Ηλίας Βενέζης «Το νούμερο 31328» Βρισκόμαστε στο 1922. Η μικρασιατική καταστροφή έχει συντελεστεί. Η ελληνική Ανατολή παραδόθηκε στο αίμα και στη φωτιά και οι Έλληνες έχασαν τις προαιώνιες εστίες τους. Όσοι γλίτωσαν από το θάνατο σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας, για να δουλέψουν στα «εργατικά τάγματα». Ανάμεσά τους είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που για δεκατέσσερις μήνες έζησε τις δραματικές περιπέτειες που μας αφηγείται. Από το βιβλίο, μαζί με τη φρίκη και την καταδίκη της ανθρώπινης αγριότητας, βγαίνουν και εικόνες ζεστής ανθρωπιάς, συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Πρωτοεκδόθηκε το 1931. Τα τάγματα εργασίας στην Τουρκία, μέσα από "Το νούμερο 31328" του Ηλία Βενέζη Το νούμερο 31328, ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του Ηλία Βενέζη, περιγράφει τις αναμνήσεις του συγγραφέα από την παραμονή του σε κάποιο από τα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) των Τούρκων, έχοντας ανάλογη τύχη ως προς αυτό το σημείο με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του, αλλά παράλληλα, διακρινόμενος από το γεγονός ότι αυτός υπήρξε ένα από τους ελαχίστους, οι οποίοι επέζησαν ως το τέλος, αφού από τους περίπου 3.000 αιχμαλώτους του Αϊβαλιού, επιστρέφουν μόνον 23! Οι περιγραφές που εμπεριέχονται σε αυτό το έργο, είναι πολύ συχνά άκρως συγκλονιστικές, ενώ η περιγραφική ικανότητα του Βενέζη εντυπωσιάζει. Πολλοί Μικρασιάτες, με διαφόρους τρόπους, προσπάθησαν να διαφύγουν στην Ελλάδα σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από την άσχημη μοίρα που τους περίμενε στα Τάγματα Εργασίας. Έτσι, άλλοι ντύνονταν γυναίκες, άλλοι προσπαθούσαν να δωροδοκήσουν κάποιον Τούρκο σκοπό κτλ. Οι περισσότεροι όμως ανακαλύπτονταν και επί τόπου ντουφεκίζονταν προς «παραδειγματισμόν». Κάποια στιγμή, λοιπόν, και ο συγγραφέας, 18 χρονών παλικάρι τότε, συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και κλείνεται σε μια υπόγεια φυλακή, μαζί με πολλούς άλλους κρατουμένους. Ο χώρος ήταν πολύ μικρός και κάθε τόσο νέες φουρνιές από συλληφθέντες κατέφθαναν. Για να χωρέσουν, κάθε βράδυ, οι Τούρκοι επέλεγαν κάποιους από τους ήδη φυλακισμένους και τους πήγαιναν για εκτέλεση. Κάθε βράδυ η ίδια αγωνία, μήπως επιλεγείς και εσύ αυτή την φορά «Κάποτε», διηγείται ο συγγραφέας, «τελειώνουν οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις και όσοι έχουν απομείνει στην φυλακή ξεκινούν για μια πορεία στο άγνωστο με τους Τούρκους συνοδούς τους. Ώσπου σε ένα σημείο τους διατάζουν τα γδυθούν και να ξυποληθούν: επρόκειτο για τον λεγόμενο ΛΕΥΚΟ ΘΑΝΑΤΟ! Θα περπατούσαν ατελείωτες ώρες και μέρες σε αυτήν την κατάσταση, προσπαθώντας να επιβιώσουν από το κρύο, τον πόνο στα γυμνά πόδια, την κούραση, την έλλειψη τροφής και νερού, την δυσεντερία. Όποιον δεν άντεχε και καθυστερούσε, τον περίμενε θάνατος από τους σκοπούς Από κει και ύστερα, ένας Γολγοθάς ξεκινά. Μια πορεία γεμάτη αγωνία και φρικτές εικόνες. Αγωνία για την επιβίωση, αγωνία μήπως μείνουν τελευταίοι στην γραμμή και θεωρηθούν υπαίτιοι καθυστερήσεως με συνέπεια τον θάνατο, αγωνία να βρουν ρετάλια (υφάσματα), ώστε να δέσουν τα πόδια τους διευκολύνοντας ελάχιστα την πορεία τους, η οποία γίνεται αφόρητη με γυμνά πέλματα, αγωνία μήπως τα νεαρά αγόρια βιαστούν από κάποιον Τούρκο... «Ευτυχώς» όμως οι υπάρχουσες γυναίκες καλύπτουν τις «ανάγκες» των Τουρκαλάδων. Οι βιασμοί αυτοί των γυναικών προσφέρουν (όσο κυνικό και αν ακούγεται) και άλλο ένα «όφελος» στο σύνολο των σκλάβων: σταματούν την πορεία, δίνοντας μια πολύτιμη ευκαιρία για ξεκούραση 1
στους ξεθεωμένους ομήρους πεζοπόρους!! Την μακρά πορεία ένας ακόμα δεν την αντέχει και καταρρέει. Είναι ένας ηλικιωμένος παπάς, πάνω από 70 χρόνων. Η πορεία απομακρύνεται. Κάτι τουρκάκια που παίζουν παραδίπλα, πλησιάζουν και αρχίζουν να πετροβολούν το σώμα που ξεψυχούσε! Τρεις φορές - συμπληρώνει ο συγγραφέας τελειώνοντας την διήγηση του για το συγκεκριμένο περιστατικό - τρεις φορές ο συγκεκριμένος ιερέας του είχε δώσει, όταν ήταν πιο μικρός, την Θεία Μετάληψη... Δεν λείπει και ένα είδος ψυχολογικού πολέμου των Τούρκων φρουρών έναντι των ομήρων με σκοπό την πλήρη υποταγή τους. Όταν περνάνε από ένα πηγάδι, εντός του οποίου έχουν ήδη πνίξει δυο-τρεις Έλληνες, τους βάζουν να κοιτάξουν μέσα και τους ρωτούν αν φαίνονται. Το πηγάδι είναι βαθύ, οι Έλληνες απαντούν ότι δεν φαίνονται. «Να ρίξουμε έναν να τους βρει;», λένε ειρωνικά κάποιοι στρατιώτες στον αρχηγό της πορείας και ξεκαρδίζονται στα γέλια με το υψηλής ποιότητος χιούμορ τους... Αλλού, σε ένα χωράφι, συναντούν στοίβες από σκελετούς. Είναι Έλληνες σφαγμένοι, που πλέον έχει περάσει πολύς καιρός από πάνω τους... «Να, έτσι θα πάτε κ εσείς!», απείλησε ένας Τούρκος με χαρά, τρίβοντας τα χέρια του!... Σε ένα ανάλογο χωράφι (ίσως και το ίδιο), επειδή από δίπλα περνούσε το τραίνο και μέσα σε αυτό θα διέσχιζε την περιοχή ένας Ισπανός ονόματι Ντελλάρα, παρατηρητής μιας επιτροπής για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και φυσικά οι Τούρκοι δεν ήθελαν να τύχει να πέσει το μάτι του στα πτώματα, έβαλαν τους ομήρους να μαζέψουν τα κουφάρια των σφαγμένων (περίπου 40.000 Έλληνες) και να τα προωθήσουν προς το βάθος, όπου δεν θα φαίνονταν από το τραίνο» Λίγο παρακάτω μαθαίνουμε ότι τα κόκκαλα των νεκρών Ελλήνων γίνονταν κοπριά, η οποία μάλιστα μοσχοπουλιόταν Θα ήταν, θαρρώ, ανολοκλήρωτη η δουλειά μας, αν δεν καταγράφαμε και το τέλος του Αργύρη, του φίλου του Ηλία Βενέζη. Είχε απ ότι φαίνεται την ατυχία να μοιάζει με κάποιον Έλληνα αστυνομικό ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στο μυαλό κάποιων Τούρκων χωρικών, κυρίως λόγω ενός χρυσού δοντιού! Τι κι αν εκείνος κλαίγοντας, όπως και ο Βενέζης, που του κρατούσε το χέρι για παρηγοριά, διαβεβαίωναν ότι ήταν μαθητής του σχολείου! Ο όχλος αγρίευε! Ένας από αυτούς του φόρεσε μια κατσαρόλα στο κεφάλι. Του αφαιρέθηκε λίγο παρακάτω από Ένας σωματώδης Τούρκος, σε ρόλο δήμιου, του έριξε μια στο κεφάλι με ένα σφυρί Έχει ενδιαφέρον όμως να διαπιστώσει κανείς ότι, παρ' όλα τα δεινά που υπέστη ο συγγραφέας από τους Τούρκους, πουθενά στο κείμενό του δεν θα βρει κανείς το αίσθημα του μίσους προς αυτούς, αλλά, αντιθέτως, διαφαίνεται ένα μήνυμα περί κοινής μοίρας των ανθρώπων παρ' ότι συχνά άκουγα να λένε ότι "οι Τούρκοι δεν έχουν μπέσα" και άλλα τέτοια... Είναι απόλυτα κατανοητό και ανθρώπινο να προσπαθεί κανείς να μετασχηματίσει τα τραγικά του βιώματα, τις συγκλονιστικές του εμπειρίες σε τέχνη. Αποτελεί σίγουρα έναν αποτελεσματικό τρόπο κάθαρσης για τον καλλιτέχνη, μία μέθοδο απαλλαγής από τους εφιάλτες που τον στοιχειώνουν. Το γεγονός ότι στην περίπτωση του Βενέζη συνυπάρχει αυτή η προσπάθεια μετασχηματισμού με ένα γνήσιο λογοτεχνικό ταλέντο, έχει σαν αποτέλεσμα να βγαίνει ένα εκρηκτικό έργο. Αυτά ήταν ένα μέρος από τα δεινά των Ελλήνων στην Μικρά Ασία. Αυτά είναι ένα κομμάτι από τις πολλές μνήμες, που εμείς οι Έλληνες δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθούν 2 Περιληπτική απόδοση του περιεχομένου Οι φύλακές μας, οι μαφαζάδες, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, που επιστρατεύτηκαν ως βοηθητικοί, ζουν με τη νοσταλγία της πατρίδας τους, όπως και οι αιχμάλωτοι, γιατί οι τρεις μήνες που τους είπαν ότι θα υπηρετήσουν έχουν γίνει ήδη οχτώ. Μας πλησιάζουν, εμείς όμως τους αποφεύγουμε, γιατί
είναι εχθροί μας, αν και κάποιες φορές ξεχνάμε την αντιπαλότητά μας. Μια μέρα έμαθαν ότι οι στρατιώτες της ηλικίας τους απολύθηκαν, και έπεσαν σε απόγνωση. Ένας δικός μας τότε τους συμβούλεψε να παρουσιαστούν στο διοικητή και να διεκδικήσουν την απόλυσή τους. Στην αρχή αντέδρασαν με επιφυλακτικότητα, όμως τελικά συγκρότησαν μια επιτροπή από έξι άτομα και παρουσίασαν το αίτημά τους. Ο διοικητής έμεινε εμβρόντητος με το θράσος τους και τους έκλεισε οργισμένος σε ένα κελί, έχοντας σκοπό να τους τιμωρήσει την επόμενη μέρα. Έτσι και έγινε: μπροστά σε όλους τους αιχμαλώτους και σε όλο το λόχο των μαφαζάδων οι έξι της επιτροπής, καθώς και τρεις σκλάβοι (αυτοί για άλλο παράπτωμα), μαστιγώθηκαν τόσο σκληρά, που οι αιχμάλωτοι ένιωσαν οίκτο γι αυτούς και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι χριστιανοί αιχμάλωτοι και Τούρκοι φύλακες ζουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες βίας και κακομεταχείρισης. Αυτή η αίσθηση ότι η μοίρα τους είναι κοινή ώθησε το ίδιο βράδυ τους σκλάβους να σώσουν από βαριά ποινή, ίσως και από την εκτέλεση, έναν Τούρκο φρουρό, που ο επιλοχίας στην έφοδό του τον έπιασε να κοιμάται. Ύστερα και από αυτό το γεγονός φύλακες και αιχμάλωτοι αρχίζουν να κάνουν παρέα και τους δένει συντροφικότητα. Οι μαφαζάδες νιώθουν ότι δεν έχουν διαφορετική μοίρα από τη μοίρα των Ελλήνων και αντιμετωπίζουν μαζί μ αυτούς τα προβλήματα, την αθλιότητα και τις στερήσεις της καθημερινής ζωής. Η κοινή μοίρα αιχμαλώτων και μαφαζάδων Οι Έλληνες αιχμάλωτοι αισθάνονται εύλογα μίσος για τους Τούρκους, μιας κι είναι αυτοί που τους έχουν φέρει σε μια τόσο δεινή θέση. Το μίσος τους όμως είναι γενικευμένο και απρόσωπο, και φανερώνει περισσότερο τον πόνο που αισθάνονται για τις τρομερές απώλειες που τους προκάλεσε ο τουρκικός στρατός. Έτσι, όταν στα εργατικά τάγματα έρχονται σ επαφή με τους μαφαζάδες, με τους Τούρκους σκοπούς, που ζουν μαζί τους υπό άθλιες συνθήκες, παρόλο που ξέρουν ότι είναι κι αυτοί τμήμα του τουρκικού στρατού, τους είναι δύσκολο να τους μισήσουν πραγματικά. Αν και νιώθουν πως πρέπει να τους κρατούν σε απόσταση και πως πρέπει να τους μισούν, εντούτοις βλέπουν πως κι εκείνοι βιώνουν μια δική τους σκλαβιά, αφού βρίσκονται εκεί παρά τη θέλησή τους, κι αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά πως όσα τους ενώνουν είναι περισσότερα και ουσιαστικότερα από όσα τους χωρίζουν. Οι Τούρκοι φύλακες παύουν να είναι μέρος του απρόσωπου τουρκικού εχθρού, αποκτούν στα μάτια των Ελλήνων ανθρώπινη υπόσταση και γίνονται κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Έτσι, παρά το γεγονός πως αυτοί είναι οι αιχμάλωτοι κι εκείνοι είναι οι φύλακές τους, γίνεται από νωρίς σαφές πως βρίσκονται στην ίδια μοίρα και πως μαζί θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις δυσκολίες της κοινής «αιχμαλωσίας» τους. Οι Έλληνες επομένως βοηθούν τους Τούρκους σκοπούς, όχι γιατί έχουν δώσει άφεση στον εχθρό, αλλά γιατί αναγνωρίζουν πως οι άνθρωποι αυτοί βιώνουν μαζί τους την ίδια δυστυχία. 3 Η σταδιακή προσέγγιση Οι Τούρκοι φύλακες, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, είναι εκείνοι που κατά τη διάρκεια του πολέμου το είχαν σκάσει στα βουνά για να μην πολεμήσουν και τους οποίους, με το πέρας των εχθροπραξιών, η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να εντοπίζει προκειμένου να υπηρετήσουν μέρος της οφειλόμενης θητείας τους. Το γεγονός, λοιπόν, ότι οι Τούρκοι φύλακες δε βρίσκονται εκεί με τη θέλησή τους, αποτελεί έναν πρώτο κοινό σημείο με τους Έλληνες αιχμαλώτους. «Στην αρχή τους είπαν πως θα υπηρετήσουν τρεις μήνες. Οι μήνες γίναν έξι, γίναν εφτά, οχτώ, κι αυτοί ολοένα μέναν μαζί μας και ζυμώνουνταν.»
Οι Τούρκοι φύλακες μαθαίνοντας πως η δική τους σειρά είχε απολυθεί απ το στρατό, ζητούν από τους Έλληνες συμβουλή για το τι πρέπει να κάνουν κι ακολουθώντας την υπόδειξή τους ζητούν από το Διοικητή το χαρτί της απόλυσης. Ο Διοικητής, που θα εξαγριωθεί από το θράσος των στρατιωτών του, θα τους τιμωρήσει μαζί με κάποιους Έλληνες τσαουσάδες, μαστιγώνοντάς τους. Η τιμωρία είναι κοινή και για τους Τούρκους φύλακες και για τους Έλληνες υπαξιωματικούς, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την κοινή τους πορεία. Άλλωστε, μετά το μαστίγωμα, ο Διοικητής δίνει την εντολή να εργαστούν οι μαφαζάδες δέκα μέρες μαζί με τους σκλάβους. «- Σε τι λοιπόν ξεχωρίζανε αν ήταν Χριστιανοί για Τούρκοι; Σε τι ξεχωρίζανε; Εμείς ήμαστε γεσήρ, ήμαστε δεμένοι. Εμ αυτοί που ήταν λεύτεροι; Το αίμα αυλάκωσε και τα εννιά κορμιά -τι διαφορά είχε;» Το επεισόδιο με το όπλο του σκοπού αναδεικνύει την αλληλεγγύη που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στους Τούρκους σκοπούς και τους Έλληνες. Με το πέρασμα του χρόνου οι Τούρκοι σκοποί συγχρωτίζονται ολοένα και περισσότερο με τους Έλληνες αιχμαλώτους, περνούν μαζί τις δύσκολες ώρες της νοσταλγίας, βιώνουν από κοινού τις ίδιες στερήσεις και δείχνουν με κάθε τρόπο τη μεταξύ τους συμπαράσταση. «Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχονται πιο τακτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια γεσήρ. Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το πρεφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη: - Αρκαντάς (σύντροφε).» Ακόμη κι ο φόβος που έχουν οι μαφαζάδες για τους Έλληνες τσαουσάδες είναι ένα σημείο επαφής με τους Έλληνες αιχμαλώτους. Φύλακες κι αιχμάλωτοι μισούν και φοβούνται τους Έλληνες που με κάθε τρόπο προσπαθούν να είναι αρεστοί στην τουρκική διοίκηση. «-Τι να κάνουμε, αρκαντάς; Ο θεός να μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς. Να μας λυπηθεί. Κι εσάς κι εμάς. Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίσουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δική μας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούς μας. Αυτούς τους μισούμε κι εμείς. Ικετεύουν για το μεμλεκέτ, ένα καλύβι κάπου. Κι εμείς.» Επιπλέον, οι στερήσεις είναι κοινές τόσο για τους Τούρκους φύλακες όσο και για τους Έλληνες. «Όλοι τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται τους κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ τον καπνό. Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα αυτοί, όσο να ναι διστάζουν. Δε θέλουν να ταπεινωθούν τόσο. Μα, άμα δεν τους βλέπουμε...» 4 Η επιτροπή και το μαστίγωμα η αλληλεγγύη των αιχμαλώτων στο φρουρό Το επεισόδιο με την επιτροπή λειτουργεί ως η πρώτη ουσιαστική ένδειξη για τους Έλληνες αιχμαλώτους πως οι Τούρκοι φύλακες βρίσκονται στην ίδια μοίρα μ αυτούς. Η βάναυση τιμωρία που τους επιβάλλει ο Διοικητής και φυσικά η άρνησή του να τους αφήσει να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, καθιστά σαφές στους Έλληνες πως και οι μαφαζάδες είναι αιχμάλωτοι και κρατούνται στο τάγμα εργασίας χωρίς να το θέλουν. Παράλληλα, το γεγονός ότι οι Τούρκοι φύλακες στρέφονται στους Έλληνες για να ρωτήσουν πώς θα πρέπει να διαχειριστούν το ζήτημα της απόλυσής τους, δείχνει την εμπιστοσύνη που έχουν στους αιχμαλώτους, τους οποίους προφανώς εμπιστεύονται περισσότερο από τους ομοεθνείς τους αξιωματικούς. Οι μαφαζάδες είναι άπειροι στα θέματα του στρατού και δέχονται με χαρά τη συμβουλή των Ελλήνων, η οποία όμως βασιζόταν στον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού στρατού. Όπως θα φανεί από την αντίδραση του Διοικητή, ήταν ανήκουστο για τα τουρκικά δεδομένα να διατυπώνουν οι στρατιώτες αιτήματα: «Τόσα χρόνια μπίνμπασης δε θυμόταν κάτι παρόμοια φοβερό.»
Στον τουρκικό στρατό κυριαρχεί η λογική της απόλυτης υποταγής, με το Διοικητή να έχει κάθε εξουσία απέναντι στους στρατιώτες. Ο Διοικητής μπορεί να παρατείνει τη θητεία τους κατά βούληση, μπορεί να τους τιμωρεί με υπέρμετρη σκληρότητα και ουσιαστικά να παραβιάζει κάθε έννοια ανθρώπινου δικαιώματος. Το γεγονός, άλλωστε, ότι τους μαστιγώνει και κατόπιν δίνει την εντολή να εργαστούν μαζί με τους Έλληνες, δείχνει πως τους θεωρεί και τους αντιμετωπίζει ως σκλάβους. Οι μαφαζάδες αισθάνονται -δικαιολογημένα- φόβο απέναντι στο Διοικητή και γι αυτό ομολογούν, χωρίς δεύτερη σκέψη, πως οι Έλληνες σκλάβοι ήταν εκείνοι που τους συμβούλευσαν να ζητήσουν την απόλυσή τους. Η ομολογία τους αυτή οφείλεται βέβαια στο φόβο τους, αλλά και στο γεγονός πως δεν αισθάνονται ότι έχουν κάποιο λόγο να προστατέψουν τους Έλληνες. Όσο κι αν οι δύο ομάδες έχουν έρθει κοντά, δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί μεταξύ τους ένας ικανός δεσμός αλληλεγγύης. Κατά τη διάρκεια της βάναυσης τιμωρίας των μαφαζάδων, ο Διοικητής βάζει έναν στρατιώτη, που είναι της ίδιας σειράς με τους μαφαζάδες, να συνεχίσει το μαστίγωμα. Ο στρατιώτης, όπως είναι φυσικό, υποφέρει με τον πόνο που προκαλεί στους συμπατριώτες και φίλους του. Έτσι, το ίδιο βράδυ, συντετριμμένος ψυχικά κι εξουθενωμένος από την επώδυνη αυτή εμπειρία, αν και έχει σκοπιά, αποκοιμιέται. Ο επιλοχίας που κάνει τη νυχτερινή έφοδο και βλέπει το σκοπό να κοιμάται, παίρνει το όπλο του και το δίνει σ έναν υπηρέτη που βρισκόταν εκεί κοντά. Αμέσως μετά σπεύδει να ειδοποιήσει τον αξιωματικό, προκειμένου να τιμωρηθεί βαρύτατα ο Τούρκος σκοπός, που αποκοιμήθηκε εν ώρα υπηρεσίας. Η άμεση επέμβαση των Ελλήνων στρατιωτών, που ξύπνησαν τον Τούρκο σκοπό και ανάγκασαν τον υπηρέτη να του δώσει πίσω το όπλο, συνετέλεσε ώστε ο Τούρκος σκοπός να γλιτώσει την τιμωρία. Η επέμβαση αυτή των Ελλήνων υποδηλώνει πως τα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους μαφαζάδες είχαν πια εδραιωθεί. Οι Έλληνες, έχοντας δει το μαστίγωμα των Τούρκων σκοπών, τους θεωρούν πια περισσότερο δικούς τους παρά εχθρούς. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι μαφαζάδες υπό τις απειλές του Διοικητή, είχαν αποκαλύψει πως το αίτημα για απόλυση προέκυψε ύστερα από συμβουλή των Ελλήνων, δεν τους κρατούν κακία και βοηθούν το σκοπό που κινδυνεύει. Είναι εμφανή σ αυτό το περιστατικό τα συναισθήματα συμπόνιας, κατανόησης και αλληλεγγύης που διαπνέουν τις πράξεις των Ελλήνων αιχμαλώτων, ενώ, μέσα από αυτό το επεισόδιο θα μπορέσουν πια κι οι Τούρκοι φύλακες να εμπιστευτούν πλήρως τους Έλληνες αιχμαλώτους. Η πράξη, επομένως, των Ελλήνων θα λειτουργήσει καταλυτικά, ώστε να εξαλειφθεί οποιαδήποτε καχυποψία να είχαν απέναντί τους οι Τούρκοι φύλακες. 5 Συναισθήματα Σ ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας καταγράφει την αγριότητα του τουρκικού στρατού και τη φρίκη των ταγμάτων εργασίας, τα οποία είχαν ως στόχο την εξαθλίωση και την εξόντωση των Ελλήνων αιχμαλώτων, δε λείπουν και οι διηγήσεις που έρχονται να αναδείξουν τη δύναμη της ανθρώπινης ευαισθησίας και της αλληλεγγύης. Ο συγγραφέας αφενός διαπνέεται από αντιμιλιταριστική διάθεση κι αφετέρου επιθυμεί να τονίσει πως η σκληρότητα του τουρκικού στρατού και της ανώτερης διοίκησης δεν εξέφραζε όλους τους Τούρκους. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τις σκοπιμότητες της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, οι απλοί άνθρωποι δεν ένιωθαν μίσος για τους Έλληνες, ούτε θεωρούσαν την εξόντωσή τους ως θεμιτή επιδίωξη. Μέσα, λοιπόν, από τη συνύπαρξη των Ελλήνων αιχμαλώτων και των Τούρκων σκοπών, ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τα κοινά στοιχεία των δύο λαών, τις κοινές επιθυμίες και ανάγκες
τους, καταρρίπτοντας τη στερεότυπη άποψη που θέλει τους δύο λαούς να τρέφουν ασίγαστο μίσος μεταξύ τους. Ο εχθρός για τους Έλληνες αιχμαλώτους και για τους μαφαζάδες, είναι κοινός και εντοπίζεται στο πρόσωπο του αδίσταχτου Διοικητή, αλλά και των Ελλήνων τσαουσάδων. Ο εχθρός των ανθρώπων δεν είναι ο αλλοεθνής, αλλά εκείνος που δεν τους σέβεται, εκείνος που τους κακομεταχειρίζεται και φυσικά εκείνος που επιχειρεί να τους εκμεταλλευτεί, για να πετύχει τις δικές του σκοπιμότητες. Αφηγηματικές τεχνικές Ο αφηγητής της ιστορίας είναι δραματοποιημένος, συμμετέχει δηλαδή στα αφηγούμενα γεγονότα, και συνάμα αυτοδιηγητικός, καθώς αφηγείται περιστατικά στα οποία είτε πρωταγωνιστεί είτε τα παρακολουθεί ως αυτόπτης μάρτυρας. Η αφήγηση δίνεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, με τον αφηγητή να εντάσσει τον εαυτό του στο σύνολο των Ελλήνων αιχμαλώτων που βιώνουν από κοινού τις ίδιες εμπειρίες. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενισχύει την αίσθηση πως τα αφηγούμενα γεγονότα αποτελούν προσωπικά βιώματα του αφηγητή και τους προσδίδει έτσι την αλήθεια της προσωπικής εμπειρίας. Η διήγηση, αν και πρωτοπρόσωπη, οπότε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μίμηση, εμπλουτίζεται και με τη χρήση διαλόγου, οπότε έχουμε μεικτό τρόπο αφήγησης. Εκτός από τους διαλόγους, ο αφηγητής χρησιμοποιεί επίσης ελεύθερο πλάγιο λόγο. Στον ελεύθερο πλάγιο λόγο, οι λέξεις ή οι φράσεις ενός ήρωα μεταφέρονται από τον αφηγητή χωρίς την ύπαρξη κάποιου λεκτικού ρήματος που να τις εισάγει, χωρίς δηλαδή να υπάρχει ρήμα εξάρτησης, όπως στον πλάγιο λόγο. Η αφήγηση δίνεται με εσωτερική εστίαση, έχουμε δηλαδή περιορισμένη θέαση της πραγματικότητας και ο αφηγητής μας παρουσιάζει μόνο ό,τι αντιλήφθηκε και βίωσε ο ίδιος. Έτσι, στις διηγήσεις με εσωτερική εστίαση ο αφηγητής δε μπορεί να γνωρίζει τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων προσώπων, όπως γίνεται στις διηγήσεις με μηδενική εστίαση, όπου ο αφηγητής είναι παντογνώστης. Τα γεγονότα της ιστορίας δίνονται με τη σειρά που έγιναν (γραμμική αφήγηση), χωρίς να υπάρχουν αναχρονίες στην αφήγηση, χωρίς δηλαδή ο αφηγητής να κάνει αναδρομές στο παρελθόν ή αναφορές σε μελλοντικά γεγονότα (προλήψεις). 6