1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΩΝ ΟΡΕΩΝ ΕΚΘΕΣΗ ΥΦΑΝΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ 1-17/11/12 Μανώλης Γ. Ανδρουλιδάκης, δρ. Φ-ΕΑΠ Η υφαντική τέχνη στο αρχαίο δράμα 1 Μέλος Π.τ.Ο. 9-11-12 Το θέμα της κατασκευής όσο και χρήσης των ενδυμάτων ως προϊόντα ύφανσης στον αργαλειό είναι κατά τους μελετητές πανάρχαιο. Τούτο γενικά υποδηλώνει τη σπουδαιότητα της αρχαίας αυτής λαϊκής τέχνης, όσο και την ποικιλώνυμη χρήση της. Η υφαντική τέχνη παραγωγής και χρήσης ενδυμάτων εντός του οίκου είναι γνωστή από τα ομηρικά χρόνια, ό- πως μαρτυρούν οι φιλολογικές μαρτυρίες αλλά και οι αγγειογραφικές ενδείξεις, ακόμη και τα γλυπτά σύνολα. Άνδρες και γυναίκες σε ανάλογες περιστάσεις ενδύονταν λιγότερα σε αριθμό υφαντά αλλά καθορισμένα σε κάθε περίσταση. Στην αρχαία Αθήνα, για παράδειγμα, οι αξιωματούχοι της ανώτερης τάξης φορούσαν μακρύ λευκό χιτώνα. Η λέξη ένδυμα έχει λοιπόν εξαρχής κύρια σημασία, αφού πρόκειται για κάθετί που περιβάλλει το σώμα, κατά περίπτωση, αλλά και μεταφορική αφού, όπως στην περίπτωση 1 Το παρόν κείμενο διαβάστηκε την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012 στα πλαίσια της διαδραστικής έκθεσης και παραγωγής υφαντών, που οργάνωσε, από 1-17/11/12, στην αίθουσα της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, το Πανεπιστήμιο των Ορέων. Η βασική έμπνευση του εγχειρήματος ανήκει στην κ, Βαρβάρα Τερζάκη Παλλήκαρη, όπως και η δυναμική εποπτεία εφαρμογής του πργράμματος. Συντόνως, η οργάνωση και επιμέλεια της μικρής σπουδής ανήκει στο Παν/μιο Κρήτης με πρωτεργάτη και ισοδύναμο παραστάτη την κ. Πέλλα Καλογιαννάκη Χουρδάκη, Καθηγήτρια Παιδαγωγικών. Την τελευταία ευχαριστώ από καρδιάς για όσα έχει σ εμένα προσφέρει. Ως μέλος του Παν/μίου των Ορέων, εκφράζω τις ευχαριστίες μου προσωπικά στον ακάματο Πρόεδρο, Καθηγητή κ. Ι. Παλλήκαρη, που δεν εγκαταλείπει ποτέ τα σύννεφα στις κορυφές καθώς και την κ. Τερζἀκη για την βιωματική της ψυχολογία και πολυειδή προσφορά στην παιδεία και τον πολιτισμό της πατρίδας μας.
2 των ηθοποιών του θεάτρου των κλασικών χρόνων, των υποκριτών, φανερώνει και απεικονίζει την ταύτιση του ενδύματος με τον ρόλο επι σκηνής. Η παραπάνω διαπίστωση αποτελεί και την αφετηρία για την παρουσίαση του θέματος που είναι η υφαντική στο αρχαίο δράμα ή ο σχολιασμός των υφαντών ενδυμάτων των αρχαίων υποκριτών. Στα πλαίσια δε της 15νθήμερης έκθεση και ζωντανής αναπαράστασης της υφαντικής τέχνης, εντάσσεται η μικρή μου συμβολή με παράθεση ιστορικών και φιλολογικών τεκμηρίων που καταδεικνύουν άλλη μια διάσταση της υφαντικής τέχνης. Πρόκειται λοιπόν για την ενδυμασία των υποκριτών, όπως έβγαινε από τον αργαλειό της εποχής, με πρώτη ύλη το λινάρι ή το μαλλί. Η ενδυμασία (μαζί με τα υποδήματα και το προσωπείο ονομάζεται από τον Αριστοτέλη σκευή), ήταν εκ προοιμίου μια από τις βασικές μέριμνες του χορηγού, εύπορου Αθηναίου, ο οποίο επελέγετο από τον κρατικό, τον επώνυμο άρχοντα με καθήκον να καλύψει τα έξοδα προετοιμασίας των ηθοποιών. Τα ενδύματα ήταν απαραίτητα για τους ρόλους των έργων, έπρεπε όμως να συνδυάζουν την πρωτοτυπία με τη μεγαλοπρέπεια, αφού η συμμετοχή των ηθοποιών στις θεατρικές παραστάσεις, ακριβέστερα δραματικοί αγώνες, είχε όπως φαίνεται διαγωνιστικό χαρακτήρα, αφενός και αφετέρου το ένδυμα έπρεπε να έχει κάθε δυνατή συνάφεια με τον ρόλο, στα μάτια του κοινού. Η ενδυμασία παρουσίας στους αγώνες από τελούνταν, από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο, ήταν όπως και σήμερα, επίσημη και καθημερινή. Βασικό στοιχείο ενδυμασίας ανδρών και γυναικών, ηρώων των δραματικών έργων, ειδικά όμως της τραγωδίας, είναι ο ποδήρης χιτώνας με μανίκια (χειριδωτός) κεντημένος με πλούσια διακόσμηση και θεματική ποικιλία (εξ ου και ο όρος ποικίλον), στις παρυφές
3 με παραστάσεις κυκλικές (ζώα, πουλιά, ζώδια, φυτά). Συμπληρωματικά οι στρατιώτες φορούσαν τον χιτωνίσκο, κάτω από την πανοπλία. Οι πηγές μας λέγουν ότι οι χιτώνες είχαν ιωνικούς, περσικούς συμβολισμούς. Τούτο φαίνεται αποτέλεσε την αφορμή να διατυπωθούν οι θεωρίες περί της περσικής καταγωγής ή της αναγωγής στη διονυσιακή λατρεία του πολυποίκιλτου των ενδυμάτων. Τελικά και οι δυο απόψεις είναι ανακριβείς αφού, όπως είπαμε, πρόκειται για την όσο το δυνατό καλύτερη τελειοποίηση των μάλλινων ενδυμάτων, όπως τούτο έπραξε ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, προκειμένου να καταστήσει λαμπρά και διαγωνίσιμα τα θεατρικά κουστούμια. Ένα βασικό εξάλλου στοιχείο που βοηθεί στην εξέταση και άλλων μορφών υποκριτικής ένδυσης είναι ότι τα βασικά ενδύματα (που δεν είναι πάντα μεγαλειώδη, αφού ακολουθούν τις σκηνικές εξελίξεις του δράματος) καλύπτουν όλο το σώμα, με κάποιες εξαιρέσεις ως προς τα χέρια και τα γόνατα, αποτελούσε μαζί με τη φωνή, την απαγγελία, την υπόκριση την ανύψωση των σκηνών και πραττόντων από το επίπεδο της καθημερινότητας. Δηλαδή η μεγαλοπρέπεια της όψεως των ηθοποιών ήταν συμφυρμός φωνής, κίνησης και ένδυσης του προγραμματισμένου ρόλου. Έτσι εξηγείται ότι από άποψης δομής ο χιτώνας ως εξωτερικό ένδυμα εφέρετο με απλό δέσιμο ως τα γόνατα, πόρπη, αφού στιγμιαία επρόκειτο να αφαιρεθεί, προκειμένου να μείνει το εσωτερικό μάλλινο κι αυτό ένδυμα, το λεγόμενο σύρμα, κάτι σαν ρόμπα. Υπάρχει ίσως μια σύγχυση εδώ, ακόμη και στις πηγές. Ο χιτώνας, όπως και το σύρμα είχαν συγκεκριμένη τομή και χρήση. Η αναφορά σε πολυποίκιλτους, δηλαδή κεκοσμημένους χιτώνες αναφέρεται
4 στους ιεροφάντες και γενικά τους εύπορους αξιωματούχους. Αν υπάρχουν ονομασίες όπως τιάρα, μίτρα, χλαμίς, βατραχίς, αλλουργίς, φοινικίς, ξυστίς (αναφέρεται στην επεξεργασία της επιφάνειας του ενδύματος), τούτο δεν υιιοθετεί την δήθεν περσική καταγωγή, όπως θα θύμιζε ο βασιλιάς Ξέρξης στους Πέρσες του Αισχύλου, αλλά τα χρώματα και τις ομοιώσεις τους (πορφυρά, χρώμα βατράχων, φοινίκων κ.ά.). Τα ενδύματα είναι και χαρακτηρίζονται λοιπόν θεατρικά. Οι παραστάσεις συμβολίζουν τις ε- νέργειες θεών, ημιθέων, ηρώων, ειδικά στην τραγωδία. Τούτο γιατί στην κωμωδία αλλά και ως ένα βαθμό στο σατυρικό δράμα (και τα δυο είδη ολοκληρώνουν τον δραματικό κύκλο), τα ενδύματα, εξακολουθούν να φτιάχνονται, να υφαίνονται παριστάνοντας πλέον ευμεγέθεις συνθέσεις με στόχο τη σάτιρα της πραγματικότητας (εξωμίς, κωμικός χιτώνας, περιβλήματα). Το ιμάτιον, μάλλινο ύφασμα κάλυπτε το κεφάλι και τους ώμους, στερεωνόταν στον ένα ώμο, ενώ περνούσε από τη μασχάλη του άλλου χεριού κι έπεφτε κατακόρυφα με πτυχώσεις. Το φορούσαν άνδρες και γυναίκες. Άλλοτε ήταν επίσης κοντό και το φορούσαν ειδικά οι στρατιώτες (λεγόταν χλαμύδα) κι έπεφτε στον αριστερό ώμο. Συνεπώς η χρήση των ενδυμάτων, με βασικό είδος τον χιτώνα ενισχύει την σκηνοθεσία, απεικονίζει με τη συνέργεια κατάλληλων κινήσεων θέματα και περιστάσεις θεών και ανθρώπων. Οι μαρτυρίες στα δραματικά κείμενα είναι αριθμητικά λίγες, ενώ περισσότερες και ακριβέστερες φαίνονται στις αγγειογραφίες. Οι θεοί και οι ήρωες, εικονίζονται ενδεδυμένοι με το βασικό σύμβολο της δυναμικής τους παρουσίας (θεματολογικά γνωστή στους θεατές) : ο Δίας με τον κεραυνό, η Αθηνά Έργανη, η χρυσηλάκα-
5 τη Άρτεμις, ο Ερμής με τη μαγική ράβδο, ο Αχιλλέας με τη θρυλική ασπίδα, ο Ηρακλής με το ρόπαλο και τη λεοντή). Στην κωμωδία κυρίως έχουμε περισσότερα ενδύματα με εικόνες από πουλιά, βατράχους, ψάρια κ.ά. Επανερχόμενοι στην τραγωδία θα δούμε ενδεικτικά σκηνές όπου εμφανίζονται υποκριτές και χορευτές να παριστάνουν ρόλους, δηλωτικούς στα υφαντά ενδύματά τους : ο Κρέων, ο βασιλιάς της Θήβας στην Αντιγόνη, όπως και ο Οιδίπους τύραννός, ήρωες και οι δυο ομώνυμων έργων του Σοφοκλή, ενδύονται στολή, ανάλογη του ρόλου τους (τραγική μεγαλοπρέπεια). Τα ενδύματα των αρχαίων ηθοποιών ακολουθούν κι αυτά τις κατά καιρούς παρεμβάσεις, καινοτομίες των ποιητών (αριθμός υποκριτών, χορευτών, διαλογικά και χορικά μέρη). Κάποτε όμως, ειδικά στον Ευριπίδη, οι ήρωες ε- ξανθρωπίζονται. Τα ρούχα ερμηνεύουν πλέον ρεαλιστικές καταστάσεις, όταν πρόκειται για ρόλους που προκαλούν δέος, προκειμένου για ρακένδυτους, όπως ο Μενέλαος που ναυαγός επιστρέφει στην Αίγυπτο και που δεν θυμίζει τίποτε τον πορφυροντυμένο Α- γαμέμνονα του Αισχύλου που επιστρέφει στο παλάτι και αντικρίζει εν είδη υποδοχής ή τραγικής μοίρας στρωμένο κόκκινο χαλί. Ούτε βέβαια τις μαυροφορούσες Ευμενίδες γύρο από το άγαλμα που κάθεται ο Ορέστης μετά το φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας. Βασικά μόνο οι οπαδοί λατρείας του θεού Διονύσου, ο χορός Σατύρων ή Σειληνών, είναι ντυμένος περίτεχνα αλλά με μη μάλλινο, από προβιά περίζωμα, με την ένδειξη του φαλλού. Αντίστοιχα οι μαινάδες, στις Βάκχες του Ευριπίδη, η Μήδεια, φέρονται ντυμένες απλά, με ενδύματα που ενσαρκώνουν το πάθος και τη μανία.
6 Τα ενδύματα των αρχαίων υποκριτών είναι γνωστά σε άλλη χρήση αλλά σε όμοιες περιστάσεις στην ο- μηρική ζωή, όπως ο πέπλος, γυναικείο ένδυμα, λεπτούφαντο και πεποικιλμένο δια κεντημάτων, συνήθως εξωτερικόν πίπτον μετά πολλών πτυχώσεων, από των ώμων έως των σφυρών, όπως μας λέγει ο λεξικογράφος Πολυδεύκης. (Κατά τους ομηρικούς χρόνους ήταν γυναικείο ένδυμα, ύφασμα πολύπτυχο, πολυτελές μάλλινο έγχρωμο, πλατύ, αχειρίδωτο, ά- φηνε τους βραχίονες γυμνούς, συγκρατούνταν από τους ώμους με πόρπες και έφθανε μπροστά μέχρι την βάση των ποδιών και το πίσω μέρος σέρνονταν στο έδαφος. Τέτοιον πέπλο έφεραν οι Τρωάδες «ελκεσίπεπλοι» (Ομ. Ιλ. Ζ 442) και η Ελένη «τανύπεπλος» (Ομ. Οδ. δ 305). Κατά τον Όμηρο αναγράφεται ο πέπλος ως «ποικίλος» που ήταν κεντητός (Ιλ. Ε 735), «παμποίκιλος», ολοκέντητος (Ιλ. Ζ 289), αναφέρονται πολλά επίθετα όπως: «κυανόπελος», «κροκόπεπλος» κ.λπ. Από τα έργα τέχνης αλλά και από τις γραπτές πηγές αρχαίων ποιητών και συγγραφέων φαίνεται πως ο πέπλος φορεμένος συγκρατούνταν από πόρπες). Συμπερασματικά τα ενδύματα των αρχαίων υποκριτών συνεχίζουν την παράδοση, ως προς την λειτουργική τους σχέση με το ανδρικό και γυναικείο σώμα : είναι ραμμένα στα μέτρα τους, διευκολύνουν τον ήρωα στις κινήσεις του, διαπλάθουν τη συμμετρία του σώματος, προσαρμόζοντας την οπτική του. Στην πράξη όμως εκείνα τα ενδύματα, όπως και τα σημερινά δείγματα, εν προκειμένω εκθέματα προσωπικής δημιουργίας, κρατώντας το νήμα της ανθρώπινης παρουσίας, από τις μινωικές πολυποίκιλτες ενδυμασίες, τους ιωνικούς και δωρικούς χιτώνες, την τουνίκα, toga και τη χλαμύδα ρωμαίων και πρωτοχριστιανών, την μετέπειτα νεοελληνική φουστανέλα και τις σύγχρονες λαϊκές και μη υφαντές παραγωγές, διατηρούν την τάση την ανύψωσης του ανθρώ-
7 που από τα καθημερινά σε μια νέα όψη ζωής, απέναντι στη φθορά του χρόνου, προς ένα καινούργιο μονοπάτι, που μόνο η ύφανση, η πλοκή της ζωής και της μοίρας, φανερώνει την αγωνία του ανθρώπου, στο μονοπάτι της ζωής και του θανάτου. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. H. Blume, Εισαγωγή στο θέατρο, μετ. Μ. Ιατρού, ΜΙΕΤ 1998. 2. Η. Baldry, Το τραγικό θέατρο στην αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας 1998. 3. Α. W. Pickard- Cambridge, Τhe dramatic festivals o f Athens, Oxford 1968 4. Γρηγόρης Σηφάκης, Μελέτες για το αρχαίο θέατρο, ΠΕΚ 2007. 5. Fr. Frontisi- Ducroux, Aπο το πρόσωπο στο προσωπείο, Αθήνα 2009. 6. Αισχύλου Πέρσαι, Ορέστεια. Σοφοκλέους Αντιγόνη, Οιδίππους, Ευριπίδους Βάκχαι, Μήδεια, Ιππόλυτος, Αριστοφάνους Αχαρνείς, Βάτραχοι, Όρνιθες. 7. Ίρις Τζαχίλη, Η υφαντική στο προϊστορικό Αιγαίο, ΠΕΚ 1997. 8. Της ιδίας, Η υφαντική στον Όλυμπο, π. Αρχαιολογία.