τσακίζω Σημασία: Συντριβω Συντριβη Συντετριμενος Σπάω

Σχετικά έγγραφα
ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΟ ΣΚΑΣΜΟΣ και πότε τον βγάζουμε. σκασμός

Υπογλώσσιο #85 ΔΙΑΚΟΠΕΣ

υπερβολική. Πλησιάζω κάτι προς το μέρος μου ή προς κάποια άλλη κατεύθυνση, τεντώνοντάς το:

σχήμα Σημασία: Ετυμολογία: Ξενόγλωσσα Εικόνες: Σχημα του σχηματος

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

κόπτω Σημασία μπαίνω στον κὀπο = ξεκινώ να κτυπώ, γενικά ξεκινώ κάποια ενεργεία.

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

τζαρτζάρω Εγκυκλοπαιδικά: Γενικότερη σημασία έχει στο Κυπριακό ιδίωμα : τšαρτšάρω «χρεώνω» (< charge) Ξενόγλωσσα Εικόνες: Ετυμολογία:

9 Αν ήμασταν τώρα στο χωριό

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Η έννοια της Δύναμης

Σημασία κόφα, θωράκιον Κοφίνι κυρίως στην κεντρικό ιστό, την μεγίστη που χρησιμεύει για παρατηρητήριο. Ετυμολογία

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης


Αρχ. Πατώ < πάτος = μονοπάτι, πατημένος τόπος > ποτος, πάτος119 Μ. Ετυμολογικόν

Εργαστήριο Φυσικής Τμήματος Πληροφορικής και Τεχνολογίας Υπολογιστών Τ.Ε.Ι. Λαμίας

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

(Α). Να κυκλώσεις το Σ εάν η πρόταση είναι ορθή, ενώ αν η πρόταση είναι λανθασμένη να κυκλώσεις το Λ.

ασηκρίτης Ξενογλωσσα Σημασία: Λατινικα Ο εξ απορρήτων γραμματεύς του παλατίου Εγκυκλοπαιδικά

Ψευτικα μαλλια που τοποθετoυνται για να καλυψουν εκουσια ή ακουσια φαλακρα. Η αρχαία φενάκη

Α. Διαβάστε το πιο κάτω κείμενο και απαντήστε τις ερωτήσεις 1-5

ΜΕΣΑΙΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΜΕ 4 ΧΟΡΔΕΣ. ΟΤΑΝ ΜΕ ΠΡΩΤΟΕΦΙΑΞΑΝ ΕΙΧΑ 2 ΜΕΓΕΘΗ, ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 1800 ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΜΟΥ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΘΗΚΕ.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Διαθεματική Εργασία στην Ιλιάδα. Η γυναίκα στην Ιλιάδα ως μητέρα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Κατανόηση γραπτού λόγου

Ηλεκτρικό κύκλωµα. Βασική θεωρία

Το καράβι της Κερύνειας

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΗ Μακροσεισμικές κλίμακες. 1. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΜΑΚΡΟΣΕΙΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ EMS-98 (12βάθμια)

Συμφράσεις και εκφράσεις

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ορμή. Ορμή Ώθηση Σχέσεις ώθησης-ορμής Διατήρηση της ορμής Κρούσεις

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

EÓfiÙËÙ B KINH H KAI YNAMH

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΝώεκαιο Κατακλυσμός

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΑΓΚΩΝ. Project co funded by the EU, Civil Protection Financial Instrument,

e-seminars Συνεργάζομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΔΥΝΑΜΕΙΣ Μέρος 1ο

πηδάλιο Συνώνυμα Τιμόνι Οιαξ Δοιάκι Πηδάλιον Αυχένες ή αυχένιοι [τένοντες] Λαγουδέρα αύχήν. ΠΟΛΥΔΕΥΚΟΥΣ "ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ"

«Μίλα μη φοβάσαι» Ευγενία Νιάκα: Σχολική Σύμβουλος

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση.

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Tεχνολογία και επικοινωνία

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

ΟΡΙΣΜΟΙ ΓΡΑΜΜΩΝ A-M /ΣΤ1

ΠΊΝΑΚΕς ΖΩΓΡΑΦΙΚΉς ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΊΕς

4ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ. για ένα ευχάριστο και ασφαλές περιβάλλον

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΝώεκαιο Κατακλυσμός

Ο Ήχος. Υπεύθυνος Καθηγητής: Παζούλης Παναγιώτης

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέμπτη 19 Νοεμβρίου Αγαπητή Κίττυ,

κινώ κάποιον ή κάτι από τη θέση που βρίσκεται προς την κατεύθυνση που κινούμαι ή που στέκομαι:

Πρόσφυγας ονομάζεται, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, κάθε άνθρωπος που βρίσκεται έξω από το κράτος του οποίου είναι πολίτης

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ Αγαπητό μου ημερολόγιο

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

«Το Παραμύθι της Μουσικής» κυκλοφορεί και σε γραφή Braille από το Φάρο Τυφλών. Πληροφορίες στο τηλέφωνο:

Αυτό που φοράει κάποιος. Σημερα η λεξη χρησιμοποειται μονον για τα ενδυματα κληρικου.

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

Το ατσαλένιο μέρος να είναι πρώτης ποιότητας: και αρκετά βαρύ για να μας εξυπηρετεί στη δουλεία μας.

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Διάλογος 4: Βόλτα με συνοδεία

ΡΟΥΠΕΛ, ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ. Ονοματεπώνυμο: Χρήστος Αριστείδου Τάξη: Γ 6

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Σχολικός και Διαδικτυακός Εκφοβισμός Πρόληψη και καταπολέμηση του. Β Περιφερειακό Γυμνάσιο Λευκωσίας

Νιώθω Θυμωμένος. Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

ΕΝΩΣΗ ΚΥΠΡΙΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ

Και κοχύλια από του Ποσειδώνα την τρίαινα μαγεμένα κλέψαμε. Μες το ροδοκόκκινο του ηλιοβασιλέματος το φως χανόμασταν

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μια εκπαιδευτική διαδικασία Νικόλας Τσαφταρίδης ΕΕΔΙΠ, Α βαθµίδας Πανεπιστηµίου Αθηνών, Τµήµα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία

Ζακόκ. Πεπέκης Κωνσταντίνος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΝώεκαιο Κατακλυσμός

Transcript:

ΑΣΕ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ.one (On 28-1-2014) Page 1 τσακίζω Σάββατο, 24 Αυγούστου 2013 Σημασία: 1. τσακίζω [tsakízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) I1 2. κομματιάζω κάτι. με βίαιο τρόπο συντρίβω: 3. τραυματίζω κπ. ή κτ. σοβαρά, το(ν) χτυπώ: Μεταφορικως 4. βασανίζω, ταλαιπωρώ κπ. σωματικά ή ψυχικά 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: 6. για άτομο που αρχίζει να γερνά 7. Τσακιζομαι: καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κατι όταν απαιτούμε τη γρήγορη εκτέλεση μιας προσταγής: 8. διπλώνω 52 Συνώνυμα Θλιβω Πιεζω μεχρι συντριβής Θλιπτικο μηχανημα Δια θλίψεως Συνηθως απαντα μεταφορικως και εν συνθεσει συνθλιψις Καταθλιψις (μεγάλη στεχώρια) ΚΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ Κρουω Κτυπω (χωρις να καταστρέφω) Κρούω το κωδωνα του κινδύνου Κρουστικο δραπανο Προκρούστης Παρακρουσις Κωδωνοκρούστης Κοπτω Κοπτηρ (μπροστινο δοντι) Κοψιμο (κοιλιακος πονος) Κοπτομαι (υπερασπιζομαι με ενταση) Κοπετος (εντονοςε θρηνος) Συντριβω Συντριβη Συντετριμενος Σπάω Σπάσε (προστακτικη για αποχωρηση όπως το τσακισου, στριβε, αμολα, αμε κλπ). Σπασμένη (τσακισμενη στο προσωπο από τα γεραματα ή τα βασανα) αλλα και διακορευθεισα. Πβλ. Βάγγος : Εσπασες.

ΑΣΕ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ.one (On 28-1-2014) Page 2 Σπάω Σπάσε (προστακτικη για αποχωρηση όπως το τσακισου, στριβε, αμολα, αμε κλπ). Σπασμένη (τσακισμενη στο προσωπο από τα γεραματα ή τα βασανα) αλλα και διακορευθεισα. Πβλ. Βάγγος : Εσπασες. Σφυροκοπώ Εχει την εννοια των επανειλημενων χτυπηματων με σφυρι. (σφύρα+κόπτω =κτυπῶ) Μεταφορικως σημαινει κανω επανειλημενως κατι συνηθως δυσάρεστο. Πχ. Ο πυροβολικο μας σφυκοκοπησε επι διωρο τις εχθρικές θέσεις. Ο εισαγγελεας σφυροκοπησε τον καστηγορουμενο με σκληρές ερωτήσεις. Δεν σχηματισθηκε ρημα σφυριζω = κτυπω με σφυρι όπως φτυαριζω, σκαλιζω κλπ. Γιατι υπηρχε η μσν λεξη από το αρχ.συριζω Λεμε όμως : του σβουριξα μια γροθια, καρπαζια, μπουνια, κλωτσια και εννοουμε κτυπημα και όχι περιστροφη. Αρα το σβουριζω πιθανον να μην προερχεται από την σβουρα (ρομβον) αλλά από την σφύρα (σφυρι) Σφιγγος σβιγγος Σχάζω Χωριζω στα δυο. Σχαζε κωπας = σια, σταματα > σκάσε =σταματα να μιλας. Βουλωστο. Σκασμός. Εγκυκλοπαιδικά: Ετυμολογία: [μσν. τσακίζω ίσως < τσακ (ηχομιμ.) -ίζω ή < μσν. τσακ(ί) `σπαστός σουγιάς (< τουρκ. Çaki, από τα περσ.) -ίζω] Η λεξη Çaki στα λεξικα σημαινει σουγιάς. Πιθανον από τη λεξη ҫekiҫ =σφυρι, ισως ηχομιμιτικη, ισως όμως και από την λεξη ҫeki =βαρος, φορτιο, γομος, (πχ. Ҫekiye gelmez = αβαστακτο αφορητο βάρος). Και εμεις λέμε βαρειά το σφυρί. Ξενόγλωσσα Ιταλικά rompere (σπάω) Αγγλικά smash Γαλλικά eclat Τουρκικα ҫeki Εικόνες: Για να ξκινησεις να τρεχεις τσακιζεσαι (διπλωνεσαι)

ΑΣΕ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ.one (On 28-1-2014) Page 3 Τσακιστες ελιες Τσεκιτς = τουρκιστί "σφυρί" Φράσεις: Τσακίζω και τσακιζομαι Ο άνεμος έριξε τη βάρκα στα βράχια και την τσάκισε. Tο αεροπλάνο έπεσε στο βουνό και τσακίστηκε. Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων. τσακιζω τις ελιές, σπάω, στουμπίζω. τραυματίζω κπ. ή κτ. σοβαρά,χτυπώ: Έπεσε από τη σκάλα και τσακίστηκε / τσάκισε τα πόδια του. (απειλή) Θα σου τσακίσω τα πλευρά! γ. νικώ κπ. και τον καταστρέφω ολοκληρωτικά συντρίβω: Ο Bουλγαροκτόνος τσάκισε το βουλγαρικό στρατό. καταπνίγω: Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπαροίκων. 2. (μτφ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ κπ. σωματικά ή ψυχικά

ΑΣΕ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ.one (On 28-1-2014) Page 4 Tον τσάκισε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ. (απειλή) Φύγε, γιατί θα σε τσακίσω. Tον τσάκισαν τα βάσανα / οι στενοχώριες. Είναι ένας άνθρωπος τσακισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Ο θόρυβος σου τσακίζει τα νεύρα, σου τα σπάει. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: Tσάκισε από τα βάσανα. Tσάκισαν τα νεύρα του από τις στενοχώριες, έσπασαν. για άτομο που αρχίζει να γερνά Tσάκισε απότομα / πρόωρα. Tσάκισε πολύ στο πρόσωπο, ρυτίδωσε Τσακιζομαι: καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κατι Tσακίστηκε να μας περιποιηθεί / να μας εξυπηρετήσει. (βλ και σκίστηκε) όταν απαιτούμε τη γρήγορη εκτέλεση μιας προσταγής: Tσακίσου και φύγε / και έλα! Nα τσακιστείς να φέρεις τα ψώνια! διπλώνω τσακισε την εφημερίδα στα δύο / στα τέσσερα. Δεν δινω [ουτε] δεκαρα τσακιστή Οι δεκαρες (10 λεπτα) ηταν λεπτές και μπορουσαν να διπλωθουν. Τοτε η αξια τους μειωνωνταν. Λυγισα από το βαρος, εγινα δυο κατια, Εγινα σαν στραβοσουγιάς. Παροιμίες H γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Αναφορές Το κρουω στην μεσαιωνικη γραμματεια [Λεξικό Κριαρά] κρούω κρούγω κρουώ κρω β εν. κρους γ εν. κρου γ πληθ. κρουν μτχ. παρκ. κρουμένος. I. Eνεργ. Α Mτβ. 1) α) Xτυπώ κάπ. ή κ.: (Φορτουν. B 40), (Eρωφ. E 108) β) (με είδος σύστ. αντικ. τις λ. κοπανιά, κόρπον) δίνω χτύπημα, χτυπώ κάπ.: (Eρωτόκρ. Δ 1574) περί εκείνου οπού κρου κόρπον (Ασσίζ. 2651) γ) (με άμεσο αντικ. τις λ. κλοτσιά, σφονδυλέα, φουσκία) δίνω σε κάπ. κλοτσιά, γροθιά, χαστούκι αντίστοιχα: (Περί γέρ. 106), (Διγ. Z 1618) δ) (με άμεσο αντικ. τις λ. κερατέα, κονταρέα, ραβδέα, ρομφαία, σουγλεά, σπαθέα) χτυπώ κάπ. με κέρατο, κοντάρι, κλπ., αντίστοιχα: (Διήγ. παιδ. 1020), (Aχιλλ. N 1321). 2) (Mε αντικ. τη λ. θύρα) χτυπώ την πόρτα: (Προδρ. I 183). 3) Oρμώ εναντίον κάπ., επιτίθεμαι:

ΑΣΕ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ.one (On 28-1-2014) Page 5 θηρίον σε έκρουσε (Διγ. Z 1776). 4) Φονεύω: έτεινε μέρος τόξου και έκρουσε στρουθία (Rechenb. (Vog.) 901). 5) Eκδικούμαι: (Mαχ. 57416). 6) α) Xτυπώ τις χορδές, παίζω κάπ. έγχορδο μουσικό όργανο: (Aπολλών. 667) β) φυσώ, κάνω κάπ. πνευστό όργανο να ηχήσει: Kρούοντες γαρ τας του πολέμου σάλπιγγας (Έκθ. χρον. 7331) γ) παράγω (συνθηματικό) ήχο χτυπώντας κ. (μεταλλικό ή ξύλινο): κρούων τον κώδωνα (Διγ. Z 4052) τα ξύλα κάπου κρούουσιν έξω στα μοναστήρια (Iστ. Bλαχ. 2660) δ) σημαίνω (συναγερμό): κρούσαντες λάρμα συνήχθησαν (Σφρ., Xρον. 4415). 7) Xτυπώ κ. με βολή όπλων, πυροβολώ, κανονιοβολώ: τα Καστέλλια αρχίζουνε να κρούνε στο καράβι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37220 47715). 8) Σείω, κινώ κ.: άνεμος έκρουσεν τα δένδρα (Aχιλλ. L 746). 9)?Bάζω φωτιά (χτυπώντας): (Προδρ. IV 426). 10) (Προκ. για άνεμο) χτυπώ, προσβάλλω: ο λεβάντες σε κρούει απομπρός (Πορτολ. A 513). 11) (Προκ. για αρρώστια) προσβάλλω: κρούσας αυτόν το βουβωνικόν πάθος ετελεύτησεν (Έκθ. χρον. 6813). Β Aμτβ. 1) α) Xτυπώ φτάνω: η θάλασσα κρούει εις την πόρταν του μοναστηριού (Συναδ. φ. 36v) β) προσκρούω, χτυπώ, πέφτω πάνω σε κ.: Oπού γυναικός ακούει εις χοντρόν παλούκι κρούει (Aιτωλ., Bοηβ. 231) περιπατώ χωρίς το φως και κρούγω εις τα τείχη (Pιμ. Bελ. ρ 712). 2) Σπάζω: τα κόκαλα να κρούνε (Tζάνε, Kρ. πόλ. 17227). 3) Kάνω επίθεση, επιτίθεμαι εναντίον κάπ.: (Aχέλ. 298). 4) Συγκρούομαι, πολεμώ: εκρούγασιν ώσπερ λέοντες (Tρωικά 52612). 5) Hχώ: τα παιγνίδια έκρουσαν (Aχιλλ. N 327). 6) Kείμαι, βρίσκομαι: η αναπά γη ρηγάτικη του Σαν Τεμένικου κρούει προς εκεί (Mαχ. 4086). 7) (Προκ. για άνεμο) φυσώ, πνέω κόντρα σε κάπ.: (Πορτολ. A 586). 8) (Προκ. για τον ήλιο) φωτίζω: (Θησ. Z [384]). II. Mέσ. (με ενεργ. σημασ.) χτυπώ, επιτίθεμαι: σφοδρώς την Aφρικήν εκρούοντο (Aξαγ., Kάρολ. E 959). Εκφρ. 1) Το κρούειν και (το) λαμβάνειν ή δέχεσθαι = πόλεμος: (Διγ. Z 2055), (Διγ. Esc. 1259). 2) Το κρούειν και μη λαμβάνειν = μάχη, πόλεμος δίχως απώλειες:

ΑΣΕ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ.one (On 28-1-2014) Page 6 (Διγ. Gr. 1628). Φρ. 1) Κρούω αστράγαλα = παίζω κότσια: (Bίος Aλ. 1894). 2) Κρούω βουκιές = καταβροχθίζω: (Προδρ. III 187 χφ P κριτ. υπ). 3) Κρούει βρόμος = αναδίδεται άσχημη μυρωδιά: (Θησ. B [501]). 4) Κρούω έξω (το κάτεργο) = προσαράσσω, βγάζω έξω (το πλοίο): (Διήγ. Bελ. χ 171). 5) Κρούω καλόν καιρόν = καλοπερνώ: (Σαχλ., Aφήγ. 94). 6) Κρούω κωλοκαθέας = χτυπώ τα οπίσθιά μου καταγής: (Πωρικ. I 165). 7) Κρούω κοπετόν, βλ. κοπετός β. 8) Κρούω και λαμβάνω = προσπαθώ, πασχίζω: (Γλυκά, Στ. 252). 9) Κρούω πόλεμον = διεξάγω πόλεμο: (Aλεξ. 1857). 10) Κρούω το χείλος = τρέμω από φόβο: (Γλυκά, Στ. 367). 11) Με κρουν πόνοι = πονώ: (Φαλλίδ. 113). H μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Έκπληκτος, εμβρόντητος: φοβερά σημάδια εγεννηθήκαν και όλοι εμείναμε κρουμένοι (Πιστ. βοσκ. IV 3, 167). 2) Aπατημένος (σύζυγος): (Συναξ. γυν. 806). [αρχ. κρούω. O τ. -γω στο Du Cange (-ειν) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.] Ποίηση Copyright 2013 by Aris Stougiannidis ΑΕΝΑΟΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ