ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ (αποσπάσματα)

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Το παραμύθι της αγάπης

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

T: Έλενα Περικλέους

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκιπας. Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα. Διασκευή: Ανδρονίκη

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. του Prem Rawat

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

γραπτα, έγιναν μια ύπαρξη ζωντανή γεμάτη κίνηση και αρμονία.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Η δύναμη της εικόνας. Μετάφραση

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Εντυπώσεις σεμιναρίου Σεξουαλικότητα & Εφηβεία

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ KANGOUROU ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ 2016

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Σαμποτάζ στα. Χριστούγεννα

Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών


Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Εθνικό δασικό πάρκο Πέτρας του Ρωμιού

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Μάθημα/Τάξη: Κεφάλαιο: Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 30/10/17 Επιδιωκόμενος Στόχος: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ-Ν.ΓΛΩΣΣΑ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 Ο

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Transcript:

http://hallofpeople.com/gr/bio/erman-esse.php ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ (αποσπάσματα) ΣΙΝΤΑΡΤΑ Όταν κάποιος ζητάει, είπε ο Σιντάρτα, συμβαίνει συχνά να μη βλέπουν τα μάτια του παρά μόνο το πράγμα που ζητάει, συμβαίνει να μην είναι ικανός να βρει τίποτα, να αφεθεί σε τίποτα, επειδή σκέφτεται πάντα μόνο αυτό που ζητάει, επειδή έχει ένα σκοπό, επειδή κατέχεται από το σκοπό. Ζητάω θα πει, έχω ένα σκοπό. Βρίσκω όμως σημαίνει, είμαι ελεύθερος, στέκομαι ανοιχτός, δεν έχω κανένα σκοπό. Εσύ σεβάσμιε είσαι κατά πάσα πιθανότητα πραγματικά ένας αναζητητής, αφού, επιδιώκοντας το σκοπό σου, δεν βλέπεις μερικά πράγματα που είναι μπρος στα μάτια σου. Τώρα έβλεπε τους ανθρώπους διαφορετικά απ' ότι άλλοτε, λιγότερο έξυπνα, λιγότερο περήφανα, μα πιο ζεστά, πιο περίεργα, πιο συμπαθητικά. Όταν περνούσε από το ποτάμι ανθρώπους, ανθρώπους-παιδιά, εμπόρους, πολεμιστές, γυναίκες δεν τους ένιωθε πια ξένους όπως άλλοτε : τους καταλάβαινε, τους καταλάβαινε και συμμεριζόταν τη ζωή τους, που δεν την κυβερνούσαν σκέψεις και ιδέες, αλλά μόνον ορμές και επιθυμίες, ένιωθε όπως εκείνοι. Παρόλο που ήταν κοντά στην τελειότητα και άντεχε την τελευταία του πληγή, του φαινόταν πως αυτοί οι άνθρωποι-παιδιά ήταν αδέλφια του, η ματαιοδοξία, η απληστία και η γελοιότητά τους έχαναν για εκείνον κάθε κωμικότητα, γίνονταν κατανοητές, γίνονταν αξιαγάπητες, γίνονταν για κείνον ακόμα και άξιες σεβασμού. Η τυφλή αγάπη της μητέρας για το παιδί της, η κουτή τυφλή περηφάνια ενός φαντασμένου πατέρα για το μοναδικό του γιόκα, η τυφλή, άγρια

επιδίωξη μιας νεαρής, φιλάρεσκης γυναίκας για στολίδια και θαυμαστικά αντρικά μάτια, όλα αυτά τα παιδιαρίσματα, όλες αυτές οι απλές, ανόητες αλλά απίστευτα ισχυρές, απέραντα ζωντανές, οι παθιασμένες ορμές και απληστίες δεν ήταν τώρα πια παιδιάστικες για τον Σιντάρτα. Έβλεπε τους ανθρώπους να ζουν γι' αυτές, τους έβλεπε να κατορθώνουν απίστευτα επιτεύγματα χάρη σ' αυτές, να κάνουν ταξίδια, να διεξάγουν πολέμους, να υποφέρουν απέραντα, να υπομένουν απέραντα, και τους αγαπούσε γι' αυτό. Έβλεπε τη ζωή, το ζωντανό, το ακατάστρεπτο, τον Βράχμαν μέσα σ' όλες τις οδύνες τους, μέσα σ' όλες τις πράξεις τους. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν άξιοι αγάπης και θαυμασμού στην τυφλή τους πίστη, στην τυφλή τους δύναμη και στην καρτερικότητά τους. Τίποτα δεν τους έλειπε τίποτα περισσότερο απ' αυτούς δεν είχε ο σοφός και ο στοχαστής, εκτός από μια μικρή λεπτομέρεια, ένα μοναδικό ελάχιστο πράγμα : τη συνειδητή γνώση της ενότητας κάθε ζωής. ΝΤΕΜΙΑΝ Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του, το πρόπλασμα ενός δρόμου, το προσχέδιο ενός μονοπατιού. Κανένας άνθρωπος δεν έφτασε να είναι εντελώς ο εαυτός του, ωστόσο, οι πάντες φιλοδοξούν να το κατορθώσουν, άλλοι στα τυφλά, άλλοι µε περισσότερο φως, ο καθένας όπως μπορεί. Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος από τ αυγό ενός αρχέγονου κόσμου. Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι. Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω. Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ρίζες μας είναι κοινές. Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα. Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει το σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του

Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ Το βλέμμα ήταν περισσότερο θλιμμένο παρά ειρωνικό. Ήταν χαώδες και απελπιστικά λυπημένο. Το περιεχόμενο του ήταν κατά κάποιο τρόπο μία ήρεμη και σίγουρη απελπισία που είχε αποκτήσει μία συνηθισμένη μορφή. Με την απελπισμένη λάμψη του φώτιζε όχι μόνο το πρόσωπο του ματαιόδοξου ομιλητή ούτε ειρωνευόταν και καταδίκαζε μόνο την κατάσταση της στιγμής, την προσδοκία και την διάθεση του κοινού, τον κάπως προκλητικό τίτλο της ομιλίας, αλλά και το βλέμμα εκείνο του Λύκου της Στέπας διαπερνούσε ολόκληρη την εποχή μας, όλα τα περίεργα και φανταχτερά καμώματα μας, όλες τις προσπάθειες, ολόκληρη την ματαιοδοξία, ολόκληρο το επιφανειακό παιχνίδι μια φαντασμένης και ρηχής πραγματικότητας. Και δυστυχώς, το βλέμμα εκείνο προχωρούσε πιο βαθιά, πήγαινε πιο μακριά και όχι μόνο στα ελαττώματα και τον απελπισμό του καιρού μας, της πνευματικότητας και του πολιτισμού μας. Πήγαινε ως το βάθος της καρδιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας, μιλούσε πειστικά και φανέρωνε σε μία μόνη στιγμή ολόκληρη την αμφιβολία ενός στοχαστή ίσως ενός ειδικού γνώστη της αξιοπρέπειας και του νοήματος της ανθρώπινης ζωής γενικά. Το βλέμμα του έλεγε: Κοίταξε τι πίθηκοι είμαστε! Κοίταξε τι ειναι ο άνθρωπος! Έτσι η δόξα, η εξυπνάδα, τα προτερήματα του πνεύματος, όλοι οι δρόμοι προς την ανύψωση, μεγαλεία και ανθρώπινος χρόνος γινόταν ένα παιχνίδι πιθήκων! Στο διάστημα εκείνο διαρκώς σκεφτόμουν πως η αρρώστια του δεν προερχόταν από κανένα φυσικό ελάττωμα, αλλά αντίθετα από τον πλούσιο και προικισμένο εσωτερικό του κόσμο που δεν εναρμονιζόταν προς το εξωτερικό περιβάλλον. Κατάλαβα πως ήταν μία μεγαλοφυΐα του πάθους. Είχε σύμφωνα με μερικές σοφές παρατηρήσεις του Νίτσε, μέσα του μία μεγαλοφυή, απεριόριστη και φοβερή ικανότητα για τον πόνο. Συνάμα συνειδητοποίησα πως η βάση της απαισιοδοξίας του δεν ήταν η περιφρονητική στάση του προς τον κόσμο, αλλά η αυτοπεριφρόνηση. Γιατί ενώ μιλούσε αμείλιχτα και επιθετικά για θεσμούς και πρόσωπα, πάντοτε τα πρώτα βέλη τα έριχνε εναντίον του εαυτού του. Μισούσε και αρνιόταν πρώτο τον εαυτό του.

Ολόκληρη λοιπόν η μεγαλοφυΐα της φαντασίας του και η δύναμη του στοχασμού του επί χρόνια κατευθύνονταν εναντίον του εαυτού του, εναντίον μιας αθώας και ευγενικής ύπαρξης. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε, πως ολοένα και γινόταν σε μεγαλύτερο βαθμό χριστιανός και μάρτυρας, γιατί κάθε οξύτητα, κάθε κριτική, κάθε μοχθηρία κάθε μίσος, για το οποίο ήταν ικανός και όλα αυτά, προπαντός άλλου και καταρχήν, τα φόρτωνε στον εαυτό του. Το «αγαπάτε αλλήλους» είχε τόσο πολύ ενσωματωθεί μέσα του, όσο και η δύναμη της αυτοπεριφρόνησης. [ ] Για να ζήσεις με ένταση, πρέπει να θυσιάσεις το Εγώ σου. Ο αστός όμως δεν εκτιμά τίποτα περισσότερο από το Εγώ του (ένα Εγώ στοιχειωδώς ανεπτυγμένο). Με την θυσία της έντασης λοιπόν πετυχαίνει την συντήρηση και την σιγουριά κι αντί της θεϊκής κυριαρχίας κερδίζει την ήσυχη συνείδηση αντί της ηδονής, την βολή του αντί της ελευθερίας, την άνεση αντί της θανάσιμης πυράς την ευχάριστη θερμοκρασία. Γι αυτό ο αστός, εξαιτίας της φύσης του, είναι ένα πλάσμα φοβισμένο κι έντρομο για κάθε αποκάλυψη του εαυτού του. Γι αυτό και τοποθέτησε την πλειοψηφία στην θέση της δύναμης, το νόμο στην θέση της βίας και την διαδικασία της ψηφοφορίας στην θέση της ευθύνης Ο Λύκος της Στέπας υποψιάζεται πως η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι κάτι το παγιωμένο, αλλά μια απαίτηση του πνεύματος, ένα μακρινό, ποθητό μα και φοβερό ενδεχόμενο και πως ο δρόμος για τον «άνθρωπο» έχει διανυθεί (ένα κομμάτι του μόνο), ακριβώς από εκείνους τους ελάχιστους, που σήμερα τους στήνουν ικριώματα κι αύριο μνημεία για να τους τιμήσουν. Αυτό όμως που, σ αντίθεση με τον «λύκο», αποτελεί «άνθρωπο», δεν είναι παρά ο μετριοπαθής άνθρωπος του αστικού συμβιβασμού. Ο Χάρρυ βέβαια μπορεί να υποψιάζεται το δρόμο για τον αληθινό άνθρωπο, το δρόμο για την αθανασία, κι ίσως να έχει διανύσει διστακτικά ένα κομμάτι του, πληρώνοντάς το με ισχυρούς πόνους κι οδυνηρή απομόνωση, όμως φοβάται από τα τρίσβαθα της ψυχής του ν αποδεχτεί και να επιζητήσει εκείνη την υψηλή, την γνήσια απαίτηση του πνεύματος, τον εξανθρωπισμό, το μοναδικό στενό δρόμο προς την αθανασία. Και δεν έχει κι άδικο, γιατί αυτό θα του προκαλούσε

ακόμα μεγαλύτερους πόνους, θα τον οδηγούσε στον αφανισμό, στην τελευταία παραίτηση, μπορεί και στο ικρίωμα, κι αν τον δελεάζει η αθανασία, που θα έβρισκε στο τέλος αυτού του δρόμου, δεν είναι πρόθυμος να υποφέρει όλους αυτούς τους πόνους, να πεθάνει όλους αυτούς τους θανάτους για να την κατακτήσει. Παρόλο που έχει συνειδητοποιήσει, περισσότερο από έναν αστό, το σκοπό αυτού του εξανθρωπισμού, κλείνει τα μάτια και δεν θέλει να ξέρει πως η απελπισμένη προσκόλληση στο Εγώ, η απελπισμένη επιθυμία του να μην πεθάνει, είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για τον αιώνιο θάνατο, ενώ η επιλογή του θανάτου, το ξεγύμνωμα από το περίβλημα της εμπειρίας κι η αιώνια προσφορά του Εγώ, οδηγούν στην αθανασία. Η αρχή των πραγμάτων δεν είναι ούτε η αθωότητα, ούτε η απλότητα κι όλα τα δημιουργήματα, ακόμα και τα φαινομενικά απλούστερα, είναι ήδη ένοχα, είναι ήδη πολύπλοκα, είναι πεταγμένα στο βρώμικο ρεύμα του γίγνεσθαι και δεν μπορούν ποτέ, μα ποτέ πια να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα αυτό. Ο δρόμος για την αθωότητα, για το αδημιούργητο, για το Θεό, δεν οδηγεί προς τα πίσω, αλλά προς τα μπροστά, όχι προς το λύκο (την φύση) ή προς το παιδί, αλλά πιο κοντά προς την αμαρτία, πιο βαθιά προς τον εξανθρωπισμό. Ακόμα κι η αυτοκτονία, φτωχέ μου Λύκε της Στέπας, δεν θα σ ωφελούσε. Θα πρέπει ν ακολουθήσεις το μακρύτερο, τον κουραστικότερο και τον δυσκολότερο δρόμο, τον δρόμο του εξανθρωπισμού, θα πρέπει να πολλαπλασιάσεις την διπλή του φύση, θα πρέπει να κάνεις ακόμα πιο πολύπλοκη την πολυπλοκότητά σου. Θα πρέπει, αντί να στενέψεις τον κόσμο σου και ν απλουστέψεις την ψυχή σου, να τον διευρύνεις και θα πρέπει τελικά να δεχτείς στην πονεμένη, διευρυμένη σου ψυχή ολόκληρο τον κόσμο για να φτάσεις ίσως κάποτε στο τέλος, στην ηρεμία. Αυτόν τον δρόμο ακολούθησε κι ο Βούδας και κάθε μεγάλος άνθρωπος, άλλος συνειδητά κι άλλος ασυνείδητα, όσο επέτρεπε τον καθένα η τόλμη του. Κάθε γέννηση σημαίνει κι έναν χωρισμό απ το σύμπαν, μια οριοθέτηση, έναν αποχωρισμό απ τον Θεό και μια οδυνηρή αναγέννηση. Η επιστροφή στο σύμπαν, η κατάργηση της οδυνηρής εξατομικεύσεως, η θεοποίηση επιτυγχάνεται μόνο όταν διευρύνεις τόσο την ψυχή σου, που να μπορέσεις ν αγκαλιάσεις ξανά το σύμπαν.

Ένα διήγημα του Έσσε που ήταν άτιτλο στην αυθεντική του μορφή ενώ στα ελληνικά του δόθηκε ο τίτλος «Από την Άλλη Μεριά του Τοίχου» και περιλαμβάνεται στη συλλογή ιστοριών «Ένα Βράδυ με το Δόκτορα Φάουστ και άλλα Διηγήματα», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. Η μετάφραση είναι του Γ. Κώνστα. Από: «tofonikokouneli.com/2017/03/hesse.html» Από την Άλλη Μεριά του Τοίχου «ΓΥΡΩ στο σούρουπο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου, έφτασα σε μια παλιά, μικρή πόλη και κατέβηκα μπροστά σε κάποιο παλιό, ήσυχο πανδοχείο. Διάλεξα ένα ήσυχο δωμάτιο που το παράθυρο του κοίταζε σ' ένα μικρό δρομάκι και από την άλλη μεριά του δρόμου ήταν ένας παλιός τεράστιος κήπος με δέντρα και ψηλό χορτάρι. Κατόπιν άνοιξα γρήγορα-γρήγορα τη βαλίτσα μου, έβγαλα τις πένες μου, τα μελάνια μου και το χειρόγραφο που μόλις είχα αρχίσει, τα έβαλα όλα στο στρογγυλό, ετοιμόρροπο τραπέζι και έκατσα. Με αυτό το υπέροχο, καταραμένο χειρόγραφο, έλεγα να ξεκινήσω για μια φορά ακόμα. Εδώ και μήνες το κουβαλούσα μαζί μου όπου κι αν πήγαινα, σε όλο τον κόσμο, το είχα σχεδιάσει πολύ όμορφα και το είχα αρχίσει πολύ καλά, παρ' όλα αυτά, δεν πήγαινε πιο κάτω, εδώ και καιρό δεν είχα καταφέρει να γράψω ούτε μια σελίδα που να μην τη σχίσω ύστερα από λίγο. Χιλιάδες φορές η ιδέα αυτού του ποιήματος με είχε γοητεύσει και χιλιάδες φορές την είχα καταραστεί, το ταξίδι και το χειρόγραφο κι ολόκληρη τη συγγραφική τέχνη και τα είχα στείλει στο διάολο. Και τώρα το έπιανα για μια ακόμα φορά στα χέρια μου. Ακόμα μια φορά βυθίστηκα στο ποίημα, η ιδέα φωτίστηκε για μια ακόμα φορά και ξαναβρήκα το τελειωμένο πρώτο μέρος θαυμάσιο και για μια ακόμα φορά εμφανίστηκε μπροστά μου το άψυχο κενό, η τρύπα δίχως ζωή, στήριξα το κεφάλι στα χέρια μου και ξανάνιωσα την παράλυση, αυτή την ανυπόφορη αδράνεια να με κατακλύζει. Όχι, κατ' αυτόν τον τρόπο, το να είσαι ποιητής ήταν σκέτο βασανιστήριο! Δε θα έπρεπε κανείς σώνει και καλά να έχει ιδέες, δε θα έπρεπε να δοκιμάζει νέα, δύσκολα και πιθανόν ακατόρθωτα πράγματα. Θα έπρεπε κανείς να γράφει τα βιβλία του σαν ένας ήσυχος, αξιοπρεπής χειρώνακτας, στέρεος και μετριόφρων, δίχως προβλήματα να ευχαριστήσει τον αναγνώστη, να ξεζουμιστεί, δίχως

σφίξιμο, δίχως αγώνα, χωρίς απώλεια φαιάς ουσίας! Αισθάνθηκα το σκοτάδι να με τυλίγει και πλησίασα το παράθυρο. Από παντού μου ερχόταν το άρωμα που αποπνέει η γαλήνη της μικρής πολιτείας. Άνθρωπε, σκέφτηκα, εάν δεν ήσουν τρελός, θα πέταγες το χειρόγραφό σου στη φωτιά, θα ξεχυνόσουνα στην πόλη, θα έψαχνες να βρεις που παίζουνε μπόουλινγκ και θα ζήταγες σε γάμο την κόρη του φαρμακοποιού! Στο μικρό δρομάκι δεν υπήρχε τίποτε αξιοθέατο. Ο παλιός κήπος όμως εξασκούσε πάνω μου μια παράξενη γοητεία. Πίσω από έναν πελώριο τοίχο απλωνόταν μια θαυμάσια, καταπράσινη ζούγκλα μέσα στο ημίφως του δειλινού. Ψηλά, περήφανα δέντρα, μονοπάτια γεμάτα βαλτόνερα, τα πάντα παραμελημένα και άγρια, μα παρ' όλα αυτά παντού ανάπνεε το πνεύμα ενός ευγενικού σχεδίου, όμορφες συστάδες θάμνων και τα βαθιά φυλλώματα σχημάτιζαν συμμετρικούς θόλους πάνω από τα μισοκρυμμένα μονοπάτια. Αχ! Τέτοιοι παλιοί κήποι σε γεμίζουν θλίψη, μιλούν τόσο έντονα για μας και το σημερινό μας κόσμο. Ο καμαριέρης ήρθε και με ειδοποίησε πως το δείπνο ήταν έτοιμο. Με οδήγησε σε μια άδεια τραπεζαρία με πράσινους παλιούς καθρέφτες και μαυρισμένους πίνακες στους τοίχους. Στη μέση του ταβανιού ήταν κρεμασμένος ένας πολυέλαιος και από κάτω ένα τραπέζι στο οποίο καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος και έτρωγε. Στο ίδιο τραπέζι, ακριβώς απέναντί του ήταν τα σερβίτσια μου. «Τι ηλίθιο! σκέφτηκα, γιατί να μην έχω ένα τραπέζι μοναχά για μένα!». Ο ηλικιωμένος κύριος, τον οποίο χαιρέτησα σιωπηλά, με αντιχαιρέτησε κουνώντας το κεφάλι με τα γερακίσια χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος πρέπει να ικανοποιεί όλες του τις επιθυμίες, είπε με ένα κοφτερό χαμόγελο, εσείς γιατί δεν το κάνετε; Σεβάσμιε μου κύριε, είπα, νομίζετε πραγματικά, ότι ήρθα σ' αυτή την πόλη και ειδικά σ' αυτό το σπίτι, μόνο και μόνο για να ακούσω τη διδασκαλία σας; Δείχνω κάτι τέτοιο; Έβαλα στο πιάτο μου σούπα, έκοψα ψωμί και γέμισα το ποτήρι με κρασί, δοκίμασα αλλά δε μου άρεσε. Μα δείχνετε έτσι, είπε ο γηραιός κύριος. Σαν κάποιος που καταπιέζει τις επιθυμίες του αντί να τις ικανοποιεί. Οι πιο

πολλοίάνθρωποι δείχνουν έτσι, δεν το έχετε προσέξει; Σκούπισα το στόμα μου με την πετσέτα και είπα: Δεν έχω προσέξει τίποτε άλλο εκτός από τη φλυαρία σας. Και επειδή μου δώσατε τη συμβουλή να ικανοποιώ τις επιθυμίες μου, επιθυμώ λοιπόν κ' εγώ να δοκιμάσω από το κρασί που πίνετε! Άρπαξα την μπουκάλα του, έχυσα στο ποτήρι μου μια γουλιά και το δοκίμασα. Ω! μα είστε επιδεικτικός απ' ό,τι βλέπω! είπε ο γέρος. Αυτό το συναντάει κανείς πολύ σπάνια σήμερα. Συνεχίστε έτσι και δε θα μετανιώσετε! Α! όχι, έχετε απόλυτα δίκιο, το κρασί είναι πολύ ωραίο. Γκαρσόν, φέρτε μου και μένα ένα μπουκάλι από αυτό το άσπρο κρασί και πάρτε πίσω το άλλο που μου φέρατε! Έτρωγα τώρα, πεινασμένος από το ταξίδι, σιωπηλός το φαγητό μου και δεν άφησα ούτε ψίχουλο. Μέχρι το τυρί, τα αμύγδαλα και τα σταφύλια και ο γέρος με άφησε ανενόχλητο. Στο μεταξύ η διάθεσή μου έφτιαξε, το κρασί ήταν πολύ ωραίο, όπως και το φαγητό. Καθώς άναψα το τσιγάρο μου αισθάνθηκα την ανάγκη να ξαναρχίσω και πάλι τη συζήτηση με το γείτονα μου, αλλά εκείνος σηκώθηκε απότομα, το γκαρσόνι του έφερε μπαστούνι και καπέλο και ο γέρος με χαιρέτησε με το κοφτερό του χαμόγελο και το γερακίσιο του πρόσωπο: Ω! φεύγετε κιόλας; είπα λυπημένος. Σκέφτηκα καλά αυτά που μου είπατε και θα ήθελα πολύ ευχαρίστως να κουβεντιάσω μαζί σας πάνω στο θέμα. Ο ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος είχε γυρίσει κιόλας να φύγει, έστρεψε το πρόσωπο του και είπε: «Δεν υπάρχει τίποτα για να κουβεντιάσουμε». Εγώ είπα: «Οι επιθυμίες πρέπει πάντοτε να ικανοποιούνται». Και φυσικά, το διαπιστώνετε: «Με αυτόν τον τρόπο ταχτοποιήθηκαν και ό,τι ταχτοποιείται, δε μας βασανίζει πια. Σας εύχομαι καλό βράδυ». Έφυγε ο Γαμψομούτρης. Σκέφτηκα «αστείος τύπος» και κάθισα μοναχός μου. Είδα το πρόσωπό μου ν αντικαθρεφτίζεται στους πράσινους καθρέπτες: έδειχνα κι εγώ σαν αρπαχτικό όρνιο με γαμψή μύτη, σαν το γέρο, ολόιδιος. Ακόμα πέντε, δεκαπέντε χρόνια και θα έμοιαζα ίδιος με κείνον. Οι καθρέφτες μου χάλασαν τη διάθεση, ανέβηκα στο δωμάτιό μου,

κάθισα κοντά στο παράθυρο και κοίταξα προς το μαγικό κήπο. Το γκαρσόνι ήρθε, τον παρακάλεσα να μου φέρει επάνω το κρασί. Ρώτησα: Ανήκει ο κήπος στο πανδοχείο σας; Όχι! Μπορεί να μπει κανείς μέσα; Όχι! Κρίμα! Δεν ήξερε σε ποιον ανήκει, δεν είχε δει ποτέ κανέναν εκεί μέσα. Αργά, άρχισα να πίνω το κρασί μου, κάπνιζα, το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά, οι σκέψεις μου ταξίδευαν μέσα από στρώματα το ένα πάνω στο άλλο παρελθόντων. Υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι σαν και μένα; Παίζανε κι αυτοί στη ζωή τους αυτόν το ρόλο, τον είχαν χάσει, τον είχαν ξεχάσει ξανά, είχαν αρχίσει κάτι νέο ή δε γνώριζαν τον εαυτό τους πια; Όλοι ήταν έτσι. Κάθε άνθρωπος αποτελείται από μια μεγάλη δέσμη προσωπικοτήτων και ήταν απλώς θέμα χαρακτήρα ότι εγώ ήμουν μια ευλαβική περιδίνηση; Ή ήμουν μια εξαίρεση; Ένα άρρωστο αντίγραφο; Μια σαπουνόφουσκα; Ένα παιχνίδι της φύσης; Αχ! Όχι, όλοι ήταν έτσι, αλλά οι πιο πολλοί είχαν την ψευδαίσθηση της ενότητας, αυτή την παραφροσύνη. Την είχα κ εγώ κάποτε! Ω! Τι ωραία που ήταν μες στο σκοτάδι του κήπου απέναντι! Πώς μπορεί κανείς να ερωτευτεί τόσο γρήγορα κάτι; Όπως μια γυναίκα! Είχα ερωτευτεί τον κήπο, τον επιθυμούσα, τον λαχταρούσα όσο τίποτε άλλο! Πόσο καιρό δεν είχα έναν κήπο δικό μου! Πόσο καιρό είχα ζήσει μέσα σε βαγόνια και δωμάτια ξενοδοχείων! Ήταν ακόμα νωρίς, ίσως 9 η ώρα, αλλά η πολίχνη έδειχνε πως είχε αποκοιμηθεί κιόλας! Δεν ήθελα να μείνω περισσότερο έτσι, έφυγα, κατέβηκα τις σκάλες, βγήκα από το σπίτι. Διέσχισα μια μικρή πλατεία μ' ένα σιντριβάνι, ένας μικρός δρομάκος, άλλα δρομάκια ακολούθησαν, όλα ήσυχα και νεκρά και τελικά τώρα ανακάλυψα το δρομάκι που βρισκόταν ο κήπος. Πιθανόν να είχε ο τοίχος μια πόρτα, έπρεπε να ψάξω. Δεν είχε καμιά πόρτα, τίποτα, ούτε μια τρύπα για να κοιτάξει κανείς ανάμεσα. Και τώρα, για πρώτη φορά ορθώθηκε η επιθυμία για τον

κήπο και κυρίευσε την ψυχή μου; Πως το είχε πει ο αστείος ηλικιωμένος κύριος; Ο άνθρωπος πρέπει να ικανοποιεί τις επιθυμίες του. Ναι, είχε τρομαχτικό δίκιο. Ποτέ ο άνθρωπος δεν πράττει στην πραγματικότητα ό,τι θα του άρεσε, πάντοτε γυρίζει γύρω-γύρω, λοξοδρομεί, διαγράφει τόξα γύρω από τις επιθυμίες του, τις χαϊδεύει και τις εξιδανικεύει, τις μετατρέπει και τις κρύβει πίσω από ιδανικά και θρησκείες, αντί να τις βουτήξει από το λαιμό με γενναιότητα. Άρπαξα λοιπόν την επιθυμία μου από το τσουλούφι. Έψαξα να βρω στον τοίχο μια μεριά που θα μπορούσα να σκαρφαλώσω, έβαλα το πόδι μου σε μια εσοχή του τοίχου, έδωσα έναν πήδο και βρέθηκα καβάλα στην κορφή. Από κει πάνω αφέθηκα απαλά να γλιστρήσω μέσα. Ένιωσα κάτω από τις παλάμες μου το μαλακό γρασίδι, τις έτριψα πάνω σ ένα θάμνο, μύριζε παράξενα, μύριζε πανάρχαια πράγματα κάπου μακριά στη σκοτεινιά της πιο παλιάς ζωής μου, στα παιδικά μου χρόνια, μύριζε κάπως έτσι. Ω! πόσο ωραίο και ερεθιστικό ήταν αυτό το άρωμα, μύριζε παμπάλαια χρόνια, τραγουδούσε για τη Μητέρα και τη Γιαγιά. Μεταμόρφωνε εμένα και τον κόσμο, δεν ήμουν πια εδώ ή εκεί, σ' αυτή την πόλη και σ' εκείνο τον κήπο, ήμουν ακριβώς στη μέση του παρθένου δάσους των περασμένων, των απέθαντων αισθημάτων και αναμνήσεων. Μύριζα γης, μιλούσε για τις πρασιές της παιδικής ηλικίας, ήμουν ένα μικρό παιδί και φύτευα ένα μυρτολούλουδο σε μια γλάστρα, έβαζα φρέσκο χώμα μέσα και το πάταγα για να κάτσει καλά, έριξα νερό, είχα φυτέψει κάτι για πρώτη φορά, κάτι ζωντανό που μου ανήκε και που μπορούσε να μεγαλώσει με τις ρίζες του μέσα στη μαύρη γη, έπινε κ' έτρωγε απ' αυτή. Εγώ ο ίδιος είχα βυθίσει τις ρίζες μου μέσα στο χώμα, βαθιά, έπινα τη γη, έτρωγα τον αρχαίο κόσμο, αναπτυσσόμουν μέσα στο γιορταστικό σκοτάδι της γέννησης, χρόνος και μορφή είχαν βουλιάξει, όλα ήταν αρχή, όλα ξεφύτρωναν και μεγάλωναν, δεν υπήρχε ακόμα ούτε άνθρωπος, ούτε φυτό! Από το χάος που είχα βυθιστεί με ξύπνησε μια φωνή: Ένας βάτραχος αόρατος τράπηκε σε φυγή από το βάδισμά μου ακροπατώντας πάνω στις πατούσες του. Ήταν κιόλας μακριά, όταν ένα καινούργιο χάσμα άνοιξε μέσα μου, μια καινούργια άβυσσος που την ποθούσα και την αποστρεφόμουν απ' την παιδική μου ηλικία, τρομαχτική και γοητευτική. Ο κόσμος της παγωνιάς, γλιστερές επιφάνειες, ξένοι, βάτραχοι και φίδια, το συναίσθημα της φρίκης, η απύθμενη περιέργεια, ο φόβος του κινδύνου και του απαγορευμένου. Ξανά αυτός ο κόσμος των σκοτεινών συναισθημάτων που αρχίζει με παραστάσεις της παιδικήςμου ηλικίας, οδηγεί πίσω στο χάος, στο Απρόσωπο και στο Προ- ανθρώπινο, στην άβυσσο μιας τρομαχτικής, αρχαίας φρίκης, το

ίδιο άγια και τρομερή, το ίδιο δημιουργική όσο και θανάσιμα καταστροφική. Το δέντρο που έστριψα για να μην πέσω επάνω του, το χορτάρι που έφτανε ή που είχα χωθεί μέσα του ως τα γόνατα, το χορταριασμένο μονοπάτι σαν μαλλιαρό ζώο, ο χορταριασμένος τοίχος, η νυχτερινή πεταλούδα, οι γρύλοι, όλα και κάθε φύλλο στους θάμνους και κάθε πνοή του ανέμου, ήταν όλα γεμάτα μυστική συγγένεια, τόσο ερεθιστικά, γεμάτα μνήμη. Όλα με οδηγούσαν στο πιο βαθύ μου είναι και ακόμα πιο πέρα, στο άμορφο. Για μια στιγμή κατάλαβα ότι οι έννοιες του μύθου όπως χάος και δημιουργία, λέξεις της λογικής, όπως προϊστορία και ανάπτυξη, στη βάση δεν εννοούνται το ένα μετά το άλλο, αλλά είναι το ίδιο, το ένα μέσα στο άλλο. Και ο πανάρχαιος κόσμος δεν ήταν παλαιότερος από το σήμερα, δεν είχε υπάρξει: Ο παλιός κόσμος και το σήμερα ήταν το ίδιο: Κάπως αλλιώς είχα φανταστεί αυτόν τον κήπο. Τώρα δεν ήταν πια μια όμορφη και γαλήνια εικόνα πατρογονικής κουλτούρας, τώρα ήταν μια μεγαλειώδης μαγική σκηνή, παρθένος δάσος, θέατρο φαντασμάτων. Η κάθε όμορφη, ποθητή γωνιά του κόσμου μπορεί να γίνει δάσος και ναός, δρομάκι και δωμάτιο, λιβάδι και σιδηροδρομικός σταθμός. Κάθε στιγμή μπορούμε να εισχωρήσουμε στις απαρχές του κόσμου, στο Μύθο, στο Άχρονο αλλά αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια, πολύ σπάνια μας χαϊδεύει η πνοή του μαγικού. Πετούσα μαζί με τη νυχτερινή πεταλούδα μέσα σ ένα δάσος των Ινδιών, στο άρωμα των φύλλων, μύριζα το παραμύθι της παιδικής μου ηλικίας. Καβαλούσα ένα άλογο, καθόμουν πάνω στα θρανία, ταλαντευόμουν με το φύσημα του ανέμου σε πανύψηλες κορφές δέντρων και κατάρτια ιστιοφόρων που έφταναν ως τον ουρανό, κυνηγούσα παραδεισένια πουλιά. Με κυνηγούσαν παράξενα τέρατα και τρεπόμουν σε φυγή, ήμουν νέος και γέρος, ήμουν νάνος και γίγαντας. Από τον κήπο δεν έβλεπα τίποτα πια, ήταν τόσο γεμάτος, τόσες πολλές χώρες και μέρη της γης είχαν μαζευτεί μέσα του, τόσες πολλές εποχές, τόσες πολλές πόλεις και άνθη, άστρα και χιονοστιβάδες. Πώς μπόρεσα να ζήσω τόσο καιρό δίχως να μπορώ να επιθυμήσω έναν τέτοιο κήπο; Ο κήπος δεν ήταν τίποτα και ό,τι όμορφο, περιποιημένο και άνετο, ό,τι προσπαθούσα να βρω εδώ μου ήταν τώρα ατέλειωτα μακρινό και αδιάφορο, εκτός του ότι δε μπορούσα να δω τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Που ήμουν λοιπόν; Ήμουν στο παραμύθι, ήμουν στις απαρχές του κόσμου, όπου το κάθε πράγμα μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάποιο άλλο, όπου κάθε πράγμα είναι

ανύπαρκτο και αδιάφορο για τον εαυτό του αλλά ιερό και αιώνιο σαν αλληγορία, σαν εικόνα, σαν φευγαλέα κατοικία του Θεϊκού. Βρισκόμουν μέσα στην ίδια μου την ψυχή, γιατί αυτή που την ξέρουμε τόσο λίγο, είναι ο πρωτογενής, μαγικός μας κόσμος. Πως ήταν δυνατόν να ξέρουμε τόσα λίγα για κείνον, και τόσο σπάνια να επιστρέφουμε σ αυτόν. Το αυτί μου έπιασε κανα-δυο ήχους από μακριά, κάποιος έπαιζε πιάνο μες στη νύχτα και ήταν σαν να έπαιζε πιάνο η αδελφή μου, η μακρινή μου αγαπημένη. Σαν αστραπή ένιωσα μέσα μου βαθιά τι σήμαινε μουσική για μένα, λάμψε θαυμάσιο το κρύσταλλο της για λίγα δευτερόλεπτα, Μότσαρτ, Σούμπερτ, Μπαχ, η ορχήστρα και το εκκλησιαστικό όργανο, το κουαρτέτο, η όπερα και το ορατόριο. Για μερικές στιγμές ο κόσμος μεταμορφώθηκε σ' ένα τεράστιο μωσαϊκό τόνων και ήχων. Κάθε ήχος ήταν θεός, κάθε οκτάβα η επιβεβαίωσή του, κάθε τέρτσο ο δεσμός του με τους καιρούς και τη δύναμη της μεταμόρφωσης, κάθε ακόρντο, το φευγαλέο, αστραφτερό του ρούχο.»