ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΙΚΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 1941-45 ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ Ιωάννη Θεμ. Τσουχλαράκη. Πολιτισμολόγου Συγγραφέα.
Ένα πουλί καμπίτικο πετά στ Απανωμέρι, φέρνει μαντάτα θλιβερά, μαντάτα πικραμένα: - Οι Γερμανοί πλακώσανε με χίλια αεροπλάνα, σα δράκοντες μουγκρίζουνε, σαν όχεντρες σφυρίζουν. Ρίχνουν κανόνια, μονετσιά, στρατιώτες με τσ ομπρέλες, την Κρήτη για να πάρουνε και να την-ε σκλαβώσουν Στο Μάλεμε, στον Πλατανιά, στ Αλικιανού αρμενίζουν χιλιάδες αλεξίπτωτα, τον ουρανό γεμίζουν.
Ξένος καρπός στο χώμα μου, εμένα δε ριζώνει, γιατί η γη μου τον ξερνά, γιατί τον πνίγει το αίμα. Κοράκια στ ακροβούνια μου, εμένα δε φωλιάζουν, γιατί τα διώχνουν οι αετοί, γιατί τα τρων οι γύπες. Και δα τη σέρνω τη φωνή, ν ακούσουν οι Μαδάρες, να κατεβούνε οι γενιές, να μαζωχτούν τα σόγια και να χιμήξουν στη φωτιά, παιδιά, γυναίκες, άνδρες. Να δείτε σκύλοι Γερμανοί πως πολεμά η Κρήτη.
Παιδιά, κι είντα ναι οι μπαλωτές, στον κάμπο οι καμπάνες, ατζέμπα γάμο κάνουνε γή πανηγύρι έχουν; - Ούτε και γάμο κάνουνε, ούτε και πανηγύρι, μόνο επέσαν Γερμανοί από τ αεροπλάνα κι αρχίσανε τον πόλεμο στον κάμπο οι καμπίτες
Κι ο Διγενής σέρνει φωνή από τον Ψηλορείτη! -Απού χει άρματα ας βαστά κι απού δεν έχει, ας βρίστει. Οι Κρήτες πολεμήσανε σαν άγρια θηρία, πολλοί θυσιαστήκανε για τη γλυκιά πατρίδα. Ο πόλεμος εβάσταξε έντεκα μόνο μέρες, δεν είχαν όπλα αρκετά και αναλόγως σφαίρες. Γιατί τα όπλα τα καλά τα χανε παραδώσει στο διάταγμα του Μεταξά..
Απού την Κάντανο έρχομαι κι απού τ Αποπηγάδι. Δεν με ρωτάτ είντα παθα, δε με ρωτάτ ειντά δα; Είδα τα σπίθια τρόχαλο, τσ αυλές χορταριασμένες και μέσα στα χαλάσματα νιους Γερμανού το μνήμα και δίπλα μαρμαρόπετρα κι έγραφ αυτά τα λόγια: Εδώ τανε η Κάντανος και καταστρέψαμέ τη γιατί καμε πολλές ζημιές στου Γερμανού τ ασκέρι. Φωνή και κλάημαν άκουσα στση Κάντανος τον Κάμπο. Σε ποια μεριά τση Κάντανος, σε ποια μεριά του κάμπου; Στ Ανισαράκι κλαίγανε τσι γυιους των οι μανάδες, κλαίνε και στο Κουφαλωτό τσ άνδρες των οι γυναίκες που των αφήκαν ορφανά.
Φωνή και κλάμα άκουσα στη γέφυρα Κερίτη. Ποιες να ταν απού κλαίγανε και τα δενδρά μαραίναν; Δεν ήταν μια, δεν ήταν δυο, δεν ήταν τρεις και δέκα, ήταν των εκατόν οχτώ χαροκαμένες μάνες, μάνες, γυναίκες κι αδελφές κακοθανατισμένων. Η μια κλαιγε τον άνδρα τση, η γ-άλλη τον υιγιό τση, οι γ-αδελφές τους αδελφούς, τη λεβεντιά τση Κρήτης.
Κάτω στη χώρα ντω Σφακιώ λαλούν τα πολυβόλα, μηδέ σε γάμο ρίχνουνε, μηδέ σε πανηγύρι. Σκοτώνουν πάλι οι βάρβαροι τα τιμημένα νιάτα κι η ξακουσμένη Ανώπολη προσφέρει τη θυσία. Κείτονται χάμω αξύπνητα κορμιά σαν κυπαρίσσια, που σκαρφαλώναν σαν αητοί στο Γκίγκιλο, στσι Πάχνες κι ολάκερη μοιρολογά πάλ η παντέρμη Κρήτη.
Παιδιά και ποιες να παίρνουνε απού τον Καλλικράτη; Είντα σγουρές κι είντα ξανθές και προύκες κατεβάζουν; Προύκες και φέγγουν τα λαγκά σα να ν Απριλομάης. -Ο Χάρος είναι ο γαμπρός, Χάρος και προυκολόγος κι οι Γερμανοί τ ασκέρι του.
Μια μέρα του Σεπτέμβρη, που λαμπε ο ουρανός μα στα χωριά της Βιάννου ήτανε σκοτεινός, οι βάρβαροι επήγαν και βάλανε φωτιά, Κρεββατά, Κεφαλοβρύση και στ άλλα τα χωριά. Σκοτώσανε Πευκιώτες και σφάξαν Συμνιανούς και στα χωριά της Βιάννου δε φήκαν ζωντανούς. Αδέλφια σαν θα πάτε στση Βιάννος τα χωριά, μνήματα μην πατάτε, γιατί ναι αδελφικά, στα μνήματα εκείνα που τόσο λυπηρά, οι Γερμανοί εβάλαν μανάδες και παιδιά.
Στο Σέλινο κουφοβροντά, βρέχει μα βρέχει μπάλες. Οι Γερμανοί περάσανε στα τρα χωριά τα πέρα, Μονή και Κουστογέρακο και Λιβαδά και καίνε. Τα παλικάρια φτάξανε
Πάρα πολλοί χαθήκανε, άδικ απ τ Ανώγεια κι ώσπου να στέκουν τα βουνά θα λένε μοιρολόγια. Κλαίνε μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες, κλαίνε και τα μικρά παιδιά της ορφανιάς τσι λαύρες. Λουλούδια μην ανθίζετε, πουλιά μην κελαηδείτε, τ Ανώγεια μας εκάψανε και να τα λυπηθείτε.
Πόσο βαθιά μες στην καρδιά, πόσο βαθιά στη μνήμη, με τρόμο ζωγραφίστηκε η μαύρη ώρα εκείνη, που ξέσπασεν ένα πρωί, σαν άγρια καταιγίδα, κι εχάσαμεν ότ είχαμε, για τη γλυκιά πατρίδα. Τ Αυγούστου εξημέρωνεν η εικοστή Δευτέρα, ημέρα Τρίτη ήτονε η αποφράδα μέρα. Στο άνω Μέρος, στις Δρυγιές, στις Βρύσσες, στο Καρδάκι, στο Γερακάρι, στο Σμιλέ, Γουργούθους και Χωρδάκι, τους άντρες εσκοτώσανε, μες στη φωτιά τους κάψαν, τα σπίτια ανατινάσσοντας, μέσα σ αυτά τους θάψαν.
Μαδάρες μαύρα βάλετε και μην ασπροφοράτε, Κάμποι να μη γλεντίζεται να στε πάντα θλιμένοι, κλαίτε τσι νιους που χάσατε, τριάντα έξι άνδρες, που σας τσι φάγαν Γερμανοί
Εις την Αγυιά ναι να δενδρί κι όποιος κι ανε περάσει τα μάθια θα βουρκώσουνε, θα βαριαναστενάξει. Καταραμένη να σαι Αγυιά και βάτους να γεμίσεις, γιατί δεν άφηκες καρδιά να μην τηνε ραΐσεις. Σαν εμισέψαν τα σκυλιά, ούλες οι μαύρες μάνες ασυναχτήκαν στην Αγυιά, στο βουλισμένο τόπο, τσι γιους τωνε να βρούσινε, τσι γιους τωνε να πάρουν. Κι ούλοι οι γιοι ένας σωρός παντέρμα κόκαλα σαν, κι ούλες οι μάνες το για μιας μια μάνα εγενήκαν. Απ το σωρό δυο κόκαλα να πα να τα θυμιάζει καθεμιά πήρε στην ποδιά κι ήσανε του υγιού τση. Κι η Κρήτη ταν η καθεμιά.
Γροικάτ είντα παράγγενε η Κρήτη των παιδιώ τση: -Μετρήσετε τα μνήματα των εδικώ και ξένω, σ ούλα ν ανάψετε κερί, λιβάνι και καντήλι κι αν έρθουν και δικολογιές των ξένω, σκοτωμένω να τσι φιλοξενήσετε.