Αθήνα, 3.10. 2013 Προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου Κοινοποίηση: Πρωθυπουργό Αντώνιο Σαμαρά Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Ευάγγελο Βενιζέλο Πρόεδρο Αρείου Πάγου Μιχάλη Θεοχαρίδη Εισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη Πρόεδρο Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννη Καραβοκύρη Πρόεδρο Συμβουλίου Επικρατείας Σωτήριο Ρίζο Πρύτανη Παντείου Πανεπιστημίου Γρηγόρη Τσάλτα Αντιπρύτανη Παντείου Παν. Ευάγελλο Πρόντζα Αξιότιμε κ. Υπουργέ, Αναγκάζομαι να προσφύγω σε εσάς, ως πολιτικό εποπτεύοντα της Ελληνικής Δικαιοσύνης, με την ύστατη ελπίδα να ακουστώ, σχετικά με την υπόθεση του Παντείου, στην οποία έχω εμπλακεί με την ιδιότητα του Αντιπρύτανη και για την οποία καταδικάστηκα παντελώς άδικα σε 14 χρόνια κάθειρξη. Στην υπόθεση αυτή όχι μόνον δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη, αλλά παραβιάσθηκαν κατάφωρα και εξακολουθούν να παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματά μου, τα οποία προστατεύονται από το άρθρο 25, παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 5, 6 και 13 της ΕΣΔΑ (τεκμήριο αθωότητας, δίκαιη δίκη). Έχω πλήρη συνείδηση των υψηλών καθηκόντων και των πιεστικών υποχρεώσεών σας σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα. Ωστόσο, γνωρίζοντας την προσωπική σας ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης, σας απευθύνω προσωπική έκκληση να ασχοληθείτε με την περίπτωση της εξόφθαλμα άδικης μεταχείρισής μου, που οδήγησε έναν Αθώο στη φυλακή και η οποία έχει ήδη δημιουργήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στην επαγγελματική και 1
οικονομική, την κοινωνική και προσωπική μου ζωή, στην προσωπική μου υγεία αλλά και στα μέλη της οικογένειάς μου. Σας εκθέτω συνοπτικά το ιστορικό της υπόθεσης του Παντείου και επισυνάπτω επίσης αναλυτικό υπόμνημα (Σχετ. 1) σχετικά με τη σωρεία παραβιάσεων (πλημμέλειες, ακυρότητες και πολιτικές σκοπιμότητες) που έχουν εμφιλοχωρήσει στην πολύχρονη αυτή δικαστική διαδικασία. 1. Τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό, ουδείς μάρτυρας κατέθεσε ότι διαπίστωσε ή έστω άκουσε ότι κάποιος από τους κατηγορούμενους Πρυτάνεις ή Αντιπρυτάνεις είχε αποκομίσει ιδία οφέλη από τη συμμετοχή του στην Πρυτανεία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ουδέν επιβαρυντικό στοιχείο προέκυψε για μένα, ενώ αποδείχθηκε με συγκεκριμένα στοιχεία ο τρόπος με τον οποίο το εγκληματικό κύκλωμα υπαλλήλων και προμηθευτών που καταχράστηκε δημόσιο χρήμα εξαπατούσε τις Πρυτανικές αρχές, παραποιώντας αποφάσεις του Πρυτανικού Συμβουλίου, εκδίδοντας πλαστά στοιχεία για δήθεν αποφάσεις μας (κατασκευασμένα «αποσπάσματα αποφάσεων Πρυτανικού Συμβουλίου»), καταστρατηγώντας το δημόσιο λογιστικό με επιτηδευμένες λογιστικές τεχνικές και τεχνάσματα. Επιπλέον, ο βασικός υπεύθυνος Προϊστάμενος Γραμματείας, ζήτησε δημοσίως στο ακροατήριο «Συγγνώμη» από εμένα και τους συναδέλφους μου Πρυτάνεις, δηλώνοντας ότι άδικα μας ενέπλεξαν στην υπόθεση της Παντείου. 2. Το δικαστήριο ήδη στον πρώτο βαθμό απήλλαξε τα πρόσωπα που κατά νόμο είχαν την αρμοδιότητα της εκκαθάρισης των δαπανών και επιπλέον διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία για την διενέργεια του ελέγχου, δηλαδή την Προϊσταμένη Λογιστηρίου του Παντείου καθώς και την Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ αποδόθηκε χωρίς καμία θεμελίωση ποινική ευθύνη στους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι δεν είναι διαχειριστές, αλλά λειτουργούν ως «Διατάκτες». Οι ακαδημαϊκοί, ωστόσο, είναι αιρετοί, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη συνέχεια της διοίκησης, δεν διαθέτουν την τεχνογνωσία, ούτε την αρμοδιότητα, αλλά ούτε και την πραγματική δυνατότητα να λειτουργήσουν ως προϊστάμενοι λογιστηρίου. 2
3. Αμέσως μετά την άσκηση ποινικής δίωξης (Ιούλιος 2004), ζήτησα με το υπόμνημά μου στην ανακρίτρια το άνοιγμα όλων των τραπεζικών λογαριασμών μου και πλήρη και ενδελεχή έλεγχο όλων των περιουσιακών μου στοιχείων. Η σχετική εισαγγελική παραγγελία δόθηκε μόλις στο δεύτερο βαθμό και ακολούθησε ενδελεχής και σε βάθος χρόνου έρευνα στην κίνηση όλων των τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών μου στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών συζύγου και τέκνων), με την οποία απεδείχθη ότι τίποτε επιλήψιμο δεν βαρύνει τόσον εμένα όσο και τους άλλους πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις. 4. Μετά τη διενέργεια των παραπάνω ελέγχων ακολούθησε η εισαγγελική πρόταση της Εισαγγελέως (Απρίλιος 2012) η οποία ζητούσε την απαλλαγή μου, καθώς και των άλλων τέως πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων, εφόσον, όπως υποστήριξε η κ. Εισαγγελέας, δεν υπάρχουν αποδείξεις που να στοιχειοθετούν την ενοχή τους. 5. Η πολιτική εκμετάλλευση αυτής της υπόθεσης, με δημόσιες τοποθετήσεις Υπουργών στη Βουλή που θεωρούσαν αυτονόητη την ενοχή των Πρυτάνεων, αλλά και η σοβαρότατη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης οδήγησαν σε δύο καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μετά από προσφυγές εμού και του Δ. Κώνστα, για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, (Άρθρα 6 και 13 ΕΣΔΑ) («Κώνστας κατά Ελλάδος» 24.5.2011 και «Γετίμης κατά Ελλάδος» 10.1.2012) (Σχετ. 2) 6. Είναι αξιοσημείωτο ότι η καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (26/6/2012), αγνόησε και έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με την υπ. αρ. 2217/2005 προγενέστερη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όσο και με την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Αρ. 195/2010) (Σχετ. 3), το οποίο έκρινε για την ίδια υπόθεση και τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ρητά και κατηγορηματικά, ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί δόλος, ούτε βαριά αμέλεια σε εμένα και στους άλλους πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις. Σημειώνεται ότι κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου («Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος»), θα έπρεπε η κρίση της Ολομέλειας του Ανώτερου Δικαστηρίου (Ελεγκτικό Συνέδριο) να δεσμεύει και την κρίση 3
κάθε άλλης δημόσιας αρχής ή δικαστηρίου (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών). 7. Τις ανωτέρω παραβιάσεις των βασικών μου δικαιωμάτων και ακυρότητες εξέθεσα με υπόμνημά μου στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Αρ. Πρ.199/13.1.2010, Σχετ. 4), ζητώντας να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για δίκαιη δίκη σε δεύτερο βαθμό. Επιπροσθέτως τονίζω, ότι τα πρακτικά και η πρωτόδικη απόφαση, όχι μόνο εκδόθηκαν με καθυστέρηση 2,5 ετών, αλλά περιείχαν αλλοιώσεις σε βασικές καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως (βλ. κατάθεση του αείμνηστου καθηγητή Δ.Τσάτσου, Σχετ. 5 ), γεγονός που αναγνώρισε το τριμελές Εφετείο που με δικαίωσε. 8. Η άδικη, αθεμελίωτη και βαρύτατη καταδίκη μου σε δεύτερο βαθμό (παρά την αντίθετη Εισαγγελική πρόταση) προκάλεσε την αντίδραση της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας. Περισσότεροι από 40 επιφανείς διεθνώς ακαδημαϊκοί που έχουν διατελέσει Κοσμήτορες ή Πρυτάνεις σε διακεκριμένα πανεπιστήμια της αλλοδαπής υπέγραψαν σχετική δήλωση συμπαράστασης (Σχετ. 6). Το ίδιο έπραξε και ανάλογος αριθμός Ελλήνων συναδέλφων μου (Σχετ. 7). Είναι σαφές ότι πρόκειται για μια υπόθεση που εκθέτει διεθνώς την ελληνική δικαιοσύνη και τη χώρα μας. 9. Τον Ιούνιο του 2012 η καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (26.6.2012) με βρήκε στη Γερμανία όπου διδάσκω στο Πανεπιστήμιο του Ντάρμστατ. Επέστρεψα αμέσως αυτοβούλως, προκειμένου να ασκήσω τα νόμιμα δικαιώματά μου εξαντλώντας τα ένδικα μέσα μέχρι την τελική μου αθώωση. Η κρίση της δικαιοσύνης δεν έχει ακόμη εξαντληθεί και μπορεί να επανορθώσει την αδικία. Αυτός είναι και ο ρόλος του Αρείου Πάγου. Ωστόσο, η μέχρι σήμερα μη καθαρογράφηση της απόφασης και των πρακτικών ( ένα χρόνο μετά την απαγγελία της) ουσιαστικά με θέτει σε καθεστώς ομηρίας, διότι εμποδίζει την εκδίκαση της Αιτήσεως Αναιρέσεως από τον Άρειο Πάγο και την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης για την υπόθεσή μου. Τονίζω ότι η καθυστέρηση της καθαρογράφησης είναι ενέργεια άδικη και παράνομη, η οποία μάλιστα επισύρει και την πειθαρχική δίωξη του 4
Προεδρεύοντος (άρθ. 473, παρ. 3 ΚΠΔ), καθόσον υπερβαίνει κάθε εύλογο χρονικό όριο ανοχής (15 ημέρες προβλέπει ο νόμος), με αποτέλεσμα να οδηγούμαι σε «παρατεταμένη στέρηση της ελευθερίας μου», παραβιάζοντας βάναυσα τα δικαιώματά μου. Εν προκειμένω, ο συνδυασμός των άρθ. 473, παρ. 3 ΚΠΔ και άρθ.144, παρ. 3 ΚΠΔ, υπό το σαφέστατο αρθ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν επιτρέπεται καμία απολύτως ανοχή στην παραβίαση των χρονικών προθεσμιών που προβλέπονται για την καθαρογράφηση, ιδιαίτερα εφόσον είναι κάποιος κρατούμενος. 10. Ο πολύμηνος εγκλεισμός μου στη φυλακή, από τις 4-7-2012 μέχρι τις 8-4- 2013, μου έχει δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων υγείας σε εμένα και στην οικογένειά μου, ενώ η ψυχολογική μου κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς κάτω από το αίσθημα βαρύτατης αδικίας σε βάρος μου. Επικαλούμενος όλους αυτούς τους σοβαρούς λόγους (πρόκληση υπέρμετρης βλάβης, αποδεδειγμένα δεν είμαι ύποπτος φυγής εφόσον επέστρεψα αυτοβούλως από τη Γερμανία) στο αίτημά μου για αναστολή ποινής, στις 8 Απριλίου 2013 το πενταμελές Εφετείο Αναστολών αποφάσισε ομοφώνως την αναστολή. 11. Τέλος, την 20-9-2013 εισάγομαι σε νέα δίκη που αφορά τα ίδια αδικήματα, τα οποία έχουν τελεσθεί κατά την ίδια χρονική περίοδο, εξαιτίας του ότι ορισμένες πράξεις δεν είχαν ενταχθεί στο αρχικό κατηγορητήριο (έκδοση επιταγών από έναν συγκεκριμένο λογαριασμό, που έχουν εκδοθεί χωρίς καμία δική μου υπογραφή σε περίοδο που δεν έχω καμία αρμοδιότητα επί των Οικονομικών του ιδρύματος, ή έχω ήδη παραιτηθεί). Η ενέργεια αυτή παραβιάζει και πάλι κατάφορα τα δικαιώματά μου ( ενώ εκκρεμεί η εκδίκαση της αίτησης αναιρέσεως στον Άρειο Πάγο), υπογραμμίζει τις ανεπάρκειες του συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης στη χώρα μας και παραβιάζει εξόφθαλμα κάθε έννοια περί δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα καλούμαι σε απολογία την 14.10.2013 ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, ενώ υπάρχει η δυνατότητα να μου επιβληθεί απλώς υποχρεωτική αποχή από τα καθήκοντά μου μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από τον Άρειο Πάγο. 5
Σε όλη μου τη ζωή υπηρέτησα το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο και σήμερα αγωνίζομαι όχι μόνο για την προσωπική μου δικαίωση, αλλά και για την αποκατάσταση του κύρους της ακαδημαϊκής ιδιότητας, που έχει πληγεί ευθέως με την καταδικαστική απόφαση για τους Πρυτάνεις και Αντιπρυτάνεις. Η Οδύσσεια αυτή έχει πλήξει ήδη σοβαρά την επαγγελματική, οικονομική, κοινωνική και προσωπική μου ζωή. Ελπίζω να έχω τις δυνάμεις για να συνεχίσω τον αγώνα μου για την τελική δικαίωση στον Άρειο Πάγο, και να μη συμβούν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία μου και στα μέλη της οικογένειάς μου. Απευθύνομαι σε σας ως πολιτικό εποπτεύοντα της Ελληνικής Δικαιοσύνης, πρώτον για να φωτίσω σκοτεινές πτυχές της παθολογίας της και να αναδείξω τη «δικαστική πλάνη» και τις εξωδικαστικές σκοπιμότητες που οδήγησαν στην καταδίκη ενός αθώου και δεύτερον, για να σας ζητήσω, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων σας, να προβείτε σε όλες εκείνες τις νόμιμες ενέργειες που θα εξασφαλίσουν άμεσα τις προϋποθέσεις για δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης στην περίπτωσή μου, όπου επανειλημμένα και αποδεδειγμένα έχει πληγεί το κύρος της. Παναγιώτης Γετίμης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου Mercator Professor Πανεπιστημίου Darmstadt Επισκέπτης Καθηγητής Πανεπιστημίου Dortmund 6