The Three Hierarchs School of Modern Greek Denver



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Η νίκη... πλησιάζει»

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

(Σκηνικό η εξοχή ακούγονται πυροβολισµοί) Μπαίνουν δυο τσολιάδες λίγο βιαστικοί σα να µη θέλουν να τους δουν.

ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ. ( Ακούγεται κλάμα μωρού )

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

( Ανεβαίνουν στη σκηνή μία-μία οι Σουλιώτισσες αναμαλλιασμένες, φτάνουν στο γκρεμό, τον βλέπουν απότομα κάνουν τρομαγμένες πίσω )

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ


ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του Κάρολου Ντίκενς. Διασκευή - Διάλογοι: Αμάντα Ηλιοπούλου

Η μάνα σου θα τα πληρώσει (Τί σου λέει η μάνα σου για 'μένα) :: Σκαρβέλης Κ. - Βέζος Σ. :: 1935

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

«Το θέµα είναι που θα πάει; Τουλάχιστον µετά να πήγαινε Μαλανδρίνο, δεν ξέρω»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Τα πολύτιμα πετράδια του θεϊκού Μου στέμματος

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Στο γραφείο της Δημάρχου κυρίας Μαυρίδη Μιλάει στο τηλέφωνο. Μπαίνει η γραμματέας του μ ένα τεράστιο ντοσιέ στο χέρι

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Transcript:

The Three Hierarchs School of Modern Greek Denver «Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται,ζυγόν δουλείας ας έχωσι θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» -Α.Κάλβος-

Πρόγραµµα Γιορτής Έναρξη 4.30 - Appetizers Kids Gallery (Please take the time to look around and vote for the best three drawings made by our kids) 4.45 National Anthems-Prayers 5.00 -Video Introduction Να ζει το Μεσολόγγι By Mr Ioannides 5.15 - Να ζει το Μεσολόγγι By Βασίλη Ρώτα Performed by The Denver School of Modern Greek students 5.45 - Fotia Dance Group 6.00 - Prayer 6.05 - Dinner

Α ΑΝΤΡΑΣ Β ΑΝΤΡΑΣ Γ ΑΝΤΡΑΣ ΠΑΠΑΣ ΠΑΝΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ ΔΕΣΠΩ ΜΑΡΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ ΛΕΝΙΩ ΠΕΤΡΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΙΤΣΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ Α ΚΟΠΕΛΑ Β ΚΟΠΕΛΑ Α ΑΓΟΡΙ Β ΑΓΟΡΙ ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΦΩΤΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΑΙΔΙΑ

Μεσολόγγι την άνοιξη του 1826. ΣΚΗΝΗ 1η Ο παπάς κάθεται στη µέση. Η Φωτεινή επιβλέπει τα παιδιά, που καθισµένα σταυροπόδι φτιάνουν φυσέκια. Η Γιώργαινα καθισµένη µε την πλάτη γυρισµένη προς τους θεατές θηλάζει ένα µωρό. Ο Πάνος γονατιστός στο να πόδι δεξιά από τον παπά. Ο Κωστάκης ορθός στηρίζεται στο τζάκι κι όλο λυγίζουνε τα γόνατα του να πέσει. Τρεις άντρες στέκονται ορθοί αριστερά από τον παπά. ΠΑΠΑΣ: (Έχει το δεξί του χέρι στο κεφάλι του Πάνου) Κρατήσου, παιδί µου, λιγάκι, µείνε µαζί µου, όσο να σε χορτάσει το µάτι µου, να καµαρώσω τη λεβεντιά σου. Εχτές ακόµα, όσο δε σου χαν δώσει άρµατα, ήσουν παιδί, και σήµερα!.. πόσο µεγάλωσες µονοµιάς από τη µια µέρα στην άλλη! ΠΑΝΟΣ: Έλα τώρα, πατέρα, δώσε µου την ευχή σου λέω. (ακούγεται κανονιά) Να τα! Βλέπεις; Άρχισε πάλι το γιουρούσι κι εγώ είµαι ακόµα εδώ. Α ΑΝΤΡΑΣ: Έτοιµα τα φουσέκια; Πρέπει να φύγουµε. Β ΑΝΤΡΑΣ: Έτοιµα είναι, µα οι Τούρκοι είναι µιλιούνια, γέµισε ο κάµπος Αραπιά, θα µας θερίσουν. Γ ΑΝΤΡΑΣ: Μη σκιάζεστε µωρέ! Αν χρειαστεί θα πεθάνουµε για την πατρίδα! ΟΛΟΙ: «Καλύτερα µιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή! Α ΑΝΤΡΑΣ: Οι Τούρκοι θ ακούνε Μεσολόγγι και θα τρέµουν. Β ΑΝΤΡΑΣ: Έχουµε ακόµα αγώνα µπροστά µας, αδέρφια! Γ ΑΝΤΡΑΣ: Θα ρθουν και ενισχύσεις, θα σπάσουν τον αποκλεισµό τ αδέρφια µας, ας έχουµε πίστη! Α ΑΝΤΡΑΣ: Πάµε, για την πατρίδα! ΟΛΟΙ: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» ΠΑΠΑΣ: (Του πιάνει το χέρι) Άιντε, παιδί µου, στη θέση σου. Πρώτα απ όλα το Μεσολόγγι. Δε σε κρατώ πια. Να µη σηκώνεις κεφάλι, παρ όσο για να µατιάσεις. Να φυλάγεσαι. Μην είσαι αψύς. ΠΑΝΟΣ: ξέρω καλέ πατέρα! ΘΑΝΑΣΗΣ: Έπρεπε να µαι κοντά σας, να σας δασκαλεύω. Μα το πόδι µου, αχ! Με κρατεί εδώ καρφωµένο. Πες του καπετάνιου : Τι κάνουµε εδώ; Είναι δουλειά για µας αυτή, να επιβλέπουµε τα φουσέκια; ΠΑΠΑΣ: Πες του να στείλει άλλον στο πόδι µου, να ρθω, παιδί µου, στο ταµπούρι να µια κοντά σου. Κοίταξε, παιδί µου, εσύ πρέπει να ζήσεις, να ξαναγυρίσεις στο Σούλι µας. (ακούγονται κανονιές) ΠΑΝΟΣ: (πετάγεται) Δεν ακούς, πατέρα; Το γιουρούσι! Δεν κάθοµαι πια. Καλό βόλι, πατέρα! ΠΑΠΑΣ: (του πιάνει το κεφάλι µε τα δυο χέρια) Καλό βόλι, παιδί µου, και ο Θεός ας σε παραστέκει, ας σε φυλάξει, γιατί εσένα έχω µοναχή µου ελπίδα και χαρά. (τον φιλά) Εσένα και τη Λευτεριά. Και τη Λευτεριά πάλι για σένα όχι για µένα. (τον αφήνει) ΟΛΟΙ: Καλό βόλι, παιδιά! (φεύγουν βιαστικά) ΠΑΙΔΙΑ: Καλό βόλι! ΘΑΝΑΣΗΣ: Ωχ! Ωχ! Βοήθα µε, Φωτεινή

ΦΩΤΕΙΝΗ: Τι θέλεις, µπαρµπα Θανάση; (γονατίζει κοντά του) ΘΑΝΑΣΗΣ: Το πόδι µου, σάλεψέ το λίγο, πονώ φοβερά. Ωχ, ωχ, ωχ! ΦΩΤΕΙΝΗ: Έτσι, έτσι; Είσαι καλύτερα τώρα; ΘΑΝΑΣΗΣ: (Χτυπώντας το χέρι του στο γόνατό του) Να κάθοµαι εδώ σα θεριό πιασµένο στο δόκανο και να πολεµάει το παιδάκι; ΦΩΤΕΙΝΗ: Μη στεναχωριέσαι, µπάρµπα Θανάση, κι ο Πάνος µας πολεµάει καλά. Το δειξε και στο άλλο γιουρούσι. ΠΑΠΑΣ: κοίτα τα φουσέκια τώρα. «Κύριε, εισάκουσον της προσευχής µου, ενώτισαι την δέησίν µου εν τη δικαιοσύνη σου. ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: (ανασηκώνεται µε κόπο µιλεί αργά) Έλα, µε ρούφηξες πια! Δεν πίνεις το γάλα, το αίµα µου πίνεις, που να µην ήσουνα! (το αφήνει κάτω και σηκώνεται) ΠΑΠΑΣ: Μη βλαστηµάς, Γιώργαινα. ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Δε βλαστηµάω, παππούλη, λιγώθηκα ολότελα, λέω θα ξεψυχήσω. ΠΑΠΑΣ: Δεν έβρασε πια το φαΐ για τα παιδιά; ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Βράζει ο σκύλος; Δε βράζει. Και δεν έχουµε ούτε ξύλα πια τι να βάλω τα χέρια µου; ΔΕΣΠΩ: Τώρα λένε, άµα σκολάσει ο πόλεµος, θα ρίξουνε το δεσποτικό να βγάλουνε ξύλα. ΠΑΠΑΣ: Το δεσποτικό δεν πρέπει να το ρίξουνε, είναι κειµήλιο. ΔΕΣΠΩ: Τι κειµήλιο, παππούλη,; Κειµήλια θα τηράξουµε τώρα ή θα γλιτώσουµε τις ψυχές µας; ΠΑΠΑΣ: Και οι ψυχές θέλουν την πίστη τους, Δέσπω. Εµείς εδώ στο Μεσολόγγι την πίστη µας θέλουµε να γλιτώσουµε και όχι τις ψυχές. Ας κάψουµε το λοιπό τα κονίσµατα και τα βιβλία τα ιερά κι ας τουρκέψουµε ολότελα, να γλιτώσουµε τις ψυχές µας. Γι αυτό λέω, καλύτερα να ρίξουµε τ άλλα σπίτια πρώτα και να µην πειράξουµε το δεσποτικό. ΔΕΣΠΩ: Τα σπίτια όσα περισσεύουνε τα ρίξανε πια. Εδώ, παππούλη, είµαστε για χαλασµό και µην ελπίζεις να γλιτώσει το Μεσολόγγι. ΜΑΡΚΟΣ: Δέσπω, αυτό το λόγο να µην τον ξαναπείς. Το Μεσολόγγι δεν πέφτει σε χέρια Τούρκου. ΔΕΣΠΩ: Κειο, άµα χαθούνε ούλοι, τι να την κάνει τη λευτεριά του; ΜΑΡΚΟΣ: (τη µαλώνει) Σώπα, άπιστη γυναίκα. Μη σκανταλίζεσαι, κι ούλοι να χαθούµε, φτάνει να µείνει λεύτερη ετούτη η γης και θα φυτρώσει ξανά κι ανθρώπους, όπως φυτρώνει την αγριάδα. ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Εγώ λέω δε φυτρώνει ούτε χορτάρι πια. (µε απελπισία κουνώντας τα χέρια της) Τα τσαρούχια µας τα φάγαµε, τα φύκια και τα σκουλήκια τα φάγαµε, τα ποντίκια τα φάγαµε. Τι άλλο θα φάµε πια; Σήµερα µας στείλανε µισό σκύλο για όλο τούτο τα ασκέρι κι είπανε σωθήκαν και τα σκυλιά. Από ταχιά θα βάλουµε χέρι στις γάτες ΔΕΣΠΩ: Ώχου! Ο Θεός ας µας ελεήσει κι ας µας σπλαχνιστεί! Εχτές η Στάθαινα ήτανε να θάψει τον άντρα της και αγρίεψε ξαφνικά κι άρχισε να τρώει τον πεθαµένο. Τρόµαξαν να της τον πάρουν από τα χέρια. ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ ΔΕΣΠΩ: Τι θα γινούµε οι µαύροι; ΜΑΡΚΟΣ: Μη λιγοψυχάτε, γυναίκες! Εµείς που ζούµε πρέπει να δοξάζουµε το Θεό. Κι όση ψυχή µας µένει πρέπει να την κρατάµε αµόλευτη από σκάνταλο. Γιατί (έντονα) εµείς, εδώ, στο Μεσολόγγι σήµερα κρατάµε στα χέρια µας τη λευτεριά του Γένους. Είµαστε όλοι ταµένοι και δεν έχουµε το δικαίωµα να λιγοψυχήσουµε.

ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: (κλαίγοντας) Ο Θεός να µας συγχωρέσει, από τα προχτές το βράδυ δεν έχω βάλει στο στόµα µου άλλο από µια γουλιά νερό, και το παιδί, βυζαίνει την ψυχή µου πια της δόλιας! Ώρα την ώρα λέω µια πως θα ξεψυχήσει εκείνο στα χέρια µου, µια πως εγώ θ αποµείνω. Δεν έχω ανάκαρα ούτε τα µάτια µου ν ανοίξω και σαλεύω έτσι, σα να µην είµαι γω, σαν κάποιος άλλος να µε σπρώχνει. ΠΑΠΑΣ: Κοίταξε, τοιµασε µια ώρα αρχύτερα το φαΐ των παιδιών και να βγάλεις διπλή µερίδα για σένα. (η Γιώργαινα πάει αναστενάζοντας και γονατίζει στο τζάκι, όπου ανακατεύει το φαΐ στο τσουκάλι που βράζει εκεί, και συνδαυλίζει τη φωτιά) ΦΩΤΕΙΝΗ: (σηκώνετε και πλησιάζει τον Κωστάκη) Κωστάκη, πού πας, παιδάκι µου. Έλα να σε βάλω στο στρώµα να πέσεις, εσύ δεν µπορείς να σταθείς στα πόδια σου. (το παίρνει και το βάζει να ξαπλώσει και ξαναγυρίζει στη θέση της ο Κωστάκης ξανασηκώνεται, πιάνεται στον τοίχο και πάει ως το τζάκι) ΠΑΠΑΣ: Ταχύ εισάκουσόν µου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύµα µου, µη αποστρέψεις το πρόσωπό σου απ εµού και οµοιωθήσοµαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Γνώρισον µοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσοµαι ότι προς σε ήρα την ψυχήν µου. (ο Κωστάκης σωριάζεται) ΦΩΤΕΙΝΗ: (τρέχει κοντά του) Κωστάκη! Κωστάκη! ΠΑΙΔΙΑ: (σηκώνονται κοιτάζουν µ ανησυχία και φωνάζουν) Κωστάκη! Κωστάκη! ΝΙΚΟΛΑΣ: Όχι φωνές. Όχι φωνές. Έλα δω, Φωτεινή! Άστο, κοίταξε τα φουσέκια. ΦΩΤΕΙΝΗ: Θαρρώ πέθανε, µπάρµπα - Νικολό! ΝΙΚΟΛΑΣ: Πες της Γιώργαινας και κοίταξε συ τα φουσέκια! ΦΩΤΕΙΝΗ: (πάει και την αγγίζει στον ώµο, καθώς είναι σκυµµένη και φυσάει τη φωτιά) Γιώργαινα! (της δείχνει τον Κωστάκη και γυρίζει στη θέση της) ΝΙΚΟΛΑΣ: Πρόφτασε, Γιώργαινα, το παιδί, τον Κωστάκη. Δώσ του µια γουλιά ζουµί. ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Τι να του δώσω; Τι να το ταΐσω τώρα πια; ΠΑΠΑΣ: Το πνεύµα σου το αγαθόν οδηγήσει µε εν γη ευθεία, ένεκεν του ονόµατός Σου, Κύριε, ζήσεις µε. Εν τη δικαιοσύνη Σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν µου και εν τω ελέει Σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς µου. Και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν µου, ότι εγώ δούλος Σου ειµί. ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Δε σαλεύει, δεν ανασαίνει! ΠΑΠΑΣ: Παραδόθει; ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Ξεψύχησε! ΠΑΠΑΣ: (σηκώνοντας τα χέρια και κάνοντας το σταυρό του) Ας παραλάβει ο Κύριος την ψυχή του στη µακαριότητά Του. Σήκωσ το. Πάρ το µέσα ΠΑΙΔΙΑ: (κλαίνε) Κωστάκη! Κωστάκη! ΝΙΚΟΛΑΣ: Τη δουλειά σας. Μην αφήνετε τη δουλειά σας ούτε στιγµή. Γλήγορα τα χέρια σας. Φκιάνετε καλά τα φουσέκια. ΘΑΝΑΣΗΣ: Προσέχετε τη µπαρούτη µην κάνετε λάθος. Για φέρε µου να ιδώ Φωτεινή. Καλά, καλά! Πιο σφιχτά Τι ναι αυτό; Τούτο είναι το νοτισµένο, πώς βράχηκε; ΛΕΝΙΩ: Κλαίνε, µπάρµπα Θανάση, και. ΘΑΝΑΣΗΣ: Ποιος κλαίει; Δε σας είπαµε να µην κλαίτε; Ποιος κλαίει; Να ρθει δω αµέσως. ΜΗΤΣΟΣ: Εγώ! (κλαίγοντας)

ΘΑΝΑΣΗΣ: Έλα κοντά, παιδί µου, γιατί κλαις; (το χαϊδεύει) ΜΗΤΣΟΣ: Πεινάω! ΝΙΚΟΛΑΣ: Μα εσύ να κλαις; Εσύ που χτες ο πατέρας σου σκότωσε δεκαπέντε Τούρκους; Ντροπής! ΘΑΝΑΣΗΣ: Όχι παιδί µου, µην κλαις, γιατί να, κοίτα τούτο το φουσέκι, το κανες λούτσα, δεν κάνει. Γιατί χαλάει η µπαρούτη και δε θα πιάνει φωτιά και πώς θα κάνουµε τον πόλεµο, παιδάκι µου; Πάει το Μεσολόγγι µας! ΜΑΡΚΟΣ: Θα µας το πάρουν οι αντίχριστοι και θα µας σφάξουν όλους µε τα γιαταγάνια τους! Γι αυτό κανένας σας να µην κλαίει! ΜΗΤΣΟΣ: Πεινάω!! ΠΑΠΑΣ: Θεέ µου, βοήθησέ µας στη δυστυχία µας! ΠΑΙΔΙΑ: Πεινάµε!! ΦΩΤΕΙΝΗ: Σωπάτε! Μην κάνετε έτσι! (τραβώντας το Μήτσο από το χέρι στη θέση του) Δεν ακούτε το κανόνι; Σωπάτε! Να η κυρα Γιώργαινα θα φέρει φαΐ. (η Γιώργαινα πάει πάλι στο τζάκι) ΛΕΝΙΩ: Οι πατεράδες µας, οι µανάδες µας, τα αδέρφια µας πολεµάνε, όλοι πολεµάνε και µεις εδώ να κλαίµε; Ντροπής! Εµπρός, εµπρός, φκιάνετε φουσέκια! ΠΑΠΑΣ: Από των πολλών µου αµαρτιών ασθενεί το σώµα, ασθενεί µου και η ψυχή. Προς Σε καταφεύγω την Κεχαριτωµένην. Ελπίς απελπισµένων Συ µοι βοήθησον. Πάσαι των αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδροµε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι Π,αντες µετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ηµάς (µπαίνει µε ορµή η Κατερίνα οπλισµένη) ΣΚΗΝΗ 2η ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Φωτεινή, Φωτεινή φουσέκια! ΦΩΤΕΙΝΗ: (µαζεύει έτοιµα φουσέκια και της τα δίνει) Πώς πάµε; ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Βαστάµε, βαστάµε! Τους φάγαµε. Γιόµισε η πλέβρα κορµιά. Μονάχα να µας προφτάσει η νύχτα και θα τους φάµε το κρέας ταχιά! ΠΑΙΔΙΑ: Κατέρω!! ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Βιάζοµαι, βιάζοµαι!! ΠΕΤΡΗΣ: Πες του καπετάνιου εδώ είµαι άχρηστος, το πόδι µου αφόρµισε, πονώ φοβερά. Πες του να προστάξει: «Ο µπαρµπα Πετρής, πες του, θέλει να ρθει στο µετερίζι να πολεµήσει.» Να στείλει άλλον στο πόδι µου. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Καλά. (κάνει να φύγει ο παπάς την κρατάει από το χέρι) ΠΑΠΑΣ: Εκείνο το παιδί το δικό µου, ο Πάνος, κοντά σου είναι; Τον είδες; ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ναι, πολεµάει. ΠΑΠΑΣ: Πες του καπετάνιου να τον προσέχει, είναι αψύ το παλιόπαιδο. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ο Πάνος ο δικός σου, παππούλη, πολεµάει καλύτερα απ όλους, σαν άντρας. Δυο τρεις φορές άκουσα τον καπετάνιο που του φώναζε: «Μπράβο, Π νο, γεια σου παληκάρι, γεια σου άξιο παιδί του παπα Γιώργη! ΠΑΠΑΣ: Αλήθεια; Μου περνάνε οι πόνοι!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Με την ευχή σου, καλό βόλι, παππούλη! ΠΑΠΑΣ: Με την ευκή µου! Καλό βόλι, παιδί µου! ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Καλό βόλι, παιδιά! ΠΑΙΔΙΑ: Καλό βόλι!! (φεύγει) ( η Γιώργαινα βγάζει το τσουκάλι από τη φωτιά η Λενιώ και Δέσπω µοιράζουν το φαγητό τα παιδιά µαζεύονται γύρω τους) ΦΩΤΕΙΝΗ: Γιώργη! Φώτω! Κίτσο! Φρόσω! Εδώ γλήγορα! Στη θέση σας! (όταν µοιράζονται οι γαβάθες, απλώνουν αµέσως τα χέρια) ΛΕΝΙΩ: Σταθείτε! Περιµένετε! Γιώργη! Στάσου, Φώτω! Ντροπή σας! Ευλόγησε, πατέρα! ΠΑΠΑΣ: Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων Σου, ότι Άγιος ει πάντοτε και νυν και αεί και εις τους αιώνες των αιώνων, αµήν. ΛΕΝΙΩ: Σταυρό όλοι! Εµπρός, τρώτε. Μη, Γιώργη, ντροπής! Καθένας το δικό του! Μη µαλώνετε! (η Γιώργαινα γεµίζει άλλο ένα πιάτο και παίρνοντάς το κάθεται κοντά στον παπά) ΠΑΠΑΣ: Οµονοήστε, παιδιά µου, µη µαλώνετε. Μη θέλει καθένας να πάρει το δίκιο τα αλλουνού, γιατί έτσι γεννιέται η διχόνοια. Άµα δεν έχουµε οµόνοια δεν µπορούµε να ιδούµε σωτηρία και προκοπή. ΚΙΤΣΟΣ: Η διχόνοια θα µας φάει. Η διχόνοια µας έφερε στο χάλι που βρισκόµαστε σήµερα. ΠΑΠΑΣ: Αν δεν οµονοήσουµε, δε θα ιδούµε ποτές ανάσταση στο γένος µας. Και θα χαθούµε ολότελα από το πρόσωπο του Θεού. ΔΕΣΠΩ: Παππούλη, άστα τα παιδιά, παιδιά είναι ΠΑΠΑΣ: Μπροστά στην κρίση του Κυρίου, δεν υπάρχουν παιδια και µεγάλοι. Και το Μεσολόγγι βρίσκεται σήµερα στην κρίση του Κυρίου. ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: (του δίνει το κουτάλι) Πάρε και του λόγου σου να φας. ΠΑΠΑΣ: Μη µε σκανταλίζεις, Γιώργαινα! ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Έχεις µια βδοµάδα, παππούλη, που δεν έβαλες µπουκιά στο στόµα σου. ΠΑΠΑΣ: Μεγάλη σαρακοστή είναι τούτη, Γιώργαινα. Κι η µεγάλη σαρακοστή τούτης της χρονιάς είναι η µεγαλύτερη απ όλες. Δεν κάνει εγώ να φάω το φαΐ των αδυνάτων. Είδες τον Κωστάκη; Δεν το προφτάξαµε το παιδί! ΔΕΣΠΩ: Μην παραπονεύεσαι, παππούλη, τα µάτια σου βούρκωσαν. ΚΙΤΣΟΣ: Ήταν ορφανό, ο πατέρας του σκοτώθηκε µε το ντουφέκι στο χέρι. Η µάνα του ξεψύχησε στο µετερίζι. Ο αδερφός του ο Γιάννος είναι βαριά λαβωµένος. ΠΑΠΑΣ: Πεντάρφανο το παιδάκι στα χέρια µας. Κρίµα! Έπρεπε να το προφτάξουµε το παιδί! ΔΕΣΠΩ: Μην παραπονεύεσαι, παππούλη, και δεν έχουµε λρίµα. Ποιον να πρωτοπροφτάξουµε; ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Εδώ ταχιά θα µαστε όλοι πεθαµένοι, µον βάλε µια γουλιά ζουµί στο στόµα σου. (του ξαναπροσφέρει) ΠΑΠΑΣ: Γιώργαινα, εγώ βαστάω. Για ζωή εγώ δεν είµαι. Δεν κάνει να φάω το φαΐ αυτουνώνε, που ναι για να ζήσουν. ΛΕΝΙΩ: (κλαίγοντας) Κανείς µας δε θα ζήσει, παππούλη. Ο Θεός το πήρε από µας το µάτι του.

ΠΑΠΑΣ: (αυστηρά) Μη βλαστηµάς σου είπα. Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, µα εµείς εδώ τα αποφασίσαµε να πεθάνουµε µια ώρα αρχύτερα, για να εξασφαλίσουµε στα παιδιά µας τη Λευτεριά. Σε µας έπεσε ο κλήρος κι είναι η ευθύνη µας βαριά. Ας σταθούµε πιστοί κι ας µη µολεύουµε την ψυχή µας µε του κορµιού τους πόνους. ΝΙΚΟΛΑΣ: Θα πεθάνουµε εµείς, να ζήσει το Μεσολόγγι. Ύστερα από χρόνια και καιρούς, κάποιαν άνοιξη σαν ετούτη, ξηµερώσει καινούρια λαµπρόχαρη ανάσταση και θα χορεύει η λεβεντιά πάνω στα µνήµατά µας. ΚΙΤΣΟΣ: Κι οι ψυχές µας, Γιώργαινα, θα χαρούνε τότε χαρά µεγάλη. Αν χαθούµε εµείς, θα ζήσει η γενιά µας. Αλλιώς το γένος µας θα ξεκληριστεί. Κι εµείς δε θα γλιτώσουµε και θα χουµε µεγάλο κρίµα. ΔΕΣΠΩ: Αχ, θα µας φάει ο αντίχριστος όλους! ΠΑΠΑΣ: Σώπα λέω µικρόψυχη, ήτανε θέληµα Θεού εµείς να γίνουµε ο σπόρος που θα πέσει στη γης, για ν ανθίσει και να καρπίσει ζωή καινούρια. (ακούγεται κανονιά) Σώπα, µην κλαις και δεν τις ξέρεις τις βουλές του Κυρίου. Σήκω µαζεψε τα σκουτέλια να µην τα βλέπουνε τα παιδιά κι είναι ο νους τους στο φαΐ. Σήκω, πήγαινε! Ευλογητός ο Θεός, ο ελεών και τρέφων ηµάς εκ των αυτού πλουσίων δωρεών τη Αυτού χάριτι και φιλανθρωπία πάντοτε και νυν και αεί και εις τι\ους αιώνας των αιώνων αµήν. Εµπρός, δουλειά! Μην κάθεστε, φκιάνετε φουσέκια. ( η Δέσπω µαζεύει τα πιάτα αργά και µε κόπο και τα αποθέτει στο τζάκι) ΠΑΙΔΙΑ: Νερό! Νερό! ΦΩΤΕΙΝΗ: Νερό δεν έχει τώρα, το ρίξαµε στο φαΐ. Το, άµα σκιλάσει ο πόλεµος, θα βγούνε να φέρουνε και θα πιείτε. ΛΕΝΙΩ: Να, βάλτε βότσαλα στο στόµα σας, θα σας κόψουν τη δίψα. ΣΚΗΝΗ 3η ΧΡΥΣΟΥΛΑ: (µπαίνει βιαστική, σα να την κυνηγάνε κοιτάζει φοβισµένη πίσω της) Τους τα πήρα, τους τα πήρα! (κοιτάζει ολόγυρα η φωνή της κρύβει φόβο και τρέλα) ΦΩΤΕΙΝΗ: (πάει κοντά της) τι πήρες Χρυσούλα; ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Τα λουλούδια! (δείχνει ένα µάτσο χαµοµήλια και τα ξανακρύβει στον κόρφο της) ΦΩΤΕΙΝΗ: Πού τα βρήκες, καλέ; Τίνος τα πήρες; ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Εκεί, κάτω! Στο περβόλι. ΦΩΤΕΙΝΗ: Σε ποιο περβόλι; ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Να, κει κάτω που µοσκοβολάνε τα κρέατα που ψένουν. Πήγα και κρύφτηκα και µυριζόµουνα. (µε λαχτάρα) Κι ερχότανε η άχνα απ τα φαγιά. Αχ, Παναγιά µου, πώς ήντουσαν όλοι σκυµµένοι και κρυφοκοιτάζανε!! ΦΩΤΕΙΝΗ: Ποιοι; ΧΡΥΣΟΥΛΑ: (άγρια, µε φρίκη) Να, αυτοί οι διαβόλοι µε τα κέρατα. Κι ήντουσαν µαύροι! Να, σαν τα τηγάνια τα µούτρα τους. Και βελάζανε! ΦΩΤΕΙΝΗ: Καλέ, πού πήγες; Βγήκες όξω απ το κάστρο; ΧΡΥΣΟΥΛΑ: (µε καηµό) Πήγα να βρω τη µάνα µου. ΦΩΤΕΙΝΗ: Πού πήγες;

ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Η µάνα µου κοιµήθηκε µέσα στα χαµοµήλια κι έσκυψα και τη φίλησα στα µάτια και στα χείλια. ΦΩΤΕΙΝΗ: (τη χαϊδεύει) Έλα δω, κάτσε χάµω. (την πιάνει να την οδηγήσει) ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Δε στα δίνω, δε στα δίνω!! Είναι δικά µου τα λουλούδια! (καθώς προσπαθεί να ξεφύγει πέφτει και κάθεται κοντά στον παπά) ΧΡΥΣΟΥΛΑ: (απλώνει τα χαµοµήλια µπροστά της και τραγουδα) Ξύπνα, µανούλα, σάλεψε και γλυκοκοίταξέ µε, στην αγκαλιά σου πάρε µε και κανακάρισέ µε. ΠΑΠΑΣ: (σηκώνει το χέρι να της διαβάσει µια ευχή) Κύριε ΧΡΥΣΟΥΛΑ: (σα να φοβήθηκε τα µαζεύει γρήγορα και τραβιέται) Τι; Όχι! Μη µου τα παίρνεις! Είναι δικά µου. όχι! Μη µου τα παίρνεις, να χαρείς! Είναι τα κοκαλάκια της µανούλας µου. (ξαφνικά µε πείσµα) Εγώ θα τα φάω! (µασάει µε πείσµα ακούονται κανονιές γελάει νευρικά πετάγεται πάνω µε τα χέρια ανοιχτά, σα να πρόκειται να χορέψει) Μπουµ! Μπουµ! Τα νταούλια. Ήρθανε τα νταούλια; Σηκωθείτε να χορέψουµε! (η Γιώργαινα έρχεται και την παίρνει από το χέρι, για να την οδηγήσει να καθίσει) ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Χρυσούλα, έλα να πλαγιάσεις! ΧΡΥΣΟΥΛΑ: (χορεύοντας, τραγουδά) Όλα τα πουλάκια (ξαπλώνει στο στρώµα) ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Εφτού, κάτσε εφτού. Μη σαλεύεις. ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Θα κοιµηθούµε; ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Ναι. Σώπα. ΧΡΥΣΟΥΛΑ: (σηκώνεται) Όχι, όχι δε θέλω, θα πάω στα νταούλια, στο χορό. (καθώς πάει να βγει µπαίνουν δυο κοπέλες, η Κατερίνα και δυο αγόρια φέρνοντας τον Πάνο και τα άρµατά του η Χρυσούλα µπήγει µια κραυγή και γονατίζει) Α!!! (όλοι γυρίζουν και κοιτάζουν µε αγωνία) ΣΚΗΝΗ 4η ΠΑΠΑΣ: (µε αγωνία) Ποιον φέρνουν; ΠΑΙΔΙΑ: Τον Πάνο! ΠΑΠΑΣ: Λαβωµένο ή σκοτωµένο; ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ: Λαβωµένος, παππούλη! ΠΑΠΑΣ: Εδώ, εδώ! Φέρτε τον εδώ! (τοποθετούν το λαβωµένο µπροστά του ο παπάς σκύβει και εξετάζει το παιδί ανοίγοντας το στήθος σηκώνει το κεφάλι και λέει) Κατάστηθα! (σηκώνει το κεφάλι στον ουρανό) Ας γίνει, Κύριε το θέληµά Σου. (Φωτεινή φέρνει πανιά και ο παπάς προσπαθεί να δέσει την πληγή λέγοντας τα παρακάτω η Χρυσούλα έρχεται και στριµώχνεται κοντά στον παπά και κλαίει) Πώς πάµε; Α ΚΟΠΕΛΑ: Τους φάγαµε, παππούλη, γύρισαν πίσω ο αρχηγός στο ταµπούρι µας είπε δε θα τολµήσουν άλλο γιουρούσι απόψε. Πάει να σκολάσει ο πόλεµος για σήµερα. ΠΑΠΑΣ: Πάνο, παιδί µου, πώς είσαι; ΠΑΝΟΣ: (ανοίγει τα µάτια του, και χαµογελάει µε κόπο) Καλά, πατέρα, µη φοβάσαι, καλά! Β ΚΟΠΕΛΑ: Στο γιαλό φάνηκαν καράβια! ΠΑΠΑΣ: Να σ ευλογήσει ο Θεός! Δικά µας, ε; δικά µας;

Α ΑΓΟΡΙ: Δικά µας λένε. Μα δεν τα ξεχώρισαν ακόµα καλά. Αρµενίζουν ανοιχτά. Β ΑΓΟΡΙ: Κάµποσοι λένε πως ξεχώρισαν το µπαϊράκι του Μιαούλη. (φωνές ευχαρίστησης) ΠΑΠΑΣ: (σηκώνοντας τα µάτια στον ουρανό) Μακάρι, Θεέ µου! (γυρίζοντας στον Πάνο) Πονάς, παιδί µου, πονάς; Πώς λαβώθηκες; ΠΑΝΟΣ: (µε κόπο) Τους πήρα! ΠΑΠΑΣ: Άσε! Μη µιλάς! Α ΚΟΠΕΛΑ: Είπε ο καπετάνιος να καθίσουµε κι εµείς εδώ, να βοηθήσουµε στα φουσέκια και να φτιάξουν τα παιδιά ξαντά και λουρίδες. ΘΟΔΩΡΗΣ: Είναι πολλοί λαβωµένοι; Ποιος λαβώθηκε; Ποιος σκοτώθηκε; Β ΚΟΠΕΛΑ: δεν ξέρουµε τίποτα ακόµα, γιατί η προσταγή είναι να µη σαλέψει κανείς από τη θέση του ως που να πέσει ο ήλιος. Α ΑΓΟΡΙ: µα δεν έχουµε πολλούς δικούς µας. Από τους αντίχριστους γιόµισε ο τόπος. Όλη η πλέβρα, στο ταµπούρι του Μπότσαρη µπροστά, κοκκινίζει από τα φέσια και τα ζουνάρια των σκοτωµένων. Τώρα τραβήχτηκαν κάτου και βάρεσε η σάλπιγγά τους να συναχτούν. ΘΟΔΩΡΗΣ: Και για τα καράβια, είδανε καλά το µπαϊράκι του Μιαούλη; Το ξεχώρισαν καλά; Β ΑΓΟΡΙ: Έτσι είπαν, µα είναι αλάργα ακόµα. ΘΟΔΩΡΗΣ: (στα παιδιά) Βαστάτε την καρδιά σας, παιδιά, κι αν είναι τα καράβια που φάνηκαν δικά µας, ταχιά θα χουµε ψωµάκι, λάδι, κρές, φασόλια και µπαρούτη και βόλια κι απ όλα τα καλά. ΠΑΝΟΣ: (αναστενάζει) Ωχ!! ΠΑΠΑΣ: Πώς είσαι, παιδί µου; ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Παππούλη, δεν αφήνεις να το βάλουµε το παιδί να ξαπλώσει; ΠΑΠΑΣ: Γι άστο λίγο εδώ. (σιγά) Είναι βαριά, Γιώργαινα, το καταλαβαίνω απ την ανάσα. Πώς λαβώθηκε το παιδί µου; Β ΑΓΟΡΙ: Στο ταµπούρι το δικό µας στο τελευταίο γιουρούσι ήντουσαν ίσαµε πεντακόσιοι. Βγήκανε στο µεϊντάνι και βάλανε τη φωνή: γούργια και γιούργια και τραβήξανε τα γιαταγάνια κι ανέβαιναν σαν κοπάδι γελάδια αγριεµένα. Α ΑΓΟΡΙ: Μα το κάθε βόλι µας έβρισκε στο κρέας. Ούτε ένα βόλι δεν πήγε χαµένο. ΠΑΠΑΣ: Μπράβο! Κι ο Πάνος µου; Α ΚΟΠΕΛΑ: Πολέµαγε λυσσασµένα κι όλη την ώρα παρακάλαγε τον αρχηγό να τον αφήσει να πηδήξει όξω µε το σπαθί. Β ΚΟΠΕΛΑ: Ο αρχηγός είχε χωρίσει από τα πριν τους νοµάτους, που θα πήδαγαν όξω µόλις θα πιανε να ξεθύµαινε του γιουρούσι, και τον Πάνο δεν τον είχε βάλει µέσα. Α ΑΓΟΡΙ: «Βάλε µε κι εµένα» του λεγε παρακαλώντας. «Μη βιάζεσαι» τ απαντούσε ο αρχηγός, «ταχιά θα ρθει η σειρά σου». Β ΑΓΟΡΙ: Όµως δεν τον άκουσε. Τη στιγµή που γύρισε το γιουρούσι, πήδηξαν οι νοµάτοι οι διορισµένοι από πίσω τους µε τις πάλες και τους βάλανε µπροστά. Κι ο Πάνος κοντά τους!

Α ΚΟΠΕΛΑ: «Πάνο!» φωνάζουµε. (ο Πάνος ανοίγει λίγο τα µάτια του, χαµογελάει µε κόπο και τα ξανακλείνει) Πού ν ακούσει! Τους προσπέρασε όλους κυνηγώντας και σφάζοντας τους άπιστους. Όταν σε λίγο γύρισαν, τον φέρανε σηκωτό. Στην ορµή του, καθώς είχε µείνει µοναχός µπροστά, ένας άπιστος εστάθει και του την άναψε µε την πιστόλα. ΘΟΔΩΡΗΣ: Καλά, καλά. Πιάστε τώρα δουλειά µη χανουµε καιρό. Κι αν τα καράβια που φάνηκαν είναι δικά µας, από αύριο θα ξανασάνουµε. (τα κορίτσια πλησιάζουν τη Φωτεινή) Β ΚΟΠΕΛΑ: Μωρή Φωτεινή, µην έχεις τίποτα να γλείψουµε κι εµείς; ΦΩΤΕΙΝΗ: Μισό σκύλο βράσαµε εµείς και φάγαµε όλοι από µια µπουκιά. Μη µιλάτε για φαΐ, γιατί τα παιδιά είναι ξελιγωµένα και µόλις βαστιούνται. Β ΚΟΠΕΛΑ: Αχ, Παναγιά µου, ας είναι τα καράβια που φάνηκαν δικά µας! ΦΩΤΕΙΝΗ: (πλησιάζει τον παπά και γονατίζει µπροστά του) Πατέρα!! ΠΑΠΑΣ: Πάει, Φωτεινή µου, ο αδερφός σου, πάει το παλικάρι µας! ΦΩΤΕΙΝΗ: Πέθανε; ΠΑΠΑΣ: Όχι ακόµα, αλλά δε θ αργήσει. Τον έχει πιάσει ο χάρος και µου τον τραβάει να µου τον πάρει από τα χέρια. ΦΩΤΕΙΝΗ: Μη φοβάσαι, πατέρα, µπορεί ΠΑΠΑΣ: (κουνάει το κεφάλι απελπισµένος) Τον ξέρω καλά εγώ, παιδί µου, τον Άγγελο του Κυρίου! ΦΩΤΕΙΝΗ: (αγκαλιάζοντας τον Πάνο) Αδερφούλη µου!! ΠΑΠΑΣ: (την τραβά απαλά) Σώπα! Πήγαινε! Καθένας στη δουλειά του! Κοίταξε τα παιδιά! ( η Φωτεινή τον χαϊδεύει και αποµακρύνεται ο παπάς σηκώνει το κεφάλι και τα µάτια στον ουρανό και τα χέρια σε στάση προσευχής λέει) Κύριε, Κύριε. Στην καρδιά µέσα µε σφάζει ο χαµός του παιδιού µου. Ελέησέ µε και κάνε το θάµα Σου. Γλίτωσε το! Χάρισέ, Κύριε, τη ζωή στο νέο βλαστάρι και για τη χάρη αυτή πάρε εµένα. Κι αν είµαι αµαρτωλός και σου φταιξα σαν άνθρωπος, παίδεψέ µε εµένα, βασάνισε το κορµί µου. Δε θα παραπονεθώ για τίποτα. Μα χάρισε, Θεέ µου, τη ζωή στο παιδί µου. άσε να ζήσει να δει τη λευτεριά. Μα πάλι όχι όπως θέλω εγώ, παρ όπως Εσύ θέλεις. Κι αν είναι ν αναστήσουµε πατρίδα µε τη θυσία τούτη, ας γίνει, Κύριε, το θέληµά Σου! ΠΑΝΟΣ: (ανοίγει τα µάτια του και χαµογελά) Πατέρα! ΠΑΠΑΣ: (µε λαχτάρα) Παιδί µου! ΠΑΝΟΣ: Σε πόσες µέρες έχουµε Λαµπρή; ΠΑΠΑΣ: Κοντά είναι η Ανάσταση, παιδί µου. ΠΑΝΟΣ: Τη Λαµπρή θα χορέψω µπροστά, πατέρα, µε τα άρµατά µου. ΠΑΠΑΣ: Ναι, παλικάρι µου. ΠΑΝΟΣ: (γυρίζει µε κόπο το κεφάλι) Πού ν τ άρµατά µου; ΠΑΠΑΣ: Εδώ, παιδί µου,. ησύχασε. Μη µιλάς. Πονάς; Πονάς; ΠΑΝΟΣ: (τεντώνεται µε κόπο και ψάχνει µε τα µάτια) Το ντουφέκι µου. η πάλα µου το µπιστόλι µου ΠΑΠΑΣ: Να τα, παιδί µου! ΠΑΝΟΣ: (µε δυσκολία) Ήθελα να πάρω το χρυσό σπαθί του Μουχτάρ πασά. Δε µ άφηκαν τα σκυλιά. Μα Θα τους κυνηγήσω. Μα γω θα τους σκοτώσω, όλους θα τους σκοτώσω. Θα το πάρω το χρυσό σπαθί του Μουχτάρ

πασά, µε το χέρι µου θα το πάρω. (ο παπάς κοιτάει µια τη Γιώργαινα µια τον ουρανό) Θα το βάλω να χορέψω µπροστά τη Λαµπρή. (λιποθυµάει) ΠΑΠΑΣ: (πιάνοντας το κεφάλι του µε τα δυο του χέρια) Όχου, λαχτάρα της καρδιάς µου, όχου πικρό φαρµάκι. Λίγο νερό, Γιώργαινα! ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ: Πού νερό σταλιά, παπούλη; Από τα ψες έστυψαν όλα. Δεν το ξέρεις; Ούτε ο ουρανός δε µας λυπάται να βρέξει! ΠΑΠΑΣ: Πάει, Γιώργαινα, πάει το παλικάρι! ΠΑΝΟΣ: (ανοίγει τα µάτια του χαµογελώντας και µιλώντας κοµπιαστά) Ξέρεις, πατέρα..τι θυµήθηκα; ΠΑΠΑΣ: Τι, παιδί µου; ΠΑΝΟΣ: Το Σούλι. Το σπίτι µας.τη µάνα µου. (σηκώνεται και παίρνοντας µια βαθιά ανάσα φωνάζει) Χτυπάτε τον τύραννο! Χτυπάτε τον τύραννο! Χτυπάτε τον τύραννο! (πέφτει) ΠΑΠΑΣ: Σύχασε, παιδάκι µου! ΠΑΝΟΣ: (αδύναµα) Πού ναι η Φωτεινή; ΠΑΠΑΣ: Φωτεινή! ΦΩΤΕΙΝΗ: (συλλαβιστά) Φωτεινή, εσύ θα πάρεις τώρα τ άρµατά µου, να µην κάθονται άνεργα. Πατέρα! ΠΑΠΑΣ: Παιδί µου! ΠΑΝΟΣ: Θα πάµε µια µέρα στο Σούλι, δε θα πάµε; ΠΑΠΑΣ: Θα πάµε, παιδί µου! ΣΚΗΝΗ 5η ΚΩΣΤΑΣ: (µπαίνει λαχανιασµένος µαζί µε το Θύµιο, στέκουν µια στιγµή στην πόρτα να κατατοπιστούν κι έρχονται κοντά και γονατίζουν) Πάνο, αδερφέ µου, συγχώρα µε που δεν έτρεξα αµέσως. Τώρα µόλις µ άφησαν από το ταµπούρι. (δυνατά µε ενθουσιασµό) Τα όνοµά σου δοξάστηκε σήµερα, αδέρφι! Βγήκες το καλύτερο παλικάρι τη σηµερινήν ηµέρα, αντραγάθησες. ΘΥΜΙΟΣ: Όλο το Μεσολόγγι για σένα µιλάει, τι εσύ ήρθες σήµερα στον πόλεµο πρώτος. Ο καπετάν Τζαβέλας σε διόρισε πρωτοπαλίκαρό του και σου στέλνει τούτο το ασηµένιο του πιστόλι. Πώς είσαι, αδέρφι; ΠΑΝΟΣ: Το πιστόλι; Ο καπετάν Τζαβέλας; Πρωτοπαλίκαρο; Τη Λαµπρή θα χορέψω µπροστά. (πεθαίνει) ΚΩΣΤΑΣ ΘΥΜΙΟΣ: Αδέρφι! ΦΩΤΕΙΝΗ: Αδερφούλη! ΠΑΠΑΣ: Δέξου, Κύριε, την ψυχή του παλικαριού στους κόλπους σου! (έξαλλος και µ όλη τη δύναµη της φωνής του) Εµπρός, τι κάθεστε; Πιάστε µε, βοηθάτε µε, φέρτε µου τα άρµατά µου! (πέφτει µη µπορώντας να στερεωθεί) ΚΩΣΤΑΣ: Πατέρα! Εµείς τώρα θα µαστε τα παιδιά σου. ΘΥΜΙΟΣ: Δώσε µας την ευκή σου, πατέρα, να εκδικηθούµε το βόλι που φαγε τον Πάνο µας.

ΣΚΗΝΗ 6η ΦΩΤΟΣ: (µπαίνει µ ορµή) Παπα Γιώργη, ο καπετάν Τζαβέλας προστάζει: Θα ρθει εδώ τώρα µε τους αρχηγούς. ΠΑΠΑΣ: Ας κοπιάσει. Πώς πήγε σήµερα ο πόλεµος; ΦΩΤΟΣ: Τους φάγαµε. Λένε θα χει τρεις χιλιάδες σκοτωµένους από τα σκυλιά. Τους αντίχριστους. ΛΑΜΠΡΟΣ: Τ είναι τα καράβια που φάνηκαν; ΦΩΤΟΣ: δεν είναι δικά µας. Έχουνε κόκκινα µπαϊράκια. Μας ζώσαν κι από τη θάλασσα! ΛΑΜΠΡΟΣ: Πάει και η τελευταία µας ελπίδα! ΦΩΤΟΣ: Θα µαζευτούν απόψε εδώ οι αρχηγοί. Λένε θα σκεφτούνε πια τελειωτικά για να κάνουµε το γιουρούσι να βγούµε. ΛΑΜΠΡΟΣ: Να τ αφήσουµε το Μεσολόγγι; ΦΩΤΟΣ: Να γλιτώσουµε τις ψυχές και να βγούµε στο κλαρί. ΠΑΠΑΣ: Αφήσαµε το Σούλι, ν αφήσουµε και το Μεσολόγγι, να γλιτώσουµε τις ψυχές. Ας γίνει το θέληµα του Κυρίου! ΚΩΣΤΑΣ: Πατέρα, πάµε στη θέση µας. Ευκήσου µας, πατέρα! ΠΑΠΑΣ: Καλό βόλι, παιδιά µου. ΘΥΜΙΟΣ: (γονατίζει και φιλά το νεκρό) Πάνο, αδέρφι µου, εδώ σου κάνουµε όρκο να πάρουµε πίσω το αίµα σου από τους άπιστους ως που να ξεψυχήσουµε. ΦΩΤΕΙΝΗ: Να πούµε το τραγούδι του Πάνου, πατέρα; ΠΑΠΑΣ: Πέστε το! (βάζει το κεφάλι ανάµεσα στα χέρια) ΟΛΟΙ: Για πέστε το άλλη µια φορά, πέστε το τρεις και πέντε, - να ζει το Μεσολόγγι το θλιβερό τραγούδι µας και το χιλιοειπωµένο, - να ζει το Μεσολόγγι Χάρε, που παίρνεις τις ψυχές έλα πάρε και τούτη - να ζει το Μεσολόγγι κι όλους µας έλα πάρε µας, ψυχή να µην αφήσεις

- να ζει το Μεσολόγγι κι ας µη µείνει στούτ τη γης µήτε ξερό χορτάρι - να ζει το Μεσολόγγι ως ναν τ ακούσει ο ουρανός ναν τ αγρικήσει ο κόσµος. - να ζει το Μεσολόγγι Εµείς τ αποφασίσαµε κι όλοι είµαστε ορκισµένοι - να ζει το Μεσολόγγι «ΓΙΑ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟΣ»,να ζει το Μεσολόγγι. Τ Ε Λ Ο Σ