ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΖΑΝΝΕΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ Α.Ε.Μ.: 610 ΣΤΟ ΚΥΡΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ: Πολιτική αγωγή: η σχέση αστικής και ποινικής δίκης, ιδίως από την άποψη του δεδικασμένου ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: ΚΑΛΦΕΛΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ ΑΔΑΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2012
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κεφάλαιο Πρώτο Εισαγωγή......1 Κεφάλαιο Δεύτερο Δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων χωρίς τη διατύπωση επιφύλαξης Α. ΚΠΔ 67 1: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Ι. Παραγωγή δεδικασμένου από την ποινική κρίση..3 Ια. Διαφορετικό είδος απαίτησης 7 Ιβ. Μεταγενέστερες ζημίες 7 Ιγ. Περισσότεροι υπόχρεοι.. 9 Ιδ. Προδικαστικά ζητήματα.. 11 ΙΙ. Βαθμός δικονομικής ωριμότητας της ποινικής αποφάσεως 12 ΙΙΙ. ΚΠΔ 65 : Καταδίκη κατηγορουμένου.. 15 Β. ΚΠΔ 66 1: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.. 23 Κεφάλαιο Τρίτο Δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων με τη διατύπωση επιφύλαξης Ι. Τα αποτελέσματα της επιφύλαξης...31 ΙΙ. Μερική ή ολική απόρριψη μέρους της απαιτήσεως..34 Βιβλιογραφία. 42 Αρθρογραφία. 44
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑιτΈκθΣχΚΠΔ Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικαιοσύνης ΑΠ Άρειος Πάγος αρ. Αριθμός Αρμ Αρμενόπουλος ( περιοδικό) ΑρχΝ Αρχείο Νομολογίας ( περιοδικό) ΑΚ Αστικός Κώδικας Βλ. Βλέπε ΓνωμΕισΑΠ Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου ΔΕΕ Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιρειών Δ Δίκη ( περιοδικό ) εδ. Εδάφιο ΕισΝΑΚ Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα ΕλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη ( περιοδικό ) επ. επόμενα Εφ Εφετείο ΕΕΠΔ Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου ΕΣυγκΔ Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου Κεφ. Κεφάλαιο ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΜΠ Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. Νόμος Νοβ Νομικό βήμα ( περιοδικό ) ν.δ. Νομοθετικό Διάταγμα Ολ Ολομέλεια ο.π. όπως παραπάνω παρ. παράγραφος Πρβλ. Παράβαλε παρακ. παρακάτω παραπ. παραπάνω ΠειρΝ Πειραϊκή Νομολογία ( περιοδικό )
ΠεντΕφ Πενταμελές Εφετείο περ. αρ. περιθωριακός αριθμός ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη ( περιοδικό ) ΠΚ Ποινικός Κώδικας ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος ( περιοδικό ) ΠοινΧρον Ποινικά Χρονικά ( περιοδικό ) ΠΠ Πολυμελές Πρωτοδικείο σελ. Σελίδα ΣυμβΔιαρκΣτρ Συμβούλιο Διαρκούς Στρατοδικείου ΣυμβΕφ Συμβούλιο Εφετών ΣυμβΠλημ Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ΤριμΕφ Τριμελές Εφετείο ΤρΠλ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Υπερ Υπεράσπιση ( περιοδικό ) υποσημ. υποσημείωση
Κεφάλαιο Πρώτο Εισαγωγή Κάθε έγκλημα αποτελεί συνήθως και αδικοπραξία του Αστικού Δικαίου, δηλαδή συνιστά κατ άρθρο 914 ΑΚ υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά που επιφέρει ζημία σε άλλο πρόσωπο. Ο θεσμός της πολιτικής αγωγής παρέχει στον αδικηθέντα τη δυνατότητα εισαγωγής στην ποινική δίκη των αστικών του αξιώσεων, ήτοι αξιώσεων αποζημίωσης και αποκαταστάσεως για περιουσιακή ζημία καθώς και αξιώσεων χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία, οι οποίες κατ αρχήν υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 63 ΚΠΔ) 1. Η δυνατότητα αυτή δικαστικής επιδιώξεως αποζημίωσης τόσο με τη μορφή της πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο όσο και με τη μορφή αγωγής στο πολιτικό δικαστήριο, που σε πρακτικό επίπεδο συνήθως αξιοποιείται από τον παθόντα ταυτόχρονα και επομένως επιτρέπει την παράλληλη κίνησή της σε δύο δικαιοδοτικούς κλάδους, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 66 και 67 ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρο 66 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία «Η πολιτική αγωγή που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία» ρυθμίζεται η παράλληλη δικαιοδοσία αστικών και ποινικών δικαστηρίων σε περίπτωση που έχει προηγηθεί η εισαγωγή της επιδιωχθείσας αξίωσης στο πολιτικό δικαστήριο, ενώ αντίθετα με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 Βλ. Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Β Έκδοση (2004), σελ 168-169, Ψαρούδα Μπενάκη Α., Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση, πολιτικώς ενάγοντος (1982), σελ 16. 1 Νομιμοποίηση του
67 ΚΠΔ, κατά την οποία «Αν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε, η πολιτική αγωγή που κρίθηκε ήδη από το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί πια να ασκηθεί στο πολιτικό παρά μόνο για την εκκαθάριση των ζημιών που γεννήθηκαν μετά την καταδικαστική απόφαση» ρυθμίζεται η αντίστροφη περίπτωση της εισαγωγής της αξιώσεως στην πολιτική διαδικασία μετά την επιδίωξή της στο ποινικό δικαστήριο. Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης κρίσιμη θεωρείται η ερμηνευτική προσέγγιση του ως άνω κανονιστικού πλαισίου υπό την ανάλυσή του σε δύο θεματικές, ήτοι αφενός στη δικαστική επιδίωξη των αξιώσεων με τη διατύπωση επιφύλαξης και αφετέρου στην επιδίωξή τους χωρίς αυτή. 2
Κεφάλαιο Δεύτερο Δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων χωρίς τη διατύπωση επιφύλαξης Α. ΚΠΔ 67 1: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Ι. Παραγωγή δεδικασμένου από την ποινική κρίση Η άσκηση ένδικου βοηθήματος σε δικαστήριο ενός συγκεκριμένου κλάδου, δεν εμποδίζει την εξέλιξη μεταγενέστερου ένδικου βοηθήματος που αφορά την ίδια αξίωση σε δικαστήριο άλλου δικαιοδοτικού κλάδου 2. Σε αντίθεση με τη γενική αρχή της δεσμεύσεως του ενός δικαστή από την απόφαση του άλλου που καθιέρωνε το άρθρο 12 της παλαιάς Πολιτικής Δικονομίας, με τη θέση σε ισχύ του νέου ΚΠΔ καθιερώθηκε δια των άρθρων 60, 61 και 62 σύστημα πλήρους ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας της ποινικής και της πολιτικής δίκης, ενώ παράλληλα με τη θέση σε ισχύ του νέου ΚΠολΔ επικυρώθηκε το ως άνω σύστημα, καθώς δεν επαναλήφθηκε το άρθρο 12 της παλαιάς Πολιτικής Δικονομίας 3. Πλέον, οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν δεσμεύουν τα πολιτικά δικαστήρια, ενώ το δεδικασμένο των τελευταίων δεν δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια 4. 2 Βλ. Νίκα Ν., Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη (1991) σελ. 55. 3 Βλ. αναλυτικά Γυιόκα Π., Αμοιβαία Επίδρασις Ποινικού και Πολιτικού Δεδικασμένου (1974), σελ 17 επ. 4 Βλ. Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία Ι (2003), 8, περ. αρ. 10, σελ 96 97 3
Στην αρχή αυτή εισάγεται εξαίρεση στην περίπτωση της πολιτικής αγωγής, όπου διασταυρώνεται επί των αστικής φύσεως αξιώσεων η πολιτική με την ποινική δικαιοδοσία. Ειδικότερα, η παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου εμποδίζει την παράλληλη συζήτηση των ίδιων αξιώσεων στο πολιτικό δικαστήριο (ΚΠΔ 66 παρ. 2) και κατ αρχήν η άσκηση αγωγής στο πολιτικό δικαστήριο εμποδίζει την παράσταση πολιτικής αγωγής για τις αυτές αξιώσεις. Δικαιολογητικός 5 λόγος της εξαίρεσης αυτής είναι, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 67 ΚΠΔ, το δεδικασμένο που παράγει η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για την πολιτική αγωγή, δεδικασμένο που δεσμεύει το πολιτικό δικαστήριο 6 και κωλύει με την αρνητική του λειτουργία την εκ νέου κρίση όλων όσων κρίθηκαν μια φορά τελεσίδικα. Υπό την παραδοχή ότι η πολιτική αγωγή έχει ως βάση την επιδίωξη των ιδιωτικών απαιτήσεων, θα πρέπει να διέπεται ως προς τις βασικές της λειτουργίες από τους θεμελιώδεις κανόνες και τις αξίες της πολιτικής δίκης 7, γεγονός που δεν αποδυναμώνει τον διφυή της χαρακτήρα. Παλαιότερα ακολουθούνταν η άποψη ότι το ποινικό δικαστήριο δικάζοντας την πολιτική αγωγή λειτουργεί ως δικαστήριο άλλης δικαιοδοσίας, όχι δηλαδή ως ποινικό, αλλά ως πολιτικό δικαστήριο 8. Η τοποθέτηση αυτή, η οποία θέτει ως αφετηρία της συλλογιστικής της τη συνταγματικότητα του θεσμού της πολιτικής αγωγής, προβάλλει ως επιχειρήματα τη μη κατάργηση της αρχής της 5 Βλ. ΑιτΈκθΣχΚΠΔ, Έκδοση Ζαχαροπούλου (1950), σελ. 394. 6 Βλ. Κονδύλη Δ., Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2 η έκδοση (2007), 7, σελ.107. 7 Βλ. Νίκα Ν. Παπαδαμάκη Α., Η σχέση ποινικής και πολιτικής δίκης στο χώρο της πολιτικής αγωγής (γνωμ.) ΠοινΔικ 2009.1122 επ. 8 Βλ. Εφ Λαρ 58/1975 Δ 1975.738, Εφ Πειρ 108/1994 ΕλΔνη 1994.1690, ΠΠ Θεσ. 8937/1998 Αρμ 1998.1212, Εφ Πειρ 387/2000 ΠειρΝ 2000.212, ΑΠ 753/2010 ΠοινΔικ 2011.120. 4
διασταυρώσεως των εξουσιών, τη σύνθεση των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων από τους αυτούς δικαστές και την επιτρεπτή από τα πολιτικά δικαστήρια εκδίκαση των κατ άρθρα 116 και 117 ΚΠΔ αυτόφωρων πταισμάτων και πλημμελημάτων που τελούνται στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης 9. Υιοθετώντας την ως άνω θέση δεν θα ανέκυπτε ζήτημα διασταύρωσης περισσότερων δικαιοδοτικών κλάδων και η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ δε θα δημιουργούσε κάποιο ερμηνευτικό πρόβλημα. Η ως άνω άποψη εκ του αποτελέσματος θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ορθή, ωστόσο παραγνωρίζει τον μικτό χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής και ειδικότερα τον ποινικό της χαρακτήρα 10. Πράγματι, ο παθών εγείροντας την πολιτική αγωγή, εκτός από την αποκατάσταση της αστικής ζημίας, ζητά από το ποινικό δικαστήριο την αποκατάσταση της βαθύτερης εκείνης βλάβης που προκάλεσε το έγκλημα, η οποία επέρχεται με την κήρυξη της ενοχής και την καταδίκη του δράστη. Κατά συνέπεια, η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη εμφανίζει και ποινικό χαρακτήρα που επηρεάζει αισθητά την όλη εμφάνιση και δραστηριότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη. Προέχει δε ο ποινικός της χαρακτήρας λαμβανομένων υπόψιν των μικρών έως ασήμαντων ποσών που αξιώνονται από τον πολιτικώς ενάγοντα, των σημαντικών δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος, τα οποία τον φέρνουν σε ισομοιρία με τον κατηγορούμενο 11, της εξαιρετικά απλοποιημένης διαδικασίας εισόδου του πολιτικώς ενάγοντα 9 Βλ. αναλυτικά Κονταξή Α., ΚΠΔ, Άρθρα 1-319, Έκδοση Γ (1993), υπό ΚΠΔ 63, σελ. 513-514. 10 Βλ. Ψαρούδα Μπενάκη Α., Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση, Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος (1982), σελ. 26-27. 11 Δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο (ΚΠΔ 96, 97), δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της ανάκρισης (ΚΠΔ 108), να υποβάλλει προτάσεις ή αιτήσεις στον ανακριτή ή στο δικαστικό συμβούλιο (ΚΠΔ 307), να προτείνει την εξαίρεση δικαστικών προσώπων (ΚΠΔ 16 παρ. 1), να διορίζει τεχνικό σύμβουλο αν διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, να εφεσιβάλλει τα απαλλακτικά βουλεύματα κ.α. 5
στην ποινική δίκη, της συνοπτικής έκθεσης της υπόθεσης για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, στοιχείο που δεν συγκρίνεται με το αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής που υποβάλλεται στα πολιτικά δικαστήρια και της κατ εξαίρεση δυνατότητας παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας Εξάλλου, όπως επισημαίνεται 13 δεν είναι ορθή η ως άνω θέση από μόνο το γεγονός ότι τα ποινικά δικαστήρια συνθέτουν οι ίδιοι δικαστές που συνθέτουν τα πολιτικά, διότι στο ποινικό μετέχει εισαγγελέας και ακολουθείται διαφορετική διαδικασία. Έτσι για παράδειγμα, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής που εκδόθηκε χωρίς να δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα είναι αναιρετέα κατά τα άρθρα 510 παρ.1 Α και 171 παρ.1 περ. β ΚΠΔ. Για την αδυναμία εισαγωγής της ίδιας κατ είδος αξιώσεως παράλληλα σε δύο δικαιοδοτικούς κλάδους απαιτείται να υπάρχει ταυτότητα διαφοράς, η οποία στοιχειοθετείται όταν τα γεγονότα που στηρίζουν την ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του κατηγορουμένου αποτελούν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν παράλληλα και την εναντίον του αστική αξίωση. Στην περίπτωση δηλαδή που η γενεσιουργός αιτία της ζημίας είναι ένα έγκλημα και επομένως η ασκηθείσα αγωγή έχει ως πραγματική και νομική βάση την αξιόποινη πράξη, για να ισχύσουν οι κανόνες που θέτουν οι διατάξεις των άρθρων 66 παρ. 1 και 67 παρ.1 ΚΠοΔ, θα πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις επέλευσης του δεδικασμένου, όπως αυτές διαγράφονται από το άρθρο 324 ΚΠολΔ, ήτοι ταυτότητα διαδίκων, ταυτότητα κριθέντος δικαιώματος και αντικειμένου του, ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας. 12. 12 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3 η Έκδοση (2007), σελ 366 επ. 13 Βλ Κονδύλη Δ., Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2 η έκδοση (2007), σελ. 107. 6
Ια. Διαφορετικό είδος απαίτησης Συνεπεία των ανωτέρω, προκύπτει ότι δεν δύναται να παραχθεί δεδικασμένο από την τελεσίδικη κρίση του ποινικού δικαστηρίου, όταν με αυτή κρίθηκε διαφορετικό είδος απαίτησης από αυτό που αξιώνεται στο πολιτικό δικαστήριο και τούτο διότι η χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη διαφοροποιείται κατά τη φύση της από την αποζημίωση για υλική βλάβη 14. Ειδικότερα, η χρηματική ικανοποίηση συνιστά αξίωση μη περιουσιακής ζημίας, ενώ η αποζημίωση αποτελεί αξίωση για περιουσιακή ζημία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ταυτότητα ως προς το αντικείμενο και ως εκ τούτου να μην κωλύεται η δικαστική επιδίωξη του διαφορετικού είδους απαίτησης στον έτερο δικαιοδοτικό κλάδο. Ιβ. Μεταγενέστερες ζημίες Ακόμη όμως και όταν πρόκειται για το ίδιο είδος απαίτησης, το δεδικασμένο δεν καλύπτει πάντοτε το ύψος της αποζημίωσης που δικαιούται ο παθών συνεπεία της αδικοπρακτικής ευθύνης. Η υποχρέωση προς καταβολή αποζημίωσης οριοθετείται από την έκταση της ζημίας που βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο 14 Για τις διακρίσεις της ζημίας και τα είδη αποζημίωσης Βλ. Ανδρέου Φ., Η Πολιτική Αγωγή στην Ποινική Δίκη, Νομοθεσία Βιβλιογραφία Ερμηνεία Νομολογία, Γ Έκδοση (2006), σελ. 85 επ, Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία-Νομολογία Α.Κ. (ΕΡΝΟΜΑΚ), Τόμος Γ, Ειδικό Ενοχικό (άρθρα 741-946) (2006), υπό ΑΚ 914, αρ. 41-43, σελ 872 874, και υπό ΑΚ 932, αρ. 1 8, σελ. 1069-1073, Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, (2002), σελ. 516 520, 593 596, 645 647. 7
γεγονός 15. Όταν όμως η αδικοπραξία εξακολουθεί να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες που δεν ήταν αντικειμενικώς διαγνωστές, η έκταση της ζημίας δεν δύναται να προβλεφθεί εκ των προτέρων κατά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, ώστε σε μία τέτοια περίπτωση το δεδικασμένο να μην καλύπτει επιγενόμενα της δικαστικής αποφάσεως γεγονότα. Πράγματι, η δεσμευτική ενέργεια της δικαστικής κρίσεως εκδηλώνεται στα όρια του άρθρου 324 ΚΠολΔ μόνο ενόσω παραμένουν αναλλοίωτα και τα πραγματικά γεγονότα στα οποία η ίδια βασίστηκε. 16 Όταν αντίθετα τα επιγενόμενα περιστατικά που συνδέονται αιτιωδώς με την αδικοπραξία, ήτοι οι συνέπειες της αδικοπραξίας, οι οποίες εκδηλώθηκαν μεταγενέστερα, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν ότι θα επέλθουν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και οι οποίες ως εκ τούτου δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό της αρχικώς επιδικασθείσας αποζημιώσεως, τότε δεν καλύπτονται από τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου. Έτσι, η με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, ο οποίος παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων χωρίς επιφύλαξη, δεν εμποδίζει την, με αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, επιδίωξη περαιτέρω χρηματικής ικανοποίησης λόγω των μεταγενέστερων δυσμενών συνεπειών της αδικοπραξίας που δεν ήταν προβλεπτές και δεν ελήφθησαν υπόψη κατά την προηγούμενη δικαστική απόφαση 17. 15 Βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία-Νομολογία Α.Κ. (ΕΡΝΟΜΑΚ), Τόμος Γ, Ειδικό Ενοχικό (άρθρα 741-946) (2006), υπό ΑΚ 914, αρ. 42, σελ. 873. 16 Για τα χρονικά όρια του δεδικασμένου βλ Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙ (2005) 98, σελ 716 επ. 17 Βλ. Ανδρέου Φ., Η Πολιτική Αγωγή Στην Ποινική Δίκη, Νομοθεσία Βιβλιογραφία Ερμηνεία Νομολογία, 3 η Έκδοση (2006), σελ.21, Κρητικός Α., Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, Δ Έκδοση (2008), σελ. 426 427, ΑΠ 1266/1977 ΝοΒ 26.1043, ΑΠ 455/1983 ΕλΔνη 24.973, ΑΠ 615/1983 ΝοΒ 32.74, ΑΠ 426/2000 ΝοΒ 2001.822, ΑΠ 1075/2008 δημοσιευμένη σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 407/2011 δημοσιευμένη σε http://www.nomikaxronika.gr. 8
Ομοίως, όταν το ποινικό δικαστήριο επιδικάσει αποζημίωση για υλικές ζημίες για την αξίωση των οποίων ο πολιτικώς ενάγων δεν διατύπωσε επιφύλαξη, το δεδικασμένο που παρήχθη από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση δεν τον εμποδίζει να αξιώσει από το πολιτικό δικαστήριο αποζημίωση για μεταγενέστερες ζημίες που επήλθαν λόγω της αδικοπραξίας και οι οποίες δεν ήταν προβλεπτές κατά την εισαγωγή της απαίτησής του προς κρίση. Ιγ. Περισσότεροι υπόχρεοι Επιπλέον, όταν υπάρχουν περισσότεροι εις ολόκληρον υπόχρεοι για την καταβολή της αποζημίωσης ή της χρηματικής ικανοποίησης, ο παθών που παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά του δράστη της αδικοπραξίας, δεν κωλύεται να επιδιώξει ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου την επιδίκαση της ίδιας κατά το είδος απαίτησης από άλλον μη κατηγορηθέντα στο ποινικό δικαστήριο εις ολόκληρο υπόχρεο προς καταβολή αυτής. Δικαιολογητικός λόγος είναι σαφώς η ανυπαρξία ταυτότητας των διαδίκων 18 στην ποινική δίκη, η οποία εμποδίζει την παραγωγή δεδικασμένου από την προηγούμενη δικαστική κρίση του ποινικού δικαστηρίου, δεδομένου ότι επί οφειλής εις ολόκληρον υπάρχει παθητική ομοδικία μεταξύ των (συνεναγομένων) συνοφειλετών και το δεδικασμένο που δημιουργείται για τον ένα από αυτούς δρα 18 Στα πλαίσια της ποινικής δίκης, η υποβολή των αστικών αξιώσεων του αδικηθέντος και η συμμετοχή του στη διαδικασία της ικανοποιήσεως της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας τον καθιστά διάδικο, υποκείμενο δηλαδή της ποινικής δίκης και αληθινό αντίδικο του κατηγορουμένου. Βλ. Ψαρούδα Μπενάκη Α., Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση, Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος (1982), σελ 15-17, Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Β Έκδοση (2004), σελ. 169. 9
υποκειμενικά μη ασκώντας επιρροή στην υποχρέωση των λοιπών συνυπόχρεων 19. Αντιθέτως, η καταβολή ποσού από έναν εκ των συνοφειλετών αποτελεί γεγονός που κατά το άρθρο 483 εδ. α` ΑΚ ενεργεί αντικειμενικά 20 απαλλάσσοντας από την υποχρέωση καταβολής μέχρι το ύψους του καταβληθέντος ποσού και τους λοιπούς εις ολόκληρον οφειλέτες, οι οποίοι πάντως εξακολουθούν να ευθύνονται τόσο για το πέραν αυτού ποσό όσο και για την ενδεχόμενη διαφορετική παροχή 21. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα επιδίωξης της αυτής απαιτήσεως με την άσκηση αγωγής στο πολιτικό δικαστήριο, ακόμα και αν στρέφεται εναντίον άλλου συνυπόχρεου, αφού ο παθών άσκησε την αξίωσή του στο ποινικό δικαστήριο χωρίς επιφύλαξη και ικανοποιήθηκε πλήρως από έναν εκ των συνοφειλετών. 19 Βλ. Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία Ι (2003), 8 περ. αρ 11, σελ 97, υποσημ. 39, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙ (2005), 97, περ. αρ. 6, σελ 703, παρατηρήσεις Μπέη Κ. στην ΑΠ 1306/1998 Δ 1999.612,616, ΕφΑθ 14234/1987 ΕλΔνη 1989. 118, ΑΠ 740/2000 ΕλΔνη 2001.101, ΑΠ 908/2000 ΝοΒ 2001.89, ΑΠ 1585/2000 ΕλΔνη 2001. 1281, Εφ Αθ 699,780,809,2344/2003 ΠοινΧρον 2004.993. 20 Το άρθρο 483 ΑΚ θεμελιώνει την αρχή της αντικειμενικής ενέργειας ορισμένων γεγονότων, η οποία καθιερώνεται ως αποτέλεσμα της αρχής ότι ο δανειστής μία φορά μόνο δικαιούται να ζητήσει την οφειλόμενη παροχή. Με την ως άνω διάταξη, η οποία είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς χωρεί αντίθετη συμφωνία των μερών, η καταβολή καθώς και τα προς αυτή εξομοιούμενα άλλα αποσβεστικά της ενοχής γεγονότα (δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής, δημόσια κατάθεση, ανανέωση, συμψηφισμός, άφεση χρέους, παροχή προθεσμίας προς ένα συνοφειλέτη, υπερημερία δανειστή απέναντι σε έναν από τους συνοφειλέτες) έχουν στην εις ολόκληρον ενοχή αντικειμενική ενέργεια (in rem), δηλαδή αποσβήνουν την ενοχή και απαλλάσσουν τους λοιπούς συνοφειλέτες, σε αντίθεση προς τα άλλα γεγονότα τα οποία έχουν υποκειμενική ενέργεια. Βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία-Νομολογία Α.Κ. (ΕΡΝΟΜΑΚ), Τόμος Β, Γενικό Ενοχικό (άρθρα 287-495) (2003), σελ 705 επ. 21 Βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία-Νομολογία Α.Κ. (ΕΡΝΟΜΑΚ), Τόμος Γ, Ειδικό Ενοχικό (άρθρα 741-946) (2006), υπό ΑΚ 932, αρ. 41, σελ. 1092, Γεωργιάδη Α. σε Γωργιάδη Α. Σταθόπουλου Μ., Αστικός Κώδιξ, Κατ άρθρο ερμηνεία, IV, Ειδικό Ενοχικό (άρθρα 741-946) (1982), υπό ΑΚ 932, περ. αρ. 27, σελ. 820. 10
Ιδ. Προδικαστικά ζητήματα Περαιτέρω, ένα κομβικής σημασίας ζήτημα σχετικά με το δεδικασμένο που παράγει η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής αφορά στα προδικαστικά ζητήματα. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην πολιτική διαδικασία καθώς και στα πλαίσια εκδίκασης μιας διαφοράς από τον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, το δεδικασμένο της ποινικής αποφάσεως επί πολιτικής αγωγής καλύπτει μόνο το κεφάλαιο που αφορά στις αστικές αξιώσεις του πολιτικώς ενάγοντος και δεν επεκτείνεται στη διάγνωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Οι αποδεικτικές κρίσεις δηλαδή για την αλήθεια των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων που περιέχει η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εξέρχονται από τη σαφή οριοθέτηση του δεδικασμένου κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ και δεν αποτελούν προδικαστικό ζήτημα της αντίστοιχης ιδιωτικής διαφοράς ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου και την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος 22. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι όταν επιδικαστούν οι απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος παραστάθηκε χωρίς επιφύλαξη ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, μπορεί ο ίδιος να «σύρει» τον κατηγορούμενο ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αξιώνοντας τις αυτές απαιτήσεις, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση έχει επέλθει ανάλωση της ίδιας απαιτήσεως. Όταν όμως πρόκειται για διαφορετικό είδος απαίτησης, όταν επί παραδείγματι ο πολιτικώς ενάγων, που 22 Βλ. Μπέη Κ., παρατηρήσεις στην Εφ Πατρ 838/1996 Δ 1997. 769, παρατηρήσεις του ίδιου στην ΑΠ 1236/1998 Δ 1999.351, Ράμμου Γ., Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Τόμος 1 ος (1978), σελ. 116 επ., ΠΠ Θεσσαλ. 8937/1998 Αρμ 1998.1212, ΑΠ 1098/2011 δημοσιευμένη σε ΝΟΜΟΣ. Βλ. και παρακ., υπό 3 ο κεφάλαιο, σελ. 37. 11
παραστάθηκε χωρίς επιφύλαξη για χρηματική ικανοποίηση, επιθυμεί να αξιώσει την υλική ζημία που υπέστη από το έγκλημα, τότε η διάγνωση της ενοχής του κατηγορουμένου που προηγήθηκε δεν δεσμεύει το αστικό δικαστήριο στη διάγνωση της τέλεσης της αδικοπραξίας και της υπαιτιότητας του εναγομένου για την επιδίκαση των υλικών ζημιών. ΙΙ. Βαθμός δικονομικής ωριμότητας της ποινικής αποφάσεως Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η δεσμευτικότητα της ποινικής αποφάσεως, στο μέτρο που αφορά την επιδίκαση (ή αποδίκαση) των ιδιωτικών απαιτήσεων του παθόντος, καθορίζεται από τους κανόνες και τους θεσμούς της πολιτικής δίκης 23. Τούτο εξάλλου αποτυπώνεται ακόμα και στο βαθμό δικονομικής ωριμότητας που απαιτείται για την παραγωγή δεδικασμένου από την ποινική απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, στο ισχύον ποινικό δικονομικό δίκαιο ο θεσμός του δεδικασμένου ρυθμίζεται από το άρθρο 57 ΚΠΔ κατά το οποίο «αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός». Με τη διάταξη αυτή ως σημείο επέλευσης του δεδικασμένου ορίζεται το αμέτακλητο της ποινικής δικαιοδοτικής κρίσης, ήτοι το απρόσβλητο των αποφάσεων με τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης, ενώ αντίθετα για τη δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου 23 Βλ. Κονταξή Α., ΚΠΔ, Άρθρα 1-319, Έκδοση Γ (1993), υπό ΚΠΔ 62, σελ. 511: «Ως προς την επιρροήν της αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής ουδέν ορίζει ο ΚΠΔ. Επομένως θα ισχύσουν αι σχετικαί διατάξεις του ΚΠολΔ». 12
από την κρίση του ποινικού επί του κεφαλαίου των αστικής φύσεως απαιτήσεων απαιτείται απόφαση τελεσίδικη 24. Αυτή η διαφοροποίηση ξεκινά κατ αρχήν από το γεγονός ότι η διάκριση των ένδικων μέσων σε τακτικά και έκτακτα στερείται σημασίας στο χώρο του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, καθώς ο ΚΠΔ υιοθέτησε την άποψη ότι το κύριο γνώρισμα των ενδίκων μέσων συνίσταται στο ότι στρέφονται κατά αποφάσεων που δεν απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου, ενώ στον ευρύτερο δικονομικό χώρο μόνο τα τακτικά ένδικα μέσα στρέφονται κατά αυτών των αποφάσεων 25. Έτσι, σε επίπεδο πολιτικής δικονομίας, η τελεσιδικία της αποφάσεως απεικονίζει το τυπικό κατ άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο το οποίο αντιστοιχεί στο απρόσβλητο των οριστικών αποφάσεων με τα τακτικά ένδικα μέσα της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας 26. Αντίθετα, στο πεδίο της ποινικής διαδικασίας, ο όρος «τελεσίδικη απόφαση», που συναντάται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ, χρησιμοποιείται με την έννοια της αποφάσεως που δεν μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της εφέσεως, ήτοι της αποφάσεως που έχει εκδοθεί ύστερα από άσκηση έφεσης, καθώς και της αποφάσεως, η οποία όπως απαγγέλθηκε είναι ανέκκλητη, υφίσταται δηλαδή αδυναμία προσβολής της με έφεση. Η νομολογία παλαιότερα 24 Βλ. Γεωργιάδη σε Γωργιάδη Α. Σταθόπουλου Μ., Αστικός Κώδιξ, Κατ άρθρο ερμηνεία, IV, Ειδικό Ενοχικό (άρθρα 741-946) (1982), υπό ΑΚ 932, περ. αρ. 25, σελ. 820, Μαργαρίτη Λ., Εμβάθυνση στην ποινική δικονομία- θεωρία- Νομολογία (2006), σελ. 437, Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία ΚΠΔ, Θεωρία Νομολογία (2008), υπό ΚΠΔ 67, περ. αρ. 3, σελ. 153, ΕφΑιγ 42/1983 ΝοΒ 31.529, ΠΠ Θεσ. 8937/1998 Αρμ 1998.1212, Εφ Αθ 4558/1997 Αρμ 2000.1105, Εφ Αθ 9523/2000 ΕλΔνη 2001.750, ΜΠ Ροδ 120/2005 δημοσιευμένη σε ΝΟΜΟΣ. 25 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα Ι, Γ Έκδοση (2005), σελ. 28 επ. 26 Για το λόγο αυτό θεωρείται προτιμότερη η χρήση των δόκιμων όρων της τελεσιδικίας και του δεδικασμένου, αντί των όρων του τυπικού και ουσιαστικού δεδικασμένου. Βλ. Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙ (2005), 95, περ. αρ. 3, σελ 654. 13
τέθηκε υπέρ του περιορισμού της έννοιας της τελεσιδικίας μόνο στις αποφάσεις του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι μόνο στις αποφάσεις που είχαν εκδοθεί ύστερα από άσκηση έφεσης 27, εν συνεχεία όμως παγιώθηκε από το Ακυρωτικό η ορθή ερμηνεία της ΚΠΔ 473 παρ. 3 και συμπεριλήφθηκαν στην έννοια των τελεσίδικων και στο πεδίο εφαρμογής της αυτής διατάξεως και οι ανέκκλητες αποφάσεις 28. Η κατά την ορθή ερμηνεία της ως άνω διατάξεως έννοια τελεσιδικίας αφορά στο ζήτημα του χρονικού σημείου έναρξης προθεσμίας για άσκηση αναίρεσης κατά αποφάσεως 29 και δεν περιλαμβάνει τις υπόλοιπες υποδιαιρέσεις των υπό ευρεία έννοια τελεσίδικων αποφάσεων, οι οποίες έχουν καταστεί μετέπειτα τελεσίδικες είτε από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης, είτε από την απόρριψη της ασκηθείσας εφέσεως ως απαράδεκτης ή ως ανυποστήρικτης είτε από την παραίτηση από την ασκηθείσα έφεση 30. Για την αδυναμία όμως της κατ άρθρο 67 παρ. 1 ΚΠΔ εισαγωγής στο πολιτικό δικαστήριο της ίδιας αξιώσεως που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου από το ποινικό δικαστήριο απαιτείται, σε αντιστοιχία και με ότι ισχύει στην πολιτική διαδικασία και συμφώνως 27 Βλ. Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Β Έκδοση (2004), σελ. 548, υποσημ. 83, μειοψηφούσα γνώμη στην ΑΠ 558/2002 ΠοινΛογ 2002.654. 28 Βλ. Ολ ΑΠ 6/2002 ΠοινΔικ 2002.1203, ΑΠ 19/2001 ΠοινΧρον 2001.883, ΑΠ 25/2003 ΠοινΔικ 2003.635, ΑΠ 1112/2003 ΠοινΛογ 2003.1181, ΑΠ 2008/2003 ΠοινΧρον 2004.742, ΑΠ 67/2005 ΠοινΛογ 2005.141, ΑΠ 1109/2008, ΑΠ 1255/2008 ΠοινΧρον 2009.447, ΑΠ 507/2008 και ΑΠ 195/2009 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ. 29 Για την προβληματική του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ βλ. αναλυτικά Μαργαρίτη Λ. Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα Ι, Γ Έκδοση (2005), σελ.98 επ. 30 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 2076/2005 δημοσιευμένη σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 584/2010 ΠοινΔικ 2011.1240, ΑΠ 335/2011 ΠοινΔικ 2011. 1062 14
προς το άρθρο 321 ΚΠολΔ, η κατά την παραπάνω ευρεία έννοια τελεσίδικη απόφαση 31, 32. ΙΙΙ. ΚΠΔ 65 : Καταδίκη κατηγορουμένου Ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, αυτονόητη καθίσταται συνακόλουθα η προϋπόθεση που πρέπει να συντρέξει ώστε να παραχθεί δεδικασμένο με βάση την τελεσίδικη κρίση του ποινικού δικαστηρίου. Η προϋπόθεση αυτή δεν είναι άλλη από την καταδίκη του κατηγορουμένου. Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο της απόφασης που αφορά την πολιτική αγωγή δύναται να εξοπλιστεί με δύναμη δεδικασμένου μόνο σε περίπτωση καταδικαστικής αποφάσεως 33, αφού η πολιτική αγωγή δεν είναι αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη. Εισάγεται στο ποινικό δικαστήριο έχοντας παρεπόμενο χαρακτήρα, αποτελεί δηλαδή παρακολούθημα της ποινικής δίκης και ως εκ τούτου η εξουσία του 31 Βλ. και Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη Α. Σταθόπουλου Μ., Αστικός Κώδιξ, Κατ άρθρο ερμηνεία, IV, Ειδικό Ενοχικό (άρθρα 741-946) (1982), υπό ΑΚ 932, περ. αρ. 25, σελ. 820. 32 Η τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου «αποτελεί τίτλο εκτελεστό, εκδίδεται δηλαδή απόγραφο και εκτελείται αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση της Πολιτικής Δικονομίας» Βλ. Κολλινιάτη Ι., παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΑθ 1530/1995 Υπερ 1996, 825. 33 Το άρθρο 689 του Εμπορικού Νόμου που εισήγαγε εξαίρεση στον ως άνω κανόνα εκδόσεως καταδικαστικής απόφασης, καθώς επέτρεπε την έκδοση αποφάσεως επί των κεφαλαίων της πολιτικής αγωγής και στην περίπτωση της αθωωτικής απόφασης για τα εγκλήματα των άρθρων 687 και 688 του Εμπορικού νόμου (κακουργήματα και πλημμελήματα πραττόμενα εν πτωχεύσει παρ άλλων παρά των πτωχεύσαντα), καταργήθηκε με το άρθρο 181 α του Ν. 3588/2007 και δεν υπάρχει πλέον αντίστοιχη διάταξη στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα. 15
δικαστηρίου να αποφαίνεται επ αυτής οριοθετείται από την έκβαση της κατηγορίας 34. Η εξουσία αυτή του δικαστηρίου επί των ζητημάτων της πολιτικής αγωγής ρυθμίζεται από την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 65 ΚΠΔ, κατά ρητή επιταγή της οποίας υφίσταται αδυναμία ενασχολήσεως του ποινικού δικαστηρίου με την πολιτική αγωγή στην περίπτωση αποφάνσεώς του ότι δεν πρέπει να γίνει δίωξη ή στην περίπτωση της για οποιοδήποτε λόγο απαλλαγής του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, απαλλαγή για οποιοδήποτε λόγο υπάρχει σε κάθε περίπτωση μη καταδικαστικής αποφάσεως 35. Ακολούθως, η φράση «δεν πρέπει να γίνει δίωξη» παραπέμπει στο άρθρο 370 ΚΠΔ και υποδηλώνει την οριστική παύση ή την κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης 36. Οι περιοριστικά κατ άρθρο 370 περ. β και γ ΚΠΔ αναφερόμενες περιπτώσεις οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης και κήρυξης αυτής ως απαράδεκτης δεν εμπίπτουν στην έννοια των κατ άρθρο 370 περ. α ΚΠΔ αθωωτικών αποφάσεων 37. Αθωωτική δε είναι η απόφαση με την οποία το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται είτε αντικειμενικώς είτε υποκειμενικώς είτε γιατί η πράξη για την οποία κατηγορείται κατέστη 34 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3 η Έκδοση (2007), σελ. 96, Ζησιάδη Ι. Ποινική Δικονομία, Τόμος Α, Γ Έκδοση (1976), σελ 489, Κονταξή Α., ΚΠΔ, Άρθρα 1-319, Έκδοση Γ (1993), υπό ΚΠΔ 65, σελ. 598. 35 Βλ. Βούλγαρη Δ. σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Α, 2 η έκδοση, υπό ΚΠΔ 65, περ. αρ. 2, σελ. 352. Πρβλ. Καίσαρη Π., ΚΠΔ Ερμηνεία κατ άρθρον, Τόμος Β (Άρθρα 63-126), (1982), υπό ΚΠΔ 65, σελ. 949 επ., σύμφωνα με τον οποίο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για απαλλακτικές αποφάσεις, παρά μόνο για απαλλακτικά βουλεύματα, άποψη που στηρίζεται στην ΚΠΔ 370. 36 Βλ. Κονταξή Α., ΚΠΔ, Άρθρα 1-319, Έκδοση Γ (1993), υπό ΚΠΔ 65, σελ. 599, Μαργαρίτη Λ., Πολιτική Αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, ΠοινΔικ 2005. 717. 37 Βλ. Ορνεράκη Ν. σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Β (2012) υπό ΚΠΔ 370, περ. αρ. 5, σελ. 1611, ΑΠ 538/2004 ΠοινΛογ 2004.662. 16
ανέκκλητη, δηλαδή απέβαλε τον ποινικό - κυρωτικό χαρακτήρα της 38. Με την αθωωτική απόφαση εξομοιώνεται και το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου που αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία 39. Καταδικαστική αντίθετα είναι η απόφαση με την οποία και ενοχή αναγνωρίζεται και ποινή επιβάλλεται. Για να στοιχειοθετηθεί δηλαδή η έννοια της καταδικαστικής αποφάσεως κατά την πάγια νομολογία δεν αρκεί η κήρυξη της ενοχής αλλά απαιτείται επιπλέον κηρυχθέντος ενόχου του κατηγορουμένου να επιβάλλεται και ποινή στερητική της ελευθερίας του ή χρηματική 40. Κατά συνέπεια, δεν είναι καταδικαστικές οι αποφάσεις που επιβάλλουν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα σε ανήλικο, καθώς πρόκειται για αναπληρωματικά της ποινής μέτρα ασφαλείας και όχι ποινή 41.Επομένως, κατά την ορθότερη άποψη που έχει υποστηριχθεί, δέον να μην αποφαίνεται το δικαστήριο επί της τυχόν ασκηθείσας πολιτικής αγωγής σε περίπτωση που επιβληθούν τα ως άνω μέτρα των 38 Βλ. Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία ΚΠΔ, Θεωρία Νομολογία (2008), υπό ΚΠΔ 370, περ. αρ. 3, σελ. 789, Ορνεράκη Ν. σε Μαργαρίτη Λ. ο.π., υπό ΚΠΔ 370, περ. αρ. 3, σελ. 1610. 39 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Πολιτική Αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, ΠοινΔικ 2005. 717. 40 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ο.π., σελ. 717, Ορνεράκη Ν. σε Μαργαρίτη Λ., ο.π., υπό ΚΠΔ 370, περ. αρ. 2, σελ. 1610, Α.Π. 572/1985 ΠοινΧρον 1986.41, ΑΠ 1589/1989 ΑΠ ΠοινΧρον 1990.785, Τρ. Πλ. Δραμ. 509/1989 ΝοΒ 1989.801, ΑΠ 838/1991 ΝοΒ 1992.114, Ολ ΑΠ 5/2000 ΠοινΧρον 2000.687, ΑΠ 1743/2003 ΠοινΛογ 2003.1966, ΑΠ 1224/2008, ΑΠ 1997/2008, ΑΠ 1497/2009 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ. 41 Βλ. Παρασκευόπουλο Ν. σε Μαργαρίτη Λ. Παρασκευόπουλο Ν., Ποινολογία, Άρθρα 50-133 ΠΚ, ΣΤ Έκδοση (2000), σελ. 109-112, ΑΠ 2299/2004 ΠοινΧρον 2005.795, σύμφωνα με την οποία «από τις διατάξεις των άρθρων 122 και 123 ΠΚ προκύπτει ότι οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται στους ανηλίκους αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν είναι καταδικαστικές, αλλά αντιθέτως τα μέτρα αυτά, που σκοπό έχουν την ηθικοκοινωνική βελτίωση του ανηλίκου, έχουν διοικητικό χαρακτήρα δεδομένου ότι ο νόμος θεωρεί ότι οι ανήλικοι, που άγουν ηλικία από 7 μέχρι 17 ετών, δεν υπόκεινται σε ποινή στερητική της ελευθερίας ενόψει της ατελούς ανάπτυξής τους, της μειωμένης ψυχικής δύναμής τους και της ατελούς αντιληπτικής ικανότητάς τους», ΑΠ 58/2010 ΠοινΔικ 2010.989. 17
άρθρων 122 και 123 ΠΚ στον ανήλικο 42. Ομοίως, δεν είναι καταδικαστική η απόφαση που επιβάλλει το αναπληρωματικό της ποινής μέτρο ασφαλείας του άρθρου 69 ΠΚ 43. Υπό το κριτήριο της ανωτέρω διάκρισης των αποφάσεων σε καταδικαστικές και αθωωτικές και σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 1 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 65 συνάγεται ότι το ποινικό δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής σε περίπτωση έκδοσης καταδικαστικής απόφασης 44, ενώ δεν αποφαίνεται σε περίπτωση παραστάσεως μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας 45. Η υποχρέωση αυτή του δικαστηρίου αναλύεται στις ακόλουθες δυνατότητες της αποδοχής ή απόρριψης 46 της πολιτικής αγωγής, της μερικής αποδοχής και απόρριψης κατά το υπόλοιπο, της μερικής αποδοχής της πολιτικής αγωγής και της παραπομπής της ως ανεκκαθάριστης κατά το υπόλοιπο στα πολιτικά δικαστήρια, της μερικής απόρριψης και παραπομπής της ως ανεκκαθάριστης κατά το υπόλοιπο στα πολιτικά δικαστήρια, της παραπομπής της πολιτικής αγωγής ολικά ως ανεκκαθάριστης 47. Σε περίπτωση που το δικαστήριο παραλείψει εκ 42 Βλ. Βούλγαρη Δ. σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Α, 2 η έκδοση, υπό ΚΠΔ 65, περ. αρ. 2, σελ. 352-353, Μαργαρίτη Λ., Πολιτική Αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, ΠοινΔικ 2005. 717, Παρασκευόπουλο Ν. σε Μαργαρίτη Λ. Παρασκευόπουλο Ν., ο.π., σελ. 97. 43 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ο.π., σελ. 717, ΣυμβΕφΠατρ 67/2005 ΠοινΔικ 2005.696. 44 Βλ. ΑιτΈκθΣχΚΠΔ, Έκδοση Ζαχαροπούλου (1950), σελ. 393. 45 Βλ. Παπανδρέου Π., Η πολιτική αγωγή στην Ποινική Δίκη, ΠοινΔικ 2009.σελ.351. 46 επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, ήτοι λόγω ελλείψεως ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης ή λόγω μη τήρησης των τασσόμενων από τον ΚΠΔ προϋποθέσεων άσκησης. Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα Ι, Γ Έκδοση (2005), σελ. 78. 47 Βλ. Κολλινιάτη Ι., Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΑθ 1530/1995 Υπερ 1996, 823 επ, Κονταξή Α., ΚΠΔ, Άρθρα 1-319, Έκδοση Γ (1993), υπό ΚΠΔ 65, σελ. 600, Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Β Έκδοση (2004), σελ 199. 18
παραδρομής να αποφασίσει για την πολιτική αγωγή, λογίζεται ότι παραπέμπει σιωπηρώς και ολικώς την αστική απαίτηση ως ανεκκαθάριστη προς εκδίκαση στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο 48. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται χωρίς αμφιβολία ότι το ποινικό δικαστήριο δύναται να απορρίψει την πολιτική αγωγή μόνο ως μη στηριζόμενη στο νόμο και όχι ως ανεκκαθάριστη, αφού από τη γραμματική ερμηνεία του εδ.β της παρ. 2 του άρθρου 65 ΚΠΔ προκύπτει ότι ο νομοθέτης εισήγαγε κάμψη του κανόνα που έθεσε στο πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, που συνίσταται στην κατ εξαίρεση μη έκδοση οριστικής αποφάσεως επί του κεφαλαίου της πολιτικής αγωγής λόγω ανεκκαθάριστου 49. Προϋπόθεση για την κατ εξαίρεση παραπομπή της απαιτήσεως ως ανεκκαθάριστης είναι το ύψος της επιδιωκόμενης απαίτησης, το οποίο κατά την ΚΠΔ 65 παρ. 2 εδ. β θα πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 44 ευρώ, ανεκκαθάριστη δε είναι η αστικής φύσεως απαίτηση όταν δεν αποδεικνύεται παραχρήμα και εξ αυτού του λόγου απαιτείται πρόσθετη αποδεικτική διερεύνηση, ζήτημα για το οποίο το δικαστήριο κρίνει κυριαρχικά, χωρίς να απαιτείται να αιτιολογήσει τη σχετική του κρίση και χωρίς να είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος επ αυτής. 48 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Πολιτική Αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, ΠοινΔικ 2005.718, Παπανδρέου Π., ο.π., σελ. 352, ΑΠ 432/1984 ΝοΒ 1984.910. 49 Βλ. Καίσαρη Π., ΚΠΔ Ερμηνεία κατ άρθρον, Τόμος Β (Άρθρα 63-126), (1982), υπό ΚΠΔ 65, σελ. 953-954, Κονταξή Α., ΚΠΔ, Άρθρα 1-319, Έκδοση Γ (1993), υπό ΚΠΔ 65, σελ. 600-601, Μαργαρίτη Λ., Πολιτική Αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, ΠοινΔικ 2005.718, ΑΠ 1342/2010 ΠοινΔικ 2011.635 η οποία αναιρεί λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας την απόφαση που έκρινε ότι η επιδικασθείσα πρωτοβαθμίως και δηλωθείσα δευτεροβαθμίως απαίτηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν είναι εκκαθαρισμένη και στη συνέχεια, στηριζόμενη σε αυτή την αιτιολογία δεν την παρέπεμψε στα πολιτικά δικαστήρια όπως επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά την απέρριψε ως μη στηριζόμενη στο νόμο. 19
Σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις που υφίσταται αδυναμία του ποινικού δικαστηρίου να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή, εάν το τελευταίο αποφανθεί επ αυτής, υποπίπτει σε υπέρβαση εξουσίας και η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 Η 50. Επαναφέροντας το ζήτημα της κατ άρθρο 67 παρ. 1 ΚΠΔ δεσμευτικότητας της δικαιοδοτικής κρίσεως, από τα παραπάνω προκύπτει ότι από την ποινική απόφαση δεν δύναται να παραχθεί δεδικασμένο ως προς τις αστικής φύσεως αξιώσεις όταν 51 : - η ποινική δίκη περατωθεί με την παύση της ποινικής δίωξης (ΚΠΔ 370 περ. β ) ή με την κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης (ΚΠΔ 370 περ. γ), - ο κατηγορούμενος απαλλαχθεί (για οποιοδήποτε λόγο) ή αθωωθεί (ΚΠΔ 370 περ α) - η αστική απαίτηση παραπεμθεί ως ανεκκαθάριστη προς εκδίκαση στο πολιτικό δικαστήριο. - ο πολιτικώς ενάγων αποβληθεί από την ποινική διαδικασία. Πρόκειται για ακόμα μια εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της πολιτικής αγωγής, επειδή καίτοι εμφανίστηκε έγκαιρα ο πολιτικώς ενάγων κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αποχώρησε πριν από την απαγγελία της αποφάσεως. Το δικαστήριο συμφώνως 50 Βλ. Βούλγαρη Δ. σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Α, 2 η έκδοση, υπό ΚΠΔ 65, περ. αρ. 2, σελ. 353, Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία ΚΠΔ, Θεωρία Νομολογία (2008), υπό ΚΠΔ 65, περ. αρ. 4, σελ. 149. 51 Για εκτενέστερη παράθεση των περιπτώσεων που το ποινικό δικαστήριο δεν δύναται να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής βλ. Ιακώβου Δ., Η πολιτική αγωγή εις την ποινικήν δίκην, 2 η Έκδοση (1997), σελ. 156 157. 20
προς τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 68 ΚΠΔ, δύναται κατά την κρίση του, και με σημείο αναφοράς το εύλογο ή μη της αιτίας στην οποία στηρίζεται η αποχώρηση, να αποβάλλει τον πολιτικώς ενάγοντα, οπότε ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμά του να εισάγει τις απαιτήσεις του στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο 52. - Όταν ο πολιτικώς ενάγων παρίσταται μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας. Η δυνατότητα αυτή παράστασης χωρίς την παράλληλη εισαγωγή αστικής φύσεως αξιώσεων του ζημιωθέντος αναγνωρίζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις 53 : α) όταν, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 64 ΚΠΔ, από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημιάς ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο 54, β) στην κατ έφεση δίκη, ύστερα από έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, εφόσον βέβαια ο παθών παρέστη και πρωτοδίκως. Τούτο διότι ο Εισαγγελέας προσβάλλει με έφεση μόνο το ποινικό μέρος της υπόθεσης, καθώς σε περίπτωση 52 Βλ. Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Β Έκδοση (2004), σελ 202-203, Τριμ Εφ Πατρ 22/1996 Υπερ 1996. 568, με εισαγγελική πρόταση Ζύγουρα Α. και παρατηρήσεις Μαργαρίτη Λ. 53 Βλ. Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Β Έκδοση (2004), σελ 189 επ. 54 Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.1 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007) δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις που οφείλονται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια και έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτόν δημόσιας εξουσίας. Στην περίπτωση αυτή υπέχει ευθύνη για αποζημίωση μόνο το δημόσιο κατ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και ο παθών μπορεί να παραστεί στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου δημόσιου υπαλλήλου για υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας. Δύναται βέβαια να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής με αίτημα αποζημίωση ή τη χρηματική ικανοποίηση, αλλά τότε θα πρέπει να κλητεύσει στο ακροατήριο ως αστικώς υπεύθυνο το δημόσιο επιδίδοντάς του σχετικό έγγραφο, σύμφωνα με τις ΚΠΔ 68 1 και 89 1. 21
αθώωσης το δικαστήριο δεν αποφαίνεται για την πολιτική αγωγή. Επομένως, το κεφάλαιο των αστικών αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος δεν μεταβιβάζεται στο κατ έφεση δικαστήριο και ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα να παρασταθεί μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας (ΚΠΔ 486 παρ. 1 εδ.γ, παρ. 2, 500, 502 παρ. 2), γ) στις δίκες παραβάσεων φορολογικής, δασμολογικής η τελωνειακής ποινικής διατάξεως το Ελληνικό Δημόσιο νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγον για υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν.δ. 72/1973 55, δ) σε δίκες αντιποίησης ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρο 40 παρ. 4 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1366/1983) του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) να παρίστανται μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας. 56 55 Πρβλ. όμως ΑΠ 67/1995 ΠοινΧρον 1995.420, ΑΠ 1635/2004 ΠοινΔικ 2005.538, ΑΠ 1007/2006 δημοσιευμένη σε ΝΟΜΟΣ, Τρ Πλ Χαλκ 271/2010 ΑΡΜ 2010.706 όπου γίνεται δεκτό ότι σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν.δ. 72/1973 το Ελληνικό Δημόσιο νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για την ορθότερη ερμηνευτική προσέγγιση βλ. εκτενώς Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Β Έκδοση (2004), σελ 190, υποσ. 95. 56 Παλαιότερα, υπό την ισχύ των άρθρων 678 και 684 εδ. β του ΕΝ, τα οποία καταργήθηκαν, ο σύνδικος της πτώχευσης μπορούσε να παραστεί για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο στις δίκες απλής και δόλιας χρεοκοπίας. Από την έναρξη όμως ισχύος του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007), καθίσταται πλέον δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής στις δίκες περί χρεοκοπίας εκ μέρους του συνδίκου και των πιστωτών για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση. Βλ. Παπανδρέου Π., Η πολιτική αγωγή στην Ποινική Δίκη, ΠοινΔικ 2009.351 22
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το ποινικό δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της ουσίας για την πολιτική αγωγή και ως εκ τούτου συνεπεία απουσίας αποφάσεως δεν δύναται να επέλθει δεδικασμένο και άρα δεν δύναται να δημιουργηθεί κίνδυνος συγκρούσεως τελεσίδικων κρίσεων πολιτικού και ποινικού δικαστηρίου. Β. ΚΠΔ 66 1: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Διαφορετική είναι η τύχη της πολιτικής αγωγής στην περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 66 ΚΠΔ. Σε αντίθεση με ότι ορίζει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, αν η ικανοποίηση της αξίωσης αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης επιδιωχθεί το πρώτον στο πολιτικό δικαστήριο με την άσκηση αγωγής, η οποία και έχει ως πραγματική και νομική βάση την αξιόποινη πράξη, δεν εμποδίζεται κατ αρχήν η εκ νέου άσκησή της στο ποινικό δικαστήριο. Με την ως άνω διάταξη καθιερώνεται αντίθετη αρχή από αυτήν που ακολουθούσε η παλαιά Ποινική Δικονομία, η οποία κατά το άρθρο 7 απαγόρευε την παράσταση του παθόντος ως πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία εάν ήδη ο τελευταίος είχε εισαγάγει την πολιτική αγωγή στο πολιτικό δικαστήριο. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση 57 «το άρθρον 66 παρέχει εις τον παθόντα το δικαίωμα να εισαγάγει την περί των νόμιμων αξιώσεών του αγωγήν ενώπιον του Ποινικού δικαστηρίου και όταν έτι είχεν ήδη εγείρει ταύτην ενώπιον του πολιτικού, εφόσον δεν εξεδόθη οριστική τούτου απόφασις. Ούτως ο ΚΠΔ απομακρύνεται εκ της αρχής electa una via recluditur regressus ad 57 Βλ. ΑιτΈκθΣχΚΠΔ, Έκδοση Ζαχαροπούλου (1950), σελ. 394. 23
alteram την οποία ηκολούθη η παλαιά δικονομία» η οποία βασίζεται στην αρχή του δικαστικού συναλλάγματος μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου διά της υπό του πρώτου εκλογής του πολιτικού δικαστηρίου προς λύση της διαφοράς. Η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 ΚΠΔ αποτελεί εκδήλωση εξαιρετικής εύνοιας του νομοθέτη προς το θύμα της εγκληματικής πράξης, καθώς του παρέχει την ευχέρεια να εισάγει ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου την πολιτική αγωγή, το αντικείμενο της οποίας έχει ήδη υποβληθεί προς διάγνωση και κρίση στο πολιτικό, αρκεί να μην έχει εκδοθεί από το τελευταίο οριστική απόφαση, έτσι ώστε να καθίσταται αβλαβής για τον κατηγορούμενο η αλλαγή του δικαστηρίου 58. Κατά συνέπεια, με την ΚΠΔ 66 παρ. 1 «ρυθμίζεται» η εκκρεμοδικία που αποτελεί προείκασμα του δεδικασμένου και τη σπουδαιότερη των δικονομικών συνεπειών ασκήσεως της αγωγής, εφόσον επακολουθήσει επίδοσή της, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων 59. Ο αποκλεισμός όχι μόνο της διαδοχικής (δεδικασμένο), 58 Βλ. Καίσαρη Π., ΚΠΔ Ερμηνεία κατ άρθρον, Τόμος Β (Άρθρα 63-126), (1982), υπό ΚΠΔ 66, σελ. 961, Καρρά Α. Επίτομη Ερμηνεία του ΚΠΔ, 2 η Έκδοση (2005), υπό ΚΠΔ 66, σελ. 238, Κονταξή Α., ΚΠΔ, Άρθρα 1-319, Έκδοση Γ (1993), υπό ΚΠΔ 66, σελ. 603, Μαργαρίτη Λ., Πολιτική Αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, ΠοινΔικ 2005. 718. 59 Ως εκκρεμοδικία ορίζεται συνήθως η κατάσταση εκείνη, κατά την οποία ορισμένη διαφορά καθίσταται επίδικη και αναμένει τη δικαιοδοτική της κρίση. Η επέλευσή της οριοθετεί την αξίωση δικαστικής προστασίας από την αξίωση δικαστικής ακροάσεως, αποκλείει την παράλληλη διεξαγωγή νέας δίκης για την ίδια επίδικη διαφορά ( άρθρο 222 ΚΠολΔ), αποκρυσταλλώνει οριστικά το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης (άρθρο 223 ΚΠολΔ) και της βάσεως της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ), καθορίζει οριστικά τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων θα διεξαχθεί ο δικαστικός αγώνας (άρθρο 225 ΚΠολΔ), θεμελιώνει τη δωσιδικία της ανταγωγής (άρθρο 34 ΚΠολΔ) και τη δυνατότητα του εναγομένου να αντεπιτεθεί (άρθρο 268 ΚΠολΔ), αφετηριάζει, κατά την κρατούσα γνώμη τη δυνατότητα ασκήσεως κύριας (άρθρο 79 ΚΠολΔ) ή πρόσθετης παρεμβάσεως (άρθρο 80 ΚΠολΔ), παρεμπίπτουσας αγωγής (άρθρο 283 ΚΠολΔ), προσεπικλήσεως (άρθρα 86-88 ΚΠολΔ), ανακοινώσεως δίκης (άρθρο 91 ΚΠολΔ). Από τις συνέπειες αυτές της υπό ευρεία έννοια εκκρεμοδικίας σπουδαιότερη είναι αυτή του αποκλεισμού διεξαγωγής νέας δίκης για την ίδια διαφορά (ένσταση εκκρεμοδικίας), η οποία κατέληξε 24
αλλά και της παράλληλης (εκκρεμοδικία) διεξαγωγής περισσότερων δικών για την ίδια διαφορά επιβάλλεται τόσο για λόγους οικονομίας της δίκης όσο και για την αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων. Υπό το πρίσμα αυτό θεσπίσθηκε στον ισχύοντα ΚΠολΔ ειδική διάταξη για την ένσταση εκκρεμοδικίας (άρθρο 222 παρ. 1), σύμφωνα με την οποία «Όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα». Ο θεσμός της εκκρεμοδικίας αναγνωρίζεται και στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, χωρίς ωστόσο ο ΚΠΔ να περιέχει ειδικές διατάξεις. Συνάγεται μόνο εμμέσως από τα άρθρα 125 και 132 ΚΠΔ, τα οποία αποκλείουν την παράλληλη εκδίκαση του αυτού εγκλήματος υπό πλειόνων αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων. Η εφαρμογή της αρχής εν τούτοις και στην ποινική δίκη υποστηρίχθηκε από την επιστήμη 60 και καθιερώθηκε από τη νομολογία 61 προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων είτε υπό διαφόρων είτε και υπό του αυτού δικαστηρίου. Συνιστά αρνητική δικονομική προϋπόθεση, η οποία παρακωλύει την πρόοδο της διαδικασίας και συνεπάγεται την απαγόρευση κίνησης νέας ποινικής δίωξης για το ίδιο έγκλημα. Κατά συνέπεια, αν για το ίδιο έγκλημα κινήθηκαν εναντίον του ίδιου προσώπου δύο ποινικές διώξεις, μάλιστα να εκφράζει συνεκδοχικά τον όλο θεσμό της εκκρεμοδικίας. Βλ. εκτενώς Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙ (2005), 62 σελ. 173 επ., 63 σελ. 187 επ. 60 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3 η Έκδοση (2007) σελ. 180 επ, 295 επ, Δέδε Χ., Το αντικείμενον της ποινικής δίκης (1961), σελ.175 επ., Μανωλεδάκη Ι, παρατηρήσεις επί του βουλεύματος ΣυμβΠλημΘεσσαλ 628/1971 Αρμ 1972. 268, Παπαδαμάκη Α., πρόταση στο βούλευμα ΣυμβΔιαρκΣτρΘεσσαλ 122/1987 Αρμ 1988.60 61 Βλ. ΑΠ 636/1977 ΠοινΧρον ΚΖ`.896, ΑΠ 917/1977 ΠοινΧρον ΚΖ`.209, ΑΠ 845/1979 ΠοινΧρον Λ`.65, ΕφΑθ 224/1979 ΠοινΧρον Λ` 683, ΣυμβΕφΘεσ 120/1983 Αρμ 1983.687, ΣυμβΕφΑθ 2866/1996 Υπερ 1997.332, ΑΠ 480/1999 ΠοινΧρον 2000.74, ΣυμβΕφΘεσ 1620/2006 ΑρχΝ 2008.118, ΟλΑΠ 1/2011 ΠοινΔικ 2011.677, ΓνωμΕισΑΠ 1/2012 ΠοινΔικ 2012.132. 25
έστω και με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, η μεταγενέστερη από αυτές κηρύσσεται απαράδεκτη, λόγω της υπάρχουσας εκκρεμοδικίας, η οποία εμποδίζει τη νέα ποινική δίωξη, που αναλώθηκε με την αρχική άσκησή της. Στα πλαίσια της πολιτικής αγωγής η εκκρεμοδικία βρίσκει έκφραση στη δήλωση παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος, με την έννοια ότι σε οποιοδήποτε στάδιο και αν λάβει χώρα αυτή επιφέρει τη δικονομική συνέπεια της εκκρεμοδικίας κατά την ΚΠολΔ 221. Έτσι, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής που αντιστοιχεί προς το δικόγραφο της αγωγής που ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, όταν έχει διατυπωθεί με επιφύλαξη στην προδικασία, σηματοδοτεί την επέλευση της εκκρεμοδικίας για το μέρος της απαίτησης που εισήχθη προς κρίση και η τυχόν χωρίς επιφύλαξη επαναδήλωσή της στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου δεν συνεπάγεται την ανάλωση της απαιτήσεως, ήτοι την εισαγωγή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου του συνόλου της επιδιωχθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως, αλλά αποτελεί απλώς τη διαδικαστική συνέχεια του παθόντος που ήδη κατέστη πολιτικώς ενάγων, υπό την προϋπόθεση ότι η δήλωση παράστασης στην προδικασία έλαβε χώρα παραδεκτά και νομότυπα και δεν μεσολάβησε αποβολή του τελευταίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας 62. Στην περίπτωση δηλαδή που υποβάλλεται στο ποινικό δικαστήριο μόνο η απαίτηση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, η χρονικά πρότερη πράξη δήλωσης πολιτικής αγωγής επιφέρει την εκκρεμοδικία. Στην αντίθετη όμως περίπτωση της επιδίωξης των απαιτήσεων αποζημίωσης απαιτείται τόσο η κατ άρθρο 82 ΚΠΔ δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής όσο και η κατ άρθρο 68 παρ. 1 ΚΠΔ επίδοση δικογράφου στον κατηγορούμενο πέντε τουλάχιστον μέρες πριν τη δικάσιμο, ώστε να 62 Βλ. Νίκα Ν. Παπαδαμάκη Α., Η σχέση ποινικής και πολιτικής δίκης στο χώρο της πολιτικής αγωγής (γνωμ.) ΠοινΔικ 2009.1121 επ. 26