AΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. Τσιριτρόμ ο Ατρόμητος



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Το παραμύθι της αγάπης

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]


Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: Περιγραφή μίας αποτελεσματικής μεθοδολογίας σε μορφή διαλόγου

7η ΥΠΕ Κρήτης Σταύρος Παρασύρης 2016

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Η φίλη μας η ανακύκλωση. Ειδική έκδοση για τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου

Η Αλφαβητοχώρα. Γιώργος Αμπατζίδης. Ελλάδα. A sea of words 5 th year

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Μπερνάρ Φριό. Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Kangourou Greek Competition 2014

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Modern Greek Beginners

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Νάνοι Στείλαμε γράμματα πολλά σε αυτούς που μπορούν να μας βοηθήσουν πραγματικά,ελπίζουμε όλοι στο κάλεσμα να ανταποκριθούν και στη βιβλιοθήκη να

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκιπας. Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα. Διασκευή: Ανδρονίκη

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Εκείνη την ώρα μπαίνει το διοικητικό συμβούλιο. Ακης Πολύ αργά! Κατά φωνή Μουσίτσα Κι ό γάιδαρος! Μην ανησυχείτε. Θα σας το διαβάζω εγώ στα κρυφά!

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

T: Έλενα Περικλέους

ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟ ΥΛΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Transcript:

AΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ Τσιριτρόμ ο Ατρόμητος Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα δεκάχρονο αγόρι, που το έλεγαν Στέφανο και ζούσε με τη μητέρα του, γιατί ο πατέρας του είχε πεθάνει. Όταν κόντευε ο χειμώνας, η μητέρα του τού είπε: - Παιδί μου, πρέπει να πας στο δάσος, να κόψεις ξύλα, γιατί έρχεται ο χειμώνας, θα κάνει κρύο και πρέπει να έχουμε ξύλα, να ανάβουμε το τζάκι να ζεσταινόμαστε. Ο Στέφανος ήταν μικρός, δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο και φοβόταν ότι θα του πονούσε η πλάτη να κουβαλήσει τόσα ξύλα ψηλά από το βουνό. Αλλά σκεφτόταν ότι τώρα, αυτός ήταν ο άντρας της οικογένειας κι έτσι έπρεπε να πάει. - Εντάξει, είπε της μητέρας του, όχι πολύ πρόθυμα, είναι η αλήθεια, αλλά πήρε το τσεκούρι του στον ώμο και ξεκίνησε. Στο δρόμο αντάμωσε ένα γαϊδουράκι. - Πού πας παιδάκι με το τσεκουράκι, το ρώτησε ο γάιδαρος. - Πάω στο δάσος να κόψω ξύλα, να τα ανάβουμε το χειμώνα που κάνει κρύο, για να ζεσταινόμαστε, απάντησε το παιδάκι. - Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί σου, ρώτησε ο γάιδαρος. «Πω, πω, τι τύχη!», σκέφτηκε το παιδί. «Αν έρθει ο γαϊδουράκος μαζί μου, όταν θα κόψω τα ξύλα, θα τα φορτώσω στην πλάτη του κι έτσι δε θα χρειαστεί να τα φορτωθώ εγώ. Μάλιστα, μπορώ να κόψω δύο δεμάτια και να φορτώσω ένα στη μια μεριά κι ένα στην άλλη μεριά της πλάτης του γαϊδάρου, κι έτσι θα έχω τα διπλάσια ξύλα και θα χρειαστεί να ξαναπάω λιγότερες φορές στο δάσος. Άσε που άμα κουραστώ, μπορώ να ανεβώ κι εγώ στην πλάτη του!», σκέφτηκε χαρούμενος. - Και βέβαια μπορείς να ρθεις, του απάντησε πρόθυμα. Έτσι ο γαϊδουράκος άρχισε να περπατά πλάι του. - Πώς σε λένε; Ρώτησε κάποια στιγμή ο γάιδαρος. - Εμένα με λένε Στέφανο, είπε το παιδάκι. Εσένα; - Οι άνθρωποι με λένε Κουτεντέ, απάντησε ο γαϊδουράκος στενοχωρημένος, γιατί νομίζουν ότι είμαι κουτός. Αλλά εγώ δεν είμαι κουτός! Είμαι καλός και βοηθώ τους ανθρώπους. - Έχεις δίκαιο, απάντησε το παιδάκι. Μόνος σου προθυμοποιήθηκες να με βοηθήσεις. Και πώς βρέθηκες εδώ; - Με εγκατέλειψε ο αφέντης μου, γιατί, λέει, γέρασα και δεν του κάνω πια. «Τον καημένο το γαϊδουράκο», σκέφτηκε ο Στέφανος και άρχισε να τον ρωτά διάφορα για τη ζωή του. Ο γαϊδουράκος είχε πολύ καιρό να

2 μοιραστεί οτιδήποτε μ έναν φίλο κι έτσι άρχισε να του λέει πρόθυμα διάφορες ιστορίες. Κι έτσι μιλώντας, συνέχισαν το δρόμο τους. Κάποια στιγμή, συναντούν μια κοτούλα. - Πού πάτε παιδάκι και γαϊδουράκι, ρώτησε η κοτούλα. - Πάμε στο δάσος να κόψουμε ξύλα να τα βάζουμε στο τζάκι, να ζεσταινόμαστε το χειμώνα, απάντησε το παιδάκι. - Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί σας, ξαναρώτησε η κοτούλα. - Τι να σε κάνουμε εσένα μαζί μας! Είπε λίγο περιφρονητικά το παιδάκι. Είχε αρχίσει να απολαμβάνει την παρέα του γαϊδάρου και νόμιζε ότι δε χρειαζότανε κανέναν άλλο. - Εγώ... μπορώ να σου γεννήσω ένα αυγό, εκεί πάνω ψηλά στο δάσος, να το ρουφήξεις ζεστό ζεστό και να πάρεις δύναμη, απάντησε η κοτούλα. «Χμ, καλή ιδέα!», σκέφτηκε το παιδάκι και της είπε: - Εντάξει λοιπόν! Έλα κι εσύ μαζί μας. Στο δρόμο τη ρώτησαν: - Πώς σε λένε, κοτούλα; - Με λένε Κοκό! Απάντησε με νάζι η κοτούλα. Εσάς; - Εμένα με λένε Στέφανο, απάντησε το παιδάκι. - Κι εμένα Κουτεντέ, είπε λίγο στενοχωρημένος ο γαϊδουράκος και σκέφτηκε «ίσως είναι καιρός να αλλάξω το όνομά μου...» Και πάλι μιλώντας συνέχισαν το δρόμο τους, ώσπου συνάντησαν μια κατσικούλα. - Πού πάτε, παιδάκι, γαϊδουράκι και κοτούλα; - Πάμε στο δάσος να κόψουμε ξύλα, να βάζουμε στο τζάκι, να ζεσταινόμαστε, απάντησε και πάλι το παιδάκι. - Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί σας, ρώτησε η κατσικούλα. «Άντε πάλι!», σκέφτηκε το παιδάκι. «Τι να την κάνω εγώ αυτήν;» Η κατσικούλα, σαν να άκουσε τη σκέψη του παιδιού, είπε: - Εκεί, στο δάσος, θα πεινάσεις, θα διψάσεις. Μπορείς τότε να με αρμέξεις και να πιεις το γάλα μου. Έτσι, και θα ξεδιψάσεις και θα χορτάσεις! - Έχεις δίκιο! Απάντησε έκπληκτο το παιδάκι. Πώς δεν το σκέφτηκα! Εντάξει λοιπόν, έλα κι εσύ μαζί μας. Έτσι η κατσικούλα μπήκε στη συντροφιά τους. Τη ρώτησαν πώς τη λένε και η κατσικούλα απάντησε χαριτωμένα: - Με λένε Κοκκινούλα, γιατί έχω αυτό το ωραίο κόκκινο τρίχωμα, που στον ήλιο γίνεται ακόμα πιο λαμπερό. Εσάς; Το παιδί και τα άλλα ζωάκια συστήθηκαν και έτσι μιλώντας συνέχισαν και πάλι το δρόμο τους...

3 Κάποια στιγμή, ένας περήφανος κόκορας εμφανίστηκε μπροστά τους. Είδε την κοτούλα και πολύ του άρεσε. Άρχισε λοιπόν να τη γυροφέρνει, να φουσκώνει την ουρά του, να τεντώνει το λειρί του, για να δει η κοτούλα πόσο όμορφα ήταν. - Πού πάτε, παιδάκι, γαϊδουράκι, κοτούλα και κατσικούλα, ρώτησε ο κόκορας. - Αχ, όχι πάλι! Είπε ενοχλημένο το παιδάκι. Τι να σε κάνουμε εσένα; - Μην το λες αυτό! Μπήκε στη μέση η κοτούλα. Δες τον πόσο όμορφος είναι! Άλλωστε... κανένας δεν είναι άχρηστος στη ζωή. Το παιδάκι κατάλαβε πόσο πολύ ο κόκορας άρεσε στην κοτούλα και παρόλο που σκέφτηκε «μα αυτός ούτε αυγά γεννά ούτε γάλα δίνει», παρ όλα αυτά, - Καλά, κατάλαβα, απάντησε απρόθυμα, τον θέλεις πάρα πολύ στη συντροφιά μας. Ας έρθει λοιπόν... Έτσι ο περήφανος κόκορας μπήκε στη συντροφιά τους και όταν τον ρώτησαν πώς τον έλεγαν, ο κόκορας απάντησε: - Με λένε κύριο Κικιρίκο, γιατί ξυπνάω τους ανθρώπους κάθε πρωί φωνάζοντας «κικιρίκου, κικιρίκου!» - Καλά, καλά, το είδαμε ότι έχεις ωραία φωνή, δεν είναι ανάγκη να μας ξεκουφάνεις, του είπε το παιδάκι. - Γιατί; Κι εγώ έχω ωραία φωνή, είπε ο γάιδαρος πειραγμένος και άρχισε να γκαρίζει άγαρμπα. Ουά, ουά ουά... - Εντάξει, εντάξει, κι εσύ έχεις ωραία φωνή, του είπε το παιδί, για να τον παρηγορήσει και πήγε κοντά τους και τον χάιδεψε. Συνέχισαν το δρόμο τους, αλλά τώρα πια δε μιλούσαν, γιατί είχαν πει αρκετά. Έτσι η συντροφιά τους ήταν λιγάκι άχαρη. Τους είδε ένα πουλάκι και «τι μουντή συντροφιά είναι αυτή», σκέφτηκε. «Αυτοί χρειάζονται εμένα, να τους ευθυμήσω λιγάκι.» Πήγε λοιπόν και πέταξε πάνω από τα κεφάλια τους. - Τσίου, τσίου! Πού πάτε, παιδάκι και άλλα ζωάκια; - Όπου θέλουμε πάμε, απάντησε βαρύθυμα το παιδί που είχε αρχίσει να κουράζεται. - Μα, είστε πολύ άχαροι και αμίλητοι, είπε το πουλάκι. Χρειάζεστε εμένα να σας ευθυμήσω! - Δε χρειαζόμαστε κανένα! Είπε πάλι το παιδάκι. Είμαστε μια χαρά. - Ξεχνάς αυτό που σου είπα πριν λίγο, είπε η κοτούλα μπαίνοντας πάλι μες στη μέση. - Τι μου είπες, ρώτησε το παιδάκι, που πραγματικά είχε ξεχάσει. - Ότι κανένας δεν είναι άχρηστος. Ότι όλοι μπορούν να βοηθήσουν την κατάλληλη στιγμή.

4 - Και τι βοήθεια μπορεί να δώσει ένα πουλάκι; Εμείς πάμε να κόψουμε ξύλα. Το πουλάκι... θα τα κόψει με το ράμφος του; Χα, χα, χα! Ή μήπως θα τα φορτωθεί σαν τον γάιδαρο; Ή πάλι θα μου δώσει το αυγουλάκι του, που είναι τόσο δα, ή μήπως θα μου δώσει γάλα να πιω; - Άφησέ το να έρθει μαζί μας, είπε η κοτούλα και ποτέ δεν ξέρεις... - Καλά, είπε το παιδάκι, έτσι κι αλλιώς... δεν το κουβαλώ στην πλάτη μου! Και δε μου ζητά ούτε φαΐ ούτε νερό. Είναι και μια σταλίτσα. Δε δίνει βάρος σε κανένα. - Αντίθετα! Υποσχέθηκε να μας ευθυμήσει, είπε η κοτούλα. Πράγμτι, το πουλάκι άρχισε να τους ακολουθεί, πετώντας πάνω απ τα κεφάλια τους, κάνοντας τρίλιες και ομορφαίνοντας τη συντροφιά τους με το γλυκοκελάιδημά του. Όμως κανένας δε σκέφτηκε να ρωτήσει πώς το έλεγαν... Συνέχισαν λοιπόν το δρόμο τους και όταν πια κόντευαν στο δάσος, μια πανέμορφη αλεπού παρουσιάστηκε μπροστά τους. Κούνησε τη φουντωτή της ουρά, πήρε το πιο γλυκό της ύφος και ρώτησε ναζιάρικα: - Πού πας, παιδάκι με όλα αυτά τα ζωάκια; - Πάω στο δάσος να κόψω ξύλα, απάντησε το παιδάκι, με ένα φόβο στην καρδιά. «Η αλεπού είναι πονηρή», σκέφτηκε. «Σίγουρα θα έβαλε την κοτούλα στο μάτι. Ευτυχώς που η κοτούλα δεν είναι μόνη της. Έχει τον κόκορα να την υπερασπιστεί. Αλλά ακόμα κι αυτός δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί της. Στο τέλος μπορεί να τον καταβροχθίσει και αυτόν. Πρέπει να είμαι πολύ προσεχτικός και να καταστρώσω ένα καλό σχέδιο, για να προστατέψω τους φίλους μου.» - Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί σας, ρώτησε με νάζι η αλεπού. - Λυπούμαι, απάντησε το παιδάκι, αλλά η συντροφιά μας είναι πλήρης. Δεν έχει χώρο για άλλον κανένα. Μπορούμε να σε πάρουμε μια άλλη φορά μαζί μας, όταν θα είμαστε πιο λίγοι. - Καλά, δεν πειράζει... απάντησε πονηρά η αλεπού. Επειδή όμως σας βλέπω λίγο κουρασμένους και επειδή... η συντροφιά σας μου άρεσε τόσο πολύ, σας προσκαλώ στη φωλιά μου, να γνωρίσετε την οικογένειά μου. Έχω ένα θαυμάσιο σύζυγο, με όμορφη μουσούδα και ουρά πιο φουντωτή από τη δικιά μου, και δύο μικρά παιδάκια τόσο χαριτωμένα, που δεν έχει άλλα σαν αυτά. Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι δεν ήταν εύκολο να ξεφύγουν από την πονηριά της αλεπούς. Γι αυτό, έπρεπε εκείνος και οι φίλοι του να σκεφτούν έξυπνα, γρήγορα και να καταστρώσουν ένα σχέδιο που να εξουδετερώνει τις προθέσεις της αλεπούς. - Εντάξει, της είπε με γενναιότητα, σαν να μην κατάλαβε τίποτα.

5 Τα άλλα ζωάκια γύρισαν και τον κοίταξαν παραξενεμένα. Τι είχε πάθει ο φίλος τους; Δεν καταλάβαινε ότι η αλεπού είχε βάλει στο μάτι την κοτούλα και, άμα έτρωγε εκείνην, μετά θα ήθελε να φάει και τον κόκορα και την κατσικούλα... και μετά; Ο Στέφανος τους έγνεψε με το δάχτυλο: «Σσσσς! Σιωπάτε. Μην πείτε τίποτα! Έχω σχέδιο!», τους είπε μόνο με τα χείλη, για να μην ακούσει η αλεπού. Τα ζωάκια δεν είπαν τίποτα και περίμεναν με αγωνία να δουν. Προχώρησαν όλοι μαζί προς τη σπηλιά και όταν έφτασαν εκεί, η αλεπού τους προσκάλεσε να μπουν μέσα. - Ελάτε, περάστε, τους είπε με ύφος γλυκό. - Είμαστε πάρα πολλοί, είπε το παιδάκι. Δε θα μας χωρέσει η σπηλιά σου. Καλύτερα μπες εσύ και φέρε μας τα κουταβάκια σου, να τα δούμε. Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς η αλεπού, μπήκε μέσα, σκεφτόμενη ότι θα φέρει έξω τον άντρα της, να τη βοηθήσει να πιάσει εκείνη την κοτούλα κι εκείνος τον κόκορα και να εξασφαλίσουν έτσι ένα πλούσιο γεύμα για την οικογένειά τους για μερικές μέρες. Ο Στέφανος, καταλαβαίνοντας τις προθέσεις της αλεπούς, «καλά», είπε μέσα του, «εσύ νομίζεις ότι είσαι έξυπνη και ότι δεν έχει άλλον σαν εσένα, αλλά τώρα θα δεις!» Έτσι, όταν εκείνη μπήκε μέσα στη σπηλιά, «εμπρός!», είπε στο γάιδαρο, «στάσου εδώ στο στόμιο της σπηλιάς, με τα πισινά σου πόδια στραμμένα στο άνοιγμα. Μόλις δεις τον αλεπούδο να έρχεται, θα αρχίσεις να τον κλωτσάς με όλη σου τη δύναμη, έτσι, που να μην μπορέσει να ξεμυτίσει. Εσείς, κοτούλα και κόκορα, θα πάτε να σταθείτε σε κείνην την προεξοχή του βράχου και από κει ψηλά, θα βουτάτε με φόρα και θα τσιμπολογάτε το κεφάλι και τη μουσούδα της αλεπούς και αλεπούδου της, ώσπου να αρχίσουν να ματώνουν. Εσύ, κατσικούλα, θα μπήγεις τα κέρατά σου, όπου μπορείς. Στην κοιλιά, στο λαιμό, στο στήθος, όπου προλάβεις. - Εντάξει, ζωάκια μου, ρώτησε το αγόρι, μόλις τέλειωσε τις οδηγίες. - Εντάξει! Απάντησαν όλα με μια φωνή. - Έτοιμοι για δράση; - Έτοιμοι, πανέτοιμοι! Φώναξαν με ενθουσιασμό. Έτσι, όταν η αλεπού με τον αλεπούδο της εμφανίστηκαν στην είσοδο της σπηλιάς, το τι τους περίμενε δε λέγεται. Γκαρίσματα, κακαρίσματα, μπεμπερίσματα, κλωτσιές, τσιμπιές, κερατιές. Όλα μαζί έκαναν την σπηλιά, που αντιβούιζε από όλα αυτά, να μοιάζει με ένα πεδίο μάχης φοβερό.

6 Τα κουταβάκια της αλεπούς φοβήθηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Τα αίματα της αλεπούς και του αλεπούδου άρχισαν να κυλούν από τις πληγές τους. Δεν ήξεραν πώς να προστατευτούν. Όταν προσπαθούσαν να αρπάξουν την κοτούλα ή τον κόκορα, εκείνοι πήγαιναν και στέκονταν στην προεξοχή του βράχου κι έτσι η αλεπού και ο αλεπούδος δεν μπορούσαν να τους φτάσουν. Όμως, το πιο φοβερό ήταν αυτό, που κανείς δεν το είχε υπολογίσει. Το πουλάκι, που το είχαν αφήσει έξω από τα σχέδιά τους, ορμούσε με όλη του τη δύναμη και έμπηγε το ράμφος του στα μάτια πότε του αλεπούδου και πότε της αλεπούς. Αυτό ήταν το πιο μεγάλο χτύπημα, γιατί ο αλεπούδος και η αλεπού κινδύνευαν να μείνουν χωρίς μάτια. Τυφλοί και αόμματοι, δε θα μπορούσαν ποτέ πια να ξαναδούν τα παιδιά τους ούτε ό,τι άλλο χρειαζόταν να βλέπουν. Έτσι νικημένοι, μπήκαν μέσα στη σπηλιά τους και αγκάλιασαν τα παιδάκια τους να μην κλαίνε, προσπάθησαν να τα παρηγορήσουν και έπλυναν ο ένας τις πληγές του άλλου, για να ανακουφιστούν. Όταν ο Στέφανος και η συντροφιά του κατάλαβαν ότι πια η αλεπού και ο αλεπούδος δεν επρόκειτο να τους κυνηγήσουν, πήγαν στο δάσος, έκοψαν τα ξύλα, τα φόρτωσαν στη ράχη του γαϊδάρου και άρχισαν να κατηφορίζουν την πλαγιά. Πρώτα όμως έκαναν ένα κύκλο και αναλογίστηκαν τι μεγάλο κατόρθωμα είχαν κάνει. Το παιδί πήρε ένα κλαδί από κισσό, έκανε ένα στεφάνι, στεφάνωσε το κεφάλι του γαϊδάρου και είπε: - Ήρωας ο γάιδαρος ο Κουτεντές, γιατί με τα γκαρίσματά του και τις δυνατές του κλωτσιές εμπόδισε την αλεπού και τον αλεπούδο της να ξεμυτίσουν από τη σπηλιά. Ύστερα έκανε δυο πιο μικρά στεφάνια και στεφάνωσε τον κόκορα και την κοτούλα, που στέκονταν δίπλα δίπλα, κρατούσαν τα φτεράκια τους και αντάλασσαν βλέμματα λατρείας. - Ήρωας ο κόκορας ο Κικιρίκο και ηρωίδα η κοτούλα η Κοκώ, είπε ο Στέφανος, που έσμιξαν τις δυνάμεις τους και όρμησαν άφοβα στον εχθρό, έτσι, που τον γέμισαν πληγές και αίματα. - Ηρωίδα και η κατσικούλα η Κοκκινούλα, είπε τέλος, στεφανώνοντάς την, γιατί με τα κέρατά της, άνοιξε τρύπες στις γούνες της αλεπούς και του αλεπούδου της και τις έκανε να ματώσουν. - Αλλά πιο ήρωας και από τους ήρωες είναι το μικρό, ντελικάτο πουλάκι, που με το λεπτό του ράμφος κατάφερε το πιο μεγάλο πλήγμα στην αλεπού και τον αλεπούδο της και τους ανάγκασε να σταματήσουν τον αγώνα. - Ήρωας, ήρωας το πουλάκι! Φώναξαν όλα μαζί τα ζωάκια και χειροκρότησαν το ντελικάτο πουλάκι, που ύψωσε το λαιμό και έβγαλε μια τρίλια περίτεχνη τέτοια, που ποτέ πριν δεν είχε ακουστεί.

7 - Πώς σε λένε, πουλάκι, θυμήθηκε τότε να ρωτήσει ο Στέφανος. Το είχε τόσο περιφρονήσει, που δε νοιάστηκε μέχρι τότε να ρωτήσει το όνομά του. - Με λένε Τσιριτρόμ! Είπε περήφανο το πουλάκι. - Τσιριτρόμ ο ατρόμητος, φώναξε θριαμβευτικά ο Στέφανος και τοποθέτησε το μικρό άνθινο στεφάνι σαν λοφίο πάνω στο μικρούτσικο κεφαλάκι του πουλιού. Το πουλάκι μας χάρηκε και άρχισε να τραγουδά πετώντας ολόγυρα. Τσιριτρόμ και τσιριτέλα είμαι μούρλια, είμαι τρέλα. Ένα τόσο δα πουλάκι είμαι φίνο πραματάκι. Μα κι αν είμαι εγώ μικρό, θαύματα επιτελώ! - Έλα, έλα, μην παραχαϊδεύεσαι, του είπε φιλικά ο Στέφανος, και ξεκίνησαν όλοι μαζί για την επιστροφή στην πόλη. Από τότε ο Στέφανος και η παρέα του ζούσαν όλοι μαζί στο σπίτι του, χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, έκαμναν τις δουλειές τους βοηθώντας ο ένας τον άλλο και συντροφεύοντάς τον σε ό,τι του λάχαινε στη ζωή. Όταν η μέρα έγερνε και ο μόχθος της έπαιρνε τέλος, μαζεύονταν γύρω από το τζάκι το χειμώνα, έψηναν κάστανα και γελούσαν με το πάθημα της αλεπούς που θέλησε να τους ξεγελάσει. Έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα... ΤΕΛΟΣ