Γιορτή νούμερο μηδέν «ΑΝΟΥΣΙΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΓΥΡΝΑΝΕ, ολόκληρες σκηνές έρχονται στα μάτια μου και πάνε, αρχίζει να χειμωνιάζει, ο μεγάλος εκείνος δρόμος στην παραλία φαίνεται σκοτεινός και ατελείωτος, οι λιγοστές φιγούρες πηγαίνουν αργά, μα όταν επιστρέφουν τα βήματα είναι γοργά. Χαζεύω τα σύννεφα κάτω από ένα κιόσκι ψάχνοντας για εικόνες σε μια γαλήνια όψη και όλα κινούνται σ εκείνη τη διάσταση της απέραντης αγάπης, πλημμυρισμένη με πάθη και αχόρταγα λάθη και οι άνθρωποι χωρίζουν και χάνονται και ό,τι μισούν σαν στοιχειό τριγυρνάει. Ηλίθιες εποχές αναβιώνουν, όξινες φωτογραφίες που δεν πρόλαβαν να μαραζώσουν, και φεύγουν τα σύννεφα ψάχνοντας για εικόνες που δεν πονάνε, σε αγάπες αυριανές που ίσως θα χουν μάθει ν αγαπάνε». Βρέχει. Η παραλιακή είναι άδεια. Η καθαρή βροχή του ουρανού μπλέκεται με τα βρόμικα νερά που πετούν τα αυτοκίνητα καθώς με προσπερνούν. Το σύθαμπο ξεβάφει σιγά σιγά. Φτάνω στο σπίτι. Η υγρή ψύχρα φεύγει. Απ το ραδιόφωνο ακούγεται το «Charlotte sometimes»... Τι παράξενο! Η βροχή έχει σταματήσει. Όταν σκέφτεσαι κάτι δεδομένο, είναι σαν να μη σκέφτεσαι τίποτα. «Είμαστε μόνο για τη νύχτα, για τις ιστορίες που μαστιγώνονται και στριμώχνονται σε όλα εκείνα τα λόγια που δεν έχουν αύριο, μικρή μου λατρεία, δεν υπάρχουν όρια, μόνο τα σημάδια μιας ανείπωτης γιορτής, μηδενικής που, όσο και να θέλει να τελειώσει, θα αρχίζει πάντα να γιορτάζει και θα κερνά συμπόνιες και υποχωρήσεις, χωρίς να θυμάται όλα αυτά που καρτερούν, και η νύχτα θα μεγαλώνει και εμείς θα γυροφέρνουμε μέσα σε ένα 9
ναυάγιο πανέμορφων στιγμών, που είναι ανάσες, ανάσες λυγμών, για μια γαλήνια αντοχή, που δεν ξέρει τι πρέπει να αντέχει... Και ύστερα, ύστερα τι; Ό,τι σέρνεται κάποιες φορές είναι αγαλλίαση, ότι σέρνεται αδημονεί». Έχει πια νυχτώσει. Ρίχνω πάνω μου μια ζακέτα και κατεβαίνω στο αμάξι. Περνάω απ τις γειτονιές πριν βγω στον κεντρικό. Είναι όλα εκνευριστικά ήσυχα. Κατευθύνομαι προς το λιμάνι. Η θολούρα του δρόμου είναι εξαιρετικά επιβλητική. Δεν ξέρω πώς προέκυψε το σημερινό. Είμαι σίγουρος ότι αυτή η γιορτή θα ξεχαστεί. Οι χαρακιές απ το κλειστό στιλό που φαίνονται στο χαρτί σε λίγο θα φύγουν. 10
Γιορτή νούμερο άπειρο ΠΑΓΩΝΕΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ. Μια δέσμη φωτός χτυπάει τον ουρανό για ν αρχίσει σιγά σιγά η πελώρια ματιά ν ανοίγει. Μια βόλτα όμως, πριν, βουλιάζει όλες αυτές τις αναμνήσεις που προσπαθούν να ξαναγεννηθούν κάθε τέτοιες μέρες, σαν αστεία συνήθεια που ναυαγεί μετά από λίγο. Το κρύο εκεί πάνω είναι βαρύ, στο μικρό χωριό απ την άλλη μεριά της Άνοιξης, που τα πάντα κλείνουν νωρίς. Περίεργες μουσικές, αλαφιασμένες. Εικόνες έρχονται και φεύγουν σε σιγανούς ρυθμούς και ευωδίες, σε εκείνο το καφέ μπαρ που όλα κινούνται τόσο παθιασμένα. Η ώρα πέρασε. Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω. Ακούγεται ένα τελευταίο βουητό σαν από πολύ μακριά, απ τα δυο τραπέζια που έχουν απομείνει γεμάτα. Η πόρτα κλείνει. Τώρα ακούγεται μόνο ο άνεμος. Η γνωστή διαδρομή φαίνεται και πάλι διαφορετική. Ένα βιαστικό ποτό εκεί στην Ιπποκράτους, στο μπαρ που ξεχνιούνται όλα. Ο χώρος είναι ασφυκτικά γεμάτος. Η ώρα κυλάει αργά. Λησμονιά. Και ένα ακόμα κέρασμα. Όλα στο χώρο είναι διαπεραστικά και η ψηλή μαυροντυμένη φιγούρα πάντα εκεί, άλλοτε να χορεύει και άλλοτε μέσα σε σκέψεις. Στην μπάρα γλιστράνε άπειρα συναισθήματα που προσπαθούν να καταλαγιάσουν με τη διπλανή πανέμορφη κυρία, και ύστερα τίποτα. «Όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η ζωή και όσα χάνει η ζωή τα φέρνει μια στιγμή. Μέσα σε ολέθρια μπαρ γυρνάμε μοναχοί, σαν φλεγόμενοι φάροι τριγυρνάμε εδώ και εκεί ψάχνοντας πλοία, ασταμάτητα σινιάλα, ονει- 11
ρευόμαστε σημάδια, μα πάντα υπάρχουν και άλλα, κάποιοι περπατάνε στο δρόμο σκυφτοί και άλλοι ψάχνουν μονοπάτια ηδονής, ξαφνικές χαρές φτερουγίζουν για λίγο και εύχεσαι μόνο ν αντικρίσουν τον ήλιο, το επόμενο τραγούδι να κρατήσει για πάντα, συντροφιά με αγκαλιές σε μια απέραντη ζαλάδα. Μα είναι η σκέψη ότι το αύριο φτάνει και φέρνει ρωγμές που κανείς δεν τις χάνει». Επιστροφή. Τα σύννεφα στον ουρανό κινούνται γρήγορα και οι λυγμοί μας περνούν ανάμεσα διακόπτοντας αυτή τη συνοχή. Γύρισα σχετικά γρήγορα. Όταν έχεις χορτάσει από στιγμές και νιώθεις γεμάτος, γυρνάς χωρίς να το έχεις καταλάβει. Η πόρτα ανοίγει. Ένα γλυκό γνέψιμο του σκύλου και... το τέρας της τεχνολογίας είχε ξεχαστεί ανοιχτό! Σαν να με περίμενε για μια τελευταία ηλίθια ξενάγηση. Αυτές οι διαδικτυακές εμπειρίες διευκολύνουν τη ζωή. Είναι όμως όλα τόσο απρόσωπα εκεί μέσα. Το μόνο που καταφέρνουν στο τέλος είναι να σου δυσκολεύουν την ψυχή. Και άρχισε να ξημερώνει. 12
Μπόρεσα ν αντικρίσω ένα αστέρι ΜΠΟΡΕΣΑ Ν ΑΝΤΙΚΡΙΣΩ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ. Σε μια σιωπηλή καταχνιά. Το κρασί ήταν άφθονο. Ίσως τώρα θα μπορούσαμε να πλάσουμε μια αγάπη σε ένα άκομψο ακρογιάλι. Ήθελα να ουρλιάξω μέσα στα αυτιά σου, μα δεν έκανα τίποτα. Πήγα και πάλι στο παράθυρο. Το ξαναείδα. Κοίταξα κάτω. Μόνο ένα ζευγάρι ήταν στη γωνία, που μάλωνε. Σε λίγο χάθηκαν. «Σου φέρνω συμπόνια με μια πληγή, σαν όμορφη γαλήνη που ξεψυχάει, μέσα στις νύχτες κάποιων αγέλαστων αστεριών, κάποιων λυγμών που ψάχνουν μια ανείπωτη ζωή όσο νυχτώνει, τόσο δυσκολεύομαι να σου πω αντίο... Αυτό το μαράζι μάς έπεισε για όλα... Το επόμενο σκοτάδι θα φωτίσει εκείνες τις μνήμες που δεν έχουν κουραστεί να επιμένουν... Φοβάμαι πως δε θα φύγω ποτέ». Τι κοιτάζεις εκεί; με ρώτησες πίνοντας την τελευταία γουλιά κρασιού. Τίποτα το σημαντικό, κάτι φωνές, γέμισε το ποτήρι σου. Έλα κοντά μου... Η σημερινή νύχτα είναι λίγο περίεργη, δε νομίζεις; Δεν ξέρω, είναι και αυτή η μουσική που έβαλες... Θέλω να φανταστώ αυτό το ακρογιάλι που έλεγες πριν, θα είναι πολύ όμορφο τώρα το χειμώνα... Ναι, γλυκιά μου. Ίσως... κάποτε μπορεί να πάμε και θα δούμε πώς είναι. Πήγα και πάλι στο παράθυρο. Δεν υπήρχε τίποτα. Αυτό το αστέρι με ξεγέλασε. 13
Κύρσεν ΕΧΕΙ ΣΟΥΡΟΥΠΩΣΕΙ. Κάθομαι στην ταράτσα και κοιτάζω ό,τι έχει απομείνει στον ουρανό. Απ το δρόμο ακούγεται μια γνωστή μελωδία. Από ένα βιολί. Η ίδια μελωδία μιας ιστορίας που μου είχαν διηγηθεί... «Απλώθηκε ένα θολό βράδυ, που τα όνειρα έμοιαζαν νεκρά. Το φως θύμιζε τρεμάμενη σπίθα. Ήταν και αυτός ο αγέρας που δεν έλεγε να σωπάσει. Όλα μάταια. Κανείς δεν μπορούσε πια να τη σώσει. Η κοπέλα διάβασε για τελευταία φορά τον αγαπημένο της στίχο, η αγάπη δε θα γυρίσει ποτέ. Ένα δάκρυ πλημμύρισε όλα της τα όνειρα. Δεν είχε το κουράγιο πια. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ακόμα και εκείνος ο βιολιστής που της κρατούσε συντροφιά τα βράδια δεν ήταν εκεί. Το κερί είχε αρχίσει να λιώνει. Η καρδιά της ριγούσε απ τον πόνο. Μια άχρωμη ευτυχία αρκούσε, μα βρισκόταν πολύ μακριά. Η αγάπη γέρασε, μακάρι να μπορούσα να την ονειρευτώ έστω, ψιθύρισε. Το κερί είχε σβήσει. Μέσα στο μικρό δωμάτιο είχε απομείνει μόνο το φως του φεγγαριού. Ο βιολιστής όμως ήταν και πάλι εκεί. Στη γωνία, όπως κάθε βράδυ. Έπαιζε πάλι το ίδιο τραγούδι, αλλά η κοπέλα δεν το βαριόταν ποτέ. Αποκοιμήθηκε...» Μα ναι! Είναι αυτή η Κύρσεν! Αυτή η αλλόκοτα όμορφη Κύρσεν, που τα μάτια της λάμπουν, και εδώ δε χρειάζεται να γίνει καμία παρομοίωση, αυτό και μόνο αρκεί. Την είχα γνωρίσει σε ένα πάρτι. Μιλούσε και γελούσε συνεχώς. Η ιστορία που μου διηγή- 14
θηκε μου είπε πως ήταν η στιγμή κάποιας φίλης της. Δεν το πίστεψα. Έμαθα μετά από καιρό ότι την απορρόφησε η σκοτεινιά του Λονδίνου και δεν την ξανάδα ποτέ. Δε θέλω όμως να θυμάμαι άλλο αυτή την Κύρσεν. Θέλω να θυμάμαι μόνο την ιστορία που μου είχε πει κάποτε. Με αυτή την κοπέλα που ήταν μόνη της και έγραφε στίχους, κάτω απ το φως ενός κεριού, και τη λέγαν... ποιος ξέρει, ίσως... Κύρσεν «Η αγάπη δε θα γυρίσει ποτέ». 15
Άφταστο παρατημένο κάλεσμα ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ εδώ και αρκετό καιρό ότι με γυροφέρνει η δυσοσμία των σκέψεών σου. Σε βλέπω και όλα τα κύτταρα της εσωτερικής μου ορατής διάπλασης σήπονται. Μα σε λατρεύω με αηδιάζεις, όμως, γιατί καταφέρνεις πάντα και ανταποκρίνεσαι σε ό,τι χειρότερο μπορώ να φανταστώ. Είσαι μια χρωματισμένη σιγή μέσα σε όλο το συμπαντικό μου είναι. Είσαι μια όμορφη υπόσταση που θέλω να συνυπάρχω μαζί της κάθε λεπτό. Μα κάθε φορά αποτυγχάνεις. Σε εκείνη τη συναυλία όμως χόρευες με το άπειρο, πάνλαμπρα. Με κοίταζες μαγικά. Με κρατούσες. Σε φίλησα δυνατά σαν να ήταν στερνή φορά. Τώρα διαβαίνω ολομόναχος το δρόμο πάνω από το μπαρ που ξεχνιούνται όλα, έχοντας αφήσει μια μικρή θύμηση πάνω στην μπάρα, δίπλα στο άδειο ποτήρι μπίρας. Ήταν η μοναδική μικρή εξαίρεση μιας και εκεί, στ αλήθεια, ξεχνιούνται όλα που εκσφενδονίστηκε από το πουθενά μέσα στο κατά τα άλλα συνηθισμένο μυσταγωγικό τοπίο του μπαρ... Ειρήνη, αν και σε ξέρω ελάχιστα μόλις λεπτά της ώρας, θα θελα να σου διηγηθώ μια μικρή ιστορία που συνέβη κάποτε σε ένα διαστρικό χώρο, μεταξύ ενός ξωτικού και μιας νεράιδας.» Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα ξωτικό που εντελώς τυχαία γνώρισε μια γλυκιά νεράιδα. Όταν κοιτάχτηκαν, ένα πανέμορφο πολύχρωμο νεφέλωμα σχηματίστηκε πάνω στον ουρανό. 16
Και όταν έπεσε ένα αστέρι, δεν έκαναν καμία ευχή γιατί, όπως είχε ακούσει απ τους παλιότερους το ξωτικό, όταν έπεφτε ένα αστέρι, έπρεπε μόνο να το κοιτάς αν έκανες ευχή, τα αστέρια θα θρυμματίζονταν και ο ουρανός θα σκοτείνιαζε. Δεν είπαν κουβέντα, γιατί ήξεραν ότι η γιορτή τους κάποια στιγμή θα τελείωνε. Παρ όλ αυτά, ο ουρανός συνέχιζε να είναι εκστατικός.»ειρηνάκι, κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία. Όλα αυτά που επακολούθησαν μέσα σε αυτή τη βραχεία γιορτή είναι πραγματικά πολύ βαρετά. Και δε νομίζω ότι χρειάζεται να σου τα μεταφέρω. Άλλωστε, άδειασες το ποτήρι σου πιο γρήγορα από μένα, όσο μιλούσα, και ήπιες και τις δύο τελευταίες γουλιές του δικού μου, και δε θέλω να πιω άλλο τώρα. Θα σου πω μόνο ότι η γιορτή είχε άσχημο τέλος. Καληνύχτα....Περπατάω αδιάφορα μέσα σε ένα γλυκό φθινοπωρινό αέρα, στο δρόμο πάνω απ το μπαρ που ως γνωστόν ξεχνιούνται όλα. Οι άκρες στους δρόμους είναι γεμάτες αυτοκίνητα. Η πόλη κοιμάται. Αχνοί θόρυβοι ακούγονται παροδικά. 17
Οι λύπες έχουν μάθει να τρομάζουν στο ανεξήγητο «ΟΙ ΗΧΟΙ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ πώς ν ακουστούν εκεί πάνω; Περνούν γρήγορα στον κεντρικό δρόμο... Κάνει κρύο, ο άνεμος ακουμπάει τον απόηχο των βιαστικών αυτοκινήτων. Άραγε πόσες εκκωφαντικές σιωπές φτάνουν κάπου; Μπορείς να ακούσεις το βηματισμό μου; Θες;... Μη χαζεύεις οι λύπες έχουν μάθει να τρομάζουν στο ανεξήγητο. Θες ν ακούσω τη σκέψη σου; Να σε βλέπω να κοιτάς κάπου όχι τα περασμένα. Πώς ν ακουστώ εκεί πάνω; Ο δρόμος λιγόστεψε, έχει αφηνιάσει, οι πινακίδες φοβούνται, δείχνουν στο πουθενά, ίσως γιατί ο δρόμος τις έχει τρομάξει. Οι ήχοι μου γιορτάζουν στο λιμάνι, καταφθάνει χιόνι, στέκομαι προς το βορρά για να σου δείξω το δρόμο... Το τσιγάρο έσβησε, δε σε γυρεύω στο τέρμα, μόνο στην αρχή αργήσαμε... ο καπνός του τσιγάρου διαλύθηκε... Σαν να κουράστηκα, η πινακίδα μου σβήστηκε, το τελευταίο αυτοκίνητο που πέρασε μάλλον ξέχασε να βιαστεί». Θα συνεχίσω αύριο, αυτοί οι ήχοι είναι καταραμένοι. Το λιμάνι είναι σχεδόν άδειο. Πάλι έβρεξε απόψε. Τις τελευταίες μέρες σαν να το κάνει επίτηδες και βρέχει μόνο τα βράδια. Αργεί αυτό το ξημέρωμα; Πώς είναι αυτά που έπονται; Ποιες σκέψεις αργοσβήνουν σ αυτό το γεμάτο κενό; Τι σημασία έχουν τόσα χνάρια; 18