ΑΣ9 Page 1 τσιγάρα Σάββατο, 4 Ιανουαρίου 2014 5:05 μμ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ Ο καπνος επι αιωνες καπνιζονταν μέσα σε πιπες η ναργιλεδες. Το τετοιο καπνισμα απαιτουσε εξαρτηματα που δυσκολα μεταφεροντουσαν. Ετσι αρχισαν να καπνιζουν καπνο τυλιγμενο σε φυλλα του ιδου του φυτου. Αυτά ηταν τα πουρα (εικ 4). Μετα τυλιγαν κομενο καπνο σε πολύ λεπτό χαρτι, το τσιγαρόχαρτο (ΕΙΚ.3). Εστριβαν ή έκαναν ένα τσιγαρο. Το τσιγαροχατο το πουλουσε το ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΜΩΝΟΠΩΛΙΟΝ. Η καπνοσυριγξ των οθωμανών Η πίπα λεγεται και τσιμπούκι από το τουρκικο ҫubuk. Η επισημη ονομασια της είναι καπνοσυριγξ. Το ανατολιτικο τσιμπουκι ηταν πολύ μακρυ. Καπνιζονταν στους καφενεδες και στους ονταδες των μπεηδων. Αυτή σαν πιο πλουσιοι διεθεταν και ειδικο υπηρετη που εφερνε, αναβε και φροντιζε το τσιμπούκι τους. Ο υπηρετης λεγονταν ҫubuk oglan εμεις το καναμε τσιμπουκ τσογλάν (τσογλαν = iҫ oglan = αξιωματικος εσωτερικων καθηκοντων των σουλτανικων ανακτορων. Iҫ= μέσα, εσω). 281.73 Τσιμπουκ-τσογλαν ονομαζουμε κάθε χαμερπές, ποταπό και ουτιδανό άτομο που εξυπηρετει τα συμφεροντα καποιου μεγάλου. Όταν τα σεξουαλικα ηθη και τεχνικες δεν αποτελουσαν πλεον τα "ου φωνητά", τοτε το τσιμπουκι αντληφθηκαμε ότι σημαινει πεοθηλασμον, όπως εξ αλλου και η πιπα. Αυτό ειχε σαν αποτελεσμα να μειωθουν αισθητα οι καπνιστες πιπας. Ισως επειδη πια βαρεθηκαν να ακουν τα χυδαια λογοπαιγνια. ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΚΑΦΕΝΕΣ Ο ΑΛΗ-ΠΑΣΑΣ ΜΕ ΥΠΕΡΜΕΓΕΘΗ ΠΙΠΑ
ΑΣ9 Page 2 Γενικη αποψη Αλη-Πασα με τσιμπούκι εν πλω (Λιμνη στ' Αγιάνινα) βλ. λεπτομέρεια ανω δεξια. Ο γερος με την πιπα (βραβειο κιτς) Η πιο διαδεδομενη και κακοαντιγραμμενη μορφη λαικου κιτσ. Στην εποχη μας Το τσιγαρο πουλιεται πια σε πακετα και σε κούτες των 10 πακετων. Ότι μεινει από το λεγεται γοπα ή αποτσιγαρο. Ο προπολεμικος λιγουρης καπνιστης που μαζευε από κατω τα αποτσιγαρα λεγονταν γοπαδόρος. Εφοδιασμενος με ένα μπασστουνι με καρφι στην ακρη καμακωνε τα αποτσιγάρα, τα ψάρευε σαν γοπες, εξ ου και το ονομα γοπα. Το τσιγαρο καπνιζομενο αφήνει στάκτη που την ριχνουμε κατά κανονα κατω αν ο χωρος είναι δημόσιος ή σε στακτοδοχειο κν τασακι ή τσιγαροπίνακο αν ο χωρος είναι δικος μας. Τα θέατρα είχαν καπνιστήρια οπου οι κυριοι ( και σπανιοτερα οι κυριες) καπνιζαν κατά τα διαλειματα. Το ἔλεγαν φουαγέ. φουαγέ (το) {άκλ.) (συνήθ. σε θέατρο, κινηματογράφο,μορφωτικό ίδρυμα, εκθεσιακό χώρο κ.λπ.) η ευρύχωρη αίθουσα, η οποία έχει διαμορφωθεί ειδικά για την υποδοχή θεατών, επισκεπτών κ.λπ. και την παραμονή τους (λ.χ. στα διαλείμματα των παραστάσεων, των διαλέξεων κ.λπ.). ώστε να μπορούν να καθίσουν, να καπνίσουν, να συζητήσουν, να πιουν κάτι κ.λπ. [ΕΤΥΜ. < γαλλ. foyer, αρχική σημ. «καπνιστήριο», < μτγν. λατ. focarium, υποκ. τού λατ. focus «εστία,. τζάκι»] 171. Η επιτυχεστερη αποδοση του foyer είναι «αιθουσα» γιατι δεν χρησιμευε μονο για καπνιστηριο. Οι σημασιες του ειναι 2 χωρος οπου καιει φωτιά 3 μέρος μιας συσκευής (τζάκι, θέρμανση), όπου καιει φωτιά 4 τοπος που χρησιμοποιείται για να στεγάσει μια οικογένεια πβλ οικος 5 η ίδια η οικογένεια πβλ οικος Ιακωβ 6 κτίριο, εγκαταστάσεις, που προορίζονται για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όπου ορισμένες υπηρεσίες που διατίθενται στην κοινότητα από εδώ το φουαγιε του θεάτρου. 7 δωμάτιο που χρησιμεύει ως μια χαλάρωση, ησυχαστήριο 8 (ιατρική) κέντρο και η έδρα της λοίμωξης 9 σπίτια: το σπίτι, τη χώρα Τα χύμα Ορισμενα λαικά τσιγαρα (2) & (14), προτιμιση των γέρων της μιζεριας, πουλιωνταν χυμα πχ. μπορουσες να αγορασεις 4 τσιγαρα. Ο περιπτερας διεθετε ανοιγμένη μια κουτα (ΕΙΚ. 2 ή 12) και εδινε στο χερι τα τσιγαρα που ζητηθηκαν. Στούκας Χαρακτηρισμός τσιγάρου με βαριά γεύση ή κακής ποιότητας Ειδικα τα ΕΘΝΟΣ που ηταν σερτικα τα ελεγαν «στούκας» από τον ομώνυμο τυπο του γερμανικου
ΑΣ9 Page 3 Ειδικα τα ΕΘΝΟΣ που ηταν σερτικα τα ελεγαν «στούκας» από τον ομώνυμο τυπο του γερμανικου αεροπλάνου. Τα αεροπλανα Junkers Ju 8, ηταν γνωστα ως STUCAS (από τη λέξη Sturzkampfflugzeug, δηλ. πολεμικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης) από τους βομβαρδισμους του πολεμου. Το στούκας ηταν τυπος γερμανικού μαχητικού αεροπλάνου της περιόδου του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου το οποίο έκανε εφορμήσεις στο έδαφος, (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ιπτάμενου αντικειμένου και ιδιαίτερα των κουνουπιών Βλ. Το ρήμα της σημερινής αργκό στουκάρω ΕΙΚΟΝΕΣ Όλα τα μεταπολεμικα τσιγαρα ηταν χωρις φιλτρο. Πουλιωνταν σε συσκευασια τυπου κασετινας. Η κασετινα
ΑΣ9 Page 4 Όλα τα μεταπολεμικα τσιγαρα ηταν χωρις φιλτρο. Πουλιωνταν σε συσκευασια τυπου κασετινας. Η κασετινα ηταν πολύ πιο βολικη για να παρεις αλλα και να προσφέρεις ένα τσιγαρο. Η διατομη τους δεν ηταν κυκλος αλλα ελλειψη. Οι παλιοι καπνιστες συνηθιζαν να χτυπανε πατω στο πακετο την πλευρα που θα έβαζαν στο στομα τους, για κα μην περισσευουν κομματια από καπνό. Πολλοι διατηρησαν την συνηθεια και κτυπανε και τα τσιγάρα με φίλτρο! Πουρα (4,18) καπνιζαν οι μεγαλουσιάνοι και πιπα (5,6,7) καπνιζαν οι εκκεντρικοι. Το πρώτο τάμπλετ της ιστορίας ήταν το Καρέλια κασετίνα. Έγραφες από διευθύνσεις και τηλέφωνα έως και σχεδιάγραμμα οικοδομής! Διασημοι Καπνιστες Πουρων/Πιπας
ΑΣ9 Page 5 Διασημοι Καπνιστες Πουρων/Πιπας 'Ασημοι / 'Αγνωστοι καπνιστές αργιλέ
ΑΣ9 Page 6 ΣΗΜΕΡΑ Αναβιωσε η συνηθεια του στριφτου τσιγαρου ΠΟΙΗΣΗ Τα ωραιότερα ποιήματα Τα ωραιότερα ποιήματα γράφονται πάνω στα γόνατα, σε κουτιά από τσιγάρα, όταν δεν έχεις πού και με τι να γράψεις. Τα ωραιότερα ποιήματα γράφονται στις φυλακές, στις εξορίες, στα νοσοκομεία, μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα. ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΩΡΙΑΔΗΣ
ΑΣ9 Page 7 ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΩΡΙΑΔΗΣ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΦΟΥΑΓΙΕ φουαγέ (το) {άκλ.) (συνήθ. σε θέατρο, κινηματογράφο,μορφωτικό ίδρυμα, εκθεσιακό χώρο κ.λπ.) η ευρύχωρη αίθουσα, η οποία έχει διαμορφωθεί ειδικά για την υποδοχή θεατών, επισκεπτών κ.λπ. και την παραμονή τους (λ.χ. στα διαλείμματα των παραστάσεων, των διαλέξεων κ.λπ.). ώστε να μπορούν να καθίσουν, να καπνίσουν, να συζητήσουν, να πιουν κάτι κ.λπ. [ΕΤΥΜ. < γαλλ. foyer, αρχική σημ. «καπνιστήριο», < μτγν. λατ. focarium, υποκ. τού λατ. focus «εστία,. τζάκι»] 171. Η επιτυχεστερη αποδοση του foyer είναι «αιθουσα» γιατι δεν χρησιμευε μονο για καπνιστηριο. Οι σημασιες του «αίθουσα» ειναι χωρος οπου καιει φωτιά μέρος μιας συσκευής (τζάκι, θέρμανση), όπου καιει φωτιά τοπος που χρησιμοποιείται για να στεγάσει μια οικογένεια πβλ οικος η ίδια η οικογένεια πβλ οικος Ιακωβ κτίριο, εγκαταστάσεις, που προορίζονται για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όπου ορισμένες υπηρεσίες που διατίθενται στην κοινότητα από εδώ το φουαγιε του θεάτρου. δωμάτιο που χρησιμεύει ως μια χαλάρωση, ησυχαστήριο (ιατρική) κέντρο και η έδρα της λοίμωξης σπίτια: το σπίτι, τη χώρα ΚΑΠΝΙΣΤΗΡΙΟ είναι νεότερη μετάφραση των γαλλικών fumoir, salon á fumer. Στα παλιότερα λεξικά όμως παρουσιάζεται σαν μεσαιωνική ή ελληνιστική. Η σπάνια αυτή παλιά λέξη σήμαινε: "θερμό λουτρό" ή ίσως "θυμιατήρι", και βέβαια δεν είχε σχέση ούτε με τσιγάρα ούτε με πούρα. Οι παλιότεροι ετυμολόγοι θα μπορούσαν να είχαν αναρωτηθεί, τι καπνό φουμάρανε άραγε οι Βυζαντινοί πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής; Αλλά ο στείρος φορμαλισμός δεν ενδιαφέρεται για λογικές ερωτήσεις. ΑΙΘΟΥΣΑ Αἴθουσα (ενν. στοά), αποτελούσε αρχικά μτχ. του αἴθω, ἡ στην ομηρική οικία, η στοά που βρισκόταν μέσα από την είσοδο επί της αυλής και ήταν ανοικτή προς τα εμπρός, στραμμένη προς τα ανατολικά ή νότια για να είναι εκτεθειμένη στον ήλιο, απ' όπου και το όνομα. Ο Όμηρος την παριστάνει ως το μέρος όπου διανυκτέρευαν οι ξένοι, οι οδοιπόροι, οι ταξιδιώτες, οι οποίοι επιθυμούσαν να αποχωρήσουν νωρίς το πρωί, σε Ομήρ. Οδ. ΑΙΘΩ αἴθω, μόνο στον ενεστ. και παρατ., 1. ανάβω, καίω, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. αμτβ., καίγομαι ή φλέγομαι, σε Σοφ. μ' αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται και από τον Όμηρ. το Παθ. αἴθομαι, πάντοτε σε μτχ. πυρὸς μένος αἰθομένοιο, σε Ομήρ. Ιλ., Ομήρ. Οδ. κ.λπ. ομοίως και μεταφ., ἔρωτι αἴθεσθαι, σε Ξεν. αἴθων, -ωνος, ὁ, ἡ (αἴθω), I. φλογισμένος, φλογερός, πυρώδης, λαμπερός, αστραφτερός λέγεται για στιλβωμένο μέταλλο, λαμπρός, αστραφτερός, λαμπερός, γυαλιστερός, απαστράπτων, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. στον Όμηρ. λέγεται για άλογα, λιοντάρια, ταύρους, αετούς, όπου σημαίνει είτε βίαιος, άγριος, ορμητικός, είτε αυτός που έχει χρώμα καφέ, ο κοκκινωπός. 2. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, φλεγόμενος, οξύθυμος, σε Αισχύλ., Σοφ. (η παραλήγουσα των πλαγίων πτώσεων υφίσταται σύντμηση από τους ποιητές, χάριν μέτρου ομοίως αἴθονος, σε Σοφ. αἴθονα, σε Ησίοδ. αντί αἴθωνος, αἴθωνα.