λάγυνος : μεγάλη στάμνα νερού.την τοποθετούσαν σε ειδική θέση, τον «λαγ νουστάτ».



Σχετικά έγγραφα
λαγάρα (η) < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός, στενός) χτυπούσαν τη χορδή του δοξαριού για το «στ βάξιμο» του βαμβακιού

της στέγης νταμιού ή και σπιτιού

Ν ( ):Layout 1 4/3/ :59 μ Page 159

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.)

Χωρικές σχέσεις ΠΛΑΤΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΑ. ΕΝΝΟΙΑ: Χωρικές σχέσεις. Εμπλεκόμενοιτομείς. Ενότητα. Στόχοι. Υλικά 1 / 17

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολλά χρόνια πριν, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, είχε τόση ζέστη, καύσωνα, που μέχρι και ο ήλιος αναγκάστηκε να φορέσει

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ - ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ. Μια ιστορία σαν όνειρο...

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Βασιλόπιτα τσουρέκι, από την Αργυρώ μας και το argiro.gr!

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Μια μέρα μαζεύτηκαν όλα τα τρόφιμα που βρίσκει ο άνθρωπος στη φύση. Σκέφτηκαν να παίξουν ένα παιχνίδι και χωρίστηκαν σε ομάδες.

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Το χρυσαφένιο στάρι: από το όργωμα στο ψωμί

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΙΔΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΤΖΕΪΚ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ» ΤΟΥ ΓΙΟ ΣΟΜΕΪ (ΕΚΔ. ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ)

«Του πιδούδ' μι ντ πίτα»

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Κατανόηση γραπτού λόγου

9 Η 11 Η Η Ο Ο

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Πες μου για τα ζώα που κάνουν αυγά μεγάλα και μικρά

«Η νίκη... πλησιάζει»

Παραγωγή γραπτού λόγου

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Kangourou Greek Competition 2015

Ηεπιστήμημέσααπόταμάτιατουπαιδιού... Ιδέες και πειράματα για τον «Ήχο»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Transcript:

Λ λαγάρα (η) λαγήν' (το) λαγήνα (η) λαγκόνια ( τα ) : < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός) : δερμάτινο κορδόνι υποδημάτων, κυρίως αρβυλών : <μτγν. λαγήνιον < λαγύνιον, υποκορ. του μτγν. λάγηνος < του αρχ. λάγυνος : πήλινο δοχείο για μεταφορά νερού, σταμνί μεταλλικό δοχείο χωρητικότητας 6 ¼ οκάδων, μονάδα μέτρησης λαδιού : " έβγαλα κατό λαγήνια λάδ'!" : <λατιν. lagena < αρχ. λάγυνος : μεγάλη στάμνα νερού.την τοποθετούσαν σε ειδική θέση, τον «λαγ νουστάτ». : < λαγόνιον < υποκορ. του αρχ. λαγών : τα πλάγια τοιχώματα της κοιλιάς, οι λαγόνες : «τουν χτύπ ση μες τα λαγκόνια» λαγούδ' (το) : < πιθ. από το λαγ-ός + υποκορ. κατάλ. ούδι : μικρό ξύλινο εξάρτημα, με το οποίο χτυπούσαν τη χορδή του δοξαριού για το «στ βάξιμο» του βαμβακιού λαγούμ (το) λαγουτσ μάμι ρ. : <τουρκ. lagım : υπόγεια στοά, φωλιά ή καταφύγιο άγριων ζώων ( αλεπούς, ασβού κ.ά ) : < λαγό -ς + κοιμάμαι : κοιμάμαι ελαφρά,όπως ο λαγός. Πιστεύεται ότι ο

λαδακόν (η) λαδιά (η) (ουσ.) λαδ κό (το) λαδουπουτ κός (ο) λαδουτύρ (το) λαγός,επειδή έχει πολλούς εχθρούς, κοιμάται με ανοιχτά τα μάτια, έτοιμος κάθε στιγμή να τρέξει, για να σωθεί. : < λάδι + αρχ. ακόνη : μαύρη σκληρή πέτρα, τοποθετημένη σε ξύλινο πλαίσιο, πάνω στην οποία έριχναν λάδι και τρόχιζαν κοφτερά αντικείμενα ( μαχαίρια, ψαλίδια ) : < λάδ-ι + - ιά : πλούσια σοδειά λαδιού : «φέτους είχαμη καλή λαδιά» λεκές από λάδι σε φόρεμα : «έχ ς να ( πολύ μεγάλη ) μια λαδιά πα στ φούστα σ» ύπουλη ενέργεια σε βάρος κάποιου, βρομοδουλειά : «η Γιάνν ς τ ν έκανη τ λαδιά» : < λάδ -ι + -ικό : σκεύος πήλινο ή μεταλλικό με ειδικό στόμιο, μέσα στο οποίο έβαζαν λάδι για το φαγητό,αλλιώς και «μπρίκι» μτφ. : η γυναίκα που «χώνει τη μύτη» της παντού, η φλύαρη, η κουτσομπόλα : < λάδι + ποντικός : ποντικός που έχει πέσει μέσα σε λάδι, γυαλίζει και είναι βρόμικος μτφ. : οι γυναίκες για λόγους υγιεινής και αισθητικής άλειφαν τα μαλλιά τους με δαφνόλαδο. Όταν έβαζαν μεγάλη ποσότητα δαφνόλαδου και τα μαλλιά τους γυάλιζαν υπερβολικά,τις ειρωνεύονταν με τη φράση «γίν τση σαν τουν λαδουπουτ κό» : < λάδι +τυρί

λαλές (ο) λαλιό (το) λαλιώ ρ. λαμπίκους (ο) (και λαμπίκου ) λανάρια (τα) : το τυρί, αφού ξεραθεί στο τυροσάνιδο και πλυθεί καλά, τοποθετείται σε (πήλινα) δοχεία με λάδι. Εκεί παίρνει ξεχωριστή πιπεράτη γεύση και διατηρείται αρκετούς μήνες. Το τυρί που πουλιέται σήμερα στα καταστήματα ως λαδοτύρι (Μυτιλήνης), συντηρημένο με παραφίνη, είναι κατ όνομα μόνο λαδοτύρι,άσχετο με το παραδοσιακό. : < τουρκ. lale (τουλίπα) : ανεμώνη : «του χουράφ είνι γημάτου λαλέδης» : < λαλιώ : γλωσσοφαγιά, καταλαλιά του κόσμου : φρ. «τουν φάγαν μη του λαλιό τουν» ( το λαλιό έχει δύναμη βασκανίας και «τρώει» εκείνον που κακολογείται) : < αρχ. λαλώ : αναγκάζω με έντονη φωνή το ζώο να υπακούσει : «λάλ ση του γαϊδούρ να πάρ τα πουδάρια τ!» διώχνω, απομακρύνω : «λάλ ση τα πρόβατα μη μπούν μες του στάρ!» κράζω : «λαλήσαν οι πητ νοί» : < μσν. λαμπίκον : οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως πεντακάθαρο και διαυγές, που λάμπει : «του λάδ ήβγη λαμπίκους», «τα τζάμια γίναν λαμπίκους» : μσν. λανάρι(ον) < επιθ. λανάριος ( αυτός που κατεργάζεται το μαλλί : δυο τετράγωνες ξύλινες βάσεις με μεταλλικές βελόνες στη μια επιφάνειά τους, όπως οι

λαναρίζου ρ. λαπάς (ο) λασπουριά (η) λάτρα (η) λαφαζάν κα (τα) λαφαζάν ς (ο) λαφάζου συρματόβουρτσες, με τις οποίες κατεργάζονταν το μαλλί του προβάτου και το ετοίμαζαν για γνέσιμο : < λανάρ-ι + - ίζω : ξαίνω μαλλί με τα λανάρια : < τουρκ.lapa : νερόβραστο πολτοποιημένο ρύζι,φαγητό για αρρώστους : «σήμηρα πουνεί η τσ λιάμ!θα κάνου κουμάτ λαπαδέλ να φάγου» μτφ.: άνθρωπος νωθρός, μαλθακός : «εν είνι φτός για δ λειά! είνι σκέτους λαπάς!» : < λάσπ- η + -ουριά : πολλή λάσπη, μέρος δύσβατο εξαιτίας της πολλής λάσπης : «μπάτ κουση η γαϊδάρα μες τ λασπουριά» : < λατρεύω : η όλη κοπιαστική προσπάθεια για το συγύρισμα και την καθαριότητα του σπιτιού : < λαφαζάν -ης + -ικα : τα λόγια και τα καμώματα του λαφαζάνη (βλ.λ.) : < τουρκ. lafazan : φλύαρος, πολυλογάς, κομπαστής, καυχησιάρης, ψεύτης : «ποιος τουν π στεύγ έφτουν τουν λαφαζάν» : < αρχ. λαφύσσω (καταπίνω άπληστα, ρουφώ ) : λαχανιάζω : «ανέβ κα μάνι μάνι τ σκάλα τσι λάφαξα»

λαφιάτ ς (ο) λαψάνα (η) λαψανήθρα (η) λείπου ρ. λέληκας (ο) λέσ (το) : < πιθ.από το αρχ. λαφ -ύσσω (ρουφώ άπληστα ) + - ιάτης : είδος ανιοβόλου φιδιού, που τρυπώνει και σε κεραμοσκεπείς στέγες των σπιτιών και κυνηγά ποντίκια. Πιστεύεται ότι του αρέσει το γάλα, που το ρουφά από δοχεία που ξεχνούν ανοιχτά οι βοσκοί. : < μτγν. λαψάνη : χόρτο του αγρού με κίτρινα άνθη, συγγενές με τη (μαύρη) βρούβα και το σινάπι. Εξαιρετικά νόστιμοι είναι οι βλαστοί της, τα λαψανογούλια : < λαψάν- α (βλ.λ.) + ήθρα : μικρή λαψάνα : «π δούν οι πίτης τσι τ αρνιά, π δούν τσι οι λαψανήθρης»: (λέγεται ειρωνικά και υποτιμητικά για κάποιον που θέλει να συγκρίνεται με άτομα ανώτερου ( πνευματικού, κοινωνικού, οικονομικού κτλ.) επιπέδου : < αρχ. λείπω : 1. απουσιάζω, δεν είμαι παρών, δεν υπάρχω : «λείπ η γάτα τσι χιρόντιν ( χαίρονται ) τα γατιά» : 2. φεύγω, απομακρύνομαι : «λείψη απ του τσηφάλ υμ!» (φύγε, παράτα με ήσυχο ) : < τουρκ. leylek : το λελέκι, ο πελαργός μτφ. πολύ ψηλός άνθρωπος, άνθρωπος με λεπτά ψηλά πόδια : < τουρκ. les : ψοφίμι, πτώμα ζώου σε αποσύνθεση με έντονη δυσοσμία γενικά καθετί που αποπνέει δυσοσμία : «έβγαλη

ληγάμηνους (ο) ληγκέρ (το) λημόντουζου (το) ληχούδ κου (το) λιάδ (το) λιέμι ρ. τ ς κάλτσης τσι τα πουδάρια τ ξηβρουμούν λέσ» : < μτχ. του λέγω : ο λεγάμενος, αυτός για τον οποίο λέγαμε (και δε θέλουμε να κατονομάσουμε ή που το όνομά του εννοείται ) ο αγαπητικός, ο εραστής : < τουρκ. lenger : λεγκέρι : μεταλλικό πιάτο με σκαλίσματα στο εσωτερικό,που το χρησιμοποιούσαν για μικρό δίσκο : < τουρκ. limon tuzu (λεμόνι σε σκόνη ) : κιτρικό οξύ σε κρυσταλλική μορφή, το ξινό. Διαλυμένο σε νερό το έριχναν στα φαγητά για λεμόνι : < υποκορ. από το αρχ. λεχώ (λεχ - ώνα ) + κατάλ.-`ούδικο : ουσιαστ. επίθετο με παράλειψη του ουσιαστ. μωρό, το νεογέννητο : «άσ την να πηράσ μπρουστά τσι έχ μουρό ληχούδ κου» : < λι ώνω ( μτφ. αμετ. κουράζομαι, εξαντλούμαι ) + υποκ. κατάλ. άδι : καθετί που είναι λιωμένο ή που έχει απομείνει από λιώσιμο, λιώμα : μτφ. φοβερά κουρασμένος, εξαντλημένος : «γύρ ση απ τη δ λειά τσι έπηση λιάδ απ τ κούρασ» ( διαλυμένος, λιώμα από την κούραση ) φρ. : «θα ση κάνου λιάδ στου ξύλου» (θα σε δείρω τόσο πολύ, που θα σε κάνω λιώμα, θα σε λιώσω ) : < αρχ. αλάομαι - ώμαι

( παρατ. λιόμταν) : γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι : "πού λιέσι;" (πού γυρνάς ; ) «λιόνταν τσι τα γύρηυγη» λι(ου)κούκτσου (το) : < ελιά + κουκούτσι : το κουκούτσι του καρπού της ελιάς λιόπρινους (ο) : <ελιά + πρίνος : πρίνος που τα φύλλα του μοιάζουν της ελιάς λιόσμους (ο) :<ελιά +ζωμός : τα υγρά απόβλητα από την έκθλιψη του ελαιόκαρπου. Παλιότερα συγκεντρώνονταν σε «ταγάρια» (βλ.λ.) και από τα υπολείμματα λαδιού, που επέπλεαν στην επιφάνειά, έφτιαχναν σαπούνι.τα ταγάρια νοικιάζονταν με δημοπρασία. λιουδάκρυγιου (το) : <ελιά + δάκρυ : δάκρυ (κόμμι ) της ελιάς, αρωματικό. Χρησίμευε για λιβάνι. λιουσώθυρου (το) : < ελιά + σωθύρι (βλ.λ.) : περιφραγμένο ελαιόκτημα λιχνίζου ρ. : < αρχ. λικμίζω < λικμάω : πετώ ψηλά με το λιχνιστήρι τα αλωνισμένα στάχυα,για να ξεχωρίσει με τον αέρα ο καρπός από το άχυρο μτφ. έχω πολλά χρήματα και τα σκορπάω χωρίς να τα λογαριάζω : «αυτός έχ πουλλά τσι τα λιχνίζ» λιώνου ρ. : < λειώνω : κάνω κάτι λείο : μτφ. κουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά και ψυχικά:«έλιουσα απ τη δ λειά» λ μάτσ (το) : < μσν. λιμάζω < αρχ. λιμός : λαίμαργος, πεινασμένος, αχόρταγος

λ μπίζουμι ρ. λούβα (η) λουβιάζου ρ. λουβιάρ ς - σα - κου λουγάρι (το) λουγιό (το) λουγιάζου ρ. λουγιέμι ρ. : μτφ. : άρπαγας, σφετεριστής, αυτός που θέλει να τα κάνει όλα δικά του :< μσν. λιμβίζομαι : βλέπω κάτι το εξαιρετικό και το ζηλεύω, θα θελα να το αποκτήσω : «είδα, κόρ υμ, του παλτό τ ς Ηλέν ς τσι του λ μπίστ κα», «τι τουν λ μπίστ τση έφτουν τουν αξ πόλ του τσι τουν παντρεύτση;»(απαξιωτικά) : < αρχ. λώβη : λέπρα μτφ. καταστροφή : < λούβ -α + - ιάζω : κολλάω λέπρα, έχω λέπρα μτφ.: καταστρέφομαι, ρημάζω : «- γοι ηλιές πέσαν ούλης κάτου, θέλιν μάζημα! - ε πα να λουβιάξιν!» : < αρχ. λώβ- η (λέπρα) +ιάρης : λεπρός : < μσν. λογάριν : θησαυρός, χρήμα, πλούτος : «βάζανη μώλου του φηφί κι αράδα του λουγάρι» ( δημοτ.) : < αρχ. λόγιον : είδος, λογή : φράσ.: «νους λουγιού» (ενός είδους ), «πουλλώ λουγιώ» (πολλών ειδών) : < μσν. λογιάζω : βλέπω, κοιτάζω :: "λόγιαζη τη δ'λεια σ'!" επιτηρώ, φυλάγω: «λουγιάζου τα πρόβατα», προσπαθώ : «λουγιάζου να μαζέψου τ ς ηλιές» :< μσν. λογ-ούμαι < αρχ. λόγος : λογαριάζομαι, θεωρούμαι, υπολογίζομαι : «η Γιάνν ς λουγιέτι θ κός μας άθρηπους»

λουπάζου ρ. (και λουφάζου) λουστός (ο) λούτσα ( και λούζα )(η) λουφές (ο) λόχ (η) λύθους (ο) λυσσιακά (τα) : < μσν. λωφάζω < αρχ. λωφάω : συμμαζεύομαι και σωπαίνω από φόβο, κρύβομαι, δεν ανασαίνω : «η λαγός άκ ση τ ς στσυλ τσι λούπαξη μες του γιατάκ υτ» : < αρχ. λοιστός : σιδερένιος μοχλός για εξόρυξη και μετακίνηση βάχων ή άνοιγμα οπών : < σλαβ. luza : τόπος ( λάκκος ) με στάσιμα νερά : «γίν κα λούτσα απ τ βρουχή!» ( έγινα μούσκεμα, βράχηκα μέχρι το κόκαλο ) τοπωνύμιο στην περιοχή του κάμπου Βασιλικών : < τουρκ. ulufe : μισθός των αρματολών επί Τουρκοκρατίας μισθός, αμοιβή, φιλοδώρημα : «στου λουφέ έχ του νου τ!» : < αρχ. λόγχη : η ζωηρή φλόγα που ξεπετιέται από τη φωτιά και μοιάζει με λόγχη.λέμε τότε πως η φωτιά ξελοχίζει. : < αρχ. όλυνθος : αγίνωτο σύκο, ορνός: "έφαγα λυθ τσι ξηφουστσιάσαν τα χείλια μ!" : < πληθ. επιθ. λυσσ-ιακός : οι λυσσαλέες προσπάθεις που καταβάλλει κάποιος,για να πετύχει τον σκοπό του : «τρώγ τα λυσσιακά τ να τουν βάλιν ψάλτ» ( καταβάλλει μανιώδεις προσπάθειες )

Μ μαβής ιά - ί μαγάρα (η) μαγαρίζου - ουμι ρ. μαγιά (η) μαγιασίλ (το) μαγκάλ (το) : < μσν. μαβίς < ιταλ. mavi : που έχει χρώμα βαθυγάλαζο, μενεξελής : «ζουμπούλι μου, μαβί, μαβί» : < μσν.μαγαρίζω < αρχ. μεγαρίζω : βρωμιά, ακαθαρσία, κόπρανα μτφ. : αχρείος άνθρωπος, βρωμιάρης, παλιοχαρακτήρας : «είν αυτός μια μαγάρα» : < μσν.μαγαρίζω < αρχ. μεγαρίζω : μιαίνω, βρωμίζω, λερώνω, μολύνω : «οι καλ κατζάρ μαγαρίσαν τ αλεύρ» μεσ. μαγαρίζουμι: : λερώνομαι με κόπρανα ( χέζομαι ) : «μαγαρίσ τση του μουρό! πάνη άλλαξή του!» : < τουρκ. maya : προζύμι, ζύμη, πυτιά (βλ.λ.) και γενικά ό,τι χρησιμοποιείται για ζύμωση μτφ. το αρχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης, η σερμαγιά : «βάλαμη μαγιά» : < τουρκ. mayasıl (έκζεμα) : έκζεμα, πληγές στο δέρμα : «μαγιασίλ' έχιν τα χέρια σ τσι δε πιάνιν;» μτφ. φλυαρία, πολυλογία : «μαγιασίλ έχ η γλώσσα σ, τσι ε σταματά ;» : < μαγκάλι < τουρκ.mangal : μεταλλικό σκεύος,στο οποίο τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα ή πυρήνα (βλ.λ.) για

θέρμανση μάγκανους (ο) : < μεγεθυντ. του μσν. μαγγάνι(ον) : χειροκίνητο ξύλινο εργαλείο, με δυο περιστρεφόμενους κυλίνδρους, που το χρησιμοποιούσαν παλιότερα για το ξεκόκκισμα του βαμβακιού περιστρεφόμενος από ζώο μάγκανος σε μαγκανοπήγαδο για άντληση νερού μαγκούφ κου (το) ως ουσ. : < βακούφικο με αντικατάσταση του β από μ. : κτήμα που ανήκει σε βακούφι, που είναι αφιερωμένο σε ιερό ίδρυμα, εκκλησία ή μοναστήρι. Επειδή,όταν πέθαινε κάποιος που δεν είχε κληρονόμους,τα κτήματά του περιέρχονταν στην εκκλησία, η φράση «μαγκούφ κου ν απουμείν!» λεγόταν ως κατάρα σ εκείνον που αποχτούσε την κυριότητα ενός κτήματος με άδικα μέσα και σήμαινε «να πεθάνεις άκληρος και το κτήμα αυτό να το πάρει η εκκλησία». μαγκούφ ς (ο) : < τουρκ. vakif (βακούφ ) (βλ.λ.) με ανομοίωση : άνθρωπος που ζει μόνος, ακοινώνητος, περίπου μισάνθρωπος : «φτός είνι ένας μαγκούφ ς! εν είνι να κάν σπίτ τσι γουνιά» μαγλάς (ο) (πληθ. οι μαγλάδης) : < μαγουλάς < μάγουλο : παρωτίτιδα : "του μουρό έβγαλη μαγλάδης!" μαθέ και μαθές συμπερ. και βεβαιωτ. μόρ. : < μσν. μαθές < αρχ. μάθε, προστ. του μαθαίνω : δηλαδή, λοιπόν : «Θέλ ς,

μακρουκατουρώ, ρ. μαλαγάνα (η) μαλάζου ρ. μάλαθρους (ο) μαλάκα (η) μαλάκατζης μαθέ, να βγει τα όνουμα σ τσι να μη ση θέλ καμιά ;», άραγε : «τι έφτιξη, μαθές, τσι χουρίσαν ξαφνικά ;» βεβαίως, συνεπώς : «η πηθηρά μαθές χώρ ση τ αντρόγ νου» : < μακρο + κατουρώ : (επί ανδρών : η λέξη φαίνεται να απηχεί έθιμο συναγωνισμού ανδρών για το ποιος θα εκτοξεύσει το κάτουρό του πιο μακριά ) : εκτινάσσω τα ούρα μου σε μεγάλη απόσταση μτφ. : είμαι πιο δυνατός, πιο πλούσιος, (προσφέρω σε πλειοδοσίες περισσότερα):" θα του πάρ του χουράφ, όποιους μακρουκατουρήσ '!" : < ίσως ισπαν. malagana : άνθρωπος που ενεργεί με κολακείες και καλοπιάσματα, ο γλείφτης : < αρχ. μαλάσσω : ζυμώνω κάτι με τα δάχτυλα για να το μαλακώσω ως σύνθετο κουλουμαλάζου : χουφτώνω, τρίβω ( τα στήθη ή τα οπίσθια γυναίκας ) : < μσν. μάλαθρον < αρχ. μάραθον : το αρωματικό φυτό μάραθος ( πολλά τοπωνύμια έχουν το όνομα Μαράθι) : < μσν. μαλάκα (είδος μαλακού τυριού) : τα αγαθά, που απομυζά και από τα οποία καλοπερνά κάποιος, που ζει παρασιτικά : " τουν έδιουξη η χήρα τσι χάση τ μαλάκα" : < μαλάκα + κατάλ. -τζης : αυτός που ζει από τη μαλάκα,

μαλάς (ο) ο κηφήνας, το παράσιτο : «ήβρη του Βρυδίτς έναν μαλάκατζη τσι τ τρώ πητσί τσι κόκαλου» : < τουρκ. mala : εργαλείο που χρησιμοποιούν οι χτίστες, το μυστρί μαλημάτια (τα) : < άγν.ετυμ. : κολακείες, καλοπιάσματα, γαλιφιές : «μη τα μαλημάτια τουν κατάφηρη τσι τ ν έγραψη του χουράφ» μάμαδου (το) μαμλίζου ρ. μαμούδ (το) μανέλα (η) : < μαδώ ( επανάληψη του - μα για επίταση ) : μικρό κομματάκι από μάδισμα, ψίχουλο : «- ω, μα! ( ω μητέρα ) - μάμαδου να γέν ς!» ( να μαδήσεις, να γίνεις μικρά κομμάτια ) : < μαμ (νηπιακή λέξη για το φαγητό : «κάνη μάμ!» : φάε το φαγητό σου!) : έχω στο στόμα μου το φαγητό και μασώ χωρίς να το καταπίνω, τρώγω πολύ αργά, ανόρεχτα : <μσν. μαμούδι : ζωύφιο : «άμα κάναν ούλα τα μαμούδια μέλ, θα χα τσι γω ένα κουτρουπέλ» (παροιμ.) ειδικότερα τα μαμούδια που αναπτύσσονται στα κουκκιά μτφ. ο πολύ δραστήριος και ενεργητικός άνθρωπος : «είνι του Γιουργέλ ένα μαμούδ» : < βεν. manoella : μανιβέλα ξύλινο κοντάρι,που χρησιμοποιούσαν στο ζύγισμα με το καντάρι φρ. : «μη τ μανέλα γυρίζ τ

αβγό» (ειρων. για κάποιον που αργεί πολύ να κάνει μια εύκολη δουλειά ) μάνι - μάνι επίρ. : < ιταλ. mane le mani ( κούνα τα χέρια, γρήγoρα ) : αμέσως, γρήγορα, στο άψε - σβήσε : «τα μάζηψη μάνι- μάνι τσι πήρη δρόμου» μανιά (η) : < αρχ. μανία : θυμός, κακία, μνησικακία : «γω, κόρ υμ, ε κρατώ μανιά» μανιαγούδα (η) μανίζου ρ. (μάν σα, μανισμένος) : < άγν.ετύμ. : πονηρός, δόλιος, κατεργάρης «είνι φτός μια μανιαγούδα! τ ς Παναγιάς του μάτ κλέβγ!» < μανίζω < μάνησα αόρ. του αρχ. μαίνομαι : κακιώνω, θυμώνω,είμαι μανισμένος, δε μιλιέμαι με κάποιον : «σαν εμάνισες, πουλί μου, αγγουρίδα έχου πουλλή» (δημοτ.) μαννή (η) και μάν (το) : < μσν.μάννα < πιθ. αρχ. μάμμη : η γιαγιά, η γριούλα : «είπη η μανή μ να μη ζαλίγ ς του γ δί μ!» μανόγαλου (το) μανός (ο) : < μάνα (μητέρα )+ γάλα : μαγικό παρασκεύασμα από γάλα μάνας και κόρης, που είναι συγχρόνως λεχώνες και οι δυο και που κάνει όποιον το πιει να ερωτεύεται τρελά : «μανόγαλου τουν πότ ση τσι χάση τα μυαλά τ ;» : < αρχ. μανός : νωθρός, βαρύς, αργοκίνητος : «ήβρις έφτουν τουν μανό να πάρ ς στη δ λειά σ ; φτός ίσιαμη να σύρ του ένα, βρουμεί του άλλου!»

μανούρα (η) και μανούρι (το) : < μεγεθ. του μανούρ-ι + -α ( αρχ. μανός τυρός : αραιό τυρί ) : φρέσκο, νωπό τυρί,που δεν έχει αποξηρανθεί : «ακόμα του τυρί ε τρίβγητη, είνι μανούρα» μαντάλ (και μάνταλου)(το) μαντάτσ (το) μαντατσιάζου ρ. μαντιμένι -ους - α -ου μαντό (το) μαξούλ (το) μαξουλουχρουνιά (η) μαραίνου ρ. ( σε γ προσ. μαραίν, παρατατ. μάραινη, αόρ. μάρηνη ) : < αρχ. μάνδαλος : σιδερένιος σύρτης για το μαντάλωμα (ασφάλισμα από μέσα) της (εξώ)πορτας ή των παραθυριών ( μανταλέλ ) : < άγν. ετυμ. : τσιμπούρι : «η στσύλους γέμ ση μαντάτσια» μτφ.: ο πολύ ενοχλητικός άνθρωπος, ο κολλιτσίδας : «κόλ ση απάνου μ σα του μαντάτσ» : <μαντάτσ (βλ.λ.) : έχω ή παρουσιάζονται στο σώμα μου μαντάτσια : «η στσύλους μαντάτσιαση» : < μαντέμι < τουρκ. maden (χυτοσίδηρος ) : φτιαγμένος από μαντέμι : < τουρκ. manto : κοντό γυναικείο παλτό : <τουρκ. mahsul ( σοδειά) : πολύς καρπός, καλή σοδειά ελαιοκάρπου : μαξούλ + χρονιά : χρονιά με πολύ μαξούλι η κάθε δεύτερη χρονιά, που τα ελαιόδεντρα έχουν πολύ καρπό : < αρχ. μαραίνω : (ειρων) αρμόζει, ταιριάζει, πρέπει, αξίζει : «- σ κώθ τση τσι του κ τσό του Μαρίγ να χουρέψ - μμμ γη χουρός τ μάρηνη» ( όπως : όλα τα χει η Μαριορή, μόν ο φερετζές τής

λείπει ) μαργώνου ρ. : < μσν. μαργώνω < αρχ. μαργώ : παγώνω, μουδιάζουν τα δάχτυλά μου από το κρύο και δεν πιάνουν : «πάγου στα χιόνια καίγουμι τσι στη φουτιά μαργώνου, στα κρούσταλλα ζησταίνουμη τσι στη βρουχή στηγνώνου» ( δημοτ. ) μαρδώνου ρ. : < άγν. ετυμ. : μπαλώνω, φτιάχνω κάτι εντελώς πρόχειρα, το τελειώνω όπως - όπως : «τα μάρδουση μάνι μάνι τσι πάγ τση» μαρχαμάς (ο) : <τουρκ. mahrama : υφαντή πετσέτα προσώπου με κρόσια στις άκρες : «κατά τ μούρ τσι η μαρχαμάς» (παροιμ.) μασιά (η) : < τουρκ. masa (τσιμπίδα ) : σιδερένια λαβίδα για τα αναμμένα κάρβουνα, αρχ. πυράγρα μάσιαλα επιφών. : < τουρκ. maşallah : φτου να μη σε βασκάνω! «γοι ηλιές βλουν απ του μαξούλ! μάσιαλα!» μασιώ ρ. : < αρχ. μασάομαι : πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια μου, μασώ, τρώγω μτφ.: «μασιώ τα λόγια μ» πέφτω σε αντιφάσεις, ανασκευάζω αυτά που έχω πει, δε μιλώ καθαρά: «μασ μένα λόγια» μτφ.: «δε μασάμε!» ( δεν τα τρώμε αυτά, δεν τα χάφτουμε, δε μας ξεγελάτε! ) μασκαραλίκ (το) : < τουρκ. maskaralık ( φάρσα, μεταμφίεση ) : ενέργειες και συμπεριφορά μασκαρά, γελοιοποίηση,

μασκαράς (ο) μασούρι (το) μασουρίζου ρ. μαστραπάς μ στάρ (το) ματιάζου ρ. ρεζίλεμα, εξευτελισμός : «γίναμη τ ς αληπούς μασκαραλίκια» (ρεζιλευτήκαμε) : < βενετ. και τουρκ. maskara : ο μασκαρεμένος, ο μεταμφιεσμένος ( βλ. και λ. μ τσούνα και γιούνια ) μτφ. ψεύτης, υποκριτής, απατεώνας : < όψ. μσν. μασούριον : κομμάτι από καλάμι μικρής διαμέτρου,στο οποίο τυλίγεται το νήμα (υφάδι) και τοποθετείται στη σαΐτα του αργαλειού : «τα μασούρια να πηρνάς, να μην ατζίγιν τα πληυρά σ!» ( λέγεται για πολύ λεπτοκαμωμένους ) : < μασούρ -ι + κατάλ. ίζω : χρησιμοποιώντας το ροδάνι ξετυλίγω το νήμα από την ανέμη και το τυλίγω στα μασούρια : <μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa (κούπα, κύπελο ) : γυάλινη ή πορσελάνινη μικρή κανάτα για τοποθέτηση και μεταφορά υγρών ( κρασί, γάλα): : «βάλη κρασί στου μαστραπά τσι αφράτου παξιμάδι» ( τραγούδ τ ς Παναγιάς ) : <μσν. μαστάριν < υποκορ. του αρχ. μαστός : μικρός μαστός, βυζί : μάτ-ι + κατάλ. ιάζω : βασκαίνω : «βάλη ένα ματόχαντρου στου μουρό να μη του ματιάσιν» μτφ.εντοπίζω με μια ματιά, ξεχωρίζω κάτι ανάμεσα σε πολλά όμοια με πρόθεση να το αποκτήσω : «μες

σ ούλου του κουπάδ ματιάση τ πυρκάτ τ προυβατίνα» μάτιασμα (το) : < ματιάζω : το κακό μάτι, η βασκανία ματίζου ρ. : < αρχ. αμματίζω ( φτιάχνω άμμα = κόμπο, θηλιά ) : αυξάνω το μήκος ενός αντικειμένου ( π.χ. σχοινιού, νήματος ) προσθέτοντας ένα άλλο κομμάτι : «μάτ ση τ κλουστή τσι κόπ τση! ματόχαντρου (το) :< μάτι + χάντρο : γυάλινη χάντρα θαλασσιά, με ζωγραφιά ματιού επάνω της, που την έβαζαν με παραμάνα στα ρούχα του μωρού για προφύλαξη από το μάτιασμα ματσόβηργα (η) : < μάτσι (είδος ζύμης ) + βέργα : μικρό ραβδί, με το οποίο άνοιγαν φύλλο ζύμης, πλάστης μαυραγάν ς (ο) : < μαύρος + άγανο : ποικιλία σιταριού με μαύρα "άγανα" ( βλ. λ.) μαύρη (η) (ουσ.) : < από το επίθ. μαύρος : κωνικό σπυρί με μαύρη πυώδη κορυφή, καλόγερος (δοθιήνας).θεραπευόταν με καταπλάσματα από λιναρόσπορο μαυρουκαλιάζου : < μαυροκαλ- + ιάζω < μαύρος + κάλοιακας < κόλοιακας < αρχ. κολοιός ( καλιακούδα, κάργα ) : το δέρμα μου μαυρίζει και ξηραίνεται : «μαυρουκάλιασα να στέκουμι ώρις μες τουν ήλιου» μάχουμι ρ. : < αρχ. μάχομαι : μισώ, εχθρεύομαι, είμαι σε «α-μάχη» με κάποιον : «τ ς μαχώντιν, γιατί τ ς κόψαν του νηρό τσι εν έχιν να πουτίσιν» μαχμουρλής (ο) : < τουρκ. machmurlis : αγουροξυπνημένος, κακόκεφος

μαχμουρλούκ (το) μαχμούρ ς (ο) μ'γιάζουμι ρ. μ γιουφάς (ο) μ γιόχησμα (το) (πληθ. μ γιουχέσματα) μέλαγγας (ο) μέστια (τα) μέτρημα (το) : < τουρκ. machmurliki : η κατάσταση του μαχμουρλή (βλ.λ) : < τουρκ. τουρκ. mahmur : αγουροξυπνημένος, αυτός που χασμουριέται και νυστάζει ακόμα βαρύθυμος, νωθρός, οκνός : μύγ-α + - ιάζομαι : για τα ζώα : με τσιμπάει (αλογό) μύγα : «μ γι αστ τση του μ λάρ τσι τουν έρ ξη κάτου» ενοχλούμαι, δυνασχετώ, θίγομαι, όταν θεωρώ ότι υπαινίσσονται κάτι σε βάρος μου, ακόμη και όταν αυτό είναι εντελώς αβάσιμο : "όποιους έχ' μύγα, μ'γιάζητι" :< μύγες + έ-φαγ-α : μικρό εντομοφάγο πουλί : <μυγόχεσμα < μύγα + χέζω : λεκές από περιττώματα μύγας : «γημίσαν οι μύγης τα τζάμια μ γιουχέσματα» : < αρχ. επίθ.μελάγγαιος < μέλας (μαύρος) + γη : αργιλώδες, μαύρο σκληρό έδαφος, που δεν ποσφέρεται για καλλιέργεια τοπωνύμιο στην περιοχή του χωριού (Βασιλικά) : < άγν. ετυμ. : είδος γυναικείου χειροποίητου παπουτσιού για χρήση μέσα στο σπίτι.τα έπλεκαν με μάλλινη ή βαμβακερή κλωστή. Τα γιορτινά ήταν τσόχινα ή βελούδινα, κόκκινα συνήθως, κεντημένα με πολύχρωμες κλωστές και πούλιες. Αργότερα τα μέστια έγιναν βιομηχανικά, δερμάτινα. : < μετρώ : το χρηματικό ποσό που δινόταν ως προίκα στον γαμπρό

μ ζγούδ (το, άκλ.) : < μουσγούδ < μοσχ-ούδι υποκορ. του αρχ.μόσχος ( νεαρός πολύ τρυφερός βλαστός, μόσχευμα, που παραμένει πολύ χρόνο στο νερό και γίνεται μ ζγούδ ) (πρβλ.λεξ.παπάνη) : «γίν κα μ ζγούδ» (βράχηκα μέχρι το κόκκαλο, έγινα μούσκεμα από τη βροχή ) (βλ.και λ. μ λιούδ ) μηγντάν (το) : <μεϊντάνι < τουρκ. meydan ( ανοιχτή πλατεία, πεδίο) : μεϊντάνι, ανοιχτό μέρος μτφ. «ήβγη στου μηγντάν» (φανερώθηκε, ξεσκεπάστηκε ) μηλίχλουρους (ο) : < μελίχλωρος < μέλι + χλωρόν : κιτρινωπός, που έχει το χρώμα του μελιού, που δεν έχει ακόμα ξεραθεί : "του τυρί είνι ακόμα μηλίχλουρου" μηνίγγ ( και μηλίγγ ) (το) : < μηνίγγι και μελίγγι < μσν. μιλίγγιν < αρχ. η μήνιγξ : ο κρόταφος : «η πέτρα τουν ήβρη μες τα μηνίγγια τ» μηρεύγου ρ. : < ημερεύω : εξημερώνω μτφ.: γαληνεύω, ηρεμώ : «κλαίγ τσι σκουτώνητι του μουρό! πάνη μήρηψή του!» μηρουμήνια (τα) : < αρχ. ημέρα + αρχ. μην (μήνας) : οι 12 πρώτες μέρες του Αυγούστου. Από τις καιρικές συνθήκες των ημερών αυτών οι λαϊκοί μετεωρολόγοι προέβλεπαν τον καιρό των επόμενων μηνών μησάλ (το) : < μεσν. μεσάλιον < λατιν. mensalium < mensa (τράπεζα ) : μεσάλι, πετσέτα φαγητού μεγεθ. μησάλα(τραπεζομάντηλο) μησιά (η) : < μέσ - η + - ια : 1. η ζώνη, με την οποία δένεται

μηταδένου μηταπιάνου ρ. μητσύγεις και μητσγειές μιλέτ (το) μιντέρ (το) μιράς ( ο ) μιλόχα (η) το σαμάρι στη ράχη του ζώου 2. κατακόρυφο χοντρό δοκάρι, στήριγμα της στέγης νταμιού ή και σπιτιού : < αρχ. μεταδέω : λύνω ένα ζώο από ένα μέρος, που το είχα δεμένο και το δένω σε κάποιο άλλο : «πάνη ( πήγαινε) να μηταδέγ ς τ κατσίκα τσι είνι μες τουν ήλιου» : < μετά + πιάνω : βοηθώ, «βάζω ένα χεράκι»: «έλα να μηταπιάγ ς κουμμάτ να τηλειώσου του μάζημα» : < με τις υγείες ( και με τις υγειές ) : ευχή ( υγίαινε, να είσαι υγιής ) σε κάποιον που φταρνιζόταν ή τέλειωνε αυτό που έπινε. Όταν ο πατέρας στο τραπέζι έπιανε το ποτήρι να πιει νερό, τα παιδιά σταύρωναν τα χέρια και περίμεναν πότε θα αποθέσει το ποτήρι, για να του φωνάξουν το «μη (με )τ ς(τις ) ύγειης (υγείες» : <τουρκ. millet (έθνος, θρησκευτική κοινότητα ) : φρ. «μποκ μιλέτ» (σκατοσόι ) : τουρκ. minder (μαξιλάρα) : αχυρένιο στρώμα τοποθετημένο στο πάτωμα χαμηλός καναπές : < αντιδ. τουρκ. mera < αρχ. μέρος : βοσκοτόπι ( Στα Βασιλικά και τοπωνύμιο ανατολικά από τον Κ στό) : < μολόχη < αρχ. μαλάχη : η γνωστή μολόχα.τα φύλλα της δρουν κατά του κνησμού. Όταν σε κάποιο σημείο μάς τσιμπούσε τσουκνίδα,τρίβαμε το σημείο

μ λάπ δου (το) μ λημός (ο) μ λιάζου, μ λιάζουμι ρ. μ λιούδ (το, άκλ.) μ λουνιάτ κα (τα ) μνημόρ (το) μ νι (το) αυτό με φύλλα μολόχας και λέγαμε τη γητειά : «έμπα μιλόχα μ, έβγα τσουκνίδα μ» : < μήλο + απίδι : είδος μικρού σφαιρικού αχλαδιού : < ομιλώ : μίλημα, η δυνατότητα να μιλήσεις σε οργισμένο άτομο : «τούτους εν έχ μ λημό!» ( δεν μπορείς να του μιλήσεις, δε συζητιέται ) : < ιταλ. ammolliare ( μουσκεύω) : βρέχω, μουσκεύω : «έβαλα απουβραδίς τ ς φασούλης να μ λιάσιν» βρέχομαι, μουσκεύομαι, μτχ.παθ.πρκμ. μ λιασμένους : «η μ λιασμένους τ βρουχή ε τ φουβάτι» (παροιμ.) : < μσν. * μουλι- άζω + - ούδι : μούσκεμα : «εν είχα παρασόλ τσι γίν κα μ λιούδ μες τ βρουχή» ( βλ. και μ ζγούδ ) : < μυλων-άς +-ιάτικα : η αμοιβή του μυλωνά για το άλεσμα του καρπού,συνήθως σε είδος (αλεύρι ) : < μσν. μνημούρι < μτγν. μνημόριον : το μνήμα, ο τάφος, η θανάτωση : «του μνημόρ σ θα σ ανοίξου!» ( θα σε θανατώσω ) Στο γειτονικό χωριό Λισβόρι υπάρχει το τοπωνύμιο Μνημόρια, που σημαίνει μνήματα, νεκροταφείο : < 1.ενετικό mona, που σημαίνει το ίδιο πράγμα. 2. < μνίον < μουνίον < ευνίον < αρχ."ευνή" (συζυγικό κρεβάτι) 3. μνί-ον < υποκορ. από το

μνίκακας (ο) μνιμούτσ νου (το) μνουπάν (το) μνούχους (ο) μόδ (το) μόνι ( και μόνου ) αντιθ.σύνδ. μούδρα.( η, άκλ.) ελληνιστικό "μνους"(χνούδι ) *μνίον (χνουδάκι!): : το αιδοίο : «έλα, μνί μ, στου τόπου σ, μη ση ξηκουλλήσου» : < άγν. ετυμ. η λ.,θεωρούμενη άσεμνη, πιθ. από το μ(ου)νί : αυτός που το μουνί της γυναίκας (του) τον σέρνει από τη μύτη : «α τουν μνίκακα! τουν έβαλη η γ ναίκα τ μες του βρατσί τ ς!» : < μουνί + μσν. μούτσουνον (βλ. μ τσούνα) : άτομο ελαττωματικής σωματικής διάπλασης, καχεκτικός, κακομοίρης υποτιμητική έκφραση ( πρβλ. μνόπανου, μνουπάν ) : < μουνί + πανί : μουνόπανο, σερβιέτα μτφ.: υβριστικός και απαξιωτικός χαρακτηρισμός ατόμου : < αρχ. ευνούχος : αρσενικό αρνί, που του έχουν αφαιρεθεί οι όρχεις και εκτρέφεται για πάχυνση και σφάξιμο, κυρίως τα Χριστούγεννα άνδρας ανίκανος για συνουσία : < μτγν. μόδιος < λατιν. modius : στη Λέσβο μονάδα βάρους για τον ελαιόκαρπο : 1 μόδι = 500 οκάδες ( 640 κιλά) : «φέτους μαζώξαμη 20 μόδια ηλιές» : < μόνο < μόνος : παρά, αλλά : «δε φτάν που έκανη τ ζημιά, μόνι γυρεύγ τσι τα ρέστα» : < άγν. ετυμ. : σαπισμένο από το νερό : «τι του βάγ ς έφτου του ξύλου στ φουτιά; ε του βλέπ ς που νι μούδρα ;» μτφ. πολύ κουρασμένος, διαλυμένος από κούραση : «γύρ σα μούδρα

απ τη δ λειά ) μουλώνου ρ. : < μσν. μόλος : φτιάχνω μόλο ( στη θάλασσα) : ρίχνω υλικά ( χώμα, πέτρες ) για να γεμίσω ένα λάκκο, μπαζώνω : «όποιους πηθαίν, του λάκκου τ μουλών» μουνάντηρου ( το) : < μονό + έντερο : άτομο καχεκτικό και αδύνατο, εξαιτίας του ότι έχει ένα μονό έντερο και δεν αφομοιώνει καλά τις τροφές, που δε χορταίνει όσο κι αν φάει μουντέρνου ρ.(μοντάρω) : < μσν. μουντάρω < μοντάρω < ιταλ. montare (ανεβαίνω) : ορμώ, χιμώ, ρίχνομαι επάνω : «τουν μουντάρ ση η στσύλους τσι πήρη δρόμου» μουρκάτα (τα) : < μουρό < μωρό : μωρουδίσματα, καμώματα μικρού παιδιού σεληνιασμός : «τουν πιάσαν τα μουρκάτα τ» (τον έπιασε κρίση επιληψίας ) μουρνταρεύγου ρ. : < μουρντάρ- ης + - εύω : ( για άντρα) μου αρέσουν οι γυναικοδουλειές : «γέραση τσι πάγ τσι ακόμα μουρνταρεύγ» : μολύνω, λερώνω, βρωμίζω : «η παλιουκάτα ήπιη τσι μουρντάρηψη του γάλα» σε περίοδο νηστείας τρώγω ( συνειδητά ή κατά λάθος ) κάτι το μη νηστίσιμο: «νήστηυγα ούλ τ Σαρακουστή τσι σήμηρα μουρντάρηψα» μουρντάρ ς - σα - κου : < τουρκ. murdar( ακάθαρτος) : ο γυναικάς, αυτός που του αρέσουν οι ερωτοδουλειές βρομιάρης, ακάθαρτος : «ε τρώγου απού τα χέρια τ ς φαγί, γιατί είνι πουλύ μουρντάρ σα» μουρουδίζου ρ. : < μωρ - ό + - ουδίζω : συμπεριφέρομαι σαν μωρό,

μουρουμάννα (η) μουρουπάλαβους (ο) μουσκάτους (ο) μουσκουκάρφ ( το) μουστηρής (ο) κάνω καμώματα μωρού : «κουτσιάμ άντρας τσι μουρουδίζ ακόμα» : < μωρό + μάννα : μητέρα μικρών παιδιών, που τα παιδιά της είναι ακόμα μωρά : «άση να πηράσ μπρουστά τσι (γιατί) είνι μουρουμάνα» : < μωρός + παλαβός : ανόητος, θεότρελος : < μσν. μόσκ-ος + άτος : μυρωδάτος, ευωδιαστός Η λ. κυριολεκτείται σε είδος λευκών σταφυλιών, τα μουσκάτα : < μόσκος + καρφί : μοσκοκάρφι, το αρωματικό γαρίφαλο : < τουρκ. musteri : επισκέπτης, πελάτης ( κυρίως σε κακόφημα σπίτια ) αγοραστής μούτ' (το) : < τουρκ. umut(ελπίδα ) : η ελπίδα: «έκουψη του μουτ!» (έπαψε να ελπίζει ) μουτάζου ρ. : < μύτ-η + άζω ( λεξ. Παπάνη ) : γέρνω μπροστά το κεφάλι μου με τη μύτη, δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο από τη νύστα : «ούλ τ νύχτα κούνει του μουρό τσι τώρα μουτάζ πα στ καρέκλα» μούτσ νου (το) μπα βεβαιωτ. μόρ. μπαγαπόντ ς (ο) σα - κου : < μσν. μούτσουνον : το πρόσωπο το αντίκρισμα κατά πρόσωπο, η παρρησία : «εν έχ μούτσ να να μη δει» (ντρέπεται να με αντικρύσει ) < αρχ. βα με προφορά μπα : ναι, μάλιστα, βέβαια ( μόνο στη Λέσβο το μπα έχει αυτή τη σημασία ) - Πότ σης τα ζα ; - Μπα! : < ιταλ. vagabondo : ψεύτης, υποκριτής, κατεργάρης,

μπαγδαντί (το) απατεώνας : «τουν κατάφηρη ένας μπαγαπόντ ς τσι τουν δάν ση τ κόσμου τ ς παράδης» : < τουρκ. bağdadi ( της Βαγδάτης) : οι μεσότοιχοι (χωρίσματα ) των σπιτιών γίνονταν από πήχεις και καλάμια με επίχρισμα λάσπης από κοκκινόχωμα ανακατωμένο με άχυρο μπαγιλντίζου ρ. : < τουρκ. bayılmak ( λιποθυμώ ) : ζεσταίνομαι υπερβολικά ιδρώνω, κοντεύω να λιποθυμίσω: «άν ξη, μουρή κόρ υμ,του παραθύρ τσι μπαγίλντ σα απ τ ζέστ!» μπακίρα (η) : < τουρκ. bakir ( χαλκός ) μπακιρ κά (τα) μπακιρτζής (ο) μπαλτίμ (το) 1.χάλκινο δοχείο με χερούλι, χρήσιμο για το άρμεγμα των ζώων Η φρ. «έγειρη τ μπακίρα μη του γάλα» λέγεται για την κατσίκα, που αφού κάθεται ήσυχα να την αρμέξουν στο τέλος με μια κλωτσιά της αναποδογυρίζει την μπακίρα και χύνει όλο το γάλα. Υπονοεί εκείνους, που με μια άστοχη ενέργειά τους καταστρέφουν όλες τις προηγούμενες καλές επιδόσεις τους. 2. χάλκινο τούρκικο νόμισμα μικρής αξίας : < τουρκ. bakir + κατάλ. ικά : όλα τα χάλκινα σκεύη της κουζίνας ( ταψιά, σινιά, τεντζερέδες κτλ.) : < τουρκ. bakirci : ο τεχνίτης που κατασκευάζει μπακιρικά. Τη λέξη συναντούμε πολύ συχνά ως επώνυμο : < τουρκ. baldir (γάμπα, μηρός) : πλατιά δερμάτινη ταινία στους μηρούς του υποζυγιου, που συγκρατεί το σαμάρι

μπαμπάγ ς και μπαμπάγους (ο) ( και πληθ. ουδ. τα μπαμπάγια ) μπαμπακλιά (η) μπαμπακούλα (η) μπάμπαλου (το) μπαμπατσιά (η) μπαμπόγηρους (ο) μπαμπόγριγια (η) μπαμπούλα (η) : τα ( μακριά ) πόδια φρ. : «μάζηψη τα μπαλντίμια σ!» : < άγν. ετυμ. πιθ. από το τουρκ. baba (πατέρας ) + καταλ. - άγος : φανταστικό πλάσμα, με το οποίο οι μαννάδες φόβιζαν τα άτακτα παιδιά: «ω μαννά μ! να η μπαμπάγους! τώρα θα φουνάξου του μπαμπάγου να ση πάρ!» : < άγν. ετυμ. : θάμνος με κολλώδη φύλλα και ροδαλά άνθη : < μσν.μπαμπάκ -ι + κατάλ. ούλα : βιομηχανικό (σε διάκριση από το χειροποίητο) βαμβακερό νήμα για ύφανση στον αργαλειό : < πιθ. πάμπαλο < από το επίθ. παμπάλ-αιον : κάτι πολύ παλιό,συνήθως ύφασμα, κουρέλι, σκουπίδι : < μπαμπάκι : το φυτό που κάνει το μπαμπάκι τοπωνύμιο νότια του χωριού (Βασιλικά) : < πιθ. από το μπάμπω + γέρος : μπαμπόγερος, ο πολύ γέρος, χούφταλο πονηρός και παράξενος γέρος (βλ. και μπαμπόγρια ) ( Σε πολλά μέρη της Ελλάδας αναβιώνει το αποκριάτικο έθιμο του Μπαμπόγερου ) : < μπάμπω < σλαβ. babo, κλητ. του baba( γιαγιά ) + γριά : πολύ και κακιά γριά ( Όταν καμιά φορά η γιαγιά δε μας έκανε τα χατίρια, τη λέγαμε μπαμπόγρια και το βάζαμε στα πόδια, γιατί θα εισπράτταμε από τους γονείς τα επίχειρα της ασέβειάς μας ) : < ηχοπ. λέξη < βόμβος : χρυσόμυγα ( τα παιδιά έδεναν με