Γύψος: Ιδιότητες και χρήση του στην εκμάγεση Παναγιωτοπούλου Αργυρώ, Στεφανία Χλουβεράκη 1. Γύψος 1.1. Φυσικές και χημικές ιδιότητες Η γύψος είναι ένα ορυκτό που αποτελείται από ασβέστιο, θείο και οξυγόνο. Απαντά στη φύση με δύο μορφές. Την ορυκτή γύψο (CaSO4.2H2O) που περιέχει δύο μόρια νερού και την άνυδρη που ονομάζεται ανυδρίτης (CaSO4) (Chlouveraki 2006). Η ορυκτή γύψος ανήκει στους εβαπορίτες που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τον τρόπο που δημιουργήθηκαν. Είναι ιζήματα ορυκτών αλάτων που προέρχονται από εξάτμιση υδάτινων μαζών στις οποίες ήταν διαλυμένα (Karni 1995, Jackson 1997). Το χρώμα της μπορεί να είναι λευκό, τεφρό, διάφορες αποχρώσεις του κίτρινου, κόκκινου, καστανού και μπορεί να είναι και άχρωμη αναλόγως των προσμίξεων που περιέχει (Draggan 2008). Κρυσταλλώνεται σε δύο μόρια νερού στο μονοκλινές σύστημα με κρυστάλλους πλακώδεις και πρισματικούς και στην καθαρή λεπτόκοκκη μορφή του αποτελεί το ημιδιαφανές αλάβαστρο (Chlouveraki 2006). Η σκληρότητά της είναι 2 στην κλίμακα Moh s, είναι τόσο μαλακή που χαράσσεται με το νύχι (Draggan 2008). Ο σχισμός της κατά τη θραύση θεωρείται καλός ως τέλειος. Έχει ειδικό βάρος 2,32. Φέρει συσσωματώματα σχισμογενή, κοκκώδη, ινώδη, γεηρά, στυλοειδή, δενδριτικά και ροδακοειδή. Η συμπαγής λεπτοκοκκώδης ποικιλία του είναι αλαμπής και ονομάζεται αλάβαστρο. Στην κρυσταλλική του μορφή έχει λάμψη υαλώδη, μαργαριταρώδη ή μεταξωτή (Founie 2006, Chlouveraki 2006) Με ήπια θέρμανση (150 C) η ορυκτή γύψος αποβάλλει το μεγαλύτερο μέρος του κρυσταλλικού νερού και μετατρέπεται σε ημιυδρίτη, CaSO4 0,5H2O. Ο ημιυδρίτης σε μορφή κονίας είναι γνωστός ως πλαστική γύψος ή γύψος καλλιτεχνίας ή Plaster of Paris. Με την πρόσθεση νερού η γύψος μετατρέπεται σε μια εύπλαστη μάζα, ενώ μετά από σύντομο χρονικό διάστημα (20-30 λεπτά) τα μόρια ενυδατώνονται και η γύψος σκληραίνει και στερεοποιείται καθώς μετατρέπεται ξανά σε διυδρίτη. Υπό την επίδραση νερού επί της ουσίας, η ημιυδρική γύψος ανακτά την κρυσταλλική μορφή της για να επανέλθει στην αρχική κατάσταση της ορυκτής γύψου (Founie 2006) CaSO4 2H2O, σύμφωνα με την αντίδραση: CaSO4 0,5H2O + 1,5 H2O CaSO4 2H2O Αν η ορυκτή γύψος υποβληθεί σε ισχυρή θέρμανση, αποβάλλει όλο το νερό που περιέχει και δεν είναι πλέον σε θέση να επαναπροσλαμβάνει νερό, όπως συμβαίνει με τον φυσικό ανυδρίτη (Mills 1965, Σκουλικίδης 2000, Chlouveraki 2006). 1
1.2. Χρήση και Ιστορία Η γύψος χρησιμοποιούνταν ως οικοδομικό υλικό από το 7.000 π.χ. Τα παλαιότερα ίχνη γυψοκονιάματος βρέθηκαν σε νεολιθικά σπίτια στη Συρία και στην Ανατολία. Στην Συρία ανακαλύφθηκαν πατώματα επικαλυμμένα με γύψο, ενώ στην Ανατολία διαπιστώθηκε η χρήση της ως διακοσμητικό σε τοίχους (Brooks 2005). Οι Αιγύπτιοι 5.000 χρόνια πριν, έκαιγαν ορυκτή γύψο με φωτιά στο εξωτερικό περιβάλλον και ύστερα την έτριβαν σε σκόνη, την οποία στην συνέχεια ενυδάτωναν και την χρησιμοποιούσαν για τη συγκόλληση τμημάτων των μνημείων. Επίσης χρησιμοποίησαν πλαστική γύψο στις πυραμίδες (Founie 2003, Brooks 2005) και ίσως ήταν οι πρώτοι που την χρησιμοποίησαν για εκμαγείο που λήφθηκε απευθείας από ανθρώπινο σώμα (Rich 1956, Brooks 2005). Το παλάτι της Κνωσού ο γυψόλιθος έχει χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα για την πένδυση δαπέδων, τοίχων και πάγκων, την κατασκευή κλιμακοστασίων, και άλλων αρχιτεκτονικών στοιχείων κυρίως σε ανακτορικά κτήρια και σε άλλα εξέχοντα οικοδομήματα (Βασιλικός Τάφος, Βασιλική Έπαυλη, Μικρό Ανάκτορο) (Σηας 1993, Chlouveraki 2006, Mc Enroe 2010). Οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν χρήση της γύψου σε πολλές εφαρμογές και χρησιμοποιούσαν γύψινα εκμαγεία ως βοηθήματα στη γλυπτική (Rich 1956, Brooks 2005). Στη ρωμαϊκή εποχή η γυψοτεχνία φθάνει στο απόγειό της, δημόσια και ιδιωτικά κτίρια στολίζονται με περίτεχνο διάκοσμο και η γυψοπλαστική γνωρίζει ευρύτατη διάδοση. Η πτώση της Ρώμης, έφερε και την παρακμή στη γυψοτεχνία (Andrews 1988). Στους χρόνους της Αναγέννησης το ενδιαφέρον για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος οδήγησε τους καλλιτέχνες να χρησιμοποιήσουν ξανά αυτό το φυσικό υλικό που ήταν ιδανικό για κατασκευή καλουπιών (Andrews 1988). Γύρω στα 1700 η πόλη του Παρισιού είχε γίνει το κέντρο εξόρυξης γύψου και για πρώτη φορά το προϊόν παράγεται εμπορικά και σε μεγάλες ποσότητες. Καθιερώθηκε έτσι έκτοτε η πλαστική γύψος να ονομάζεται Κονία του Παρισιού (plaster of Paris) (Mills 1965, Andrews 1988). 1.3 Γύψινα αντίγραφα Η πλαστική γύψος (Κονία του Παρισιού, plaster of Paris) μαζί με τον πηλό είναι τα πιο ευρέως χρησιμοποιημένα υλικά στη γλυπτική. Υπάρχουν ενδείξεις για την χρήση τους από τους γλύπτες της αρχαιότητας ενώ με παρόμοιους τρόπους συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και μέχρι σήμερα (Rich 1956, Mills 1965). Κατά τη διάρκεια των πρώιμων χρόνων του Αιγυπτιακού πολιτισμού, γύψινα αντίγραφα λαμβάνονταν από ανθρώπινα σώματα ή από αγάλματα. Εκμαγεία από πρόσωπα και από διάφορα άλλα τμήματα σώματος που βρέθηκαν στο εργαστήριο του Tuthmose, γλύπτη στην Amama, θεωρείται πως εξυπηρετούσαν ως μοντέλα γλυπτικής και χρονολογούνται γύρω στα 1370 π.χ. Το παλαιότερο δείγμα τέτοιου 2
αντιγράφου είναι μια μάσκα που βρέθηκε μέσα στην step pyramid στην Σαχάρα. Πιστεύεται πως είναι το νεκρικό προσωπείο του βασιλιά Teti της έκτης δυναστείας, που πέθανε το 2400 π.χ. περίπου (Rich 1956, Andrews 1988, Brooks 2005). Η χρήση των γύψινων αντιγράφων ως βοηθήματα γλυπτικής εξελίχθηκε περισσότερο τον 4ο αι π.χ. από τους Έλληνες γλύπτες, οι οποίοι και τελειοποίησαν την τεχνική του σπαστού καλουπιού. Οι Έλληνες ίσως ήταν οι πρώτοι που μετέφεραν μέσω σημείων αναλογίες, από ένα γύψινο εκμαγείο σε κομμάτι πέτρας ή μαρμάρου πριν την λάξευση (Brooks 2005). Ο Πλίνιος περιγράφει αυτή την αλλαγή της τεχνικής, από μία άμεση σε μία έμμεση μέθοδο λάξευσης στο έργο του Περί Φυσικής Ιστορίας (xxxv.153): «αυτός που από τους πρώτους που έκανε ένα ανθρώπινο πορτρέτο, παίρνοντας αποτύπωμα με γύψο από το ίδιο του το πρόσωπο και στη συνέχεια το χύτευσε σε κερί και το επεξεργάστηκε, είναι ο Λυσίστρατος από τη Σικυώνα, ο αδελφός του Λυσίππου. Κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια πολλές εκατοντάδες ελληνικών αγαλμάτων των κλασσικών χρόνων αντιγράφηκαν για να διακοσμήσουν ρωμαϊκές επαύλεις. Από τον 15ο αι έως τον 19ο, στον ευρωπαϊκό χώρο η γυψοπλαστική άνθισε καθώς τα κλασσικά και ελληνιστικά γλυπτά αποτελούσαν πρότυπα και πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες της εποχής (Andrews 1988, Brooks 2005). Ο Louis XIV (Λουδοβίκος 14ος) δημιούργησε συλλογή από γύψινα αντίγραφα αρχαίων γλυπτών στα τέλη του 17ου αι, και η μόδα αυτή εξαπλώθηκε στην Αγγλία στις αρχές του 18ουαι. Οι αριστοκράτες προτίμησαν συλλογές από γύψινα εκμαγεία, μια φτηνή αλλά και ικανοποιητική εναλλακτική λύση αντί των πανάκριβων μαρμάρινων αντιγράφων, έργα γνωστών και καλοπληρωμένων γλυπτών. Παράλληλα, διάφορα μουσεία άρχισαν να αποκτούν συλλογές γύψινων αντιγράφων, είτε για εκθέματα είτε για εκπαιδευτικούς λόγους (Brooks 2005). 1.4. Τεχνικές κατασκευής Η αρχή για όλες τις τεχνικές κατασκευής καλουπιού είναι ίδια: η κατασκευή ενός αρνητικού ομοιώματος στο οποίο χυτεύεται κάποιο πλαστικό υλικό προκειμένου να κατασκευαστεί το θετικό αντίγραφο. Υπάρχουν διάφορες τεχνικές κατασκευής καλουπιών. Το καλούπι μιας χρήσης, το σπαστό καλούπι και το καλούπι με ελαστικά μέσα (Mills 1965). 1.5. Τεχνική σπαστού καλουπιού Το σπαστό καλούπι είναι ένα αρνητικό καλούπι που κατασκευάζεται από πολλά κομμάτια. Ο αριθμός των κομματιών ορίζεται από τις φόρμες και τις προεξοχές του έργου προς καλούπωμα και στόχος είναι να μπορούν να αφαιρεθούν εύκολα και χωρίς αυτό να σπάσει (Zorach 1947, Rich 1956) Η αρχή της τεχνικής είναι πως κάθε προεξοχή πρέπει να έχει ξεχωριστό κομμάτι καλουπιού. Όλα τα κομμάτια εφαρμόζουν σε μία εσάρπα που τα συγκρατεί στη σωστή θέση. Αυτή η τεχνική είναι κατάλληλη για γλυπτά κατασκευασμένα από 3
μαλακό υλικό (πηλός, κερί κτλ) αλλά και για γλυπτά κατασκευασμένα από σκληρά υλικά (μάρμαρο, γύψος κτλ). Το σπαστό καλούπι είναι αρκετά ακριβές, έχει σχετικά μεγάλη διάρκεια ζωής και έχει σαν πλεονέκτημα την δυνατότητα απόκτησης περισσοτέρων από ένα αντίγραφα από αυτό (Zorach 1947, Mills 1965). 4
Αρχικά γίνεται ο σχεδιασμός των χωρισμάτων πάνω στην επιφάνεια του πρωτοτύπου. Είναι μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη και απαιτεί εμπειρία. Μετά από προσεκτική παρατήρηση των όγκων και των προεξοχών του πρωτοτύπου επιλέγεται η θέση κι ο αριθμός των κομματιών του καλουπιού. Ουσιαστικά το άγαλμα χωρίζεται σε δύο κύριες πλευρές. Κατασκευάζονται τα κομμάτια του καλουπιού και η εσάρπα της μιας πλευράς κι έπειτα της άλλης. Το άγαλμα τοποθετείται σε κατάλληλη επιφάνεια και μια πατούρα κατασκευάζεται περιμετρικά του κύριου όγκου που επιλέχθηκε σύμφωνα με τον προηγηθέντα σχεδιασμό. Σε όλη την επιφάνεια και του γλυπτού και της πατούρας εφαρμόζεται κάποιο μονωτικό υλικό. Τα χωρίσματα του καλουπιού κατασκευάζονται συνήθως από πηλό. Ως εκ τούτου, δημιουργούνται φαρδιές λωρίδες πηλού πάχους των 15mm περίπου, αναλόγως του μεγέθους του μοντέλου (Rich 1956, Mills 1965, Brooks 2005). Το πρώτο κομμάτι που κατασκευάζεται θα χρησιμοποιηθεί ως οδηγός για την κατασκευή των υπολοίπων. Ο σχεδιασμός του γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να απομακρύνεται εύκολα από το γλυπτό αλλά και από την εσάρπα. Ένα λεπτό στρώμα γύψου απλώνεται με πινέλο στην επιφάνεια του γλυπτού που ορίζεται από το χώρισμα και ένα δεύτερο ακολουθεί, παχύ όσο και το ύψος του χωρίσματος, που αν χρειαστεί ενισχύεται με τζίβες δηλαδή, σκληρό μπλεγμένο μαλλί. Όταν η γύψος σκληρύνει και το κομμάτι είναι έτοιμο ελέγχεται αρχικά εάν απομακρύνεται εύκολα από το πρωτότυπο και στη συνέχεια εάν έχουν αποτυπωθεί ικανοποιητικά οι λεπτομέρειες. Το χώρισμα από πηλό αφαιρείται. Στην πορεία το κομμάτι καθαρίζεται από υπολείμματα πηλού και λειαίνεται με ράσπα στην πλευρά που εφάπτεται με την εσάρπα. Επίσης λειαίνονται και οι πλευρές του κομματιού που θα έρθουν σε επαφή με τα άλλα κομμάτια. Οι πλευρές αυτές πρέπει να έχουν σωστές κλίσεις έτσι ώστε να αποφευχθεί το «κλείδωμά» τους στη συνέχεια. Το κομμάτι επανατοποθετείται στο γλυπτό και μονώνεται. Τα υπόλοιπα κομμάτια κατασκευάζονται με τον ίδιο τρόπο. Όταν η κατασκευή των κομματιών ολοκληρωθεί, αυτά μονώνονται ξανά για να ακουμπήσει επάνω τους η εσάρπα. Αρκετές φορές δημιουργούνται επίπεδες επιφάνειες, τα «πατήματα», πάνω στην εσάρπα, που χρησιμεύουν ως βάσεις στήριξης όταν το γλυπτό αναποδογυριστεί για να κατασκευαστούν τα υπόλοιπα κομμάτια καλουπιού της άλλης πλευράς. Στην πίσω πλευρά του γλυπτού ακολουθείται η ίδια διαδικασία αφού πρώτα αφαιρεθεί η πατούρα που κατασκευάσθηκε αρχικά. Συνηθίζεται να προηγείται της κατασκευής της δεύτερης εσάρπας η δημιουργία κλειδιών πάνω στην πρώτη που εξασφαλίζει απόλυτη ένωση μεταξύ τους (Zorach 1947, Mills 1965, Brooks 2005). Όλα τα κομμάτια απομακρύνονται από το πρωτότυπο άγαλμα και τοποθετούνται στη σωστή θέση μέσα στην εσάρπα. 5
Εφαρμόζεται κάποιο μονωτικό υλικό στην εσωτερική επιφάνεια του καλουπιού, έτσι ώστε να εμποδιστεί η εισχώρηση του υλικού χύτευσης στο πορώδες της επιφάνειας του που θα είχε σαν αποτέλεσμα, οι δύο επιφάνειες να κολλήσουν μεταξύ τους και να αλλοιωθούν κατά το στάδιο του ξεκαλουπώματος. Τα μονωτικά υλικά που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι πράσινο και λευκό σαπούνι λάδια φυσικά και τεχνητά, κεριά, ρητίνες, συνθετικά βερνίκια, σιλικόνες, φύλλα πολυαιθυλενίου και κασσιτέρου (Rich 1956, Mills 1965). Ακολουθεί η διαδικασία χύτευσης. Υπάρχουν δύο τεχνικές για την κατασκευή αντιγράφων. Το συμπαγές αντίγραφο και το εσωτερικά κενό (κούφιο) αντίγραφο. Η πρώτη τεχνική συστήνεται για μικρού μεγέθους αντίγραφα ενώ η δεύτερη είναι κατάλληλη για τα μεγάλου μεγέθους αντίγραφα (Brooks 2005). Τα εσωτερικά κενά αντίγραφα είναι πιο ανθεκτικά και είναι ευκολότερο να μεταφερθούν καθώς είναι ελαφρύτερα. 1.6. Οπλισμός ή Αρματούρα Κάθε γλυπτό που κατασκευάζεται από υλικά όπως γύψο και πηλό χρειάζεται έναν οπλισμό που να του προσφέρει στατική και ασφάλεια. Αυτός ο οπλισμός, η αρματούρα, είναι παρόμοια με τον σκελετό ενός ανθρώπου, είναι τόσο σημαντική όσο η εσωτερική κατασκευή ενός κτηρίου (Mills 1965, Dawson 1970). Υπάρχουν πολλά και διάφορα είδη αρματούρας ανάλογα με τη φύση του υλικού και τη φόρμα που θα υπηρετήσει (Dawson 1970). Αρματούρες που αφορούν στη γύψο, θα πρέπει να είναι υπερβολικά ισχυρές ώστε να παρέχουν την απαραίτητη αντοχή και στατική στο υλικό. Σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο που να μην ασκούνται βασικές δυνάμεις απευθείας στη φιγούρα ή τη φόρμα (Mills 1965). 1.7. Κατασκευή εσωτερικά κενού αντιγράφου Εάν η προσέγγιση στο εσωτερικό του σπαστού καλουπιού είναι περιορισμένη, που είναι και το πιο σύνηθες, τότε για την κατασκευή ενός κούφιου αντιγράφου θα χρειαστεί αρχικά τα κομμάτια να δουλευτούν ξεχωριστά και έπειτα να ενωθούν (Brooks 2005). Ένα πρώτο στρώμα αραιής γύψου απλώνεται με πινέλο στο εσωτερικό των κομματιών. Ένα δεύτερο στρώμα γύψου εφαρμόζεται για να ενισχύσει το αντίγραφο και αν κριθεί απαραίτητο τοποθετείται και ο μεταλλικός οπλισμός. Ο μεταλλικός οπλισμός μπορεί να αποτελείται από μεταλλικά ή ξύλινα αντικείμενα διαφόρων σχημάτων και μεγεθών τα οποία τοποθετούνται εσωτερικά για να ενισχύσουν τη γύψο. Το δεύτερο στρώμα γύψου ενισχύεται από τζίβες οι οποίες σταματούν πριν τις ακμές των κομματιών. Οι ακμές των κομματιών πρέπει να είναι όσο το δυνατόν καθαρότερες προκειμένου να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή επαφή μεταξύ τους κατά την ένωσή τους (Mills 1965). Η ένωση των κομματιών γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε η πρόσβαση στο εσωτερικό να είναι εφικτή για όση περισσότερη ώρα γίνεται (Brooks 2005). Στο εσωτερικό τους 6
κατά μήκος των ραφών τους εφαρμόζεται νέο στρώμα γύψου με τζίβες για να τα συγκρατήσει (Mills 1965, Brooks 2005). Εξωτερικά των κομματιών εφαρμόζεται γύψος και τζίβα ή αυτά συγκρατούνται με μεταλλικούς συνδέσμους. Αν το καλούπι είναι μικρού μεγέθους, μπορεί να χυτευτεί ποσότητα ρευστού γύψου και με κατάλληλες κινήσεις ο γύψος να κατευθυνθεί και να καλύψει όλο το εσωτερικό του. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι να αποκτηθεί το κατάλληλο πάχος (Rich 1956). 1.8 Ξεκαλούπωμα Ξεκαλούπωμα είναι η διαδικασία απομάκρυνσης του έτοιμου αντιγράφου από το καλούπι. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται εξαρτώνται από το είδος του καλουπιού (Brooks 2005). Το ξεκαλούπωμα αντιγράφου από σπαστό καλούπι γίνεται απομακρύνοντας τα κομμάτια ένα- ένα. Χρησιμοποιούνται καλέμι, σφυρί ξύλινο με λαστιχένια επένδυση (ματσόλα) και πλαστικές ή ξύλινες σφήνες εάν κριθεί απαραίτητο. Το καλέμι πρέπει να είναι αμβλύ, καθώς χρησιμοποιείται για να ξεχωρίσει το αντίγραφο από το καλούπι κι όχι για να το κόψει. Η λαβή του σφυριού αλλά και του καλεμιού πρέπει να είναι ξύλινες ώστε να απορροφούν τους κραδασμούς και να προστατεύουν το αντίγραφο. Τα χτυπήματα με το καλέμι θα πρέπει να είναι κάθετα προς την επιφάνεια του καλουπιού για να αποφευχθεί κάποια ζημιά στο αντίγραφο. Επίσης αποφεύγεται η αφαίρεση μεγάλων κομματιών γιατί υπάρχει πιθανότητα να παρασυρθούν κομμάτια από το αντίγραφο. Εάν είναι εφικτό, προτείνεται να αποκαλύπτονται αρχικά τα υψηλότερα σημεία του αντιγράφου και η διαδικασία να συνεχίζεται προς τα κάτω. Η τελική φάση είναι ο καθαρισμός από τυχόν υπολείμματα του καλουπιού και η επεξεργασία του αντιγράφου χρησιμοποιώντας μικροεργαλεία (Mills 1965). 7
Αντίγραφο από την συλλογή από το δυτικό αέτωµα του ναού της Αφαίας - «Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης» του τµήµατος «Ιστορίας και Αρχαιολογίας» της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών (Παναγιωτοποούλου 2012) Αντίγραφο από την συλλογή από το δυτικό αέτωµα του ναού της Αφαίας -«Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης» του τµήµατος «Ιστορίας και Αρχαιολογίας» της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών (Παναγιωτοποούλου 2012) 8
Σχεδιαστική απεικόνιση του δυτικού αετώµατος του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα Αντίγραφο 4 9
Μορφή 4, πρωτότυπο 10
Αντίγραφο 10 Μορφή 10, πρωτότυπο 11