Μακεδονία, υπό οθωμανική κυριαρχία Τέλη Σεπτεμβρίου του 1906 Σοφία, Σοφία, τέλειωνε, φεύγουμε! Η φωνή της Λενιώς που ακούστηκε πίσω μου επιτακτική και δυνατή με έκανε να τιναχτώ. Άφησα απαλά σε ένα φύλλο την πασχαλίτσα που κρατούσα στην παλάμη μου, άρπαξα τα βρεγμένα ρούχα, τα πέταξα γρήγορα γρήγορα στο κοφίνι, το έβαλα προσεκτικά στο κεφάλι και άρχισα να ανεβαίνω το μονοπάτι. Το μονοπάτι που οδηγούσε από το ποτάμι προς το ξέφωτο του νερόμυλου, και από εκεί στα χωράφια και στο χωριό μου, ήταν στενό και ανηφορικό. Τα πόδια μου γλιστρούσαν προς τα πίσω μέσα στα τεράστια παπούτσια από γουρουνόδερμα, είχαν πληγιάσει, με πολλή δυσκολία κρατιόμουν όρθια. Αλλά έπρεπε να βιαστώ, να μη μείνω ξέμακρα από τις άλλες γυναίκες, μόνη, γιατί την εποχή εκείνη στα μέρη μας κυκλοφορούσαν Βούλγαροι κομιτατζήδες, λιποτάκτες στρατιώτες της Οθω 9
ευγενια κοκκαλη μανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και πολλοί αδίστακτοι ληστές. Ήταν αρχές φθινόπωρου τη μέρα εκείνη που είχα πάει μαζί με τις γυναίκες του χωριού να πλύνουμε τα ρούχα μας στο ποτάμι, που τα καθάρια και γάργαρα νερά του κυλούσαν ήρεμα. Οι γυναίκες, αφού άπλωσαν τα στρωσίδια τους κάτω από τα πλατάνια, άρχισαν την μπουγάδα τραγουδώντας. Το σούρουπο, έχοντας τελειώσει και με την καθαριότητα των παιδιών και τη δική τους, πήραν το δρόμο του γυρισμού. Σε λίγο φάνηκαν τα πρώτα σπίτια του χωριού, κι εγώ τάχυνα το βήμα μου. Ήθελα να φτάσω γρήγορα, πριν πέσει το σκοτάδι, να δω πού βρισκόταν η Μαρία, η τρίχρονη γειτονοπούλα μου, γιατί της είχα φυλάξει μια πολύ όμορφη γυαλιστερή κατακόκκινη πετρούλα που έμοιαζε με μήλο. Μόλις μπήκα στην κουζίνα, άφησα στην άκρη το κοφίνι με τα ρούχα κι έτρεξα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Το σπίτι μας ήταν ένα μακρόστενο διώροφο κτίσμα με μια πόρτα στη μέση και απέναντί της το τζάκι, αναμμένο συνεχώς, που δεξιά και αριστερά του είχε δύο χτιστά φαρδιά ντιβάνια στρωμένα με χρωματιστές φλοκάτες. Θυμάμαι πως πάντα στο ένα ντιβάνι κοιμόταν ο πατριός μου, ενώ στο άλλο όλοι οι υπόλοιποι. Στην αριστερή μεριά υπήρχε ένας ακόμα ενιαίος χώρος, με μια ξύλινη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο, όπου υπήρχαν τρία δωμάτια. Μπροστά, η αυλή ήταν γεμάτη χορτάρια, ξύλα και ό,τι 10
άχρηστο μπορεί να φανταστεί κανείς, κι εκεί υπήρχε ένα μικρό παράσπιτο που το χρησιμοποιούσαμε για κουζίνα. Καθώς περνούσα εκείνο το σούρουπο μπροστά από την πόρτα, έσκυψα το κεφάλι για να μη με προσέξει ο πατριός μου. Τον φοβόμουν πάρα πολύ και, όταν άκουγα την αγριοφωνάρα του, έτρεμα ολόκληρη, γι αυτό συνήθως έβρισκα κάτι να κάνω, ώστε να είμαι όσο πιο μακριά του μπορούσα. Τα τελευταία πέντε χρόνια είχα αισθανθεί πολλές φορές το βαρύ του χέρι πάνω μου και είχα πολλά σημάδια στο κορμί μου από τις μαγκουριές που μου έριχνε, αλλά και καψίματα από το νερό που έβραζε μονίμως στο τζάκι και που συχνά το πετούσε καταπάνω μου όταν ήταν μεθυσμένος ή θυμωμένος. Δυστυχώς, με πήρε χαμπάρι και με φώναξε. Σοφία, Σοφία, έλα μέσα, μπρε τζάνεμ. Τι φοβάσαι; Έλα, έχουμε επισκέπτη. Με την άκρη του ματιού, καθώς έμπαινα μέσα στο σπίτι, είδα στο αριστερό ντιβάνι έναν τεράστιο όγκο τυλιγμένο με ένα μαυροκαφέ χοντρό πανί, από το οποίο ξεπρόβαλλε στην κορυφή ένα μικρό ασπριδερό φαλακρό κεφάλι με δυο σχισμές για μάτια και μια μεγάλη κυρτή μύτη. Μάλλον άνθρωπος είναι, σκέφτηκα, αλλά μου ήταν εντελώς άγνωστος. Μη στέκεσαι έτσι, μπρε, έλα να σε δει ο Άγυρτος, φώναξε πάλι ο πατριός μου. Η τρομάρα μου δε λέγεται όταν στράφηκα και αντίκρισα τον άνθρωπο που τον έλεγαν Άγυρτο ίσως και να κατουρήθηκα, δε θυμάμαι τώρα πια. Θυμάμαι, όμως, καλά πως 11
ευγενια κοκκαλη είδα να απλώνεται ένα χέρι προς το μέρος μου για να με πιάσει. Έκανα προς τα πίσω, αλλά δεν τα κατάφερα να ξεφύγω, βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε ένα στόμα γεμάτο σάπια δόντια και μια βρομερή ανάσα με χτύπησε στο πρόσωπο. Τότε άκουσα τον πατριό μου να λέει: Άγυρτε, αυτό είναι. Σου κάνει; Εγώ, έτσι κι αλλιώς, από τότε που πέθανε η μάνα του το έχω φορτωθεί και θέλω να το απολύκω. Πάρ το και ό,τι θες δώκε, μπρε. «Πάρ το», «δώκε», τι άκουγα; Ποιος, πού, γιατί; Αδυνατούσα να καταλάβω τι ακριβώς γινόταν, αλλά όχι για πολύ, γιατί το στόμα που βρισκόταν μπροστά μου μίλησε. Μου κάνει και μου παρακάνει. Πόσο είναι; Κοντά στα δέκα, έτσι νομίζω, απάντησε σκεφτικός ο πατριός μου. Αχά, κούτσικο είναι, αλλά ομορφούτσικο. Το χέρι που με κρατούσε με έσπρωξε απότομα προς τα πίσω και με άφησε, εγώ σωριάστηκα σχεδόν λιπόθυμη κάτω κι έμεινα ακίνητη. Τα πόδια μου δε με υπάκουαν. Ήθελα να φύγω, να τρέξω, όμως ήμουν ακόμα εκεί, παραλυμένη, χωρίς να ακούω πια, ούτε να βλέπω, τα δάκρυα θόλωναν τα μάτια μου, ώσπου τελικά το ίδιο χέρι με τράβηξε, με σήκωσε και βρέθηκα παραμάσχαλα, σαν αρνί που το πάνε για σφαγή. Άιντε, μπρε Άγυρτε, άμα είναι πάλι ο δρόμος σου από εδώ, έλα και θα σου χω κι άλλο, το ίδιο δυνατό και ομορφούτσικο, είπε ο πατριός μου και τα μικρά κακά μάτια του έλαμψαν πονηρά. 12
Δε φώναζα, δεν έκλαιγα, ήμουν απλώς μουδιασμένη, ώσπου είδα μπροστά μου ένα κλειστό κάρο, με ένα άνοιγμα πίσω καλυμμένο με μουσαμά. Ο Άγυρτος ανασήκωσε με το ένα χέρι το μουσαμά κι εγώ βρέθηκα μέσα σε ένα σκοτεινό χώρο που βρομούσε απαίσια. Δεν τολμούσα καν να ανοίξω τα μάτια από την τρομάρα μου, έμεινα δεν ξέρω πόση ώρα έτσι, στα σκοτεινά, γιατί ο Άγυρτος έκλεισε ξανά το άνοιγμα. Τι είσι συ; Κουρίτσ ; Μίλα, έι. Μια σιγανή κοριτσίστικη φωνή με συνέφερε και τρεμόπαιξα τα βλέφαρα, όμως το σκοτάδι με εμπόδιζε να δω. Με δυσκολία διέκρινα στη μια γωνία του κάρου ένα ξανθό κεφαλάκι. Πού είμαι; ρώτησα και προσπάθησα να κουνηθώ, να πάω προς την έξοδο, αλλά αντιλήφθηκα ότι το δεξί μου πόδι ήταν κάπου σκαλωμένο. Ψαχούλεψα να καταλάβω γιατί και τότε η φωνή ξανακούστηκε. Μην κνιέσαι, έτσι κι αλλιώς είσαι διμένη στον πάσσαλο, θα λυθείς άμα θέλ ο Άγυρτος. Πράγματι, μια αλυσίδα που τέλειωνε σε χαλκά κρατούσε το πόδι μου και ήταν αδύνατο ακόμα και να σηκωθώ. Παρά την τρομάρα μου, κοίταξα προς το μέρος όπου υπέθεσα πως βρισκόταν το κορίτσι και είπα: Πού είμαστε και πού πάμε; Α, συ δεν το ξερς, γλιέπω. Ο Άγυρτος παγένει στα χου 13
ευγενια κοκκαλη ριά, συνήθως ικεί που έχουνε πάει οι κομιτατζήδες, κι παίρν τ άγουρα κουρίτσια και μιτά τα πάει ή στην Πόλη ή στην Μπουργαρία ή στη Ρουσία. Ιγώ πιρίμινα δύο χρόνια να έρθ στο χουριό μ στα Βοδενά, γιατί είμαστι πουλλά τα πιδιά και τα κουρίτσια στη φαμελιά μ και πουλλή η πείνα, κι η μάνα μ τον πιρίμινε πώς και πώς. Ιγώ θα πάω να δλιέψω στην Μπουργαρία ικεί έχ κι μιγάλες φαμίλιες Έλληνοι κι μπουρώ να κάνω κι βαριές δλιες, κι άμα πιράσει λίγους κιρός, θα δώκει λιφτά ο Άγυρτος στο σπίτ μ, έτσ κουβέντιασ με τς γονείς μ. Εσύ τι, δεν ήξιρες τίπτα, ποιος σ έδωκε; Δεν απάντησα. Ο νους μου πήγε πίσω, πολύ πίσω στο χρόνο, τότε που ήμουν τεσσάρων πέντε χρόνων και ζούσε η μανούλα μου, που με πρόσεχε, με έπλενε, με τάιζε και με νοιαζόταν. 14
Μακεδονία, υπό οθωμανική κυριαρχία, δέκα χρόνια πριν Μάιος του 1896 Η μητέρα μου ήταν μια ψηλή πανέμορφη κοπέλα με κάτασπρο πρόσωπο, καταγάλανα μάτια και μαύρα ίσια μακριά μαλλιά. Οι άντρες, όταν περνούσε από μπροστά τους, έριχναν πάντα και μια δεύτερη κλεφτή ματιά, ενώ οι νέοι του χωριού άρχισαν νωρίς νωρίς να στέλνουν τα προξενιά τους. Η οικογένειά της ήταν από τις καλοστεκούμενες του τόπου διατηρούσε φιλικούς δεσμούς με τον Ιμπραήμ μπέη, τον Οθωμανό κυβερνήτη της περιοχής, αλλά είχε και τον τρόπο της να ζει καλά από τα έσοδα των κτημάτων που διαχειριζόταν. Η μητέρα μου, λοιπόν, δεκαοχτάχρονο κορίτσι ήδη, της παντρειάς, κίνησε μια φορά να πάει με ένα θείο και μια θεία της στο παζάρι στο Μοναστήρι, αρκετά μακριά από το χωριό της, για να αγοράσουν ρούχα και ό,τι άλλο δεν έφερναν οι διάφοροι πραματευτάδες. 15
ευγενια κοκκαλη Αφού έκαναν τρεις μέρες να φτάσουν και αφού έμειναν ακόμα τέσσερις στην πόλη, μαζί με άλλους ανθρώπους από τα γύρω κοντινά χωριά έφτιαξαν ένα καραβάνι και ξεκίνησαν για την επιστροφή. Όταν βρίσκονταν περίπου στο τέλος του ταξιδιού και ενώ προχωρούσαν οι μισοί άντρες μπροστά και οι άλλοι μισοί πίσω, ακούστηκε από μακριά θόρυβος, φωνές και ποδοβολητό αλόγων. Όλοι κατάλαβαν πως κοινοί ληστές, ίσως Βούλγαροι κομιτατζήδες, που εκείνη την εποχή χτυπούσαν μανιωδώς τους Έλληνες, τρομοκρατώντας τα ελληνικά χωριά, ή και λιποτάκτες του τουρκικού στρατού πλησίαζαν προς το μέρος τους. Ήξεραν τι θα επακολουθούσε αν αυτοί τους έβρισκαν μπροστά τους. Αμέσως οι άντρες κατέβασαν τις γυναίκες από τα κάρα και τις οδήγησαν προς τις σκοτεινές συστάδες των δέντρων κατά μήκος του χωματόδρομου. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι κάπως τις είχαν κρύψει, γύρισαν γρήγορα γρήγορα πίσω και περίμεναν. Το ποδοβολητό τώρα ακουγόταν πιο δυνατό και μέσα από τη σκόνη πρόβαλαν καβαλάρηδες ληστές, όπως έγινε αντιληπτό, οι οποίοι, μόλις είδαν μπροστά τους το σταματημένο καραβάνι, άρχισαν να φωνάζουν και να κραδαίνουν τα σπαθιά τους επιδεικτικά μπροστά στους άντρες που ήταν εκεί. Αφού τους μάζεψαν σε μια μεριά, άλλοι ανέβηκαν στα κάρα και βάλθηκαν να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν που τους 16
γυάλιζε κι άλλοι είχαν πέσει πάνω στους άντρες, τους ψαχούλευαν και, αφού έπαιρναν όσα χρήματα ή τιμαλφή είχαν, τους μαχαίρωναν. Οι φωνές, τα βογκητά, όλη αυτή η φασαρία έφτανε στ αφτιά των γυναικών και τις έκανε να τρέμουν από το φόβο τους. Η μητέρα μου ήταν σκυμμένη, κουλουριασμένη και τυλιγμένη με το σάλι της, κρατώντας ακόμα και την ανάσα της μην τυχόν και την ακούσει κάποιος από τους ληστές, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε μια σκιά από πάνω της κι ασυναίσθητα μαζεύτηκε πιο πολύ. Μάταια, όμως. Ο καβαλάρης τράβηξε με το σπαθί του το σάλι που το έσφιγγε πάνω της και με μια δεύτερη κίνηση, ακουμπώντας το σπαθί κάτω από το πιγούνι της, την ανάγκασε να ανασηκώσει το κεφάλι και στη συνέχεια να σταθεί όρθια. Εκείνη ίσιωσε το κορμί της τάχα ατρόμητη και τον κοίταξε κατάματα. Και τότε, καθώς τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, οι καρδιές τους άρχισαν να χτυπούν πιο γρήγορα, ένιωσαν και οι δυο μια δυνατή φλόγα να καίει τα σωθικά τους, έμειναν ακίνητοι για λίγα λεπτά κι ύστερα ο καβαλάρης άρπαξε τη μητέρα μου και την ανέβασε μπροστά του στο άλογο, σπιρουνίζοντάς το να τρέξει μέσα στο δάσος, μακριά απ όλους. Ξαφνικά σταμάτησε σε ένα ξέφωτο, ο άντρας πήδηξε στο έδαφος και με μια απαλή κίνηση πήρε τη μητέρα μου στα χέρια του και την κατέβασε κάτω. 17