτρεπαν να αγοράσει σπίτι, ζώα, χωράφια, να ανοίξει επιχείρηση, να κάνει ό,τι θέλει τέλος πάντων και θα του περίσσευαν κιόλας πολλά. Θα συνέχιζε τη ζωή του εκεί, χωρίς να γνωρίζει τι του επιφύλασσε το μέλλον, αν θα του άρεσε, αν θα άντεχε μια ζωή τόσο διαφορετική από αυτή που είχε ζήσει ως τώρα. Σαν κινηματογραφική ταινία η ζωή του ξετυλιγόταν πηγαίνοντας ανάποδα, προς τα πίσω. Ξανάζησε με ένα απαίσιο σφίξιμο στην καρδιά την ταφή και το θάνατο του πατέρα του. Τους μήνες της αρρώστιας του, που δεν τον άφησε μόνο του ούτε μία στιγμή. Την ταφή και το θάνατο της αδελφής του, της μητέρας του παλιότερα, των παππούδων του, των θείων και των εξαδέλφων του. Ένα ξεκλήρισμα στην κυριολεξία, που τον άφησε μόνο μέσα σε πέντε μόλις χρόνια. Προσπάθησε να φέρει στη θύμησή του κάποιες χαρούμενες στιγμές, μα στάθηκε αδύνατον. Ο πόνος του θανάτου τον είχε κυκλώσει και του έσφιγγε το λαιμό. Πού θα έβρισκε τη δύναμη να φύγει, δεν ήξερε. Το μόνο φως στο σκοτάδι που τον τριγύριζε ήταν οι τελευταίες συνομιλίες που είχε με τον πατέρα του, σχετικά με την ιστορία της οικογένειάς τους, και ο όρκος που πήρε να φύγει και να πάει στην παλιά, αγαπημένη πατρίδα, που εδώ και χρόνια ήταν πλέον ελεύθερη. «Κύριε Δημήτρη, κύριε Δημήτρη!» τον σκούντηξε η Καλλιόπη όταν κατάλαβε ότι ο νεαρός, πονεμένος της κύριος δεν την άκουγε. «Ήρθε ο δικηγόρος, ελάτε στη βιβλιοθήκη, σας περιμένει εκεί».

Σαν στάχυα στο χρόνο 19 Ξαφνιασμένος, χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβει τι του έλεγε η Καλλιόπη. «Πες του σε δύο λεπτά θα είμαι εκεί, να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου», είπε, καταπίνοντας τον ήχο της τελευταίας λέξης, και σηκώθηκε. Είχε ψηλή, λεπτή κορμοστασιά κι ούτε ο πόνος δεν μπορούσε να κρύψει τα είκοσι πέντε του χρόνια. Τα καστανόξανθα μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά, το μουστάκι του φαρδύ και περιποιημένο και τα μάτια του είχαν το σκούρο μπλε της ανταριασμένης θάλασσας. Τα χαρακτηριστικά του, σμιλεμένα θαρρείς σε πέτρα, του έδιναν τον αέρα του πανίσχυρου αρσενικού, που στη θέα του το μόνο που σκεφτόταν κανείς ήταν να πισωπατήσει, να του κάνει χώρο να περάσει. Το ίδιο έκανε και η Καλλιόπη, σταυρώνοντάς τον πίσω του, ψελλίζοντας ευχές για την καλή του υγεία και μακροημέρευση. Εκείνη θα πήγαινε μαζί του στην Ελλάδα, της το είχε ζητήσει και της ήταν αδύνατον να αρνηθεί. Τον είχε ξεγεννήσει η ίδια, γιατί όταν ήρθε η ευλογημένη ώρα, ο γιατρός έλειπε, η μαμή άργησε υπερβολικά και έπρεπε να βοηθήσει την κυρία της. Από τότε φρόντιζε και την κυρία και το γιο της. Και τώρα θα τον συνόδευε στο μεγάλο ταξίδι του, στο νέο του ξεκίνημα. Πήγαν πρώτα στην Πόλη και έμειναν αρκετές μέρες, να τη δει ο Δημήτρης για μια τελευταία φορά και να αποχαιρετήσει τους φίλους που έμεναν εκεί. Μετά πήραν το πλοίο για τον Πειραιά. Από εκεί θα πήγαιναν στην Αθήνα και στη συνέχεια με τον καινούριο σιδηρόδρομο στη Λάρισα. Οι αποσκευές τους ήταν λίγες, γιατί εκτός από τα ρούχα τους, ο Δημήτρης είχε πάρει ελάχιστα πράγματα τα πιο αγαπημένα από το σπίτι, που είχε πουληθεί μαζί με τον εξοπλισμό του. Ήταν μόνιμα μελαγχολικός, οι κουβέντες του με τους συνεπιβάτες

20 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ πάντα λιγοστές, ευγενικές και πολύ απόμακρες. Δεν έπαιρνε μέρος στις θυελλώδεις πολιτικές συζητήσεις με τα διάφορα σενάρια για την εξέλιξη των πραγμάτων. Ώρες ολόκληρες καθόταν και κοίταζε τη θάλασσα κι ο νους του ταξίδευε στο παρελθόν. Τώρα μπορούσε να δει ευτυχισμένες στιγμές. Στιγμές από τα παιδικά του χρόνια, το σχολείο, τα παιχνίδια, τις οικογενειακές συναθροίσεις και τα γέλια. Αργότερα τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, τα ξαφνικά ταξίδια για τους πρώτους θανάτους, τις σοβαρές συζητήσεις με τον πατέρα του, την απόκτηση του πτυχίου του, την επιστροφή του στη Σμύρνη και τις συμφορές που ανελέητα τον είχαν χτυπήσει ξανά και ξανά μέχρι τώρα. Συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνος του, ό,τι αποφάσιζε στο εξής θα ήταν δική του ευθύνη, δεν υπήρχε κανείς για συμβουλές και παροτρύνσεις. Αυτός και μόνο αυτός κρατούσε την πορεία της ζωής του στα χέρια του. Όπως ο μακρινός πρόγονός του πριν από εκατόν σαράντα χρόνια πήγαινε μόνος από τη Λάρισα στην Κωνσταντινούπολη, έτσι κι αυτός τώρα έκανε μόνος την αντίστροφη πορεία. Είχε δίκιο ο πατέρας, σκέφτηκε, ο κύκλος πρέπει να κλείσει. Ένιωσε την αδρεναλίνη να τρέχει και να γεμίζει το κορμί του μ αυτή τη σκέψη. Μόνος, ναι, αλλά και ελεύθερος! Η αίσθηση της πλήρους ελευθερίας τον συγκλόνισε. Ξαφνιασμένος, αντιλήφθηκε ότι αισθανόταν χαρά και ενθουσιασμό, διάθεση να ζήσει! Διάβολε, ήταν τόσο νέος, ωραίος χαμογέλασε στον εαυτό του, πολύ πλούσιος και δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν! Πήγε να βρει την Καλλιόπη και της έδωσε ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο αγκαλιάζοντάς την. Εκείνη, ευχάριστα ξαφνιασμένη, είδε την αλλαγή και έστειλε τις ευχαριστίες της στην Παναγία, που άκουσε τις προσευχές της. Η αγνή ψυχή της πλημμύρισε από χαρά. «Μιας κι έχεις κέφια, πες μου για τον τόπο που πάμε», του ζήτησε, γιατί στην κυριολεξία δεν γνώριζε τίποτα. Μόνο άκρες-μέσες, από διάφορες κουβέντες που έτυχε να ακούσει.

Σαν στάχυα στο χρόνο 21 Και ο Δημήτρης ανταποκρίθηκε. «Ο τόπος που πάμε, η Λάρισα, πρωτοκατοικήθηκε στα προϊστορικά χρόνια από τους Πελασγούς. Αργότερα ήρθαν οι Λαπίθες και πήραν την εξουσία. Αιώνες αργότερα, ο οίκος των Αλευαδών έγινε πολύ ισχυρός και πήρε με τη σειρά του την εξουσία στα χέρια του. Ένας μεγάλος ήρωας από αυτό τον οίκο έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Λάρισας. Το όνομά του ήταν Αλεύας και είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην παράδοση και την ιστορία. Οι Αλευάδες κυριάρχησαν μέχρι τον 4 ο π.χ. αιώνα και έχασαν οριστικά την εξουσία όταν η Λάρισα κατακτήθηκε από τους Μακεδόνες το 344 π.χ. Δύο αιώνες νωρίτερα, γύρω στο 540 π.χ., έγινε από τους Θεσσαλούς η πρώτη ιστορική απόπειρα συνένωσης ολόκληρης της Ελλάδας σε ένα ενιαίο κράτος. Είχαν ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, το ιππικό τους. Στάθηκαν όμως πολύ άτυχοι, οι θεοί δεν ήταν μαζί τους. Όχι μόνο νικήθηκαν, αλλά δέχτηκαν τόσο μεγάλο πλήγμα, ώστε έκτοτε δεν έκαναν άλλη προσπάθεια». «Δεν ήξεραν οι έρμοι ότι ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί, γι αυτό καταστράφηκαν», τον διέκοψε με μεγάλη σοβαρότητα η Καλλιόπη, κουνώντας το κεφάλι της πάνω-κάτω με σημασία. Ο Δημήτρης χαμογέλασε. Η Καλλιόπη ήταν σαν ένα μεγάλο παιδί. «Καλλιόπη μου, εκείνα τα χρόνια κανείς δεν ήξερε ότι ο Θεός είναι ένας. Όλοι οι λαοί πίστευαν σε είδωλα, ήταν ειδωλολάτρες. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν σε δώδεκα θεούς, στους οποίους είχαν δώσει ανθρώπινη μορφή και ελαττώματα, αλλά και αθανασία. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Συνεχίζω λοιπόν με την ιστορία της Λάρισας.»Οι Μακεδόνες κατέλαβαν, όπως είπα, τη Λάρισα το 344 π.χ. και την κράτησαν μέχρι το 196 π.χ. Τότε ήρθε η σειρά των Ρωμαίων, που ναι μεν διοίκησαν δημοκρατικά,

22 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ αλλά φρόντισαν και αφαίρεσαν από το λαό όσα δικαιώματα τους ενοχλούσαν ή τους εμπόδιζαν. Η γεωγραφική θέση της Λάρισας είναι πολύ σημαντική, οι Ρωμαίοι το γνώριζαν πριν καν την καταλάβουν. Την κάνουν λοιπόν έδρα των εφεδρικών στρατιωτικών δυνάμεών τους. Με αυτό τον τρόπο η πόλη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και έφτασε στα χρόνια που βασίλευε ο Οκταβιανός Αύγουστος, δηλαδή στις αρχές του 1 ου π.χ. αιώνα, να είναι μεγάλο κέντρο των γραμμάτων και των τεχνών». «Συγγνώμη, κύριε Δημήτρη, που σε διακόπτω, αλλά με μπέρδεψες με το μέτρημα των αιώνων. Πώς γίνεται να τους μικραίνεις, ενώ μιλάς για κατοπινούς;» Ο Δημήτρης σταμάτησε για δευτερόλεπτα, σκεπτόμενος το πολύπλοκο της απάντησης, και αποφάσισε να αστειευτεί. «Α, Καλλιόπη, εδώ συμβαίνει το εξής: οι αρχαίοι Έλληνες μετρούσαν ανάποδα, δηλαδή το 8 ήταν πιο παλιό από το 7, και ούτω καθεξής. Όταν όμως φτάσαμε στο 1, ήρθε ο Χριστός στη γη. Έτσι, άρχισαν το μέτρημα προς τα πάνω, όπως το ξέρεις». «Για στάσου, κύριε Δημήτρη, ένα λεπτό, για να καταλάβω. Δηλαδή, οι Έλληνες ήξεραν ότι θα έρθει ο Χριστός; Μωρέ μπράβο, γι αυτό λένε όλοι ότι ήταν σοφοί», κατέληξε με αφοπλιστική αφέλεια η Καλλιόπη. Ο Δημήτρης γέλασε με την καρδιά του. «Να σαι καλά, Καλλιόπη. Κι εγώ δεν ξέρω από πότε είχα να γελάσω. Ποιος ξέρει, μπορεί κάτι να ήξεραν. Γνώριζαν τόσο πολλά, ίσως περισσότερα απ όσα γνωρίζουμε εμείς σήμερα. Θέλεις να συνεχίσω ή κουράστηκες;» «Όχι, δεν κουράστηκα καθόλου. Συνέχισε εσύ κι εγώ θα βγάλω μερικά κεφτεδάκια με λίγη πίτα να τσιμπήσουμε στο μεταξύ», είπε και άνοιξε τη μεγάλη τσάντα της. «Ωραία, καλή ιδέα». Ο Δημήτρης κατάλαβε ότι πεινούσε με την αναφορά του φαγητού.

Σαν στάχυα στο χρόνο 23 «Πού είχα μείνει; A, ναι, στον Οκταβιανό Αύγουστο και τους Ρωμαίους. Φτάνουμε λοιπόν στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος αντελήφθη τη δύναμη των χριστιανών. Ασπάζεται ο ίδιος τη θρησκεία τους και με σημαία το σύμβολο του Σταυρού κερδίζει τις μάχες και γίνεται αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αργότερα ονομάστηκε Βυζαντινή. Ο χριστιανισμός γίνεται η επίσημη θρησκεία του κράτους και ο ίδιος παίρνει τον τίτλο του ισαποστόλου μαζί με τη μητέρα του, Ελένη και γίνεται ο άγιος Κωνσταντίνος που ξέρεις. Σ αυτά τα χρόνια οι κάτοικοι της Λάρισας γίνονται χριστιανοί, και επειδή η πόλη είναι σημαντική, αποκτά και μητροπολιτική έδρα. Ο πρώτος μητροπολίτης ήταν ο μετέπειτα άγιος Αχίλλειος, πολιούχος σήμερα, και από τότε προστάτης της πόλης. Την έδρα η πόλη την κράτησε πολλούς αιώνες, για να τη χάσει τον 11 ο αιώνα, όταν επικράτησε στην περιοχή ο Βούλγαρος βασιλιάς Σαμουήλ. Δύο αιώνες αργότερα ολόκληρη η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Λίγο πριν τελειώσει ο 14 ος αιώνας υπάρχουν πολλά εκκλησιαστικά προβλήματα και τεράστιες διαφορές με την Κωνσταντινούπολη. Πάθη, κόντρες, σύγκρουση συμφερόντων, με μήλο της έριδας τη συμφωνία που έκανε η Πόλη με την παπική εκκλησία, προκάλεσαν ένα πολύ ιδιαίτερο γεγονός. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι Λαρισαίοι κληρικοί πήγαν και βρήκαν το σουλτάνο Βαγιαζήτ και του ζήτησαν να καταλάβει την πόλη. Ο Βαγιαζήτ δεν τους χάλασε το χατίρι. Το βυζαντινό κράτος έπρεπε να περιμένει να πεθάνει ο Βαγιαζήτ για να επανακτήσει τη Λάρισα! Βέβαια, την έχασε οριστικά το 1423 από τον Μουράτ Β, οι Λαρισαίοι όμως πολέμησαν ηρωικά και παραδόθηκαν μόνο αφού υπεγράφη συνθήκη. Από τότε ο πληθυσμός ανακατεύτηκε με τους Τούρκους και η πόλη μεγάλωσε. Γνώρισε μεγάλη ακμή πάντοτε λόγω της θέσης της, φτάνοντας τον 18 ο αιώνα να

24 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ έχει 40.000 κατοίκους. Φαντάσου ότι σήμερα που μιλάμε έχει πολύ λιγότερους! Εδώ όμως, Καλλιόπη, σταματώ γιατί μου φαίνεται πως οι ιστορίες σού άνοιξαν την όρεξη και δεν θα μου αφήσεις τίποτα», είπε γελώντας ο Δημήτρης, βλέποντας την Καλλιόπη να καταπίνει τα κεφτεδάκια το ένα μετά το άλλο, και έβαλε στο στόμα του ένα νοστιμότατο κεφτεδάκι γεμάτο μυρωδικά, από τα λίγα που είχαν απομείνει. Η Καλλιόπη προσευχόταν νοερά. Δόξα τω Θεώ, ο νεαρός κύριός της είχε αποκτήσει καλή διάθεση. Μακάρι να την κρατούσε και να μην έπεφτε πάλι σε μελαγχολία. Και πόσα πράγματα ήξερε, Παναγιά μου! Σωστός σοφός, καμάρωσε μόνη της. Με πρώτη ευκαιρία θα τον ρωτούσε για τον άγιο Αχίλλειο, τον προστάτη της πόλης. Θα του ζητούσε να την πάει και στην εκκλησία, να του ανάψει ένα κερί και να του ζητήσει προστασία. Να έφταναν όμως πρώτα, με τη βοήθεια της Παναγίας και του αγίου Νικολάου. Στα δικά του λημέρια είμαστε τώρα, να μην το ξεχνάς, θύμισε στον εαυτό της. Ο Πειραιάς αχνοφαινόταν πια στον ορίζοντα. Το πρώτο μέρος του ταξιδιού είχε τελειώσει. 2 Όταν έφτασαν στη Λάρισα, κόντευαν Χριστούγεννα. Έμειναν στο κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης, στη μεγάλη πλατεία, και πέρασαν εκεί όλες τις μέρες των γιορτών. Η εορταστική ατμόσφαιρα ήταν διάχυτη στην πόλη. Μνήμες από παλιότερες γιορτές κυρίευσαν τον Δημήτρη, αλλά τώρα ήταν χαρούμενες. Θυμήθηκε τα τραγούδια, τις ετοιμασίες στο σπίτι, τα γλυκά, τα δώρα που αντάλλασαν, ένιωσε σαν παιδί. Βγήκε

Σαν στάχυα στο χρόνο 25 και αγόρασε ένα σωρό δώρα για την Καλλιόπη, που έβαλε τα κλάματα από τη συγκίνηση. Κι εκείνος γελούσε! Οι γιορτές πέρασαν γρήγορα και ο Δημήτρης σκέφτηκε ότι έπρεπε να μάθει το καθετί όχι μόνο για την πόλη όπου λογάριαζε να ζήσει και να ριζώσει, αλλά και για τη γύρω περιοχή. Η Λάρισα, πρωτεύουσα του νομού, ήταν μια μικρή αλλά πλούσια πόλη, κτισμένη κοντά στο ποτάμι της, τον μεγάλο Πηνειό, που τον έλεγαν και Σαλαμπριά. Στην αρχή, του τράβηξε το ενδιαφέρον ένα αρχαίο τείχος με φρούριο, μικρό κομμάτι του οποίου σωζόταν ακόμη, που σχημάτιζε την αρχαία ακρόπολη, πάνω σε έναν μικρό λόφο μόλις εβδομήντα μέτρα ψηλό και με τις άκρες του να αγγίζουν το ποτάμι. Στη νοτιοδυτική του πλευρά, προς το ποτάμι, υπήρχε το μουσουλμανικό τέμενος του Χασάν Μπέη, ο οποίος και είχε μετατρέψει την ακρόπολη σε διοικητήριο. Ο Δημήτρης έμαθε ότι παλιότερα, πριν από την Τουρκοκρατία, το τέμενος ήταν χριστιανική εκκλησία, και ακόμη πιο παλιά, στα αρχαία χρόνια, στην ίδια θέση υπήρχε ιερό της θεάς Δήμητρας, προστάτιδας της γης και των καλλιεργειών. Στη βορινή πλευρά και έξω από το αρχαίο τείχος ήταν τα Ταμπάκικα η γειτονιά των βυρσοδεψείων, πολύ κοντά στις όχθες του Πηνειού, που σ αυτό το σημείο κάνει στροφή. Η χαρακτηριστική μυρωδιά δεν του άφησε πολλά περιθώρια να κάνει περίπατο εκεί. Κάτω όμως από το τζαμί, στην απέναντι όχθη του ποταμού, υπήρχε ένα μεγάλο άλσος, αληθινό κόσμημα για την πόλη. Μπορούσε κανείς να πάει ως εκεί περπατώντας, χρησιμοποιώντας τη γέφυρα που υπήρχε, και να συνεχίσει με άλογο στα χωριά που υπήρχαν προς εκείνη την κατεύθυνση. Το άλσος λεγόταν Αλκαζάρ, είχε πολλά δέντρα και μεγάλο χώρο περιπάτου. Η θέα του ποταμού από τον μικρό λόφο της παλιάς ακρόπολης άρεσε πολύ στον Δημήτρη. Δεν μπορούσε βέβαια να συγκρίνει το ποτάμι εκείνο με τη Σμύρνη και τη θάλασσά

26 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ της, το στοιχείο του νερού όμως πάντα τον μάγευε. Σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία ιδέα να έβρισκε ένα οικόπεδο και να έφτιαχνε εκεί το καινούριο του σπίτι. Τις επόμενες μέρες ο Δημήτρης γύρισε όλη τη Λάρισα βλέποντας, ρωτώντας και μαθαίνοντας. Με το κοφτερό του μυαλό, τις γνώσεις και το εμπορικό αισθητήριο που είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του, μπορούσε και επικέντρωνε τις ενέργειές του σε καθετί χρήσιμο, στην αρχή για να μαθαίνει και έπειτα για να αποφασίζει. Τα χρόνια που είχαν περάσει από την ενσωμάτωσή της με τη Μητέρα Πατρίδα είχαν μεγαλώσει την πόλη. Η μεγάλη, εύφορη πεδιάδα γύρω της με τα μεγάλα τσιφλίκια συγκέντρωνε πολύ χρήμα και έδινε δουλειά σε πολύ κόσμο. Το τέλος του μεγάλου πολέμου βρήκε τη Λάρισα με αξιόλογη εμπορική, οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα και με τις πρώτες βιομηχανίες δέρματος, βαμβακιού, καπνού και μεταξιού να αναπτύσσονται ταχύτατα. Τα εργαστήρια και οι βιοτεχνίες ξεφύτρωναν σαν τα χορτάρια. Μαζί τους εμφανίστηκαν και τα διάφορα επαγγελματικά σωματεία. Πρώτο των επισιτιστών, με μάγειρες, σερβιτόρους και λαντζέρηδες, δεύτερο των αμαξάδων, των νερουλάδων, των μυλεργατών και πάει λέγοντας. Μέχρι το 1917 είχαν δημιουργηθεί 16 σωματεία και ιδρύθηκε το πρώτο εργατικό κέντρο, η «Πανεργατική Ένωση». Κάθε Τετάρτη στο χώρο του Φρουρίου γινόταν μεγάλη εβδομαδιαία αγορά, που μάζευε όλα τα γύρω χωριά για να κάνουν τα ψώνια τους, κυρίως λαχανικά και φρούτα. Τελικά όλοι έλεγαν «πάμε στην Τετάρτη» και εννοούσαν τη λαχαναγορά, για να την ξεχωρίζουν από την ψαραγορά και την κρεαταγορά, που βρίσκονταν σε άλλα σημεία. Στη διεύρυνση της πόλης μέχρι τη γέφυρα του Πηνειού και αριστερά της, στο Τσούγκαρι, έβρισκες όλη την κοσμική κίνηση, πολλά ρεστοράν, βραδινή διασκέδαση με μουσική, πολλά

Σαν στάχυα στο χρόνο 27 καφωδεία. Στην ίδια περιοχή μαζεύονταν και τα αμάξια με τα άλογα, που εξυπηρετούσαν τη συγκοινωνία για Τύρναβο- Ελασσόνα. Εκεί υπήρχαν και τα χάνια για τους αγρότες των γύρω περιοχών, καθώς και για τους γαλατάδες των κοντινών χωριών, που πουλούσαν το γάλα τους στα σπίτια των Λαρισαίων. Στους δρόμους, έβλεπε κανείς να κυκλοφορούν τα αμάξια λαντό με οδηγούς τους περίφημους τύπους των αμαξάδων. Αυτοί οι μποέμ τύποι, με τις χαρακτηριστικές μαύρες στολές τους, τα μακριά στριφτά μουστάκια, τα πειράγματα και τους καβγάδες τους, άφησαν εποχή. Όλα αυτά έρχονταν σε τρομακτική αντίθεση με το θέμα της κατανάλωσης του νερού. Οι κάτοικοι έπιναν και μαγείρευαν με νερό που τους πουλούσαν οι σακάδες ή βαρελάδες ή νερουλάδες. Αυτοί απλώς το έπαιρναν από το ποτάμι, το μετέφεραν σε δερμάτινους σάκους ή βαρέλια και το έδιναν πόρτα-πόρτα στους ανθρώπους, που το κρατούσαν σε μεγάλους πήλινους πίθους. Έριχναν μέσα λίγη στύψη και περίμεναν να κατακαθίσει το χώμα πριν χρησιμοποιήσουν το νερό. Αποτέλεσμα: κοιλιακοί τύφοι, δυσεντερίες, παράτυφοι. Κάθε τρεις μέρες η πόλη θρηνούσε κι από έναν νεκρό. Το πενήντα τοις εκατό της θεσσαλικής γης ανήκε σε λίγους τσιφλικάδες και ο Δημήτρης Θεοδώρου έπρεπε να σκεφτεί πού θα ξόδευε τα χρήματά του, με τι επιχείρηση θα άρχιζε την καινούρια του ζωή. Οι γνώσεις του ήταν γύρω από το εμπόριο, το χρηματιστήριο και τις τράπεζες με αυτά είχε ασχοληθεί μέχρι τότε. Η απεραντοσύνη της πεδιάδας, όμως, η εύφορη γη, τα μεγάλα κτήματα με τους σιτοβολώνες τού προξένησαν μεγάλο ενδιαφέρον. Γιατί να μην άρχιζε με κάτι τέτοιο; Αν αγόραζε μεγάλη έκταση και συγχρόνως πολλά ζώα, δεν θα είχε να φοβηθεί μία αποτυχία. Αν ο καιρός κατέστρεφε μια σοδειά, θα είχε τα ζώα για να βγάλει χρήματα. Στο τέλος-τέλος, τα χρήματά του ήταν τόσο πολλά, που

28 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ μπορούσε να ρισκάρει ακόμη και να χάσει κάποιο μεγάλο ποσό, χωρίς να κινδυνεύει να μιλήσει για καταστροφή. Θα φρόντιζε να μάθει όσα μπορούσε, και μετά θα έκανε τις κινήσεις του. Έμαθε περισσότερα απ όσα περίμενε. Άκουγε πάντα προσεκτικά, ευχαριστώντας τους ανθρώπους για το χρόνο και την καλή τους διάθεση. Μετά τις γιορτές, με το 1920 να ανατέλλει και ενώ έψαχνε για το σπίτι που ήθελε μέσα στη Λάρισα, άρχισε να πηγαινοέρχεται και στον Τύρναβο, περίπου δεκαέξι χιλιόμετρα μετά τη γέφυρα του Πηνειού, στα βορειοδυτικά. Ο Τύρναβος είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες στο παρελθόν. Κατά τον 17 ο και τον 18 ο αιώνα είχε φτάσει να έχει δεκαοκτώ εκκλησίες και τρία τζαμιά, είκοσι χιλιάδες κατοίκους μέχρι και την έδρα του Μητροπολίτη, που μετακόμισε από τη Λάρισα και πήγε εκεί σε χρόνια που οι διώξεις των Τούρκων στη Λάρισα τον ανάγκασαν να φύγει. Η υφαντική τέχνη είχε αναπτυχθεί πάρα πολύ και ήταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα, περισσότερο για τα τυπωτά μεταξωτά, τα λεγόμενα σταμπωτά. Δίπλα σ αυτά, έβλεπες τα επίσης γνωστά μπουχάσια βαμβακερά υφάσματα, βαμμένα ή με ριζάρι, για να γίνουν κόκκινα, ή με λουλάκι, για να γίνουν μπλε. Ένας ακόμη σπουδαίος κλάδος ήταν και η αμπελουργία, με τη δημιουργία κρασιού και τσίπουρου, που οι Τούρκοι το έλεγαν ρακί αφού πρόσθεταν και σύκα. Αυτός ο κλάδος ήταν τόσο ανθηρός, που οι Τούρκοι είχαν επιβάλει ειδικό φόρο, το κρασομοίρι, δηλαδή τη δεκάτη του κρασιού. Τον 19 ο αιώνα ήρθε η παρακμή και η ερήμωση, αρχικά από τις επαναλαμβανόμενες επιδημίες της πανώλης, με αιχμή το 1813, όταν πέθαναν συνολικά 15.000 άνθρωποι, και αργότερα με την κυριαρχία του Αλή Πασά, που ανάγκασε τους Τούρκους να φύγουν

Σαν στάχυα στο χρόνο 29 μακριά, ενώ έφερε πολλούς Αλβανούς. Το δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται και η δανδελοπλεκτική, που στόλιζε από πετσέτες και σεντόνια, μέχρι τα ενδύματά τους. Ένα ιδιαίτερο είδος, η μπιμπίλα, είχε πολλή επιτυχία. Την έφτιαχναν με βελόνα, χρησιμοποιώντας βαμβακερή άσπρη, χρωματιστή ή χρυσή κλωστή. Η περισσότερο διαδεδομένη ήταν η πολύχρωμη, με την ονομασία κουκάκια, που φοριόταν στο κεφαλομάντιλο των γυναικών και πουλιόταν και εκτός νομού Λαρίσης. Το 1920 ο Τύρναβος είχε κάτι περισσότερο από 5.000 ψυχές. Όλα έγιναν εύκολα. Ο Δημήτρης αγόρασε στον Τύρναβο τρεις χιλιάδες στρέμματα από έναν κληρονόμο που είχε άλλα σχέδια, και πεντακόσια αρνιά μαζί με τους βοσκούς τους. Κράτησε όλους τους κολίγους, διόρισε υπευθύνους για τις καθημερινές εργασίες, τους μάζεψε και τους είπε ότι ερχόταν από μακριά, από έναν τόπο που είχε κι εκείνος Τούρκους, όχι όμως κατακτητές, αλλά φίλους, συνεργάτες, υπαλλήλους. Το μόνο που ζητούσε ήταν να δουλεύουν σωστά και θα έβλεπαν πράγματα που δεν θα τα πίστευαν. Για αρχή, το μερίδιό τους από τις σοδειές θα έπαυε να είναι μισιακό και θα γινόταν τριτάρικο. Το κρασομοίρι τέλος. Αν ο Θεός δεν βοηθούσε με τον κατάλληλο καιρό, να μη στενοχωριούνται, θα βρισκόταν τρόπος να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Όλοι σκέφτηκαν ότι δεν είχαν άλλη λύση, πιο άσχημα δεν μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα. Προσευχήθηκαν λοιπόν στον Θεό να έλεγε αλήθεια αυτό το παλικάρι και άρχισαν να δουλεύουν για λογαριασμό του. Είχε χωρίσει στα τρία την περιοχή του, με τη σκέψη να βάζει σιτάρι, αμπέλια και λίγο βαμβάκι. Κάτι από τα τρία θα πήγαινε καλά, τι στην ευχή! Ο Δημήτρης θεώρησε ότι ένα σπίτι στον Τύρναβο θα ήταν μεγάλη ευκολία. Το μέρος ήταν μικρό, οι σχέσεις με τους κατοίκους άμεσες και καθημερινές, το τοπίο γαλήνιο, η περιοχή πεδινή, κυκλωμένη από μικρούς λόφους και χαμηλά βουνά.

30 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Αποφάσισε να κάνει μια αναγνωριστική βόλτα. Το τοπίο τον μάγευε. Είδε τον Τύρναβο, ο οποίος απλώνεται στους πρόποδες της Μελούνας, σε ύψος μόνο 90 μέτρων, ίσα-ίσα να έχεις θέα, στην αριστερή όχθη του Τιταρήσιου, παραπόταμου του Πηνειού με πολύ νερό όλο το χρόνο. Το ποτάμι μπαίνει στην κωμόπολη, κάνει έναν κύκλο σχηματίζοντας την κοιλάδα της ποταμιάς, συνεχίζει προς τις πηγές του και μετά τα στενά του Μουσαλάρ 2 χύνεται στον Πηνειό. Όπου να έστρεφε το μάτι του, έβλεπε θεόρατα πλατάνια, ψηλόλιγνες ιτιές, λεύκες και μια πληθώρα καλαμιών κατά μήκος του ποταμού. Πιο πέρα αντίκρισε τα σταροχώραφα και τα κλήματα. Του άρεσε του Δημήτρη ο τόπος. Δεν είχε βέβαια τίποτα κοινό με ό,τι είχε ζήσει μέχρι τότε στη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και την Ευρώπη. Αυτό όμως τον γαλήνευε και του άνοιγε καινούριους ορίζοντες ενδιαφέροντος. Στην πλατεία του χωριού βρήκε ένα σπίτι με τρία δωμάτια. Το θεώρησε μικρό και παλιό, αλλά η τοποθεσία ήταν πολύ καλή και το οικόπεδο πίσω από το σπίτι μεγάλο. Το αγόρασε, γκρέμισε το παλιό κτίσμα, έκανε νέο σχέδιο, βρήκε κτίστες και σε έξι μήνες το σπίτι ήταν αγνώριστο. Η Καλλιόπη φρόντισε για τον εξοπλισμό. Όλα από την αρχή, προς μεγάλη χαρά των Εβραίων εμπόρων στη Λάρισα. Στο πρόσωπο της Καλλιόπης βρήκαν μια άξια αντιπρόσωπο της φυλής τους, χωρίς να ανήκει σ αυτήν, που τους έδωσε τη δυνατότητα να κερδίσουν αρκετά χρήματα. Όλα στο σπίτι ήταν τέλεια και το μόνο που έλειπε ήταν η οικοδέσποινά του. Τα νέα μεταδόθηκαν σαν αστραπή στον Τύρναβο και στη Λάρισα. Νέος, ωραίος, ορφανός, με πολλά λεφτά, έψαχνε για νύφη! Πήρε φωτιά ο τόπος. Όλες οι μητέρες που είχαν κόρες σε ηλικία γάμου πιπίλιζαν συνεχώς τους συζύγους τους ότι έπρεπε να 2 Η σημερινή Ροδιά.

Σαν στάχυα στο χρόνο 31 προσκαλέσουν σε δείπνο τον νεοφερμένο, να δει ότι είναι νοικοκύρηδες, τέτοια τύχη πού θα την ξαναβρούν, και μάλιστα χωρίς να ξενιτευτεί το παιδί τους, χωρίς να υπάρχει πεθερά ή κουνιάδα να τις κριτικάρει Οι προσκλήσεις έπεφταν βροχή και ο Δημήτρης αποκρινόταν θετικά μόνο όταν η Καλλιόπη είχε πάρει καλές πληροφορίες. Είδε μ αυτό τον τρόπο πέντε κοπέλες. Όλες τους ήταν γλυκύτατες, του έκαναν τεμενάδες, γνώμη τους ήταν η δική του, σκοπός τους να τον κάνουν ευτυχισμένο και να του χαρίσουν τον πολυπόθητο διάδοχο. Καμιά δεν του άρεσε, τις βρήκε ψεύτικες, είδε στα μάτια τους την απληστία, ή την υποταγή στον πατέρα τους. Κανένα συναίσθημα για τον ίδιο. Σταμάτησε τις επισκέψεις, έπεσε στενοχώρια στον περίγυρο «είστε χαζές, θα μας τον πάρει καμιά ξένη!» φώναζαν όλες στις κόρες τους. Προσπάθησαν να βρουν άλλο τρόπο να τον πλησιάσουν: από τις παρέες που άρχισε να δημιουργεί με τον παπά, το δάσκαλο, τον πρόεδρο, τους προύχοντες του Τυρνάβου και της Λάρισας. Τίποτα δεν γινόταν. Ο Δημήτρης φαινόταν αποφασισμένος να περιμένει μέχρι να γνωρίσει μόνος τη γυναίκα που θα τον συντρόφευε στη ζωή του. 3 Στη γιορτή του αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο γλέντι στον Τύρναβο με καλεσμένο όλο το χωριό, εκεί, μπροστά στο σπίτι του στην πλατεία. Σφάχτηκαν και σουβλίστηκαν αρνιά, στήθηκαν πάγκοι, ήρθαν γύφτοι οργανοπαίκτες, έγινε ένα πραγματικό θεσσαλικό πανηγύρι, να πιουν και να χορτάσουν όλοι.

32 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Εκείνο το βράδυ σφράγισε τη ζωή του Δημήτρη. Μαζί με όλους τους κατοίκους ήρθαν και δύο αδελφές που έμεναν στη Λάρισα, είχαν όμως περιουσία και ένα σπίτι στον Τύρναβο. Η μεγαλύτερη, η Πηνελόπη, κόντευε τα είκοσι πέντε και είχε παντρευτεί στη Λάρισα, και η μικρότερη, η Ελένη, πήγαινε και έμενε στο σπίτι της αδελφής της τον περισσότερο καιρό. Δεν ήξεραν τίποτα για τον νεοφερμένο και ο Δημήτρης δεν είχε ακούσει τίποτα γι αυτές. Όταν το γλέντι άναψε, η Ελένη σηκώθηκε, έγλειψε με τη γλώσσα της ένα χαρτονόμισμα, το κόλλησε στο μέτωπο ενός γύφτου και παρήγγειλε ένα τσιφτετέλι να χορέψει. Της έκαναν χώρο. Ο ήχος του γνωστού στον Δημήτρη σκοπού γέμισε τον αέρα και προστέθηκαν τα παλαμάκια. Ο Δημήτρης πλησίασε να δει ποια χορεύει και είδε την Ελένη Μια κοπέλα ψηλή σαν τον ίδιο, με καμπύλες γνήσιας Ανατολίτισσας, με πλούσιο στήθος, μελαχρινή, με σταράτη επιδερμίδα και μεγάλα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια. Δεν έδειχνε καθόλου για δεκαεπτά χρονών, σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι ήταν τουλάχιστον είκοσι πέντε, με το κορμί της γεμάτο, λικνιστό και επιθυμητό. Οι άντρες άρχισαν να βαριανασαίνουν, τα παλαμάκια θέριεψαν, κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Την ήθελε. Την ήθελε πολύ και μάλιστα αμέσως. Έβαλε κρασί σ ένα ποτήρι κι απόμεινε να τη βλέπει μαγεμένος, περιμένοντας να τελειώσει το χορό της. Του φάνηκε ένας αιώνας, ήθελε να φωνάξει στους γύφτους να σταματήσουν, αλλά κρατήθηκε. Ο χορός έφτασε στο τέλος και τα σφυρίγματα έδωσαν και πήραν, μαζί με κραυγές «μπράβο κοπελάρα μου», «Ελένη, είσαι μοναδική», «έτσι χορεύεται το τσιφτετέλι». Οι γυναίκες όλες αμίλητες. Είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους και έκαναν δυσάρεστους μορφασμούς για το ανεπίτρεπτο της όλης υπόθεσης. «Σήμερα γιορτάζω εγώ και το γλέντι είναι δικό μου!» της φώναξε ο Δημήτρης. «Έλα να σε κεράσω ένα ποτήρι κρασί

Σαν στάχυα στο χρόνο 33 για τη χαρά και την τιμή που μου έκανες», είπε και την πλησίασε, με τους κτύπους της καρδιάς του να πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα και το χέρι του να προσπαθεί να μην τρέμει καθώς της έτεινε το ποτήρι. Η Ελένη γύρισε και τον είδε. Η φωνή του αντρίκια, κοφτή σαν διαταγή, ήταν αδύνατον να την αγνοήσεις. Όπως γύρισε, εκεί και έμεινε, τα πόδια της καρφώθηκαν στη γη βαριά σαν πέτρες. Τα μάτια της άστραφταν, τα σήκωσε και τον κοίταξε κατάματα. Αυτό που αντίκρισε την αποσβόλωσε τελείως. Ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος αλλά λεπτός, καστανόξανθος, καλοντυμένος, με έντονα σκούρα μπλε μάτια τής έδινε ένα ποτήρι να πιει στην υγειά του. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε, νόμισε ότι σταμάτησε ο χρόνος, μέχρι να βρει τη λαλιά της και να καταφέρει να πει κάτι. «Ευχαρίστως να πιω στην υγειά σου και με την ευκαιρία να ζητήσω συγγνώμη που χόρεψα κι ας ήμουν απρόσκλητη. Δεν ήξερα ότι το γλέντι είναι δικό σου, νόμιζα ότι ήταν του Αϊ-Δημήτρη», άρθρωσε με κόπο και άπλωσε το χέρι της να πάρει το ποτήρι. «Κάθισε κοντά μου, πες μου το όνομά σου να σε καλέσω», την τράβηξε από το χέρι ο Δημήτρης επιτακτικά και συγχρόνως ευγενικά, με μάτια ορθάνοιχτα, να βυθίζονται στο έρεβος των δικών της και να νιώθει ότι χάνεται. «Ελένη Καραντούλη είναι το όνομά μου κι αυτή είναι η αδελφή μου, η Πηνελόπη. Μένω μαζί της στη Λάρισα και γι αυτό δεν ξέραμε για το γλέντι σου. Ο παππούς μας έχει ένα σπίτι εδώ στο χωριό και πότε-πότε ερχόμαστε». «Ελένη, λοιπόν. Πηνελόπη, χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία. Είστε μόνες; Καθίστε! Πηνελόπη, να σου βάλω κι εσένα κρασί». Γύριζε γύρω-γύρω να βρει ποτήρια να βάλει κρασί, δεν ήξερε από πού ν αρχίσει. Ήξερε ότι δεν ήθελε να αφήσει την

34 ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Ελένη να φύγει, ήξερε ότι ήθελε να μάθει τα πάντα γι αυτή, ήθελε να ξέρει κάποιο μαγικό για να εξαφανίσει την Πηνελόπη κι όλο τον άλλο κόσμο. Κάθισε δίπλα της, με το γλέντι να συνεχίζεται γύρω του, αλλά εκείνος ήταν πολύ μακριά. Δεν άκουγε τίποτα, δεν πεινούσε, δεν διψούσε. Όλος ο κόσμος είχε μετατραπεί σε δυο μαύρα μάτια χωρίς έλεος για την τύχη του. Το γλέντι τελείωσε σαν μέσα σε όνειρο. Πλήρωσε τους γύφτους, καληνύχτισε όλους όσοι ήρθαν να του πουν άλλη μια φορά «χρόνια πολλά, και του χρόνου», χωρίς να καταλαβαίνει. Κρατούσε συνεχώς το χέρι της Ελένης και δεν το άφησε ούτε στιγμή. Ρουφούσε σαν οξυγόνο ό,τι του έλεγε, η φωνή της αντηχούσε αγγελική στ αυτιά του, γελούσε με τα αστεία της σαν παιδί. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένος, που ήθελε να φωνάξει: «Σήμερα γεννήθηκα, από σήμερα θα ζήσω, αυτή η γυναίκα είναι η ζωή μου!» Όταν την άφησε να φύγει, είχε πλέον ξημερώσει. Όμως, το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο Δημήτρης ήταν στο σπίτι του γαμπρού της και η Ελένη έμαθε ότι η τύχη τής είχε ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά της. Θα γινόταν το συντομότερο δυνατόν κυρία Δημητρίου Θεοδώρου. Ο γάμος ήταν υπέροχος, όπως και το ζευγάρι. Όλο το χωριό έτρωγε και έπινε στην υγεία και την ευτυχία τους επί μία εβδομάδα. Το γεγονός που τους άφησε όλους άφωνους όμως ήταν το ταξίδι του μέλιτος: δύο μήνες στην Ευρώπη! Ασύλληπτο ακόμη και για όνειρο! Η Ελένη πετούσε κυριολεκτικά στα σύννεφα. Ο Δημήτρης, ευτυχισμένος, εξηγούσε, δίχως στιγμή να κουράζεται, πού βρίσκονταν, τι έβλεπαν, ποιοι ζούσαν εκεί, τι γλώσσα μιλούσαν, από πού είχε περάσει ο ίδιος Η ευτυχία του απογειώθηκε στην επιστροφή τους: η Ελένη περίμενε το πρώτο τους παιδί! Κύριε των Δυνάμεων! Τι

Σαν στάχυα στο χρόνο 35 ευτυχία μου εξασφάλισες, τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα Σε ικετεύω, Κύριε, μη μου πάρεις πίσω όλα αυτά τα δώρα, μη με ξαναφήσεις μόνο, ψέλλιζε στις καθημερινές του προσευχές, με την καρδιά του να κοντεύει να σπάσει από χαρά. Και ο Θεός τον άκουσε. Δεν θα τον άφηνε ποτέ πια μόνο. Και πριν τελειώσουν τα κεράσματα για τη γέννηση και τη βάπτιση του πρωτότοκου γιου του, του Θόδωρου, η Ελένη του πρόσφερε και το δεύτερο δώρο: έναν ακόμη γιο, τον Αντώνη. Τόση ευτυχία μαζεμένη! Η Καλλιόπη είχε ξετρελαθεί. Δεν προλάβαινε με τα δυο μωρά που είχε υπό την προστασία και τη φροντίδα της. Ευχόταν να είχε η ημέρα περισσότερες ώρες, αλλά ήταν πανευτυχής. Να μεγαλώνει τα βλαστάρια του νεαρού κυρίου της, τι άλλο να ζητούσε από τον Θεό; Τον ευχαριστούσε από τα βάθη της καρδιάς της που φύλαξε τόση χαρά για τον κύριο Δημήτρη και για εκείνη. Τα αγόρια ήταν υγιέστατα και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Ο ένας έκλαιγε και σήκωνε το σπίτι στο πόδι, ο άλλος χαμογελούσε και δεν ακουγόταν. Ο ένας έτρωγε για δύο, ο άλλος ήθελε παρακάλια για να φάει έστω και λίγο. Ο ένας ψήλωνε, ο άλλος έμενε μικροσκοπικός. Ο Δημήτρης δεν τους ξεχώριζε στην καρδιά του, τους αγαπούσε το ίδιο και τους δύο, αλλά στον δεύτερο, το φωνακλά, τον Αντωνάκη, είχε μεγαλύτερη αδυναμία. Ο λόγος ήταν η καταπληκτική εξωτερική ομοιότητα του παιδιού με την Ελένη, τη μονάκριβή του, την αγαπημένη του. Κάθε λίγο χωρίς αιτία της αγόραζε κοσμήματα, ρούχα, καπέλα. Δεν ήξερε πώς να της δείξει τα αισθήματά του. Και ήταν τόσο απορροφημένος με την ευτυχία του, που δεν έβλεπε ότι η Ελένη γινόταν σιγά-σιγά μια άλλη γυναίκα, τελείως διαφορετική από αυτή που νόμιζε ότι γνώριζε.