Πολυµελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Αριθµός Αποφάσεως 3315/2010 (αδηµοσίευτη) Κείµενο Αποφάσεως ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Συγκροτήθηκε από τους ικαστές Αγγελική Καµπανάρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Σταυρούλα Μπελδέκα, Πρωτοδίκη, Βασίλειο Μαντά, Πρωτοδίκη- Εισηγητή και από τη Γραµµατέα Άννα-Μαρία Φίλη. Συνεδρίασε δηµόσια στο ακροατήριό του την 13 η Ιανουαρίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση µεταξύ: Της εναγούσης : Της εταιρείας µε την επωνυµία: Α που εδρεύει στην πολιτεία Χ των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής στην πόλη Π και εκπροσωπείται νοµίµως, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καραγκούνη. Της εναγοµένης : Της [ελληνικής] ποδοσφαιρικής ανώνυµης εταιρείας µε την επωνυµία Β, που εδρεύει στο Μ και εκπροσωπείται νοµίµως, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Θεοχάρη Γρηγορίου. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από...2008 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραµµατεία αυτού του ικαστηρίου µε αριθµό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου...2008 και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την δικάσιµο της 17/12/2008 κατά την οποία αναβλήθηκε για την αναφερόµενη στην αρχή της παρούσης δικάσιµο και εγγράφηκε εκ νέου στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 25 του ΑΚ συνάγεται ότι, αν δεν ορίστηκε από τους συµβαλλοµένους ρητά ή σιωπηρά το δίκαιο που θα ρυθµίζει την ενοχή από τη σύµβαση, κατά την περί τούτου εις πράγµατα µόνο αναγόµενη και γι αυτό ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφαρµόζεται το δίκαιο που αρµόζει στη σύµβαση από όλες τις προτεινόµενες από τους διαδίκους και αποδεικνυόµενες ειδικές συνθήκες. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. α της Σύµβασης της Ρώµης του 1980 για το εφαρµοστέο δίκαιο στις συµβατικές ενοχές, η οποία έχει κυρωθεί µε το Ν. 1792/1988, έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος (άρθρο πρώτο του νόµου), ισχύει από 1/4/1991 (άρθρο δεύτερο του νόµου) και η οποία υπογράφηκε και από τη Γερµανία, ορίζεται ότι «η σύµβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συµβαλλόµενα µέρη». Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι οι συµβαλλόµενοι µπορούν να επιλέξουν 1
ελεύθερα οποιοδήποτε δίκαιο, ακόµη και δίκαιο που δεν έχει καµία σχέση µε τη σύµβασή τους, εκτός και αν πρόκειται για τους λεγόµενους κανόνες αµέσου εφαρµογής του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, ήτοι τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Forum, που εφαρµόζονται υποχρεωτικώς οποιοδήποτε και αν είναι το δίκαιο που διέπει τη σύµβαση, κατ άρθρο 7 παρ. 2 της εν λόγω Συµβάσεως (ΕφΠειρ 322/2000 ΕΕµπ 2001 σ. 574). Περαιτέρω, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 της Σύµβασης της Ρώµης του 1980, σε περίπτωση µη συµβατικού προσδιορισµού του εφαρµοστέου δικαίου (είτε κατά τη σύναψη της κυρίας συµβάσεως είτε και µετά απ αυτήν) από τους συµβαλλόµενους σε έννοµες σχέσεις µε στοιχείο αλλοδαπότητας, εφαρµόζεται το δίκαιο που συνδέεται στενότερα προς την ενοχική σύµβαση. Το δίκαιο αυτό τεκµαίρεται ότι είναι το δίκαιο της χώρας όπου ο συµβαλλόµενος, που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή. Σύµφωνα, δε, µε την παράγραφο 5 της προαναφερθείσης διατάξεως ορίζεται ότι «Η παράγραφος 2 δεν εφαρµόζεται όταν η χαρακτηριστική παροχή δεν µπορεί να προσδιοριστεί. Τα τεκµήρια των παραγράφων 2, 3 και 4 δεν ισχύουν όταν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύµβαση συνδέεται στενότερα µε άλλη χώρα». Αυτό σηµαίνει ότι αν υπάρχει αδυναµία προσδιορισµού της χαρακτηριστικής παροχής των συµβαλλοµένων µερών, σε αυτή την περίπτωση εφαρµόζεται το δίκαιο της έννοµης τάξης µε την οποία συνάγεται, από το σύνολο των περιστάσεων, ότι η σύµβαση συνδέεται στενότερα (ΑΠ 906/2004 Ελλ /νη τ. 46/2005 σ. 1698). Έτσι στην περίπτωση πωλήσεως δικαιώµατος, η οποία καταρτίσθηκε µεταξύ αµερικανικής (πωλήτριας) και ελληνικής εταιρείας (αγοράστριας), αν δεν προσδιορίσθηκε συµβατικώς από τα µέρη το εφαρµοστέο δίκαιο, θα εφαρµοσθεί το δίκαιο που συνδέεται στενότερα µε την, ως άνω, ενοχική σύµβαση, το οποίο τεκµαίρεται ότι είναι, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 25 του ΑΚ, σε συνδυασµό, µε τις προαναφερόµενες της ιεθνούς Συµβάσεως της Ρώµης του 1980, που εφαρµόζεται και για τις ένδικες συµβάσεις, το δίκαιο των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής και ειδικότερα της πολιτείας Χ, ως το δίκαιο της χώρας όπου ο συµβαλλόµενος που όφειλε να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή, δηλαδή η πωλήτρια εταιρεία, έχει την έδρα της. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολ το δικαστήριο, εφόσον αγνοεί το περιεχόµενο των κανόνων δικαίου της αλλοδαπής πολιτείας, τους οποίους κρίνει εφαρµοστέους στην επίδικη έννοµη σχέση, έχει την ευχέρεια να τους αναζητήσει διατάσσοντας απόδειξη γι αυτούς, κατ εξαίρεση του κανόνα ότι αντικείµενο αποδείξεως είναι µόνον τα αµφισβητούµενα πραγµατικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η εν λόγω απόδειξη που διατάσσεται, ενόψει του ιδιαιτέρου αντικειµένου της, διακρίνεται από την απόδειξη υπό τη δικονοµική έννοια του όρου και δεν είναι απαραίτητο να διεξάγεται µε βάση τους κανόνες που διέπουν την αποδεικτική διαδικασία. Εποµένως, το δικαστήριο µη δεσµευόµενο από αποδεικτικούς κανόνες, µπορεί να διατάξει απόδειξη µε κάθε αποδεικτικό µέσο το οποίο κρίνει πρόσφορο και αναγκαίο για την εξασφάλιση της γνώσεως του αλλοδαπού δικαίου, όπως είναι και η σχετική γνωµοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτο ιεθνούς και Αλλοδαπού ικαίου. Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι έχει αντικείµενο δραστηριοτήτων την εκπροσώπηση επαγγελµατιών ποδοσφαιριστών και την 2
διαχείριση των δικαιωµάτων τους σε όλο τον κόσµο. Ότι στα πλαίσια της ανωτέρω δραστηριότητάς της διατηρεί την αποκλειστικότητα των δικαιωµάτων του βραζιλιάνικης υπηκοότητας επαγγελµατία ποδοσφαιριστή Γ. Ότι µεταξύ των διαδίκων του ανωτέρω αναφερθέντος επαγγελµατία ποδοσφαιριστή και του πορτογαλικού ποδοσφαιρικού σωµατείου υπεγράφη το από...2005 ιδιωτικό συµφωνητικό, µε το οποίο συµφωνήθηκε η µεταγραφή παραχώρηση του ποδοσφαιριστή από τον πορτογαλικό ποδοσφαιρικό σύλλογο στην εναγοµένη για το χρονικό διάστηµα από 12/1/2005 έως 31/12/2005 µε δικαίωµα µονοµερούς εκ µέρους της εναγοµένης ανανέωσης της συνεργασίας για τρία επιπλέον έτη. Ότι στην περίπτωση που η εναγοµένη επέλεγε να ασκήσει το δικαίωµα µονοµερούς ανανεώσεως της συνεργασίας της µε τον ποδοσφαιριστή, τότε η εναγοµένη, βάσει του ανωτέρω µνηµονευθέντος ιδιωτικού συµφωνητικού, θα έπρεπε αφενός να γνωστοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή της στην ενάγουσα και αφετέρου να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των 400.000 ευρώ σε τρεις δόσεις ως τίµηµα προκειµένου η τελευταία να της µεταβιβάσει τα µεταγραφικά δικαιώµατα του ποδοσφαιριστή. Ότι η εναγοµένη γνωστοποίησε στην ενάγουσα την πρόθεσή της να ασκήσει το δικαίωµα µονοµερούς ανανεώσεως του συµβολαίου του ποδοσφαιριστή Γ και ότι κατόπιν τούτο υπογράφηκε µεταξύ της εναγοµένης και του ποδοσφαιριστή ιδιωτικό συµφωνητικό βάσει του οποίου τα συµβαλλόµενα µέρη ανανέωσαν την συνεργασία τους έως 30/6/2008. Επιπλέον, εκθέτει ότι η εναγοµένη δεν έχει καταβάλει στην ενάγουσα το χρηµατικό ποσό των 400.000 ευρώ, το οποίο οφείλεται βάσει του από...2005 ιδιωτικού συµφωνητικού. Βάσει του ανωτέρω ιστορικού η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτής και νόµιµης µετατροπής του αιτήµατος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, η οποία έλαβε χώρα, κατ άρθρο 223 του ΚΠολ, µε τις νοµίµως και εµπροθέσµως κατατεθείσες, κατ άρθρο 237 παρ. 1 του ΚΠολ, προτάσεις, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγοµένης να της καταβάλει το ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ νοµιµοτόκως από την εποµένη της δήλης ηµέρας, κατά την οποία έπρεπε να λάβει χώρα η καταβολή εκάστης δόσεως, ήτοι την 1/2/2006 για το ποσό των 150.000 ευρώ, την 1/6/2006 για το ποσό των 100.000 ευρώ και την 1/10/2006 για το ποσό των 150.000 ευρώ µέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Επίσης, ζητεί την καταδίκη της εναγοµένης στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Η εναγοµένη αµυνόµενη κατά της υπό κρίση αγωγής ισχυρίζεται κατά κύριο λόγο ότι το ικαστήριο τούτο στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της µεταξύ τους διαφοράς, για το λόγο ότι κατά την κατάρτιση του από...2005 ιδιωτικού συµφωνητικού συµφωνήθηκε ότι κάθε διαφορά που θα ανακύψει από την εκτέλεση της συµφωνίας µεταγραφής του ποδοσφαιριστή θα επιλύεται βάσει του δικαίου και των κανονισµών της ιεθνούς Ποδοσφαιρικής Οµοσπονδίας (F.I.F.A.) µε αποτέλεσµα να καθιερώνεται αποκλειστική αρµοδιότητα των οργάνων της F.I.F.A. καθιστώντας αυτά τα µόνα αρµόδια να κρίνουν την ουσία της διαφοράς. Ο ισχυρισµός αυτός συνιστά την ένσταση για υπαγωγή της ένδικης διαφοράς στη διαιτησία και κατά συνέπεια έλλειψη δικαιοδοσίας του ικαστηρίου τούτου για την εκδίκασή της, η οποία και είναι νόµιµη σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 264 και 867 του ΚΠολ, παραδεκτά, δε, προτείνεται κατά την παρούσα συζήτηση της αγωγής (άρθρο 263 εδ. β του ΚΠολ ). Από το από...2005 ιδιωτικό συµφωνητικό, που 3
προσκοµίζουν οι διάδικοι σε φωτοτυπία και αποσπασµατική µετάφραση, προκύπτει ότι στον υπ αριθµόν 9 όρο προβλέφθηκε ότι «η ρύθµιση οποιασδήποτε διαφωνίας µεταξύ των συµβαλλοµένων της παρούσας συµφωνίας θα γίνεται µε βάση το δίκαιο και τους κανόνες της F.I.F.A.». Ακολούθως, αποδεικνύεται ότι σε χρόνο προγενέστερο της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, η ενάγουσα ήλθε σε επικοινωνία µε τα αρµόδια όργανα της F.I.F.A. και ειδικότερα µε την Επιτροπή Καταστάσεως Παικτών (Players Status Committee), θέτοντας υπόψη τον φάκελο της υποθέσεως. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Καταστάσεως Παικτών (Players Status Committee), Οµάρ Ονγκάρο (Omar Ongaro), απαντώντας µε την από 6/4/2006 επιστολή του στην αποσταλείσα από την ενάγουσα τηλεοµοιοτυπία (fax) πληροφόρησε την τελευταία ότι τα όργανα της F.I.F.A. δεν έχουν αρµοδιότητα να επιλύσουν την συγκεκριµένη διαφορά µεταξύ των διαδίκων καθώς σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1.2, 2 παρ. 1 και 3 του Κανονισµού Πρακτόρων της F.I.F.A. (F.I.F.A. Players Agents Regulations), η Επιτροπή Καταστάσεως Παικτών (Players Status Committee) αφενός δεν δέχεται αιτήσεις υποβληθείσες από νοµικά πρόσωπα παρά µόνον από φυσικά πρόσωπα και αφετέρου δεν έχει δικαίωµα να επεµβαίνει σε διαφορές ανάµεσα σε έναν πράκτορα και τον πελάτη του, εάν η πράξη εκπροσωπήσεως δεν έχει καταρτισθεί ανάµεσα στον παίκτη/την οµάδα και τον πράκτορα προσωπικά. Συνεπώς, ενόψει και των ανωτέρω αναφερθέντων, το παρόν ικαστήριο φρονεί ότι δεν στερείται δικαιοδοσίας να κρίνει την ένδικη διαφορά καθώς έχει επέλθει κατάλυση της συµφωνίας υπαγωγής της διαφοράς στην διαιτησία και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί η υποβληθείσα από την εναγοµένη ένσταση παραποµπής της διαφοράς σε διαιτησία ως ουσία αβάσιµη. Περαιτέρω, µε αυτό το περιεχόµενο και αίτηµα η κρινόµενη διαφορά παραδεκτώς και αρµοδίως, καθ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 3, 7, 8, 9, 10, 18 αριθ. 1, 25 παρ. 2 ΚΠολ ), εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος ικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία δεδοµένου ότι προσκοµίζεται το προβλεπόµενο από τη διάταξη του άρθρου 214 Α παρ. 8 του ΚΠολ από 19/2/2008 κοινό πρακτικό των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, από το οποίο προκύπτει ότι η απόπειρα συµβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς, που ορίστηκε κατά την κατάθεση της αγωγής και τον ορισµό της δικασίµου, µε ειδική σφραγίδα που τέθηκε από το Γραµµατέα του ικαστηρίου στο πρωτότυπο της αγωγής και στα αντίγραφα (214 Α παρ. 2 ΚΠολ ), απέτυχε. Εξάλλου, η ένδικη αξίωση της εναγούσης θεµελιώνεται, σύµφωνα µε όσα προαναφέρθηκαν, σε συµβατική ενοχή που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας και ειδικότερα σε σύµβαση πωλήσεως δικαιώµατος. Επειδή όµως οι ενάγοντες αυτών δεν επικαλούνται αν έχει προσδιορισθεί συµβατικά από τα διάδικα µέρη το εφαρµοστέο δίκαιο και ποιο είναι αυτό, θα πρέπει, για να ερευνηθεί η νοµική βασιµότητα των κρινόµενων αγωγών, να εφαρµοστούν, σύµφωνα µε όσα εκτίθενται στη µείζονα σκέψη της παρούσας, οι σχετικές διατάξεις του δικαίου των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής και ειδικότερα της πολιτείας Χ, το οποίο στην προκειµένη περίπτωση είναι εφαρµοστέο, ως δίκαιο της χώρας στην οποία η πωλήτρια εταιρεία (ενάγουσα) που οφείλει τη χαρακτηριστική για τη συγκεκριµένη σύµβαση, παροχή έχει την κεντρική της διοίκηση. Το, εν λόγω, δίκαιο είναι άγνωστο στο ικαστήριο και για το λόγο αυτό θα πρέπει να διαταχθεί η, κατ άρθρο 254 ΚΠολ, επανάληψη της 4
συζητήσεως, προκειµένου να προσκοµισθεί κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως, ως πρόσφορο, κατά την κρίση του ικαστηρίου, αποδεικτικό µέσο, έγγραφη γνωµοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου ιεθνούς και Αλλοδαπού ικαίου στην οποία να αναφέρονται οι, καθοριζόµενες στο διατακτικό της παρούσας, διατάξεις του δικαίου των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής και ειδικότερα της πολιτείας Χ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΙΚΑΖΕΙ κατ αντιµωλία των διαδίκων. ΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο προκειµένου να προσκοµισθεί, µε φροντίδα του επιµελέστερου των διαδίκων, έγγραφη γνωµοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου ιεθνούς και Αλλοδαπού ικαίου, στο οποίο να αναφέρεται το περιεχόµενο των διατάξεων του δικαίου των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής και ειδικότερα της πολιτείας Χ, σχετικά µε τις διατάξεις που διέπουν την σύµβαση πωλήσεως δικαιώµατος και ειδικότερα: 1) το περιεχόµενο της σύµβασης πωλήσεως δικαιώµατος, 2) τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν για τον πωλητή και τον αγοραστή (ιδίως την υποχρέωση του τελευταίου για την πληρωµή του τιµήµατος) και τι προβλέπεται σε περίπτωση µη εκπλήρωσης αυτών, 3) το δικαίωµα υπαναχωρήσεως του αγοραστή και υπό ποιες προϋποθέσεις αυτό ασκείται και 4) την έναρξη της τοκοδοσίας σε περίπτωση ύπαρξης χρηµατικής οφειλής γενικά και ειδικότερα σε περίπτωση επίδοσης αγωγής. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 14 η Απριλίου 2010 ΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 27 η Μαΐου 2010. Η ΠΡΟΕ ΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 5