Α.Θ.(m) -1- Αριθμός 2977/2015 Αριθμός 2977/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Ι. Γράβαρης, Ηρ. Τσακόπουλος, Σύμβουλοι, Μ.-Α. Τσακάλη, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου. Για να δικάσει την από 10 Οκτωβρίου 2013 αίτηση: της 1) Γεώργιο Πιτσιλή (Α.Μ. 22745) και 2) Πέτρο Πανταζόπουλο (Α.Μ. 23940), που τους διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τη Γεωργία Μπουρδάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 1811/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ο.-M. Βασιλάκη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους της αναιρεσείουσας, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ αριθμ. 1309396, 1309397, 3666357/2013 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α ). 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1811/2013 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της 72/2011 αποφάσεως της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Γαλατσίου περί επιβολής σε βάρος της δύο προστίμων για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. 3. Επειδή, με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ».κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες καταλαμβάνουν τις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010 (1.1.2011), η αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται όταν πρόκειται για χρηματικού αντικειμένου διαφορά, το ποσό της οποίας υπολείπεται των 40.000 ευρώ. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται όταν πρόκειται (μεταξύ άλλων) για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ και συγχρόνως προβάλλονται ισχυρισμοί με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παραγράφου 3 (ΣτΕ 1875-76/2012 επταμ., 2156/2013, 2582/2013, 957/2014 ). Εξάλλου, στις περιπτώσεις που το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της
αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, Ελ.Σ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ Ολομ. 3475/2011 ). Στην τελευταία δε περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών (βλ. ΣτΕ 3933, 4987/2012, 2582, 3008/2013 ). Επομένως, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, θα πρέπει η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (βλ. ΣτΕ 958/2015, 1913/2014, 3008, 3011/2013, πρβλ. ΣτΕ 3873, 3996/2013 ). Περαιτέρω, στην περίπτωση κατά την οποία στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε δεν υπάρχουν είτε δεν προβάλλονται παραδεκτώς ή βασίμως ισχυρισμοί προς άρση του απαραδέκτου των προβαλλομένων με το δικόγραφο αυτό λόγων αναίρεσης, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί με την εκ των υστέρων προβολή τέτοιων ισχυρισμών με άλλο δικόγραφο του αναιρεσείοντος (ΣτΕ 4093/2011, 552, 3181, 3734/2013, 99, 334/2014 ), το δε ένδικο μέσο ασκείται απαραδέκτως, χωρίς να ασκεί επιρροή τυχόν προβολή πρόσθετων λόγων αναίρεσης και ισχυρισμών προς άρση του απαραδέκτου των λόγων αυτών, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, το απαράδεκτο του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης δεν μπορεί να θεραπευτεί με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (ΣτΕ 2221/2014, 2014/2014, 1080/2014, 4667/2012 ). 4. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 28-2-2011 έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων του Σ.Δ.Ο.Ε. προέκυψε ότι η η αναιρεσείουσα, ιατρός μικροβιολόγος, συμβεβλημένη με τον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (ΟΠΑΔ), είχε αποδεχθεί, βάσει ιδιωτικού συμφωνητικού, συναφθέντος την 1-10-2001, την ανάληψη και διεύθυνση λειτουργίας στο όνομά της του μικροβιολογικού εργαστηρίου που διατηρεί στις εγκαταστάσεις του το ιατρικό διαγνωστικό κέντρο «ΑΞΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗ-ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΕΠΕ», με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται σε αυτό. Κατόπιν προσκλήσεως της αναιρεσείουσας από αρμόδιο υπάλληλο της ΥΠ.Ε.Ε., αυτή προσκόμισε αρχικά τα βιβλία και στοιχεία της των ετών 2002-2005 και, μεταγενεστέρως, και άλλα στοιχεία που της ζητήθηκαν, όπως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία και κατασχέθηκαν, βάσει σχετικών εκθέσεων κατασχέσεως. Στα κατασχεθέντα ως άνω φορολογικά στοιχεία (Α.Π.Υ. και Τ.Π.Υ.) απεικονίζονται συναλλαγές αυτής με την Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά και με το ως άνω διαγνωστικό κέντρο. Εξάλλου, σύμφωνα με τα πορίσματα του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας, τα οποία προέκυψαν από τη διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης σχετικά με την τέλεση σωρείας παραβάσεων στην Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά από συγκεκριμένους υπαλλήλους της, συμβεβλημένους ιατρούς και ιδιοκτήτες διαγνωστικών κέντρων, έγινε κατ αρχήν διασταύρωση των εντολών υγειονομικής περίθαλψης που βρέθηκαν (καθόσον διαπιστώθηκε καταστροφή του αρχείου της υπηρεσίας και επιλεκτική αφαίρεση των δικαιολογητικών δαπανών πολλών ιατρών, μεταξύ των οποίων και της αναιρεσείουσας), με τις εντολές των βιβλιαρίων που έχουν στην κατοχή τους οι ασφαλισμένοι. Από τον εν λόγω δειγματοληπτικό έλεγχο και από τις καταθέσεις των ασφαλισμένων, προέκυψε ότι, σε σύνολο 58 ασφαλισμένων του δείγματος, οι 54 δήλωσαν ενόρκως ότι ουδέποτε πραγματοποίησαν τις συγκεκριμένες εξετάσεις, ότι δεν έχουν καμία απολύτως σχέση και ότι δεν γνωρίζουν τον ιατρό, από τα βιβλιάριά τους δε διαπιστώθηκε ότι τα συγκεκριμένα στελέχη των εντολών ή δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ή ανέφεραν άλλου είδους περίθαλψη από άλλους ιατρούς με άλλη ημερομηνία και ότι οι υπογραφές στις εντολές δεν ήταν οι δικές τους. Οι εμπλεκόμενοι ιατροί, εξάλλου, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα, κατέθεσαν ότι, στα πλαίσια της συνεργασίας τους με τα διαγνωστικά κέντρα, παρέδιδαν τα μπλοκ των Α.Π.Υ. και τις σφραγίδες τους στο διαγνωστικό κέντρο και, στη συνέχεια, το τελευταίο συμπλήρωνε το ποσό και τα λοιπά στοιχεία, έθετε τη σφραγίδα και την υπογραφή του ιατρού, όταν δε εισέπραττε τα χρήματα από την Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά, τα οποία κατετίθεντο σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό (ιατρού-διαγνωστικού κέντρου), το βιβλιάριο του οποίου κατείχε το διαγνωστικό κέντρο, επέστρεφε στους ιατρούς τα μπλοκ των Α.Π.Υ. μαζί με ένα Τ.Π.Υ. εκδόσεως του διαγνωστικού κέντρου, στο οποίο αναγραφόταν το ποσό που είχε αποδώσει τελικά ο ιατρός στο διαγνωστικό κέντρο, βάσει του χρηματικού εντάλματος που είχε εκδοθεί από την Υ.ΠΑ.Δ. και είχε πληρωθεί στο όνομα κάθε ιατρού. Από το σύνολο των ανωτέρω διαπιστώσεων προέκυψαν τα εξής: α) ότι ψευδείς εντολές με κατασκευασμένα στοιχεία υποβάλλονταν και πληρώνονταν από την Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά, β) ότι οι εν λόγω ιατροί είχαν εκχωρήσει προς το διαγνωστικό κέντρο όλα τα δικαιώματα και τις αξιώσεις τους, ενώ τούτο απαγορευόταν ρητά από τον όρο 16 των συμβάσεών τους με τον Ο.Π.Α.Δ., και ότι γ) οι ιδιοκτήτες των εμπλεκομένων διαγνωστικών κέντρων, μεταξύ των οποίων και η «ΑΞΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗ-ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΕΠΕ», έχοντας πρόσβαση στους αρμοδίους υπαλλήλους της Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά, θα μπορούσαν να είναι εκείνοι που οργάνωσαν την όλη επιχείρηση κατασκευής πλαστών εντολών και καρπώθηκαν το παράνομο όφελος, οι δε εμπλεκόμενοι ιατροί πιθανόν να
μη γνώριζαν την όλη επιχείρηση, ωστόσο, εκχωρώντας τα δικαιώματα επί των αμοιβών τους από τον Ο.Π.Α.Δ. και συναινώντας στην ανάληψη από τρίτους της διαδικασίας έκδοσης των στοιχείων συμπλήρωσης των συγκεντρωτικών καταστάσεων και την προώθηση αυτών των εντολών στην Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά, διευκόλυναν την όλη επιχείρηση. Ως προς την αναιρεσείουσα, ειδικότερα, διενεργήθηκε έρευνα από το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας, για την παροχή ή όχι των ιατρικών υπηρεσιών της, εν σχέσει προς τα εκδοθέντα από την Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά υπ αριθμ. 94,122, 140 και 421/2004 χρηματικά εντάλματα πληρωμής. Από την έρευνα αυτή διαπιστώθηκε ότι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν οι συγκεκριμένες ιατρικές υπηρεσίες από την αναιρεσείουσα και ότι, συνεπώς, αδικαιολόγητα εκδόθηκαν τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα πληρωμής, καθώς και οι προηγηθείσες αντίστοιχες 4 Α.Π.Υ. (219, 221, 222, 223/2003), αφού οι εν λόγω συναλλαγές ήταν στο σύνολό τους εικονικές. Ακολούθως, κατόπιν επεξεργασίας των κατασχεθέντων στοιχείων της αναιρεσείουσας και αφού ελήφθησαν υπόψη όλα τα ανωτέρω πορίσματα, ο έλεγχος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα εξέδιδε προς την Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά εικονικές Α.Π.Υ., αφού αυτές αφορούσαν ανύπαρκτες εξετάσεις ασφαλισμένων του Δημοσίου, και, στη συνέχεια, παρέδιδε τα χρήματα στο ως άνω διαγνωστικό κέντρο, οπότε το τελευταίο εξέδιδε προς αυτήν εικονικά Τ.Π.Υ., προκειμένου να δικαιολογηθεί η προς αυτό παράδοση των χρημάτων, όλα δε τα στοιχεία αυτά (Α.Π.Υ. και Τ.Π.Υ.) έχουν καταχωρηθεί στο τηρούμενο βιβλίο εσόδων-εξόδων. Ειδικώς δε για τη χρήση 2003, ο έλεγχος θεώρησε ότι η αναιρεσείουσα εξέδωσε 4 Α.Π.Υ., συνολικής αξίας 61.232,31 ευρώ, και έλαβε 2 εικονικά Τ.Π.Υ., εκδόσεως της «ΑΞΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗ-ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΕΠΕ», συνολικής αξίας 230.026,91 ευρώ. Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις του ελέγχου, η Προϊσταμένη της Δ.Ο.Υ. Γαλατσίου Αττικής εξέδωσε την 72/28-3-2011 απόφασή της, με την οποία επέβαλε σε βάρος της αναιρεσείουσας δύο πρόστιμα, ύψους 122.464,62 και 460.053,82 ευρώ αντίστοιχα. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο, εκδικάζοντας (σε πρώτο και τελευταίο βαθμό) προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως, αφού έλαβε προηγουμένως υπόψη ότι τα δικαιολογητικά δαπανών πολλών ιατρών, μεταξύ των οποίων και της αναιρεσείουσας, είχαν καταστραφεί, καθώς και ότι, όπως προέκυψε τόσο από τον έλεγχο των ανευρεθεισών εντολών υγειονομικής περίθαλψης, των βιβλιαρίων των ασφαλισμένων και των καταθέσεων των τελευταίων όσο και από τον έλεγχο για την παροχή ή όχι ιατρικών υπηρεσιών από την αναιρεσείουσα, οι ασφαλισμένοι δεν πραγματοποίησαν, κατά την κρίσιμη χρήση 2003, τις αναγραφόμενες στα βιβλιάρια τους εξετάσεις, εδέχθη, κατ αρχάς, ότι η έχουσα το βάρος αποδείξεως φορολογική αρχή απέδειξε ότι οι συναλλαγές μεταξύ της αναιρεσείουσας, της Υ.Π.Α.Δ. Πειραιά και του διαγνωστικού κέντρου ήταν ανύπαρκτες, κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 4 του ν. 2523/1997 (Α 179) και ότι, επομένως, τα ως άνω φορολογικά στοιχεία (Α.Π.Υ. και Τ.Π.Υ.) είναι εικονικά. Περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναιρεσείουσα ήταν υποχρεωμένη, βάσει της συμβάσεώς της με τον Ο.Π.Α.Δ., να συμμορφώνεται προς τους όρους αυτής και να μην εκχωρεί οποιαδήποτε δικαιώματά της σε τρίτους, εφόσον, μάλιστα, τούτο ρητώς προβλεπόταν στη σύμβασή της (και ίσχυε κατά τη χρήση 2003), καθώς και ότι, βάσει του προσκομισθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού με το ως άνω διαγνωστικό κέντρο, είχε συμφωνηθεί το τελευταίο να παραδίδει τις σχετικές εντολές εξετάσεων στην αναιρεσείουσα, προκειμένου αυτή να τις ελέγχει και να τις υποβάλλει στο όνομά της για είσπραξη των αντίστοιχων αμοιβών, εκδίδοντας τις σχετικές Α.Π.Υ. και ακολούθως, μετά την απόδοση των χρημάτων στο διαγνωστικό κέντρο, να λαμβάνει τα σχετικά Τ.Π.Υ. «τα οποία αποτελούν δαπάνες για τους ιατρούς και εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους», έκρινε ότι, ακόμα και αν, όπως είχε υποστηρίξει η αναιρεσείουσα, η «τακτική» αυτή στη συνέχεια μεταβλήθηκε, με πλήρη ανάθεση στο διαγνωστικό κέντρο της σύνταξης και υποβολής των καταστάσεων εντολών εξετάσεων, καθώς και έκδοσης των Α.Π.Υ. αντί της ίδιας, η τελευταία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε πλήρη άγνοια και ότι ήταν παντελώς αμέτοχη της συναλλαγής «διότι παραβιάζοντας τους συμφωνηθέντες ελεγκτικούς όρους της σύμβασής της και ενόψει της έκτασης και πλήθους των εντολών, αποδέχθηκε εμμέσως με τη στάση της και διευκόλυνε εκ των πραγμάτων την όλη επιχείρηση. Τα στοιχεία της αυτά, εξάλλου (μπλοκ, σφραγίδα κλπ.) τα έδωσε οικειοθελώς και άρα διατηρεί έναντι της φορολογικής αρχής την ευθύνη για τυχόν παραβάσεις περί την τήρηση των στοιχείων αυτών, είναι δε άλλο θέμα, αν συνεπεία τέλεσης αξιόποινης πράξης (κλοπή κλπ.), αφαιρέθηκαν τα στοιχεία ή χρησιμοποιήθηκαν παρά τη θέλησή της Συνεπώς υπέπεσε στις αποδιδόμενες παραβάσεις του Κ.Β.Σ. και νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος της τα ένδικα πρόστιμα». 5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στις 10.10.2013 και επομένως διέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, η δε διαφορά αφορά σε ποσό που υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ. Επομένως, κατά τα γενόμενα δεκτά στην τρίτη σκέψη, για το παραδεκτό της ασκήσεώς της, απαιτείτο η τεκμηρίωση εκ μέρους της αναιρεσείουσας, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Προς άρση του, κατά τα ανωτέρω, απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης, με το δικόγραφο της οποίας πλήττεται τόσο η ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 4 εδ. τελευταίο του ν. 2523/1997 όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 40 του ν. 3220/2004 (κατά την έννοια των οποίων, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, «δεν επιβάλλονται κυρώσεις σε βάρος του αμέτοχου στη συναλλαγή, ακόμα και αν το πρόσωπο αυτό είχε παραδώσει οικειοθελώς τα βιβλία του προς ελεύθερη χρήση σε τρίτον») όσο και η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προβάλλεται ότι «η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση προς την (παραπεμπτική στην 7μελή) «424/2013 απόφαση.εξ όσων δε είναι σήμερα γνωστά, δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση που επιλύει το θέμα». Με την
απόφαση αυτή, ειδικότερα, παραπέμφθηκε στην 7μελή σύνθεση του Β Τμήματος, «λόγω μείζονος σπουδαιότητας αλλά και της αντίθετης νομολογίας του Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία της προϊσχύουσας διατάξεως του άρθρου 31 του Ν. 1591/1986, Α 50 (ΣτΕ 964/2012, 361/2009, 2937, 2940/2006)», ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 4 εδ. τελευταίο του ν. 2523/1997 (κατά την οποία «Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί...από φυσικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται») και, ειδικότερα, το ζήτημα αν η διάταξη αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση εκείνη κατά την οποία «ο φορολογούμενος, έχοντας υποβάλει στη φορολογική αρχή δήλωση έναρξης ασκήσεως επιτηδεύματος και θεωρήσει σχετικά βιβλία και στοιχεία, παρέδωσε αυτά οικειοθελώς, προς ελευθέρα χρήση σε τρίτο πρόσωπο». Όμως, ανεξαρτήτως του εάν η ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση συνιστά «παγιωμένη», υπό την ανωτέρω έννοια νομολογία, ώστε να στοιχειοθετείται λόγος για το κατ εξαίρεση παραδεκτό του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, πάντως, ήδη από 28.6.2013, ήτοι προ της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, είχε εκδοθεί η 2622/2013 απόφαση της 7μελούς συνθέσεως του Τμήματος, η οποία δεν επικύρωσε την προαναφερθείσα 424/2013 παραπεμπτική απόφαση, αφού, όπως προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της, δεν έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί της (εκεί) αναιρεσίβλητης, που είχε υποστηρίξει ότι αγνοούσε τις συναλλαγές που αφορούσαν τα οικεία τιμολόγια «καθώς δεν ήρθε σε επαφή ποτέ με κάποιο πελάτη ή προμηθευτή ούτε ασχολήθηκε με την τήρηση των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης» (που λειτουργούσε στο όνομά της με αντικείμενο το εμπόριο υλικών χυτηρίου), με την αιτιολογία ότι «εφόσον η αναιρεσίβλητη, διατηρώντας αρχικά επιχείρηση κατασκευής και εμπορίας γυναικείων ενδυμάτων, δέχθηκε, έναντι 60.000 δραχμών μηνιαίως να εμφανίζεται ως επιτηδευματίας επιχείρησης κατασκευής και εμπορίας υλικών χυτηρίου, η κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου περί του ότι αυτή ήταν κατ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 4 εδ. τελευταίο του ν. 2523/1997, παντελώς αμέτοχη με τις συγκεκριμένες συναλλαγές για τις οποίες τις επιβλήθηκαν τα ένδικα πρόστιμα, δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς...». Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 για την παραδεκτή προβολή του ως άνω λόγου αναιρέσεως, τα δε προβαλλόμενα από την αναιρεσείουσα με το από 27.4.2015 υπόμνημά της (μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και εντός της παρασχεθείσας από τον Προεδρεύοντα προθεσμίας) ότι «ήταν αδύνατο να γνωρίζω το περιεχόμενο της ανωτέρω (2622/2013) αποφάσεως», διότι αυτή «κατέστη...διαθέσιμη για τους τρίτους την 22-10-2013», είναι αβάσιμα και απορριπτέα. 6. Επειδή, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση αμφισβητείται και η ορθότητα, η πληρότητα και η επάρκεια της αιτιολογίας της κρίσεως του δικάσαντος διοικητικού δικαστηρίου, προβάλλεται δε περαιτέρω, ως λόγος αναιρέσεως, και η μη λήψη υπόψη από το τελευταίο ουσιωδών ισχυρισμών της αναιρεσείουσας. Εν τούτοις, δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε άλλος συγκεκριμένος ισχυρισμός με το περιεχόμενο που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Επομένως, εφόσον με το κύριο δικόγραφο δεν προβάλλεται κανένας παραδεκτός ισχυρισμός προς άρση του ανωτέρω απαραδέκτου, το δε δικόγραφο των προσθέτων λόγων -ανεξαρτήτως του ότι και με αυτό ουδείς ισχυρισμός προς άρση του απαραδέκτου προβάλλεται- δεν λαμβάνεται, κατά τα προεκτεθέντα, υπόψη, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Δ ι ά τ α ύ τ α Απορρίπτει την αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2015 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Ν. Μαρκουλάκης Κ. Κεχρολόγου και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Ιουλίου 2015. Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας του Β' Τμήματος Ν. Μαρκουλάκης Ι. Μητροτάσιος./.
./.