ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΩΜΑ ΑΛΕΞΙΑΔΗ Η Π Α Φ Ρ Α Τ Ο Υ Π Ο Ν Τ Ο Υ. ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΘΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012
Τριμελής Επιτροπή Κουκουσάς Βασίλειος, σύμβουλος Καραθανάσης Αθανάσιος Τρίτος Μιχαήλ 2
ΘΩΜΑΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Η ΠΑΦΡΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ. ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΘΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ. Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Πρόλογος... 6 Εισαγωγή 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ 1. Γεωγραφικά η Πάφρα-Γαζηλώνα-Παυράη-Παύρα.... 8 2. Η περιοχή Πάφρας Γαζηλωνίτιδας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι την Κάθοδο των Μυρίων (401 π.χ.)... 13 3. Η Γαζηλώνα από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι τον θάνατο του Μιθριδάτη ΣΤ ( 63 π. Χ.).... 15 4. Η Ρωμαϊκή εποχή... 20 5. Η Πρωτοχριστιανική Εκκλησία της Πάφρας Γαζηλώνας... 22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Βυζαντινοί χρόνοι... 25 2. Η Γαζηλώνα-Παύρα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους στις 13-4- 1204.... 30 3. Η Εκκλησία της Γαζηλώνας-Παύρας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους... 34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΟΘΩΜΑΝΟΚΡΑΤΙΑ - ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 1. Η Παύρα-Πάφρα υπό μουσουλμανική κατοχή... 39 2.Ντερέμπεηδες-Γλωσσική διαφοροποίηση-εξισλαμισμοί... 43 3. Η Εκκλησία της Παύρας-Πάφρας κατά την Οθωμανική περίοδο... 51 4. Η Πάφρα κατά την περίοδο των Μεταρρυθμίσεων.... 56 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΝΕΩΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Πάφρας κατά τους νεότερους χρόνους.... 58 2. Εθνολογική σύνθεση, καταγωγή και γλώσσα των κατοίκων. Προβλήματα.... 58 3. Η Πάφρα και η περιφέρειά της.... 61 4. Πάφρα.Αυτοδιοίκηση-Κανονισμοί.... 65 5. Η οικονομική ανάπτυξη της Πάφρας... 68 6. Παιδεία, πνευματική κίνηση και πολιτιστική ανάπτυξη της Πάφρας.... 72 7. Η Εκκλησία των Νεοτέρων Χρόνων.... 85 8. Ο Επίσκοπος Ζήλων-Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλλης... 91 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΝΕΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Το Νεοτουρκικό Κίνημα και η Πάφρα... 97 2. Η Πάφρα και οι βουλευτικές εκλογές του 1908 και του 1912... 106 3. Η στράτευση των Ελλήνων της Πάφρας... 109 4. Ο ανθελληνικός εμπορικός αποκλεισμός της Πάφρας... 112 5. Τα γεγονότα μέχρι την κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου... 115 6. Τάγματα Εργασίας... 119 7. Το αντάρτικο στην Πάφρα... 122 7.1 Πρώιμη περίοδος (1690-1900)... 122 7.2 Αντάρτικο. Οι αγωνιστές της ελευθερίας, προστασίας και σωτηρίας των γυναικοπαίδων.126 7.3 Ο αρχικαπετάνιος Αντώνιος Χατζηελευθερίου.... 135 7.4 Ο ένοπλος αγώνας μέχρι την Ανακωχή (Οκτώβριος 1918)... 139 8. Οι διώξεις και οι εκτοπισμοί κατά τη Νεοτουρκική Περίοδο... 162 9. Τα γεγονότα και οι εξελίξεις στην Πάφρα κατά την Ανακωχή του Α Παγκοσμίου Πολέμου 168 10. Το Ζήτημα του Πόντου... 177 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΚΕΜΑΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Η Πάφρα από την Ανακωχή μέχρι το 1920... 187 2. Η ένοπλη αντίσταση κατά την Κεμαλική Περίοδο... 195 3. Οι γυναίκες της Πάφρας... 239 4. Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας.... 243 5. Οι διώξεις στην Πάφρα κατά την κεμαλική περίοδο... 253 6. Η θυσία των ιερέων... 274 7. Η θυσία των δασκάλων... 278 8. Η θυσία των βρεφών και των παιδιών... 282 9. Απολογισμός των θυμάτων της νεοτουρκικής και της κεμαλικής θηριωδίας... 284 10. Κραυγές διαμαρτυρίας... 291 11. Ο τραγικός επίλογος... 300 ΕΠΙΜΕΤΡΟ Η εγκατάσταση των προσφύγων... 305 ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ... 315 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 319 Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α ΧΑΡΤΕΣ... 326 ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ... 329 ΕΓΓΡΑΦΑ... 332 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ... 344 4
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Π. Αρχείον Πόντου Α.Υ.Ε. Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών Δ.Κ.Μ.Σ. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Δ.Ι.Ε.Ε.Ε. Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος Ε.Α. Εκκλησιαστική Αλήθεια Ε. Ε. Σ. Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός Ε.Π.Μ. Επιτροπή Ποντιακών Μελετών Η.Π. Ημερολόγιον Πόντου Ι. Τ. Ε. Ε. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Κ.Ε.Π. Κομιτάτο Ένωσις Πρόοδος Κ.Μ.Σ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών Κ.Υ. Κεντρική Υπηρεσία Μ.Β. Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 1-7, εκδ. Κων. Σάθα, Βενετία 1872-1894 Μ.Ι.Ε.Τ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Μ.Ι.Τ.Ε. Μορφωτικό Ίδρυμα Τραπέζης Ελλάδος Ν.Ε. Νέος Ελληνομνήμων Π.Αρχ. Πατριαρχικό Αρχειοφυλάκιο Π.Β. Ποντιακό Βήμα Π.Ε. Ποντιακή Εστία 5
Πρόλογος Η παρούσα ιστορική μελέτη αποτελεί έρευνα στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής μου για την Πάφρα του Πόντου. Αφετηρία για την ερευνητική αυτήν εργασία, αλλά και για τη Μεταπτυχιακή Διατριβή μου, που προηγήθηκε, υπήρξε η γνωριμία μου με τον καθηγητή της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στη Θεολογική Σχολή/Τμήμα Κοινωνικής και Ποιμαντικής Θεολογίας του Α. Π. Θ. Αθανάσιο Καραθανάση, λάτρη της ενιαίας και αδιαίρετης Πατρίδας της Ανατολής, αλλά και οι προσωπικές μου μνήμες από προγόνους που βίωσαν τη βαρβαρότητα και τη θηριωδία στην Αμισό, και που είλκυαν την καταγωγή τους, κυρίως, από την Πάφρα και, εν μέρει, από την Αργυρούπολη. Κομβικό σημείο στην έρευνά μου αποτέλεσε το μοναδικό, ανά την Ελλάδα, αρχείο του πνευματικού εργάτη της Πάφρας Γεωργίου Αντωνιάδη, αλλά και μέρος του αρχείου του σεβαστού καθηγητή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Κωνσταντίνου Φωτιάδη, καθώς επίσης και τα αρχεία της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και τα αρχεία της Κ. Υ. του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τόσο την Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο όσο και τον πατέρα Νικόλαο Πετροπέλη, για την άμεση και αμέριστη συμπαράστασή τους για την πρόσβαση στα έγγραφα των Υπομνημάτων Εκλογής Μητροπολιτών και Επισκόπων. Εκφράζω τις θερμές ευχαριστίες μου στο Σύμβουλο καθηγητή κ. Βασίλειο Κουκουσά, για την αμέριστη συμπαράστασή του και την απεριόριστη κατανόησή του στην όλη ερευνητική διαδικασία. Ιδιαίτερα, ευχαριστώ το σεβαστό μου καθηγητή κ. Αθανάσιο Καραθανάση για τη συνολική προσφορά του στην όλη ερευνητική διαδικασία, αλλά και γιατί στάθηκε στο πλευρό μου, όλο αυτό το μεγάλο διάστημα της επίπονης αυτής έρευνας, με αγάπη, σαν πνευματικός πατέρας. Ευχαριστώ, επίσης, το τρίτο μέλος της Τριμελούς Επιτροπής καθηγητή και κοσμήτωρα της Θεολογικής Σχολής του Α. Π. Θ. κ. Μιχαήλ Τρίτο, στον οποίο ανατέθηκε η μελέτη και η αξιολόγηση της εργασίας μου. Τέλος, θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στην οικογένειά μου, για την αμέριστη ηθική συμπαράσταση που μου προσέφερε, αλλά και όλους όσους διακατέχονται από την ίδια αγάπη για την Παλιά Πατρίδα, και συνέβαλαν με το δικό τους τρόπο στην ολοκλήρωση της ερευνητικής αυτής εργασίας. Απρίλιος 2012 6
Εισαγωγή Η παρούσα ιστορική έρευνα αφορά τη μελέτη της Πάφρας, μιας μικρής και ιστορικής πόλης του Πόντου. Ο Πόντος συνδέεται στενά με τον Ελληνισμό, από την αρχαιότητα και περιελάμβανε όλα τα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Κατά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς Ηρόδοτο και Ξενοφώντα, η περιοχή αυτή οριζόταν, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, μεταξύ της Ηράκλειας Ποντικής και του ποταμού Φάση, του Βατούμ (Βαθύς Λιμήν) της σημερινής Γεωργίας. Προς το εσωτερικό του, σε βάθος 200 περίπου χιλιομέτρων, οριοθετείται από τις απροσπέλαστες οροσειρές του Σκυδίση, του Παρυάδρη και του Αντιταύρου, διαχωριζόμενος κατ αυτόν το φυσικό τρόπο από την υπόλοιπη Μικρά Ασία. Οι ποταμοί Άλυς, Ίρης, Θερμόδων, Μελάνθιος, Φιλαβωνίτης, Πρύτανης, Πυξίτης και Καλοπόταμος, καθιστούν αυτόν τον τόπο επίγειο Παράδεισο. Οι Έλληνες θαλασσοπόροι, μετά την κτήση των παραλίων του Αιγαίου Πελάγους, από την εποχή του χαλκού, διέσχισαν τον Άξενο Πόντο ή Μαύρη Θάλασσα, το 1000 π. Χ., για αναζήτηση χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων. Οι ελληνικοί μύθοι για την οργανωμένη αποστολή του Ιάσονα και των Αργοναυτών στην Κολχίδα, η φυγή του Ορέστη στη Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στον Κιμμέριο Βόσπορο, η τιμωρία του Προμηθέα από το Δία και η εξορία του στον Καύκασο, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των αρχαίων αυτών δρόμων, πέρα από τη γοητεία που εξασκούν. Τον 8 ο π. Χ. αιώνα, η θαλασσοκράτειρα Μίλητος εγκαινίασε αποικιακή πολιτική στον Εύξεινο Πόντο, ίδρυσε τη Σινώπη και αμέσως μετά την Αμισό. Οι Σινωπείς της Μιλήτου ίδρυσαν την Τραπεζούντα, την Κερασούντα, την Κρώμνα και άλλες πόλεις. Μέσα σε έναν αιώνα, τα παράλια του Πόντου κατακλύστηκαν από ελληνικές αποικίες, και ο Άξενος Πόντος ονομάστηκε Εύξεινος-Φιλόξενος Πόντος. Κατά τον 6 ο π. Χ. αιώνα, η Μίλητος αριθμούσε 75 αποικίες. Ορισμένες από αυτές, η Σινώπη, η Αμισός, η Τραπεζούντα, το Παντικάπαιο, η Θεοδοσία, η Ολβία και άλλες, έγιναν πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα με μεγάλη εμπορική και ναυτική δύναμη, αλλά και πολιτιστική ανάπτυξη, και ανέπτυξαν οικονομικές δραστηριότητες, εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τις μητροπόλεις και με άλλες ελληνικές πόλεις, όπως και με ντόπιους λαούς. Κατά τον 5 ο π. Χ. αιώνα, οι Αθηναίοι ίδρυσαν στην περιοχή στρατιωτκές αποικίες, και ο Περικλής, το 435 π. Χ., εγκατέστησε 600 κληρούχους στη Σινώπη και, κυρίως, στην Αμισό, τις οποίες επισκέφτηκε προσωπικά ο ίδιος. Με τον τρόπο αυτόν, εξασφάλισε τους θαλάσσιους δρόμους για τον Εύξεινο Πόντο, μεταφέροντας κατ αυτόν τον τρόπο τα εισαγώμενα και εξαγόμενα προϊόντα. Κατά την περίοδο των Αχαιμενιδών βασιλέων, οι πόλεις του Πόντου ήταν τυπικά φόρου υποτελείς. Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επικράτησε ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική σκέψη. Κατά την Ελληνιστική Εποχή, την εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ Ευπάτωρα (123-63 π. Χ.), η ελληνική γλώσσα κατέστη κυρίαρχη και κοινή γλώσσα του βασιλείου του. Ο Μιθριδάτης ΣΤ Ευπάτωρ μετέφερε την πρωτεύουσα του βασιλείου του στη Σινώπη και ίδρυσε στην Αμισό την Ευπατωρία. Ο Ναύσταθμος, στο ακρωτήριο της Γαζηλωνίτιδας, ήταν σπουδαία ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και το Κωνωπείον σπουδαία σκάλα. Ολόκληρη η περιοχή της Γαζηλωνίτιδος, κατά το Στράβωνα, ήταν ευδαίμων χώρα και πεδιάς πάσα και πάμφορος Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ο καλύτερος και ο εκφραστηκότερος για τη διαχρονική αξία της Πάφρας. 7
Η ελληνική γλώσσα διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο για τη διάδοση του Χριστιανισμού στην περιοχή, αλλά και σε ολόκληρο τον Πόντο. Η Αμισός, με την ευρύτερη περιοχή της, στην οποία περιλαμβάνεται και η Πάφρα, σύμφωνα με την αποστολική Παράδοση, δέχτηκε πρώτη το χριστιανικό κήρυγμα, αμέσως μετά την Πεντηκοστή. Ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος αναφέρεται πρώτος ιδρυτής των χριστιανικών κοινοτήτων στον Πόντο. Ο ποταμός Άλυς όριζε τα Σινωπέων και Αμισινών έργα, και γι αυτόν το λόγο η διαχρονική πορεία της Πάφρας ταυτίζεται με της Αμισού, στη σκιά της οποίας βρισκόταν και αναπτυσόταν. Στα τέλη του 11 ου αιώνα, η Άννα Κομνηνή αναφέρει στην περιοχή την Παύρα-Παυράη, η οποία δοκιμαζόταν από τις εισβολές των τουρκομανικών φύλων. Οι μουσουλμάνοι νομάδες πολεμιστές, τα τουρκικά φύλα, τα οποία εισέβαλαν από τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου, στα τέλη του 11 ου αιώνα, ήταν και συμπεριφέρονταν σαν μουσουλμανική εθνότητα, έχοντας για ιδεολογία τους τον ιερό πόλεμο, αλλά και το ένστικτο της αρπαγής και της λεηλασίας. Η μουσουλμανική κατάκτηση συνοδεύτηκε από ολοκληρωτικές καταστροφές σπιτιών, μοναστηριών και εκκλησιών. Η Παύρα και οι γειτονικές πόλεις Αμισός και Αμάσεια εγκαταλείφθηκαν από το χριστιανικό πληθυσμό τους, ο οποίος κατέφυγε στα παρθένα δάση της περιοχής και του δυτικού Πόντου. Στην περιοχή της Πάφρας εγκαταστάθηκαν λίγοι Τουρκμένιοι. Οι επιπτώσεις της εισβολής ήταν απόλυτα καταστροφικές για την Εκκλησιαστική Επαρχία Αμασείας, στην οποία ανήκε και η Πάφρα. Από τις έξη επισκοπές της, Αμισού, Σινώπης, Ανδράπων, Ιβώρων (Πιμωλίσσης), Ζαλήχου (Λεοντοπόλεως) και Ζήλων απέμεινε μόνο η έδρα της μητροπόλεως. Από τα μέσα του 19 ου αιώνος αναφέρεται και η Επισκοπή Αμισού. Κατά τα τέλη του 17 ου αιώνος, η Παύρα, με την ευρύτερη περιοχή της, δοκιμάστηκε σκληρά από τους άγριους διωγμούς των ντερέμπεηδων. Το 1681, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος έμεινε άφωνος από τα τραγικά αποτελέσματα των διωγμών σε ολόκληρο τον Πόντο. Από αυτήν την περίοδο παρατηρούμε τη γλωσσική διαφοροποίηση στο δυτικό Πόντο και τους μαζικούς εξισλαμισμούς στον υπόλοιπο Πόντο. Τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα Χάτι Σερίφ (1839) και Χάτι Χουμαγιούν (1856) διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο για την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής. Το 1912, η Πάφρα κατέστη έδρα της Επισκοπής Ζήλων, με πρώτο και τελευταίο επίσκοπο τον εθνομάρτυρα Ευθύμιο Αγριτέλη. Η νεοτουρκική επανάσταση (1908), με τις ψευδείς και απατηλές διακηρύξεις της, από το 1914, οδήγησε την περιοχή της Πάφρας στο δρόμο του μαρτυρίου. Οι εθνικιστές Νεότουρκοι ζητούσαν ένα δικό τους ζωτικό χώρο, στον οποίο θα οικοδομούσαν τη δική τους πατρίδα, με την εκδίωξη ή εξόντωση των Ελλήνων και των Αρμενίων, αλλά και τον πλήρη εκτουρκισμό των μουσουλμανικών πληθυσμών. Οι Νεότουρκοι ήθελαν να εκτουρκίσουν τους πληθυσμούς της πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη δημιουργία τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Η αντίσταση του ελληνικού στοιχείου στις νεοτουρκικές διώξεις εκφράστηκε με τις ένοπλες ομάδες που δημιουργήθηκαν, και οργανώθηκαν για την προστασία και τη σωτηρία των γυναικοπαίδων, των γερόντων και των αμάχων, που είχαν καταφύγει στο βουνό. Το αντάρτικο δημιουργήθηκε από τις ανάγκες των περιστάσεων, το ένστικτο της επιβίωσης, το πάθος για την ελευθερία, αλλά και εκδίκηση για την προσβολή της οικογενειακής τιμής και αξιοπρέπειας. Οι όποιες 8
υπερβάσεις χρησιμοποιήθηκαν έντεχνα από τους Νεότουρκους, για να δικαολογήσουν τις βαρβαρότητες και τις ακρότητες στην περιοχή. Το αντάρτικο κίνημα, αυτής της περιόδου, δε συνδέεται με το Ζήτημα του Πόντου, του οποίου οι διεργασίες ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της Ανακωχής, μετά τον Οκτώβριο του 1918. Κατά τη διάρκεια της Ανακωχής, οι αντάρτες παρέμεναν στα βουνά, από το ένστικτο της επιβίωσης. Το πέρασμα του Μουσταφά Κεμάλ από την Αμισό, αλλά και από την Πάφρα, το Μάϊο του 1919, και η οργάνωση από αυτόν παρακρατικών ομάδων, οδήγησαν τους εναπομείναντες αντάρτες στα βουνά να καταστρέψουν μερικά χωριά, που ήταν σταθμοί ανεφοδιασμού του στρατού και εστίες τσετών, για να αποφευχθούν εκ νέου οι νεοτουρκικές βαρβαρότητες. Το αντάρτικο παρείχε κάποια θεωτητική στήριξη, μετά την Ανακωχή, που αποτέλεσε αφορμή για την κεμαλική εθνοκάθαρση. Το αντάρτικο, αυτής της περιόδου, ήταν ενεργή αντίσταση και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί οργάνωση για τη διεκδίκηση του Ποντιακού Ζητήματος. Ήταν ο υπέρ πάντων αγώνας για την προστασία και τη σωτηρία των ορεινών οικισμών. Η δράση των ηρωικών γυναικών της Πάφρας, που ντυμένες με την αντάρτικη στολή και το παιδί δεμένο στην πλάτη, θυσιάστηκαν για την τιμή και την αξιοπρέπειά τους, αποτελεί κορυφαία στιγμή του Αγώνα και κοσμεί την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Η παραχάραξη του αγώνα, από τους κεμαλικούς, με την αποσπασματική αναφορά στα αντίμετρα των ανταρτών, εξυπηρετεί μόνο εσωτερικά τους προβλήματα και εξασφαλίζει το απαραίτητο άλλοθι των εγκληματικών πράξεών τους. Οι κεμαλικές αγριότητες δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τις διεργασίες για το Ποντιακό Ζήτημα και τις κινήσεις των μητροπολιτών. Όλα αυτά αποτέλεσαν προσχήματα για τους διωγμούς, τις βαρβαρότητες και τις θηριωδίες. Στα αποτελέσματα της έρευνας, πέρα από τη συμβολή των κλασικών συγγραφέων της αρχαιότητας, αλλά και των νεοτέρων, καταλυτική ήταν η αξιοποίηση προξενικών και άλλων αναφορών, από τα Ιστορικά Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, που αφορουσαν την Πάφρα και την ευρύτερη περιοχή της. Η αξιοποίηση των προφορικών μαρτυριών από τα αρχεία του καθηγητή Κώστα Φωτιάδη, του Γιώργου Αντωνιάδη, της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, αποτελούν σταθμό για την τραγωδία που συντελέστηκε στην Πάφρα και στην ευρύτερη περιοχή της. 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ 1. Γεωγραφικά η Πάφρα-Γαζηλώνα-Παυράη-Παύρα 1. Η Πάφρα είναι πόλη του Ευξείνου Πόντου, βρίσκεται στη νότια πλευρά του και δυτικά του ελληνικού Πόντου. Στο μέρος αυτό σχηματίζεται το ακρωτήριο της Πάφρας, το οποίο είναι χαμηλό και πλατύ (πλάτ. 41 ο 44 Β., μήκ. 35 ο 59 Αν., χαρτ. αγγλ. 2237: Kerempeh burun to cape Yasun). Στο ακρωτήριο αυτό εκβάλλει ο ποταμός Άλυς, διαχωρίζοντάς το και παράλληλα καθιστώντας το μια εύφορη πεδινή έκταση. Η Πάφρα ευρίσκεται 20 χιλιόμετρα νότια των εκβολών του Άλυ 2. Το ακρωτήριο αυτό σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του ποταμού Άλυ, αλλά και ολόκληρος ο κόλπος της Μαύρης Θάλασσας, μεταξύ των ποταμών Άλυ, Ίρη και Θερμώδοντα, ο οποίος περιλαμβάνει τις πόλεις Πάφρα, Αμισό, Θεμίσκυρα και είναι εκτεταμένος προς το εσωτερικό της χώρας, δημιουργήθηκε από τις προσχώσεις των ποταμών αυτών, καθώς και από τα αναρίθμητα μικρά ποτάμια που παρεμβάλλονται. Όμως, η Πάφρα, με την ευρύτερη περιοχή της, είναι η πιο πεδινή και εύφορη έκταση σε ολόκληρο τον νότιο Εύξεινο Πόντο μέχρι την Τραπεζούντα και ακόμη ανατολικότερα έως την Αθήνα (Άτινα-Παζάρ). Η ευφορώτατη αυτή πεδιάδα είναι δημιούργημα του ποταμού Άλυ. Ο Άλυς, ο οποίος έχει τις πηγές του στη Μεγάλη Καππαδοκία, έρχεται προς τη δύση με μεγάλο ρεύμα, μετά στρέφεται προς βορρά, διασχίζει τη Γαλατία και την Παφλαγονία, και εκβάλλει στον Εύξεινο Πόντο. Ονομάστηκε Άλυς, κατά τον Στράβωνα, από τις πολλές αλυκές που δημιουργούσε 3. Γι αυτόν το λόγο, ο ποταμός με τις προσχώσεις του, από την αρχαιότητα μέχρι τα νεώτερα χρόνια, ήταν πηγή πλούτου για τους κατοίκους της περιοχής Πάφρας. Η εύφορη και πεδινή αυτή περιοχή παρήγαγε όλα τα αγαθά, από τα οποία είχε ανάγκη ο άνθρωπος. 1 Γαζηλώνα, κατά το Στράβωνα (Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ. 14). Ο Στράβων γεννήθηκε το 63 π. Χ. στην Αμάσεια του Πόντου, ήταν γεωγράφος και ιστορικός. Από τα έργα του σώθηκαν μόνο τα Γεωγραφικά, σε δεκαεπτά βιβλία. Είναι το σπουδαιότερο γεωγραφικό εγχειρίδιο της αρχαιότητας, και οι πληροφορίες του προέρχονται από αυτοψία και από έμμεσες πηγές. Παυράη, κατά την Άννα Κομνηνή ( Anne Comnéne, Alexiade, texte établi et traduit, B. Leib, Parisii 1937-1945, II, 18, 64 ). Η Άννα Κομνηνή γεννήθηκε το 1083 και ήταν πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού. Το έργο της Αλεξιάς αποτελείται από δεκαπέντε βιβλία, στα οποία περιγράφει την ιστορία του μεγάλου άνδρα και πατέρα της, ο οποίος έσωσε από την κατάρρευση τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, στην οποία επικρατούσε χαώδης κατάσταση, λόγω παραμέλησης των στρατιωτικών θεμάτων. Ο Αλέξιος Α Κομνηνός επέτυχε και ένα μεγαλύτερο άθλο, ανορθώνοντας το γόητρο της αυτοκρατορίας και αποκαθιστώντας τη διασαλευθείσα τάξη στο εσωτερικό της. Η Άννα Κομνηνή περάτωσε το ιστορικό έργο της το 1148 μ.χ. Παυράη. (Tafel et Tomas, Fontes rerum Austriacarum II, ser. Diplomataria et Acta XII (1856) 464-495). Η λέξη Παύρα ετυμολογείται και επεξηγείται από τα αρχαία ελληνικά, ως η μικρή, η λίγη (HENRY G. LIDDELL-ROBERT SCOTT, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, εκδ. Ι. Σιδέρη, ανατύπωσις 2007, λήμμα παύρος, παύρα, παύρον. Γερ. Μαρκαντωνάτος, Βασικό λεξικό της αρχαίας Ελληνικής, εκδ. Güdenberg, λήμμα παύρος, παύρα, παύρον). Παύρα ή Παυράη, λοιπόν, ήταν η συγκεκριμένη μικρή πόλη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Πάφρας, οι οποίοι μετοίκησαν στην γειτονική περιοχή της Αμισού ονομάζονταν Παυρενοί. Παυρενοί, είναι οι κάτοικοι της Παύρας και όχι της Πάφρας.. Κατά τα νεώτερα χρόνια και πρίν την Έξοδο, από τις πατρογονικές τους εστίες, αλλά και εδώ στην Ελλάδα, οι κάτοικοι της Πάφρας ονομάζονταν Πάφραληδες ή Μπάφραληδες, από την τουρκοποιημένη ονομασία της πόλης, Παφρηνοί και Παφραίοι. 2 Από προσωπική ερευνητική αυτοψία κατά τα έτη 1998,2004, 2006, 2008, 2010. 3 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ό.π. 10
Κατά την αρχαιότητα, Γαζηλωνίτις ονομαζόταν τότε, εκτρέφονταν στην περιοχή πρόβατα καλυμμένα με δέρμα, τα οποία έδιναν μαλακό μαλλί, μοναδικό σε ολόκληρο τον Πόντο και την Καππαδοκία. Υπήρχαν, επίσης, πάρα πολλά ζαρκάδια, τα οποία ήταν σπάνια σε άλλες περιοχές 4. Τα ζαρκάδια τα κυνηγούσαν συστηματικά και εμπορεύονταν το δέρμα τους. Και σήμερα υπάρχουν άφθονα κοπάδια ζαρκαδιών, των οποίων το κυνήγι είναι απαγορευμένο, αλλά και πάρα πολλά κοπάδια αγριογούρουνων. Μέχρι σήμερα η περιοχή της Πάφρας συνεχίζει να είναι ευδαίμων χώρα και πεδιάς πάσα και πάμφορος 5. Την περιοχή της Πάφρας, την εντός του Άλυος ποταμού, ο Στράβων την ονομάζει Γαζηλώνα, τον 1 ο π.χ. αιώνα, και αναφέρει ότι υπήρχε και η Σαραμηνή, πρίν από την Αμισό. Ο Αρριανός, τον 2 ο μ.χ. αιώνα, στην ίδια περιοχή, αναφέρει το Ναύσταθμο σε απόσταση 16.700 μέτρων περίπου ανατολικά των εκβολών του Άλυ, το Κωνώπιο σε απόσταση 9.250 μέτρων περίπου από τον Ναύσταθμο, αλλά και την Ευσήνη σε απόσταση 22.200 μέτρων περίπου από το Κωνώπιο, στο μέσον, περίπου, της οδικής απόστασης μεταξύ της νεώτερης Πάφρας και της Αμισού 6. Αναφέρει ακόμη ότι και τα δύο αυτά πολίσματα- αγκυροβόλια, βρισκόταν το καθένα κοντά σε μία λίμνη. Ίσως εκείνα τα χρόνια να υπήρχαν δύο λίμνες, όμως, σήμερα υπάρχει μία τεράστια λίμνη μήκους 24 χιλιομέτρων περίπου, παράλληλη με την Μαύρη Θάλασσα. Έτσι, από την οδό Πάφρας-Αμισού δεν μπορεί το ανθρώπινο μάτι να ξεχωρίσει τη λίμνη από τη θάλασσα. Ο όρμος του νεότερου Κουμτζουγάζ-Αμμούδας, ήταν και αγκυροβόλιο τα νεότερα χρόνια, ταυτίζεται με το Κωνώπιο. Ο Ναύσταθμος τοποθετείται σε μια μικρή μύτη-ακρωτήριο, το Ιντζίρ Μπουρνού-Ακρωτήριο της Συκιάς. Μεταξύ των δύο αυτών αρχαιότατων σημείων αναφοράς και της Πάφρας, παρεμβάλλεται η Ψαρολίμνη-Παλίκγκιολ. Το όνομά της εκφράζει την μεγάλη ποσότητα ψαριών που περιείχε, διότι σε αυτή χύνονταν επτά μικρά ποτάμια, τα οποία πήγαζαν από το γειτονικό Νεπιέν, εμπλουτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα νερά της. Η Ψαρολίμνη, ουσιαστικά, είναι λιμνοθάλασσα. Ολόκληρη η περιοχή είναι επίπεδη και ελώδης. Στα νεώτερα χρόνια υπήρχαν δύο ακόμη μικρές λίμνες, στα αριστερά του Άλυ. Κατά τους αρχαίους χρόνους ο Άλυς ποταμός θεωρούνταν το δεξιό όριο της Παφλαγονίας 7, αλλά και ακόμη παλαιότερα το όριο του Λυδικού και του Μηδικού βασιλείου 8. Τα νεότερα χρόνια δεν υπήρχε αυτός ο διαχωρισμός. Η περιοχή της Πάφρας, δεξιά του Άλυ ποταμού, με την περιοχή της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Αλάτσαμ), αριστερά του Άλυ, θεωρούνταν ενιαία περιφέρεια της Πάφρας. Ακόμη δυτικότερα άρχιζε η περιοχή της Σινώπης, με την ομώνυμη και περίφημη Σινώπη, τη μητρόπολη πολλών ελληνικών πόλεων του Ευξείνου Πόντου. Ως κατεξοχήν βουνό της Πάφρας θεωρείται το θρυλικό Νεπιέν, με υψόμετρο 1224 μέτρα, το οποίο βρίσκεται δεξιά του Άλυ ποταμού, μεταξύ Πάφρας και Αμισού, στο ύψος της Ψαρολίμνης-Παλίκγκιολ. Ακόμη δεξιότερα, προς την Αμισό, βρίσκεται το Κοτσάνταγ-Μεγάλο Βουνό με υψόμετρο 1250 μέτρα. Νοτιότερα του Νεπιέν, και δίπλα στον Άλυ ποταμό, βρίσκεται το Γιούνταγ-Μαλλιαρό, με 1105 μέτρα υψόμετρο και λίγο νοτιότερα, μεταξύ Ανδράπων-Βεζύρκιοπρου και Κάβζας-Θέρμες Φαζημονιτών, βρίσκεται το Ταβσάνταγ-Λαγοβούνι με 1904 μέτρα υψόμετρο 9. 4 Ό. π. 5 Ό. π. 6 Αρριανός, Περίπλους Ευξείνου Πόντου, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007,15. 7 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 14. 8 Ηρόδοτος, Ιστορία, Α, 71-73. Ο ιστορικός Ηρόδοτος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 490-480 π.χ. και δε γνώρισε τους Μηδικούς πολέμους που ιστορεί. 9 Τα υψόμετρα προέρχονται από χάρτη της περιοχής Αμισού (Samsun Harta Genel Mudurulugu). 11
Μεταξύ των μεγάλων αυτών βουνών παρεμβάλλονται άπειροι λόφοι και μικρά, πυκνοδασωμένα βουνά, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι χωματοβούνια. Στα μεγάλα αυτά βουνά υπάρχουν συμπαγείς βράχοι, οι οποίοι σχηματίζουν σημαντικά σπήλαια, τα οποία ήταν τα καταφύγια των κατοίκων της περιοχής σε ολόκληρη τη διάρκεια των διώξεων της Τουρκοκρατίας, μέχρι τα τελευταία χρόνια της Εξόδου. Τα σπήλαια αυτά υπήρξαν καταφύγια και σε ακόμη παλαιότερες εποχές, κατά τις επιδρομές των Αράβων, αλλά και την κατάκτηση της περιοχής από τους Μήδους, τους Πέρσες. Σε αυτά τα βουνά κατέφευγαν και οι κάτοικοι της γειτονικής περιοχής της Αμισού, της οποίας ο πληθυσμός είχε σχεδόν εξαφανιστεί με την τουρκική κατάκτηση 10. Διαχρονικά, εξάλλου, η περιοχή της Πάφρας μέχρι τον Άλυ ποταμό, ανήκε στην Αμισό, ενώ η περιοχή αριστερά του Άλυ ανήκε στη Σινώπη. Ο Αρριανός με σαφήνεια αναφέρει ότι, ο Άλυς ορίζει τα Σινωπέων και Αμισηνών έργα 11. Τα βουνά της Πάφρας αρχίζουν από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, και απέχουν μέχρι και αρκετά χιλιόμετρα από αυτήν, δημιουργώντας έτσι μια μεγάλη και εύφορη πεδιάδα, για τα δεδομένα του Πόντου, η οποία αρδεύεται από τον ποταμό Άλυ. Τα βουνά είναι σχετικά χαμηλά, από 1100 μέχρι 1900 μέτρα. Όμως, όλη η περιοχή αποτελεί ένα μαγευτικό σύμπλεγμα οροσειρών, κορυφογραμμών, δασών, ποταμών και ρυακιών. Εκτός από τον ποταμό Άλυ, ιδιαίτερης αξίας είναι και όλα τα ρέματα με τα μικρά ποτάμια, που με τα νερά τους υδροδοτούσαν την περιοχή, αλλά βοηθούσαν και στην άρδευσή της. Το κλίμα στην πεδινή περιοχή της Πάφρας ήταν νοσηρό και ανθυγιεινό, λόγω των πολλών ελών, των λιμνών και της υγρασίας της Μαύρης Θάλασσας. Αντίθετα, το κλίμα στην ορεινή περιοχή ήταν δροσερό το καλοκαίρι, με ήπιους χειμώνες. Η παραλία της περιοχής Πάφρας, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των ακτών του νότιου Ευξείνου Πόντου, είναι μαύρη και πολύ ψιλή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τους βόρειους ανέμους που πνέουν με μεγάλη συχνότητα στην περιοχή, ακόμη και το καλοκαίρι, φουσκώνουν τη θάλασσα, δίνοντας την εντύπωση μιας πραγματικά μαύρης θάλασσας. Σήμερα η περιοχή μεταξύ της Πάφρας και της Αμισού, η οποία είναι θέρετρο ολοκλήρου του Πόντου, δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για κολύμβηση, διότι ενώ τα νερά στις ακτές είναι ρηχά, προχωρώντας προς το εσωτερικό βαθαίνουν και αμέσως μετά ξαναγίνονται ρηχά, με αποτέλεσμα να καθίστανται πολύ επικίνδυνα, λόγω των ρευμάτων που δημιουργούνται. Κάθε χρόνο υπάρχουν πολλά τραγικά θύματα από πνιγμό. Δυτικά της Πάφρας, και σε απόσταση εκατόν είκοσι περίπου χιλιομέτρων, βρίσκεται η Σινώπη, ενώ ανατολικά της και σε απόσταση εξήντα περίπου χιλιομέτρων βρίσκεται η Αμισός (Σαμψούντα). Νότια της Πάφρας, και σε απόσταση ογδόντα περίπου χιλιομέτρων, βρίσκονται οι Θέρμες Φαζημονιτών (Κ(Χ)άβζα), ενώ στα νοτιοδυτικά της και στην ίδια περίπου απόσταση βρίσκεται η Άνδραπα (Βεζύρκιοπρου). Σε ολόκληρη αυτήν την ειδυλιακή περιοχή παρεμβαλλόταν ένα πλήθος 116 χωριών 12, περίπου 185 οικισμών, μέσα στα απέραντα και παρθένα δάση της. 10 Αυτό προκύπτει από τη σχεδόν μηδενική παρουσία ελληνικού στοιχείου στην περιοχή της Αμισού, με τον ερχομό των Τούρκων, ενώ πολύς ελληνικός πληθυσμός που βρισκόταν στα απέραντα και παρθένα δάση της Πάφρας, μετά την περίοδο των Μεταρρυθμίσεων (1839-1856), μετακινήθηκε σε ολόκληρο το δυτικό Πόντο, πυκνώνοντας καθοριστικά τον Ελληνισμό της περιοχής. 11 Αρριανός, Περίπλους, ό.π. 12 Αντώνιος Γαβριηλίδης, Η Μαύρη Εθνική Συμφορά του Πόντου, Αθήνα 1924, 169. 12
2. Η περιοχή Πάφρας Γαζηλωνίτιδας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι την Κάθοδο των Μυρίων (401 π.χ.) Η ίδρυση ελληνικών οικισμών και ναυστάθμου στην περιοχή της Πάφρας, σχετίζεται με την ελληνική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο. Η παρουσία αυτή χάνεται στους μυθικούς χρόνους. Σύγχρονοι Ρώσοι ιστορικοί, με καταγωγή από τον Εύξεινο Πόντο, επισημαίνουν ότι οι Έλληνες ήταν ένας από τους αρχαιότερους λαούς αυτού του τόπου 13. Η έλευσή τους τοποθετείται κατά την εποχή του σιδήρου, γύρω στο 1100 π.χ., αλλά πιθανόν να οφείλεται και στην αναζήτηση σιδήρου 14. Άλλοι μελετητές της αρχαίας και μεσαιωνικής ιστορίας του Πόντου, θεωρούν τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου Πόντου και τον χώρο του Καυκάσου, ως πρωτοελληνικό 15. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο μύθος της αργοναυτικής εκστρατείας κρύβει μέσα του μια μεγάλη ιστορική αλήθεια. Ο ποταμός Άλυς, από τα πανάρχαια χρόνια, υπήρξε το όριο μεταξύ του Μηδικού και του Λυδικού βασιλείου και χώριζε τους Σύριους Καππαδόκες από τους Παφλαγόνες 16. Οι Καππαδόκες ονομάζονταν από τους Έλληνες, Σύριοι, ενώ από τους Πέρσες, Καππαδόκες 17. Τους Σύριους αυτούς τους ονόμαζαν Λευκόσυρους, σε αντίθεση με τους Σύριους τους εντός του Ταύρου. Οι Λευκόσυροι ήταν λευκοί στο χρώμα, ενώ οι εντός του Ταύρου ήταν μελαμψοί 18. Αιτία της μετακίνησης των Λευκόσυρων προς την περιοχή, ήταν η εικοσιοκτάχρονη αναστάτωση, την οποία προκάλεσε η επιδρομή των Κιμμερίων και των Σκυθών 19, κατά τον 7 ο π.χ. αιώνα, σε όλους τους λαούς της Μικράς Ασίας και ουσιαστικά διέλυσε το Μηδικό κράτος 20. Κατά την εποχή του Ηροδότου, οι ονομαζόμενοι από τους Έλληνες, Σύριοι, από τους βαρβάρους ονομάζονταν Ασσύριοι 21. Άλλα από τα Ασσυριακά φύλα απωθήθηκαν στην Καππαδοκία και στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Άλυ και Ίρη 22, και άλλα προς τα βουνά Παρυάδρη και Σκυδίση. Τα ανατολικά του ποταμού Ίρη μετεγκατασταθέντα φύλα ήταν οι Τιβαρηνοί, οι Χάλυβες, οι Μοσύνοικοι, οι Μόσχοι, οι Μάκρωνες 23. Την εποχή αυτήν αρχίζουν να ιδρύονται πολυάριθμες ελληνικές αποικίες στα παράλια ολοκλήρου του Ευξείνου Πόντου, χάριν εμπορίου, αλλά και από τη φήμη του χρυσού και των μετάλλων της περιοχής. Επίσης, για τη ναυπηγήσιμη και μη, ξυλεία, τα αλιεύματα, τα ζώα (βουβάλια-άλογα), τα δέρματα και τα δημητριακά. Η 13 Κ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ι, Αθήνα 2004, 63-64. Sergei Golonin, Ruslands Griechishe Seele, περ. Essentia, 41, Γκάλεν, 21 Ιουνίου 1991,32-36, Γκεόργκι Τραπέζνικωφ, Εθνικές εδαφικές ζώνες στην ΕΣΣΔ, δικαιούται η ελληνική μειονότητα, εφ. Νέα της Μόσχας, 12,22, Βλάσσης Αγτζίδης, Έλληνες του Πόντου, Αθήνα 2005, 15. Επίσης, για τον Ελληνισμό στον Εύξεινο Πόντο, βλ. και Κ. Φωτιάδης, Ο Ελληνισμός της Κριμαίας, Αθήνα 1990. Κ. Φωτιάδης, Οι Έλληνες της Μαριούπολης, Θεσσαλονίκη 1989. Κ. Φωτιάδης, Ο Ελληνισμός και η ελληνική παιδεία στην πρώην Σοβιετική Ένωση, Η εκπαίδευση των Παλλινοστούντων και αλλοδαπών μαθητών στην Ελλάδα, Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Ε. Σ. Σ. Δ., κατά τη Σταλινική περίοδο. Η παιδεία στο ελληνικό χωριό Νοχουτσκογιέ της Σταυρούπολης. Οι Έλληνες στις χώρες της πρώην Ε. Σ. Σ. Δ., Θεσσαλονίκη 1989. 14 G.Bordman, The Greeks over seas, Λονδίνο 1964, 240.Αθήνα 1997. 15 J. P. Fallmerayer, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1984, 30-31. Πανάρετος Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1928, 13-16. 16 Ηρόδοτος, ό.π. 17 Ό. π., και Ζ, 70-74. 18 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 9. 19 Ηρόδοτος, Δ, 12-13. 20 Ό. π, Α, 103-106. 21 Ό. π., Ζ, 63. 22 Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Λείψανα, εκδ. C. Mulleri, Parisiis 1842, 2, 43. 23 Ηρόδοτος, Ζ, 78-79. 13
πρώτη καταγεγραμμένη εγκατάσταση Ελλήνων στην Αμισό, στην οποία ανήκε η Γαζηλώνα, πραγματοποιήθηκε το 562 π.χ. από τους Μιλήσιους 24. Στα μέσα του 6 ου π. Χ. αιώνα, ο Καππαδόκης ηγεμόνας της περιοχής ονομαζόταν Τιμάδης 25. Στις αρχές του 6 ου π. Χ. αιώνα, διεξαγόταν σπουδαίο εμπόριο σε ολόκληρο τον Εύξεινο Πόντο, με φορτηγά πλοία των Ιώνων 26. Οι Σύριοι Καππαδόκες Λευκόσυροι ήταν υποτελείς στους Μήδους, πρίν καταλάβουν την εξουσία, κατά τον 6 ο π.χ. αιώνα, οι Πέρσες με τον Κύρο 27. Κατά τον 5 ο π. Χ. αιώνα, το κράτος των Αθηνών, προκειμένου να εξασφαλίσει τα εμπορικά του συμφέροντα στον Εύξεινο Πόντο, επειδή η Μαιώτιδα ήταν ο σιτοβολώνας των Αθηναίων, εγκατέστησε στην Αμισό και στη Σινώπη 600 κληρούχους. Το 435 π. Χ., ο Περικλής, προσωπικά, επισκέφτηκε την περιοχή, για να διαπιστώσει την υλοποίηση των σχεδίων του. Η εξασφάλιση των θαλάσσιων συγκοινωνιών του έδινε τη δυνατότητα της ακώλυτης μεταφοράς των εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων. Ο βασιλιάς της Μαιώτιδος Λεύκων (389-349) χορήγησε στους Αθηναίους απαλλαγή από τους εξαγωγικούς δασμούς. Οι Αθηναίοι είχαν χαρακτηρίσει έγκλημα, με ποινή αποκεφάλισης, τη μεταφορά σιτηρών σε οποιοδήποτε μη αττικό λιμάνι 28. Στην παράλια περιοχή της Γαζηλωνίτιδας, αλλά και των περιοχών Φαζημωνίτιδας, Πιμωλισίτιδας και Γαζακηνής, οι οποίες βρίσκονταν στα μεσόγειά της, τα ονόματα που απαντώνταν ήταν Παφλαγονικά, όπως: Βάγας, Βιάσας, Αινιάτης, Ρατώτης, Ζαρδώκης, Τίβιος, Γάσυς, Ολίγασυς, Μάνης, ενώ οι κάτοικοι ήταν δίγλωσσοι 29. Την εποχή του Ξενοφώντος (401 π.χ.), το δυτικό μέρος του Πόντου, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι Λευκόσυροι, ήταν υπό την κυριαρχία των Περσών και υπαγόταν στον σατράπη Κορύλα της Παφλαγονίας. Ο Ξενοφών μας παραδίδει ότι, εκείνη την εποχή ο Κορύλας μπορούσε να παρατάξει απέναντί τους εκατόν είκοσι χιλιάδες στρατιώτες, κατά ομολογία του εκ Σινώπης πρέσβη Εκατώνυμου, κυρίως ιππείς, γιατί διέθετε το καλύτερο ιππικό του βασιλιά 30. Ο Άλυς, την εποχή εκείνη, είχε πλάτος όχι λιγότερο από τριακόσια εβδομήντα μέτρα - δύο στάδια και ήταν πλωτός, ενώ ο Ίρης με τον Θερμώδοντα είχαν πλάτος εξήντα μέτρα - δύο πλέθρα, ο καθένας. Μας παραδίδει, επίσης, τις σχέσεις των Μιλησίων της Σινώπης με τις υπόλοιπες πόλεις του Πόντου: Κοτυωρίται δε ούτοι εισί μέν ημέτεροι άποικοι, και την χώραν ημείς αυτοίς ταύτην παραδεδώκαμεν βαρβάρους αφελόμενοι, διό και δασμόν ημίν φέρουσιν ούτοι τεταγμένον και Κερασούντιοι και Τραπεζούντιοι 31. Οι πόλεις του Πόντου ανατολικά του ποταμού Ίρη, κατελήφθησαν από τους Μιλήσιους κατοίκους της Σινώπης (8 ος π.χ. αιώνας), οι οποίοι εγκαθιστούσαν αποίκους σε αυτές, και οι οποίοι πλήρωναν καθορισμένο φόρο. Τους τόπους αυτούς τους κατείχαν γηγενείς βαρβαρικοί λαοί. Δεν αναφέρεται η Αμισός με την περιοχή της, η οποία ήταν κτίσμα των Μιλησίων, και φυσικά δε θεωρούνταν η Σινώπη μητρόπολή της, έχοντας ανάλογες υποχρεώσεις. Η Σινώπη με τους Μιλησίους δημιούργησε τόσο ισχυρό ναυτικό, ώστε κυριαρχούσε σε ολόκληρον τον ΕύξεινοΠόντο 32. Έτσι άλλωστε κατέλαβε τα νότια παράλια του Πόντου, ιδρύοντας αποικίες. 24 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 14. 25 Sumer Atasoy, Amisos, Samsun 1997, 37,110. 26 Ηρόδοτος, ΣΤ, 26. 27 Ό. π., Α, 72. 28 Φωτιάδης, Γενοκτονία Ι, 65-66. 29 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 25. 30 Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Ε, 6, 3-9. 31 Ό. π., 5, 10. 32 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 11. 14
Ο Ξενοφών κατά την Κάθοδο των Μυρίων, μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 401 π.χ., δεν πέρασε από την περιοχή της Γαζηλώνας, γιατί πείσθηκε από τους Έλληνες πρέσβεις της Σινώπης για τα ανυπέρβλητα εμπόδια των ποταμών Θερμώδοντα, Ίρη και Άλυ, που έπρεπε να περάσει, αλλά και τις εκατόν είκοσι χιλιάδες Παφλαγονικού στρατού που έπρεπε να αντιμετωπίσει, και αποφάσισε να μεταβεί από τα Κοτύωρα στην Σινώπη με τα πλοία των Σινωπέων 33. 3. Η Γαζηλώνα από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι τον θάνατο του Μιθριδάτη ΣΤ ( 63 π. Χ.). Το 370 π. Χ., με βάση τον περίπλου του Ανωνύμου 34, η ευρύτερη περιοχή της Αμισού, με τη Γαζηλωνίτιδα, βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Η περιοχή απελευθερώθηκε από τους Πέρσες, όταν καταλύθηκε η περσική αυτοκρατορία από το Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος κατέστησε ελεύθερες όλες τις ελληνικές πόλεις του Πόντου 35. Οι πόλεις ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους, και είχαν ελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Αρριανός, όμως, δεν κάνει λόγο, παρά μόνο για τους Παφλαγόνες, οι οποίοι παρέδωσαν τον τόπο τους στο Μέγα Αλέξανδρο 36. Στη συνέχεια, ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε ολόκληρη την εντός του Άλυος Καππαδοκία, αλλά και περιοχές πέραν του Άλυ, προς τα μεσόγεια του Πόντου. Με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους εμφυλίους πολέμους που διεξήγαγαν οι επίγονοί του, βρέθηκε και η περιοχή στη δίνη τους. Ο Άσσανδρος, ο σατράπης της Καρίας, επιτέθηκε εναντίον του Ευμένη, του σατράπη της Καππαδοκίας και του Πόντου, και κατόρθωσε να υποτάξει τόσο την Καππαδοκία, όσο και τον Πόντο. Το 315 π. Χ., ο βασιλιάς της Συρίας Αντίγονος έστειλε το στρατηγό του Πτολεμαίο στην Καππαδοκία και τον Πόντο, εναντίον του Άσσανδρου. Ο Πτολεμαίος νίκησε και έδιωξε τον σατράπη της Καρίας 37. Σε απόσταση επτά χιλιομέτρων βόρεια της Πάφρας, προς το δέλτα του ποταμού Άλυ, στο Δίδυμο λόφο-εκίζτεπε, έχει ανακαλυφθεί τάφος της Ελληνιστικής εποχής όμοιος των τάφων των ηγεμόνων της Αμισού 38. Σε διπλανούς λόφους, υπάρχουν ευρήματα παλαιότερων εποχών, που φτάνουν μέχρι την εποχή του Χαλκού. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η περιοχή κατοικούνταν από τα πανάρχαια χρόνια. Το νοσηρό κλίμα και οι επιδρομές βαρβαρικών φύλων, γινόταν αιτία της μετακίνησης του πληθυσμού προς τα γειτονικά βουνά της Πάφρας ή τις ακτές. Η Γαζηλώνα, το όνομα συνδέεται με τις γαζέλες-ζαρκάδια που αφθονούσαν στην περιοχή, ο Ναύσταθμος και το Κωνώπιον, επί της παραλίας, είναι ένα δείγμα αυτής της κίνησης και συνδυάζονται με την εγκατάσταση των Ιώνων της Μιλήτου στην περιοχή. Η περιοχή αυτή ανήκε στην Αμισό, μια ελληνική, Ιωνική και πολύ καλά οχυρωμένη πόλη, η οποία διεξήγαγε σπουδαίο εμπόριο με όλες τις υπόλοιπες πόλεις ολοκλήρου του Ευξείνου Πόντου, με τις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, των νησιών, αλλά 33 Ξενοφών, Ε, 6, 5-10. 34 Ανωνύμου, Περίπλους Ευξείνου Πόντου, εκδ. C. Mulleri, Geographi Graeci Minores, Parisiis, Α, 28. 35 Aππιανός, Romanarum Historiarum, Mithridaticam, Amsterlodami 1670, 81-83. 36 Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Β, IV, 2. 37 Σικελιώτης, Λείψανα, 57. 38 Atasoy, Amisos, 16-22. 15
και των σπουδαίων πόλεων της χερσαίας Ελλάδας 39. Επίσης, η Αμισός ήταν κόμβος χερσαίων δρόμων, που οδηγούσαν στα μεσόγεια της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας και της Μεσοποταμίας. Η ιδιαίτερη μνεία του Στράβωνα, τόσο για το μοναδικό μαλακό πρόβειο μαλλί, όσο και για την πολύ μεγάλη πληθώρα γαζελών-ζαρκαδιών, δεν αποκλείει καθόλου, το αντίθετο μάλιστα, μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου αλιευμάτων, ξυλείας από τα παρθένα δάση, βουβάλων, αλόγων και δημητριακών, το οποίο βρισκόταν σε υποδεέστερη μοίρα. Τα προϊόντα αυτά τα εμπορεύονταν οι κάτοικοι της Γαζηλώνας μέσω των θαλάσσιων, αλλά και των χερσαίων δρόμων, της Αμισού. Δεν υπήρχε κάποια άλλη ελληνική πόλη εκεί κοντά. Η αμέσως κοντινότερη Σινώπη απείχε εκατόν εικοσιοκτώ περίπου χιλιόμέτρα-εξακόσια ενενήντα στάδια. Η μόνη εμπορική διέξοδος της πάμφορης και πλούσιας Γαζηλώνας ήταν η Αμισός. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε ένα κάστρο Ελληνιστικό, νότια της Πάφρας, στο όρος Μαλλιαρό-Γιουντάγ, το οποίο θα δώσει μια νέα διάσταση στην πραγματικότητα της περιοχής ή θα επιβεβαιώσει τα ήδη υπάρχοντα 40. Το κάστρο αυτό ονομάζεται Κάστρο του Γλάρου (Marti Kalesi) Αργότερα, η περιοχή της Γαζηλώνας, αλλά και ολόκληρη η περιοχή μεταξύ Αμισού και Σινώπης, περιήλθε στους Μιθριδάτες βασιλείς του Πόντου. Ο Μιθριδάτης Β (255-220 π. Χ.), γιός του Αριοβαρζάνη (266-255 π. Χ.), επωφελήθηκε από τις ευνοϊκές προϋποθέσεις που δημιούργησαν οι πόλεμοι των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και όντας σατράπης της Φρυγίας, μεγάλωσε σημαντικά τα όρια της σατραπείας του 41. Αυτό προκάλεσε το φθόνο του Αντιγόνου, ο οποίος τον δολοφόνησε 42. Αυτήν την εποχή (245 π. Χ.), υποτάχτηκε και η Αμισός με την περιφέρειά της, στην οποία ανήκε και η Γαζηλώνα, αφού αντιστάθηκε δυναμικά στη μακρόχρονη πολιορκία της 43. Ο Μιθριδάτης Γ Κτίστης (220-185 π.χ.), γιός του Μιθριδάτη Β, όχι μόνο κατόρθωσε να διατηρήσει την εξουσία στη σατραπεία του, αλλά πέτυχε να κατακτήσει την Καππαδοκία και τις γειτονικές χώρες, έχοντας ως ορμητήριό του τα Κιμίατα, της Κιμιατινής χώρας, ένα οχυρό φρούριο στην ορεινή περιοχή του Ολίγασυ στην Παφλαγονία 44. Επωνομάστηκε Κτίστης, 45 διότι αυτός ήταν ο ηγεμόνας που θεμελίωσε το ανεξάρτητο κράτος του Πόντου. Ο Μιθριδάτης Δ βασίλευσε από το 185 π. Χ. έως το 150 π. Χ., ενώ ο Μιθριδάτης Ε (150-120 π. Χ.), ο επωνομαζόμενος Ευεργέτης, ήταν ο πατέρας του Μιθριδάτη ΣΤ (120-63 π. Χ.), του πλέον διάσημου βασιλιά του Πόντου. Από τους διαδόχους του Μιθριδάτη Γ, η νότια παραλία του Ευξείνoυ Πόντου επικράτησε να λέγεται Πόντος και ταυτιζόταν με το βασίλειο των Μιθριδατών του Πόντου 46. 39 A. Maslenikof, Οι αρχαίοι Έλληνες στον Βόρειο Εύξεινο Πόντο, Θεσσαλονίκη 2000, 18. Atasoy, Amisos, 39-40. 40 Τον Αύγουστο του 2008, κατά την προσωπική ερευνητική αυτοψία μου στο μοναστήρι της Παναγίας του Ότκαγια στην Πάφρα, Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής με πληροφόρησαν ότι βρέθηκε στο βουνό, νοτιότερα από εκεί, ένα ελληνικό κάστρο, για το οποίο είχε ενημερωθεί η αρχαιολογική υπηρεσία και πιθανολογούσαν ότι οι ανασκαφικές εργασίες θα άρχιζαν σύντομα. Δεν υπήρχε πρόσβαση στο κάστρο, γιατί περιμετρικά του είχε τάφρο με βαθύ νερό, αλλά και όλη η δομή του ήταν τέτοια, που απέτρεπε τον άνθρωπο να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο. 41 Σικελιώτης, Λείψανα, 16, 19, 40, 90. 42 Ό. π., 20, 111. 43 Αππιανός, Mithridaticam, 83. 44 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 41. 45 Ό. π. 46 Ό. π., 9. 16
Ο Μιθριδάτης ΣΤ, ο επονομαζόμενος Ευπάτωρ, είχε μεγάλες πολιτικές και στρατιωτικές αρετές και γι αυτό δίκαια αποκλήθηκε Μέγας 47. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Σινώπη, την πρωτεύουσα του Ποντιακού κράτους, έλαβε ελληνική μόρφωση και μιλούσε τα ελληνικά σαν μητρική του γλώσσα 48. Μητέρα του ήταν η ελληνίδα Λαοδίκη. Η ελληνική γλώσσα ήταν η κυρίαρχη και κοινή γλώσσα, όλων των υπηκόων του εξελληνισμένου Ποντιακού κράτους του. Το περιβάλλον του απαρτιζόταν από Έλληνες διανοουμένους, ποιητές, φιλοσόφους, πολιτικούς, ιστορικούς και σπουδαίους στρατηγούς, όπως ο Νεοπτόλεμος και ο Αρχέλαος. Στην Αμισό, την εποχή αυτή, διαβάζονταν μικρά ποιήματα του Μυρίνου και ο γραμματικός του Εσιαίος, δάσκαλος του Τυραννίωνα, έδινε μαθήματα της ελληνικής γλώσσας. Ο Μιθριδάτης ΣΤ έχτισε λαμπρούς ναούς στην πόλη και τη μεγάλωσε με ένα προάστειο, την Ευπατορία, η οποία είχε ιδιαίτερο περιτείχισμα 49. Στην εποχή του πολλοί Αθηναίοι, για να αποφύγουν τη διακυβέρνησή τους από τον τύραννο των Αθηνών Αριστίωνα, κατέφυγαν στην Αμισό, όπου, λόγω των παλαιών συγγενικών δεσμών, τους παραχωρήθηκαν τα δικαιώματα του Αμισινού πολίτη 50. Η Αμισός ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη του βασιλείου του Πόντου, μετά την πρωτεύουσα Σινώπη, παρά τη σχετικά μικρή μεταξύ τους απόσταση. Η απόσταση, ταξιδεύοντας με πλοίο, ήταν χίλια είκοσι στάδια 51 ή εκατόν ογδόντα οκτώ περίπου χιλιόμετρα. Ήταν ακόμη το πνευματικό και εμπορικό επίκεντρο της Γαζηλωνίτιδας και της Θεμίσκυρας, της περιοχής που παρεμβάλλεται μεταξύ των ποταμών Άλυ και Θερμώδοντα. Ο εξελληνισμός των βαρβαρικών φυλών του Πόντου άρχισε με την κυριαρχία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή και εμπεδώθηκε κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, οι οποίοι συμπίπτουν με την εποχή των Επιγόνων του και την ίδρυση του εξελληνισμένου Ποντιακού βασιλείου των Μιθριδατών. Ολοκληρώθηκε με τον εκχριστιανισμό του Πόντου. Στην Αμισό, το μεγάλο πνευματικό και εμπορικό κέντρο του Πόντου, κατέφευγαν όσοι από την Γαζηλωνίτιδα, αλλά και την ευρύτερη περιοχή του Πόντου, είχαν πνευματικές και άλλες αναζητήσεις. Όπως, βέβαια, Μιλήσιοι και Αθηναίοι άποικοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Γαζηλωνίτιδα. Ο Μιθριδάτης ΣΤ δυνάμωσε την εξουσία του, αφού κατέλαβε πολλές περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας, ενώ άλλες του παραχωρήθηκαν 52. Έτσι το 107 π. Χ., ο Αντίπατρος, ο γιός του Σίση, του παραχώρησε τη Μικρή Αρμενία, την Κολχίδα, την Τραπεζούντα, τη Φαρνακία-Κερασούντα, αλλά και τους τόπους των Τιβαρηνών και των Χάλδων, ενώ κατανίκησε το βιθυνό Νικομήδη στη Δομανίτη, κοντά στον Αμνία ποταμό της Παφλαγονίας και κατέλαβε την Βιθυνία και την Μικρά Ασία, μέχρι την Καρία και τη Λυκία. Στη συνέχεια κατέλαβε ολόκληρη τη Μικρά Ασία, μέχρι την Χερσόνησο των Ταύρων (Μαιώτιδα), τη Θράκη, τη Μακεδονία, το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος και των νησιών της 53. Ο ελληνικός πολιτισμός, αυτήν την περίοδο στον Πόντο, βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, ενώ το ανεξάρτητο κράτος των 47 Το όνομα κανονικά προφέρεται Μιθραδάτης και έτσι απαντάται στα νομίσματα που έκοψε. 48 Th. Reinach, Mithridate Eupator, Paris 1890, 30, 247. 49 Αππιανός, Mithridaticam, 112. 50 Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Λούκουλος, 19, εκδ. Πάπυρος. Ο Πλούταρχος γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, μεταξύ 47-50 μ.χ. και πέθανε μεταξύ 120-125 μ.χ. Έγραψε δύο σειρές έργων του, τα Ηθικά και τους Βίους. Οι σωζόμενοι Βίοι είναι πενήντα στο σύνολό τους και αφορούν επίσημους Έλληνες και Ρωμαίους. Λέγεται ότι έχει γράψει και δεκατέσσερις άλλους Βίους, οι οποίοι όμως δε σώζονται. Ο Βίος του Λούκουλου είναι μεταξύ αυτών, όπου γινεται λεπτομερής αναφορά για τους πολέμους του εναντίον του Μιθριδάτη. 51 Αρριανός, Περίπλους, ό. π. 52 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, 11, 28, 40. 53 Αππιανός, Mithridaticam, 15, 112. 17
Μιθριδατών του Πόντου ήταν το αντίπαλο δέος για τους Ρωμαίους. Ο Μιθριδάτης ΣΤ είχε αναπτερώσει τις ελπίδες του Ελληνισμού, με τους αγώνες του εναντίον των Ρωμαίων. Στο πρόσωπό του οι Έλληνες είδαν ένα νέο Μεγαλέξανδρο, ο οποίος θα έθετε τα θεμέλια μιάς νέας αυτοκρατορίας 54. Όμως, ο τρίτος Μιθριδατικός πόλεμος (74-67 π.χ.) έγινε η αιτία της καταστροφής τόσο της Αμισού με τις γειτονικές περιοχές της Γαζηλώνας και της Θεμίσκυρας, όσο και ολόκληρου του Ποντιακού κράτους. Ο στρατηγός των Ρωμαίων Λούκουλος 55 εισέβαλε, διά μέσου της Βιθυνίας και της Γαλατίας, στον Πόντο και λεηλάτησε ολόκληρο το δυτικό Πόντο, φτάνοντας μέχρι τη Θεμίσκυρα 56. Καθώς χρονοτριβούσε γύρω από την Αμισό, όταν πέρασε ο χειμώνας άφησε το στρατηγό Μουρήνα να πολιορκεί την Αμισόν, πόλιν ευδαίμονα και πλουσίαν 57 και βάδισε εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ, ο οποίος βρισκόταν στα Κάβειρα, με πολυπληθές στράτευμα. Κυρίεψε τα Κάβειρα 58 και κυνηγώντας τον Μιθριδάτη ΣΤ κατέστρεψε τους Χάλδους, 59 τους Τιβαρηνούς, 60 κατέλαβε κατόπιν την Μικρή Αρμενία και επέστρεψε στην Αμισό, όταν έμαθε ότι ο Μιθριδάτης ΣΤ κατέφυγε στην Αρμενία. Κατέλαβε την Αμισό, αφού την πολιόρκησε για δύο χειμώνες, παρά την σθεναρή αντίσταση που προέβαλε ο στρατηγός της Καλλίμαχος, ο οποίος ήταν έμπειρος σε ζητήματα μηχανικής και με ιδιαίτερη ικανότητα στη στρατηγική της πολιορκίας. Ο Καλλίμαχος, όταν εγκατέλειψε την πόλη, την πυρπόλησε, είτε για να μη βρούν τίποτε οι Ρωμαίοι είτε σαν τέχνασμα, προκειμένου να διευκολύνει τη φυγή του. Με τον τρόπο αυτόν, κανείς δεν νοιάστηκε για όσους έφευγαν από τη θάλασσα, και οι φλόγες μεταδόθηκαν σε όλα τα τείχη 61. Ο Λούκουλος, καθώς αντίκριζε την πυρπολούμενη πόλη, λυπήθηκε και επεδίωξε να σβήσει τη φωτιά, παρακαλώντας τους στρατιώτες να τον βοηθήσουν, ενώ εκείνοι ετοιμάζονταν για λεηλασία. Στην επιμονή του Λούκουλου οι στρατιώτες αντέδρασαν, απαιτώντας χρήματα και χτυπώντας τα όπλα τους με θόρυβο. Τελικά, ο Ρωμαίος στρατηγός επέτρεψε τη λεηλασία με σκοπό, όμως, να σώσει την Αμισό από τη φωτιά. Οι στρατιώτες, ερευνώντας τα οικήματα με λαμπάδες, έσπειραν παντού τη φωτιά και κατάστρεψαν οι ίδιοι τα περισσότερα οικήματα. Όταν ο Λούκουλος μπήκε στην πόλη, την επόμενη ημέρα, δάκρυσε, και είπε στους φίλους του ότι, πολλές φορές καλοτύχισε το Σύλλα, γιατί εκείνος θέλησε και μπόρεσε να σώσει την Αθήνα, ενώ αυτός καταδικάστηκε να έχει την τύχη του Μομμίου. Παρόλα αυτά προσπάθησε να σώσει την πόλη, όσο του ήταν δυνατόν 62. Πρίν φύγει ο Λούκουλος από την Αμισό, ανοικοδόμησε τα περισσότερα κτίρια που είχαν καταστραφεί και δέχτηκε πίσω τους Αμισηνούς που είχαν φύγει. Αλλά και στους άλλους Έλληνες της περιοχής, που ήθελαν να κατοικήσουν στην πόλη, παραχώρησε μια έκταση εκατόν είκοσι σταδίων. Τους Αθηναίους που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη, για να αποφύγουν την τυραννία του Αριστίωνα, όσοι από εκείνους είχαν σωθεί, τους έντυσε, έδωσε στον καθένα διακόσιες αττικές δραχμές και τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους. Αιχμαλωτίστηκε, επίσης, ο γραμματικός 54 Σε νομίσματα που βρίσκονται στο μουσείο του Λούβρου, ο Μιθριδάτης ΣΤ εικονίζεται ως Ηρακλής, ενώ σε άλλα φαίνεται να έχει κάτι από την προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 55 Ο Λούκουλος στις αρχαίες πηγές, Στράβων, Πλούταρχος, ονομάζεται Λεύκολος. 56 Πλούταρχος, Λούκουλος, 14. 57 Ό. π. 58 Ήταν η βυζαντινή Νεοκαισάρεια, η οποία από παραφθορά της λέξης λέγεται στα τουρκικά Νιξάρ. 59 Ήταν η επαρχία Χαλδίας, με πρωτεύουσα την Αργυρούπολη. 60 Ζούσαν ανατολικά του Θερμώδοντα ποταμού και στα ενδότερα της Κερασούντας. 61 Πλούταρχος, Λούκουλος, 14, 19, 33. 62 Ό. π.,19 18
Τυραννίων, ο οποίος συγκέντρωσε και αρχειοθέτησε τα συγγράματα του Αριστοτέλη, τον οποίο αγόρασε ο στρατηγός Μουρήνας και στη συνέχεια τον απελευθέρωσε. Το γεγονός αυτό δυσαρέστησε το Λούκουλο, γιατί ήταν ένας άνδρας τόσο ένδοξος για την μόρφωσή του και δεν ήθελε να γίνει πρώτα δούλος και ύστερα απελεύθερος. Ο απελεύθερος δεν ήταν εντελώς ελεύθερος, γιατί διατηρούσε σχέσεις υποταγής προς τον παλιό του κύριο 63. Η σθεναρή αντίσταση των Αμισηνών, με τους οποίους είχαν συνταχθεί και μαχητές από την ευρύτερη περιοχή, και των άλλων Ελλήνων κατώκισε τους βουλομένους, 64 έδειχνε ότι αυτοί δε θεωρούσαν τον Μιθριδάτη ΣΤ ξένο ή κατακτητή. Σε αντικατάσταση του συκοφαντηθέντος Λούκουλου, στον πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος έστειλε στην Μικρά Ασία τον Πομπήιο. Ο Πομπήιος κατανίκησε το Μιθριδάτη ΣΤ στα Δάστειρα, το 66 π.χ. και σε ανάμνηση της νίκης του έχτισε τη Νικόπολη 65. Στη συνέχεια, κυνηγώντας τον, κατάκτησε τις υπόλοιπες πόλεις της Μικράς Ασίας και κατευθύνθηκε στην Αμισό 66. Ο Μιθριδάτης ΣΤ, διά μέσου της Κολχίδας, κατέφυγε στον Κιμμέριο Βόσπορο 67. Ο Πομπήοις κήρυξε τον Πόντο ρωμαϊκή επαρχία, εγκατέστησε στη Αμισό ρωμαϊκή φρουρά, τους συνέστησε να μένουν πιστοί στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και για να τους εμποδίσει να συνεννοηθούν με τον Μιθριδάτη ΣΤ, τους απαγόρευσε να ταξιδεύουν στον Κιμμέριο Βόσπορο, επί ποινή θανάτου. Ο Μιθριδάτης ΣΤ Ευπάτωρ, παρθικής καταγωγής, 68 διαδιδόταν ότι σκόπευε να εισβάλει στην Ιταλία περνώντας από τους Σκύθες και τους Παίονες 69. Ο ίδιος, με αντιπερισπασμό, σκόπευε να μεταφέρι τον πόλεμο στην έδρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 63 π.χ., ο Πομπήιος βρισκόταν στην Πέτρα της Αραβίας, όταν έφτασαν γραμματοκομιστές από τον Πόντο, οι οποίοι του έφερναν τις ευχάριστες ειδήσεις: Μιθριδάτης τέθνηκε στασιάσαντος Φαρνάκου του υιού διατρησάμενος αυτόν 70. Ο Μιθριδάτης είχε αυτοκτονήσει και είχε πεθάνει, γιατί στασίασε εναντίον του ο γιός του Φαρνάκης. Ο Φαρνάκης, που τον διαδέχτηκε, έγραφε στον Πομπήιο ότι πήρε την εξουσία για τον εαυτό του και γιά τους Ρωμαίους. Ο Πομπήιος, αφού διάβηκε γρήγορα τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, κατέφθασε στην Αμισό, όπου βρήκε πολλά δώρα του Φαρνάκη, πολλούς νεκρούς στρατιώτες του βασιλιά, αλλά και τον ίδιο τον Μιθριδάτη ΣΤ νεκρό. Στη συνέχεια διευθέτησε και αποκατέστησε τα πράγματα, και ανεχώρησε 71. Με το θάνατο του Μιθριδάτη ΣΤ Ευπάτωρα καταλύθηκε το μεγάλο κράτος του Πόντου, και η Ρώμη γλίτωσε από τον πλέον επίφοβο εχθρό της. Επιπλέον, ολόκληρη η περιοχή του δυτικού Πόντου, με τη Γαζηλωνίτιδα, τη Θεμίσκυρα και τη Φαζημωνίτιδα, περιέπεσε σε αφάνεια. 63 Ό. π. 64 Ό. π. 65 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 28. Η Νικόπολη στα τουρκικά λέγεται Σεμπίν Καράχισαρ. 66 Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Πομπήιος, 32, 38. 67 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ό. π. 68 Πλούταρχος, Πομπήιος, 38. 69 Ό. π., 41. 70 Ό. π. 71 Ό. π. 19
4. Η Ρωμαϊκή εποχή Ο Πομπήιος, μετά την κατάλυση του βασιλείου των Μιθριδατών του Πόντου, το 63 π.χ., προσάρτησε τις πόλεις του Πόντου στη Βιθυνία και δημιούργησε τη ρωμαϊκή επαρχία Βιθυνία-Πόντος 72, φοβούμενος την ανασύστασή του. Η Αμισός, όμως, διατήρησε την ανεξαρτησία της, κατέχοντας και ένα μέρος της Γαζηλωνίτιδας, ενώ η κυρίως Γαζηλωνίτιδα με τις υπόλοιπες περιοχές του Πόντου, τη Φαρνακία (Κερασούντα), την Τραπεζούντα, την Κολχίδα και τη Μικρή Αρμενία, παραχωρήθηκε στον βασιλιά Δηιόταρο 73. Όλες αυτές οι περιοχές, μαζί με τη Γαλατία, το 49 π.χ., ονομάστηκαν Πόντος Γαλατικός 74. Ο Φαρνάκης Β, επωφελούμενος από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Γάιου Ιούλιου Καίσαρα και του Πομπήιου, ξεκίνησε από τον Κιμμέριο Βόσπορο για να ανακαταλάβει τις χώρες του Πόντου και της Μικράς Ασίας, οι οποίες ανήκαν στο βασίλειο του πατέρα του Μιθριδάτη ΣΤ. Πολλές πόλεις του παραδόθηκαν αμαχητί. Στην Αμισό υπήρχε ρωμαϊκή φρουρά και, φοβούμενοι οι Αμισινοί τα αποτελέσματα της αποστασίας, δε θέλησαν να τον δεχθούν, γι αυτό ο Φαρνάκης Β την πολιόρκησε στενά. Μετά από σκληρή αντίσταση των Αμισηνών, την κατέλαβε το 48 π. Χ. Για να εκδικηθεί τους Αμισηνούς, αφού λεηλάτησε την πόλη, κατά τον Δίωνα Κάσσιο, 75 διέταξε να σκοτώσουν όλους τους έφηβους της πόλης, ενώ κατά τον Αππιανό, 76 να τους ευνουχίσουν. Εναντίον του Φαρνάκη Β εκστράτευσε ο στρατηγός και διοικητής της Βιθυνίας Δομίτιος Καλουίνος, ο βασιλιάς της Καππαδοκίας Αριοβαρζάνης και ο Διηόταρος, ο σατράπης της Φρυγίας, όλοι υποτελείς των Ρωμαίων, οι οποίοι νικήθηκαν κατά κράτος στη Νικόπολη 77. Ο Ιούλιος Καίσαρας μαθαίνοντας ότι όχι μόνο ο ρωμαϊκός στρατός, υπό το Δομίτιο, νικήθηκε, αλλά ότι ο Φαρνάκης Β κατέχοντας τη Βιθυνία και την Καππαδοκία, ήθελε να καταλάβει και τη λεγόμενη Μικρή Αρμενία, κινήθηκε εναντίον του με τρία τάγματα και συγκρούστηκε μαζί του το 46 π. Χ., κοντά στα Ζήλα. Μετά από σκληρή μάχη αυτόν εξέβαλε του Πόντου φεύγοντα, την δε στρατιάν άρδην ανήλε... 78. Αφού κατέσφαξε τον στρατό του, τον έδιωξε από τον Πόντο. Με ιδιαίτερη υπερηφάνεια για το λαμπρό αυτό κατόρθωμά του, το οποίο είχε ιδιαίτερη αξία και βαρύτητα για τα τεκταινόμενα στη Μικρά Ασία, ανήγγειλε σε έναν φίλο του στη Ρώμη αυτή τη νίκη, με τρείς λέξεις : Ήλθον, είδον, νίκησα 79. Στη συνέχεια επανήλθε στη Ρώμη. Ο Ρωμαίος στρατηγός Αντώνιος, αναλαμβάνοντας την διοίκηση της Μικράς Ασίας, επανασύστησε το βασίλειο του Πόντου και το παρέδωσε σε βασιλείς 80, οι οποίοι ήταν υποτελείς της Ρώμης. Το 37 π. Χ., ο Αντώνιος διόρισε βασιλιά του Πόντου τον Πολέμωνα (36-8 π. Χ.), τον γιό του ρήτωρα Ζήνωνα από τη Λαοδικεία και έτσι ο Πόντος ονομάστηκε Πολεμωνιακός, καθώς ήταν επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας 81. Το 31 π. Χ., μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο, ο Καίσαρ Σεβαστός Οκτάβιος απέσπασε την Αμισό, με την Αμισινή χώρα, από τους τυράννους, οι οποίοι αποστέλλονταν από τους βασιλείς, και την κατέστησε αυτόνομη, με ελεύθερο 72 Δίων Κάσσιος, Historiae Romanae, εκδ. Λειψίας 1829, 46-48. 73 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 13. 74 Πτολεμαίος Κλαύδιος, Γεωγραφική Υφήγησις, εκδ. Μulleri, Parisiis 1883, 5, 6, 3. 75 Κάσσιος, Historiae, 46, 47, 48. 76 Αππιανός, Mithridaticam, 120. 77 Kάσσιος, Historiae, ό.π. 78 Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ, 50. Κάσσιος, ό.π. 79 Ό. π. 80 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 14. 81 Κάσσιος, Historiae, 49, 33, 44. 20
δημοκρατικό πολίτευμα 82. To υπόλοιπο τμήμα της συνέχιζε να βρίσκεται υπό την κυριαρχία του Πολέμωνα. Η Πυθοδωρίς (8 π. Χ.- 23 μ. Χ.), σύζυγος του Πολέμωνα, αφού συμβασίλευσε μαζί του για μικρό χρονικό διάστημα, έγινε βασίλισσα το 8 μ. Χ., όταν πέθανε εκείνος, στα μέρη των Ασπουργιανών 83. Έλαβε για δεύτερο σύζυγό της τον Αρχέλαο, το βασιλιά της Καππαδοκίας, στον οποίο παραχώρησε τη Μικρή Αρμενία και το ανατολικότερο τμήμα του Πόντου, από τον ποταμό Μελάνθιο μέχρι τη Διοσκουριάδα, το οποίο πλέον ονομαζόταν Καππαδοκικός Πόντος 84. Το 64-65 μ. Χ., επί Νέρωνος, ο Πόντος κατέστη Ρωμαϊκή επαρχία 85. Ο Αρριανός (95-180 μ. Χ.), ο οποίος περιέπλεε τον Πόντο εκείνη την εποχή, βρήκε στη Γαζηλωνίτιδα, δεξιά των εκβολών του ποταμού Άλυ, το Ναύσταθμο, ο οποίος πέρα από λιμάνι ήταν και ναυπηγοεπισκευαστικό κέντρο, το Κωνώπιον, αλλά και την Ευσήνη 86. Όλοι αυτοί οι τόποι ήταν παραθαλάσσιοι. Αριστερά των εκβολών του Άλυ βρήκε τη Ζάγωρα, στο μέσον της απόστασης μεταξύ ποταμού Άλυ Σινώπης, δυτικότερα την Κάρουσα και ακόμη δυτικότερα τη Σινώπη 87. Όλες ήταν αποικίες των ναυτικών Μιλησίων. Την περιοχή αριστερά των εκβολών του Άλυ τη νέμονταν οι Σινωπείς, ενώ την περοχή δεξιά των εκβολών του Άλυ, τη Γαζηλωνίτιδα, τη νέμονταν οι Αμισηνοί 88. Επί Διοκλητιανού (284-310 μ. Χ.), αλλά και επί των διαδόχων του, ο Πόντος διαιρέθηκε πάλι σε επαρχίες, οι οποίες αποτέλεσαν την Ποντική Διοίκηση. Οι επαρχίες της ήταν τρείς : 1) Ο Διόσποντος, ο οποίος περιελάμβανε το δυτικό τμήμα του Πόντου, μέχρι τον ποταμό Θερμώδοντα. 2) Ο Πολεμωνιακός Πόντος, ο οποίος περιελάμβανε τον, μετά τον Θερμώδοντα, ανατολικό Πόντο και 3) την Μικρή Αρμενία, ή Αρμενία Α, η οποία περιελάμβανε τα μέρη του Άνω Ευφράτη, μέχρι την Σεβάστεια και την Νικόπολη 89. Από την αρχαία αυτήν εποχή είχαν βρεθεί σε χωριά της Πάφρας τάφοι, αγάλματα και μαρμάρινες επιγραφές, κυρίως με ελληνικούς, αλλά και ρωμαϊκούς χαρακτήρες 90. Υπήρχαν και πέτρες με παραστάσεις ελαφιού, λιονταριού, ταύρου και άλλων ζώων. Μία μαρμάρινη επιγραφή είχε χαραγμένες τις λέξεις: ΜΑΗΣ-ΜΑΟΥΣ- ΟΡΛ..ΑΘΑΝ... 91. Μία άλλη επιγραφή έφερε τις λέξεις: ΜΑΟΥΣ.ΛΕΥΚΗ.ΘΡΗΝ... 92. Την περιοχή της Πάφρας την επισκέπτονταν πολλοί Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι μελετούσαν και φωτογράφιζαν τα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα. 82 Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ό. π. 83 Ό. π., 29. 84 Ό. π. Πτολεμαίος, Γεωγραφικά, 5, 6, 5. 5, 6, 11. 85 Tacitus, Historiae, εκδ. Παρισίων 1830, ΙΙΙ, 47. 86 Αρριανός, Περίπλους, 15. Ο Αρριανός διορίστηκε, το 130 μ. Χ., από τον αυτοκράτορα Αδριανό, διοικητής της Καππαδοκίας, μέχρι το 138 μ.χ. Το έργο του Περίπλους Ευξείνου Πόντου ήταν μια αναφορά προς τον Αδριανό, γραμμένη στα ελληνικά, προκειμένου να τον ενημερώσει για την κατάσταση που επικρατούσε σε επίκαιρα σημεία του Ευξείνου Πόντου. Ουσιαστικά, είχε χαρτογραφήσει ολόκληρη την περιοχή, αποκαλύπτοντας το μέγεθος της παρουσίας των Ελλήνων στην μαύρη θάλασσα του Ευξείνου Πόντου. Η λεπτομέρεια που μας παρέχει ο Αρριανός για την περιοχή, όχι μόνο της Γαζηλωνίτιδας, αλλά και ολοκλήρου του Πόντου, είναι μοναδική. 87 Ό. π. 88 Ό. π. 89 Ιεροκλέους, Συνέκδημος, εκδ. Honigman, Bruxelles 1939, 37, 701 3-702 2. 37, 703 1-5.64, 235.65, 241. 64, 234. O Iεροκλής, ο γραμματικός, συνέγραψε το έργο του πρίν το 535 μ.χ. 90 Μαρτυρία Κωνσταντινίδη Αντωνίου, Ε. Π. Μ., φάκελος αρχείου Γ. Αντωνιάδη. Μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου, αρχείο Γ. Αντωνιάδη. Μαρτυρία Κωστάχογλου Αβραάμ, Ε. Π. Μ., φάκελος αρχείου Γ. Αντωνιάδη. Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη, αρχείο Γ. Αντωνιάδη. Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας, αρχείο Γ. Αντωνιάδη. Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου, αρχείο Γ. Αντωνιάδη. 91 Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου. 92 Μαρτυρία Κωστάχογλου Αβραάμ. 21
5. Η Πρωτοχριστιανική Εκκλησία της Πάφρας Γαζηλώνας Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε πολύ νωρίς στον Πόντο. Η αποστολική παράδοση αναφέρει τον Απόστολο Ανδρέα, τον Πρωτόκλητο, πρώτο ιδρυτή των χριστιανικών κοινοτήτων. Το συναξάριο του Αποστόλου Ανδρέα εκθέτει ως εξής το πρώτο Ευαγγελικό κήρυγμα στην περιοχή της Αμισού : και πρώτα μεν Αμισός αυτόν υπεδέχετο, εν η συχνούς ευρηκώς τους μεν τα των Ελλήνων, τους δε και τα του Ιουδαϊσμού σέβοντας και της τοιαύτης δόξας και της θρησκείας λίαν αντεχομένους, φιλοξενία δε και απλότητι και το του ήθους ελευθερίω σφόδρα σεμνυνομένους, επιξενούταί τινι των τα Ιουδαϊκά σεβομένων ανδρί 93 Η χριστιανική κοινότητα προήλθε από την ελληνική και την ιουδαϊκή κοινότητα. Μετά την Αμισό, ο Απόστολος Ανδρέας μετέβη στην Τραπεζούντα, για τη διδαχή του Ευαγγελίου. Με δεδομένο ότι ο ποταμός Άλυς, όριζε τα Σινωπέων και Αμισηνών έργα 94, η Γαζηλωνίτιδα ανήκε στην Αμισό, γι αυτό ο Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος, θεωρείται ως ο πρώτος ιδρυτής της χριστιανικής κοινότητας της Γαζηλώνας. Αλλά και η Αμάσεια, στην ευρύτερη περιοχή, κατά την παράδοση, δέχτηκε το θείο κήρυγμα από τον Απόστολο Ανδρέα και τον Απόστολο Πέτρο. Ο Απόστολος Ανδρέας επισκέφτηκε και πάλι την Αμισό, κατά τη δεύτερη περιοδεία του στον Πόντο 95, για να επαναλάβει τη διδασκαλία του και να στηρίξει τη χριστιανική κοινότητα στη νέα θρησκεία, αλλά και να προσελκύσει σε αυτήν και άλλους κατοίκους της περιοχής. Στη συνέχεια μετέβη και, πάλι, στην Τραπεζούντα και από εκεί στη Νεοκαισάρεια, στα μεσόγεια του κεντροδυτικού Πόντου, για να διδάξει και να μυήσει στη νέα πίστη τους κατοίκους του Πόντου 96. Η ελληνική γλώσσα, η οποία ομιλούνταν τόσο στην Αμισό και την Γαζηλωνίτιδα, όσο και σε ολόκληρο τον Πόντο, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο για την διάδοση του Χριστιανισμού στην περιοχή. Ο Απόστολος Ανδρέας επέλεξε σαν πρώτη πόλη για την διδασκαλία του στον Πόντο την Αμισό, γιατί ήταν η κυρίαρχη παράλια πόλη, η οποία γνώριζε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, λόγω του εμπορίου της. Το εμπόριο γνώριζε άνθηση, διότι η Αμισός ήταν συγκοινωνιακός κόμβος, τόσο των παράλιων πόλεων του Πόντου, όσο και του χερσαίου δρόμου που οδηγούσε από την πάμφορη Γαζηλωνίτιδα και τη Θεμίσκυρα, προς το εσωτερικό όχι μόνο της Μικράς Ασίας, αλλά και ολόκληρης της Ανατολής. Μια τέτοια ασφαλής, λόγω του κάστρου της, πολυάνθρωπη και πολυπολιτισμική πόλη, προσφερόταν για την μεταφύτευση νέων ιδεών και θρησκειών. Η πρώτη επισκοπή στο δυτικό Πόντο ιδρύθηκε στην Αμάσεια, η οποία βρίσκεται στα μεσόγεια της Αμισού και της Γαζηλώνας. Σε αυτήν ανήκαν όλες οι χριστιανικές κοινότητες του δυτικού Πόντου. Κατά την παράδοση, πρώτος επίσκοπός της ήταν ο Νικήτας ή Νικήτιος, τον οποίο κατέστησε ο Απόστολος Πέτρος 97. Μεταξύ των ετών 235-240 μ. Χ., επίσκοπός της ήταν ο Φαίδιμος, και κατά το 270 μ. Χ. ο Αθηνόδωρος, ο οποίος ήταν αδελφός του επισκόπου Νεοκαισαρείας Γρηγορίου του Θεολόγου 98. 93 Κ. Δουκάκης, Μέγας Συναξαριστής, Αθήνα 1896, Νοέμβριος 30. 94 Αρριανός, Περίπλους, ό. π. 95 Δουκάκης, Συναξαριστής, Δεκέμβριος 18. 96 Μηναίον Νοεμβρίου, εκδ. Κωνσταντινουπόλεως 1843, 263, 265. Η Νεοκαισάρεια ήταν τα Κάβειρα, της εποχής των Μιθριδατών βασιλέων του Πόντου. 97 Β. Θ. Σταυρίδης, Επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996, 221. 98 Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Migne, Ε. Π. 7, 14.7, 28. Ό. π. 22
Ο αρχιεπίσκοπος Νεοκαισαρείας Γρηγόριος ο Θαυματουργός (210-270 μ. Χ.) 99, συνέστησε την Εκκλησία της Νεοκαισαρείας και θεωρείται ο θεμελιωτής της Εκκλησίας του Πολεμωνιακού Πόντου. Ο Πολεμωνιακός Πόντος, αυτήν την εποχή, περιελάμβανε ολόκληρο τον Πόντο και ήταν η ρωμαϊκή διάδοχη κατάσταση του Ποντιακού κράτους των Μιθριδατών. Τριχοτομήθηκε, λίγο αργότερα, επί Διοκλητιανού ( 284-310 μ.χ.) 100. Στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου του Θεολόγου Φιλοκαλία, το οποίο αποτελεί ένα είδος ανθολογίας των συγγραμμάτων του Ωριγένη, υπάρχει μια απαντητική επιστολή προς το Γρηγόριο το Θαυματουργό 101. Σε αυτήν την επιστολή, ο Ωριγένης συμβουλεύει το Γρηγόριο πώς μπορεί να εγκεντρίσει τον ελληνικό πολιτισμό στο Χριστιανισμό, χωρίς να περιπέσει σε πλάνη 102. Ο Γρηγόριος συμμορφώθηκε προς τις συστάσεις και τις υποθήκες του Ωριγένη χρησιμοποιώντας, εν πνεύματι Θεού, τον ελληνικό πολιτισμό στην χριστιανική λατρεία. Ο Ορθόδοξος χριστιανικός πολιτισμός ολοκληρώθηκε ακόμη περισσότερο, από τους τρείς μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και Οικουμενικούς διδασκάλους, Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Γρηγόριο Νύσσης καθιστώντας τον κοινό κτήμα όχι μόνο του Πόντου, αλλά και ολόκληρης της καθ ημάς Ανατολής. Ο Γρηγόριος αρνούνταν να χειροτονηθεί επίσκοπος, και ζούσε στα όρη και στις ερημιές. Ο αρχιεπίσκοπος Αμασείας Φαίδιμος, θεόθεν εξ αγίου πνεύματος 103, τον εξέλεξε επίσκοπο Νεοκαισαρείας, περί το 240 μ.χ., ενώ ακόμη μόναζε στα βουνά του Πόντου, εν ερημία και τριών ημερών οδόν του Φαιδίμου απέχοντα 104. Κατά τα έτη 250/251 μ. Χ., στο φοβερό διωγμό του Δεκίου, προκειμένου να παγιωθεί η χριστιανική κοινότητα, ο Γρηγόριος σύμβουλος γίνεται τη Εκκλησία μικρόν υποχωρήσας τη φοβερά προσβολή 105. Προέτρεψε τους χριστιανούς να φύγουν στα βουνά, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα, φοβούμενος των πολλών την ασθενή ανθρώπινη φύση. Ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός αντικατέστησε στον Πόντο τις εορτές των εθνικών, με χριστιανικές πανηγύρεις. Αντί των εθνικών εορτών Πανδίων, Διασίων και Διονυσίων, καθιέρωσε τις εορτές των αγίων Πέτρου και Παύλου, Θωμά, Λεοντίου, Παντελεήμονος και των άλλων μαρτύρων, αλλά και της Θεοτόκου και όλες τις εορτές που αναφέρονται στον Κύριο Ιησού Χριστό 106. Προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, αποφάσισε να περιέλθει όλόκληρη τη διευρυμένη έκταση της Εκκλησιαστικής Επαρχίας του, για να διαπιστώσει από κοντά το θρησκευτικό συναίσθημα των χριστιανών, αλλά και τον αριθμό των εθνικών που είχε απομείνει. Οι μεταγενέστεροι πατέρες της Εκκλησίας αναφέρουν ότι, ο Γρηγόριος, στην αρχή της 99 Ο άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και καταγόταν από πλούσιους εθνικούς γονείς. Μέχρι το θάνατο του πατέρα του, πέθανε όταν ο Γρηγόριος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ονομαζόταν Θεόδωρος. Όταν έγινε χριστιανός, μετονομάστηκε Γρηγόριος. Σπούδασε ελληνική και λατινική φιλολογία, ρητορική και νομικά. Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης γνώρισε το μεγάλο δάσκαλο της Εκκλησίας Ωριγένη, κατά το 233 μ.χ. Διδάχτηκε από αυτόν φιλοσοφία, θεολογία, διαλεκτική, φυσική, γεωμετρία και αστρονομία. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 17 Νοεμβρίου (Γρηγορίου Θαυματουργού, Εις Ωριγένην προσφωνητικός και πανηγυρικός, Migne Ε. Π. 10, 1064 Ε, 1065 Ε, 1065, 1072, 1077-1089). 100 Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, Migne Ε. Π. 46, 933-937. Ό. π., 88. 101 Ωριγένους,Προς Γρηγόριον επιστολή, Migne Ε. Π. 11, 88-92. 102 Ό. π., 91-92. 103 Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, Migne Ε. Π. 46, 908-909. 104 Ό. π. 105 Ό. π., 945, 948. 106 Θεοδωρήτου, Ελληνικών θεραπευτική μαθημάτων. Λόγος ή Περί της των μαρτύρων τιμής, Migne Ε. Π. 83, 1033. 23
ποιμαντορίας του, βρήκε μόνο δεκαεπτά χριστιανούς στην Επαρχία του, ενώ κατά το θάνατό του είχαν απομείνει μόνο δεκαεπτά εθνικοί 107. Ο Πόντος δοκιμάστηκε σκληρά κατά την περίοδο των φοβερών διωγμών των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-310 μ. Χ.) και Μαξιμιανού (286-310 μ. Χ.). Στον Έλληνα Λυσία είχε ανατεθεί η πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της Φρυγίας, Βιθυνίας, Παφλαγονίας και πάσης άλλης Ποντικής πόλεως και της επέκεινα του καθ ημάς Ταύρου κείσθαι γινωσκομένης 108. Σε αυτόν ανατέθηκε ο άγριος διωγμός των χριστιανών του Πόντου και ο σφαγιασμός τους. Περιέτρεχε προσωπικά και με μανία, τις πόλεις Αμάσεια, Αμισό, Νεοκαισάρεια, Τραπεζούντα, Σεβάστεια και όλες τις πόλεις όπου γνώριζε ότι υπήρχαν χριστιανοί. Στην περιοχή της Αμισού μαρτύρησαν το 290 μ. Χ. οι επτά παρθένες Αλεξάνδρεια, Ευφημία, Ευφρασία, Θεοδώρα, Ιουλιανή, Κλαυδία και Ματρώνα, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 20 Μαρτίου, καθώς και η Αγία Χαριτίνη. Το 306 μ.χ. μαρτύρησε στην Αμάσεια, τον τόπο της καταγωγής του, ο Θεόδωρος ο Τήρων, ο οποίος θεωρούνταν τοπικός άγιος 109. Τους άγριους και σκληρούς διωγμούς της Εκκλησίας τους διαδέχτηκε ο θρίαμβος της Εκκλησίας, καθαγιάζοντας το αίμα των μαρτύρων, που έρρευσε άφθονο τόσο στον Πόντο, όσο και σε ολόκληρη την Ανατολή. Κατά τη διάρκεια των φοβερών διωγμών, το 297 μ. Χ., επίσκοπος Αμασείας ήταν ο Μελέτιος, ενώ μεταξύ των ετών 314-322 μ. Χ. ο Βασιλεύς 110. Ο Βασιλεύς μόναζε στην Αμάσεια, στις αρχές του Δ μ. Χ. αιώνα. Ανακηρύχτηκε άγιος της Εκκλησίας μας και η μνήμη του τιμάται στις 26 Απριλίου 111. 107 Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, Migne Ε. Π. 46, 909, 953. 108 Παπαδόπουλος Κεραμεύς Α., Fontes Ηistoriae Imperii Trapezuntini, Petropoli 1897, 4-8. 109 Σταυρίδης, Ιστορία, 215. 110 Ό. π., 221. 111 Ό. π., 215. 24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Βυζαντινοί χρόνοι Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μ. Χ.), όλες οι πόλεις της Μικράς Ασίας ενσωματώθηκαν διοικητικά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η επαρχία του Διόσποντου, η μία από τις τρείς επαρχίες του Πόντου που αποτελούσαν την Ποντική Διοίκηση, μετονομάστηκε Ελενόποντος, προς τιμήν της Ελένης, της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου 1. Η επαρχία περιελάμβανε το δυτικό τμήμα του Πόντου, μέχρι τον ποταμό Θερρμώδοντα, είχε μητρόπολη την Αμάσεια και σε αυτήν υπάγονταν οι πόλεις Ίβωρα 2, Ευχάιτα, Ζήλα, Άνδραπα Ζάληχος ή Λεοντόπολις 3, Σινώπη και Αμισός 4. Η Ζάληχος ή Λεοντόπολις βρισκόταν αριστερά των εκβολών του ποταμού Άλυ, αποτελώντας περιοχή της Πάφρας στα νεώτερα χρόνια, ενώ δεξιά των εκβολών του Άλυ δεν αναφέρεται κάποια σημαντική πόλη, αν εξαιρέσουμε την Αμισό, η οποία απείχε περίπου εξήντα χιλιόμετρα. Διακόσια περίπου χρόνια μετά το πέρασμα του Αρριανού από την περιοχή του Άλυ, ο Ναύσταθμός, το Κωνώπιον και η Ευσήνη 5 δεν υπήρχαν ή, το σημαντικότερο, ήταν μικρά και ασήμαντα πολίσματα. Η δημιουργία της Λεοντοπόλεως προϋποθέτει την εκεί μετακίνηση των τοπικών πληθυσμών, πιθανόν εξαιτίας του νοσηρού κλίματος στις εκβολές του Άλυ και της ύπαρξης επιδημιών. Kατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Εποχή, ο Ελληνισμός είχε ριζώσει βαθιά στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου. Όλες οι πόλεις είχαν ελληνικό χαρακτήρα. Η καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας, από τους βασιλείς της Ελληνιστικής Εποχής, ήταν το κομβικό σημείο. Η αστικοποίηση του πληθυσμού ταυτιζόταν με τον ελληνικό πολιτισμό. Κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή συνεχίστηκε η αστικοποίηση. Οι πόλεις του Πόντου είχαν ελληνικό χαρακτήρα. Η ελληνική γλώσσα ήταν ένα διεθνές μέσο επικοινωνίας. Η εμφάνιση του Χριστιανισμού σηματοδότησε την ολοκληρωτική πορεία προς τον Ελληνισμό, γιατί ο Χριστιανισμός, κατ αρχήν, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ελληνικό ή εξελληνισμένο αστικό πληθυσμό και στη συνέχεια εξαπλώθηκε προς το λιγότερο εξελληνισμένο πληθυσμό της υπαίθρου. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, όχι μόνο ο Πόντος, αλλά και ολόκληρη η Μικρά Ασία μετατράπηκε σταδιακά σε επίκεντρο των Ελληνοφώνων και Ορθοδόξων χριστιανών. Η επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας στον Πόντο ήταν η ελληνική. Επιπλέον, η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα του εμπορίου. Η Εκκλησία και το εμπόριο έγιναν η αιτία να εμπεδωθεί η ελληνική γλωσσα και στην ύπαιθρο. Το έτος 535 μ. Χ., με τη Νεαρά του Ιουστινιανού της 16 ης Ιουλίου, οι δύο Πόντοι, ο Ελενόποντος και ο Πολεμωνιακός, ενώθηκαν σε μία επαρχία, η οποία έφερε το όνομα Ελενόποντος και υπαγόταν σε έναν Μοδετάτορα Αρμοστή. Είχε έδρα του τη Νεοκαισάρεια, έφερε τον τίτλο περίβλεπτος και περιβαλλόταν με ισχυρή 1 Ιεροκλέους, Συνέκδημος, 37, 69. 64, 234. 2 Στα τουρκικά ονομάζεται Τσόρουμ. 3 Στα τουρκικά ονομάζεται Αλάτσαμ. 4 Στα τουρκικά ονομάζεται Σάμσουν. 5 Αρριανός, Περίπλους, 15. 25
πολιτική και στρατιωτική εξουσία 6. Όμως, η διοικητική αυτή ένωση δεν έθιξε καθόλου την αυτονομία του κάθε Πόντου, έχοντας πάλι ο Ελενόποντος μητρόπολη την Αμάσεια και ο Πολεμωνιακός Πόντος τη Νεοκαισάρεια 7. Μεταξύ του 7 ου και 9 ου μ. Χ. αιώνα οι πόλεις του Ελενόποντου που βρίσκονταν σε ακμή ήταν η Αμάσεια, η Αμισός, η Σινώπη, τα Ίβωρα, η Άνδραπα 8, η Ζάληχος Λεοντόπολις και τα Ζήλα 9. Από αυτές, οι παράλιες πόλεις του δυτικού Πόντου, στις οποίες παρεμβάλλεται η Γαζηλώνα, ήταν η Αμισός, δεξιά των εκβολών του ποταμού Άλυ και η Ζάληχος-Λεοντόπολις με τη Σινώπη, αριστερά του ποταμού Άλυ. Την εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε διοικητικές περιφέρειες, τα λεγόμενα Θέματα, η Γαζηλώνα με την Αμισό υπαγόταν στη λεγόμενη Τρίτη Καππαδοκία, η οποία ονομαζόταν Θέμα Αρμενιακόν και περιελάμβανε τις πόλεις Αμισό, Αμάσεια, Νεοκαισάρεια, Ίβωρα, Άνδραπα, Ζάληχο και Σινώπη 10. Το 864 μ.χ., ο Άραβας εμίρης της Μελιτηνής Άμερ εκστράτευσε για τρίτη φορά στα εδάφη του Βυζαντίου, έχοντας μαζί του σαράντα χιλιάδες στρατό. Λεηλάτησε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά το Θέμα Αρμενιακόν και έφτασε μέχρι την παράλια Αμισό 11. Γεμάτος αλαζονεία, απληστία και βρισκόμενος σε κατάσταση παραλογισμού, μετά το κατόρθωμά του και την αιχμαλωσία πολύ μεγάλου πλήθους ανθρώπων, διέταξε τους στρατιώτες του να κόψουν ραβδιά από τα απέραντα παρθένα δάση της περιοχής, λέγοντας: ίνα τι αυτήν εύρωμεν ενθάδε; και ίνα τι μη περαιτέρω λεηλατούντες τους εγχωρίους προέβημεν; 12 Θεώρησε ότι, η θάλασσα του στάθηκε εμπόδιο για να λεηλατήσει και να λαφυραγωγήσει τον υπόλοιπο τόπο. Η επιτυχία του αυτή οφειλόταν στην παραμέληση των ανατολικών επαρχιών από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, και στο ότι, οι Βυζαντινοί δεν προέβαλλαν την παραμικρή αντίσταση. Εναντίον του Άμερ, ο Μιχαήλ Γ Παραπινάκης (842-867 μ.χ.) έστειλε τον στρατηγό Πετρωνά, ο οποίος με τις φράσεις: εν ετοιμότητι βασιλεύ, χρηματίζω την ενούσαν μοι αίματος δράκα υπέρ της σης βασιλείας και των ομοπίστων αποκενώσαι, αποδέχτηκε να αντιμετωπίσει τον εμίρη της Μελιτηνής και να χύσει το αίμα του για τον αυτοκράτορα και τους χριστιανούς. Ο Πετρωνάς, αδελφός της αυγούστας Θεοδώρας, συγκέντρωσε ένα μικρό αριθμό επιλέκτων και εκστράτευσε εναντίον του Άμερ. Οι αξιωματούχοι του εμίρη, αφού έμαθαν το σχέδιο του αυτοκράτορα, πρότειναν στον Άμερ να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, έχοντας ήδη πετύχει αυτό που κανείς μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει. Ο Άμερ είχε διαφορετική άποψη, γι αυτό έφυγε από την Αμισό, διάβηκε τον Άλυ και έσπευσε να συναντήσει το στρατηγό του Βυζαντίου στον Αβυσιανό, στη θέση Πόρσοντα 13 ή Λαλακάωντα 14, στα σύνορα της Παφλαγονίας και του Θέματος Αρμενιακόν. Στη μία πλευρά στρατοπέδευσε ο Άμερ και στην άλλη ο Πετρωνάς, ο οποίος τη νύχτα έστειλε έμπειρους στρατηγούς, που κατάφεραν να καταλάβουν την κορυφή του βουνού μετά από συμπλοκή με τους Άραβες. Κατόπιν ανέβηκε όλο το στράτευμα στο βουνό, και στη μάχη που 6 Ιουστινιανού, Νεαρά 31, εκδ. Ζach. von Lihgenthal, Lipsiae 1881, I, 191-199. Νεαρά 46, ό. π., Ι, 283. 7 Ιουστινιανού, Νεαρά 31, ό.π., 193. 8 Είναι η αρχαία Φαζημών, η επί Πομπηίου Νεάπολις, η επί Κλαυδίου Νεοκλαυδιανούπολις και η κατά τον 2 ο μ. Χ. αιώνα Άνδραπα. Στα τουρκικά ονομάζεται Βεζύρκιοπρου. 9 Σταυρίδης, Ιστορία, 216-218. 10 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί θεμάτων, εκδ. Βόννης 1840, Ι, 21. 11 Ιωσήφ Γενέσιος, Περί Βασιλειών, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994, Δ, 15. 12 Ό. π. 13 Ό. π. Σήμερα υπάρχει ένα χωριό, στην περιοχή Θέρμες Φαζημωνητών-Κάβζα, το οποίο ονομάζεται Πορσομπά. Πιθανόν να πρόκειται για παραφθορά του βυζαντινού ονόματός του. 14 Ό. π. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1998, ΧVΙ, 3. 26
επακολούθησε σκοτώθηκε αμέσως ο Άμερ από χριστιανικό μαχαίρι. Με το θάνατο του εμίρη διαλύθηκε το αραβικό στράτευμα και κατασφάγηκε. Γλίτωσε μόνον ο γιός του, με εκατό περίπου στρατιώτες, ο οποίος κατάφερε να περάσει από την αριστερή στην δεξιά όχθη του ποταμού Άλυ, όπου συνελήφθη από το Μαχαιρά, το μέραρχο του Χαρσιανού θέματος 15. Σημαντική ήταν η συνεισφορά των χριστιανών κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από τη σφαγή και τον όλεθρο του Άραβα εμίρη. Η αξία της νίκης αυτής, κυρίως, οφείλεται στο ότι η περιοχή γύρω από τον ποταμό Άλυ είναι ιδιαίτερα δύσβατη και απρόσιτη, λόγω του ανάγλυφου του εδάφους της. Μία μολύβδινη σφραγίδα της εποχής του Λέοντος Σοφού (886-912 μ. Χ.) είχε την επιγραφή: κουβουκ(λήσιος), ωριάρ(ιος) Αμινσού 16. Μία άλλη του 10 ου ή 12 ου μ. Χ. αιώνα είχε την επιγραφή: Χρηστοφόρω β(ασιλικω) κουμ(ε)ρκιαρίω Αμην(σού). Η ύπαρξη ωριαρίου και κουμερκιαρίου στην Αμισό, δηλαδή διευθυντή των δημοσίων σιταποθηκών και τελώνη αντίστοιχα, αποδεικνύει ότι το λιμάνι της Αμισού εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα σπουδαίο και κατά τη βυζαντινή περίοδο. Ο λόγος είναι προφανής, γιατί εξυπηρετούσε τόσο τις ανάγκες της γειτονικής περιοχής, της πάμφορης Γαζηλώνας, όσο και της Θεμίσκυρας. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (913-959 μ. Χ.) χαρακτήριζε το λιμάνι της Αμισού λιμάνι σιτηρών, από το οποίο διεξαγόταν πολλές εμπορικές συναλλαγές, ειδικά με την Περατεία 17. Αλλά και έναν αιώνα αργότερα, το 1059 μ.χ., η Αμισός συνέχιζε να είναι αξιόλογο λιμάνι, που επικοινωνούσε με τα λιμάνια του Καυκάσου 18. Επίσης, ο σημαντικότερος δρόμος, ο οποίος ένωνε τη βόρεια με τη νότια Μικρά Ασία, οδηγούσε από την Αμισό στην Αμάσεια, και έφτανε μέχρι την Καισάρεια, στο εσωτερικό της Ανατολής 19. Η Αμάσεια ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική πόλη στον Πόντο, γιατί κατείχε στρατηγική θέση και έλεγχε τα ορεινά περάσματα μεταξύ Πόντου και Μικράς Ασίας. Η ύπαιθρος χώρα της, παρά τα απόκρημνα βουνά της, είχε άφθονα νερά και ήταν εύφορη. Ακόμη, ήταν χτισμένη σε μεταλλοφόρο έδαφος και είχε αξιόλογα ορυχεία 20. Την ίδια εποχή, το Αρμενιακόν θέμα, στο οποίο υπαγόταν η Παύρα, η Αμισός και η Αμάσεια, μαζί με το Ανατολικόν και Θρακησίων, ήταν Θέματα Α Τάξης 21. Η αξία του ήταν ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο μεταξύ των ασιατικών θεμάτων, αλλά και των Ευρωπαϊκών, σε ένα σύνολο 25 θεμάτων. Ο στρατηγός του Αρμενιακού Θέματος αμοιβόταν με 40 λίβρες χρυσού, ενώ οι κατώτεροι αξιωματικοί και οι στρατιώτες είχαν πολύ μικρότερες αμοιβές 22. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (Malagert) το 1071 μ. Χ., τα τουρκικά φύλα δεν ενδιαφέρθηκαν να καταλάβουν τη Μικρά Ασία, επειδή συνέχιζε να τους προκαλεί δέος το όνομα της Αυτοκρατορίας, και γιατί είχαν εμφύλιες διαμάχες στη Μεσοποταμία. Τόσο ο δυτικός Πόντος, όσο και ο ανατολικός συνέχιζαν να ανήκουν 15 Γενέσιος, Βασιλειών, 15. 16 Anderson-Cumont-Grecorie, Studia Pontica, III Recueil des inscriptions grecques et latines du Pont et de l Armenie, Bruxelles 1910, 1-32. 17 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί Βασιλείου Τάξεως, εκδ. Μoravcik, R. Tenkis, Ουάσιγκτον 1967, 286-287. Περατεία είναι η Μαιώτιδα ή Χερσώνα ή Κριμαία. 18 P. Peeters, Histoires monastiques georginnes, Analecta Bollandianna, XXXVI-XXXVII (1917-1919) 121-122. 19 W. Ramsay, The Historical Geografy of Asia Minor, London 1890, 74. 20 Sp. Vryonis, The Question of the Byzantine Mines, Speculum, XXXVII (1962) 7-8. 21 Πορφυρογέννητος, Βασιλείου, ό. π., Ι 669, 696-697. 22 Ό. π. 27
στη Βυζαντινή αυτοκρατορία 23, παρά το γεγονός ότι η κίνηση στρατευμάτων στις ανατολικές επαρχίες ενείχε τον κίνδυνο επίθεσης από τους Τουρκομάνους. Η ύπαιθρος και οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλείς. Η επανάσταση του Ουρσέλιου έφερε τουρκικά φύλα στο δυτικό Πόντο. Ο Ουρσέλιος, θέλοντας να ιδρύσει ένα μικρό κράτος, εγκαταστάθηκε στο Αρμενιακόν Θέμα, αναγκάζοντάς τα να υποχωρήσουν, και κάνοντας επιδρομές κατά της Αμάσειας, της Νεοκαισάρειας και άλλων πόλεων του Πόντου, ανάγκασε τις πόλεις να του πληρώνουν φόρους 24. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Ζ Παραπινάκης έστειλε εναντίον του το νεαρό Αλέξιο Κομνηνό, με περίπου χίλιους στρατιώτες. Το 1074 μ. Χ., ο Αλέξιος, με τη βοήθεια του αμυρά Τουτάχ, ο οποίος δωροδοκήθηκε και παγίδεψε τον Ουρσέλιο, κατόρθωσε να τον συλλάβει και να επαναφέρει τις πόλεις στην κυριαρχία της Αυτοκρατορίας 25. Όταν ο Αλέξιος επέστρεφε από την Αμάσεια στην Κωνσταντινούπολη, με τον αιχμάλωτο Ουρσέλιο, σταμάτησε στην Κασταμονή για να επισκεφτεί τα πατρογονικά κτήματά του. Βία δ εκείθεν αποσπασθείς προς των επομένων απήει, ότε μικρού δείν ενηδρεύθη παρά των Τούρκων, ει μη ταχέως αυτόν οι περί αυτόν αποσπάσαντες συνέμιξαν τοις λοιποίς 26. Με δυσκολία απέφυγε την αιχμαλωσία από τους επιδρομείς Τούρκους, που βρίσκονταν στην περιοχή. Τα ίδια προβλήματα είχε και όταν έφτασε στο λιμάνι της Ηράκλειας του Πόντου, όταν του επιτέθηκαν και πάλι οι Τούρκοι. Ήταν γεγονός ότι, παρόλο που οι πόλεις βρίσκονταν πάλι στα χέρια των Ελλήνων, δεν υπήρχε καμία ασφάλεια στην ύπαιθρο, γιατί τα τουρκικά φύλα είχαν διεισδύσει βαθιά μέσα στην αυτοκρατορία. Όταν το 1081 μ. Χ. ο Αλέξιος έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου, διαφαινόταν ότι, η Μικρά Ασία θα χανόταν από την κυριαρχία του. Ο Αλέξιος για να αντιμετωπίσει τη Νορμανδική απειλή, το Ροβέρτο Γυισκάρδο από τη Δύση, αναγκάστηκε να συγκεντρώσει στρατιωτικές δυνάμεις από τις περιοχές της Ηράκλειας του Πόντου, της Παφλαγονίας, της Καππαδοκίας, του Χώματος και από άλλες ανατολικότερες περιοχές, από φρούρια και πόλεις, που αντιστέκονταν και που βρίσκονταν ακόμα υπό την κυριαρχία της Αυτοκρατορίας 27. Κατ αυτόν τον τρόπο, οι περιοχές αυτές αποδυναμώθηκαν, τα τουρκικά φύλα διείσδυσαν με ευκολία και ο Αλέξιος, σε μία προσπάθεια να τα απομακρύνει από την περιοχή της Νικομήδειας, συνέχιζε έναν μικρής έκτασης πόλεμο με τον εμίρη Σουλεϊμάν της Νίκαιας. Στο τέλος αναγκάστηκε να καταλήξει σε συμφωνία, για να στραφεί απερίσπαστος εναντίον του Γυισκάρδου 28. Τελικώς δεν μπόρεσε να επιβάλει τους όρους της συμφωνίας, και τα τουρκικά φύλα συνέχιζαν να κάνουν επιδρομές στην Προποντίδα και στο Βόσπορο 29. Ο Μαλίκ Σάχ Ντανισμέντ είχε δημιουργήσει ένα βασίλειο, αντίπαλο του Σουλεϊμάν της Νίκαιας, το οποίο περιελάμβανε τις πόλεις Μαλάτεια, Άγκυρα, Δαζημώνα-Κόμανα, Ευδοκιάδα, Νεοκαισάρεια, Γάγγρα και Αμάσεια, στις οποίες περιλαμβάνονταν περιοχές του Ίρη ποταμού, του Λύκου και του Άλυ 30. Ο εμίρης Καράτεκιν, υπό την άμεση εξουσία του Μαλίκ Σάχ, κατάκτησε και κράτησε για λίγο καιρό τη Σινώπη και τις γειτονικές πόλεις. Την περίοδο αυτή και η Παύρα, εκτός της φρουρίου-πόλης Αμισού, βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Ντανισμεντιδών. Το 1085 23 Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1997, 166-167. 24 Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1996, Β, 19. Ατταλειάτης, Ιστορία, 199-206. 25 Βρυέννιος, Ιστορία, Β, 22. Ατταλειάτης, Ιστορία, 199-206. 26 Βρυέννιος, Ιστορία, Β, 26. 27 Κομνηνή, Αλεξιάς, Ι, 31. 28 Ό. π., Ι, 136-138. 29 Ό. π., ΙΙ, 63. 30 M. Melikof, Danismend, Encyclopedia of Islam, 2 η έκδοση. 28
μ.χ., ωστόσο, οι παράλιες πόλεις του δυτικού Πόντου είχαν επανέλθει στην κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 31. Στα τέλη του 12 ου μ. Χ. αιώνα, οι Ντανισμεντίδες, αδυνατώντας να καταλάβουν την πόλη της Αμισού, ίδρυσαν στα ανατολικά της, στα τρία χιλιόμετρα, μια πόλη, την οποία ονόμασαν Νέα Αμισό. Οι ισλαμικές πηγές, όμως, όταν αναφέρονταν σε αυτήν την πόλη την αποκαλούσαν Samsun 32. Το 1101 μ. Χ., μια δύναμη Σταυροφόρων, με αρχηγό τους τον Raymond of St. Gilles, αποχωρώντας από την Αμάσεια, μετά την καταδίωξή τους από τους Ντανισμεντίδες Τούρκους, κατευθύνθηκε προς τη Σινώπη, δια μέσου της Παύρας. Κοντά στην Παύρα, τους κατέφθασαν και τους κατέσφαξαν. Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν έφυγαν από θαλάσσης προς τη Σινώπη 33. Στο δυτικό Πόντο, τον 12 ο μ. Χ. αιώνα, ο αγώνας για την επικράτηση του ισχυρότερου μεταξύ των Ελλήνων, Τουρκομάνων, Σελτζούκων και Ντανισμεντιδών ήταν άγριος και ακατάπαυστος. Τα ρευστά σύνορα καθορίζονταν μεταξύ Κλαυδιούπολης, Δάδυβρων 34, Κασταμονής, Γάγγρας, Δαζημώνος-Κομάνων, Οινόης, Παυράης 35 -Παύρας 36 και Αμάσειας 37. Η περιοχή της Γαζηλώνας, κατά το Στράβωνα, και του Ναυστάθμου, του Κωνωπίου και της Ευσήνης, κατά τον Αρριανό, για πρώτη φορά αναφέρεται ως Παύρα κατά το 12 ο μ.χ. αιώνα. Γίνεται φανερό ότι, στο πόλισμα που υπήρχε συγκεντρώθηκε αρκετός πληθυσμός, ώστε η Παύρα να θεωρείται πλέον σημαντική, καθώς βρισκόταν μέσα σε μια ιδιαίτερα εύφορη περιοχή, από τις μοναδικές στον νότιο Εύξεινο Πόντο. Επιπλέον, το γεγονός συνοδεύεται με την εμφάνιση των τουρκικών φύλων και τους άγριους αγώνες τους εναντίον των Ελλήνων, αλλά και τις εμφύλιες συρράξεις των εμίρηδων, που ανάγκασε τους Έλληνες κατοίκους της περιοχής να ιδρύσουν μια πόλη, έστω και μικρή, η οποία παρείχε ασφάλεια στους κατοίκους της. Το 1151 μ. Χ. ο Ντανισμεντίδης Yağibasan, αφού έκανε επιδρομή στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, κατέλαβε την Παύρα, αιχμαλώτισε και εξόρισε τους κατοίκους της, και επέστρεψε στη Σεβάστεια. Το 1160 μ. Χ. την κατέλαβε πάλι, ενώ ο Κιλίτς Αρσλάν προσπαθούσε να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνό 38. Όταν τα εδάφη των Ντανισμεντιδών τεμαχίστηκαν από τους διαδόχους τους, το σουλτανάτο των Σελτζούκων του Ικονίου εξελίχτηκε στη μεγαλύτερη δύναμη της Μικράς Ασίας, παρά το ότι ο Μανουήλ Κομνηνός (1143-11180 μ.χ.) είχε μεγάλες επιτυχίες επί του Κιλίτς Αρσλάν (1155-1192 μ.χ.) 39. Ο Κιλίτς Αρσλάν, προκειμένου να κερδίσει χρόνο, έστειλε μήνυμα στο Μανουήλ Κομνηνό, προτείνοντάς του να του παραδώσει ορισμένες πόλεις, με την προϋπόθεση, ότι ο αυτοκράτορας θα έστελνε στρατό για να τις έχει υπό την κυριαρχία του, φοβούμενος κατάληψή των από τους Τουρκομάνους. Ταυτόχρονα, υπό την πίεση του στρατού του, η Αμάσεια που βρισκόταν υπό την εξουσία του Σαχινσάχ και ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει την εξουσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος είχε αποφασίσει να εκδιώξει τους 31 Κομνηνή, Αλεξιάς, ΙΙ, 64-65. 32 Νικήτας Χωνιάτης, Ιστορία, εκδ. Βόννης 1835, 689. 33 Κομνηνή, Αλεξιάς, ΙΙ, 64-65. Osman Turan, Selçklular, 140. 34 Είναι η σημερινή Σαφράμπολη. 35 Όπως παραπομπή κεφ. α, 1. 36 Ό. π. 37 Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στην Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού, εκδ. ΜΙΤΕ, Αθήνα 2000, 106. 38 Osman Turan, Selçklular Zamaninda Türkiye, Ankara 1982, 189-201. Ό. π. 39 Ιωάννης Κίνναμος, Ιστορίαι, εκδ. Βόννης 1832, 36, 38-46. 29
Τουρκομάνους, αναγκάστηκε να δηλώσει υποταγή στον Κιλίτς Αρσλάν, δεχόμενος την φρουρά που απέστειλε 40. 2. Η Γαζηλώνα-Παύρα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους στις 13-4-1204. Το 1195 μ. Χ., ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ισαάκιος Άγγελος, ανίκανος να κυβερνήσει την αυτοκρατορία, έχασε το θρόνο του και, αφού τυφλώθηκε, παραμερίστηκε από τον ακόμη πιο ανίκανο και άθλιο αδερφό του Αλέξιο Γ Άγγελο. Ο δωδεκάχρονος Αλέξιος, γιός του εκθρονισμένου Ισαάκιου, διέφυγε στην Ιταλία και εκεί ζήτησε βοήθεια για τον τυφλωμένο και φυλακισμένο πατέρα του. Το 1203 μ.χ. ο εχθρικός στρατός των Σταυροφόρων εμφανίστηκε, μαζί με το νεαρό Αλέξιο, μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Μετά από σύντομη μάχη, ο σφετεριστής Αλέξιος Γ Άγγελος εγκατέλειψε το θρόνο και αποκαταστάθηκε ο τυφλωμένος Ισαάκιος Άγγελος, με συμβασιλέα το νεαρό γιό του Αλέξιο Δ. Ο στρατός των Σταυροφόρων απαίτησε μεγάλη αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που προσέφερε και έτσι, τόσο οι επανενθρονισμένοι άρχοντες, όσο και οι ξένοι, έγιναν αντικείμενο της γενικής κατάρας 41. Στην Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκαν ταραχές εναντίον των Σταυροφόρων. Ο λαός επαναστάτησε και ο Αλέξιος Ε Δούκας Μούρτζουφλος, γαμπρός σε κόρη του Αλεξίου Γ Αγγέλου, ανέβηκε στο θρόνο, αφού δολοφόνησε τους δύο συμβασιλείς, που έφεραν μέσα στην πρωτεύουσα τους Λατίνους, για να ξαναπάρουν το θρόνο τους 42. Οι Λατίνοι, βλέποντας ότι έχασαν την υποστήριξη που είχαν από τους δύο αυτοκράτορες που τους κάλεσαν, και αντιλαμβανόμενοι ότι, ο Μούρτζουφλος ήταν ηγέτης της αντιλατινικής κίνησης, δηλαδή εχθρός τους, αποφάσισαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Μετά από μια απελπιστική αντίσταση των κατοίκων της πρωτεύουσας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την κατέλαβαν στις 13 Απριλίου 1204 μ.χ. Μετά την άλωσή της, η Κωνσταντινούπολη υπέστη τρομερή και πρωτόγνωρη λεηλασία και καταστροφή. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ καταδίκασε με οξύτητα το γεγονός, αλλά είδε την άλωση και σαν έργο της Θείας Πρόνοιας, γιατί με αυτήν θα μπορούσε να αποκατασταθεί η εκκλησιαστική ενότητα, δηλαδή με την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας 43. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, δημιουργήθηκαν τρία ελληνικά κράτη γιατί υπήρχε το μεγάλο πρόβλημα, του πού θα ετίθετο το πολιτικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, καθώς και πού θα δημιουργούνταν και θα ενισχυόταν η ιδέα της ενότητας και της τάξης 44. Τα τρία ελληνικά κράτη, εκτός των Λατινικών, ήταν: 1. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, από τους Λασκαρίδες, στη δυτική Μικρά Ασία. 2. Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, από τους Κομνηνούς, στη Μαύρη Θάλασσα και 3. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, από τους Αγγέλους, στη Βόρεια Ελλάδα. 40 Ό. π., 292-293, 296. 41 Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική συγγραφή, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004, 2-3. J. P. Fallmerayer, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1984, 62. 42 A. A. Vasiliev, H Iστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, 324-1453, Α, 541. 43 Ακροπολίτης, Συγγραφή, 4-5. Vasilief, ό. π. 44 Vasiliev, ό. π., Β, 25-26. 30
Οι Μεγαλοκομνηνοί αυτοκράτορες της Τραπεζούντος προέρχονταν, απ ευθείας, από την οικογένεια των Κομνηνών της Κωνσταντινούπολης. Κοιτίδα των Κομνηνών ήταν η Κασταμονή 45 της Παφλαγονίας, η οποία κατελάμβανε το δυτικό τμήμα του Πόντου. Από εκεί ορμώμενοι, οι Κομνηνοί εγκαταστάθηκαν στην Κόμνη της Θράκης, απ όπου πήραν και το επώνυμό τους. Ο Αλέξιος Α Κομνηνός (1081-1118 μ.χ.), ενώ βασίλευε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Ζ, μετέβη στην Κασταμονή και επισκέφτηκε τον πύργο των προγόνων του, μετά την σύλληψη του επαναστάτη Ουρσέλιου. Ο Νικηφόρος Βρυένιος μας παραδίδει ως εξής το συναίσθημα του Αλεξίου Α όταν είδε τον πύργο των προγόνων του: εντός δε ταύτης γενόμενος και έρημον ταύτην των οικούντων ιδών δακρύων επληρούτο και στεναγμών 46 Ο Ιωάννης Β Κομνηνός, διάδοχος του Αλεξίου Α, τέλεσε μεγαλοπρεπή θρίαμβο όταν κατέλαβε την Κασταμονή, την οποία είχαν κυριεύσει οι Σελτζούκοι Τούρκοι. Αλάλαζαν τα πλήθη της Κωνσταντινούπολης, όταν η κοιτίδα των Κομνηνών περιήλθε στην κυριαρχία του Βυζαντίου 47. Οι ιδρυτές του κράτους των Μεγαλοκομνηνών στην Τραπεζούντα, Αλέξιος Α και Δαβίδ, ήταν παιδιά του σεβαστοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, ο οποίος είχε βρεί μαρτυρικό θάνατο, είχε κομματιαστεί από τον εξαγριωμένο όχλο, κατά την ανατροπή του αυτοκράτορα, πατέρα του Ανδρόνικου Α 48. Κατά το Μιχαήλ Πανάρετο, ο αυτοκρατορικός οίκος των Κομνηνών δεν εξοντώθηκε ολοκληρωτικά χάρις σε έξυπνες και προνοητικές ενέργειες της πριγκίπισσας Θάμαρ, κόρης του Ανδρόνικου Α 49. Τα παιδιά βρήκαν καταφύγιο στην Τιφλίδα, με τη συνοδεία και τη βοήθεια πιστών οπαδών της δυναστείας τους και κατόρθωσαν έτσι να παραμείνουν, μετά τον θάνατο του πατέρα, του θείου και του παππού τους, οι νόμιμοι κληρονόμοι του Βυζαντίου. Ο Αλέξιος Α Μεγαλοκομνηνός, τον Απρίλιο του 1204 μ. Χ., εισήλθε στην Τραπεζούντα με Ίβηρες (Γεωργιανούς) στρατιώτες, αλλά κυρίως με στρατιώτες από την Κωνσταντινούπολη, χωρίς οι Τραπεζούντιοι να προβάλουν αντίσταση. Ο τότε έπαρχος και δούκας της Τραπεζούντος Νικηφόρος Παλαιολόγος, διορισμένος από την Κωνσταντινούπολη, προσχώρησε στον Αλέξιο 50. Και οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών, προβλέποντας τους κινδύνους που διέτρεχαν εξαιτίας των Τούρκων και των Φράγκων, τον δέχτηκαν πρόθυμα ως νέο ηγεμόνα και νόμιμο κληρονόμο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η επικράτεια της νέας ηγεμονίας εκτεινόταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά σε μια μακριά λωρίδα και διακοπτόταν μόνο από τη θαλάσσια πόλη της Αμισού και από μερικές άλλες γειτονικές προς αυτήν περιοχές. Ο Έλληνας έπαρχος της Αμισού φάνηκε να θέλει να κρατήσει την ανεξαρτησία του έναντι της Τραπεζούντος 51. Είναι γεγονός ότι και άλλοι γηγενείς ηγεμόνες του Πόντου δε διέκειντο θετικά προς τους άρχοντες, οι οποίοι προέρχονταν από την 45 Ατταλειάτης, Ιστορία, 53. Κων. Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Κ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1932, Δ, β, 5. Υπάρχει και η άποψη ότι οι Κομνηνοί κατάγονταν από την Κόμνη της Θράκης και απέκτησαν κτήματα στην Κασταμονή της Παφλαγονίας ( Μιχαήλ Ψελλός, Εγκώμιον εις τον οσιώτατον κυρ Κωνσταντίνον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τον Λειχούδην, Σάθα Μ. Β. 4 (1874) 407 ). 46 Βρυέννιος, Ιστορία, κς. 47 Γ. Κανδηλάπτης, Οι Μεγάλοι Κομνηνοί, Θεσσαλονίκη 2000, 12. 48 Vasiliev, Ιστορία, 539. 49 Fallmerayer, Ιστορία, 62. 50 W. Miller, Τραπεζούντα, Θεσσαλονίκη 2002, 34. 51 Fallmerayer, Ιστορία, 75. 31
Κωνσταντινούπολη, αλλά και προς τον Αλέξιο. Το γεγονός αυτό θα πάρει μεγάλες διαστάσεις κατά την διάρκεια των 257 χρόνων της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, ο στρατηγός Σάββας, φρούραρχος και διοικητής της Αμισού,ανακήρυξε τον εαυτό του ανεξάρτητο ηγεμόνα, στηριζόμενος στην καλά οχυρωμένη θέση της πόλης, αλλά και στους πολλούς υπερασπιστές της. Ο Ακροπολίτης αναφέρει σχετικά: έτερος δε Σάββας τουπίκλην του άστεως εδέσποζε του Σαμψών και των πλησίον τυγχανόντων αυτώ. Παφλαγονίας δε πάσης εγκρατής ήν Δαυίδ, αδελφός ών Αλεξίου του της Τραπεζούντος κρατήσας 52. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, διάφοροι ηγεμόνες της αυτοκρατορίας ή και προύχοντες περιοχών, σφετερίζονταν την εξουσία της περιοχής που εξουσίαζαν, ως προσωπική τους επικράτεια. Μεταξύ αυτών και ο Σάββας, ο οποίος κυριαρχούσε στην Αμισό, με τις γύρω από αυτήν περιοχές, αυτές δηλαδή γύρω από την Αμισό, όπως η Παύρα και η Θεμίσκυρα. Όλη δε την Παφλαγονία την εξουσίαζε ο Δαβίδ, ο αδελφός του Αλεξίου Α Μεγαλοκομνηνού της Τραπεζούντος. Ο Ακροπολίτης αναφέρει την Αμισό ως Σαμψών 53, θέλοντας να δείξει ότι στην επικράτειά του ανήκε και η τουρκόπολη Σαμψών, η οποία ουσιαστικά ήταν μια εμπορική κοινότητα με εμπορικές αποθήκες, ανατολικά της Αμισού και σε μικρή απόσταση. Και σήμερα ακόμη, φαίνεται ότι, η απόσταση μεταξύ των δύο κάστρων ήταν περίπου 600 μέτρα 54. Το γεγονός ότι η περιοχή της Παύρας βρισκόταν υπό την κυριαρχία του ηγεμόνα Σάββα, το βεβαιώνει και ένα τραγούδι των κατοίκων της Πάφρας, το οποίο διασώθηκε μέχρι σήμερα και αφορά τον συντοπίτη τους υπερασπιστή της Αμισού 55. Όμορφα, πολύ όμορφα μαλλιά έχεις, με χρυσή χτένα τα χτενίζεις, Σάββα του Κωνσταντίνου. Όμορφα, πολύ όμορφα δάχτυλα έχεις, χρυσό δαχτυλίδι θέλουνε, Σάββα του Κωνσταντίνου. Όμορφους, πολύ όμορφους ώμους έχεις, μεταξένιο πουκάμισο θέλουνε, Σάββα του Κωνσταντίνου. Δυνατά, πολύ δυνατά πόδια έχεις, μεταξένιες κάλτσες θέλουνε, Σάββα του Κωνσταντίνου. Ένας ψηλός και όμορφος αξιωματικός έγινες, 52 Ακροπολίτης, Συγγραφή, 7. Η αξιοπιστία των πληροφοριών του Ακροπολίτη είναι τέτοια, που η Χρονική Συγγραφή αποτελεί τη βασικότερη πηγή πληροφοριών των ιστορικών γεγονότων του 13 ου μ. Χ. αιώνα, περίοδος της Λατινοκρατίας (1204-1261), της οποίας υπήρξε σύγχρονος. 53 Σαμψών, είναι παραφθορά του ονόματος Αμισός. Εις Αμισόν-Σαμψών, όπως εις την πόλιν Ισταμπούλ, εις Σμύρνην-Ισμύρ. 54 Από προσωπική ερευνητική αυτοψία μου τα έτη1998, 2004, 2006, 2008 και 2010. 55 Ανέκδοτο αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη. Ο Γ. Αντωνιάδης, νομικός, δάσκαλος και πολιτικός επιστήμων, από τη Νέα Μπάφρα Σερρών, ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένα με την καταγραφή και την συγκέντρωση στοιχείων από το δυτικό Πόντο και ιδιαίτερα από την Πάφρα, μου παρέδωσε μέρος του αρχείου του, στο οποίο περιλαμβάνεται και αυτό το τραγούδι. Είναι αφιερωμένο στον Παφραίο στρατηγό Σάββα του Κωνστανίνου (1170-1220 μ.χ.). Το τραγούδι είναι μεταφρασμένο από τα τουρκικά. Η περιοχή της Πάφρας, αλλά και ο δυτικός Πόντος, είχε διαφοροποιηθεί γλωσσικά την εποχή της τυραννίας των ντερέμπεηδων. Ο χειρότερος τύραννος της Πάφρας ήταν ο Χασάν Αλήμπεης (1670 μ. Χ.). Το τραγούδι συνοδεύεται από συγκεκριμένο χορευτικό σκοπό, ενώ πρόσφατα κυκλφόρησε και σε c.d. 32
σε κρατικές θέσεις έφτασες, Σάββα του Κωνσταντίνου. Στην Πάφρα για να έρθεις, επιθυμία εξέφρασες, κράτος να κάνεις ήθελες, Σάββα του Κωνσταντίνου. Η Αμισός εκείνη την εποχή ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολής, μετά το λιμάνι του Γαλατά της Κωνσταντινούπολης. Την εμπορική σημασία αυτού του λιμανιού την αντιλήφθηκαν από πολύ νωρίς οι Σελτζούκοι, οι οποίοι εγκατέστησαν εκεί εμπορική κοινότητα, όταν στα τέλη του 12 ου μ. Χ. αιώνα φαίνεται να έχουν καταλάβει την περιοχή με τον Κιλίτς Αρσλάν ΙΙ, όχι όμως και την πόλη 56. Το 1185 μ.χ., η ηγεμονία του Αρσλάν (1155-1192 μ. Χ.) διαμοιράστηκε στους ένδεκα γιούς του και η περιοχή της Αμισού δόθηκε στον γιό του Rukn al Din, με κέντρο της επικράτειάς του την Ευδοκιάδα (Τοκάτη) 57. Ότι η Αμισός με την περιοχή της, λίγα χρόνια αργότερα, ανήκε στο Σάββα, αλλά ακόμη και το γεγονός ότι ο ηγεμόνας Σάββας, όταν δέχτηκε επίθεση από τον Αλέξιο (1206 μ.χ.), ζήτησε τη συνδρομή του σουλτάνου του Ικονίου Keykavus, δείχνει ότι οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Σελτζούκων ήταν χαλαρές. Η Αμισός ήταν το επίνειο ολόκληρου του κράτους των Σελτζουκιδών. Ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας γι αυτούς να θέλουν να διατηρήσουν, πάση θυσία, ανοιχτό το δρόμο του ζωτικού γι αυτούς εμπορίου προς το σπουδαιότερο λιμάνι του Ευξείνου Πόντου, αυτήν την εποχή. Η περιοχή της Παύρας, σε αντίθεση με την Αμισό, δεν είχε κατοικηθεί από τουρκικά φύλα, εκτός από λίγους Τουρκμένιους 58, μέχρι το 1700 μ.χ., την εποχή των ντερέμπεηδων 59. Ο ηγεμόνας Σάββας 60, προβλέποντας τις ορέξεις των τουρκικών φύλων και αντιλαμβανόμενος ότι δεν ήταν δυνατό να στηρίζεται μόνο στις δικές του δυνάμεις, παρά την καλή οχύρωση της πόλης, προτίμησε να γίνει υποτελής του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεοδώρου Λάσκαρη, ο οποίος θα μπορούσε να υπερασπιστεί ολόκληρη την περιοχή όχι μόνον κατά του Αλεξίου, αλλά και του σουλτάνου του Ικονίου. Ο Σάββας οδηγήθηκε στην απόφασή του αυτή μετά την ήττα του στρατηγού Συνναδινού και την αιχμαλωσία του, στον Όλυμπο της Βιθυνίας, τον οποίο είχε στείλει ο Δαβίδ Μεγαλοκομνηνός εναντίον του στη Νικομήδεια 61. Ο Λάσκαρης, στη συνέχεια, κατέλαβε την Ηράκλεια του Πόντου και όλη την Παφλαγονία εκτός από τη Σινώπη, και έτσι από το 1211 μ. Χ. γειτόνευε με την επικράτεια της Αμισού. Ο 56 Fallmerayer, Ιστορία, ό.π. 57 Besim Darkot, Samsun, Islam Ansiklopedisi C.X., sayfa 174. 58 Antony Bryer, The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos, Washington 1985, 89-91. 59 Ν. Κυνηγόπουλος, Πάφρα του Πόντου η Χώρα των Γενναίων, Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1991, 80-91. 60 Σάββας Ασιδηνός. Υπάρχει μία αναφορά για κάποιον Σάββα Ασιδηνό (1259 ή 1274 μ.χ.), ο οποίος πιθανόν να ήταν ο αναφερόμενος από τον Γ. Ακροπολίτη ως ο ηγεμόνας Σάββας του Σαμψών, η οποία όμως δεν ευσταθεί, παρά τα αληθοφανή στοιχεία της. Η αναφορά σχετίζεται με μια πόλη, στη νότια πλαγιά της Μυκάλης, όπου υπάρχει ένα χωριό Samsun Kale(si). Υπάρχουν πολλά κενά τόσο όσον αφορά την πραγματική κατάσταση, με βάση την οποία ο Θεόδωρος Λάσκαρης έγινε κύριος της Αμισού, όσο και με το επώνυμό του, αλλά και με τα έτη της ηγεμονίας του. (P. Orgels, Sabas Asidenos, dynaste de Sampson, Byzantion, X (1935) 67-80). Τόσο τα υπάρχοντα επιστημονικά στοιχεία, όσο και η παράδοση της γειτονικής Παύρας Πάφρας, συναινούν στην υπάρχουσα ήδη κατάσταση. Η επέλαση των τουρκικών νομαδικών φύλων ανάγκασε όλους τους κατοίκους της περιοχής Αμισού, εκτός ελαχίστων, να καταλήξουν στα παρθένα δάση της Παύρας. 61 Fallmerayer, Ιστορία, 81. Ο Δαβίδ Μεγαλοκομνηνός, λίγο πριν αποθάνει, εκάρη μοναχός, περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα και μετονομάσθηκε Δανιήλ. Μήνα Δεκεμβρίου ιγ ημέρα Ε ινδ. α εν έτει ςψκα (1213 μ. Χ.) εκοιμήθει ο μέγας Κομνηνός κύριος Δαβίδ, ο διά του θείου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείς Δανιήλ μοναχός. Αυτό μαρτυρείται στο φ. 294 α του 760 χειρόγραφου κώδικα του ψαλτηρίου της Μονής Βατοπεδίου (Χρύσανθος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, Α.Π. 4-5 (1933) 355). 33
Ακροπολίτης μας παραδίδει το γεγονός ως εξής:...τον Σάββαν ευχερώς μετήλθε καντεύθεν εδέσποζε αδεώς 62... Επί των διαδόχων αυτοκρατόρων του Λάσκαρη, η επικυριαρχία αυτή μεταβλήθηκε σε πραγματική κατοχή μέχρι το 1261 μ.χ., οπότε με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Ιωάννη Η Παλαιολόγο, η Αμισός με την περιοχή της περιήλθε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελώντας μέρος της βυζαντινής επικράτειας. Παρ όλα αυτά, η Αμισός με την περιοχή της φαίνεται να βρίσκεται άλλοτε στα χέρια των Σελτζούκων, άλλοτε των Βυζαντινών και άλλοτε των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντος 63, με μήλο της έριδος, πέρα από την εύφορη επικράτεια της, το λιμάνι της Αμισού. Ακόμη και με την εισβολή των Μογγόλων στην Ασία, μετά την μάχη του Κιοσένταγ στις 26 Ιουνίου 1243 64 μ.χ. και τον κατακερματισμό του Σελτσουκικού κράτους, η Αμισός εξαρτόταν απ ευθείας από τους Μογγόλους του Χάν της Περσίας. Η Παύρα από το 1277 μ. Χ. είχε περιπέσει σε αφάνεια, και είχε αποχωριστεί οριστικά από την Αμισό 65. 3. Η Εκκλησία της Γαζηλώνας-Παύρας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους Τους σφοδρούς διωγμούς τους διαδέχτηκε ο θρίαμβος της Εκκλησίας. Το αίμα των μαρτύρων, το οποίο έρρευσε άφθονο καθ όλη τη διάρκεια των διωγμών, λειτούργησε καταλυτικά και οδήγησε την Εκκλησία σε ειρήνη και ελευθερία. Η κρίσιμη πάλη μεταξύ Εθνισμού και Χριστιανισμού είχε τελειώσει. Στην συγκληθείσα από το Μέγα Κωνσταντίνο Α Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ. Χ. συμμετείχαν ένδεκα επίσκοποι, από τις πόλεις του Πόντου, μεταξύ των οποίων ο Αμασείας Ευτυχιανός, ο Τραπεζούντος Δόμνος, ο Ζήλων Ηράκλειος, ο Νεοκαισαρείας Λογγίνος, ο Κομάνων Ελπίδιος 66. Οι μετέχοντες σε αυτήν θεοφόροι πατέρες διακρίνονταν για τη σοφία του λόγου τους, για την ταπεινότητα, αλλά και για την καρτερικότητά τους 67. Πολλοί από αυτούς διακρίνονταν για το αποστολικό τους χάρισμα, πολλοί έφεραν πάνω τους τα στίγματα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Είχαν δηλαδή νεκρά τα κινητικά νεύρα των αρθρώσεών τους, εξορυγμένους οφθαλμούς και κομμένες τις αγκύλες των δεξιών χεριών τους 68. Οι θεοφόροι πατέρες εβεβαίωσαν το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος, συνυπέγραψαν το Σύμβολο της Πίστεως και αναθεμάτισαν τις αιρετικές θέσεις των Αρείου, Σαβελλίου, Φωτεινού, Παύλου του Σαμοσατέως, Μάνεντος, Ουαλεντίνου και Μαρκίωνος 69. 62 Ακροπολίτης, Συγγραφή, ό. π. 63 Μιχαήλ Πανάρετος, Περί των Μεγάλων Κομνηνών, κατά τον Μαρκιανό κώδικα, J. P. Fallmerayer, Αυθεντικά κείμενα Χρονικά Επιγραφές, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002, 147, 153-261. 64 E. Dolger, Regesten der Kaiserurkunden des ostromischen Reiches, Μόναχο Βερολίνο 1924, 1776. 65 Bryer, Pontos, 91. 66 H. Gelger, Patrum Nikaenorum Nomina, Lipsiae 1898, LXII cap.xi. Καλλινίκου Δεληκάνη, Η Α εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, 103. 67 Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Migne, Ε. Π. 3, 9. 68 Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Migne, Ε. Π. 82, 1, 6. 69 Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio, β εκδ. Παρίσιοι (1853-1915), 2, 742. 34
Την εποχή αυτή, η Εκκλησία αναπτυσσόταν, αλλά και περιοριζόταν στις πόλεις. Η εκκλησιαστική νομοθεσία διευκρινίζει ότι, ο διορισμός επισκόπου σε έναν τόπο εξαρτόταν αποκλειστικά και μόνον από το πλήθος των κατοίκων της. Επίσκοποι χειροτονούνταν σε πολυάνθρωπες πόλεις. Δεν μπορούσε να διοριστεί επίσκοπος σε ολίγην πόλιν και κώμην 70. Η οργάνωση της Εκκλησίας στην επαρχία διαμορφώθηκε σε παλαιότερους αιώνες, με βάση την αυτοκρατορική οργάνωση και έτσι η πόλη ή η αρχαία πόλις γινόταν έδρα της επισκοπής. Υπολογίζεται ότι ο μέσος όρος του πληθυσμού μιας πόλης κυμαινόταν μεταξύ 10.000 και 35.000 κατοίκων 71. Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος καυχόταν ότι από τον επίσκοπο Νεοκαισαρείας Γρηγόριο διδάχτηκε τη Θεολογία, πρωτοστάτησε να συγκληθεί στα Ζήλα του Πόντου η σύνοδος των Εκκλησιών του Πόντου 72. Με επιστολές που απέστειλε σε όλους τους επισκόπους των παραλίων του Πόντου συνήλθε κατά το 364-365 μ. Χ. η σύνοδος των Ζήλων. Σκοπός της συνόδου αυτής ήταν να διατηρηθεί αλώβητη η διδασκαλία και η παράδοση του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, αλλά και να παραμείνει αδιάσειστος ο από αυτόν θεμελιωθείς Ορθόδοξος χριστιανικός πολιτισμός. Προσπάθησε, επίσης, να επαναφέρει την αρχαία συνήθεια των πανηγύρεων, η οποία είχε περιέλθει σε αχρηστία, και κατά την οποία τιμούνταν οι μάρτυρες της πίστης. Παράλληλα, οι επίσκοποι θα έπρεπε να συσκέπτονται και να συζητούν τα προς οικοδομήν των πιστών 73. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνταν και οι άλλοι δύο μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και οικουμενικοί διδάσκαλοι, Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου Γρηγόριος ο Νύσσης, προσπαθώντας να στηρίζουν στον Πόντο το από το Μέγα Γρηγόριο εμφυσηθέν Ορθόδοξο πνεύμα. Κατά το δεύτερο τέταρτο του 5 ου μ. Χ. αιώνα (434-435) εμφανίζεται η επισκοπή Ανδράπων 74. Η Άνδραπα βρισκόταν στο εσωτερικό της Γαζηλωνίτιδας, και ήταν όμορη προς αυτήν. Σε μνημείο που υπήρχε, μισή ώρα έξω από την πόλη, γίνεται μνεία για τον επίσκοπο Παράλιο, ο οποίος έλαβε μέρος στην Γ Οικουμενική Σύνοδο και υπέγραψε την καθαίρεση του Νεστορίου ως Παράλιος ελέω Θεού επίσκοπος Ανδραπηνών 75. Στην Σύνοδο της Χαλκηδόνος, κατά το 451 μ. Χ., όπου συνήλθε η Δ Οικουμενική Σύνοδος, παρίσταντο μεταξύ πολλών άλλων επισκόπων του Πόντου ο Αμασείας Σέλευκος, ο Τραπεζούντος Ατάρβιος, ο Σινώπης Αντίοχος, ο διάκονος Ολύμπιος επέχων τον τόπον Αντωνίου επισκόπου Αμισού, ο διάκονος Ευχάριος επέχων τον τόπον Παραλίου επισκόπου Ανδράπων, ο Ζήλων Αττικός, ο Κερασούντος Γρατιδιανός 76. Αυτήν την εποχή, η περιοχή της Γαζηλωνίτιδας περικλειόταν από τέσσερις επισκοπές, εκ των οποίων η επισκοπή Αμασείας ήταν η αρχαιότερη. Οι τρείς νεώτερες ήταν: η επισκοπή Αμισού στα ανατολικά της, η επισκοπή Ανδράπων στα νότια και μεσόγειά της και η επισκοπή Σινώπης στα δυτικά της. Η περιοχή της Γαζηλωνίτιδας, με το Ναύσταθμο, το Κωνωπείον και τα υπόλοιπα πολίσματα, υπαγόταν στην επισκοπή Αμισού. Οι αιρέσεις, που κατά περιόδους συντάραξαν την καθ ημάς Ανατολή, δε βρήκαν εύφορο έδαφος στον Πόντο για να αναπτυχθούν. Κατά τη μαρτυρία του Θεοδωρήτου, επισκόπου Κύρου (423-460 μ. Χ.), ο Πόντος παρέμεινε ανέπαφος από 70 Βρυώνης, Μικρά Ασία, 29. 71 Ό. π., 30-31. 72 Βασιλείου του Μεγάλου, Επιστολή 251 τοις Ευαισηνοίς, Migne, Ε. Π. 32, 937. 73 Βασιλείου του Μεγάλου, Επιστολή 270 Επισκόποις της Ποντικής διοικήσεως, Migne, Ε. Π. 32, 940. 74 Η πόλις Άνδραπα αναφέρεται από το 2 ο μ. Χ. αιώνα και συνέχιζε να υπάρχει καθ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 75 Ανωνύμου, Η πόλις Άνδραπα, Α. Π. 13 (1948) 134-136. 76 Mansi, Collectio, 6, 564-573. 35
την αίρεση των Μοντανιστών, Ναυατιανών και Τεσσαρεσκαιδεκατιστών. Ούτε γαρ Πολεμωνιακός Πόντος, ούθ Ελενόποντος τάσδε τας αιρέσεις εδέξαντο 77. Το Ορθόδοξο πνεύμα που ενεφύσησε ο Μέγας Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νεοκαισαρείας και στη συνέχεια οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και οικουμενικοί διδάσκαλοι, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Νύσσης ήταν το στήριγμα των πιστών και το εφαλτήριο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε ο χριστιανισμός. Ο μοναχισμός βρισκόταν σε ακμή στην Αμάσεια, στις αρχές του Ε μ. Χ. αιώνα. Περίφημη ήταν η μονή Σελεύκου και Μελετίου, η οποία έλαβε το όνομά της από τους δύο ηγουμένους που ανήλθαν στον επισκοπικό θρόνο της Αμάσειας στις αρχές του 6 ου μ. Χ. αιώνα (515-553). Τιμώνται ως άγιοι από την Εκκλησία στις 5 Απριλίου 78. Τρίτος ηγούμενος της μονής, ο οποίος ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο και κατόπιν στον οικουμενικό θρόνο, ήταν ο Ευτύχιος 552-565 και 577-582 79. Ως άγιος της Εκκλησίας τιμάται και ο επίσκοπός της Αστέριος (380-410 μ. Χ.). Μία συνοδική επιστολή από την επαρχία Ελενόποντου προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Α, το 457 μ. Χ., την υπογράφουν ο επίσκοπος Αμισού Ερυθραίος και ο επίσκοπος Ανδραπηνών Παύλος. Από το 574-602 μ. Χ. επίσκοπος Αμισού ήταν ο Φλώρος, τον οποίο λόγω της μεγάλης του αρετής και της υποδειγματικής ασκητικής ζωής του οι κάτοικοι της Αμισού τον άρπαξαν και δια βοής τον χειροτόνησαν επίσκοπό τους. Ανακηρύχθηκε άγιος από την Εκκλησία, έχει θαυματουργήσει πολλές φορές και η μνήμη του τιμάται στις 18 Δεκεμβρίου 80. Στην ΣΤ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συνήλθε κατά το 680-681 μ. Χ. στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο IV, έλαβαν μέρος και υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου, μεταξύ άλλων, ο Ιωάννης ως ελάχιστος επίσκοπος Αμασέων, ο Τιβέριος ελέω Θεού επίσκοπος Αμισού και ο Ιωάννης ελέω Θεού επίσκοπος πόλεως Ανδραπηνών 81. Στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο έλαβαν μέρος και υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου, μεταξύ άλλων, ο Θεόδωρος επίσκοπος Αμασείας, ο Γεώργιος επίσκοπος Ζήλων, ο Γεώργιος επίσκοπος Ιωνοπόλεως και ο Σέργιος ελάχιστος επίσκοπος Ανδράπων 82. Στην Ζ Οικουμενική Σύνοδο (787 μ. Χ.) έλαβαν μέρος, μεταξύ άλλων, ο Λέων επίσκοπος Αμισού, ο Δανιήλ επίσκοπος Αμασείας, ο Κωνσταντίνος επίσκοπος Ζήλων, Γρηγόριος ο οσιότατος επίσκοπος Σινώπης, ενώ ο επίσκοπος Ανδράπων Θεόδωρος αντιπροσωπεύτηκε από τον διάκονο Μαρίνο 83. Στην επί Φωτίου Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 878 μ. Χ. παρέστησαν και εξεφράσθησαν υπέρ του Πατριάρχου, μεταξύ άλλων, ο επίσκοπος Αμισού Βασίλειος και ο Αντώνιος ή Αντίοχος επίσκοπος Ανδράπων 84. Κατά το 10 ο μ. Χ. αιώνα, η Εκκλησία αναγνώρισε άγιο τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιο Γ, τον Στουδίτη (910-990 μ. Χ.), ο οποίος καταγόταν από την Παύρα 85. Γίνεται φανερό ότι, ο χριστιανισμός ανθούσε αυτήν την εποχή στη μικρή και άσημη τότε πόλη. Η θεμελίωση στην Αμισό της μονής της Γεννήσεως του Χριστού (Μονή της Γέννας), στα μέσα του 11 ου αιώνα, από το 77 Θεοδωρήτου Κύρου, Περί αιρετικής κακομυθίας, Migne, Ε. Π. 83, 409. 78 Σταυρίδης, Ιστορία, 216. 79 Ό. π. 80 Μοναχής Μαγδαληνής, Οι άγιοι του Πόντου, Δεκέμβριος, 18. 81 Πρακτικά των αγίων και Οικουμενικών Συνόδων, εκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου, Γ (1986) 146-150. 82 Ό. π., 194-198. 83 Mansi, Collectio, 12, 13, 137, 384, 994, 1154. Ό. π., 254. 84 Ανωνύμου, Άνδραπα, 136. 85 Γ. Αντωνιάδης- Θ. Αντωνιάδης, Οι άγιοι της Πάφρας του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1998, 74-84. 36
μετέπειτα μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα, αποτελεί δείγμα της άνθησης αυτής στην περιοχή 86 Ο Ιωάννης Μαυρόπους ήταν μεγάλη μορφή της Εκκλησίας, με υψηλή παιδεία, σημαντική θέση στα ανάκτορα και ασκούσε αποφασιστική επιρροή στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ Μονομάχο (1042-1055). Ο Ιωάννης Μαυρόπους ήταν ο εμπνευστής και συντάκτης της Νεαράς του 1047, η οποία αφορούσε την αναδιάρθρωση των νομικών σπουδών, και που στο πρώτο από τα χωρία της τόνιζε τη σημασία της δικαιοσύνης για τη σωστή διακυβέρνηση ενός κράτους. Ήταν από τους άνδρες που, στην εποχή του, συνέβαλαν στις γενναίες επεμβάσεις στο χώρο της εκπαίδευσης. Ο Μιχαήλ Ψελλός, σε εγκώμιο που απευθύνη προς τον Μαυρόποδα, τον επαινεί, μεταξύ άλλων, για το σπουδαίο πνευματικό έργο του να φέρει στους κόλπους της Εκκλησίας όλους τους χειρώνακτες και τους τεχνίτες 87. Στα τέλη του 11 ου αιώνα, ο Δωρόθεος ο Νέος ίδρυσε τη μονή της Αγίας Τριάδος, σε λόφο πάνω από την Αμισό. Ο Δωρόθεος ο Νέος ασκήθηκε στο μοναχικό βίο, στη Μονή της Γεννήσεως του Χριστού (Μονή της Γένας), από τον ιδρυτή και ηγούμενό της Ιωάννη Μαυρόποδα. Μέχρι το θάνατό του, διακρίθηκε για την άσκηση και την αρετή του. Κατά τις τελευταίες στιγμές του μοναχικού βίου του ύπνωσεν ύπνον όντως ου θάνατον 88. Παρά τη μη ύπαρξη επίσημων στοιχείων, την εποχή αυτή λειτούργησε και η σπηλαιώδης μονή της Παναγίας, στο βουνό Νεπιέν της Παύρας. Και αυτό, όπως και το μέχρι σήμερα σωζόμενο μοναστήρι δυτικά της Αμισού, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, είναι σπηλαιώδες, απόκρημνο και με την ίδια τεχνοτροπία. Παρά τη μη ύπαρξη άλλων στοιχείων, σχετικά με την ονομασία του, το μοναστήρι αυτό είναι η μονή της Γέννησης του Χριστού. Κάποια υπόνοια, ότι μπορεί να είναι του Αγίου Πέτρου, δεν ευσταθεί, γιατί δεν υπάρχει στην περιοχή αναφορά για την ύπαρξη μονής με αυτήν την ονομασία. Από τα πρακτικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ξεκινώντας από τον Ι αιώνα, πληροφορούμαστε ότι στην επαρχία Ελενόποντου, της μητροπόλεως Αμασείας, υπάγονταν οι πόλεις Αμάσεια, Αμινσός, Σινώπη, Ίβωρα (Πιμώλισσα), Άνδραπα, Ζάληχα 89 (Λεοντόπολις) και Ζήλα, οι οποίες είχαν αντίστοιχα τον επίσκοπό τους 90. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τον 13 ο μ. Χ. αιώνα με ελάχιστες διαφορές. Κατά τα τέλη του 8 ου και αρχές του 9 ου μ. Χ. αιώνα προστέθηκε η επισκοπή Ακολμιζήνων, η οποία στη συνέχεια έπαψε να αναφέρεται. Κατά το 10 ο αιώνα δεν αναφέρεται η επισκοπή Ζήλων, ενώ συνεχίζει να υπάρχει στη συνέχεια. Επίσης, κατά το 12 ο και 13 ο μ. Χ. αιώνα (Τακτικό 13) στις επτά επισκοπές της μητροπόλεως Αμασείας περιλαμβάνεται και η Αρμενία 91. Η τάξη πρωτοκαθεδρίας των επισκόπων, υπό το μητροπολίτη Αμασείας, είχε ως εξής: 1. Ο Αμισού 86 Ιωάννου, μητροπολίτου Ευχαΐτων, Υπόμνημα εις τον άγιον Δωρόθεον τον Νέον, Bolland. Acta Sanctorum, Α, Junii, 596-597. 87 Απ. Καρπόζηλος, Συμβολή στη μελέτη του βίου και του έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής, Δωδώνη: Παράρτημα αρίθμ 18, Ιωάννινα 1982. 88 Ιωάννου, ό. π., 598-599. 89 Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικό ζάλη, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει την τρικυμία, την καταιγίδα, και μεταφορικά τη στενοχώρια. Ζάληχος είναι ο τρικυμμιώδης και με καταιγίδες τόπος. Η πόλη ήταν παραθαλάσσια και βρισκόταν δυτικά των εκβολών του ποταμού Άλυ, σε απόσταση 25 χιλιομέτρων. Η τουρκική ονομασία της πόλης είναι Αλάτσαμ. 90 Σταυρίδης, Ιστορία, 216. 91 Ό. π., 216-218. 37
2. Ο Σινώπης 3. Ο Ιβώρων (Πιμωλίσσης) 4. Ο Ανδράπων 5. Ο Ζαλήχου (Λεοντοπόλεως) 6. Ο Ζήλων 92. Τα ονόματα των σωζόμενων επισκόπων Αμασείας, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, είναι τα εξής: 1. Ευτύχιος ή Ευτυχιανός 325 μ. Χ. 2. Ευλάλιος 343 μ. Χ. 3. Βασίλειος 347-354 μ. Χ. 4. Ευλάβιος 360 μ. Χ. 5.Ευσέβιος - 6. Μάρκελος 378 μ. Χ. 7. Αστέριος 380-410 μ. Χ. 8. Παλλάδιος 431 μ. Χ. 9. Σέλευκος 448-449, 451, 456 μ. Χ. 10. Μάμας 491-518 μ. Χ. 11. Μελέτιος / Σέλευκος 515-553 μ. Χ. 12. Στέφανος 553 μ. Χ. 13. Ιωάννης 680-692 μ. Χ. 14. Θεόδωρος 692 μ. Χ. 15. Δανιήλ 783, 787 μ. Χ. 16. Αστέριος 783 μ. Χ. 17. Θεοφύλακτος 792 μ. Χ. 18. Νικηφόρος 869 μ. Χ. 19. Μιχαήλ 900 μ. Χ. 20. Στέφανος 925 μ. Χ. 21. Χ., 1067 μ. Χ. 22. Θεόδωρος Ι-ΙΑ αιών. 23. Μιχαήλ 1167 μ. Χ. 24. Νικήτας 1168 μ. Χ. 25. Λέων ή Λεόντιος 1168-1177 μ. Χ. 26. Μιχαήλ ΙΒ αιών. 27. Στέφανος 1193-1197 μ. Χ. 28. Κάλλιστος 1317 μ. Χ. 29. Μιχαήλ 1370-1371, 1387 μ. Χ. 30. Ιωσήφ 1384 μ.χ 93. 92 Ό. π., 218. 93 Ό. π., 221-222. 38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΟΘΩΜΑΝΟΚΡΑΤΙΑ- ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 1. Η Παύρα-Πάφρα υπό μουσουλμανική κατοχή Η εσωτερική πολιτική κατάσταση, που επικρατούσε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία στις αρχές του 11 ου μ. Χ. αιώνα, προδιέγραφε το μέλλον της. Ο αμείλικτος αγώνας μεταξύ της γραφειοκρατικής τάξης του Βυζαντίου και των στρατιωτικών αριστοκρατών στις επαρχίες, με τις ατελείωτες μηχανορραφίες και εξεγέρσεις, αφενός παρέλυσε την πολιτική ζωή στο Βυζάντιο, αφ ετέρου διέλυσε τα στρατεύματα της Ανατολής, τα οποία, κατά κύριο λόγο, επάνδρωναν με ανθρώπινο δυναμικό τον κορμό του Βυζαντινού στρατού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τουρκομάνοι μισθοφόροι να ενταχθούν στο βυζαντινό στρατό. Η μετακίνηση αρμενικών πληθυσμών στα ανατολικά Θέματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τις παραμονές των εισβολών των Σελτζούκων, προκάλεσε επιπλέον προβλήματα 1. Οι Αρμένιοι στη νέα πατρίδα τους ήταν συχνά εχθρικά διακείμενοι προς τους Έλληνες γείτονές τους, και πολύ συχνά φέρονταν απείθαρχα, με σκοπό να αποστατήσουν. Η πολιτική εχθρότητα πήγαζε από τη θρησκευτική διαφοροποίηση των Μονοφυσιτών Αρμενίων προς τους Ορθόδοξους Έλληνες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη αποδιοργάνωση των βυζαντινών περιοχών κατά τη συγκεκριμένη εποχή, κατά την οποία ο τουρκικός κίνδυνος βρισκόταν επί θύραις. Η εσωτερική αποσύνθεση του Βυζαντίου έγινε αιτία να δημιουργηθούν προβλήματα και στις δυτικές Βαλκανικές επαρχίες 2. Το Βυζάντιο ήταν ευάλωτο τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση. Το πρόβλημα, βέβαια, στη Δύση ήταν πολύ μικρότερο. Η ήττα των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ (Malağert), το 1071 μ.χ., από τον Άλπ Αρσλάν, έδωσε το έναυσμα της διείσδυσης των Τουρκομανικών φύλων στη Βυζαντινή Ανατολή, κατά τα επόμενα χρόνια. Στη αρχή, άρχισαν να εγκαθίστανται στις παραμεθόριες περιοχές. Οι μουσουλμάνοι νομάδες πολεμιστές, τα τουρκικά φύλα, τα οποία εισέβαλαν από τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου, στα τέλη του 11 ου αιώνα, ήταν και συμπεριφέρονταν σαν μουσουλμανική εθνότητα, έχοντας για ιδεολογία τους τον ιερό πόλεμο, αλλά και το ένστικτο της αρπαγής και της λεηλασίας. Τα τουρκικά φύλα κατάκτησαν τη Βυζαντινή Ανατολή σταδιακά, γιατί συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους Βυζαντινούς. Γι αυτό, η όλη διαδικασία διήρκεσε συνολικά τέσσερις αιώνες. Η κατάκτηση συνοδεύτηκε από ολοκληρωτικές καταστροφές. Λεηλατούνταν επαρχίες, αφανίζονταν οι πόλεις και η Ανατολή βαφόταν στο αίμα 3. Ακόμη και το τουρκικό έπος του Danishmendname είναι γεμάτο από καταστροφές σπιτιών, εκκλησιών, μοναστηριών. Μεταξύ των ετών 1071-1078 μ.χ., ο παράλιος Πόντος, από την Ηράκλεια Ποντική μέχρι την Τραπεζούντα, αλλά και η ενδοχώρα των ποταμών Ίρη 1 Ατταλειάτης, Ιστορία, 113. 2 Κομνηνή, Αλεξιάς, Ι, ΙΙ, ΙΙΙ. 3 Ό. π., ΙΙΙ, 23, 142. Ατταλειάτης, Ιστορία, 82, 198, 309. 39
και Άλυ υπέφεραν από τις συχνές επιδρομές και λεηλασίες. Οι καταστροφές ήταν τέτοιες που σε αρκετές περιπτώσεις οι περιοχές εγκαταλείφθηκαν από το χριστιανικό πληθυσμό 4. Οι σφαγές, οι καταλήψεις των πόλεων, και οι αιχμαλωσίες των κατοίκων τρομοκράτησαν τους χριστιανούς και τους εξουθένωσαν. Η Παύρα, η Ηράκλεια, η Οινόη, η Σινώπη έπεσαν σε αφάνεια και δεν υπάρχουν πληροφορίες γι αυτές κατά το 12 ο μ. Χ. αιώνα 5. Όταν ο Αλέξιος Κομνηνός, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Ζ (1071-1078), αφού συνέλαβε στην Αμάσεια τον επαναστάτη Ουρσέλιο, σταμάτησε στην Κασταμονή για να επισκευθεί τα πατρογονικά κτήματά του, τα οποία βρήκε εγκαταλειμμένα και τον πύργο έρημο. Εκ των πραγμάτων, αναγκάστηκε, δακρυσμένος, να φύγει εσπευσμένα για να μη συλληφθεί αιχμάλωτος από τους επικίνδυνους Τουρκομάνους, που διαρκώς περιφέρονταν στην περιοχή 6. Το Βυζάντιο κατόρθωσε να ανακτήσει το 1085 μ. Χ. τα παράλια του Πόντου και μέρος της ενδοχώρας, όμως, η περιοχή συνέχισε να παραμένει θέατρο συνεχών επιδρομών και πολεμικών επιχειρήσεων καθ όλη τη διάρκεια του 12 ου μ.χ. αιώνα και των αρχών του 13 ου μ. Χ. αιώνα. Οι συγκρούσεις ήταν συνεχείς μεταξύ των Βυζαντινών, των Ντανισμεντιδών και των Σελτζούκων 7. Περί τα τέλη του 12 ου μ. Χ. αιώνα, η συνεχής πίεση των Σελτζούκωνν, με τις επιδρομές τους, κατέληξε στην κατάληψη της περιοχής της Αμισού, εκτός της πόληςκάστρου 8. Ο Νικήτας Χωνιάτης 9 αναφέρει ότι ο Κιλίτζ Αρσλάν (1155-1192) κατέλαβε και την Αμισό, γεγονός το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η Αμισός αυτήν την εποχή αποτελούνταν από δύο πόλεις, των οποίων τα τείχη απείχαν ελάχιστα το ένα από το άλλο 10. Η μουσουλμανική πόλη ονομάστηκε, εκ του εις Αμισόν, Σαμψόν, και αποτελούσε εμπορική κοινότητα. Η σπουδαιότητα της Αμισού οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν το σπουδαιότερο εμπορικό λιμάνι της Ανατολής, μετά το Γαλατά της Κωνσταντινούπολης. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της υπαίθρου χώρας κατέφυγαν στα παρθένα δάση και στα σπήλαια της όμορης Παύρας, όπου κατέφυγαν και οι κάτοικοι της Παύρας, προκειμένου να γλιτώσουν από τη μουσουλμανική λαίλαπα. Παρά την καταστροφική τους βία, οι εισβολείς δεν κατάφεραν να καταστρέψουν καθ ολοκληρίαν τους γηγενείς πληθυσμούς, οι οποίοι σε κάθε κίνδυνο κατέφευγαν στα βουνά για προστασία. Κάποιοι από αυτούς, μέσω θαλάσσης 11, κατέφευγαν σε άλλες πόλεις του Ευξείνου Πόντου. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, η ύπαιθρος και η μεσόγειος χώρα, μεταξύ Αμισού-Παύρας, η οποία βρισκόταν στον οδικό κόμβο που τις συνέδεε τόσο με την Αμάσεια, όσο και με την υπόλοιπη Μικρά Ασία, είχε ερημώσει. Μετά την κατάληψη της Αμάσειας από τους Τουρκομάνουςς, και οι κάτοικοι της Αμάσειας εγκατέλειψαν την πόλη 12. Οι αναφορές των Ελλήνων της Ανατολής, ειδικά για τους νομάδες Τουρκομάνους, είναι χαρακτηριστικές. Αναφέρονται ως κυνοκέφαλοι, ανθρωποφάγοι, 4 Μιχαήλ Σύρος, Chronique de Syrien Patriarche Jakobite d Antioch, εκδ. J. B. Chabot, Παρίσι 1905, ΙΙΙ. 5 Κομνηνή, Αλεξιάς, ΙΙ, 64. Κίνναμος, Ιστορίαι, 176. 6 Βρυέννιος, Ιστορία, 88, 93. 7 Κομνηνή, Αλεξιάς, ΙΙ, 64, 151. Mehmet Öz, XV-XVI Yüzyillarda Canik Sancaği, Ankara 1999, 18-19. 8 J. P. Fallmerayer, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, Θεσσαλονίκη 1984, 75. 9 Χωνιάτης, Ιστορία, 689. 10 Σώζονται ακόμη ερείπια του αρχαίου τουρκικού κάστρου. Η απόσταση μεταξύ των δύο κάστρων είναι περίπου 600-700 μ. Προσωπική αυτοψία, Αύγουστος 2008. 11 Σύρος, Χρονικό, ΙΙΙ, 72. 12 Κομνηνή, Αλεξιάς, ΙΙΙ, 37. Βρυέννιος, Ιστορία, 92-93. 40
λύκοι 13. Και οι αστοί Τούρκοι, όμως, τους χαρακτηρίζουν ως σατανάδες, τιμωρία σταλμένη από το Θεό 14. Και κατά τα τέλη του 13 ου μ. Χ. αιώνα δεν υπάρχουν πληροφορίες για την Παύρα. Με δεδομένο ότι η ύπαιθρος της Αμισού κατεχόταν από τους Σελτζούκους, και η Παύρα βρισκόταν υπό την κατοχή τους. Εξαίρεση αποτελεί το γεγονός, ότι για ένα μικρό διάστημα, στα τέλη του 13 ου μ. Χ. και στις αρχές του 14 ου μ. Χ. αιώνα, η Αμισός ανήκε στην επικράτεια των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας 15. Το 1323 μ. Χ., στις τουρκικές πηγές, δεν υπάρχει αναφορά για την Αμισό, ενώ βρίσκουμε το Vilāyet-i Bafra 16. Η Πάφρα είχε αντικαταστήσει την Αμισό. Το 1362 μ. Χ., ο σουλτάνος Alaeddin Keykubat την επανέφερε στην κυριαρχία των Τούρκων 17. Το 1363 μ. Χ., ξαναβρίσκουμε την Αμισό ως Vilāyet-I Canik 18. Μετά τη μάχη του Κöse dağ, στις 26 Ιουνίου 1243 μ. Χ., ολόκληρη η περιοχή της Παύρας περιήλθε στην κυριαρχία των Μογγόλων 19. Κατά το 1381 μ. Χ., τη διοίκηση της περιοχής Πάφρας την ανέλαβαν οι μπέηδες Taşanoğullari, Taceddinoğullari, Kubadoğullari, παράλληλα με την εγκατάστασή τους στην περιοχή. Δύο δεκαετίες νωρίτερα, ολόκληρη την Αμισηνή χώρα την κατείχε ο Eretna 20. To 1393 μ. Χ., ο Οθωμανός σουλτάνος Yildirim Bayezid κατέλαβε την περιοχή, από τον εμίρη της Κασταμονής, και από τότε περιήλθε στην κυριαρχία των Οθωμανών 21. Από το 1395 μέχρι το 1399 μ. Χ., η περιοχή βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών, αλλά όχι οριστικά, γιατί μεσολαβούσαν συχνές διοικητικές αλλαγές, από μπέηδες που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές. Το 1398 μ. Χ. μετέβη προσωπικά ο Yildirim Bayezid, πεζοπορώντας, και εγκατέστησε βαλή τον Ισκεντέρ Σισμάν, γιό του Βούλγαρου κράλλη. Το έτος αυτό η Παύρα, με τις μεσόγειες περιοχές Άνδραπα και Θέρμες Φαζημονιτών, διοικούνταν από τους Taşanoğullari 22. Στη μάχη της Άγκυρας, το 1402 μ. Χ., ο Timur-Ταμερλάνος νίκησε τον Yildirim Bayezid και η περιοχή πέρασε στα χέρια των Μογγόλων. Τον Yildirim Bayezid, σε ένδειξη απαξίωσης, τον έκλεισε μέσα σε κλουβί, σαν να ήταν άγριο θηρίο. Ο Ταμερλάνος, με το πέρασμά του, ερήμωσε τη Μικρά Ασία και λεηλάτησε την Αμισηνή χώρα (Αμισό-Παύρα-Θεμίσκυρα-Οινόη), επιφέροντας ολέθριες συνέπειες στο εμπόριο της περιοχής. Ο Ταμερλάνος επανέφερε το θεσμό των μπέηδων. Στην περιοχή της Αμισού και της Πάφρας διόρισε διοικητή τον Hizir bey 23. Όταν αργότερα, το 1461 μ. Χ., οι Οθωμανοί έγιναν κύριοι της περιοχής, το εμπόριο είχε εκμηδενιστεί, και η περιοχή, καθ όλη τη διάρκεια μεταξύ του 15 ου και 13 Γεώργιος Παχυμέρης, Relations historiques, Faller, Albert, εκδ. Βόννης, Belles Letres 1984, Ι, 34. 14 C. Huart, Les saints des derviches tourneurs, Παρίσι 1918, Ι, 208-209. H. Duda, Die Seltshukengeschichte des Ibn Bibi, Κοπενχάγη 1959, 308, 317. 15 Fallmerayer, Χρονικά, 147, 253. 16 Tuncer Baykara, Anadolu nun Tarihi Coğrafyasina Giris, Ankara 2000, 55. 17 Turan, Selçklular, 278-280. 18 Baykara, Anadolu, ό. π. 19 Turan, Selçklular, 529, 573, 629. 20 Baykara, Anadolu, 63-64. Ismail Hakki Uzunçarsili, Anadolu Beylikleri, Ankara 1982, 30-32. Öz, Canik, 21-22. 21 Ramiro Vadala, Samsun (Passé-Présent-Avenir), Paris 1934, 18. 22 Alim Altayli, Samsun Tarihi, Samsun 1967, 17-18. Το 1390 μ. Χ., για πρώτη φορά η Παύρα-Πάφρα απαντάται ως Bavra (Baykara, Anadolu, 71). 23 Ismail Hakki Uzunçarsili Anadolu Beylikleri ve Akkoyunlu-Karakoyunlu Devletleri, Ankara 1968, 131. Öz, Canik, 22. Vadala, Samsun, 18-31. 41
17 ου μ. Χ. αιώνα, είχε καταστεί παντελώς ασήμαντη. Η Αμισός, το κύριο λιμάνι της περιοχής του δυτικού Πόντου, είχε καταντήσει μια ασήμαντη σκάλα 24. Το 1493 μ. Χ., η Παύρα ήταν δήμος και καταλάμβανε μια ευρύτερη περιοχή, η οποία είχε επίκεντρο δύο συνοικισμούς, στους οποίους έδρευαν οι στρατιώτες με το διοικητή τους. Αυτοί αποτελούσαν τη στρατιωτική δύναμη του τιμαρίου. Από αυτούς άλλοι ήταν μουσουλμάνοι και άλλοι μη μουσουλμάνοι 25. Το 1520 μ.χ., η Παύρα αποτελούσε μία υποδιοίκηση (kaza), της διοίκησης Αμισού (Canik Livasi), μαζί με τις: Αμισό, Θεμίσκυρα, Άνδραπα 26. Το 1530 μ. Χ., είχε 106 χωριά, 12 συνοικισμούς και 13 παροικίες. Το 1550 μ. Χ., αποτελούσε μία από τις 7 υποδιοικήσεις της επαρχίας (Sancak) Αμισού. Οι άλλες ήταν της Αμισού, της Οινόης, της Θεμίσκυρας, και αποτελούνταν από 110 χωριά 27. Κατά τους 16 ο και 17 ο μ. Χ. αιώνες εφαρμοζόταν, σε ευρεία κλίμακα, όχι μόνο στην Πάφρα, αλλά σε ολόκληρη την περιοχή του δυτικού Πόντου 28, το εγκληματικό παιδομάζωμα, το οποίο προκαλούσε ακατάσχετη αιμορραγία στον Ελληνισμό της περιοχής. Ο θεσμός της αρπαγής των παιδιών ήταν ταυτόχρονος με την παρουσία των Σελτζούκων και των Οθωμανών στην Ανατολή, και συνέτεινε στην αφαίμαξη του ελληνικού στοιχείου. Τα νεαρά παιδιά επάνδρωναν τον οθωμανικό στρατό, και με τη στρατολόγησή τους συμπλήρωναν τις ελλείψεις των Οθωμανών. Θεωρούνταν λάφυρα από τις εμπόλεμες περιοχές 29. Την οθωμανική εποχή, οι νέοι απομακρύνονταν από το οικογενειακό και πολιτισμικό περιβάλλον τους, προσηλυτίζονταν στο μωαμεθανισμό, πολλές φορές μορφώνονταν σε ειδικά σχολεία, και κατόπιν στρατολογούνταν ή τοποθετούνταν στην αυλή του σουλτάνου ή στη γραφειοκρατία 30. Κατά τον 17 ο μ. Χ. αιώνα, εμφανίστηκε ο θεσμός των ντερέμπεηδων, των τοπικών τιμαριούχων ή τυράννων, για να δώσει τη χαριστική βολή στον, ήδη εξουθενωμένο, Ελληνισμό της περιοχής Παύρας. Κατά το 1777-1778 μ. Χ. η Παύρα, η Ζάληχος-Λεοντόπολις και η Αμισός υπάγονταν στην επαρχία Αμισού, ενώ η Άνδραπα, η Λαοδικεία του Πόντου, οι Θέρμες Φαζημονιτών (Havza) και η Αμάσεια στην επαρχία Αμασείας 31. Η τουρκική κατάκτηση, από τα τέλη του 11ου μ. Χ. αιώνα, ήταν καταστροφική, και επέφερε μεγάλη αναστάτωση τόσο στην περιοχή της Παύρας, όσο και στην υπόλοιπη Αμισηνή χώρα, αλλά γενικότερα και στον υπόλοιπο δυτικό και μεσόγειο Πόντο. Τα τουρκικά φύλα εισέβαλαν ως άτακτοι κατακτητές, και με οδηγό τους την ιδεολογία του ιερού πολέμου, αλλά και το ένστικτο της αρπαγής και της λεηλασίας, επέφεραν τον όλεθρο. Η ανασφάλεια και οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών των παραλίων της Αμισηνής χώρας, αλλά και μερών της Καππαδοκίας 32, τους οδήγησαν στα παρθένα δάση της Παύρας, τα οποία εκτείνονται σε βάθος 85 χιλιομέτρων περίπου, στα μεσόγεια, διαλύοντας τον πολιτισμικό τους ιστό. Η κατάκτηση της 24 Ismail Hakki Uzunçarsili, Osmanli Tarihi, Ankara 1972, 298. Altayli,,Samsun, 22. 25 Öz, Canik, 64, 71, 77, 78. Οι μη μουσουλμάνοι είναι χριστιανοί, με δεδομένο ότι δεν υπήρχε άλλη θρησκευτική κοινότητα. 26 Öz, Canik, 13. 27 Ό. π., 59-60. 28 Spyros Vryonis, Seljuk Gulams and Ottoman Devshirmes, Der Islam, XLI (1965) 224-252. 29 Duda, Seltschukengeschichte, 60,139. 30 Vryonis, Devshirmes, ό.π. 31 Yurt Ansiklopedisi, 6561. 32 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 77-78. 42
περιοχής από τους Τουρκμένιους, Σελτζούκουςκαι Οθωμανούς έγινε η κατάρα για τους Έλληνες κατοίκους της. 2.Ντερέμπεηδες-Γλωσσική διαφοροποίηση-εξισλαμισμοί Στις αρχές του 17 ου μ. Χ. αιώνα εμφανίστηκε ο θεσμός του ντερέμπεηάρχοντα του ποταμού 33. Ο ντερέμπεης ήταν ο τοπικός φεουδάρχης, ο τιμαριώτης, ο οποίος εξουσίαζε και νέμονταν την περιοχή της δικαιοδοσίας του. Ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των υπηκόων του. Ήταν ο απόλυτος εξουσιαστής, ο δυνάστης, ο οποίος δεν έδινε λόγο για τις πράξεις του σε κανέναν εκπρόσωπο της κεντρικής εξουσίας, παρά μόνο στο σουλτάνο. Σε αντάλλαγμα, ο ντερέμπεης έπρεπε να συμμετέχει προσωπικά στους πολέμους που έκανε ο σουλτάνος, αλλά και να θέτει στη διάθεσή του έναν αριθμό οπλισμένων ιππέων. Ο θεσμός, κατ αρχήν, ήταν μη κληρονομικός, αλλά στη συνέχεια εξελίχτηκε σε κληρονομικό δικαίωμα 34. Ο ντερέμπεης είχε υπό τις διαταγές του μια τάξη ευνοουμένων, σωματοφυλάκων, φυλάκων και αυλοκολάκων, οι οποίοι με προθυμία εκπλήρωναν κάθε επιθυμία του. Οι Έλληνες χριστιανοί υπήκοοί του ήταν σχεδόν δουλοπάροικοι, υποχρεωμένοι να ικανοποιούν την απληστία και τα άγρια ένστικτά του. Αυτοί δίκαζαν και καταδίκαζαν σε θάνατο, όποτε ήθελαν και όποιον ήθελαν. Μπορούσαν, πάντα ατιμώρητα, να ενεργούν σε βάρος της ζωής, της τιμής, της προσωπικής ελευθερίας και της περιουσίας των χριστιανών 35. Επιπλέον, επέμεναν στο δίκαιο της πρώτης βραδιάς για τις νεόνυμφες σκλάβες τους 36. Οι χριστιανοί για να διασώσουν τη ζωή τους, και για να διαφυλάξουν τις όποιες περιουσίες τους, έπρεπε να πληρώνουν συνεχώς, εκτός από τους φόρους, και έκτακτες εισφορές 37. Από τα αρχαία χρόνια, όταν τα πράγματα οδηγούνταν σε αδιέξοδο, οι χριστιανοί κατέφευγαν στα παρθένα δάση της ενδοχώρας του Πόντου και στις απρόσιτες ορεινές περιοχές, οι οποίες ήταν φύση και θέση καταφύγια σε όλες τις περιόδους διώξεων των χριστιανών, αρχής γενομένης από την Πρωτοχριστιανική περίοδο. Σκοπός όλων αυτών των ενεργειών των ντερέμπεηδων ήταν ο εξισλαμισμός και, κατ επέκταση, ο εκτουρκισμός των Ελλήνων χριστιανών κατοίκων του Πόντου. Για να επιβιώσουν έπρεπε να απαρνηθούν την πίστη τους, άρα και τον εθνισμό τους, 33 Οδ. Λαμψίδης,, Η Τουρκοκρατία στον Μικρασιατικό Πόντο, Α. Π. 33 (1975-1976) 181-182. 34 Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία, 2 (1964) 14-15. 35 Κ. Φωτιάδης, Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988, 283. Πανάρετος Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1927, 103. 36 Fallmerayer, Χρονικά, 117-118, 135. Πανάρετος, Πόντος, 104. Προφορική μαρτυρία Κυπιρτίδη Ιεροθέου του Αποστόλου. Γεννήθηκε το 1907 στον οικισμό Τοπουλλού, του χωριού Ποχτσά Αρμούτ, στην ορεινή περιοχή της Αμισού. Οι πρόγονοί του ήταν Παυρενοί, και είχαν μετακινηθεί στην περιοχή της Αμισού από την περιοχή της Πάφρας. Μετά τις καταπιέσεις των ντερέμπεηδων, οι πρόγονοί του για πάρα πολλά χρόνια ζούσαν στα βουνά της Πάφρας. Όταν τους το επέτρεψε ο ντερέμπεης, κατέβηκαν από τα βουνά και εγκαταστάθηκαν σε οικισμό. Όμως, δε δήλωναν κανένα γάμο. Ξαφνικά, σε έναν γάμο παρουσιάστηκαν έφιπποι οι άνδρες του ντερέμπεη απαιτώντας το δίκαιο της πρώτης βραδιάς. Τους επιτέθηκε σύσσωμο το χωριό, σκοτώνοντας πολλούς. Κατέφυγαν πάλι στα βουνά ζώντας σαν τα άγρια θηρία, σε σπηλιές και πρόχειρες καλύβες. 37 Λαμψίδης, Τουρκοκρατία, 182. 43
ή να καταφύγουν στα όρη επιβιώνοντας σαν θηρία ή, αν υπήρχε δυνατότητα, να μεταναστεύσουν στο Βόρειο Εύξεινο Πόντο. Στο δυτικό Πόντο, και ιδιαίτερα στην περιοχή της Παύρας, κατά την εποχή των ντερέμπεηδων τά αποτελέσματα ήταν τραγικά. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση 38, αλλά και όπως φαίνεται στις αναφορές των μητροπολιτών Αμασείας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο 39, οι διωγμοί σε βάρος του ελληνοχριστιανικού στοιχείου της Παύρας, από το 1617 μ. Χ. ήταν σφοδρότατοι, προκειμένου να εξισλαμιστούν και να εκτουρκιστούν οι Έλληνες κάτοικοι της ακριτικής αυτής γωνιάς του Πόντου. Οι Παυρενοί, κάτω από την αυξανόμενη πίεση των διωγμών και των κάθε είδους θανατώσεων, αναγκάστηκαν να καταφύγουν με τις οικογένειές τους στους ορεινούς όγκους της περιοχής, για να γλιτώσουν, αλλά και για να αμυνθούν. Τα βουνά αυτά ήταν παρθένα δάση, που στο εσωτερικό τους είχαν πολλά σπήλαια. Γενεές γενεών γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και πέθαναν στα βουνά. Έζησαν κυνηγημένοι σαν τα αγρίμια, προκειμένου να διαφυλάξουν ως κόρη οφθαλμού τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη τους 40. Μεταξύ των ετών 1600-1656 μ. Χ., οι μητροπολίτες Αμασείας Γρηγόριος (1617), Ζαχαρίας (1626), Μελέτιος Β (1635), Ιεζεκιήλ (1641) και Κοσμάς (1656), 38 Προφορική μαρτυρία του οπλαρχηγού Καρασαββίδη Νικολάου του Στυλιανού. Γεννήθηκε το 1880 στη Γιάϊλα της Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Οι άνθρωποι του τερέμπεη όχι μόνο κάψανε σχολεία και εκκλησίες, αλλά δεν τους επιτρεπότανε να μιλήσουν ελληνικά Αν πιάνανε κάποιον να μιλάει ελληνικά του έκοβαν τη γλώσσα, ή ακόμη και τον έσφαζαν... Προφορική μαρτυρία Κωνσταντινίδη Αντωνίου του Ελευθερίου. Γεννήθηκε το 1904 στο Μαησλού της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Μέσα σε σπηλιές, υπόγεια και αχυρώνες μάθαιναν ελληνικά και ασκούσαν τα χριστιανικά τους καθήκοντα Προφορική μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου του Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε το 1892 στη Γαϊνάρτσα της Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Ο τερέμπεης έκαψε όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία, κυνηγούσε τους παπάδες και τους δασκάλους, και δεν άφηνε τους Έλληνες να ασχολούνται με το εμπόριο Προφορική μαρτυρία Πάνου Ηλία του Γρηγορίου. Γεννήθηκε στο Απτουραχμανλή του Άκνταγ Ματέν (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία του ιερέα Κωστάχογλου Αβραάμ. Γεννήθηκε το 1895 στο Μαησλού της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Ζυρίνογλου Γεσθημανής σύζ. Αναστασίου. Γεννήθηκε το 1890 στο Καπούκαγια της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Ορφανίδη Σάββα του Ιωάννου. Γεννήθηκε το 1884 στο Κεστενέ της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου του Γεωργίου. Γεννήθηκε το 1886 στο Χιτιρελέζ της Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου. Γεννήθηκε το 1902 στο Καράπουναρ Γιάϊλας της Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη του Αντωνίου. Γεννήθηκε το 1888 στη Γαϊνάρτσα της Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας σύζ. Παρασκευά. Γεννήθηκε το 1880 στο Γαγιανίνπασι της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία του ιερέα Παυλίδη Χαραλάμπους του Λαζάρου. Γεννήθηκε το 1870 στο Καράπερτσιν Σαμψούντας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου του Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε το 1880 στο Μαησλού της Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Κυπιρτίδη Ιερ. Οι πρόγονοί του ζούσαν στα βουνά της Πάφρας σαν τα αγρίμια, μέσα σε σπηλιές και σε παρθένα δάση, για πάρα πολλά χρόνια και ότι ένας Ρωμιός (Ρούμ) από τη ράτσα τους, αφού γιάτρεψε τη γυναίκα του πασά της Πάφρας, η οποία υπέφερε ακινητοποιημένη από το πόδι της, ο πασάς αγόρασε τη γή που εκείνοι επέλεξαν και τους εγκατέστησε εκεί. Η περιοχή ήταν το Τσιγκίρ Οϊμά της Αμισού. Η μετακίνηση των προγόνων του είχε γίνει σε λιγότερο από εκατό χρόνια, πριν την Ανταλλαγή. Η εποχή εκείνη συμπίπτει με την περίοδο της έκδοσης του Χάτι Σερίφ (1839), του πρώτου Μεταρρυθμιστικού Διατάγματος, το οποίο είχε εκδόσει ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ, μετά από πίεση των Ρώσων, και το οποίο εξασφάλιζε απόλυτη θρησκευτική ελευθερία σε όλους τους υπηκόους του. 39 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 80-91. 40 Προφορική μαρτυρία Κυριακίδου Κυριακής σύζ. Αποστόλου. Γεννήθηκε το 1888 στο Ουγιούζσουγιου της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Ο παππούς μου έγινε ιερέας σε σπουδαίο μοναστήρι της Τραπεζούντας Κρυφά λειτουργούσε σε σπηλιές και υπόγεια..πήγαινε στα βουνά και πάντρευε νέα ζευγάρια Τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι Μετά το θάνατό του έγινε παπάς ο πατέρας μου Και αυτός αντάρτης και παπάς Μαρτυρία Κυπιρτίδη Ιερ., ό. π. 44
ανέφεραν τα εξής 41 : 1) Οι Τούρκοι έκαψαν τις εκκλησίες και τα σχολεία στην περιοχή της Παύρας. 2) Απαγόρευσαν επί ποινή θανάτου την ελληνική γλώσσα. 3) Απαγόρευσαν τη μετακίνηση των κατοίκων εκτός της περιοχής τους, και τους υποχρέωσαν να μιλούν μόνο την τουρκική γλώσσα. 4) Συνέλαβαν και μετέφεραν παιδιά ηλικίας 8-12 ετών σε τουρκικές πόλεις και χωριά, προκειμένου να διδαχθούν την τουρκική γλώσσα. Τα παιδιά αυτά δεν επέστρεψαν ποτέ στον τόπο τους, παρά τις προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα παιδιά αυτά ήταν προϊόν του παιδομαζώματος 42. 5) Προκειμένου να αλλοιώσουν την πληθυσμιακή αναλογία, ίδρυσαν τουρκικά χωριά στην περιοχή, με Τούρκους που μετακίνησαν από τα βάθη της Ανατολής, της Μεσοποταμίας, της Συρίας, της Αραβίας. 6) Στράτευσαν τους άρρενες από 15-60 ετών και τους μετέφεραν σε απομακρυσμένες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 7) Μεταφέρθηκαν στην περιοχή δυνάμεις του στρατού και εκατοντάδες άτακτοι χωρικοί και ληστές. Αυτοί περιέρχονταν τα χωριά προβαίνοντας σε ακατονόμαστα όργια σε βάρος των χριστιανών, απειλώντας να σκοτώσουν αυτούς που αρνούνταν να αλλαξοπιστήσουν. 8) Σε κάθε Έλληνα έδιναν μουσουλμανικό όνομα, και μόνο με αυτό μπορούσε να επικοινωνεί και να συναλλάσεται με τους συνανθρώπους του 43. Τα βασανιστήρια που χρησιμοποιούσαν, σύμφωνα με τις καταγγελίες των μητροπολιτών, για την εξαφάνιση κάθε ίχνους του Ελληνισμού της περιοχής, ήταν τα εξής: 1) Κάθε χριστιανός που συλλαμβανόταν να εκτελεί τα χριστιανικά καθήκοντά του, δενόταν χειροπόδαρα σε έναν πάσσαλο και θανατωνόταν με την τοποθέτηση σε διάφορα μέλη του σώματός του αναμμένων κεριών ή λαμπάδων. Με τη βία συγκέντρωναν τους κατοίκους του χωριού για να παρακολουθήσουν το αποτρόπαιο θέαμα και να παραδειγματιστούν. 2) Έδεναν χειροπόδαρα το χριστιανό και τον κρεμούσαν σε τσιγγέλια, στερεωμένα πάνω σε πασσάλους 44. 3) Τοποθετούσαν τους χριστιανούς μέσα σε σάκκους και τους έριχναν στον Άλυ ποταμό. 4) Έδεναν χειροπόδαρα τους χριστιανούς, τους τοποθετούσαν σε τέσσερις πασσάλους, επάνω τους άναβαν φωτιά και έτσι, μαζί με τα ξύλα καίγονταν και οι χριστιανοί 45. Οι φοβερές καταπιέσεις και οι διωγμοί των ντερέμπεηδων, του σουλτάνου Μεχμέτ Δ (1648-1687), αλλά και των μεγάλων βεζύρηδων Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1661) και Αχμέτ Κιοπρουλού (1661-1676) ήταν ανελέητες και επέφεραν τραγικά αποτελέσματα. Οι εξισλαμισμοί των παραλίων, σε ολόκληρο τον Πόντο, ήταν αθρόοι 46. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος επισκέφθηκε τον Πόντο κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 1681 μ. Χ., και έμεινε άφωνος από τα τραγικά αποτελέσματα των φοβερών διωγμών. Μεταξύ Σινώπης και Αμισού δεν υπήρχε ούτε μία χριστιανική κοινότητα. Τη εικοστή Δευτέρα (Μαρτίου) εξήλθομεν εκ (Σινώπης) ότι η Αμισός ουκ έχει δε χριστιανόν ούτε ένα, αλλά χωρίον εστί πλησίον αυτής έν και μόνον χριστιανικόν 47. Βρήκε μόνο την Άνω Αμισό, η οποία βρισκόταν 2-3 χιλιόμετρα νότια της αρχαίας Αμισού και 2 χιλιόμετρα δυτικά της πολης Σαμψών. 41 Σταυρίδης, Ιστορία, 222. Ό. π. 42 Ό. π., 81-82. 43 Vryonis, Devshirmes, ό. π. 44 Ο βασανισμός στα τσιγγέλια ή γάντζους, κατά την Οθωμανοκρατία, ήταν μέθοδος μαρτυρικού θανάτου και προοριζόταν, κυρίως, σε αρνητές της ισλαμικής θρησκείας, αλλά και σε αιχμαλώτους και κατασκόπους (Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα Ι, 315-317). 45 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 83-84. 46 Χρύσανθος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, Α. Π. 4-5 (1933) 707-711. 47 Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, ΙΒ, Θ, Βουκουρέστι 1715, 1129. 45
Όλη η περιοχή της Παύρας, αλλά και ολόκληρη η Αμισινή χώρα είχε ερημωθεί. Όλοι οι κάτοικοι είχαν καταφύγει στα βουνά Εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γής 48. Όπως ακριβώς και στους διωγμούς της Πρωτοχριστανικής περιόδου. Η τύχη και του υπόλοιπου Πόντου δεν ήταν διαφορετική, εκτός από την περιοχή των Σταυροπηγιακών μονών και μέχρι τη Χαλδία. Ότι εν τη Αμάστριδι εισί πολλαί εκκλησίαι και καμπαναρεία, αλλ ουδείς εστί χριστιανός. Ότι Τίειον και Κρώμνα και Κοτύωρα έρημα. Ότι εν τη Οιωνοπόλει ήν και Αβώνον τείχος εισί πέντε χωρία Ορθόδοξοι Ότι ο ποταμός Ίρης, Τζαρσαμπάς, χριστιανόν ουκ έχει 49, ούτε η Νεοκαισάρεια, αλλ εν μόνη τη Αμασεία εισίν ολιγοστοί Ότι το Ίνεον εστί το Πολεμώνιον, καν αγνοούμενον Ότι εν Κερασούντι ευρίσκονται μερικοί χριστιανοί, ομοίως και εν Τριπόλει 50 Αφηγήται ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων μόνο την άφιξή του στην Τραπεζούντα και συνεχίζει: Από Σουρμένων έως Γκουρίας (Γεωργίας) και του ποταμού Τζορόχι προ εβδομήκοντα ετών ουκ έμεινεν ουδέ μία εκκλησία, ή ιερεύς εν όλη εκείνη τη επαρχία, αλλά μόνον γυναίκες 51 Κάνει αναφορές και για τα μεσόγεια του ανατολικού Πόντου: Ομοίως εξισλαμίσθησαν και οι μεσημβρινώς του Ριζαίου εν τη περιφερεία Χεμσίν οικούντες ανάμεικτοι Ελλήνων και Αρμενίων πληθυσμοί. Κατά τον αυτόν περίπου χρόνον εξισλαμίσθησαν και οι εν τη Θοανία (Τόνγια) συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί 52. Η τύχη των ελληνοχριστιανικών πληθυσμών του Πόντου είχε προγραφεί. Η περίοδος των ντερέμπεηδων ήταν η χειρότερη για τον Ελληνισμό του Πόντου, μετά την οθωμανική κατάκτηση. Σκοπός όλων αυτών των εξοντωτικών μεθόδων ήταν η εξαφάνιση του Χριστιανισμού, ο οποίος ήταν ταυτισμένος με τον Ελληνισμό. Είναι απορίας άξιο ότι, παρά τον επικίνδυνο κλονισμό του Ελληνισμού στον Πόντο, δεν απειλήθηκε και αυτή η εθνική υπόστασή του. Δεν έπρεπε οι ραγιάδες να αυξηθούν πληθυσμιακά και να γίνουν επικίνδυνοι για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα στον Πόντο, όπου υπήρχε συμπαγής Ελληνισμός. Πάντα έπρεπε να παραμένουν τόσοι οι Έλληνες χριστιανοί, όσοι τους ήταν απαραίτητοι για την παραγωγή πόρων του πρωτογενή τομέα, προκειμένου να συντηρούνταν οι δυνάστες κατακτητές. Στην περιοχή της Παύρας, σε ένα αρχαίο κάστρο, κοντά στο χωριό Ασάρ κατέφυγαν 1500 περίπου κάτοικοι προσπαθώντας να ξεφύγουν, και να σωθούν από τις διώξεις του ντερέμπεη της Παύρας Χασάν Αλήμπεη. Αυτός, στην προσπάθειά του να εξισλαμίσει τους Παυρενούς ή να τους εκδιώξει, όσους άνδρες συνελάμβανε τους υποχρέωνε να αλλαξοπιστήσουν. Σε διαφορετική περίπτωση τους θανάτωνε. Τις γυναίκες των συλλαμβανόμενων τις εξόριζε ή τις πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα, ενώ τις παρθένες κόρες τις προόριζε για το χαρέμι του ή για τα χαρέμια των αξιωματούχων του 53. 48 Προς Εβραίους Επιστολή, κεφ. ΙΑ, παρ. 38, 39. 49 Εννοεί ολόκληρη την πεδιάδα της αρχαίας Θεμίσκυρας, της πατρίδας των Αμαζόνων, η οποία περιλαμβανόταν στην Αμισηνή χώρα. Η μεγάλη και εύφορη αυτή πεδιάδα διαρρέεται από τον Θερμώδοντα ποταμό και από τον Ίρη. Ο Θερμώδοντας είναι ασήμαντος σε σχέση με τον Ίρη ποταμό. Προσωπική αυτοψία κατά τα έτη 1998, 2004, 2006, 2008, 2010. 50 Δοσιθέου, Ιστορία, 1129-1130. 51 Ό. π. 52 Δοσιθέου Νοταρά, Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Παραλειπόμενα εις την Ιστορίαν περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, Α. Παπαδόπουλος Κεραμεύς, Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, Πετρούπολη 1891, Α. 53 Προφορική μαρτυρία Σαράφογλου Αρτεμισίας του Σάββα. Γεννήθηκε το 1896 στην Πάφρα (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου, ό. π. Μαρτυρία Καρασαββίδη Νικολάου, ό. π. Μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου, ό. π. Μαρτυρία Ορφανίδη Σάββα, ό. π. Μαρτυρία 46
Ο στρατός του ντερέμπεη περικύκλωσε το απόρθητο κάστρο, και περίμενε να παραδοθούν οι πολιορκημένοι. Οι έγκλειστοι προσδοκούσαν, ότι οι στρατιώτες θα συνεχίσουν την πολιορκία για μερικές μέρες, και στη συνέχεια θα αποχωρήσουν άπρακτοι, όπως γινόταν συνήθως. Αυτήν τη φορά, όμως, η εντολή του ντερέμπεη ήταν σαφής. Οι στρατιώτες δε θα έλυναν την πολιορκία, αν δεν παραδίνονταν οι πολιορκημένοι. Η πολιορκία συνεχίστηκε επί 48 ημέρες. Χωρίς τρόφιμα, και με ελάχιστο νερό, άλλοι άρχισαν να τρελαίνονται και άλλοι να πεθαίνουν από τις κακουχίες. Οι νεκροί είχαν φτάσει τους τετρακόσιους, ενώ υπήρχαν άλλοι τόσοι άρρωστοι. Όσοι από αυτούς, που κατέφυγαν στο κάστρο, είχαν επιζήσει, αναγκάστηκαν να παραδοθούν 54. Μεταξύ των πολιορκημένων υπήρχαν και 15-30 κοπέλες από τα γύρω χωριά Ασάρ, Κεστενέ, Καπούκαγια, Άγιο Δημήτριο, Καραγκιόλ, και άλλα. Οι κοπέλες αυτές, γνωρίζοντας την τύχη που τις περίμενε, αντί να κατευθυνθούν προς την είσοδο του κάστρου και να παραδοθούν, ανέβηκαν ψηλά. Εκεί, πιασμένες από τα χέρια, η μία μετά την άλλη έπεσαν στον γκρεμό και γνώρισαν την αθανασία, για να μην πέσουν στα χέρια του ντερέμπεη και αλλαξοπιστησμένες οδηγηθουν στα χαρέμια των Οθωμανών 55. Το κάστρο του Άλυ, από την εποχή εκείνη, οι Παυρενοί το ονόμασαν Κάστρο της Κοπέλας 56, αιώνιο μνημόσυνο στη θυσία των κοριτσιών τους. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1700 μ. Χ. Τα μέτρα εναντίον των Ελλήνων της Παύρας δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αλλά και τα χωριά που προσπάθησαν να δημιουργήσουν οι Οθωμανοί στην περιοχή δεν έγινε κατορθωτό να στεριώσουν, λόγω των ανελέητων επιδρομών των Ελλήνων ανταρτών. Ο στρατός, μη έχοντας ερείσματα στην περιοχή, ήταν αδύνατο να οργανωθεί και να αναπτυχθεί στα παρθένα δάση της περιοχής, γιατί ο ανεφοδιασμός του γινόταν από την Αμισό ή την Άγκυρα. Κατά το 1700 μ. Χ., ο σουλτάνος, σε συνεννόηση με τον Πατριάρχη, επέτρεψε στους Έλληνες κατοίκους της περιοχής Παύρας να επιτελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά καθήκοντά τους, αλλά απαίτησε οι αντάρτες να μην επιτεθούν στους αποίκους που θα μεταφέρονταν στην περιοχή, προκειμένου να δημιουργηθούν τουρκικοί οικισμοί. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να δημιουργήσει Παρασκευαΐδου Σοφίας, ό. π. Π. Τανιμανίδης Γ. Αντωνιάδης, Το αντάρτικο στον Πόντο, εκδ. Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη 1982, 273-275. 54 Μαρτυρία Σαράφογλου Αρτεμισίας, ό. π. αναγκάστηκαν σιγά σιγά να παραδίνονται οι έγκλειστες, γιατί τα τρόφιμα και το νερό είχαν τελειώσει, και είχαν αρχίσει να πεθαίνουν και να τρελαίνονται Μαρτυρία Ορφανίδη Σάββα, ό. π. αυτοί που ήσαν κλεισμένοι μέσα άρχισαν να χάνουν τα λογικά τους, από την πείνα και τη δίψα, και άλλοι να πεθαίνουν Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 275. 55 Μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου, ό. π. οι γυναίκες μας φεύγανε ή πολεμούσαν ή αυτοκτονούσαν Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου, ό. π. για να μην παραδοθούν στον Τούρκο τερέμπεη έπεσαν από το κάστρο αυτό και αυτοκτόνησαν Μαρτυρία Καρασαββίδη Νικολάου, ό. π. εκεί πέσανε και σκοτώθηκαν οι γυναίκες, πάνω στα βράχια του ποταμού Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου. Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 275-276. 56 Η ονομασία του στα τουρκικά είναι Κίζ Καλεσί. Τα βράχια πάνω στα οποία έπεσαν οι κοπέλες ονομάστηκαν Βράχια των Κοριτσιών (Κίζ Καγεσί). Από το 1887 μέχρι το 1914 γίνονταν αναπαραστάσεις της θυσίας των κοριτσιών της Παύρας-Πάφρας, στις οποίες συμμετείχαν οι μητροπολίτες Άνθιμος Αλεξούδης και Γερμανός Καραβαγγέλης, ο επίσκοπος Ζήλων, με έδρα την Πάφρα, Ευθύμιος Αγριτέλλης και μεγάλο πλήθος λαού. Προφορική μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης σύζ. Σπυρίδωνος. Γεννήθηκε το 1908 στην Πάφρα (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρία Ορφανίδη Σάββα, ό. π. όπως λέγανε, και από τη δική μου οικογένεια υπήρχαν δύο κοπέλες που πέσανε και σκοτώθηκαν Μαρτυρίες Παρασκευαΐδου Σοφίας και Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη, ό. π. 47
στην περιοχή 50 νέα κεφαλοχώρια, με Οθωμανούς που μεταφέρθηκαν από τη Συρία, τη Μεσοποταμία, το Κουρδιστάν, την Αραβία και αλλού 57. Στον Ιεροσολυμιτικό κώδικα, μεταξύ των ετών 1707-1723 μ. Χ., αναφέρονται στην περιοχή Πάφρας, η κωμόπολη Πάφρα (1707), τα χωριά Άϊντερεσι (1710), Αλάτσαμ (1722), Ασάρη (1722), Ελταούτη (1723), Νεπίεν (1723) και Αγτσάλαν (1723) 58. Από την ευρύτερη περιοχή του δυτικού Πόντου, υπάρχουν αναφορές για: Κάστρον Αμησός (1669, 1719, 1722) και Αμινσός (1733), Αμάσεια (1705, 1723, 1735) και Λαοδικεία-Λατίκ-Ηλατίκη (1735) 59. Από όλες τις αναφερόμενες πόλεις και χωριά μόνο οι Αμισινοί παρέμειναν ελληνόφωνοι, οι οποίοι βέβαια δεν καταδιώχτηκαν την εποχή των ντερέμπεηδων, γιατί αναφέρονται από το 1669 μ. Χ., και γίνεται φανερό ότι, ο ντερέμπεης της Αμισού-Σαμψούντας ήταν διαλακτικότερος ή ότι οι εναπομείναντες κάτοικοι προστατεύονταν από κάποια προνόμια. Η αρχαία και μεσαιωνική Αμισός έπαψε να υπάρχει μετά την εκδίωξη και των Γενουατών το 1461 μ. Χ. Σε οθωμανικές πηγές του 1485 μ. Χ. αναφέρεται στην Αμισό-Σαμψούντα μία ελληνική συνοικία, κειμένη σε λόφο, δύο περίπου χιλιόμετρα από την τουρκόπολη, που αποτελούνταν από 81 οικογένειες 60. Ο οικισμός ονομαζόταν από τους Έλληνες Άνω Αμισός, σε αντιδιαστολή με την παράλια Αμισό- Σαμψούντα και από τους Οθωμανούς Κατήκιοϊ. Μετά την εθνολογική αλλοίωση, κατά τα έτη 1700-1750, για καλύτερο έλεγχο της περιοχής, άρχισαν νέες διώξεις εναντίων των χριστιανών της υπαίθρου, με άμεσο στόχο την αφομοίωσή τους. Έτσι, οι ντερέμπεηδες έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και οριστικά απαγόρευσαν τη χρήση των ελληνικών, την άσκηση των χριστιανικών καθηκόντων, την άσκηση του επαγγέλματος του εμπόρου και του επιτηδευματία, ενώ προέβησαν σε υποχρεωτική στράτευση από ηλικίας 20-30 ετών. Ύστερα από αυτά, οι Έλληνες εξαναγκάστηκαν να καταφύγουν πάλι στα βουνά, μαζί με τις οικογένειές τους, όπου έζησαν για αρκετές γενιές, μέχρι να δοθούν προνόμια στους χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου 61. Με την κάθοδό τους από τα βουνά, οι Παυρενοί μιλούσαν τουρκικά 62. Παρ όλα αυτά, το 1778 μ. Χ., η Πάφρα ήταν περίφημη, γιατί σε αυτή βρισκόταν τα σπίτια του Αλήπασα Τζανικλή 63. Η έδρα της επαρχίας βρισκόταν στην Πάφρα, μετά τις επανειλλημένες λεηλασίες της περιοχής από τους Κοζάκους πειρατές και την τελική απόσπαση της Κριμαίας από την οθωμανική κυριαρχία το 1797 μ. Χ. 64. Οι προετοιμασίες για το ρωσοτουρκικό πόλεμο βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, και ο καπετάν-πασάς (ναύαρχος) του οθωμανικού στόλου συνέλεγε με τη βία, από την περιοχή της Αμισού, κάθε λογής ανθρώπους, κατά πάντα αμαθείς και αγροίκους, ακόμη και ιμάμηδες, τους οποίους χρησιμοποιούσε ως ναύτες και ναυτεργάτες στα πλοία. Ο Αλήπασας, ο ντερέμπεης της περιοχής, πέραν των 10.000 ανδρών που είχε υπό τις διαταγές του, είχε και 400 σωματοφύλακες, ανδρείους χριστιανούς, από τη 57 Μαρτυρία Ορφανίδη Σάββα, ό. π. ακούγαμε από τους γεροντότερους ότι οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν πριν 200-250 χρόνια, επειδή εμείς οι Έλληνες ήμασταν περισσότεροι... ανάμεσα σε αυτούς τους Τούρκους υπήρχανε Τσερκέζοι, Κούρδοι, Κιζιλπάσηδες, Αρναούτοι, ακόμη και πολλοί μαύροι, αράπηδες Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 85-86. 58 Ν. Βέης, Αφιερώματα και λειτουργικαί συνδρομαί Τραπεζουντίων και άλλων Ποντίων υπέρ του Παναγίου Τάφου, κατ αναγραφάς Ιεροσολυμιτικού κώδικος, Α. Π. 14 (1949) 139-140. 59 Ό. π., 126, 128, 140. 60 Sarisakal, Samsun, 118. 61 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 89-90. 62 Μαρτυρία Κυπιρτίδη Ιερ. 63 Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης, Τα μετά την Άλωσιν, Κωνσταντινούπολη 1870, 569. 64 Vadala, Samsun, 18-31. Yurt Ansiklopedisi, Samsun maddesi, 6560. 48
ιδία επικρατεία επαρχιών τε και κωμοπόλεων, τους οποίους είχε ντυμένους με πράσινες στολές, το πράσινο είναι το ιερό χρώμα των μουσουλμάνων, προκειμένου να μη γνωρίζουν οι υπόλοιποι την ταυτότητά τους 65. Δηλαδή, μη έχοντας καμία εμπιστοσύνη στους ομοφύλους του, κατάρτησε πάνοπλη σωματοφυλακή, για να τον προστατεύει νύχτα και ημέρα. Αυτό αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι της Πάφρας, Αμισού, Αμάσειας, παρέμεναν στον τόπο τους, σε μικρές και άσημες κώμες την εποχή αυτή, σε αντίθεση με τον πληθυσμό της υπαίθρου που είχε καταφύγει στα βουνά. Ο αριθμός των 400 επιστρατευμένων χριστιανών είναι μικρός, αλλά ενδεικτικός της μη ύπαρξης πολυάριθμου στοιχείου στις κωμοπόλεις της περιοχής. Η Πάφρα συνέχιζε να είναι πιο ανεπτυγμένη από την Αμισό, ακόμη και στις αρχές του 19 ου μ. Χ. αιώνα. Ο Amedee Jaubert, ο οποίος πέρασε από τον Πόντο τα πρώτα χρόνια του 19 ου μ. Χ. αιώνα, αναφέρεται στο γεγονός αυτό, καθώς και στα σφοδρά πολεμικά γεγονότα μεταξύ των ντερέμπεηδων Τσαπάνογλου και Αλήπασα 66. Μεταξύ των ετών 1810-1820 μ. Χ., οι ντερέμπεηδες της περιοχής Πάφρας και Ανδράπων συνέλαβαν από τους ορεινούς οικισμούς, με πρόφαση την κατάταξή τους στον οθωμανικό στρατό, περίπου 4.000 άνδρες και έφηβους, μεταξύ 18-50 ετών 67. Οι υπόλοιποι κατάφεραν να εξαφανιστούν στα παρθένα δάση και να γλιτώσουν τη στράτευση. Τους συλληφθέντες, τους συγκέντρωσαν σε μουσουλμανικά χωριά της περιοχής για να τους μεταφέρουν, τάχα, στην Πάφρα και στην Αμισό, προκειμένου να προωθηθούν σε μακρινά μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου υπήρχε πόλεμος με τους γκιαούρηδες. Έπεισαν τους οικείους ότι, όλα αυτά γίνονταν με διαταγή του σουλτάνου και ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν, αν για οποιονδήποτε λόγο αργούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους 68. Τους υπό στράτευση Έλληνες, αφού τους έδεσαν ανά δύο πισθάγκωνα, τους έριξαν στον ποταμό Άλυ, όπου πέθαναν από πνιγμό 69. 65 Κομνηνός, Άλωση, ό. π. Ο συγγραφέας, αυτόπτης μάρτυρας των όσων περιγράφει, αναφέρει ακόμη ότι ανεχώρησαν από το Σαμσόν Καλεσί, Αμινσός παρ ημών λεγόμενον, με στόλον συγκείμενον και 25 υδραίικα καράβια Μεταξύ των άλλων, δηλαδή, συμμετείχαν στον τουρκικό στόλο και 25 υδραίικα καράβια (ό. π., 571, 574). Είναι γεγονός ότι στον τουρκικό στόλο, εκτός των όποιων καραβιών, τα πληρώματα των καραβιών αποτελούνταν και από νησιώτες ναύτες. 66 A. Jaubert, Voyage en Armenie et en Perse (1805-1806), Paris 1821, 102-107. 67 Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου, ό. π. ο παππούς μου μας έλεγε ότι το 1818 ήρθαν οι Τούρκοι στα χωριά μας και μάζευαν, δήθεν για το στρατό, τους νέους ανθρώπους Μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου, ό π. οι Τούρκοι το1815-1820 μάζεψαν για το στρατό πολλούς Έλληνες χριστιανούς από τα χωριά μας Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη, ό. π. οι Τούρκοι, με το πρόσχημα της στράτευσης, πήραν από τα σπίτια τους εκατοντάδες άνδρες, ηλικίας 18-50 χρόνων, από όλα τα χωριά κατά μήκος του ποταμού Άλυ Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας, ό. π. μαζί με τις συλλήψεις που έκαναν για το στρατό, έκαναν και λεηλασίες, αλλά καίγανε και τα σπίτια όσων δεν εύρισκαν Μαρτυρία Καρασαββίδη Νικολάου, ό. π. Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου ό. π. Μαρτυρία Κωστάχογλου Αβραάμ, ό. π. 68 Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου, ό. π. Μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου, ό. π. Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη, ό. π. Μαρτυρία Καρασαββίδη Νικολάου, ό. π. Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου, ό. π. Μαρτυρία Κωστάχογλου Αβραάμ, ό. π. Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας, ό. π. 69 Μαρτυρία Κωστάχογλου Αβραάμ, ό. π. Τον αδερφό του παππού μου αντί να τον πάνε στρατιώτη τον πέταξαν στον Κιζίλ Ιρμάκ και τον έπνιξαν μετά από 20-30 χρόνια βρήκαν τα κόκκαλά τους στον ποταμό Μαρτυρία Καρασαββίδη Νικολάου, ό. π. δεν τους πήγαν στο στρατό, αλλά τους έπνιξαν στον ποταμό Κιζίλ Ιρμάκ το έγκλημα αυτό των Τούρκων ανακαλύφθηκε από ξένους Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας, ό. π. τους δένανε ανά δύο στα χέρια και τους πετούσαν τη νύχτα στα βαθιά νερά του ποταμού Άλυ κάτι τέτοιο μπορεί να έκαναν και σε άλλες περιοχές, αλλά ίσως δεν είχαν ανακαλυφθεί οι πνιγέντες ήρθαν Άγγλοι και μετρούσαν τον ποταμό Άλυ βρήκαν σωριασμένα κόκκαλα σε κάποιο σημείο του ποταμού, το ίδιο βρήκαν και σε άλλο σημείο η έρευνα έδειξε ότι οι Τούρκοι είχαν πιάσει και είχαν οδηγήσει, δήθεν για τον τούρκικο στρατό κανένας τους δεν είχε επιστρέψει ο πατέρας μου, αλλά και ο παππούς μου, έλεγε να μην τρώμε ψάρια από τον ποταμό γιατί τα ψάρια αυτά μεγάλωσαν με το κρέας των ανθρώπων μας είχανε πάρει τότε δύο ξαδέρφια της γιαγιάς 49
Στις αρχές του 19 ου αιώνα, η περιοχή της Καισάρειας και της Καππαδοκίας μαστίζονταν από την ίδια κατάσταση, χωρίς να μπορούν οι κάτοικοι να εξασφαλίσουν τη ζωή τους σε μια άγονη και πάμπτωχη περιοχή. Έτσι, όταν πληροφορήθηκαν την κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο, έφτασαν στην περιοχή και ενώθηκαν με τους Δυτικοποντίους που ζούσαν πάνω στα παρθένα βουνά. Μία ακόμη, προηγούμενη, εγκατάσταση Καππαδοκών έγινε κατά το 1400 μ. Χ. Αυτοί έφτασαν στην περιοχή Αμισού και Πάφρας αναζητώντας ασφαλή ορεινά καταφύγια στο δυτικό Πόντο. Οι Καππαδόκες συνέπτυξαν ενιαία κοινωνία με τους κατοίκους της περιοχής και αφομοιώθηκαν. Οι Καππαδόκες που μετακινήθηκαν στο δυτικό Πόντο μιλούσαν τουρκικά. Η προφορική παράδοση της Καππαδοκίας αναφέρει, όσον αφορά το γλωσσικό εκτουρκισμό, ότι, με την κατάληψη της Καππαδοκίας, οι Τούρκοι έσφαξαν τους άνδρες και έκοψαν τις γλώσσες των γυναικών, για να μην μπορέσουν τα παιδιά τους να διδαχθούν την ελληνική γλώσσα. Με αυτόν τον τρόπο γέμισαν σαράντα τσουβάλια με κομμένες γυναικείες γλώσσες 70. Οι πόλεις Αμάσεια, Αμισός, Παύρα, αλλά και οι υπόλοιπες πόλεις του Πόντου ήταν ελληνόφωνες μέχρι και το 13 ο μ. Χ. αιώνα, τότε που πρωτοεγκαταστάθηκαν τουρκικά φύλα στο δυτικό Πόντο. Το 19 ο και 20 ο μ. Χ. αιώνα μόνο η Αμισός ήταν ελληνόφωνη. Η Παύρα-Πάφρα, η Αμάσεια, και οι άλλες κωμοπόλεις του μεσόγειου δυτικού Πόντου μιλούσαν τουρκικά. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, κυρίως με το θεσμό των ντερέμπεηδων, προσπάθησε να αφομοιώσει το ελληνοβυζαντινό στοιχείο της περιοχής. Αυτό μπορούσε να το πετύχει, κατ αρχάς, με τον απ ευθείας εξισλαμισμό, όπως συνέβη σε πολλές περιοχές του κεντρικού και ανατολικού Πόντου. Όταν αυτό δεν έγινε κατορθωτό στο δυτικό Πόντο, υποχρέωσε τους κατοίκους σε γλωσσικό εκτουρκισμό, ο οποίος σε μια επόμενη φάση θα εξελισσόταν σε πλήρη εξισλαμισμό. Αυτό δεν κατέστη δυνατό, γιατί οι Παυρενοί φύλαξαν ως κόρη οφθαλμού το Χριστιανισμό και κατάφεραν να μην αφομοιωθούν από το ισλάμ, παρά τις φοβερές διώξεις της δεύτερης περιόδου των ντερέμπεηδων. Ο Χριστιανισμός για τους Παυρενούς ήταν ταυτόσημος του Ελληνισμού. Ο θεσμός των ντερέμπεηδων-τιμαριούχων καταργήθηκε το 1839 με την έκδοση του Τανζιμάτ-Μεταρρυθμιστικού Διατάγματος Χάτι Σερίφ, με το οποίο δινόταν θρησκευτικές ελευθερίες στους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής μου και έναν κουνιάδο της Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου, ό. π. Μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου, ό. π. Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη, ό. π. Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου, ό. π. Μαρτυρία Ζυρίνογλου Γεσθημανής, ό. π. Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 153-160. 1) Όταν το 1838 ο Άγγλος ερευνητής και εκδότης Γουλιέλμος Χάρισον Άινσγουώρθ ερευνούσε το μήκος, το πλάτος και το βάθος του ρού του ποταμού Άλυ, καθ όλη τη διαδρομή του, βρήκε σε περισσότερα από 20-30 σημεία, όπου τα νερά ήταν βαθιά, σωρούς ανθρωπίνων σκελετών. Τα ανθρώπινα οστά ήταν δεμένα στους καρπούς των χεριών. Επρόκειτο για ομαδικές εκτελέσεις ή πνιγμούς. Ερευνώντας στην περιοχή ανακάλυψε το γεγονός της υποχρεωτικής στράτευσης των Ελλήνων κατά το 1810-1820, και της μη επιστροφής τους από το στρατό. Δεν είχε επιστρέψει ούτε ένας Έλληνας. Στη χειρότερη περίπτωση θα είχαν επιζήσει ελάχιστοι. 2) Κατά το 1966-1970, όταν οι Τούρκοι άρχισαν να κατασκευάζουν υδροηλεκτρικό σταθμό, έξω από την Πάφρα και πριν από το χωριό Καπούκαγια, οι μπουλτόζες και οι εκσκαφείς, που δούλευαν στον πυθμένα του ποταμού Άλυ, ανέσυραν δεκάδες ανθρώπινους σκελετούς, οι οποίοι ήταν δεμένοι ανά δύο στο μέρος των καρπών. Το γεγονός αυτό το αποκάλυψε σε Έλληνες προσκυνηματικούς επισκέπτες, κατά το 1973-1974, ο Κεμάλ, ένας πρόσφυγας από την Πρωσοτσάνη Δράμας που κατοικούσε στο διπλανό χωριό Γολάι, και ο οποίος γνώριζε ελληνικά. Όταν σε επόμενες επισκέψεις τον αναζήτησαν οι Έλληνες επισκέπτες, για να τους προσφέρει μικροεξυπηρετήσεις, έμαθαν ότι δολοφονήθηκε, χωρίς να τους εξηγήσουν το λόγο, συμβουλεύοντάς τους να μην αναφέρουν ούτε το όνομά του. 3) Οι Έλληνες της περιοχής γνώριζαν ότι ο ποταμός Άλυς έχει πολλά και μεγάλα ψάρια, όμως, ποτέ δεν ψάρευαν κατά μήκος του ποταμού, αλλά πήγαιναν στις εκβολές του, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό γίνονταν, μέχρι τα χρόνια της Ανταλλαγής, επειδή γνώριζαν το γεγονός του πνιγμού των χιλιάδων Ελλήνων στον ποταμό Άλυ. 70 Χ. Σαμουηλίδης, Καραμανίτες, Αθήνα 1999, 20. 50
αυτοκρατορίας. Ο θεσμός των ντερέμπεηδων, αλλά και των γενιτσάρων, ατόνισε και, τελικά, εξαφανίστηκε μετά από εισήγηση του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, ο οποίος ήταν ηγεμόνας της Βλαχίας και παππούς του ομώνυμου πρωτοστάτη της ελληνικής επανάστασης, επί σουλτάνου Σελήμ Γ 71. Η μουσουλμανική κατάκτηση, μετά το 13 ο μ. Χ. αιώνα, επέφερε δραματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού. Εκτός των πόλεων Αμασείας, Αμισού και Παύρας, με τις ευρύτερες περιοχές τους, ο υπόλοιπος μεσόγειος πληθυσμός του δυτικού Πόντου είχε χαθεί ολοκληρωτικά από τον Ελληνισμό. Τα τουρκικά φύλα, ήδη από το 13 ο μ. Χ. αιώνα, απαιτούσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη χρήση της τουρκικής γλώσσας 72. Η αφομοίωση του ελληνοχριστιανικού βυζαντινού πληθυσμού επιτεύχθηκε με το θρησκευτικό προσηλυτισμό και το γλωσσικό εκτουρκισμό. 3. Η Εκκλησία της Παύρας-Πάφρας κατά την Οθωμανική περίοδο. Η έλευση των τουρκικών ορδών στην περιοχή του δυτικού Πόντου, στη μητρόπολη Αμασείας με τις έξη επισκοπές της, σηματοδότησε την παρακμή του Χριστιανισμού και την αρχή μεγάλων δεινών για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ο Χριστιανισμός μειώθηκε τόσο πολύ, που περιέπεσε σε αφάνεια. Στις περισσότερες περιοχές εξαφανίστηκε, και καταργήθηκαν οι επισκοπές από τον κατάλογο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Οι επιπτώσεις της εισβολής και κατάκτησης ήταν απόλυτα καταστροφικές στην οργάνωση της μητρόπολης Αμασείας. Εκτός από την έδρα της μητρόπολης, την Αμάσεια, συνέχισε να υπάρχει μόνον η επισκοπή Αμισού, και αυτή από τα μέσα του 19 ου αιώνα. Οι επισκοπές Σινώπης, Ιβώρων (Πιμωλίσσης) 73, Ανδράπων 74, Ζαλήχου (Λεοντοπόλεως) 75, και Ζήλων εξαφανίστηκαν από τους επισκοπικούς καταλόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου 76. Η αποδιάρθρωση μιας μητρόπολης, λόγω της μουσουλμανικής κατοχής, γινόταν με την απαγόρευση του μητροπολίτη ή των επισκόπων να μεταβούν στις έδρες τους 77. Αυτό είχε σαν άμεση συνέπεια η μητρόπολη, αλλά και η επισκοπή, να περιπέση σε ένδεια και οικονομική εξαθλίωση. Τα τουρκικά φύλα, πέρα από την εκδίωξη του μητροπολίτη και του επισκόπου, αποστερούσαν τις μητροπόλεις και τις επισκοπές και από τις περιουσίες τους. Η κατάσταση αυτή επικρατούσε όχι μόνο στην περιοχή του Ελενόποντου, στην οποία περιλαμβανόταν και ο δυτικός Πόντος, αλλά και σε ολόκληρη την κατακτημένη Ανατολή 78. Κατά το 1315 μ. Χ., οι χριστιανοί κάτοικοι της μητροπόλεως Αμασείας απέστειλαν επιστολή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην οποία ανέφεραν ότι: η Εκκλησία τους δεν έχει νόμιμο μητροπολίτη εδώ και πολύ καιρό Ζητούν λοιπόν έναν μητροπολίτη επειδή το κακό της περσικής(τουρκικής) τυραννίας εκυριάρχισε συντριπτικά, σε σημείο που κανένας μητροπολίτης να μην μπορεί να πάρει την έδρα του 71 Duda, Seltschukengeschichte,, 313, 345. 72 Χρύσανθος, Τραπεζούντα, 703-704. 73 Η τουρκική ονομασία της είναι Τσόρουμ. 74 Η τουρκική ονομασία της είναι Βεζύρκιοπρου. 75 Η τουρκική ονομασία της είναι Αλάτσαμ. 76 Σταυρίδης, Ιστορία, ό. π. 77 Κ. Ράλλης-Μ. Ποτλής, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, Αθήνα 1857-1859, ΙΙΙ, 156. 78 Ό. π., Ι, 57. 51
εκεί Οι κάτοικοι της Επαρχίας, χωρίς ποιμένα, απεγνωσμένα ζητούσαν πνευματική βοήθεια, γιατί κινδύνευαν να καταστραφούν οδηγούμενοι σε εξόμωση. Ο επισκοπικός κατάλογος διακόπτεται από το 1197 μ. Χ. και ξαναρχίζει το 1316 μ. Χ., με τον Κάλλιστο 79. To 1316 μ. Χ., ο Πατριάρχης Κάλλιστος όρισε το σεβάσμιο ιερομόναχο Κάλλιστο, ο οποίος είχε όλα τα απαραίτητα προσόντα ενός ποιμένα, μητροπολίτη Αμασείας. Λόγω της εισβολής επέτρεψε στον Κάλλιστο να μεταφέρει την έδρα του στα Λίμνια, αφού εξασφάλισε την άδεια από τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιο Β Μεγαλοκομνηνό (1297-1330), γιατί η μητρόπολη βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο 80. Τα Λίμνια, σε αντίθεση με την Αμάσεια που βρέθηκε υπό σελτζουκική κατοχή, βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας, και κατά συνέπεια ήταν προστατευμένη περιοχή. Οι ιερείς, χωρίς παρενοχλήσεις, μπορούσαν να πηγαινοέρχονται και να κατοικούν εκεί. Ο μητροπολίτης Κάλλιστος παρέμεινε στα Λίμνια μέχρι να βελτιωθούν οι συνθήκες. Σε μία ακόμη περίπτωση, κατά το 1384 μ. Χ., ο επίσκοπος Λιμνίων ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση της μητροπόλεως Αμασείας, επειδή οι μπέηδες δεν επέτρεπαν στο μητροπολίτη να εγκατασταθεί στην έδρα του, μετά από μια προσωρινή αποδημία του 81. Ήδη από το 1315 μ. Χ., ο επίσκοπος Σινώπης, ο οποίος υπαγόταν στο μητροπολίτη Αμασείας, είχε εκδιωχθεί από την πόλη. Στις αρχές, και στα τέλη του 14 ου μ. Χ. αιώνα, τα πρακτικά των αποφάσεων της Πατριαρχικής Συνόδου αναφέρουν ιδιαίτερα ανώμαλες συνθήκες και σύγχυση από τις εισβολές, τα δεινά, τις αιχμαλωσίες και τις καταστροφές 82. Η αναστάτωση που προκλήθηκε στις πόλεις Αμάσεια, Αμισό, Σινώπη, και στις γύρω από αυτές περιοχές, προκάλεσε την αποδιοργάνωση και την κατάρρευση της εκκλησιαστικής επαρχίας Αμασείας. Η μητρόπολη Αμασείας γνώρισε την εξαθλίωση, την τέλεια καταστροφή και τον αφανισμό της από τις εισβολές αυτές 83. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στις άλλες μητροπόλεις του μεσόγειου Πόντου (Νεοκαισαρείας, Σεβαστείας, Ευχαΐτων), αλλά και της Μικράς Ασίας, που και αυτές βρίσκονταν υπό την κατοχή των τουρκικών φύλων. Ο Δημήτριος Κυδώνης, σύγχρονος της εποχής αυτής, αναφέρει (σε σύγχρονη μετάφραση) για τους Τούρκους κατακτητές: Κατέστρεψαν εντελώς τις πόλεις, λεηλάτησαν τα ιερά, άνοιξαν τους τάφους, πλημμύρισαν τα πάντα με αίμα και πτώματα. Βίασαν τις ψυχές των κατοίκων, αναγκάζοντάς τους να αρνηθούν τον Θεό και να δεχθούν τα δικά τους ανόσια μυστήρια. Καταδυνάστευσαν τις ψυχές (των χριστιανών), ω δυστυχία, με αχαλίνωτους βιασμούς! Τους απογύμνωσαν από τις περιουσίες και την ελευθερία τους, τους άφησαν σαν αμυδρές σκιές σκλάβων 84 Αυτό ήταν το δράμα των χριστιανών της Ανατολής, ο όλεθρος και η καταστροφή, υπό το πέλμα των τουρκικών ορδών, κατά τον 14 ο μ. Χ. αιώνα. Η μουσουλμανική κατάκτηση, η οποία συνοδεύτηκε με σφαγές, με αιχμαλωσία των χριστιανών και δουλεία, με παιδομάζωμα, με ατίμωση των ιερωμένων, με φυγή, με επιδημίες, με λιμό και την τέλεια εξαθλίωση ήταν καταστροφική για το Χριστιανισμό της μητρόπολης Αμασείας, γιατί συνέτριψε την τοπική Ορθόδοξη εκκλησία. Η μητρόπολη χωρίς καμία οικονομική βάση και, κατά 79 Σταυρίδης, Ιστορία, 222. 80 F. Miklosich-J. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana, Bien 1860-1890, I, 35-36. 81 Ό. π., Ι, 70. 82 Ό. π., Ι, 3-330. ΙΙ, 46-197. 83 Ό. π., Ι, 69. 84 Δημήτριος Κυδώνης, Ε. Π,. CLIV, 964-968. 52
συνέπεια, χωρίς κοινωνική και οικονομική δράση, χωρίς ποιμένες για μεγάλα χρονικά διαστήματα, και χωρίς καθοδήγηση, είχε τελείως αποδυναμωθεί. Οι αποθαρρημένοι και εγκατελειμμένοι χριστιανοί βρίσκονταν στο έλεος των μουσουλμάνων ή κατέφευγαν στα βουνά. Στη Σύνοδο της Φλωρεντίας το 1439 παρακάθησε, μεταξύ άλλων, και ο μητροπολίτης Αμασείας Ιωάσαφ 85. Στην ίδια Σύνοδο, ο Γεννάδιος Σχολάριος περιέγραψε την τραγική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι χριστιανοί της Ανατολής, η οποία βρισκόταν στο έλεος των τουρκομουσουλμανικών ορδών. Εξαιτίας της αξιοθρήνητης κατάστασης, αλλά και του φάσματος των βίαιων ή εκούσιων εξισλαμισμών, ζητούσε να επιβληθεί η ένωση των Εκκλησιών. Προέβλεπε, όχι άδικα: ότι σε λίγα χρόνια ο κατακλυσμός αυτός θα πνίξει όλους τους χριστιανούς, η ασέβεια θα θριαμβεύσει 86. Δεν μπορούσε, όμως, να φανταστεί ότι διακόσια χρόνια αργότερα, το 1650, ο Πάπας θα εκλατίνιζε την Ορθόδοξη νότια Ιταλία, εξαφανίζοντας παράλληλα και την ελληνική γλώσσα. Οι κίνδυνοι, τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση πήγαζαν μέσα από τον ίδιο στόχο, που ήταν η Ορθοδοξία και ο ελληνικός πολιτισμός. Λίγα χρόνια αργότερα ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Πατριάρχης της Οθωνανοκρατίας, συνέταξε το Σύμβολο της Πίστεως στα ελληνικά, το οποίο μεταφράστηκε και στα τουρκικά 87. Μετά την κυριαρχία των Οθωμανών, και τα προνόμια που δόθηκαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη από το Μωάμεθ τον Πορθητή, ο Πατριάρχης αναγνωριζόταν ως Εθνάρχης-Μιλλέτ μπασί, και η κατάσταση ομαλοποιήθηκε. Με βάση τα προνόμια της εκκλησιαστικής αυτονομίας, τα οποία σήμαιναν πλήρη ελευθερία για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, ελεύθερη χρήση της ελληνικής γλώσσας και δικαστική αυτονομία, ίσχυσε το Βυζαντινό Δίκαιο 88. Η κατάσταση αυτή έπαψε να ισχύει με την εμφάνιση του θεσμού των ντερέμπεηδων, στις αρχές του 17 ου αιώνα. Κατά την εποχή αυτή άρχισε μια νέα περίοδος διώξεων εναντίον του χριστιανικού στοιχείου, με σκοπό τον εξισλαμισμό των κατοίκων της περιοχής. Οι διωγμοί σε βάρος του ελληνοχριστιανικού στοιχείου της Παύρας ήταν σφοδρότατοι. Το ίδιο υπέφερε και ολόκληρη η μητρόπολη Αμασείας. Παράλληλα με τους σφοδρούς διωγμούς των ντερέμπεηδων, κατά το μήνα Μάιο του 1653, άρχισαν τη δράση τους στον Πόντο και οι προπαγανδιστές Καπουτσίνοι. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β, με συστατική επιστολή του, απευθυνόταν προς τους μητροπολίτες του Πόντου (Αμασείας, Τραπεζούντος, Νεοκαισαρείας), και τους συνιστούσε να δεχθούν με φιλοφρόνηση τους Γάλλους Καπουτσίνους μοναχούς, και να τους προσφέρουν χώρο προσευχής και λειτουργίας 89. Η ενέργεια του Πατριάρχη οφειλόταν στο γεγονός της προστασίας του από το Γάλλο πρεσβευτή, και την καταφυγή στο παλάτι του, όταν αυτός καταδιωκόταν από τον Πατριάρχη Παρθένιο, τον οποίο και διαδέχτηκε. Ο Ροβέρτος των Καπουτσίνων ήθελε να προσευχηθεί και να λειτουργήσει: θέας χάριν της λίμνης εκείνης, εν η η παρθενομάρτυς Ιουλιέτα μετά και άλλων παρθενομαρτύρων εμβληθείσα, το μαρτυρικόν εδέξατο τέλος 90 Εξ όσων γνωρίζουμε σήμερα, η πόλης Αμάσεια δεν έχει λίμνη. Η μόνη γνωστή λίμνη στην περιοχή είναι η 85 Χρύσανθος, Τραπεζούντα, 174. 86 L. Petit, X. A. Siderides, M. Jugie, Oeuvres completes de Gennade Scholarios, Παρίσι 1928-1936, Ι, 303. 87 Hofmann, Patriarchen, 279-280. 88 Κομνηνός, Άλωση, 4. Γ. Φραντζής, Χρονικόν, Βόννη 1838, Γ, 304-308. 89 Hofmann, Patriarchen, 289-290. 90 Ό. π. 53
Στεφάνη, στη Λαοδικεία του Πόντου, μεταξύ Αμασείας και Αμισού 91. Οι διάφορες προφάσεις του Ροβέρτου των Καπουτσίνων, ο οποίος εστάλη με ενεργή στήριξη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΔ (20 Νοεμβρίου 1652), δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, και δεν κατόρθωσε να ιδρύσει εστία δράσης τόσο στην Αμάσεια, όσο και στις πόλεις Τραπεζούντα-Νεοκαισάρεια, γιατί στον Πόντο διατηρούνταν αλώβητη η Ορθοδοξία. Ο Πόντος, επιπλέον, ήταν μακριά από την Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρχαν οι επιρροές και οι επεμβάσεις των ξένων. Ο Πατριάρχης Παρθένιος ήταν μητροπολίτης Αμασείας, πριν την άνοδό του στον Οικουμενικό θρόνο 92. Η Παύρα, αλλά και ολόκληρη η παράλια ζώνη της Αμισηνής χώρας, δεν υφίστατο εκκλησιαστικώς μέχρι τα τέλη του 17 ου αιώνα. Μόνο η Αμισός ήταν ένα μικρό και ασήμαντο χωριό, πιο πάνω από τη Σαμψών. Η μητρόπολη Αμασείας, εξαθλιωμένη οικονομικά και χωρίς πόρους, βρισκόταν σε τέλεια ένδεια. Στις πρώτες δεκαετίες του 18 ου αιώνα, δύο μητροπολίτες Αμασείας, ο Διονύσιος, τον Αύγουστο του 1720 και ο Βενιαμήν, τον Αύγουστο του 1747, μετέβησαν στην Αργυρούπολη χάριν ελέους και βοηθείας. Στον κώδικα της επαρχίας Χαλδίας αναφέρεται για τον κάθε μητροπολίτη: ηλεήθη δε και εβοηθήθη παρά των ευσεβών χριστιανών 93. Είναι χαρακτηριστική η συγκεκριμένη έκφραση, και δηλώνει μέχρι ποίου σημείου εξαθλίωσης είχαν φτάσει οι μητροπόλεις, ώστε οι μητροπολίτες να περιοδεύουν στη μακρινή και πλούσια Αργυρούπολη για την όποια αναζήτηση οικονομικών πόρων. Η Αργυρούπολη εκείνη την εποχή ήταν κέντρο του Ελληνισμού, λόγω της εκμετάλλευσης των πλούσιων μεταλλείων αργύρου που είχε η περιοχή, αλλά και των προνομίων που είχαν δοθεί σε αυτήν από τους Οθωμανούς σουλτάνους. Στον Ιεροσολυμιτικό κώδικα του Παναγίου Τάφου υπάρχουν αναφορές για την Πάφρα και για μερικά χωριά της. Οι μοναχοί περιέτρεχαν τον Πόντο, κατά περιόδους, δια βοήθειαν του παναγίου και ζωοδόχου τάφου, παρά τοις ευσεβείς χριστιανοίς 94. Οι αναφορές για την κωμόπολη Πάφρα 95 ξεκινούν από το 1707. Το 1709 αναφέρεται το Άιντερεσι. Το 1722 αναφέρονται τα χωριά Ορτίκιογη (Μεσοχώρι), Γενήκιοϊ (Νεοχώρι), Σκάλα Κουπλέαγζη (πρόκειται για το Κουμτζουάζ, το αρχαίο Κωνωπείο, τη μοναδική σκάλα της Πάφρας), Αλάτσαμ (Ζάληχος- Λεοντόπολις), Χρήστο, Μπογιαλή, Ασαρή, Ελταούτη, Καράμπογκάριν και Σουρμελή. Το 1723 αναφέρονται τα χωριά Ορφανός, Νεπίεν, Αγτσαλά και Κελήνγιαρί. Ελάχιστα χωριά, μαζί με την Πάφρα, φέρουν ελληνικά ή παραφθαρμένα ελληνικά ονόματα. Τα περισσότερα είναι τουρκικά, που σημαίνει ότι είναι νέα χωριά, ενώ αυτά που φέρουν ελληνικά ονόματα είναι παλαιά. Ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης, ο οποίος πέρασε από την Πάφρα το 1778, αναφέρει ότι η Πάφρα ανήκε στη μητρόπολη Αμασείας και ακόμη ότι, με τη βοήθεια του Τζανικλή Αλήπασα οι Παφραίοι ανοικοδόμησαν εκ θεμελίων εκκλησία μηδόλως ούσαν πρότερον 96. Είναι απίθανο οι χριστιανοί της Πάφρας, οι οποίοι ήδη από το 1707 κατοικούσαν στην κωμόπολη, στην οποία κατοικούσαν και πολλοί Οθωμανοί, να μην είχαν δική τους εκκλησία. Ο συγγραφέας εννοεί, ότι με την ανοχή του τοπικού ντερέμπεη έχτισαν νέον περικαλλή ναό. Με δεδομένο ότι στην περιοχή τα οικήματα, μέχρι και τις αρχές του περασμένου αιώνα, κατασκευάζονταν από 91 Στην τουρκική ονομάζονται Ιστιφάν και Λα(ν)τίκ αντίστοιχα. Στις αρχές του 20 ου αιώνα υπήρχαν στη Λαοδικεία ερείπια των θερινών ανακτόρων της εποχής των Μιθριδατών βασιλέων του Πόντου. 92 Σταυρίδης, Ιστορία, 222. 93 Α. Α. Παπαδόπουλος, Ιστορικά σημειώματα εκ του κώδικος της επαρχίας Χαλδίας, Α. Π. 8 (1938) 32. 94 Βέης, Αφιερώματα, 126. 95 Αναφέρει συγκεκριμένα Κασαπάς Πάφρα. 96 Κομνηνός, Άλωση, 569. 54
κορμούς δέντρων και ξύλων, η καινούρια εκκλησία είχε πέτρινα θεμέλια, αλλά και λιθοδομή. Μια ακόμη σημαντική πληροφορία είναι ότι, η περιοχή της Πάφρας, καθ όλη τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, και μέχρι τα νεότερα χρόνια, ανήκε στη μητρόπολη Αμασείας. Η γειτονική Αμισός ήταν και αυτή ένα ασήμαντο χωριό, το οποίο ανήκε στην ίδια μητρόπολη. Η επισκοπή Αμισού, από τα τέλη του 12 ου αιώνα, δεν αναφέρεται στους επισκοπικούς καταλόγους, στους οποίους εμφανίζεται στα μέσα του 19 ου αιώνα, όταν ο επίσκοπος Αμισού Μελέτιος εξελέγη επίσκοπος Αγκύρας, μετά την οικειοθελή παραίτηση του Ιεροθέου, στις 14 Νοεμβρίου 1852 97. Οι επίσκοποι Αμασείας, όσων τα ονόματα έχουν διασωθεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ήταν οι εξής: 1. Ιωάσαφ 1434-1439. 2. Δανιήλ 1450. 3. Σαββάτιος 1546-1547. 4. Γεννάδιος 1561-1563. 5. Σίλβεστρος 1562. 6. Ιωάσαφ 1572-1578. 7. Άνθιμος 1590. 8. Γεράσιμος 1617. 9. Γρηγόριος 1617-1623. 10. Μελέτιος 1624-1626 και 1633-1635, καθαιρεθείς. 11. Ζαχαρίας, από Πρεσπών, 1626-1632. 12. Ιεζεκιήλ 1635-1641. 13. Μητροφάνης 1641-1644. 14. Αρσένιος 1644-1652, θανών. 15. Παρθένιος 1645, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. 16. Κύριλλος 17. Κοσμάς 1652-1656, αντικατασταθείς. 18. Γεράσιμος 1656-1665, διωχθείς ή παραιτηθείς. 19. Κοσμάς 1665-1668. 20. Γεράσιμος 1668-1672. 21. Ιωάσαφ 1684-1693. 22. Ιωαννίκιος 1696-1702. 23. Διονύσιος (Λέσβιος) 1702-1724. 24. Αγαπητός 1721-1725. 25. Καλλίνικος 1732. 26. Βενιαμίν 1756. 27. Γαβριήλ 1766. 28. Διονύσιος 1771-1780. 29. Παΐσιος 1780-1795. 30. Κωνστάντιος 1798. 31. Νεόφυτος 1809-1826, παραιτηθείς. 33. Διονύσιος Κωτάκης, από Σηλυβρίας, 1826-1827. 34. Νεόφυτος, από πρώην Αμασείας, 1827-1828, παραιτηθείς. 35. Μελέτιος Πάγκαλος 1828-1830. 36. Διονύσιος, από πρώην Αμασείας, 1830-1835, καθ υψηλήν επιταγήν εκπεσών. 97 Επισκοπικοί κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1852 Δέκ. (κωδ. Π. αρχ. ΚΒ, 247). 55
37. Καλλίνικος, από Διδυμοτείχου, 1835-1847, θανών. 38. Κύριλλος ο Βυζάντιος, από Αίνου, 1847-1855, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 98. 4. Η Πάφρα κατά την περίοδο των Μεταρρυθμίσεων. Σταθμός για την ανάπτυξη του Νεότερου Ελληνισμού της Ανατολής, κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας, υπήρξε η παραχώρηση προνομίων από το σουλτάνο στους υπόδουλους χριστιανούς. Αυτό συνέβη όταν ο σουλτάνος, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων και, κυρίως, μετά τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-1856), εξέδωσε τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα Χάτι Σερίφ (1839), το οποίο ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε, και Χάτι Χουμαγιούν (1856). Το Χάτι Χουμαγιούν επικυρώθηκε στο Παρίσι, το Μάρτιο του 1856, από το Διεθνές Συμβούλιο, με την ομώνυμη Συνθήκη των Παρισίων. Με αυτό αναγνωριζόταν σε όλους τους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η ισότητα, η ισονομία, η ελευθερία της συνείδησης, καθώς και η ελεύθερη άσκηση της λατρείας 99. Τα δεινά της τυραννίας περίμενε κανείς ότι τελείωναν οριστικά. Η κατάργηση του θεσμού των ντερέμπεηδων, και η συντριβή τους, άλλαξαν ριζικά το πολιτικό σκηνικό τόσο στην Πάφρα, όσο και στον υπόλοιπο Πόντο. Οι Έλληνες της περιοχής εγκατέλειψαν μαζικά τα βουνά, όπου είχαν καταφύγει, και άρχισαν να δημιουργούν κοινότητες στα παράλια, ενώ ένα μέρος του πληθυσμού μετακινήθηκε προς τις γειτονικές περιοχές της Αμισού, της Αμάσειας και της Έρπαα 100. Η εύφορη παράλια ζώνη της Πάφρας, μοναδική για το μέγεθός της στον νότιο Εύξεινο Πόντο, με την πλούσια βλάστηση, αλλά και οι απέραντες, παρθένες δασικές εκτάσεις της, αποτέλεσαν την αιτία για την οικονομική ευημερία των κατοίκων. Το μέλλον της προβλεπόταν ευοίωνο. Τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου, τα οποία ήταν στη διάθεση του διεθνούς εμπορίου, έγιναν ο κινητήριος μοχλός του διαμετακομιστικού εμπορίου. Ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της γειτονικής Αμισού, με το λιμάνι της να γνωρίζει μεγάλη άνθηση, λόγω της συχνής επικοινωνίας του με τα υπόλοιπα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου, των λιμανιών της Μεσογείου, αλλά και της Δύσης, επιτάχυνε την οικονομική ανάπτυξη της Πάφρας. Η Αμισός αποτελούσε το σταυροδρόμι της εμπορικής κίνησης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και οι παρακμιακοί αιώνες του παρελθόντος είχαν εισέλθει στο περιθώριο. Τόσο ο χερσαίος δρόμος της Πάφρας προς την Αμισό, όσο και η σκάλα στο Κωνωπείο ήταν οι μοχλοί ανάπτυξής της. Η ισονομία και η θρησκευτική ελευθερία, που οδήγησαν στην ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας, υπήρξαν οι αιτίες για την καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας, για την ανάπτυξης της νεοελληνικής συνείδησης τόσο στην Πάφρα, όσο και σε ολόκληρο τον Πόντο, αλλά και που οδήγησαν στην αύξηση του ελληνοχριστιανικού πληθυσμού 101. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 98 Σταυρίδης, Ιστορία, 222. 99 A. Schopoff, Les réformes et la protection des chvétiens en Turquie 1673-1904, 24-25, 49-58. Σ. Α. Χουδαβερλόγλου, Η τουρκόφωνος ελληνική φιλολογία 1453-1924, Ε. Ε. Β. Σ., VΙΙ (1930) 299-300, Ε. Π.., CLX, 333-352. Σ. Λάμπρος, Υπόμνημα περί των Ελληνικών Χωρών και Εκκλησιών κατά τον δέκατον πέμπτον αιώνα, Ν. Ε., VII (1910) 366. 100 Προφορική μαρτυρία Κυπιρτίδη Ιεροθέου. Χ. Σαμουηλίδης, Η περιφέρεια Σαμψούντας, Α. Π. 37 (1982) 30-31. 101 Οδ. Λαμψίδης, Ο Πόντος εις τους νεώτερους χρόνους, Α. Π. 27 (1966) 9. 56
δημιουργήθηκαν πάρα πολλά χωριά και οικοδομήθηκαν καινούριες εκκλησίες και σχολεία. Μετά την έκδοση των Μεταρρυθμιστικών Διαταγμάτων, εκδόθηκαν το 1862 οι Γενικοί Κανονισμοί των Πατριαρχείων, με βάση τους οποίους ρυθμίζονταν και διευθετούνταν τα εκκλησιαστικά και τα εθνικά θέματα, που απασχολούσαν τους Ορθόδοξους χριστιανούς, οι οποίοι ανήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, και ήταν υπήκοοι του σουλτάνου. Οι μητροπολίτες Αμασείας δεν επισκέπτονταν, πλέον, γειτονικές περιοχές χάριν ελέους και βοηθείας. Από το 1847, η Μεγάλη Εκλλησία ανέθετε στους μητροπολίτες Αμασείας τη μετάβαση στις μητροπόλεις του Πόντου, ως εξάρχου, προς εξέτασιν καταγγελιών ή προς ειρήνευσιν των διαμαχομένων μερίδων 102. Είχαν περάσει ανεπιστρεπτί οι εποχές της παρακμής και της ένδειας. Η μητρόπολη Αμασείας αναδεικνυόταν στη δυναμικότερη μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου. Ένας νέος, δυναμικός κύκλος ζωής, είχε αρχίσει για την αρχαία μητρόπολη, αλλά και για την ίδια την Πάφρα, καθώς, και η πρωτόγνωρη ανάπτυξή της, διαχρονικά από την εποχή της ίδρυσής της. Η τοποθέτηση επισκόπου στην Πάφρα, στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 20 ου μ. Χ. αιώνα, θα έστεφε τις άοκνες προσπάθειές της για ανάπτυξη, και θα επιβράβευε τους αγώνες της, κατά τους σκοτεινούς αιώνες της τουρκικής δουλείας. 102 Χρύσανθος, Τραπεζούντα, 634, 663. 57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΝΕΩΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Πάφρας κατά τους νεότερους χρόνους. Η Πάφρα, μετά την επικράτηση των Οθωμανών στον Πόντο, από τα τέλη του 15 ου μ. Χ. αιώνα, ανήκε στην επαρχία (sancak) της Αμισού, κατ αρχήν ως δήμος (nahiye) και από τις αρχές του 16 ου μ. Χ. αιώνα ως υποδιοίκηση (kaza). Η θέση της δε βρισκόταν στη μεσαιωνική πόλη, αλλά κοντά σε αυτήν και αποτελούνταν από συνοικισμούς. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα νεότερα χρόνια. Η Αμισός ως επαρχία, αλλά και ως ευρύτερη επαρχιακή διοίκηση (livas), ανήκε στη Μεγάλη Διοικητική Οθωμανική Περιφέρεια των Ρωμιών-Ελλήνων (Eyalet-i Rum). Στο Eyalet-i Rum ανήκαν οι liva: 1. Σεβαστείας (έδρα του πασά). 2. Αμασείας. 3. Bozok 4. Ιβώρων (Corum) 5. Divriği 6. Arapgir 1. Από το 1847, με τη νέα κατανομή των επαρχιακών διοικήσεων, η Αμισός ανήκε στο Eyalet της Τραπεζούντας, με παράλληλη προαγωγή της περιφέρειας Αμισού σε liva. Σε αυτήν περιλαμβανόταν, εκτός από την Αμισό, οι υποδιοικήσεις: Πάφρας, Οινόης, Θεμίσκυρας, και άλλες τέσσερις. Διοικητής της επαρχίας ήταν ο μουτασαρίφης (mutasarrif). Μέχρι την τουρκική Μεταπολίτευση, η διοίκηση της Αμισού περιελάμβανε, εκτός από την πόλη, τις υποδιοικήσεις: Πάφρας, Θεμίσκυρας, Θέρμης, Νεοκαισαρείας, κ. α 2. Από το 1910, η διοικητική περιφέρεια της Αμισού (Canik sancaği) αποσπάστηκε από το βιλαέτι Τραπεζούντας και έγινε ανεξάρτητη διοίκηση. Την τελευταία αυτήν περίοδο για τον Ελληνισμό, η διοίκηση της Αμισού περιελάμβανε τις υποδιοικήσεις: Πάφρας, Οινόης, Θέρμης, Θεμίσκυρας, Φάβδας-Φαδησάνης και Αμισού 3. Οι μεσόγειες περιοχές τόσο της Πάφρας, όσο και της Αμισού, όπως η Άνδραπα, οι Θέρμες Φαζημονιτών (Havza), η Λαοδικεία του Πόντου (Lădik), και η Αμάσεια υπάγονταν στο βιλαέτι της Σεβάστειας. Στην υποδιοίκηση της Πάφρας ανήκε ο δήμος (nahiye) της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Alacam-Ερυθρελάτη) 4. 2. Εθνολογική σύνθεση, καταγωγή και γλώσσα των κατοίκων. Προβλήματα. Η Πάφρα με την περιοχή της, πριν από τη μουσουλμανική κατάκτηση, κατοικούνταν από Ελληνόφωνους Ορθόδοξους χριστιανούς. Τα τουρκικά φύλα, ήδη από τον 13 ο μ. Χ. αιώνα, απαιτούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις τη χρήση της 1 Mehmet Őz, Canik, 13-25. Yurt Ansiklopedisi, 6561-6562. 2 Baykara, Anatolu, 37. Enver Ziya Karal, Osmanli Tarihi, C. VIII, Ankara 1983, 133,310. Ό. π. 3 Aks-i Sadā 4 Mart 1326, sayi: 178, Sarisakal, Samsun, 67. Yurt Ansiklopedisi, 6561-6562. Κ. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις εις Πόντον, Αθήναι 1903, 332. Κατά κυριολεξία, περιελάμβανε την Αμισηνή χώρα, όπως ακριβώς και κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή. 4 Yurt Ansiklopedisi, 6561-6562, 6579-6580. 58
τουρκικής γλώσσας 5. Από τα τέλη του 17 ου αιώνα, αλλά και στις αρχές του 18 ου αιώνα, η περιοχή διαφοροποιήθηκε γλωσσικά, υπό την πίεση των φοβερών διωγμών των ντερέμπεηδων 6. Η ίδια ακριβώς κατάσταση επικρατούσε και στα μεσόγεια της Πάφρας, στις περιοχές Άνδραπα, Θέρμες Φαζημονιτών, Λαοδικεία και Αμάσεια. Μετά τα μεταρρυθμιστικά διατάγματα Χάτι Σερίφ (1839) και Χάτι Χουμαγιούν (1856), στην περιοχή μετακινήθηκαν χριστιανικοί πληθυσμοί από την περιοχή της Αργυρούπολης και έτσι δημιουργήθηκαν μερικά ελληνόφωνα χωριά 7. Την ίδια εποχή μετακινήθηκαν χριστιανοί, στα μεσόγεια της Πάφρας, από την περιοχή της Σεβάστειας και της Δοκείας (Tokat) 8. Περί το 1824-1860 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Πάφρας, αλλά και μέσα στην πόλη, Έλληνες μέτοικοι από την Καισάρεια της Καππαδοκίας 9. Πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, μέσα στην Πάφρα υπήρχαν τριάντα οικογένειες Καισαρέων 10, οι οποίοι κατοικούσαν στο συνοικισμό Ισακλή, δεκαπέντε οικογένειες Σινωπέων 11, και δεκαπέντε ελληνόφωνες οικογένειες από τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Τραπεζούντα και την Αργυρούπολη 12. Στα βουνά της Πάφρας είχαν πρωτομετακινηθεί Έλληνες της Καππαδοκίας, και Έλληνες από τις μεσόγειες περιοχές του δυτικού Πόντου, ήδη από τις αρχές του 15 ου αιώνα 13. Το 1829 μέτοικοι από την Καππαδοκία ίδρυσαν τον συνοικισμό Προφήτης Ηλίας, στους πρόποδες της κοντινής Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Alacam), η οποία ως δήμος (nahiye) ανήκε στην υποδιοίκηση Πάφρας 14. Μετά την έλευση των τουρκονομαδικών μουσουλμανικών φύλων, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν λίγοι Τουρκμένιοι 15. Περί το 1700, με απόφαση του ντερέμπεη, μεταφέρθηκαν έποικοι από τη Μεσοποταμία, τη Συρία, την Αραβία, το Κουρδιστάν και αλλού, προκειμένου να επέλθει πληθυσμιακή ισορροπία μεταξύ του χριστιανικού και του μουσουλμανικού στοιχείου, το οποίο ήταν αριθμητικά μικρότερο 16. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του βιλαετίου Τραπεζούντος, το 1869 στην υποδιοίκηση Πάφρας κατοικούσαν Ελληνοορθόδοξοι, Αρμένιοι Γρηγοριανοί και μουσουλμάνοι. Το ίδιο και στην επαρχία Αμισού, αλλά και στο δήμο του Kavak (Λεύκα) 17. Στα στατιστικά στοιχεία του 1872, στην Πάφρα κατοικούσαν Ελληνοορθόδοξοι, Αρμένιοι Γρηγοριανοί, Κιρκάσιοι-Τσερκέζοι και μουσουλμάνοι. Στην επαρχία της Αμισού δεν υπήρχαν Τσερκέζοι 18. 5 Duda, Seltschukengeschichte,, 313, 345. 6 Ό.π. Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 80-97. Σάββας Ιωαννίδης, Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος, Κωνσταντινούπολη 1870, 180. 7 Π. Κοντογιάννης, Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1921, 83. 8 Ε. Αβραμίδης, Το Χρονικό της πορείας θανάτου, Ποντινή 2007, 36. 9 Γαβριηλίδης, Πόντος, 168. Γ. Κανδηλάπτης, Ο Ελληνομνήμων του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2000, 141. 10 Μαρτυρία Αρτζόγλου Όλγας, Κ. Μ. Σ., Περιφέρεια Πάφρας 15. Μαρτυρία Ρακόπουλου Άρη, Κ. Μ. Σ., Περιφέρεια Πάφρας 16. Μαρτυρία Πασαλόγλου Ιωάννη, Κ. Μ. Σ., Περιφέρεια Πάφρας 17. Μαρτυρία Τουλουμτζόγλου Μιλτιάδη, Κ. Μ. Σ., Περιφέρεια Πάφρας 21. 11 Μαρτυρία Ρακόπουλου Άρη. 12 Μαρτυρία Πασαλόγλου Ιωάννη. Μαρτυρία Βασιλειάδη Δημ., Κ. Μ. Σ., Περιφέρεια Πάφρας 24. Μαρτυρία Τσακιρίδη Χαρ., Κ. Μ. Σ., Περιφέρεια Πάφρας 33. 13 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 77-78. 14 Κανδηλάπτης, Ελληνομνήμων, 144. 15 Bryer, Byzantine, 91. 16 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 85-86. 17 Yurt Ansiklopedisi, 6563-6565. 18 Ό. π. 59
Στα στατιστικά στοιχεία, μεταξύ των ετών 1881/1882-1893, δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση, εκτός του ότι, τους Τσερκέζους μουσουλμάνους τους ενσωμάτωσαν στους μουσουλμάνους. Στην Αμισό εμφανίστηκαν ελάχιστοι Ιουδαίοι. Στις μεσόγειες περιοχές της Πάφρας: Θέρμες Φαζημονιτών, Λαοδικεία και Άνδραπα κατοικούσαν Ελληνοορθόδοξοι, Αρμένιοι Γρηγοριανοί, μουσουλμάνοι και μόνο στην Άνδραπα αναφέρονται Προτεστάντες 19. Στα στατιστικά στοιχεία των ετών 1905 και 1914 δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση, εκτός από την Αμισό, στην οποία εμφανίζονται ελάχιστοι Καθολικοί 20. Στις 17 Μαΐου 1914, δημιουργήθηκε μείζον θέμα, με την εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων στην περιοχή της Πάφρας, που οδήγησε τον τοπικό πληθυσμό σε διάσπαση. Οι Νεότουρκοι θέλησαν να εγκαταστήσουν 3.000 μουσουλμάνους πρόσφυγες στα ελληνικά χωριά της Αμισού, παρακάμπτοντας τα μουσουλμανικά χωριά που παρεμβάλλονταν ενδιάμεσα, για ευνόητους λόγους. Μετά τη δυναμική άρνηση των Ελλήνων κατοίκων της Αμισού, ήδη επικρατούσε έντονος φόβος μεταξύ των Ελλήνων, εξαιτίας της ψυχολογικής βίας, της τρομοκρατίας, της στράτευσης, της αύξησης των φόρων, των σποραδικών εγκληματικών ενεργειών των μουσουλμάνων χωρικών, αλλά και των τοπικών αρχών, ιδιαίτερα μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, σαράντα άμαξαι πλήρεις προσφύγων ανεχώρησαν δια τα χωρία της Πάφρας 21. Ο αρχηγός της χωροφυλακής μη θέλοντας να εφαρμόσει τις απειλές του για κάψιμο των χωριών, και για δολοφονία όσων αντιστέκονταν 22, προσπάθησε να διοχετεύσει μέρος των προσφύγων στην περιοχή της γειτονικής Πάφρας. Στις 29 Μαΐου 1914, αποφασίστηκε οριστικά η βίαιη εγκατάσταση των μουσουλμάνων προσφύγων στα ελληνικά σπίτια. Η κατάσταση οδηγούνταν συνειδητά σε σύγκρουση των κυβερνητικών μηχανισμών με τον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ήδη χάσει σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές κτήσεις της, ελάχιστους μήνες πριν από την έναρξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Στα χωριά της Πάφρας, εγκατέστησαν τους μουσουλμάνους μέσα στα χριστιανικά σπίτια και υποχρέωσαν τους χωρικούς να τους παρέχουν τροφή. Ο καϊμακάμης της Πάφρας δήλωσε ότι, η εγκατάσταση αυτή θα ήταν προσωρινή, ενώ ο αστυνομικός διευθυντής δήλωσε ότι θα ήταν οριστική, και ότι θα πραγματοποιούνταν με τη βία. Επιπλέον, τους δήλωσε ότι: όσοι δεν αποδέχονταν τους πρόσφυγες στα σπίτια τους να έφευγαν για την Ελλάδα 23. Το σατανικό σχέδιο των Νεοτούρκων προέβλεπε την εγκατάσταση των μουσουλμάνων στα σπίτια των χριστιανών, ενός λαού με άλλα ήθη, έθιμα, με άλλον τρόπο ζωής και σκέψης, με άλλον πολιτισμό, προκειμένου οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες να γίνουν, εν ευθέτω χρόνω, οι μόνοι ιδιοκτήτες των χριστιανικών περιουσιών. Γνώριζαν τόσο οι Νεότουρκοι, όσο και οι Γερμανοί σύμβουλοί τους, ότι εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατη η συμβίωση των δύο αντίθετων κόσμων. Ένας από τους σοβαρότερους λόγους για τη δημιουργία και την ενίσχυση του αντάρτικου των Ελλήνων στην περιοχή Πάφρας και Αμισού ήταν, η με την κρατική βία και τις εχθρικές διαθέσεις των μουσουλμάνων, εγκατάσταση των 19 Ό. π. 20 Ό. π. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 332. 21 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α /21 α, αρ. πρωτ. 163, Αμισός/22-5-1914, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 22 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α /21 α, αρ. εμπιστ. πρωτ. 15137, Αμισός/20-5-1914, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 23 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α /21 α, αρ. εμπιστ. πρωτ. 16532, Αμισός/29-5-1914, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 60
προσφύγων 24. Η τοπική νεοτουρκική εφημερίδα υποδείκνυε στους μουσουλμάνους την εφαρμογή άγριων αντιποίνων, για τις δήθεν βιαιοπραγίες που διαπράτονταν στη Θεσσαλονίκη, ενώ τάγματα του στρατού περιδιάβαιναν την ύπαιθρο χώρα της Πάφρας και της Αμισού απειλώντας με πυρπολήσεις. Οι αρχές τρομοκρατούσαν τους κατοίκους προβαίνοντας σε συλλήψεις, βασανισμούς και φυλακίσεις 25. Την ίδια ώρα η Ελλάδα απείλησε, μέσω του πρέσβη Πανά: ότι θα προχωρούσε σε αντίμετρα εναντίον των μουσουλμάνων της Μακεδονίας, αν δεν σταματούσαν αμέσως οι διώξεις 26. Οι Ευρωπαίοι συνέστησαν στους Νεοτούρκους να αναστείλουν προσωρινά την εγκατάσταση νέων μουσουλμάνων προσφύγων, ενώ οι Νεότουρκοι ξεσήκωσαν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του ρωσικού Καυκάσου να μετακινηθούν προς τη Μικρά Ασία 27. Οι Νεότουρκοι είχαν αποφασίσει μια καταιγιστική και αφόρητη καταπίεση σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών, αδιαφορώντας για τα αρνητικά αποτελέσματα μιας τέτοιας κίνησης, που αποσκοπούσε στην υποχρεωτική εγκατάλειψη των περιουσιών τους. Η μέθοδος αυτή εφαρμοζόταν από την αρχή της κατάκτησης, και απέφερε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η αποφυγή της εγκατάστασης Αλβανών προσφύγων, αλλά και άλλων προσφύγων από την Καβάλα, τη Δράμα και το Μαυροβούνιο στα μουσουλμανικά χωριά, με τον ίδιο ισλαμικό πολιτισμό, αποδείκνυε του λόγου το αληθές για το φασιστικό τρόπο, με τον οποίο οι Νεότουρκοι αποφάσιζαν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τους Έλληνες του Πόντου. Η αντίδραση, όμως, των Ελλήνων της Πάφρας στις ολοκληρωτικές και φασιστικές αυτές μεθόδους ήταν αναμενόμενη, γιατί γνώριζαν το χρώμα της τουρκικής τυραννίας στο διάβα της ιστορίας τους. 3. Η Πάφρα και η περιφέρειά της. Η υποδιοίκησης (kaza) της Πάφρας, κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, είχε τα ίδια γεωγραφικά όρια, και ανήκε στην επαρχία (sancak) Αμισού (Samsun). Ο πληθυσμός της, όμως, γνώρισε μεγάλη διακύμανση μέχρι τα τελευταία χρόνια, πριν από τον εκπατρισμό των γηγενών Ελλήνων κατοίκων της. Με την έλευση των μουσουλμάνων, η Παύρα-Πάφρα γνώρισε την απόλυτη καταστροφή, και μόνον κατά το 1493 αναφέρεται σε τουρκικές πηγές η Πάφρα ως δήμος (nahiye), ο οποίος αποτελούνταν από δύο συνοικισμούς, όπου διέμεναν μουσουλμάνοι στρατιώτες, και μία ξεχωριστή παροικία, στην οποία διέμεναν μη μουσουλμάνοι στρατιώτες. Στο χώρο αυτόν, κοντά στην τοποθεσία της αρχαίας και μεσαιωνικής Παύρας είχε δημιουργηθεί μια ανοιχτή αγορά, όπου υπήρχαν καφενεία και βαφεία. Τα κρατικά έσοδα προέρχονταν από τα παραπάνω καταστήματα, από γεωργικές εργασίες και από ένα τελωνείο στη θάλασσα. Η περιοχή ανήκε στο τιμάριο του Ibrahim Celebi 28. Η αγορά αυτή εξυπηρετούσε τους κατοίκους των τριών συνοικισμών, αλλά και των Ελλήνων κατοίκων, οι οποίοι ζούσαν αποτραβηγμένοι στα παρθένα δάση της ευφορότατης αυτής περιοχής. 24 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 133. 25 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α /21 α, αρ. εμπιστ. πρωτ. 15739, Πέραν/24-5-1914, πρέσβης Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείον Εξωτερικών. 26 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 134. 27 Ό. π. 28 Yurt Ansiklopedisi, 6561. 61
Το 1530 η Πάφρα ήταν μια μικρή κωμόπολη, η οποία περιελάμβανε επτά μικρούς μουσουλμανικούς συνοικισμούς, και μία παροικία μη μουσουλμάνων 29. Το σημαντικό γεγονός είναι η παρουσία 106 χωριών (köy) στην περιφέρειά της, 12 συνοικισμών (mezra), και 13 παροικιών (cemaat) 30. Γίνεται φανερό ότι, όσο τα πράγματα ηρεμούσαν, οι κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι είχαν καταφύγει στα βουνά, άρχισαν να σχηματίζουν οικισμούς και χωριά. Στη συνέχεια υπάρχει μεγάλο κενό, το οποίο ταυτίζεται με την παρουσία των τυραννικών ντερεμπέηδων στη διοίκηση της περιοχής. Κατά το 1836 στην Πάφρα υπήρχαν 100 με 110 ελληνικές κατοικίες (hearthsεστίες-τζάκια που κάπνιζαν 31 ) 32. Το 1842 στην Πάφρα υπήρχαν 1160 κατοικίες, από τις οποίες οι 100-110 ήταν ελληνικές και οι 50 αρμενικές 33. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτσή (1774) είχε θέσει τα θεμέλια της ελεύθερης μετακίνησης των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία μέχρι τότε ήταν απηγορευμένη. Σταθμό για την ειρηνική συμβίωση και εφαλτήριο για την ειρηνική ζωή των κατοίκων της υποδιοίκησης Πάφρας, οι οποίοι διαβιούσαν στην αυτοκρατορία, αποτέλεσε η κατά τον Οκτώβριο του 1839 έκδοση του μεταρρυθμιστικού διατάγματος Χάτι Σερίφ. Οι πρώτες πληροφορίες για την περιφέρεια της Πάφρας, μετά την έκδοση των Μεταρρυθμιστικών Διαταγμάτων, αναφέρονται από τον Περικλή Τριανταφυλλίδη και είναι πολύ λίγες. Μεταξύ των ετών 1865-1866, το σπουδαιότερο χωριό της Πάφρας ήταν το Καρακιόλ-Μαυρολίμνη, με διακόσιες ελληνικές οικογένειες, σε απόσταση έξη ωρών από τη θάλασσα. Η Πάφρα ήταν μια κωμόπολη, στην οποία κατοικούσαν τετρακόσιες τουρκόφωνες ελληνικές οικογένειες. Σε απόσταση έξη ωρών δυτικά της Πάφρας βρισκόταν η Ζάληχος-Λεοντόπολις (Alacam), με τριακόσιες τουρκόφωνες οικογένειες 34. Το 1869, με βάση τα στοιχεία του βιλαετίου Τραπεζούντος, ο ανδρικός πληθυσμός των Ελληνορθοδόξων χριστιανών της Πάφρας ανερχόταν σε 6.731 κατοίκους, των Αρμενίων σε 247 κατοίκους και των μουσουλμάνων σε 10.774 κατοίκους. Ο συνολικός ανδρικός πληθυσμός ανερχόταν σε 17.752 κατοίκους 35. Τα χωριά της Πάφρας ανέρχονταν σε 119, και ανήκαν τα περισσότερα στην επαρχίαδιοίκηση της Αμισού 36. Γίνεται φανερό, ότι με την ισότητα και την ελευθερία της συνείδησης, που εξασφάλιζαν στους χριστιανούς τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα, οι χριστιανικοί πληθυσμοί άρχισαν να κατεβαίνουν, πάλι, από τα βουνά και να συγκροτούν κοινότητες. Το 1872, σύμφωνα με τις ίδιες τουρκικές πηγές, ο ανδρικός πληθυσμός των Ελλήνων της Πάφρας ανερχόταν σε 6.576 κατοίκους, των Αρμενίων σε 247 κατοίκους, των μουσουλμάνων σε 9.547 κατοίκους, στους οποίους προσετέθησαν και 1.536 Τσερκέζοι-Κιρκάσιοι. Συνολικός πληθυσμός 17.906 κάτοικοι. Υπάρχει διαφοροποίηση στον πληθυσμό, με τον διαχωρισμό τους σε μουσουλμάνους και 29 Ως μη μουσουλμάνους οφείλουμε να θεωρούμε τους χριστιανούς, γιατί έτσι αναφέρονται οι χριστιανοί σε άλλες τουρκικές στατιστικές. 30 Yurt Ansiklopedisi, 6561. 31 Ο όρος δηλώνει την κάθε πατριαρχική, ή μη, οικογένεια που κατοικούσε σε κάθε σπίτι, γιατί υπήρχε ο φόρος καπνικά, κατάλοιπο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο φόρος αυτός ήταν ανάλογος των καπνοδόχων που υπήρχαν σε κάθε σπίτι, και αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. 32 Bryer, Byzantine, 91. 33 G. Hamilton, Researches in Asia Minor, London 1842, 295. 34 Περικλή Τριανταφυλλίδη, Η εν Πόντω Ελληνική Φυλή, Αθήναι 1866, ανατ. 1993 εκδ. Κυριακίδη, 145-146. 35 Yurt Ansiklopedisi, 6563. 36 Ό. π., 6565. 62
Τσερκέζους. Οι ίδιες πηγές δίνουν 4.108 οικογένειες Ελλήνων στην Πάφρα, 126 οικογένειες Αρμενίων, 558 οικογένειες Τσερκέζων, και 3.442 οικογένειες μουσουλμάνων. Υπήρχαν, ακόμη, και 181 ελληνικές οικογένειες στη Ζάληχο- Λεοντόπολη 37. Στην απογραφή μεταξύ των ετών 1881/1882-1893, ο Ελληνορθόδοξος ανδρικός πληθυσμός της Πάφρας ανερχόταν σε 11.766 κατοίκους και ο γυναικείος σε 11.068 κατοίκους. Συνολικά υπήρχαν 22.834 κάτοικοι. Οι Αρμένιοι Γρηγοριανοί ανέρχονταν σε 1012 κατοίκους και οι μουσουλμάνοι σε 38.936 κατοίκους. Η μεσόγεια Άνδραπα (Vezirköpru) είχε Ελληνορθόδοξο πληθυσμό 1860 κατοίκων, οι Θέρμες Φαζημονιτών (Havza) 3.629 κατοίκους, η Λαοδικεία (Lādik) 1994 κατοίκους και η Αμισός 32.925 κατοίκους 38. Το 1901 ο Κων. Παπαμιχαλόπουλος αναφέρει ότι στην υποδιοίκηση της Πάφρας ήταν προσαρτημένος ο δήμος (nahiye) της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Alacam) και 165 χωριά, από τα οποία τα μισά ήταν αμιγώς ελληνικά και τα μισά αμιγώς μουσουλμανικά. Δε συνάντησε αρμενικά χωριά. Μόνο μέσα στην πόλη κατοικούσαν λίγοι Αρμένιοι. Οι κάτοικοι των ελληνικών και μουσουλμανικών χωριών: ζώσιν εν συμπνοία άκρα 39. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και μουσουλμάνων, για πρώτη φορά από την οθωμανική κατάκτηση, ήταν στο έπακρο αγαστές. Όμως, το γεγονός αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στα προνόμια που απέρρεαν από τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα, αλλά και στον υποδιοικητή Μουσάπασα, Τσερκέζο στην καταγωγή, ο οποίος ήταν: ανήρ άξιος της επιστήμης του διοικείν ανθρώπους, ευγενής τον χαρακτήρα και εμφορούμενος υπό φιλοπροόδων αισθημάτων... 40. Ευτυχής η συγκυρία, για την πολύπαθη Πάφρα και την περιοχή της, να βρίσκεται υπό τη διοίκηση ενός τόσο άξιου και ικανού μουσουλμάνου, μια κατ εξοχήν περιοχή που κακοπάθησε σε ολόκληρη τη διάρκεια της τουρκικής κατάκτησης. Την ίδια εποχή, η υποδιοίκηση Πάφρας είχε πληθυσμό 55.600 κατοίκους, από τους οποίους οι 26.000 ήταν Έλληνορθόδοξοι χριστιανοί και οι 29.000 μουσουλμάνοι. Στην πόλη κατοικούσαν 2.600 Έλληνες, 600 Αρμένιοι και 3.100 μουσουλμάνοι. Οι Έλληνες κάτοικοι ήταν τουρκόφωνοι, αλλά έγραφαν με ελληνικούς χαρακτήρες 41. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του βιλαετίου Τραπεζούντος, το 1905 ο ανδρικός και ο γυναικείος πληθυσμός των Ελλήνων της Πάφρας ανερχόταν σε 20.796 κατοίκους, των Αρμενίων σε 110 κατοίκους, και των μουσουλμάνων σε 28.188 κατοίκους. Ο ελληνικός πληθυσμός της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως ανερχόταν σε 3.564 κατοίκους 42. Η μείωση των πληθυσμών, στα τουρκικά στατιστικά στοιχεία του βιλαετίου Τραπεζούντος, σε σχέση με τον Παπαμιχαλόπουλο, αφορά μόνο τους Έληνες και τους Αρμενίους. Στις στατιστικές του βιλαετίου Τραπεζούντος του 1914, ο ελληνικός πληθυσμός της Πάφρας ήταν 30.838 κάτοικοι, ο αρμενικός 1735 κάτοικοι και ο μουσουλμανικός 48.944 κάτοικοι 43. Στις ίδιες στατιστικές, ο ελληνικός πληθυσμός 37 Ό. π., 6563,6565. 38 Ό. π., 6564. 39 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησης, 334. 40 Ό. π., 336. 41 Ό. π. 42 Yurt Ansiklopedisi, 6565. 43 Οι στατιστικές αναφέρουν συγκεκριμένα Ελληνορθόδοξους (Rum Ortodoks), Αρμένιους Γρηγοριανούς (Ermeni), και μουσουλμάνους (müslüman), χωρίς να διευκρινίζουν την εθνικότητα των μουσουλμάνων. Μόνο στη στατιστική του 1872 γίνεται σαφής διαχωρισμός σε μουσουλμάνους και Τσερκέζους-Κιρκάσιους (Cerkes). Στη συνέχεια και αυτοί αναφέρονται ως μουσουλμάνοι. 63
της Αμισού ήταν 54.709 κάτοικοι, ο αρμενικός 4.791 κάτοικοι, και ο μουσουλμανικός 44.993 κάτοικοι 44. Ο Λέων Μακκάς αναφέρει, μεταξύ του συνολικού ελληνικού πληθυσμού του Πόντου, 37.495 Έλληνες κατοίκους για την Πάφρα, και 78.643 κατοίκους για την Αμισό 45. Ο Π. Κοντογιάννης δίνει πληθυσμό 11.000 κατοίκους για την Πάφρα και 95.000 κατοίκους για ολόκληρη την υποδιοίκηση Πάφρας, από τους οποίους οι 40.500 κάτοικοι ήταν Έλληνες 46. Επίσης δίνει συνολικό αριθμό 360 χωριών, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, εκτός και αν υπολογίζει τον κάθε οικισμό, ή συνοικισμό, σαν χωριό. Στην περιοχή Αμισού και Πάφρας πολλοί οικισμοί, συνοικισμοί ή μικρά χωριά αποτελούσαν μία κοινότητα. Διαφορετική εικόνα, του πραγματικού πληθυσμού της Πάφρας, δίνουν δύο γηγενείς κάτοικοι της περιοχής. Ο Ιάκωβος Κουλοχέρης, από την Άνω Αμισό, παραδίδει, μέχρι την έκρηξη του Α παγκοσμίου πολέμου του 1914, 116 ελληνικά χωριά στην περιφέρεια Πάφρας και συνολικό ελληνικό πληθυσμό 57.100 κατοίκων 47. Ο Αντώνιος Γαβριηλίδης, από την Πάφρα, ο οποίος επικαλείται τα επίσημα στοιχεία της μητροπόλεως Αμασείας και τη βεβαίωση του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, παραδίδει, μέχρι την έναρξη του πανευρωπαϊκού πολέμου του 1914, για την πόλη 5.647 Έλληνες κατοίκους και για τα χωριά 51.459 κατοίκους. Ο πρέσβης της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, στις 11/24 Μαρτίου 1919, απέστειλε στο Υπουργείο Εξωτερικών ένα στατιστικό πίνακα της εκκλησιαστικής Επαρχίας Αμασείας, στον οποίο οι κοινότητες της Πάφρας υπολογίζονταν σε 90 και ο πληθυσμός σε 40.021 κατοίκους 48. Στις κοινότητες αυτές δεν υπολογίζονταν οι όμορες κοινότητες των Ανδράπων (Βεζύρκιοπρου) και της Κάβζας (Θέρμες Φαζημωνιτών), που βρίσκονταν προς την πλευρά της Πάφρας και οι οποίες αποτελούσαν μια ενιαιότητα. Έτσι, ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός της περιοχής Πάφρας ανερχόταν σε 57.106 κατοίκους 49. Σε αυτούς δε συνυπολογίζονται οι κάτοικοι που μετοίκησαν στις όμορες περιοχές της Πάφρας, μετά την κάθοδό τους από τα βουνά, και οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν Παυρενοί. Πέρα από την όποια σκοπιμότητα μπορεί να κρύβουν οι επίσημες τουρκικές στατιστικές, προκειμένου να υποβαθμίσουν τον πληθυσμό των Ελληνορθοδόξων χριστιανών, τα στατιστικά στοιχεία της μητρόπολης είναι τα πλέον αξιόπιστα, γιατί εκφράζουν καθαρά την πραγματική δύναμη του ελληνικού στοιχείου. Τα στοιχεία αυτά ελάμβανε ο μητροπολίτης απ ευθείας από τον ιερέα της κοινότητας ή του χωριού. Σημειωτέον ότι, οι Έλληνες δε δήλωναν στα οθωμανικά αρχεία τον πραγματικό αριθμό των παιδιών που αποκτούσαν 50. Οι τελευταίες ειρηνικές δεκαετίες της ζωής τους στην Οθωμανική αυτοκρατορία δε διέγραψαν δια μιάς όλο το παρελθόν. Οι Έλληνες της υπαίθρου ήθελαν πάντα να προφυλάσσονται από ένα 44 Yurt Ansiklopedisi, 6565. 45 Leon Maccas, l Hellenisme de l Asie Mineure, Paris 1919, 84-86. 46 Κοντογιάννης, Μικρά Ασία, 82-83. 47 Κουλοχέρης, Αμισός, 72, 75. 48 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Β/53, α. π. 8844, Κωνσταντινούπολη 11/24 Μαρτίου 191919, πρέσβης Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείον Εξωτερικών. 49 Γαβριηλίδης, Πόντος, 168-169. Τα στοιχεία των δύο συγγραφέων συμπίπτουν, γιατί προέρχονται από τις ίδιες πηγές. 50 Προφορικές μαρτυρίες Κυπιρτίδη Ιεροθέου, Παπαδοπούλου Σοφίας και Αλεξιάδου Δέσποινας, οι πρόγονοι των οποίων ήταν Παυρενοί και είχαν μετοικήσει στην περιοχή Τσιγκίρ Οϊμά της Αμισού από την Πάφρα. 64
καθεστώς, το οποίο διαχρονικά δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη. Δεν άργησαν να διαψευστούν γι αυτό, κατ αρχήν, μετά την άνοδο των Νεοτούρκων στην εξουσία, και των Κεμαλικών στη συνέχεια. Τα ελληνικά χωριά της υποδιοίκησης Πάφρας ήταν τα εξής: Αγτσάκουνεγι (125), Αγτσάλαν (235), Αζάι (250), Άκκοναγι, Άκουσαγί (400,) Άκτεκε (1500), Αλάτσαμ (2000) κωμόπολη, Αλέμτεμιρσι (165), Αλχατλίγιαζι (150), Αράπουσαγι (410), Άσάρ (2000), Ασμάτσαμ (800), Ασμάν (175), Γαβλαάν (170), Γέραλτι (540), Γιγλά (560), Γορούμ (55), Δομούζαλαν (230), Εβρένουσαγι (240), Εκίζτεπε (460), Ελματσίκ (810), Ελταούτ (900), Εντσέκπασι (280), Ερνταούτ (1300), Ζεϊνέλ (480), Ζιλιτσέκ (70), Ιλπίζαλαν (130), Ισακλί (330), Καβάκιοϊ (135), Κοζάνσιχι (80), Καλτιπέκ (75), Καμάν (135), Καμισλίγκιολ (220), Καπάτσουχουρ (380), Καπούκαγια (810), Καράκερις (120), Καραγκιόλ, Καράπουναρ (600), Καράπουναρ (συνώνυμο), Καρατσάκιολα (260), Καρατσάκισλα, Κετικλί (155), Κιοβτσέσου (220), Κιόρογλου (260), Κιοσετίκ (240), Κιουρεκτσί (125), Κιρεζλί (700), Κισερλέταμ (215), Κοτσέρουσαγι (520), Κούζαλαν (570), Κουλαμάκ (80), Κουλιτσίαλαν (240), Κουρούτερε (85), Κούρταλαν (90), Κουτσουλάρ (250), Κωσταντίνουσαγι (400), Λελουκλέρ (265), Μαησλού (110), Μεγκιλέρ (150), Μιτερίκετιγι (500), Μοσκοφάντων (125), Μουαμλί (300), Μουσμελέκ (360), Μουστετσέππασα (145), Μπογιούκ (160), Μπόζαρμουτ (140), Νεπιέν Αλάτσαμ (200), Ολτσεκλέρ (315), Ορμανός (400), Όρμασα (180), Οσμάνπεϊλου (520), Ότκαγια (180), Παγιάτ (100), Πακλιάρ (450), Πεκιούρ, Πέισκελερ (580), Πεϊτουρλού, Πενλίουσαγι (500), Πιρίγιουρτ (375), Πιτσιντσίν (100), Πογιαλί (160), Σελαμελίκ (500), Σιτέλ (120), Σιχλίχ (600), Σουρμελί (510), Τάρμπογαζ (400), Ταστσόγλου (105), Τεβρέν (640), Τεκιούρ (95), Τερμένκουνεγι (215), Τομούζαλαν (125), Τσάνγιοβανη (440), Τσαντίρ (150), Τσενικλίγιουρτ (500), Τικεντσίκ (510), Τοπούρουσαγι (300), Τσουλφάκοτζα (170), Τοχουρλάρ (450), Χαϊδάρ (115), Χαϊτάλαπα (800), Χιτρελέζ-Αη- Γιώργης (280), Χρυσή (460) 51. Τα τουρκικά ονόματα των χωριών, εκτός ελαχίστων, δείχνουν ότι οι οικισμοί αυτοί δεν έχουν αρχαιοελληνικές ή βυζαντινές καταβολές. Μετά την κατάκτηση, και τη φυγή των Ελλήνων στα βουνά, έπαψαν να υπάρχουν τα όποια ελληνικά τοπωνύμια. Με την κάθοδό τους από αυτά, και την εγκατάστασή τους στην περιφέρεια, όλοι οι τόποι είχαν τουρκικά τοπωνύμια και σε πολλές περιπτώσεις, αν όχι σε όλες, ήταν τσιφλίκια με σχετική ονομασία 52. 4. Πάφρα.Αυτοδιοίκηση-Κανονισμοί. Με βάση το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν, η Υψηλή Πύλη έδωσε εντολή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να συγκροτήσει ειδικό συμβούλιο, ο Πατριάρχης ήταν Εθνάρχης (millet basi), το οποίο ήταν υπεύθυνο για τη διευθέτηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά τη γνωμοδότηση του ειδικού συμβουλίου, εκδόθηκαν στις 31 Ιανουαρίου 1860 οι Εθνικοί Κανονισμοί, επί των οποίων στηρίχτηκε η οργάνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επιπλέον, η τήρηση των προνομίων που απέρρεαν από τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα 51 Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη από τη Νέα Πάφρα Σερρών. Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 179-182. 52 Αρμενικά χωριά δεν υπήρχαν στην υποδιοίκηση της Πάφρας. Οι λίγοι Αρμένιοι κατοικούσαν μέσα στην Πάφρα και ασχολούνταν με το εμπόριο. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 332. 65
οδήγησε στην καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας, και στην ανάπτυξη της νεοελληνικής συνείδησης 53. Το πρότυπο επί του οποίου δομήθηκε το αυτοδιοικητικό σύστημα ήταν οι κώδικες, οι οποίοι αναφέρονταν στη διοικητική διαίρεση του Οθωμανικού κράτους 54. Σύμφωνα με το παλαιό αυτοδιοικητικό σύστημα, οι μουσουλμανικές συνοικίες στις πόλεις εξέλεγαν προέδρους (muhtar), ενώ οι ρωμαίικες και αρμενικές συνοικίες εξέλεγαν κοτζαμπάσηδες (kocabasi). Το ίδιο συνέβαινε και στα χωριά 55. Μετά το 1863, με την αλλαγή του αυτοδιοικητικού συστήματος, και με κρατική εντολή άρχισε η εκλογή προέδρων και δημογερόντων (ihtiar) 56. Η έδρα της δημογεροντίας βρισκόταν μέσα στο επισκοπικό ή μητροπολιτικό μέγαρο. Οι Έλληνες εξέλεγαν δικό τους πρόεδρο για ολόκληρη την ελληνική κοινότητα της πόλης. Αυτός ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της ελληνικής κοινότητας και της οθωμανικής διοίκησης 57. Ο δήμαρχος της πόλης εκλεγόταν από τις ελληνικές, αρμενικές και μουσουλμανικές συντεχνίες (εσνάφια). Το συμβούλιο ήταν πενταμελές και ο αριθμός των συμβούλων εξαρτόταν από το συνολικό πληθυσμό της πόλης, τηρουμένων των αναλογιών. Οι δημοτικές εκλογές διενεργούνταν κάθε δύο χρόνια 58. Η αυτοδιοίκηση της ελληνικής κοινότητας ήταν γερά θεμελιωμένη. Το συμβούλιό της το αποτελούσαν 24 μέλη, αντιπρόσωποι των συντεχνιών, και αναλογικά περιελάμβανε: 2 καπνεμπόρους, 2 δικηγόρους, 2 γιατρούς, κ.ο.κ. Από τα 24 μέλη προέκυπτε η δωδεκαμελής δημογεροντία του Μικτού Συμβουλίου, της οποίας πρόεδρος ήταν ο επίσκοπος ή ο αρχιερατικός αντιπρόσωπος 59. Κάθε μέλος της δημογεροντίας είχε υπό την αρμοδιότητά του μια εφορεία (εκκλησίας, ορφανοτροφείου, σχολείων, κ.ο.κ.). Στο οθωμανικό δικαστήριο, ο Έλληνας σύμβουλος (aza) ήταν αιρετός, το ίδιο και ο Αρμένιος, με τον μουσουλμάνο, οι οποίοι εκλέγονταν ανά διετία. Το 1908, μετά τη συνταγματική μεταπολίτευση (hürriyet), οι αιρετοί δικαστές των μειονοτήτων καταργήθηκαν. Ο Έλληνας σύμβουλος (aza) μπορούσε να εκδικάζει υποθέσεις ομοεθνών του, προκειμένου αυτοί να μην απευθυνθούν στο οθωμανικό δικαστήριο και επιβαρυνθούν οικονομικά 60. Το αυτοδιοικητικό σύστημα διέφερε στα χωριά, όμως, και εκεί ήταν εμπεδωμένο. Κάθε χωριό, το οποίο είχε λιγότερα από 20 σπίτια, εξέλεγε ένα μόνο σφραγιδοφύλακα (πρόεδρο-muhtar). Αυτός ήταν πρόεδρος του χωριού και εκτελεστικό όργανο της εξουσίας για την είσπραξη των φόρων και τις υπόλοιπες διοικητικές πράξεις. Όλες οι κοινοτικές υποθέσεις στα χωριά ανήκαν στους σφραγιδοφύλακες της κοινότητας 61. Σε κάθε χωριό, άνω των 20 σπιτιών, υπήρχε δημογεροντία (ihtiar meclisi), της οποίας ο αριθμός των μελών δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα 12 μέλη, ή να είναι λιγότερα από τρία, αναλογικά με τον πληθυσμό του χωριού. Τα μέλη της 53 Κων. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ι, 146. Οδ. Λαμψίδης, Ο Πόντος εις τους Νεωτέρους Χρόνους, Α. Π. 27 (1966) 9. 54 Εθνικό Κέντρο Ερευνών, Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδος, Αθήναι 1973, Ι, 56-57. 55 Sarisakal, Samsun, 121. 56 Ό. π. 57 Αρχεία Κ. Μ. Σ., περιφ. Σαμψούντας, φάκελος πόλης Σαμψούντας, Σαμουηλίδης, Αμισός, 104. 58 Ό. π., 104-105. 59 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 335-336. 60 Σαμουηλίδης, Αμισός, 105. 61 Εθνικό Κέντρο Ερευνών, Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδος, Αθήναι 1973, Ι, 56-57. 66
δημογεροντίας ήταν αιρετά, και αυτοδίκαια ο ιερέας της κοινότητας ήταν μέλος της δημογεροντίας. Η δημογεροντία επόπτευε την έννομη κατανομή των φόρων της κοινότητας, συσκεπτόταν για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν την καθαριότητα της κοινότητας, τη δημόσια υγιεινή, τα συμφέροντα της γεωργίας, και επέλυε ειρηνικά κάθε διαφορά, που μπορούσε να τελειώσει με τη συνδιαλλαγή των ενδιαφερομένων μέσα στα νόμιμα πλαίσια 62. Οι σφραγιδοφύλακες και οι δημογέροντες εκλέγονταν για ένα έτος. Η εκλογή τους, όμως, μπορούσε να επαναλαμβάνεται επ αόριστον. Μπορούσαν να παυθούν, για παράλειψη καθήκοντος ή με αίτηση του συμβουλίου της δημογεροντίας. Προϋπόθεση για την αναγνώριση ενός οικισμού σε κοινότητα αποτελούσε η ύπαρξη ναού και αριθμού οικογενειών άνω των είκοσι. Τα τελευταία χρόνια, πρίν από το βίαιο εκπατρισμό, προστέθηκε και το σχολείο, σαν κίνητρο για την προαγωγή της παιδείας, ο δείκτης της οποίας ήταν πολύ ανεβασμένος σε ολόκληρο τον Πόντο 63. Το 1901, αρχιερατικός αντιπρόσωπος του μητροπολίτη Αμασείας, αλλά και αιρετός πρόεδρος της Δημογεροντίας των Ελλήνων της Πάφρας ήταν ο παπα- Μιχαήλ, έκτακτος ανήρ 64. Ένας ιδιαίτερα δημιουργικός, προικισμένος ιερέας, φίλος των γραμμάτων, φιλόμουσος, δραστήριος και ακαταπόνητος. Το 1921 αρχιερατικός επίτροπος στην Πάφρα ήταν ο παπα-βασίλειος, ο οποίος εξορίστηκε στη Σεβάστεια, όπου και απεβίωσε από τις κακουχίες 65. Όταν το 1910 η Αμισός έγινε Ανεξάρτητη Διοίκηση Επαρχίας (müstakil sancaği), στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση της 17 ης Φεβρουαρίου 1910 συμμετείχαν οι εξής Έλληνες, αιρετά μέλη, από τις έξη υποδιοκήσεις της: ο Στυλιανός (İstilyanus Efendi) από την Πάφρα, ο Χατζηγιάννης (Haci Yani Ağa) από τη Θεμίσκυρα (Carsaba), ο Χρηστάκης Κεφαλίδης (Hiristaki Kefelidis Efendi) από την Οινόη (Ünye), ο Μιχαλάκης Τερζίογλου από τη Φάβδα-Φαδησάνη (Fatsa), ο Μανίκας (Manika Efendi) από τη Θέρμη, και ο Ιχτιάρογλου Συμεών από την Αμισό 66. Τα πάγια εισοδήματα της ελληνικής κοινότητας Πάφρας προέρχονταν από κληροδοτήματα και δωρεές Ελλήνων, από τα τέλη εγγραφής των μαθητών, από τα κεριά και τους δίσκους της εκκλησίας, και από χοροεσπερίδες. Τα ακίνητα της ελληνικής κοινότητας Πάφρας, αποτιμημένα σε χρυσές λίρες Τουρκίας, ήταν τα εξής 67 : 1. Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνας 70.000 2. Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου (Συνοικία Ισακλή) 10.000 3. Επισκοπείο...10.000 4. Ημιγυμνάσιο...8.000 5. Παρθεναγωγείο και Νηπιαγωγείο...10.000 6. Κοιμητήριο...3.000 7. Γυμναστήριο...500 8. Αστική Σχολή, Νηπιαγωγείο, Παρθεναγωγείο (Σακλή)..500 Σύνολο.112.000 Τα ακίνητα της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας Ακτίς, και η αποτίμησή της σε χρυσές λίρες Τουρκίας, ήταν τα εξής 68 : 62 Ό. π. 63 Χατζηθεοδωρίδης, Αυτοδιοίκηση, 445. 64 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 335-336. 65 Γαβριηλίδης, Πόντος, 132. 66 Sarisakal, Samsun, 121. 67 Γαβριηλίδης, Πόντος, 170. 67
1. Αναγνωστήριο με δύο καταστήματα και καφενείο 6.000 2. Αποθήκη καπνών, τριόροφη, λίθινη.10.000 3. Αποθήκη καπνών, λίθινη (μέσα στο χάνι Χαραλαμπίδη) 800 4. Οικία στην ελληνική συνοικία..1.000 Σύνολο.. 17.800 5. Η οικονομική ανάπτυξη της Πάφρας. Η Πάφρα μέχρι την έκδοση των Μεταρρυθμιστικών Διαταγμάτων ήταν μια μικρή και εντελώς ασήμαντη κωμόπολη. Τα προνόμια που απέρρεαν για τους χριστιανούς από τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα υπέστησαν η κύρια αιτία πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η νεότερη πόλη. Σπουδαίο παράγοντα αποτέλεσε και ο ερχομός των Ελλήνων Καππαδοκών από την Καισάρεια, οι οποίοι διακρίνονταν για το εμπορικό τους δαιμόνιο. Τη μεγάλη οικονομική δύναμη της Πάφρας την αποτέλεσε, πέρα από το ανθρώπινο δυναμικό της, η ευφορία του εδάφους, τα παρθένα απέραντα δάση της, η μεγάλη λίμνη και ο ποταμός Άλυς, ο οποίος χυνόταν στη θάλασσα με πολλά στόμια. Από τα αχανή δάση της Πάφρας προερχόταν η ξυλεία, από την οποία κατασκευάζονταν μοναδικές τραβέρσες. Οι τραβέρσες εξάγονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αλεξάνδρεια, για την υποδομή των σιδηροτροχιών, πάνω στις οποίες κινούνταν τα τρένα. Από τα δάση αυτά, ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή, παραγόταν ναυπηγήσιμη ξυλεία. Μέχρι τα νεότερα χρόνια, η ξυλεία αυτή αποτελούσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή σπιτιών, σχολείων, εκκλησιών και κάθε είδους οικοδομημάτων σε ολόκληρη την περιοχή. Τα δάση αυτά, κυρίως, αποτελούνταν από οξυές, καστανιές και βελανιδιές 69. Οι προσχώσεις του ποταμού Άλυ δημιούργησαν μια απέραντη πεδιάδα, μοναδική για τα δεδομένα του Πόντου. Η εκτεταμένη πεδιάδα, η εύφορη γή και τα απέραντα βοσκοτόπια της δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί στο έπακρο η γεωργία και η κτηνοτροφία, έστω και με πρωτόγονα μέσα. Οι βοσκήσιμες εκτάσεις ήταν τόσο μεγάλες, παρήγαγαν τόσο άφθονο χορτάρι, λεπτό και ψηλό, το οποίο αποξηραινόταν τους καλοκαιρινούς μήνες, συσκευαζόταν σε μεγάλα δέματα, και εξαγόταν στην Ευρώπη 70. Οι κάτοικοι των χωριών, που βρίσκονταν στις ελώδεις προσχώσεις του ποταμού Άλυ, σημάδευαν με αναμμένο σίδερο τα άλογα, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα οποία ζούσαν αγεληδόν, και τα άφηναν ελεύθερα στα απροσπέλαστα για τους ανθρώπους έλη της παραθαλάσσιας κοιλάδας 71. Σε αυτούς τους απέραντους βοσκοτόπους εκτρέφονταν μια ράτσα όμορφων ντόπιων αλόγων. Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β, ο Πορθητής, και ο Yavuz Sultan Selim προμηθεύονταν τα άλογά τους από την Πάφρα 72. Στους ονομαστούς, σε ολόκληρη 68 Ό. π. 69 Γαβριηλίδης, Πόντος, 167. Κουλοχέρης, Αμισός, 73. Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 166. Κοντογιάννης, Μικρά Ασία, 83. 70 Γαβριηλίδης, Πόντος, 168. M. Emin Yolalici, XIX. Yüzyilda Canik (Samsun) Sancaği nin Sosyal ve Ekonomik Yapisi, Ankara 1998, 33-34. 71 Προφορική μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής σύζ. Γεωργίου. Γεννήθηκε το 1890 στο Τουάν Γιουβασί της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). 72 Altayli, Samsun, 36. 68
την Οθωμανική αυτοκρατορία, αυτούς βοσκοτόπους εκτρέφονταν και μυριάδες αιγοπρόβατα, κτήνη και βουβάλια. Κατά τους χειμερινούς μήνες, οι τόποι αυτοί ήταν τα χειμαδιά για χιλιάδες πρόβατα και καμήλες, από διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας 73. Η γεωργία περιελάμβανε την καλλιέργεια σιταριού, κριθαριού, καλαμποκιού, βρύζας, βρώμης, αμπελιού, καρυδιών, λαχανικών, οπωρών και καπνού. Κατά το 1887, η παραγωγή, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του βιλαετίου Τραπεζούντας 74, ανερχόταν: για το σιτάρι σε 47.938 κιλά, για το κριθάρι σε 20.462 κ., για το καλαμπόκι σε 42.592 κ., για τη βρώμη σε 40.797 κ., για τη βρύζα σε 1.545 κ., και για τις ζωοτροφές σε 51. 180 κιλά. Κατά το 1890, σύμφωνα με τα στοιχεία της διοίκησης Αμισού 75, η παραγωγή σταφυλιών ανερχόταν σε 25.620 κ., καρυδιών σε 13.000 κ., λαχανικών σε 242.370 κ., οπωρών σε 313.870 κ., ξερού χόρτου-σανού σε 735.080 κ., άλλων παραγωγών σε 40.000 κ., και του καπνού σε 1.950.000 κ. Τα σταφύλια και τα οπωρικά ήταν τα καλύτερα ολόκληρης της επαρχίας Αμισού. Την ίδια εποχή, η Αμισός είχε παραγωγή 1.375.000 κιλών καπνού. Η ευφορότατη πεδιάδα της Πάφρας παρήγαγε περίπου 1,5 φορά περισσότερο καπνό από την Αμισό, που ήταν πληθυσμιακά μεγαλύτερη. Η μεγάλη διαφορά οφείλεται αποκλειστικά, και μόνο, στη μοναδική, εκτεταμένη και εύφορη γή της. Τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Πάφρας, εκτός των άλλων καλλιεργειών και παραγωγών, την αποτέλεσε ο χρυσοφόρος καπνός της. Ήταν ο εκλεκτότερος καπνός της επαρχίας Αμισού. Ένας περίφημος σε γεύση, άρωμα και χρώμα, και γι αυτό περιζήτητος καπνός. Είχε το πλεονέκτημα ότι, όσο παλαίωνε, τόσο καλύτερος γινόταν. Ο καπνός αυτός ήταν γνωστός με το όνομα καπνός Πάφρας- Bafra tütünu 76. Εκτός από αυτήν την περίφημη ποικιλία, παρήγαγε και ένα άλλο είδος καπνού, τον επωνομαζόμενο αραβικό καπνό Μάτκα, τον οποίο οι Άραβες μασούσαν όπως τη μαστίχα. Ο καπνός αυτός περιείχε μεγάλη ποσότητα νικοτίνης, και παραγόταν, αναφορικά με ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία, μόνο στην Πάφρα 77. Ο σπόρος του καπνού στην διοίκηση της Αμισού, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ήρθε για πρώτη φορά από τη Διοσκουριάδα (Σοχούμ), όταν κάτοικοι της περιοχής επανερχόμενοι στον τόπο τους, τον έφεραν μαζί τους 78. Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή, ο σπόρος του καπνού ήρθε στην περιοχή από τα Γιαννιτσά της Θεσσαλονίκης 79. Ο καπνός της Πάφρας ήταν αρίστης ποιότητος και περιζήτητος στις αγορές του Λονδίνου, της Μασσαλίας, του Αμβούργου, της Αλεξανδρείας, του Άντεν. Στις αρχές του 20 ου αιώνα η παραγωγή του καπνού ανερχόταν σε 3.000.000 κιλά 80 2.000.000 οκάδες 81, ενώ το 1890 μ. Χ. ανερχόταν σε 1.950.000 κιλά 82. 73 Γαβριηλίδης, Πόντος, 167. Κουλοχέρης, Αμισός, 73. Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 166. 74 Yolalici, XIX. Yüzyilda Canik (Samsun), 81-82. Yurt Ansiklopedisi, 6567. Δημοσθένης Οικονομίδης, Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη 1920, 20. 75 Ό. π. 76 Τριανταφυλλίδης, Ποντικά, 145-146. Γαβριηλίδης, Πόντος, 168. Κουλοχέρης, Αμισός, 73. Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 166. 77 Ό. π. Yolalici, XIX. Yüzyilda Canik (Samsun), 80. 78 Sarisakal, Samsun, 2, 273. 79 Ό. π. 80 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 340. 81 Κοντογιάννης, Μικρά Ασία, 83. 82 Yurt Ansiklopedisi, 6567. 69
Κατά το 1903, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του βιλαετίου Τραπεζούντος 83, στην υποδιοίκηση της Πάφρας καλλιεργήθηκαν 25.723 στρέμματα καπνού και παρήχθησαν 2.434.699 κιλά καπνού, από τα οποία η εταιρεία Rejie αγόρασε 554.374 κ., και εξήχθησαν στο εξωτερικό 1.872.663 κιλά. Το ίδιο έτος, η παραγωγή της Αμισού σε καπνό ανερχόταν σε 1.809. 777 κιλά. Η διακίνηση, όμως, του καπνού πραγματοποιούνταν μόνο μέσω της Αμισού. Μεταξύ των ετών 1910-1916, με βάση τα στοιχεία του Μονοπωλίου Καπνού (Rejie), η παραγωγή καπνού στην Πάφρα κυμαινόταν μεταξύ 3.000.000 3.500.000 κιλών ετησίως 84. Το 1916, καλλιεργήθηκαν 18.500 στρέμματα καπνού και παρήχθησαν 1.500.000 κιλά. Ήταν η εποχή κατά την οποία κορυφώθηκαν οι διώξεις και οι εκτοπισμοί εναντίον του ελληνικού στοιχείου. Το 1917, η παραγωγή κατήλθε σε 650.000 κιλά, το 1918 σε 504.000 κιλά, ενώ το 1919, είχε μεσολαβήσει η Ανακωχή από τον Οκτώβρη του 1918, καλλιεργήθηκαν 12.800 στρέμματα και παρήχθησαν 1.219.000 κιλά καπνού 85. Η παραγωγή καπνού των ετών 1917-1918 αφορά τη δυναμική μόνο του τουρκικού στοιχείου της περιοχής. Οι Έλληνες καπνοπαραγωγοί της Πάφρας κατείχαν το 75 % των καπνοφυτειών, ενώ το υπόλοιπο 25 % το κατείχαν οι Οθωμανοί και οι Λαζοί μέτοικοι από την περιοχή της Τραπεζούντος. Οι Έλληνες έμποροι καπνού απορροφούσαν το 70 % της συνολικής παραγωγής, το Μονοπώλιο Καπνών (Regie) το 15 %, οι αμερικανικές εταιρείες το 10 %, και οι μουσουλμάνοι έμποροι το 5 % 86. Η αγοραπωλησία των καπνών ακολουθούσε απαρέγκλιτα την εξής διαδικασία. Ο εξπέρ (εκτιμητής) του Μονοπωλίου Καπνών μετέβαινε σε κάθε χωριό, εκτιμούσε την ποιότητα παραγωγής καπνού του χωριού, διαπραγματευόταν, και καπάρωνε την ποσότητα που τον ενδιέφερε, ενώ την υπόλοιπη ποσότητα μπορούσε ο κάθε χωρικός να τη διαπραγματευτή και να την πουλήσει στην αγορά. Αυτή η υποχρεωτική διαδικασία ξεκίνησε το 1885, όταν το εμπόριο του καπνού το ανέλαβαν μονοπωλιακά οι Γάλλοι 87. Η μεταφορά των καπνών στην Αμισό, απ όπου εξαγόταν ο καπνός, διεξαγόταν με καμήλες. Η Αμισός ήταν το μοναδικό σπουδαίο λιμάνι του δυτικού Πόντου, στο οποίο είχαν μετοικήσει τα νεότερα χρόνια Έλληνες από τη μητροπολιτική Ελλάδα, αλλά και από τον υπόλοιπο Πόντο, και το οποίο επικοινωνούσε με όλα τα σπουδαία λιμάνια της Δύσης, καθώς και με την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Η οικονομική ανάπτυξη της Πάφρας οφειλόταν στο σπουδαίο αυτό λιμάνι. Ουσιαστικά, η Πάφρα αναπτυσσόταν στη σκιά της Αμισού, όσον αφορά το διαμετακομιστικό εμπόριο της. Η Πάφρα βρίσκεται σε υψόμετρο 30 μ. από το επίπεδο της θάλασσας 88 και σε απόσταση 48 χιλμ. από την Αμισό. Ο δρόμος αυτός ήταν αμαξιτός και μοναδικός προς την αγορά της Αμισού, όπου εκτός του καπνού εξάγονταν τα δημητριακά και κτηνοτροφικά προϊόντα, το μέλι, η ξυλεία, η χορτονομή, αλλά και το μαύρο χαβιάρι της Πάφρας 89. 83 Ό. π., 6568. 84 Γαβριηλίδης, Πόντος, 169. Κουλοχέρης, Αμισός, 73-74. 85 Ό. π. 86 Ό. π. 87 Αρχεία Κ. Μ. Σ., περιφ. Σαμψούντας, φάκελος πόλης Σαμψούντας, Σαμουηλίδης, Αμισός, 94-95. 88 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 340. 89 Σαμουηλίδης, Αμισός, 105. Κοντογιάννης, Μικρά Ασία, 83. Γαβριηλίδης, Πόντος, 169. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 340. 70
Στις εκβολές του ποταμού Άλυ σχηματίζονταν μεγάλες λεκάνες, όπου αλιεύονταν ο οξύρυγχος-μύραινα, από τον οποίο παρασκευαζόταν σε μεγάλες ποσότητες το ονομαστό στην Τουρκία, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, χαβιάρι Πάφρας. Οξύρυγχοι αλιεύονταν και στις δύο λίμνες της Πάφρας, αλλά και κατά μήκος του ποταμού. Πριν από τον εκπατρισμό των Ελλήνων παραγόταν 3.000-3.500 κιλά μαύρο χαβιάρι. Η παραγώμενη ποσότητα αλιευμάτων και χαβιαριού ήταν η μεγαλύτερη σε ολόκληρη την επαρχία της Αμισού 90. Την άνοιξη, οι οξύρυγχοι εισέρχονταν στον ποταμό για να αποθέσουν τα αυγά τους και να αναπαραχθούν. Οι χωρικοί αλίευαν τους οξύρυγχους με πρωτόγονα μέσα. Κατ αρχήν χρησιμοποιούσαν αγκίστρια, όταν όμως ο Άλυς ήταν θολός, εξαιτίας των βροχών, τότε τους φόνευαν στις όχθες του ποταμού με ξύλα και τσεκούρια. Το μέγεθος των οξύρυγχων έφτανε τα δύο γαλλικά μέτρα, ενώ τα αυγά τους ζύγιζαν από μία έως δέκα οκάδες. Τα τελευταία χρόνια, πριν από τον εκπατρισμό των Ελλήνων, με την κατεργασία των αυγών παραγόταν άριστης ποιότητας μαύρο χαβιάρι, ίδιας ποιότητας με το ρωσικό 91. Σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχουν ούτε οξύρυγχοι, ούτε και χαβιάρι. Οι δύο ποταμοί, ο Άλυς και ο Ίρης, στους οποίους συλλαμβάνονταν οι οξύρυγχοι-μύραινες, έχουν ελάχιστα νερά, εξαιτίας των υδατοφραγμάτων που έχουν κατασκευαστεί κατά μήκος των ποταμών, προκειμένου να αρδεύονται οι περιοχές από τις οποίες διέρχονται. Ο κυριότερος, όμως, λόγος της εξαφάνισής τους ήταν ο εγκληματικός τρόπος με τον οποίο αλιεύονταν 92. Η Πάφρα είχε 15 εργοστάσια παρασκευής οινοπνευματωδών ποτών, έναν ατμοκίνητο μύλο των αδελφών Αλεξιάδη, ένα εργοστάσιο ξυλείας και έναν αλευρόμυλο, τα οποία ανήκαν στον Ιωάννη Α. Μαυρίδη και Παντελάκη Θ. Αρζόγλου 93. Τον Ιούλιο μήνα του 1911, ιδρύθηκε στην Πάφρα υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών, όπου δεν υπήρχε άλλη τράπεζα, και το οποίο ήταν το τέταρτο υποκατάστημά της στον Πόντο 94. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί ήταν σε ισχύ ο ανθελληνικός αποκλεισμός σε Πάφρα και Αμισό. Με την ίδρυση της πρώτης τράπεζας, μόλις το 1911, γίνεται φανερό πόσο εξαρτημένη οικονομικά ήταν η Πάφρα από την Αμισό. Καπνέμποροι στη Πάφρα, ενδεικτικό της μεγάλης καλλιέργειας καπνών, ήταν οι εξής: ο Αντώνιος Γαβριηλίδης, ο Γεώργιος Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου, ο Πλάτων Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου, ο Παρασκευάς Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου, ο Κυριάκος Οξούζογλου, ο Αριστοτέλης Οξούζογλου, ο Δημοσθένης Δ. Διλμίτογλου, ο Αντώνιος Ι. Χατζηαντώνογλου, ο Μιχαήλ Αντώνογλου, ο Ιωάννης Μαυρίδης, ο Λάζαρος Αρζόγλου, ο Μ. Α. Τσελέπογλου, ο Ηλίας Σαχίνογλου, ο Ιωάννης Δεδεπάλογλου, και ο Χαρ. Ν. Χαραλαμπίδης 95. Καπνέμποροι στη Ζάληχο-Λεοντόπολη (Alacam), η οποία ανήκε στην Πάφρα και εξυπηρετούνταν όπως η Πάφρα, ήταν οι εξής: ο Λάζαρος Αλεξιάδης, ο Περικλής Κουζουτσάκογλου, ο Βασίλειος Κουζουτσάκογλου, ο Αριστείδης Κουζουτσάκογλου, ο Βασίλειος Κετσετζόγλου, ο Ιωάννης Α. Χατζηασλάνογλου, ο Κοσμάς 90 Κουλοχέρης, Αμισός, 73-74. Κοντογιάννης, Μικρά Ασία, 83. Γαβριηλίδης, Πόντος, 169. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 340. Yolalici, XIX. Yüzyilda Canik (Samsun), 83-84. 91 Κοντογιάννης, Μικρά Ασία, 83. 92 Κατά προσωπική αυτοψία τον Αύγουστο του 2008. Κάτοικοι της περιοχής μου αφηγήθηκαν με μελαγχολία τα όσα τραγικά συνέβαιναν κατά την ανεξέλεγτη και εγκληματική αλίευσή του. 93 Γαβριηλίδης, Πόντος, 173. 94 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β 43, 21721 / 30-7-1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 95 Γαβριηλίδης, Πόντος, 90-131. 71
Χατζηασλάνογλου, ο Μιχαήλ Κιουλάπογλου, ο Βενιαμίν Ρακόπουλος, ο Ιορδάνης Κοτσαγεώργογλου και ο Ιορδάνης Ιωαννίδης 96. Έμποροι στην Πάφρα ήταν οι εξής: ο Σωκράτης Θ. Ιωσηφίδης και ο Φιλήμων Παπαδόπουλος. Εμποροράπτης ο Γεώργιος Κ. Καραγκιόζογλου, ωρολογοποιός ο Λ. Μ. Επεμιχαήλογλου, υποδηματοποιοί οι Σοφοκλής Γ. Ηλιάδης και Γεώργιος Κ. Παπαδόπουλος, παντοπώλης ο Αλέξανδρος Κ. Βασίλογλου, αργυραμοιβός ο Αλέξανδρος Ι. Ανθόπουλος, και αποθηκάριος του Μονοπωλίου Καπνών ο Α. Χατζηκαρασαββόγλου 97. Τα ονόματα όλων των προαναφερθέντων καπνεμπόρων, εμπόρων και επαγγελματιών διασώθηκαν διότι, άλλοι από αυτούς απαγχονίστηκαν στην Αμάσεια, με αποφάσεις των ψευδεπίγραφων Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας, άλλοι σφαγιάστηκαν, και άλλοι από αυτούς απεβίωσαν στις εξορίες. Δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία στην τουρκική βιβλιογραφία, αλλά ούτε και στα ελληνικά αρχεία, μετά τη λαίλαπα της εθνοκάθαρσης των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών. Τα ελληνικά αρχεία, τα οποία τηρούνταν στη μητρόπολη Αμασείας, με έδρα την Αμισό, καταστράφηκαν τον Οκτώβριο του 1917, με τη σύλληψη του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη και την απέλασή του στην Κωνσταντινούπολη, μέσω Αγκύρας 98. 6. Παιδεία, πνευματική κίνηση και πολιτιστική ανάπτυξη της Πάφρας. Η μόρφωση και η πνευματική καλλιέργεια των Ελλήνων της Πάφρας ξεκίνησε μετά τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα. Θεμέλιος λίθος, πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η μόρφωση και η πνευματική καλλιέργεια των Παυρενών, υπήρξε το σχολείο. Η εκπαιδευτική πολιτική ασκείτο από τον εκάστοτε μητροπολίτη, όπως και σε όλες τις μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά την ψήφιση των Εθνικών Κανονισμών το 1863. Μετά την επικράτηση του Νεοτουρκικού κινήματος, η εκπαιδευτική πολιτική άλλαξε ριζικά. Μέχρι τότε, το οθωμανικό υπουργείο Παιδείας απευθυνόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για να πάρει πληροφορίες για τη λειτουργία των ελληνικών κοινοτικών σχολείων, το οποίο εν συνεχεία απευθυνόταν στους κατά τόπους μητροπολίτες, για να πάρει τα στοιχεία που του είχαν ζητηθεί. Οι Οθωμανοί επιθεωρητές του υπουργείου Παιδείας μπορούσαν να επιθεωρήσουν τα κοινοτικά σχολεία, μόνο μετά από άδεια του Πατριαρχείου και για συγκεκριμένα θέματα, όπως ο έλεγχος των βιβλίων, των πτυχίων των δασκάλων, και η παρακολούθηση της διδασκαλίας των μαθητών. Σε περίπτωση παρατυπιών απευθυνόταν στην τοπική μητρόπολη και όχι στο υπουργείο Παιδείας 99. Τα ελληνικά σχολεία στηρίζονταν και συντηρούνταν οικονομικά από την Εκκλησία και από τις ελληνικές κοινότητες, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε ουσιαστική βοήθεια από το οθωμανικό κράτος. Επιχορήγηση μπορούσαν να λάβουν, σε μη μουσουλμανικές περιοχές, μόνο όσα σχολεία λειτουργούσαν ως κυβερνητικά και όχι ως κοινοτικά 100. 96 Ό. π. 97 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 139-147. Ό. π. 98 Μπέλλου, Ποντιακά, 110. 99 Χ. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας 1800-1922, Γρηγόρης 3 (1991) 35-37, 105-106, 114. 100 Τοπαλίδης, Πόντος, 165. 72
Με βάση το σύνταγμα του 1908 αποφασίστηκε, ο απ ευθείας έλεγχος των σχολείων από το υπουργείο Παιδείας, παρακάμπτοντας τις κατά τόπους αρμόδιες αρχές, η εκδίωξη των Ελλήνων δασκάλων και η επιβολή εκμάθησης της τουρκικής γλώσσας στην κατώτερη και μέση εκπαίδευση, προβαλλόμενη ως απαραίτητο ενοποιητικό στοιχείο όλων των λαών κάτω από την Οθωμανική ιδέα. Ο νόμος του 1910, περί προκαταρκτικής εκπαίδευσης, επέβαλε την υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας και ιστορίας στα σχολεία των εθνοτήτων, με την επισήμανση ότι η τουρκική γλώσσα θα έπρεπε να διδάσκεται όπως και στα κυβερνητικά σχολεία, δηλαδή ως μητρική γλώσσα, και όχι ως ξένη 101. Από την αρχή του σχολικού έτους 1908-1909, το Υπουργείο Παιδείας απευθύνθηκε απ ευθείας στα σχολεία, ζητώντας πληροφορίες για το είδος των σχολείων, για τον αριθμό, την προέλευση και την ηλικία των μαθητών και στοιχεία για τους δασκάλους 102. Οι Νεότουρκοι επιθεωρητές, από το 1908, άρχισαν να επιθεωρούν τα κοινοτικά σχολεία δίχως άδεια, απαιτώντας περισσότερες πληροφορίες για τον αριθμό μαθητών και δασκάλων από το διευθυντή, ενώ παράλληλα απαγορεύτηκε στα σχολεία η περιοδεία κοινοτικών επιθεωρητών. Σε περίπτωση άρνησης των διευθυντών, εκδόθηκε διάταγμα το 1910 που προέβλεπε την τιμωρία τους. Το Πατριαρχείο περιορίστηκε μόνο στην εποπτεία του μαθήματος των θρησκευτικών, και οι εφορίες επωμίστηκαν την ευθύνη εφαρμογής του νόμου, και εξεύρεσης οικονομικών πόρων, για τη συντήρηση των σχολείων 103. Οι Νεότουρκοι, στα γενικότερα πλαίσια της πολιτικής τους για αποδυνάμωση και έλεγχο του ελληνικού στοιχείου, έθεσαν σαν στόχο τους την πολιτική περιορισμού των εξουσιών του Πατριαρχείου, μέσα από την κατάλυση των προνομίων του. Ο έλεγχος της εκπαίδευσης, με άμεση παρέμβαση των οθωμανικών αρχών στα εκπαιδευτικά ζητήματα, η δημιουργία εμποδίων στη λειτουργία των σχολείων, και οι προσπάθειες εκτουρκισμού της εκπαίδευσης των Ελλήνων, αποτέλεσαν πρωταρχικούς στόχους. Έτσι θα έπλητταν τους δύο κύριους φορείς της αφύπνισης και της ενδυνάμωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης, την Εκκλησία και την εκπαίδευση 104. Ένας άλλος τρόπος άμεσου ελέγχου της ελληνικής εκπαίδευσης παρουσιάστηκε και στην απόφαση για επικύρωση των πτυχίων των ελληνικών σχολείων από το υπουργείο Παιδείας και όχι από το Πατριαρχείο, όπως ίσχυε μέχρι τότε. Αυτό γινόταν μόνο στην περίπτωση που τα σχολεία είχαν λάβει άδεια πρώτα από το υπουργείο, και εφ όσον επετύγχαναν στις εξετάσεις κυβερνητικού σχολείου. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση ασκούσε άμεσο έλεγχο στην απονομή πτυχίων, πλήττοντας και υποβαθμίζοντας παράλληλα τα ελληνικά σχολεία. Η υποβάθμιση αυτή των σχολείων επιτάθηκε με το νομοσχέδιο του 1912, με το οποίο απαιτούνταν εξετάσεις, και μάλιστα στην τουρκική γλώσσα, για την εισαγωγή σε οθωμανικό πανεπιστήμιο, τη στιγμή κατά την οποία οι απόφοιτοι των ελληνικών γυμνασίων της οθωμανικής αυτοκρατορίας γίνονταν δεκτοί στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις 105. Ένα σημαντικότερο πρόβλημα προέκυψε με την επικύρωση των διπλωμάτων των δασκάλων των ελληνικών σχολείων, δικαίωμα που μέχρι τότε είχε μόνο το Πατριαρχείο. Αρχικά, οι οθωμανικές αρχές επέβαλαν την επικύρωση έμμεσα, ως συμπληρωματική στην κύρια επικύρωση του Πατριαρχείου, προκειμένου να 101 Ν. Βλάχος, Ιστορία των κρατών της χερσονήσου του Αίμου 1908-1914, Αθήνα 1954, 120, 123, 124. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 150. 102 Ό. π., 117. 103 Ό. π., 118-127. 104 Ό. π., 112-114. 105 Βλάχος, Ιστορία, 118, 119, 124. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 154. 73
απαλλαγούν οι δάσκαλοι από τη στρατιωτική θητεία. Κατόπιν επέβαλαν την επικύρωση υποχρεωτική, προκειμένου να δοθεί άδεια άσκησης του διδασκαλικού λειτουργήματος, με την απειλή μάλιστα της διακοπής των μαθημάτων 106. Παράλληλα με την απόφαση για επικύρωση των διδασκαλικών διπλωμάτων, το καθεστώς εξαπέλυσε διωγμό κατά των δασκάλων που είχαν ελληνική υπηκοότητα, που προέρχονταν δηλαδή από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Στη συνέχεια, οι Νεότουρκοι θέλοντας να πλήξουν καίρια τη λειτουργία των ελληνικών κοινοτικών σχολείων, απαγόρευσαν την πρόσληψη αλλοδαπών δασκάλων σε όλα τα σχολεία. Η απόφαση έγινε πιο συγκεκριμένη το 1910, περιοριζόμενη μόνο στα κοινοτικά, μη μουσουλμανικά σχολεία. Οι Έλληνες, μετά το κύμα διώξεων, αποφάσισαν να αυξήσουν των αριθμό των διδασκαλικών σχολών, προσλαμβάνοντας τους άριστους ομογενείς μαθητές, οθωμανικής υπηκοότητας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα 107. Με τους Νεότουρκους δημιουργήθηκαν, ακόμη, προβλήματα με τις άδειες ανέγερσης και λειτουργίας σχολείων και το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Αρχικά, ανέστειλαν την έκδοση φιρμανίων για την ανέγερση ή επισκευή σχολείων και εκκλησιών, ενώ αργότερα προέβαλαν πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Όσα σχολεία ή εκκλησίες δεν είχαν φιρμάνι ανέγερσης και λειτουργίας, σταματούσαν τη λειτουργία τους, ενώ αφαιρούνταν δια της βίας ή μετατρέπονταν, βάση νόμου, από κοινοτικά σε κυβερνητικά, με αίτηση της πλειοψηφίας του χωριού ή της συνοικίας της πόλης 108. Οι Νεότουρκοι, καταργώντας τα εκπαιδευτικά προνόμια, απόκτησαν πλήρη έλεγχο της εκπαίδευσης των Ελλήνων, χωρίς να δαπανούν χρήματα γι αυτήν. Ταυτόχρονα διαμόρφωναν ένα ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα για όλη την επικράτεια, και ο έλεγχος της ελληνικής παιδείας περνούσε υποχρεωτικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο τουρκικό Υπουργείο Παιδείας. Το Πατριαρχείο μάταια έστελνε υπομνήματα διαμαρτυρίας, υπερασπιζόμενο την εκπαιδευτική αυτοδιοίκησή του 109. Οι δηλώσεις των επιφανών Νεοτούρκων Εμβέρπασα και Νιαζί εφέντη, σε ευρωπαϊκές εφημερίδες, ότι θα χαλιναγωγήσουν το ελληνικό έθνος και θα επιβάλουν ενοποίηση των φυλών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μέσω της ισοπέδωσης κάθε εθνικού χαρακτηριστικού, απέδιδαν το στίγμα του Νεοτουρκικού προγράμματος 110. Λίγους μόνο μήνες μετά την επικράτησή τους, οι Νεότουρκοι ξεκαθάριζαν στους Ευρωπαίους ποιοί ήταν οι στόχοι τους για την τύχη της πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μια ενέργεια που αποσκοπούσε στην εθνική και πολιτισμική ομογενοποίηση του πληθυσμού της, δίνοντας προτεραιότητα στους Έλληνες υπηκόους της. Οι Νεότουρκοι ίδρυσαν πολλά κυβερνητικά, σχολεία στον Πόντο, επιδιώκοντας την εμπέδωση της εθνικιστικής ιδεολογίας τους, μέσω των σχολείων και κυρίως στους μικρούς μαθητές, προκειμένου να εκτουρκίσουν τους μη τουρκικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, και να ενισχύσουν τον εθνικισμό των Οθωμανών. Παρ όλα αυτά, οι επιμέρους στατιστικές δείχνουν ότι συνεχίστηκε η άνοδος της ελληνικής εκπαίδευσης, μεταξύ των ετών 1908-1914. Η κατακόρυφη πτώση παρουσιάστηκε μετά το 1914, και την έναρξη των συστηματικών διωγμών κατά των Ελλήνων. 106 Ό. π. 107 Σολδάτος, Εκπαιδευτική κίνηση, 81, 118,121. 108 Τοπαλίδης, Πόντος, 146. Βλάχος, Ιστορία, 112, 119. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 158. 109 Εκκλησιαστική Αλήθεια 48 (11.12.1910) 380-383. 110 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 93. 74
Ο λαός της Πάφρας, αφού κατέβηκε από τα βουνά, ή από τις όποιες ορεινές και υποτυπώδεις κοινωνίες όπου διαβίωνε 111, διασκορπισμένος για αιώνες, έχοντας ως αυτοσκοπό μόνο την επιβίωση και τη διαφύλαξη της προγονικής χριστιανικής πίστης, ως κόρη οφθαλμού, έπρεπε να αναπτυχθεί. Όφειλε να αποτάξει την αμάθεια. Όφειλε, ως χρέος απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη, μέσα από την αδάμαστη ικανότητά του να επιβιώνει, να δημιουργήσει σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία. Το χρωστούσε στην ίδια την ιστορία του και στον πολιτισμό του. Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος. Σε αυτήν τη σπουδαία και ιστορική για τον Ελληνισμό της περιοχής στιγμή, σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η προσωπικότητα των μητροπολιτών. Για να λειτουργήσει η εκπαίδευση και η πνευματική καλλιέργεια χρειάζονταν οικονομικοί πόροι. Όχι μόνο η Πάφρα, αλλά και ολόκληρος ο Πόντος μαστιζόταν από πενία. Δεν υπήρχαν τακτικοί πόροι για τη λειτουργία των σχολείων, και οι μητροπολίτες παρείχαν, σε πολλές περιπτώσεις, το μισθό τους ή επέβαλαν έκτακτες εισφορές στις εκκλησιαστικές λειτουργίες 112. Τα πρώτα σχολεία που δημιουργήθηκαν ήταν ατελή και εμφανίστηκαν μέσα στην Πάφρα και σε κεφαλοχώρια της. Ονομάζονταν γραμματοδιδασκαλεία και αλληλοδιδακτικά. Αργότερα δημιουργήθηκαν δημοτικά, νηπιαγωγεία, παρθεναγωγεία, ελληνικά σχολεία, αστικές σχολές, ημιγυμνάσια και γυμνάσια. Στα μικρά χωριά της Πάφρας λειτουργούσαν τα γραμματοδιδασκαλεία, στα οποία ο γραμματοδιδάσκαλος δίδασκε γραφή, ανάγνωση και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής 113. Μεταξύ των ετών 1855-1866 υπήρχαν στην Πάφρα 1 αλληλοδιδακτικό σχολείο αρρένων, 1 αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων και 1 ελληνικό. Εκείνο που προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στον Π. Τριανταφυλλίδη, που πέρασε από την περιοχή, ήταν το πάθος των Ελλήνων της Πάφρας για την ανάκτηση της προγονικής γλώσσας. και πολλήν καταβάλλουσι μέριμναν εις ανάκτησιν της προγονικής αυτών γλώσσης 114. Η προσπάθεια αυτή θα είναι έντονη, μέχρι τα τελευταία χρόνια πριν από το βίαιο εκπατρισμό. Είναι ένα σημείο, στο οποίο θα στέκονται όσοι περιηγητές περάσουν από την Πάφρα. Στο χωριό Καραγκιόλ-Μαυρολίμνη, με διακόσιες ελληνικές οικογένειες, υπήρχε αλληλοδιδακτικό σχολείο. Αυτό το σχολείο ήταν αρρένων, γιατί ήταν ντροπή 115 για τις κοπέλες των χωριών να πηγαίνουν στο σχολείο, αντί να ασχολούνται με τις εργασίες του σπιτιού. Η Ζάληχος-Λεοντόπολις (Alacam), με τριακόσιες ελληνικές οικογένειες, διατηρούσε ένα αλληλοδιδακτικό αρρένων και ένα αλληλοδιδακτικό θηλέων 116. Στις πόλεις και κωμοπόλεις τα πράγματα ήταν διαφορετικά, γιατί επικρατούσε άλλη νοοτροπία. Αλληλοδιδακτικά ήταν τα σχολεία εκείνα, στα οποία ο δάσκαλος χώριζε τους μαθητές σε ομάδες, ανάλογα με την επίδοσή τους. Στις ομάδες αυτές δίδασκαν οι πιο καλοί μαθητές, οι πρωτόσχολοι 117. 111 Προφορική μαρτυρία Κυπιρτίδη Ιεροθέου και Αλεξιάδου Δέσποινας. Και οι δύο ήταν Παυρενοί από καταγωγή, αλλά κατοικούσαν στα μεσόγεια της γειτονικής περιοχής Αμισού. 112 Φωτιάδης - Ηλιάδου, Παιδεία, 135. 113 Διαμαντής Λαζαρίδης, Στατιστικοί Πίνακες της Εκπαιδεύσεως των Ελλήνων στον Πόντο 1821-1922, Α. Π. παρ. 16 (1988) 12. Φωτιάδης Ηλιάδου, Παιδεία, 197. 114 Τριανταφυλλίδης, Ποντικά, 146. Ιωαννίδης, Ιστορία, 180. 115 Προφορική μαρτυρία Αλεξιάδου Δέσποινας. Με αυτήν ακριβώς την λέξη εξέφρασε την επικρατούσα συνήθεια στα ορεινά χωριά. Τα κορίτσια, εκτός από τη συνεισφορά τους στις δουλειές του σπιτιού, μπορούσαν να βόσκουν και τα μικρά αρνιά της πατριαρχικής οικογένειάς τους. Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής, ό. π. 116 Τριανταφυλλίδης, Ποντικά, 146. 117 Λαζαρίδης, Πίνακες, 12. 75
Τα ελληνικά σχολεία ή σχολαρχεία ήταν τριετούς φοιτήσεως με ισάριθμες τάξεις. Σε αυτά τα σχολεία εισάγονταν οι μαθητές μετά από εξετάσεις. Σε κάθε σχολείο δίδασκαν τρείς δάσκαλοι, από ένας σε κάθε τάξη. Ο δάσκαλος της τρίτης τάξης ονομαζόταν σχολάρχης. Οι δάσκαλοι αυτοί ονομάζονταν ελληνοδιδάσκαλοι. Τα σχολεία αυτά αποτελούσαν τον κατώτερο κύκλο της Μέσης Εκπαίδευσης. Το κυριότερο μάθημα των ελληνικών σχολείων ήταν τα αρχαία ελληνικά. Επίσης, διδάσκονταν μαθηματικά, φυσική, υγιεινή, θρησκευτικά, ιστορία, γεωγραφία, ιχνογραφία, ωδική, γυμναστική, γαλλικά και λατινικά 118. Τα πρώτα αυτά σχολεία της υποδιοίκησης Πάφρας ήταν έργο του μητροπολίτη Αμασείας Σωφρονίου Μεϊταντζόγλου (27.9.1855-20.9.1863), του μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας 119. Το έργο του φωτισμένου αυτού ιεράρχη συνέχισε ο μητροπολίτης Αμασείας Σωφρόνιος (17.1.1864-15.6.1887) 120, από Άρτης. Ο Σωφρόνιος περιέτρεξε όλα τα χωριά της περιφέρειας Πάφρας, συνέστησε κοινότητες, θεμελίωσε σχολεία, ανέγειρε ναούς, έστειλε δασκάλους, όρισε εφόρους και επιτρόπους, δημιουργώντας οργανωμένες κοινωνίες. Σπουδαίοι συνεργάτες και συμπαραστάτες στο ανθρωπιστικό έργο του είχε τους: χατζη-σάββα Μαυρίδη, Εφραίμ Αρζόγλου, χατζη-γιάννη Γελκεντζόγλου, χατζη-γιάννη Αντώνογλου, Απόστολο Πιαλόγλου, Δημήτριο Γρηγοράκη από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, και τον ιατρό Αλέξανδρο Αρών από το Ναύπλιο 121. Ο Αρών πρωτοεγκαταστάθηκε το 1897 στην Αμισό. Ο Σωφρόνιος τον απέστειλε στην Πάφρα λέγοντάς του: Ύπαγε, τέκνον μου, εκεί και ποίμανε τα πρόβατά μου, ών τας ανάγκας θα κατανοήσεις σύ ο ίδιος ευθύς ως ευρεθείς εν μέσω αυτών 122. Ο διορατικός μητροπολίτης, ο οποίος γνώριζε από κοντά την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε στην περιφέρεια, έστειλε στην Πάφρα τον κατάλληλο άνθρωπο και επιστήμονα, ο οποίος αφιερώθηκε στο έργο του για την πνευματική αναγέννηση της μικρής αυτής ελληνικής πόλης. Ο Αλέξανδρος Αρών έμαθε την τουρκική γλώσσα, και ορίστηκε έφορος των σχολείων. Εργάστηκε ασταμάτητα στην Πάφρα, προσφέροντας σπουδαίο εθνικό έργο. Μέχρι την εποχή εκείνη, η Θεία Λειτουργία τελούνταν στους ιερούς ναούς στην τουρκική. Τουρκιστί ανεγιγνώσκετο το Ιερόν Ευαγγέλιον εν τους θερμοτάτους τούτους και αφοσιωμένους οπαδούς αυτού 123 Η δυσάρεστη κατάσταση άρχισε να εκλείπει, και με τη συμβολή του σπουδαίου αυτού επιστήμονα και ανθρώπου. Μπορεί όλη η θεία λειτουργία να τελούνταν στην ελληνική γλώσσα, όμως, οι ιερείς εξηγούσαν το Ευαγγέλιο στα τουρκικά για να το κατανοήσει ο λαός 124. Οι δάσκαλοι δίδασκαν στις κατώτερες τάξεις των σχολείων την ελληνική γλώσσα, στα τουρκικά. Μια βίαια επιβεβλημένη κατάσταση είχε αρχίσει να ανατρέπεται άρδην. Ήδη μέσα στην Πάφρα ομιλούνταν μόνο η ελληνική γλώσσα, και τα παιδιά διδάσκονταν την καθαρεύουσα, απαλλαγμένη από ξενισμούς και χυδαϊσμούς 125. 118 Μαρτυρίες Γεωργιάδου Στυλιανής, Πάνου Ηλία, Σαράφογλου Αρτεμισίας και Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, ό. π. Φωτιάδης Ηλιάδου, Παιδεία, 205. Λαζαρίδης, Πίνακες, 13. 119 Μαρτυρία Θεοδώρου Αντωνιάδη, ό. π.. Σταυρίδης, Ιστορία, 223. 120 Ό. π. Μαρτυρία Σάββα Ορφανίδη, ό. π. Το σημαντικό στοιχείο στη μαρτυρία είναι το γεγονός ότι: τη Θρησκευτική Ιστορία τη μαθαίναμε με δύο τρόπους. Ο ένας ήταν με ελληνικά γράμματα, ελληνικές λέξεις, με νόημα ελληνικό. Ο άλλος ήταν με ελληνικά γράμματα, ελληνικές λέξεις, με νόημα τουρκικό. Αυτό συνέβαινε για να κατανοήσουν οι μαθητές καλύτερα το διδασκόμενο μάθημα, το οποίο ήταν καίριας σημασίας. 121 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 334-335. 122 Ό. π., 335. 123 Ό. π. 124 Μαρτυρίες Αρτζόγλου Όλγας και Ρακόπουλου Άρη, ό. π. 125 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 332-339. 76
Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20 ου αιώνα. Το 1901, στην Πάφρα λειτουργούσαν: 1 νηπιαγωγείο, 1 αστική σχολή, 1 αρρεναγωγείο, και ένα παρθεναγωγείο 126. Στα νηπιαγωγεία φοιτούσαν αγόρια και κορίτσια από κοινού ή χωριστά. Η διάρκεια των νηπιαγωγείων ήταν μονοετής ή διετής, και σκοπός τους ήταν η προπαρασκευή των παιδιών για την ένταξή τους στο σχολείο 127. Το σύνολο των παιδιών στο νηπιαγωγείο της Πάφρας ήταν 250 μαθητές και μαθήτριες. Καθήκοντα ειδικών νηπιαγωγών ασκούσαν οι δεσποινίδες Ευφροσύνη Κοπανίδου και Φεβρωνία Σαδελόγλου, με ετήσιο μισθό 45 τουρκικών λιρών, έχοντας και τέσσερις βοηθούς, οι οποίες ελάμβαναν ετήσιο μισθό 10 λιρών η κάθε μία 128. Η αστική σχολή της Πάφρας ήταν πεντατάξια. Στις πρώτες τάξεις αντιστοιχούσαν οι τάξεις του δημοτικού σχολείου, και στις επόμενες ίσχυε πρόγραμμα ανάλογο με των ελληνικών σχολείων 129. Διευθυντής της σχολής ήταν ο Κ. Τυργούτης, με ετήσιο μισθό 75 λίρες και είχε δύο δασκάλους με ετήσιο μισθό 10 λίρες ο καθένας. Στην αστική σχολή φοιτούσαν 160 μαθητές 130. Στη συνοικία του Αγίου Βασιλείου ή Ισακλή, το αρρεναγωγείο ήταν τριτάξιο, και διευθυντής ήταν ο Χ. Μαξιτόπουλος, με ετήσιο μισθό 50 λιρών, έχοντας και 1 βοηθό με ετήσιο μισθό 10 λίρες. Στο αρρεναγωγείο φοιτούσαν 40 περίπου μαθητές. Ο αριθμός των μαθητών εξαρτώνταν από την εποχή του έτους, λόγω απασχόλησης των μαθητών στις διάφορες γεωργικές εργασίες της οικογενείας τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζήν 131. Στα παρθεναγωγεία πραγματοποιούνταν η εκπαίδευση των κοριτσιών, προκειμένου να περιφρουρηθούν οι εθνικές παραδόσεις. Η ίδρυσή τους αποσκοπούσε στην προετοιμασία της γυναίκας για το ρόλο της οικοδέσποινας. Παρείχαν γνώσεις, οι οποίες ήταν αναγκαίες για τη διαχείριση των οικιακών υποθέσεων, και αποτελούσαν προϋπόθεση για έναν πετυχημένο γάμο. Δεν παρείχαν γνώσεις επαγγελματικής αποκατάστασης 132. Το παρθεναγωγείο της Πάφρας διευθυνόταν από την ιδιαίτερα αξιόλογη Ζωή Νικολάου, από το Εξάστερον της Ανατολικής Θράκης, με ετήσιο μισθό 50 λίρες, η οποία είχε δύο βοηθούς με ετήσιο μισθό 15 λίρες η κάθε μία. Το Παρθεναγωγείο ήταν ένα λαμπρό σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν 80 μαθήτριες, και οι οποίες μιλούσαν ολοκληρωμένα την ελληνική καθαρεύουσα 133. Τα σχολεία στην ύπαιθρο της Πάφρας δεν ήταν τόσο προηγμένα. Τα περισσότερα ήταν ανεπαρκή σε διδακτικό προσωπικό. Στην κωμόπολη-δήμο Ζάληχο- Λεοντόπολη (Alacam) υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με 40 μαθητές και ένα παρθεναγωγείο με ελάχιστες μαθήτριες 134. Κατά το 1907, στην υποδιοίκηση Πάφρας αναφέρονται τα εξής στοιχεία, σχετικά με τους κατοίκους, τα σχολεία, τους δασκάλους, τους μαθητές και τον προϋπολογισμό των σχολείων: 135 126 Μαρτυρίες Σαράφογλου Αρτεμισίας και Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, ό. π. Ό. π., 337-338. Οικονομίδης, Πόντος, 20. Περικλέους Τριανταφυλλίδη, Φυγάδες, Αθήνα 1870, 136. 127 Λαζαρίδης, Πίνακες, 13. 128 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 337. 129 Λαζαρίδης, Πίνακες, 13. 130 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 337-338. 131 Ό. π. 132 Φωτιάδης Ηλιάδου, Παιδεία, 186. 133 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 338. 134 Ό. π., 339. 135 Ιερόθεος Χριστοδουλίδης, Μελέτη και Στατιστική της Επαρχίας Αμασείας, Ξενοφάνης 4 (1907) 545-547. 77
πόλη -χωριό κάτοικοι αρρεναγωγεία τάξεις δάσκαλοι μαθητές παρθεναγωγεία ποσό σε χρυσές λίρες Πάφρα 2000 1 6 4 190 1 100 Ισακλή 300 1 2 1 32 1 30 Χρύση 400 1 2 1 34-15 Πακλιάρ 400 1 2 1 28-15 Καπούκαγια 750 1 4 1 68-18 Κωνσταντίνουσαγι 380 1 2 1 34-15 Κούζαλαν 540 1 2 1 49-18 Γιαϊλά 525 1 2 1 45-15 Τομούζαλαν 230 1 2 1 18-12 Καράπουναρ 565 1 2 1 54-18 Κισιρλένταμι 210 1 2 1 17-8 Ζεϊνέλ 350 1 2 1 28-12 Σιχλί 500 1 2 1 39-15 Κουτζουλάρ 235 1 2 1 21-12 Καπάτσουχουρ 360 1 2 1 34-15 Αγτσάλαν 565 1 2 1 44-20 Ασμάτσαμ 520 1 2 1 46-25 Πιρίγιουρτ 350 1 2 1 29-12 Γέραλτι 525 1 2 1 46-15 Κιρεζλί 600 1 2 1 49-15 Τοπούρουσαγι 280 1 2 1 19-10 Ολτσεκλέρ 290 1 2 1 24-12 Ότμασα 165 1 2 1 19-8 Νεπιέν Αλάτσαμ 300 1 2 1 22-12 Κιοσετίκ 225 1 2 1 20-8 Γαβλαάν 160 1 2 1 16-10 Όρμανος 370 1 2 1 37-15 Τερμένκουνεγι 210 1 2 1 19-8 Τομούζαγλι 700 2 4 2 70-35 Κελλέρ 480 1 2 1 46-15 Πεϊτουρλού 210 1 2 1 19-8 Τσενικλίγιουρτ 455 1 2 1 43-15 Τικεντσίκ 445 1 2 1 34-12 Καρατζάκιολα 240 1 2 1 19-12 Τάρπογαζ 350 1 2 1 32-15 Τοχουρλάρ 100 1 2 1 36-15 Τεβρέν 500 1 2 1 46-12 Πενλίουσαγι 470 1 2 1 39-15 Χαϊτάλαπα 720 1 2 1 56-15 Άκτεκε 1850 1 4 1 70-20 Τουάνγιοβανι 400 1 2 1 29-32 Εβρένουσαγι 220 1 2 1 19-12 78
Σουρμελί 480 1 2 1 44-15 Οσμάνπεϊλου 445 1 2 1 69-12 Μουσμελέκ 320 1 2 1 22-12 Πεσκελέρ 520 1 2 1 46-15 Άκουσαγι 380 1 2 1 35-15 Μουαμλί 375 1 2 1 33-15 Ελταούτ 800 2 4 2 86-25 Χιτρελέζ 250 1 2 1 21-15 Αζάι 230 1 2 1 20-10 Κιοβτσέσου 200 1 2 1 21-10 Εκίζτεπε 400 1 2 1 39-12 Ερεντσίκπασι 250 1 2 1 22-10 Ελματσίκ 750 1 4 2 74-40 Σελαμελίκ 480 1 2 1 44-25 Αράπουσαγι 380 1 2 1 36-20 Κοτσέρουσαγι 480 1 2 1 30-15 Κιόργλου 250 1 2 1 26-10 Μιτέρκετιγι 440 1 2 1 30-12 Ασάρ 1800 2 6 3 160-75 Μεγγιλέρ 140 - - - - - - Μαησλού 95 - - - - - - Ότκαγια 160 - - - - - - Αλέμτεμιρτσι 150 - - - - - - Τερμένουσαγι 250 - - - - - - Καρατσάπιγικ 110 - - - - - - Καλαπέκ 70 - - - - - - Τσαντίρ 140 - - - - - - Τεκιούρ 85 - - - - - - Λελουκλέρ 240 - - - - - - Μουστετσέπασα 140 - - - - - - Πογιαλή 150 - - - - - - Καβάκκιοϊ 120 - - - - - - Ποχτσάαρμουτ Αμ. 230 1 2 1 19-10 Αγιακλάλαν Αμισ. 250 1 2 1 21-10 Κιρέζτεπε Αμισού 150 1 2 1 13-8 Τσιγκίρ Αμισού 800 1 2 1 43-12 Καβάκ Αμισού 130 1 2 1 14-10 Τα χωριά Ασμάτσαμ και Πιρίγιουρτ ήταν ελληνόφωνα. Το νηπιαγωγείο της Πάφρας αναφέρεται με το Παρθεναγωγείο. Τα σχολεία της Πάφρας είχαν άρτια διδακτικά μέσα και ικανό προσωπικό. Στα σχολεία αυτά όφείλεται το γεγονός, ότι μέσα στην πόλη όλοι οι κάτοικοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. 136. Τα τελευταία πέντε χωριά του πίνακα ανήκαν στην περιοχή της Αμισού και αναφέρονται ενδεικτικά, γιατί οι κάτοικοί της (Παυρενοί) είχαν μετακινηθεί από την περιοχή της Πάφρας 137. 136 Ό. π., 558. 137 Στα χωριά των Παυρενών της Αμισού δεν υπήρχε κανένα χωριό που να μην είχε σχολείο. Όλα τα αγόρια φοιτούσαν στα σχολεία. Όσα από τα παιδιά είχαν οικονομική ευχέρεια, και ήταν ταλαντούχα, συνέχιζαν τις σπουδές τους στην Αμισό, στο κολλέγιο Ανατόλια της Μερζιφούντος και στην 79
Ο μητροπολίτης Αμασείας, με έδρα την Αμισό, Γερμανός Καραβαγγέλης σηματοδότησε την εκ βάθρων πνευματική αναγέννηση της Πάφρας. Ο ερχομός του στην Αμισό, στις 25 Μαρτίου 1908, έγινε η απαρχή του μεγάλου ανορθωτικού έργου του στην Επαρχία Αμασείας. Τρείς μήνες μετά την άφιξή του επισκέφθηκε την Πάφρα. Με συνδρομές των ομογενών θεμελίωσε ημιγυμνάσιο, το οποίο δεν υπήρχε μέχρι τότε 138, και περιέτρεξε όλη την ύπαιθρο της Πάφρας, στην οποία υπήρχαν, μεταξύ των άλλων, σαράντα ανθηρά ελληνικά χωριά. Στα χωριά έδωσε μεγάλη ώθηση στα γράμματα, και θεμελίωσε σχολεία εκεί όπου δεν υπήρχαν. Δημιούργησε κτιριακές υποδομές σε όλα τα χωριά, και επάνδρωσε τα σχολεία με δασκάλους και νηπιαγωγούς. Ίδρυσε σχολεία στα πιο απόμακρα και ορεινά χωριά 139. Η εκπαίδευση στην περιφέρεια της Πάφρας ξεκίνησε από εμβρυική ηλικία, σε διάστημα 50 χρόνων ανδρώθηκε, επί αρχιερατείας του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, και απετέλεσε σπουδαίο εθνικό στήριγμα των κατοίκων, στην ακριτική αυτή γωνιά του Πόντου. Η περιφέρεια της Πάφρας, σύμφωνα με τη Γενική Στατιστική της Επαρχίας Αμασείας και ιδία της Αμισού κατά το έτος 1914, με τα 116 χωριά της, και πληθυσμό 57.106 κατοίκους είχε 1 ημιγυμνάσιο με 50 μαθητές, 80 αρρεναγωγεία με 3.815 μαθητές, 17 παρθεναγωγεία με 706 μαθήτριες, 2 νηπιαγωγεία με 263 νήπια, 1 επιμελητήριο κοπτικής και διαλέξεων με 65 μαθήτριες, και 1 γυμναστήριο. Είχε, επίσης, 93 δασκάλους, 26 δασκάλες, και ένα σύνολο 4.894 μαθητών και μαθητριών. Σε αυτό το σύνολο οφείλουμε να συνυπολογίσουμε και τη Ζάληχο-Λεοντόπολη (Alacam), δήμο της υποδιοίκησης Πάφρας με 15 χωριά, η οποία είχε πληθυσμό 6.784 κατοίκους, 10 αρρεναγωγεία με 518 μαθητές, 3 παρθεναγωγεία με 265 μαθήτριες, 1 νηπιαγωγείο με 58 νήπια, 12 δασκάλους, 5 δασκάλες, και ένα σύνολο 841 μαθητών και μαθητριών. Συνολικά η υποδιοίκηση Πάφρας είχε 5.735 μαθητές και μαθήτριες, απασχολούσε 105 δασκάλους και 31 δασκάλες, με ετήσιο προϋπολογισμό 8.050 χρυσών τουρκικών λιρών 140. Είχε το μεγαλύτερο αριθμό μαθητών και μαθητριών στην εκκλησιαστική επαρχία Αμασείας. Οι γειτονικές περιοχές της Πάφρας είχαν τους παρακάτω αριθμούς μαθητών και μαθητριών: Αμισός 5.100, Θέρμες Φαζημονιτών (Havza) 547, και Αμάσεια 631 141. Κατά τα έτη 1908-1910 και 1917-1921, χρέη δασκάλου στο αρρεναγωγείο της Πάφρας εκτελούσε ο Νεόφυτος Κυριάκου Ξανθόπουλος, από τη Νάουσα 142. Στο Παρθεναγωγείο της Πάφρας διετέλεσαν διευθύντριες η Μαργαρίτα Μυλαράκη (1912-1918), και η Ελένη Αγάβεη. Μεταξύ των ετών 1900-1922 δασκάλες στο παρθεναγωγείο ήταν οι εξής: Ζωή Νίκ. Καρυοφυλλίδου (1900-1905), Φανή Χρυσαφίδου (1907-1918), Ανδρομάχη Ιωσηφίδου (1909-1922), Χαρίκλεια Γεωργιάδου (1912-1920), Ελένη Σχολειάδου, Μανιώ Αντωνιάδου και Κλεοπάτρα Ζέρβα. Όλες οι παραπάνω διευθύντριες και δασκάλες κατάγονταν από το Εξάστερον της Ανατολικής Θράκης 143. Κωνσταντινούπολη. Τα σχολεία ιδρύονταν μεταξύ των οικισμών ή των μικρών χωριών. Όλα αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή, κατά την οποία η φοίτηση στα σχολεία δεν ήταν υποχρεωτική. Ο πόθος και το πάθος των Ελλήνων της περιοχής για μόρφωση ήταν μοναδικά. 138 Ημιγυμνάσιο είχε μόνο η Αμισός, το οποίο προήγαγε σε γυμνάσιο ισότιμο των ελληνικών. Ταυτόχρονα ίδρυσε και θεμελίωσε ημιγυμνάσιο στην Πάφρα. 139 Μπέλλου, Ποντιακά, 95. 140 Γαβριηλίδης, Πόντος, 194. 141 Ό. π. 142 Κούλα Ξηραδάκη, Δάσκαλοι του υποδούλου Ελληνισμού: Πόντος, Αθήναι 1984, 118. Λαζαρίδης, Πίνακες, 138. 143 Κούλα Ξηραδάκη, Παρθεναγωγεία και δασκάλες του υποδούλου Ελληνισμού, Αθήνα 1972, 158-165. Λαζαρίδης, Πίνακες, 125. Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, ό. π. 80
Μεταξύ των ετών 1913-1916 δασκάλα στο παρθεναγωγείο της Ζαλήχου- Λεοντοπόλεως (Alacam) ήταν η Θεοδώρα Βιολίδου, από τη Σινώπη 144. Κατά τα τελευταία χρόνια δίδαξαν στην Πάφρα οι παρακάτω δάσκαλοι και δασκάλες: Ιωάννης Σαδελόγλου, Αβραάμ Ζ. Διλμίτογλου, Πρόδρομος Ζ. Διλμίτογλου, Ιωάννης Φωτιάδης, Φεβρωνία Σαδελόγλου, Ασπασία Σαδελόγλου, Μαρία Γιορουμέζογλου και Κατίνα Κιζιλκιόζογλου 145. Μεταξύ των ετών 1907-1916, δάσκαλος στην κοινότητα Χαϊτάλαπα διορίστηκε από το μητροπολίτη Αμασείας ο Ηλίας Πάνου, με ετήσιο μισθό κατά το πρώτο έτος διδασκαλίας 44 χρυσές λίρες. Κατά το τέταρτο έτος διδασκαλίας ο μισθός του είχε αυξηθεί σε 65 χρυσές λίρες 146. Το 1916 διορίστηκε δασκάλα στη Χρύση Πάφρας η Αρτεμισία Σαράφογλου, με ετήσιο μισθό 12 χρυσές λίρες, ενώ παραλληλα εξασκούσε το λειτούργημά της στα γειτονικά χωριά Ορμανός και Τσοράχ, έχοντας επιπλέον μισθό 12 χρυσών λίρών 147. Η εκπαίδευση στην Πάφρα, η οποία ξεκίνησε μετά τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα, έφτασε στο απόγειό της, ουσιαστικά ανδρώθηκε, κατά τα χρόνια της αρχιερατείας του Γερμανού Καραβαγγέλη. Όλοι οι προκάτοχοί του ιεράρχες συνέβαλαν στην πρόοδο της εκπαίδευσης, μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων τους, και της δυσπραγίας που επικρατούσε. Το οικοδόμημα της εκπαίδευσης, το οποίο ολοκληρώθηκε επί Γερμανού Καραβαγγέλη, οφείλεται κατ αρχήν στην οικονομική άνθηση της περιοχής Πάφρας, και, κυρίως, στη δυναμική και πολύπλευρη προσωπικότητα του σεπτού αυτού ιεράρχη, με την αδάμαστη θέληση για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην ακριτική αυτήν περιοχή για τον Ελληνισμό. Ο φωτεινός ιεράρχης κατόρθωσε η πνευματική και πολιτισμική ανάπτυξη της Πάφρας να είναι ανάλογη με τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξή της. Το ελληνικό ή το τουρκικό κράτος ποτέ δεν επιχορήγησε οικονομικά τα σχολεία ή τα εκπαιδευτήρια της Πάφρας. Ήδη από το 1903, στην Πάφρα είχε ιδρυθεί η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Ακτίς, η οποία προσέφερε σπουδαίο έργο, και ενίσχυσε τον τομέα εκπαίδευσής της πόλης. Με συνδρομή των ομογενών αγόρασε ακίνητα, τα οποία προσέφεραν αξιόλογη πρόσοδο για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων 148. Το ίδιο έτος, στη Ζάληχο-Λεοντόπολη (Alacam) είχε ιδρυθεί η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα ο Ευαγγελισμός, μετά από δραστήριες ενέργειες του επισκόπου Αριστείας, με έδρα τις Θέρμες Φαζημονιτών (Havza), Ιεροθέου εκ Φυτιάνων, η οποία ενέπνευσε όλους τους νέους της μικρής αυτής πόλης, και η οποία λειτουργούσε προς όφελος των σχολείων 149. Στην Πάφρα λειτουργούσε και ο σύλλογος Επιμελητήριο Παλλάς, με πρόεδρο την Άννα Αρών 150. Στην Πάφρα υπήρχε ένα θέατρο 400 θέσεων, ιδιοκτησίας Ν. Μακρή, ο οποίος καταγόταν από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, και ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην πόλη στα τέλη του 19 ου μ. Χ. αιώνα. Το θέατρο είχε ευρύχωρη σκηνή και καμαρίνια 144 Ό. π. 145 Γαβριηλίδης, Πόντος, 173. 146 Μαρτυρία Πάνου Ηλία, ό. π. 147 Μαρτυρία Σαράφογλου, ό. π. 148 Χριστοδουλίδης, Στατιστική, 547. Εφημερίς Κωνσταντινούπολις, φ. 88 / 19.4.1904. Χρήστος Ανδρεάδης, Ειδήσεις για Ποντιακούς Συλλόγους, Α. Π. 48 (1998-1999) 32. 149 Εφημερίς Ταχυδρόμος Κωνσταντινουπόλεως, φ. 1418 / 12.3.1903. Χριστοδουλίδης, Στατιστική,, 547. Εφημερίς Κωνσταντινούπολις, φ. 88 / 19.4.1904. Ανδρεάδης, ό. π. 149 Χριστοδουλίδης, ό. π. Εφημερίς Ταχυδρόμος Κωνσταντινουπόλεως, φ. 1418 / 12.3.1903. Ανδρεάδης, Σύλλογοι, 30. 150 Χριστοδουλίδης, Στατιστική, 545-558. 81
για τους ηθοποιούς. Μέχρι το 1901, είχαν ανεβάσει σε αυτό θεατρικά έργα και τρείς ελληνικοί θίασοι 151. Στην πόλη υπήρχε και ένας κινηματογράφος, ιδιοκτησίας των Αδελφών Διλμίτογλου 152. Η Πάφρα, στη διάρκεια των λίγων δεκαετιών της ανάπτυξής της, ανέδειξε πολλούς και σπουδαίους επιστήμονες στον ιατρικό κλάδο, στο νομικό, στον τεχνοκρατικό, στο γεωτεχνικό, στον εμπορικό και στον εκπαιδευτικό. Οι επιστήμονες αυτοί φοίτησαν σε πανεπιστήμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ελλάδος, της Ευρώπης και της Αμερικής. Οι ιατροί της Πάφρας ήταν οι εξής: 5. Ανανίας Ι. Γαβριηλίδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου Παρισίων, οφθαλμίατρος της Υψηλής Πύλης και του Γαλλικού Νοσοκομείου Κωνσταντινουπόλεως. 6. Αναστάσιος Ι. Γαβριηλίδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου της Λυών, χειρουργός του Γαλλικού Νοσοκομείου Κωνσταντινουπόλεως. 7. Κωνσταντίνος Α. Γαβριηλίδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου της Λυών, οφθαλμίατρος. 8. Χαράλαμπος Ε. Γρηγοράκης, απόφοιτος του πανεπιστημίου της Λυών, χειρουργός. 9. Ιωάννης Χ. Ορδουλόγλου, απόφοιτος του πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως, αρχίατρος του τουρκικού στρατού. 10. Νικόλαος Ηλιάδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως, στρατιωτικός ιατρός. 11. Αλέξανδρος Α. Αρών, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών. 12. Μισαήλ Συμεωνίδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών. 13. Κωνσταντίνος Μαυρίδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών. 14. Οδ. Χατζησάββας, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών. 15. Παύλος Κουζινόπουλος, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών. 16. Ιορδάνης Θ. Αρζόγλου, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών. 17. Γεώργιος Α. Αρών, απόφοιτος του πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως, οδοντίατρος. 18. Κουζινός Λ. Κουζουτζάκογλου, απόφοιτος του πανεπιστημίου Παρισίων. 19. Κουζινός Ν. Κουζουτζάκογλου, απόφοιτος των πανεπιστημίων Βηρυττού και Λονδίνου. 20. Σάββας Ε. Ευθυμιάδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου Βηρυττού. 21. Γεώργιος Βαφειάδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών. 22. Αριστοτέλης Π. Παπαδόπουλος, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών. 23. Κυπριανός Παυλίδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών 153. Οι φαρμακοποιοί της Πάφρας ήταν οι εξής: 1. Αχ. Χ. Ηλιάδης, απόφοιτος του πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως. 151 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, ό. π. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις, 340. Γαβριηλίδης, Πόντος, 173. Κουλοχέρης, Αμισός, 75. 152 Γαβριηλίδης, ό. π. 153 Γαβριηλίδης, ό. π., 170-171, 175. Στις καταστάσεις των επιστημόνων και των τεχνικών συμπεριλαμβάνονται όλοι όσοι προέρχονται από την υποδιοίκηση Πάφρας. 82
2. Αλέξ. Ν. Ορδουλόγλου, απόφοιτος του πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως 154. Οι δικηγόροι της Πάφρας ήταν οι εξής: 1. Παρασκευάς Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου, απόφοιτος πανεπιστημίων Αθηνών και Γενεύης. 2. Γεώργιος Ι. Ελευθεριάδης, απόφοιτος πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως. 3. Αχιλλεύς Π. Δεδέογλου, απόφοιτος πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως. 4. Λαυρέντιος Ταστζόγλου, απόφοιτος πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως. 5. Δημήτριος Α. Ηλιάδης, απόφοιτος πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως. 6. Ιωάννης Γ. Γρηγοριάδης, απόφοιτος πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως. 7. Γεώργιος Κ. Βασιλειάδης, δικηγόρος του Μονοπωλίου των Καπνών Αμισού 155. Διπλωματούχος Μηχανικός της Πάφρας ήταν ο : Αχιλλέας Α. Χατζησάββας, απόφοιτος του πανεπιστημίου της Βοστώνης 156. Οι γεωπόνοι της Πάφρας ήταν οι εξής: 1. Γεώργιος Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου, απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής πανεπιστημίου του Βελγίου. 2. Κίμων Κ. Μεντζιλτσόγλου, απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής του πανεπιστημίου Παρισίων, υπότροφος της τουρκικής κυβερνήσεως. 3. Περικλής Παυλίδης, απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής Νέας Υόρκης 157. εξής: Από την Εμπορική Σχολή της Χάλκης Κωνσταντινουπόλεως αποφοίτησαν οι 1. Αντώνιος Ι. Χατζηαντώνογλου 2. Αντώνιος Μ. Χατζηαντώνογλου 3. Αριστοτέλης Γ. Ορδουλόγλου 4. Αριστοτέλης Δ. Μαυρίδης 5. Γαβριήλ Ι. Γαβριηλίδης 6. Σόλων Ι. Γαβριηλίδης 7. Βασίλειος Χ. Χαραλαμπίδης 8. Ναούμ Χαραλαμπίδης 9. Μωυσής Σ. Μωυσόγλου 10. Κυριάκος Σ. Γεωργιάδης 11.Γεώργιος Ε. Γρηγοράκης 12. Μιλτιάδης Δ. Καρατής 13.Σωκράτης Δ. Καρατής 14. Κων. Ι. Χατζηαντώνογλου 15.Πλάτων Γ. Γαβριήλογλου 158. Από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης αποφοίτησαν οι εξής: 1. Θεμιστοκλής Χατζηανέστης 2. Παντελής Ε. Ορδουλόγλου 3. Κύριλλος, επίσκοπος Ροδοπόλεως 159. 154 Ό. π., 171. 155 Ό. π., 171,175. 156 Ό. π., 171. 157 Ό. π. 158 Ό. π., 171,172. 159 Ό. π., 172, 175. 83
Από την Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή αποφοίτησε ο : Εφραίμ Ι. Αρζόγλου 160. Από το Γαλλικό Κολλέγιο Αμισού αποφοίτησαν οι εξής: 1. Αλέξανδρος Δ. Ζαχαριάδης 2. Γεώργιος Α. Αρών 3. Γρηγόριος Α. Σεραφειμίδης 4. Ιωάννης Δ. Ορδουλόγλου 5. Ιωάννης Μ. Πασαλόγλου 6. Ιορδάνης Μ. Κωνσταντινίδης 7. Νεοκλής Ι. Καρατής 8. Μαρίκα Κ. Βασιλειάδου 9. Εύχαρις Μ. Τσελέπογλου 10. Ουρανία Γ. Περτουλίδου 161. Από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο Κωνσταντινουπόλεως αποφοίτησαν οι εξής: 1. Σοφία Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου 2. Αλεξανδρα Δ. Μαυρίδου 3. Σοφία Γελκεντζόγλου 4. Μαγδ. Δ. Μαυρίδου 5. Μαγδ. Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου 6. Ευτ. Σ. Γεωργιάδου 7. Αλεξ. Α. Χατζηαντώνογλου 8. Κατ. Δ. Καρατής 9. Δέσποινα Χατζηαντώνογλου 10. Γεθσ. Δ. Καρατής 11. Ευφρ. Α. Χατζηαντώνογλου 162. Από το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο αποφοίτησαν οι εξής: 1. Πολύμνια Μ. Τσελέπογλου 2. Τιμόκλεια Μ. Τσελέπογλου 3. Σ. Β. Χατζηκαρασαββόγλου 4. Δέσποινα Σ. Γεωργιάδου 5. Ελένη Γρηγοράκη 6. Ουρανία Ε. Γρηγοράκη 163. Από το Αμερικανικό Κολλέγιο Μερζιφούντος Ανατόλια αποφοίτησαν οι εξής: 1. Αβραάμ Κ. Μαυρίδης 2. Γεώργιος Λαμπριανίδης 3. Δημήτριος Α. Αρών 4. Ισαάκ Π. Δεδεπάλογλου 5. Ιωάννης Δ. Διλμίτογλου 6. Κυριάκος Κ. Σολομώνογλου 7. Χαρίλαος Π. Κουρτζόγλου 8. Περικλής Λ. Κουζουτζάκογλου 9. Κων. Β. Κουζουτζάκογλου 10.Κοσμάς Ασλάνογλου 11. Αριστείδης Αποστολίδης 12.Ιωάννης Αποστολίδης 13. Λεωνίδας Ασλάνογλου 14.Κουζινός Κουζουτσάκογλου 15. Περικλής Κ. Παυλίδης 16.Ανδρομάχη Κ. Βασιλειάδου 17. Ευτυχία Γ. Αρζόγλου 18.Μαρίκα Α. Γαβριηλίδου 19. Σοφία Δ. Μαυρίδου 20. Σαπφώ Π. Κουζουτζάκογλου 21. Ανθή Ν. Κουζουτζάκογλου 23. Αναστ. Β. Κουζουτζάκογλου 22. Αυγουστίνη Ν. Κουζουτζάκογλου 24. Αθηνά Β. Κουζουτζάκογλου 25. Μαρ. Σ. Κουζουτζάκογλου 26. Εύχαρις Σ. Κουζουτζάκογλου 27. Ερατώ Ιωσηφίδου 164. 160 Ό. π., 172. 161 Ό. π. 162 Ό. π. 163 Ό. π. 164 Ό. π., 173, 175, 176. 84
Από την Ιερατική Σχολή Καισαρείας αποφοίτησαν οι εξής: 1. Ιωάννης Σαδελόγλου 2. Ιορδάνης Ε. Αρζόγλου 3. Αναστάσιος Ε. Αρζόγλου 4. Λάζαρος Ι. Αρζόγλου 5. Δημήτριος Π. Δεδεπάλογλου 6. Γεώργιος Σ. Ασπρίδης 7. Λάζαρος Λαζαρίδης 8. Σάββας Καγιαλίογλου 9. Βασίλειος Κ. Κουζουτζάκογλου 10. Αριστείδης Κ. Κουζουτζάκογλου 11. Γεώργιος Ιωαννίδης 12. Νεοκλής Ι. Κουλέπογλου 165. Από διάφορες σχολές της Τουρκίας, της Ελλάδος, και του Εξωτερικού αποφοίτησαν οι εξής: 1. Αλέξανδρος Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου, από Γυμνάσιον Αλεξανδρείας. 2. Ιωάννης Φωτιάδης, από Διδασκαλείον Σάμου. 3. Ιορδάνης Κ. Μαυρίδης, από Γυμνάσιον Βηρυττού. 4. Χαράλαμπος Σ. Γεωργιάδης, από Διδασκαλείον Αθηνών. 5. Αβραάμ Γ. Μαυρίδης, από Διδασκαλείον Αθηνών. 6. Θεμιστοκλής Σ. Ιορδανίδης, από Διδασκαλείον Βόλου. 7. Βασίλειος Λ. Μενίσογλου, από Διδασκαλείον Βόλου. 8. Χαράλαμπος Ν. Χαραλαμπίδης, από Γυμνάσιον Γαλατσίου Ρουμανίας. 9. Ευθύμιος Ν. Κουζουτζάκογλου, από Κολλέγιο Ν. Υόρκης. 10. Στέφανος Ν. Κουζουτζάκογλου, από Κολλέγιο Ν. Υόρκης. 11. Κοσμάς Β. Κουζουτζάκογλου, από Κολλέγιο Σμύρνης. 12. Παντελής Ορουτσόγλου, από Διδασκαλείον Μυτιλήνης. 13. Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, από Διδασκαλείον Σάμου, μετέπειτα αξιωματικός του ελληνικού στρατού. 14. Αλέξανδρος Γ. Περτουλίδης, από Κολλέγιο Αμισού. 15. Ιορδάνης Γιαυσακίδης, από Κολλέγιο Αμισού 166. 7. Η Εκκλησία των Νεοτέρων Χρόνων. Η Πάφρα εκκλησιαστικά ανήκε απευθείας στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Αμασείας, μέχρι τα νεώτερα χρόνια, και την εγκατάσταση σε αυτήν του επισκόπου Ζήλων Ευθυμίου Αγριτέλλη, στις 12 Ιουλίου 1912. Η επισκοπή Ζήλων είχε απομείνει χωρίς ποίμνιο, μετά την τουρκική εισβολή, γι αυτόν τον λόγο το Οικουμενικό Πατριαρχείο μετέφερε την έδρα της επισκοπής στην Πάφρα, η οποία γνώριζε τη μεγαλύτερη οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη που είχε ποτέ στην ιστορία της 167. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, οι επίσκοποι χειροτονούνταν σε 165 Ό. π., 172, 175. 166 Ό. π., 172, 176. 167 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1912 12 Ιουλίου (κωδ. Π. Αρχ. ΠΙΑ, 275). Τα Ζήλα ήταν έδρα αρχαίας επισκοπής. Η πόλη αναφέρεται και ως ιερά πόλη των Ζήλων. Το 364 μ. Χ., στα Ζήλα έγινε η 5 η Σύνοδος των Εκκλησιών του Πόντου, στην οποία πρωτοστάτησε ο Μέγας Βασίλειος. Με την πρώτη εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων, το 1071 μ. Χ., η πόλη ερημώθηκε και εξέλειπε ο χριστιανικός πληθυσμός της. Τα νεώτερα χρόνια, το 1866 συγκεκριμένα, κατοικούνταν μόνο από 15 οικογένειες χριστιανών, οι οποίοι ήταν μέτοικοι από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Οι 85
πολυάνθρωπες πόλεις. Δεν μπορούσε να διοριστεί επίσκοπος σε μικρή και άσημη πόλη ή κώμη. Κατά το 1874 και το 1886, εξελέγησαν δύο τιτουλάριοι επίσκοποι Λεοντοπόλεως (Ζάληχος-Alacam), ο ιερομόναχος Νεόφυτος Κωνσταντινίδης, και ο ιεροδιάκονος Σωφρόνιος Νηστόπουλος, αντίστοιχα, αιτήσει του Μ. Αμασείας, και αξιώσεως γενομένης τη Εκκλησία... 168 Οι επίσκοποι αυτοί, ουσιαστικά, εξελέγησαν βοηθοί επίσκοποι του μητροπολίτη Αμασείας Σωφρονίου Δ, του από Άρτης. Την εποχή εκείνη η Λεοντόπολη ήταν ένα κεφαλοχώρι, και πληθυσμιακά δε δικαιολογούσε έδρα επισκόπου. Το Σεπτέμβριο του 1855, ο μητροπολίτης Αμασείας Κύριλλος Ζ εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης 169, και στη θέση του εξελέγη μητροπολίτης Αμασείας ο Σωφρόνιος Γ Μεϊταντζόγλου, ο Βυζάντιος, από Χίου, 27 Σεπτεμβρίου 1855- Οκτώβριος 1863 170. Το 1860 ο Σωφρόνιος Γ μετέφερε την έδρα της μητροπόλεως από τη μεσόγεια Αμάσεια στην παράλια Αμισό. Ο επίσκοπος Αριστείας, με έδρα τις Θέρμες Φαζημονιτών (Havza), Ιερόθεος Χριστοδουλίδης, και ο Αμισινός Ιάκωβος Κουλοχέρης αιτιολογούν τη μεταφορά της μητροπολιτικής έδρας, αποδίδοντας το γεγονός στην πυκνότητα και τον πλούτο του Ελληνισμού στην περιφέρεια της Αμισού 171. Ακόμη σπουδαιότερος παράγοντας ήταν οι προοπτικές που διανοίγονταν για την παράλια Αμισό, η οποία από την αρχαιότητα αποτελούσε σπουδαιότατο λιμάνι του Ευξείνου Πόντου. Ο Σωφρόνιος Γ ήταν ο θεμελιωτής της εκπαίδευσης, και της πνευματικής αναζήτησης, στην Επαρχία του. Ίδρυσε πολλά σχολεία, σε σχέση με άλλες περιοχές του Πόντου, και η εκκλησιαστική επαρχία Αμασείας διακρίθηκε για τη μεγάλη έφεση των κατοίκων της προς τα γράμματα. Η επιθυμία των κατοίκων να ανακτήσουν την απωλεσθείσα, στους περισσοτέρους κατοίκους, προγονική γλώσσα ήταν ιδιαίτερα θερμή 172. Τον Οκτώβριο του 1863 ο Σωφρόνιος Γ εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης 173. Στις 17 Ιανουαρίου 1864, ο Σωφρόνιος Δ, από Άρτης, 17 Ιανουαρίου 1864- Ιούνιος 1887, εξελέγη μητροπολίτης Αμασείας. Ο Σωφρόνιος Δ εξελέγη μητροπολίτης στη θέση του προκατόχου του: Σωφρονίου (Γ ) προαχθέντος και αποκατασταθέντος εις τον αγιώτατον Πατριαρχικόν Αποστολικόν και Οικουμενικόν Θρόνον 174 Με αυτόν τον έμπρακτο τρόπο η Εκκλησία του Γένους αντάμειψε τον ακάματο ιεράρχη για το σπουδαίο έργο που είχε επιτελέσει. Ο διάδοχός του Σωφρόνιος Δ υπήρξε άξιος συνεχιστής του προκατόχου του. Σε μια έκθεση του εκπαιδευτικού Σάββα Ιωαννίδη, του έτους 1876, προς τον Ελληνικό Φιλολογικό υπόλοιπες πόλεις της περιοχής κατοικούνταν μόνο από Οθωμανούς και ελάχιστους Αρμενίους (Τριανταφυλλίδης, Ποντικά, 145). 168 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1874 16 Ιουλίου (κωδ. Π. Αρχ. Ξ Ζ, 147β). 169 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1886 14 Αυγούστου (κωδ. Π. Αρχ. Ξ Ζ, 329). 170 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1855 Σεπτέμβριος (κωδ. Π. Αρχ. ΚΒ, 309-310). Σταύρίδης, Ιστορία, 223. 171 Χριστοδουλίδης, Στατιστική, 252-271. Σαμουηλίδης, Αμισός, 100-101. Κουλοχέρης, Αμισός, 70. 172 Τριανταφυλλίδης, Ποντικά, 142. 173 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1863 Οκτώβριος (κωδ. Π. Αρχ. ΚΒ, 443). Σταυρίδης, Ιστορία, 223. 174 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1864 17 Ιανουαρίου (κωδ. Π. Αρχ. ΚΒ, 448). Σταυρίδης, ό. π. 86
Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρεται αναλυτικά το σπουδαίο έργο του ιεράρχη σε αξιόλογα σχολεία και παρθεναγωγεία, στην Επαρχία του 175. Το 1885, σύμφωνα με σχετικό φιρμάνι, ο μητροπολίτης Σωφρόνιος Δ εισέπραξε δέκα γρόσια φόρο από κάθε τζάκι που κάπνιζε. Ο φόρος αυτός αποτελούσε έσοδο για τη μητρόπολη και ο λαός τον ονόμαζε καπνικόν. Το φόρο αυτόν τον συνέλεγε ο ίδιος ο μητροπολίτης, περιοδεύοντας στα χωριά 176. Για την Πάφρα και την περιοχή της, ο Σωφρόνιος Δ ήταν: αληθής πατήρ του ποιμνίου του... 177. Ανέλαβε να συνεχίσει δυναμικά το εκπαιδευτικό έργο που μόλις είχε θεμελιωθεί στην περιοχή. Τα χωριά και οι οικισμοί ήταν διεσπαρμένοι τόσο στην πεδιάδα, όσο και στα απέραντα βουνά της Πάφρας. Περιέτρεξε όλα τα χωριά της και οργάνωσε κοινότητες, συμπτύσσοντας τα χωριά-οικισμούς, δημιούργησε πόρους, θεμελίωσε νέα σχολεία, ανέγειρε νέους ναούς, διόρισε εφόρους και επιτρόπους, και έστειλε δασκάλους. Το 1881, ο Σωφρόνιος Δ εξελέγη Συνοδικός και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη με ρωσικό πλοίο της γραμμής, από τη Σινώπη 178. Το 1885, η Α. Μ. ο Βασιλεύς της Ελλάδος του απένειμε το παράσημο του Αγίου Σάββα, β τάξεως 179. Το ίδιο έτος ο μητροπολίτης Σωφρόνιος Δ εξελέγη έφορος της Κεντρικής Ιερατικής Σχολής 180, και υπό την προεδρεία του έγινε η τελετή έναρξης των προφορικών εξετάσεων της Πατριαρχικής Κεντρικής Ιερατικής Σχολής 181. Μετά το θάνατο του Σωφρονίου Δ, ο Άνθιμος Αλεξούδης, από Βελεγράδων, 22 Ιουλίου 1887-1908, ανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο Αμασείας 182. Σύμφωνα με τους στατιστικούς πίνακες των ημερολογίων, των ετών 1905 και 1907, των φιλανθρωπικών καταστημάτων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, η μητρόπολη Αμασείας-Αμισού 183 είχε 250 ναούς, 5 αγιάσματα, 300 ιερείς και 1 βοηθό επίσκοπο της μητροπόλεως 184. Τον Φεβρουάριο του 1908 εξελέγη μητροπολίτης Αμασείας ο Γερμανός Καραβαγγέλλης, από Καστορίας, 5 Φεβρουαρίου 1908-27 Οκτωβρίου 1922, Ανθίμου παυθέντος 185. Σε μια εποχή κρίσιμη για τον Ελληνισμό, ο μητροπολίτης ενδιαφερόταν περισσότερο για τα ρωσικά συμφέροντα. Η εκκλησιαστική επαρχία Αμασείας, κατά την τελευταία αυτή περίοδο για τον Ελληνισμό, περιελάμβανε την Αμισό, έδρα της μητροπόλεως, την Αμάσεια, την Πάφρα, τη Μερζιφούντα, την Άνδραπα (Vezirköpru), τις Θέρμες Φαζημωνιτών (Havza), τη Λαοδικεία (Lādik) του Πόντου, την Έρπαα, τη Θεμίσκυρα (Carsaba) και 175 Αντ. Παυλίδης, Πόντος-Κωνσταντινούπολη: ιδεολογία των εκπαιδευτικών σχέσεων κατά το τελευταίο τέταρτο του 19 ου αιώνα, Α. Π. 48 (1998-1999) 382. 176 Σαμουηλίδης, Αμισός, 101. 177 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησης, 334. 178 Εκκλησιαστική Αλήθεια 2 Ι (29 Ιουλίου 1881) 173-177. 179 Εκκλησιαστική Αλήθεια 6 ΙΓ (31 Ιανουαρίου 1885) 185-200. 180 Εκκλησιαστική Αλήθεια 6 ΚΑ (10 Απριλίου 1885) 297-304. Σταυρίδης, Ιστορία, 223. 181 Εκκλησιαστική Αλήθεια 7 Δ (30 Ιουνίου 1885)177-192. 182 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1887 22 Ιουλίου (κωδ. Π. Αρχ. ΞΖ, 342). 183 Κουλοχέρης, Αμισός, 70-71. Η μητρόπολη αναφέρεται κατ αυτόν τον τρόπο μετά τη μεταφορά της έδρας της στην Αμισό. Η πληροφορία του Ιακ. Κουλοχέρη, ενός κατ εξοχήν Αμισινού, εκφράζει την άποψη των Αμισινών, γιατί είχαν μεσολαβήσει πάνω από σαράντα χρόνια από τη μεταφορά της έδρας, ότι δηλαδή η Αμάσεια βρισκόταν σε παρακμή, σε αντίθεση με την Αμισό, η οποία παρουσίαζε τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από όλες τις παράλιες πόλεις του Πόντου. 184 Ό. π., 71. 185 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1908 5 Φεβρουαρίου (κωδ. Π. Αρχ. ΠΙΑ, 466). 87
όλα τα χωριά των παραπάνω πόλεων 186. Ο μητροπολίτης Αμασείας έφερε τον τίτλο Υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου 187. Από τις πρώτες μέρες του στην Αμισό, είχε φθάσει εκεί στις 25 Μαρτίου 1908, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλλης άρχισε το ανορθωτικό έργο του. Πρώτη μέριμνά του ήταν τα σχολεία. Αυτά που ήδη υπήρχαν ήταν ανεπαρκή και βρίσκονταν σε ελεεινή κατάσταση, είχε μεσολαβήσει η αρχιερατεία του Ανθίμου Αλεξούδη, τόσο από άποψη οργάνωσης, όσο και από άποψη κτιριακής υποδομής. Όλη η ύπαιθρος χώρα ήταν τελείως παραμελημένη και ιδιαίτερα τα τουρκόφωνα χωριά 188. Πρώτη φροντίδα του νέου μητροπολίτη ήταν η σύνταξη νέων αυστηρών κανονισμών, με βάση τους οποίους θα εκλέγονταν τα νόμιμα διοικητικά συμβούλια των διαφόρων σωματείων και συντεχνιών, και έτσι θα αποφεύγονταν οι κομματικές έριδες, που ταλάνιζαν την ελληνική κοινότητα 189. Με συνδρομές πλουσίων ομογενών ίδρυσε νέα σχολεία, ημιγυμνάσιο, γυμνάσιο και μητροπολιτικό μέγαρο. Οι ηγετικές ικανότητες του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, οι διπλωματικές αρετές του, οι οργανωτικές και διοικητικές εμπνεύσεις του συνέβαλαν αποφασιστικά στη διευθέτηση των πραγμάτων και στην ομαλή λειτουργία τους. Τρείς μήνες μετά την άφιξή του στον Πόντο, πραγματοποίησε την πρώτη περιοδεία στην Επαρχία του, αρχίζοντας από την Πάφρα, μια μικρή, αλλά πολύ σημαντική για το εμπόριο πόλη 190, η οποία βρισκόταν νοτιοδυτικά της Αμισού. Έδωσε μεγάλη ώθηση στα γράμματα, και αναζωογόνησε τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, με δαπάνες των ομογενών της πόλης και της υπαίθρου χώρας. Το ίδιο έκανε και σε ολόκληρη την αχανή Επαρχία του. Επισκέφθηκε τότε και τα πιο απόμακρα ορεινά χωριά, δίνοντας παντού μια εθνική πνοή 191. Ο Γερμανός Καραβαγγέλλης διοργάνωσε την ελληνική παιδεία και υποστήριξε τους νέους που είχαν έφεση προς τη μάθηση. Υπό την πνευματική προστασία του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη εισήλθε και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ο εκ Σινώπης, της μητροπόλεως Αμασείας, Μάξιμος Βαπορτζής, ο μετέπειτα από Φιλαδελφείας και Χαλκηδόνος, ο όσιος και μαρτυρικός Οικουμενικός Πατριάρχης Μάξιμος ο Ε 192. Σε αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, ο πρόξενος της Ελλάδος Τζαννέτος, κατά το 1911-1912, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι, μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων ετών χτίστηκαν και ιδρύθηκαν πάνω από εκατόν δεκαπέντε νέες σχολές και σχολεία, στις πόλεις και στα χωριά της εκκλησιαστικής επαρχίας Αμασείας 193. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, αντί της μιας θέσης του βοηθού επισκόπου, δημιούργησε δύο θέσεις 194. Οι δύο βοηθοί επίσκοποι του Γερμανού ήταν α) ο Αριστείας Ιερόθεος Χριστοδουλίδης, από τα Φυτίανα της Χαλδίας, με έδρα τις Θέρμες Φαζημονιτών (Havza) και β) ο επίσκοπος Αμισού Ευγένιος Βακάλης 195. Ο 186 Χριστοδουλίδης, Στατιστική, 252-271. 187 Κ. Μ. Σ., περιφέρεια Πάφρας. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών καταστημάτων, Κωνσταντινούπολη 1904, 32. 188 Μπέλλου, Ποντιακά, 90. 189 Ό. π., 92. 190 Ό. π., 95. 191 Μαρτυρίες Πάνου Ηλία, Σταυρίδου Κυριακής και Κυριακίδου Κυριακής. Ό. π. 192 Μιχαήλ Στάικος, Γερμανός Καραβαγγέλης Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1998, 93-94. 193 Μπέλλου, Ποντιακά, 92. 194 Κουλοχέρης, Αμισός, 71. 195 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1911 17 Μαΐου (κωδ. Π. Αρχ. ΠΙΑ, 244). 88
επίσκοπος αυτός λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1911, απομακρύνθηκε από τη θέση του γιατί ήταν φίλερις και κομματιζόταν, διχάζοντας το ποίμνιό του. Για το λόγο αυτόν, ο Γερμανός Καραβαγγέλης τον έστειλε στη Μονή Λειμώνος της Λέσβου, ως ανεπιθύμητο για το λαό, για να εφησυχάσει. Έτσι στις 12 Ιουλίου 1912, αιτήσει του μητροπολίτη Γερμανού, εξελέγη επίσκοπος Ζήλων ο Ευθύμιος Αγριτέλλης, από τη Λέσβο, αριστούχος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, εις οικοδομήν και καταρτισμόν του Χριστεπωνύμου πληρώματος 196. Η πνευματική άνοδος στην Πάφρα έπρεπε να συνεχιστεί πάση θυσία. Έδρα της επισκοπής ορίστηκε η Πάφρα (Παύρα), η πλέον δυναμικά ανερχόμενη πόλη της μητροπόλεως Αμασείας. Ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλλης δύο ημέρες την εβδομάδα βρισκόταν στην Αμισό και τις υπόλοιπες στην Πάφρα. Μεταξύ των ετών 1914-1922, ο Γεώργιος Τιχμάνογλου ήταν ιερέας στην κοινότητα Ασάρ. Ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης στην κοινότητα Γαβάχλοο. Στην κοινότητα Γαγιανίνπασι ήταν ιερέας ο Δημήτριος Παρασκευαΐδης. Στην κοινότητα Γαϊνάρτσα ο Θεόφιλος Θεοδωρίδης. Στην κοινότητα Γιάιλας ο Ελευθέριος Καρασαββόγλου. Στην κοινότητα Δεμιρτσίκιοϊ ο Νικόλαος Θεοδωρίδης. Στην κοινότητα Ελεζλού ο Ματθαίος Νικολαΐδης και ο Όμηρος Νεοφυτίδης. Στην κοινότητα Ερεντσίκπασι ο Χαράλαμπος Οξούζογλου. Στην κοινότητα Ζεϊνέλ ο Κωνσταντίνος Κοτσερίδης. Στην κοινότητα Καπούκαγια ο Χριστόφορος Καρυπίδης. Στην κοινότητα Κιουρλένταμι ήταν ιερείς ο Αβραάμ Ταγκάλογλου, ο Κωνσταντίνος Χατζηθεοδωρίδης και ο Γεώργιος Κυριακίδης. Στην κοινότητα Κιρεζλού ο Νικόλαος Νικολαΐδης. Στην κοινότητα Κωστάνουσαγι ο Νεόφυτος Οξούζογλου. Στην κοινότητα Μαησλού ο Αλέξιος Ντενσίζογλου. Στην κοινότητα Ορφάν ο Λάζαρος Μυστακίδης. Στην κοινότητα Παπασοόνατα ο Θεόδωρος Ζυρίνογλου. Στην κοινότητα Πεϊτουρλού ο Νικόλαος Χρυσαφίδης. Στην κοινότητα Σιχλίχ ο Αλέξιος Βασιλειάδης. Στην κοινότητα Τερετσέ ο Νικόλαος Αράπογλου. Στην κοινότητα Τσιριχλά ο Παρασκευάς Παυλίδης. Στην κοινότητα Χορόζοο ο Χρήστος Χοροζίδης. Στην περιοχή Θέρμες Φαζημονιτών (Γάβζας), στην κοινότητα Γιαγπασάν ήταν ιερέας ο Ιεροκλής Ζυρίνογλου. Στην κοινότητα Γιατζήμαχμουτ ο Μιχαήλ Τσακίρογλου. Στην κοινότητα Ιγτίζ ο Λουκάς Εχτιάρογλου. Στην κοινότητα Κοπτσήνταγ ο παπα- Σταύρος. Στην κοινότητα Ομουρτσίκ ο Αμανάτιος Κελεσίδης. Στην κοινότητα Ποχτσάαρμουτ ο Νικόλαος Ελευθεριάδης. Στην κοινότητα Σοφουλάρ ο παπα- Νεόφυτος. Στην κοινότητα Τάχνας ήταν ιερείς ο Γρηγόριος Βασιλειάδης και ο Παναγιώτης Βασιλειάδης. Στην περιοχή των Ανδράπων (Βεζύρκιοπρου), στην κοινότητα Άϊτογτου ήταν ιερείς ο Ευθύμιος Δημητριάδης και ο Ιωάννης Χασάπογλου. Στην κοινότητα Ερσαντούχ ο Βασίλειος Εκμεκτσίογλου 197. Η περίοδος από το 1908 μέχρι το 1914 ήταν περίοδος ανασυγκρότησης της εκκλησιαστικής επαρχίας Αμασείας και εποχή κοινωνικών και κοινωφελών έργων. Από την επιστράτευση του 1914, μέχρι την έξοδο από τις πατρογονικές εστίες, ήταν περίοδος διωγμών του ελληνικού στοιχείου, και ένας συνεχής και αδιάκοπος αγώνας για τη διάσωσή του. Ήταν μια δραματική περίοδος για τον Ελληνισμό του Πόντου και μια προσωπική οδύσσεια για το μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο Πατριάρχης Μελέτιος Δ Μεταξάκης (25.11.1921-20.9.1923) εκτιμώντας τις ικανότητές του, αλλά και αναγνωρίζοντας την καθοριστική του συμβολή για την 196 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1912 12 Ιουλίου (κωδ. Π. Αρχ. ΠΙΑ, 275). 197 Προφορική μαρτυρία Φιλιππίδη Παντελή του Μιχαήλ. Γεννήθηκε το 1888 στο Τσιριχλά της Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Τομπάκογλου Ιωσήφ του Νικολάου. Γεννήθηκε το 1880 στο Τομούζαλαν της Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Προφορική μαρτυρία Ταγκάλογλου Μιχαήλ. Γεννήθηκε το 1896 στο Τομούζαλαν της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρίες Αντωνιάδη Θεοδώρου και Σοφίας Παρασκευαΐδου Σοφίας. 89
εκλογή του, τον κατέταξε μεταξύ των επιλέκτων μελών της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, και τον διόρισε επικεφαλή σημαντικών οργάνων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επιπλέον, τον χρησιμοποιούσε σε σοβαρές και με ιδιαίτερη σοβαρότητα αποστολές, για εκκλησιαστικές ή άλλες υποθέσεις 198. Τον Οκτώβριο του 1922, ο Γερμανός Καραβαγγέλης βρισκόταν σε αποστολή στο Βελιγράδι, και επρόκειτο, μέσω Κωστάντζας, να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Λίγες μέρες πριν αναχωρήσει από την Κωστάντζα, τα κεμαλικά στρατεύματα είχαν εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη. Ο μητροπολίτης Γερμανός είχε καταδικαστεί ερήμην εις θάνατον από τα κεμαλικά Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, το Σεπτέμβριο του 1921 199. Ο Πατριάρχης, από φόβο μήπως συλληφθεί ο μητροπολίτης κατά την αποβίβασή του από το πλοίο, έσπευσε να ρωτήσει τις αρμοστείες των Μεγάλων Δυνάμεων αν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη ζωή του. Μετά την αρνητική απάντησή τους, η Ιερά Σύνοδος τον ψήφισε μητροπολίτη Ιωαννίνων, ενώ βρισκόταν εν πλώ 200. Όταν το πλοίο εισήλθε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, κατ εντολή του Πατριάρχη, ανέβηκε στο πλοίο ο αρχιγραμματέας της Συνόδου, για να προλάβει να εμποδίσει την αποβίβασή του. Παρέδωσε στο Γερμανό γράμματα του Πατριάρχη, που είχε μαζί του και τα έγγραφα του διορισμού του 201. Από την περίοδο αυτή, μια άλλη οδύσσεια ήρθε να προστεθεί στη ζωή του, μέχρι τον θάνατό του στις 11 Φεβρουαρίου 1935, στο ξενοδοχείο Grand Bristol του Baden στη Βιέννη, σε ηλικία εξήντα οκτώ χρόνων και την ψυχή του περίλυπη έως θανάτου, για την αχαριστία που του έδειξε η Πατρίδα. Αιτία θανάτου του ήταν η arteriosclerosis apoplexia clb 202. Στη διαθήκη του, μεταξύ άλλων 203, έδινε το στίγμα των συναισθημάτων του, ο σεπτός ιεράρχης κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του και ανέφερε: Η κηδεία μου θα γίνει εν τω ναώ (Αγίου) Γεωργίου Καρύτση με έναν μόνο ιερέα, άνευ διακόνου, δεν δέχομαι δε εις την κηδεία μου ούτε αντιπρόσωπον του κράτους, ούτε της Εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελον αναμνησθή μετά θάνατον τας εθνικάς μου υπηρεσίας. Δε χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν εις ιεράρχην του 21 Ο Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης. Αυτή ήταν η απάντησή του προς όλους εκείνους τους πολιτικούς και ιεράρχες, οι οποίοι, κινούμενοι από ιδιοτελή κριτήρια και κομματικές έριδες, τον εξανάγκασαν να περιφέρεται σχεδόν άνεργος σε ερείπια, εξόριστος από την Καστοριά, από την Αμάσεια, από την Κωνσταντινούπολη, γλιτώνοντας τον απαγχονισμό στον Πόντο. Αναγκάστηκε να ζεί εξόριστος και από την Ελλάδα, την οποία υπηρέτησε με αυταπάρνηση επί σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ο πατριωτισμός και η φιλοπατρία του, αλλά και η εν γένει εκκλησιαστική, εθνική και πνευματική καθοδήγησή του, σε καιρούς χαλεπούς για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, χαρακτήριζαν το μεγάλο ιεράρχη της Εθναρχούσας Εκκλησίας. 198 Στάικος, Καραβαγγέλης, 102. 199 Γαβριηλίδης, Πόντος, 83. 200 Μπέλλου, Ποντιακά, 136. 201 Ό. π. 202 Στάικος, Καραβαγγέλης, 255-256. 203 Ό. π., 266. 90
8. Ο Επίσκοπος Ζήλων-Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλλης Ο επίσκοπος Ζήλων, με έδρα την Πάφρα, και βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού Καραβαγγέλη, Ευθύμιος Αγριτέλλης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1876 στα Παράκοιλα της Λέσβου. Το λαϊκό όνομά του ήταν Ευστράτιος Αγρίτης. Το οικογενειακό επώνυμό του το έλαβε από τον παππού του, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Άγρα της Λέσβου. Τον παππού του, όταν εγκαταστάθηκε στο χωριό Παράκοιλα, τον αποκαλούσαν Αγρίτη. Στη συνέχεια, ο Ευθύμιος έλαβε τον τιμητικό τίτλο Αγριτέλλης. Με το επώνυμο αυτό έγινε γνωστή η ζωή και η δράση του στη Λέσβο 204. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στα Παράκοιλα, και σε ηλικία μόλις 9 ετών εισήλθε στην Ιερή Μονή του Αγίου Ιγνατίου της Λέσβου. Το 1889 γράφτηκε στη Λειμωνιάδα Σχολή, η οποία λειτουργούσε ως Σχολαρχείο, και παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα μέχρι το 1890. Σε ηλικία 13 χρόνων εκάρη Μοναχός, έλαβε το όνομα Ευθύμιος, αντί του λαϊκού του Ευστράτιος, και ανέλαβε το διακόνημα του Εκκλησιάρχου στον Καθολικό ναό της μοναστικής πολιτείας και αδελφότητας του Αγίου Ιγνατίου 205. Το έτος 1892, ο Μοναχός Ευθύμιος αποφοίτησε από την περίφημη Λειμωνιάδα σχολή. Διακρίθηκε για την ευθύτητα του χαρακτήρα του και για τους αγώνες του για το δίκαιο 206. Το 1900, υπότροφος της Λεμωνιάδος σχολής, ενεγράφη στη Θεολογική σχολή της Χάλκης. Με απαράμιλλη φιλοπονία κρατούσε σημειώσεις των καθηγητών, από τις παραδόσεις των μαθημάτων τους. Πολλές από αυτές τις χειρόγραφες σημειώσεις του σώζονται μέχρι σήμερα στη βιβλιοθήκη της Ιερής Μονής Λειμώνος με αριθμούς 485(10) από 16-09-1903 μέχρι 22-09-1906, 486 (10) από 7-12-1904 μέχρι 24-05-1905, 495 (10) του 1903 και 1904. 207 Το 1906, ο Μοναχός Ευθύμιος, χειροτονήθηκε διάκονος στο Καθολικό της Ιερής Μονής Χάλκης, από το Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελο, και το 1907 υπέβαλε στη Σχολή αινέσιμη διατριβή με θέμα: Σκοπός του Μοναχικού βίου εν τη Ανατολή μέχρι τον Θ αιώνα. Αριστούχος της Θεολογικής σχολής το 1907, επέστρεψε στη Μονή Λειμώνος στη Λέσβο 208. Τον Ιούνιο του 1907, ο Ευθύμιος διορίστηκε ιεροκήρυκας της επαρχίας Μηθύμνης, ενώ τον Αύγουστο του ιδίου έτους διορίστηκε σχολάρχης και διευθυντής της Λεμωνιάδος σχολής, με πρόταση του Μητροπολίτη Στέφανου Σουλίδη και με ομόφωνη απόφαση της Εφορείας της Λεμωνιάδος σχολής. Το Σεπτέμβριο του 1908, διορίστηκε σχολάρχης Σκοπέλου, όπου εργάστηκε για ένα έτος, και εν συνεχεία επέστρεψε στη Μονή Λειμώνος, όπου ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντα του ιεροκήρυκα 209. Το 1910, ο ιεροκήρυκας Ευθύμιος χειτοτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε καθήκοντα πρωτοσυγκέλου στη μητρόπολη Μηθύμνης ως το 1912. Διακρίθηκε για το σεμνό ήθος του, την απαράμιλλη ευστροφία του, και την ακαταπόνητη εργατικότητά του. Κληρικοί και λαϊκοί αναγνώρισαν τον ευγενή, φιλάγαθο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα του. Περιέτρεχε ως ιεροκήρυκας τις κωμοπόλεις και τα χωριά της επαρχίας του. Παράλληλα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ο Ευθύμιος τόνιζε 204 Γ. Αντωνιάδης- Θ. Αντωνιάδης, Οι Άγιοι της Πάφρας του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1998, 10. 205 Ό. π., 10-11. 206 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 206. 207 Γ-Θ Αντωνιάδη, Άγιοι, 11. 208 Εκκλησιαστική Αλήθεια 31 ΚΑ (28 Μαΐου 1907) 321-336. 209 Γ-Θ Αντωνιάδη, Άγιοι, 12. 91
ιδιαίτερα την αγάπη για την Πατρίδα, και έλεγε ότι δεν υπάρχει τιμιώτερο από αυτήν 210. Η φήμη του Ευθυμίου, από τα φοιτητικά του χρόνια, και η δραστηριότητά του ως κληρικού και πνευματικού είχαν γίνει σύντομα γνωστά τόσο στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ, όσο και στο μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος καταγόταν από τη Λέσβο. Τον Ιούλιο του 1911, ο επίσκοπος Ευγένιος Βακάλης απομακρύνθηκε από τη θέση του βοηθού επισκόπου Αμασείας του Πόντου, ο οποίος, όπως ελέχθη, ήταν φίλερις και κομματιζόταν, διχάζοντας έτσι το ποίμνιό του 211. Τον Ιούνιο του 1912, ο πρεσβύτερος Ευθύμιος κλήθηκε από τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, και στις 27 Ιουλίου 1912 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ζήλων 212. Ο επίσκοπος Ευθύμιος δεν είχε χρήματα για να αγοράσει ούτε τα άμφιά του, γι αυτό πριν τη χειροτονία του απευθύνθηκε στην Ιερά Μονή Λειμώνος. Στις 21 Ιουλίου του 1912, συνήλθε το ηγουμενοσυμβούλιο, σε έκτακτη σύσκεψη, και με πράξη του αποφάσισε να του δανείσει πενήντα λίρες 213. Ο Ευθύμιος Αγριτέλλης με αυτά τα χρήματα χειροτονήθηκε επίσκοπος, και μετέβη στον Πόντο, δίνοντας το παράδειγμα σεμνού ήθους, ταπεινότητας, ακτημοσύνης, και ανιδιοτελούς αγάπης προς την Πατρίδα και την Εκκλησία. Στις 6 Αυγούστου 1912, την ημέρα που η Εκκλησία μας τιμά τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ο Ευθύμιος Αγριτέλλης αφίχθη στην Αμισό, την έδρα της μητροπόλεως Αμασείας, και ανέλαβε καθήκοντα βοηθού επισκόπου του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη 214. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης τον ενημέρωσε για τα καθήκοντα, αλλά και για τον ευγενή και τιτάνιο αγώνα, στον οποίο είχε χρέος να επιδοθεί, για να επιτύχει το ποθούμενο αποτέλεσμα. Η εκκλησιαστική επαρχία Αμασείας, με τις 392 κοινότητες, με πληθυσμό 153.500 κατοίκους, 392 ναούς και 493 ιερείς ήταν η μεγάλη και ιερή πρόκληση. Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων ήταν τουρκόφωνοι, και γι` αυτόν το λόγο έπρεπε να επιδοθεί σε έναν ανώτερο αγώνα. Ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλλης ανέπτυξε πολύμορφη και πολυποίκιλη δράση. Είχε μεγάλη πολιτική ευστροφία. Ήταν ενάρετος, δραστήριος, και στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν παρουσίασε ένα πραγματικά πληθωρικό έργο. Μέρα και νύχτα επισκεπτόταν όλες τις Ελληνοχριστιανικές κοινότητες, διδάσκοντας, νουθετώντας και δίνοντας θάρρος τόσο στο λαό της περιφέρειας, όσο και των αστικών κέντρων. Απολάμβανε αγάπη και σεβασμό από το λαό, και όλοι έβλεπαν στο πρόσωπό του το σοφό δάσκαλο, το θαυμαστό ρήτορα, τον αεικίνητο ποιμενάρχη, και τον προστάτη των καταδυναστευόμενων Ελλήνων, στα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά την άφιξή του στην Αμισό 215. Ο επίσκοπος είχε χρέος να αφυπνίζει το θρησκευτικό και εθνικό συναίσθημα των Ελλήνων, στα ακρότατα αυτά όρια του Ελληνισμού, διαβλέποντας τον κίνδυνο που ακολουθούσε, με δεδομένο ότι, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους οι Τούρκοι είχαν χάσει το σύνολο των κατακτήσεών τους στη Βαλκανική χερσόννησο, και προσπαθούσαν πάση θυσία να κρατήσουν τη Μικρά Ασία. Στο δυτικό Πόντο, 210 Ό. π. 211 Μπέλλου, Ποντιακά, 136. 212 Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1912 12 Ιουλίου (κωδ. Π. Αρχ. ΠΙΑ, 275). 213 Γ-Θ Αντωνιάδη, Άγιοι, 14. 214 Ό. π. 215 Προφορική μαρτυρία Σταυρίδου Κυριακής σύζ. Συμεών. Γεννήθηκε το 1905 στο Γουζάλαν της Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρίες Φιλιππίδη Παντελή, Πάνου Ηλία, Κυριακίδου Κυριακής, Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη και Χατζηαποσίδη Ιεροθέου. Ό. π. 92
ειδικότερα, όπου ο Ελληνισμός ήταν συμπαγής και δυναμικός, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Στις άγριες μέρες που ακολούθησαν, επιβεβαιώθηκε καθ ολοκληρίαν. Ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλλης ήταν ένα γνήσιο τέκνο της Εθναρχούσας Εκκλησίας. Στις 14 Ιανουαρίου 1913, ο Ευθύμιος Αγριτέλλης τοποθετήθηκε και εγκαταστάθηκε στην Πάφρα, την έδρα της επισκοπής του 216. Με τις νέες υποχρεώσεις του, δύο ημέρες της εβδομάδος βρισκόταν στην Αμισό και τις υπόλοιπες στην Πάφρα. Ποίμανε την επαρχία του για δέκα χρόνια εκτελώντας, μεταξύ άλλων, και χρέη καθηγητή στο Ημιγυμνάσιο της Πάφρας 217. Συνέβαλε στην πνευματική ανάταση της επαρχίας του, οδηγώντας την σε υψηλές βαθμίδες μόρφωσης και προκοπής. Βοήθησε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της Παιδείας και της Κοινοτικής οργάνωσης. Το έργο που παρήγαγε, στη δεκάχρονη πορεία του, ήταν τόσο μεγάλο και συνεχές, που δεν υπήρχε χρόνος να επισκεφθεί τη γενέτειρά του, τα Παράκοιλα Μυτιλήνης 218. Από τις αρχές του 1914, επισκέφτηκε τα 130 χωριά και οικισμούς της Επαρχίας του, τα οποία αποτελούσαν 116 Κοινότητες. Όλα τα χωριά ήταν αμιγώς ελληνικά, ενώ υπήρχαν και ογδόντα αμιγή τουρκικά χωριά 219. Στην Πάφρα έχτισε αρρεναγωγεία, παρθεναγωγεία και φρόντισε για την τοποθέτηση κατάλληλων δασκάλων. Ο επίσκοπος Ευθύμιος δίπλα στην Αγία Μαρίνα, το μητροπολιτικό ναό της Πάφρας, έχτισε το Επισκοπείο. Στην περιφέρεια της Επαρχίας του, έχτισε 40 εκκλησίες και χειροτόνησε δεκάδες ιερείς, για να μη στερούνταν και το μικρότερο χωριό ή οικσμός την παρουσία του ιερέα και του δασκάλου, τους στυλοβάτες της εθνικής και πνευματικής ανάπτυξης στην Επαρχίας του. Ενέπνευσε σε όλους εμπιστοσύνη και σεβασμό. Κάθε επιθυμία του επισκόπου ήταν διαταγή για το ποίμνιό του 220. Ο Ευθύμιος Αγριτέλλης, ο Δεσπότης της Πάφρας, όπως αποκαλούνταν από το πλήρωμά του, υπήρξε ένας μεγάλος ηγέτης, ένας γενναίος ποιμενάρχης, ένας πνευματικός καθοδηγητής, μια μεγάλη μορφή της Εθναρχούσας Εκκλησίας, λόγω της πολυσχιδούς δράσης του στην Πάφρα του Πόντου. Ήταν ο ιεράρχης εκείνος, οποίος αντιστάθηκε στα σχέδια των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών, του τουρκικού εθνικιστικού φανατισμού, που είχαν την πρόθεση να αφομοιώσουν τις μειονότητες, και προπάντων τους Έλληνες και τους Αρμένιους, οι οποίοι είχαν αποκτήσει, στις αρχές του αιώνα, μεγάλη οικονομική και κοινωνική δύναμη στη χώρα. Ήταν ο ποιμενάρχης εκείνος, ο οποίος αντιστάθηκε στην ανερχόμενη αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα σύγχρονο καθαρά τουρκικό κράτος, εξοντώνοντας οικονομικά και φυσικά τις χριστιανικές μειονότητες που δε θα δέχονταν να εκτουρκιστούν. Οι Έλληνες της Πάφρας, και του δυτικού Πόντου γενικότερα, καθ όλη τη διάρκεια της τουρκικής τυρρανίας, με εξαίρεση τα χρόνια μετά την έκδοση των Μεταρρυθμιστικών Διαταγμάτων και μέχρι τη Γενική Επιστράτευση του 1914, ζούσαν κάτω από το πέλμα του κατακτητή, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε μέσο να τους εξισλαμίσει και να τους αφομοιώσει. Μετά το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, και την υποχρέωση στράτευσης των Ελλήνων υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από το 1911, πολλοί άνδρες της περιοχής Πάφρας κατέφυγαν στα βουνά, μη έχοντας καμία εμπιστοσύνη στο κράτος. 216 Ό. π. 217 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 206. 218 Γ-Θ Αντωνιάδη, Άγιοι, 17. 219 Μαρτυρίες Φιλιππίδη Παντελή, Πάνου Ηλία, Κυριακίδου Κυριακής και Παρασκευαΐδη Αβερκίου. Ό. π. 220 Μαρτυρίες Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη και μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου. Ό. π. 93
Το ίδιο συνέβη και με τη Γενική Επιστράτευση του 1914. Εκείνη την περίοδο, ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλλης προέτρεψε πολλούς Παφραίους να μην καταταγούν στον τουρκικό στρατό, και να καταφύγουν στα βουνά, σαν φυγόστρατοι, δημιουργώντας, με τους πυρήνες που προϋπήρχαν εκεί, τα πρώτα οργανωμένα ανταρτικά σώματα προστασίας. Οι κάτοικοι της περιοχής είδαν το Δεσπότη τους καβάλα πάνω σε άλογο να ανεβαίνει στα βουνά, και να επισκέπτεται τους φυγόστρατους και λιποτάκτες του τουρκικού στρατού 221. Επισκέφθηκε τα χωριά και παρότρυνε τους κατοίκους να βοηθούν τους αντάρτες, αλλά και τους ίδιους να οργανώνονται, γιατί έβλεπε την επερχόμενη θύελλα που πλησίαζε. Παράλληλα, κατάστρωνε σχέδια άμυνας και επίθεσης κατά των Τούρκων στρατιωτών, αλλά και των ατάκτων τσετών και Τουρκολαζών, που επιτίθονταν στα απροστάτευτα ελληνικά χωριά σκορπώντας το θάνατο και την καταστροφή 222. Στις 5 Απριλίου 1916, οι Ρώσοι εισήλθαν στην Τραπεζούντα και έφτασαν μέχρι το Φιλαβωνίτη (Χαρσιώτη) ποταμό στην Τρίπολη. Οι Νεότουρκοι φοβήθηκαν εξέγερση στο δυτικό Πόντο και ενέτειναν τις προσπάθειες αφανισμού του ελληνικού στοιχείου. Η εθνοκάθαρση είχε αρχίσει. Οι Νεότουρκοι έκαιγαν, λεηλατούσαν, και εξόριζαν τους κατοίκους των ελληνικών χωριών της Πάφρας 223. Οι αντάρτες, με την αντίστασή τους, έσωσαν από βέβαιη σφαγή χιλιάδες γυναικόπαιδα. Κατά τη διάρκεια της Ανακωχής, οι Νεότουρκοι, γνωρίζοντας το δυναμικό και ηγετικό ρόλο του Δεσπότη Ευθυμίου στην Επαρχία του, απεφάσισαν την εξόντωσή του. Μια μέρα, ενώ κατευθυνόταν από την Πάφρα στην Αμισό, η συμμορία του τσέτη Μεχμέτ έκλεισε το δρόμο και τον αναζητούσε μέσα στις άμαξες. Για καλή τύχη του επισκόπου, η άμαξά του μπόρεσε να ξεφύγει, και οι τσέτες αναγκάστηκαν να τον πυροβολούν από μακριά, χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι σώθηκε από βέβαιο θάνατο 224. Την περίοδο 1913-1915, αλλά και 1918-1919, μετά την υπογραφή της Ανακωχής, ο Δεσπότης Ευθύμιος με εγκύκλιό του καθιέρωσε όλα τα δημοτικά σχολεία, και τα αστικά γυμνάσια, να παρίστανται σύσσωμα στην κατά έτος αναπαράσταση της θυσίας-αυτοκτονίας των 30 και πλέον νεαρών κοριτσιών του Ασάρ της Πάφρας. Ζήτησε, επίσης, το ίδιο και από το λαό της εκκλησιαστικής επαρχίας του, καθώς και της Αμισού 225. Στα μέσα του 1920, ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης εκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να λάβει μέρος στις εργασίες της Ιεράς Συνόδου, 221 Ό. π., 20. 222 Προφορική μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου του Κυριάκου. Γεννήθηκε το 1912 στο Σουλούτερε Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη, ό. π.. ήταν ο αρχηγός μας μετά τη δολοφονία του γενικού αρχηγού Αντώνπασα Μαρτυρία Χατζηαποσίδη Ιεροθέου, ό. π. ερχόταν πολύ συχνά κοντά μας ο επίσκοπος Ευθύμιος, και είχε συσκέψεις με τους οπλαρχηγούς, μιλούσε με τις οικογένειες που είχαν ανέβη στο βουνό, έκαμνε λειτουργία στο βουνό και προσπαθούσε να μας δώσει θάρρος. Μαρτυρία Φιλιππίδη Παντελή, ό. π. ήταν ο πραγματικός αρχηγός μας, άλλοτε μας ευλογούσε, άλλοτε μας έκανε κηρύγματα, και άλλοτε έδινε εντολές για μάχες και για αντίσταση Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. λειτουργήσαμε στο βουνό Νεπιένταγ τον αγαπούσαμε όλοι το δεσπότη μας, γιατί όταν μας είχαν στρατεύσει οι Τούρκοι, ο Δεσπότης Ευθύμιος περνούσε από όλα τα χωριά και τα βουνά και βοηθούσε τις οικογένειες Μαρτυρίες Πάνου Ηλία και Σταυρίδου Κυριακής, ό. π. 223 Γαβριηλίδης, Πόντος, 169. 224 Α.Υ.Ε., Κ. Υ., Υ.Α.Κ., 1919, Α/4 α, Κωνσταντινούπολη 28.5.1919. Μπέλλου, Ποντιακά, 114. Μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου, ό. π. Ήρθε στην Ελλάδα το 1972, βιώνοντας μια τραγική οδύσσεια. Αναφέρει για την άποψη που είχε ο τουρκικός λαός της Πάφρας για το Δεσπότη: ο Δεσπότης Ευθύμιος δεν ήταν παπάς, αλλά Έλληνας στρατηγός. Στο ένα του χέρι είχε το περίστροφο και στο άλλο το Ευαγγέλιο 225 Μαρτυρίες Πάνου Ηλία και Σαράφογλου Αρτεμισίας. 94
για την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Αφού τακτοποίησε βιαστικά τις υποθέσεις της μητρόπολης, ανέθεσε τη διαχείριση των εθνικών ζητημάτων στον βοηθό επίσκοπο Ευθύμιο και στον πρωτοσύγκελλό του Πλάτωνα Αϊβαζίδη, το γνωστό από τον Μακεδονικό Αγώνα, και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη 226. Στις 21 Ιανουαρίου του 1921, ενώ ο Ευθύμιος Αγριτέλλης βρισκόταν στην Αμισό (Σαμψούντα), εισήλθαν οι κεμαλικοί στη μητρόπολη και τον συνέλαβαν, μαζί με τον πρωτοσύγκελο Πλάτωνα Αϊβαζίδη και άλλους προύχοντες της πόλης 227. Στη συνέχεια, τους οδήγησαν στις φυλακές της Αμάσειας, προκειμένου να δικαστούν από το στρατοδικείο ως ενεχόμενοι στην υπόθεση της Ανεξαρτησίας του Πόντου. Το στρατοδικείο στην Αμάσεια ήταν σε συνεχή δράση. Ανέκρινε, δίκαζε και επέβαλε διάφορες ποινές. Την ημέρα του Πάσχα, όλοι οι συλληφθέντες τη γιόρτασαν στις φυλακές, χοροστατούντος του επισκόπου Ευθυμίου. Πριν από το Πάσχα, μία ομάδα από τους συγκρατούμενούς τους, μετά την ανάκριση, οι κεμαλικοί την απομόνωσαν σε δύο διπλανά κελιά, χωρίς να επιτρέπεται η επικοινωνία τους με τους υπόλοιπους. Το πρωί του Πάσχα, ο επίσκοπος Ευθύμιος περνώντας από το διάδρομο, χαιρέτησε τους συγκρατούμενούς του ευχόμενος: Χριστός Ανέστη και καλή απελευθέρωση 228. Η ενέργεια αυτή του Επισκόπου έγινε αντιληπτή από το φύλακα, ο οποίος τον κατήγγειλε, ότι δήθεν ήρθε σε συνεννόηση με τους κρατούμενους, παραβαίνοντας τη σχετική εντολή. Η διοίκηση των φυλακών της Αμάσειας διέταξε τη μεταφορά του στα υπόγεια των φυλακών, όπου βρίσκονταν οι βαρυποινίτες. Παρέμεινε εκεί για 3-4 μερόνυχτα, μέχρι να αποδειχθεί η παρεξήγηση, και να μεταφερθεί στη θέση όπου κρατούνταν. Στο υπόγειο κρυολόγησε, αρρώστησε από εξανθηματικό τύφο, και σε μία εβδομάδα υπέκυψε, μαζί με τρεις ακόμη Έλληνες κρατούμενους. Τάφηκε στην Αμάσεια, χωρίς να επιτραπεί σε κανέναν να ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία του. Μόνο στον αχώριστο σύντροφό του πρωτοσύγκελο Πλάτωνα Αϊβαζίδη επέτρεψαν να τον συνοδέψει μέχρι την εξώπορτα της φυλακής. Το ιερό σκήνωμα του Επισκόπου το παρέλαβαν για ταφή χριστιανοί της Αμάσειας, και το ενταφίασαν στον περίβολο του καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου της Αμάσειας 229. Υπάρχει το ενδεχόμενο, ο σεπτός ιεράρχης να δηλητηριάστηκε 230. Το στρατοδικείο, το οποίο δίκαζε αυτήν την περίοδο, αποτελούνταν από στρατιωτικούς δικαστές, και σπάνια καταδίκαζε τους υπόδικους σε θάνατο. Το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας, το οποίο αντικατέστησε το στρατοδικείο, άρχισε την εγκληματική δράση του το Σεπτέμβριο του 1921, και είχε για δικαστή τον αιμοβόρο Εμίν. Οι φανατικοί κεμαλικοί, φοβούμενοι μήπως διαφύγει ο επίσκοπος το θάνατο, πιθανώς να τον δηλητηρίασαν. Μετά το θάνατο του επισκόπου Ευθυμίου Αγριτέλλη, και την καταδίκη σε ποινές φυλάκισης των μελών του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου Ορφεύς, από το στρατοδικείο, η δίκη των υπόλοιπων Ελλήνων αναβάλλονταν συνεχώς. Όπως αναφέρει ο Παντ. Βαλιούλης, πρόεδρος του συλλόγου Ορφεύς, ένας ελληνομαθής ηπειρώτης Τούρκος γιατρός τους ενημέρωσε εμπιστευτικά, ότι το στρατοδικείο έλαβε οδηγίες από την Άγκυρα να παρατείνει τις ανακρίσεις, περιμένοντας τις 226 Μαρτυρία Πάνου Ηλία. Μπέλλου, Ποντιακά, 114. 227 Γ-Θ Αντωνιάδη, Άγιοι, 12. 228 Παντ. Βαλιούλης, Σελίδες εκ της συμφοράς του Πόντου 1921-1924, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσσαλονίκη 2005, 24. 229 Ό. π. 230 Δ. Ψαθά, Γη του Πόντου, εκδ. Μαρη, Αθήνα 1987, 423. 95
εξελίξεις του πολέμου, διότι οι κατηγορίες που αποδίδονταν στους κρατούμενους ήταν όλες ανυπόστατες 231. Ο επίσκοπος Ζήλων, με έδρα την Πάφρα, Ευθύμιος Αγριτέλλης αποδήμησε εις Κύριον στις φυλακές της Αμάσειας στις 29 Μαΐου 1921, μετά από φυλάκιση τεσσάρων μηνών και μίας εβδομάδος. Η Εκκλησιαστική Αλήθεια 232, ένα μήνα αργότερα, αναφέρθηκε στο τραγικό αυτό για τους Έλληνες της Πάφρας γεγονός, προειδοποιώντας για το δράμα που θα ακολουθούσε στις αίθουσες των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, και στην ειλημμένη απόφαση των κεμαλικών να εξολοθρεύσουν τον ανθό του Ελληνισμού στον Πόντο. Ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλλης, με τη θυσία του, εισήλθε πρώτος, κατά την τελευταία περίοδο, στη χορεία των μεγάλων Ιεραρχών του Γένους, για να ακολουθήσουν ο Χρυσόστομος Σμύρνης, ο Γρηγόριος Κυδωνιών, ο Αμβρόσιος Μοσχονησίων, κ. α. Μετά από πρόταση του Μητροπολίτη Κορινθίας Παντελεήμονος, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλλης ανακηρύχθηκε Άγιος της Εκκλησίας μας, και η μνήμη του τιμάται την 29 η Μαΐου κάθε χρόνο, αρχής γενομένης το 1992. Στις 9 Αυγούστου του 1992, έγιναν τελετές στη Μυτιλήνη, στην Καλλονή Λέσβου και στη γενέτειρά του Παράκοιλα Λέσβου, στις οποίες τιμήθηκε ο Εθνομάρτυρας Ιεράρχης της Εκκλησίας μας Ευθύμιος Αγριτέλλης. Ο ηγούμενος της Μονής Λειμώνος, αρχιμανδρίτης Νικόδημος Παυλόπουλος, έγραψε την ασματική ακολουθία του Αγίου και ενδόξου Ιερομάρτυρος Ευθυμίου Αγριτέλη 233. 231 Βαλιούλης, Σελίδες, 30. 232 Εκκλησιαστική Αλήθεια 45 ΚΕ (26 Ιουνίου 1921) 193-200. 233 Γ-Θ Αντωνιάδη, Άγιοι, 56-65. 96
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΝΕΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Το Νεοτουρκικό Κίνημα και η Πάφρα Από το 1906 άρχισαν να δημιουργούνται αντικαθεστωτικές κινήσεις, μέσα στο στράτευμα, στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά αυτές δημιουργήθηκαν στη Δαμασκό και στη Θεσσαλονίκη, γιατί καμία οργάνωση δεν μπορούσε να επιβιώσει μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Η Μακεδονία ήταν η πλέον πρόσφορη περιοχή, γιατί εκεί διακυβευόταν η ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, εξαιτίας του ανταγωνισμού των βαλκανικών κρατών και των επεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα μέλη των οργανώσεων ήταν εθνικιστές, κακoπληρωμένοι και δυσαρεστημένοι αξιωματικοί, λόγω της δυτικής παρουσίας στην περιοχή 1. Οι περιστάσεις είχαν ωριμάσει κατά το 1908. Η αφορμή για επανάσταση δόθηκε με τη διεθνή συνάντηση στο Ρεβάλ της Εσθονίας, τον Ιούνιο του 1908, μεταξύ του Άγγλου βασιλιά και του Ρώσου τσάρου. Εκεί διαφάνηκε η πρόθεση της Αγγλίας να άρει τις αντιρρήσεις της για επέμβαση της Ρωσίας στην Εγγύς Ανατολή, ένα γεγονός που θα σήμαινε το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μακεδονία, αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Μετά τα δραματικά γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1908), οι Μεγάλες Δυνάμεις ήθελαν ένα φιλελεύθερο καθεστώς στη Μακεδονία, γιατί διαφορετικά θα επενέβαιναν στα εσωτερικά της Τουρκίας. Στις 9 Ιουνίου 1908, ο Τουρκαλβανός Νιαζί και ο Εμβέρμπεης στασίασαν και κατέλαβαν το Μοναστήρι. Στις 6 Ιουλίου 1908, οι Νεότουρκοι αξιωματικοί στασίασαν στην πόλη Ρέσνα, και το στρατιωτικό κίνημα γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Μακεδονία 2. Οι Νεότουρκοι αξιωματικοί, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, μορφωμένοι στο εξωτερικό, μέλη του κομιτάτου Ένωση-Πρόοδος, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1891 στο Παρίσι από τον Ahmet Riza, και που είχε όργανό του την εφημερίδα Mechveret (Κοινοβούλιο), αφού κατέλαβαν την αρχή, έστειλαν τελεσίγραφο και ζήτησαν από το σουλτάνο Αμπτούλ Χαμίτ να επαναφέρει το σύνταγμα του 1876 μέσα σε 24 ώρες 3. Ο σουλτάνος υποκύπτοντας στις πιέσεις του κινήματος των Νεοτούρκων επανέφερε σε ισχύ το σύνταγμα στις 10-11 Ιουλίου 1908, με την επίβουλη σκέψη να κερδίσει χρόνο, για να συντρίψει τους επαναστάτες αξιωματικούς. Η νεοτουρκική επανάσταση, με σύνθημά της Χουριέτ, Αταλέτ, Μουσαβάτ, Ουχουβέτ-Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Ισότητα, Αδελφοσύνη, αρχικά χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από όλες τις εθνότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η 11 η Ιουλίου 1908 είχε καταστεί ημερομηνία ορόσημο για όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας 4. Ο λαός αυθόρμητα πανηγύριζε επί πολλές ημέρες την κατάλυση του απολυταρχικού καθεστώτος του Αμπτούλ Χαμίτ. Οι Έλληνες της Τουρκίας, αλλά και της μητροπολιτικής Ελλάδος, με αγαλλίαση χαιρέτισαν το νέο πολίτευμα, το οποίο έδινε προοπτικές για πρωτόγνωρη ευημερία. Μόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ 1 E. E. Ramsaur, The Young Turks. Prelude to the Revolution of 1908, Prinston-New Jersey 1957, 94-97. B. Lewis, The Emergense of Modern Turkey, Oxford University Press, Oxford 1968, 201. Π. Κοντογιάννης, Τουρκία και Τούρκοι, Αθήνα 1924, 86-87. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 31-32. 2 Ν. Βλάχος, Ιστορία των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου 1908-1914, Ο. Ε. Δ. Β., Αθήνα 1954, 53-54. Ramsaur, Young Turks, 132-136. Κοντογιάννης, Τουρκία, 87. Γεωργανόπουλος, ό. π. 3 Βλάχος, Ιστορία, 53. 4 Εκκλησιαστική Αλήθεια 34 ΚΖ (10 Ιουλίου 1910) 209. 97
εξέφραζε, προφητικά, το φόβο μετάπτωσης από της μονοπροσώπου απολυταρχίας εις απολυταρχίαν πολυπρόσωπον και συνταγματικήν 5. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφραζε τις πολιτικές θέσεις του ψυχρά, μέσα από την εμπειρία αιώνων κάτω από το πέλμα του κατακτητή, με τη σύζευξη συναισθήματος και λογικής. Οι αρχές της γαλλικής επανάστασης, για Ελευθερία, Ισότητα, και Αδελφοσύνη, θα αποτελούσαν το δημοκρατικό περίβλημα, μέσα στο οποίο θα φώλιαζε ο νεοτουρκικός σωβινισμός. Οι υπόδουλοι Έλληνες ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν για την πρόοδο και την ευημερία της κοινής πατρίδας. Το πικρό παρελθόν ξεχάστηκε. Οι εθνότητες της αυτοκρατορίας, Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Άραβες, Σέρβοι, Βούλγαροι ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν με το νέο καθεστώς, που θα τους εξασφάλιζε θρησκευτική ελευθερία, πολιτιστική αυτοτέλεια, ισονομία και ελευθερία. Πολλοί Έλληνες πίστεψαν ότι έφτασε η ώρα της λύτρωσης από την τυραννία αιώνων. Μόνο ο σουλτάνος Αμπτούλ Χαμίτ έδειχνε έκπληκτος από τις εκδηλώσεις των Ελλήνων φρονών ότι ούτοι δεν είχον λόγους να ώσι δυσαρεστημένοι εκ του Σουλτανικού καθεστώτος 6. Λίγα χρόνια αργότερα, θα δικαιωνόταν καθ ολοκληρίαν 7. Ακόμη και στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν ειρηνικές εκδηλώσεις, με φιλικά και ενωτικά συνθήματα υπέρ των δύο κρατών, με την πίστη ότι, το νέο Σύνταγμα θα δημιουργούσε την αφετηρία μιας νέας εποχής για όλους 8. Μεγάλη μερίδα των Ελλήνων πίστεψε ότι, με την ισότητα και την ελευθερία που επαγγελόταν το νέο καθεστώς, θα επικρατούσαν μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, λόγω της οικονομικής και πολιτισμικής τους δύναμης, και ότι θα αποκτούσαν πολιτική δύναμη με το νέο συνταγματικό καθεστώς. Δεν ήθελαν τη διατήρηση της αυτοκρατορίας, φοβούμενοι ότι, το ελληνικό στοιχείο θα έβγαινε ζημιωμένο από μία ενδεχόμενη διάλυσή της, κινδυνεύοντας από την επέκταση των Σλάβων 9. Στον Πόντο οι αντιδράσεις του ελληνικού πληθυσμού ήταν ανομοιογενείς. Στην Τραπεζούντα δεν δημιουργήθηκε άμεση και αυθόρμητη αντίδραση με την ανακήρυξη του συντάγματος. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη στο δυτικό Πόντο, κυρίως στην Αμισό, την έδρα της αχανούς εκκλησιαστικής επαρχίας Αμασείας και διοίκησης του Τζανίκ. Στην Αμισό, η τηλεγραφική γνωστοποίηση της είδησης, στις 13/26 Ιουλίου του 1908, για την ανακήρυξη του συντάγματος του 1876, δυνάμει του αυτοκρατορικού ιραδέ, ενέπλησε χαράς μεγίστης άπαντας τους Οθωμανούς υπηκόους ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας 10. Όλοι οι κάτοικοι πανηγύρισαν το κίνημα, μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα ενθουσιασμού. Με περισσή αφέλεια προέπεμψαν τους πρώτους νεοσύλλεκτους της νεολαίας εν χορδαίς και οργάνοις, με την μουσική μπάντα 5 Ό. π. 6 Τοπαλίδης, Πόντος, 143. 7 Μαρτυρίες Παπαδοπούλου Σοφίας, Αλεξιάδου Δέσποινας και Κυπιρτίδη Ιεροθέου. Οι Παυρενοί του Πόντου, μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, με νοσταλγία ενθυμούνταν τις ειρηνικές μέρες του σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ. Είχαν βιώσει τόσο τη νεοτουρκική, όσο και την κεμαλική εθνοκάθαρση των Ελλήνων. Έζησαν πάνω στα βουνά συνολικά τέσσερα χρόνια (1916-1918 και 1921-1922), προσπαθώντας να προστατευθούν από τις καθημερινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού και των τσετών. Η μόνιμη επωδός των διηγήσεών τους ήταν οι λέξεις: Έικιτι νέρτε σουλτάν Χαμιτίν κουννερί που να είναι άραγε οι (ειρηνικές) μέρες του σουλτάνου Χαμίτ 8 G. Horton, Η μάστιγα της Ασίας, Αθήνα 1993, 39. Βλάχος, Ιστορία, 53-55. Φωτιάδης, Γενοκτονία Ι, εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2004, 330. 9 D. Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδος, 1770-1923, μτφ. Α.Ξανθόπουλος, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 1989, 267-268. Αθ. Βερέμης, Το κίνημα των Νεοτούρκων και οι άμεσες συνέπειές του, Ι. Ε. Ε., 14 (1977) 257. 10 Π. Ενεπεκίδης, Η Δόξα και ο Διχασμός, Αθήνα (χ. χ.), β έκδ. 1962, 35-42. Φωτιάδης, Γενοκτονία, Ι, 332. Κατερίνα Μπούρα, Οι βουλευτικές εκλογές στην Οθωμανική αυτοκρατορία, οι Έλληνες βουλευτές 1908-1918, Δ.Κ.Μ.Σ. 4 (1983) 69. 98
του συλλόγου Ορφεύς 11. Το συναίσθημα είχε κατακλύσει τους Έλληνες και η λογική είχε αδρανοποιηθεί. Μόνο οι Παλαιότουρκοι της Αμισού έμειναν απαθείς θεατές των όσων συνέβαιναν, και παρακολουθούσαν αναγκαστικά τις εκδηλώσεις. Η δυσαρέσκεια ζωγραφιζόταν καθαρά στο πρόσωπό τους, αλλά δεν τολμούσαν να εξωτερικεύσουν το συναίσθημά τους 12. Ο υποπρόξενος της Αμισού αναφέρει ότι, στις 13/26 Ιουλίου 1908, την ημέρα που έφτασε η ευχάριστη είδηση, το νεοτουρκικό κομιτάτο διοργάνωσε και συλλαλητήρια, στα οποία συμμετείχαν οι κάτοικοι 13. Η διαδήλωση πέρασε από το Διοικητήριο, το Δημαρχείο, τα Προξενεία, από τα οποία στάθηκαν πιο πολύ στο Ελληνικό, του οποίου χαιρέτισαν τη σημαία, για να καταλήξουν σε καφενείο Έλληνα, όπου γιόρτασαν. Την επόμενη ημέρα έστειλαν ενυπόγραφα τηλεγραφήματα στο σουλτάνο, τον οποίο ευγνωμονούσαν για την ανεξαρτησία. Οι Έλληνες της Αμισού πήραν ενεργά μέρος στις εκδηλώσεις, αλλά λίγο αργότερα άρχισαν να εκφράζονται με επιφύλαξη, από φόβο ότι η εφαρμογή του συντάγματος θα συναντούσε πολλές δυσκολίες. Ο φόβος αυτός γινόταν πιο έντονος, λόγω των πληροφοριών που έφταναν ότι, η εκλογή των βουλευτών στις εκλογές του Νοεμβρίου δε θα γινόταν άμεσα από τον λαό, αλλά έμμεσα από αντιπροσώπους. Στις 16 Ιουλίου, ανακοινώθηκε επίσημα η επαναφορά του Συντάγματος. Δύο ημέρες αργότερα, πραγματοποιήθηκε γενική διαδήλωση, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Πλημμελειοδικείου και πλήθος κόσμου, χωρίς δυσάρεστα επεισόδια. Η διαδήλωση κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο, στο Δημαρχείο, και στη Μητρόπολη, όπου οι διαδηλωτές ζήτησαν οι εκλογές να είναι άμεσες. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλλης, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από την Πάφρα, δέχτηκε να προωθήσει το ζήτημα μέσω του Πατριαρχείου 14. Η διαδήλωση κατέληξε στο ελληνικό προξενείο, όπου αφού ανταλλάχτηκαν λόγοι για αδελφική συμφιλίωση 15 διαλύθηκε, ενώ η ορχήστρα του ελληνικού συλλόγου παιάνιζε εναλλάξ τους εθνικούς ύμνους της Ελλάδος και της Τουρκίας. Το ίδιο βράδυ, οι Νεότουρκοι προειδοποίησαν το διοικητή ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την πόλη, αν δε γίνονταν άμεσες εκλογές. Σε μια κίνηση εντυπωσιασμού, στις 14 Αυγούστου 1908, οι Νεότουρκοι διόρισαν δήμαρχο της Αμισού τον Έλληνα μεγαλέμπορο Γεώργιο Παπάζογλου, στη θέση του παραιτηθέντος Τούρκου Γελκενζή, και έξι Έλληνες, από τα επτά μέλη του δημαρχιακού συμβουλίου. Επιπλέον, στο Εμπορικό Επιμελητήριο διόρισαν τέσερις Έλληνες, τρείς Αρμένιους και έναν Τούρκο, ενώ στο αγροτικό συμβούλιο τα έξη μέλη ήταν Έλληνες και οι δύο Τούρκοι 16. Οι Νεότουρκοι, με αυτήν την κίνησή τους, δημιούργησαν στις τάξεις των Ελλήνων τόσο ευνοϊκό κλίμα, για τη μελλοντική ευημερία των λαών, ώστε ακόμη και ο Έλληνας υποπρόξενος είχε φτάσει στο σημείο 11 Κουλοχέρης, Αμισός, 43. Η μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα είναι καταλυτική. Εκφράζει στο μέγιστο βαθμό πόσο εύπιστοι ήταν οι Έλληνες εκείνη την εποχή. Τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν διέψευσαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις φρούδες ελπίδες τους. 12 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, α.α.κ./ια, αρ. πρωτ. 201/19/1.8.1908, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 13 Ό. π. 14 Εκκλησιαστική Αλήθεια 29 ΚΒ (24 Ιουλίου 1908) 353. 15 Στο Εθνολογικό Μουσείο της Αμισού υπάρχει ένα μικρό μαρμάρινο γλυπτό αφιερωμένο στην αδελφική εκείνη νεοτουρκική συμφιλίωση. Είναι το μόνο κομμάτι που αναφέρεται στο πέρασμα των Ελλήνων από την Αμισό. Όλα τα άλλα αρχαιοελληνικά ευρήματα τοποθετούνται σε άλλες εποχές, δίνοντας στον επισκέπτη την εντύπωση ότι δεν είναι ελληνικά. Είναι και αυτός ένας τρόπος για να δείξουν πώς, ακόμη και σήμερα, αντιλαμβάνονται οι επίσημοι Τούρκοι τη σχέση τους με τους Έλληνες. Αυτά από νέα αυτοψία το Μάϊο του 2009. 16 Baki Sarisakal, Samsun, Samsun 2003, 246. 99
να πιστεύει ότι με αυτόν το διορισμό, τις παραμονές των βουλευτικών εκλογών, οι Έλληνες θα μπορούσαν να εκλέξουν δύο βουλευτές 17. Ο λόγος της επικράτησης του μεγάλου ενθουσιασμού στην Αμισό, κάτι που εξέφραζε την ευρύτερη περιοχή της, σε αντίθεση με άλλες πόλεις του Πόντου, οφειλόταν στο γεγονός της ύπαρξης περισσότερων εργατών στην πόλη, λόγω της μεγάλης παραγωγής και εμπορίας καπνού. Η μοναδική σε ποιότητα παραγωγή καπνού στην Αμισό και στην Πάφρα, είχε καταστήσει την Αμισό πρώτη σε ρυθμούς ανάπτυξης, μεταξύ όλων των ελληνικών πόλεων του Πόντου. Ένας άλλος λόγος, ήταν η παρουσία του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, ο οποίος είχε αφιχθεί στην Αμισό λίγους μήνες νωρίτερα, στις 25 Μαρτίου. Η εκρηκτική δυναμικότητα του μητροπολίτη έδινε πνοή ελευθερίας στο απομονωμένο αυτό κομμάτι του Ελληνισμού. Γι αυτό το λόγο, ο μητροπολίτης τις πρώτες ημέρες της επανάστασης κινήθηκε μεταξύ των δύο σημαντικότερων και δυναμικότερων πόλεων της Επαρχίας του, της Αμισού και της Πάφρας. Με την επικράτηση των Νεοτούρκων φάνηκε να διανοίγεται μια νέα εποχή. Η κατάργηση της λογοκρισίας, που μέχρι τότε εμπόδιζε την απρόσκοπτη εκτέλεση της δημοσιογραφικής αποστολής, γινόταν το εφαλτήριο 18. Οι ελληνικές κοινότητες του Πόντου, με την προκήρυξη των εκλογών, άρχισαν να ιδρύουν πολιτικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, πέρα από τους λίγους θεατρικούς και μουσικούς που προϋπήρχαν, και αναγνωστήρια σε όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις. Επιπλέον, προχώρησαν στην έκδοση εφημερίδων και περιοδικών με αναφορές στην ιστορία και τον πολιτισμό του Πόντου, και προέβαλαν τα σύγχρονα προβλήματα των Ελλήνων του Πόντου 19. Οι Ευρωπαίοι αποδέχτηκαν καθολικά το κίνημα, ανακάλεσαν τους ξένους αξιωματικούς, και τα όργανα εποπτείας από τη Μακεδονία, έχοντας εξασφαλίσει τη δημιουργία μιας ευνομούμενης δυτικότροπης κρατικής οντότητας, με παράλληλη διατήρηση των προνομίων τους 20. Μόνο η Γερμανία συνέχισε να διατηρεί άριστες σχέσεις με το σουλτάνο. Στη νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε, όμως, δεν άργησε να προσαρμοστεί και η Γερμανία, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, και καλύπτοντας απλόχερα το οικονομικό αδιέξοδο των Νεοτούρκων. Με αυτόν τον τρόπο, η Γερμανία κατάφερε να αποκαταστήσει πλήρως τη γερμανική επιρροή 21. Ο Λένιν, το 1908, αποκάλυπτε πλήρως την υποκρισία των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες είχαν αποδυθεί σε ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι επαινώντας τη νεοτουρκική επανάσταση, για να συνεχίσουν, όπως και παλαιότερα, την καταλήστευση των κτήσεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας 22. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ είχε αποδυθεί σε έναν ατελείωτο αγώνα ενάντια στους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, οι ηγέτες της ρωσικής επανάστασης ήταν εκείνοι, οι οποίοι στέρησαν το ρωσικό λαό από αγαθά πρώτης ανάγκης και απέστειλαν πολεμικά εφόδια, αλλά και οικονομική ενίσχυση σε χιλιάδες χρυσές λίρες και πετρέλαιο, για να τον προσεταιριστούν. Μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων, ο σουλτάνος Αμπτούλ Χαμίτ δεν εκθρονίστηκε, γιατί είχε αποδεχτεί αμέσως την επαναφορά του συντάγματος, και έτσι 17 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, M, ΜΑ, ΜΒ, (91-111), αρ. πρωτ. 232/16/29.8.1908, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 18 Φωτιάδης, Γενοκτονία, Ι, 338. 19 Ό. π. 20 Ου. Μίλλερ, Η Τουρκία καταρρέουσα (1801-1912), μτφ. Σ. Λάμπρου, Αθήνα 1914, 580. Μ. Λάσκαρης, Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1821-1924, Αθήνα 1947, 61. Ramsaur, Young Turks, 140-142, 143-146. Lewis, Turkey, 208. Βλάχος, Ιστορία, 55. 21 Dakin, Ελλάδα, 529. Φωτιάδης, Γενοκτονία, Ι, 339. 22 Φωτιάδης, ό. π., 340. 100
ικανοποίησε το κυριότερο αίτημά τους, αφαιρώντας παράλληλα τη δικαιολογία για εκθρόνισή του. Επιπλέον, ο σουλτάνος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από το μουσουλμανικό λαό και, κυρίως, από τον απλό στρατιώτη, στον οποίο έπρεπε να στηριχτεί το κίνημα, όχι μόνο σαν αρχηγός του θεοκρατικού καθεστώτος, αλλά και σαν αρχηγός του στρατού 23. Οι ισλαμιστές δεν τόλμησαν να δραστηριοποιηθούν τον πρώτον καιρό, ενώ δεν έδωσαν έμφαση στα ζητήματα των εθνοτήτων, επειδή θεώρησαν ότι θα λύνονταν με βάση την αρχή της ισότητας. Ίδρυσαν κόμμα και άρχισαν να δραστηριοποιούνται το Δεκέμβριο του 1908, συγκεντρώνοντας όλους τους απογοητευμένους του κομιτάτου, μετά τις εδαφικές απώλειες της Βοσνίας Ερζεγοβίνης, την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, και τη διακήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα 24. Οι ισλαμιστές εξεγέρθησαν στις 12.4.1909 (ν.η.), κατέλαβαν το Κοινοβούλιο και κατάλυσαν την κυβέρνηση. Ο Αμπτούλ Χαμίτ δέχτηκε την αντεπανάσταση και τα αιτήματα, μάλλον με ικανοποίηση, παρά το ότι ο ίδιος δεν είχε εμπλακεί στην κίνηση αυτή 25. Η αντεπανάσταση καταπνίγηκε άμεσα, στις 24.4.1909 (ν.η), με στρατεύματα που έστειλε ο Μαχμούτ Σεβκέτ πασάς από τη Θεσσαλονίκη. Ο Αμπτούλ Χαμίτ εκθρονίστηκε, γιατί αποδέχτηκε την εξέγερση, και εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Αντικαταστάθηκε από τον Μεχμέτ Ε, ο οποίος πλέον ήταν διακοσμητικό στοιχείο, ένα απλό σύμβολο εξουσίας, μετά την αφαίρεση των εξουσιών του. Ο Σεβκέτ δεν ήταν μέλος του κομιτάτου, είχε φιλελεύθερες ιδέες, και στάθηκε ανάμεσα στους Νεότουρκους και τους Φιλελεύθερους. Η παρέμβασή του, όμως, έφερε στο προσκήνιο τους νεότερους στρατηγούς, οι οποίοι έπαιξαν κηδεμονευτικό ρόλο μέχρι το 1913, και έγιναν αναγκαστικά αποδεκτοί από το κομιτάτο 26. Τον Ιούνιο του 1909, το νεοτουρκικό κομιτάτο ίδρυσε το πολιτικό κόμμα Ένωσις και Πρόοδος, βγαίνοντας από το παρασκήνιο. Δεν άσκησε αμέσως εξουσία ως κυβέρνηση, αλλά με έμμεσο τρόπο κατεύθυνε την κυβερνητική πολιτική με τους ανθρώπους του στη Βουλή και στην κυβέρνηση, κατέχοντας τα υπουργεία Οικονομικών και Εσωτερικών, όπου δε συμμετείχαν υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, ούτε Παλαιότουρκοι 27. Οι Νεότουρκοι, μετά την επικράτησή τους έναντι όλων σχεδόν των υπόλοιπων εθνικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εφάρμοσαν μια πολιτική που απέβλεπε στην τουρκοποίησή τους. Για τους μη τουρκικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, παρά την πολιτική τους για μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, χρησιμοποίησαν την κοινή μουσουλμανική θρησκεία τόσο για να τους προσεταιριστούν και να τους εκτουρκίσουν, μέσω του Ισλάμ, όσο και για να τους επιβάλλουν την εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας, μια πολιτική που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις 28. Εκείνη την εποχή, οι Νεότουρκοι κατάφεραν και πέτυχαν, τελικά, τη σύζευξη της ιδιότητας του πιστού μωαμεθανού με την εθνικιστική ταυτότητα του Τούρκου. 23 Ramsaur, Young Turks, 137-139. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 40. 24 Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική πραγματικότητα. Συστηματική παράθεση δομών και λειτουργιών. Η δοσιματική διοίκηση, Αθήνα 1990, 308. Ramsaur, Young Turks, 147. 25 Α. Ζεκή Πολάρ, Αίτια καταρρεύσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μτφ. Κ. Κωνσταντινίδης, Αθήνα 1965, 4-15. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 42-43. 26 Κοντογιάννης, Τουρκία, 99-100, 113-115. Γεωργανόπουλος, ό. π. 27 F. Ahmand, The agrarian policy of the Young Turks 1908-1918, Economie et sociétés dans l empire ottoman, J. L. Bacque G. P. Dumont, Edition du Centre National de la Recherche Scientifique, Παρίσι 1983, 275-288. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 44. 28 Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 64. 101
Αμέσως μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης του 1909, οι Νεότουρκοι ακολουθώντας πιο σκληρή πολιτική προχώρησαν σε πιο συγκεκριμένα μέτρα εκτουρκισμού, πίεσης και αποδυνάμωσης των υπόλοιπων εθνικών κοινοτήτων. Έτσι, τον Αύγουστο του 1909 ψήφισαν το νόμο περί συνδέσμων, με τον οποίο απαγορεύτηκε η σύσταση πολιτικών κομμάτων ή συλλόγων, με βάση εθνική ή φυλετική και ανάλογη επωνυμία. Με τη μεθόδευση αυτήν, οι Νεότουρκοι έκλεισαν πολλές ελληνικές λέσχες, και απαλείφθηκαν οι εθνικοί όροι από σωματεία οποιουδήποτε είδους. Το καθεστώς, παράλληλα, επέτρεψε τη συνέχιση της λειτουργίας του Τουρκικού Συνδέσμου, γιατί χρησιμοποιούσε επίσημη γλώσσα και πολιτισμό 29. Οι Νεότουρκοι στράφηκαν εναντίον των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι αναδείχτηκαν στον κυριότερο στόχο της εθνικιστικής πολιτικής τους, γιατί ήταν το δυναμικότερο στοιχείο στην οικονομία, το εμπόριο, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Οι Έλληνες ήταν ένα πληθυσμιακά μεγάλο στοιχείο, εξαπλωμένο σε στρατηγικά σημεία της αυτοκρατορίας, το πλέον ανερχόμενο και το πιο επίφοβο να κυριαρχίσει σε περίπτωση ισοπολιτείας. Όλα αυτά τα στοιχεία, καθιστούσαν τους Έλληνες το σημαντικότερο εμπόδιο για την επικράτηση των Τούρκων στο νέο κράτος. Η ανθελληνική πολιτική τους εκφράστηκε με τις παρανομίες στις εκλογές, τον αποκλεισμό των Ελλήνων εμπόρων και των ελληνικών προϊόντων, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, την υποβάθμιση, και τελικά την κατάργηση του πολιτειακού ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη, εκπροσώπου των Ρωμιών, την κατάργηση των προνομίων στην εκπαίδευση και τη στρατολόγηση, τον τρόπο συμμετοχής των Ελλήνων στο οθωμανικό στράτευμα, την τοπική διοίκηση και τον εκφοβισμό της ελληνικής κοινότητος. Η κατάργηση των προνομίων αντισταθμιζόταν, μερικώς, από την ισότητα στα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, που εξασφάλιζε το νέο Σύνταγμα, χωρίς βέβαια να καλύπτει σε έκταση και ποιότητα τα προνόμια. Αν η ισότητα αυτή εφαρμοζόταν, υπήρχε φόβος για τους Νεότουρκους, ο Ελληνισμός με την οικονομική και πολιτισμική δύναμη που είχε, όχι μόνο να ξεπεράσει την κατάργηση των προνομίων, αλλά να αποκτήσει και πολιτική δύναμη 30. Οι Νεότουρκοι δε στράφηκαν απ ευθείας κατά της χριστιανικής θρησκείας, αλλά κατά του φορέα της Ορθοδοξίας, που ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο ήταν διαμορφωτικός και ενισχυτικός παράγοντας της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Έτσι, με το πρόσχημα της εκκοσμίκευσης του οθωμανικού κράτους, οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να περιορίσουν τον Πατριάρχη μόνο στα εκκλησιαστικά καθήκοντα του, προβαίνοντας στην κατάργηση των προνομίων, των οποίων εγγυητής και υπεύθυνος ήταν ο Πατριάρχης, αλλά και του δικαιώματός του να εκπροσωπεί το ρωμέικο έθνος απέναντι στην οθωμανική εξουσία, μη αναγνωρίζοντάς τον πολιτικό εκπρόσωπο των Ορθοδόξων, υπεύθυνο για την προστασία, προώθηση και υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Περιόρισαν ή κατάργησαν και άλλες δικαιοδοσίες της διοικούσας εκκλησίας, όπως στη δικαιοσύνη και στην τοπική διοίκηση, με στόχο την αποδυνάμωση του Πατριάρχη. Θεώρησαν, ως δικαιολογία, ότι ο Πατριάρχης δεν ήταν πρεσβευτής, ή κάποιο πολιτικό πρόσωπο για να τους αντιπροσωπεύει, κάτι που είχαν τη δυνατότητα οι υπόδουλοι με το νέο σύνταγμα να το επιτύχουν με τους βουλευτές, που οι ίδιοι έξέλεγαν. Ουσιαστικός στόχος τους ήταν η κατάργηση της πολιτικής εξουσίας του Πατριάρχη. Με την κατάργηση του 29 Α. Χαμουδόπουλος, Ελληνισμός και Νεότουρκοι. Εθνική δράσις του υποδούλου Ελληνισμού κατά την νεοτουρκικήν περίοδον 1908-1912, Θεσσαλονίκη 1926, 9-10. Lewis, Turkey, 213. Βλάχος, Ιστορία, 133-134. 30 Σ. Εμμανουηλίδης, Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 1924, 53. Βλάχος, Ιστορία, 113-115-116. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 66-67. 102
πολιτικού ρόλου του, οι Νεότουρκοι άφηναν ακέφαλο πολιτικά το ελληνικό στοιχείο, χωρίς δυνατή εκπροσώπηση, γιατί η εκλογική αντιπροσώπευση είχε καταντήσει ψευδαπάτη. Έπρεπε, πάση θυσία, οι Νεότουρκοι να κάμψουν κάθε αντίσταση στο σχέδιο εκτουρκισμού του κράτους 31. Η ανασφάλεια που παρουσιάστηκε στην εκκλησιαστική επαρχία Αμασείας, κυρίως στην Αμισό και την Πάφρα, μέχρι ένα βαθμό, συνδέεται με το φαινόμενο της προσπάθειας εξοπλισμού των εθνικών κοινοτήτων. Πριν το νεοτουρκικό κίνημα, κυρίως, οι νέοι μουσουλμάνοι, παρά την απαγόρευση της οπλοφορίας, οπλοφορούσαν περισσότερο για επίδειξη, χωρίς να σημειώνονται επεισόδια. Από τους Έλληνες της περοχής Αμισού οπλοφορούσαν κάποιοι νέοι, κυρίως στα χωριά. Στα χωριά της περιοχής Πάφρας δε χρειαζόταν καμία αστυνόμευση. Όλοι ήταν οπλισμένοι και αυτοπροφυλάσσονταν με ασφάλεια. Ζούσαν έντιμα, ήσυχα και ποτέ δεν ενοχλούσαν κανέναν 32. Μετά το νεοτουρκικό κίνημα, πρώτοι οι μουσουλμάνοι προχώρησαν σε εξοπλισμό 33. Οι Τούρκοι διατράνωναν την ανάγκη του συστηματικού εξοπλισμού τους, σε όλα τα τοπικά κομιτάτα. Οι Αρμένιοι είχαν προμηθευτεί όπλα από Έλληνες, τα οποία προωθούσαν στο εσωτερικό της Μικρασίας. Το Νοέμβριο του 1908, σε έγγραφο του υποπροξένου Αμισού γινόταν αναφορά για την ανάγκη προμήθειας όπλων από την Ελλάδα, ύστερα από αίτηση των Ελλήνων της περιοχής, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν όταν έρθει η ώρα. Ο υποπρόξενος είχε άμεση γνώση της κατάστασης που επικρατούσε με εντολή του νεοτουρκικού κομιτάτου 34. Η εκλογική διαδικασία του Νοεμβρίου, επιπλέον, δημιούργησε ένα έντονο κλίμα απογοήτευσης. Αυτή η απογοήτευση οδήγησε σε έντονη κινητικότητα όλες τις εθνικές κοινότητες για εξοπλισμό των μελών τους, κάνοντας ορατή την πιθανότητα ένοπλης σύγκρουσης. Η απογοήτευση από το νέο καθεστώς οδήγησε στην όξυνση των πνευμάτων στην πολυεθνική και πολυπολιτισμική περιοχή Αμισού Πάφρας. Το Δεκέμβριο του 1911, παραμονές των εκλογών, κυκλοφόρησε πολύ έντονα η φήμη ότι, οι Τούρκοι εξοπλίζονταν. Ο Ρώσος και ο Άγγλος πρόξενος έδειξαν πολύ ανήσυχοι. Η φήμη ότι τα όπλα τα διέθεσε η κυβέρνηση απορρίφθηκε από τον Έλληνα υποπρόξενο. Άλλες διαδόσεις μιλούσαν για γενικό εξοπλισμό των μουσουλμάνων, και άλλες για εξοπλισμό μόνο των κομιτατικών, λόγω της αναπόφευκτης σύγκρουσής τους με τους φιλελεύθερους Τούρκους. Οι Έλληνες, με τόσες διαδόσεις, ήθελαν να εξοπλιστούν για το ενδεχόμενο σύγκρουσής τους με τους Τούρκους 35. Το Μάιο του 1911, ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης κατήγγειλε στο Πατριαρχείο και το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος την τρομοκρατία και τα κακουργήματα, τα οποία διέπραξαν οι Τούρκοι κρατικοί υπάλληλοι εναντίον των Ελλήνων της περιοχής Αμισού, και περιέγραψε τις εξορμήσεις τους σε ελληνικό χωριό, την αρπαγή των περιουσιών των κατοίκων, οι οποίοι είχαν διαφύγει σε γειτονικά χωριά, τους βανδαλισμούς των Τούρκων χωροφυλάκων, και τους βιασμούς Ελληνίδων 36. 31 Βλάχος, ό.π., 116. Γεωργανόπουλος, ό.π, 66-67. 32 Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγηση, 341. 33 Α. Σπυράντης, Τραπεζούς και η Μονή Σουμελά του Πόντου. Αναμνήσεις από τα χρόνια 1910-1922, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, 13. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 83. 34 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, M, ΜΑ, ΜΒ, αρ. πρωτ. 347/2.11.1908, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 35 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, Β/53, αρ. πρωτ. 530/28.12.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 36 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/53, αρ. πρωτ. 236/30.5.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 103
Κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, οι Νεότουρκοι άρχισαν να ασκούν πιέσεις στους Έλληνες υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και να τους εκφοβίζουν με κηρύγματα των χοτσάδων, με ανθελληνικά άρθρα του νεοτουρκικού τύπου, αλλά και με λόγους των προπαγανδιστών του κομιτάτου. Η προπαγάνδα αυτή είχε ως κοινό θέμα τις δήθεν ωμότητες των Ελλήνων κατά των Οθωμανών αιχμαλώτων και του μουσουλμανικού πληθυσμού των απελευθερωμένων περιοχών, με στόχο τη δημιουργία εχθρικού κλίματος εναντίον των Ελλήνων και παράλληλη τόνωση του τουρκικού αισθήματος. Η κατευθυνόμενη αυτή προπαγάνδα του κομιτάτου δημιούργησε το κατάλληλο ανθελληνικό κλίμα, ώστε να εφαρμόσει την ειλημμένη απόφασή του για διωγμό και εξόντωση των Ελλήνων, μετά και τις απώλειες του μεγαλύτερου μέρους των βαλκανικών κτήσεων, που οδήγησαν στην οριστική και απόλυτη επικράτηση του τουρκικού σωβινισμού, για δημιουργία ακραιφνούς τουρκικού κράτους. Η απόφαση πάρθηκε στο συνέδριο του Κ.Ε.Π. το Σεπτέμβριο μήνα του 1913. Για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, που δεν ήταν τουρκικοί, προβλεπόταν ο πλήρης εκτουρκισμός τους, ενώ για τους Έλληνες και τους Αρμένιους προβλέπονταν η εκδίωξη ή η εξολόθρευσή τους 37. Στις 11.6.1913, ο βεζύρης Σεβκέτ πασάς δολοφονήθηκε, μετά από κορυφωμένες ενέργειες των αντικαθεστωτικών. Η δολοφονία αυτή έδωσε την ευκαιρία στο κομιτάτο να απαλλαγεί οριστικά από τους αντίπαλούς του, προβαίνοντας σε εξορίες και εκτελέσεις. Νέος βεζύρης διορίστηκε ο Μεχμέτ Σαΐντ πασάς. Ουσιαστικά, όμως, την απόλυτη εξουσία την ασκούσε η τριανδρία Ταλαάτ, Τζεμάλ και Εμβέρ, που κυβέρνησε απολυταρχικά μέχρι το 1918 38. Το σχέδιο εκδίωξης ή εξολόθρευσης των Ελλήνων, και των Αρμενίων, άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή από το τέλος του 1913, αλλά συστηματοποιήθηκε από την άνοιξη του 1914. Οι Γερμανοί συνέδραμαν τους Νεότουρκους στο σχέδιο της φυσικής εξόντωσης των Ελλήνων, καθώς δεν μπορούσαν να τους εξοντώσουν οικονομικά, ούτε με υγιή ανταγωνισμό, ούτε με μποϋκοτάζ. Οι αντιδράσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν εισακούστηκαν, και έτσι προχώρησε το Μάιο και τον Ιούνιο του 1914 σε κλείσιμο των εκκλησιών και των σχολείων, σε ολόκληρη τη χώρα. Σε αυτήν την ενέργεια προέβαινε το Πατριαρχείο, όταν η Εκκλησία βρισκόταν υπό διωγμόν 39. Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, και παρά τα όσα είχαν συμβεί, οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων δεν είχαν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα, και γενικά συνέχιζαν να είναι καλές. Ήταν σχέσεις που χαρακτηριζόταν από ανεκτικότητα, και σε γενικές γραμμές η μεταξύ τους ζωή ήταν ειρηνική 40. Το πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών αφορούσε τους Νεότουρκους 37 Α. Σιρακιάν, Ο Τιμωρός. Τα απομνημονεύματα ενός Αρμένιου πατριώτη, μτφ. Ο. Σ. Αγαμπατιάν, Αθήνα χ. χ., 20. Εμμανουηλίδης, Αυτοκρατορία, 28-30, 36-37, 54-57. Ahmand, Young Turks, 130. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 72. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το κράτος, επίσημα, δεν αποδεχόταν το χαρακτηρισμό τουρκικό ή δεν το εννοούσε (Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα ΙΙ, 543 ). Επίσης, μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, η έκφραση Τούρκος συνέχιζε να έχει υποτιμητικό χαρακτήρα(νεοκλής Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα Ι, 234). 38 Ahmand, Young Turks, 129-130, 132-134. Lewis, Turkey, 220-222. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι 46. 39 H. Morgenthau, Η αποστολή μου στην Αθήνα, μτφ. Σ. Κασεσιάν, Αθήνα 1994, 36. Μ. Χαραλαμπίδης - Κ. Φωτιάδης, Πόντιοι, Δικαίωμα στη μνήμη, Θεσσαλονίκη 1987, 53-54. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 72. Εμμανουηλίδης, Αυτοκρατορία, 65, 67-69. 40 Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), εκδ. Αργοναύτες- Κομνηνοί, Αθήνα 1962, 8. Δ. Κελεκίδης, Αμισός, Παράλιος Πόντος 27, Κ. Μ. Σ. 104
και όχι τους σουλτανικούς Παλαιότουρκους, οι οποίοι ήταν φιλικά διακείμενοι προς τους Έλληνες, ακόμη και μέχρι τις τελευταίες μέρες πριν το βίαιο εκπατρισμό τους 41. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, οι οποίοι προκλήθηκαν από την απειλή τουρκοποίησης των χριστιανών, με πρόγραμμα του νεοτουρκικού κομιτάτου, άρχισαν οι Νεότουρκοι να εγκαθιστούν Οθωμανούς πρόσφυγες, από τα χαμένα γι αυτούς εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας, της Θράκης, και του Πόντου. Το 1914, οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να εγκαταστήσουν Αλβανούς πρόσφυγες από το Κοσσυφοπέδιο στα πλούσια γειτονικά χωριά της Αμισού, αποφασισμένοι να αλλάξουν τον ελληνικό χαρακτήρα τους, και να προκαλέσουν πληθυσμιακή αλλοίωση. Οι Έλληνες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά αντιστάθηκαν δυναμικά. Η χωροφυλακή έκανε χρήση των όπλων. Στη σύρραξη σκοτώθηκε ένας χωρικός, τον οποίο οι συγχωριανοί του τον κήδεψαν επιδεικτικά, σαν σε συλλαλητήριο. Οι θεωρούμενοι υπεύθυνοι της αντίστασης συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή, από όπου μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου αποφυλακίστηκαν μόνον τέσσερις. Οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να επιζήσουν. Σαράντα κάρα γεμάτα Αλβανούς, μετά το γεγονός αυτό, και με εντολή του νομάρχη, οδηγήθηκαν στην Πάφρα και εγκαταστάθηκαν σε ελληνικά χωριά του κάμπου 42. Το πρόβλημα από την περιοχή της Αμισού μετακινήθηκε στην όμορη Πάφρα, η οποία ούτως ή άλλως ζούσε στη σκιά της Αμισού. Το πρόβλημα αυτό, μαζί με την γενικότερη καταπίεση, αμέσως μετά θα δημιουργούσε εκρηκτική κατάσταση, με κορύφωση του το αντάρτικο. Στο πολιτικό πεδίο, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, το Νοέμβριο του 1913, οι Νεότουρκοι, προκειμένου να αναδιοργανώσουν τον στρατό τους, αντικαθιστώντας τους παλαιούς αξιωματικούς, μετακάλεσαν το Γερμανό στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς. Σε αντιστάθμισμα της γερμανικής βοήθειας, κλήθηκε από τους Νεότουρκους και ο Άγγλος Άρθουρ Λίμπονς για να εκσυγχρονίσει τον τουρκικό στόλο, ενώ αγόρασαν παράλληλα και δύο πολεμικά πλοία από την Αγγλία. Η Ρωσία δημιούργησε μείζον θέμα, εξαιτίας της τοποθέτησης του Σάντερς επικεφαλής του Α Σώματος στρατού, το οποίο είχε υπό την ευθύνη του την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά. Οι Ρώσοι απείλησαν ότι θα καταλάβουν την Οθωμανική Αρμενία, και έτσι οι Νεότουρκοι τοποθέτησαν τον Σάντερς Γενικό Επιθεωρητή του τουρκικού στρατού. Οι ρωσογερμανικές σχέσεις είχαν ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα, οδηγώντας τη Ρωσία ακόμη πιο κοντά στην Αντάντ. Η Οθωμανική αυτοκρατορία τελικά εισήλθε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, το Νοέμβριο του 1914, μετά τη μυστική συμφωνία για συμμαχία, που τα δύο κράτη είχαν υπογράψει τον Αύγουστο. Παρά το ότι, οι Νεότουρκοι ήταν πιο κοντά στην Αντάντ, απ ό,τι στη Γερμανία, η ιδεολογική τους συγγένεια, αλλά κυρίως η συμμαχία της Αγγλίας με τη Ρωσία, τους οδήγησαν σε συμμαχία με τις Κεντρικές Δυνάμεις 43. Οι Νεότουρκοι, κατά την περίοδο 1908-1914, προσανατολίστηκαν περισσότερο στην εδραίωση της εξουσίας τους, στη με κάθε μέσο εκμηδένιση των πολιτικών αντιπάλων τους, ώστε να εφαρμόσουν την εθνικιστική πολιτική τους, στην αποδυνάμωση των ισχυρών εθνοτήτων της αυτοκρατορίας και στην προσπάθεια αποφυγής εδαφικών απωλειών 44. 41 Μαρτυρίες Κυπιρτίδη Ιερ. και Αλεξιάδου Δέσποινας. 42 Μπέλλου, Ποντιακά, 97. Κουλοχέρης, Αμισός, 44. Χρήστος Γεωργιάδης, Το αντάρτικο στη Σαμψούντα, ανέκδοτη (ευγενική παραχώρηση του καθηγητή Κων. Φωτιάδη). 43 M. S. Anderson, The Eastern Question 1774-1923, Mac Millan St. Martin s Press, New York 1966, 301-304. L. Maccas, L Hellenisme de l Asie Mineur, Paris 1919, 128-129. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 50. Ahmand, Young Turks, 151-157. 44 Γεωργανόπουλος, ό. π., 212. 105
Η εφαρμογή της σωβινιστικής πολιτικής των Νεοτούρκων στην Πάφρα, και η απειλή τουρκοποίησής τους, οδήγησε τους Παυρενούς σε αντίσταση. Το αίμα θα έρρεε άφθονο προκειμένου να υπερασπίσουν την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. 2. Η Πάφρα και οι βουλευτικές εκλογές του 1908 και του 1912. Αμέσως μετά την ανακήρυξη του συντάγματος, στις 10-11 Ιουλίου 1908, και την ευφορία του μικρού χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε, οι Νεότουρκοι προκήρυξαν εκλογές το φθινόπωρο του ιδίου έτους, σε ένδειξη παγίωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού Γερμανός Καραβαγγέλης σε τηλεγράφημα που απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στις 19 Ιουλίου 1908, μόλις είχε επιστρέψει από την Πάφρα στην Αμισό, εξέφραζε την ανυπόκριτη χαρά και τον ενθουσιασμό τόσο του ποιμνίου του, όσο και των μουσουλμάνων, με την παράκληση οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές να γίνουν με βάση τις συνταγματικές διατάξεις 45. Οι εκλογές, όμως, αποφασίστηκε να διεξαχθούν με βάση τον αναχρονιστικό και απολυταρχικό εκλογικό νόμο του 1876, και χωρίς να προηγηθεί διάλογος με τις υπόλοιπες εθνότητες. Ήταν ένας ιδιοτελής στρατηγικός σχεδιασμός άμεσου ελέγχου, αλλά και αποκλεισμού των ανεπιθύμητων υποψήφιων βουλευτών, γιατί προβλεπόταν η διαδικασία έμμεσης εκλογής των βουλευτών, μέσω εκλεκτόρων. Επιτρεπόταν, επιπλέον, να ψηφίζουν μόνο όσοι είχαν κτήματα. Το ακόμη χειρότερο σημείο αυτού του νόμου ήταν ότι, οι εκλογές δε γίνονταν την ίδια μέρα σε ολόκληρη την επικράτεια. Μπορούσαν να συνεχίζονται και δεύτερη μέρα, αφού έκλειναν τις κάλπες με δύο κλειδιά, από τα οποία το ένα το κρατούσε ο ιμάμης της περιοχής και το άλλο ο μουχτάρης (πρόεδρος), για να συνεχιστεί η ψηφοφορία την επόμενη ημέρα, με την παρουσία και των δύο 46. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μπροστά στη νέα πραγματικότητα που διαμορφωνόταν, απέστειλε πατριαρχική εγκύκλιο με σχετικές οδηγίες για τη συμμετοχή των Ελλήνων στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, και επιστούσε την προσοχή τους:...όπως κατά τας προσεχείς βουλευτικάς εκλογάς η ψήφος των εκλογέων δοθή υπέρ ανδρών ανεπιλήπτου χαρακτήρος, αρτίας μορφώσεως και εγνωσμένης ικανότητος 47. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ξεκαθάριζε με τον καλύτερο τρόπο ποιούς όφειλαν να εκλέξουν οι Έλληνες για αντιπροσώπους τους στην οθωμανική βουλή. Η διαδικασία για την ανάδειξη των Ελλήνων υποψηφίων στον Πόντο ξεκινούσε μετά από πρόταση της μητρόπολης, και κατά δεύτερο λόγο μετά από πρόταση της ελληνικής κοινότητος. Στη συνέχεια, τους πρότεινε ή όχι ο πρόξενος, αναφέροντας τους λόγους της στήριξης ή της μη στήριξης, προς το Υπουργείο, το οποίο έπαιρνε την τελική απόφαση για το ποιοί θα έπαιρναν το χρίσμα του υποψήφιου. Ο ρόλος της πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Στην πρεσβεία, κυρίως, απευθύνονταν οι πρόξενοι για κάθε εκλογικό ζήτημα, η οποία έλυνε ή πρότεινε λύσεις σε προβλήματα, έκρινε πρώτη αυτή τους υποψήφιους όλων των περιοχών, και κατόπιν τους πρότεινε στο Υπουργείο για τελική 45 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 29 ΚΒ (24 Ιουλίου1908) 353. 46 Εφημερίς Πρόοδος, φ. 1397/16.9.1908. Νικ. Βλάχου, Ιστορία των κρατών της χερσονήσσου του Αίμου 1908-1914, Αθήνα 1954, 137-144. Κατερίνα Μπούρα, Οι βουλευτικές εκλογές στην Οθωμανική αυτοκρατορία Οι Έλληνες βουλευτές 1908-1918, Δ. Κ. Μ. Σ. 4 (1983) 69-74. 47 Εφημερίς Πρόοδος, φ. 1339/19.7.1908. 106
έγκριση. Οι προξενικές αναφορές που απευθύνονταν στην πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης στέλνονταν και προς το Υπουργείο Εξωτερικών. Το Υπουργείο ενημερωνόταν από την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης για όλα τα ζητήματα, παρενέβαινε όπου διαπίστωνε σημαντικές διαφωνίες, και επιλαμβανόταν των υποθέσεων, πάντα, όμως, ζητώντας τη γνώμη της στα σημαντικότερα ζητήματα γενικής πολιτικής κατεύθυνσης 48. Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, οι δημοτικές εκλογές προηγούνταν των βουλευτικών εκλογών 49. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τις δημοτικές εκλογές και τις εκλογές του 1908, προφανώς επειδή δεν αξιολογήθηκαν τόσο από το Υπουργείο Εξωτερικών, όσο και από τα προξενεία. Το πρόγραμμα των Νεοτούρκων απέβλεπε στην επικράτηση του τουρκικού στοιχείου και την εξουδετέρωση του μη τουρκικού, και κυρίως του ελληνικού, με εκφοβισμούς, καλπονοθεύσεις και κάθε επονείδιστο μέσο 50. Είναι γεγονός ότι, οι προστριβές και οι αντεγκλήσεις των Ελλήνων με τους Νεότουρκους επιδεινώθηκαν, εξαιτίας της νέας επιπλοκής του Κρητικού Ζητήματος, κατά τη διάρκεια των εκλογών, της επέμβασης των ελληνικών προξενικών αρχών στις εκλογικές διαδικασίες, και της παρουσίας επισήμων Ελλήνων και δημοσιογράφων, οι οποίοι περιέρχονταν τον Πόντο και τις άλλες περιοχές 51. Οι Νεότουρκοι, προκειμένου να μην εκλεγούν Έλληνες εκλέκτορες, αλλού απέκλειαν του δικαιώματος ψήφου ολόκληρα χωριά, παρά το ότι έιχαν δικαίωμα ψήφου, αλλού μεγάλα χωριά και κωμοπόλεις τα συνέπτυσσαν σε ένα εκλογικό τμήμα, και αλλού ανάγκαζαν δια της βίας τους Έλληνες να ψηφίζουν τους μη Έλληνες. Σε άλλες περιπτώσεις, εμπόδιζαν τους Έλληνες να προσέλθουν στις κάλπες, ή έσπαζαν τις κάλπες για να μην προκύψουν Έλληνες εκλέκτορες. Εκδίδονταν έντυπα και φυλλάδια, τα οποία εξηρέθιζαν τους μουσουλμάνους και έβριζαν τη θρησκεία των χριστιανών. Διακήρυσσαν δημόσια την πάλη ενάντια σε κάθε τι ελληνικό. Κατά περίπτωση, ακυρώνονταν νόμιμες εκλογικές διαδικασίες 52. Με ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα, και με βάση την αναλογική εκπροσώπηση, σε Αμισό και Πάφρα θα έπρεπε να εκλέγονταν δύο βουλευτές. Οι Νεότουρκοι με τις καλπονοθείες, τις παρανομίες, τις βιαιότητες και την άσκηση πίεσης επί των αντιπάλων του κομιτάτου κατόρθωσαν να μην εκλεγεί κανείς. Σε ολόκληρο τον Πόντο, εξελέγη ένας μόνο Έλληνας βουλευτής, ο Ματθαίος Κωφίδης, και αυτός μέλος του κομιτάτου, 53. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ υποχρεώθηκε, μετά από καταγγελίες των Ελλήνων από κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας, να διαμαρτυρηθεί επίσημα στις 9/22 Οκτωβρίου στο μεγάλο βεζύρη, για την καταπάτηση των εκλογικών δικαιωμάτων του ποιμνίου του. Ο Πατριάρχης ανέφερε στο τακρίριό του, μεταξύ άλλων, τα εξής: Υπάρχει προδιεγεγραμμένον σχέδιον της Συνταγματικής κυβερνήσεως, χείρον του της απολυταρχίας, καταπολεμούν το Πατριαρχείον και το ελληνικόν γένος 54 Το Οικουμενικό Πατριαρχείο γνώριζε πολύ καλά τι επρόκειτο να συμβεί, γιατί ασκούσε πολιτική για αρκετούς αιώνες, και γνώριζε τους επιδιωκόμενους στόχους τόσο των 48 Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 105-106. 49 Εφημερίς Πρόοδος, φ. 1362/11.8.1908. 50 Ν. Καζάζης, Ελληνισμός και Νέα Τουρκία, Αθήνα 1912, 212. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, M, ΜΑ, ΜΒ (91-111), αρ. πρωτ. 384/2/15.12.1908, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 51 Εφημερίς Πρόοδος, φ. 1343/23.7.1908 και φ. 1405/24.9.1908. 52 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, ΚΘ, αρ. πρωτ. 47/1.11.1908, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών. Φωτιάδης, ό.π., 344. 53 Καζάζης, Ελληνισμός, 212. Φωτιάδης, ό.π., 83. 54 Εφημερίς Πρόοδος, φ. 1437/27.10.1908. 107
Οθωμανών όσο και των Νεοτούρκων, ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεών τους. Οι Νεότουρκοι, στην Πάφρα, διέγραψαν δύο Έλληνες εκλέκτορες, με την πρόφαση ότι είχαν καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον τους, παρά το γεγονός ότι ο ένας από αυτούς είχε καταδικαστεί σε οκταήμερη φυλάκιση για πλημμέλημα, και ο άλλος είχε αθωωθεί για την κατηγορία που του αποδιδόταν 55. Όταν στην ύπαιθρο χώρα της Αμισού εξελέγησαν Έλληνες εκλέκτορες, οι Νεότουρκοι έστειλαν φανατικούς αντιπροσώπους τους σε Πάφρα, Αλάτσαμ, Καβάκ και Τσαρσαμπά, οι οποίοι με την υποστήριξη των κυβερνητικών υπαλλήλων, αλλά και δι εξορκισμών επί της σπάθης και του Κορανίου 56 πέτυχαν τη μεταστροφή του φρονήματος των μουσουλμάνων εκλογέων. Αποτέλεσμα των νεοτουρκικών ενεργειών ήταν η εκλογή στην Πάφρα μόνο του Παρασκευά Γελκεντζόγλου με 49 ψήφους, στην Αμισό του Θεοδώρου Αρζόγλου με 51 ψήφους, του Χρ. Συμεωνίδη και του Γεωργίου Παπάζογλου με 46 ψήφους. Από αυτούς τους εκλέκτορες μόνο ο Θ. Αρζόγλου ήταν επιλαχών βουλευτής 57. Η Μητρόπολη διαμαρτυρήθηκε έντονα, μέσω του Πατριαρχείου, για το ότι σε μια περιοχή 45.000-50.000 ανδρικού πληθυσμού δεν εξελέγη ούτε ένας Έλληνας βουλευτής, μολονότι η Μητρόπολη είχε φροντίσει έγκαιρα να έρθει σε συμφωνία με τους Νεότουρκους, την οποία όμως αυτοί στην πορεία αθέτησαν, με αποτέλεσμα την επιτυχία του αμιγώς τουρκικού συνδιασμού 58. Στις 8 Ιανουαρίου 1912, μια ανακοίνωση της τοπικής διοίκησης Αμισού πληροφορούσε τους κατοίκους ότι, οι νέες εκλογές θα διεξάγονταν εντός τριμήνου. Παρατηρήθηκε αμέσως έντονη κινητικότητα για την εύρεση κατάλληλου υποψήφιου από τις εκκλησιαστικές και προξενικές αρχές. Υπήρχε η ανάγκη υπόδειξης ενός υποψήφιου βουλευτή γενικότερης αποδοχής, σε συνεργασία μάλιστα με τους Αρμενίους και τους φιλελεύθερους Οθωμανούς 59. Η διάσπαση των ελληνικών ψήφων δεν αποφεύχθηκε, γιατί κατήλθαν υποψήφιοι ο Θ. Αρζόγλου, ο οποίος στηρίχτηκε από τους Νεότουρκους, και ο Χρ. Συμεωνίδης, ο οποίος προτάθηκε από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο και τον υποπρόξενο. Οι φιλελεύθεροι Οθωμανοί, εξαιτίας της κακής οργάνωσής τους και τις ανικανότητας του επικεφαλής του προεκλογικού αγώνα, παρά τις πολλές τους συμπάθειες, παρέμειναν στην αφάνεια 60. Παρά τα σοβαρά αυτά προβλήματα, ο πρόξενος θεώρησε αιτία της εκλογικής ήττας των Ελλήνων τη μεγάλη έκταση των παρανομιών από τους Νεότουρκους. Οι Έλληνες εκλέκτορες είχαν κάποια επιτυχία μέσα στην Αμισό, αλλά στην Πάφρα και στην υπόλοιπη επαρχία απέτυχαν παντελώς 61. Είναι γεγονός ότι οι καλπονοθεύσεις και οι παρανομίες των Νεοτούρκων σε ολόκληρο τον Πόντο ήταν πολύ μεγάλης έκτασης. Σε μία προξενική αναφορά από 55 Εφημερίς Πρόοδος, φ. 1467/26.11.1908. Φωτιάδης, ό.π., 341. 56 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, M, ΜΑ, ΜΒ (91-111) αρ. πρωτ. 351/5/18.11.1908, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 57 Ό. π. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 106. 58 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 24.3, αρ. πρωτ. 10/8.1.1912, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 24.3, αρ. πρωτ. 1072/11.1.1912, υποπρόξενοι Αμισού, Μυρσίνης, Κυδωνιών, προς Υπουργείον Εξωτερικών. 59 Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 137-138. 60 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 24.3, αρ. πρωτ. 85/14.2.1912, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 61 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 24.3, αρ. πρωτ. 9655/31.3.1912. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 24.3, αρ. πρωτ. 11228/3.4.1912. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 24.3, αρ. πρωτ. 11577/17.4.1912, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών.Τρία τηλεγραφήματα. 108
την Τραπεζούντα επισημαίνεται ότι, η γερμανική κυβέρνηση είχε ενισχύσει τον εκλογικό αγώνα του νεοτουρκικού κομιτάτου με 400.000 μάρκα 62. Το γεγονός αυτό, βέβαια, διαψεύσθηκε από την τουρκική εφημερίδα Μεσβερέτ 63. Οι εκλογές του 1908, με την εκλογική διαδικασία που χαρακτηρίστηκε από την καλπονοθεία και τις παράνομες μεθοδεύσεις κατά των Ελλήνων, σηματοδότησαν την ιδεολογία των σωβινιστικών Νεοτούρκων, που βρισκόταν επί θύραις. Οι Νεότουρκοι επαναστάτες, παρά την αρχική εντύπωση ότι επρόκειτο περί προοδευτικών στοιχείων, επιδίωκαν με κάθε τρόπο την αφομοίωση ή την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων. Οι εκλογές του 1912 ήταν ένα από τα επόμενα βήματα των Νεοτούρκων σωβινιστών. Οι Νεότουρκοι κέρδισαν τις εκλογές ολοκληρωτικά, παρά το γεγονός ότι αντιπροσώπευαν τη μειονότητα του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. 3. Η στράτευση των Ελλήνων της Πάφρας Για πρώτη φορά, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, οι χριστιανοί της αυτοκρατορίας υποχρεώθηκαν σε στράτευση, με νομοσχέδιο που εισήχθηκε στη Νεοτουρκική Βουλή την Άνοιξη του 1909. Με βάση το Οωμανικό Σύνταγμα, που προέβλεπε το δικαίωμα της ισοπολιτείας, αλλά και τη γενικότερη πίστη ότι, οι χριστιανοί έπρεπε πλέον να στρατεύονται, για να υπάρχει πραγματική ισότητα στις εθνότητες της αυτοκρατορίας, το νομοσχέδιο αυτό δε θα έπρεπε να θεωρείται ύποπτο και άκαιρο. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν διαφορετική. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ δέχτηκε με μεγάλη επιφύλαξη το σημαντικό και κρίσιμο αυτό νόμο, γιατί γνώριζε τι σημαίνει να βρίσκεται ένας Έλληνας χριστιανός σε ένα καθαρά ισλαμικό στρατόπεδο, όπου βασίλευε ο τυφλός φανατισμός. Γνώριζε πολύ καλά ότι, δεν υπήρχαν οι θρησκευτικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις για ισότιμη ένταξη των χριστιανών στα ισλαμικά στρατόπεδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Πατριάρχης, για τους παραπάνω λόγους, απέστειλε τακρίριο στις 22 Σεπτεμβρίου 1909 προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων, στο οποίο εξέφραζε τις θέσεις του. Πίστευε ότι, με την αποδοχή των θέσεων αυτών από το υπουργείο, θα διασφάλιζε: α. Την απαγόρευση του προσηλυτισμού των Ορθοδόξων χριστιανών στο Ισλάμ. β. Θα εξασφάλιζε την παρουσία ιερέων στο στράτευμα, προς πνευματική οικοδομή των στρατιωτών και για την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων τους. γ. Θα εξασφάλιζε τον καθορισμό ιδιαίτερου χώρου ή εκκλησίας για την προσευχή των ομογενών στρατιωτών και την τήρηση των Ορθοδόξων εορτών και νηστειών. δ. Επιδίωκε τη δημιουργία λόχων μόνο με χριστιανούς στρατιώτες, αλλά και την εκπαίδευση των χριστιανών σε στρατιωτικές σχολές, προκειμένου να εξέρχονται από αυτές και χριστιανοί αξιωματικοί 64. Οι προτάσεις αυτές του Πατριάρχη απέβλεπαν: περί του τρόπου καθ όν δέον να γίνη η στρατολογία των χριστιανών ίνα προχωρήση αύτη άνευ προσκομμάτων και προστριβών διά το γενικόν καλόν της πατρίδος πλήν αλλ όμως άχρι τούδε ουδέν ηκούσθη γενόμενον, τουναντίον εισί τα μόνα συντελεστικά όπως η στρατολογία των 62 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 24.3, αρ. πρωτ. 109/2.3.1912, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών. 63 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 24.3, αρ. πρωτ. 170/6.4.1912, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών. 64 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 Λ (20 Φεβρουαρίου 1910) 50-51. 109
χριστιανών ευοδωθή επ αγαθώ της πατρίδος 65. Οι προτάσεις του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ, οι οποίες αποσκοπούσαν στο καλό της κοινής πατρίδας, δεν εισακούστηκαν, γιατί γίνονταν εμπόδιο στα υποχθόνια σχέδια των Νεοτούρκων. Οι ξεκάθαρες θέσεις του Πατριάρχη για τη συναδέλφωση των εθνοτήτων με τη συστράτευση υπό κοινή σημαία και κοινή διοίκηση, χωρίς την ανάμειξη στρατιωτών διαφορετικού θρησκεύματος, η οποία θα προκαλούσε συνεχείς προστριβές, απορρίφθηκαν από τους σωβινιστές Νεότουρκους. Στις θέσεις αυτές του Πατριάρχη, αλλά και στις θέσεις που ελάμβανε για τις αδικίες που υφίσταντο οι Ορθόδοξοι στρατιώτες, πήραν θέση και οι νεοτουρκικές εφημερίδες, οι οποίες κατηγορούσαν το Πατριαρχείο, ότι επενέβαινε σε θέματα, τα οποία δεν ήταν της αρμοδιότητός του. Η εφημερίδα Τανίν ανέφερε σχετικά: Ημείς ευρίσκομεν το διάβημα τούτο λίαν αλλόκοτον. Ούτε Πατριαρχείον, ούτε Υψηλή Πύλη υπάρχουσι εν τω στρατώ, αλλ ιεραρχία στρατιωτική μόνον, βάσις της στρατιωτικής μορφώσεως και πειθαρχίας. Συνιστώμεν να μην λησμονηθή ποτέ τούτο 66. Ο Πατριάρχης, τηρώντας γενναία στάση, ανταπάντησε: Το Πατριαρχείον, ως πνευματική αρχή των Ορθοδόξων, έχει καθήκον ν ακούση τα παράπονα και υποβάλη ταύτα, συντελούν εις την πειθαρχίαν, την οποίαν εις πάντας συνιστά, και ζητούν την στρατιωτικήν μόρφωσιν πάντων 67. Ο Πατριάρχης ξεκαθάριζε ότι είναι η πνευματική αρχή των Ορθοδόξων χριστιανών, και έχει καθήκον να παίρνει θέση στα προβλήματα των στρατιωτών, παρά τη συνειδητή προσπάθεια των Νεοτούρκων να υποβαθμίσουν, και να αγνοήσουν τον πνευματικό ρόλο του Πατριαρχείου. Ο Πατριάρχης αρνούνταν να οδηγήσει τους Ορθοδόξους χριστιανούς στη νεοτουρκική χοάνη, η οποία αποσκοπούσε στην ομογενοποίηση των εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η διαβίωση των ομογενών στρατιωτών γινόταν κάθε ημέρα και προβληματικότερη. Σε επιστολή προς τον Πατριάρχη, της 23 ης Μαΐου 1910, ομογενείς στρατιώτες ανέφεραν τη βάναυση και ανεπίτρεπτη συμπεριφορά των αξιωματικών, των μουσουλμάνων στρατιωτών, αλλά και τις ψυχολογικές πιέσεις που υφίσταντο. Οι αξιωματικοί με αγριότητα τυραννούσαν τους Ορθοδόξους, μέσω των υπαξιωματικών. Εκείνοι απολάμβαναν την αργία της Παρασκευής. Αν οι μουσουλμάνοι έβλεπαν τους χριστιανούς να κάνουν το σταυρό τους ή να προσεύχονται, γελούσαν επιδεικτικά. Στην αρχή, τους επιτρέπονταν μία φορά την εβδομάδα να έχουν άδεια εξόδου, για την αγορά αναγκαίων ειδών. Λίγο αργότερα, ήρθε διαταγή του στρατοπεδάρχη απαγόρευσης αυτής της εξόδου, μόνο για τους ομογενείς Είμεθα στρατιώται και είμεθα υπό νόμον, αλλά παράδοξον νόμον εφαρμοζόμενον κατά θέλησιν και βούλησιν ανθρώπων απηλλαγμένων παντός ελέγχου, των οποίων τα φυλετικά αισθήματα ευρίσκουσι το ποθούμενον το να μας τυραννούν. Είναι αδύνατον να δυνηθώμεν να αδελφοποιηθώμεν κατά το λεγόμενον των ιδίων (έπιμιζ καρτέσιζ-όλοι αδέρφια είμαστε) διότι αυτοί και η ισοπολιτεία δύο άκρα εναντία..., εάν αυτή η κατάστασις δεν βελτιωθεί θα έχωμεν λυπηρά αποτελέσματα, διότι η υπομονή μας εξαντλήται βαθμηδόν 68. Με τραγικό τρόπο, οι ομογενείς στρατιώτες κατήγγειλαν την αναμόχλευση των θρησκευτικών και φυλετικών διαφορών, αλλά και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν αυτά τα γεγονότα. Εκ των πραγμάτων καταδεικνύεται ότι, η επιδιωκόμενη ειρηνική συμβίωση, αδελφική κατά τους Νεότουρκους, ήταν ανέφικτη και σχήμα λόγου. Για όποιον, όμως, προσηλυτιζόταν στο μουσουλμανισμό τελείωνε η άγρια τυραννία. Η δημιουργία κλίματος αποστροφής για τη στράτευση, με όλες τις συνέπειες, βρισκόταν επί θύραις. 65 Ό. π., 60. 66 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 Λ (27 Μαρτίου 1910) 93. 67 Ό. π. 68 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 Λ (28 Μαΐου 1910) 163. 110
Τον Ιούλιο του 1910, δύο χρόνια μετά τη Νεοτουρκική επανάσταση και τη συνταγματική μεταρρύθμιση, το Πατριαρχείο εξέφραζε τους φόβους του: μη μεταπέσωμεν από της μονοπροσώπου απολυταρχίας εις απολυταρχίαν πολυπρόσωπον και συνταγματικήν. Γογγύζει δικαίως εις τινα φαινόμενα αντισυνταγματικά, αλλά γογγύζει κατά των διαπραττόντων τα έκτροπα, κατά των ανθρώπων, ων εις τον εγκέφαλον αδύνατον να εγκατασταθώσι, πολύ δε περισσότερον να καρποφορήσωσιν, ιδέαι περί της θεόθεν διδαχθείσης ισότητος 69. Το Πατριαρχείο, γνωρίζοντας το συνειδητά ανεφάρμοστο των νεοτουρκικών επαγγελιών, και τις παρεκτροπές των Νεοτούρκων στα δύο χρόνια που είχαν παρέλθει, προοιώνιζε και το ζοφερό μέλλον, το οποίο επέρχονταν σε στρατευμένους και μη. Τη δυσβάσταχτη αυτή κατάσταση για τον Ελληνισμό την εκφράζει με έντονη δυσφορία και βαθύ πόνο. Το Πατριαρχείο, στις 27 Νοεμβρίου 1910, μετά από απόφαση των Δύο Σωμάτων, απέστειλε δύο τακρίρια στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων, στα οποία ανέφερε τις διαπιστώσεις για τους λόγους που οι ομογενείς απέφευγαν τη στράτευση, ενώ παράλληλα έκανε και τις αντίστοιχες προτάσεις, προκειμένου να αποφευχθούν τα προβλήματα αυτά και να επιλυθή το στρατολογικό ζήτημα 70. Οι ομογενείς, εξαιτίας της στράτευσης, εγκατέλειπαν την πατρίδα τους και απορφάνιζαν τις οικογένειές τους από τα δυναμικότερα στοιχεία. Σε αυτήν την κατάσταση συνέτειναν οι εξής λόγοι: α. Η μακρά θητεία, αλλά κυρίως η μεγάλη αοριστία β. Η μηδαμινή αναλογία, εν η ευρίσκουσιν ομογενείς συστρατιώτας και η εντελής έλλειψις ομογενών αξιωματικών γ. Η ύπαρξις ακόμη αμεταβλήτων των αυτών στρατιωτικών νόμων και κανονισμών υπό τους οποίους επί έτη πρέπει να ζήσωσι βλέποντες να μη λαμβάνονται εξ ίσου μετά των άλλων υπόψη η θρησκεία των, η εκπαίδευσίς των, τα ήθη και τα έθιμά των 71. Οι προτάσεις κινούνταν στο ίδιο πνεύμα με τα προηγούμενα διαβήματα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με σαφήνεια κατήγγειλε ότι, οι αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, τις οποίες επαγγέλονταν οι Νεότουρκοι, δεν εφαρμόζονταν στους ομογενείς που υπηρετούσαν τη θητεία τους στο οθωμανικό στράτευμα. Στις 18 Δεκεμβρίου 1910, το Πατριαρχείο, μέσω του επίσημου οργάνου του Εκκλησιαστική Αλήθεια, κατήγγειλε την από διετίας συστηματική παραβίαση της συνείδησης των Ορθοδόξων χριστιανών, την παραβίαση της ελευθερίας εν τω θρησκεύειν, πράξη ασυμβίβαστη με τα Μεταρρυθμιστικά Διατάγματα, την ψυχολογική πίεση προς εξόμωση των χριστιανών, τη διδασκαλία περί ομοιότητος της χριστιανικής με τη μωαμεθανική θρησκεία και την έμμεση προτροπή για προσέλευση των χριστιανών στο μωαμεθανισμό, την αποστολή μωαμεθανών ιεροδιδασκάλων στο στρατό, στερώντας παράλληλα τους χριστιανούς στρατιώτες από ιερείς, και, τέλος, ανέφερε παραδείγματα πίεσης προς εξόμωση των χριστιανών με την υπόσχεση ότι:... υποβληθήσεται κατάλογος εξομωσιών και θέλει δειχθή λεπτομερώς το ζητούμενον υπό του υπουργού 72. Η στράτευση των ομογενών Ορθοδόξων χριστιανών, η οποία προωθήθηκε με νεοτουρκικό, ύποπτο και άκαιρο, νομοσχέδιο απέβλεπε στην εφαρμογή των νέων παντουρκιστικών σχεδίων, για τη μετατροπή όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ένα έθνος. Η πίεση προς τους ομογενείς Έλληνες χριστιανούς ήταν πιο έντονη, γιατί αυτοί αντιδρούσαν σε αυτήν τη σωβινιστική πολιτική των Νεοτούρκων. Στην Πάφρα, η στράτευση προκάλεσε, κατ αρχήν, ψυχρολουσία στους Έλληνες. Η θύμηση των αποτρόπαιων εγκλημάτων των ντερέμπεηδων με την 69 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 Λ (10 Ιουλίου 1910) 209-210. 70 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 ΛΑ (11 Δεκεμβρίου 1910) 379-380. 71 Ό. π. 72 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 ΛΑ (18 Δεκεμβρίου 1910) 387-388. 111
επιστράτευση, για δήθεν κατάταξή τους στον οθωμανικό στρατό, και τον πνιγμό τους, δεμένων ανά δύο, στον ποταμό Άλυ ήταν ακόμη νωπή, και ας είχαν περάσει αρκετές δεκαετίες. Παρ όλα αυτά, κατατάχθηκαν στον οθωμανικό στρατό, γιατί αυτή ήταν η θέση της μητρόπολης, στην Εθναρχούσα Εκκλησία ο μητροπολίτης ασκούσε θρησκευτικό και πολιτικό ρόλο, κατ επέκταση ήταν και θέση του Πατριαρχείου, παρά τα όποια και τα όσα προβλήματα υπήρχαν. Όσοι ήταν οικονομικά εύρωστοι πλήρωναν το αντισήκωμα (πετέλ) και απαλλάσονταν από τη στράτευση 73. Κάποιοι από τους Έλληνες επηρεάστηκαν από τις διαβεβαιώσεις φίλων Τούρκων, από τα γειτονικά χωριά, και κατατάχτηκαν στον οθωμανικό στρατό, παρά τις επώδυνες ενθυμήσεις 74. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν τη φυγή στο βουνό, εξαιτίας των γεγονότων του πνιγμού των προγόνων τους στον ποταμό Άλυ από τους ντερέμπεηδες 75. Η ζωή των Ελλήνων, που κατατάσσονταν στον οθωμανικό στρατό, ήταν πιεστική και τυραννική, εξαιτίας της συμπεριφοράς των Τούρκων αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών 76. Η βάναυση αυτή συμπεριφορά των μουσουλμάνων προς τους χριστιανούς στρατιώτες δημιούργησε ένα κύμα έντονης αποστροφής προς τη στράτευση στον οθωμανικό στρατό, οι συνέπειες της οποίας θα εκδηλώνονταν στα αμέσως επόμενα χρόνια, στην επιστράτευση του 1914, και την κήρυξη του Α Παγκοσμίου πολέμου, τη μαζική φυγή των Παφραίων στο βουνό και τη δημιουργία οργανωμένου αντάρτικου. 4. Ο ανθελληνικός εμπορικός αποκλεισμός της Πάφρας Στις αρχές του 20 ου αιώνα, η οικονομική ανάπτυξη και η άνθιση που γνώρισε ο Ελληνισμός του Πόντου ήταν πρωτόγνωρη. Η ελληνική παρουσία κυριαρχούσε στις πόλεις, με την ακμαία εμπορική δραστηριότητα και την έντονη εκπαιδευτική παρουσία, αλλά και στην ύπαιθρο χώρα οι Έλληνες είχαν κατορθώσει να κυριαρχήσουν οικονομικά. Ίδρυσαν νέα σχολεία και ναούς, συντήρησαν τα παλιά, έχοντας πολύ ανεπτυγμένη εθνική συνείδηση και υψηλό πολιτιστικό επίπεδο. Οι Νεότουρκοι, με αφορμή και το Κρητικό Ζήτημα (1909), έβαλαν στο περιθώριο τις διακηρύξεις τους για ισότητα και αδελφοσύνη, και επιχείρησαν την 73 Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου. 74 Μαρτυρία Φιλιππίδη Παντελή, Επειδή όλα αυτά τα είχε ακούσει, ή τα είχε ζήσει ο πατέρας μου, ήθελε και εγώ να μην καταταγώ στον τουρκικό στρατό, όταν με καλέσανε να υπηρετήσω το 1910, αλλά είχαν διαβεβαιώσει τον πατέρα μου μερικοί φίλοι Τούρκοι από τα γειτονικά χωριά ότι τώρα δεν είναι οι Παλαιότουρκοι, έγινε επανάσταση και βγήκαν καλοί και τίμιοι Τούρκοι κυβερνήτες και δε θα κάνουν κακό στους Έλληνες, γιατί Έλληνες και Τούρκοι είμαστε το ίδιο. Τελικά πείσανε τον πατέρα μου και έτσι το 1910 πήγα στρατιώτης. 75 Μαρτυρία Ζυρίνογλου Γεσθημανής. Όλοι ξέραμε ότι τους πήραν για στρατιώτες και αντί να τους πάνε στο στρατό τους έρριξαν στο ποτάμι και τους έπνιξαν, και γι αυτό και ο άνδρας μου Αναστάσης θυμήθηκε αυτά που μας λέγανε οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας, ότι δηλαδή δε μας είχανε εμπιστοσύνη, και ίσως πάλι να έκαναν το ίδιο και αυτήν τη φορά, και έτσι δεν πήγε στρατιώτης, και ανέβηκε στο κοντινό βουνό στο χωριό μας, το Γιουντάγ, και έκανε αντάρτικο. Μαρτυρία Τσομπανίδη Παναγιώτη. 76 Προφορική μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Κωνσταντίνου του Γεωργίου. Γεννήθηκε το 1900 στο Κεστενέ Αμισού (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Στην Αμάσεια οι Τούρκοι αξιωματικοί δε φερόντουσαν καλά στους Έλληνες στρατιώτες και τους καταπίεζαν. Τους λέγανε μάλιστα κάτω γκιαούρη-πάνω γκιαούρη και τόσα άλλα 112
οικονομική αποδυνάμωση των Ελλήνων, οι οποίοι ήταν η ισχυρότερη οικονομική εθνότητα. Στα πλαίσια της εκτουρκιστικής πολιτικής τους στόχευαν στην αντικατάσταση των Ελλήνων από μια τουρκική αστική τάξη. Σε αυτήν την προσπάθειά τους, οι Νεότουρκοι βρήκαν αρωγό τη Γερμανία, η οποία ήθελε να διεισδύσει στην περιοχή, και να εκτοπίσει την Αγγλία και τη Γαλλία, με τις οποίες ιδιαίτερα συνδεόταν η οικονομική δραστηριότητα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, οι Νεότουρκοι δεν έθιξαν σχεδόν καθόλου, και δεν εμπόδισαν την οικονομική διείσδυσή τους στη χώρα. Στόχος τους ήταν η αλλαγή των ισορροπιών, με την αύξηση των οικονομικών συναλλαγών τους με τη Γερμανία. Ο εμπορικός αποκλεισμός στον Πόντο άρχισε το 1908 77, και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 1909, με μεγάλη αυστηρότητα, καθώς απαγορευόταν η είσοδος των οθωμανών πολιτών στα καταστήματα των Ελλήνων υπηκόων, ενώ υπήρχαν και αστυνομικά όργανα έξω από τα καταστήματα, που επέβλεπαν την τήρηση του αποκλεισμού των ελληνικών καταστημάτων 78. Ο εμπορικός αποκλεισμός, όπως φαίνεται από τα επίσημα έγγραφα των προξενικών αρχών της Αμισού, εξακολουθούσε κατά το 1910 και 1911 79. Το 1907, είχε ιδρυθεί στην Αμισό ένα υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών, διότι υπήρχε η γενικότερη ελληνική βούληση για ίδρυση ελληνικών τραπεζών στον Πόντο και την Καππαδοκία, προκειμένου να ενισχυθεί η ελληνική οικονομική παρουσία σε ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας, οι οποίες δεν είχαν συμπεριληφθεί στις άμεσες προτεραιότητές της 80. Το Φεβρουάριο του 1911, άρχισε να αμφισβητείται η ιθαγένεια της Τράπεζας Αθηνών, με αφορμή τη δικαστική διαμάχη της Τράπεζας με έναν μουσουλμάνο. Τελικά, το Μάιο του 1911, το ζήτημα της ιθαγένειας της Τράπεζας λύθηκε με απόφαση του Πρωτοδικείου και παρέμβαση του προξενείου 81. Δύο μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1911, ιδρύθηκε νέο υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών στην Πάφρα, όπου δεν υπήρχε άλλη τράπεζα 82. Το ζήτημα του εμπορικού αποκλεισμού των Ελλήνων είχε ατονήσει. Στις 30 Μαΐου 1913, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, λύθηκε το ζήτημα της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι Νεότουρκοι με πύρινους λόγους σε όλα τα τζαμιά, τα καφενεία, τις συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήρια φανάτιζαν τα τουρκικά πλήθη. Υποχρέωναν και τους Έλληνες να συμμετέχουν σε αυτά, καθώς επίσης να γράφονται στους καταλόγους εισφορών για τον πόλεμο και για τις στρατιωτικές ανάγκες. Τους υποχρέωναν, επιπλέον, να πληρώνουν ένα μέρος από τα έξοδα που είχαν ανάγκη οι χήρες και τα ορφανά του πολέμου 83. Οι Νεότουρκοι διενεργούσαν εράνους και για τον οθωμανικό στόλο, μετά την έναρξη του πολέμου με την Ιταλία, αλλά και κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 84. 77 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, M, ΜΒ, αρ. πρωτ. 163/29.12.1908, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών. 78 Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 212. 79 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1910, Ι, ΙΑ, αρ. πρωτ. 257/19.6.1910, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών και Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/53, αρ. πρωτ. 441/13.10.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 80 Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι, 210. 81 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/43, αρ. πρωτ. 199/14.5.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 82 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/43, αρ. πρωτ. 21721/30.7.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 83 Φωτιάδης, Δικαίωμα στη μνήμη, 52. 84 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/53, αρ. πρωτ. 577/30.11.1911, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών, και Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 25.3, αρ. πρωτ. 446/10.8.1912, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών. 113
Στις αρχές του 1914, παρά τη διαρκή οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων με τις εισφορές υπέρ του πόλέμου, του στόλου, των χηρών και των ορφανών, οι Νεότουρκοι επανέφεραν τον εμπορικό αποκλεισμό εναντίον των ελληνικών πληθυσμών, για να τους εξοντώσουν οικονομικά. Σκόπευαν να δώσουν το τελειωτικό χτύπημά τους. Ο οικονομικός αποκλεισμός-μποϋκοτάζ είχε αρχίσει μετά από μυστική εντολή του Nεοτουρκικού Kομιτάτου 85. Το διακήρυσσαν οι χοτζάδες και οι ουλεμάδες στα τζαμιά, με εντολή του Κεντρικού Κομιτάτου της παμμωαμεθανικής αδελφότητος 86. Ο εμπορικός αποκλεισμός έλαβε τέτοιες διαστάσεις, σε βαθμό που όχι μόνο οι μουσουλμάνες παρεμποδίζονταν από τα αστυνομικά όργανα να συναλλάσονταν με τους Έλληνες εμπόρους, αλλά που επιβάλλονταν ποινικές κυρώσεις και στους Έλληνες καταστηματάρχες, οι οποίοι πουλούσαν εμπορεύματα σε μουσουλμάνες. Οι αστυνομικοί καλούσαν τους εμπόρους των συνοικιών και τους απαγόρευαν να δέχονται μουσουλμάνες στο κατάστημά τους, επί ποινή φυλακίσεως και εξορίας 87. Ο εμπορικό αποκλεισμός πήρε άγρια μορφή και επεκτάθηκε σε ολόκληρον τον Πόντο. Στα διάφορα χωριά της Πάφρας, εστάλησαν χοτζάδες από την Οινόη, για να αναλάβουν το έργο της διαφώτισης των μουσουλμάνων στον εμπορικό αποκλεισμό κατά των Ελλήνων. Με ομιλίες στα τζαμιά, φανάτιζαν συστηματικά τους μουσουλμάνους. Ο επίσκοπος Ζήλων, με έδρα την Πάφρα, Ευθύμιος Αγριτέλλης διαμαρτυρήθηκε στον καϊμακάμη της Πάφρας για τα έκτροπα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο αποκλεισμός ενεργούνταν σε όλην τη μητροπολιτική επαρχία Αμασείας, αλλά και εκτός αυτής, συνεχής και μεθοδικός, με προτροπές και διαφωτισμό, κατά ευτυχή συγκυρία χωρίς να γίνεται χρήση ροπάλων, όπως σε άλλα μέρη του Πόντου 88. Στην Αμισό, κατά την προσπάθεια εγκατάστασης Αλβανών προσφύγων, ξέσπασαν ταραχές, με αποτέλεσμα ο εμπορικός αποκλεισμός να είναι άγριος και να τοιχοκολληθούν σε διάφορα σημεία της πόλης απειλές: φύγετε απ εδώ, άπιστοι Ρωμιοί, θα σας σφάξωμεν, θα σας εξολοθρεύσωμεν μέχρις ενός. 89 Ο ήπιας μορφής εμπορικός αποκλεισμός της Πάφρας, με προτροπές και κατηχήσεις, χωρίς τη χρήση βίας, αποσκοπούσε στην ηπιώτερη αποδοχή των Αλβανών, που μεταφέρθηκαν από τη γειτονική Αμισό, από τους Έλληνες της Πάφρας. Ένας από τους στόχους του εμπορικού αποκλεισμού και της εγκατάστασης των Αλβανών στην περιοχή ήταν και ο εξαναγκασμός των Ελλήνων σε φυγή από τον τόπο τους. Έπρεπε η περιοχή να διαφοροποιηθεί πληθυσμιακά, προς όφελος των μουσουλμάνων, μέχρις εξαφανίσεως των Ελλήνων και να διαρπαγούν οι περιουσίες τους. Η πλούσια και ανεπτυγμένη Αμισηνή χώρα, με την κατ εξοχήν παραγωγική Πάφρα, έπρεπε με κάθε θυσία να αλλάξει ιδιοκτήτες. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι λόγοι, οι μουσουλμάνοι Αλβανοί πρόσφυγες μπορούσαν να τοποθετηθούν σε μουσουλμανικά χωριά ή σε ακαλλιέργητες εκτάσεις του απέραντου δυτικού Πόντου, ή ακόμα και σε άλλες αχανείς εκτάσεις της Μικράς Ασίας. Η εν ψυχρώ αρπαγή των ελληνικών περιουσιών στην Πάφρα θα αρχίσει το 1917, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής είχε εξοριστεί στην Κασταμονή, ή είχε καταφύγει στα βουνά για να αποφύγει τη φυσική εξόντωση. 85 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 127. 86 Ό. π. 87 Ό. π. 88 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α/21 δ, αρ. πρωτ. 255/12.7.1914, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 89 Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918 ), ΛΘ, 282. 114
5. Τα γεγονότα μέχρι την κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου Οι Νεότουρκοι, με την απόλυτη πλειοψηφία τους στις εκλογές, ξεκαθάρισαν τους πολιτικούς στόχους τους, αλλά και τις προθέσεις τους απέναντι στις χριστιανικές εθνότητες. Είχαν πλήρη επίγνωση ότι, οι Οθωμανοί κυριάρχησαν στη Μικρά Ασία με το σπαθί τους πάνω σε εθνότητες και λαούς. Το μέλλον προδιαγραφόταν ζοφερό, με δεδομένο ότι ένα μέρος των κτήσεών τους στη Βαλκανική χερσόνησο είχε ήδη χαθεί και προδιαγραφόταν η απειλή και για τις υπόλοιπες κτήσεις τους. Οι κατακτημένοι λαοί ζητούσαν διαρκώς να ελευθερώσουν τα εδάφη που ιστορικά τους ανήκαν. Ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός ακόμη και για αυτήν την ίδια τη Μικρά Ασία. Οι Νεότουρκοι χρειαζόταν ένα δικό τους ζωτικό χώρο πάνω στον οποίο θα οικοδομούσαν τη δική τους πατρίδα. Η συρίκνωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ραγδαία στη διάρκεια του 19 ου αιώνα. Το Κρητικό Ζήτημα (1909) υπήρξε η αφορμή για να παραμερίσουν οι Νεότουρκοι τις διακηρύξεις τους για ισότητα και αδελφοσύνη, και να εφαρμόσουν εξοντωτικά προγράμματα, προκειμένου να υλοποιήσουν το πολιτικό πρόγραμμά τους για τη δημιουργία ενός καθαρά τουρκικού κράτους. Ο Νεότουρκος πρεσβευτής Αχμέτ Ριζά, αναφερόμενος στο θέμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, τόνιζε ξεκάθαρα, ότι έπρεπε να τελειώνει το θέμα με τη σύγχυση των δύο εθνικοτήτων, ότι οι Έλληνες της αυτοκρατορίας όφειλαν να συνειδητοποιήσουν ότι είναι Τούρκοι και όχι Έλληνες, και ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο όφειλε να μην αποτελεί εστία του Ελληνισμού. Οι Νεότουρκοι θα επέβαλαν τη θέλησή τους καλόβολα, με κατανόηση και με μεγαλύτερη σταθερότητα από κάθε άλλη φορά 90. Οι απόψεις του Νεότουρκου πρωθυπουργού και υπουργού στρατιωτικών, αρχιστρατήγου Σεφκέτ πασά, για τη νέα κατάσταση, αποτυπώνονται στην ανακοίνωση του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα Wangenheim προς τον αρχικαγκελάριο Büllow, στις 24.6.1909 και έχουν ως εξής: Οι Τούρκοι έχουν αποφασίσει έναν εξοντωτικό πόλεμο εναντίον των χριστιανών της αυτοκρατορίας. Θ αρχίσουν πρώτα μέσα στην Τουρκία, εκεί όπου ζεί το μεγαλύτερο μέρος και μετά έξω από την Τουρκία, εκεί όπου υπάρχουν εστίες αντίστασης 91. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί των Νεοτούρκων με τους Έλληνες, εξαιτίας των ενωτικών αγώνων των Ελλήνων, οδηγούνταν με ωμή πρόκληση προς το κλείσιμό τους. Στις 26.6.1909, δύο ημέρες αργότερα, ο Γερμανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Miguel ενημέρωνε το Βερολίνο για τη συνάντησή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ με τον αρχιστράτηγο Σεφκέτ πασά, η οποία είχε δραματική εξέλιξη. Ο πνευματικός ηγέτης των Ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας απειλούνταν από ένα σημαντικότατο Νεότουρκο αξιωματούχο, με τις εξής φράσεις: Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε 92. Ο Σεφκέτ πασάς δεν απειλούσε μόνο με εξόντωση τον Ελληνισμό, αλλά ψυχρά ομολογούσε, και τον τρόπο με τον οποίο θα επιτυγχανόταν το αποτρόπαιο έγκλημα από τους Νεότουρκους. Τον Αύγουστο του 1910 στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια μυστικής συνεδρίασης της κομιτατικής επιτροπής, ο Ταλαάτ αποκάλυπτε ως εξής τις πολιτικές προθέσεις του: Ο ιερός νόμος, όλο το παρελθόν μας και τα αισθήματα εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων, αλλά και των ιδίων των γκιαούρηδων, που πεισματικά αντιδρούν σε κάθε προσπάθειά μας να τους εξοθωμανίσουμε, αποτελούν αδιαπέραστο 90 Ενεπεκίδης, Διωγμοί, 8. Φωτιάδης, Γενοκτονία, 87. 91 Φωτιάδης, ό. π. 92 Ό. π. 115
εμπόδιο για την επιβολή πραγματικής ισότητας Δεν είναι στις προσπάθειές μας για τον εξοθωμανισμό της Αυτοκρατορίας μια μακρά και επίπονη προσπάθεια 93. Ο Ταλαάτ, ένας από τους ηγέτες της Νεοτουρκικής Τριανδρίας, αποκάλυπτε παγερά στους ομοϊδεάτες του ότι, ο εξοθωμανισμός των Ελλήνων δεν ήταν παρά ο εκτουρκισμός τους και το ισοπέδωμα ενός λαού άπιστου, ο οποίος θα επιτυγχανόταν με συνοπτικές διαδικασίες, στην κατάλληλη ευκαιρία, με τραγική κατάληξη για τους ατυχείς Ελληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στις 12 Μαρτίου του 1911, ο μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού Γερμανός Καραβαγγέλης κατήγγειλε από την Αμισό τόσο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσο και στο υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος τα πρωτάκουστα τερατουργήματα που διαπράχθηκαν σε μεσόγειο χωριό της Επαρχίας του, από το μουδίρη της κωμόπολης Ντεστέκ και αστυνομικούς κακουργούντες επί της τιμής αθώων γυναικών. Παρόμοιες διαμαρτυρίες για τα γεγονότα της Εκκλησιαστικής Επαρχίας Αμασείας και Αμισού, αλλά και από άλλες Επαρχίες του Οικουμενικού θρόνου συνέχισαν να αποστέλλονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην ελληνική κυβέρνηση 94. Οι δειλοί και άνανδροι τοπικοί Νεότουρκοι αξιωματούχοι προχωρούσαν από τη θεωρία στην πράξη, ξεκινώντας με την τρομοκράτηση της απροστάτευτης υπαίθρου. Με την τρομοκρατία, οι Νεότουρκοι μπορούσαν να επιτύχουν καλύτερα τον έλεγχο των περιοχών που επιθυμούσαν. Την εποχή που δοκιμαζόταν ο λαός της Επαρχίας του, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης περιερχόταν την ευρύτερη περιφέρεια Πάφρας, και στήριζε τους κατοίκους της στην Ορθοδοξία και στον Ελληνισμό. Θεμελίωνε νέα σχολεία και εκκλησίες, ενώ παράλληλα επισκεύαζε τις παλιές. Ακούστε παιδιά μου, κρατηθείτε όσο μπορείτε σαν Έλληνες και χριστιανοί Οι Τούρκοι σας μισούν, το ξέρω, γιατί δεν αλλάξατε την πίστη σας. Κάντε υπομονή, τα μέρη αυτά σε λίγον καιρό θα είναι ελληνικά Άς χάσατε τη γλώσσα σας Για μας μεγαλύτερη σημασία έχει να μη χάσουμε τη θρησκεία μας και την Ελλάδα μας 95. Ο διορατικός μητροπολίτης προέβλεπε τις χειρότερς μέρες που θα ακολουθούσαν, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δώσει κουράγιο και ελπίδα στους κατοίκους της υπαίθρου, οι οποίοι τρομοκρατούνταν συστηματικά από τα νεοτουρκικά στοιχεία. Η πίστη των Παυρενών στην Ορθοδοξία και το όραμα της Ελλάδος ήταν το καλύτερο ίαμα για τους κατοίκους της Επαρχίας του, στα ακρότατα αυτά όρια του Ελληνισμού. Στο τρίτο ετήσιο συνέδριό τους, από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Οκτώβριο του 1911, οι Νεότουρκοι έδωσαν το στίγμα της σωβινιστικής πολιτικής τους με το σύνθημα: Η Τουρκία στους Τούρκους. Πρότειναν, επίσης, τα μέσα με τα οποία θα υλοποιούσαν την εθνοκάθαρση: Πρέπει να φροντίσουμε να τους ελαττώσουμε αριθμητικά, και τελικά να τους εξοντώσουμε ξεκαθαρίζοντας την τουρκική γή, ώστε να μη μας αποσπούν και άλλα εδάφη 96. Οι Νεότουρκοι καλλιεργούσαν απροκάλυπτα την ιδέα της φυσικής εξόντωσης των χριστιανών, προκειμένου να μην μπορούν να διεκδικήσουν ποτέ την ιστορική πατρίδα τους. Απλά περίμεναν την κατάλληλη συγκυρία και τηρούσαν τα προσχήματα. Τα φιλελεύθερα κόμματα και οι πολιτικές ομάδες προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να σταματήσουν το σχεδιαζόμενο αποτρόπαιο έγκλημα. Την πολιτική αστάθεια των ετών 1911 και 1912 ακολούθησε η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τους οπαδούς της θεωρίας του Παντουρκισμού Ziya Gökalp. Η 93 Α. Βερέμης, Το κίνημα των Νεοτούρκων και οι άμεσες συνέπειές του, Ι.Τ.Ε.Ε. 14 (1977) 255. 94 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Β/ 53, αρ. πρωτ. 236/30.5.1911, και Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Β/ 53, αρ. πρωτ. 236/30.5.1911. 95 Μαρτυρίες Κωστάχογλου Αβραάμ και Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 96 Ο. Αγαμπατιάν, Η Αρμενία και το αρμενικό ζήτημα, Αθήνα 1988, 58. 116
αδίστακτη νεοτουρκική Τριανδρία των Ταλαάτ, Εμβέρ και Τζεμάλ κρατούσε πλέον την εξουσία στα χέρια της 97. Στο παιχνίδι εξουσίας συμμετείχαν και οι εφημερίδες. Στις 4 Οκτωβρίου 1911, στη γειτονική με την Πάφρα Αμισό, η εφημερίδα ΑΚΣ-Ι-ΣΕΔΑ (ΗΧΩ) είχε άρθρο με τίτλο: Οθωμανοί εις τα όπλα. Για πρώτη φορά το επίσημο έντυπο του νεοτουρκικού κομιτάτου καλούσε απροκάλυπτα τους μουσουλμάνους σε ιερό πόλεμο κατά των εχθρών. Μεταξύ άλλων έγραφε: Η θέσις του αγωνιστού παρά τω Θεώ είναι πολύ ψηλά Εμπρός αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν από σήμερον να συγκρουστώμεν μετά των εχθρών, να πίωμεν το αίμα των 98 Τα σχόλια περιττεύουν μπροστά στον ασυγκράτητα εκδηλούμενο τυφλό φανατισμό των Νεοτούρκων. Οι διαφορετικές εθνότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οδηγούνταν, δια πυρός και σιδήρου, στον δια της σύγκρουσης αφανισμό, με πρόσχημα τη διαφορετικότητα στο θρήσκευμα. Κατά τη διάρκεια του εμπορικού αποκλεισμού, είχαν τοιχοκολληθεί αφίσες, μέσω των οποίων απειλούσαν με σφαγή και εξολόθρευση όσους Έλληνες δεν εκπατρίζονταν από την επαρχία της Αμισού, στην οποία υπαγόταν και η Πάφρα. Στα τεμένη, δύο φορές κάθε Παρασκευή, οι ιμάμηδες εξόρκιζαν τους πιστούς μουσουλμάνους να μη συναλλάσονται με τους απίστους 99. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τις απώλειες του μεγαλύτερου μερους των βαλκανικών κτήσεων των Τούρκων, η εγκατάσταση Αλβανών μουσουλμάνων στα χριστιανικά χωριά της Πάφρας, με την υπερπήδηση των ενδιάμεσων μουσουλμανικών, τα οποία μπορούσαν να επαρκέσουν για την εγκατάσταση των πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες ομοθρήσκων τους προσφύγων στη γενικότερη περιφέρεια Πάφρας-Αμισού, επιτεύχθηκε δια της βίας. Το πρόγραμμα της εκμηδένισης του ομογενούς στοιχείου της επαρχίας ενισχυόταν με φλογερά άρθρα σε εφημερίδα της Αμισού, η οποία καλούσε τους Έλληνες Οθωμανούς υπηκόους: εχθρούς της πατρίδας, άσπονδους εχθρούς του μουσουλμανισμού, έβριζε τη χριστιανική θρησκεία με τους λειτουργούς της και χαρακτήριζε τον Τίμιο Σταυρό σαν ένα κομμάτι σανίδας 100. Η προσπάθεια απαξίωσης των Ελλήνων χριστιανών ως ισότιμης εθνότητας της Αυτοκρατορίας αποτελούσε μια σχετικά ήπια μορφή τρομοκρατίας, αλλά παράλληλα προϊδέαζε και το μέλλον της εθνότητας. Ανήσυχος ο κατακτητής, και γεμάτος ανασφάλεια για το ίδιο το μέλλον του, έβγαζε τα μαχαίρια από τη θήκη τους και τα ακόνιζε. Από αναφορά του υποπροξένου της Αμισού φαίνεται ότι, η ιδιαιτερότητα στην Πάφρα, κατά την εγκατάσταση των Αλβανών προσφύγων, έγκειται στο γεγονός ότι η εγκατάστασή τους έγινε, σε πολλές περιπτώσεις, μέσα στα σπίτια των Ελλήνων, με την υποχρέωση να τους διατρέφουν. Ο καϊμακάμης της Πάφρας δήλωσε ότι η εγκατάσταση αυτή θα ήταν προσωρινή, ενώ ο αστυνομικός διευθυντής δήλωσε, ότι η εγκατάσταση θα ήταν οριστική, θα γινόταν με τη βία, και όποιοι δεν ήθελαν να έφευγαν για την Ελλάδα. Οι Έλληνες της Πάφρας αντέδρασαν στις προκλητικές δηλώσεις του αστυνομικού διευθυντή, και δήλωσαν ότι προτιμούσαν να μείνουν και να πεθάνουν στα σπίτια τους. Ο καϊμακάμης αποδοκίμασε τις δηλώσεις του αστυνομικού διευθυντή, με σκοπό να εκτονώσει την έντονη κατάσταση, ενώ οι 97 Alp Tekin, Türkismus und Pantürkismus, Weimar 1915, 4-8. 98 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, B/53, αρ. πρωτ. 440/13.10.1911 υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 99 Μαύρη Βίβλος Οικουμενικού Πατριαρχείου, 289, 291. 100 Ό. π. 117
κάτοικοι της Πάφρας συνέχισαν να αρνούνται την εγκατάσταση των Αλβανών προσφύγων, απειλώντας τη ζωή τους 101. Ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλης, σύμφωνα με τον υποπρόξενο της Ρωσίας στην Αμισό Δ. Φλορίνσκι, απέστειλε αναφορά στον Πατριάρχη, που αφορούσε στη βίαιη εγκατάσταση των προσφύγων Αλβανών στα χριστιανικά χωριά της Πάφρας. Ο επίσκοπος, μεταξύ άλλων, τόνιζε την αναστάτωση του ελληνικού πληθυσμού της Πάφρας από τις απειλητικές προκηρύξεις του Απριλίου και την άφιξη των μοουσουλμάνων προσφύγων, αλλά και τη συσπείρωσή τους γύρω από τον επιφανή δημογέροντα χατζη-γιάννη Γελκεντζόγλου. Η συκοφαντική προπαγάνδα των αρχών εναντίον του, για δήθεν συγκέντρωση χρημάτων υπέρ του ελληνικού στόλου, δεν αποδείχτηκε, παρά τις ανακρίσεις και τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο γραφείο και στο σπίτι του. Το γεγονός αυτό, όμως, όξυνε ακόμη περισσότερο την εχθρότητα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων 102. Για όσους γνωρίζουν την ψυχοσύνθεση των Παυρενών, είναι εύκολο να αντιληφθούν ότι η ενέργεια αυτή των διοικούντων της Πάφρας αποτελούσε τη χειρότερη προσβολή στο πρόσωπό τους. Χωρίς καμία προσπάθεια αναβάθμισης ή υποβάθμισης του γεγονότος, λίγο ή πολύ, αυτή ήταν η επικρατούσα αντίληψη κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε όλους τους υπόδουλους Έλληνες. Στην περιοχή του δυτικού Πόντου, και ειδικότερα στην Πάφρα, μια τέτοια ενέργεια ήταν αδιανόητη για τους πιστούς χριστιανούς, οι οποίοι έζησαν κυνηγημένοι για αιώνες πάνω στα βουνά, προκειμένου να διαφυλάξουν ως κόρη οφθαλμού την πίστη τους στην Ορθοδοξία. Το οικογενειακό άσυλό τους δεν ήταν δυνατόν να μαγαριστεί. Ήταν αδιανόητο. Προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να το αποδεχτούν. Το Πατριαρχείο, ανήμπορο να βοηθήσει το ελληνοχριστιανικό στοιχείο στις απρόκλητες και απροσχημάτιστες βίαιες επιθέσεις των Νεοτούρκων, σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία, σε ένδειξη πένθους κήρυξε το Μάιο του 1914 την Εκκλησία και την παιδεία υπό διωγμόν, κλείνοντας τις εκκλησίες και τα σχολεία και καταγγέλοντας στις Μεγάλες Δυνάμεις τους διωγμούς 103. Στην έδρα της μητρόπολης Αμασείας, στην Αμισό, η διαμαρτυρία ήταν ιδιαίτερα έντονη και η είσοδος του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Τριάδος στολίστηκε με μαύρα κρέπια 104. Η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου θορύβησε τη νεοτουρκική ηγεσία, η οποία ζητούσε με επίμονες πιέσεις, προς τους βουλευτές και γερουσιαστές, να ανοίξουν οι εκκλησίες και τα σχολεία. Η θέση του Πατριάρχη ήταν σαφής και αποστομωτική: Το κλείσιμον των εκκλησιών είναι εκδήλωση πένθους και το πένθος θα λήξει όταν παύσουν οι διωγμοί 105. Η απόφαση του Πατριάρχη ήταν απόλυτα αφοπλιστική και απέρρεε από τη γενναιοψυχία και την αυτοθυσία του ηγέτη της Ορθοδοξίας. Μετά από έντονες πιέσεις και του Ρώσου πρέσβη, που έβλεπε τα σύννεφα του πολέμου να πλησιάζουν, ο Πατριάρχης κατέθεσε εγγράφως τις συγκεκριμένες προτάσεις του, οι οποίες εστιάζονταν στην προστασία του ποιμνίου του 106. Στις αρχές Ιουνίου του 1914, στους Τούρκους μουχτάρηδες εστάλησαν ενσφράγιστες επιστολές, με την απειλή να αποσφραγισθούν αυτές, όταν δοθεί το σύνθημα. Σύμφωνα με τη διαταγή αυτή, 3.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες, οι οποίοι 101 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α/21 α, αρ. εμπ. πρωτ. 16532/29.5.1914 υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. 102 Φωτιάδης, Γενοκτονία, ΙX, 108-109. 103 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α/21 α, αρ. πρωτ. 4740/28.5.1914 πρέσβης Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείον Εξωτερικών. 104 Κουλοχέρης, Αμισός, 44. 105 Εμμανουηλίδης, Αυτοκρατορία, 289, 310. 106 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 138. 118
ήταν εγκατεστημένοι στα χριστιανικά χωριά και τα πανδοχεία: Ανέμενον την κατάλληλον στιγμήν όπως επιτεθώσι κατά των, ως άνω, χωρίων προς επιτέλεσιν του απαισίου αυτών έργου 107. Το έργο αυτό αποσκοπούσε στη φυσική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου με τον πιο ωμό και αποτρόπαιο τρόπο, σύμφωνα πάντα με τις εντολές των σωβινιστών Νεοτούρκων. Ευτυχώς, η υλοποίηση του εγκληματικού αυτού σχεδίου αναβλήθηκε προσωρινά. Η έκρηξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου ματαίωσε όλες τις συμφωνίες, και σήμανε την αρχή της νέας τραγωδίας του Ελληνισμού στον Πόντο. Η Πάφρα με την Αμισό θα ήταν το επίκεντρό της. Την ίδια εποχή, στη μητροπολιτική Ελλάδα επικρατούσε κλίμα γενικής ευφορίας, μετά τους νικηφόρους πολέμους του 1912-1913, που είχαν αποφέρει τον εδαφικό και πληθυσμιακό διπλασιασμό της. Η γιγαντιαία αυτή αλλαγή της Ελλάδος και η προοπτική επέκτασής της προς τα ανατολικά, σε τόπους όπου υπήρχε συμπαγές ελληνικό στοιχείο, όπως στον Πόντο, και ειδικότερα στο δυτικό Πόντο, αποτέλεσε το βρόγχο στον Ποντιακό Ελληνισμό, εξαιτίας του συνεχώς αυξανόμενου νεοτουρκικού σωβινισμού. Η ταπείνωση της Τουρκίας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, οπότε έχασε το σύνολο σχεδόν των βαλκανικών κτήσεών της, επέτεινε την κατάσταση. 6. Τάγματα Εργασίας Στις 21 Ιουλίου 1914, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όλοι οι άνδρες από 19 έως 45 χρόνων κλήθηκαν στον πόλεμο. Όσοι δεν παρουσιάζονταν στο στρατό, μέσα σε 11 ημέρες, κρίνονταν λιποτάκτες και καταδικάζονταν σε θάνατο. Η διαταγή τοιχοκολλήθηκε σε όλα τα τζαμιά, τις εκκλησίες, τα καφενεία και τα δημόσια κτίρια. Με τη δικαιολογία, δήθεν, της λιποταξίας, αλλά και με τη νομική κατοχύρωση της διαταγής, άρχισαν να εξοντώνουν όσους είχαν στους μαύρους πίνακες, παράλληλα καλλιεργούσαν στις μάζες το θρησκευτικό και εθνικιστικό φανατισμό, ενώ τις προετοίμαζαν ψυχολογικά με διαδηλώσεις για τις μεγάλες σφαγές 108. Οι εύποροι, μη μωαμεθανοί, μπορούσαν να πληρώσουν στρατιωτικό αντισήκωμα (betel) 44 χρυσών οθωμανικών λιρών, και να απαλλαγούν από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τους. Όλοι οι υπόλοιποι κατατάχτηκαν στον τακτικό στρατό 109. Στο Ανατολικό Μέτωπο, στα Ρωσοοθωμανικά σύνορα, στην αποφασιστικής σημασίας λυσσώδη μάχη του Σαρήκαμις, οι Οθωμανοί υπέστησαν πανωλεθρία. Οι απώλειες του στρατού ανέρχονταν σε 130.000 στρατιώτες 110. Οι Οθωμανοί αξιωματικοί και χοτζάδες του στρατού, για να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν το πεσμένο ηθικό των στρατιωτών τους, απέδωσαν την τρομερή ήττα στους χριστιανούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Με το πρόσχημα αυτό τους αφόπλισαν και τους 107 Μαύρη Βίβλος Οικουμενικού Πατριαρχείου, 291. 108 Χαραλαμπίδης-Φωτιάδης, Δικαίωμα στη μνήμη, 54. Φωτιάδης, Γενοκτονία, 147. 109 Γαβριηλίδης, Πόντος, 7-8. 110 Μετά από ένα σχεδόν αιώνα, οι Τούρκοι έδωσαν τον πραγματικό αριθμό των απωλειών της τραγικής μάχης του Σαρήκαμις. Κατά την αρχική επίσημη δήλωση, ο αριθμός ανέρχονταν σε 90.000 νεκρούς αξιωματικούς και στρατιώτες. 119
έστειλαν στα Τάγματα Εργασίας, σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της Ανατολής 111. Ο προελαύνων ρωσικός στρατός, όμως, με βραδινές θερμοκρασίες που έφταναν τους 30 ο C υπό το μηδέν, εύρισκε τους νεκρούς Οθωμανούς στρατιώτες με κουρελιασμένες χλαίνες, με σκισμένα άρβυλα, χωρίς στοιχειώδη ένδυση και υπόδηση, παγωμένους στις σκοπιές και στα πεδία των μαχών. Αντιμετώπιζε ένα στρατό σε άθλια κατάσταση. Τα Τάγματα Εργασίας (amele taburlari) είχαν συγκροτηθεί για να σπάζουν πέτρες, να διανοίγουν δρόμους χεμώνα καλοκαίρι, με πολικές θερμοκρασίες, αλλά και με συνθήκες καύσωνα, για να διέρχονται ζώα και άμαξες για τη μεταφορά πολεμοφοδίων. Στην ουσία ήταν καταναγκαστικά έργα 112. Ήδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και το πρώτο έτος του Α Παγκοσμίου Πολέμου, η στράτευση των Ελλήνων χριστιανών ήταν τυπική και τοποθετούνταν στις πλέον απομακρυσμένες μονάδες, ενώ η μεταχείρισή τους από τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς ήταν απάνθρωπη και βάρβαρη, σε σημείο που πολλές φορές ο ξυλοδαρμός έφτανε μέχρι το θάνατο. Με τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914, τέθηκε σε εφαρμογή ένα σατανικό σχέδιο εμπνευσμένο από τους Γερμανούς 113. Ο Liman von Sanders έδωσε τις θεωτητικές κατευθύνσεις για τη στρατολόγηση και την ένταξη των Ελλήνων στα Τάγματα Εργασίας, τις οποίες εκτέλεσαν άμεσα οι Νεότουρκοι και σε ανταπόδοση για τις ευεργεσίες του, του απένειμαν τον τίτλο του pasa. 114. Τα τάγματα αυτά οι Έλληνες τα ονόμασαν Τάγματα Θανάτου, γιατί στόχευαν στην εξόντωση και τον αφανισμό των Ελλήνων από την πείνα και τις κακουχίες. Ήταν ο προσχεδιασμένος αφανισμός των στρατευμένων ανδρών του Ελληνισμού τόσο στον Πόντο, όσο και στην υπόλοιπη Μικρασία. Για τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα, σε επόμενη φάση, θα εφαρμόζονταν ο Λευκός Θάνατος. Με την κήρυξη του πολέμου, σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες, οι επίστρατοι από την Πάφρα οδηγούνταν απευθείας στα Τάγματα Εργασίας του Σαρήκαμις 115. Ο Αβέρκιος Παρασκευαΐδης, από το χωριό Χιτιρελέζ-Άγιος Γεώργιος της Πάφρας, θυμάται: Αφού παρουσιάστηκα στο στρατόπεδο της Πάφρας, από εκεί με στείλανε στο Σαρήκαμις κοντά στα τουρκορωσικά σύνορα Στο Σαρήκαμις βρήκα πολλούς κοντοχωριανούς μου (307), αλλά και άλλους από άλλα χωριά της Πάφρας και από πολλά άλλα μέρη του Πόντου Το κρύο ήταν φοβερό και εμείς σχεδόν ολόγυμνοι και νηστικοί, γιατί το φαΐ που μας δίνανε δεν το έτρωγαν ούτε τα σκυλιά, αλλά και αυτό ήταν λίγο, ίσα-ίσα για να κρατηθούμε στη ζωή, και θα έλεγε κανείς μας πήγαν εκεί όχι για να δουλέψουμε, αλλά για να μας εξοντώσουν Είδα συμπατριώτες μου να πεθαίνουν από το κρύο και την παγωνιά, είδα ανθρώπους να παγώνουν όρθιοι με το φτιάρι στο χέρι Καθημερινά φόρτωναν τα βαγόνια του τρένου με νεκρούς Πολλοί αυτοκτόνησαν, και πολλοί θέλανε να πεθάνουν γιατί δεν άντεχαν Κάποτε αποφάσισα και εγώ να δραπετεύσω Είχαμε θάψει περισσότερα από τριακόσια άτομα εκείνη την ημέρα του Δεκέμβρη του 1914, κρύωσα φοβερά και τυλίχτηκα μέσα σε ένα σακί, άνοιξα μια τρύπα στο κεφάλι μου και δύο άλλες για να βγάλω τα χέρια μου, και λόγω του 111 Γαβριηλίδης, Πόντος, 9. 112 Ό. π., 9-10. 113 Χ. Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε, Θεσσαλονίκη 1995, 88. 114 Ενεπεκίδης, Διωγμοί, 10. 115 Προφορική μαρτυρία Καρασαββίδη Στυλιανού του Ιωάννου. Γεννήθηκε στο Μουσμελέκ της Πάφρας το 1902 (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικολάου, Τσομπάνογλου Νικολάου, Παρασκευαΐδη Αβερκίου και Παρασκευαΐδου Σοφίας. 120
φοβερού ψύχους πάγωσαν τα πόδια μου και δεν μπορούσα να μετακινηθώ Οι θάνατοι καθημερινά μεγάλωναν, και μάλιστα καθημερινά έκαναν και στρατοδικείο για διάφορα, δήθεν, παραπτώματα και για σαμποτάζ Δε γυρίσαμε ούτε οι μισοί 116 Είναι αδύνατο να περιγραφούν τα απάνθρωπα εγκλήματα που διαπράττονταν στα Τάγματα Εργασίας-Τάγματα Θανάτου. Δύσκολα ο ανθρώπινος νούς μπορεί να συλλάβει το μέγεθος της απανθρωπιάς μιας ομάδας Νεοτούρκων, οι οποίοι, με την προτροπή των Γερμανών καθοδηγητών τους, χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να αφανίσουν τον ελληνικό ανδρικό πληθυσμό. Όταν το φοβερό κρύο και η παγωνιά, η ασιτία και οι κακουχίες, οι θάνατοι και οι αυτοκτονίες δεν κατάφερναν να αποτελειώσουν τους Έλληνες, τότε ετίθεντο σε εφαρμογή και άλλα αποτρόπαια μέσα. Σταματά το μυαλό του ανθρώπου μπροστά σε αυτήν την κτηνωδία. Οι ανθρώπινες αξίες απαξιώνονταν με το χειρότερο τρόπο. Ο Στυλιανός Καρασαββίδης, από το Μουσμελέκ της Πάφρας, αφηγήται: Ένας κοντοχωριανός μας, που δραπέτευσε από το Σαρήκαμις, όπου είχε δεί τον αδερφό μου Ιουλιανό, έλεγε πως όλοι είχαν πεθάνει, ή αν δεν πέθαιναν, πολύ γρήγορα θα πεθάνουν, γιατί τους είχαν χειμώνα καιρό με ένα σακί περασμένο γύρω από το σώμα τους και τίποτε άλλο Νηστικοί και πεινασμένοι Πολλοί πέθαιναν γιατί δεν άντεχαν στο κρύο Μετά μάθαμε ότι είχε πεθάνει όπως τόσες χιλιάδες Έλληνες που τους είχαν πάει στα Τάγματα Εργασίας 117. Η διαταγή αφανισμού των Ελλήνων τηρούνταν απαρέγκλιτα σε όλα τα Τάγματα Θανάτου. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν υφίστατο. Πολλοί Παφραίοι που κλήθηκαν στα Τάγματα Εργασίας δεν πήγαν. Το 1914 με κάλεσαν να πάω στρατιώτης στα Αμελέ Ταμπουρού και δεν πήγα 118 Τους Έλληνες τους στέλνανε στα Αμελέ Ταμπουρού, στα κάτεργα, και από αγανάκτηση ο κόσμος επαναστάτησε 119. Οι ειδήσεις που έφταναν στα χωριά για την τύχη όσων κατατάσσονταν στα Τάγματα Εργασίας προκαλούσαν τρόμο και απελπισία. Ταυτόχρονα καλλιεργούσαν την υλοποίηση της ιδέας για αντίσταση στη βάρβαρη και απάνθρωπη Νεοτουρκική βιαιότητα. Στο σύνολο των στρατευμένων στα Τάγματα Εργασίας-Τάγματα Θανάτου γεννώνταν η ιδέα της δραπέτευσης, εξαιτίας της δουλείας που υφίσταντο, της απάνθρωπης μεταχείρισης και της εγκληματικής συμπεριφοράς των Νεοτούρκων αξιωματικών και στρατιωτών. Πολλοί από αυτούς δραπέτευαν, ενώ αρκετοί κατάφερναν να επιστρέψουν στην περιοχή τους, και να κρυφτούν στα γειτονικά δάση, προσπαθώντας να εξοπλιστούν 120. Ο μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού Γερμανός Καραβαγγέλης αναφέρει για τους νέους της Επαρχίας του ότι εστάλησαν στα Τάγματα Εργασίας στο Σούσεχηρ της Σεβάστειας, στο εσωτερικό της Ανατολής, δήθεν για να κατασκευάζουν δρόμους, όμως, στην πραγματικότητα για να τους αφανίσουν με τη λιμοκτονία και τις κακουχίες 121. Την ίδια κατάσταση αναφέρουν μαρτυρίες για τις γειτονικές περιοχές με την Πάφρα τόσο στις Θέρμες Φαζημονιτών (Κάβζα) 122, όσο και στα Κοτύωρα 123. Ο θάνατος τους περίμενε όλους. Ελάχιστοι κατάφεραν να επιζήσουν. 116 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 117 Μαρτυρία Καρασαββίδη Στυλιανού. 118 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικολάου και Τσομπάνογλου Νικολάου. 119 Προφορική μαρτυρία Καλαϊτζόγλου Γεωργίου, ο οποίος γεννήθηκε το 1908 στο χωριό Καράχουσεϊν της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Αλάτσαμ) και εγκαταστάθηκε στις Κρηνίδες Καβάλας. 120 Κων. Χατζηθεοδωρίδη, Αυτονομία του Ελευθέρου Ελληνισμού του Πόντου, ανέκδοτη αυτοβιογραφία, 36-67. 121 Μπέλλου, Ποντιακά, 98. 122 Πρόδρομος Ηλιάδης, Απομνημονεύματα από τα φριχτά γεγονότα της περιοχής Χάβζας Πόντου 1914-1923, Αξιούπολη 1984, 11-12. 121
Σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία: μέχρι το τέλος του 1917, επιστρατεύτηκαν περισσότεροι από 200.000 Έλληνες από 15 μέχρι 48 ετών. Πολλοί από αυτούς πέθαναν από την κακή μεταχείριση, τις αρρώστιες, την πείνα και το κρύο 124. Οι Γερμανοί φίλοι, σύμμαχοι και σύμβουλοι των Νεοτούρκων, κατέγραφαν, παράλληλα με την κρύα γλώσσα της διπλωματίας και της πολιτικής, τα αποτρόπαια εγκλήματα των θεωριών τους. Υπολογίζεται ότι, από τους Παυρενούς-Παφραίους μόλις το ήμισυ του ανδρικού πληθυσμού κατόρθωσε να επιστρέψει από τα Τάγματα Θανάτου του Σαρήκαμις. Με τη ρωσική προέλαση, και την κατάληψη της περιοχής μέχρι τον ποταμό Φιλαβωνίτη (Χαρσιώτη), όλοι οι επιζήσαντες απέκτησαν την ελευθερία τους. Το πρόβλημα, όμως, δε σταματούσε εκεί. Είχα γυρίσει σωστό ράκος, και δεν ήθελα να δώ ή να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε, γιατί μόνο που θυμόμουνα τι είχα περάσει τρελαινόμουν 125 Οι ψυχολογικές διαταραχές, όσων είχαν γλιτώσει από τα κολαστήρια του θανάτου, τους είχαν τσακίσει. Παράλληλα, θέριεψε το πάθος των Παυρενών για εκδίκηση. Η νεοτουρκική κτηνωδία έπρεπε να αντιμετωπιστεί με κάθε μέσο. Το βουνό ήταν η σωτηρία. 7. Το αντάρτικο στην Πάφρα 7.1 Πρώιμη περίοδος (1690-1900) Η εμφάνιση του θεσμού των ντερέμπεηδων επηρέασε αρνητικά τη ζωή των Ελλήνων του Πόντου. Στην περιοχή της Πάφρας, ειδικότερα, είχε δραματικά αποτελέσματα. Οι συνεχείς διώξεις του ελληνικού στοιχείου, που αποσκοπούσαν στον εξισλαμισμό, κατά συνέπεια και στον εκτουρκισμό των κατοίκων, εξανάγκαζαν τους Έλληνες να καταφεύγουν στα δάση ή να εκπατρίζονται στο Βόρειο Εύξεινο Πόντο. Οι ελληνοχριστιανικοί πληθυσμοί δεν έπρεπε να αυξηθούν πληθυσμιακά, και κατά συνέπεια να γίνουν επικίνδυνοι για την Οθωμανική αυτοκρατορία, ειδικότερα στην περιοχή αυτή, όπου υπήρχε συμπαγής Ελληνισμός. Τα δραματικά γεγονότα στο Κάστρο της Κοπέλας (1670-1680), αλλά και η σύλληψη 4.000 εφήβων και ανδρών από τους ορεινούς οικισμούς της Πάφρας, με πρόφαση την κατάταξή τους στο στρατό και ο πνιγμός τους στον ποταμό Άλυ, δεμένων ανά δύο πισθάγκωνα με σύρμα, υπήρξαν τραγικά γεγονότα. Η απαίτηση των ντερέμπεηδων για το δίκαιο της πρώτης βραδιάς, η διαρκής απαίτησή τους για χρήμα και σάρκα, αλλά και οι κάθε μορφής απάνθρωπες καταπιέσεις, οδήγησε πολλούς Έλληνες της περιοχής σε ένοπλη αντίσταση. Η απελπιστική κατάσταση στην οποία περιέπεσαν, καθώς και το ένστικτο της επιβίωσης, τους εξανάγκασε να αντιδράσουν στις φοβερές καταπιέσεις των ντερέμπεηδων. Οι μαρτυρίες των Παυρενών-Παφραίων, άμεσων απογόνων των κατοίκων εκείνης της εποχής, είναι συγκλονιστικές: Ο ντερέμπεης και οι άνθρωποί του κάθε τόσο καίγανε σπίτια, συλλαμβάνανε νεαρές κοπέλες, έπαιρναν φόρους, σκότωναν, καίγανε σχολεία και εκκλησίες, και δεν τους άφηναν να μιλάνε 123 Χ. Ηλιάδης, Όσα ενθυμούμαι από την περιπετειώδη ζωή μου, Αθήνα 2002, 39-41. 124 Φωτιάδης, Γενοκτονία,154-155. 125 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 122
ελληνικά Αναγκάστηκαν και οι Πάφραληδες να κάνουν και αυτοί αντίποινα, και κάθε τόσο κτυπούσαν και αυτοί τους ανθρώπους του ντερέμπεη ή καίγανε και αυτοί τουρκοχώρια, και με τον τρόπο αυτό μέχρι ένα σημείο τα κατάφεραν 126. Ο μόνος τρόπος αντίδρασης που υπήρχε για τους κατατρεγμένους αυτούς ραγιάδες ήταν η αντίσταση. Η κατάσταση για το ελληνοχριστιανικό στοιχείο ήταν απελπιστική. Με τα αντίποινα των Ελλήνων μετριαζόταν η εναντίον τους καταπίεση. Η αντίσταση αυτή δεν ήταν μαζική. Κάθε καπετάνιος είχε μαζί του μία ολιγομελή ομάδα γενναίων και αποφασισμένων για όλα ανδρών. Κατά τους χρόνους των διωγμών των ντερέμπεηδων, υπήρξαν δύο περίοδοι έξαρσης του αντάρτικου. Η πρώτη περίοδος κυμαίνεται μεταξύ των ετών 1690-1750, και η δεύτερη ξεκινά από το 1800 και κορυφώνεται το 1850, ενώ στη συνέχεια ατονεί, μέχρι το τέλος του 19 ου αιώνα. Πρώτος αγωνιστής, προστάτης και εκδικητής εμφανίστηκε το 1690 ο Τσουρουκίδης Γεώργιος από το Καράπουναρ της Πάφρας. Ανέβηκε στο βουνό, έκανε μια ομάδα από παληκάρια και κυνηγούσε και αυτός τους Τούρκους. Τους έστηνε ενέδρα και εκτελούσε και αυτός, αν οι Τούρκοι σε κάποιο (ελληνικό) χωριό έκαναν το ίδιο. Μαζί του ήταν και άλλοι από τις γειτονικές περιοχές 127. Ο πρώτος αυτός καπετάνιος, αλλά και οι υπόλοιποι που θα ακολουθήσουν, αγωνίζονταν για την προστασία των καταδιωκόμενων συμπατριωτών τους. Μια μικρή ομάδα ανταρτών προστάτευε, αλλά και εκδικούνταν για το αθώο αίμα, τους ανθρώπους του ντερέμπεη, με απώτερο στόχο να αποτρέπει τέτοιες εγκληματικές ενέργειες. Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι, οι ενέργειες αυτές έφεραν αποτέλεσμα. Μετά από αγώνα 60 χρόνων, ακολούθησε μια ήρεμη περίοδος 50 χρόνων. Κατά τη διάρκεια αυτή, οι αγωνιστές κατά της τυραννίας προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή του δυτικού Πόντου, και πιο συγκεκριμένα, εκτός από την Πάφρα, από τις περιοχές Ανδράπων, Αμισού, Θεμίσκυρας, Λαοδικείας (Πόντου), Θέρμες Φαζημωνιτών και Αμασείας. Οι φημισμένοι αγωνιστές, προστάτες και εκδικητές της περιόδου εκείνης ήταν 128 : 1. Ο Τσουρουκίδης Γιώργης από το Καράπουναρ της Πάφρας (1690-1720). 2. Ο Χατσηλεφτέρης, με το προσωνύμιο Κεραυνός, από την Αμισό(1690-1710) 129. 3. Ο Ελευθέριος, με το προσωνύμιο Καπνάς, από την Άνδραπα (1700-1720). 4. Ο Μαυρίδης Σάββας από τη Θεμίσκυρα (1700-1720). 5. Ο Μελέτιος, με το προσωνύμιο Έμπορος, από το Καπού Καγιά της Πάφρας (1700-1720). 6. Ο Χατσηχρήστος από τη Λαοδικεία (Πόντου) (1700-1720). 7. Ο Αλέκος από την Αμάσεια (1710-1720). 8. Ο Νικόλας Νεπιενλής από το Νεπιέν Αλάτσαμ της Πάφρας (1710-1730). 126 Μαρτυρία Τσοπανίδη Παναγιώτη του Ελευθερίου. Γεννήθηκε το 1907 στο Καράπουναρ Πάφρας (αρχείο Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρίες Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Τσομπάνογλου Νικολάου, Παρασκευαΐδη Σοφίας, Χατζηαποσίδη Ιερ., Τομπάκογλου Ιωσήφ, Αντωνιάδη Θ., Χατζηθεοδωρίδη Παν. και Φιλιππίδη Παντ. 127 Μαρτυρίες Τομπάκογλου Ιωσήφ, Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Κουτσόγλου Ελ., Χατζηαποσίδη Ιερ., Ταγκάλογλου Μιχ. και Κωνσταντινίδη Αντ. 128 Προφορική μαρτυρία Κουτσόγλου Ελευθερίου. Γεννήθηκε το 1885 στο Κιουρλένταμι Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρίες Τομπάκογλου Ιωσήφ, Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Χατζηαποσίδη Ιερ., Ταγκάλογλου Μιχ., Κωνσταντινίδη Ελ., Κωστάχογλου Αβραάμ και Καρασαββίδη Νικ. 129 Η αναφορά από την Αμισό, από την Άνδραπα, από τη Θεμίσκυρα, αφορά τους αγωνιστές που κατάγονταν από τα χωριά των όμορων με την Πάφρα περιοχών, οι κάτοικοι των οποίων αυτοαποκαλούνταν Παυρενοί. 123
9. Ο Γιώργης Ταγκαλίδης από το Κιουρλένταμι της Πάφρας(1710-1730). 10. Ο Νεόφυτος, με το προσωνύμιο Μαύρο Σύννεφο, από την Αμισό(1720-1730). 11. Ο Σεραφείμ Σαράφης από την Άνδραπα (1720-1730). 12 Ο Χαράλαμπος (Χάμπης) από την Αμισό (1720-1730). 13. Ο Αναστάσης, με το προσωνύμιο Καπνέμπορος, από το Ορτάασαρ της Πάφρας (1720-1740). 14. Ο Χατσησυμεών από το Ναρλίκ της Πάφρας (1720-1740). 15. Ο Μιχάλης από το Ναρλίκ της Πάφρας (1730-1755). 16. Ο Φιλοκτήμων από την Αμάσεια (1730-1755). 17. Ο Κώστης από την Αμισό. 18 Ο Χρήστος από την Άνδραπα. Οι λόγοι για τους οποίους αναπτύχθηκε το αντάρτικο κατά τη δεύτερη περίοδο είναι οι ίδιοι με αυτούς της πρώτης περιόδου. Οι μαρτυρίες είναι καταλυτικές. Μας κυνηγούσαν και τους κυνηγούσαμε, μας σκοτώνανε και τους σκοτώναμε, μας καίγανε και τους καίγαμε Κορίτσια Πάφραληδων αυτοκτονούν, γυναίκες αλληλοσκοτώνονται, μας πνίγουν στα ποτάμια Μας κυνηγούσανε συνεχώς, μας κάψανε τα σχολεία και τις εκκλησίες, σκοτώνανε παπάδες και δασκάλους, δε μας επέτρεπαν να μιλάμε ελληνικά, κόβανε γλώσσες 130 Διεξαγόταν ένας άνισος αγώνας, χωρίς έλεος και χωρίς οίκτο. Ο πάνοπλος κατακτητής και δυνάστης εναντίον του άοπλου ραγιά. Το μόνο που απέμενε στον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό ήταν ο αγώνας μέχρι θανάτου, για την επιβίωσή του. Ένας αγώνας για την τιμή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κατά τη δεύτερη περίοδο του αγώνα, εναντίον των ντερέμπεηδων, δέσποσε η μορφή του Αναστασίου Κουτσόγλου. Ο καπετάνιος διέφυγε τη σύλληψη κατά τη βίαιη στρατολογία του 1818, και βγήκε στο βουνό. Όσες φορές οι Τούρκοι κακοποιούσαν κάποιον Έλληνα, ο παππούς μου έπαιρνε εκδίκηση Όταν αυτοί καίγανε, έκαιγε και ο παππούς μου, έκλεβε και λήστευε τους Τούρκους, όταν και αυτοί κλέβανε ή ληστεύανε, κατέβαινε στα τουρκοχώρια, καλούσε τους μουχτάρηδες των γύρω χωριών και τους έλεγε να μην πειράξουν τους Έλληνες χριστιανούς, γιατί θα κάψει τα χωριά τους. Είχε γίνει το φόβητρο των Τούρκων 131. Μιλούσε τη μόνη γλώσσα που καταλάβαιναν οι ντερέμπεηδες με τους ευνοούμενους, τους φύλακες, τους σωματοφύλακες και τους αυλοκόλακές τους. Μία μόνο λέξη των καταπιεσμένων Ελλήνων αρκούσε για να τους γλιτώσει από όλα αυτά τα δεινά. Μία παραδοχή μόνον. Δεν τους το επέτρεπε η αξιοπρέπειά τους, οι αρχές και οι αξίες τους. Ο δρόμος της θυσίας ήταν μονοσήμαντος. Η ανδρειοσύνη του παληκαριού έγινε ξακουστή σε ολόκληρη την παράλια περιφέρεια Πάφρας-Αμισού, μέχρι τη Θεμίσκυρα. Καταπιεσμένοι κάτοικοι των περιοχών αυτών προσέτρεχαν στον καπετάνιο και ζητούσαν την προστασία του από την αυθαιρεσία των Τούρκων. Τις περιουσίες που έπαιρνε από τους Τούρκους τις διέθετε σε όσους Έλληνες είχαν πάθει ζημιά από αυτούς. Όλοι τον βοηθούσαν και τον έκρυβαν, όταν παρουσιαζόταν κάποια ανάγκη ή τον καταζητούσαν τα αποσπάσματα του ντερέμπεη 132. 130 Μαρτυρίες Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Τσομπάνογλου Νικολάου, Παρασκευαΐδη Σοφίας, Χατζηαποσίδη Ιερ., Τομπάκογλου Ιωσήφ, Αντωνιάδη Θ., Χατζηθεοδωρίδη Παν., Φιλιππίδη Παντ. και Τσοπανίδη Παν. 131 Μαρτυρία Κουτσόγλου Ελευθερίου, ο οποίος είναι εγγονός του αγωνιστή-εκδικητή, από τον γιό του Αβραάμ. Μαρτυρία Κυριακίδου Κυριακής. 132 Μαρτυρίες Κουτσόγλου Ελευθερίου, Κυριακίδου Κυρ., Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Τσομπάνογλου Νικολάου, Παρασκευαΐδη Σοφίας, Χατζηαποσίδη Ιερ., Τομπάκογλου Ιωσήφ, Αντωνιάδη Θ., Χατζηθεοδωρίδη Παν., Φιλιππίδη Παντ., Τσοπανίδη Παν. 124
Ο Κουτσόγλου Αναστάσιος επικηρύχθηκε από το σουλτάνο με 5.000 χρυσές οθωμανικές λίρες. Συνελήφθη από βασιβοζούκηδες Τούρκους, οι οποίοι παρίσταναν τους αδικημένους Έλληνες. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το δικαστήριο της Αμάσειας, αλλά με επέμβαση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, η ποινή του μετετράπη σε ισόβια κάθειρξη. Παρέμεινε 22 χρόνια έγκλειστος στις φυλακές της Αμάσειας και απελευθερώθηκε μετά το μεταρρυθμιστικό διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν (1856). Κατά την αποφυλάκισή του, σε όλη τη διαδρομή από την Αμάσεια μέχρι την Πάφρα, οι καμπάνες των ελληνοχριστιανικών χωριών χτυπούσαν χαρμόσυνα. Με την εγκατάσταση του στο χωριό Κιουρλένταμι, του υπέβαλαν τα σέβη τους όλοι οι μουχτάρηδες των γύρω τουρκικών χωριών 133. Ένας άλλος, εξίσου μεγάλος αγωνιστής αυτής της περιόδου, ήταν ο Βασίλειος Κοτσερίδης από το Ζεϊνέλ της Πάφρας. Και αυτός έκανε τα ίδια με τους Τούρκους και ακόμη περισσότερα Εκτός από γενναίος πολεμιστής ήταν και διπλωμάτης Ζητούσε φιλοξενία στα σπίτια Τούρκων μπέηδων της περιοχής, που μόνο κακό έκαναν στους Έλληνες, και πριν καλά-καλά ξημερώσει τους έσφαζε και έφευγε στο βουνό. Ειδοποιούσε όλους τους άλλους Τούρκους ότι θα έχουν την ίδια τύχη αν πειράξουν Έλληνα χριστιανό 134. Η εκδίκηση ενάντια στον κατακτητή ήταν μια γενναία πράξη, που μόνο σπουδαία και ανδρειωμένα παληκάρια μπορούσαν να την εκδηλώσουν. Ήταν και δείγμα ύψιστης ελευθερίας, όταν το γκρίζο και το μαύρο κυριαρχούσε κάτω από το πέλμα του δυνάστη. Άλλοι σπουδαίοι αγωνιστές, προστάτες και εκδικητές αυτής της περιόδου ήταν οι εξής 135 : 1. Ο Χαράλαμπος από την Αμισό (1800-1815). 2. Ο Λευτέρης, με το προσωνύμιο Μαυρομάτης, από το Τσιμενλή Αμισού (1840-1855). 3. Ο Χατσηγιώργης από το Γκαμάν Αμισού (1840-1860). 4. Ο Γιάννης από το Κιζίλοτ της Πάφρας (1840-1870). 5. Ο Αντώνης από το Ερικλί Αμισού (1850-1870). 6. Ο Δημήτριος, με το προσωνύμιο Μαύρος, από την Ατά Αμισού (1850-1870). 7. Ο Λάζαρος, με το προσωνύμιο Δελής, από το Παπασοόνατα της Πάφρας (1870-1900). Μετά την κατάργηση του θεσμού των ντερέμπεηδων (1840) και την έκδοση των Μεταρρυθμιστικών Διαταγμάτων (1839 και 1856), η ύπαρξη των αγωνιστών και εκδικητών αποσκοπούσε, κυρίως, αποτρεπτικά για τις παρανομίες και τις βιαιοπραγίες των οργάνων της οθωμανικής διοίκησης, για την υπερβολική και καταχρηστική είσπραξη των φόρων, αλλά και για μεμονωμένες βιαιοπραγίες των Τούρκων προς τους υπόδουλους και άπιστους χριστιανούς. Μια ξεχωριστή περίπτωση ήταν του αγωνιστή, προστάτη και εκδικητή Συμεών Αλεξιάδη 136 από την Τάχνα, ο οποίος το 1890 σκότωσε το δήμαρχο του Αλάτσαμ (Ζάληχος-Λεοντόπολις), γιατί βασάνιζε και καταδίωκε τους Έλληνες. Ο αγωνιστής αυτός αποτελεί το συνδετικό κρίκο με το νεότερο αντάρτικο της Πάφρας. Μετά την καταδίκη του σε ισόβια κάθειρξη, το 1904, απελευθερώθηκε το 1908 με 133 Μαρτυρία Κουτσόγλου Ελευθερίου. 134 Μαρτυρίες Κουτσόγλου Ελευθερίου, Χατζηαποσίδη Ιερ., Τομπάκογλου Ιωσήφ, Φιλιππίδη Παντ., Ταγκάλογλου Μιχ. και Κωστάχογλου Αβραάμ. 135 Ό. π. 136 Στην Ελλάδα ενεγράφη στα μητρώα Σταυρίδης. 125
την τουρκική μεταπολίτευση, και ξαναβγήκε στο βουνό το 1914, όταν κλήθηκε στο στρατό κατά τη Γενική Επιστράτευση 137. 7.2 Αντάρτικο. Οι αγωνιστές της ελευθερίας, προστασίας και σωτηρίας των γυναικοπαίδων. Η τουρκική μεταπολίτευση, του 1908, αποτέλεσε το ορόσημο για την ομογενοποίηση του πληθυσμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους Νεότουρκους, παρά τις αρχικές διακηρύξεις τους. Οι Νεότουρκοι επέβαλαν την υποχρεωτική στράτευση των Ελλήνων υπηκόων τους στον τουρκικό στρατό, και κατέστρωσαν ένα πρόγραμμα αφομοίωσής τους. Τα προβλήματα, για όσους Ελληνοοθωμανούς υπηκόους στρατεύτηκαν για πρώτη φορά, ήταν τεράστια λόγω της εθνικής και θρησκευτικής διαφοράς τους. Η ιδιαιτερότητα της περιοχής Πάφρας, και του δυτικού Πόντου γενικότερα, έγκειτο στο γεγονός ότι, οι μνήμες της εγκληματικής δράσης των ντερέμπεηδων, που είχε προηγηθεί, ήταν ένα κομβικό σημείο για τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε, πριν από την έναρξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Όλα αυτά τα γεγονότα (της εποχής των ντερέμπεηδων) δεν μπορούσαν παρά να μας κάνουν να μισήσουμε τους Τούρκους και να τους πολεμήσουμε, και ένας τρόπος για μας ήταν το αντάρτικο τόσο στα παλαιά, όσο και στη νεότερη περίοδο 1915-1922 138. Το πάθος στις ψυχές των Παυρενών-Παφραίων, παρά τη μεσολάβηση αρκετών δεκαετιών, δεν είχε εκλείψει. Η καχυποψία υπήρχε βαθιά μέσα στην ψυχή τους. Τα τραγικά γεγονότα του παρελθόντος είχαν σημαδέψει ανεξίτηλα τα βιώματά τους. Ο φόβος και η δυσπιστία κυριαρχούσε τόσο στη ζωή των υπό στράτευση ανδρών, όσο και των οικογενειών τους. Η κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου και η τοποθέτηση των Ελλήνων της Πάφρας, αποκλειστικά, στα Τάγματα Εργασίας-Τάγματα Θανάτου ήταν καθοριστική για όσα επακολούθησαν. Με την κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου και τη Γενική Επιστράτευση, που επακολούθησε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, πολλοί κάτοικοι της περιοχής Πάφρας, λόγω των προηγούμενων εμπειριών τους στη στράτευση του 1910, κατέφυγαν στο βουνό 139. Όσοι εστρατεύθησαν κατετάγησαν στα Τάγματα Εργασίας, όπου τα μαρτύρια από την πείνα, τη δίψα, τις ψείρες, τη χολέρα, τον τύφο, την έλλειψη ρουχισμού και υπόδησης, του ψύχους, του καύσωνα και του βούρδουλα του τσαούση, τα είχαν καταστήσει κολαστήρια των Ελλήνων, ώστε κανείς να μην καταφέρνει να ξεφεύγει από το θάνατο. Οι νεότεροι, και πλέον δυνατοί, δραπέτευαν και επανέρχονταν στα βουνά των χωριών τους. Προτιμούσαν να πεθάνουν ελεύθεροι πάνω στα βουνά, παρά να οδηγούνται σε αργό θάνατο ταπεινωμένοι και εξευτελιζόμενοι. Οι ειδήσεις που έφταναν από τα κολαστήρια αυτά οδηγούσαν και τους υπόλοιπους άνδρες στο βουνό 140. Υπήρξαν και άνδρες που κατέφυγαν στο βουνό για άλλους λόγους. Βρέθηκα στο βουνό στις αρχές του 1916 Φημολογείτο ότι οι Τούρκοι συλλάμβαναν τους πλούσιους και διανοουμένους, και υπήρχε κίνδυνος και για 137 Μαρτυρία Σταυρίδου Κυριακής, δευτέρας συζύγου του καπετάνιου Συμεών. 138 Μαρτυρία Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 139 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ., Τομπάκογκου Ιωσήφ, Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Τσοπανίδη Παν., Παπαδοπούλου Γεσθημανής. 140 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 36. Προφορική μαρτυρία Παπαδόπουλου Ιωάννη του Στυλιανού. Γεννήθηκε το 1894 στο Τομούζαγι Πάφρας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). Μαρτυρίες Αντωνιάδη Θεοδ., Χατζηθεοδωρίδη Παν., Φιλιππίδη Παντελή, Τσομπάνογλου Νικ., Δεδέογλου Βασιλικής και Παρασκευαΐδου Σοφίας. 126
τη δική μου ζωή. Ανέβηκα στο βουνό Νεπιέν 141. Είχε αρχίσει, πια, μια γενικευμένη καταδίωξη του ομογενούς ελληνικού στοιχείου, η οποία θα κορυφωνόταν τον Απρίλιο του 1916, μετά την είσοδο των Ρώσων στην Τραπεζούντα. Με πρόφαση την αναζήτηση φυγοστράτων και λιποτακτών από τα εργατικά τάγματα, τα τουρκικά αποσπάσματα περικύκλωναν τα χωριά, έμπαιναν μέσα στα σπίτια, τα λεηλατούσαν, έδερναν γέρους και γυναικόπαιδα και ανέκριναν τις συζύγους, τους γονείς και τους συγγενείς των λιποτακτών, με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο. Πολλές φορές έπαιρναν στα βουνά, δήθεν για υπόδειξη των κρησφύγετων των φυγοστράτων, τις συζύγους και τις αδελφές τους και διέπρατταν ακατονόμαστα όργια και ατιμίες σε βάρος των ανυπεράσπιστων γυναικών. Προσέβαλλαν οι Νεότουρκοι την οικογενειακή τιμή, και βασάνιζαν τους οικείους των φυγοστράτων και των λιποτακτών. Με αυτόν τον τρόπο, προκαλούσαν σε αυτούς όχι μόνο το αίσθημα της αγανάκτησης, αλλά και το πάθος της εκδίκησης. Ανάγκαζαν τους γονείς των λιποτακτών να παραδώσουν τα παιδιά τους, κάνοντας συγχρόνως έρευνες. Άρπαζαν πράγματα, ατίμαζαν γυναίκες 142. Δεν αρκούνταν, όμως, μόνο στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας των Παυρενών-Παφραίων. Κατέκαιον και τας οικίας και απήρχοντο ανενόχλητοι 143.. Οι βάρβαροι στρατιώτες και χωροφύλακες των αποσπασμάτων δεν αρκούνταν στα όσα εγκλήματά τους, επιπλέον έκαιγαν και τα σπίτια των λιποτακτών. Οι Αλβανοί, που με τη βία είχαν εγκατασταθεί στα χωριά, αλλά και στα σπίτια των Ελλήνων, ήταν η χειρότερη απειλή, γιατί εποφθαλμιούσαν τις περιουσίες των γηγενών Ελλήνων. Όλα αυτά συνέβαιναν πριν φτάσουν οι λιποτάκτες στα σπίτια τους. Μετά τινας ημέρας έφτανον και οι στρατιώται οι δραπετεύσαντες, εμάνθανον τα συμβάντα, έβλεπον την καταστροφήν και την ατίμωσιν των οικογενειών των, και ηναγκάζοντο να παραλάβουν αυτάς και να αποσυρθουύν εις τα όρη, δια να αποφύγουν τον βέβαιον θάνατον ή την αγχόνην, και με απόφασιν να εκδικηθούν την τιμήν της οικογενείας των 144. Έτσι άρχισε να δημιουργείται το αντάρτικο, από την ανάγκη αυτοπροστασίας των ιδίων των ανταρτών, αλλά και των οικογενειών τους. Η ένοπλη αυτοάμυνα ήταν η λύση. Όφειλαν να βρούν έναν τρόπο να αμυνθούν στη βαρβαρότητα, αλλά και να εκδικηθούν για την προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειάς τους. Όσοι από τους φυγόστρατους και λιποτάκτες συλλαμβάνονταν, ή παραδίνονταν, καταδικάζονταν σε θάνατο δι απαγχονισμού. Το ίδιο συνέβαινε και με όσους αργούσαν να καταβάλλουν το στρατιωτικό αντισήκωμα, λόγω δυσκολιών στην πώληση ακινήτων ή ζώων τους. Οι απαγχονισμοί εκτελούνταν στον αύλειο χώρο του διοικητηρίου της Πάφρας 145. Ένας ακόμη λόγος, για τον οποίο κατέφευγαν οι Έλληνες στα βουνά, ήταν η πρόφαση της αναζήτησης όπλων, με βάση την έκδοση διαταγής του Ταλαάτ. Τα τουρκικά αποσπάσματα απαιτούσαν την παράδοση των όπλων της κάθε οικογένειας. Όσοι είχαν όπλα τα παρέδιδαν. Οι πλούσιοι δωροδοκούσαν τους χωροφύλακες και δεν είχαν πρόβλημα. Όσοι, όμως, ήταν νόμιμα απαλλαγμένοι από τη στράτευση, αλλά δεν είχαν την οικονομική δύναμη να δωροδοκήσουν τους χωροφύλακες, τους βασάνιζαν και τους έδερναν ανηλεώς, αφού τους εισήγαγαν στα υπόγεια των σπιτιών 141 Προφορική μαρτυρία Πάνου Ηλία, από το Αμπτουραχμανλή του Άκνταγ Αγκύρας, ο οποίος υπηρετούσε δάσκαλος στο χωριό Χαϊτάλαπα της Πάφρας. 142 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Κων. 143 Γαβριηλίδης, Πόντος, 18. Ο Αντώνιος Γαβριηλίδης κατάγεται από την Πάφρα, και έχει άμεση γνώση των γεγονότων. Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 67. Αναστασίου Γεωργιάδη, Απομνημονεύματα, ανέκδοτη, 4-5 (ευγενική παραχώρηση του καθηγητή κ. Κων. Φωτιάδη). Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημητρίου. 144 Γαβριηλίδης, Πόντος, 11-12. Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 70. 145 Γαβριηλίδης, ό. π, 20. Χατζηθεοδωρίδης, ό. π. 127
τους, ενώ άλλοι χωροφύλακες λεηλατούσαν ολόκληρο το σπίτι, βίαζαν γυναίκες και κορίτσια και έφευγαν 146. Όλες αυτές οι καταπιέσεις και οι κατατρεγμοί του ελληνικού στοιχείου δημιούργησαν στα βουνά της Πάφρας ένα μεγάλο πλήθος φυγοστράτων και λιποτακτών, ασύντακτο και αδιοργάνωτο. Η διαμόρφωση του εδάφους, στην ευρύτερη περιοχή της Πάφρας, βοήθησε στην καταφυγή και απόκρυψη του ελληνοχριστιανικού πληθυσμού. Οι σπηλιές κατά μήκος του Άλυ ποταμού, αλλά και εκείνες στο βουνό Νεμπιέν και στα γύρω βουνά, που έμοιαζαν με γαλαρίες 147, ήταν τα απροσπέλαστα κρησφύγετα και καταφύγια των καταδιωκόμενων Ελλήνων. Οι πρώτες αυτές άτακτες αντάρτικες ομάδες ήταν άοπλες. Με τη φυγή τους στο βουνό έκλεβαν ζώα, που τα πουλούσαν αμέσως, και με τα χρήματα που έπαιρναν αγόραζαν όπλα. Σε πολλές περιπτώσεις εξοικονομούσαν χρήματα ληστεύοντας πλούσιους Οθωμανούς εμπόρους. Τα όπλα και τα πολεμοφόδια τα προμηθεύονταν από Λαζούς λαθρέμπορους 148. Αργότερα, όταν κατέφυγαν στο βουνό τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες, οι γυναίκες πουλούσαν τα χρυσαφικά τους και ό,τι πολύτιμο είχαν, για να εξοπλιστούν οι αντάρτες προστάτες και σωτήρες τους 149. Το 1915, μεσολάβησε η εξόντωση των χριστιανών Αρμενίων της περιοχής Πάφρας-Αμισού, και τα μηνύματα για τους ελληνοχριστιανικούς πληθυσμούς ήταν ξεκάθαρα. Οι μικρές αντάρτικες ομάδες, γνωρίζοντας πια τι τους περίμενε, δεν έφευγαν όταν τους καταδίωκαν τα τουρκικά αποσπάσματα, αλλά παρέμεναν και έδιναν σκληρές μάχες 150. Μέχρι το 1916, το πλήθος των ανταρτών, με τις μικρές αντάρτικες ομάδες, ήταν πολύ περιορισμένο. Όταν τον Απρίλιο του 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα, νέες βιαιοπραγίες και απαγχονισμοί σημειώθηκαν σε ολόκληρη την περιοχή. Ο κρητικός Ραφέτπασας διορίστηκε γενικός διοικητής του Παράλιου Πόντου, και ο Μπαχαεντίνμπεης διορίστηκε πολιτικός διοικητής. Τα αποσπάσματα των στρατιωτών και των χωροφυλάκων, που τα οδηγούσαν άτακτοι τσέτες, εφορμούσαν στην ευρύτερη περιοχή, δήθεν, για να συλλάβουν φυγόστρατους. Έτσι, βρίσκοντας στα χωριά μόνο τους νέους και γέρους, άλλους τους απαγχόνιζαν μπροστά στα σπίτια τους, άλλους τους τουφέκιζαν, την ώρα που δούλευαν στα χωράφια τους, και άλλους τους κατέβαζαν στην πόλη, για να τους καταδικάσουν σε θάνατο δι απαγχονισμού 151. Είναι συγκλονιστική η δήλωση του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη: ως το τέλος του πολέμου δεν περνούσε σχεδόν ημέρα χωρίς να κλάψουμε νέα θύματα. Δεν μπορεί να ζήσει κανείς πιο τραγικές στιγμές 152. Η τραγωδία του Ελληνισμού στη μικρή αυτή γωνιά του Πόντου είχε αρχίσει με τους χειρότερους οιωνούς, και το ακόμη χειρότερο ήταν ότι δε θα τελείωνε ούτε με το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου, όπως προσδοκούσαν οι Έλληνες. Ήδη από τις 31 Ιανουαρίου 1916, ο μεγάλος βεζύρης Ταλαάτ, ο οποίος είχε προαποφασίσει την εξόντωση των Ελλήνων, σε μια συνομιλία του με πράκτορα των Αυστριακών, του εμπιστεύθηκε ότι: βλέπει να παρουσιάζεται στην Τουρκία η αναγκαιότητα να ξεμπλέξει με τους Έλληνες, όπως προηγουμένως με τους Αρμενίους 153. Δύο μήνες νωρίτερα, στις 26 Νοεμβρίου, ο μουτασαρίφης της Αμισού 146 Ό. π. 147 Μαρτυρία Τσοπανίδη Παναγιώτη. Αβραμίδης, Χρονικό, 31. 148 Μπέλλου, Ποντιακά, 104. 149 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 333. 150 Μαρτυρίες Χατσηαποσίδη Ιεροθέου και Τσομπάνογλου Νικολάου. 151 Γαβριηλίδης, Πόντος, 19-23. 152 Μπέλλου, Ποντιακά, 103-104. 153 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 178. 128
Ραφέτμπεης, δήλωνε στον Αυστριακό πρόξενο Kwiatkowski: ο σχηματισμός των μεμονωμένων ανταρτικών δυνάμεων έδινε στους Τούρκους την αφορμή για ευρείας έκτασης διωγμούς, ώστε να εξαλειφθούν οι Έλληνες ως εχθρικό προς το κράτος στοιχείο, όπως προηγουμένως οι Αρμένιοι 154. Οι Νεότουρκοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι δήλωναν απερίφραστα, σε φίλους και συμμάχους τους, ότι περίμεναν την αφορμή για να εξολοθρεύσουν τους Έλληνες. Στη μία περίπτωση, η αφορμή δόθηκε από το σχηματισμό των αντάρτικων σωμάτων προστασίας και σωτηρίας των γυναικοπαίδων, ενώ στην άλλη δόθηκε με την είσοδο της Ελλάδος στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων. Ο στόχος των Νεοτούρκων δεν ήταν μόνο η φυσική εξόντωση των Ελλήνων, αυτό ήταν το πρώτο ζητούμενο, ήταν παράλληλα και η αρπαγή των μεγάλων ελληνικών περιουσιών των Ελλήνων κατοίκων της Πάφρας και των γύρω περιοχών. Το προηγούμενο της αρπαγής των αρμενικών περιουσιών, τους είχε ανοίξει την όρεξη. Βαρκάρηδες και χαμάληδες έγιναν εκατομμυριούχοι 155. Ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού, στην οποία υπαγόταν η Πάφρα, σε τηλεγράφημά του, το Νοέμβριο του 1916, διαφοροποιούνταν από το εθνοκτόνο σχέδιο των Νεοτούρκων, και τη δήθεν δημιουργία ανεξαρτήτου Ποντιακού κράτους, καταδικάζοντας και τα έκτροπα των ανταρτών, ενώ παράλληλα, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη στάση τους, γιατί: δεν επιτρέπεται να μη σκεφθεί το μεγάλο αριθμό των αθώων θυμάτων, την καταπίεση των Τούρκων, τη βουλιμία τους για την πλούσια ελληνική περιουσία και την εχθρότητα του ρεύματος του Παντουρκισμού προς το Χριστιανισμό. Και γι αυτούς τους λόγους θα έπρεπε να αποφευχθεί η επανάληψη των γεγονότων του περασμένου χρόνου 156, δηλαδή της γενοκτονίας των Αρμενίων. Τόσο οι Γερμανοί, όσο και οι Αυστριακοί ήταν σύμμαχοι των Νεοτούρκων. Και όμως, οι πρόξενοι μπροστά στα εγκλήματα που διαπράττονταν δεν μπορούσαν να μην τα καταγγείλουν στους προϊσταμένους τους, αφού γνώριζαν μέχρι ποιο σημείο μπορούσαν να φτάσουν οι θηριωδίες των Νεοτούρκων. Οι πρώτες αντάρικες ομάδες ήταν εντελώς ασύνδετες μεταξύ τους. Μπροστά στη νέα τραγική κατάσταση που διαμορφωνόταν για τον Ελληνισμό της περιοχής, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης αποφάσισε, με την πείρα που είχε από το Μακεδονικό Αγώνα, να οργανώσει αυτές τις ομάδες 157. Από τους διωγμούς των Νεοτούρκων, κατά το 1916, οι κάτοικοι της Πάφρας αναγκάστηκαν να καταφύγουν μαζικά στα βουνά. Οι εκτοπίσεις των πληθυσμών της περιοχής Πάφρας, στις αρχές του 1917, και η μαζική πυρπόληση των χωριών αποτέλεσε την κορύφωση της μαζικής φυγής στο βουνό 158. Οι οργανωμένες αντάρτικες ομάδες, πολλαπλάσιες από τις αρχικές, είχαν άξιους αρχηγούς, τους οποίους έχριζε καπετάνιους προσωπικά ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Η εξέλιξή τους ήταν πραγματικά αξιόλογη, και κάθε αντάρτικο σώμα είχε υπό την προστασία του και την απόλυτη δικαιοδοσία του ένα τμήμα της Επαρχίας 159. Αυτός ήταν ο σκοπός της οργάνωσης των ανταρτών. Στόχος τους ήταν η προστασία και σωτηρία των γυναικοπαίδων και των γερόντων. Για το λόγο αυτό, η συμβολή του Γερμανού Καραβαγγέλη ήταν καθοριστική. Οι Τούρκοι ιστορικοί παρουσιάζουν τα γεγονότα από εντελώς διαφορετική σκοπιά. Θεωρούν ότι 154 Ό. π. 155 Μπέλλου, Ποντιακά, 100-102. 156 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 178. 157 Μπέλλου, Ποντιακά, 106. 158 Γαβριηλίδης, Πόντος, 29. Μαρτυρίες Κοτσέρογλου Δημητρίου. 159 Μπέλλου, ό. π. Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Τσομπάνογλου Νικ. και 129
καθοδηγητής και αιτία αυτού του οργανωμένου αντάρτικου, από τη γέννησή του, ήταν ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης 160. Αναφέρουν μισές αλήθειες, οι οποίες είναι χειρότερες από το ψέμα. Στόχος τους είναι να αποποιηθούν την ευθύνη για τη γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών, που βρισκόταν εν ροή. Οι Παυρενοί- Παφραίοι, αλλά και οι υπόλοιποι Πόντιοι, υπό την πνευματική ηγεσία του, αγωνίζονταν με πάθος για τη δυνατότητά τους να συνεχίζουν να είναι αυτό που είναι, και να έχουν το αδιαφιλονίκητο δικαίωμα να είναι ο εαυτός τους. Η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός ήταν ταυτισμένες και αδιαχώριστες έννοιες στην αυτοσυνειδησία τους. Τα αντάρτικα σώματα είχαν απλωθεί, εκτός της περιοχής Πάφρας, σε ολόκληρη την εκκλησιαστική επαρχία Αμασείας, που περιλαμβάνει το σύνολο του δυτικού Πόντου, και συγκρούονταν με τον τουρκικό στρατό και τους χωροφύλακες χωρίς να γνωρίσουν ήττα. Τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους αντάρτες ήταν η ανδρεία, η γενναιότητα και η αυτοθυσία τους, γιατί πολεμούσαν για τις οικογένειές τους, για τα όσια και τα ιερά της φυλής τους. Η καλή εσωτερική οργάνωση των αντάρτικων σωμάτων και οι οχυρές θέσεις που κατείχαν ήταν ήσσονος σημασίας 161. Τα αντάρτικα αυτά σώματα δεν είχαν πολιτική χροιά. Δεν είχαν καμία οργανική σύνδεση με το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου ή της Δημοκρατίας του Πόντου. Το αντάρτικο αποτελούσε για τους Νεότουρκους, δια στόματος Ραφέτμπεη, την αφορμή για την εξόντωση των Ελλήνων της περιοχής. Οι όποιες υπερβάσεις των ανταρτών, στο δίκαιο αγώνα της αυτοπροστασίας τους, χρησιμοποιήθηκαν με περισσή τέχνη από τους Νεότουρκους, για να δικαιολογήσουν τις βαρβαρότητες και τις ακρότητες τους σε βάρος του άμαχου πληθυσμού της Πάφρας. Το αντάρτικο στην Πάφρα το δημιούργησε η ανάγκη των περιστάσεων αυτής της εποχής, όπως συνέβη και παλαιότερα επί των ντερέμπεηδων, το ένστικτο της επιβίωσης των Παυρενών-Παφραίων στην ακριτική αυτή γωνιά του Πόντου, αλλά και το πάθος τους για την ελευθερία. Η εκδίκηση, για την προσβολή της οικογενειακής τιμής και αξιοπρέπειας, ήταν μία ακόμη παράμετρος του συγκλονιστικού αγώνα ενός βασανισμένου λαού. Όλες οι μαρτυρίες αυτών που επιβίωσαν από τη μαρτυρική αυτή εποχή είτε πρόκειται για ένοπλους αντάρτες και καπετάνιους είτε για γυναικόπαιδα και άμαχους, αυτό αποδεικνύουν 162. Η αναφορά των Νεοτούρκων και κεμαλικών, αλλά και ιστορικών της περιοχής ότι, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης δημιούργησε οργάνωση με τη χρηματοδότηση Ελλήνων προυχόντων, οργάνωσε το αντάρτικο της περιοχής, και 160 Sarisakal, Samsun, 28-29. Οι Τούρκοι ιστορικοί γνωρίζουν την ιστορία του Πόντου στην πραγματική της διάσταση, άσχετα αν με κάθε τρόπο προσπαθούν να υποβαθμίσουν την παρουσία του Ποντιακού Ελληνισμού στον ιστορικό Πόντο. Τα ιστορικά γεγονότα τα ερμηνεύουν κατά τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις τους. Οι αρχαιότητες της περιοχής, που μέχρι σήμερα διαρκώς έρχονται στην επιφάνεια, τα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού, τα τείχη, τα κάστρα, οι εκκλησίες, τα αρχοντικά των Ελλήνων, όλα μιλούν για τους Έλληνες. Η αυτοκρατορία των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντος ήταν μια υπαρκτή πραγματικότητα. Η πιθανή αναβίωσή της, προκαλούσε φοβίες. Τον Απρίλιο του 1916, λίγο πριν από την είσοδο των Ρώσων στην Τραπεζούντα, ο νομάρχης Τζεμάλ Ασμή παρέδωσε τα κλειδιά της πόλης στο μητροπολίτη Χρύσανθο λέγοντάς του: Από εσάς την πήραμε την πόλη, σε εσάς την παραδίνουμε Τα ελληνικά ομιλούνται ακόμη και σήμερα, κρυφά και σε πολύ μικρό βαθμό, από το φόβο των Ιουδαίων, και οι ομαδικοί τάφοι που θα αποκαλύπτονται, από τυχαία περιστατικά, όπως πρόσφατα στην Αμισό, θα μιλούν για τις εκατόμβες των θυμάτων των νεοτουρκικών και κεμαλικών βαρβαροτήτων. Το αντάρτικο αποτελούσε το πρόσχημα για τη φυσική εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου. Refik Baskin, Samsun 1919, Samsun 2000, 79. Bünyamin Kocaoğlu, Miilli Mücadele Yillarinda Samsun, Samsun 2008, 91, 100, 103. 161 Μπέλλου, ό. π. 162 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ., Τομπάκογκου Ιωσήφ, Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Τσοπανίδη Παν., Παπαδοπούλου Γεσθημανής, Χατζηθεοδωρίδη Κων., Παπαδόπουλου Ιωάννη, Αντωνιάδη Θεοδ., Χατζηθεοδωρίδη Παν., Φιλιππίδη Παντελή, Τσομπάνογλου Νικ., Δεδέογλου Βασιλικής και Παρασκευαΐδου Σοφίας. 130
ότι ήταν η κεφαλή αυτού 163, είναι μια προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων και δικαιολογία για την εθνοκάθαρση που υλοποιούσαν. Είναι γνωστό σε όλους ότι, οι πλούσιοι της περιοχής δε συνεισέφεραν στον αγώνα αυτόν, για να μη χάσουν τα υπάρχοντά τους. Η ποινή για τους τροφοδότες των ανταρτών ήταν η αγχόνη. Είναι χαρακτηριστική η φράση του καπετάνιου της περιοχής Νικολάου Καρασαββίδη: Οι πλούσιοι κοίταζαν το ραχάτι τους 164. Μια παθητική στάση που την πλήρωσαν πολύ ακριβά, διότι πίστευαν ότι με τις νόμιμες απαλλαγές και τις δωροδοκίες θα επιβίωναν. Μετά την είσοδο των Ρώσων στην Τραπεζούντα, οι αντάρτες προστασίας και σωτηρίας της περιοχής, αλλά και του δυτικού Πόντου γενικότερα, δημιούργησαν επαφές με τους Ρώσους, για να εξασφαλίσουν όπλα. Ο εφοδιασμός των αντάρτικων ομάδων με ρωσικά όπλα σταμάτησε μετά την επέμβαση του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως και της Συνόδου της Πετρούπολης 165. Οι αντάρτες τα όπλα τα προμηθεύονταν, εκτός από τους Λαζούς λαθρεμπόρους, από Τσερκέζους και άλλους Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί τα όπλα τα αφαιρούσαν, κυρίως, από τις στρατιωτικές αποθήκες και τα πουλούσαν σε Τσερκέζους, ενώ σε μερικές περιπτώσεις απ ευθείας στους Έλληνες 166. Οι αντάρτες στις επιχειρήσεις τους εναντίον του στρατού χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένη τακτική με συνθήματα και παρασυνθήματα, παραπλανητικές κινήσεις, αλλά και ψεύδη προκειμένου να κάμψουν την ψυχολογία των Οθωμανών στρατιωτών. Το ίδιο εφάρμοζαν όταν συνέβαινε να λεηλατήσουν χωριά. Η λεηλασία αφορούσε τροφές και κτήνη, που προορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για την επιβίωσή τους. Οι αντάρτες περικύκλωναν το χωριό, έστηναν ενέδρες στους δρόμους που επικοινωνούσαν με τα άλλα χωριά, αφού προηγουμένως όριζαν σύνθημα και παρασύνθημα. Το σύνθημα αφορούσε και την αναγνώρισή τους μέσα στο χωριό, κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς τους να εξασφαλίσουν τρόφιμα. Όριζαν και σύνθημα, με βάση το οποίο αποχωρούσαν από το χωριό, έχοντας καθορίσει εκ των προτέρων τον τόπο συγκέντρωσης των λαφύρων. Οι υπόλοιποι ένοπλοι αντάρτες, με τη συνοδεία διπλάσιων ή τριπλάσιων άοπλων ανταρτών, κύκλωναν ασφυκτικά το χωριό και καλούσαν τους κατοίκους να φύγουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, την οποία άφηναν ανοικτή για τη φυγή των κατοίκων. Με τον τρόπο αυτό, το χωριό λεηλατούνταν χωρίς θύματα. Αν, όμως, όλο το χωριό ή κάποια σπίτια πρόβαλαν αντίσταση, τότε το σπίτι ή το χωριό πυρπολούνταν 167. Τα τρόφιμα μοιράζονταν με δικαιοσύνη, αφού ξεχωρίζονταν η τροφή των ένοπλων ανταρτών. Αν υπήρχαν πολλοί καπετάνιοι, ο κάθε καπετάνιος έπαιρνε το μερίδιό του σύμφωνα με τον αριθμό των γυναικοπαίδων και των άμαχων που προστάτευε. Υπήρχε ρητή και απαρέγκλιτη διαταγή του καπετάνιου προς κάθε αντάρτη: Έχεις το δικαίωμα να σκοτώσεις οποιονδήποτε που θα ήθελε να αντισταθεί. Έχεις το δικαίωμα να κάψεις και να αρπάξεις ό,τι θέλεις, αλλά απαγορεύεται, επί ποινή άμεσου τουφεκισμού ο εκβιασμός (βιασμός) γυναικών και κοριτσιών 168. Δεν υπήρχε περίπτωση να παρεκκλίνει κάποιος από τη διαταγή του καπετάνιου, γιατί τον περίμενε ο θάνατος δια τυφεκισμού. Δεν υπήρχε δικαιολογία για παράβαση της συγκεκριμένης διαταγής. 163 Sarisakal, Samsun, 31-34. Kocaoğlu, Samsun, 91, 96, 100-103. Baskin, Samsun, 79, 94-95. Κέντρο της οργάνωσης θεωρούνταν το Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια, με καθοδηγητές τους καθηγητές του Κολλεγίου. 164 Μαρτυρία Καρασαββίδη Νικολάου. 165 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 188. 166 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ., Τομπάκογκου Ιωσήφ, Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Παπαδόπουλου Ιωάννη και Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 167 Γεωργιάδη, Απομνημονεύματα, 13, 34, 36. 168 Α. Χατζηπαυλίδης, Αυτοβιογραφία, επιμέλεια Κιουρτζίδης Χρ., ανέκδοτη, 11. 131
Η ευαισθησία των καπετάνιων ήταν πολύ μεγάλη και εύλογη. Αυτοί καταδιώκονταν επειδή ήταν Έλληνες και χριστιανοί. Δεν ήταν βάρβαροι, όπως οι αντίπαλοί τους. Το μεγάλο πρόβλημά τους, το ανυπέρβλητο, ήταν η πείνα. Αυτή ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός τους. Προτιμούσαν να σκοτωθούν για να πάρουν τρόφιμα, και να επιβιώσουν μαζί με τα γυναικόπαιδα. Χωρίς τα τρόφιμα κυριαρχούσε ο θάνατος. Η πιο μικρή ποσότητα τροφίμου είχε την αξία της. Από τα ζώα που άρπαζαν μόνον τα κέρατα και τα κόπρανά τους ήταν άχρηστα υλικά. Ακόμη και το αίμα των ζώων ήταν πολύτιμο πάνω στο βουνό. Οι θάνατοι από πείνα, ιδιαίτερα το χειμώνα, ήταν σύνηθες και τραγικό φαινόμενο, που σημάδεψε αυτήν την περίοδο. Η λεηλασία τροφίμων και ζώων από τα μουσουλμανικά χωριά, μέχρι ένα βαθμό, θεωρούνταν φυσική και δίκαιη, γιατί μετά τις σφαγές, τους βιασμούς και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι αντάρτες, τα γυναικόπαιδα, οι άμαχοι και ανήμποροι έπρεπε να επιβιώσουν. Όταν οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών είχαν εκτοπιστεί ή καεί μέσα στα σπίτια τους, οι Οθωμανοί των γύρω χωριών λεηλατούσαν τα ελληνικά χωριά αρπάζοντας τρόφιμα, κτήνη και οικοσκευές, μαζί με τις πόρτες και τα παράθυρα. Η μάχη για την καθημερινή επιβίωση των γυναικοπαίδων και των γερόντων ήταν συνεχής: Οι άμαχοι αναζητούσαν να φάνε χόρτα για τροφή και διάφορες ρίζες ή φεύγανε από βουνό σε βουνό 169. Όλα αυτά τα προϊόντα της φύσης τελείώναν κάποια στιγμή, γιατί τα αποθέματά τους δεν ήταν ανεξάντλητα. Είχε προηγηθεί η σφαγή διαφόρων ζώων και κτηνών που είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας από τα χωριά τους. Η μόνη λύση που απέμενε, εκτός από το θάνατο από λιμοκτονία, ήταν η επίθεση στα τουρκοχώρια και η αρπαγή εφοδίων επιβίωσης. Πρόβλημα ένδυσης και υπόδησης, ουσιαστικά, δεν υπήρχε. Κανείς δε φρόντιζε γι αυτό. Έπρεπε πάση θυσία να επιβιώσουν. Το αντάρτικο δεν είχε πολιτικούς στόχους, αλλά ούτε και κοινό αρχηγό. Αυτό που τους χαρακτήριζε ήταν η μεταξύ τους αλληλεγγύη. Κάνουμε εμείς ό,τι μπορούμε μεταξύ μας αλληλοβοηθούμενοι. Τρέχουμε σε όλα τα βουνά να βοηθήσουμε τους συμπολεμιστές μας. Πηγαίνουμε από τα βουνά της Πάφρας σε όλα τα βουνά όπου υπήρχαν αντάρτες, και από όλα τα βουνά έρχονταν στα δικά μας βουνά, για να μας βοηθήσουν οι αντάρτες άλλων περιοχών. Φθάσαμε μέχρι την Αμάσεια και την Έρπαα, στο Ασαρτζούκ, στο Αγιούτεπε 170. Πολεμούσαν οι ταγμένοι προστάτες των γυναικοπαίδων με μοναδική τόλμη, ανδρεία και γενναιότητα, για να υπερασπιστούν το πάθος τους για την ελευθερία. Πολεμούσανε για το δικαίωμά τους, σαν γηγενείς κάτοικοι, να είναι και αυτοί ένα κομμάτι της τρισχιλιόχρονης πατρίδας τους. Πολεμούσαν για να ζήσουν ειρηνικά και ισότιμα με τις υπόλοιπες εθνότητες. Ο αγώνας τους ήταν διαρκής προκειμένου να αποφύγουν τη μαζική εξόντωση, και να γίνουν θύματα της εθνοκάθαρσης των Νεοτούρκων. Η αυτοθυσία τους ήταν μοναδική. Αψευδής μάρτυρας ο μοναδικός αγώνας και τα ανδραγαθήματά τους στην ευρύτερη περιοχή του δυτικού Πόντου, με επίκεντρο την Πάφρα και την Αμισό. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού και των χωροφυλάκων, με τη συμμετοχή ατάκτων τσετών, ήταν συνηθισμένο και καθημερινό φαινόμενο. Όπου υπήρχε άμεση ανάγκη σύγκρουσης με το στρατό, για τη σωτηρία των γυναικοπαίδων και των άμαχων, σε αντικειμενικά άνισες μάχες, οι συγκρούσεις ήταν φοβερές. Η αυτοθυσία και η γενναιότητα των ανταρτών κέρδιζαν τη μάχη. Τα γυναικόπαιδα τα συγκέντρωναν οι αντάρτες μακριά από τη γραμμή της μάχης, στα πιο ακίνδυνα γι αυτούς μέρη. Πολλές φορές υπήρχαν έγκαιρες πληροφορίες για τις εκκαθαριστικές 169 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 170 Μαρτυρία του καπετάνιου Καρασαββίδη Νικολάου. Κουλοχέρης, Αμισός, 77. Ηλιάδης, Χάβζα, 16-18. 132
επιχειρήσεις των Νεοτούρκων: Όταν μαθαίναμε ότι ανεβαίνει στο βουνό τουρκικός στρατός, φεύγαμε σε άλλα βουνά, όπως το Γιούνταγ ή το Αγιούτεπε, για μεγαλύτερη ασφάλεια και επιστρέφαμε πάλι στο Νεπιέν, όταν περνούσε ο κίνδυνος 171. Ο πλέον ανώδυνος τρόπος για να αποφύγουν τα γυναικόπαιδα και οι ανήμποροι το σφαγιασμό τους, από τις νεοτουρκικές ορδές, ήταν η φυγή σε όμορες περιφέρειες, όπου, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, δεν ήταν δυνατόν να τους ακολουθήσει ο τουρκικός στρατός. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και από τις όμορες περιοχές της Αμισού και της Άνδραπας, που κατέφευγαν στα βουνά της Πάφρας. Όταν οι καπετάνιοι χρειάζονταν να αντιμετωπίσουν από κοινού το νεοτουρκικό στρατό, ή τα οποιαδήποτε προβλήματα προέκυπταν στην περιοχή τους, συσκέπτονταν, συναποφάσιζαν και συμπολεμούσαν 172. Η κοινή λήψη αποφάσεων ήταν πρωταρχικής σημασίας. Στις επιχειρήσεις εναντίον των τουρκικών αποσπασμάτων υπήρχαν πολλές φορές θύματα από την πλευρά των ανταρτών. Τότε η θλίψη ήταν μεγάλη στα πρόσωπα των ανταρτών και των γυναικοπαίδων. Όταν, όμως, θύμα σε αυτές τις επιχειρήσεις ήταν ο καπετάνιος, τα πράγματα ήταν συγκλονιστικά: Γρήγορα συνήλθα, και ανοίγοντας τα μάτια μου αντίκρυσα το σώμα του αρχηγού μου, που ήταν πολτοποιημένο από χειροβομβίδα, μισό μέτρο μπροστά μου. Σηκώθηκα με κόπο, βρήκα μια κουβέρτα και τον τύλιξα Στα πρόσωπα όλων μας ήταν ζωγραφισμένη η θλίψη για τον πρόωρο χαμό του αρχηγού μας Τη στιγμή που τον πηγαίναμε στην τελευταία και παντοτινή κατοικία του, με τη συνοδεία 12 ιερέων, δεν υπήρξε αντάρτης που να μη δακρύσει. Οι σκληροί αυτοί και ατρόμητοι αντάρτες, που δε λυγίζανε μπροστά σε τίποτε, κλαίγανε σαν μικρά παιδιά μπροστά στο φέρετρο του αθάνατου αρχηγού μας 173. Οι θρυλικοί και ατρόμητοι, φημισμένοι για τη γενναιότητά τους αντάρτες, συναισθηματικά λυγίζανε μπροστά στο σώμα του νεκρού καπετάνιου τους, γιατί ο καπετάνιος δεν ήταν μόνο ο ηγέτης και προστάτης τους, ήταν και το σύμβολο του αγώνα τους. Η ιερότητα του αγώνα βάραινε αβάσταχτα τους συντρόφους του και, κυρίως, τις αθώες ψυχές των παιδιών, των γερόντων και των γυναικών. Γι αυτό το λόγο, οι αντάρτες έγραψαν σελίδες δόξας πάνω στα βουνά της Πάφρας και της ευρύτερης περιφέρειάς της. Την τελευταία σφαίρα την κρατούσαν πάντα για τον εαυτό τους. Ήταν ο άγραφος νόμος του αντάρτη. Τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι κατέφευγαν στο βουνό για να μη γνωρίσουν βασανιστήρια, βιασμούς, σφαγές, δολοφονίες και το θάνατο κατά τους εκτοπισμούς. Στο βουνό προτίμησαν το θάνατο από την πείνα και το ψύχος, παρά να βρίσκονται στη διάθεση του κάθε Νεότουρκου. Εκεί στο βουνό, η αυτοθυσία των ανταρτών προάσπιζε τη ζωή, την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Η διαμονή στο βουνό ήταν εξαιρετικά δύσκολη, γιατί τα καταφύγια βρίσκονταν σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Εκτός από τα φυσικά καταφύγια, κατασκεύαζαν πρόχειρα παραπήγματα από ξύλα, τα οποία αποκαλούσαν καλύβες. Για την ηθική και υλική συνδρομή των γυναικοπαίδων, αλλά και για την πνευματική οικοδομή τους, μετέβαιναν στο βουνό ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης και ο επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης. Τον δεσπότη Γερμανό Καραβαγγέλη και το βοηθό του επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο τους είδα πολλές φορές στο βουνό που έρχονταν και έδιναν οδηγίες Λειτουργούσαν στο βουνό σε σπηλιές Μου λέγανε ότι έχω καθήκον να μην εγκαταλείπω αυτούς τους ανθρώπους Όταν φεύγανε, τους συνοδεύανε σε αρκετή απόσταση οι αντάρτες, μέχρι 171 Μαρτυρίες Παπαδόπουλου Ιωάννη και Τσοπανίδη Παναγιώτη. 172 Χατζηπαυλίδης, Αυτοβιογραφία, ό. π. 173 Μαρτυρία του ιερέα Κωστάχογλου Αβραάμ. 133
που να τους παραλάβουν αντάρτες από άλλες περιοχές 174. Οι πνευματικοί ταγοί του κατατρεγμένου ποιμνίου τους, πέρα από τη δική τους συμπαράσταση, προέτρεπαν τους ιερείς, που και αυτοί είχαν καταφύγει στο βουνό, να μην κάμπτονται από τις τραγικές συνθήκες, και να βρίσκονται δίπλα στο καταδιωκόμενο ποίμνιό τους. Ο επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος έκανε λειτουργία πάνω στα βουνά, μας έδινε κουράγιο και θάρρος 175. Ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλης ήταν μια ιδιαίτερα αγαπητή προσωπικότητα σε όλους τους κατοίκους της επισκοπής του. Η αγάπη του ποιμνίου του προς το πρόσωπό του οφειλόταν στη μοναδική προσωπικότητά του. Από τις ειρηνικές ακόμη ημέρες βρισκόταν μαζί με το ποίμνιό του, καθοδηγώντας το και βοηθώντας το ποικιλότροπα. Όταν η νεοτουρκική εθνοκάθαρση πήρε σάρκα και οστά, δε σταμάτησε στιγμή να εργάζεται, καθ οιονδήποτε τρόπο, για να στηρίζει το κατατρεγμένο ποίμνιο συμπάσχοντας μαζί του. Πολλοί ήταν οι μεγάλοι αγωνιστές, προστάτες, σωτήρες και εκδικητές του ένοπλου αγώνα των κατοίκων της περιοχής Πάφρας. Τα ονόματα των καπετάνιων αναφέρονται και για το σύνολο των όμορων περιοχών της Πάφρας. Ο αγώνας τους ήταν ενιαίος. Έτσι αναφέρονται και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, καπετάνιους και αντάρτες, χωρίς να υπάρχει διάκριση των Παυρενών-Παφραίων από εκείνους της Αμισού, της Άνδραπας και της περιοχής Θέρμες Φαζημονιτών 176. Οι σημαντικότεροι καπετάνιοι, όσων τα ονόματα έχουν διασωθεί στη μνήμη των πρωταγωνιστών, ήταν 177 : Ο Αντώνης Χατσηελευθερίου, ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, ο Βασίλης Τσαουσίδης, ο Στυλιανός Κοσμίδης, ο Βασίλειος Ανθόπουλος, ο Δημήτριος Χαραλαμπίδης, ο Συμεών Αλεξιάδης-Σταυρίδης, ο Νικόλαος Καρασαββίδης, ο Μιχαήλ Παπαδόπουλος, ο Παντελής Αναστασιάδης, ο Δημοσθένης Ουζουνίδης, ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος, ο Ιπποκράτης Δεδέογλου, ο Αβραάμ Καπουτσίδης, ο χατση-γιώργης Καραβασίλογλου, ο Αναστάσιος Τσαβλακίδης, ο Γεώργιος Σαρουτσίδης, ο Κυριάκος Τσουρουκίδης, ο Κωνσταντίνος Σακαλίδης, ο Γιουβάνης, ο Αντύπας Καρυπίδης, ο Σάββας Αντωνιάδης, ο Ιωσήφ Τομπάκογλου, ο Νικόλαος Παναγιωτίδης, ο Κωνσταντίνος Ατές, ο Γιώργης Παπάζογλου, ο Αλέκος Άκτεκελης, ο Κωνσταντίνος Δεληογλάνογλου, ο Σταύρος Τσοραχλής, ο Παναγιώτης Χατζηθεοδωρίδης, ο Θεόδωρος Τσακιρίδης, ο Γεώργιος Καραγκιόζογλου, ο Αβραάμ Αράπογλου, ο Παναγιώτης Αράπογλου, ο Λάζαρος Αβραμίδης. Τα ονόματα αυτά των διάσημων καπετάνιων είναι λίγα, μπροστά στη σωρεία των οπλαρχηγών, οι οποίοι τίμησαν με τον αγώνα τους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με μοναδική γενναιότητα και αυτοθυσία, όχι μόνο στην Πάφρα, αλλά και στον υπόλοιπο δυτικό Πόντο 178. 174 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικολάου και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 175 Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου. 176 Η μόνη διάκρισή τους ήταν η γλωσσική διαφοροποίηση. Όλοι οι τουρκόφωνοι καπετάνιοι και αντάρτες, ανεξαρτήτως του τόπου καταγωγής τους, ονομάζονταν Παυρενοί. Οι καταγόμενοι γύρω από την στενή περιφέρεια της Πάφρας χρησιμοποιούσαν την ονομασία Πάφραλης-Παφραίος. 177 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ., Τομπάκογκου Ιωσήφ, Τσοπανίδη Παν., Αντωνιάδη Θεοδ., Χατζηθεοδωρίδη Παν., Φιλιππίδη Παντελή, Παρασκευαΐδη Αβ., Παπαδόπουλου Ιωάννη, Παρασκευόπουλου Γεωργίου, Σταυρίδου Σοφίας και Παρασκευαΐδου Σοφίας. 178 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 345-348. 134
7.3 Ο αρχικαπετάνιος Αντώνιος Χατζηελευθερίου. Ο Αντώνιος Χατσηελευθερίου γεννήθηκε το 1888 στο χωριό Γουρούκοκσε 179 τη ς Αμισού και ήταν Παυρενός. Με την υποχρεωτική στράτευση των Ελληνοοθωμανών, μετά τη νεοτουρκική μεταπολίτευση του 1908, κλήθηκε το 1912 να υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό. Ο Αντώνης, φύσει ανήσυχος και αγέρωχος άνδρας, με δεδομένα τα οικογενειακά βιώματα της εγκληματικής δράσης της εποχής των ντερέμπεηδων, δεν ήθελε να καταταγεί στο στρατό. Οι κάτοικοι του χωριού, φοβούμενοι αντίποινα για το γεγονός της πιθανής μη στράτευσής του, με δυσκολία τον έπεισαν να στρατευθεί 180. Ο Αντώνης παρουσιάστηκε, τελικά, στο στρατολογικό γραφείο της Αμισού, και από εκεί εστάλη για κατάταξη στο Δ Σώμα Στρατού στην Αμάσεια. Εκεί εκπαιδεύτηκε επί δέκα μήνες στις πολεμικές τέχνες, αντιμετώπισε αφάνταστες δυσκολίες, γιατί Έλληνες και μουσουλμάνοι είχαν κατανεμηθεί σε μικτούς λόχους, και, κυρίως, γιατί ο υπεύθυνος εκπαιδευτής αξιωματικός τους φερόταν με βαρβαρότητα. Το όνομα δε, με το οποίο συνεχώς και αδιαλείπτως τους αποκαλούσε ήταν το απαξιωτικό γκιαούρης-άπιστος. Ο καπετάνιος έκανε υπομομνή επί δέκα μήνες, καταρτίστηκε στρατιωτικά, και με την πρώτη ευκαιρία, μαζί με ένα φίλο του, αφόπλισαν το φρουρό και δραπέτευσαν από το κολαστήριο. Μετά τη λιποταξία του από το στρατό, κατέφυγε στην ορεινή περιοχή της περιφέρειας Πάφρας, κοντά στο χωριό του Γουρούκοκτσε. Οι δύο φίλοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο και με μεσιτείες αλόγων, αλλάζοντας ονόματα και μεταμφιεζόμενοι, σε μια περιοχή όπου αφθονούσαν τα άλογα. Λίγον καιρό αργότερα, μέσω ενός θείου του, ειδοποίησε τη χήρα μητέρα του για τα όσα είχαν συμβεί, κυρίως, για να μην ανησυχεί 181. Με την κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου δεν κατετάγη στο στράτευμα, αλλά κατέφυγε στο βουνό, μαζί με πολλούς ακόμη συμπατριώτες του. Πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα της αυτοπροστασίας των ανυπότακτων και των λιποτακτών, γιατί: Βγήκαν αποσπάσματα από χωροφύλακες που πήγαιναν να πιάσουν τους λιποτάκτες σε όλα τα ελληνικά χωριά. Έδερναν τους προέδρους των χωριών και όσους παπάδες έπιαναν τους πήγαιναν στην Αμισό. Το πρωί, κατά τις 5 η ώρα, πριν ξημερώσει, τους φώναζαν τα ονόματα για την κρεμάλα. Τις οικογένειες των ατόμων που δεν εύρισκαν τους έκαιγαν τα σπίτια Ήταν μια εποχή που πολλοί Έλληνες λιποτάκτες έφευγαν για τη Ρωσία, στον Καύκασο 182. Είχε πια αρχίσει ο συστηματικός κατατρεγμός των Ελλήνων, γιατί τα αποσπάσματα των χωροφυλάκων δεν ξεσπούσαν στους αίτιους της λιποταξίας ή της μη κατάταξης τους στο στρατό, αλλά στους οικείους τους, και επιπλέον στις πυρπολήσεις των οικειών τους. Δεν τους αρκούσαν, όμως, ούτε όλα αυτά τα εγκλήματα που διέπρατταν. Επιπλέον, κακοποιούσαν ανελέητα τους προέδρους των χωριών και τους ιερείς, πολλοί από τους οποίους απαγχονίζονταν. Η μόνη λύση που απέμενε για τους ελληνικούς πληθυσμούς που καταδιώκονταν ήταν η φυγή στο βουνό ή, για όσους μπορούσαν, στη Ρωσία. Ο Αντώνης συγκρότησε τη δική του ένοπλη ομάδα στο βουνό, την οποία αποτελούσαν γενναίοι και αφοσιωμένοι σε αυτόν αντάρτες 183. Η στρατηγική 179 Το χωριό αυτό διοικητικά ανήκε στην περιφέρεια της Αμισού, και οι κάτοικοί του ήταν Παυρενοί. Ο αρχικαπετάνιος, αλλά κα οι άνδρες του, με αυτό το προσωνύμιο αναφέρονται από το Βασίλουστα, και από καπετάνιους όμορων περιοχών. 180 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 10, 13, 15, 22, 39. Η μαρτυρία ανήκει στον Κωνσταντίνο Χατζηθεοδωρίδη, ο οποίος ήταν βαφτιστήρι του αρχικαπετάνιου, ανιψιός του, αλλά και ο προσωπικός αγγελιοφόρος του, κατά τη διάρκεια του Αγώνα. 181 Ό. π., 10. 182 Ό. π., 11. 183 Μαρτυρίες Τσομπάνογλου Νικολάου και Τσοπανίδη Παναγιώτη. 135
ιδιοφυία του, σε συνδιασμό με τους ατρόμητους και αποφασισμένους για όλα ανυπότακτους και λιποτάκτες, δημιούργησε ασπίδα προστασίας των καταφυγόντων στο βουνό Ελλήνων, από το φόβο των νεοτουρκικών αντιποίνων των αποσπασμάτων του στρατού και των χωροφυλάκων. Σε λίγον καιρό, είχε καταστεί ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων, οι οποίοι πρώτοι τον αποκάλεσαν Αντώνπασα 184, δηλαδή του απέδωσαν το προσωνύμιο του στρατηγού. Το κρησφύγετό του βρισκόταν στο όρος Νεμπιέν, και η περιοχή της ένοπλης δράσης του ήταν η Πάφρα και η Αμισός. Τα πρώτα όπλα των ανταρτών, εκτός αυτών που είχαν μαζί τους οι λιποτάκτες, ή που είχαν αγοράσει εξ ιδίων οι αντάρτες, τα προμηθεύτηκαν από τη Ρωσία. Οι Έλληνες της Πάφρας, που κατέφευγαν στη Ρωσία, εύρισκαν καταφύγιο και προστασία κοντά στους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί. Αυτοί οι Έλληνες ενεργοποιήθηκαν και τροφοδότησαν με όπλα το αντάρτικο σώμα του καπετάν Αντώνη, με χρήματα που προήλθαν από την πώληση καπνών, που προσέφεραν οι Παυρενοί-Παφραίοι καπνοκαλλιεργητές. Οι καπνέμποροι διέθεσαν την ποσότητα των καπνών στην αγορά, και το ποσό που συγκεντρώθηκε το παρέδωσαν στους αντάρτες 185. Στις αρχές του 1915, η Πελαγία Οξούζογλου, η οποία καταγόταν από το χωριό Κωστάνουσαγι της Πάφρας, είχε καταφύγει στο βουνό με την οικογένειά της. Εκεί γνώρισε τον καπετάν Αντώνη, το μετέπειτα σύζυγό της. Η Πελαγία, ντυμένη με τη μαύρη αντάρτικη στολή του Πόντου, συνόδευε έφιππη τον καπετάνιο σύζυγό της, και πολεμούσε μαζί του σε όλες τις μάχες εναντίον των Τούρκων 186. Ο καπετάνιος Αντώνης Χατσηελευθερίου ηγήθηκε στις μάχες των ανταρτών εναντίον του τουρκικού στρατού στο Καλινίκνταγ, στο Παλίκγκιολ, στο Τσιφλίκτεπεσι, στο Γουρούκοκτσε, στο Εγκίσιρμακ, στο Τσασούρ, στο Κεστενέ Σαϊβανί, στο Εγρίμπελ, στο Ταφλάνκιοϊ, στο Πεκλίκ, κ. α., μεταξύ των ετών 1915-1918 187. Η τακτική που χρησιμοποιούσε ο καπετάν Αντώνης, στις μάχες με τον τουρκικό στρατό, ήταν η τακτική του κλεφτοπολέμου. Είναι η τακτική που αποδίδει αποτέλεσμα, όταν ένας λαός αγωνίζεται εναντίον ενός πάνοπλου στρατού. Προτιμούσε τις συνεχείς μετακινήσεις ανταρτών και γυναικοπαίδων και τις ολιγόωρες συγκρούσεις, για να μην έχει απώλειες σε έμψυχο υλικό. Η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής των κατατρεγμένων Ελλήνων είχε τη μοναδικότητά της και το σεβασμό όλων. Ειδικότερα, εκείνων που είχαν τάξει τον εαυτόν τους στην υπηρέτηση των διωκόμενων Ελλήνων. Πρέπει να κτυπήσουμε πάντοτε όταν μας επιτεθούν, ή από πίσω, ή από μπροστά και για δύο ώρες. Όχι παραπάνω Έτσι θα αντέξουμε όλοι, χωρίς να σκοτωθούμε και για να μη χάσουμε την αξιοπρέπειά μας 188. Ο καπετάνιος αγωνιζόταν με αυτόν τον τρόπο και για έναν ακόμη λόγο, γι αυτό που χαρακτήριζε τον υπόδουλο Ελληνα της Πάφρας. Όταν, όμως, εκ των πραγμάτων ήταν αναγκασμένος να πολεμήσει, εγκλωβισμένος για ώρες ή για μέρες, το έκανε με τη μεγαλύτερη γενναιότητα και αυτοθυσία. Μοναδικός του στόχος ήταν η προστασία και η σωτηρία των γυναικοπαίδων που είχαν βρεί κοντά του καταφύγιο. Μετά την είσοδο των Ρώσων στην Τραπεζούντα, τον Απρίλιο του 1916, και τη συστηματική καταδίωξη των ανταρτών, τις δολοφονίες πολιτών, αλλά και τις 184 Μπέλλου, Ποντιακά, 106. 185 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 11. 186 Μαρτυρία της Πελαγίας Χατζηελευθερίου, από το βιβλίο των Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 194, 200-201. 187 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 13-22. Μαρτυρίες Τσομπάνογλου Νικ., Καρασαββίδη Νικ., Παρασκευαΐδου Σοφίας, Χατζηθεοδωρίδη Παν. και Πάνου Ηλία. 188 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 32. 136
φήμες για συλλήψεις ευρείας έκτασης, πλήθύνθηκαν οι τάξεις των ανταρτών. Το 1916 κάλεσαν τον Αντώνπασα να πάει στην Τραπεζούντα, για να έχει επαφές με το Ρώσο στρατηγό και το μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο Μας έλεγαν οι Ρώσοι μη σταματάτε στιγμή να πολεμάτε τους Τούρκους Εκεί έπρεπε να βγάλουμε και το Γενικό Αρχηγό όλων των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στο δυτικό Πόντο εκλέξαμε τον Αντώνπασα Γενικό Αρχηγό 189. Οι Έλληνες, που βρίσκονταν υπό διωγμόν, και που η είσοδος των Ρώσων στην Τραπεζούντα αποτέλεσε ένα δεδομένο για ευρείας έκτασης διωγμούς των Ελλήνων στο δυτικό Πόντο, βρήκαν στήριγμα στους Ρώσους, οι οποίοι τους υποσχέθηκαν όπλα για την παραπέρα συνέχιση του αγώνα τους. Ο αγώνας αυτός σε καμία περίπτωση δεν ήταν επαναστατικός. Ήταν αγώνας επιβίωσης. Οι Ρώσοι ούτως ή άλλως, με τη δημιουργία των αντάρτικων σωμάτων προστασίας και σωτηρίας, διευκολύνονταν στο μέτωπό τους εναντίον των Νεοτούρκων. Αν δεν υπήρχε η νεοτουρκική βία των αποσπασμάτων του στρατού και των χωροφυλάκων εναντίον των Ελλήνων κατοίκων, και οι πυρπολήσεις οικιών και οικισμών, δε θα υπήρχε κανένα εσωτερικό μέτωπο. Μια ενδεχόμενη ενίσχυση αυτού του αγώνα από τους Ρώσους θα διευκόλυνε πολύ περισότερο το έργο τους. Η τροφοδοσία των Ελλήνων με όπλα και πυρομαχικά θα δημιουργούσε, κατ αρχήν, μια ενισχυμένη ατσάλινη ασπίδα προστασίας των ελληνικών πληθυσμών, την ώρα που η εθνοκάθαρση έπαιρνε άγρια μορφή, και επιπλέον θα χρησιμοποιούνταν κατάλληλα από τους Ρώσους. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών ήταν να δοθή η αφορμή στους Νεότουρκους για την απόπειρα τέλειας εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου. Η στυγνή νεοτουρκική ηγεσία δε στράφηκε εναντίον των ανταρτών, οι οποίοι οπλίστηκαν, αλλά αποδύθηκε σε έναν ανελέητο αγώνα για τη φυσική εξόντωση όλων των Ελλήνων. Η τροφοδοσία με οπλισμό των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων ήταν μηδαμινή, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες τους. Οι αντάρτες δεν οπλίστηκαν για να δημιουργήσουν εσωτερικό μέτωπο. Άν υπήρχε δυνατότητα να δοθούν τα κατάλληλα όπλα στους αντάρτες, για να δημιουργήσουν εσωτερικό μέτωπο, τότε αυτό θα μπορούσε να συμβεί, και αυτό πάλι σε μικρή έκταση, γιατί δεν υπήρχε ακόμη μαζικότητα στον αγώνα. Είναι γεγονός ότι τα αντάρτικα σώματα δεν έκαναν επιθετικές ενέργειες κατά του τουρκικού στρατού. Επιθετικές ενέργειες γίνονταν μόνο εναντίον των τουρκικών χωριών, για να προμηθευτούν τρόφιμα για την επιβίωσή τους, αλλά και για την επιβίωση των γυναικοπαίδων, των γερόντων, και των αμάχων, που βρίσκονταν μαζί τους στο βουνό. Στη συγκέντρωση της Τραπεζούντας ήταν παρόντες οι εξής καπετάνιοι: Αντώνης Χατσηελευθερίου, Κυριάκος Παπαδόπουλος, Βασίλειος Τσαουσίδης, Στυλιανός Κοσμίδης, Βασίλειος Ανθόπουλος, Νικόλαος Καρασαββίδης και άλλοι καπετάνιοι του δυτικού Πόντου 190. Πριν από τον Οκτώβριο του 1917 191, μετέβη στο βουνό μια επιτροπή από προύχοντες της ευρύτερης περιοχής Πάφρας, με επικεφαλής τον επίσκοπο Πάφρας Ευθύμιο Αγριτέλη. Ο διοικητής της Αμισού είχε αποστείλει την επιτροπή, σε συνεννόηση με το μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη και αφορούσε το θέμα της κατάπαυσης του πυρός στην περιοχή, με ταυτόχρονη επιστροφή των ανταρτών στα σπίτια τους. Από την πλευρά των ανταρτών, συμμετείχαν όλοι οι καπετάνιοι της περιοχής, με τον αρχηγό τους Αντώνη Χατσηελευθερίου. Οι προτάσεις ήταν ιδιαίτερα δελεαστικές. Η αλήθεια, όμως, ήταν δραματική. Ολόκληρη η περιοχή είχε 189 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ. και Πάνου Ηλία. 190 Ό. π. 191 Τον Οκτώβριο του 1917, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης εξορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, μέσω Αγκύρας. 137
πυρποληθεί, και ο ελληνικός πληθυσμός είχε εκτοπιστεί. Υπήρχαν μόνο ερείπια και συντρίμμεια. Άκουσε παιδί μου. Αυτά που θα γράψεις να τα φυλάξεις, γιατί θα είναι αργότερα ιστορικά στοιχεία για το βασανιζόμενο λαό μας 192. Αυτές τις λέξεις αναφέρει, λακωνικά, ο εθνεγέρτης επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλης για τη σύσκεψη εκείνη στο δάσκαλο Ηλία Πάνου, γραμματικό του αρχικαπετάνιου Αντώνη Χατσηελευθερίου. Μετά την αποτυχία της επιτροπής, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης εξορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, μέσω Αγκύρας, και ο καπετάν Αντώνης επικηρύχθηκε με 5.000 χρυσές λίρες Τουρκίας 193. Ο αρχικαπετάνιος δολοφονήθηκε με προδοσία τον Αύγουστο του 1918 194 ή στις 17/30 Οκτωβρίου 1918 195, από φιλικά και συγγενικά του άτομα. Ο Αντώνης Χατσηελευθερίου είναι η κορυφαία φυσιογνωμία του ένοπλου αγώνα στον Πόντο, και η μοναδική σε μέγεθος ιστορική μορφή, που πέρασε στην ιστορία μέσα από τα χείλη του βασανισμένου λαού των περιοχών Πάφρας και Αμισού. Αυτός ήταν που πρώτος οργάνωσε τον αγώνα κατά την τελευταία ιστορική φάση των Ελλήνων στον Πόντο. Οι άνδρες που τον πλαισίωσαν έγιναν οι κατοπινοί ήρωες καπετάνιοι της Πάφρας, οι οποίοι συνέχισαν την ένοπλη δράση για την προστασία και τη σωτηρία των άμαχων και των γυναικοπαίδων και κατά την κεμαλική περόδο. Το τραγούδι του το τραγουδούσαν σε ολόκληρο το δυτικό Πόντο τόσο οι ελληνόφωνοι όσο και οι Παυρενοί. Διατηρήθηκε στη μνήμη των Ελλήνων και στην Ελλάδα μέχρι τα τελευταία χρόνια 196. Ο Αντώνης που λέγανε ήταν ένα νέο παληκάρι στους ώμους του χωρούσανε χίλιες πεντακόσιες σφαίρες. Ο Αντώνης με τα κιάλια αγναντεύει την Αμισό και στα βουνά του Νεμπιέν τρέχουν τα αίματα ασταμάτητα. Στο κεφάλι του Αντώνη σημάδι στρατηγού σε ολόκληρο τον κόσμο απλώθηκε η φήμη του. Τα βόλια του Αντώνη καίνε πολλές ψυχές και η φωνή του Αντώνη χαλάει τα βουνά. Στον ώμο του Αντώνη δέρμα ελαφιού τον Αντώνη τον σκότωσαν οι φίλοι του. Από του Ταφλάν τη βρύση δεν μπόρεσα να περάσω το φίλο από τον εχθρό δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω. 192 Μαρτυρία Πάνου Ηλία. Δυστυχώς όλα αυτά τα αρχεία χάθηκαν: γιατί στην Ελλάδα μπόρεσα και έφερα μόνο το κουφάρι μου 193 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 215. Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 21. Τα λύτρα αναφέρονται και ως: ένας τενεκές λίρες. 194 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 216-217. 195 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 22-23. 196 Μαρτυρίες: Χατζηθεοδωρίδη Κων., Κυπιρτίδη Ιεροθέου και Αλεξιάδου Δέσποινας. Το τραγούδι είναι μεταφρασμένο από την τουρκική. Η μετάφραση είναι του Γ. Αντωνιάδη και δική μου, σε μια προσπάθειά μου, σε κάποιες περιπτώσεις, να αποδώσω το νόημα, χωρίς να σταθώ στην κατά γράμμα μετάφραση. Οι Παυρενοί της Αμισού τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι, εκτός από την έκτη και όγδοη στροφή, που πιθανόν ξεχάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου. 138
Σεβάσου κουμπάρε Κουλπαρίδη την ψυχή μου, του Αβραάμ ο άτιμος με σκότωσε. Κάθησε Πελαγία στο μνήμα μου και δες τι έπαθα τώρα στη νεότητά μου, του Αβραάμ ο άτιμος με σκότωσε. Μη με πυροβολείς Κουλπαρίδη, μη με σκοτώνεις, σύντροφοι να γίνουμε, έλα κοντά μου, οι σύντροφοι δεν ψάχνουν για αιτίες, η δολοφονία του Αντώνη δε σε ωφελεί. Κλείστε τα παράθυρα, αέρας μη φυσήξει το θάνατο του Αντώνη κανείς να μην τον μάθει. Από χαμηλά να μεταφέρετε το νεκρό μου σώμα για να δεί όλος ο λαός πώς με κατάντησαν. 7.4 Ο ένοπλος αγώνας μέχρι την Ανακωχή (Οκτώβριος 1918) Μετά την έκρηξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου και την επιστράτευση του 1914, πολλοί Έλληνες της περιοχής Πάφρας κατέφυγαν στην ορεινή περιοχή της, και άρχισαν να δημιουργούν αντάρτικες ομάδες. Ο Αντώνης Χατζηελευθερίου άρχισε να οργανώνει, και να εξοπλίζει τις πρώτες αυτές ανεξάρτητες ομάδες, με τα χρήματα που κέρδισε από το εμπόριο αλόγων. Με τον τρόπο αυτόν, καθιερώθηκε καπετάνιος της περιοχής στα βουνά Νεμπιέν και Κοτσάνταγ ή Καλινίκνταγ, όπως αλλιώς ονομαζόταν. Στις αρχές του 1915, οι ένοπλες ομάδες είχαν πολλαπλασιαστεί, με συνέπεια οι τουρκικές αρχές να αρχίσουν να ανησυχούν γι αυτό το φαινόμενο. Το 1915 άρχισαν ευρείας κλίμακας διώξεις των Ελλήνων. Τα τουρκικά αποσπάσματα εισέβαλαν στα ελληνικά χωριά, βασάνιζαν προέδρους, ιερωμένους, συγγενείς των ανυπότακτων και των λιποτακτών και τους απειλούσαν ότι θα έκαιγαν τα χωριά τους, αν δεν επέστρεφαν οι φυγόστρατοι. Σε άλλες περιπτώσεις, τα αποσπάσματα περιφέρονταν στα βουνά για να εξοντώνουν τους φυγόστρατους, ενώ παράλληλα δολοφονούσαν αθώους πολίτες, και έκαιγαν σπίτια και χωριά 197. Ο καπετάνιος Αντώνης Χατζηελευθερίου, εκ των πραγμάτων, αναγκάστηκε να οργανώσει και να εξοπλίσει ακόμη καλύτερα τις ομάδες, γιατί στο βουνό είχαν καταφύγει και οι οικογένειες των περισσότερων ανταρτών, για να αποφύγουν τους βασανισμούς και τις δολοφονίες. Οι αντάρτες τροφοδοτήθηκαν με όπλα από τη Ρωσία, την εποχή αυτή, με χρήματα που προήλθαν από την πώληση καπνών, που προσέφεραν οι καπνοκαλλιεργητές της Πάφρας. Τα τρόφιμα των ανταρτών και των γυναικοπαίδων προέρχονταν από την προμήθεια ψαριών από την τεράστια λίμνη 197 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 12. Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Κων. Ο Χατζηθεοδωρίδη Κων., εκτός του ότι ήταν συγγενής του καπετάνιου Αντώνη Χατσηελευθερίου, ήταν παρών σε όλα τα πολεμικά γεγονότα, και είχε μοναδικά βιώματα, όντας αγγελιοφόρος του αρχικαπετάνιου. 139
της Πάφρας Παλίκγκιολ (Ψαρολίμνη) ή Καράγκιολ (Μαυρολίμνη), αλλά και από βουβάλια που έβοσκαν ελεύθερα στα απέραντα έλη και τα τέλματα της περιοχής 198. Το Μάρτιο του 1915, ο καπετάν Αντώνης κατέβηκε με εξήντα άνδρες του στη λίμνη Παλίγκιολ(Ψαρολίμνη), για τη συνηθισμένη προμήθεια ψαριών για τους αντάρτες, τα γυναικόπαιδα και τους άμαχους. Οι μουσουλμάνοι των γύρω χωριών ειδοποίησαν το στρατό για την κάθοδο του καπετάνιου στη λίμνη. Ένα απόσπασμα πενταπλάσιας δύναμης, από τη δύναμη των ανταρτών, περικύκλωσε το αντάρτικο σώμα χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς. Οι Νεότουρκοι περίμεναν να ξημερώσει, για να τους εξοντώσουν όλους με το πρώτο φώς της ημέρας. Ένας αντάρτης, ονόματι Δημήτριος Ασλανίδης, αντιλήφθηκε την κίνηση του τουρκικού στρατού και ειδοποίησε τον καπετάν Αντώνη. Ο καπετάνιος αποφάσισε να πολεμήσει, αντί να διαφύγει για να γλιτώσει. Ο Αντώνης αφήνει τα ψάρια που είχαν μαζέψει από τους Έλληνες ψαράδες, και ρίχνεται καταπάνω τους 199. Αν έφευγε χωρίς τα ψάρια, τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι κινδύνευαν με λιμοκτονία. Ο καπετάν Αντώνης, νιώθοντας επιτακτική την ανάγκη της άμεσης τροφοδότησης των άμαχων με τροφή, επιτέθηκε στις θέσεις των Νεοτούρκων στρατιωτών και τους εξανάγκασε να υποχωρήσουν. Τα γυναικόπαιδα, οι άμαχοι, αλλά και οι αντάρτες που παρέμεναν στο βουνό Καλινίκνταγ άκουσαν τους πυκνούς πυροβολισμούς προς την πλευρά της λίμνης. Μια δύναμη ανταρτών, με επικεφαλής τους Αντύπα Καρυπίδη, Αναστ. Τσαβλακίδη, Αναστ. Ταστζόγλου, Σταύρο Τσοραχλή και Ιπποκράτη Δεδέογλου, κατηφόρισε προς το μέρος της μάχης. Όταν οι αντάρτες έφτασαν στους πρόποδες του βουνού, αντιλήφθηκαν ένα τουρκικό απόσπασμα που είχε στήσει ενέδρα σε εκείνους τους αντάρτες που είχαν πάει για να εξασφαλίσουν τροφή, και είδαν τον επικεφαλής να δίνει εντολές στους χωροφύλακες. Διαπίστωσαν ότι, η δύναμη αυτή του αποσπάσματος είχε στόχο να εξοντώσει όσους αντάρτες θα κατάφερναν να διαφύγουν από τη μάχη της λίμνης. Οι αντάρτες επιτέθηκαν στους άνδρες του τουρκικού αποσπάσματος και τους εξανάγκασαν να κινηθούν προς την πλευρά της λίμνης. Εν τω μεταξύ, ο καπετάν Αντώνης είχε τρέψει τους Τούρκους σε άτακτη φυγή. Η τουρκική δύναμη των δύο αποσπασμάτων, δυνάμεως ενός τάγματος, υποχωρώντας ενώθηκε, αλλά ταυτόχρονα περικυκλώθηκε από τους αντάρτες. Οι Νεότουρκοι στρατιώτες αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Τους αιχμαλωτισθέντες Τούρκους στρατιώτες τους ανταλλάξαμε αργότερα με Έλληνες προύχοντες και εμπόρους της Πάφρας και της Σαμψούντας, που βρίσκονταν στις φυλακές, γιατί τους κατηγορούσαν οι τουρκικές αρχές ότι βοηθούν τους αντάρτες και τους ξεσηκώνουν εναντίον τους. Δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η τύχη των Ελλήνων αυτών αν δε γινόταν αυτή η ανταλλαγή 200. Η τύχη αυτών των Ελλήνων ήταν προδιεγεγραμμένη. Ο Γολγοθάς του Ελληνισμού της περιοχής είχε ξεκινήσει. Η αξιοσύνη των ανταρτών δεν προστάτευε μόνο τους άμαχους, αλλά και τα γυναικόπαιδα. Ακόμη-ακόμη και τους πλούσιους, που δεν είχαν ανοίξει το πουγγί τους για να εξασφαλίσουν οι αντάρτες αξιόλογα όπλα και πολεμοφόδια, και να γίνουν υπολογίσιμη δύναμη, την ώρα που ο νεοτουρκικός στρατός γνώριζε τη συντριβή στο Ανατολικό Μέτωπο του Σαρίκαμις. Τα χρήματα που δε διέθεσαν για τον αγώνα, τους τα λήστεψαν αμέσως μετά οι Νεότουρκοι, για να στηρίξουν το κόμμα τους, αλλά και, κυρίως, για να πλουτίσουν οι τοπικοί παράγοντες του κόμματος. Η μάχη αυτή υπήρξε καθοριστική για την ψυχοσύνθεση και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων ανταρτών, κατά της νεοτουρκικής βίας και 198 Ό. π. 199 Ό. π. 200 Ό. π. 140
αυθαιρεσίας. Ο καπετάνιος Αντώνης Χατζηελευθερίου έγινε το σύμβολο του αγωνιζόμενου λαού στα βουνά της Πάφρας. Κατόρθωσε το θεωρητικά ακατόρθωτο, με την κατανίκηση και την αιχμαλωσία του συμβόλου της κρατικής εξουσίας. Οι ήρωες πρωταγωνιστές αντάρτες έγιναν οι μετέπειτα φημισμένοι οπλαρχηγοί και καπετάνιοι της Πάφρας. Ήταν όλοι τους ατρόμητα παληκάρια, γενναίοι και ακαταμάχητοι πολεμιστές. Η ολοκληρωτική νίκη του καπετάν Αντώνη αφύπνισε το νεοτουρκικό μηχανισμό. Ήταν ένα συνταρακτικό γεγονός, παντελώς απρόσμενο γι αυτούς. Από το σημείο αυτό έγινε ο κυριότερος στόχος τους. Άνθρωποι της νεοτουρκικής ηγεσίας τον είχαν υπό συνεχή παρακολούθηση. Καθ όλη τη διάρκεια του 1915, η καταδίωξη των ανταρτών υπήρξε αδιάκοπη από τα τουρκικά αποσπάσματα. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1915, οι αντάρτες του καπετάν Αντώνη ενεπλάκησαν σε μάχη με τους Τούρκους στην περιοχή του Τσιφλίκτεπεσι. Οι κάτοικοι των χωριών, παρά το ότι ξημέρωνε η εορτή της Αγίας Βαρβάρας, είχαν καταφύγει για μεγαλύτερη ασφάλεια στο Κοτσάνταγ. Η μάχη διεξαγόταν με πυρά από μεγάλη απόσταση. Οι αντάρτες, βλέποντας ότι είχαν εξασφαλιστεί τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι, άφησαν τις θέσεις τους και κατευθύνθηκαν στο Κοτσάνταγ, χωρίς να υπάρξουν θύματα. Στις 3 Δεκεμβρίου, ο νεοτουρκικός στρατός εισήλθε στο Τσιφλίκτεπεσί, αλλά δε βρήκε κανέναν κάτοικο. Ο επικεφαλής, παρά την αρχική του πρόθεση να ακολουθήσει τους Έλληνες, υποχώρησε γιατί: έπεφτε πολύ χιόνι και δεν μπορούσαν οι Τούρκοι να μας κυνηγήσουν και να μας φθάσουν 201. Η δύναμη του τουρκικού στρατού ήταν έφιππη, το ύψος του χιονιού ήταν μεγάλο, και γι αυτό το λόγο τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι διέφυγαν προσωρινά. Κατά τη διάρκεια των ετών 1915-1916, η καταδίωξη των αντάρτικων σωμάτων, και η σύγκρουσή τους με τα αποσπάσματα, ήταν συνεχής. Την περίοδο από το 1915 μέχρι το 1916 κάναμε πάνω από τριάντα μάχες στα διάφορα βουνά με τους Τούρκους 202. Είναι αφοπλιστική η διαπίστωση ενός από τους διασημότερους οπλαρχηγούς της περιόδου 1915-1922, αλλά και ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Ένας αγώνας ζωής και θανάτου βρισκόταν σε συνεχή ροή. Αυτές οι τακτικότατες συγκρούσεις των ανταρτών, με τα νεοτουρκικά αποσπάσματα του στρατού και των χωροφυλάκων, χαλύβδωναν την ψυχή τους και έγιναν η αιτία του φημισμένου αντάρτικου της Πάφρας και του δυτικού Πόντου γενικότερα. Το 1915, η εκκαθάρριση των ορεινών περιοχών, όπου κατέφευγαν αντάρτες και γυναικόπαιδα, ήταν σε διαρκή ένταση. Με τη μεσολάβηση του χειμώνα διεκόπη η επιχείρηση, αλλά από το Φεβρουάριο του 1916 η στοχευμένη μαζική εκκαθάριση έλαβε άγρια μορφή, όταν πέντε τάγματα του στρατού, εφοδιασμένα με κανόνια και πυροβόλα όπλα, με επικεφαλής τους Ασλάνμπεη, Φερίκμπεη, Ιξάνμπεη και Αχμέτμπεη εξεστράτευσαν εναντίον των περιοχών Πάφρας και Αμισού, με στόχο την εκδίωξη των ανταρτών από τις περιοχές αυτές 203. Εκτός της καταδίωξης των αντάρτικων ομάδων, οι Νεότουρκοι καταπίεζαν βάναυσα και τους ελληνικούς πληθυσμούς. Η καταπίεση αυτή οφειλόταν: στη μεγάλη δράση που είχε αρχίσει εναντίον τους ο Αντώνπασας 204. Η συνεχής καταδίωξη 201 Το χιόνι που πέφτει κάθε χρόνο στην περιοχή φτάνει σε αρκετά μεγάλο ύψος, που κατά περίπτωση αγγίζει τα 1-2 μέτρα. Οι συνθήκες αυτές καθιστούν απαγορευτικές όλες τις μετακινήσεις ανθρώπων και ζώων. Η ορεινή περιοχή της Πάφρας είναι μια κατ εξοχήν παράλια περιοχή και το χιόνι είναι υγρό. 202 Μαρτυρία Καρασαββίδη Νικολάου. 203 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 32. 204 Μαρτυρία του δασκάλου Πάνου Ηλία, γραμματικού του καπετάνιου Αντώνη Χατζηελευθερίου. Το προσωνύμιο Αντώνπασας οφειλόταν στο κύρος που διέθεται ο αρχικαπετάνιος τόσο μεταξύ των 141
του καπετάν Αντώνη από τα αποσπάσματα του στρατού και των χωροφυλάκων, που δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα, εξαγρίωνε τη νεοτουρκική διοίκηση και τους ανώτερους αξιωματικούς, οι οποίοι άρχισαν να πυρπολούν οικίες και χωριά, διώχνοντας τους κατοίκους από τον τόπο τους, και απειλώντας τους προύχοντες και τους εγγράμματους με συλλήψεις και φυλακίσεις. Μετά το Δεκέμβριο του 1915, παρά το ότι είχαν σταματήσει οι καταδιώξεις των αποσπασμάτων, αυτά παρέμεναν στρατοπεδευμένα σε κομβικά σημεία, μη σταματώντας στιγμή να πληροφορούνται τις κινήσεις του Αντώνη Χατζηελευθερίου. Το Μάρτιο του 1916, ο καπετάνιος, αφού διαμοίρασε τους άνδρες του, είχε καταφύγει σε ένα νερόμυλο στους πρόποδες του Κοτσάνταγ ή Καλινίκνταγ. Μαζί του είχε τρείς συντρόφους και τη γυναίκα του Πελαγία. Στις 24 Μαρτίου, οι Νεότουρκοι, των οποίων δύο τάγματα στρατού είχαν στρατοπεδεύσει στο Κιζίλγκιολ, ειδοποιημένοι εκ των προτέρων, περικύκλωσαν το μύλο και ζήτησαν να παραδοθούν όσοι βρίσκονταν μέσα στο κτίσμα. Ο καπετάνιος, αφού οπλίστηκε, διέφυγε από τη νεροσυρμή του μύλου. Οι άνδρες του, σε μια πράξη αυτοθυσίας, αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν όλοι, προσπαθώντας να δώσουν χρόνο στον καπετάνιο να διαφύγει. Όταν οι άνδρες του αποσπάσματος εισήλθαν στο μύλο, βρήκαν μόνο έναν αντάρτη, που τους κοιτούσε περιφρονητικά. Αμέσως μετά έβγαλε τον κεφαλόδεσμο (πασλίκι), και τους δήλωσε ότι ήταν η γυναίκα του καπετάνιου και όχι άνδρας, ενώ οι στρατιώτες είχαν πιστέψει ότι είχαν συλλάβει τον καπετάν Αντώνη. Η συλληφθείσα Πελαγία οδηγήθηκε στο Κιζίλγκιολ, την έδρα των αποσπασμάτων και παραδόθηκε στον Φερίκμπεη. Από το Κιζίλγκιολ οδηγήθηκε στην Πάφρα και από εκεί στην Αμισό, όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Στη συνέχεια, οδηγήθηκε στην Αμάσεια για την εκτέλεση της ποινής 205. Ο αρχικαπετάνιος πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του οδηγήθηκε στην Αμάσεια, στις φυλακές της οποίας φυλασσόταν απομονωμένη. Συγκέντρωσε πενήντα καπετάνιους και τετρακόσιους αντάρτες, και με τα άλογα ξεκίνησαν για την Αμάσεια. Έφτασαν στο χωριό Κελτίκ, έξω από την Αμάσεια, περικύκλωσαν το χωριό, συνέλαβαν το χότζα του χωριού, και ο καπετάνιος τον απέστειλε στο διοικητή της Αμάσειας, αφού του παρέδωσε ένα γράμμα με τη σφραγίδα του: στην οποία για πρώτη φορά υπέγραφε ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΓ 206. Με τον τρόπο αυτόν ήθελε να δηλώσει στο Νεότουρκο διοικητή ότι ήταν αποφασισμένος για τα χειρότερα, αν δεν απελευθέρωνε τη σύζυγό του. Ο αρχικαπετάνιος έγραφε στο διοικητή ότι, αν δεν έστελνε αμέσως την Πελαγία στα λημέρια του στο Νεπιέν, θα έκαιγε το χωριό χωρίς να λυπηθεί κανέναν, και επιπλέον, θα κατέβαινε με τους πέντε χιλιάδες(!) αντάρτες του στην Αμάσεια, για να την κάψει και αυτήν από τα θεμέλια. Πανικόβλητος, ο διοικητής πήγε προσωπικά στις φυλακές, αποφυλάκισε την Πελαγία, την επιβίβασε σε ένα παϊτόνι 207, της έδωσε προσωπική φρουρά-με επικεφαλής αξιωματικό, που την οδήγησαν στο Καβάκ και από εκεί στο βουνό Νεπιέν 208. Το Μάρτιο του 1916, ο στρατός, υπό τις διαταγές του Φερίκμπεη, στρατοπέδευσε στο Τσιφλίκτεπεσι. Στη συνέχεια, ο διοικητής έδωσε διήμερη Ελλήνων, όσο και μεταξύ των Τούρκων. Τα προσωνύμια πασάς, μπέης, αγάς, που συνόδευαν τα ελληνικά ονόματα, ήταν μια πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Καθένα από τα παραπάνω προσωνύμια ήταν ιεραρχημένο κατά τη σειρά που αναφέρεται. Ασήμαντοι ή καθημερινοί άνθρωποι δεν προσφωνούνταν με αυτά τα προσωνύμια. 205 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 13. Μαρτυρία της Πελαγίας Οξούζογλου-Χατζηελευθερίου, από το βιβλίο των Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 198-199. 206 Ό. π., 14. Το προσωνύμιο καραμπέγ σημαίνει μαύρος μπέης. 207 Μικρές δίτροχες άμαξες της εποχής εκείνης για τη μεταφορά επίσημων προσώπων. 208 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 13. 142
προθεσμία σε όσους κατοίκους του χωριού δεν είχαν προλάβει να φύγουν στο βουνό, για να προετοιμαστούν για εξορία. Ήταν είκοσι μεγάλες οικογένειες και παιδιά και γέροντες, μαζί ο πρόεδρος και ο παπα-δημήτρης Ήταν χειμώνας την ημέρα που πήγαιναν 209. Η νεοτουρκική εθνοκάθαρση εκφράστηκε με την αυθαίρετη εξορία του χωριού, χωρίς να σεβαστούν ιερέα, προύχοντες, γυναίκες, παιδιά, γέροντες, αρρώστους Η εξορία καθ εαυτή, υπό άλλες συνθήκες, ίσως και να μην ήταν τόσο τραγική. Από αυτούς δε γύρισε κανένας πίσω 210. Το αποτέλεσμα της εξορίας είναι που τρομάζει. Τέλεια φυσική εξόντωση όσων εξορίζονταν μέσα στο καταχείμωνο. Αυτό ήταν το ζητούμενο, η εθνοκάθαρση. Εκ των προτέρων γνώριζαν το αποτέλεσμα της απόφασής τους τόσο ο Νεότουρκος διοικητής, όσο και ο στρατιωτικός Φερίκμπεης. Ένα μέρος των γυναικοπαίδων, από τις οικογένειες των ανυπότακτων και των λιποτακτών, βρισκόταν στο βουνό. Όταν έμαθαν ότι, ο στρατός πήγε στο χωριό, όλοι κατέφυγαν σε μια βαθιά χαράδρα στο Γιβράχτασι, και έστησαν καλύβες για να ξεχειμωνιάσουν. Ο στρατός περικύκλωσε την περιοχή, έστησε το κανόνι του, και άρχισε να κανονιοβολεί τις θέσεις των ανταρτών και των γυναικοπαίδων, προκαλώντας θύματα. Οι εγκλωβισμένοι παρέμεναν στο Γιβράχτασι επί μία εβδομάδα, αφού κατέβηκαν πιο χαμηλά στη χαράδρα, και με τον τρόπο αυτόν εισήλθαν στο απυρόβλητο. Οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν τους προύχοντες και τους ιερείς του χωριού Γουρούκοκτσε, που ήταν ο τόπος καταγωγής του αρχικαπετάνιου, και απειλούσαν ότι θα τους εκτελούσαν, αν δεν παραδίνονταν οι αντάρτες. Οι αντάρτες αδιαφόρησαν, πήραν επίκαιρες θέσεις ανάμεσα σε βράχους και πέτρες, και δεν άφηναν το στρατό να προχωρήσει. Ο καπετάν Αντώνης γρήγορα κατάλαβε το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν, αφού ο στρατός δεν αποφάσιζε να φύγει, και έδωσε εντολή οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα να μετακινηθούν στο Καγιάκουνεϊ και από εκεί στο Σιβρίτεπεσι της Πάφρας 211, πολύ μακριά από το πεδίο δράσης του νεοτουρκικού στρατού. Τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι, που είχαν αυξηθεί πολύ σε μέγεθος, λόγω των συνεχών καταδιώξεων των ορεινών χωριών, υπέφεραν τα πάνδεινα πάνω στο βουνό. Ο αρχικαπετάνιος, βλέποντας τη δραματική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, συνεννοήθηκε με τον Έλληνα αξιωματικό Χρυσόστομο Καραΐσκο, πιθανόν με τη μεσολάβηση της μητροπόλεως, για τη μεταφορά των γυναικοπαίδων και των άμαχων, με ελληνικά πλοία, στην Ελλάδα. Οι συνεννοήσεις κατέληξαν η μεταφορά να γίνει τον Απρίλιο μήνα, παραμονές του Πάσχα 212. Ο αρχικαπετάνιος μετέφερε το πλήθος από το Νεπιέν στο Κοτσάνταγ, κοντά στη λίμνη Παλίκγκιολ, για να το επιβιβάσει στα πλοία από το επίνειο της Πάφρας Κουμτσουγάζ, το αρχαίο Κωνωπείο. Οι Νεότουρκοι, που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του καπετάνιου, το ίδιο βράδυ κατέφθασαν στο χώρο όπου ήταν εγκατεστημένοι οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα. Οι μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, με διοικητή τον Αχμέτμπεη, επιτέθηκαν στους συγκεντρωμένους. Ξέσπασε μάχη, και οι αντάρτες αναγκάστηκαν να οδηγήσουν το λαό πίσω στο Νεπιέν 213. Μέσα στην αναμπουμπούλα, πάω στην καλύβα που μέναμε, γιατί ήθελα να πάρω τρόφιμα σε μια σακούλα, αλλά με αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον μου, και λίγο έλλειψε 209 Ό. π., 30. 210 Ό. π. 211 Ό. π., 31-32. 212 Μαρτυρία Πάνου Ηλία. Ο Χατζηθεοδωρίδης (Πόντος, 14) αναφέρει ότι το γεγονός αυτό έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 1916. Και οι δύο είναι αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος, αλλά η αναφορά του δασκάλου Ηλία Πάνου για το ότι, το γεγονός διαδραματίστηκε παραμονές του Πάσχα, το καθιστά πιο έγκυρο. Ο Ηλίας Πάνου ήταν ο γραμματικός του αρχικαπετάνιου, ενώ ο Χατζηθεοδωρίδης ήταν ο δεκαεξάχρονος αγγελιοφόρος του. 213 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 18. Ό. π. 143
να με βρεί μια σφαίρα κοντά στο αυτί, γιατί όταν πέρασε σφυρίζοντας έκαψε το αριστερό αυτί μου 214. Ήταν τοσο μεγάλη η αξία της τροφής, που ο κάθε καταδιωκόμενος εύκολα διακινδύνευε τη ζωή του για λίγο ψωμί, λίγο σιτάρι ή λίγο αλεύρι. Η ζωή με το θάνατο αναμετρόνταν κάθε στιγμή την τραγική εκείνη περίοδο. Καθ οδόν προς το Νεπιέν, το πλήθος των Ελλήνων σταμάτησε στη θέση Πιλπίλγαγια. Εκεί τους πρόλαβαν οι στρατιωτικές δυνάμεις και συνήφθη η φοβερότερη μάχη μεταξύ του καπετάν Αντώνη και του Αχμέτμπεη. Η μάχη είχε αρνητική εξέλιξη για τους Νεότουρκους, οι οποίοι άφησαν πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Τα καράβια μετέβησαν στο καθορισμένο σημείο, δεν αναγνώρισαν τα συνθηματικά που είχαν δοθεί, γιατί οι αντάρτες θα άναβαν μεγάλες φωτιές, και έτσι έφυγαν προς την περιοχή της Θεμίσκυρας. Από εκεί πήραν όλους όσους βρήκαν και έφυγαν για την Ελλάδα 215. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι φυγόστρατοι αντάρτες, και οι οικογένειές τους, σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή της Αμισηνής χώρας. Στις 16 Απριλίου του 1916, ο ρωσικός στρατός κατέλαβε την Τραπεζούντα. Ένα κλιμάκιο καπετάνιων μετέβη στην Τραπεζούντα. Ο Ρώσος στρατηγός τους υποσχέθηκε όπλα για την παραπέρα συνέχιση του αγώνα. Στη συνέχεια, εξελέγη Γενικός Αρχηγός των ανταρτών του δυτικού Πόντου ο καπετάν Αντώνης Χατσηελευθερίου. Η εκλογή του καπετάνιου ήταν κατ αρχήν σημαντική. Ενωμένες οι αντάρτικες δυνάμεις, υπό ενιαία ηγεσία, δε θα ήταν εύκολη λεία για κανέναν. Υπαρχηγοί εξελέγησαν ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, ο Βασίλειος Τσαουσίδης, ο Συμεών Αλεξιάδης-Σταυρίδης. Οι καπετάνιοι επέστρεψαν από την Τραπεζούντα το Μάιο του 1916. Ο απεγνωσμένος αγώνας των ανταρτών φάνηκε να βρίσκει στήριγμα στους Ρώσους. Οι Ρώσοι, που επιδίωκαν αντιπερισπασμό στα νώτα των Τούρκων, υποσχέθηκαν κατάληψη ολόκληρου του Πόντου 216. Τα παραπάνω γεγονότα θα γίνονταν αιτία να μετατρέψουν οι Νεότουρκοι τον αγώνα, στα δυτικά του Πόντου, σε σφαγείο. Η πρώτη αφορμή είχε δοθεί στους Νεότουρκους. Τα λίγα αντάρτικα σώματα και ο εξοπλισμός τους από τους Ρώσους, έδωσαν το σύνθημα του ολοκαυτώματος. Όταν, λίγο αργότερα, η Ελλάδα εισερχόταν στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων, έπεσαν εντελώς οι μάσκες. Μετά την είσοδο των Ρώσων στην Τραπεζούντα, στην Αμισό τοποθετήθηκε στρατιωτικός διοικητής του Παράλιου Πόντου ο Ραφέτμπεης, με βοηθό του και επιθεωρητή της χωροφυλακής τον Μπαχαεντίν. Από την εποχή αυτήν άρχισε ο συστηματικός απαγχονισμός ανυπότακτων και λιποτακτών, που συλλαμβάνονταν ή παραδίδονταν. Είχε μεσολαβήσει, την ίδια εποχή, η διαταγή των Νεοτούρκων Εμβέρ και Ταλαάτ στους προέδρους των χωριών για παράδοση των φυγοστράτων. Σε διαφορετική περίπτωση πυρπολούνταν τα χωριά. Τα αποσπάσματα, οδηγούμενα από Τσεπνήδεςς, Λαζούς και Κιουρτζίδες τσέτες προέβαιναν σε ακατονόμαστες πράξεις βίας και δολοφονίες Ελλήνων πολιτών. Όσους εύρισκαν να εργάζονται στα κτήματα, τους τουφέκιζαν. Οι διαμαρτυρίες του μητροπολίτη Γερμανού όχι μόνο δεν έφεραν θετικό αποτέλεσμα, αλλά ο Ραφέτμπεης τον απείλησε, λέγοντάς του ότι αυτός ήταν ο συνεργάτης και τροφοδότης των ανταρτών 217. 214 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Κων. 215 Ό. π. 216 Μαρτυρίες των καπεταναίων Καρασαββίδη Νικ. και Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. Η συνάντηση στην Τραπεζούντα συνέβη μεταξύ 20 ης Απριλίου και αρχών Μαΐου 1916. 217 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 37. Γαβριηλίδης, Πόντος, 20-23. 144
Το προηγούμενο της σφαγής και εξόντωσης των Αρμενίων, το 1915, και η προσπάθεια αποφυγής της επανάληψης αυτού του γεγονότος για τους Έλληνες του Πόντου, φαινόταν να μην αποφεύγεται με την κατάσταση που διαμορφωνόταν. Τα λίγα όπλα, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των ανταρτών, της χριστιανικής Ρωσίας, γινόταν αφορμή για τη συνέχιση της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων. Ο προβλεπτικός σε όλα μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, μαζί με τον επίσκοπο Πάφρας Ευθύμιο Αγριτέλη, μάταια προσπαθούσαν να οργανώσουν συστηματικότερα το αντάρτικο, για να προστατευτούν τα γυναικόπαιδα, αλλά και, σε ενδεχόμενη περίπτωση, να απαλλαγούν οριστικά από την τουρκική τυραννία 218. Τα όπλα που αγόραζαν οι αντάρτες από τους Τσερκέζους, Κιουρτζίδες, Κούρδους, και άλλους Οθωμανούς, αλλά και αυτά που άρπαζαν από τους στρατώνες, με ξαφνικές επιθέσεις και με πολύ ακριβό τίμημα σε αίμα, δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες του αγώνα επιβίωσής τους. Αμέσως μετά τη σύσκεψη στην Τραπεζούντα, οι Ρώσοι έστειλαν ένα καΐκι με όπλα και πυρομαχικά, μεταξύ Αμισού και Πάφρας, τα οποία παρέλαβαν οι Βασίλειος Ανθόπουλος, Παντελής Αναστασιάδης και Δημήτρης Χαραλαμπίδης, και τα οποία προωθήθηκαν στο Αγιούτεπε της Αμισού. Ένα δεύτερο καΐκι με όπλα και πυρομαχικά εστάλη, πάλι, σε παραλία του Καλινίκνταγ, τα οποία παρέλαβαν, μετά από σκληρή μάχη με τους Τούρκους, ο αρχικαπετάνιος Αντώνης Χατζηελευθερίου, ο Ιπποκράτης Δεδέογλου και άλλοι καπετάνιοι της Πάφρας. Μα δε συνέχισαν, αλλά ούτε και μας ενίσχυσαν με όπλα. Αν μας έδιναν 15.000 όπλα, που ζητήσαμε, δε θα περιμέναμε πότε θα έρθει ο ρωσικός στρατός στα μέρη μας, αλλά εμείς θα φτάναμε στην Τραπεζούντα απελευθερώνοντας όλες τις πόλεις του δυτικού Πόντου Οι Ρώσοι, μετά την κομμουνιστική επανάσταση, παράδωσαν τα όπλα και τα πυρομαχικά στους Τούρκους, μαζί με όλες τις προμήθειες 219. Οι αντάρτες του δυτικού Πόντου έλαβαν, θεωρητικά, πολλές υποσχέσεις για βοήθεια σε πολεμικό υλικό από τους Ρώσους, στην πραγματικότητα, όμως, παρέλαβαν ψυχία Αν πραγματικά οι Ρώσοι ήθελαν να πραγματοποιήσουν αντιπερισπασμό στα νώτα των Οθωμανών, θα το είχαν κάνει. Οι γενναίοι και ατρόμητοι αντάρτες, που γνωρίζανε γιατί πολεμούσαν, θα μπορούσαν να επιφέρουν καίριο πλήγμα, που ουσιαστικά θα τους απελευθέρωνε από τη νεοτουρκική τυραννία. Το μεγάλο πρόβλημα του αγώνα ήταν η μη ύπαρξη των αναγκαίων όπλων και πυρομαχικών. Οι χριστιανοί Ρώσοι, λίγο αργότερα, θα γίνονταν όχι οι απελευθερωτές του Πόντου, αλλά οι νεκροθάφτες του, παραδίδοντας όλον τον οπλισμό και τις προμήθειές τους στους Νεότουρκους της Τραπεζούντας. Τα οικονομικά συμφέρονντα των μεγάλων της γής ήταν εκείνα που κανόνιζαν την τύχη των μικρών λαών. Η εκκολαπτόμενη ρωσική επανάσταση επέτεινε τα δραματικά γεγονότα. Από το Μάρτιο του 1916, μέχρι τον Αύγουστο του ιδίου έτους, ο στρατός, με επικεφαλής τους Ασλάνμπεη και Τεμίραλη, έκαψε τα ορεινά χωριά μεταξύ Πάφρας και Αμισού, και εξόρισε όσους συνέλαβε. Πέντε τάγματα του τουρκικού στρατού εξεστράτευσαν με σκοπό να σκοτώσουν ή να αιχμαλωτίσουν τον καπετάν Αντώνη. Στο χωριό Γουρούκοκτσε, τον εγκλώβισαν με δώδεκα από τους άνδρες του. Ύστερα από μιας μικρής διάρκειας μάχη, ο καπετάνιος διέφυγε προς το Νεπιέν χωρίς να υπάρξουν θύματα 220. Αυτό ήταν και το ζητούμενο τόσο για τον καπετάν Αντώνη, όσο και για τον κάθε καπετάνιο. Το Μάιο του 1916, οι Ρώσοι απέστειλαν ένα καΐκι με όπλα και πολεμοφόδια στις ακτές του Καλινίκνταγ, για να τα παραλάβουν οι αντάρτες της Πάφρας. Ο 218 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 219 Είναι αφοπλιστικός ο καπετάνιος Χατζηθεοδωρίδης Παναγιώτης. 220 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 17. 145
αρχικαπετάνιος συγκέντρωσε τους καπετάνιους της περιοχής και μετέβη στην ορισμένη τοποθεσία. Μαζί του ήταν οι καπετάνιοι Ιπποκράτης Δεδέογλου, Αντύπας Καρυπίδης, Γεώργιος Απανοζίδης, Αλέκος Άκτεκελης, Γεώργιος Παπάζογλου, Γιουβάνης, Αναστάσιος Τσαβλακίδης, Δημοσθένης Ουζουνίδης, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Γεώργιος Σαρουτσίδης και πολλοί ακόμη καπετάνιοι και αντάρτες. Μαζί με τον καπετάνιο, έφιππη πάνω στο άλογό της ήταν και η καπετάνισσα Πελαγία. Όταν το καΐκι με τα όπλα έφτασε κοντά στον ποταμό Εγγίζιρμακ, κατέφθασαν και οι στρατιωτικές δυνάμεις. Ο στρατός κάθε βράδυ περιπολούσε τα παράλια, για να αποκλείσει την όποια βοήθεια προς τους αντάρτες. Τα μουσουλμανικά χωριά πάντα ειδοποιούσαν το στρατό και τους χωροφύλακες, για την όποια ύποπτη κίνηση αντιλαμβανόταν. Όταν άρχισε η εκφόρτωση των όπλων και των πυρομαχικών, ξέσπασε μάχη μεταξύ των ανταρτών και του στρατού. Η μάχη ήταν σκληρή και διήρκεσε δώδεκα μερόνυχτα. Οι αντάρτες, στο τέλος, παρέλαβαν τα πολύτιμα εφόδια και έφυγαν στα κρησφύγετά τους 221. Τον ίδιο μήνα, ο νεοτουρκικός στρατός συγκρούστηκε με τον καπετάν Αντώνη στο χωριό Πεκλίκ. Μία δύναμη οχτακοσίων ανδρών περικύκλωσε το χωριό, και άρχισε μια σκληρή μάχη με τις δυνάμεις των ανταρτών. Παρά την επί πολλές ημέρες πολιορκία του χωριού, ο στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει, μπροστά στην αποφασιστικότητα, τη γενναιότητα και την ανδρεία των ανταρτών 222. Τον ίδιο μήνα, Μάιος του 1916, ο καπετάν Αντώνης μαζί με άλλους καπετάνιους και αντάρτες είχαν κατασκηνώσει στο Γούσπογαζι. Οι δύο καπετάνιοι του Νεπιέν Δημήτριος Ασλανίδης και Γεώργιος Δελησαββίδης είχαν αγοράσει τρόφιμα και καπνό από το χωριό Ασμάτσαμ, και επέστρεφαν στο λημέρι τους. Ο Αχμέτμπεης, επικεφαλής ενός μεγάλου αποσπάσματος, είχε εκστρατεύσει εναντίον του αρχικαπετάνιου και είχε στρατοπεδεύσει σε ένα γειτονικό ύψωμα. Οι Νεότουρκοι, από το σημείο εκείνο, εντόπισαν τους δύο έφιππους καπετάνιους, που επέστρεφαν και τους έστησαν ενέδρα, για να τους συλλάβουν ζωντανούς. Όταν ο Γεώργιος Δελησαββίδης αντιλήφθηκε την ενέδρα ρίχτηκε προς το βάθος της ρεματιάς, μαζί με το Δημήτριο Ασλανίδη. Το απόσπασμα άρχισε να τους πυροβολεί, βλέποντας ότι διέφευγαν, ενώ οι δύο καπετάνιοι έριξαν μια χειροβομβίδα, και κατευθύνθηκαν προς το λημέρι του καπετάν Αντώνη, τον οποίο ενημέρωσαν για το συμβάν. Ο αρχικαπετάνιος, σε μια κίνηση αντιπερισπασμού φώναξε με άγρια φωνή, θα σας αιχμαλωτίσουμε γιατί είμαστε πολλοί 223. Πέρα από την ανδρεία και την αυτοθυσία, που χαρακτήριζαν τον καπετάν Αντώνη, ένα μεγάλο προσόν του ήταν ο ψυχολογικός πόλεμος εναντίον των Νεοτούρκων, ο οποίος συνοδευόταν από άγριες φωνές. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να υποχωρούν οι στρατιώτες και να φεύγουν. Έτσι και σε αυτήν τη μάχη, όταν κινήθηκαν οι αντάρτες εναντίον του αποσπάσματος, οι δυνάμεις του Αχμέτμπεη υποχώρησαν προς το Τούσκιοϊ της Αμισού. Τον ίδιο μήνα, και ενώ όλα τα ορεινά ελληνικά χωριά ήταν καμένα, ένα απόσπασμα, με επικεφαλής τον Ασλάνμπεη, μετέβη στο χωριό Κεστενέσαϊβανι, όπου κατασκήνωσε. Επί τέσσερις ημέρες το απόσπασμα παρέμενε στο χωριό, παρακολουθώντας τις κινήσεις των ανταρτών, στην προσπάθειά του να βρεί την κατάλληλη ευκαιρία για να εξοντώσει τους αντάρτες. Ο αρχικαπετάνιος βρισκόταν στην ίδια περιοχή, περιμένοντας να κουρασθεί από την αναμονή το απόσπασμα και να αποχωρήσει. Όταν κατάλαβε ότι, οι Νεότουρκοι δε σκόπευαν να φύγουν, αποφάσισε να κάνει πρώτος αυτός την επιθετική ενέργεια. Πήρε μαζί του τέσσερις 221 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Κων. 222 Ό. π. 223 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 24. 146
καπετάνιους και εξήντα αντάρτες και, πριν ξημερώσει, έκοψε το δρόμο επικοινωνίας του χωριού με τα άλλα χωριά. Τοποθέτησε τον κάθε αντάρτη σε μια συγκεκριμένη και επίκαιρη θέση, εγκλώβισε το απόσπασμα, και ενημέρωσε τους αντάρτες, ότι η μάχη θα άρχιζε όταν αυτός πρώτος θα πυροβολούσε. Όταν πλησίασαν στα διακόσια περίπου μέτρα από τις θέσεις του αποσπάσματος, ο καπετάνιος έδωσε το σύνθημα της μάχης. Οι εγκλωβισμένοι στρατιώτες του αποσπάσματος, αιφνιδιασμένοι, τράπηκαν σε φυγή, αφού απέτυχαν να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Σκοτώθηκαν πολλοί περισσότεροι από εκατόν είκοσι στρατιώτες Ο Αντώνης με άγρια φωνή τους απειλούσε να φύγουν από τα λημέρια του, γιατί θα τους σκοτώσει όλους Είχαν πάθει πανωλεθρία 224. Η νίκη των ανταρτών ήταν ολοκληρωτική. Ο νεοτουρκικός στρατός, έχοντας υποστεί πανωλεθρία από τους λίγους αντάρτες, έφευγε ντροπιασμένος. Η ιδιοφυΐα του καπετάν Αντώνη και η ανδρεία του, μαζί με την αποφασιστικότητα και τη γενναιότητα των ανταρτών, πετύχαιναν πάντοτε το ζητούμενο αποτέλεσμα. Τον Ιούνιο του 1916, ο αρχικαπετάνιος ειδοποίησε τους καπετάνιους της περιοχής Πάφρας και Αμισού, ότι θα γινόταν μια επιχείρηση εναντίον των τριών μουσουλμανικών χωριών Άγαλαν, Πιλέρουτσε και Άκουνεΐ, όπου έδρευε ένα τάγμα του νεοτουρκικού στρατού. Το απόσπασμα αυτό έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ορεινή περιοχή της Πάφρας. Ο στρατός είχε ήδη πυρπολήσει τα ελληνικά χωριά, και τσέτες από τα προαναφερθέντα χωριά οδηγούσαν τα αποσπάσματα εναντίον των θέσεων των ανταρτών, των γυναικοπαίδων, των άμαχων, αλλά και των χωριών. Τα χωριά θα λεηλατούνταν και θα καίγονταν. Οι Νεότουρκοι δεν έπρεπε να έχουν βάσεις επιχειρήσεων στα ορεινά χωριά. Κάψαμε και τα τρία τουρκικά χωριά Πηγαίναμε και εμείς τα παιδιά δια να πάρουμε τρόφιμα 225. Τα τρόφιμα χρειάζονταν για να επιβιώσουν οι αντάρτες, τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι, ενώ τα χωριά έπρεπε να καούν για να πάψουν να είναι εστίες εθνοκάθαρσης του τουρκικού στρατού. Ακόμη, όφειλαν να εκδικηθούν για την πυρπόληση των ελληνικών ορεινών χωριών και το βίαιο εκτοπισμό όσων συλλαμβάνονταν, που συνεχίστηκε μέχρι τον Αύγουστο του 1916, αλλά και για να αποθαρρυνθούν τα υπόλοιπα μουσουλμανικά χωριά να προχωρούν σε παρόμοιες ενέργειες. Τον Ιούλιο του 1916, οι Έλληνες αντάρτες, με επικεφαλής τον αρχικαπετάνιο και τον Καραηλία, αποφάσισαν να κάψουν το χωριό Τσασούρ. Στο παρελθόν, οι αντάρτες το είχαν επιχειρήσει και άλλες φορές, αλλά δεν είχαν καταφέρει τίποτε σημαντικό, λόγω της επίκαιρης θέσης του 226, αλλά και των διπλοσκοπιών που αφορούσαν τη φρούρηση του χωριού. Ο καπετάνιος της περιοχής Καραηλίας είχε τριακόσιους άνδρες πλήρως εξοπλισμένους, αλλά δεν είχε καταφέρει να αναστείλει τις δραστηριότητες των τσετών του Τσασούρ, που είχαν γίνει η μάστιγα των ελληνικών χωριών. Συστηματικά εξεστράτευαν εναντίον των ελληνικών χωριών και τα λεηλατούσαν. Ο αρχικαπετάνιος ζήτησε από τον καπετάνιο Καραηλία να συγκεντρώσει έξήντα αντάρτες με τα άλογά τους, και να φορέσει τη στολή του Οθωμανού αξιωματικού που κατείχε. Όταν συγκεντρώθηκαν, όλοι μαζί ξεκίνησαν εναντίον του Τσασούρ, με επικεφαλής τον αρχικαπετάνιο. Η ώρα ήταν δέκα το πρωί, την ώρα που οι μουσουλμάνοι συνήθιζαν να τρώνε. Οι αντάρτες μπήκαν στο 224 Ό. π., 25. 225 Ό. π., 15. 226 Το γεγονός αυτό μπορεί να το διαπιστώσει και ο σημερινός επισκέπτης του χωριού. Το χωριό θα καεί οριστικά από τους αντάρτες τον Αύγουστο του 1919, λόγω του ανοσιουργήματος που διαπράχθηκε στο μοναστήρι της Παναγίας του Ότκαγια, κατά τον Απρίλιο του 1917. Οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν, και στη συνέχεια το χωριό επανακατοικήθηκε το 1923, μετά τον εκπατρισμό των Ελλήνων. Οι σημερινοί κάτοικοι είναι ιδιαίτερα ήσυχοι και δε θυμούνται καν το παρελθόν. Αυτοψία 2008-2010. 147
χωριό χωρίς πρόβλημα, και στη συνέχεια το λεηλάτησαν και το έκαψαν. Όσοι πρόλαβαν κατέφυγαν στα γύρω βουνά. Ο Αντώνης φώναζε με άγρια φωνή. Μάζεψε ένα δισάκι γεμάτο λεφτά, κατέβηκε στην επαρχία Πάφρας 227, στα χωριά Όρμανος, Γαβλαάν και μοίρασε τα χρήματα. Συνάντησε μια γυναίκα που δεν είχε χρήματα παρά μόνο ένα μετζιτιέ 228. Τα προϊόντα της λεηλασίας δεν ήταν αυτοσκοπός, όπως έκαναν οι Νεότουρκοι, προκειμένου να πλουτίσουν. Δεν ήταν καν προϊόντα λεηλασίας. Ήταν η περιουσία των καταδιωκόμενων Ελλήνων της Πάφρας, η οποία επέστρεφε, με την ευρεία έννοια του όρου, στους κατόχους της, τους οποίους το νεοτουρκικό κράτος και παρακράτος είχαν καταντήσει πένητες, δυστυχείς και καταδυναστευόμενους. Όλα αυτά διαδραματίζονταν υπό την ηγεσία ακέραιων καπετάνιων, οι οποίοι όχι μόνον ήταν αφιλοχρήματοι, αλλά θυσίαζαν και ό,τι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τη ζωή τους, προκειμένου να σώσουν τα γυναικόπαιδα και τους άμαχους. Τον Αύγουστο του 1916 229, ο Βασίλειος Ανθόπουλος προμηθεύτηκε χίλια όπλα από τους Ρώσους, τα οποία εκφορτώθηκαν σε παραλία μεταξύ Πάφρας και Αμισού, κοντά στις εκβολές του Εγγιζιρμάκ ή Εγρίμπελ. Δύο τάγματα του νεοτουρκικού στρατού περικύκλωσαν την περιοχή και προσπάθησαν να ματαιώσουν τη μεταφορά των όπλων στο Αγιούτεπε της Αμισού. Ο καπετάνιος με τους τετρακοσίους αντάρτες πήραν θέσεις μάχης, ενώ παράλληλα εστάλη αγγελιοφόρος στον αρχικαπετάνιο να σπεύση σε βοήθειά τους. Ο στρατός αργάαργά, αλλά συστηματικά, περιέσφιγγε τον κλοιό γύρω από τους αμυνόμενους αντάρτες. Οι ώρες περνούσαν, ο κλοιός γινόταν ασφυκτικότερος, και τα πανάκριβα και δυσεύρετα πολεμοφόδια κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Την τελευταία στιγμή ακούστηκαν πυροβολισμοί και άγριες φωνές από το διπλανό δάσος. Ο Παυρενός καπετάνιος με τα παληκάρια του επέπεσε κατά των εχθρών με πυροβολισμούς, σφυρίγματα και άγριες φωνές. Οι αμυνόμενοι αντάρτες του καπετάν Ανθόπουλου επιτέθηκαν κατά των στρατιωτών, οι οποίοι πανικόβλητοι έτρεχαν να σωθούν. Τα πολύτιμα όπλα και πυρομαχικά προωθήθηκαν στο Αγιούτεπε. Οι Παυρενοί-Παφραίοι, τα ατρόμητα παληκάρια και φοβεροί πολεμιστές, είχαν επιτελέσει στο ακέραιο το χρέος τους προς τους συντρόφους, και τον άνισο αγώνα που διεξήγαγαν στα βουνά του Πόντου. Το Σεπτέμβριο του 1916, οι αντάρτες αποφάσισαν να κάψουν εφτά πλούσια χωριά της Πάφρας, για να προμηθευτούν τρόφιμα, αλλά και για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους, οι οποίοι πρόδιδαν τις κινήσεις των ανταρτών στον τουρκικό στρατό. Οπότε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να ειδοποιήσουν τον Αντώνη να κάνουν ανακωχή 230. Η γλώσσα της βίας και του φόβου, τη μόνη που καταλάβαιναν οι Νεότουρκοι, άρχισε να αποδίδει καρπούς. Οι τρομοκρατημένοι Νεότουρκοι οδηγήθηκαν στη λύση της ανακωχής, με τον αρχικαπετάνιο να ελέγχει την ύπαιθρο. Η θετική αυτή εξέλιξη σήμαινε ότι οι καταδιωκόμενοι ελληνικοί πληθυσμοί προμηθεύονταν εύκολα τρόφιμα για την επιβίωσή τους, μπορούσαν να έχουν μια κάποια ελευθερία, που θα τους έδινε κουράγιο να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι να τελειώσει, και να κλείσει οριστικά η δραματική εκείνη κατάσταση. Στις 16 Νοεμβρίου του 1916, στο Αγιούτεπε της Αμισού διεξήχθη φοβερή μάχη μεταξύ χιλίων ανταρτών, που προστάτευαν δυόμισυ χιλιάδες γυναικόπαιδα και άμαχους, και δύο μεραρχιών του νεοτουρκικού στρατού. Η μάχη μαίνονταν επί δεκατέσσερις ημέρες. Οι αντάρτες αγωνίζονταν απεγνωσμένα, ενώ οι έφοδοι των 227 Το χωριό-κωμόπολη απέχει από την Πάφρα σαράντα χιλιόμετρα. 228 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 19. 229 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 210-211. Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Κων. 230 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 37. 148
στρατιωτών, με την υποστήριξη των κανονιών, επέφεραν μεγάλες καταστροφές. Τελικά, οι καπετάνιοι αποφάσισαν να διαφύγουν για να σώσουν τα γυναικόπαιδα. Ένα μεγάλο μέρος των γυναικοπαίδων διέφυγε προς την Πάφρα, και κατέφυγε στο απόρθητο Νεπιέν του αρχικαπετάνιου Αντώνη Χατσηελευθερίου, ενώ δύο άλλα τμήματα κατέφυγαν στο Σερνίτς 231 της Αμισού, και στα ορεινά της Θεμίσκυρας. Την άνοιξη θα επέστρεφαν στα λημέρια τους... 232. Ήταν πολύ σημαντικό τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι, στους οποίους περιλαμβάνονταν γέροντες και ανήμποροι, να μπορούν να ξεχειμωνιάσουν σε ένα ήσυχο μέρος. Τα θύματα της πείνας ήταν πάρα πολλά αυτή τη δύσκολη περίοδο του χειμώνα. Κατ ελάχιστον, δε θα είχαν την έγνοια της διάσωσής τους από τα καταδιωκτικά νεοτουρκικά αποσπάσματα, τα οποία με κάθε μέσο επιδίωκαν την εξολόθρευσή τους. Το αίμα έρρεε άφθονο την τραγική εκείνη περίοδο της νεοτουρκικής εθνοκάθαρσης. Τέλη του 1916, ο αρχικαπετάνιος κατέβηκε από τα λημέρια του για να ξεχειμωνιάσει στο χωριό του Γουρούκοκτσε. Στα λημέρια του, πλέον, βρίσκονταν οι Αμισινοί που διέφυγαν από την τρομερή μάχη του Αγιούτεπε. Μαζί του βρίσκονταν η καπετάνισσα Πελαγία και διακόσιοι αντάρτες. Από πληροφορίες Λαζών, που μιλούσαν ελληνικά, τουρκικά και λίγα ρωσικά, οι Νεότουρκοι ενημερώθηκαν για την κίνηση αυτήν του αρχικαπετάνιου και ένα τάγμα του στρατού, με επικεφαλής το Γιουσούφμπεη, περικύκλωσε το χωριό. Η ανακωχή που είχαν προτείνει το Σεπτέμβριο, πριν από λίγους μήνες, ήταν τέχνασμα. Συνήθης αυτή η τακτική των Νεοτούρκων. Ο διοικητής κανονιοβόλησε το χωριό, ενώ τα μυδράλια δεν άφηναν σε κανέναν περιθώρια αντίδρασης. Ο Γιουσούφμπεης, γνωρίζοντας την πλεονεκτική θέση του απέναντι στους παγιδευμένους αντάρτες, η αναλογία ήταν ένας προς τρείς, ζήτησε από τον καπετάν Αντώνη να παραδοθεί. Σε αντίθετη περίπτωση απείλησε να αφανίσει το χωριό με τους πεντακόσιους κατοίκους του, χωρίς να λυπηθεί τα γυναικόπαιδα και τους άμαχους. Ο ατρόμητος αρχικαπετάνιος αρνήθηκε να του απαντήσει. Η μάχη που ακολούθησε ήταν φοβερή. Στο πλάι του αρχικαπετάνιου μαχόταν η αμαζόνα Πελαγία με γενναιότητα. Οι έφοδοι του τουρκικού στρατού ήταν συνεχείς. Οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν πολλοί. Στη μάχη αυτή ήταν μεγάλες και οι απώλειες των ανταρτών, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάγονταν από τα χωριά Γουρούκοκτσε, Τσοράχ, Ούτσπουαρ, Γουζάλαν, Αγτσάλαν, Σοχούτσουχουρ, Καπάτσουχουρ, Κωστάνουσαγι, Ασμάτσαμ και Σιχλίχ. Ο νεοτουρκικός στρατός, αφού έχασε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του, αποχώρησε προς τις βάσεις του σε Πάφρα, Αμισό και Τσασούρ 233. Εντός του 1916, διεξήχθησαν σφοδρές μάχες και σε άλλες περιοχές της Πάφρας. Στην περιοχή Ταρίγολου της Γιάιλας, μια δύναμη πενήντα χωροφυλάκων περικύκλωσε τον καπετάνιο Κυριάκο Παπαδόπουλο με τους αντάρτες του. Μετά τη μάχη, κατά την οποία οι αντάρτες δεν είχαν καμία απώλεια, οι χωροφύλακες παρέλαβαν τους οκτώ νεκρούς συντρόφους τους και αποχώρησαν. Έτσι άρχισε να παίρνει φήμη (ο Κυριάκος Παπαδόπουλος) στους Έλληνες και στους Τούρκους, αλλά και εμείς που ήμασταν μαζί του είχαμε πάρει το βάπτισμα του καπετάνιου 234. Όταν 231 Βρίσκεται στην ορεινή περιοχή της Αμισού, κοντά στην κωμόπολη Ασαρτζίκ. Ο τόπος είναι ιδανικός για καταφύγιο, γιατί βρίσκεται βαθιά μέσα σε απάνεμες χαράδρες, στην ομαλή κοίτη των οποίων διασταυρώνονται δύο μικρά ποταμάκια. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο ήταν το γεγονός ότι, τα τουρκικά αποσπάσματα δεν μπορούσαν σε μία ημέρα να διανύσουν μια απόσταση 65 περίπου χιλιομέτρων από την Αμισό, και να επιστρέψουν στη βάση τους την ίδια μέρα, χωρίς να απειληθούν από επιθέσεις των Ελλήνων ανταρτών. 232 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 37. 233 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 212-213. 234 Μαρτυρία Τομπάκογλου Ιωσήφ. 149
ο πάνοπλος νεοτουρκικός στρατός και οι χωροφύλακες, τα σύμβολα και η δύναμη καταστολής της νεοτουρκικής αυθαιρεσίας, είχαν απώλειες από τους άοπλους, μα μοναδικούς σε γενναιότητα, αντάρτες, τότε το ηθικό των καταδιωκόμενων Ελλήνων θέριευε. Υπήρχε ελπίδα. Η ελπίδα φώτιζε το δρόμο τους. Με τον τρόπο αυτόν, στα πεδία των μαχών, καταξιώνονταν οι αντάρτες και οι καπετάνιοι στη συνείδηση των Ελλήνων, αλλά και των Νεοτούρκων.. Οι αντάρτες που βρίσκονταν στην Άνδραπα 235 ενημερώθηκαν ότι μια δύναμη χωροφυλάκων είχε περικυκλώσει το ελληνικό χωριό Σουλεϊμάνκιοϊ, καθήλωσε τους λίγους αντάρτες που βρίσκονταν μέσα σε αυτό, και άρχισε να λεηλατεί το χωριό, αρπάζοντας ταυτόχρονα και τα ζώα τους. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος προσέτρεξε αμέσως σε βοήθεια των αποκλεισμένων ανταρτών, επιτέθηκε στη δύναμη των χωροφυλάκων εκ των όπισθεν, σκότωσε έξη από αυτούς και αιχμαλώτισε οκτώ. Οι υπόλοιποι χωροφύλακες έφευγαν πανικόβλητοι, γιατί βρέθηκαν μεταξύ των δύο πυρών και της φοβερής ορμής των Ελλήνων ανταρτών. Ο καπετάνιος του χωριού Χαράλαμπος, ο επονομαζόμενος καπνάς, καταδίωξε τους χωροφύλακες και κατάφερε να σώσει τα ζώα από τους ληστές χωροφύλακες. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος μετέφερε τους οκτώ αιχμάλωτους στο λημέρι του Σαχίνκαγια, στο βουνό Ταφσάνταγ, για να τους έχει ομήρους, προκειμένου οι Τούρκοι να μην προβούν σε αντίποινα σε βάρος άλλων ελληνικών χωριών. Μια ενισχυμένη δύναμη χωροφυλάκων εξεστράτευσε στο Ταφσάνταγ, και ο επικεφαλής αξιωματικός ζήτησε από τον καπετάνιο να του παραδώσει τους οκτώ αιχμάλωτους χωροφύλακες, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα του επιτίθονταν, αλλά και θα προέβαιναν σε αντίποινα στα ελληνικά χωριά. Ο καπετάνιος, που είχε πληροφορηθεί ότι οι χωροφύλακες είχαν ήδη κάνει αντίποινα στα ελληνικά χωριά της περιοχής, Άιτογτου, Τεκέαραν, Ναρλίκ, κ. α., έδωσε εντολή επίθεσης, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και άλλοι χωροφύλακες, και εκτέλεσε τους οκτώ αιχμάλωτους. Ο γνωστός μας Τούρκος Χατζής, που είχε μεσολαβήσει στις διαπραγματεύσεις, είχε πεί στον αποσπασματάρχη ότι, τις διαπραγματεύσεις έπρεπε να τις κάνετε πριν κάνετε αντίποινα, γιατί τώρα και οι αιχμάλωτοι τζανταρμάδες κινδυνεύουν, αλλά και εσείς αν πάτε στο Ταφσάνταγ 236. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του ήπιου Οθωμανού χωρικού, ο οποίος γνώριζε τις πραγματικές καταστάσεις που επικρατούσαν στην περιοχή. Είναι γεγονός ότι θύματα αυτής της κατάστασης ήταν και οι ίδιοι φιλήσυχοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής, εξαιτίας των αντιποίνων. Η αλαζονεία και ο εγωισμός του πάνοπλου αποσπασματάρχη, που εξεστράτευσε εναντίον των σχεδόν άοπλων ανταρτών, τον οδήγησαν σε ολέθρια σφάλματα, με τραγικά αποτελέσματα. Το αίμα των αδικοσκοτωμένων Ελλήνων της νεοτουρκικής εθνοκάθαρσης, που βρισκόταν εν ροή, ξεπλύνονταν με αίμα. Κατά τη διάρκεια του 1916, έγιναν πολλές μάχες, με πολλά θύματα από την τουρκική πλευρά, στο Κούσποκου, στο Μαησλού (Γαρταλίκτερεσι), στο Γιούνταγ, αλλά και σε όλα τα ορεινά χωριά της περιοχής Πάφρας 237. Το αντάρτικο συνεχώς μεγάλωνε. Το 1916 είχε αναπτυχθεί πολύ το αντάρτικο, και οι αντάρτες είχαν επιτυχίες με τον τουρκικό στρατό επάνω στα βουνά, και για αντίποινα οι Τούρκοι ήρθαν και έκαψαν τα χωριά μας, εκτός του δικού μου Κουρλένταμι, και τα Μαησλού, Τομούζαλαν, Αλμάλουτσα, Γαπάτσουχουρ, Ορφάν, Ζεϊνέλ, Γαϊνάρτσα, κ. α. 238. Εκτός όλων των άλλων, τα νεοτουρκικά αποσπάσματα, 235 Στην τουρκική ονομάζεται Βεζύρκιοπρου. 236 Μαρτυρία Τομπάκογλου Ιωσήφ. 237 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 213. 238 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημητρίου. 150
μετά τις αποτυχίες τους εναντίον των ανταρτών, των γυναικοπαίδων και των άμαχων, ξεσπούσαν άγρια στα ανυπεράσπιστα ελληνικά χωριά, και τα πυρπολούσαν, αφού τα λεηλατούσαν. Προέβαιναν σε αντίποινα εναντίον όσων είχαν καταφύγει στο βουνό, εξαναγκάζοντας και εκείνους να βρούν τη σωτηρία τους, ανέστιοι πια, κοντά στους προστάτες και σωτήρες αντάρτες. Η νεοτουρκική μανία εναντίον του ελληνικού στοιχείου της Πάφρας γνώριζε πρωτοφανή έξαρση. Στις 15/28 Δεκεμβρίου 1916, δόθηκε από τους Νεότουρκους Ταλαάτ και Εμβέρ η διαταγή: Άμεσος εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 14-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικοπαίδων των χωρίων εις τα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης 239. Οι Νεότουρκοι πέταξαν τις μάσκες. Έβγαλαν το σπαθί τους από τη θήκη. Το δράμα των Ελλήνων οδηγούνταν στην κορύφωσή του. Στις 18/31 Ιανουαρίου 1917, εξορίστηκαν όλοι οι άνδρες της πόλης Πάφρας, πλούσιοι και φτωχοί, και απεστάλησαν στα περίχωρα της Κασταμονής. Το αυτό συνέβη και στα χωριά της περιφέρειας. Αμέσως μετά, ο Ραφέτμπεης με τον Μπαχαεντίν, το δίδυμο της θηριωδίας, έδωσαν εντολή να εξοντώσουν όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς που είχαν καταφύγει στα βουνά της περιοχής. Για την υλοποίηση του στόχου τους έστελναν στρατό δύναμης 1000 ανδρών, αποτελούμενο από πεζικό, ιππικό, τηλεβόλα και μυδραλιοβόλα. Ο νεοτουρκικός στρατός αποτελούνταν από ένα συρφετό Κούρδων, Νεοτούρκων, Λαζών, τσετών, αλλά και από τσέτες της περιοχής 240. Τον Ιανουάριο του 1917, δύο τάγματα του νεοτουρκικού στρατού μετέβησαν στα ορεινά χωριά Εγρίμπελ και Ερικλή, ανά ένα σε κάθε χωριό. Οι επικεφαλής αξιωματικοί ζήτησαν από τους προέδρους και τους ιερείς των χωριών να συναντηθούν με τους καπετάνιους των ανταρτών, και να απαιτήσουν από αυτούς να φύγουν από τις πρόχειρες καλύβες, στις οποίες είχαν καταλύσει, σε μια απόσταση δύο χιλιομέτρων από το χωριό. Τους προειδοποίησαν, ότι σε διαφερετική περίπτωση θα πυρπολούσαν τα χωριά τους. Ο καπετάν Αντώνης και οι υπόλοιποι καπετάνιοι βλέποντας ότι τα πράγματα, στην καρδιά του χειμώνα, θα οδηγούνταν σε τραγικό αδιέξοδο, κατέφυγαν στο ύψωμα Ασλάνταμι. Κατά ατυχή συγκυρία, άρχισε να χιονίζει πολύ έντονα, το χιόνι είχε φτάσει το ένα μέτρο, και γι αυτό το λόγο οι αντάρτες με τα γυναικόπαιδα επέστρεψαν στα καλύβια τους. Ο στρατός επέστρεψε, μέσω του Καπάτουζ και του Ερικλή, για να ελέγξει αν όντως τηρούνταν οι συμφωνίες. Οι Νεότουρκοι περασαν από τα υψώματα του Καπάφιντικ και εμφανίστηκαν στα καλύβια των ανταρτών, ενώ το χιόνι είχε ξεπεράσει το ένα μέτρο. Περικύκλωσαν τις καλύβες των ανταρτών και θέλησαν να τους αιχμαλωτίσουν όλους. Ο αρχικαπετάνιος, που τους αντιλήφθηκε, πήρε μαζί του τέσσερις καπετάνιους και εξήντα αντάρτες και κατέλαβαν καίριες θέσεις, περιμένοντας να πλησιάσουν οι στρατιώτες στα εκατό μέτρα, για να τους θερίσουν με τα πυρά. Εξαιτίας της έντονης χιονόπτωσης, ο στρατός δυσκολευόταν να φτάσει στις θέσεις των ανταρτών. Συνήφθη φοβερή μάχη, κατά την οποία ο νεοτουρκικός στρατός είχε πολλά θύματα. Οι αντάρτες είχαν και τις γυναίκες τους μαζί. Και οι γυναίκες πολεμούσαν 241. Οι αμαζόνες του Πόντου δεν ανήκαν μόνο στο μύθο του παρελθόντος, που χάνονταν στους αιώνες. Οι νέες αμαζόνες της Πάφρας αγωνίζονταν με τους συζύγους, τους γονείς και τους αδελφούς τους ενάντια στο βάρβαρο κατακτητή, για τα όσια και τα ιερά της φυλής τους. Για το σκοπό αυτό έδιναν και το ιερότερο αγαθό τους, την ίδια τη ζωή τους. 239 Γαβριηλίδης, Πόντος, 24. Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 74. 240 Γαβριηλίδης, ό. π. 241 Χατζηθεοδωρίδης, ό. π. 151
Ο επικεφαλής αξιωματικός του στρατού, κατά τη διάρκεια της μάχης, είχε προτείνει στους αντάρτες να παραδοθούν, γιατί δεν μπορούσαν να τα βάλουν με την παντοδύναμη κρατική εξουσία. Ο αρχικαπετάνιος, μαζί με έναν ακόμη καπετάνιο, αφού απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους, είδαν τον αξιωματικό πάνω σε ένα δέντρο που φώναζε και τους απειλούσε. Τον πυροβόλησαν και οι δύο μαζί και τον σκότωσαν, ρίχνοντάς τον από το δέντρο. Όλοι μαζί οι αντάρτες έτρεξαν κατά των Τούρκων, και τους απειλούσαν άγρια, ότι θα τους αιχμαλωτίσουν, και όχι μόνο δε θα μπορέσουν να διαφύγουν, αλλά θα παγώσουν και από το κρύο 242. Πανικόβλητοι οι Νεότουρκοι κατέφυγαν στο χωριό Ερικλή. Την επόμενη ημέρα επέστρεψαν και περισυνέλεξαν τους νεκρούς και παγωμένους συντρόφους τους. Οι ατρόμητοι Έλληνες αντάρτες πήραν τα όπλα και τα ρούχα του αξιωματικού, συνέλεξαν τα λάφυρα που είχε αφήσει ο στρατός στο πεδίο της μάχης, και όλοι μαζί, αντάρτες και γυναικόπαιδα, κατευθύνθηκαν προς τη δυτική πλευρά της Πάφρας, για να απομακρυνθούν από τις θέσεις του στρατού. Τον Ιανουάριο του 1917, μια μεγάλη δύναμη του νεοτουρκικού στρατού κινήθηκε στην περιοχή της Γιάιλα της Πάφρας. Η δύναμη των Ελλήνων ήταν τριακόσιοι αντάρτες, με καπετάνιους το Νικόλαο Καρασαββίδη και Κυριάκο Δεμερτσίδη. Προβληματιζόμασταν συνεχώς με τα γυναικόπαιδα που κουβαλούσαμε μαζί μας, γιατί πολλές φορές αναγκαζόμασταν να έχουμε στην πλάτη μας και τα μικρά παιδιά μας. Μαζί μας πολεμούσαν και οι γυναίκες μας, αλλά και τα νεαρά παιδιά μας 243. Είναι συγκλονιστικές οι φοβερές μέρες του αντάρτικου στην ευρύτερη περιοχή της Πάφρας. Είναι μοναδικός ο περίφημος αγώνας τους. Είναι από τις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας του ελληνικού έθνους, όπου οι άνδρες πολεμούσαν μαζί με τις αμαζόνες γυναίκες τους, αλλά και τα νεαρά παιδιά τους, με τα μικρά παιδιά δεμένα πίσω στην πλάτη τους. Ο αγώνας της θυσίας ήταν μονοσήμαντος για όλους εκείνους τους αφανείς ήρωες του Ελληνισμού, στην απομακρυσμένη αυτή γωνιά του Πόντου. Η μεγάλη δύναμη του στρατού περικύκλωσε τη Γιάιλα με τους τρείς οικισμούς της, μη θέλοντας οι Τούρκοι να αφήσουν εξόδους διαφυγής για τα γυναικόπαιδα και τους αντάρτες. Όταν άρχισε η μάχη, τα γυναικόπαιδα πανικόβλητα έτρεχαν να σωθούν μέσα από ένα βαθύ ρέμα, με το χιόνι να φτάνει τα σαράντα εκατοστά. Ο καπετάνιος Καρασαββίδης με λίγους αντάρτες και την αδελφή του Σοφία κατέλαβαν έναν ψηλό λόφο, σε επίκαιρο σημείο, για να διασφαλίσουν την έξοδο των πανικόβλητων γυναικοπαίδων. Το ύψωμα αυτό αν το καταλάμβανε ο τουρκικός στρατός μπορούσε να θερίσει με ριπές τα εκατοντάδες γυναικόπαιδα, που προσπαθούσαν να διαφύγουν στο διπλανό βουνό. Μερικοί από τους συντρόφους μου σκοτώθηκαν δίπλα μου. Έμεινα εγώ με την αδελφή μου Σοφία και τα δύο όπλα μας. Αυτή γέμιζε το όπλο και εγώ πυροβολούσα. Συγχρόνως γέμιζε το άλλο όπλο. Κρατήσαμε τους Τούρκους μακριά από το λόφο και τα γυναικόπαιδα. Κατάφεραν να μπούν μέσα στο πυκνό δάσος. Έτσι και εγώ με την αδελφή μου υποχωρήσαμε και φύγαμε... 244. Ο απολογισμός της μάχης για τους αντάρτες και τα γυναικόπαιδα ήταν πενήντα νεκροί. Ο αγώνας αυτός των ανταρτών και των γυναικοπαίδων είναι ύμνος στην ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η σωτήρια κίνηση για την επιβίωση των γυναικοπαίδων, των άμαχων και των ανταρτών, ήταν η προμήθεια τροφίμων: Στα κρυφά μας προμήθευαν τρόφιμα οι Τσερκέζοι, οι οποίοι μας έφερναν και όπλα που τα τύλιγαν μέσα σε κουβέρτες. Για 242 Ό. π., 27. 243 Μαρτυρία του καπετάνιου Καρασαββίδη Νικ. 244 Ό. π. 152
κάθε όπλο πληρώναμε 15-20 λίρες Τουρκίας και για μία σφαίρα 5 γρόσια 245. Η σωτηρία των ελληνικών πληθυσμών, ένοπλων και άοπλων, στα βουνά της Πάφρας προέρχονταν τόσο από την προμήθεια τροφίμων, όσο και από την προμήθεια όπλων και πυρομαχικών. Χωρίς πολεμικό εξοπλισμό δε θα υπήρχε ανάγκη προμήθειας τροφίμων. Τόσο δραματικές και ολέθριες ήταν οι καταστάσεις που δημιουργούσε η νεοτουρκική εθνοκάθαρση. Την ίδια περόδο, οι Νεότουρκοι έκαψαν τα ορεινά χωριά Ζεϊνέλ, Μαησλού, Γαϊνάρτσα, Γιάιλα, κ. α., από τα οποία προέρχονταν οι αντάρτες. Εν τω μεταξύ (πριν από την εξορία), οι Τούρκοι είχαν κάψει τα σπίτια μας και τις εκκλησίες μας. Σε μερικά χωριά έκαψαν ολόκληρο το χωριό, για να μη βοηθούν εμάς τους αντάρτες 246. Κατά τη φασιστική νεοτουρκική πρακτική φωτιά και τσεκούρι, οι γονείς, συγγενείς, φίλοι και χωριανοί δεν έπρεπε να βοηθούν τους δικούς τους αντάρτες, και τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στο βουνό. Έπρεπε να τους αφήσουν ή να πεθάνουν από την πείνα, ή να αναγκάζονται να λεηλατούν τα μουσουλμανικά χωριά, αν ήθελαν να επιβιώσουν. Προφάσεις εν αμαρτίαις ήταν όλες οι ενέργειές τους. Εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία. Αμέσως μετά την πυρπόληση των χωριών, όλοι όσοι γλίτωναν από το θάνατο κατέφευγαν στο βουνό, εκεί όπου βρισκόταν η σωτηρία τους, κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, στις 22 Φεβρουαρίου 1917, ο μουτασαρίφης Ραφέτπασας είχε εκστρατεύσει προσωπικά εναντίον των ανταρτών της Πάφρας, με 800 άνδρες και πυροβολικό 247. Αφού ήδη είχε εξορίσει τους άμαχους και τα γυναικόπαιδα, στόχευε με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις να αφανίσει και τους αντάρτες, με τα γυναικόπαιδα, που είχαν καταφύγει στο βουνό. Στις αρχές του 1917, ενώ φλέγονταν τα ελληνικά χωριά και καταπολεμούνταν οι αντάρτες, ο καπετάνιος Βασίλειος Ανθόπουλος μετέβη στην Τραπεζούντα, για να προμηθευτεί όπλα και πολεμοφόδια, για τους ελληνικούς πληθυσμούς που κινδύνευαν με ολοκληρωτικό αφανισμό. Στη συνάντησή του με τους Έλληνες και Ρώσους αξιωματούχους, τους τόνισε ιδιαίτερα τους λόγους για τους οποίους επείγε η κατάληψη του δυτικού Πόντου. Παρ όλα αυτά, κατάφερε να αποσπάσει από τους Ρώσους μόνο 380 ιαπωνικά τυφέκια, 52 κιβώτια φυσιγγίων και 12 κιβώτια χειροβομβίδες, για να εξοπλίσει και άλλους εθελοντές, για την προστασία και τη σωτηρία των ελληνικών πληθυσμών. Ένα αντιτορπιλικό τον αποβίβασε, μαζί με τους εξήντα αντάρτες του, στην παραλία του Κουμτσουγάζ της Πάφρας. Από το μέρος αυτό εφαίνοντο οι φλόγες και οι καπνοί των καιομένων ελληνικών χωρίων από Τσαρσαμπά (Θεμίσκυρα) μέχρι Πάφρας 248. Το δράμα στην περιοχή της Πάφρας, της Αμισού και της Θεμίσκυρας κορυφωνόταν, και οι ελληνικοί πληθυσμοί οδηγούνταν σε ολοκαύτωμα. Δεν υπήρχε έλεος για τους ελληνικούς πληθυσμούς.ο Ραφέτμπεης υλοποιούσε κατά γράμμα τη δήλωσή του προς τον Αυστριακό πρόξενο Kwiatkowski: ότι ο σχηματισμός των μεμονωμένων αντάρτικων δυνάμεων έδινε στους Τούρκους την αφορμή για ευρείας έκτασης διωγμούς, ώστε να εξαλειφθούν οι Έλληνες ως εχθρικό προς το κράτος στοιχείο, όπως προηγουμένως οι Αρμένιοι 249. 245 Ό. π. 246 Μαρτυρίες των καπετάνιων Χατσηαποσίδη Ιεροθέου και Τομπάκογλου Ιωσήφ. Μαρτυρίες Αντωνιάδη Θεοδ. και Κοτσέρογλου Δημ. 247 Φωτιάδης, Γενοκτονία VII, 129-131, 269. 248 Μαρτυρία του καπετάνιου Βασιλείου Ανθόπουλου, από το βιβλίο του Δ. Ψαθά, Γή του Πόντου, 224-225. 249 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 178. 153
Αυτό ήταν το ζητούμενο για τους Νεότουρκους, που δε δίσταζαν να το εξομολογούνται ανοιχτά στους φίλους και συμμάχους τους. Κατά την εκφόρτωση των πολεμοφοδίων, οι στρατιώτεςι τους αντιλήφθηκαν, από ένα φυλάκιό τους, και άρχισε η μάχη, κατά τη διάρκεια της οποίας ετράπησαν σε φυγή. Την επόμενη ημέρα, ένα απόσπασμα διακοσίων πενήντα χωροφυλάκων καταδίωξε τους Έλληνες αντάρτες στο Εγγίζιρμακ. Ο καπετάνιος χώρισε τους άνδρες του σε δύο τμήματα, εγκλώβισε το τουρκικό απόσπασμα και το τσάκισε. Οι αντάρτες αιχμαλώτισαν έναν αξιωματικό, δεκαπέντε χωροφύλακες, επτά μουλάρια πλήρη προμηθειών, δύο άλογα και ένα μυδράλιο. Από τους αντάρτες εφονεύθησαν τέσσερις και ετραυματίσθησαν έξη 250. Μετά την είσοδο των Ρώσων στην Τραπεζούντα, οι αντάρτες προστασίας και σωτηρίας, των γυναικοπαίδων και των άμαχων, δημιούργησαν επαφές με τους Ρώσους για εφοδιασμό τους με όπλα και πυρομαχικά. Ο εφοδιασμός των αντάρτικων ομάδων με ρωσικά όπλα σταμάτησε με την επέμβαση του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και της Συνόδου της Πετρούπολης (Σεπτ. 1916) 251. Γι αυτό το λόγο, οι Ρώσοι της Τραπεζούντας έστελναν ελάχιστα όπλα και πολεμοφόδια στους αντάρτες του δυτικού Πόντου, και όχι μόνο της Πάφρας, παρά το ότι οδηγούνταν σε ολοκληρωτικό αφανισμό. Οι ηγέτες της Ορθοδοξίας δεν ήθελαν να προσφέρουν την αφορμή, στους Νεότουρκους, για την εξόντωση των χριστιανών. Αγνοούσαν, στην ουσία της, την ωμή νεοτουρκική ιδεολογία. Παρά τη διακοπή της τροφοδοσίας με όπλα των ανταρτών, από το Σεπτέμβριο μήνα, οι Νεότουρκοι με το Ραφέτπασα εξαπέλυσαν τον όλεθρο και την καταστροφή εναντίων των ανίσχυρων, και ανήμπορων να αντιδράσουν, ελληνικών πληθυσμών της Πάφρας και της Αμισού. Η εθνοκάθαρση ήταν σχεδιασμένη τέλεια. Οι εγκληματικές φυσιογνωμίες του Ραφέτ και του Μπαχαεντίν έγραψαν με αίμα αθώων την ιστορία της Πάφρας και της Αμισού. Το Μάρτιο του 1917 252, πολλά γυναικόπαιδα και άμαχοι από την περιοχή της Πάφρας είχαν καταφύγει στο βουνό Νεπιέν. Πάρα πολλοί κατώρθωσαν να μην πάνε εξορία, και έφυγαν στο βουνό Νεπιέν ή στο Γιούνταγ Τους συγχωριανούς μου που έφυγαν στο βουνό, τους καταδίωξαν και τους περικύκλωσαν στο μοναστήρι του Ότκαγια 253. Στο μοναστήρι κατέφυγαν για να προστατευθούν 600-700 γυναικόπαιδα και 60-80 αντάρτες, με αρχηγό τον χατση-γιώργη Καραβασίλογλου από το Αγτσάλαν, και καπετάνιους τον Κωνσταντίνο Δεληογλάνογλου από το Ούτσπουαρ, το Γιώργη Καραβασίλογλου από το Καπάτσουχουρ και τον Κωνσταντίνο Ατές από το Ασμάτσαμ 254. Η συγκέντρωση των ανταρτών και των γυναικοπαίδων στο μοναστήρι οφειλόταν στο γεγονός ότι βρισκόταν σαν αετοφωλιά σε μία κορυφή του Νεπιέν, με κατακόρυφους βράχους ύψους εβδομήντα περίπου μέτρων. Η είσοδος του μοναστηριού είναι προσπελάσιμη μόνο από ένα απόκρημνο, στενό και επικίνδυνο μονοπάτι, πάνω στους βράχους, το οποίο δεν μπορούν να διαβούν γέροντες ή ανήμποροι 255. 250 Μαρτυρία του καπετάνιου Βασιλείου Ανθόπουλου, ό. π. 251 Φωτιάδης, Γεν οκτονία, 188. 252 Μαρτυρίες των καπετάνιων Χατσηαποσίδη Ιεροθέου και Καρασαββίδη Νικ. 253 Μαρτυρία Σταυρίδου Κυριακής. 254 Γαβριηλίδης, Πόντος, 30-31. Προφορική μαρτυρία Βασιλείου Κλαζίδη του Γεωργίου. Γεννήθηκε το 1905 στο Ούτσπουαρ της Πάφρας και εγκαταστάθηκε στο Βαθύτοπο Δράμας (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). 255 Προσωπική προσκυνηματική αυτοψία τον Αύγουστο του 2010. Το χωριό Καπάτσουχουρ κατοικείται από Τραπεζούντιους της περιοχής Όφεως και πρόσφυγες από τη Θεσσαλονίκη. Το ελληνικό χωριό Ότκαγια δεν υπάρχει. Υπάρχουν ελάχιστα ίχνη στην επιφάνεια του εδάφους, τα οποία μόλις αναγνωρίζονται από το σπήλαιο-μοναστήρι. Το μοναστήρι το βρήκαμε πλήρως κατεσκαμμένο, 154
Ο διοικητής της Πάφρας χιλίαρχος Μεμέταλης έστειλε εναντίον αυτών που είχαν καταφύγει στην Παναγία του Ότκαγια το διαβόητο εγκληματία Ταλήπτσαους, επικεφαλής τετρακοσίων στρατιωτών, τριακοσίων πενήντα χωροφυλάκων και πολλών Λαζών τσετών 256. Οι αντάρτες οχυρώθηκαν και πολεμούσαν στο στόμιο της σπηλιάς. Τα γυναικόπαιδα είχαν κρυφτεί μέσα στη σπηλιά της μονής του Ότκαγια 257. Τα γυναικόπαιδα πάντα προστατεύονταν με ξεχωριστό τρόπο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ο νεοτουρκικός στρατός στρατοπέδευσε στο ομαλό μέρος, χαμηλά από το μοναστήρι. Ο Ταλήπτσαους, απέναντι από τη σπηλιά, πρότεινε στους Έλληνες να παραδοθούν. Γκιαούρηδες παραδοθείτε, είστε χαμένοι, δε γλιτώνει κανείς σας 258. Ο αρχηγός έδωσε το σύνθημα: φωτιά-φωτιά Ήταν η μόνη απάντηση των ανταρτών που ταίριαζε απόλυτα σε μια τέτοια ιταμή πρόκληση. Η μάχη ξέσπασε άγρια. Οι στρατιώτες που επιχείρησαν να εισβάλουν από το μονοπάτι, θερίστηκαν από τα πυρά των ανταρτών και υποχώρησαν, κάτω από τα σφυρίγματα και τις ιαχές των ανταρτών. Ο Ταλήπτσαους εξοργισμένος από τους χωροφύλακές του τους μαστίγωνε, τους ωθούσε να μπούνε στη σπηλιά, και να του φέρουν τα κεφάλια των ανταρτών. Όποιος, όμως, ελέγχει την είσοδο της σπηλιάς δεν επιτρέπει σε κανέναν να κάνει βήμα. Είναι αδύνατον. Οι στρατιώτες προσπάθησαν με αλλαγμούς και καταιγιστικά πυρά να επιτεθούν, αλλά οι σφαίρες των ανταρτών τους εξανάγκαζαν να υποχωρούν. Κάποιοι που προσπάθησαν να κρατηθούν σε μια στροφή του μονοπατιού, οι αντάρτες τους γκρέμισαν από τα βράχια. Μια τρίτη επίθεση των στρατιωτών έφερε τα ίδια αποτελέσματα, ενώ ο Ταλήπτσαους συνέχιζε να βρίζει τους στρατιώτες και τους χωροφύλακες ακατάπαυστα. Τη δεύτερη ημέρα, οι Νεότουρκοι ξαναεπιχείρησαν εφόδους εναντίον της σπηλιάς, όχι μόνο χωρίς να καταφέρουν κάτι, αλλά πάντα υποχωρούσαν με περισσότερα θύματα. Την τρίτη ημέρα, ο ίδιος ο Ταλήπτσαους ετέθη επικεφαλής, αλλά και αυτός απέτυχε, αφού τραυματίστηκε δύο φορές στον ώμο. Την τέταρτη ημέρα, απελπισμένος, αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από το διοικητή της Πάφρας Μεμέταλη 259. Ο Μεμέταλης κατέφθασε την ίδια ημέρα με το σύνταγμά του και τρία κανόνια ορεινού πυροβολικού. Απέκλεισε την περιοχή σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων, ούτως ώστε οι καταδιωκόμενοι Έλληνες να μην έχουν ελπίδα διαφυγής, και διέταξε τον κανονιοβολισμό του στομίου της σπηλιάς και της γύρω από αυτήν ζώνης. Επί δύο ώρες ακολούθησε αυτό το πρόγραμμα, για να κάμψει το από επίδοξους χρυσοθήρες. Στα τοιχώματα διακρίνονται λαξευμένες στο βράχο βάσεις για την τοποθέτηση των εικόνων. Το μοναστήρι χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι η είσοδος της σπηλιάς και είναι σχετικά κυκλοειδής χώρος. Παραδόξως, το έδαφος της σπηλιάς είναι από χώμα, και γι αυτό κατασκαμμένο. Υπάρχει μια μικρή είσοδος, ακριβώς απέναντι από την είσοδο της σπηλιάς, από την οποία μπορεί να εισέλθει σκυφτός ένας άνδρας μεσαίου μεγέθους. Στο στόμιο αυτό δεν υπάρχει πόρτα, και αντικρύζει κανείς βαθύ σκοτάδι. Οι φίλοι, με τους οποίους πήγαμε μέχρι εκεί, δεν μου επέτρεψαν να μπώ μέσα. Πιθανόν να βρίσκονται ακόμη εκεί οι ανθρώπινοι σκελετοί γυναικοπαίδων από το ανοσιούργημα του Απριλίου του 1917. Οι κάτοικοι της περιοχής δεν επιτρέπουν την πρόσβαση ούτε στο ναό, που βρίσκεται σε ένα επίπεδο μέρος, αρκετά χαμηλά από το σπηλαιώδες μοναστήρι. Για να επισκεφθείς το ναό και το μοναστήρι θα πρέπει να συνοδεύεσαι από Τούρκους, τους οποίους θα πρέπει να τους πείσεις ότι πράγματι είσαι ταπεινός προσκυνητής στη χάρη της Παναγίας, που κάνει τον τυφλό να βλέπει (Παχατσάχ Παναγιασί). Πολλοί κάτοικοι γνωρίζουν την ελληνοποντιακή διάλεκτο. 256 Γαβριηλίδης, ό. π. Μαρτυρία Κλαζίδη Βασιλείου. 257 Μαρτυρία Σταυρίδου Κυριακής. Η Κ. Σταυρίδου πληροφορήθηκε τα γεγονότα από την αδελφή της μητέρας της, από τις ελάχιστες γυναίκες που επέζησαν από τα δραματικά γεγονότα του Ότκαγια. 258 Μαρτυρία Κλαζίδη Βασιλείου. Ο Β. Κλαζίδης είναι από τους ελάχιστους επιζήσαντες του ανοσιουργήματος της Παναγίας του Ότκαγια. 259 Ό. π. Υπάρχει μία διαφορά, σε σχέση με το μήνα διεξαγωγής των μαχών. Ο Κλαζίδης ορίζει το μήνα Απ ρίλιο, ενώ οι δύο καπετάνιοι Καρασαββίδης Νικ. και Χατσηαποσίδης Ιερ. το μήνα Μάρτιο. 155
ηθικό των ανταρτών, και να τους τρομοκρατήσει. Στη συνέχεια, διέταξε το στρατό του να επιτεθεί. Οι αντάρτες παρέμεναν στις θέσεις τους χωρίς να αντιδράσουν. Περίμεναν τον εχθρό κρυμμένοι πίσω από τα βράχια. Τα πυρομαχικά τους ήταν τόσο απαραίτητα, όσο και η ίδια η ζωή τους. Όταν οι στρατιώτες έφταναν σε μικρή απόσταση βολής, οι αντάρτες τους θέριζαν με τα πυρά τους. Επί τρείς ώρες μαινόταν η μάχη, και οι στρατιώτες με τους χωροφύλακες υποχώρησαν τρομοκρατημένοι, παρά τις φωνές και τις βρισιές των αξιωματικών τους 260. Την Πέμπτη ημέρα, ο Μεμέταλης επιχείρησε δεύτερη επίθεση, με ακόμη χειρότερα αποτελέσματα. Μετά και από αυτήν την αποτυχία, μετακίνησε τα κανόνια σε τέτοια θέση, που να προσβάλλουν κατευθείαν το στόμιο της σπηλιάς. Επί μία ώρα σφυροκοπούσαν το στόμιο. Πολλά κομμάτια σπασμένων βράχων έπεφταν στη σπηλιά και σκότωναν ή τραυμάτιζαν τους υπερασπιστές αντάρτες 261. Ο Μεμέταλης, αμέσως μετά, αφού κύκλωσε το χώρο της σπηλιάς, πρότεινε στους αντάρτες και τα γυναικόπαιδα να παραδοθούν. Οι γενναίοι αντάρτες αρνήθηκαν να παραδοθούν, και άρχισε γύρω από τη σπηλιά ένας άγριος αγώνας ζωής και θανάτου, σώμα με σώμα. Οι δυνάμεις εγκατέλειπαν τους γενναίους αντάρτες, όσοι είχαν απομείνει από τα θραύσματα και τις μάχες, ενώ άλλοι αυτοκτονούσαν με την τελευταία σφαίρα που τους απέμενε. Αν δεν τελείωναν τα φυσίγγια τους, ποτέ δε θα μπορούσαν οι Τούρκοι να φτάσουν στο μοναστήρι, και να συλλάβουν τα γυναικόπαιδα, όσοι και αν ήταν οι Τούρκοι 262. Αυτή ήταν η τραγική αλήθεια, με το εξίσου τραγικό αποτέλεσμα. Ο άπειρος επισκέπτης, προσκυνητής, μπορεί να διαπιστώσει αυτό το απλό γεγονός, το οποίο διαπίστωσε πριν από ενενήντα χρόνια μια καταδιωκόμενη Ελληνίδα. Στην είσοδο της σπηλιάς έμειναν μόνον είκοσι βαριά τραυματισμένοι αντάρτες, και ο αρχηγός έδεσε στην άκρη του όπλου του ένα άσπρο μαντήλι, σαν το συνθηματικό παράδοσής τους, και με την τελευταία σφαίρα που του είχε απομείνει αυτοκτόνησε. Ήτανε ο άγραφος νόμος του αντάρτη. Ήταν θέμα αρχών. Ο αρχηγός των πολεμιστών ανταρτών ήταν ο χατση-γιώργης Καραβασίλογλου από το Αγτσάλαν. Τον ήξερα και εγώ, ήταν ένα πολύ ξακουστό παληκάρι 263. Τα παληκάρια τα κάνει ξακουστά η γενναιότητα, η ανδρεία, η αυτοθυσία τους, η αξιοπρέπειά τους, η μοναδικότητά τους. Γι αυτό τους ανήκει η αθανασία. Ο αρχηγός παραδόθηκε για να προφυλάξει τα γυναικόπαιδα, που τα είχαν τοποθετήσει στο δεύτερο και απόκρυφο μέρος της σπηλιάς. Πίστευε ότι, οι στρατιώτες μετά την είσοδό τους, μη βρίσκοντας τα γυναικόπαιδα στη σπηλιά, θα έφευγαν. Οι Τούρκοι δεν ξέρουν για τη σπηλιά (το δεύτερο μέρος της), και αν ακόμα έρθουν εδώ θα δούν 4 τοίχους, τις εικόνες και θα φύγουν, γιατί θα νομίσουν ότι έχετε φύγει Όταν σε κάποια στιγμή σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, είπαμε ότι θα κατόρθωσαν και θα έφυγαν οι δικοί μας, και γι αυτό όπου να ναι θα έρθουν οι Τούρκοι στη σπηλιά, και γι αυτό να μην κάνουμε από μέσα τον παραμικρό θόρυβο, και βλέποντας οι Τούρκοι πως κανείς δεν είναι μέσα στη σπηλιά θα φύγουν και θα πάνε για καταδίωξη σε άλλα μέρη 264. Τα κρυμμένα γυναικόπαιδα αγνοούσαν το τραγικό γεγονός της θυσίας των υπερασπιστών αγωνιστών στην είσοδο της σπηλιάς. Πίστευαν ότι θα κατάφερναν, για άλλη μια φορά, να γλιτώσουν από την εξόντωση τόσο αυτοί, όσο και οι προστάτες και σωτήρες τους. Τα γεγονότα, όμως, είχαν διαφορετική κατάληξη εξαιτίας μιας τραγικής λεπτομέρειας. 260 Ό. π. 261 Ακόμη και σήμερα, εύκολα μπορεί να διακρίνει ο επισκέπτης τα σημάδια από τις οβίδες στο στόμιο της σπηλιάς, που προκαλούν δέος από το μέγεθός τους. 262 Μαρτυρία Σταυρίδου Κυριακής. 263 Ό. π. 264 Μαρτυρία Κλαζίδη Βασιλείου. 156
Οι στρατιώτες μπήκαν στη σπηλιά υπερπηδώντας τα πτώματα των γενναίων υπερασπιστών ανταρτών της Παναγίας του Ότκαγια. Δεν είδαν γυναικόπαιδα στη σπηλιά, και απορούσαν που τάχα να είχαν πάει. Άρχισαν τότε με μανία να σπάζουν και να κομματιάζουν τις εικόνες της Μονής. Τη μεγάλη εικόνα της Παναγίας, που σκέπαζε τη δεύτερη είσοδο της σπηλιάς στον εσωτερικό χώρο, αναγκάστηκαν να τη θρυμματίσουν με μεγάλες πέτρες. Κάποια στιγμή, η εικόνα μετακινήθηκε, και άρχισε να τους αποκαλύπτει την κρυφή δεύτερη είσοδο, η οποία κάλυπτε ένα στενόμακρο ευρύ χώρο, στον οποίο εισχώρησαν με μανία οι Νεότουρκοι. Ένα δεύτερο μέρος της σπηλιάς, το οποίο δυστυχώς δεν είχε δίοδο διαφυγής. Οι στρατιώτες ανακάλυψαν γρήγορα την πολυπόθητη λεία τους. Φωνές, στριγγλιές, ουρλιαχτά, κλάματα, παρακάλια, και κάθε είδους ικεσίες μέσα σε αυτήν την κόλαση Φρικτές σκηνές βίας, ατίμωση και όργια, και μαχαίρωμα Όποια νέα αρνούνταν να υποκύψει στη βία Έβλεπα τις σκηνές, και αναρρωτιέμαι πώς επέζησα και δεν τρελάθηκα, όπως έγινε με πολλές κοπέλες από το χωριό μας Ούτσπουαρ, το Γουζάλαν, το Σοχούτσουχουρ, το Αγτσάλαν, που τρελάθηκαν γιατί τις βίαζαν οι Τούρκοι ο ένας κατόπιν του άλλου, και πολλές φορές δύο και τρείς μαζί σε μία και μόνη κοπέλα... 265. Ωχριά η Κόλαση του Δάντη μπροστά στις σκηνές βίας, και στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον άοπλων κοριτσιών και γυναικών. Η ιερή μονή της Παναγίας του Ότκαγια είχε μετατραπεί σε φρικτό κολαστήριο από δειλούς, άνανδρους και κατ επάγγελμα δολοφόνους Νεότουρκους στρατιώτες και τσέτες. Ένας δολοφονικός νεοτουρκικός μηχανισμός σκορπούσε τρόμο και φρίκη στο πέρασμά του. Όταν τα κτήνη κόρεσαν τα πάθη τους, άρπαξαν από τα μαλλιά τα γυναικόπαιδα, και με άγριες κοντακιές και κλωτσιές τα μετέφεραν έξω από τη σπηλιά, και τα ξάπλωσαν μπροστά στα πόδια του άθλιου διοικητή τους Μεμέταλη. Μέσα στη σπηλιά είχαν μείνει περισσότερες από είκοσι νεκρές γυναίκες και κοπέλες. 7-8 είχαν τρελαθεί και γελούσαν συνέχεια 266. Όχι, ο φόρος αίματος των επτακοσίων περίπου γυναικοπαίδων δεν είχε τελειώσει. Οι νεοτουρκικές ορδές διψούσαν και για άλλο αίμα. Αυτή ήταν μόνο η πρώτη φάση του δράματος. Έξω από τη σπηλιά, οι άτυχες γυναίκες, αφού διαψεύστηκαν και για την τύχη των υπερασπιστών πολεμιστών τους, μοιρολογούσαν τους άνδρες τους και τα παιδιά τους, που είχαν σκοτωθεί. Όσες γυναίκες κινήθηκαν προς τα προσφιλή τους πρόσωπα, οι Τούρκοι τις χτυπούσαν και τις έρριχναν αναίσθητες στο χώμα. Ο Μεμέταλης, σε κατάσταση αμόκ, με το πρόσωπο σκοτεινό και γεμάτο μίσος, στράφηκε εναντίον τόσο των γυναικοπαίδων, όσο και εναντίον των υπερασπιστών ανταρτών, προκειμένου να πάρει εκδίκηση για τους πεντακόσιους νεκρούς στρατιώτες και τσέτες. Ο ύμνος της θυσίας για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια φρενιάζει τους δειλούς και άνανδρους. Τους 22 βαριά τραυματισμένους άνδρες τους τοποθέτησαν δίπλα από τα γυναικόπαιδα, μαζί με τους έφηβους και τα μικρότερα αγόρια. Σχεδόν φεύγανε και οι τελευταίες γυναίκες, μαζί και η μητέρα μου. Έρχεται ένας Τούρκος αξιωματικός και μου λέει να σηκώσω τα χέρια μου ψηλά Φωνάζει σ έναν άλλον αξιωματικό και του λέει ότι, αυτός δεν έβγαλε ούτε τρίχες στις μασχάλες, είναι ακόμα παιδί, και χτυπώντας με ένα σκαμπίλι μου είπε να πάω να τρέξω και να προλάβω τις 600 περίπου γυναίκες Αφού πέρασε ένα δεκάλεπτο άρχισαν πίσω μας πυροβολισμοί, και καταλάβαμε ότι είχαν εκτελέσει τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους 267. Η τύχη και η ευαισθησία ενός αξιωματικού γλίτωσε το μάρτυρα αυτής της τραγωδίας από την εκτέλεση. Η τύχη όμως των νεαρών παιδιών, των σκοτωμένων και τραυματισμένων πολεμιστών δεν ήταν τόσο ανώδυνη. Ο 265 Ό. π. 266 Ό. π. 267 Ό. π. 157
αρχιτσέτης Κέλμπαϊρ, μπροστά στους Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες, άρχισε με ένα τσεκούρι να κομματιάζει όλα τα πτώματα των νεκρών υπερασπιστών ανταρτών, αλλά και τους τραυματίες 268. Σε όλη τη διάρκεια του αντάρτικου, οι τσέτες ήταν οι πλέον άνανδροι και χωρίς ίχνος τιμής σε όλες τις εγκληματικές ενέργειες, σε σύγκριση με εκείνες των στρατιωτών. Ο άθλιος δολοφόνος, με το τσεκούρι, έδινε τη χαριστική βολή στους νεκρούς ήρωες της Παναγίας του Ότκαγια. Η τύχη των γυναικοπαίδων που επέζησαν ήταν πιο τραγική. Είχα ρωτήσει για τον πατέρα μου, που ήταν μαζί με τους ένοπλους αντάρτες, όταν εμείς ήμασταν στην εξορία Η θεία μου είπε ότι ήταν βαριά τραυματισμένος στην είσοδο της σπηλιάς της Μονής του Ότκαγια Όταν οι Τούρκοι έφτασαν στη σπηλιά βρήκαν τον πατέρα μου ζωντανό, αλλά πολύ βαριά τραυματισμένο Τον έσφαξαν σαν αρνί μαζί με τους άλλους τραυματίες Έλληνες αντάρτες Έτσι, έχασα στη μάχη τον πατέρα μου και στην εξορία τη μάνα μου και την αδελφή μου, αλλά και περισσότερα από 20 συγγενικά μου πρόσωπα μέσα σε ένα χρόνο, το 1917 269. Ωχριά ο ανθρώπινος νούς μπροστά στον όλεθρο και στην καταστροφή της νεοτουρκικής μανίας και εγκληματικότητας. Χάρη στον Τούρκο αξιωματικό σώθηκα, αλλά έχασα τον πατέρα μου και τα δύο μου αδέλφια σε αυτήν τη μάχη 270. Των ηρώων ο θάνατος θάνατος δε λογιέται. Οι Νεότουρκοι, για να γιορτάσουν τη νίκη τους, τα κεφάλια των νεκρών και ανασκολοπισθέντων ανταρτών τα έβαλαν σε τσουβάλια, τα φόρτωσαν σε μουλάρια και τα μετέφεραν, κατ αρχήν στο Τσασούρ, και στη συνέχεια στην Πάφρα. Κατόπιν, τα κεφάλια των ηρώων ανταρτών εστάλησαν στην Αμισό, στον αιματοβαμμένο στρατιωτικό διοικητή Ραφέτπασα 271. Τα εξακόσια γυναικόπαιδα που απέμειναν τα οδήγησαν στο Τσασούρ, ενώ είχε αρχίσει να νυχτώνει. Οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να μας φτύνουν, να μας χτυπούν, και να μας κοροϊδεύουν. Σαν νύχτωσε έρχονταν διάφοροι Τούρκοι κάτοικοι του Τσασούρ, διαλέγανε τις πιο νέες και όμορφες, και τις βίαζαν όλη τη νύχτα. Το πρωί από την κακομεταχείρηση και τους βιασμούς ήταν νεκρές 100 και πλέον γυναίκες και κοπέλες 272. Η εγκληματική συμπεριφορά των μουσουλμάνων χωρικών ήταν παντελώς αλόγιστη. Προχωρούσαν σε τέτοιες άνανδρες πράξεις και δολοφονίες χωρίς να νοιαστούν ότι, ο νεοτουρκικός στρατός θα φύγει κάποια στιγμή. Ο κατακτητής συνέχιζε να συμπεριφέρεται εγκληματικά, και να απαξιώνει την αξιοπρέπεια των γηγενών ελληνικών πληθυσμών, ενώ παράλληλα προχωρούσε σε επίδειξη δύναμης προς τους μουσουλμάνους μέτοικους χωρικούς, για να τους τονώσει την αίσθηση της υπεροχής. Τα πεντακόσια περίπου γυναικόπαιδα που απέμειναν, την επόμενη ημέρα, τα οδήγησαν στην Πάφρα, δια μέσου των χωριών Ινοζούν και Σεχουλάτς, χωρίς να τα παράσχουν ψωμί ή να τα επιτρέψουν να πιούν νερό. Στο Σεχουλάτς, οι Νεότουρκοι και οι Λαζοί προέβησαν σε ασχήμιες και σε συνεχείς βιασμούς, σε βάρος των ανυπεράσπιστων γυναικών. Από την Πάφρα, χωρίς καμία πρόνοια, οδήγησαν τα γυναικόπαιδα προς την Κασταμονή. Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πάφρα, περνώντας από την ξύλινη γέφυρα του ποταμού Άλυ, πολλά παιδιά και γυναίκες πήδηξαν στα νερά του ποταμού για να σωθούν, γιατί γνώριζαν ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος 273. Εγώ ήξερα κολύμπι, 268 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 292. Επιπλέον, ο αρχιτσέτης Κέλμπαϊρ από το Τσασούρ σκότωνε εν ψυχρώ πάρα πολλές γυναίκες, αλλά και άνδρες ( μαρτυρία Κλαζίδη Βασιλείου). 269 Μαρτυρία Σταυρίδου Κυριακής. 270 Μαρτυρία Κλαζίδη Βασιλείου. 271 Γαβριηλίδης, Πόντος, 34. 272 Μαρτυρία Κλαζίδη Βασιλείου. 273 Ό. π. 158
και με δυο-τρείς κινήσεις βρέθηκα στην επιφάνεια Δεν ξέρω πόσες και ποιές σώθηκαν ή πνίγηκαν στο ποτάμι Οι Τούρκοι στρατιώτες μας πυροβολούσαν μέσα στη νύχτα, στην τύχη Το ίδιο βράδυ ξεκίνησα από άλλη κατεύθυνση για την περιοχή του Καπούκαγια, για να πάω στα βουνά, κοντά στους αντάρτες και να σωθώ Από τις 500 γυναίκες που τις έστειλαν εξορία γύρισαν τελικά 100-120 γυναίκες. Οι άλλες πέθαναν καθ οδόν προς την εξορία ή πέθαναν στον τόπο της εξορίας. Μαζί με αυτές φυσικά και η μάνα μου 274. Η τραγωδία της Παναγίας του Ότκαγια ολοκληρώθηκε με το χειρότερο τρόπο για τους ατυχείς Έλληνες της Πάφρας. Η νεοτουρκική εθνοκάθαρση στην Πάφρα είχε ονοματεπώνυμο. Το τελικό σύνολο που επέζησε υπολογίζεται μεταξύ εκατόν είκοσι και ογδοντατριών γυναικών. Και αυτά ήσαν όχι πλέον άνθρωποι, αλλά σκελετοί 275. Τραγική, αλήθεια, η διαπίστωση. Την εποχή αυτή, σε μια άλλη σπηλιά της περιοχής είχαν καταφύγει δεκαπέντε πολεμιστές, οι οποίοι υπερασπίζονταν ενενηνταπέντε γυναικόπαιδα. Η σπηλιά πολιορκήθηκε από ένα νεοτουρκικό τάγμα για δεκαοκτώ ημέρες. Τα πυρομαχικά των υπερασπιστών ανταρτών είχαν τελειώσει. Την επόμενη ημέρα, τα γυναικόπαιδα ζήτησαν από τους αντάρτες να μην παραδοθούν στους στρατιώτες. Στο όνομα της ελευθερίας, οι αγωνιστές οδήγησαν τα γυναικόπαιδα στο δρόμο της θυσίας. Οι αντάρτες, στη συνέχεια, έσπασαν τα όπλα τους και πήδηξαν στο γκρεμό, πέφτοντας πάνω στα βράχια 276. Η ελευθερία της ψυχής του ανθρώπου, και η αξιοπρέπειά του, μπορεί να εκφραστεί με πολλούς και ταυτόχρονα μοναδικούς τρόπους, και να χαράξει ανεξίτηλα το δρόμο της αιωνιότητας. Τον Απρίλιο του 1917, την ημέρα του Πάσχα, ο Ασλάνμπεης πολιόρκησε το χωριό Εγρίμπελ. Τμήμα του αποσπάσματος εισήλθε στο ναό, χωρίς να εντοπίσει τους αντάρτες. Συνέλαβε όλους όσους εκκλησιάζονταν, και τους οδήγησε στον κάμπο, μεταξύ του Εγρίμπελ και του Τσεβίζτιπι 277. Κατά τις 10 η ώρα, ο νεοτουρκικός στρατός από το Καπάτουζ και το Ερικλή κατευθύνθηκε προς το Καγιάκουνεϊ, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Μέσα στην εκκλησία βρισκόταν ο καπετάν Αντώνης Χατζηελευθερίου με διακόσιους αντάρτες. Οι αντάρτες, όταν αντιλήφθηκαν το στρατό, έφυγαν προς το Ταφλάνκιοϊ. Τα αποσπάσματα, όταν είδαν τους αντάρτες να διαφεύγουν, πυροβόλησαν εναντίον τους. Από τους πυροβολισμούς τραυματίστηκε ο αντάρτης Κωνσταντίνος Κερεμίδης. Χωρίς να μπορεί να διαφύγει, οχυρώθηκε πίσω από ένα βράχο, και άρχισε να ανταποδίδει τα πυρά. Όταν κατάλαβε ότι ήρθε το τέλος του, έκρυψε όλα τα προσωπκά αντικείμενα του κάτω από μία πέτρα, άφησε μίαν σφαίραν για τον εαυτόν του, δια να σκοτωθεί. Μόνον ζήτησε νερό από τους (Τούρκους) στρατιώτες, για να παραδοθεί. Όταν κόντευαν να του δώσουν το νερό, έριξε μίαν σφαίραν και σκότωσε και τους δύο μαζί. Πάτησε (μετά) την σκανδάλη και σκοτώθηκε μονάχος του 278. Ο νόμος του αντάρτη, να οδηγείται στο δρόμο της θυσίας με την τελευταία σφαίρα που του απομένει, εφαρμόστηκε άπειρες φορές στη γωνιά αυτή του Πόντου. Είναι ένας ύμνος στην ελευθερία και στην αξιοπρέπεια του Πόντιου προστάτη, σωτήρα και αγωνιστή. Αυτήν την εποχή, που ο τουρκικός στρατός καταπολεμούσε τους αντάρτες της Πάφρας και τα τουρκικά αποσπάσματα καθημερινά χτένιζαν ολόκληρη την περιοχή, ενώ τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι εξορίζονταν, στην περιοχή του Καπούκαγια οι υπερασπιστές αντάρτες πολεμούσαν επί πέντε ημέρες και νύχτες, για να 274 Ό. π. 275 Γαβριηλίδης, Πόντος, 34-35. 276 Κυνηγόπουλος, Πάφρα, 133. 277 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 28. 278 Ό. π. 159
διαφυλάξουν τη ζωή των γυναικοπαίδων. Όταν τα γυναικόπαιδα διέφυγαν τον κίνδυνο, τότε υποχώρησαν και οι αντάρτες, χωρίς θύματα 279. Λίγο καιρό αργότερα, στο Σαάρκαλεσι, ένα αρχαίο κάστρο στην περιοχή του Καπούκαγια, ο καπετάνιος Δημοσθένης Ουζουνίδης με τους άνδρες του υπερασπίζονταν τη ζωή και την τιμή των άμαχων και των γυναικοπαίδων. Ο νεοτουρκικός στρατός, με δύναμη χιλίων ανδρών, είχε κυκλώσει την περιοχή. Ακούγαμε τους άνδρες να μας φωνάζουν να φύγουμε προς το Γαγιανίνπασι, στο χωριό πιο πάνω από το δικό μας 280. Αυτός ήταν ο ένας και μοναδικός στόχος των ανταρτών, όταν τους καταπολεμούσαν τα νεοτουρκικά αποσπάσματα. Ο στόχος αυτός έπρεπε να υλοποιείται, ει δυνατόν, χωρίς την απώλεια ανθρώπινων ζωών. Ο σεβασμός στην ιερότητα της ζωής των γυναικοπαίδων και των άμαχων ήταν μονόδρομος. Την ίδια εποχή, στο Κάστρο της Κοπέλας κατέφυγαν χίλιοι περίπου αντάρτες και γυναικόπαιδα, με επικεφαλής τον καπετάνιο Νικόλαο Καρασαββίδη. Ο στρατός περικύκλωσε το κάστρο, και έστησε τα κανόνια του απέναντι από την είσοδο του κάστρου, σε αρκετά μεγάλη απόσταση. Επί πέντε ημέρες, οι εγκλωβισμένοι αντάρτες αμύνονταν στα πυρά του τουρκικού στρατού και στις οβίδες των κανονιών. Κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος Τιχμανίδης από το Ορτάασαρ πυροβόλησε και σκότωσε τον Τούρκο πυροβολητή, και ο στρατός εγκατέλειψε (την πολιορκία) και έφυγε 281. Με τον τρόπο αυτόν, διέφυγαν οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα προς το βουνό Γιούνταγ, στο εσωτερικό της περιοχής. Για όποιον έχει επισκεφθεί την περιοχή, γίνεται κατανοητό για ποιό λόγο ο στρατός εγκατέλειψε την επιχείρηση. Είναι αδύνατο να εκπορθηθεί το κάστρο με συμβατικό τρόπο. Τα κανόνια, ή το κανόνι, είναι τα μόνα μέσα που μπορούν να επιφέρουν καταστροφές στους έγκλειστους, λόγω της καμπύλης τροχιάς των βολών. Ο θάνατος του πυροβολητή καταντά το κανόνι άχρηστο. Το Μάιο του 1917, μετά τα ανεπιτυχή εγκληματικά σχέδια των Νεοτούρκων ενόψει του καλοκαιριού, εποχή συγκομιδής των σιτηρών, ο στρατιωτικός διοικητής του Παράλιου Πόντου, με έδρα την Αμισό, Ραφέτμπεης αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Τα σιτηρά ήταν τα μόνα αναγκαία αγαθά που βοηθούσαν να επιβιώσουν οι τοπικοί πληθυσμοί σε περίοδο πολέμου. Χωρίς τα σιτηρά ήταν πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η επιβίωση των Ελλήνων ανταρτών και γυναικοπαίδων στα βουνά, αλλά και των μουσουλμάνων χωρικών, αν για αντίποινα για τον όλεθρο που σκορπούσε η νεοτουρκική μανία, οι αντάρτες αποφάσιζαν να κάψουν την παραγωγή. Ήρθε στον Αντώνη μια επιτροπή, που εστάλη από τον Τούρκο διοικητή της Σαμψούντας για κατάπαυση του πυρός και επιστροφή των ανταρτών στα σπίτια τους. Μάλιστα στην επιτροπή συμμετείχαν ο επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος, Έλληνες προύχοντες της Πάφρας και πολλοί καπετάνιοι από πολλά μέρη της περιοχής Πάφρας 282. Οι προτάσεις που προσκόμιζε η επιτροπή ήταν πολύ καλές, το κύρος της επιτροπής το υπογράμμιζε ο αγαπημένος επίσκοπος των Παφραίων, αλλά το κακό ήταν ότι αυτοί που έκαναν τις προτάσεις ήταν Νεότουρκοι, τους οποίους επ ουδενί λόγο δεν μπορούσε να τους εμπιστευτεί ο αρχικαπετάνιος, γιατί δεν είχαν αλήθεια στο λόγο της τιμής τους. 279 Μαρτυρία Ζυρίνογλου Γεσθημανής. 280 Ό. π. 281 Μαρτυρία του καπετάνιου Καρασαββίδη Νικ. και του Ορφανίδη Σάββα. 282 Μαρτυρία Πάνου Ηλία. Η επιτροπή είχε συγκληθεί και από Τούρκους προκρίτους της Αμισού, που αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα. Ο Κ. Χατζηθεοδωρίδης αναφέρει ότι, το γεγονός αυτό διαδραματίστηκε το Σεπτέμβριο του 1916, αλλά η ημερομηνία αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. 160
Εκ των πραγμάτων, ο αρχικαπετάνιος απέρριψε αυτές τις προτάσεις 283. Στην ουσία, υπήρξε μια άτυπη συμφωνία μη επιθέσεως, γιατί δεν υπήρξαν επιχειρήσεις του νεοτουρκικού στρατού εναντίον των ανταρτών και των γυναικοπαίδων, αλλά ούτε και των ανταρτών εναντίον των μουσουλμανικών χωριών. Αυτό αποδεικνύουν οι μαρτυρίες των ανθρώπων που επέζησαν της τραγωδίας. Συνεχίζονταν, όμως, οι εκτοπίσεις των χωριών, των οποίων οι κάτοικοι προτιμούσαν την εξορία, παρά τη δύσκολη ζωή στο βουνό. Μετά την άρνηση του αρχικαπετάνιου για ειρήνη, και κατάλληλες ενέργειες του Νεότουρκου διοικητή, ο σουλτάνος επικήρυξε τον Αντώνη Χατσηελευθερίου και τους σημαντικότερους καπετάνιους. Το ποσό της επικήρυξης για τον αρχικαπετάνιο ανερχόταν στις 5.000 τουρκικές λίρες ή, κατ άλλους, σε 50.000 λίρες Τουρκίας 284. Τον Αύγουστο του 1917 285 ή τον Αύγουστο του 1918 286 δολοφονήθηκε με προδοσία ο ήρωας του αγώνα Αντώνης Χατζηελευθερίου. Σύμφωνα με τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας, στις 5.10.1917, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης μετέβη, για δεύτερη φορά, στην περιοχή της Πάφρας, για να πείσει τους αντάρτες να καταθέσουν τα όπλα και να παραδοθούν. Όμως, και αυτή η προσπάθειά του δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα 287. Στις 28 Οκτωβρίου του 1917 και ώρα 16.00, ο μητροπολίτης Γερμανός Καταβαγγέλης απελάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, με εντολή του Ταλαάτ 288. Ο διοικητής Ραφέτμπεης τον διέταξε να φύγει αμέσως με αστυνομική συνοδεία στην Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα ότι δεν του παρέδωσε τους αντάρτες που είχαν επιτεθεί στο Τσασούρ 289. Η απέλαση του Γερμανού Καραβαγγέλη άφησε τους, όποιους, ελληνικούς πληθυσμούς είχαν απομείνει στο έλεος του νεοτουρκικού τρόμου, με πρόσχημα τα στρατιωτικά μέτρα.η κατάστασή τους ήταν απελπιστική 290. Τον ίδιο μήνα, ξέσπασε η ρωσική επανάσταση και τα όποια όνειρα των ανταρτών για ανεφοδιασμό τους με όπλα, ή για την όποια υποστήριξη μπορούσαν να προσφέρουν οι Ρώσοι στους τοπικούς ελληνικούς πληθυσμούς, άρχισαν να καταρρέουν. Όταν, μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1918, οι Ρώσοι αποχώρησαν από την Τραπεζούντα, μπήκε η ταφόπλακα στα όνειρα και στις ελπίδες των Ελλήνων ανταρτών και των ελληνικών πληθυσμών για την απελευθέρωσή τους από την Οθωμανική κυριαρχία και τη νεοτουρκική τυραννία. Οι μέχρι τότε φίλοι μας Ρώσοι από τη μια στιγμή στην άλλη έγιναν οι πιο μισητοί εχθροί μας, και όχι μόνο δε μας βοήθησαν, αλλά μας πρόδιδαν και μας κυνηγούσαν 291. Με αυτές τις απλές φράσεις, ένας πολεμιστής της Πάφρας εξέφραζε το θυμό και την αγανάκτησή του, για τα δραματικά εκείνα γεγονότα. Οι Έλληνες αντάρτες παρέμεναν στα βουνά, ουσιαστικά, χωρίς όπλα και πολεμοφόδια. Η κατάστασή τους ήταν απελπιστική. Χωρίς τη δυνατότητα να τροφοδοτηθούν με οπλισμό, παρά μόνο από τη Ρωσία, ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, διάδοχος του αρχικαπετάνιου, και ο καπετάνιος Βασίλειος Τσαουσίδης αποφάσισαν: να πάμε εμείς οι ίδιοι στη Ρωσία και να αγοράσουμε όπλα Πάμε κρυφά στο 283 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 214. Ψαθάς, Πόντος, 237. 284 Ό. π. 285 Ό. π. 286 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Κ. 287 Φωτιάδης, Γενοκτονία VII, 294. 288 Φωτιάδης, Γενοκτονία VII, 296. Μπέλλου, Ποντιακά, 110. 289 Μ. Βίβλος, 306. 290 Φωτιάδης, Γενοκτονία VII, 299-301. 291 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 161
Κουμτσουγάζ της Πάφρας, και εκεί ναυλώνουμε ένα καΐκι για να μας πάει στη Ρωσία. Μαζί μας ήταν ακόμη 20-30 Έλληνες από τη Σαμψούντα και την Πάφρα, οι οποίοι φεύγανε για τη Ρωσία, για να μην πάθουν κακό από τους Τούρκους Ήταν Δεκέμβριος μήνας Κάποιος Λαζός μας πρόδωσε στους Τούρκους, και όταν ανοιχτήκαμε στο πέλαγος μας περικύκλωσαν (οι Τούρκοι) και άρχισαν να πυροβολούν το καΐκι μας, άλλοι σκοτωθήκανε, άλλοι πέσανε στη θάλασσα και πνιγήκανε, και εγώ τραυματίστηκα στο δεξί μου χέρι 292. Χωρίς ελπίδα για το μέλλον, τριανταοχτώ αντάρτες, στην προσπάθειά τους να προμηθευτούν εξοπλισμό για την επιβίωσή τους, αφού προδόθηκαν από Λαζό βαρκάρη, κατάφεραν να διασωθούν μόνο εφτά αντάρτες, οι οποίοι συνελήφθησαν και εστάλησαν στα Δικαστήρια της Αμάσειας, όπου κατεδικάσθησαν σε ισόβια δεσμά. Τα δραματικά αυτά γεγονότα τα συμπλήρωσε η παράδοση του οπλισμού των επαναστατημένου ρωσικού στρατού στους Τούρκους. Τουρκικές πηγές της Πάφρας, από έγγραφα των Σταθμών Χωροφυλακής και μαρτυρίες κατοίκων, αναφέρουν κατά τη νεοτουρκική περίοδο επιθέσεις των ανταρτών σε σταθμούς χωροφυλακής, για αρπαγή όπλων, μεμονωμένες ληστείες και επιθέσεις σε χωριά, για λεηλασία τροφών, η οποία, κατά περίπτωση, συνοδευόταν από πυρπολισμούς. Το αντάρτικο ζήτημα το τοποθετούν στο ξεσήκωμα των ντόπιων Ρωμιών-Ελλήνων από κληρικούς και δασκάλους, που προέρχονταν από την Ελλάδα. Οι Έλληνες της Πάφρας ξεσηκώθηκαν, παρά το ότι απολάμβαναν όλα τα καλά, και ήταν οι καλύτεροι και πιο πλούσιοι στην περιοχή 293. Δε γίνεται καμία αναφορά στο νεοτουρκικό σχέδιο εθνοκάθαρσης, ούτε στις τουρκικές θηριωδίες και βαρβαρότητες. 8. Οι διώξεις και οι εκτοπισμοί κατά τη Νεοτουρκική Περίοδο Από το 1916, άρχισε η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων της περιοχής Πάφρας και γενικότερα του δυτικού Πόντου. Οι θεωρητικές ντιρεκτίβες του Γερμανού στρατηγού Liman von Santers θα πάρουν σάρκα και οστά. Ο στρατιωτικός διοικητής του Παράλιου Πόντου Ραφέτμπεης και ο βοηθός του αστυνομικός επιθεωρητής Μπαχαεντίν θα αρχίσουν το μακάβριο έργο τους 294. Για το σκοπό αυτό, η ηγεσία των Νεοτούρκων τους μετέθεσε από το Μπιτλίς της Ανατολίας στην Αμισό του Πόντου, το κέντρο ανάπτυξης και πολιτισμού του δυτικού Πόντου. Η εξόντωση του Ελληνισμού της περιοχής θα απέφερε στους Νεότουρκους ένα γεωγραφικό χώρο, όπου κατ εξοχήν υπήρχε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός, και, επομένως, ένας υπαρκτός κίνδυνος για τα σχέδια των Νεοτούρκων περί ομογενοποίησης όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι δηλώσεις του Ραφέτμπεη, το Μάρτιο του 1917, για την παρουσία των μικρών αντάρτικων σωμάτων, απέδειξαν ότι δε δικαιολογούσαν στο ελάχιστο το έγκλημα της εθνοκάθαρσης που υλοποιούσε με τις εκτοπίσεις, τις δολοφονίες και τις κατασχέσεις των περιουσιών 295. Η πλούσια καπνοπαραγωγική περιοχή της Πάφρας έγινε ένα πεδίο διαρκών συγκρούσεων. Ο χρυσοφόρος καπνός της και η βία των 292 Μαρτυρία των καπετάνιων Τομπάκογλου Ιωσήφ, Χατσηαποσίδη Ιερ. και Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 293 Ali Ak, Kurtulus Savasi Yillarinda Bafra, Samsun 1983, 10-19. 294 Φωτιάδης, Γενοκτονία VII, 243, 277. 295 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 225. Η πληροφορία προέρχεται από τα γερμανικά αρχεία του Yπουργείου Εξωτερικών, φίλων και συμμάχων των Τούρκων. 162
Νεοτούρκων, προκειμένου να καρπωθούν τα χρηματικά οφέλη, επέτειναν την κατάσταση. Οι τοπικοί παράγοντες των Νεοτούρκων θησαύρισαν από την καταλήστευση των ελληνικών περιουσιών 296. Ένας πάνοπλος τουρκικός στρατός, με τη σύμπραξη Λαζών και Αλβανών τσετών, στράφηκε εναντίον των ολιγάριθμων, και σχεδόν άοπλων υπερασπιστών ανταρτών. Με πρόφαση την ύπαρξη των ανταρτών, τα χωριά της Πάφρας πυρπολούνταν, οι πληθυσμοί εξορίζονταν, πολίτες και παιδιά δολοφονούνταν. Όλα αυτά συνέβαιναν στους κατοίκους της Πάφρας, και του Πόντου γενικότερα, επειδή ήταν Έλληνες και χριστιανοί. Επειδή, δηλαδή, είχαν διαφορετικό θρήσκευμα και εθνική καταγωγή. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1916, οι Ρώσοι εισήλθαν στην Τραπεζούντα τον Απρίλιο, πυρπολούνταν οκτώ χωριά του κάμπου της Πάφρας, τα παράγοντα τον εκλεκτότερον καπνόν της Τουρκίας, οι δε κάτοικοι απεστάλησαν εις τον νομόν Αγκύρας. Οκτώ ετέρων χωρίων οι κάτοικοι απεστάλησαν εις το εσωτερικόν, αλλ αι οικείαι δεν επυρπολήθησαν, ίνα χρησιμεύσωσι δια τους εγκατασταθέντας αυθημερόν Τούρκους(Αλβανούς) πρόσφυγας. Των πυρπολουμένων ή και απλώς εκκενουμένων χωρίων, η περιουσία ελεηλατείτο υπό των περιοίκων Τα καπνά των εκκενωθέντων χωρίων ετέθησαν εις δημοπρασίαν υπό της κυβερνήσεως, παραλαβούσης το εισπραχθέν χρήμα 297. Κραύγαζε το Πατριαρχείο για το έγκλημα της εθνοκάθαρσης που επιτελούνταν. Οι Έλληνες κάτοικοι εκτοπίζονταν, στα σπίτια τους, όσα δεν πυρπολούνταν, εγκαθιστούσαν Αλβανούς πρόσφυγες, η περιουσία τους λεηλατούνταν από τους μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών, τα καπνά τους δημοπρατούνταν, τη στιγμή που αυτοί αποβίωναν από την πείνα στους δρόμους της εξορίας, τα ιερά σκεύη και τα άμφια πωλούνταν στους δρόμους της Πάφρας αντί πινακίου φακής. Η νεοτουρκική αθλιότητα βρισκόταν σε όλο της το μεγαλείο. Τέλη Φεβρουαρίου του 1916, πυρπολήθηκαν ακόμη είκοσι χωριά της Πάφρας. Κατά τις επιχειρήσεις σκοτώθηκαν και κάηκαν πολλά γυναικόπαιδα, ενώ όσοι συνελήφθησαν εξετοπίσθησαν στο εσωτερικό της χώρας, όπου τους εγκατέστησαν σε τουρκικά χωριά για να πεθάνουν από την πείνα, τις αρρώστιες και τα κρύα του χειμώνα 298. Το Μάρτιο του 1916, ο νεοτουρκικός στρατός στρατοπέδευσε στο χωριό Εγρίμπελ, με επικεφαλής τους Ασλάνμπεη και Τεμίραλη. Από το Μάρτιο έως τον Αύγουστο πυρπόλησαν όλα τα ορεινά χωριά, και όσους συνέλαβαν τους εξόρισαν στα Ίβωρα. Τα αποτελέσματα ήταν θάνατοι από πείνα, κρύο και δυστυχία. Εις τους δρόμους απειλούσαν τις γυναίκες και έπαιρναν τα κορίτσια να τα υιοθετήσουν. Τους γέρους τους έρριχναν στις χαράδρες για να πεθάνουν 299. Αυτός ήταν ο σκοπός των εκτοπισμών. Ο θάνατος τους περίμενε όλους. Το έγκλημα της γενοκτονίας ολοκληρωνόταν με την αρπαγή των μικρών κοριτσιών και τη μεταφορά τους σε άλλη εθνοτική ομάδα. Στις 15/28 Δεκεμβρίου 1916, οι Νεότουρκοι διέταξαν την εξορία των ανδρών της Πάφρας και όλου του πληθυσμού της περιφέρειας, με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης 300. Στις 18/31 Ιανουαρίου του 1917, εξορίστηκαν όλοι οι Παφραίοι, χωρίς καμία εξαίρεση, στην Κασταμονή και τα περίχωρά της. Στη συνέχεια, ο Ραφέτ έδωσε εντολή να εξοντώσουν όλους όσους είχαν καταφύγει στα βουνά της Πάφρας 301. 296 Φωτιάδης ό. π., 215-216. Ενεπεκίδης, Διωγμοί, 13-14. 297 Μ. Βίβλος, 298. 298 Ό. π., 298-299. 299 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 17. 300 Γαβριηλίδης, Πόντος, 24. 301 Ό. π., 27. 163
Τα προσωπεία των Νεοτούρκων είχαν καταρρεύσει. Δεν υπήρχε πλέον οίκτος και έλεος για κανέναν Έλληνα της περιοχής Πάφρας, αλλά και των όμορων περιοχών της Αμισού και της Θεμίσκυρας. Ο όλεθρος και η καταστροφή τους περίμενε όλους. Στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών κατέφθαναν εκθέσεις από την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, που ανάφεραν τα δραματικά γεγονότα που διαδραματίζονταν σε ολόκληρο τον Πόντο. Εκ Πάφρας απεστάλη εις Βοϊβάτ ολόκληρος ο άρρην πληθυσμός Οκτώ χωρία της Πάφρας παράγοντα τον εκλεκτότερον καπνόν της Τουρκίας επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετεφέρθησαν εις το βιλαέτιον της Αγκύρας Ταύτην την στιγμήν φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες 302. Στον Πόντο δοκιμαζόταν η ελληνική φυλή, με τον πιο άγριο τρόπο, αλλά στην Ελλάδα καλά κρατούσε ο εθνικός διχασμός μεταξύ βενιζελικών και μοναρχικών ή άλλως, μεταξύ φιλοανταντικών και φιλογερμανών. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης σε αναφορά του προς το Πατριαρχείο, στις 27 Φεβρουαρίου, έγραφε ότι: αφορμή του διωγμού τούτου είναι οι ολίγοι ένοπλοι φυγόστρατοι, οίτινες μεθ όλας τας εναντίας διαβεβαιώσεις δεν υπερβαίνουσι τους 300, και οίτινες προς φύλαξιν εαυτών από της καταδιώξεως των χωροφυλάκων μεταβάντες ειςτραπεζούντα εζήτησαν και έλαβον όπλα Βεβαίως δεν δύναταί της να αρνηθή ότι η πράξη αύτη των φυγοστράτων τυγχάνει λίαν αξιόποινος και ότι η κυβέρνησης έχει πληρέστατα δίκαιον να τιμωρήση αυτούς παραδειγματικώς, αλλά τι πταίουσιν εις ταύτα τα δυστυχή χωρία και χιλιάδες γυναικοπαίδων πυρποληθέντων και εξωσθέντων Πάντα ταύτα δεν είναι άλλο τι ή πρόφασις και προσχήματα υφ α εγκρύπτονται σκοποί εξοντώσεως αριστοτεχνικώς φιλοτεχνηθέν 303. Ο μητροπολίτης εξέφραζε αναλυτικά την αφορμή, αλλά και τις αιτίες της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων της Επαρχίας του, αποτέλεσμα της οποίας είναι η γενοκτονία. Από τους ελληνικούς πληθυσμούς που υφίσταντο τις διώξεις, άλλων οι γονείς, άλλων οι σύζυγοι και άλλων οι αδελφοί βρίσκονταν στα Τάγματα Εργασίας-Τάγματα Θανάτου, ενώ άλλοι είχαν πληρώσει το αντισήκωμα. Το ίδιο πρόγραμμα αφανισμού των Ελλήνων εφαρμόστηκε και στη Σινώπη, την Κερασούντα και την Τρίπολη, όπου δεν υπήρχαν φυγόστρατοι. Η μεγάλη αυτή θρησκευτική μορφή της Εθναρχούσας Εκκλησίας, όπου οι μητροπολίτες ασκούσαν πολιτική και θρησκευτική εξουσία, αποκρυσταλλώνει λακωνικά την άποψή του για τα τεκταινόμενα, αλλά και για τα μέλλοντα να συμβούν τόσο στην Επαρχία του, όσο και σε ολόκληρο τον Πόντο. Για το λόγο αυτόν επεμβαίνει αποφασιστικά στην οργάνωση του αντάρτικου, το οποίο ήταν η μόνη ελπίδα του αγώνα για την προστασία και σωτηρία των γυναικοπαίδων και των άμαχων. Το Μάρτιο του 1917, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης παρέδωσε τρείς λεπτομερείς εκθέσεις στον πρόξενο της Αμισού Kwiatkowski, τις οποίες διαβίβασε στη Βιέννη. Σε αυτές τις εκθέσεις, ο μητροπολίτης εξέθετε τη σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης στην Επαρχία του, από τα τέλη Ιανουαρίου έως τα τέλη Φεβρουαρίου. Για την πόλη της Πάφρας και την ευρύτερη περιοχή της ανέφερε τις λεηλασίες των χωριών που είχαν μείνει ανέπαφα, τις πυρπολήσεις, τις εξορίες γυναικοπαίδων και αρρώστων, και την κτηνώδη μεταχείριση την οποίαν υφίσταντο. Επίσης, ανέφερε την πυρπόληση εκκλησιών και σχολείων και την εγκατάσταση μουσουλμάνων στα χωριά που εξορίζονταν, και ότι στις πράξεις αυτές της εθνοκάθαρσης του ελληνικού στοιχείου μετείχαν και μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Τόνιζε ιδιαίτερα ότι, μάρτυρες όλων αυτών των απαίσιων και αντιανθρώπινων διώξεων είχαν γίνει τόσο ο ίδιος ο πρόξενος, όσο και πολλοί Ευρωπαίοι 304. 302 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1917, αρ. πρωτ. 548, Κωνσταντινούπολη 19.1.1917. 303 Μ. Βίβλος, 297-298. 304 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 224-225. Οι πληροφορίες προέρχονται από τα γερμανικά αρχεία. 164
Την Άνοιξη του 1917, μέχρι τον Ιούνιο μήνα, επήλθε ο όλεθρος και η πλήρης καταστροφή όλων των χωριών της Πάφρας. Οι νεοτουρκικές ορδές χτένιζαν ολόκληρη την περιοχή, λεηλατούσαν, πυρπολούσαν και όσους συνελάμβαναν τους εξόριζαν. Τα χωριά Γαγιανίνπασι, Κουρλένταμι, Χιτιρελέζ, Καράπουναρ, Καπούκαγια, Αγτσάλαν, Ούτσπουαρ, Σοχούτσουχουρ, Γουζάλαν, Ασμάτσαμ, Καπάτσουχουρ, Ότκαγια, κ. α., πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοί τους εξορίστηκαν στην περιφέρεια της Κασταμονής. Στο δρόμο της εξορίας, τα καραβάνια των εξόριστων ενισχύονταν από εξόριστους Έλληνες των όμορων περιοχών Αμισού και Κάβζας 305. Πολλές φορές συνέβαιναν τραγικά γεγονότα στη ζωή των εξόριστων. Δεν μας είχαν δώσει να φάμε για μια εβδομάδα περίπου, και όταν φτάσαμε στο Τάσκιοπρου, το βράδυ μας έδωσαν από ένα κομμάτι βρασμένο κρέας στον καθένα Απορήσαμε που μας δίναν να φάμε κρέας Οι Τούρκοι χωροφύλακες που μας συνόδευαν είχαν διαλέξει τα μικρά και όμορφα κορίτσια, τα απομόνωσαν από εμάς, και έκαναν όργια εις βάρος τους Εκεί που τρώγαμε έρχεται μια συγγενής μου, από το ίδιο χωριό και μου λέει ότι, στο κρέας που τους έδωσαν να φάνε βρέθηκε ένα δάχτυλο και ένα νύχι ανθρώπινο 306. Η πραγματικότητα της ζωής ξεπερνάει και την πιο αρρωστημένη φαντασία. Η κτηνωδία των δειλών και άνανδρων φορέων της νεοτουρκικής εξουσίας ήταν, δυστυχώς, συνηθισμένο φαινόμενο. Τόσο συνηθισμένο, όσο και ο ίδιος ο θάνατος. Ο διαμελισμός των πτωμάτων των εξορίστων της προηγούμενης αποστολής και η παρασκευή τροφής για τους λιμοκτονούντες εξόριστους της επόμενης, ξεπερνούσε τα όρια. Η ειρωνεία σε όλη αυτήν την κατάσταση ήταν ότι, από την ίδια τροφή έτρωγαν και οι κτηνώδεις συνοδοί χωροφύλακες. Το κρέας (των θανόντων) της δικής μας αποστολής θα το έβραζαν και θα το έδιναν στην αποστολή που μας ακολουθούσε, και έτσι ήθελαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της τροφής για το δρόμο 307. Φρίκη και μόνο φρίκη μπορεί να προκαλέσει ένα τέτοιο αποτρόπαιο γεγονός, που εφαρμοζόταν στις αποστολές των εξόριστων από την Πάφρα και τις όμορες περιοχές, προς την Κασταμονή. Κατά τη διάρκεια των δραματικών γεγονότων της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων της Πάφρας, δεν έλλειψαν και πράξεις αυτοθυσίας, ηρωισμού και αρετής, που τιμούν την ιστορία μας. Ο Παντελής Ελευθερίου από το Καραγκιόλ πολιορκηθείς υπό του στρατού εντός του οίκου του, όπου ευρίσκετο ολόκληρος η πολυμελής οικογένειά του, και μη θέλων να παραδώση μητέρα, σύζυγον, τέκνα και αδελφάς έρμαιον των στρατιωτών και εις την διάθεσιν του πρώτου τυχόντος τζαντερμά, την τελευταίαν του κινδύνου ώραν προυτίμησε τον ένδοξον θάνατον της ατίμου ζωής, έρριψε μίαν βόμβαν και συναπέθανεν ηρωικώς μετά των οικογενειών του 308. Τέτοιες γενναίες πράξεις δίνουν νόημα και αξία στη ζωή των ανθρώπων, και παραμένουν αιώνια σύμβολα του αγωνιζόμενου Ελληνισμού. Η απέλαση του Γερμανού Καραβαγγέλη στην Κωνσταντινούπολη, στις 28 Οκτωβρίου του 1917, άφησε τους ελληνικούς πληθυσμούς που είχαν απομείνει στο έλεος του νεοτουρκικού τρόμου, με πρόσχημα τα στρατιωτικά μέτρα.και η κατάστασή τους ήταν απελπιστική 309. Τον Οκτώβριο του 1917, η υποδιοίκηση της Πάφρας έδωσε όπλα στους χωρικούς της περιφέρειάς της, με πρόφαση την άμυνά τους κατά των ληστών, για να 305 Μαρτυρίες Κοτσέρογλου Δημ., Γεωργίου Ηρ., Παρασκευαΐδη Αβ., Ζυρίνογλου Γεσθ., Παρασκευαΐδου Σοφίας, Σταυρίδου Κυριακής και Κλαζίδη Βασιλείου. 306 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. 307 Ό. π. 308 Μ. Βίβλος, 300. 309 Φωτιάδης, Γενοκτονία VII, 299-301, 304-311. 165
δολοφονούν τους χριστιανούς. Αυτό ακριβώς γνώριζαν οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι έλεγαν προς τους χριστιανούς γείτονές τους: Πώς τολμάτε και εξέρχεσθε των οικιών σας; Δεν γνωρίζετε ότι η κυβέρνησις μας έδωσε όπλα δια να σκοτώσομεν τους Γκιαούρηδες; 310 Οι Νεότουρκοι με τη χρήση προσωπείου, προς τους Ευρωπαίους και τους Ελληνες, δήλωναν ότι τάχα τα όπλα αυτά χρησίμευαν για την προφύλαξη των χωρικών από τις επιθέσεις των ανταρτών. Οι χωρικοί, με απλότητα, εξωτερίκευαν αυτό που τους είχαν εμπιστευτεί οι παράγοντες των Νεοτούρκων της Πάφρας. Πολλά ήταν τα δολοφονηθέντα θύματα αυτής της νεοτουρκικής αυθαιρεσίας και εγκληματικότητας. Το Νοέμβριο του 1917, μας πήγανε εξορία, μαζί με χιλιάδες Παφρηνούς, στην Τσάγκαρα και από εκεί στην Καστάμπολη. Εκεί μέναμε σε σκηνές Πολλοί ήταν εκείνοι που πέθαναν από πείνα, αρρώστιες και ταλαιπωρίες 311. Αυτόν ακριβώς το σκοπό εξυπηρετούσαν οι εκτοπισμοί. Η διαβίωση μέσα σε αντίσκηνα, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, στην κατεξοχήν ηπειρωτική και δασώδη περιοχή της Κασταμονής παρείχε τα εχέγγυα για την εξολόθρευση των Ελλήνων. Όσα από τα γυναικόπαιδα κατάφερναν να ξεφύγουν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των νεοτουρκικών ορδών, κατέφευγαν στα βουνά για να προστατευθούν και να σωθούν. Όταν ο τουρκικός στρατός απομακρυνόταν από την περιοχή, οι διαφυγόντες επανέρχονταν στα πυρπολημένα και καταστραμμένα ορεινά χωριά, για να επιβιώσουν από τις δραματικές συνθήκες του βαρύτατου χειμώνα και του δριμύτατου ψύχους των βουνών. Μια διαβίωση μέσα σε χαλάσματα, υπόγεια και πρόχειρα παραπήγματα. Το Δεκέμβριο του 1917, ο Γερμανός ανθυπολοχαγός Α. Schipper, που βρισκόταν στην Πάφρα, ενημέρωνε εγγράφως τον πρόξενο Kwiatkowski: Στην Πάφρα άλλαξαν πολλά. Σχεδόν δεν αφήνουν τους Έλληνες να ζήσουν. Ο (Ραφέτ) πασάς ήρθε εδώ μόνο για τα θέματα του καπνού. Θέλουν να πάρουν από τους Έλληνες το 5% της παραγωγής καπνού στην τιμή των 250 πιάστρων το πατμάνι. Αυτό έγινε γνωστό, και όποιος δεν θέλει να πουλήσει, εκβιάζεται και τελικά εξαναγκάζεται να το κάνει Μετά την αναχώρησή μας από την Πάφρα ερημώθηκαν τα ελληνικά χωριά κατά μήκος του Kizil Irmak. Στο ποτάμι βρίσκουν πτώματα δολοφονημένων Ελλήνων, γυναικών και παιδιών. Παντού υπάρχουν στοιχεία κακοποίησης των Ελλήνων και πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες εκτελούν μέχρι το τέλος το έργο της εξολόθρευσης 312. Η αναγκαστική πώληση μέρους του καπνού σε εξευτελιστική τιμή αποτελεί πράξη, η οποία αποφέρει πλουτισμό στους Νεότουρκους τοπικούς παράγοντες. Τα εύφορα και παραγωγικά χωριά κατά μήκος του ποταμού Άλυ, στην κοιλάδα της Πάφρας, αποτελούν και αυτά πηγή πλουτισμού. Όποιος αρνείται να ξεπουλήσει εκβιάζεται ή δολοφονείται. Η γενοκτονία των Ελλήνων από τους Νεότουρκους ολοκληρωνόταν με τις οργανωμένες δολοφονίες ανδρών, γυναικών και παιδιών, μέσα από τις μαρτυρίες των φίλων και συμμάχων τους Γερμανών, οι οποίοι αδυνατούσαν να συνειδητοποιήσουν την απροσχημάτιστη νεοτουρκική κτηνωδία και βαρβαρότητα. Η εξόντωση των Ελλήνων έπρεπε να επιτευχθεί με κάθε μέσο. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1917, στην Πάφρα τοιχοκολλήθηκε διαταγή, η οποία καλούσε τους Έλληνες χωρικούς, όσων χωριών του κάμπου είχαν απομείνει, να ετοιμαστούν για εκτόπιση. Μετά το πέρας της προθεσμίας, οι εκτοπιζόμενοι μέσω Πάφρας και Αμισού οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Ανατολής, κάτω από συνθήκες βαρύτατου χειμώνα και δριμύτατου πολικού ψύχους. Ωσεί δε μη ήρκουν τα εναντίον εκείνων ληφθέντα εξοντωτικά μέτρα ετέθησαν εις εφαρμογήν και οι λουτρώνες, εις τους 310 Ό. π., 305. 311 Μαρτυρία Τσοπανίδη Παναγιώτη. 312 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 219-220. 166
οποίους απεστέλλοντο οι εκτοπιζόμενοι χριστιανοί αγεληδόν 313. Μέσα στο καταχείμωνο, και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, τα γυναικόπαιδα αποστέλλονταν σε βέβαιο θάνατο. Για να μην υπάρχει καμία ελπίδα σωτηρίας γι αυτούς, οι συνοδοί χωροφύλακες τους οδηγούσαν με τη βία στα θερμά λουτρά της Κάβζας και άλλού, τάχα για να τους προφυλάξουν από τις μολυσματικές ασθένειες. Στην πραγματικότητα για να τους στείλουν το ταχύτερο δυνατό στο θάνατο, χωρίς να προκαλούν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ένα από τα καραβάνια των εξόριστων πέρασε από την Αμισό, κάτω από τις χειρότερες καιρικές συνθήκες. Ο πρόξενος Kwiatkowski ενημέρωνε τον προϊστάμενό του ότι, κατά την πολική νύχτα των Χριστουγέννων, γύρω από την Σαμψούντα βρίσκονταν 1.500 εκτοπισμένοι Έλληνες από την Πάφρα, οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά, ταλαιπωρημένοι. Σημειώθηκαν πολλά περιστατικά θανάτου από το κρύο Εξαιτίας της χιονοθύελλας, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τα ταχυδρομικά και τα γερμανικά μεταφορικά μέσα που κατευθύνονταν προς την ενδοχώρα 314. Ο Γολγοθάς του Ελληνισμού στην περιοχή της Πάφρας, κατά τη νεοτουρκική περίοδο, όδευε προς την κορύφωσή του. Όσοι κατώρθωναν να επιβιώνουν μέχρι την Κάβζα, εκεί οδηγούνταν στα λουτρά. Κανείς τους δεν έπρεπε να γλιτώσει. Αδυνατούσαν οι Γερμανοί, φίλοι των Νεοτούρκων, να πιστέψουν τα όσα τραγικά συνέβαιναν στους Έλληνες της περιοχής. Ωχριά ο ανθρώπινος νούς μπροστά στην κτηνώδη και αρρωστημένη φαντασία των Νεοτούρκων. Οι κατά τα πάντα εφοδιασμένοι υπάλληλοί τους, λόγω του πολικού ψύχους, επέστρεφαν στην Αμισό, ενώ οι εξόριστοι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα, σχεδόν γυμνοί, οδηγούνταν προς το θάνατο. Στα τέλη του ίδιου μήνα, εξορίστηκαν και τα τελευταία ελληνικά χωριά της Πάφρας, αφού οι κάτοικοί τους εξαναγκάστηκαν να πουλήσουν την περιουσία τους σε πολύ χαμηλές τιμές, και αποκλειστικά σε μουσουλμάνους αγοραστές. Ο πολικός χειμώνας, η κακή κατάσταση των δρόμων και η μη παροχή κανενός είδους βοήθειας, οδηγούσαν τους εξόριστους σε βέβαιο θάνατο. Τον τελευταίο καιρό είδαμε συχνά παγωμένες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους να μεταφέρονται με την ανοιχτή άμαξα στο νοσοκομείο, κι ενώ οι εξαντλημένοι έπεφταν στο έδαφος, οι συνοδοί στρατιώτες τους χτυπούσαν με τον υποκόπανο των όπλων για να τους οδηγήσουν, με δικαιολογία την καθαριότητα, στο μπάνιο μέσα στην καταιγίδα και το κρύο, ώστε συνειδητά να είναι πιο μεγάλος ο κίνδυνος αρρώστιας 315. Ο Γολγοθάς των Ελλήνων της Πάφρας δεν είχε τελειωμό. Για να μην μπορέσουν, σε καμία περίπτωση, να γλιτώσουν, τους περίμεναν τα θερμά λουτρά, και αμέσως η έξοδός τους σε πολικό ψύχος. Η κτηνώδης εγκληματικότητα των Νεοτούρκων δε γνωρίζει όρια, όπως μαρτυρείται από τα επίσημα γερμανικά αρχεία. Η κραυγή του Πατριαρχείου φαίνεται να ολοκληρώνει το πάζλ της εθνοκάθαρσης. Εάν δε και το πολοστημόριον αυτών ήθελον αναγράψη, ως τας αρπαγάς των παρθένων, τους φόνους των γυναικοπαίδων, ιδία προς τα μέρη του Ερικλή, Κουρούκοκτσε 316. Τα μικρά κορίτσια, αλλά κυρίως οι έφηβες παρθένες και οι νεαρές γυναίκες, αποτελούσαν τον κύριο στόχο απαγωγής των συνοδών Τούρκων ή χωροφυλάκων, αλλά και των υπόλοιπων Τούρκων χωρικών, από όπου διέρχονταν τα καραβάνια των εξόριστων της Πάφρας, στις ατελείωτες πορείες θανάτου. Στην Πάφρα, μετά την αποχώρηση των Ρώσων, δεν υπήρχαν πια οι λόγοι στρατιωτικής σημασίας για να συνεχιστούν οι εκτοπισμοί, και όμως, μέσα στο βαρύ χειμώνα του 1918, με το πολικό ψύχος της Μαύρης Θάλασσας, οι συνθήκες όχι μόνο 313 Μ. Βίβλος, 305. 314 Φωτιάδης, ό. π., 220. 315 Ό. π., 221. 316 Μ. Βίβλος, 305. 167
χειροτέρεψαν, αλλά απέβησαν τραγικές. Ο πρέσβης της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη Pallavicini προειδοποιούσε τον προϊστάμενό του υπουργό Εξωτερικών: Ότι οι εκτοπίσεις δεν υπαγορεύονται πια από στρατιωτικούς λόγους, αλλά οφείλονται αποκλειστικά σε κακώς νοούμενες πολιτικές σκοπιμότητες 317. Οι Νεότουρκοι είχαν ξεκάθαρες απόψεις για την τύχη των Ελλήνων από το 1916, την οποία υλοποίησαν αμέσως, μέχρι και τις αρχές του 1918. Η εθνοκάθαρσή τους δε γνώρισε όρια, και ήταν παρατεταμένης διάρκειας. Πρώτοι οι Γερμανοί τους υπέδειξαν τον τρόπο της υλοποίησής της, αλλά αυτή συντελέστηκε κάτω από τα μάτια της πολιτισμένης Ευρώπης. Όταν οι Γερμανοί καθοδηγητές τους είδαν μέχρι ποιό βαθμό μπορούσε να φθάσει ο απολίτιστος και βάρβαρος Νεότουρκος, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Αυτό δηλώνουν τα επίσημα αρχεία τους. Όμως, ο απολίτιστος και βάρβαρος Νεότουρκος είναι τραγικά πιο ευθύς από τον πολιτισμένο Γερμανό, ο οποίος ψάχνει να βρεί γάντι για να εξοντώσει έναν ολόκληρο λαό. Ο Τζεμάλπασας 318 απαγόρευε αυστηρά τη φωτογράφηση των τουρκικών ωμοτήτων σε βάρος των εκτοπιζόμενων, για να μη γνωστοποιηθούν οι εγκληματικές πράξεις τους, και ξεσηκωθούν οι ουδέτερες χώρες και οι παγκόσμιες ανθρωπιστικές οργανώσεις, όπως είχε συμβεί προηγουμένως με τους Αρμενίους 319. Ηθικός αυτουργός όλων των εγκλημάτων της εθνοκάθαρσης που συντελέστηκαν στην Πάφρα, αλλά και σε Αμισό, Θεμίσκυρα και Αμάσεια, ήταν ο Κρητικός διοικητής του Παράλιου Πόντου, με έδρα την Αμισό, Ραφέτμπεης ή Ραφέτπασας, τυφλό όργανο των Νεοτούρκων της Κωνσταντινούπολης. Όλα τα απάνθρωπα εγλήματα, που καταρρακώνουν τις ανθρώπινες αξίες, έφεραν την υπογραφή του. 9. Τα γεγονότα και οι εξελίξεις στην Πάφρα κατά την Ανακωχή του Α Παγκοσμίου Πολέμου Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε το 1918 με τη νίκη των συμμάχων της Αντάντ, και την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους Νεοτούρκων. Στις 30 Οκτωβρίου 1918, ο αντιναύαρχος A. Calthrope υπέγραψε στο Μούδρο της Λήμνου την ομώνυμη ανακωχή με τη σουλτανική αντιπροσωπεία, η οποία επέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δυσβάσταχτους και ταπεινωτικούς όρους. Σύμφωνα με αυτούς, η κυβέρνηση του σουλτάνου ήταν υποχρεωμένη: 1) Να ανοίξει τα Δαρδανέλια, να επιτρέψει τη διέλευση των πλοίων στον Εύξεινο Πόντο, και να παραδώσει τα οχυρά των Στενών. 2) Να παραδώσει τα όπλα και να γίνει γενικός αφοπλισμός. 3) Να δεχθεί την άσκηση ελέγχου από τους Συμμάχους στις επικοινωνίες και τις συγκοινωνίες. 4) Να διακόψει τις σχέσεις της με τους έως τότε συμμάχους της, να παραδώσει τους Γερμανούς και Αυστριακούς αξιωματικούς, και 317 Φωτιάδης, ό. π., 220. 318 Ο Τζεμάλπασας ήταν κουρδικής καταγωγής, ταγματάρχης στη Θεσσαλονίκη το 1908. Διετέλεσε κυβερνήτης Αδάνων, κυβερνήτης Βαγδάτης, με εξουσίες αντιβασιλέως της Μεσοποταμίας, αποκτώντας σκανδαλωδώς τεράστια περιουσία, υπήρξε προπαγανδιστής εναντίον της κυβέρνησης Κιαμήλ, ονομάστηκε στρατιωτικός κυβερνήτης Κωνσταντινούπολης, τρομοκρατώντας τους κατοίκους της, και τελικά διορίστηκε υπουργός του Ναυτικού ( Η. Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε, 73). 319 J. Lepsius, Deutschland und Armenien 1914-1918, Potsdam 1919, 151-152. 168
να εφοδιάζει τις δυνάμεις της Entente. 5) Οι Δυνάμεις της Entente είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στρατιωτικά, όπου και όποτε διαπίστωναν διασάλευση της τάξης 320. Μετά την Ανακωχή, με σουλτανικό διάταγμα δόθηκε αμνηστία σε όλους τους εξόριστους, και σε όσους βρίσκονταν κυνηγημένοι στα βουνά. Στην Αμισό, το κέντρο του δυτικού Πόντου, κατέφθασε ο ύπατος αρμοστής της Αγγλίας κάπτεν Σόλτερ και ο επιθεωρητής της χωροφυλακής Φαβερώ, αντιπρόσωπος της Γαλλίας 321. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης επέστρεψε στην έδρα της Επαρχίας του Αμισό, μετά τα μέσα Δεκεμβρίου του 1918, με αγγλικό αντιτορπιλικό. Ο λαός της περιοχής του επιφύλαξε αποθεωτική υποδοχή. Όλο το ενδιαφέρον του εξόριστου ιεράρχη στράφηκε προς τους αποδεκατισμένους ελληνικούς πληθυσμούς της Επαρχίας του, που επέστρεφαν στα σπίτια τους σε κακή κατάσταση 322. Για το ίδιο ακριβώς έργο διακρίθηκε και ο επίσκοπος της Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης 323. Οι μεγαλύτεροι ένοχοι των διωγμών, των εμπρησμών, των πυρπολήσεων, και των δολοφονιών, κατά τη νεοτουρκική αυτή περίοδο των διώξεων, στην περιοχή της Πάφρας, ήταν ο εκ της Κασταμονής πίνπασης Μεχμέτ Αλήμπεης (διευθυντής του στρατολογικού γραφείου), ο Αλή Γκαλήπ (καϊμακάμης μεταξύ των ετών 1915-1917), ο Χατζήπασα ζαντέ Τζελάλμπεης (προύχοντας), ο Τσακήρογλου Τουρσούναγας (διορισμένος δήμαρχος), ο Τσακήρογλου Ραχμή (γιός του προηγούμενου), ο Κεμάλμπεης γιούζμπασης (αρχηγός της χωροφυλακής), ο Δέρενδελη ζαντέ Ρεσάτ (νεόπλουτος), ο Σεΐχ Αμπτουλάχ ζαντέ Χατζή, ο Ομέρ με τους δύο γιούς του Νετζήπ και Ριφάτ, ο εκινλή ζαντέ Χατζή Μεχμέτ εφέντη, ο Τηραλί ζαντέ Μεχμέτ, ο Ταχήραγας ζαντέ Χατζή Μεχμέτ, ο Χατζή Καντήρ ζαντέ Μουσταφά και ο μικρότερος αδελφός του Ισμέτ, ο Κόλαϊλη Χαφούζ Χατζή Μουσταφά, ο Τζενετλίκ ζαντέ Ιμπραήμ, ο Αλή πεχλιβάν ζαντέ Ταχσίν, ο Γιουσούφ ζαντέ Μιτχάτ, ο Γιουσούφ ζαντέ Ριφαάτ, ο Ταλήπτσαους-τζανταρμά κομαντανή, ο Κεσκίν ζαντέ Κουρτζή Τουφάν, ο Ομέρ ζαντέ λόρτ Μουσταφά, ο Τσακήρογλου Μπεχράμ, ο Κεφεληνήν Χουσεΐν, ο Ρεζί μεμουρί Χακί, ο Σαπίκ Ρεζί κολτσή πασισί Αλή Όνπαση, ο Ογλού Σακήρ, ο τζαχσιρλί Χατζή Οσμάν, ο ντερέμπεη ζαντέ Κεμάλ, ο χατζή Καντήρ ζαντέ, Χατζή Καντήρ, ο κοτσά ιμαμήν Ισμαήλ, ο Χατζή Χαφουζούν Ιμπραήμ, ο σουγλατσντάν Καπουσούζογλου Τουρσούν, ο καζή πενλιτέν Κουρή Πιστίν, ο καζή πενλιτέν Ντελή Ιμπραήμ, ο τάσκοϊντεν Καρά Μαχμούτ, ο μαρταρτάν Χατήπ Μολλά Φικρή, ο μαρταρτάν Τσερκέζ Κασπολάτ, ο σαρπουντάν Τανατζηνήν Κέλ, ο χατζιλάρ κουρτλερτέν κόλαγασινην Καντήρ, ο τούρκοϊντεν Κοτζαπάνογλου Ααλή Οσμάν. Ο Αλή πεχλιβάν ζαντέ Ταχσίν και ο τούρκοϊντεν Κοτζαπάνογλου Ααλή Οσμάν είναι οι μεγαλύτεροι δολοφόνοι και εμπρηστές της υπαίθρου της Πάφρας. Υπεύθυνοι για τις άγριες ομαδικές σφαγές των χωριών είναι ο Ναρλόγλου Αλήαγας - από το Κιολέγιουρτ, ο Μολλά - Αχμέτ από το Σογγουτλού, ο Λάζ Σουλεϊμάν - από το Γιγμούτρσα, ο Χατζή Εμρουλαχ από το κουρδικό χωριό Ντεντένταγ, ο Ιμάμογλου πουτσούκ Αμπτή - από το Κολάϊ, ο Πολίς Χασάν - από το Ιγτίςκαι ο Καρά Χατζήογλου Μεχμέτ - από το Γουσλουγάν 324 Οι εξόριστοι πληθυσμοί της Πάφρας, που κατάφεραν να επιβιώσουν και να επιστρέψουν από την εξορία, βρήκαν τα χωριά τους κατεστραμένα. Το 1918 γυρίσαμε από την εξορία και βρήκαμε τα σπίτια μας καμένα, και από όσους είχαμε πάει στην 320 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 229. 321 Γαβριηλίδης, Πόντος, 36-37. 322 Μπέλλου, Ποντιακά, 111. Αρχιεπίσκοπος Αμασείας Γερμανός, Les Atrocites Turques au Pont- Euxin, Κωνσταντινούπολη 1918, 1-2, 7. Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβ. 323 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. Μαρτυρίες Σταυρίδου Κυρ., Τομπάκογλου Ι., Τσομπάνογλου Νικ., Τσοπανίδη Παν. και Γεωργίου Ηρ. 324 Φωτιάδης, Γενοκτονία, VI, 178-182. 169
εξορία δε γύρισαν ούτε οι μισοί. Η εκκλησία του χωριού μας, ο Άγιος Χριστόφορος, είχε καεί για μία ακόμη φορά 325. Σχεδόν στο σύνολό τους τα χωριά ήταν καμένα. Την ίδια τύχη είχαν οι εκκλησίες και τα σχολεία. Τα αθώα θύματα ήταν αμέτρητα. Και όμως, παρά τα όσα τραγικά γεγονότα διαδραματίστηκαν, κατά την πρώτη αυτή περίοδο των νεοτουρκικών διωγμών, υπήρχε ελπίδα. Η πρώτη δουλειά των κατοίκων του χωριού μου Κουρλένταμι ήταν, όταν γύρισαν από την εξορία και τα βουνά, να επισκευάσουν την καμένη εκκλησία και το καμένο σχολείο μας. Είχαμε δάσκαλο τον Ακέψιμο, και μας έμαθε πρώτα απ όλα τον εθνικό ύμνο 326. Μέσα από τις στάχτες της ολοκληρωτικής καταστροφής, η αδάμαστη ψυχή των Παφραίων συνέχιζε το μακρύ, δύσκολο και επίπονο δρόμο με στήριγμα την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό. Οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών άρχισαν να επισκευάζουν τα κατεστραμμένα σπίτια τους, και να ασχολούνται με την καλλιέργεια της γής, κυρίως με τα σιτηρά, και με την καπνοκαλλιέργεια, που γνώριζαν πολύ καλά. Κατά τη διάρκεια των νεοτουρκικών διωγμών, ένδεκα πεδινά χωριά της Πάφρας δεν είχαν πυρποληθεί. Σε αυτά τα χωριά, Άκτεκε, Χαϊτάλαπα, Τικεντσίκ, Οσμάνμπεη, Μουσμελέκ, Πεσκελέρ, Χρύση, Μεγκελέρ, Ορμονός, Τομούζαγι και Σουρμελί είχαν εγκατασταθεί μουσουλμάνοι από τα γειτονικά χωριά 327. Πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Πάφρα. Στο χωριό μας δεν μπορούσαμε να μείνουμε, γιατί ήταν καμένο και δε διορθωνόταν το σπίτι μας. Πήγαμε στην Πάφρα. Στην Πάφρα είχαν έρθει και από άλλα καμένα χωριά. Οι γυναίκες δούλευαν στα καπνομάγαζα, και οι άνδρες δούλευαν στα χαντάκια που άνοιγαν οι Τούρκοι γύρω από την πόλη Πολλοί λέγανε ότι ήταν χαρακώματα (ιστικάμ) Όσοι δούλευαν είτε στα καπνομάγαζα είτε στα χαντάκια-χαρακώματα, οι Τούρκοι κρατούσανε τα ονόματά τους και τις διευθύνσεις τους. Θέλανε να μάθουν από πού είναι και πόσοι μείνανε από τις εξορίες και τους θανάτους, και σε δεδομένη στιγμή να ξέρουν πού βρίσκονται για να μπορούν εύκολα να τους συλλάβουν, και να μην μπορούν να κρυφτούν. Αυτό κράτησε μέχρι τις αρχές του 1921. Τότε περικύκλωσαν την Πάφρα και συνέλαβαν όλους τους Έλληνες 328. Οι κάτοικοι των ολοκληρωτικά κατεστραμμένων χωριών κατέφυγαν στην Πάφρα, για να επιβιώσουν. Οι Νεότουρκοι είχαν αρχίσει να προετοιμάζονται για τον επόμενο και τελευταίο γύρο. Οι λογαριασμοί με τους αδάμαστους Έλληνες της Πάφρας δεν είχαν κλείσει. Οι ίδιοι οι Νεότουρκοι θα γινόταν στη συνέχεια οι χειρότεροι κεμαλιστές. Οι Έλληνες των χωριών, που είχαν καταφύγει στην Πάφρα, ουσιαστικά ήταν όμηροι των Νεοτούρκων. Οι αντάρτες της Πάφρας, παρά τη νίκη των Συμμαχικών Δυνάμεων και την αμνηστία που δόθηκε από το σουλτάνο, αποφάσισαν να μην κατέβουν από τα βουνά. Με την Ανακωχή επέστρεψαν μόνο οι μισοί. Από το χωριό μου Γαϊνάρτσα έστειλαν στην εξορία 25 γέρους και γυναικόπαιδα και γύρισαν μόνο δύο Εκατοντάδες από εμάς τους ένοπλους δεν κατεβήκαμε στα χωριά μας, τα οποία ήταν όλα καμένα, και παραμείναμε στα βουνά, γιατί δεν είχαμε εμπιστοσύνη ουτε στην Ανακωχή ούτε στους Τούρκους 329. Οι αντάρτες, σοφά σκεπτόμενοι, βρίσκονταν σε επιφυλακή στα βουνά. Ο λόγος των Τούρκων δεν περιείχε ποτέ αλήθεια, ούτε οι Τούρκοι πειθαρχούσαν σε συνθήκες. Οι αντάρτες, χωρίς τα όπλα τους, θα ήταν έρμαιο στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι δεν παρέδωσαν τον οπλισμό τους. Οι δολοφονίες 325 Μαρτυρία Σταυρίδου Κυρ. 326 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημ. 327 Φωτιάδης, Γενοκτονία, VI, 95. 328 Μαρτυρία Γεωργίου Ηρ. και Κοτσέρογλου Δημ. 329 Μαρτυρίες των καπετάνιων Χατζηθεοδωρίδη Παν., Χατσηαποσίδη Ιερ. και Αντωνιάδη Θεοδ. 170
Ελλήνων ήταν σύνηθες φαινόμενο μέχρι την Ανακωχή. Τις οικογένειές τους, όμως, τις έστειλαν στα κατεστραμμένα χωριά τους, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Στη γειτονική Αμισό, παρά την παρουσία του κάπτεν Σόλτερ και του Φαβερώ, όσοι κατέβηκαν από τα βουνά και παρέδωσαν τον οπλισμό τους, οι αρχές τους φυλάκισαν. Μόνο με την παρέμβαση του κάπτεν Σόλτερ αποφυλακίστηκαν. Μερικοί από τους αντάρτες που παρέδωσαν τα όπλα τους εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, χωρίς ποτέ να βρεθούν τα πτώματά τους. Με την κατάληξη αυτή, όσοι παρέμεναν στα βουνά αρνήθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους 330. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέστησε επιτροπές, υπό την προεδρεία του μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού Καραβαγγέλη, οι οποίες είχαν αποκλειστικό έργο τα προβλήματα των προσφύγων. Ίνα διαμαρτύρωνται αμέσως παρά ταις τοπικαίς αρχαίς δια πάντα βίαιον εξαναγκασμόν των τυχών αλλαχού εγκατασταθέντων προσφύγων εις παλινόστησιν, ως και δια πάν πρόσκομμα όπερ ήθελε παρεμβληθεί εις αυτούς οικειοθελώς επιθυμούντας ίνα επανέλθωσιν εις τας εστίας αυτών 331. Το Πατριαρχείο γνώριζε το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί με τους μουσουλμάνους πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τις πρώην Βαλκανικές κτήσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και το εκρηκτικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί σε Πάφρα και Αμισό, και ήθελε να προλάβει ανεπιθύμητες καταστάσεις. Ο μητροπολίτης Γερμανός γνώριζε καλύτερα από τον καθένα αυτήν την πραγματικότητα. Το Νοέμβριο του 1918, ο πρωθυπουργός Νταμάντ Φερίντ, στη συνεδρίαση της γερουσίας, καταδίκασε τα εγκλήματα των Νεοτούρκων με τη φράση: τα γενόμενα κακουργήματα είναι πρωτοφανή ου μόνον εις την οθωμανικήν ιστορίαν, αλλά και εις την ανθρωπότητα σύμπασα 332. Λακωνική και ρεαλιστική η ομολογία του Οθωμανού πρωθυπουργού, μόνο που δεν επρόκειτο μόνο για κακουργήματα, αλλά για τη φυσική εξόντωση ενός λαού. Επρόκειτο για μια αριστοτεχνικά σχεδιασμένη δολοφονία ενός λαού, για μια εθνοκάθαρση. Στη 1 Δεκεμβρίου 1918, το επίσημο έντυπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Εκκλησιαστική Αλήθεια έκανε αναφορά για τους 50.000 Ποντίους, που εξαναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Βατούμ της Ρωσίας, πριν από ένα χρόνο, όταν: πολυάριθμοι ένοπλοι συμμορίαι εισερχόμεναι εις τα ελληνικά χωρία επεδίδοντο εις συστηματικήν λεηλασίαν των οικιών, τας οποίας ριζιδόν εξεκένουν Αι συμμορίαι επεδίδοντο και εις απαγωγάς εις τα όρη Εις μερικά χωρία εγένετο και έξωσις οικογενειών εκ των οικιών των Εξεγυμνώθησαν αι ελληνικαί εκκλησίαι, αφού προηγουμένως εβεβηλώνοντο υπό των συμμοριών Υπό τας αυτάς συνθήκας ευρισκόμενοι οι ημέτεροι ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψωσι την πατρώαν αυτών γήν 333. Το Πατριαρχείο υπενθύμιζε σε όλους τους τόνους το δραματικό αυτό γεγονός, γιατί ερήμωσε ο Πόντος από ένα σημαντικό κομμάτι του. Παράλληλα, ήθελε να τονίσει τη μοναδική αξία που θα είχε για τον Ελληνισμό της περιοχής η παλιννόστηση των Ποντίων στην πατρογονική γή. Το νεοτουρκικό κατεστημένο ενεργούσε, μέσω των συμμοριών, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εξαναγκάσει σε φυγή τους ελληνικούς πληθυσμούς, προκειμένου να μειωθεί η πληθυσμιακή δύναμή του στον Πόντο. Ήταν μια σημαντική παράμετρος στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσής του ελληνικού στοιχείου. Οι Νεότουρκοι χρησιμοποίησαν το γεγονός της παλιννόστησης των ομογενών από τη Ρωσία ως ένα γεγονός διάφορο. Ότι, δηλαδή, οι Έλληνες ήθελαν να εποικίσουν τον Πόντο με μη γηγενείς ελληνικούς πληθυσμούς 334. 330 Γαβριηλίδης, Πόντος, 37. 331 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 42 ΚΑ (3 Νοεμβρίου 1918) 167. 332 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 251. Τα στοιχεία παρέχονται από τουρκικές πηγές. 333 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 42 ΚΑ (1 Δεκεμβρίου 1918) 196. 334 Sarisakal, Samsun, 34-35. 171
Αμέσως μετά την Ανακωχή, η ηγετική τριανδρία των Νεότουρκων Enver, Tallaat και Djemal, κατέφυγε με γερμανικό πλοίο στη Γερμανία. Μαζί με αυτούς, στη Γερμανία διέφυγαν και άλλα μέλη του νεοτουρκικού κόμματος Ένωσις και Πρόοδος. Στις 3 Δεκεμβρίου 1918, οι εφημερίδες ανακοίνωσαν το σχηματισμό εξεταστικής επιτροπής για την ανεύρεση των υπευθύνων για τις σφαγές και τις φρικαλεότητες σε βάρος των Ελλήνων και των Αρμενίων, κατά την πρώτη φάση των νεοτουρκικών διωγμών. Η οθωμανική παροικία του Βερολίνου με έγγραφό της διαμαρτυρήθηκε για τη φιλοξενία που παρείχαν οι γερμανικές αρχές στους εγκληματίες του νεοτουρκικού κόμματος, και διακήρυσσε την πίστη της ότι θα αποδιδόταν δικαιοσύνη 335. Η τρέχουσα πραγματικότητα στην Πάφρα είχε και άλλη δραματική παράμετρο. Η περιφέρεια Πάφρας λεηλατείται και τρομοκρατείται, οι δε επιστρέφοντες χωρικοί ευρίσκουσι τας οικίας αυτών κατειλημμένας υπό Τουρκαλβανών περιφερόμενοι ανέστιοι και νήστεις 336. Παρά το ότι είχε μεσολαβήσει περισσότερο από ένας μήνας από την Ανακωχή, το πρόβλημα με τους Αλβανούς πρόσφυγες στην Πάφρα όχι μόνο δεν επιλύθηκε, αλλά τα χωριά του κάμπου βρίσκονταν κάτω από τραγικές συνθήκες. Οι παραστάσεις των Ελλήνων στις αρχές δεν έλυνε το πρόβλημα. Η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέχιζε να συμπεριφέρεται σαν νικητής, και να μην την ενοχλούν, σε τοπικό επίπεδο, οι διεθνείς συνθήκες. Η εγκατάσταση των Αλβανών στην Πάφρα είχε εξελιχθεί σε καρκίνωμα. Στις 16/29 Δεκεμβρίου του 1918, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης απέστειλε επιστολή στον Κ. Κωνσταντινίδη, πρόεδρο της Επιτροπής των Αλυτρώτων Ελλήνων του Ευξείνου Πόντου, με την οποία τον ενημέρωνε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος του ποντιακού λαού. Τον προέτρεπε να διαφωτίσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, και να καταγγείλει τα ειδεχθή εγκλήματα όπου θα άρμοζε 337. Τόνιζε ιδιαίτερα, ότι η εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού και οι καταστροφές στην Επαρχία του, δεν ήταν έργο μόνον των Νεοτούρκων του κομιτάτου Ένωση Πρόοδος, αλλά ολοκλήρου του τουρκικού λαού που συμμετείχε ενεργά στις αισχρότητες, τους φόνους και τις λεηλασίες. Ο λαός ήταν εκείνος που συμμετείχε ενεργά στο σφαγιασμό του αρμενικού λαού το 1915, με εντολή των Ταλαάτ, Εμβέρ και Τζεμάλ, και ο οποίος αμέσως μετά στράφηκε εναντίον των Ελλήνων, στοχεύοντας στην περιουσία τους και στην τιμή τους. Σε αντίθεση με τους Αρμένιους, οι Έλληνες θα εξοντώνονταν με τους διωγμούς, την πείνα, το κρύο, τις στερήσεις και την άγρια κακομεταχείριση. Στην Πάφρα, το πρόγραμμα του εγκληματία και μέθυσου Ραφέτπασα ή Ραφέτμπεη, εκτός από όλα τα παραπάνω, περιελάμβανε λεηλασία και πυρπόληση των χωριών, όπως και στις όμορες περιοχές, γιατί είχαν ζωντανό το εθνικό φρόνημα 338. Όσοι από τους εξόριστους είχαν απομείνει, πέθαιναν από την πείνα. Ήταν μια ιδιαίτερα δραματική κατάσταση. Ο μητροπολίτης εκλιπαρούσε για την ανάγκη άμεσης αποστολής χρημάτων, για τους δυστυχείς αυτούς Έλληνες. Λίγο μας ενδιαφέρει από πού, για την κατασκευή παραπηγμάτων, για την παροχή ψωμιού, ρούχων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης 339. Οι, κάποτε, πλούσιοι τοπικοί παράγοντες δεν μπορούσαν από μόνοι τους να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις βασικές ανάγκες των εναπομεινάντων Ελλήνων. Η νικήτρια Ελλάδα παράπαιε οικονομικά, 335 Τσιρκινίδης, Τους ξεριζώσαμε, 123. 336 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 42 ΚΑ (1 Δεκεμβρίου 1918) 198. 337 Γερμανός, Atrocites, 1-2, 7. 338 Ό. π., 3-4. 339 Ό. π., 7. 172
και η μόνη ελπίδα σωτηρίας ήταν, όσο μπορούσε να είναι, οι πλούσιοι ομογενείς της Ευρώπης, ίσως και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η κατάσταση στην ύπαιθρο χώρα της Πάφρας επιδεινωνόταν καθημερινά. Οι φίλοι και σύμμαχοι των Νεοτούρκων δεν ήταν διατεθιμένοι να συμπράξουν, πλέον, στο σχέδιο των παρατεταμμένων διωγμών. Σε συνάντηση του Pallavicini με τον Εμβέρ, ο τελευταίος τον ενημέρωνε ότι: άλλα μέτρα δεν επρόκειτο να πάρει η κυβέρνηση 340. Τον Ιανουάριο του 1919, οι ηττημένοι Νεότουρκοι συνέχιζαν θρασύτατα να διαβεβαιώνουν τους συμμάχους τους, ότι άλλα επίσημα μέτρα δε θα ελάμβαναν για την Πάφρα. Οι Τούρκοι χωρικοί, όμως, συνέχιζαν να είναι οπλισμένοι, και οι κυβερνώντες να απαιτούν τον αφοπλισμό των Ελλήνων ανταρτών. Οι καθημερινές σκηνές βίας, στην ύπαιθρο της Πάφρας, ήταν σύνηθες φαινόμενο. Οι Νεότουρκοι, στα πλαίσια της Ανακωχής, επιδίωκαν το μονομερή αφοπλισμό των Ελλήνων για να εξολοθρεύσουν τους ένοπλους αγωνιστές, και να οδηγήσουν στη σφαγή το λαό. Ήθελαν να ολοκληρώσουν το γενοκτόνο σχέδιό τους. Με τον τρόπο αυτό δε θα υπήρχε Ποντιακό Ζήτημα, το οποίο βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο Callthorpe, ύπατος αρμοστής της Βρετανικής Αρμοστείας στην Κωνσταντινούπολη, σε αναφορά του, στις 20.4.1919, τόνιζε, μεταξύ άλλων, ότι οι Έλληνες αντάρτες θα μπορούσαν να πεισθούν να επιστρέψουν στις ειρηνικές ασχολίες τους, εάν τους δίδονταν εγγυήσεις ότι δε θα συλλαμβάνονταν, δε θα δέχονταν ενοχλήσεις στο άμεσο μέλλον, και δε θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Η πρόσφατη είσοδος Λαζών ενόπλων, με τις μουσουλμανικές μάζες να παραμένουν οπλισμένες σε μεγάλο βαθμό, δημιουργούσε επιπλέον ανησυχίες και ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης επιζητούσε την απόβαση Βρετανικού ή Συμμαχικού στρατού, γιατί οι ελληνικοί πληθυσμοί βρίσκονταν σε φριχτό κίνδυνο 341. Η εκρηκτική κατάσταση στην περιοχή Αμισού-Πάφρας μπορούσε να οδηγήσει στον όλεθρο τους ελληνικούς πληθυσμούς, γιατί ουσιαστικά ήταν άοπλοι, σε σχέση με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς και όλο το νεοτουρκικό παρακράτος. Την τραγική κατάληξή της την προέβλεπε ο μητροπολίτης, αλλά ο σύμμαχος ύπατος Βρετανός αρμοστής την αμφισβητούσε. Στις 3/16 Μαΐου του 1919, ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης απέστειλε ιδιόχειρη επιστολή στον Έλληνα πρόξενο στο Νοβοροσίσκ, και του διεκτραγωδούσε την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι κάτοικοι της Επαρχίας του, όπου το αίμα των αθώων έτρεχε κρουνηδόν. Γι αυτόν το λόγο, παρακαλούσε τον πρόξενο να αποστείλει άμεσα στην Αμισό όπλα, για να μπορέσουν να αμυνθούν 342. Στις 8 Μαΐου του 1919, ο Έλληνας πρόξενος στο Νοβοροσίσκ με επιστολή του ενημέρωνε το Υπουργείο Εξωτερικών για τα όσα τραγικά συνέβαιναν στην περιοχή της Αμισού, τα οποία είχαν υποπέσει στην αντίληψη του απεσταλμένου του, υπαλλήλου του προξενείου, Ν. Παπαδόπουλου. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν αποκεφαλισμοί άοπλων, ατιμώσεις παρθένων και γυναικών, αρπαγές και λεηλασίες. Τόνιζε, επιπλέον, ότι οι Νεότουρκοι δεν επέτρεπαν την αποβίβαση 834 προσφύγων στην Αμισό, επί τέσσερις ημέρες, ούτε και επέτρεπαν την προσέγγιση στο ατμόπλοιο Πηνειός. Ο πρόξενος εσώκλεισε την επιστολή του μητροπολίτη Γερμανού και παρακάλεσε για την άμεση απόστολή όπλων, γιατί αυτός παντελώς αδυνατούσε να ικανοποιήσει το αίτημά του 343. 340 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 226. 341 Φωτιάδης, Γενοκτονία, VIII, 41-43. 342 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/5/VI, Αμισός 3/16 Μαΐου 1919. 343 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/5/VI, α. π. 4797, Νοβορωσσίσκη 8 Μαΐου 1919. 173
Στις 17 Απριλίου 1919, μία επιτροπή του Ε. Ε. Σ. και του Πατριωτικού Ιδρύματος ξεκίνησε από την Αθήνα για να περιθάλψει και να βοηθήσει τους δεινοπαθούντες Ποντίους, που μόλις είχαν επιστρέψει στις ερειπωμένες εστίες τους. Στις 10.5.1919, ο ανταποκριτής της εφημερίδος Έθνος, Ν. Γ. Δάμτσας, αναφέρθηκε και στους ομογενείς της Πάφρας, τους κυριολεκτικώς μαρτυρήσαντας κατά τη διάρκειαν του πολέμου και νυν έτι τα πάνδεινα υφισταμένους 344. Όλοι τότε θεωρούσαν ότι η νεοτουρκική βαρβαρότητα είχε παρέλθει, παρά τα πολαπλά προβλήματα που εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι η κεμαλική εθνοκάθαρση που θα ακολουθούσε θα ήταν ύβρις και στίγμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Στις 14 Μαΐου του 1919, ο επίσκοπος της Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης, σε συνεργασία με τους προκρίτους της περιφέρειας Πάφρας, σε έκθεσή του ενημέρωνε τον Έλληνα πρωθυπουργό για τη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση στην Πάφρα. Τόνιζε ότι ο ελληνικός πληθυσμός της περιφέρειας Πάφρας: συμποσούμενος πρό του πολέμου εις 38. 706, κατήλθε (εμειώθη) δια της εξορίας, των σφαγών, του λιμού και λοιμού και της κρεμάλας εις 20.507 και το πλείστον θήλεα 345. Είχαν επιβιώσει λίγοι περισσότεροι από τους μισούς. Αυτοί που, κυρίως, είχαν επιβιώσει ήταν οι γυναίκες και τα κορίτσια. Οι άνδρες είχαν ποτίσει με το αίμα τους τα βουνά της πατρίδας. Τόνιζε ακόμη, ότι η εγκατάσταση του Άγγλου αρμοστή Σόλτερ, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό που προκάλεσε, τελικά τον απογοήτευσε. Οι Έλληνες αντάρτες, υπολείμματα των περίφημων εργατικών Ταγμάτων 346, στηρίγματα και προστάτες των γυναικοπαίδων και των άμαχων, ήταν αυτοί που έσωσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς από την εξοντωτική μανία των Νεοτούρκων. Η ηττημένη Τουρκία συνέχιζε να είναι δυνατή, επειδή είχε για στήριγμά της τον Ισλαμισμό. Ο σκοπός του πολέμου επετεύχθη μόνον κατά το ήμισυ, ο Ισλαμισμός θα φέρει τούτο εις πέρας και η νίκη τότε θα είναι τελεία, βεβαία και ασφαλής ότε θα επιτευχθή το έτερον ήμισυ 347. Ο σεπτός ιεράρχης γνώριζε πολύ καλά τα όσα τραγικά διαδραματίστηκαν στην επισκοπική περιφέρειά του, και διέβλεπε το ζοφερό μέλλον που τους επιφυλάσσονταν, αν δε δραστηριοποιούνταν τόσο η Ελλάδα, όσο και οι Σύμμαχοι για τον αφοπλισμό του ανεξέλεγτου νεοτουρκικού στοιχείου. Πάσα επιβράδυνση συνεπάγεται την καταστροφήν και την τελείαν απώλειαν των εθνικών μας ελπίδων 348. Ο αγωνιστής ιεράρχης προέβλεπε την πλήρη καταστροφή του Ελληνισμού στην Επισκοπή του, αν συνεχιζόταν αυτή η αδρανής κατάσταση. Δεν τον πρόσεχε κανείς. Οι κυβερνώντες στην Ελλάδα δεν ήθελαν να πιστέψουν την τραγικότητα του προβλήματος στη γωνιά αυτή του Πόντου. Η άμεση και δραστική λύση δεν ήρθε ποτέ. Φωνή βοώντος εις ώτα μη ακουόντων. Στις 18 Μαΐου του 1919, η Επιτροπή Ποντίων Κωνσταντινουπόλεως κατήγγειλε στους αρμόδιους φορείς τις συστηματικές δολοφονίες στην ύπαιθρο της Πάφρας και της Αμισού, από Νεότουρκους τσέτες, αλλά και από Λαζούς που μεταφέρθηκαν γι αυτόν το σκοπό. Καθημερινά 1900 τσέτες, οπλισμένοι με τουφέκια και μυδραλιοβόλα, έκλεβαν, άρπαζαν, ατίμαζαν και ήδη είχαν σκοτώσει 150 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι διακόσιοι Ινδοί και οι τέσσερις Γάλλοι δεν επαρκούσαν για την τήρηση της τάξης. Ικέτευαν οι δυστυχείς Έλληνες του Πόντου για επέμβαση 349. 344 Φωτιάδης, Γενοκτονία, X, 85-86. 345 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/4α, Κωνσταντινούπολη 12.5.1919, με συνημμένη έκθεση, α. π. 1362, Κωνσταντινούπολη 15.5.1919. 346 Ό. π. 347 Ό. π. 348 Ό. π. 349 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/4α, Κωνσταντινούπολη 18.5.1919. Ak, Bafra, 28. Η τουρκική άποψη αναφέρει ότι, οι Άγγλοι με τους Γάλλους έκαναν κατοχή στην Αμισό, με μια σημαντική 174
Την ίδια ημέρα, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης ανέφερε προς το Πατριαρχείο ότι, καθημερινά διαπράττονταν ληστείες, απαγωγές, φόνοι, λεηλασίες και καταστροφές, από συμμορίες Λαζών, οι οποίοι ενεργούσαν κατ εντολήν της κυβέρνησης. Πιστεύσατε ότι ευρισκόμεθα εν διωγμώ πρωτοφανή, και ότι κίνδυνος μέγας επαπειλεί τον τόπον ημών, όστις προετοιμάζεται κατ ανάγκην να αμυνθεί ενεργώς, αδιαφορών πλέον δια τας συνεπείας 350. Ο αγωνιστής και γενναίος ιεράρχης, συμπάσχοντας με το ποίμνιό του, όπως και ο βοηθός του επίσκοπος, βίωναν εν ροή τη δραματική εξέλιξη στην οποία βρισκόταν η Επαρχία τους, και προέβλεπαν τα χειρότερα. Ο μητροπολίτης Γερμανός ήταν πιο αποφασιστικός. Αποφάσισε να οργανώσει την άμυνα του ποιμνίου του. Δεν υπήρχαν ευήκοα ώτα για το μαρτύριο ενός εκλεκτού κομματιού του ελληνικού έθνους, που αγωνιζόταν να επιβιώσει σε μια γωνιά της Ανατολής, ενάντια στη νεοτουρκική μανία. Στις 19 Μαΐου του 1919, κατέφθασε στην Αμισό ο συνταγματάρχης Μουσταφά Κεμάλ. Ο Νεότουρκος αξιωματικός εστάλη από την Οθωμανική κυβέρνηση με την ιδιότητα του γενικού επιθεωρητή της Παραινετικής Επιτροπής (Νασιχέ Κομισιονού), προκειμένου να μεσολαβήσει για να ειρηνεύσει η Ανατολή, εξαιτίας του εχθρικού κλίματος που είχε δημιουργηθεί από τις θρησκευτικές και φυλετικές διαφορές τους. Τον συνόδευαν είκοσι αφοσιωμένοι αξιωματικοί, και έφερε μαζί του 40.000 χρυσές λίρες 351. Πιθανόν εστάλη στην Ανατολή να αντικαταστήσει τον Γιακούμπ Σεβκήπασα, ο οποίος δεν εφάρμοζε επακριβώς τους όρους της Ανακωχής του Μούδρου, όπως απαιτούσαν οι Άγγλοι. Επιπλέον, ο υπουργός των στρατιωτικών Σακήρπασας και ο μεγάλος βεζύρης Νταμάντ Φερίντ επιθυμούσαν να απαλλαγούν από την παρουσία του Μουσταφά Κεμάλ στην Κωνσταντινούπολη 352. Ο σουλτάνος προσπάθησε να ανακαλέσει την εντολή του, μετά από βάσιμες πληροφορίες που ανέφεραν ότι, ο Μουσταφά Κεμάλ σκόπευε να δημιουργήσει προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας. Επικοινώνησε με τους Άγγλους, και έδωσε εντολή να συλλάβουν τον Κεμάλ και να τον οδηγήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Το εμπορικό πλοίο, με το οποίο μετακινούνταν, έπλεε ήδη στον Εύξεινο Πόντο 353. Στις 26 Μαΐου 1919, ο Συνταγματάρχης Καθενιώτης, ο οποίος είχε επιφορτιστεί με το θέμα της οργάνωσης ένοπλης δύναμης στον Πόντο, σε αναφορά του προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, τόνιζε την ανάγκη άμεσης αποστολής ενός στρατιωτικού τάγματος τόσο στην Αμισό, όσο και στην Τραπεζούντα, πριν από οποιαδήποτε άλλη κίνηση, για να αποφευχθεί η παντελής εξολόθρευση των κατοίκων του Πόντου 354. Οι κεμαλικοί, γνωρίζοντας το δυναμικό και ηγετικό ρόλο του Δεσπότη Ευθυμίου στην Επαρχία του, απεφάσισαν την εξόντωσή του. Μια μέρα, ενώ κατευθυνόταν από την Πάφρα στην Αμισό, με τη συνοδεία του ιερέα Ιακώβου, η συμμορία του Μεχμέτ με 25 Λαζούς τσέτες απέκλεισε το δρόμο, και τον αναζητούσε μέσα στις άμαξες. Η άμαξά του μπόρεσε να ξεφύγει, και οι τσέτες αναγκάστηκαν να τον πυροβολούν από μακριά, χωρίς αποτέλεσμα. Ο ιερέας, όμως, συνελήφθη και αγνοείται η τύχη του 355. δύναμη 4.000 ανδρών, για να ανεβάσουν το ηθικό των Ρωμιών-Ελλήνων, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο το έργο του αντάρτικου. Χωρίς σχόλια... 350 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/4α, Αμισός 18.5.1919. 351 Γαβριηλίδης, Πόντος, 40-41. 352 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 265-266. 353 Χ. Άρμστρονγκ, Ο σταχτύς λύκος. Η ζωή του Κεμάλ Ατατούρκ, Αθήνα 1972, 94-95. 354 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/ΧIΙ, αρ. εμπιστ. πρωτ. 6084, Αθήναι 26-5-1919. 355 Α.Υ.Ε., Κ. Υ., Υ.Α.Κ., 1919, Α/4 α, Κωνσταντινούπολη 28.5.1919. Μπέλλου, Ποντιακά, 114. 175
Η Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, παρά τη μικρή οργάνωση που υπήρχε μόνο στην Πάφρα και την Αμισό, αναγνώριζε την ανάγκη της άμεσης ενίσχυσης του Πόντου με κάθε μέσο, γιατί ήταν συγκινητική οι πάσης φύσεως θυσίες που υφίσταντο οι Πόντιοι, το ακμαίο και γενναίο φρόνημά τους και ο διακαής πόθος για την ενότητα της φυλής 356. Οι Νεότουρκοι, που συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για τις σφαγές και τις εξορίες των Ελλήνων και των Αρμενίων, οδηγήθηκαν στη Μάλτα. Μεταξύ αυτών και ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς, ο καθοδηγητής, ηθικός αυτουργός και υπεύθυνος όλων αυτών των εγκληματικών πράξεων. Στις 8 Οκτωβρίου 1919, ο Γερμανός στρατηγός απελευθερώθηκε γιατί δεν αποδείχτηκε ευθεία ευθύνη του στρατηγού. 357 Ήταν μια καθαρά πολιτική απόφαση, απότοκος της διπλωματίας των ισχυρών της εποχής. Ο, κουρδικής καταγωγής, Οθωμανός στρατηγός και πρώην στρατοδίκης, Μουσταφάπασας κατακεραύνωσε μέσα στην αίθουσα του στρατοδικείου τους Νεότουρκους, φωνάζοντας: Αυτοί οργάνωσαν τας σφαγάς και τους διωγμούς, έκαυσαν δια πετρελαίου εις τας αγκάλας των μητέρων των τα θηλάζοντα νήπια, απέσπασαν τας συζύγους από τους συζύγους και τας θυγατέρας από τους γονείς, αυτοί διήρπασαν τας ακινήτους και κινητάς περιουσίας, εξόντωσαν και εξηφάνισαν εις τα όρη και τας χαράδρας ως αγέλας προβάτων, κατασφάζοντες αυτούς. Οικογενείας αι οποίαι διεβίων με όλην την άνεσιν και ευμάρειαν Επεβίβασαν αθώους εις τας λέμβους και τους έρριψαν εις την θάλασσαν, ή ανάγκασαν τους μη μουσουλμάνους, ευπειθείς εις το κράτος, να εγκαταλείψωσι την πατρώαν αυτών θρησκείαν κατά τρόπον απηγορευμένον εις την ισλαμικήν θρησκείαν 358. Μετά τις συνταρακτικές αυτές αποκαλύψεις, που έδιναν τον ορισμό της εθνοκάθαρσης, ο στρατηγός παραπέμφθηκε σε δίκη. Στην αίθουσα του στρατοδικείου της Κωνσταντινούπολης, τον Ιανουάριο του 1920, δε δίστασε να προσκομίσει ντοκουμέντα-αποδείξεις, και να επαναλάβει τις κατηγορίες του για τα εγλήματα των Νεοτούρκων. Πασάδες οίτινες, όπως ικανοποιήσουν τας προσωπικάς αυτών φιλοδοξίας, περιήγαγον την χώραν εις ην σήμερον ευρίσκεται κατάστασιν, έχουσιν εις το ενεργητικόν αυτών ανήκουστα κακουργήματα Διέπραξαν παντός είδους ωμότητας, οργάνωσαν σφαγάς και εκτοπισμούς. Νεογέννητα βρέφη εκάησαν, γυναίκες και παρθένοι εβιάσθησαν, τέκνα απεσπάσθησαν της μητρικής αγκάλης, χιλιάδες δυστυχών εστερήθησαν της περιουσίας των και εξορίσθησαν 359. Οι στρατηγοί συνηθίζουν να μιλούν λακωνικά. Αυτό έκανε ο Τούρκος στρατηγός, προφανώς μη Νεότουρκος, ο οποίος κατήγγειλε και απέδειξε στις αίθουσες των στρατοδικείων με ποιό τρόπο σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε η νεοτουρκική εθνοκάθαρση, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η γενοκτονία κατά την πρώτη φάση των διωγμών. Στις περιοχές Πάφρας, Αμισού, Αμασείας και Θεμίσκυρας, ο πασάς αυτός έφερε το όνομα Ραφέτπασας. Η πρώτη φάση του δράματος των Ελλήνων της Πάφρας, και του Πόντου γενικότερα, τελείωσεε όπως ακριβώς το έχει διατυπώσει ο Γερμανός ιερωμένος J. Lepsius: Ο ανθελληνικός και αντιαρμενικός διωγμός, είναι δύο φάσεις ενός και του 356 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5, αρ. πρωτ. 5280, Κωνσταντινούπολη 29-5-1919, κρυπτ. τηλεγράφημα. 357 Τσιρκινίδης, Τους ξεριζώσαμε, 124-126. Οι υπόλοιποι υπεύθυνοι των νεοτουρκικών θηριωδιών απελευθερώθηκαν μετά τη Διάσκεψη του Λονδίνου (23.2.1921), κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των Άγγλων και του Μουσταφά Κεμάλ, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση Άγγλων αιχμαλώτων από τους Τούρκους. 358 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 253. 359 Ό. π., 254. 176
αυτού προγράμματος, της εξοντώσεως του χριστιανικού στοιχείου στην Τουρκία 360. Η τραγική αλήθεια δοσμένη από έναν ιερωμένο της Δύσης. 10. Το Ζήτημα του Πόντου Το Ζήτημα του Πόντου συνηθίζεται να συνδέεται με το αντάρτικο στον Πόντο και τη δημιουργία Ανεξάρτητης Δημοκρατίας. Δεν είχε, όμως, καμία οργανική σύνδεση με αυτό, γιατί οι πρώτες αντάρτικες ομάδες οργανώθηκαν στα βουνά του Πόντου και ειδικότερα στις περιοχές Πάφρας-Αμισού, μετά την τουρκική μεταπολίτευση του 1908, την για πρώτη φορά στράτευση των Ελλήνων Οθωμανών υπηκόων στον τουρκικό στρατό και, κυρίως, μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και τη γενική επιστράτευση του 1914 στην οθωμανική Τουρκία. Από το 1916, και μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών, αντικειμενικός σκοπός των ανταρτών ήταν ο αγώνας για την προστασία και τη σωτηρία των γυναικοπαίδων και γενικά των άμαχων, οι οποίοι προτίμησαν τη φυγή στο βουνό παρά τη σφαγή, την ατίμωση και τελικά την εξορία στα βάθη της Ανατολής. Η πρώτη αναφορά καπετάνιου για κίνηση ανεξαρτησίας στον Πόντο είναι του Παντελή Αναστασιάδη με τον καπετάνιο της Έρπαα Λευτέρη Ελευθεριάδη, ο οποίος διέμενε στην Αμισό. Ήταν η περίοδος της Ανακωχής, μετά τον Οκτώβρη του 1918 και ήδη ο Άγγλος αρμοστής στην Αμισό είχε ζητήσει τόσο από τον καπετάνιο Παντελή, όσο και από τους υπόλοιπους καπετάνιους της περιοχής την παράδοση των όπλων τους στα πλησιέστερα τουρκικά αστυνομικά τμήματα. Οι καπετάνιοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους, γιατί δεν εμπιστεύονταν τις τουρκικές αρχές. Η πρώτη φάση της επιχειρηθείσας φυσικής εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου, μόλις είχε τελειώσει. Από την άλλη πλευρά, με τη Συνθήκη του Μούδρου στις 17/30 Οκτωβρίου 1918, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταθέσει τα όπλα και ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει με την νίκη των Συμμάχων της Αντάντ. Οι Σύμμαχοι είχαν διακηρύξει το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως των λαών, και λογικά οι Έλληνες του Πόντου, που επέζησαν από την επιχειρηθείσα γενοκτονία, είχαν βάσιμες ελπίδες να βλέπουν πια ένα διαφορετικό γι αυτούς μέλλον. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην μητρόπολη της Αμισού, συμμετείχαν ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, διάφορες προσωπικότητες της Αμισού, ο καπετάν Λευτέρης και ο καπετάν Παντελής. Ενημερώθηκαν οι δυο καπετάνιοι για τον αγώνα της ανεξαρτησίας του Πόντου και τους ζητήθηκε να οργανωθούν οι αντάρτες έξω από τις μεγάλες πόλεις Αμισό, Θεμίσκυρα (Τσαρσαμπά), Έρπαα. Το σχέδιο, όμως, το ανακάλυψαν οι τουρκικές αρχές, ενώ οι καπετάνιοι προσπαθούσαν να οργανώσουν τους αντάρτες με μεγάλες δυσκολίες, γιατί ήδη είχαν κατέλθει στα χωριά τους 361. Στα τέλη του 1917, ο Κ. Γ. Κωνσταντινίδης, η ψυχή του αγώνα για την κίνηση της ανεξαρτησίας του Πόντου, συνέστησε στο Παρίσι τον Εθνικό Σύνδεσμο Ποντίων, τύπωσε χιλιάδες προκηρύξεις με χάρτη του Πόντου τόσο στην ελληνική, όσο και στην γαλλική γλώσσα γράφοντας τα εξής: Πολίτες του Πόντου ξεσηκωθείτε. Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας στη ζωή και την ανεξαρτησία 362. Ο Κ. Κωνσταντινίδης, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κινητοποιήσει πολιτικά τους 360 Lepsius, Armenien, 150. 361 Μαρτυρία του καπετάνιου Παντελή Αναστασιάδη, από το βιβλίο του Δημ Ψαθά, Γή του Πόντου, 292-294. 362 Αχ. Ανθεμίδης, Στρατεύματα, 210-211. 177
Ποντίους, αλλά και τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, ώστε να γνωρίσει έξαρση ο ένοπλος αγώνας στον Πόντο, ούτως ώστε να αποφευχθεί εκ νέου η υποδούλωση του Ανατολικού Πόντου στους Νεότουρκους, μετά την αναχώρηση των Ρώσων. Με αυτόν τον τρόπο σκεπτόμενος, έστειλε τηλεγράφημα προς τον υπουργό Εξωτερικών της επαναστατημένης τότε Ρωσίας, ούτως ώστε να τον προδιαθέσει ευνοϊκά στο ζήτημα της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. Η κίνηση αυτή όχι μόνο επιδοκιμάστηκε από το Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν στη Νίκαια της Γαλλίας το Νοέμβριο του 1917, αλλά την ενεθάρρυνε και την υποστήριξε. Η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, στις αρχές Ιανουαρίου του 1918, έγραψε ένα σχόλιο με ιδιαίτερο ενθουσιασμο 363. Ο φλογερός Πόντιος Κ. Κωνσταντινίδης με ενέργειές του συγκάλεσε στις 22-2-1918 το πρώτο Παμπόντιο Συνέδριο στη Μασσαλία, από το οποίο εξελέγη η Εκτελεστική Επιτροπή, με πρόεδρο τον Κ. Γ. Κωνσταντινίδη, αντιπρόεδρο τον Β. Σ. Ιωαννίδη και γραμματέα το Σ. Ι. Κολάση. Στο Συνέδριο αυτό έγινε λόγος, για πρώτη φορά, για τη δημιουργία Δημοκρατίας του Πόντου. Ο πρόεδρος τόνισε ιδιαίτερα στους συνέδρους, ότι με την ευκαιρία της αρχής της διακηρύξεως για αυτοδιάθεση των λαών, από τους Συμμάχους, όλοι μαζί όφειλαν να διεκδικήσουν τον προαιώνιο πόθο, και να απαιτήσουν την ανεξαρτησία του Πόντου με ελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς 364. Σαν άμεση συνέπεια του πρώτου Παμπόντιου Συνεδρίου ήταν, τον Οκτώβρη του 1918, η δημιουργία της Κεντρικής Ένωσης Ποντίων στο Κρασνοντάρ (Αικατερινοντάρ) της Ρωσίας και το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων του Αντικαυκάσου στην περιοχή του Αντικαυκάσου 365. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, διέψευσαν τις όποιες ελπίδες των Ποντίων. Ήδη στις 3-3-1918, με την Συνθήκη Brest Litovsk, παραχωρήθηκαν από την επαναστατημένη Ρωσία στην Τουρκία τα εδάφη που είχαν καταληφθεί με τη ρωσική προέλαση του 1916, και ματαιώθηκε η δημιουργία ελληνικής μεραρχίας Καυκάσου 366. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν, κατ αρχήν, θετική για τη δημιουργία αυτόνομης Δημοκρατίας του Πόντου, όπως προκύπτει από τηλεγράφημα του υπουργού Εξωτερικών, προκειμένου να ενημερωθεί γι αυτήν την υπόθεση ο πρόξενος του Αικατερινοντάρ 367. Στις 16/29 Δεκεμβρίου 1918, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης ενημέρωνε τον Κ. Κωνσταντινίδη, με οκτασέλιδη επιστολή, για τις φρικαλεότητες και το έγκλημα της εθνοκάθαρσης που είχε συντελεστεί σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου. Οι Σύμμαχοί μας στην Ευρώπη έχουν χρέος να τιμωρήσουν αυτόν τον εγκληματικό λαό και να ικανοποιήσουν το εθνικό μας φρόνημα. Και αν η επανένωσή μας με τη μητέρα-ελλάδα δεν είναι εφικτή, έχουν χρέος να δημιουργήσουν το κράτος του Πόντου, υπό ένα δημοκρατικό σύστημα 368. Ο ιεράρχης του μαρτυρικού λαού ξεκαθάριζε ποιά στάση όφειλαν να έχουν οι Σύμμαχοί μας στο πρόβλημα των Ποντίων, ξεκαθάριζε ακόμη, και πώς ο ίδιος αντιλαμβανόταν τη νέα κατάσταση στον Πόντο. Τρίτη λύση, ενδιάμεση, δεν την αποδεχόταν. 363 Γ. Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, 178. 364 Κ. Γ. Κωνσταντινίδης, Πραγματεία περί Πόντου, Παμπόντιο Συνέδριο την 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου 1918 (φυλλάδιο), 13. 365 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, 180. 366 Ε. Παυλίδης, Πώς και διατί εματαιώθη η Δημοκρατία του Πόντου, Αθήνα 1956, 26, 62. 367 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1918, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ. 12061, Παρίσιοι 3-12-1918. 368 Γερμανός, Atrocites, 7. 178
Ο αγωνιστής ιεράρχης τελείωνε την επιστολή του ως εξής: Πηγαίνετε αδελφοί μου, κλάψτε, διαμαρτυρηθείτε, χτυπήστε τις πόρτες των ισχυρών της γής, απαιτήστε, παρακαλέστε, πεθάνετε στην ανάγκη όπως πέθαναν οι συμπατριώτες σας... 369. Ο σεβάσμιος ιεράρχης εκλιπαρούσε για την ιερότητα του αγώνα. Ο μαρτυρικός λαός του Πόντου όφειλε να έχει ελεύθερη πατρίδα. Νύν υπερ πάντων ο αγών. Όπως μαρτύρησε ο αδελφός λαός του Πόντου, αγωνιστείτε και εσείς ομογενείς μέχρι το τέλος της ζωής σας. Θυσιαστείτε, εν ανάγκη, και οδηγηθείτε στο δρόμο της ελευθερίας, όπως έπραξε ένας ολόκληρος λαός στο δρόμο του μαρτυρίου. Στο Παρίσι, ο πρόεδρος της αρμενικής αντιπροσωπείας Μπογός Νουμπάρπασας κατόρθωσε να πείσει το Βενιζέλο να υποστηρίξει τη δημιουργία αρμενικού κράτους, και σαν αντάλλαγμα η αρμενική αντιπροσωπεία να υποστηρίξει τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Δυτική Μικρά Ασία και Θράκη 370. Στις 30 Δεκεμβρίου 1918, ο Βενιζέλος υπέβαλε υπόμνημα προς τη Διάσκεψη της Ειρήνης, σχετικό με τις ελληνικές διεκδικήσεις, και στην παράγραφο για την ίδρυση αρμενικού κράτους πρότεινε το βιλαέτι της Τραπεζούντος, με 350.000 ελληνικό πληθυσμό, να συμπεριληφθεί σε αυτό με κάποια διοικητική αυτονομία. Το αυτό πρότεινε και για τον Νομό Αδάνων, όπου υπήρχαν 70.000 ελληνοχριστιανικοί πληθυσμοί 371. Τον Ιανουάριο του 1919, ο Βενιζέλος έκανε τις ίδιες δηλώσεις και στους ΤΑΪΜΣ του Λονδίνου. Οι οργανωμένες ποντιακές οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν έντονα προς το Βενιζέλο, την κυβέρνηση και την ελληνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι, γι αυτή την ενέργειά του. Η Αρμενοποίηση του Πόντου ήταν αντίθετη και ασυμβίβαστη προς τους πόθους των Ελλήνων του Πόντου 372. Με δύο τηλεγραφήματα από το Παρίσι προς το Υπουργείο Εξωτερικών, το ένα στις 20 Ιανουαρίου 1919 και το άλλο στις 5 Φεβρουαρίου 1919, ο Βενιζέλος εξηγούσε τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση, προκειμένου να ενημερωθούν οι αντιπρόσωποι των ποντιακών οργανώσεων. Ξεκαθάριζε, κατ αρχήν, ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να επιβάλλει στους Ποντίους λύση που δε θα την αποδέχονταν. Το ζήτημα του ανεξάρτητου κράτος του Πόντου δεν είχε καμία ελπίδα επιτυχίας, γιατί τα μέλη της συνδιάσκεψης ενημερώθηκαν ότι, ο Πόντος είχε ελληνικό πληθυσμό 2.000.000 κατοίκων, κάτι το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Οι δύο λύσεις που απέμεναν ήταν να παραμείνουν στο τουρκικό κράτος, με ενδεχόμενο να υποστούν πολιτική εκτουρκισμού ή να υπαχθούν στο αρμενικό κράτος. Μέσα στο αρμενικό κράτος, η κάθε εθνότητα θα απολάμβανε ευρεία αυτονομία, και θα βρισκόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό ευρωπαϊκή διοίκηση, ουσιαστικά θα ήταν ένα ομόσπονδο κράτος. Το ελληνικό στοιχείο θα είχε όλη τη δυνατότητα να αναπτυχθεί και να προοδεύσει. Η συνννόηση και η συνεργασία με τους Αρμένιους ήταν η προσφερότερη λύση 373. Στον Πόντο η κατάσταση ήταν οικτρή. Οι μητροπολίτες Αμασείας Γερμανός και Τραπεζούντος Χρύσανθος ενημέρωναν την Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη ότι, τα όργανα του νεοτουρκικού κομιτάτου, που είχαν αποσταλεί από την Κωνσταντινούπολη, έγιναν αίτιοι της κατατρομοκράτησης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου, για να προλάβουν ενδεχόμενο κίνημα των Ελλήνων. Στην 369 Ό. π., 8. 370 Βαλαβάνης, Ιστορία, 29-30. 371 Ό. π., 30-31. 372 Ό. π. 373 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ.542, Παρίσιοι 20-1-1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ. 1107, Παρίσιοι 5-2-1919. 179
Τραπεζούντα, οι Οθωμανοί πίεζαν τους Έλληνες να ζητήσουν, μαζί με αυτούς, τη διατήρηση της κυριαρχίας του σουλτάνου 374. Μετά τις διαμαρτυρίες των ποντιακών οργανώσεων, μετέβη στο Παρίσι ειδική επιτροπή με επικεφαλής το μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο. Η επιτροπή πίεσε την ελληνική κυβέρνηση, αντί της ήδη προτεινόμενης υπαγωγής του βιλαετίου Τραπεζούντος στο υπό ίδρυση Αρμενικό κράτος, να προταθεί μια ομοσπονδία Ποντο- Αρμενικού κράτους, κατά το πρότυπο της Ελβετίας: με βάσιν τας κοινάς υποθέσεις, εμπόριον, τελωνεία, ταχυδρομεία, τηλεγραφεία, στρατό, εξωτερική πολιτική και αντιπροσωπείας 375. Πρότειναν ένα ενιαίο κράτος, με ενιαίες, κοινές υπηρεσίες, αλλά και την αυτονομία της κάθε εθνικότητας. Αυτή η πρόταση ήταν η καλύτερη, με δεδομένες τις ραγδαίες εξελίξεις στη διεθνή πολιτική σκηνή. Τον Απρίλιο του 1919, ο Βενιζέλος συνένεσε στο αίτημα των Ποντίων για χορήγηση βοηθείας, προκειμένου να οργανώσουν μια μικρή στρατιωτική δύναμη. Γι αυτόν το λόγο, πρότεινε το Συνταγματάρχη Καθενιώτη, ως τον καταλληλότερο αξιωματικό, επικεφαλής αυτής της κίνησης και τους υποσχέθηκε χρηματική βοήθεια, με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να αυτοπροστατευθούν, για να έχει επιτυχία ο αγώνας τους 376. Ο μητροπολίτης Χρύσανθος, μια πολυσχιδής προσωπικότητα, θα καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες στο Παρίσι, γιά να πείσει τους Συμμάχους για το δίκαιο των Ελλήνων του Πόντου. Θα καταφέρει να έρθει σε επαφή με τον ηγέτη της Συνδιάσκεψης και πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Ουίλσον, θα συναντηθεί επανειλημμένα με το Βενιζέλο και τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος Πολίτη, θα συνομιλήσει με τον Κώρζον, βοηθό του υπουργού Εξωτερικών Μπάλφουρ, θα επισκεφθεί τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ και άλλους πολιτικούς και σημαίνοντα πρόσωπα της πολιτικής σκηνής. Στη συνέχεια, θα επιστρέψει στον Πόντο και θα ταξιδέψει μέχρι το Εριβάν, για να συζητήσει με τους Αρμένιους την δημιουργία Ποντο-Αρμενικής ομοσπονδίας. Όταν θα καταλάβει ότι, οι ενέργειές αυτές δε θα έχουν επιτυχές αποτέλεσμα, θα ζητήσει να τεθεί ο Πόντος υπό εντολή-mandat της Αγγλίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ούτε και αυτό θα το επιτύχει. Οι Πόντιοι θα προσπαθήσουν να λύσουν μόνοι τους το θέμα ή να εκβιάσουν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Θα στείλουν διαμαρτυρίες, θα οργανώσουν συλλαλητήρια, αλλά όλα αυτά άδικα 377. Μετά την επιτυχή απόβαση στη Σμύρνη, το Μάιο του 1919 και τη δυσμενή τροπή του Ποντιακού Ζητήματος, ο Βενιζέλος πείστηκε να οργανωθούν στρατιωτικές μονάδες στην Ελλάδα και τον Καύκασο για μια ταχεία επέμβαση στον Πόντο 378. Η άποψη των μητροπολιτών Τραπεζούντος και Αμισού, Χρυσάνθου και Γερμανού αντίστοιχα, για την ανεξαρτησία του Πόντου, εφ όσον δεν ήταν δυνατή η ένωση με την Ελλάδα, και το σχετικό υπόμνημα που υπέβαλαν στους Συμμάχους φάνηκε να οδηγείται προς τη λύση, έστω και χωρίς αυτούς. Στις 23 Ιουνίου 1917(π.η.), στο κατεχόμενο από τους Βρετανούς Βατούμ, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνέλευση του Διαρκούς Γενικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Πόντου, το οποίο εξέλεξε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, με έντυπο όργανο την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ. Ένα χρόνο αργότερα, το Εθνικό Συμβούλιο μετονομάστηκε Εθνοσυνέλευση του Πόντου, με στόχο να καταστεί 374 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/ΧΙI, αρ. απορ. πρωτ. 3117, Κωνσταντινούπολη 18/3 Μαρτίου 1919. 375 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, 182. 376 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, α. π. 4289, Παρίσιοι 25-4-1919. 377 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, 182-183. 378 Ό. π., 184. 180
κυβέρνηση εξορίας 379. Η Εθνοσυνέλευση του Πόντου αποφάσισε ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ελεύθερο, ανεξάρτητο κράτος στον Πόντο. Η Δημοκρατία του Πόντου θα έλυνε σε μεγάλο βαθμό το φλέγον ζήτημα των Ελλήνων της Ρωσίας, ούτως ώστε, όχι μόνο θα ελευθερώνονταν οι 350.000 του Πόντου, αλλά θα επανέρχονταν στον Πόντο και οι 500.000 Πόντιοι που είχαν καταφύγει εκεί, και οι οποίοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση τόσο στην νότια Ρωσία, όσο και στον Καύκασο. Αυτοί, αφενός μεν καταδιώκονταν από τους μπολσεβίκους, και αφετέρου φοβόνταν να επανέλθουν στον Πόντο εξαιτίας των Τούρκων 380. Στις 9 Αυγούστου 1919, το Υπουργείο Εξωτερικών ενημέρωνε τον Έλληνα αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη Κανελόπουλο, ότι το πληρεξούσιο Συμβούλιο των Επαρχιών του Πόντου είχε διακηρύξει την ανεξαρτησία του Πόντου και ζητούσε οικονομική βοήθεια από την κυβέρνηση. Γι αυτόν το λόγο, τον προέτρεπε να συνεννοηθεί με τον Καζαντζάκη, που βρισκόταν στον Πόντο 381. Στις 27 Αυγούστου 1919, ένα κρυπτογραφικό τηλεγράφημα από την Τιφλίδα αποκάλυπτε ότι, οι τουρκικές αρχές και επιφανείς Τούρκοι της Τραπεζούντος δεν αναγνώριζαν το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ και ζητούσαν τη συνεργασία των Ελλήνων για να αποκρούσουν από κοινού την ιδέα της Μεγάλης Αρμενίας. Οι Κούρδοι του Καράουργαν, σε μια παράλληλη κίνηση, πρότειναν να επιτεθούν από κοινού με τους Έλληνες του Κάρς κατά των Αρμενίων, για να επιτύχουν μια μελλοντική Ελληνοοθωμανική διοίκηση στον Αντικαύκασο. Οι Έλληνες ήταν διστακτικοί, γιατί φοβούνταν μήπως παγιδευτούν από μια τέτοια συμμαχία και την απέκρουσαν. Ταυτόχρονα ενημέρωσαν την ελληνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι 382. Στις 29 Αυγούστου 1919, στο Ξενοδοχείο του Παρισιού Μερσέντες, ο Χρύσανθος συνάντησε το συνταγματάρχη Καθενιώτη και το Βενιζέλο. Του παρέδωσε το χάρτη του Πόντου, και τον ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον του στο Ποντιακό Ζήτημα. Ο Βενιζέλος, αποφασισμένος για δυναμική επέμβαση στον Πόντο, ρώτησε τον Χρύσανθο αν υπήρχαν παράλια μέρη για την εκφόρτωση όπλων. Ο Χρύσανθος απάντησε θετικά. Αποφασίστηκε ακόμη να ετοιμαστούν στο Βατούμ ποντιακά στρατεύματα, τα οποία σε δεδομένη στιγμή θα επενέβαιναν στον Πόντο 383. Από τον Αύγουστο μήνα, άρχισε η στρατολογία για τη συγκρότηση μονάδων από εθελοντές Ποντίους, ανέφερε ο Πόντιος στρατιωτικός στην Αθήνα Ξενοφών Άκογλου. Συγκροτήθηκαν ένα τάγμα πεζικού, με δύναμη μεγαλύτερη των χιλίων οπλιτών, ένας ουλαμός από εφέδρους αξιωματικούς και μια πυροβολαρχία. Επίσης, στη Θεσσαλονίκη συγκροτήθηκε ένα ακόμη τάγμα πεζικού, με τέσσερις λόχους και δύναμη μεγαλύτερη των χιλίων οπλιτών. Η κατάταξη ήταν μαζική και χωρίς κριτήρια ηλικίας ή οικογενειακών υποχρεώσεων. Μετά από απραξία, και ενώ είχε έλθει ο χειμώνας, γνωρίζοντας το Υπουργείο Στρατιωτικών τη μη ευνοϊκή πορεία του Ποντιακού Ζητήματος στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, διέταξε την απόλυση των υπερήλικων, και αυτών που είχαν σοβαρές οικογενειακές υποχρεώσεις. Επακολούθησε η συγχώνευση των μονάδων, και η μεταστάθμευση του τάγματος των Αθηνών στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια προωθήθηκε στη Σμύρνη, όπου αποτέλεσε 379 Αγτσίδης, Έλληνες, 191. Α. Αλεξανδρής, Η ανάπτυξη του εθνικού πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου 1918-1922, Αθήνα 1980, 434. 380 Αγτσίδης, ό. π. 381 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, αρ. πρωτ. 40732, Αθήναι 9-8-1919. Ο Ν. Καζαντζάκης βρισκόταν αυτήν την εποχή στον Πόντο και συγκεκριμένα στην περιοχή του Καυκάσου, με εντολή του Βενιζέλου, για να βοηθήσει στη μετοικεσία των Ποντίων του Καυκάσου προς την Ελλάδα, μετά την παραχώρηση των περιοχών Κάρς και Αρνταχάν στην Τουρκία, με τη Συνθήκη Μπρέστ-Λιτόφσκ. 382 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/ΧΙI, α. π. 8733, Τιφλίς 27 Αυγούστου ώρ. 11.30, κρυπτογράφημα. 383 Χρυσάνθου, Αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, του από Τραπεζούντος, Αθήναι 1970, 236, 241. 181
το 17ο Σύνταγμα πεζικού και εντάχθηκε στη Μεραρχία Μαγνησίας. Στις 14 Οκτωβρίου 1919, ο Σταυριδάκης με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα από την Τιφλίδα ενημέρωνε την ελληνική κυβέρνηση ότι, ο Έλληνας στρατηγός του ρωσικού στρατού Ανανίας, με τον αντιπρόσωπο της κυβέρνησης Δενικίν στρατηγό Μπερεντόφ, του υπέβαλε έκθεση, στην οποία υποστήριζε ότι μπορούσε να πραγματοποιήσει άμεση στρατολογία 3.000 στρατιωτών και 120 ιππέων από τον εκεί ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος θα ήταν σε πλήρη ετοιμότητα την Άνοιξη του 1920 384. Στις 31 Οκτωβρίου 1919, επιστολή του Ρωμανού από το Παρίσι προς τον αντιπρόεδρο του υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό των Στρατιωτικών του συνιστούσε να ανασταλλεί αυστηρά κάθε στρατολογία των Ποντίων, να γίνει ανάκριση και να τιμωρηθούν όσοι τυχόν επιδίωξαν αναγκαστική στρατολογία 385. Αργότερα, ο Βενιζέλος με τηλεγράφημά του προς το συνταγματάρχη Καθενιώτη του ανακοίνωνε ότι είχε θέσει το θέμα στην αγγλική κυβέρνηση, η οποία δεν του επέτρεπε ούτε ελληνικά στρατεύματα να συγκροτηθούν, αλλά ούτε και Εθνοσυνελεύσεις 386. Τα συμφέροντα των Συμμάχων μας διαμόρφωναν μια δυσμενή κατάσταση για το Ζήτημα του Πόντου, η οποία θα είχε τραγικά αποτελέσματα για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Ο Κ. Κωνσταντινίδης και ο μητροπολίτης Χρύσανθος, με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, συνέχιζαν το μαραθώνιο αγώνα τους. Ο Κ. Κωνσταντινίδης σε ένα υπόμνημά του, στις 15 Νοεμβρίου 1919, κατήγγειλε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης: τη συνεχιζόμενη αφανιστική πολιτική των σουλτανικών, αλλά και των κεμαλικών ομάδων εναντίον των Ελλήνων 387. Τα εγκλήματα της πρώτης φάσης των νεοτουρκικών διωγμών, με το θάνατο 233.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών από τους Νεότουρκους, με την κατάσχεση της κινητής περιουσίας, με καμένα και τα τετρακόσια χωριά του Δυτικού Πόντου, με προεξάρχουσα την Αμισό και την Πάφρα, με τις σφαγές που εξακολούθησαν στην περιοχή, με τα τάγματα εργασίας, τις εξορίες, την ατίμωση, τους θανάτους από πείνα και με τη σταύρωση ιερέων, τα είχε καταθέσει με υπόμνημά του το Κεντρικό Συμβούλιο των Επαρχιακών Συνδέσμων των εν Κωνσταντινουπόλει Ελλήνων του Πόντου 388. Στις 8 Ιανουαρίου 1920, ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα στο Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, με το οποίο τους ενημέρωνε ότι: Ουδεμία δύναμις παρουσιάζεται διατεθειμένη να δεχθεί εντολή προς διοίκησιν του Πόντου 389. Οι Σύμμαχοι είχαν θέσει την ταφόπλακα στο Ποντιακό Ζήτημα. Η ελπίδα, όμως, δεν έπαψε να υπάρχει. Σφόδρα ετάραξεν το Εθνικόν Συμβούλιον Πόντου Υμετέρα ανακοίνωσις Εγκατάλειψις των Ποντίων υπό πεπολιτισμένους Ευρώπης υπό κυριαρχίας τυράννου είναι αδύνατος και σκληρά. Παρακαλούμεν θερμώς Υμετέραν Εξοχότητα εξακολουθήσει δραστηρίους αυτής ενεργείας και επιτύχει τελείαν απελευθέρωσιν Πόντου από βδελυρού ζυγού 390. Οι Πόντιοι εκπλήττονταν από τις θέσεις των πολιτισμένων συμμάχων τους, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Γι αυτήν την τελευταία ελπίδα θα συνέχιζαν να αγωνίζονται. Δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι ένας μαρτυρικός λαός γινόταν θύμα της ωμής και κυνικής διπλωματίας. Ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσουν ότι οι Σύμμαχοί τους οδηγούσαν 384 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/ΧΙI, α. π. 10914, Τιφλίς 14 Οκτωβρίου 1919, κρυπτ. τηλ/μα. 385 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, α. π. 11003, Παρίσιοι 31-10-1919. Στα Ιστορικά Αρχεία του Υπουργίου Εξωτερικών (Κ. Υ.), υπάρχει τεράστιος όγκος εγγράφων, που αφορούν το Ζήτημα του Πόντου (ενέργειες, πολιτική αποκατάσταση, παλιννόστηση, ρύθμιση των εθνικών διεκδικήσεων στο Συνέδριο της Ειρήνης, κ. λ. π.), κατά τα έτη 1919-1920. 386 Χρυσάνθου, Αναμνήσεις, 274-275. 387 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 245. 388 Ό. π., 245-247. 389 Χρυσάνθου, Αναμνήσεις, 269. 390 Αγτσίδης, Έλληνες, 208. 182
ένα μαρτυρικό λαό στον τάφο. Όμως, ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει ενεργά στο προσκήνιο ο Μουσταφά Κεμάλ, του οποίου οι συμμορίες συνέχιζαν το μακάβριο έργο της νεοτουρκικής θηριωδίας. Αμέσως άρχισε ένας νέος γύρος συνομιλιών με τους Αρμενίους. Οι προηγούμενες συνομιλίες, του Ιουνίου του 1919, για Πόντο Αρμενική Ομοσπονδία είχαν ναυαγήσει, λόγω των παλινωδιών και της κρυψίνοιας των Αρμενίων. Ο μητροπολίτης Χρύσανθος αναγκάστηκε να στραφεί ακόμη και προς τους Οθωμανούς του Πόντου, ούτως ώστε δημιουργώντας Ποντο Οθωμανική Ομοσπονδία και παραμένοντας υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, να απολαμβάνουν διοικητική αυτονομία 391. Σίγουρα ήταν μια πράξη απελπισίας. Ο Χρύσανθος, όμως, γνώριζε ότι, οι μουσουλμάνοι του Ανατολικού Πόντου, στην πλειοψηφία τους ήταν ελληνόφωνοι και όμαιμοί τους, και γι αυτό προέκρινε αυτήν την έσχατη λύση. Ο Χρύσανθος, τυχαία, συναντήθηκε με τον τέως βαλή της Τραπεζούντος Σουλεϊμάν Νετζμή μπέη και τον τέως βουλευτή Τραπεζούντος Χαβούλ Μεχμέτ στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι ρώτησαν το μητροπολίτη πώς είδε τα πράγματα στη Συνδιάσκεψη της ειρήνης στο Παρίσι. Ο Χρύσανθος, μιλώντας τη γλώσσα της καρδιάς, τους απάντησε ότι την έβλεπαν σαν ένα τσιφλίκι τους, και γι αυτό έπρεπε να συνεννοηθούν Έλληνες και Οθωμανοι, ώστε να μην αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στις ραδιουργίες των Ευρωπαίων 392. Οι Τούρκοι, φυσικά, δέχτηκαν κατ αρχήν την πρόταση γιατί εκείνη την περίοδο ο ελληνικός στρατός είχε μπει νικηφόρος στη Σμύρνη, ενώ παράλληλα υπήρξαν και οι συνεννοήσεις για μια Πόντο Αρμενική Ομοσπονδία. Η διάσπαση τόσο μεταξύ των Ελλήνων, όσο και μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων ήταν ζητούμενο για τους Τούρκους. Θα αποφεύγονταν έτσι οι ακρωτηριασμοί της επικράτειάς τους. Εξάλλου δε θα μπορούσαν τα θύματά τους να ζητούν συνεννόηση με τους δολοφόνους τους. Με τον τρόπο αυτόν, εύκολα οι νεοτουρκικές θηριωδίες θα έμπαιναν στο περιθώριο. Για τις κινήσεις αυτές του Χρύσανθου ήταν ενήμερος ο Βενιζέλος, ο οποίος συνιστούσε να συνεχίζονται οι συνεννοήσεις 393. Μια τέτοια κίνηση, όμως, με τέτοιες προϋποθέσεις, ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι Οθωμανοί έφεραν στο φως της δημοσιότητας αυτές τις συνομιλίες, γιατί πίστευαν ότι θα ωφελούνταν εκθέτοντας τους Έλληνες 394. Μεταξύ 10 και 16 Ιανουαρίου 1920, έγινε μια τελευταία απόπειρα από το μητροπολίτη Χρύσανθο, εκπροσώπου των ποντιακών οργανώσεων, να έρθει σε συνεννοήσεις με τους Αρμενίους για οριστική λύση του προβλήματος. Ο Χρύσανθος μετέβη πρώτα στην Τιφλίδα της Γεωργίας και κατόπιν στο Εριβάν, την πρωτεύουσα της Αρμενίας. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να επέλθει συμφωνία με τους Αρμενίους, με κάθε θυσία, διότι έτσι θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί ο διεσπαρμένος Ελληνισμός του Πόντου σε μια ελεύθερη και αυτοδιοικούμενη γωνιά του Πόντου, την οποία θα αναγνώριζαν οι Αρμένιοι 395. Ήταν μια καίρια κίνηση, σε ένα κομβικό σημείο για το όλο ζήτημα. Κατ αρχήν, επήλθε μια γενική συμφωνία μεταξύ του Αρμενίου πρωθυπουργού Χατισιάν και του μητροπολίτη Χρυσάνθου. Με βάση αυτήν, θα δημιουργούνταν μια ελληνοαρμενική ομοσπονδία, και οι Έλληνες θα παρείχαν στρατιωτική βοήθεια στην Αρμενία. Ο Έλληνας συνταγματάρχης Καθενιώτης, που συμμετείχε στη σύσκεψη αυτή, υπέγραψε το στρατιωτικό σκέλος της συμφωνίας με 391 Βαλαβάνης, Ιστορία, 41, 42-43. 392 Χρυσάνθου, Αναμνήσεις, 266. 393 Ό. π., 269. 394 Βαλαβάνης, Ιστορία, 42. 395 Αγτσίδης, Έλληνες, 208. 183
τους Αρμένιους αξιωματικούς. Τα ελληνικά στρατεύματα, που επρόκειτο να αποβιβαστούν στην Τραπεζούντα για να προστατέψουν τους Έλληνες της πόλης, προβλέπονταν να προωθηθούν μέχρι το Ερζερούμ (Θεοδοσιούπολη). Ο αρμενικός στρατός θα υπεράσπιζε τα σύνορα του Καυκάσου 396. Στη συνέχεια, οι Αρμένιοι άλλαξαν γραμμή πλεύσης, και ζήτησαν να εισέλθει ο Πόντος στην Αρμενική Δημοκρατία, σαν ομόσπονδη ομάδα. Οι Πόντιοι τάχθηκαν υπέρ ενός ομόσπονδου Ποντο Αρμενικού κράτους και οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Τον Φεβρουάριο του 1920, προσκλήθηκαν στη Διάσκεψη του Λονδίνου μόνο οι αντιπρόσωποι των Αρμενίων, για να εκφράσουν προφορικά τις απόψεις τους. Ο Μπογός Νουμπάρπασάς, καθ οδόν προς το Λονδίνο, ζήτησε να μάθει από την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι αν δέχονταν οι Πόντιοι να αποτελέσουν τμήμα μόνο της Αρμενίας, αγνοώντας τις μέχρι τότε διαπραγματεύσεις. Στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου κλήθηκε εσπευσμένα και ο πρόεδρος της ποντιακής αντιπροσωπείας του Παρισιού, ο οποίος υπέβαλε υπόμνημα με όλες τις συμφωνίες που είχαν γίνει σε Τιφλίδα και Εριβάν για την ομοσπονδιακή ένωση του Πόντου με την Αρμενία, παραθέτοντας και τις πρώτες σχετικές γραπτές συμφωνίες. Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχίζονταν σε αυτά τα πλαίσια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα 397. Η έπαρση των Αρμενίων είχε ξεφύγει από το ζητούμενο, που ήταν η με κάθε τρόπο απαλλαγή από την τουρκική τυραννία. Στην όλη Ποντο-Αρμενική ομοσπονδία ήταν υπό διαπραγμάτευση μόνο το βιλαέτι Τραπεζούντος και όχι η Ανεξάρτητη Διοίκηση Τζανικής, η Αμισινή χώρα και το σύνολο του δυτικού Πόντου. Ουσιαστικά, οι Αρμένιοι, με αυτήν τη διαδικασία, αποκτούσαν πρόσβαση στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Η επιτροπή Ποντίων Αθηνών αποφάσισε να στείλει, στα τέλη Ιανουαρίου του 1920, τον έφεδρο υπολοχαγό του μηχανικού Χρυσόστομο Καραΐσκο για να διαπιστώσει τι ακριβώς συνέβαινε στον Πόντο, σε τι κατάσταση ήταν τα αντάρτικα σώματα, και ποιές πιθανότητες υπήρχαν για ενίσχυση του αντάρτικου αγώνα. Στις 23 Φεβρουαρίου 1920, σε έκθεσή του προς την Επιτροπή Ποντίων Αθηνών, από την Αμισό, ανέφερε τη συνάντησή του με τους αντάρτες, τους οποίους αποκαλούσε ήρωες, εξυμνούσε το ψυχικό τους σθένος, επισήμαινε ότι έχουν εξοικειωθεί με το θάνατο, και ότι προφυλάσσουν τα χωριά τους, χωρίς να είναι εντελώς εξοπλισμένοι. Ισχυρίστηκε ότι, αν είχαν 3.000 όπλα και πολεμοφόδια, θα μπορούσαν να γίνουν κύριοι της επαρχίας μέσα σε λίγες ώρες. Τόνιζε την ανάγκη αποστολής όπλων και βοηθημάτων από το ελληνικό κράτος, για να ενισχυθεί το φρόνημά τους, αλλά, κυρίως, για να μπορούν να συνεχίσουν να αμύνονται και να εμποδίζουν τα εξυφαινόμενα εγκληματικά σχέδια των Τούρκων. Τέτοιες εκθέσεις έστειλε και προς το αρμόδιο Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο εκώφευε διαρκώς 398. Το Μάιο του 1920, αφού έμεινε μερικούς μήνες με τους αντάρτες, επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εξέθεσε προφορικά τις απόψεις του στους αρμόδιους για την κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, με πρόθεση να επιστρέψει στον Πόντο. Εμποδίστηκε βίαια από τη Στρατιωτική Αποστολή της Κωνσταντινούπολης. Περίλυπος έγραψε: πάσα εξωτερική συνδρομή δια τον διεξαγόμενον εκεί κάτω εθνικόν, αλλ άνισον αγώνα είχε ματαιωθεί. Και οι Πόντιοι πολεμισταί ενεκαρτέρουν άνευ πολεμοφοδίων και ζωοτροφιών, μήνας και έτη, υπό όρους και συνθήκας δυσμενεστάτας, φυλάττοντες ζηλοτύπως την ιεράν εθνικήν παρακαταθήκην, τας γυναίκας και τα νήπια, υπέρ των οποίων πλείστοι εξ αυτών, κατά 396 Ό. π. 397 Βαλαβάνης, Ιστορία, 44-45. 398 Χ. Ανδρεάδης, Το αντάρτικο και η Δημοκρατία του Πόντου, Α. Π. 44 (1992-93) 231-233. 184
χιλιάδας εθυσίασαν ό,τι πολυτιμότερον είχον, την ζωήν των 399. Η νεότερη ελληνική ιστορία μπορεί να είναι περήφανη για τον αγώνα και το ήθος των Ελλήνων πολεμιστών στην εσχατιά αυτή του Πόντου, που την πότισαν με το τίμιο αίμα τους. Ήταν μοναδικός ο αγώνας για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία της φυλής και του έθνους. Τον Οκτώβριο του 1920, ο Μουσταφά Κεμάλ επιτέθηκε εναντίον της Αρμενίας, την οποία και συνέτριψε. Οι Αρμένιοι εκλιπάρησαν για βοήθεια από τους Μπολσεβίκους της Ρωσίας, ενώ οι Σύμμαχοι ήταν θεατές. Πράγματι, οι Μπολσεβίκοι επενέβησαν υπέρ της ηττημένης Αρμενίας, αναγκάζοντας τους κεμαλικούς να αναστείλουν την προέλασή τους, αλλά και να εκκενώσουν τα εδάφη της Αρμενίας που κατέλαβαν. Έτσι, στη συνέχεια η Αρμενία αποτέλεσε μέρος της Σοβιετικής Ρωσίας 400. Το Νοέμβριο του 1920, ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές στην Ελλάδα, και την κυβέρνηση ανέλαβε η φιλοβασιλική μερίδα με πρωθυπουργό το Γούναρη. Στη Σμύρνη, η Επιτροπή Ποντίων της Κωνσταντινούπολης συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό για το ζήτημα του Πόντου. Μεταξύ πολλών άλλων, ο Γούναρης κατέληξε: εν ευθέτω χρόνω δοθή η δέουσα λύσις 401. Η νέα τάξη πραγμάτων, στην Ελλάδα των φιλοβασιλικών, δεν κατανόησε την κοινή τύχη του Ελληνισμού της Ιωνίας με τον Ελληνισμό του Πόντου. Ένα εκλεκτό κομμάτι του Ελληνισμού εγκαταλειπόταν στη μαύρη μοίρα του και στο έλεος του κεμαλικού δυνάστη. Τα εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου συνεχίζονταν αδιάκοπα στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης και το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέχισαν να καταγγέλουν στους Συμμάχους, στις Η. Π. Α. και στις χριστιανικές ομολογίες της Ευρώπης και της Αμερικής τα εγκλήματα της εθνοκάθαρσης που συντελούνταν 402. Για το αρνητικό αποτέλεσμα της δημιουργίας της Δημοκρατίας του Πόντου, είναι καταλυτική η μαρτυρία ενός αντάρτη από την Πάφρα: Πόσοι άραγε δάσκαλοι και παπάδες, αλλά και διανοούμενοι και έμποροι προσέφεραν το αίμα τους σε αυτόν τον αγώνα για τον Πόντο μας, τον οποίο τελικά τον πήραν από τα χέρια μας οι Σύμμαχοι και τον παρέδωσαν στους Τούρκους Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις γυναίκες, που μερικές από αυτές πολεμούσαν όπως και οι άνδρες στις μάχες 403. Οι ήρωες αγωνιστές, προστάτες και σωτήρες των γυναικοπαίδων και των άμαχων, που θυσίασαν τη ζωή τους για το σκοπό αυτό, θεωρούσαν αυτονόητη αυτήν την προσφορά τους. Εκτιμούσαν πολύ περισσότερο τον αγώνα των ιερέων, των δασκάλων, των γυναικών, που σφαγιάστηκαν γι αυτό που πραγματικά ήταν, και που, όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της νεοτουρκικής εθνοκάθαρσης, όσοι από αυτούς επέζησαν, απαίτησαν το αυτονόητο δικαίωμά τους για ελευθερία,. Το Ζήτημα του Πόντου ναυάγησε, γιατί όχι μόνο ο Βενιζέλος, αλλά ολόκληρος ο ελλαδικός πολιτικός κόσμος το αγνοούσε. Όταν ο Βενιζέλος ενημερώθηκε, και προσπάθησε ενεργά να στηρίξει την υπόθεση, ήταν πλέον αργά. Οι πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, αλλά και σε ολόκληρον τον κόσμο, ήταν ραγδαίες. Εισήλθε στο πολιτικό προσκήνιο ο Μουσταφά Κεμάλ, με την υποστήριξη των συμμάχων μας Γάλλων και Ιταλών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι αδικούνταν στο μοίρασμα της Ανατολής από την ηγέτιδα σύμμαχό τους Αγγλία. Η Αγγλία υπαναχώρησε πολύ γρήγορα, από τις κατ αρχήν θετικές θέσεις της, γιατί 399 Βαλαβάνης, Ιστορία, 259. 400 Ό. π., 54. 401 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, 187. 402 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 45 ΜΑ (25 Σεπτεμβρίου 1921) 223, 286, 301, 310. 403 Μαρτυρία Ταγκάλογλου Μιχαήλ. 185
διαφοροποιήθηκε η πολιτική της στην περιοχή του Καυκάσου. Η αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία, και η πολιτική της επαναστατημένης Ρωσίας ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική διάσταση στο ζήτημα. Η προσέγγιση του Μουσταφά Κεμάλ με το Λένιν, και η ουσιαστική οικονομική, στρατιωτική και ηθική ενδυνάμωσή του ήταν καίριας σημασίας. Στην Ελλάδα, η άνοδος στην εξουσία της φιλοβασιλικής παράταξης, μιας συγκεκριμένης άρχουσας τάξης, απώθησε το ζήτημα στο περιθώριο της ιστορίας. Το Ζήτημα του Πόντου ήταν έξω από τους σχεδιασμούς και το ιδεολογικό βεληνεκές της. 186
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΚΕΜΑΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Η Πάφρα από την Ανακωχή μέχρι το 1920 Οι σύμμαχες Δυνάμεις της Entente είχαν προτείνει για το Ανατολικό Ζήτημα, από το 1917, την απελευθέρωση των λαών, οι οποίοι βρίσκονταν υπό την αιματηρή τυραννία των Νεοτούρκων και την αποπομπή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ευρώπη, γιατί ήταν ξένη προς τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό 1. Ο Βενιζέλος πρότεινε στους Συμμάχους την άμεση λήψη μέτρων στη Μικρά Ασία, για να αποφευχθούν τα έκτροπα σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ο οποίος από το 1914, με την εγκατάσταση των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια, γνώριζε πρωτοφανή βία. Οι Σύμμαχοι συνένεσαν στην πρόταση για απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα δικά τους στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα. Η προστασία των ελληνικών πληθυσμών ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Η Αγγλία ήταν η μόνη δύναμη που στήριζε ολοκληρωτικά αυτό το σχέδιο. Προηγήθηκαν μαραθώνιες συνεδριάσεις και διαφωνίες μεταξύ των Συμμάχων, αλλά, παρ όλα αυτά, η τελική έγκριση ήταν ομόφωνη. Η απόφαση στηρίχθηκε νομικά στην Ανακωχή του Μούδρου, στο άρθρο VII, με βάση το οποίο οι Σύμμαχοι μπορούσαν να καταλάβουν οποιοδήποτε στρατηγικό σημείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την προϋπόθεση ότι απειλούνταν η ασφάλεια της Συμμαχίας 2. Η απόφαση της κυβέρνησης του σουλτάνου να σταλεί στον Πόντο ο συνταγματάρχης Μουσταφά Κεμάλ, για την αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης, έγινε με τη συγκατάθεση της Αγγλίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ εστάλη από το σουλτάνο: προς ειρήνευσιν και επαναφοράν της από τινος σαλευθείσaς τάξεως και ψυχρανθείσης ομονοίας και αγάπης 3. Ο Μουσταφά Κεμάλ εστάλη για την ειρήνευση όλων των Οθωμανών υπηκόων, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου, έπρεπε να αποκατασταθεί με κάθε τρόπο η ηρεμία μεταξύ των Οθωμανών πολιτών. Αυτόν το σκοπό εξυπηρετούσαν οι 40.000 χρυσές λίρες που έφερε μαζί του. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο σουλτάνος τοποθέτησε το Μουσταφά Κεμάλ διοικητή του 9 ου Σώματος στην Ανατολία, για να ολοκληρώσει τον αφοπλισμό του τουρκικού στρατού, με βάση τους όρους της Ανακωχής του Μούδρου (17-30 Οκτωβρίου 1918). Εκείνος αποδέχτηκε την απόφαση, έχοντας αποφασίσει να αντισταθεί στο σχέδιο διαμελισμού των ανατολικών επαρχιών. Όταν οι Άγγλοι πληροφορήθηκαν τους πραγματικούς σκοπούς του, και προσπάθησαν να τον συλλάβουν, ήταν αργά 4. Την εποχή αυτή, η κατάσταση στον Πόντο ήταν ιδιαίτερα τεταμένη. Ο Διομήδης Πανάς, κυβερνήτης του αντιτορπιλικού Βέλος, ο οποίος επέβλεπε στη Μαύρη Θάλασσα την επιβολή των όρων της Ανακωχής, ως προς τους Έλληνες, σε 1 H. Nicolson, Curzon, The Last Phase 1919-1925, London-New York 1934, 98. 2 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 256. 3 Γαβριηλίδης, Πόντος, 40. 4 Κεμάλ Ατατούρκ, Ομιλίες, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1995, 18, 33, 36. Baskin, Samsun, 20. 187
έκθεσή του ανέφερε ότι, στην ύπαιθρο δεν υπήρχε ασφάλεια για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Είναι αυτός που στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 1922 σκοτώθηκε στον κόλπο της Ερυθραίας, τη στιγμή που περισυνέλεγε, με το ίδιο πλοίο, τους απελπισμένους Έλληνες που έτρεχαν στα παράλια για να σωθούν από τις ορδές του Μουσταφά Κεμάλ. Οι κεμαλικές συμμορίες, που λυμαίνονταν τα ελληνικά χωριά, στηρίζονταν από την αστυνομία. Οι Τούρκοι ήταν οπλισμένοι, ενώ οι Έλληνες χωρικοί άοπλοι. Παρά το ότι υπήρχε τμήμα του αγγλικού στρατού με 200 Ινδούς και Άγγλους αξιωματικούς στην Αμισό, ένα απόσπασμά του με δύο Άγγλους αξιωματικούς αφοπλίστηκε και ληστεύθηκε, γιατί συνόδευε Αρμένιους πρόσφυγες. Ο Διομήδης Πανάς, για να αναθαρρήσουν οι Έλληνες και να περιοριστούν οι κεμαλικοί, έκρινε απαραίτητο τα ελληνικά πλοία, ανά τακτά διαστήματα, να επισκέπτονταν τα παράλια του Πόντου. Αυτή ήταν και η παράκληση των Ποντίων 5. Ο Μουσταφά Κεμάλ απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη στις 16 Μαΐου 1919 και έφτασε στην Αμισό, τον πρώτο σταθμό του, στις 19 Μαΐου. Στο λιμάνι της Αμισού, αποβιβάστηκε από την εμπορική αποβάθρα των καπνεργατών, όπου τον ανέμενε λαός, που είχε ειδοποιηθεί από την προηγούμενη ημέρα. Επισκέφθηκε το δημαρχείο και το διοικητήριο, ως επίσημος προσκεκλημένος, και συναντήθηκε με κορυφαία στελέχη του Νεοτουρκικού κομιτάτου, με τα οποία είχε συζητήσεις μεγάλης διάρκειας. Σε επίσημο δείπνο που παρέθεσε προς όλους τους προαναφερθέντες, προτρέπει αυτούς και εξορκίζει να τρέφωσιν άσπονδον μίσος κατά των Ελληνοοθωμανών, και να επιδιώκωσι την δια παντός τρόπου εξόντωσιν αυτών, υποσχόμενος εις αυτούς ως γέρας την ουχί ευκαταφρόνητον περιουσίαν των εις εξόντωσιν καταδικασμένων χριστιανών 6. Ο Μουσταφά Κεμάλ όχι μόνο κάλεσε σε αντίσταση τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και το λαό, αλλά έδειξε και ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις του, όταν αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη. Καθόριζε επακριβώς με ποιόν τρόπο σκεπτόταν να υλοποιήσει την εθνοκάθαρση των Ελλήνων του Πόντου. Πέρα από την ιδεολογική αντίληψη για την εθνοκάθαρση των Ελλήνων, και των χριστιανών γενικότερα, το δέλεαρ της μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων πάντα συγκινούσε τα ένστικτα ορισμένων αδίστακτων και φτωχών μουσουλμανικών μαζών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε μακρές συνομιλίες με τους παράγοντες του Νεοτουρκικού κομιτάτου. Οι Νεότουρκοι, παράγοντες και λαός, είχαν εφαρμόσει πριν από αυτόν την εθνοκάθαρση σε βάρος των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων. Για τα εγκλήματά τους αυτά διώκονταν κατά την περίοδο της Ανακωχής. Ο Κεμάλ και η πολιτική του ήταν καταφύγιο και ασπίδα τους, προκειμένου να αυτοπροστατευτούν από τα εγκλήματα, για τα οποία όφειλαν να λογοδοτήσουν, αλλά και για τις τεράστιες περιουσίες που είχαν αποκτήσει, από τις λεηλασίες των περιουσιακών στοιχείων των χριστιανών. Στην Αμισό, ο Μουσταφά Κεμάλ έστειλε επιστολή στο μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, με την οποία τον προσκαλούσε στο διοικητήριο. Θεωρήθηκε περιττή κάθε επαφή μαζί του 7. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης απαξίωσε παντελώς την επαφή του με έναν Νεότουρκο αξιωματικό. Όχι μόνο ο μητροπολίτης, αλλά κανένας άλλος δεν είχε καταλάβει ποιός πραγματικά ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ, και ποιός ήταν ο σκοπός του. Παρά τις όποιες δυσκολίες, και την ιδιαίτερα τεταμένη ατμόσφαιρα στην περιοχή, ο μητροπολίτης είχε άλλα σχέδια για το ποίμνιό του. Ήταν η εποχή που οι Σύμμαχοι αποφάσιζαν το διαμελισμό της Οθωμανικής 5 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, 201-202. 6 Γαβριηλίδης, Πόντος, 41. Ο Αντώνιος Γαβριηλίδης είναι Παφραίος στην καταγωγή, αλλά λόγω του επαγγέλματός του, ήταν καπνέμπορος, ζούσε στην Αμισό. 7 Μπέλλου, Ποντιακά, 112. 188
Αυτοκρατορίας, και το Ζήτημα του Πόντου, εκ των πραγμάτων, όφειλε να έχει θετική κατάληξη. Οι ποταμοί αίματος των χριστιανών, στο πλαίσιο της νεοτουρκικής εθνοκάθαρσης, ζητούσαν δικαίωση. Στις 20 Μαΐου του 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ επισκέφθηκε την Πάφρα και τη Ζάληχο-Λεοντόπολη (Αλάτσαμ), όπου συναντήθηκε με εθνικιστές και τους μύησε στα σχέδιά του. Μετά το πέρας της αποστολής του στην Αμισό, ο Μουσταφά Κεμάλ μετέβη στις Θέρμες Φαζημονιτών (Κάβζα). Η μικρή αυτή κωμόπολη έγινε σημαντικός σταθμός κατά τη διάρκεια της δράσης του 8. Εν Χάβζα εφήρμοσε λογοκρισίαν επί παντός είδους αλληλογραφίας προερχομένης εκ Κωνσταντινουπόλεως και απευθυνομένης προς τας επιτοπίους αρχάς 9. Ο άγνωστος στην περιοχή αξιωματικός του στρατού άρχισε να αποκτά εξουσία και να ελέγχει τα πράγματα. Ουσιαστικά, άρχισε να υλοποιεί, δειλά-δειλά, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του. Ο Μουσταφά Κεμάλ, για την υλοποίηση των σκοπών του, προσεταιρίστηκε στο κίνημά του τους προκρίτους και κυρίως τους ιμάμηδες. Ο ιμάμης της Κάβζας Σιτκίχοτζας τον παρουσίασε ως εξής στο λαό: Μας έχει κυκλώσει η φωτιά. Καιγόμαστε. Η μόνη λύση είναι να πάρουμε τα όπλα. Καθαρίστε αμέσως τα όπλα σας. Όποιος δεν έχει όπλο ας πάρει ένα τσεκούρι, και όποιος δεν έχει τσεκούρι άς πάρει ένα γερό κομμάτι ξύλο 10. Ο φανατισμός των ιμάμηδων αφορά τον κάθε μουσουλμάνο χωρικό. Οι οπαδοί του Νεοτουρκικού κομιτάτου ήταν οπλισμένοι από την πρώτη περίοδο των διωγμών, και δεν είχαν παραδώσει τα όπλα τους. Ο Μουσταφά Κεμάλ κυριολεκτικά χρησιμοποίησε τους μουσουλμάνους ιερωμένους εναντίον των Ελλήνων, γιατί ανώτερη αρχή για τους μουσουλμάνους ήταν ο χαλίφης σουλτάνος, ο αντιπρόσωπος του Θεού επί της γής. Όταν στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1919 στην Αμάσεια, αποκήρυξε το σουλτάνο, τον οποίο καθαίρεσε το 1923 και κατήργησε τον τίτλο του χαλίφη, στράφηκε και εναντίον των ιερωμένων, οι οποίοι αντιδρούσαν στις αλλαγές νοοτροπίας που πρότεινε. Ο Μουσταφά Κεμάλ αντί της θεοκρατίας πρότεινε, και εγκαθίδρυσε, κοσμικό κράτος. Όποιος αντιδρούσε σε αυτήν την προσπάθειά του εξοβελιζόταν. Λίγους μήνες αργότερα, όταν βρέθηκε στην Άγκυρα, προκειμένου να εμπεδώσει την εξουσία του, απαγχόνισε 380 χοτζάδες και προκρίτους 11. Οι κομιτατικοί Νεότουρκοι, με επικεφαλής τον Μπαϊράμεφεντη, αποτέλεσαν τον πυρήνα της οργάνωσής του στην Κάβζα. Στο λόγο του προς τους Νεότουρκους της κωμόπολης, και των γύρω χωριών, καταφερόταν με ιδιαίτερο μένος εναντίον των Ελλήνων και των Ευρωπαίων. Προσπαθούσε να αφυπνίσει και να φανατίσει τους μουσουλμάνους, χρησιμοποιώντας ως κοινό μέσο τον κίνδυνο που απειλούσε το Ισλάμ, εξαιτίας των χριστιανών 12. Ο Μουσταφά Κεμάλ συναντήθηκε στις 29 Μαΐου 1919 με το δήμιο των Ποντίων Τοπάλ Οσμάν και τους στενούς συνεργάτες του Τέμογλου Ισμαήλαγα, Νταργκάρογλου Μπιλάλ και Καρά Αχμέτ. Τους μύησε στον αγώνα του και, μεταξύ άλλων, τους πρότεινε να παλέψουν μαζί μέχρι να απελευθερωθεί η χώρα, και να μη μείνει ούτε ένας εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός. Αφήνω αποκλειστικά στα έμπειρα χέρια σου το ξεκαθάρισμα του προβλήματος που λέγεται Πόντος 13. Ο Μουσταφά Κεμάλ, στο ολιγοήμερο πέρασμά του από την Αμισό μέχρι την Κάβζα, ξεκαθάρισε με απόλυτο τρόπο τι επιδίωκε, με ποιόν τρόπο και με ποιούς θα συνεργαζόταν προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του. 8 Baskin, Samsun, 140-164. 9 Ak, Bafra, 37. Φωτιάδης, Γενοκτονία, 256. 10 Όμηρος Γεωργιάδης, Δια χειρός Θεοφίλου Γεωργιάδη, Λευκωσία 1995, 83. 11 Γαβριηλίδης, Πόντος, 44. 12 Ό. π., 42. Ak, Bafra, 37. Baskin, Samsun, 140-144. 13 Sener Cemal, Topal Osman Olayi, Κωνσταντινούπολη 2005, 62-63. 189
Την πρόκληση του Μουσταφά Κεμάλ, ο Τοπάλ Οσμάν τη θεώρησε παιχνιδάκι, αφού εξασφάλισε ότι, θα τον υποστήριζε για την ανάληψη της δημαρχίας Κερασούντας 14. Μετά το πέρασμά του από την περιοχή, οι οργανωμένες κεμαλικές συμμορίες σκότωναν και λήστευαν χωρικούς. Ο Μουσταφά Κεμάλ οργάνωσε αυτές τις συμμορίες, και τις ονόμασε τοπικές εθνικές οργανώσεις. Στο στόχαστρο των οργανωμένων αυτών συμμοριών μπήκε και ο επίσκοπος της Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης, όταν επέστρεφε από την Πάφρα, την έδρα της επισκοπής του. Ο βοηθός επίσκοπος του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, από τύχη, κατάφερε να γλιτώσει από βέβαιο θάνατο 15. Η έλευση του Μουσταφά Κεμάλ στην περιοχή της Αμισού και της Πάφρας, αρχικά θεωρήθηκε θετική από τους αντάρτες και το λαό, γιατί τον θεωρούσαν απεσταλμένο του σουλτάνου και των Συμμάχων. Όλοι διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα, όταν είδαν τα πράγματα να οδηγούνται στα άκρα. Άρχισαν πάλι να γίνονται συλλήψεις, φόνοι, διώξεις και δεν ξέραμε για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά, αφού έχουμε αφλίκι (αμνηστεία) 16. Όσοι από τους Έλληνες είχαν επιβιώσει, από την πρώτη και μαρτυρική νεοτουρκική περίοδο, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το νέο κύκλο διώξεων και δολοφονιών. Ήταν πέρα από τη λογική, γιατί κατά τη διάρκεια της Ανακωχής έπρεπε να επιλυθούν όλα τα εκκρεμή ζητήματα μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, με ειρηνικές διαπραγματεύσεις. Η γλώσσα του βάρβαρου, όμως, είναι η τυφλή βία. Στις 18 Ιουνίου 1919, σε μία συνέντευξη στον ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδος Πατρίς, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης διευκρίνιζε ότι, είτε με κομιτατική είτε με αντικομιτατική κυβέρνηση υπέφερε τόσο το ελληνικό στοιχείο της Επαρχίας του, όσο και ολόκληρου του Πόντου. Τόνιζε τις λεηλασίες, τις ατιμώσεις, τους φόνους και έκανε ιδιαίτερη μνεία για τη μη επιστοφή των προσφύγων Ποντίων από τη Ρωσία. Απέκλειε κάθετα την ιδέα της επιστροφής τους στην πατρίδα: ίνα ούτως υπάρχουν μίαν ημέραν μερικοί Έλληνες, οι οποίοι να κατοικήσουν πάλιν εις τον δύσμοιρον αυτόν τόπον 17. Τραγική πρόβλεψη και λυγμός του μητροπολίτη, όχι μόνο για όλα εκείνα που συντελούνταν, αλλά και για εκείνα που έπονταν. Ο μητροπολίτης, από τους πρωταγωνιστές του Ποντιακού Ζητήματος, γνώριζε από πρώτο χέρι τα αδιέξοδα που δημιουργούνταν στο θέμα αυτό, από τη μη συναντίληψή του με τους εκπροσώπους του ελληνικού κράτους, διέβλεπε τα τραγικά γεγονότα που θα ακολουθούσαν, και προσπαθούσε να αφυπνίσει και να κινητοποιήσει τις όποιες πατριωτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Στις 19 Ιουνίου 1919, ο ύπατος αρμοστής των Άγγλων στην Κωνσταντινούπολη, στρατηγός Milne, απαίτησε από τον καθ ύλην υπουργό των Στρατιωτικών Σεβκέτ Τουργκούτπασα, την άμεση ανάκληση του Μουσταφά Κεμάλ. Ο Κεμάλ γνώριζε τη σκοπιμότητα αυτής της κίνησης των Άγγλων, διαβεβαίωνε τον υπουργό για τη νομιμοφροσύνη του και κωλυσιεργούσε, ενώ παράλληλα συνέχιζε τη δράση του, προκειμένου να προσεταιριστεί την πλειοψηφία της στρατιωτικής ηγεσίας 18. 14 Ό. π., 64. Baskin, Samsun, 149-150. 15 Α.Υ.Ε., Κ. Υ., Υ.Α.Κ., 1919, Α/4 α, Κωνσταντινούπολη 28.5.1919. Μπέλλου, Ποντιακά, 114. Κεμάλ, Ομιλίες, 33. 16 Μαρτυρία Τσοπανίδη Παναγιώτη. Μαρτυρίες Παρασκευόπουλου Γ., Αντωνιάδη Θ., Χατζηθεοδωρίδη Παν. 17 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 288-289. 18 Ό. π., 272. 190
Πέρα από τις όποιες φήμες, που κυκλοφορούσαν για τη δράση του Μουσταφά Κεμάλ, είχαν μεσολαβήσει δύο αξιόλογα γεγονότα γι αυτή την απόφαση των Άγγλων. Όταν ο Μουσταφά Κεμάλ διέμενε στην Κάβζα, μεταξύ 23-29 Μαΐου, έστειλε στην ελληνική κωμόπολη Κιουμούς Ματέν στρατό με μυδράλια και πολυβόλα, για να την πυρπολήσει και να την καταστρέψει, ως εστίαν ταραχών και καταφύγιο των ανταρτών 19. Το βέβαιο είναι ότι ήθελε να κάνει την πρώτη επίδειξη της στρατιωτικής δύναμης του, η οποία δεν υπερέβαινε τους διακοσίους περίπου άνδρες. Στην Κάβζα ανδρωνόταν η δύναμή του, που αποσκοπούσε στο να πείσει τους παντός είδους μουσουλμάνους ότι, πλέον, αυτός ήταν ο κυρίαρχος στην ύπαιθρο χώρα. Ο λαός γνώριζε ότι ήταν Οθωμανός αξιωματικός, απεσταλμένος του σουλτάνου, και τον περιέβαλλε με κύρος. Όταν τον Ιούλιο θα αποκήρυσσε το σουλτάνο, θα έπεφταν τα προσωπεία, αυτός όμως εκ των πραγμάτων θα είχε ενδυναμωθεί από τοπικά στελέχη, για να συνεχίσει τη δράση του. Η κωμόπολη Κιουμούς Ματέν ήταν παντελώς ανυπεράσπιστη, ολόκληρος ο πληθυσμός της είχε βγεί έξω από τα όρια του οικισμού, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποτρέψει τους κεμαλικούς από το έγκλημα που επρόκειτο να επιτελέσουν. Κατά ευτυχή συγκυρία, ο επικεφαλής της αγγλικής δύναμης των διακοσίων Ινδών, που είχαν εγκατασταθεί στη Μερζιφούντα, διέβαινε από το Κιουμούς Ματέν, για να επιβλέπει τους όρους της Ανακωχής, και να προστατεύει τους ελληνικούς πληθυσμούς από πιθανές διώξεις των Τούρκων. Ο Άγγλος αξιωματικός Κίτζ, όταν είδε μαζεμένους τους άνδρες και τα γυναικόπαιδα να εκλιπαρούν για τη σωτηρία τους, ρώτησε να μάθει τι συνέβη. Οι κάτοικοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα, και έμαθε ότι, ο Τούρκος αξιωματικός ενεργούσε κατ εντολή του Μουσταφά Κεμάλ. Ο Άγγλος αξιωματικός Κίτζ απαίτησε να απομακρυνθεί άμεσα ο κεμαλικός στρατός, και κατέστησε τον Τούρκο αξιωματικό υπεύθυνο για ό,τι έκτροπο θα συνέβαινε. Ο Κεμάλ, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, εξαγριώθηκε από την ευρωπαϊκή επέμβαση 20, εξεφώνησε λόγο κατά του Χριστιανισμού και αναχώρησε για την Αμάσεια. Λίγες μέρες αργότερα, ο Άγγλος αξιωματικός μετέβαινε από τη Μερζιφούντα προς την Αμάσεια, ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ βρισκόταν στην πόλη. Στα στενά της Αμάσειας, πριν από την είσοδο της πόλης, απεσταλμένοι του Κεμάλ δεν του επέτρεψαν την είσοδο στην πόλη. Η Αμάσεια δεν είναι χώρα ευρωπαϊκή, και επειδή δεν αναγνωρίζει και την υπό ξένη κατοχή ευρισκομένην κυβέρνησιν και Χαλιφείαν Κωνσταντινουπόλεως, αδυνατεί να φιλοξενήσει αυτόν 21. Αυτό ήταν το κομβικό σημείο στην επαναστατική δράση του Μουσταφά Κεμάλ. Ήταν η πρώτη επιτυχία του απέναντι στους Συμμάχους. Θεωρούσε την Τουρκία χώρα υπό ξενική κατοχή και όχι ηττημένη του Α Παγκοσμίου Πολέμου, και αμφισβητούσε ευθέως την επίβλεψη των όρων της Ανακωχής. Ο σουλτάνος και η κυβέρνησή του δεν εκπροσωπούσαν τίποτε γι αυτόν το φιλόδοξο Νεότουρκο αξιωματικό, με τη χρηματοδότηση των οποίων κινήθηκε όλο αυτό το διάστημα. Υπήρξε και χειρότερη εξέλιξη στην περιοχή, γιατί ο Άγγλος αξιωματικός επέστρεψε στη Μερζιφούντα, παρέλαβε τους Ινδούς στρατιώτες, που έδρευαν στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια και έφυγε για την Αμισό. Ο Μουσταφά Κεμάλ, με αυτόν τον τρόπο, επηρέασε και εμπέδωσε την εμπιστοσύνη του στους μέσους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, που αμφιταλαντεύονταν μέχρι τότε, και τους προσεταιρίστηκε. Στις 25.7.1919, ο Callthrope, ύπατος Άγγλος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη, σε αναφορά του προς τον προϊστάμενό του κόμη Curzon του 19 Γαβριηλίδης, Πόντος, 42. 20 Ό. π. 21 Ό. π., 43-44. 191
Kedleston, προσπαθούσε να επιτύχει την απομάκρυνση του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για την παρακώληση του έργου της αγγλικής πολιτικής 22. Στις 27.8.1919, ο ύπατος αρμοστής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη J. Robeck πίεζε τον Έλληνα συνάδελφό του Σ. Κανελλόπουλο, και αυτός με τη σειρά του έπεισε τον τοποτηρητή του Πατριαρχικού Θρόνου, μητροπολίτη Προύσσης Δωρόθεο, να απομακρύνει το μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλλη, την ψυχή του Ποντιακού Ελληνισμού, από την έδρα του, την Αμισό 23. Οι Έλληνες του δυτικού Πόντου θα υπέκυπταν εύκολα στις θηριωδίες των Τούρκων, χωρίς το γενναίο μητροπολίτη τους. Η συμπαιγνία καταντούσε τραγική. Η αγγλική πολιτική άλλαζε γραμμή πλεύσης, σε ό,τι αφορούσε το Ποντιακό Ζήτημα. Το Σεπτέμβριο του 1919, οι Άγγλοι απέσυραν από την Αμισό τη μικρή δύναμη των διακοσίων Ινδών και αποχώρησαν. Το χαρμόσυνο για τους Τούρκους γεγονός, το ανήγγειλε ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ στις 27-28 του ίδιου μήνα 24. Οι σύμμαχοι της Ελλάδος, Άγγλοι, Γάλλοι και Αμερικανοί στράφηκαν αθόρυβα προς το Μουσταφά Κεμάλ. Οι Σύμμαχοι αποδείκνυαν, με την καίρια αυτή κίνησή, ότι διαφοροποιήθηκε η πολιτική τους στο Ανατολικό Ζήτημα. Η κεμαλομπολσεβική προσέγγιση απέφερε συγκεκριμένα αποτελέσματα, αρνητικά για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολής και ιδιαίτερα θετικά για το Μουσταφά Κεμάλ και τους οπαδούς του. Στις 17 Οκτωβρίου 1919, ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Πατριαρχείου Δωρόθεος και ο Αρμένιος Πατριάρχης, επισκέφθηκαν τον ύπατο αρμοστή J. Robeck, στον οποίο παρουσίασαν τις ανησυχίες τους, και του εξέθεσαν τις επώνυμες καταγγελίες τους, καθώς και το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί. Κατέληξαν με τη φράση ότι: δεν επρόκειτο να οδηγηθούν ως πρόβατα επί σφαγήν 25. Η κοινή μοίρα οδήγησε σε σύμπνοια τους δύο ανώτατους χριστιανούς ιεράρχες, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία. Οι ανώτατοι ιεράρχες των υπόδουλων χριστιανών προειδοποίησαν τους Συμμάχους ότι, δεν επρόκειτο, πλέον, να οδηγηθούν στην εξόντωση, όπως κατά τη νεοτουρκική περίοδο. Ήταν ηλίου φαεινότερον,ότι τις ίδιες πρακτικές εφάρμοζαν οι ανερχόμενοι κεμαλικοί, οι οποίοι ήταν οι μέχρι πρότινος Νεότουρκοι. Αν δεν πραγματοποιούνταν επεμβάσεις των ισχυρών Συμμάχων υπέρ των προδιαγεγραμμένων χριστιανών, οι χριστιανοί θα απαιτούσαν το δίκαιό τους, με κάθε μέσο. Ο επίσκοπος της Πάφρας, και βοηθός επίσκοπος του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, Ευθύμιος Αγριτέλης απέστειλε στον S. J. Perrig δύο επιστολές, στις 14 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου 1920, στις οποίες κατήγγειλε, και περιέγραφε, τη δολοφονία πέντε Ελλήνων στο ελληνικό χωριό Ταφλάνκιοϊ, και άλλων δεκαπέντε στα χωριά Φουντουκλί και Ζάρα, κοντά στην Αμάσεια. Από τους πέντε πιστούς της επισκοπής του, ο ένας ήταν ιερέας, ο άλλος απλός πολίτης και οι τρείς ήταν γυναίκες. Ο ιερέας Νικόλαος πυροβολήθηκε έξι φορές στο στομάχι. Ο Λάζαρος σχεδόν αποκεφαλίστηκε, με χτύπημα από πίσω. Οι δύο γυναίκες πυροβολήθηκαν και ακρωτηριάστηκαν, ενώ το πτώμα της νεαρής Ελένης Κ. Τεστζόγλου δε βρέθηκε 26. Στις 25 Φεβρουαρίου 1920, η Επιτροπή των εν Ελλάδι Ποντίων στην Αθήνα κατήγγειλε στον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος Πολίτη τις θηριωδίες των κεμαλικών, και ζήτησε την άμεση παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης. Οι 22 Φωτιάδης, Γενοκτονία, VIII, 71. 23 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 327. 24 Κεμάλ, Ομιλίες, 19, 27, 121, 132-133. 25 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 325. 26 Ό. π., 325, 327. 192
κεμαλικοί εξόπλιζαν όλους τους μουσουλμάνους χωρικούς, φανάτιζαν τον όχλο, ζητούσαν την εξόντωση των χριστιανών, συγκροτούσαν συνελεύσεις και ετοιμάζονταν για γενικές σφαγές 27. Το Μάρτιο του 1920, ο Ματθαίος Κωφίδης έστειλε άνθρωπό του, τον Α. Παπαδόπουλο, στην Κωνσταντινούπολη για να μάθη από τον Έλληνα αρμοστή Κατεχάκη πότε και πόσος στρατός θα ερχόταν να καταλάβει τον Πόντο. Η απάντηση που έλαβε ήταν απογοητευτική. Ουδεμία ελπίς υπάρχει αποστολής στρατού στον Πόντο και κατά συνέπειαν να είναι επιφυλακτικοί εις τας σχέσεις των μετά των Τούρκων 28. Ο Ελληνισμός του Πόντου οδηγούνταν, πλέον, σε σφαγή. Χωρίς καμία συμπαράσταση από την Ελλάδα και τους Συμμάχους, οι Έλληνες οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια σε αχαλίνωτη σφαγή, από τις ορδές του Μουσταφά Κεμάλ. Οι κεμαλικοί τσέτες ήδη διέτρεχαν την ύπαιθρο χώρα, παρά την όποια απειλή εξωτερικής επέμβασης. Στις αρχές Μαΐου του 1920, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης κλήθηκε τηλεγραφικά στην Κωνσταντινούπολη, για να λάβη μέρος ως μέλος της Ιεράς Συνόδου στην εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη 29. Άφησε τη διαχείριση των εθνικών ζητημάτων στο βοηθό επίσκοπο Ευθύμιο Αγριτέλη και στον πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα Αϊβαζίδη, τακτοποίησε τις υπάρχουσες εκκρεμότητες και ανεχώρησε. Οι κεμαλικές αρχές, στη συνέχεια, ερεύνησαν τη μητρόπολη και κατέσχεσαν τα βιβλία της 30. Μετά την αναχώρηση του μητροπολίτη Γερμανού στην Κωνσταντινούπολη, σε διάστημα ενός μηνός, από 29.6.1920 έως 31.7.1920, ο βοηθός επίσκοπος του μητροπολίτη και επίσκοπος της Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης του απέστειλε δέκα επιστολές, στις οποίες διεκτραγωδούσε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το ελληνικό στοιχείο της περιφέρειάς του. Στην επιστολή της 1 ης Ιουλίου, μεταξύ άλλων, περιέγραφε το κλίμα του θρησκευτικού φανατισμού που δημιουργούσαν οι χοτζάδες και οι ιμάμηδες στα τζαμιά, και τα αντίποινα που προετοίμαζαν, για την κατοχή της δυτικής Μικρασίας από τον ελληνικό στρατό. Εν τοις τζαμίοις κηρύσσεται φανερά και συνιστάται ο υπέρ πάντων αγών παρουσιαζομένων ως αληθώς λαβόντων χώραν των διαφόρων ψευδών περί βιαιοπραγιών του ελληνικού στρατού κατά των μουσουλμάνων 31. Όταν οι χοτζάδες δραστηριοποιούνταν κατ αυτόν τον έντεχνο τρόπο, αποσκοπούσαν στην ενεργοποίηση και του τελευταίου Οθωμανού χωρικού και του πλέον μετριοπαθούς. Τα όποια ατυχή γεγονότα, παρουσιάζονταν με αριστοτεχνικό τρόπο, προκειμένου να εξαφθούν τα μίση και τα πάθη του όχλου. Αυτό επιζητούσε επίμονα ο Μουσταφά Κεμάλ, γιατί αυτή ήταν η πολυπολιτισμική μουσουλμανική δύναμή του. Στις 10 Αυγούστου 1920, στην αίθουσα του δημαρχείου των Σεβρών, υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην επίσημη συνεδρίαση, ο πρόεδρος της Γαλλίας Millerand τόνισε την εχθρική στάση της Αυτοκρατορίας εναντίον των κρατών που πολέμησαν για το δίκαιο και την ελευθερία, τα οποία τόσες φορές στο παρελθόν την είχαν σώσει από βέβαιο διαμελισμό και 27 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1920, Α/5/VI, Πόντος, α. π. 2434, Αθήναι 25.2.1920. 28 Ψαθάς, Πόντος, 415. 29 Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ότι η μετακίνησή του στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκε κατά τα μέσα του 1920 (Καραβαγγέλης, Ποντιακά, 115), αλλά αυτή πραγματοποιήθηκε πριν από τις 13. 5.1920, όπως φαίνεται από τηλεγράφημα του F. O. της αγγλικής αρμοστείας της Κωνσταντινούπολης (Φωτιάδης, Γενοκτονία, 327). 30 Ό. π., 415-417. 31 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1920, Α/4 α, α. π. 108, Αμισός 17.8.1920. 193
ανεπανόρθωτες καταστροφές, και επομένως δεν μπορούσαν να την εμπιστεύονταν πια 32. Στις 24 Αυγούστου 1920, σε αντιπερισπασμό για τη Συνθήκη των Σεβρών, μονογραφήθηκαν ορισμένοι όροι της συμφωνίας της κυβέρνησης του Μουσταφά Κεμάλ με τη Ρωσία, στο πλαίσιο Συμφωνία της Μόσχας. Από τις 11 Μαΐου του 1920, μία επιτροπή της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας, με πρόεδρο τον υπουργό Εξωτερικών Μπεκήρ Σαμή, είχε μεταβεί στη Ρωσία για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων. Η τελική Συμφωνία της Μόσχας υπογράφηκε στις 16 Μαρτίου 1921 33. Στις 27 Αυγούστου 1920, ο γιατρός της Αμισού Ν. Μακρής, ακριβής γνώστης της πραγματικότητος στην περιοχή Αμισού-Πάφρας, προειδοποιούσε τον ύπατο αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη Σ. Κανελλόπουλο για τις ολέθριες συνέπειες που θα είχε η μη προστασία του ελληνικού στοιχείου, ολοκλήρου του Πόντου, και οι τρομερές ευθύνες που είχαν, όσοι είχαν ταχθεί να το προστατεύουν. Οι υπήκοοι των Συμμάχων στον Πόντο μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη και μόνο οι Έλληνες παρέμεναν στην διάκρισιν των δημίων της φυλής 34. Όλα ήταν μάταια. Οι ξένοι, που βρίσκονταν στον Πόντο, αναχωρούσαν με εντολές και υπό την προστασία των προξενείων τους, ενώ ο Ελληνισμός του Πόντου αφηνόταν στην τύχη του. Το Σεπτέμβριο του 1920, διακόπηκε κάθε επαφή της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Πόντου και της Μαύρης Θάλασσας, και στην αλληλογραφία επιβλήθηκε αυστηρή λογοκρισία 35. Το Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου, το Οικουμενοκό Πατριαρχείο διέκοψε τις σχέσεις του με τη νέα φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση, γιατί τη θεώρησε καταστροφική για τις εθνικές υποθέσεις 36. Αυτήν την περίοδο, ο μητροπολίτης Γερμανός άρχισε να συγκεντρώνει στο σπίτι του, στην Κωνσταντινούπολη, τους δυσαρεστημένους Οθωμανούς, Κούρδους και Τσερκέζους. Εξαιτίας της διαφαινόμενης άμεσης κεμαλικής απειλής, τους προέτρεψε να εισβάλουν στην Ανατολή και να σχηματίσουν ισχυρά αντάρτικα σώματα, προκειμένου να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στο παράνομο κράτος του Κεμάλ. Αποφασίστηκε, μέσω της αρμοστείας, να διευκολυνθεί από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές της Δυτικής Μικρασίας η είσοδός τους στο οθωμανικό έδαφος, δια μέσου των συνόρων 37. Ο Ραφέτ, ο σκληροπυρηνικός Νεότουρκος στρατιωτικός διοικητής των παραλίων του Πόντου, με έδρα την Αμισό, συνελήφθη στο Μποσταντζί της Κωνσταντινούπολης, καθ οδόν προς την Ανατολή. Ήταν ο αίτιος των καθημερινών απαγχονισμών σε Αμισό και Πάφρα, αλλά και όλων των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν υπό την καθοδήγησή του, κατά τη νεοτουρκική περίοδο των διωγμών. Τον αναγνώρισε ένας Αμισινός και τον κατήγγειλε στην αγγλική αστυνομία. Ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος τον αναγνώρισε, παρά το ότι έκρυβε με μεγάλη επιμέλεια την ταυτότητά του. Ο μητροπολίτης τον χαστούκισε, ενθυμούμενος τα εγκλήματα στην Επαρχία του, μη μπορώντας να συγκρατηθεί. Μεταφέρθηκε στο Μόδι, με τη συνοδεία δύο αστυνομικών, όπου φυλακίστηκε, και στη συνέχεια οι Άγγλοι τον εξόρισαν στη Μάλτα 38. 32 Ε. Αλαμανή-Κ. Παναγιωτοπούλου, Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας σε διωγμό, Ι. Τ. Ε. Ε., 2, 15. 33 Κεμάλ, Ομιλίες, 147-148. 34 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1920, Α/4 α, α. π. 113, Αμισός 27.8.1920. 35 Μπέλλου, Ποντιακά, 115. Κουλοχέρης, Αμισός, 48. 36 Ό. π., 116. 37 Ό. π., 115. 38 Ό. π., 122. 194
Κατά τα τέλη Δεκεμβρίου του 1920, άρχισε η συλλογή όπλων από τα ελληνικά χωριά. Οι Έλληνες της υπαίθρου γνώριζαν πολύ καλά τι σήμαινε αυτή η ενέργεια, να παραδοθούν δηλαδή άοπλοι στη γενική σφαγή, και γι αυτό αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά 39. Το σχέδιο ήταν αριστοτεχνικό, και είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κατά τη νεοτουρκική περίοδο των διωγμών. Οι Έλληνες έπρεπε να οδηγηθούν άοπλοι στη γενική σφαγή, όπως το 1915 οι Αρμένιοι. Είχε αρχίσει η μαζική υλοποίηση του εγκληματικού σχεδίου της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων, από τις κεμαλικές ορδές. Οι Έλληνες της Πάφρας προτιμούσαν να πεθάνουν ελεύθεροι στο βουνό, παρά να βρίσκονται στο έλεος και στη διάθεση του κάθε δολοφόνου Τούρκου. 2. Η ένοπλη αντίσταση κατά την Κεμαλική Περίοδο Στην περιοχή της Πάφρας, κατά το 1919-στη διάρκεια της Ανακωχής, η κατάσταση συνέχιζε να είναι τεταμένη. Παρά τα προβλήματα, οι αντάρτες μπορούσαν να κυκλοφορούν οπλισμένοι και μέσα στα μουσουλμανικά χωριά. Μετά την έλευση του Μουσταφά Κεμάλ στην Αμισό, στις 19 Μαΐου 1919 και το πέρασμά του από το δυτικό Πόντο, η κατάσταση οξύνθηκε επικίνδυνα 40. Ο S. J. Perring, καθ όλη τη διάρκεια του 1919, πίεζε την αγγλική αρμοστεία της Κωνσταντινούπολης για τη μετακίνησή του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλλη στην Πόλη, διότι θεωρούσε ότι δεν εργαζόταν για την καθιέρωση της έννομης τάξης. Οι πιέσεις αυτές απέδωσαν καρπούς, και ο μητροπολίτης μετακινήθηκε το 1920 στην Κωνσταντινούπολη. Ο S. J. Perring, στις 30 Απριλίου του 1920, σε αναφορά του προς την αρμοστεία, ανέφερε τα εξής: η τουρκική κυβέρνηση αρνείται να προστατεύσει τα χριστιανικά χωριά, επομένως αυτοί αναγκάζονται να ενωθούν και να οπλιστούν οι ίδιοι 41. Είχε μεσολαβήσει, μεταξύ άλλων, η άγρια δολοφονία στο Ταφλάνκιοϊ των τριών Ελλήνων που προαναφέραμε. Ο πολέμιος του μητροπολίτη αναγκάστηκε έμμεσα να αναθεωρήσει την άποψή του, αλλά και να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα του αντάρτικου αγώνα. Στις 3 Ιουνίου 1920, ο S. J. Perring, φοβερά ανήσυχος, λόγω της συνεχώς αυξανόμενης κεμαλικής εγκληματικότητας, ζήτησε από την Ύπατη αγγλική αρμοστεία της Κωνσταντινούπολης την περιπολία αγγλικού πολεμικού πλοίου στις παράλιες πόλεις του Πόντου, για εκφοβισμό των Τούρκων 42. Στα τέλη Μαΐου του 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ βρισκόταν στις Θέρμες Φαζημωνιτών (Κάβζα) και συνοδευόταν από μια στρατιωτική μονάδα, η οποία αποτελούνταν από διακόσιους άνδρες περίπου. Η στολή τους ήταν από εκλεκτό ύφασμα και όχι από απλό στρατιωτικό χακί. Φορούσαν πηλήκιο χωρίς γείσο, στο μέτωπο του οποίου υπήρχε μεταλλική φλόγα και ένα αστέρι χωρίς μισοφέγγαρο. Παρά το ότι ήταν πεζοί, φορούσαν μπότες του ιππικού και είχαν μαστίγιο στο λαιμό της μπότας. Οι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στο στρατιωτικό κτίρο της πόλης, ενώ ο αρχηγός τους εγκαταστάθηκε στο μοναδικό ξενοδοχείο, που είχε ηλεκτρικό ρεύμα, και το οποίο ήταν ιδιοκτησία του επισκόπου Αριστείας, με έδρα την Κάβζα, Ιεροθέου 39 Μαρτυρίες Παρασκευαΐδη Α., Αντωνιάδη Θ., Παρασκευόπουλου Γ., Τσοπανίδη Παν. Βαλαβάνης, Ιστορία, 231-232. 40 Μαρτυρία των καπετάνιων Τομπάκογλου Ιωσήφ και Τσομπάνογλου Νικολάου. 41 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 322. 42 Ό. π., 328. 195
Χριστοδουλίδη. Οι στρατιωτικοί αυτοί επί τρείς ημέρες, με τη συνοδεία νταουλιού και ζουρνά, χωρίς να γνωρίζουν χορό, επί ένα τέταρτο της ώρας χόρευαν, ένα τέταρτο γυμνάζονταν και ένα τέταρτο αναπαύονταν. Ο Μουσταφά Κεμάλ, επί τρείς ημέρες (25-27 Μαΐου), δε βγήκε καθόλου από το ξενοδοχείο, αλλά κάθε βράδυ συγκέντρωνε τους προύχοντες της πόλης και συνεδρίαζε μαζί τους μυστικά. Την τέταρτη ημέρα μετέβη στο στρατιωτικό κτίρο, όπου σταμάτησε αμέσως ο χορός. Ήταν ένας άνδρας ξανθός, μετρίου αναστήματος, με φαρδείς ώμους, διαπεραστικό βλέμμα και υπερήφανο παράστημα. Λίγο αργότερα, κατέβηκε στον κεντρικό δρόμο 43. Ο Μουσταφά Κεμάλ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1881, και ήταν γιός του Αλβανού Αλή Ριζά και της τουρκάλας Ζουμπεϊντέ Χανούμ 44. Οι αντάρτες στα βουνά πληροφορήθηκαν την έλευση του Νεότουρκου αξιωματικού, για στρατηγό ανέφεραν οι πληροφορίες, ο οποίος ήταν απεσταλμένος των Συμμάχων, και που η παρουσία του αποσκοπούσε στην κατάπαυση των εχθροπραξιών στην περιοχή. Άλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι, ο στρατηγός αυτός θα αντιμάχονταν το σουλτάνο και άλλες, ότι οργάνωνε στρατό για να χτυπήσει τους Έλληνες. Οι πληροφορίες των μουσουλμάνων, που κυκλοφορούσαν μεταξύ τους, ανέφεραν ότι: τους είχαν ενημερώσει άλλοι συμπατριώτες τους πως πρέπει να οργανωθούν και στα χωριά και άλλα τέτοια πράγματα 45. Οι τελευταίες πληροφορίες ήταν οι πλέον αξιόπιστες, και προέρχονταν από απλούς χωρικούς, οι οποίοι καλούνταν να εξοπλιστούν και να είναι έτοιμοι για δράση. Σε μια σύσκεψη των καπετάνιων της περιοχής Πάφρας, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Μουσταφά Κεμάλ μετέβη στον Πόντο για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, εφοδιασμένος με πολύ χρήμα, αποφάσισαν να στείλουν τον καπετάνιο Βασίλειο Τσαουσίδη για να τον συναντήσει, και να του θέσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Και εμείς θέλαμε να τον δούμε και να ζητήσουμε τη βοήθειά του για εμάς και τις οικογένειές μας 46. Οι αντάρτες, αλλά και οι οικογένειές τους, που μόλις είχαν κατέβει από το βουνό, βρίσκονταν στο έσχατο σημείο επιβίωσης, παρά το ότι είχε μεσολαβήσει η Ανακωχή. Το ένστικτο της επιβίωσης κρατούσε τους αντάρτες στο βουνό. Δεν υπήρχε οργανωμένη παραμονή των ανταρτών στο βουνό, παρά το ότι είχαν ξεκινήσει οι διεργασίες για το Ποντιακό Ζήτημα. Ο Βασίλειος Τσαουσίδης μετέβη στην Κάβζα. Στον κεντρικό δρόμο συνάντησε έναν Τούρκο αξιωματικό, ο οποίος τον σταμάτησε και σε αυστηρό τόνο τον επέπληξε. Ο καπετάνιος φορούσε στο κεφάλι του ρωσικό καπέλο και έφερε ένα μακρύ ξίφος, το οποίο του είχαν δωρίσει οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα, το 1916. Η θέα των ρωσικών διακριτικών ήταν αυτή που εξόργισε τον άσημο, μέχρι τότε, στην περιοχή αξιωματικό. Ο Μουσταφά Κεμάλ τον ρώτησε σε έντονο ύφος, ποιός ήταν και με ποίου εντολή κυκλοφορούσε πάνοπλος μέσα στην πόλη. Ο καπετάνιος, ξαφνιασμένος, του απάντησε ότι με διαταγή των Συμμάχων και των Ρώσων το έκανε, ενώ παράλληλα δέχτηκε ηχηρό ράπισμα. Ο Βασίλειος Τσαουσίδης, είδε τους στρατιώτες που γυμνάζονταν εκεί δίπλα, κατάλαβε ότι δεν ήταν συνετό να αντιδράσει βίαια και του είπε μόνο: άκου τουρκόπαιδο, γι αυτό που έκανες δε θα μπορέσετε εσείς οι Τούρκοι να κουβαλάτε από αύριο τους νεκρούς σας με τα κάρα, που θα έχετε 43 Πρόδρομος Ηλιάδης, Απομνημονεύματα από τα φριχτά γεγονότα της περιοχής Χάβζας του Πόντου 1914-1923, Αξιούπολις 1984, 24-26. 44 Κεμάλ, Ομιλίες, 17. 45 Μαρτυρία Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. Μαρτυρίες Τομπάκογλου Ιωσήφ, Χατζηθεοδωρίδη Παν., Τσομπάνογλου Ν. και Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 46 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παν. 196
στη διάθεσή σας. Θα σας δείξω εγώ ποιος είμαι 47. Αν ο καπετάνιος αντιδρούσε βίαια, και σκότωνε τον άσημο και άγνωστο αξιωματικό, συνηθισμένο πράγμα άλλωστε για ζητήματα τιμής, θα είχε αλλάξει ο ρούς της ιστορίας. Ο Ελληνισμός του Πόντου, αλλά και της Ανατολής, θα είχε γλιτώσει από το χειρότερο εφιάλτη της. Ο Μουσταφά Κεμάλ συνέχισε να πεζοπορεί, και λίγο πιο κάτω συνάντησε έναν πάνοπλο καβαλάρη. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου, και έκανε νόημα στον καβαλάρη να σταματήσει. Ο άγνωστος καβαλάρης ήταν ο καπετάνιος της γειτονικής Λαοδικείας του Πόντου (Λατίκ) Σωκράτης Λαζαρίδης. Ο Κεμάλ του επανέλαβε την ίδια ερώτηση. Ο καπετάνιος, αγριεμένος, του έβρισε τη γυναίκα με τη χειρότερη βρισιά, και του αντιγύρισε την ερώτηση: εσύ ποιος είσαι και με ποίου διαταγή βγήκες μπροστά μου; 48 Ο Μουσταφά Κεμάλ ξαφνιάστηκε, όταν είδε τις απειλητικές διαθέσεις του καπετάνιου, κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, βρισκόταν μακριά από το στρατώνα, παραμέρισε και γύρισε στο στρατώνα. Ο αγέρωχος και σκληροτράχηλος καπετάνιος είχε πράξει αυτό που του είχε προστάξει η συνείδησή του, και εξανάγκασε τον αξιωματικό να κάνει την ανάγκη φιλότιμο. Αν οι καπετάνιοι γνώριζαν ποιός ήταν ο πραγματικός σκοπός εκείνου του αξιωματικού, όλα θα είχαν αλλάξει στο πολιτικό προσκήνιο. Πέρα από τις οποιεσδήποτε μεμονωμένες ενέργειες, οι αντάρτες, όσοι από αυτούς παρέμεναν στα βουνά, θα είχαν αλλάξει το ρού της ιστορίας, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Όταν ο Μπαϊράμπεης της Κάβζας πληροφορήθηκε τα γεγονότα με τους δύο καπετάνιους, τον συμβούλευσε να μην επαναληφθεί το επεισόδιο, και του συνέστησε να πάρει τη στρατιωτική μονάδα του και να φύγει το συντομότερο δυνατό. Το ίδιο βράδυ, από σύμπτωση, στη γειτονική περιοχή του Καβάκ, ο καπετάνιος Κυριάκος Παπαδόπουλος σκότωσε σε ενέδρα δεκαοκτώ χωροφύλακες. Μόλις γνωστοποιήθηκε το γεγονός, ο Μπαϊράμπεης κάλεσε στο σπίτι του το Μουσταφά Κεμάλ, και του συνέστησε να φύγει αμέσως. Αμέσως μετά, κάλεσε τον καπετάνιο Βασίλειο Τσαουσίδη, τον υποδέχτηκε με θέρμη, και τον παρακάλεσε να θεωρήσει το επεισόδιο λήξαν, γιατί έδιωξε από την πόλη το θρασύτατο αξιωματικό 49. Μετά τα επεισόδια αυτά, ο Μουσταφά Κεμάλ τοποθέτησε τους στρατιώτες του σε δύο στίχους, τέθηκε επικεφαλής τους, πάνω σε ένα γέρικο και κοκαλιάρικο άλογο που του έφεραν, και οδεύοντας στο δεξιό μέρος του δρόμου κατευθύνθηκε προς την Αμάσεια 50. Μετά από αυτά τα γεγονότα και τις πληροφορίες για τον πραγματικό σκοπό, για τον οποίο ο Μουσταφά Κεμάλ βρισκόταν στον Πόντο, κάποιοι από τους οπλίτες, που είχαν κατέβει στα χωριά, αναγκάστηκαν να ξαναφύγουν στο βουνό και να οπλιστούν. Οι κεμαλικές συμμορίες, που είχαν εμφανιστεί, λυμαίνονταν την περιφέρεια 51. Οι καπετάνιοι άρχισαν να ανησυχούν σοβαρά για το δράμα που έβλεπαν να ξετυλίγεται μπροστά τους, από τη συστηματική οργάνωση των μουσουλμάνων χωρικών, οι συνέπειες του οποίου ήταν απρόβλεπτες. Ο καπετάνιος Κυριάκος Παπαδόπουλος, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε αρχικαπετάνιο, μετά το θάνατο του Γενικού Αρχηγού Αντώνη Χατζηελευθερίου, πραγματοποίησε σύσκεψη των σημαντικότερων καπετάνιων στο Γιούνταγ. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε:. όσο είναι νωρίς, να εξουδετερώσουμε μερικά από τα καίρια σημεία των Τούρκων στην περιοχή, που ήταν σταθμοί ανεφοδιασμού και βάση επιχειρήσεων κατά των ανταρτών 47 Μαρτυρίες των καπετάνιων Χατζηθεοδωρίδη Παν. και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 48 Ηλιάδης, Χάβζα, 28. 49 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 231. 50 Ηλιάδης, ό π., 29. 51 Μαρτυρίες Αντωνιάδη Θ. και Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 197
κατά το 1915-1917 52. Οι εμπειροπόλεμοι καπετάνιοι δεν ήθελαν να επαναλειφθούν τα λάθη των διώξεων της πρώτης περιόδου. Για το σκοπό αυτόν, ειδοποίησαν όλους τους καπετάνιους, και τους οπλίτες, να είναι έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Ο πρώτος και κυριότερος στόχος των καπετάνιων ήταν η κωμόπολη Τσαγσούρ, όπου έδρευαν τουρκικές στρατιωτικές μονάδες, που πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις, με τη συνοδεία ντόπιων τσετών, κατά των ανταρτών και έκαιγαν τα ελληνικά χωριά. Οι τσέτες κάτοικοι του χωριού είχαν αποκεφαλίσει με τσεκούρια αντάρτες και γυναικόπαιδα στην Παναγία του Ότκαγια, το 1917 και οι απλοί πολίτες είχαν πολλαπλά ατιμάσει γυναίκες και παρθένους 53. Το Τσαγσούρ 54 απέχει από την Πάφρα 40 χιλιόμετρα, βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Νεπιέν, ήταν μια προχωρημένη θέση στην καρδιά του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων και κατοικούνταν από μουσουλμάνους. Γι αυτούς τους λόγους, ο διοικητής της Πάφρας το επέλεξε σαν βάση ανεφοδιασμού και επιχειρήσεων, και εγκατέστησε δύο τάγματα του στρατού και χωροφύλακες. Μαζί με το στρατό συνέπρατταν και τριακόσιοι τσέτες, στην πλειοψηφία τους Λαζοί. Συνολικά υπήρχαν στην πόλη 3.000 στρατιώτες και 1.000 χωροφύλακες 55. Οι καπετάνιοι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την επιχείρηση εναντίον του Τσαγσούρ την ημέρα της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου του 1919. Η κίνηση αυτή πραγματοποιήθηκε, προκειμένου οι χωρικοί να μην υποψιαστούν τίποτε από την επιχείρηση, λόγω της μαζικής συμμετοχής των Ελλήνων στην εορτή της Παναγίας. Οι κάτοικοι της περιοχής Πάφρας συνήθιζαν να πανηγυρίζουν για ημέρες κατά την εορτή, με λύρες, νταούλια και ζουρνάδες (οξύαυλους). Με τον τρόπο αυτόν εύκολα μπορούσαν να μεταφέρουν τον οπλισμό και τα πυρομαχικά με ζώα, χωρίς να κινήσουν τις υποψίες των Τούρκων. Η θέση της εκκλησίας της Μονής βρίσκεται σε ένα εκτεταμένο πλάτωμα, με απέραντη θέα, και γι αυτό μπορούσε να φιλοξενήσει πολλούς προσκυνητές, αλλά και να λειτουργήσει σαν παρατηρητήριο. Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, συγκεντρώθηκαν γύρω από την εκκλησία περίπου 12.000 αντάρτες 56, από ολόκληρο το δυτικό Πόντο (Πάφρα, Κάβζα, Άνδραπα, Αμισό, Αμάσεια, Έρπαα). Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος είχε ειδοποιηθεί να μετακινηθεί με όλους τους άνδρες του, που ήταν περίπου 600-700, και να βρίσκεται στην Παχατσάχ Παναγιασί (Παναγία του Ότκαγια). Περπατούσαμε δύο μερόνυχτα για να φτάσουμε εκεί με ζώα, από βουνό σε βουνό 57. Η πορεία για τους αντάρτες ήταν δύσκολη και επίπονη, αλλά ο σκοπός ιερός, και γι αυτό όλοι οι αντάρτες ήταν παρόντες. Μετά την άφιξή τους στην Παναγία του Ότκαγια, άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεγάλη επίθεση. Ο επίσκοπος της Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης, με πρόταση 52 Μαρτυρίες των καπετάνιων Τομπάκογλου Ι. και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 53 Μαρτυρίες των καπετάνιων Τομπάκογλου Ι. και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. Μαρτυρίες Χατζηθεοδωρίδη Παν. και Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 54 Η σημερινή ονομασία του είναι Σούσεχηρ-Πόλη του Νερού, αλλά είναι ένα μεγάλο χωριό, τελείως παραμελημένο. Αυτοψία 2010. 55 Μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου. Ο μάρτυρας ήταν μικρό παιδί κατά τη διάρκεια της εκτόπισης των Παφραίων, και τον προστάτεψε ένας Τούρκος, φίλος της οικογένειας από το Ταταρλούκιοϊ (Χωριό των Τατάρων). Έζησε στο χωριό Μαρτάρ της Πάφρας, όπου βρήκε παντρεμένη την αδερφή του, την οποία είχαν απαγάγει και εξισλαμίσει Τούρκοι τσέτες, οι οποίοι είχαν δολοφονήσει τη μητέρα και τα δύο αδέρφια του. Το 1972, όταν έμαθε ότι οι συγγενείς του ζούσαν στην Ελλάδα, μετά από πολλές περιπέτειες, ευτύχησε να τους βρεί και να ζήσει μαζί τους. 56 Από το πλήθος των ανταρτών, ένα μεγάλο μέρος ήταν άοπλοι αντάρτες. Στη διάρκεια του αγώνα τόσο της νεοτουρκικής περιόδου, όσο και της κεμαλικής τα όπλα δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες των ανταρτών. Κατά τις επιχειρήσεις, οι αναλογίες μεταξύ των ένοπλων και των άοπλων ανταρτών ήταν ένας ένοπλος προς έναν έως τρείς άοπλους. 57 Μαρτυρίες των καπετάνιων Τομπάκογλου Ιωσήφ και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 198
και των άλλων καπετάνιων, όρισε αρχηγό της επίθεσης τον αρχικαπετάνιο Κυριάκο Παπαδόπουλο 58. Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, οι καπετάνιοι και οι οπλίτες άρχισαν να χορεύουν με τη συνοδεία οργάνων, με επικεφαλής τον επίσκοπο Ευθύμιο 59. Ήταν μια κίνηση που αποσκοπούσε στο να μην κινήσουν τις υποψίες των Τούρκων, αλλά παράλληλα να εμψυχώσουν και όλο το πλήθος των ανταρτών. Μια συνήθεια που χανόταν στα βάθη των αιώνων. Το ξημέρωμα, ανήμερα της εορτής, ορίστηκε η επίθεση. Ένα μέρος των ανταρτών, αρκετές εκατοντάδες, τοποθετήθηκε στο Εγριμπέλ, στο δρόμο μεταξύ Πάφρας και Αμισού. Ένα άλλο μέρος των ανταρτών τοποθετήθηκε στο Ινοζούν, στο δρόμο που ενώνει το Τσαγσούρ με την Πάφρα. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στο να μη φτάσουν έγκαιρα ενισχύσεις, από τα δύο μεγάλα κέντρα της περιοχής, σε περίπτωση που δεν εξελισσόταν ομαλά η επιχείρηση 60. Όταν χάραξε η μέρα, άρχισε η επίθεση. Το μεσημέρι το κεφαλοχώρι Τσαγσούρ αποτελούσε ένα απέραντο καμένο ερείπιο. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Τα θύματα του τραγικού απολογισμού υπολογίζονται σε δύο χιλιάδες, μεταξύ των οποίων στρατιώτες, χωροφύλακες, τσέτες, άνδρες και γυναικόπαιδα. Οι απώλειες των ανταρτών ήταν εκατόν ογδόντα νεκροί αντάρτες και εξήντα αγνοούμενοι. Οι Έλληνες αντάρτες περισυνέλεξαν πάρα πολλά όπλα, με τα οποία οπλίστηκαν οι άοπλοι αντάρτες 61. Οι τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι το γεγονός συνέβη το 1917 ή το 1918 62. 58 Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στο Τσορτουκλί της Άνδραπας το 1884. Ήταν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία Πόντιου καπετάνιου και αγωνιστή, που διακρινόταν για την ανδρεία του και είχε σπάνιες ηγετικές ικανότητες. Ήταν πολέμαρχος και το φόβητρο των Τούρκων. Υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό, σε ηλικία 27 ετών, μετά τη νεοτουρκική επανάσταση, όπου έμαθε την τέχνη του πολέμου. Κατά το επάγγελμα ήταν έμπορος μεγάλων ζώων, με περιοχή δράσης του το δυτικό Πόντο και τα βόρεια παράλια της δυτικής Μικράς Ασίας. Μετά την κήρυξη της Γενικής Επιστράτευσης του 1914, κατέφυγε στο βουνό της περιοχής του Ταφσάνταγ με όλα τα αδέλφια του (Αντωνιάδης, Αντάρτικο, 222-226). Η τύχη της οικογένειάς του ήταν τραγική. Τον πατέρα του τον δολοφόνησαν οι Τούρκοι, όταν έτρεξε να φύγει για να σωθεί από τους βασανιστές διώκτες του. Τη μητέρα του τη δολοφόνησαν οι Τούρκοι, όταν προθυμοποιήθηκε να τους φέρει νερό για να πιούν, που οι ίδιοι της το είχαν ζητήσει. Ο αδελφός του Λάζαρος τραυματίστηκε βαριά, σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση των κεμαλικών, και ζήτησε από τον καπετάνιο να τον σκοτώσει, για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων, όπως και έγινε. Το παιδί του, που γεννήθηκε στην εξορία, πέθανε από τις κακουχίες (Λάζαρος Τσακιρίδης, Ξεχασμένοι αντάρτες του Πόντου, 121-123 ). 59 Μαρτυρίες των καπετάνιων Τομπάκογλου Ι. και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. Μαρτυρίες Χατζηθεοδωρίδη Παν. και Φιλιππίδη Παντελή. 60 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 61 Μαρτυρίες των καπετάνιων Τομπάκογλου Ι. και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. Μαρτυρίες Χατζηθεοδωρίδη Παν., Παρασκευαΐδη Αβερκίου και Φιλιππίδη Παντελή. 62 Ak, Bafra, 17, 20-21. Τα θύματα, από τους χωρικούς, υπολογίζονται μεταξύ 360-400 κατοίκων, ενώ κάηκαν τα 200 από τα 500 σπίτια του χωριού. Οι ελληνικές και τουρκικές πηγές συμφωνούν ότι το Τσαγσούρ δεν ξανακατοικήθηκε παρά μόνο το 1923, όταν είχαν φύγει οι Έλληνες με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Τα αναφερόμενα θύματα του στρατού ήταν 8 νεκροί και 22 αντάρτες. Τα θύματα αυτά ανήκουν σε προηγούμενη επίθεση των ανταρτών εναντίον του χωριού (Ιούλιος 1916), γιατί οι τσέτες του είχαν καταντήσει η μάστιγα των ελληνικών χωριών με τις θηριωδίες και τις λεηλασίες που διέπρατταν. Αποκρύπτεται το πολύ μεγάλο μέγεθος των θυμάτων του στρατού, της χωροφυλακής και των τσετών, κατά την πάγια τουρκική τακτική σε περιπτώσεις ήττας, και τονίζεται μόνο ο αριθμός των χωρικών, για ευνόητους λόγους. Yusuf Gedikli, Pontus Meselesi, Istanbul 1999, 239-241. Yilmaz Kurt, Pontus Meselesi, Ankara 1995, 189-190. Οι δύο συγγραφείς δίνουν με ακρίβεια τον αριθμό τόσο των καμένων σπιτιών, που ήταν 150 συνολικά, όσο και των θυμάτων, που ανέρχονταν σε 367. Τα συνολικά θύματα για την περίοδο αυτή αγγίζουν τα 600. Τα θύματα αυτά άρδην ονομάζονται μάρτυρες, δεν υπάρχει καμία αναφορά στα εγκλήματα της νεοτουρκικής θηριωδίας και βαρβαρότητας, στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων, αλλά ούτε και των θηριωδιών αυτής της περιόδου, με την εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο της περιοχής προσωπικά του Μουσταφά Κεμάλ, όπου εκτός από αθώους πολίτες και γυναικόπαιδα, συστηματικά δολοφονούνταν οι κληρικοί και οι δάσκαλοι. Γνωρίζουν πολύ 199
Οι αντάρτες είχαν ξεπληρώσει το χρέος τους. Είχαμε πάρει και μια εκδίκηση, γιατί αυτοί οι ίδιοι στρατιώτες και χωροφύλακες, μαζί με τους ένοπλους του Τσασούρ το 1917 είχαν κάνει μεγάλο φονικό στο Παχατσάχ Παναγιασί, στο Ότκαγια του Νεπιέν 63. Δεν ήταν μόνο η εκδίκηση για όσα τραγικά είχαν συμβεί στην Παναγία του Ότκαγια. Ήταν όλα όσα δραματικά συνέβαιναν σε βάρος των Ελλήνων του κάμπου της Πάφρας, πριν από την άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ και την κορύφωσή τους, με το συστηματικό εξοπλισμό των μουσουλμάνων χωρικών, μετά το πέρασμά του από την περιοχή. Ήταν το ράπισμα του καπετάνιου από το Μουσταφά Κεμάλ, ήταν το ακόμη πιο σκοτεινό φόντο στον ορίζοντα. Οι καπετάνιοι Κυριάκος Παπαδόπουλος, Βασίλειος Τσαουσίδης, Συμεών Αλεξιάδης Σταυρίδης, Ιπποκράτης Δεδέογλου, Νικόλαος Καρασαββίδης, Παναγιώτης Χατζηθεοδωρίδης, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Ιωσήφ Τομπάκογλου και δεκάδες άλλοι γνωστοί και γενναίοι καπετάνιοι διατράνωσαν την πίστη τους στον κοινό, μέχρις εσχάτων, αγώνα και προειδοποίησαν τα τουρκικά χωριά με τους άθλιους τσέτες ότι, οι πράξεις τους δε θα έμεναν ατιμώρητες και θα προκαλούσαν αντίποινα, με οποιοδήποτε τίμημα. Ο λαός της Πάφρας ύμνησε αυτήν τη νίκη των ανταρτών, ως εξής: Οι Έλληνες της Πάφρας αντιστάθηκαν στους Τούρκους. Οι νέοι της σκοτωθήκανε, μα ήρθε νέα γενιά. Το Τσασούρ ήταν μια ανοιχτωσιά που το υπερασπίζονταν τρείς χιλιάδες στρατιώτες. Οι Παφραίοι το κάψανε, το αίμα πίσω το πήρανε. Στις ανηφοριές του Τσασούρ κελαηδούν τα πουλιά. Αρχηγός των ανταρτών ήταν ο Κυριάκος Παπαδόπουλος. Το Τσασούρ κάηκε από ψηλά, οι αντάρτες της Πάφρας ήρθαν από τον κάμπο. Οι κάτοικοι του Τσασούρ προσπάθησαν να φύγουν από τα στενά. 64 Μετά τη μάχη του Τσαγσούρ, οι αντάρτες αποφάσισαν να κάψουν και το χωριό Σαρπούν (Κάβζας) με τους επτά συνοικισμούς του, καθώς και μερικά ακόμη χωριά. Στο Σαρπούν υπήρχε δύναμη του τουρκικού στρατού, και δύο μεγάλοι Τούρκοι καλά την τραγική, για τους Έλληνες, πραγματικότητα, γιατί στα βιβλία τους χρησιμοποιούν ως πηγές πληροφόρησης τα κρατικά αρχεία, τα ημερολόγια της αστυνομίας και του στρατού. Η αποσιώπηση και η μεγέθυνση γεγονότων εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς. Sarisakal, Samsun, 31. Nuri YAZICI, Pontoscu Faaliyetler 1918-1922, Ankara 2003, 78. Η καταστροφή του χωριού αναφέρεται ότι συνέβη κατά το Νοέμβριο του 1916. Ο συγγραφέας, σε μια πιο ολοκληρωμένη στρατογραφειοκεντρική άποψη για το Ποντιακό Ζήτημα, παρουσιάζει συνοπτικά τις κεμαλικές θέσεις, σε 222 σελίδες, σε ένα μικρό εγχειρίδιο. Δε γίνεται καμία ουσιαστική αναφορά στους γηγενείς Ρωμιούς, παρά μόνο για να τους χρησιμοποιήσει, ώστε να δικαιολογήσει την τουρκική άποψη για τα δεινά που υπέστησαν οι τοπικοί μουσουλμάνοι. Οι ρωμέικοι πληθυσμοί σαν να μην είχαν παράδοση, πολιτιστική ταυτότητα και ιστορική μνήμη. Οι αρχές και οι αξίες των Ρωμιών-Ελλήνων ήταν, βέβαια, το φυσικό εμπόδιο στην επιχειρηθείσα κεμαλική ομογενοποίηση, και γι αυτόν το λόγο όφειλαν να τους εξοντώσουν, ως εχθρικά προς τον κεμαλισμό στοιχεία. Είναι γεγονός, ότι το κεμαλικό στρατοκεντρικό κατεστημένο ασχολήθηκε επισταμένα με το όλο ζήτημα, σε αντίθεση με την ελληνική πλευρά. Εξαίρεση αποτελεί, κατά τα τελευταία χρόνια, η εργώδης προσπάθεια των καθηγητών Κώστα Φωτιάδη και Πολυχρόνη Ενεπεκίδη. 63 Μαρτυρία του καπετάνιου Τομπάκογλου Ιωσήφ. Οι Έλληνες το Τσαγσούρ το πρόφεραν Τσασούρ. 64 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 300. Το τραγούδι είναι μεταφρασμένο από τα τουρκικά, στο οποίο υπάρχουν και δικές μου συμπληρωματικές παρεμβάσεις, προκειμένου να αποδοθεί πιο ολοκληρωμένα το νόημά του. 200
καπετάνιοι με τους άνδρες τους, ο Τανατζανίν Κέλ και ο Καράκομσουν Χατζή, που είχαν γίνει η μάστιγα για τα ελληνικά χωριά της περιοχής 65. Οι τσέτες των χωριών αυτών είχαν πυρπολήσει ολοκληρωτικά, και επανειλημμένα, τα ελληνικά χωριά. Οι αντάρτες ξεκαθάρισαν αυτά τα άντρα των τσετών, για να πάψουν να είναι η αιτία της νέας, κεμαλικής αυτή τη φορά, μανίας. Αν οι κεμαλικοί ήταν οργανωμένοι και δυνατοί στην περιοχή, τότε η τύχη των Ελλήνων ήταν προδιεγεγραμμένη και αυτονόητη. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε δώσει το στίγμα του στην Αμισό, και κυρίως στην Κάβζα, λίγους μήνες νωρίτερα. Ο κατ αρχήν κίνδυνος είχε αποφευχθεί. Δεν είχαμε στη συνέχεια αξιόλογα γεγονότα, μέχρι τις αρχές του 1921. Και οι Τούρκοι ακόμα δεν έδειχναν κάποια δραστηριότητα, φαίνεται πως ετοιμάζονταν στα κρυφά, χωρίς να εκδηλωθούν 66. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν μετά από αυτήν την περίοδο, γιατί οι τσέτες φοβήθηκαν τα χειρότερα και δεν αντέδρασαν. Όχι στα φανερά. Οι αντάρτες γνώριζαν, από πληροφορίες φίλων τους, ότι προετοιμάζονταν και ότι προσπαθούσαν να εξοπλίσουν και τον τελευταίο μουσουλμάνο χωρικό. Δε συνέβαινε το ίδιο και στα χωριά του κάμπου, τα οποία γνώριζαν μεμονωμένη, αλλά συστηματική βία. Δεν υπήρχε εκεί ο φόβος των αντιποίνων από τους Έλληνες αντάρτες. Τον Ιανουάριο του 1920, ο Χρυσόστομος Καραΐσκος, έφεδρος υπολοχαγός από την Οινόη του Πόντου, απολυμένος από τις τάξεις του στρατού ως έφεδρος το 1913, αναχώρησε από την Αθήνα για την Αμισό. Η Επιτροπή Ποντίων Ελλήνων της Αθήνας, δια του Χ. Καλαντίδη, στήριξε την απόφασή του αυτή, προκειμένου να οργανωθεί η δύναμη των ανταρτών στο δυτικό Πόντο. Οι αντάρτες δεν είχαν κεντρική διοίκηση, αλλά ούτε και υπήκουε ο ένας καπετάνιος στον άλλον. Συνεργάζονταν μόνο σε θέματα αλληλοϋποστήριξης, ενίσχυσης και αλληλοβοήθειας. Οι Έλληνες αντάρτες, αντί να οδηγηθούν σε εξολόθρευση με παθητικότητα, προτίμησαν την ένοπλη αντίσταση, όφειλαν, όμως, να βοηθηθούν σε θέματα διοίκησης 67. Η κίνηση αυτή του πρώην έφεδρου αξιωματικού Καραΐσκου, από τους κεμαλικούς μεταφράστηκε σαν οργανωμένη κίνηση Ελλήνων αξιωματικών, που είχαν στόχο τη στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών και τη δημιουργία πολλών βάσεων για τη μελλοντική Ποντιακή κυβέρνηση 68. Είναι μια πλήρης διαστρέβλωση του Ποντιακού Ζητήματος. Τρείς ημέρες μετά την άφιξή του στην Αμισό, ο Χρυσόστομος Καραΐσκος επικοινώνησε με τον επίσκοπο της Πάφρας Ευθύμιο Αγριτέλη και με το γιατρό και πρόεδρο της εφοροδημογεροντίας Ν. Μακρή. Ενθουσιάστηκε από την αυτοθυσία και το ζήλο του επισκόπου, ο οποίος μεριμνούσε για τις αναγκαίες προμήθειες πολεμοφοδίων και όπλων, ενώ παράλληλα παρενέβαινε θετικά στις διιστάμενες απόψεις των καπετάνιων. Τον προβλημάτισε, όμως, η έστω και στοιχειώδης προφύλαξη που δε λαμβανόταν γι αυτές τις εργασίες. Οι οπλαρχηγοί έμπαιναν στη μητρόπολη χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης, και έτσι έγινε κοινό μυστικό ότι, η μητρόπολη ήταν το κέντρο ανεφοδιασμού των ανταρτών. Την ίδια ώρα, που συνέβαιναν αυτά, κεμαλικοί διοικητικοί υπάλληλοι προσέρχονταν στον επίσκοπο για διάφορα θέματα. Επικρατούσε τόσο άκαιρος ενθουσιασμός, σε σημείο που ο 65 Μαρτυρία του καπετάνιου Καρασαββίδη Νικολάου. Gedikli, Pontus, 240-241. Kurt, Pontus, 189-191. Sarisakal, Samsun, 31. 66 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 67 Βαλαβάνης, Ιστορία, 250, 251. 68 Κεμάλ, Ομιλίες, 201. 201
επίσκοπος Ευθύμιος απείλησε το διοικητή της Αμισού ότι, αν δεν αποφυλάκιζε έναν αντάρτη, θα κατέβαζε στην πόλη πέντε χιλιάδες οπλοφόρους για να το πετύχει 69. Ο Καραΐσκος διαπίστωσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπεταναίων, προκειμένου να έχουν την εύνοια του επισκόπου, σε σημείο που δημιουργούνταν επικίνδυνες αντιζηλίες μεταξύ πραγματικά ηρώων οπλαρχηγών 70. Η εφοροδημογεροντία πρότεινε στον Καραΐσκο να αναλάβει τη γενική αρχηγία και τη διαχείριση του αγώνα. Ο Καραΐσκος εκδήλωσε την επιφύλαξή του, γιατί μπορούσαν να δημιουργηθούν μεγάλα προβλήματα στον ελληνικό πληθυσμό, αν οι κεμαλικοί μάθαιναν την ιδιότητά του. Οι επιφυλάξεις αυτές ξεπεράστηκαν, όταν οι προύχοντες τον διαβεβαίωσαν ότι ο κίνδυνος αυτός ούτως ή άλλως υπήρχε, ανεξάρτητα από το αν θα ενοχοποιούνταν ή όχι οι Έλληνες χριστιανοί 71. Όλοι οι Έλλήνες του δυτικού Πόντου γνώριζαν την τραγική αλήθεια. Το πρώτο μέρος της το είχαν βιώσει κατά τη νεοτουρκική περίοδο της εθνοκάθαρσης. Την εποχή εκείνη, οι διχόνοιες μεταξύ των ανταρτών είχαν φτάσει στο χειρότερο σημείο. Συνέβαιναν φόνοι και αντεκδικήσεις μεταξύ των πολεμιστών. Οι κεμαλικοί, επωφελούμενοι από αυτήν την κατάσταση, δολοφονούσαν ατιμωρητί Έλληνες χωρικούς. Ο Καραΐσκος αποφάσισε να συναντηθεί προσωπικά με τους οπλαρχηγούς, και να θέσει τέλος σε αυτήν την επικίνδυνη κατάσταση 72. Μέσα σε 45-50 ημέρες περιδιάβηκε τα τρία σαντζάκια του δυτικού Πόντου (Αμισού, Αμασείας, Τοκάτης), συναντήθηκε με όλους τους οπλαρχηγούς και συνέταξε κατάλογο τόσο των οπλισμένων, όσο και των άοπλων ανταρτών 73. Οι καπετάνιοι της περιοχής Πάφρας, στις αρχές του 1920, ειδοποιήθηκαν από το γραφείο του επισκόπου Ευθυμίου ότι ήρθαν αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, οι οποίοι ήθελαν να έρθουν σε επαφή μαζί τους. Αμέσως κινητοποιήθηκαν όλοι και συγκεντρώθηκαν στο χωριό Γιάιλα της Πάφρας, το οποίο βρισκόταν στα όρια των περιοχών Πάφρας, Κάβζας 74 και Αμισού. Η συγκέντρωση έγινε παρουσία του επισκόπου Ευθυμίου Αγριτέλη, του Χρυσοστόμου Καραΐσκου και του Αθ. Μπράβου. Στη σύσκεψη αυτή, ο Καραΐσκος και ο Μπράβος τόνισαν στους καπετάνιους ότι έπρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα τους, να τον δυναμώσουν και να επιτίθενται σε μέρη που υπήρχαν δυνάμεις του στρατού 75. Οι προτάσεις των Καραΐσκου και Μπράβου αποσκοπούσαν στην ουσιαστική οργάνωση του αγώνα. Μια οργανωμένη δύναμη αρκετών χιλιάδων ανταρτών μπορούσε να έχει καταπληκτικά αποτελέσματα, σε κάθε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Πέρα από τα υπαρκτά τοπικά προβλήματα με τους κεμαλικούς, το Ποντιακό Ζήτημα βρισκόταν σε κρίσιμη φάση. Αυτήν την περόδο, η θέση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η με κάθε θυσία επίτευξη συμφωνίας με τους Αρμένιους, διότι έτσι θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί ο διεσπαρμένος Ελληνισμός σε μια ελεύθερη και αυτοδιοικούμενη γωνιά του Πόντου, την οποία θα αναγνώριζαν οι Αρμένιοι. Οι Αρμένιοι ζητούσαν να εισέλθει ο Πόντος στην Αρμενική Δημοκρατία σαν ομόσπονδη ομάδα. Οι Πόντιοι τάχθηκαν υπέρ ενός 69 Βαλαβάνης, Ιστορία, 250-252. 70 Ό. π., 252. 71 Ό. π., 252-253. 72 Ό. π., 253. 73 Ό. π., 255. 74 Οι Θέρμες Φαζημονητών στην τουρκική απαντώνται ως Χάβζα-Κάβζα-Γάβζα. Ήταν διαφορετική γεωγραφική περιφέρεια, όπως και η Άνδραπα Νεάπολις (Βεζύρκιοπρου), αλλά κατά την περίοδο των διώξεων και το αντάρτικο ο λαός ήταν αδιαίρετος, αλληλοβοηθούμενος και αλληλοϋποστηριζόμενος εν παντί. 75 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παν. Η επιτροπή παρουσίασε στους καπετάνιους και το γιατρό της Αμισού Αθανάσιο Μπράβο σαν αξιωματικό του Ναυτικού, προκειμένου να εξυψώσει το ηθικό τους, και να τους πείσει ότι, η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφερόταν έντονα για τον αγώνα τους. 202
ομόσπονδου Ποντο-Αρμενικού κράτους και οι διαπραγματεύσεις οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Στις προτάσεις του Καραΐσκου, οι καπετάνιοι έθεσαν το εύλογο και καυτό ερώτημα της μη ύπαρξης των αναγκαίων όπλων, της έλλειψης πυρομαχικών και της παντελούς έλλειψης κάθε βοήθειας. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν δυνατό να συνεχισθεί ο αγώνας, χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια προς τους αντάρτες. Ο Καραΐσκος τους υποσχέθηκε ότι θα έστελναν, με καράβια, βοήθεια σε φάρμακα, γιατρούς και πολεμικό υλικό. Τα εφόδια θα μοιράζονταν αναλογικά σε όλα τα ανταρτικά τμήματα. Τα καράβια θα περιμένουν ένα δικό σας σύνθημα, με φωτιές που θα ανάψετε σε βουνά κοντά στα παράλια, μεταξύ Σαμψούντας, Πάφρας και Αλάτσαμ 76. Όλα αυτά, όμως, βρίσκονταν στις ευσεβείς προθέσεις του Καραΐσκου και των προκρίτων. Δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Για να ενθαρρύνουν τους καπετάνιους, ο Καραΐσκος και ο Μπράβος τους υποσχέθηκαν ότι σε αυτόν τον αγώνα θα τους βοηθούσαν οι σύμμαχοι Άγγλοι και Γάλλοι, ενώ ο γιατρός της Αμισού Αθ. Μπράβος παρουσιάστηκε ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Ο ερασιτεχνικός σχεδιασμός του αντάρτικου, που στηρίζονταν αποκλειστικά στη φιλοτιμία και στη φιλοπατρία ορισμένων Ποντίων, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί οργάνωση του αντάρτικου αγώνα, για τη διεκδίκηση του Ποντιακού Ζητήματος. Όλη αυτή η ευγενής προσπάθεια αποσκοπούσε στο να κρατηθεί άσβηστη η φλόγα στην καρδιά των ανταρτών της Πάφρας, οι οποίοι περίμεναν την εθνική τους δικαίωση, μετά από όσα τραγικά γεγονότα είχαν μεσολαβήσει σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής, κατά τη νεοτουρκική περίοδο της εθνοκάθαρσης. Όποιος πράγματι ήθελε, και μπορουσε να βοηθήσει τον αγώνα, ιδιώτες, σύλλογοι ή η ελληνική κυβέρνηση, δεν είχε παρά να εξοπλίσει με επάρκεια τους ένοπλους και άοπλους αντάρτες, και να τους εφοδιάσει με πυρομαχικά. Όλα τα υπόλοιπα ήταν δική τους υπόθεση. Οι αντάρτες, με μετρημένες σφαίρες και, ουσιαστικά, χωρίς εφόδια και πυρομαχικά, είχαν δώσει μέχρι τότε τον υπερ πάντων αγώνα, και είχαν καταφέρει να προστατεύσουν και να σώσουν τους ορεινούς ελληνικούς πληθυσμούς, που είχαν καταφύγει στα βουνά, από τη σφαγή και τον όλεθρο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορούσαν να επιτύχουν πολλά περισσότερα και να διεκδικήσουν ένοπλα τα δίκαιά τους, έφτανε μόνο να είχαν ικανή υποστήριξη και εξοπλισμό. Η αυτοθυσία, η γενναιότητα, τα ανδραγαθήματα και οι ηρωισμοί ήταν γι αυτούς καθημερινή και αυτονόητη υπόθεση. Μετά την αναχώρησή τους για την Αμισό, οι συζητήσεις συνεχίστηκαν με τον επίσκοπό, τους προκρίτους και τον Καραΐσκο. Στην πραγματικότητα, ο Δεσπότης της Πάφρας ήταν ο αρχηγός μας, μετά τη δολοφονία του αρχηγού Αντώνπασα 77. Πράγματι, ο επίσκοπος της Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης ήταν ο μόνος συνδετικός κρίκος μεταξύ των καπετάνιων, στο δύσκολο εκείνον αγώνα, και ο οποίος συνέπασχε με το δοκιμαζόμενο ποίμνιό του. Τον πιστεύαμε σαν Θεό μας, τον εκτιμούσαμε, τον σεβόμασταν Τον σεβόμασταν σαν πατέρα μας και ακόμη πιο πολύ 78. Ο επίσκοπος της Πάφρας ήταν η μόνη ελπίδα του καταδιωκόμενου και αγωνιζόμενου τον υπερ πάντων αγώνα του ελληνικού πληθυσμού της Πάφρας. Για τους αντάρτες, ο κάθε λόγος του ήταν νόμος, γιατί του είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη και τον περιέβαλλαν με απέραντο σεβασμό. Ήταν η προσωπικότητα του σεβάσμιου ιεράρχη, και όχι μόνο το ιερατικό σχήμα, που σαγήνευε τις καρδιές των σκληροτράχηλων και ανυπότακτων ανταρτών. Ήταν ο άνθρωπός τους. 76 Ό. π. 77 Ό. π. 78 Ό. π. 203
Ο Καραΐσκος, με τους συμβούλους του, προχώρησε σε ενέργειες που βοηθούσαν την επίλυση των διαφορών μεταξύ των μουσουλμάνων και των Ελλήνων ενόπλων. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η αρπαγή 2.000 αιγοπροβάτων από μουσουλμάνους, στην περιοχή του Νεπιέν, και η απαίτηση να τους δοθούν λύτρα, προκειμένου οι Έλληνες αντάρτες να προμηθευτούν φυσίγγια. Ο Καραΐσκος, με τον αρχικαπετάνιο της Αμισού Στυλιανό Κοσμίδη, μετέβησαν στο Νεπιέν και με την καταλυτική παρουσία τους αποτράπηκε το γεγονός της ένοπλης σύγκρουσης. Η ενέργεια αυτή χαροποίησε τους μουσουλμάνους. Σε μια άλλη περίπτωση, το ίδιο καταλυτική ήταν η επέμβασή τους για την απελευθέρωση Οθωμανού αξιωματικού, τον οποίο είχαν συλλάβει οι Έλληνες αντάρτες στο δρόμο για την Πάφρα 79. Οι κεμαλικοί νυχθημερόν συσκέπτονταν για να βρούν τρόπο να εξοντώσουν τους Έλληνες. Στην Πάφρα, την Αμισό και τις άλλες πόλεις, οι Έλληνες άρχισαν να καταφεύγουν πάλι στα ορεινά χωριά και στα βουνά, κοντά στους αντάρτες. Ο Καραΐσκος έβλεπε την απελπιστική αυτή κατάσταση, στην οποία περιέρχονταν οι Έλληνες, και απέστειλε πολλές εκθέσεις τόσο στην ελληνική κυβέρνηση, όσο και στην Επιτροπή Ποντίων Αθηνών και τους εκλιπαρούσε να στείλουν όπλα και πολεμοφόδια, για να μπορέσουν να αποτρέψουν οι Έλληνες τα τεκταινόμενα εις βάρος τους. Το Υπουργείο Εξωτερικών εκώφευε. Ο Καραΐσκος επικοινώνησε με τον επίσκοπο Ευθύμιο Αγριτέλη και τους προκρίτους, για να βρούν ένα διαφορετικό τρόπο ενέργειας. Όλοι μαζί αποφάσισαν να τον στείλουν στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, το Μάιο μήνα, για να εκθέσει την κατάσταση στους αρμόδιους, και να ζητήσει να ενισχυθεί άμεσα ο αγώνας τους με χρήματα και όπλα. Οι αντάρτες στερούνταν και το ψωμί τους, προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα για την αγορά όπλων, εξαιτίας της επιθετικής στάσης των κεμαλικών 80. Ο Καραΐσκος αποβιβάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, μετέβη στην ελληνική αρμοστεία και τους εξέθεσε την κατάσταση. Δεν του έδωσαν καμία σημασία. Ξαναπήγε στον αρμοστή Καθενιώτη, και τον παρακάλεσε απεγνωσμένα για την αποστολή πολεμοφοδίων, αλλά και πάλι αυτός αρνήθηκε κατηγορηματικά 81. Ο Καραΐσκος δε βρήκε θετικό κλίμα, γιατί δεν υπήρχε διάθεση συναντίληψης και βοήθειας στο δύσκολο αγώνα. Οι θέσεις της κυβέρνησης, σε σχέση με τις θέσεις των Ποντίων, ήταν διαφορετικές στο Ποντιακό Ζήτημα. Ο Καραΐσκος, παρά την αποτυχία του, κατόρθωσε να εφοδιαστεί με ξένο διαβατήριο και επιχείρησε να μεταβεί πάλι στον Πόντο, αλλά εμποδίστηκε βίαια από την ελληνική στρατιωτική αποστολή της Κωνσταντινουπόλεως. Μάταια συνέχισε να επιμένει να μεταβεί στον Πόντο. Και οι Πόντιοι πολεμισταί ενεκαρτέρουν άνευ πολεμοφοδίων και ζωοτροφιών μήνας και έτη, υπό όρους και συνθήκας δυσμενεστάτας, φυλάττοντες ζηλοτύπως την ιεράν παρακαταθήκην, τας γυναίκας και τα νήπια, υπέρ των οποίων πλείστοι εξ αυτών, κατά χιλιάδας εθυσίασαν ό,τι πολυτιμότερον είχον, την ζωήν των 82. Η απογοήτευση, η απελπισία και η θλίψη είχαν κατακλύσει την ψυχή του γενναίου Πόντιου έφεδρου αξιωματικού. Η ψυχή του στέρεψε μπροστά στο δράμα των Ελλήνων ανταρτών σε Πάφρα, Αμισό, Αμάσεια, Έρπαα, αλλά και από την παντελή αδιαφορία των κυβερνητικών υπευθύνων. Οι αντάρτες ήταν πρόθυμοι να υποστούν οποιαδήποτε θυσία, προκειμένου κάποιος να τους προμήθευε όπλα. Στην 79 Βαλαβάνης, Ιστορία, 255-256. 80 Ό. π., 257-258. Οι αντάρτες, για να κορέσουν την πείνα τους, έτρωγαν το κρέας των σκοτωμένων, από τις μάχες, τουρκικών αλόγων ή εκείνων που ξέμεναν ως λάφυρα μετά από τις μάχες. Σε άλλες περιπτώσεις, έψηναν πάνω στη φωτιά το ξερό δέρμα των προβάτων, αφού προηγουμένως αφαιρούσαν το μαλλί που έφερε (Τσακιρίδης, Αντάρτες, 121, 129, 152). 81 Ό. π., 259. 82 Ό. π. 204
περιοχή της Πάφρας, υπήρχαν χιλιάδες άοπλων ανταρτών με άριστο ηθικό. Οι αντάρτες πουλούσαν τα ζώα τους, για να προμηθευτούν όπλα, γιατί η όποια βοήθεια από τον επίσκοπο δεν επαρκούσε. Το μέλλον των ελληνικών πληθυσμών φαινόταν προδιεγεγραμμένο και ήταν σε μαύρο φόντο. Χωρίς καμία υλική βοήθεια σε οπλισμό και πολεμοφόδια, θα γινόταν θυσία στη δυσοίωνη και ωμή κεμαλική πραγματικότητα. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου είχε υιοθετήσει την πρόταση σχηματισμού στρατιωτικών ομάδων από Πόντιους εθελοντές, και είχε προχωρήσει στη δημιουργία ενός τάγματος εθελοντών του Πόντου, από Πόντιους της Ελλάδος. Η κυβέρνηση υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή, διότι διαφοροποιήθηκε η αγγλική πολιτική στο Νοτιοανατολικό Εύξεινο Πόντο. Ο Καραΐσκος ζήτησε να αποσταλεί στον Πόντο εκείνος ο ήδη υπάρχων οπλισμός, αλλά ούτε και αυτό κατέστη δυνατόν. Κατά τα τέλη του 1920, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ είχε ενδυναμωθεί, και ο διοικητής της περιοχής Αμισού-Πάφρας ήταν κεμαλικός, ο στρατός πραγματοποιούσε συστηματικές επιθέσεις στα βουνά εναντίον των ανταρτών. Όταν έφταναν σε μια περιοχή έβαζαν φωτιές και καίγανε τα χωριά μας 83. Οι κεμαλικοί είχαν αναθαρρήσει. Ξεκινούσαν τον τελευταίο γύρο, για να κλείσουν την υπόθεση με τους Πόντιους και το Ποντιακό Ζήτημα. Σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, με εξαίρεση τη νεοτουρκική εθνοκάθαρση, οι σφαγές των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακολουθούσαν τις κατά τόπους επιτυχημένες ή αποτυχημένες εξεγέρσεις τους. Οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί είχαν καταργήσει τα προσχήματα. Ο φόβος πιθανής εξέγερσης, στα ακρότατα αυτά όρια τουελληνισμού, τους οδηγούσε στο οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών τους με τους Έλληνες. Προσδοκούσαν σε μια δική τους ομογενοποιημένη τουρκομουσουλμανική πατρίδα, χωρίς τον κίνδυνο των χριστιανικών εξεγέρσεων, οι οποίοι θα ήθελαν κάποια στιγμή, όταν το επέτρεπαν οι ιστορικές συγκυρίες, να ανακτήσουν ελεύθερη την προγονική πατρίδα τους. Η καλύτερη και πιο επιτυχημένη γι αυτούς λύση, με την προτροπή των Γερμανών συμμάχων και καθοδηγητών τους, ήταν να πάψουν να υπάρχουν οι γηγενείς χριστιανικές εθνότητες. Η παντελής εξολόθρευση και φυσική εξόντωση επιτυγχανόταν με τη σφαγή των εθνοτήτων αυτών. Οι Ασσύριοι χριστιανοί ήταν, κατ αρχήν, ακίνδυνοι. Η κόκκινη σφαγή των Αρμενίων ήταν επιτυχημένη συνταγή, αλλά είχε ξεσηκώσει το χριστιανικό κόσμο της Δύσης. Για τους Έλληνες εφάρμοσαν τη λευκή σφαγή, δηλαδή τους εκτοπισμούς. Για να επιτύχουν στο έργο τους, έπρεπε να καταπολεμήσουν και να συντρίψουν τους υπερήφανους αντάρτες του Πόντου, που προστάτευαν και έσωζαν τα γυναικόπαιδα και τους άμαχους, οι οποίοι είχαν καταφύγει στο βουνό για να γλιτώσουν τη σφαγή και το λευκό θάνατο στη διάρκεια των εκτοπισμών. Οι κεμαλικοί είχαν αρχίσει την επιχείρηση εξόντωσης πρώτα των ανταρτών και των γυναικοπαίδων, που είχαν καταφύγει στο βουνό, για να μην έχουν καμία ελπίδα διαφυγής και σωτηρίας στο βουνό οι ελληνικοί πληθυσμοί της Πάφρας και των χωριών του κάμπου. Ξεκινούσε ο χειρότερος κύκλος διώξεων εναντίον των Ελλήνων του Πόντου. Τον Οκτώβριο του 1920, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε εισβάλει στην Αρμενία και την είχε συντρίψει. Το Νοέμβριο, είχε στείλει το στρατηγό Nurettin-Λίβαπασα στο τμήμα μεταξύ Έρπαα-Αμασείας-Τοκάτης, ο οποίος πραγματοποιούσε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Τόπτσαμ εναντίον των ανταρτών του Αναστασίου Παπαδόπουλου. Οι εστίες ύπαρξης των Ελλήνων ανταρτών έπρεπε να εκλείψουν ολοκληρωτικά, και οι αντάρτες με τα γυναικόπαιδα να εξολοθρευτούν. 83 Ξεν. Άκογλου, Το Τάγμα Εθελοντών του Πόντου, Π. Ε. (1956) 6. 205
Κατά τα τέλη του 1920, ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλης κάλεσε στην Πάφρα τους πρωτοκαπετάνιους της περιοχής Κυριάκο Παπαδόπουλο, Βασίλειο Τσαουσίδη, Ιπποκράτη Δεδέογλου και Παναγιώτη Χατζηθεοδωρίδη. Η συνάντηση είχε οριστεί για τις 6 Ιανουαρίου του 1921 84. Το 1921 ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Πάφρας και της ευρύτερης περιοχής. Ο ενδυναμωμένος κεμαλικός στρατός έκαιγε τα χωριά της Πάφρας, από τα τέλη του προηγούμενου έτους, και κυκλοφορούσαν φήμες για νέα εκτόπιση των ελληνικών πληθυσμών, με άμεση συνέπεια οι κάτοικοι της περιοχής να καταφεύγουν μαζικά, πάλι, στα βουνά 85. Στις 6 Ιανουαρίου του 1921, την ημέρα των Θεοφανείων, οι ονομαστοί καπετάνιοι Κυριάκος Παπαδόπουλος, Βασίλειος Τσαουσίδης, Ιπποκράτης Δεδέογλου, Παναγιώτης Χατζηθεοδωρίδης και Ιωσήφ Τομπάκογλου συγκεντρώθηκαν στην επισκοπική εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην Πάφρα. Από καιρό, ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλης τους είχε ενημερώσει ότι ήθελε να τους συναντήσει, αλλά λόγω της στενής παρακολούθησής του από τους κεμαλικούς είχε δημιουργηθεί πρόβλημα. Γι αυτόν το λόγο, η ημέρα των Θεοφανείων ορίστηκε σαν ημέρα της συνάντησής τους. Οι καπετάνιοι έβγαλαν τη μαύρη αντάρτικη στολή, ντύθηκαν με απλά λαϊκά ρούχα, και μετέβησαν στην εκκλησία. Μέσα στο εκκλησίασμα βρίσκονταν και οι αντάρτες που συνόδευαν τους καπετάνιους, για λόγους ασφαλείας. Κάποια στιγμή, ο επίσκοπος τους έκανε νόημα να εισέλθουν στο Ιερό Βήμα. Μέσα στο ιερό, άρχισε να τους εξηγεί το λόγο για τον οποίο τους κάλεσε, ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε να βγαίνει στην Ωραία Πύλη, για να μην κινήσει τις υποψίες των Τούρκων. Ακούστε παιδιά μου, πρέπει να συγκροτήσουμε μια δύναμη με έναν ικανό αρχηγό, για να κινηθεί προς την περιοχή του Ιλγκάσνταγ (Ολίγασσυς) Πρέπει να βοηθήσουμε το στρατό μας, που έρχεται προς τα μέρη μας, και να ενώσουμε το στρατό μας που προχωρεί με τους αντάρτες στα βουνά μας, γιατί έτσι θα είναι πιο εύκολη η νίκη μας 86. Οι καπετάνιοι είχαν παντελή άγνοια για το σχέδιο του επισκόπου, βρέθηκαν προ εκπλήξεως, και δεν μπορούσαν στην αρχή να καταλάβουν περί τίνος επρόκειτο. Το σχέδιο του Ευθυμίου Αγριτέλη 87 να αποστείλει αντάρτες της ευρύτερης περιοχής Πάφρας, να ενωθούν με τον ελληνικό στρατό, για να τον διευκολύνουν στη νίκη του, ήταν πράγματι μεγαλόπνοο. Πίστευε προσωπικά ότι, το σχέδιο αυτό θα είχε άμεσα αποτελέσματα, πολύ θετικά για το Ποντιακό Ζήτημα. Προσδοκούσε να εντυπωσιάσει τους Έλληνες και τον ελληνικό στρατό με μια τέτοια επική αποστολή, μέσα από τα παρθένα βουνά της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, αλλά και να καθιερώσει στη συνείδηση των υπεύθυνων Ελλήνων πολιτικών, με αυτόν τον τρόπο, την ακαταμάχητη αξία των ανταρτών. Το Ποντιακό Ζήτημα θα όδευε προς τη δια των όπλων λύση του, με την ανταπόδοση της βοήθειας από τον ελληνικό στρατό, εφ όσον τα πράγματα ακολουθούσαν θετική πορεία για το ελληνικό στράτευμα. Ήταν ένα σχέδιο θεωρητικά ιδανικό, για να μπορεί να είναι και πραγματικό. Ο ηρωισμός των ανταρτών, από μόνος του, δεν αρκούσε για μια τέτοια άκρως επικίνδυνη αποστολή, κυριολεκτικά, χωρίς κανέναν στρατηγικό σχεδιασμό. Όλα αυτά 84 Μαρτυρίες των καπετάνιων Χατσηαποσίδη Ιεροθέου και Χατζηθεοδωρίδη Παν. 85 Μαρτυρίες Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, Ποιμενίδου Κυριακής και Ζυρίνογλου Γεσθημανής. 86 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παν., ο οποίος ήταν παρών στη συγκέντρωση. Μαρτυρίες των καπετάνιων Τομπάκογλου Ι. και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, οι οποίοι συμμετείχαν στο εκκλησίασμα. 87 Οι Τούρκοι της περιοχής Πάφρας θεωρούσαν ότι, ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλης δεν ήταν επίσκοπος, αλλά Έλληνας στρατηγός, γιατί σε αυτόν πολύ πιστεύανε οι Έλληνες αντάρτες. Λέγανε μάλιστα ότι στο ένα χέρι κρατούσε το πιστόλι και στο άλλο το Ευαγγέλιο, πράγματα γι αυτούς ασυμβίβαστα (μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου). 206
τα μεγαλόπνοα σχέδια είχαν ελπίδες επιτυχίας, μόνο εάν υπήρχε άμεση επικοινωνία και επαφή του ελληνικού στρατού με το εκστρατευτικό σώμα των ανταρτών. Επιπλέον, είχαν ξεκινήσει οι επιθέσεις των κεμαλικών εναντίον των ελληνικών χωριών, και οι αντάρτες, περισσότερο από ποτέ, επιβάλλονταν να παραμείνουν στις θέσεις τους. Ο επίσκοπος, μετά την εισήγησή του, πρότεινε στον αρχικαπετάνιο Κυριάκο Παπαδόπουλο να ηγηθεί της αποστολής αυτής, λόγω των εγνωσμένων ικανοτήτων του. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος βάζει το χέρι του πάνω στο Ευαγγέλιο, και ορκίζεται ότι θα αναλάβει την εκστρατεία αυτή 88. Η ορκομωσία του αρχικαπετάνιου δήλωνε την ιερή υποχρέωσή του να μην απαρνηθεί ποτέ αυτήν την ιδιαίτερα επικίνδυνη, και ταυτόχρονα ιερή αποστολή, που θα γινόταν για το καλό του γένους των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Όλοι οι παρόντες καπετάνιοι είχαν δεσμευθεί με ιερό όρκο, και δεν μπορούσαν πλέον να τον αρνηθούν. Οι καπετάνιοι με τους συνοδούς αντάρτες αποχώρησαν κρυφά από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, και κατευθύνθηκαν προς τα βουνά της επικράτειάς τους. Ο αρχικαπετάνιος προσπαθούσε να βρεί τρόπο να συγκεντρώσει μια δύναμη 500-600 ανταρτών για την αποστολή στο Σαγγάριο 89. Τη νύκτα της 22ας Ιανουαρίου του 1921, μετά τα μεσάνυχτα, ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλης και όλο το προσωπικό της μητρόπολης Αμασείας συνελήφθη στην Αμισό από τους κεμαλικούς. Ο επίσκοπος αντικαθιστούσε το μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, που απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί με αυτούς, συνελήφθησαν και όλοι οι επιστήμονες των πόλεων Αμισού και Πάφρας. Οι καπετάνιοι, στα τέλη του μηνός, πληροφορήθηκαν τη σύλληψη του επισκόπου, που οδηγήθηκε στην Αμάσεια για να δικαστεί. Το σχέδιο, εκ των πραγμάτων, είχε ναυαγήσει προσωρινά. Από αυτήν την περίοδο, και καθ όλη τη διάρκεια των ετών 1921-1922, άρχισαν σκληρές και φονικές μάχες όχι μόνο στην Πάφρα, αλλά σε ολόκληρο το δυτικό Πόντο. Άρχισε ένας αδυσώπητος υπέρ πάντων αγώνας. Στον αγώνα αυτόν, κορυφώθηκε η αλληλοβοήθεια μεταξύ των ανταρτών. Οι αντάρτες της Πάφρας συνέδραμαν αποφασιστικά τους αντάρτες των άλλων περιοχών, όταν ο κεμαλικός στρατός πραγματοποιούσε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Αντάρτες από την Πάφρα προσέτρεχαν για βοήθεια στο Γιαϊλατσούκ και στο Τάζλου της Έρπαα, στο Καράπερτσιν της Αμισού, αλλά και από εκείνα τα μέρη οι αντάρτες συνέδραμαν τους συναγωνιστές τους στις μάχες του Ιμουρτσίκ, του Ταφλάνκιοϊ, του Τσαγσούρ και όπου αλλού διεξάγονταν μάχες 90. Ο έσχατος κίνδυνος του ολοκληρωτικού αφανισμού ένωνε τους αντάρτες. Μαζί με τους αντάρτες, ο αφανισμός απειλούσε τόσο τις γυναίκες, όσο και τα παιδιά, που είχαν καταφύγει στο βουνό. Οι γενναίοι αντάρτες πολεμούσαν με το όπλο στο χέρι και τα παιδιά γερά δεμένα στην πλάτη. Πολλές γυναίκες της Πάφρας έπεσαν νεκρές στις μάχες, ντυμένες με τη μαύρη αντάρτικη στολή 91. Την εποχή που οι Έλληνες αντάρτες έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα, η ελληνική εξωτερική πολιτική πελαγοδρομούσε. Με τη Συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου 1920, εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη, το βιλαέτι της Σμύρνης, η Ίμβρος και η Τένεδος. Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1 ης / 14 Νοεμβρίου 1920 και το δημοψήφισμα για την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου, 88 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. Μαρτυρίες των καπετάνιων Τομπάκογλου Ι. και Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 89 Ό. π. 90 Γαβριηλίδης, Πόντος, 46. 91 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 207
τον ίδιο μήνα, υπήρξαν καθοριστικά σημεία για την παραπέρα τύχη της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος. Οι δυνάμεις της Entente ήταν πρόθυμες να συνεχίσουν να στηρίζουν την Ελλάδα, αν δεχόταν να συνεχίσει τον πόλεμο στη Μικρά Ασία, με την προϋπόθεση να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και κινήσεις που δε θα διέθεταν την έγκριση των Συμμάχων. Στη Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1921, στην οποία για πρώτη φορά κλήθηκαν και κεμαλικοί, οι Σύμμαχοι πρότειναν τη μερική αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, ουσιαστικά πρότειναν συμβιβασμό, την οποία η κεμαλική αντιπροσωπεία θεώρησε ανεπαρκή, ενώ η ελληνική αντιπροσωπεία την απέρριψε. Στις 16 Μαρτίου του 1921, υπογράφηκε το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ της κεμαλικής Τουρκίας και της σοβιετικής Ρωσίας, το οποίο υπήρξε καταλύτης για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Το Μάϊο του 1921, υπήρξε νέα συμβιβαστική πρόταση των Συμμάχων, την οποία απέρριψε η κυβέρνηση Δ. Γούναρη, παρά τη θετική προτροπή του Βενιζέλου. Στις 29 Ιουνίου του 1921, άρχισε η μεγάλη θερινή επίθεση της ελληνικής Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ενώ οι Σύμμαχοι πρότειναν στην Αθήνα την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Σμύρνη και την αντικατάστασή του από τοπική χωροφυλακή, με Ευρωπαίους αξιωματικούς. Η πορεία προς την Άγκυρα κατέληξε σε αποτυχία, και απέβη μοιραία για τις ελληνικές δυνάμεις. Στη Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη των Παρισίων, το Μάρτιο του 1922, οι Σύμμαχοι πρότειναν να αποχωρήσει η Ελλάδα όχι μόνον από την περιοχή της Σμύρνης, αλλά και από την Ανατολική Θράκη. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Δ. Γούναρης δεν είχε τη δυνατότητα να απορρίψει τις προτάσεις. Ο Μουσταφά Κεμάλ δεν αποδέχτηκε τις προτάσεις της Entente, και απαίτησε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού αμέσως μετά την υπογραφή ανακωχής, και πριν από τη συζήτηση των οποιονδήποτε προτάσεων ειρήνης. Τον Αύγουστο του 1922, διασπάστηκαν οι ελληνικές γραμμές στο Αφιόν Καραχισάρ. Στις 31 Αυγούστου, η Σμύρνη, το σύμβολο του Μικρασιατικού Ελληνισμού, λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε, ενώ κατεσφάγη ο ελληνικός πληθυσμός της. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Καλαφάτης είχε μαρτυρήσει τέσσερις ημέρες νωρίτερα 92. Το Μάρτιο του 1921, οι κεμαλικές διώξεις γνώρισαν μεγάλη ένταση. Ο Μουσταφά Κεμάλ άρχισε τη συστηματική εφαρμογή του γενοκτόνου σχεδίου του. Την αρχή την πραγματοποίησαν οι ορδές του Τοπάλ Οσμάν, οι οποίες πυρπολούσαν σπίτια, και σκότωναν τους ελληνικούς πληθυσμούς στην επαρχία Αμισού-Πάφρας 93. Ο Τοπάλ Οσμάν, με τους Τουρκολαζούς του, απέβη ο σφαγέας των γυναικοπαίδων και των αμάχων του Πόντου. Κατά κυριολεξία, η έκφραση της κεμαλικής βαρβαρότητας και μια δολοφονική μηχανή χωρίς όρια. Ποτέ του δεν πολέμησε εναντίον των ανταρτών. Με πρόφαση τον αγώνα των Ελλήνων ανταρτών, υλοποιούσε το ξεκαθάρισμα-temizlenmesini του Ποντιακού προβλήματος, που του ανέθεσε προσωπικά ο Μουσταφά Κεμάλ. Στις 13 Ιανουαρίου του 1921, ο Αμερικανός πρόξενος κατήγγειλε στον Άγγλο πρόξενο της Κωνσταντινούπολης ότι, ο Τοπάλ Οσμάν δολοφόνησε μέσα σε μια σπηλιά της περιοχής Αμισού 900 άτομα. Οι Έλληνες είχαν καταφύγει στη σπηλιά, για να γλιτώσουν από την αυξανόμενη κεμαλική μανία. Οι σπηλιές ήταν το πλέον συνηθισμένο καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα, τους γέροντες, τους άρρωστους και γενικότερα των άμαχων. Η τουρκική άποψη ήταν ότι, στο όνομά του κάποιος άλλος το έκανε 94. Ο Τοπάλ Οσμάν για κάθε σκοτωμένο Έλληνα, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Τεκέκιοϊ από τους αντάρτες, 92 Γιάννη Γιαννουλόπουλου, Από το θρίαμβο στην καταστροφή, Επτά Ημέρες-Καθημερινή, τόμ. ΚΗ, Η Ελλάδα στον 20 ο αιώνα, Αθήνα 1999, 140-144. 93 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 34-35. 94 Sener, Topal Osman, 63, 125, 188. 208
προσέφερε δύο χρυσές λίρες για το κεφάλι κάθε νεκρού αντάρτη. Στη διάρκεια του 1921, σκόρπισε τον όλεθρο και την καταστροφή στο δυτικό Πόντο, και πρωταγωνίστησε σε όλες τις άνανδρες δολοφονίες εναντίον των εξόριστων και των άμαχων στην ύπαιθρο Αμισού-Πάφρας-Κάβζας 95. Το Μάρτιο του 1921, μεγάλη δύναμη του κεμαλικού στρατού ξεκίνησε από την Πάφρα, έκαψε τα ελληνικά χωριά στο πέρασμά του, και έφτασε μέχρι την ορεινή περιοχή. Οι κάτοικοι των χωριών εγκατέλειψαν μαζικά τα σπίτια τους και κατέφυγαν στα απρόσιτα βουνά. Περίπου 1500 άνδρες και γυναικόπαιδα κατέφυγαν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, στο Κάστρο της Κοπέλας. Ο Τούρκος ταγματάρχης Τεμίρ Αλής και ο λοχαγός Εμίνμπεης περικύκλωσαν την περιοχή, τοποθέτησαν τα κανόνια απέναντι από το στόμιο-σπηλιά του κάστρου, και άρχισαν τους κανονιοβολισμούς. Ο καπετάνιος Ορφανίδης Ιωάννης ήταν επικεφαλής της αντίστασης των ανταρτών στο κάστρο. Ο καπετάνιος έδωσε εντολή στους άνδρες του να δημιουργήσουν ένα πέτρινο τείχος στο στόμιο, προκειμένου οι οβίδες να μην μπορούν να εισέλθουν μέσα και προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στους έγκλειστους. Οι κεμαλικοί αξιωματικοί, βλέποντας αυτήν την κατάσταση, έστειλαν στρατιώτες κοντά στην είσοδο της σπηλιάς, ούτως ώστε να μην μπορεί να διαφύγει κανείς από τους πολιορκημένους. Στη συνέχεια, οι κεμαλικοί άρχισαν να πετούν φλεγόμενα πανιά στο στόμιο, βουτηγμένα σε πετρέλαιο. Οι αντάρτες με μεγάλα σεντόνια έκαναν αέρα και έδιωχναν τον καπνό. Αν οι κεμαλικοί κατάφερναν να εισέλθουν στο στόμιο, η τύχη των έγκλειστων ήταν προδιεγεγραμμένη. Με την πάροδο των ημερών, τα τρόφιμα τελείωναν, ενώ το νερό ήταν ελάχιστο. Τα γυναικόπαιδα απελπίστηκαν, και άρχισαν να απαιτούν από τον καπετάνιο να γίνει η παράδοσή τους, παρά τη σίγουρη σφαγή που τους περίμενε όλους. Ο καπετάνιος προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, συνιστώντας στους έγκλειστους να έκαναν υπομονή, γιατί οι Τούρκοι θα εγκατέλειπαν την πολιορκία ή κάποιοι αντάρτες θα αντιλαμβάνονταν την πολιορκία, και θα προσπαθούσαν να τους απελευθερώσουν. Το νερό είχε τελειώσει, και οι έγκλειστοι ρουφούσαν την υγρασία από την οροφή της σπηλιάς, όπου σχηματίζονταν δύο μαστοί, ανεβαίνοντας ο ένας στην πλάτη του άλλου. Λίγο αργότερα, στέγνωσαν και οι μαστοί. Δέκα άνθρωποι πέθαναν από ασιτία, ενώ δεκαπέντε είχαν χάσει τα λογικά τους. Μετά από παρέλευση είκοσι ημερών, ο καπετάνιος αποφάσισε να στείλει έναν άνδρα, για να ειδοποιήσει τους αντάρτες στα γύρω βουνά. Οι αντάρτες αγνοούσαν παντελώς το γεγονός ότι κινδύνευαν 1500 αντάρτες και γυναικόπαιδα. Ο άνδρας που θα αναλάμβανε την αποστολή ήταν εκτεθειμένος σε σίγουρο θάνατο, εξαιτίας του γεγονότος, ότι οι κεμαλικοί είχαν αποκλείσει ολόκληρη την περοχή γύρω από το κάστρο. Ο καπετάνιος αποφάσισε να στείλει το γιό του Ορφανίδη Σάββα 96. Οι 95 Η βιογραφία του δεν περιλαμβάνει την εγκληματική δραστηριότητά του, την οποία αποφεύγει επιμελώς ο συγγραφέας. Ο Τοπάλ Οσμάν παρουσιάζεται ως ο Τουρκολαζός που κατέβασε την ελληνική σημαία, που είχαν αναρτήσει οι Έλληνες της Κερασούντας στο Εμπορικό Λύκειο, ο ήρωας του Κότσγκιρι (εναντίον των Κούρδων) και του Σαγγαρίου. Η μυθοπλασία και η προσπάθεια ηρωοποίησης του για τη μάχη του Σαγγαρίου ξεπερνά τα όρια, όταν υποστηρίζεται ότι από τους 9.000 του ελληνικού στρατού εξόντωσε τους μισούς. Μας είναι γνωστό ότι, κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού στο Σαγγάριο, ο Τοπάλ Οσμάν επιχείρησε ανόητον επίθεσιν κατά των ελληνικών στρατευμάτων και γνώρισε τη συντριβή, με άμεση συνέπεια να αφήσει στο πεδίο της μάχης τους περισσότερους τσέτες του(βαλαβάνης, Ιστορία, 175-176). Ο χριστιανομάχος Τουρκολαζός αποκαλείται Ταμερλάνος-Timurlenk, και ο συγγραφέας προσπαθεί, μάταια, να δικαιολογήσει την αμύθητη περιουσία του δημάρχου Κερασούντος Τοπάλ Οσμάν. Η δολοφονική αυτή μηχανή ήταν το δεξί χέρι του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος τον εξόντωσε, όταν τα πράγματα οδηγήθηκαν στα άκρα, και ουσιαστικά δεν τον χρειαζόταν, μετά τη δολοφονία του φιλομοναρχικού βουλευτή της Τραπεζούντος Αλή Σουκρού (Sener, Topal Osman, 124, 139, 80, 81, 168, 128, 139, 118, 88). 96 Μαρτυρία του αντάρτη Ορφανίδη Σάββα του Ιωάννου. 209
άνδρες τεμάχισαν σεντόνια και σχημάτισαν ένα μακρύ σχοινί μήκους πέραν των 150 μέτρων, και με αυτό διέφυγε ο αντάρτης, από την πίσω πλευρά του κάστρου. Λόγω της επικινδυνότητας του απρόσιτου εκείνου σημείου, οι κεμαλικοί το είχαν αφήσει αφύλακτο. Τρείς άνδρες κρατούσαν το αυτοσχέδιο σχοινί, με το οποίο διέφυγε ο αντάρτης, μετά από είκοσι ημέρες πολιορκίας. Ο διαφυγών αντάρτης ειδοποίησε τους υπόλοιπους αντάρτες που βρίσκονταν στο Γιούνταγ, μαζί με ένα μεγάλο πλήθος γυναικοπαίδων. Ο καπετάνιος Θεόδωρος Τσακιρίδης, μαζί με τον καπετάνιο Κυριάκο Τσουρουκίδη και 15-20 αντάρτες, αποφάσισε να αιφνιδιάσει τους κεμαλικούς, που φύλαγαν το κάστρο και να απελευθερώσει τους φυλακισμένους. Οι αντάρτες ειδοποίησαν έναν Τούρκο, φίλο των Ελλήνων, το Χατζηβεζυρήν Χότζα, ο οποίος είχε ευεργετηθεί πολλές φορές από τον καπετάνιο Ορφανίδη Ιωάννη, ότι ο φίλος του και 1500 έγκλειστοι στο κάστρο κινδύνευαν από λιμοκτονία. Τον έπεισαν να ειδοποιήσει συνθηματικά τους πολιορκημένους για τη νύχτα που είχε οριστεί να πραγματοποιηθεί η επιχείρηση. Η όλη επιχείρηση θα είχε διάρκεια λίγων λεπτών, γιατί το κύριο στοιχείο της θα ήταν ο αιφνιδιασμός των κεμαλικών. Ο φίλος Οθωμανός συνάντησε τον επικεφαλής κεμαλικό αξιωματικό, και του πρότεινε να πείσει αυτός τους πολιορκημένους Έλληνες να παραδοθούν, γιατί τους γνώριζε. Πλησίασε στο κάστρο και φώναξε συνθηματικά στον καπετάνιο να παραδοθεί, και να κάνει ό,τι ακριβώς έκανε και το 1917 στο Τούζταρλα. Του τόνισε ιδιαίτερα να είναι έτοιμοι για την παράδοση και να μη χάσουν λεπτό. Στη συνέχεια, του επανέλαβε τα ίδια ακριβώς λόγια. Ο καπετάνιος, κατ αρχήν, οργίστηκε ακούγοντας τις προτάσεις του Τούρκου φίλου του. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε ότι σε μια παρόμοια περίπτωση στο Τούζταρλα δεν είχε παραδοθεί. Το βράδυ της 21 ης ημέρας, ο αντάρτης Αναστάσιος Αβραμίδης, με τη βροντώδη φωνή του, προειδοποίησε δύο φορές τους έγκλειστους να ετοιμαστούν και τα χαράματα να παραδοθούν. Οι Έλληνες αντάρτες του Κούσποκου, με επικεφαλής τον Τσακιρίδη Θεόδωρο, πέρασαν τον ποταμό Άλυ, την 31 η ημέρα της πολιορκίας, προς την πλευρά του κάστρου και με καταιγισμό πυρός πανικόβαλαν τους Τούρκους φρουρούς, ενώ ταυτόχρονα καλούσαν τους έγκλειστους να βγούν από το κάστρο και να διαφύγουν. Οι έγκλειστοι αντάρτες παρέμεναν αδρανείς, μέχρι που ο καπετάνιος απευθύνθηκε προσωπικά στον επικεφαλής των πολιορκημένων, και τους εξανάγκασε να βγούν αμέσως έξω από τη σπηλιά για να διαφύγουν. Ο καπετάνιος Ορφανίδης Ιωάννης φοβήθηκε ότι όλη αυτή η ενέργεια ήταν τουρκικό τεχνασμα, προκειμένου να τους συλλάβουν. Ο καπετάν Θεόδωρος τους έθεσε προ των ευθυνών τους. Αν χάσετε αυτήν την ευκαιρία, χαθήκατε μια για πάντα 97. Μπροστά στην άμεση απειλή του μαζικού αφανισμού τους, οι πολιορκημένοι γκρέμισαν τις πέτρες από την είσοδο του κάστρου, και ξεχύθηκαν προς τον ποταμό Άλυ. Η πλευρά του ποταμού στο σημείο εκείνο είναι μια πολύ επικίνδυνη κατωφέρεια, και πενήντα άτομα παρασύρθηκαν από το ρεύμα του ποταμού. Κάποιοι άλλοι ήπιαν πολύ μεγάλες ποσότητες νερού, με συνέπεια να παρασυρθούν από το ποτάμι και να πνιγούν. Από τους 1500 περίπου Έλληνες, που κατέφυγαν στο κάστρο, μόνο 1000 κατάφεραν να επιζήσουν, παρά την καταδρομική, απελευθερωτική ενέργεια των ανταρτών. Από τους υπόλοιπους 500, άλλοι έχασαν τα λογικά τους, άλλοι λιμοκτόνησαν μέσα στο κάστρο, και άλλοι παρασύρθηκαν από τα νερά του ποταμού Άλυ. Ο απολογισμός των θυμάτων ήταν τραγικός 98. 97 Μαρτυρία του καπετάνιου Καρασαββίδη Νικ. και του αντάρτη Ορφανίδη Σάββα. 98 Δυστυχώς, ούτε οι αντάρτες ούτε τα γυναικόπαιδα γνώριζαν μια μυστική υπόγεια διάβαση, με διαμορφωμένες κλίμακες πάνω σε συμπαγή βράχο, η οποία οδηγούσε από το κάστρο στις απέναντι βραχώδεις περιοχές του Καπούκαγια. Η δίοδος αυτή είναι σήμερα προσπελάσιμη από τον επαρχιακό 210
Οι πολεμικές επιχειρήσεις του κεμαλικού στρατού εναντίον των Ελλήνων ανταρτών ήταν μαζικές. Ήδη από το Νοέμβριο του 1920 έως τον Ιούνιο του 1921, ο στρατηγός του Μουσταφά Κεμάλ Λίβα πασας 99 -Nurettin 100, επικεφαλής του Merkez Ordu 101, πραγματοποιούσε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο τμήμα του Τόπτσαμ, προκειμένου να εξοντώσει τις αντάρτικες δυνάμεις του καπετάνιου Αναστασίου Παπαδόπουλου, των περιοχών Έρπαα-Τοκάτης-Αμάσειας. Κατά τις κεμαλικές επιχειρήσεις, ο αρχικαπετάνιος, μια στρατιωτική ιδιοφυΐα, αναδείχτηκε σε μεγάλο πολέμαρχο. Στις 5 Απριλιου 1921, ο κεμαλικός στρατός, με δύναμη 10.000 ανδρών και με τη συμμετοχή 1.000 περίπου τσετών, άρχισε τη συστηματική επίθεση στα 116 χωριά της Πάφρας. Στην εκτεταμένη αυτή επιχείρηση συμμετείχαν οι επίσημοι κυβερνητικοί υπάλληλοι της Πάφρας, δραπέτες των φυλακών, άνθρωποι που είχαν διαπράξει ποικίλα εγκλήματα, αλλά και οι πλέον φανατικοί και άγριοι χωρικοί της περιοχής. Όλη αυτή η ορδή εξοπλίστηκε από τις στρατιωτικές αποθήκες της Πάφρας. Μέσα σε δύο μήνες κάηκαν τα 116 χωριά της περιοχής. Τα εγκλήματα και οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν από τις κεμαλικές ορδές ήταν τέτοιου βαθμού, που πολλοί από τους άπειρους στρατιώτες λιποθυμούσαν στη θέα της άγριας σφαγής των θυμάτων 102. Τον Απρίλιο του 1921, οι κεμαλικοί περικύκλωσαν το Κιρενλούπελ στα βουνά της Γιάιλας. Ο κλοιός ήταν ασφυκτικός. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί αντάρτες και γυναικόπαιδα, και αιχμαλωτίστηκαν πολλοί άμαχοι, στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα. Στη μάχη αυτή διακρίθηκε η αντάρτισσα Γεσθημανή Παπαδοπούλου, αδελφή του καπετάνιου Ιορδάνη Παπαδόπουλου, που με το όπλο στο χέρι και την ενός χρόνου κόρη της στην πλάτη, πολεμούσε, έδινε εντολές και τελικά διέσπασε τον τουρκικό κλοιό και κατάφερε να διαφύγει. Τα αιχμάλωτα γυναικόπαιδα εξορίστηκαν στη Σεβάστεια 103. Το Μάιο του 1921, ο Αρναβούτ Κομανταρί 104 πραγματοποιούσε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Γιούνταγ, επικεφαλής 10.000-15.000 χιλιάδων κεμαλικού στρατού, που κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του. Ο κεμαλικός στρατηγός κουβαλούσε τα πυροβόλα όπλα του στρατού του πάνω στα μουλάρια. Μια έμπειρη δύναμη τριακοσίων Ελλήνων ανταρτών, με επικεφαλής τον καπετάνιο Καρασαββίδη Νικόλαο αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο εσωτερικό του βουνού. Κατά την υποχώρησή τους, οι αντάρτες παραχώρησαν στους κεμαλικούς ένα μεγάλο πλάτωμα μέσα στο βουνό. Όταν έφτασαν στο πλάτωμα, ήδη νύχτωνε, έστησαν τις δρόμο, που οδεύει παράλληλα με τον ποταμό Άλυ. Στο σημείο που καταλήγει, στην κορυφή του κάστρου, είναι αποκλεισμένη από πέτρες, γιατί στο μέρος εκείνο υπάρχουν ατελείωτα σμήνη από μαύρες νυχτερίδες, οι οποίες επιτίθενται στους επισκέπτες, και δεν τους επιτρέπουν την παραπέρα πορεία. Στη δίοδο αυτή, κάτοικοι της περιοχής, πιθανώς αρχαιοκάπηλοι, έχουν διανοίξει πέρασμα, από όπου μπορείς να βγείς χαμηλώτερα από την κορυφή του κάστρου. Αυτοψία Αύγουστος 2010. 99 Αναμνήσεις του καπετάνιου Παύλου Τσαουσίδη, στο βιβλίο του Δημ. Ψαθά, Πόντος, 362-368. Οι Έλληνες του δυτικού Πόντου αναφέρουν σαν Λίβαπασα, ακόμη και στα αντάρτικα τραγούδια τους, τον κεμαλικό στρατηγό Nurettin ή Nuredd in. 100 Sener, Topal Osman, 198. Στις 15.2.1921 o Nurettin βρισκόταν στην Αμάσεια, την έδρα του στρατηγείου του, κατά τη δραματική περίοδο των κεμαλικών διώξεων. 101 Ak, Bafra, 43. Το Merkez Ordu-Κεντρικό Στράτευμα, ο Μουσταφά Κεμάλ το συγκρότησε για να αντιμετωπίσει ριζικά το πρόβλημα των ανταρτών στο δυτικό Πόντο. YAZICI, Pontos, 134-136. 102 Γαβριηλίδης, Πόντος, 88-89. Βαλαβάνης, Ιστορία, 214. Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, 93. Kocaoğlu, Samsun, 116-135. Οι Τούρκοι παρουσιάζουν τον κεμαλικό στρατό ως τιμωρό των ανταρτών, αποσιωπώντας παντελώς τη διατεταγμένη εθνοκάθαρση που εκτελούσε. 103 Μαρτυρία Παπαδοπούλου-Κοζακτσίδη Γεσθημανής. 104 Αναφέρεται και ως Λίβα κουμανταρί. Είναι ο Λίβαπασας ή Nurettin. Ο Nurettin ήταν Αλβανός- Τουρκαλβανός στην καταγωγή (Γαβριηλίδης, Πόντος, 115). 211
σκηνές τους, αφαίρεσαν τον οπλισμό τους και αναπαύονταν. Οι αντάρτες, που είχαν στήσει ενέδρα λαμβάνοντας τις πλέον επίκαιρες θέσεις γύρω από το μεγάλο πλάτωμα, άνοιξαν πυρ εναντίον των κεμαλικών, οι οποίοι έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν, ενώ άφηναν πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Σε μια ανάπαυλα των καταιγιστικών πυρών, ο καπετάνιος απευθύνθηκε στον κεμαλικό στρατηγό: Βρε Αρναούτογλου, εμείς σας μαχόμαστε γιατί μας καίετε τα χωριά, μας σκοτώνετε, όπου μας βρείτε, χωρίς να εξετάσετε αν φταίμε ή όχι. Εσείς είστε το κράτος και εμείς αμυνόμαστε, εσείς γιατί μας το κάνετε αυτό και μας κυνηγάτε συνέχεια; 105 Εύλογα και καίρια τα ερωτήματα του γενναίου καπετάνιου. Πώς θα μπορούσε να εξηγήσει ο κεμαλικός στρατηγός το σχέδιο της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων που του ανέθεσαν; Μόνο με τη σιωπή του. Αυτό ακριβώς έκανε, πήρε το στράτευμά του, αποχώρησε και κατευθύνθηκε προς την περιοχή της Αμισού. Στις 25 Μαΐου του 1921, στο Νεπιέν της Πάφρας είχαν καταφύγει περίπου 6.000 αντάρτες της Πάφρας και της Αμισού, μαζί με ένα πλήθος 20.000 γυναικοπαίδων και άμαχων. Τον Ιούνιο μήνα, μια κεμαλική δύναμη 20.000 περίπου στρατιωτών και τσετών είχε περιζώσει ολόκληρη την περιοχή. Μεγάλη δύναμη των Ελλήνων ανταρτών της περιοχής προσέτρεξε σε βοήθεια των μαχόμενων ανταρτών. Οι αντάρτες εξασφάλισαν τις οικογένειες και τα προστατευόμενα μέλη τους στο Καράπουναρ και στα γύρω χωριά, στην αντίθετη πλευρά από εκείνην της μάχης του Νεπιέν. Η μάχη ήταν φοβερή. Σε αυτή συμμετείχαν οι πρωτοκαπετάνιοι της Αμισού Στυλιανός Κοσμίδης και Βασίλειος Ανθόπουλος. Οι αντάρτες, ακολουθώντας την πάγια τακτική τους, κατά φεραν να διαφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό, και να γλιτώσουν από τη σφαγή το μεγάλο πλήθος των γυναικοπαίδων 106. Στο Καράπουναρ είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα από τα χωριά Γιάιλα, Ζεϊνέλ, Γαϊνάρτσα, Κουρλένταμι, Τομούζαλαν, κ. α. Στα μέσα Ιουνίου του 1921, οι Λαζοί τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, που γνώριζαν ότι δεν υπήρχαν άνδρες στο χωριό, περικύκλωσαν τους τρείς συνοικισμούς του Καράπουναρ. Ήταν εκατοντάδες τσέτες, οι οποίοι άρχισαν να μαζεύουν τα γυναικόπαιδα, να λεηλατούν και να καίνε τα σπίτια. Τα γυναικόπαιδα τα συγκέντρωσαν μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Όσες γυναίκες ή μικρά παιδιά προσπαθούσαν να διαφύγουν, οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν τα πυροβολούσαν και τα σκότωναν. Οι κεντρικοί δρόμοι του Καράπουναρ είχαν γεμίσει με τα πτώματα αθώων γυναικοπαίδων. Οι τσέτες χώρισαν τις νεαρές κοπέλες από το πλήθος, και άρχισαν να τις βιάζουν ο ένας κατόπιν του άλλου. Όσες παρθένες αντιστέκονταν τις κτυπούσαν, τις κλωτσούσαν, τις έρριχναν στο έδαφος και τις βίαζαν, ενώ αυτοί που περίμεναν τη σειρά τους γελούσαν σαρδόνια. Στη συνέχεια, όλες αυτές τις κοπέλες, μισοπεθαμένες, τις άρπαζαν από τα μαλλιά και τις έσυραν μέσα στην εκκλησία. Μάζεψαν ξερά χόρτα, αφαίρεσαν ρούχα από τις σκοτωμένες γυναίκες, έρριξαν πετρέλαιο και τις έκαψαν ζωντανές. ενώ καιγόταν η εκκλησία μας, μαζί με τα κορίτσια που είχαν στοιβάξει μέσα σε αυτήν, έβαλαν φωτιά σε όλα τα σπίτια και των τριών μαχαλάδων 107. Αυτά τα γεγονότα δεν είναι απλά το αποτέλεσμα ενός γενοκτόνου σχεδίου, είναι σκηνές βγαλμένες μέσα από την επίγεια κεμαλική κόλαση. Ο ολοκληρωτικός αφανισμός, όμως, δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμη. Οι τσέτες περιέβρεξαν με πετρέλαιο πανιά και τα πέταξαν 105 Μαρτυρία των καπετάνιων Καρασαββίδη Νικ. και Τσοπανίδη Παν. 106 Χατζηπαυλίδης, Αυτοβιογραφία, 8. Μαρτυρίες Αντωνιάδη Θεοδ. και Ποιμενίδου Κυριακής. 107 Μαρτυρία της αυτόπτου μάρτυρος Ποιμενίδου Κυριακής, η οποία παρακολουθούσε τα τραγικά γεγονότα μέσα από τα αθέριστα χωράφια του χωριού της. Όταν ήρθαν οι αντάρτες, μετά την επιχείρηση στο Νεπιέν, τη βρήκαν με χαμένα τα λογικά, να κρέμεται επί τρείς-τέσσερις ημέρες από τα κλαδιά ενός δέντρου πάνω από τον ποταμό Άλυ. Η κοπέλα, πυροβολημένη στο χέρι από τους τσέτες, κατάφερε να πέση στον Άλυ και σαν από θαύμα να σωθεί. 212
μέσα στα αθέριστα σπαρτά. Όσοι, τυχόν, είχαν γλιτώσει από το έγκλημα, έπρεπε να λιμοκτονήσουν. Μέσα στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, οι τσέτες έκαψαν 70-80 νεαρές κοπέλες, ενώ στους δρόμους του Καράπουναρ υπήρχαν διασκορπισμένα τριακόσια πτώματα γυναικών, παιδιών και γερόντων. Τα γυναικόπαιδα, που αιχμαλώτισαν οι τσέτες, είπαν ότι τα έστειλαν εξορία στο Ντιγιαρμπεκήρ. Από τα γυναικόπαιδα που συνέλαβαν, και υποτίθεται ότι τα εξόρισαν οι ορδές του Τοπάλ Οσμάν, κανένα δε γύρισε πίσω. Ούτε ένα. Η σφαγή και η εξαφάνιση των αιχμαλώτων ήταν σύνηθες φαινόμενο για τις τουρκικές ορδές. Όταν, δέκα μέρες μετά την αναχώρησή τους για το Νεπιέν, οι αντάρτες επέστρεψαν στο χωριό, βρήκαν τα ερείπια να καπνίζουν, ένιωσαν τη μυρωδιά του καμένου σώματος και τη μυρωδιά της σήψης των αθώων θυμάτων να πλανιέται στιν αέρα, και δεν μπορούσαν να πιστέψουν τα όσα τραγικά είχαν συμβεί. Τον ίδιο μήνα, ο καπετάν Στυλιανός είχε καταφύγει στο χωριό Τσακαλί, γιατί είχε τραυματιστεί στη μάχη του Νεπιέν. Η παραμονή στο χωριό του παρέμενε κρυφή, μέχρι να επουλωθούν τα τραύματά του. Κάποιοι Τουρκολαζοί, ντυμένοι με τη στολή των ανταρτών του Πόντου, οι οποίοι μιλούσαν ρωμαίικα, έμαθαν ότι ο καπετάν Στυλιανός βρισκόταν στο χωριό, κρυμμένος μέσα στο σπίτι του. Αφού τον συνέλαβαν, τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έθαψαν ζωντανό 108. Ο Τοπάλ Οσμάν με τους τσέτες του περιφερόταν στην περιοχή του ελληνικού χωριού Τομούζαλαν, συνελάμβανε όσους Έλληνες συναντούσε στο δρόμο, και στο τέλος κατευθύνθηκε προς το τουρκικό χωριό Τούσκοϊ. Τους διακοσίους συλληφθέντες τους ενέκλεισε σε έναν στάβλο και καθημερινά έπαιρνε μερικούς και τους δολοφονούσε. Οι Οθωμανοί κάτοικοι του χωριού διαμαρτυρήθηκαν στο στρατηγό διοικητή της Πάφρας, για τις εγκληματικές ενέργειες των τσετών του Τοπάλ Οσμάν. Είπαν, ότι αν σε λίγο έρθουν οι Έλληνες αντάρτες για αντίποινα, ποιος θα τους προστατέψει; 109 Είναι γεγονός ότι, κατά την κεμαλική εθνοκάθαρση, στο γενοκτόνο σχέδιο συμμετείχαν άτακτοι τσέτες, από τα μουσουλμανικά χωριά, αλλά και άλλοι χωρικοί. Υπήρχε, όμως, και ένα ποσοστό συνετών Οθωμανών μουσουλμάνων, οι οποίοι αναλογίζονταν τις συνέπειες τέτοιων ανεπίτρεπτων, για πιστούς μουσουλμάνους, γεγονότων και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τα αποφεύγουν. Διέφεραν παντελώς κατά τη νοοτροπία τόσο των Νεοτούρκων, όσο και των κεμαλικών. Μετά τη διαμαρτυρία των χωρικών, ο Τοπάλ Οσμάν με τους τσέτες του έφυγε, και έτσι κατάφεραν να αποφύγουν τη σφαγή 15 Έλληνες χωρικοί. Τον Ιούνιο του 1921, άοπλοι αντάρτες και γυναικόπαιδα μετέβησαν στο χωριό τους Κουρλένταμι για να συλλέξουν στάχυα από τα σπαρτά τους, και να αποφύγουν τη λιμοκτονία. Ο κεμαλικός στρατός, ειδοποιημένος εκ των προτέρων, τους περικύκλωσε και στην άνιση μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν περισσότεροι από εκατό άνδρες. Τα γυναικόπαιδα που συνέλαβαν οι κεμαλικοί τα εξόρισαν στο Χιζάν. Ένα σύνολο οκτώ χιλιάδων γυναικοπαίδων και γερόντων, που οδηγούνταν στην εξορία, απειλούσε να τους σφάξει ο Τοπάλ Οσμάν με τους τσέτες του. Οι χωροφύλακες, που συνόδευαν τους εξόριστους, τους προέτρεπαν να προχωρούν όλο και πιο γρήγορα: Γιόρουγιν, γιόρουγιν Τοπάλ Οσμάν γετισίορ-προχωρείτε, προχωρείτε μας προφταίνει ο Τοπάλ Οσμάν 110. Ακόμη και κάποιοι από τους συνοδούς 108 Μαρτυρίες Αντωνιάδη Θεοδ. και Τσοπανίδη Παν. Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής: πολλοί Λαζοί παράσταιναν τους καταζητούμενους από τους Τούρκους, και κατέφευγαν στο πλευρό των Ελλήνων ανταρτών, δήθεν για προστασία και αντίσταση. Στο βουνό μάθαιναν τις κινήσεις των ανταρτών, και τις πρόδιδαν στους Τούρκους ή οι ίδιοι δολοφονούσαν αυτούς που είχαν προθυμοποιηθεί να τους προστατέψουν 109 Μαρτυρία του αντάρτη Παπαδόπουλου Ιωάννη. 110 Μαρτυρία Κυριακίδου Κυριακής. 213
χωροφύλακες προσπαθούσαν να προστατεύσουν τους εξόριστους, γιατί φρικιούσαν μπροστά στα εγκλήματα που μπορούσε να διαπράξει, εναντίον των αθώων ανθρώπων, ένας Τουρκολαζός με διεστραμμένα ένστικτα. Οι αντάρτες πληροφορήθηκαν τα τραγικά, για τους Έλληνες χωρικούς, γεγονότα και αποφάσισαν να στήσουν ενέδρα στον Τοπάλ Οσμάν και στους τσέτες του. Αυτή η ορδή, ένας εσμός Τουρκολαζών, Γύφτων και Τουρκαλβανών εγκληματιών, έπρεπε να εκλείψει ή να φύγει από την περιοχή με κάθε τρόπο. Στο στενό του Σιχλίχ, της περιοχής Γιούνταγ, πέσαμε πάνω τους χωρίς να μας καταλάβουν, και τους πετσοκόψαμε κυριολεκτικά, για το κακό που είχαν κάνει στα χωριά της περιοχής Πάφρας και Σαμψούντας 111.Οι Έλληνες αντάρτες εκδικήθηκαν τις σφαγές των Ελλήνων, χωρίς να ενοχοποιήσουν τα χωριά στα οποία κατέλυε. Γνώριζαν και οι ίδιοι, ότι τον Τοπάλ Οσμάν τον τρέμανε και οι ίδιοι οι Τούρκοι. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος εκείνου που θα αντιστεκόταν στη θέλησή του Τον Ιούνιο του 1921, ο κεμαλικός στρατός περικύκλωσε το χωριό Γαγιανίνπασι. Τα πανικοβλημένα γυναικόπαιδα έτρεχαν να σωθούν στο δάσος, το οποίο άρχιζε αμέσως μετά τα σπίτια του χωριού. Οι κεμαλικοί άρχισαν να κανονιοβολούν το χωριό, και οι οβίδες τους θέριζαν τα γυναικόπαιδα και τους γέρους. Αποχώρησαν από το χωριό, μόνο αφού αιχμαλώτισαν γυναίκες και παιδιά που έτρεχαν να σωθούν. Λίγα γυναικόπαιδα κατάφεραν να αποφύγουν την αιχμαλωσία, και κατέφυγαν κοντά στους αντάρτες, διαβιώνοντας μέσα σε σπηλιές. Μετρούσαμε τους νεκρούς μας Δεν υπήρχε έστω και μια οικογένεια, από τις εκατοντάδες που βρεθήκαμε στο βουνό, που να μην είχε χάσει ένα ή δύο μέλη της 112. Δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί η οδύσσεια των γυναικοπαίδων, που υπέφεραν τα πάνδεινα από τις κεμαλικές ορδές, γιατί ήταν χριστιανοί και Έλληνες. Βίωναν ένα διαρκές μαρτύριο, που δεν είχε τελειωμό. Πολλές οικογένειες αφανίστηκαν παντελώς, έσβησαν καθ ολοκληρίαν. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κεμαλικού στρατού και των τσετών ήταν συνεχείς και αδιάλειπτες. Το ίδιο και οι καθημερινές μάχες με τους Έλληνες αντάρτες. Ένα διαρκές, ανελέητο και γενοκτόνο κυνηγητό των κεμαλικών, με μεγάλα θύματα τα αδύναμα βρέφη, τα παιδιά, τους γέροντες, τους αρρώστους και τις γυναίκες. Ο κεμαλικός στρατός κατευθύνθηκε από τον ποταμό Άλυ προς το Γιούνταγ, πραγματοποιώντας συνεχείς επιθέσεις από τα χωριά Καπούκαγια, Κωστάνουσαγι, Τεβρέτ, Γαγιανίνπασι και Χορόζοο. Οι οχυρωμένοι αντάρτες αμύνονταν απεγνωσμένα, ενώ το πυροβολικό κανονιοβολούσε συνεχώς τις θέσεις των ανταρτών. Η μάχη ήταν σκληρή, στην προσπάθεια των ανταρτών να αναχαιτίσουν την κεμαλική προέλαση. Εκατοντάδες αντάρτες και γυναικόπαιδα βρίσκονταν σε διαρκή κίνδυνο. Οι καπετάνιοι αποφάσισαν να υποχωρήσουν στο Κιρενλούπελ, προς τη Γιάιλα. Αυτή η κίνηση δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί πληροφορήθηκαν ότι ο κεμαλικός στρατός, που ανέρχονταν σε χιλιάδες, είχε αποκλείσει όλες τις διαβάσεις. Η μόνη διαφυγή μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο από μία πολύ στενή και επικίνδυνη διάβαση, αφού προηγουμένως έπρεπε να διασπάσουν τον τουρκικό κλοιό. Οι αντάρτες γνώριζαν ότι επρόκειτο για μια παράτολμη ενέργεια, ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου, και γι αυτό αποφάσισαν τα 80 περίπου μικρά παιδιά, που ήταν μαζί τους, να τα εγκαταλείψουν σε ένα ορισμένο σημείο, γιατί σε διαφορετική περίπτωση δε θα είχαν καμία τύχη. Αν οι στρατιώτες τα λυπούνταν, θα τα άφηναν να ζήσουν. Οι γυναίκες, πολεμώντας με τους αντάρτες συζύγους τους, κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να ξεφύγουν. Όταν μετά από λίγες ημέρες επέστρεψαν στο αρχικό σημείο, ο 111 Μαρτυρία του αντάρτη Παπαδόπουλου Ιωάννη. 112 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. 214
κεμαλικός στρατός είχε ήδη αποχωρήσει, βρήκαν μόνο 5-6 παιδάκια. Όλα τα άλλα είχαν εξαφανιστεί. Δεν υπήρχαν, όμως, ούτε πτώματα 113. Οι κεμαλικοί τα παρέδωσαν σε τουρκικές οικογένειες, όπως συνήθιζαν να κάνουν καθ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Ο κεμαλικός στρατός με τους τσέτες, κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων αυτής της περιόδου, επιτέθηκε και στο χωριό Τσιρλαχλά, έξόντωσε όσους κατοίκους βρήκε στο χωριό, άνδρες, γυναίκες και παιδιά και το πυρπόλησε ολοκληρωτικά. Ο μικρότερος αδερφός μου Θεοχάρης μπήκε κάτω από ένα σαμάρι γαϊδάρου και σώθηκε 114. Την ώρα που ο ελληνικός στρατός εξαπέλυε τη μεγάλη θερινή επίθεση στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Πάφρας δεν υπήρχε έλεος για κανέναν Έλληνα, ανεξάρτητα αν ήταν άνδρας, γυναίκα ή παιδί. Το καλοκαίρι του 1921, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κεμαλικού στρατού, στις μάχες του Φενέρτας και Γαπάτογκελ, υπήρξαν αρκετά θύματα από την πλευρά των καταδιωκόμενων ανταρτών και των γυναικοπαίδων 115. Τον Αύγουστο του 1921, οι αντάρτες ζητούσαν απεγνωσμένα από την ελληνική κυβέρνηση την αποβίβαση ενός τμήματος του ελληνικού στρατού, για να μπορέσουν να σωθούν από τη σφαγή τα εναπομείναντα γυναικόπαιδα. Εάν αυτό ήταν αδύνατο, οι 2.500 αντάρτες της Πάφρας ζητούσαν να ενισχυθούν με πολεμοφόδια, χειροβομβίδες και πολυβόλα. Αυτό ήταν πολύ εύκολο να γίνει, γιατί ο κύριος όγκος του κεμαλικού στρατού είχε αναχωρήσει για το Μέτωπο 116. Στην όμορη περιοχή της Κάβζας, τον Ιούνιο του 1921, διαδόθηκε η είδηση, ότι επίκειται η εξορία των ανδρών της περιοχής. Οι Έλληνες κάτοικοι γνώριζαν πολύ καλά ότι η εξορία ισοδυναμούσε με εξόντωση. Η καταφυγή τους στο παρθένο δάσος του Νεπιέν ήταν η μόνη λύση που τους απέμενε. Παρά τη μεγάλη απόσταση, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, υπό την προστασία λίγων ένοπλων, αποφάσισαν τη μεγάλη αυτή μετακίνηση. Τα περάσματα των βουνών τα είχαν καταλάβει οι κεμαλικοί με τους τσέτες. Ο καπετάνιος της περιοχής Χάμπος (Χαράλαμπος) αποφάσισε να τοποθετήσει για εμπροσθοφυλακή του πλήθους ένα κοπάδι πρόβατα, στη συνέχεια τους άοπλους, με λίγους ένοπλους αντάρτες για προστασία και τελευταία τα γυναικόπαιδα και τα ζώα που είχαν μαζί τους, για να επιβιώσουν. Παρά τις ενέδρες και τις συμπλοκές που ακολούθησαν, τα πλήθη κατάφεραν να περάσουν προς το απόρθητο Νεπιέν, αφού σε μια συμπλοκή, κοντά στο χωριό των τσετών Σαρπούν, σκοτώθηκε ο καπετάν Χαράλαμπος, ο επωνομαζόμενος Καπνάς 117. Λίγες μέρες αργότερα, οι καπετάνιοι της περιοχής πραγματοποίησαν σύσκεψη, υπό την αρχηγία των Κυριάκου Παπαδόπουλου και Βασιλείου Τσαουσίδη, προκειμένου να βρεθεί λύση στο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν με τις μετακινήσεις. Τα τουρκικά χωριά Σαρπούν, Μπόζκισρακ (Κόζχιστραχ), Ουσάκτσαμ, Τέβαλαν και Γαράκουτουκ ήταν πλήρως οπλισμένα, με τσέτες που συνεργάζονταν με τον 113 Ό. π. 114 Μαρτυρία Φιλιππίδη Παντελή. Δ. Βαρβέρη-Κωνσταντινίδου, Σωζόμενα έγγραφα της Επιτροπείας Ποντίων Κωνσταντινουπόλεως, Α.. Π. 40 (1985) 275-278. Στις αρχές Αυγούστου, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ποντίων Κωνσταντινουπόλεως Γ. Θωίδης μετέβη στην Αθήνα για να συναντήση τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης για το Ζήτημα του Πόντου. Την ίδια περίοδο, το διοικητικό συμβούλιο απέστειλε επιστολή στο δημοσιογράφο W. A. Lloyd, που βρισκόταν στο Δορύλαιο (Εσκή Σεχήρ), και τον παρακαλούσε να μεσολαβήσει στην Α. Μ. της Αγγλίας να επιτραπεί η απόβαση 2-3000 εξοπλισμένων Ποντίων, υπό την προστασία του ελληνικού στόλου, για να σταματήσει η άγρια σφαγή. Οι απεγνωσμένες κραυγές των Ποντίων ανταρτών για αποστολή πολεμοφοδίων, και μόνο, ήταν αδύνατη από την Επιτροπεία. 115 Μαρτυρία Ποιμενίδου Κυριακής. 116 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI(5), αρ. εμπ. πρωτ. 9604, Κωνσταντινούπολη 21Αυγούστου 1921. 117 Ηλιάδης, Χάβζα, 44-49. 215
κεμαλικό στρατό και εξόντωναν τους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής. Ήταν οι αίτιοι του θανάτου του καπετάν Χάμπου, και, επιπλέον, βρίσκονταν πάνω στο δρόμο της μετακίνησης των ελληνικών πληθυσμών προς το Νεπιέν και αντιστρόφως. Οι καπετάνιοι αποφάσισαν να τα κάψουν και να τα λεηλατήσουν, γιατί και οι τσέτες των χωριών αυτών λεηλατούσαν τα ελληνικά χωριά, και είχαν καταντήσει η μάστιγα της περιοχής. Η λεηλασία των τροφίμων ήταν υπόθεση των άοπλων, υπό την προστασία των ένοπλων. Οι δυνάμεις των ανταρτών περιέζωσαν τα πέντε χωριά, και περίμεναν το συνθηματικό πυροβολισμό, για να αρχίσει η ταυτόχρονη επίθεση στα τουρκοχώρια. Στην επίθεση των ανταρτών πρόβαλαν αντίσταση μόνο τα δύο κεφαλοχώρια Σαρπούν και Μπόζκισρακ, στα οποία είχαν μετακινηθεί και οι κάτοικοι των τριών μικρότερων χωριών. Όσοι από τους κατοίκους του Σαρπούν κατάφεραν να διαφύγουν, πριν από την επιχείρηση των ανταρτών, σώθηκαν. Όσοι παρέμειναν, γνώρισαν το θάνατο. Τα σπίτια που πρόβαλαν αντίσταση κάηκαν 118. Η εκδίκηση των ανταρτών της Πάφρας για τις σφαγές ανδρών, γυναικών, παιδιών και γερόντων, που είχε προηγηθεί, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, αλλά και για την πλήρη καταστροφή και πυρπόληση των ελληνικών χωριών, ήταν σκληρή. Τον Αύγουστο του 1921, ο κεμαλικός στρατός και οι τσέτες, ειδοποιημένοι από τα χωριά της περιοχής, περικύκλωσαν την περιοχή του χωριού Ναρλίκ, στο δάσος Τσοράχ και ετοιμάστηκαν να εξοντώσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς, που είχαν καταφύγει στην περιοχή. Μαζί με αυτούς, βρισκόταν και ο καπετάνιος Βασίλειος Τσαουσίδης, ο οποίος διεύθυνε τις εργασίες για την προετοιμασία ξηρών τροφίμων, ώστε να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ένας Οθωμανός από το χωριό Βαράτοϊ: φαίνεται ότι είχε αίσθημα ανθρωπισμού, με κίνδυνο της ζωής του, όταν είδε ότι ο στρατός και οι χωριανοί του ετοιμάζονταν να έρθουν να μας πατήσουν, ανεβαίνει στο άλογό του και έρχεται εκεί που ήταν ο καπετάνιος 119. Υπήρχαν στιγμές που η ανθρωπιά αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την επιβίωση των ελληνικών πληθυσμών στο βουνό, κατά τη διάρκεια των κεμαλικών θηριωδιών. Ο φίλος δε στράφηκε εναντίον των ομοεθνών του, ούτε συνέβαλε στην καθοριστική νίκη των Ελλήνων ανταρτών κατά των κεμαλικών. Ένας ήταν ο σκοπός και ο στόχος του, και απέβλεπε στη φυγή, και κατ επέκταση, στη σωτηρία των καταδιωκόμενων ανδρών, γυναικών και παιδιών. Ήταν μια πράξη αλτρουισμού και αυτοθυσίας. Η πράξη του ήταν ξεχωριστή. Παρόμοια γεγονότα είχαν διαδραματιστεί και στα ορεινά χωριά της όμορης Αμισού, κατά τις δύο περιόδους των γενοκτόνων νεοτουρκικών και κεμαλικών διώξεων 120. Η συμβολή των γειτόνων τους Οθωμανών ήταν καίρια για την επιβίωση των γυναικοπαίδων και των άμαχων στο βουνό. Οι Τσερκέζοι της περοχής ήταν φιλικοί με τους Έλληνες συντοπίτες τους τόσο κατά την ειρηνική περίοδο, όσο και κατά τη νεοτουρκική και κεμαλική δίωξη. Η αναφορά εστιάζεται και στους καθ εαυτό Οθωμανούς, οι οποίοι κινδύνευαν με θάνατο από τους κεμαλικούς, σε περίπτωση που αυτοί αντιλαμβάνονταν τη βοήθεια προς τους κατατρεγμένους Έλληνες. Όλοι εκείνοι που πραγματικά βοηθούσαν τους Έλληνες ήταν αντίθετοι με τους καθεστωτικούς και θρησκευόμενοι μουσουλμάνοι, που αντιδρούσαν στο νεοτουρκικό και κεμαλικό ρατσισμό. Ο κεμαλικός στρατός και οι τσέτες, μη μπορώντας να εξοντώσουν τους πληθυσμούς που είχαν καταφύγει στα βουνά, άρχισαν να καίνε όλα τα χωριά της περιοχής Κάβζας, χωρίς να εξαιρούν, κατά περίπτωση και τα δάση. Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα κατάφεραν να επιβιώσουν με τις συνεχείς μετακινήσεις τους προς το απόρθητο καταφύγιο του 118 Ό. π., 50-54. 119 Ό. π., 56-57. 120 Μαρτυρίες Κυπιρτίδη Ιεροθέου και Αλεξιάδου Δέσποινας. Τσακιρίδης, Αντάρτες, 160-141. 216
Νεπιέν. Κατάφεραν να επιστρέψουν στις περιοχές τους κατά το φθινόπωρο, όταν είχε αποχωρήσει ο κεμαλικός στρατός 121. Τον Αύγουστο του 1921, τα ίδια γεγονότα ελάμβαν χώρα και στην όμορη περιοχή των Ανδράπων (Βεζύρκιοπρου), η οποία βρισκεται στα μεσόγεια και νοτιοδυτικά της Πάφρας. Άνδρες και γυναίκες κατέφυγαν στα βουνά, προκειμένου να αποφύγουν την εξορία στα ενδότερα της Ανατολής, που ισοδυναμούσε με θάνατο. Στις 15 Αυγούστου, στην περιοχή του Ντερέκιοϊ βρίσκονταν 70 αντάρτες, που είχαν υπό την προστασία τους 1200 γυναικόπαιδα και γέροντες. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού συνοδεύονταν με πυρπόληση των ελληνικών χωριών. Από την πυρπόληση δεν εξαιρούνταν ούτε τα θερισμένα σπαρτά, προκειμένου οι καταφυγόντες στα δάση ελληνικοί πληθυσμοί να λιμοκτονήσουν. Ο πληθυσμός εκρύβη στα πυκνά και αδιαπέραστα δάση της περιοχής, και οι 70 αντάρτες είχαν τοποθετήσει σκοπιές στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για να υπερασπιστούν τα γυναικόπαιδα, σε περίπτωση που οι κεμαλικοί έφταναν μέχρι το καταφύγιό τους. Ο κεμαλικός στρατός, κατά τις έρευνές του, έφτασε και στο συγκεκριμένο μέρος. Οι φρουροί τους αντιλήφθηκαν, ειδοποίησαν και τους υπόλοιπους αντάρτες και ξέσπασε σκληρή μάχη. Όταν βράδιασε, οι κεμαλικοί περισυνέλλεξαν τους λίγους νεκρούς στρατιώτες τους και αποχώρησαν 122. Το Ορταχλάρ ήταν ένα κεφαλοχώρι, στο οποίο είχε την έδρα του ο κεμαλικός στρατός. Οι κάτοικοι του χωριού επιτίθονταν με μανία στους Έλληνες εξόριστους της περιοχής, τους λεηλατούσαν, τους σκότωναν και βίαζαν τις γυναίκες. Οι τσέτες του χωριού συνεργάζονταν με τον τουρκικό στρατό κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και αφάνιζαν αντάρτες και γυναικόπαιδα, που είχαν καταφύγει στο βουνό. Οι καπετάνιοι της περιοχής Αναστασιάδης Σολομών, Ασλανίδης Παύλος, Ασλανίδης Κωνσταντίνος και Σπανίδης Παύλος, με επικεφαλής τον αρχικαπετάνιο Κυριάκο Παπαδόπουλο, αποφάσισαν ότι έπρεπε να δοθεί τέλος στη δραματική κατάσταση που επικρατούσε. Αντάρτες και άοπλοι περικύκλωσαν νύχτα το Ορταχλάρ. Οι άοπλοι αντάρτες έρριξαν πετρέλαιο, έκαψαν τα εξωτερικά σπίτια του χωριού, και δημιούργησαν έναν απροσπέλαστο πύρινο κλοιό. Οι ένοπλοι επιτέθηκαν στο στρατόπεδο και εξανάγκασαν τους στρατιώτες, τους τσέτες και τους κατοίκους του χωριού να συμπτυχθούν στο κέντρο του χωριού, στον αυλόγυρο του τζαμιού. Εκεί οχυρώθηκαν και αντέταξαν σκληρή άμυνα, με τα πολυβόλα και τα άφθονα πυρομαχικά που διέθεταν. Οι αντάρτες έκαψαν όλα τα σπίτια του χωριού και σκότωσαν μόνο όσους τους ανταπέδιδαν τα πυρά. Αμέσως μετά, συγκέντρωσαν όλα τα γιδοπρόβατα και τα τρόφιμα του χωριού, τα φόρτωσαν στα ζώα των Τούρκων και τα μετέφεραν στο Ταφσάνταγ, για να μη λιμοκτονήσουν τα χιλιάδες γυναικόπαιδα. Μετά την εκφόρτωση των τροφίμων, ο καπετάνιος Αναστασιάδης επέτρεψε στους Οθωμανούς χωρικούς να επιστρέψουν στο χωριό τους, λέγοντάς τους: Εμείς δε θέλουμε να σας σκοτώσουμε, αλλά πολεμάμε για να ζήσουμε και αρπάζουμε για να φάμε. Εσείς μας αρπάξατε το βιός μας. Σκοτώσατε και βιάσατε Τώρα σας χαρίζουμε τη ζωή. Την άλλη φορά θα σας σκοτώσουμε όλους, αν δε συμμορφωθείτε με αυτά που σας λέμε 123. Τα λόγια του καπετάνιου ήταν ξεκάθαρα και απεικόνιζαν με μοναδικό τρόπο την τραγική κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει αντάρτες και γυναικόπαιδα, αλλά και για το ποιοί ήταν οι αίτιοι αυτού του ολέθρου. Ο αρχικαπετάνιος Κυριάκος Παπαδόπουλος μετέβη στο σπίτι του αρχιτσέτη Μουχτάρ, ο οποίος δε βρισκόταν εκεί, αλλά είχε οχυρωθεί στο τζαμί. Αιχμαλώτισε τη 121 Ηλιάδης, Χάβζα, 61-73. 122 Αλέξανδρος Ξανθόπουλος, Τραγούδια από το αντάρτικο του Πόντου και ημερολόγιο από την 20.7.1921-22.10.1922, ανέκδοτη, Κατερίνη 1985, 15-16. 123 Τσακιρίδης, Αντάρτες, 73-75. 217
γυναίκα του, αφού τη διαβεβαίωσε πως δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, την ανέβασε στα καπούλια του αλόγου του, και την περιέφερε γύρω από το τζαμί, προκαλώντας τον αρχιτσέτη Μουχτάρ, αν ήταν παληκάρι να πήγαινε να μονομαχήσει μαζί του και να την έπαιρνε, ενώ παράλληλα του θύμιζε τις αθλιότητες που διέπραττε σε βάρος των εξόριστων, των γυναικών και των κοριτσιών. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, αφού τον ταπείνωσε και τον γελοιοποίησε μπροστά στη γυναίκα του, και στους συγχωριανούς του, κατέβασε την αιχμάλωτη γυναίκα από το άλογό και της είπε: Εμείς οι χριστιανοί βγήκαμε στα βουνά για να σώσουμε τις ψυχές μας και τα γυναικόπαιδά μας. Ο άνδρας σου έκανε πολλά εγκλήματα σε βάρος ανυπεράσπιτων ανθρώπων, και πολλούς βιασμούς σε απελπισμένες γυναίκες. Έκανε τον παληκαρά μπροστά σε άοπλους. Μπροστά στους οπλισμένους αντάρτες κρύφτηκε, και εσένα σε άφησε ανυπεράσπιστη στα χέρια μας. Όμως, εμείς πολεμάμε τους φονιάδες και δεν πειράζουμε γυναικόπαιδα, ούτε βιάζουμε γυναίκες 124. Με λίγες ξεκάθαρες κουβέντες, της έδωσε το στίγμα της προσωπικής του ζωής, αλλά και του τιτάνιου αγώνα που διεξήγαγε πάνω στο βουνό με τους συναγωνιστές του αντάρτες. Στη συνέχεια, της υπέδειξε ένα ασφαλές καταφύγιο και αποχώρησε. Τα ξημερώματα, κατέφθασαν τουρκικές ενισχύσεις και, κατά τη συνηθισμένη τακτική τους, οι αντάρτες υποχώρησαν προς τα κρησφύγετά τους. Την ίδια τακτική εφήρμοζε εναντίον ανυπεράσπιτων εξόριστων και γυναικών και ένας άλλος αρχιτσέτης με την ομάδα του, ονόματι Γαρπέτ. Μια ομάδα ανταρτών, με επικεφαλής τον Παύλο Ασλανίδη, αποφάσισαν να τον εξοντώσουν. Μια νύχτα, αιφνιδιαστκά, περικύκλωσαν το χωριό του και το σπίτι του. Αυτός, με τους συντρόφους του, είχε προλάβει να καταφύγει μέσα στο τζαμί του χωριού του, και να αμύνεται εναντίον των ανταρτών. Με συνδιασμένη τακτική και απαράμιλλο θάρρος, οι αντάρτες κατάφεραν να σκοτώσουν τον αρχιτσέτη και τους συντρόφους του. Το πρωί, αποχωρώντας, προειδοποίησαν τους κατοίκους του χωριού, πως τα ίδια θα πάθαιναν όσοι πείραζαν άοπλους και γυναικόπαιδα 125. Στην περιοχή Τσιφλίκ της Πάφρας, δρούσε ο Ιλιάς, ένας Τσερκέζος αρχιληστής, που συγκέντρωσε στα κτήματά του Ελληνίδες, από αυτές που είχαν συλλάβει οι κεμαλικοί και τις εξόριζαν. Στις τεράστιες εκτάσεις του, που ήταν ιδιοκτησία των Ελλήνων, εργάζονταν χωρίς καμία αμοιβή και με φόβο στην ψυχή, περίπου 400-500 εξόριστες Ελληνίδες. Οι καπετάνιοι της Πάφρας συσκέφθηκαν και αποφάσισαν να στείλουν έναν καπετάνιο με λίγους άνδρες για να τον εξοντώσει. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, γιατί ο αρχιληστής είχε μεγάλη προσωπική φρουρά από Τούρκους. Ο καπετάνιος Νικόλαος Καρασαββίδης ανέλαβε το εγχείρημα, και με καταδρομική ενέργεια πλησίασε τον Τσερκέζο αρχιληστή. Τον είδαμε από μακριά να κάθεται πάνω σε μια θημωνιά, να παρακολουθεί τις γυναίκες που εργάζονταν, και κάπου-κάπου να στέλνει κάποιον από τους σωματοφύλακές του και να κτυπά με καμουτσίκι γυναίκες, με το πρόσχημα της μη καλής εργασίας τους 126. Ο τύραννος κεμαλικός νεοτσιφλικάς, υπό την ανοχή ή και τη δωροδοκία των αποσπασματαρχών, ασκούσε στις εξόριστες Ελληνίδες απάνθρωπη βία, χρησιμοποιώντας την κεμαλική του ιδιότητα. Ο καπετάνιος τον πλησίασε αρκετά κοντά, εκ των όπισθεν, και τον χαιρέτησε. Όταν ο αρχιληστής στράφηκε προς το μέρος του, τον αποτελείωσε με μία σφαίρα. Οι λίγοι αντάρτες επιτέθηκαν στους σωματοφύλακές του, τους αιφνιδίασαν, παρέλαβαν τις 400-500 Ελληνίδες και τις μετέφεραν στο βουνό, χωρίς καμία απώλεια. 124 Ό. π., 76-77. 125 Ό. π., 139-140. 126 Μαρτυρία του καπετάνιου Καρασαββίδη Νικ. 218
Από τις καθημερινές σφαγές, λεηλασίες, το κάψιμο των γυναικοπαίδων μέσα στις εκκλησίες, τις εξορίες και τις δολοφονίες δεν εξαιρούνταν ούτε τα μικρά παιδιά. Μικρά παιδιά να λογχίζονται και να φονεύονται από τους Τούρκους 127. Η τύχη και των μικρών παιδιών ήταν προδιεγεγραμμένη. Δεν εξαιρέθηκαν από το ολοκαύτωμα της περιοχής. Στην Κερασούντα, πιάνοντας τα παιδιά από τα πόδια, τσάκιζαν τα κεφάλια τους πάνω στους βράχους της ακτής, στην Αμισό τα τσάκιζαν στους τοίχους των σπιτιών, στην Πάφρα τα λόγχιζαν και τα αποτελείωναν. Η μοίρα τους ήταν κοινή, το μέσο πραγματοποίησης της δολοφονίας τους διέφερε. Ο αγώνας των ανταρτών συνεχιζόταν αδιάκοπος πάνω στα βουνά. Οι ελλείψεις σε όπλα, πυρομαχικά και τρόφιμα ήταν τεράστιες. Στα χωριά, που ήταν κοντά στην Ψαρολίμνη της Πάφρας, έλυναν το πρόβλημα της επιβίωσης με την προμήθεια ψαριών από τη λίμνη 128. Δε συνέβαινε το ίδιο και στα υπόλοιπα βουνά. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, ο πολέμαρχος καπετάνιος και η κεφαλή του αντάρτικου στην ευρύτερη περιοχή Πάφρας, Κάβζας, Ανδράπων, άρχισε να σκέφτεται τον όρκο που είχε δώσει τον Ιανουάριο στον επίσκοπο Ευθύμιο Αγριτέλη για ένωση των ανταρτών με τον ελληνικό στρατό 129. Στην όμορη περιοχή της Αμισού, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κεμαλικών ήταν εξοντωτικές. Η σφαγή, ο εκτοπισμός των ελληνικών πληθυσμών των πόλεων και των χωριών, η συνεχής καταδίωξη των ανταρτών και των γυναικοπαίδων δε γνώρισαν όρια. Οι συνεννοήσεις του οπλαρχηγού Δημ. Χαραλαμπίδη για τη μεταφορά των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής Θεμίσκυρας-Αμισού στην Ελλάδα κανονίστηκε για τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1921. Οι κεμαλικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή, με δύναμη 5.000 ανδρών, ανέτρεψαν το σχέδιο διάσωσης των άμαχων. Οι καπετάνιοι αποφάσισαν τη μεταφορά των 2.000 άμαχων στην περιοχή της Πάφρας, προκειμένου να αποφύγουν τη σφαγή. Τα πλοία που κατέφθασαν στην περιοχή της Αμισού, στα τέλη Σεπτεμβρίου, δε βρήκαν παρά μόνο 25 Έλληνες αντάρτες, οι οποίοι είχαν παραμείνει στην περιοχή, και δεν είχαν ακολουθήσει τους άμαχους προς την Πάφρα. Ολόκληρο το πλήθος των ανταρτών και των γυναικοπαίδων έφτασε στην περιοχή της Πάφρας με μεγάλη δυσκολία. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής, που είδαν το τεράστιο πλήθος των καταδιωκόμενων Ελλήνων, ειδοποίησαν τον κεμαλικό στρατό, ο οποίος εξεστράτευσε εναντίον τους και τους εξανάγκασε να επιστρέψουν στην περιοχή της Αμισού, μετά από παραμονή τριών ημερών στην περιοχή της Πάφρας. Κατά την επιστροφή, εφονεύθησαν πολλοί άμαχοι, από τα φυλάκια και τις ενέδρες του τουρκικού στρατού 130. Τον Οκτώβριο του 1921, έγινε η μεγάλη μάχη στο Καμάντεπεσι, στα ορεινά της Αμισού, όπου είχαν καταφύγει δυόμιση χιλιάδες γυναικόπαιδα. Οι κεμαλικές δυνάμεις κύκλωσαν ολόκληρη την περιοχή. Η μάχη με τους υπερασπιστές αντάρτες ήταν σκληρή, και διήρκεσε τρία μερόνυχτα. Τελικά, οι αντάρτες κατάφεραν να φυγαδεύσουν τον άμαχο πληθυσμό προς το Νεπιέν της Πάφρας και να τον διασώσουν 131. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1921, οι κεμαλικές δυνάμεις στράφηκαν εναντίον της περιοχής των Ανδράπων. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν από τις περιοχές Καράτεπε, Τζαβάλκαγια, Ποπίνογλου, Τέλουτσου, Σόβουτσα, Τσορτουλούκ, Τσάικουνεγι, Καρλήκ και Πουγάζκολου. Οι Έλληνες αντάρτες χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, οι οποίες αποτελούνταν από δέκα ένοπλους, για να 127 Μαρτυρίες των καπετάνιων Καρασαββίδη Νικ. και Χατζηθεοδωρίδη Παν. 128 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 29. 129 Μαρτυρίες των καπετάνιων Καρασαββίδη Νικ. και Χατζηθεοδωρίδη Παν. 130 Γεωργιάδης, Αντάρτικο, 75-85. 131 Χρ. Σαμουηλίδης, Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, 257. 219
μπορέσουν να καλύψουν ολόκληρο το μέτωπο. Οι μάχες με τις κεμαλικές δυνάμεις διήρκεσαν επί έξη ημέρες. Κατά την πρώτη ημέρα, φονεύτηκαν περίπου 50 στρατιώτες μόνο στο Καράτεπε. Ανάλογες ήταν οι απώλειες και στα υπόλοιπα μέρη του μετώπου. Μετά την εξαήμερη μάχη, οι κεμαλικοί απεσύρθησαν με μεγάλες απώλειες, ενώ από τους Έλληνες αντάρτες δεν υπήρξε ουδεμία απώλεια 132. Στα μέσα Δεκεμβρίου, οι κεμαλικοί επανήλθαν με μεγάλες δυνάμεις και άρχισαν την επίθεση σε όλα τα μέτωπα, ενισχυμένοι με τηλεβόλα. Μετά από διήμερη μάχη, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με αρκετές απώλειες. Από τους Έλληνες σκοτώθηκε μόνο ένας αντάρτης 133. Την 1 η Ιανουαρίου 1922, ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής των Ανδράπων, που είχε στρατοπεδεύσει στο Τεβέμπαϊρι, ειδοποίησε τους αντάρτες να στείλουν μια αντιπροσωπεία, για να σταματήσει η αιματοχυσία. Από την κακία δε βγαίνει τίποτα. Ελάτε να κάνουμε ειρήνη, και εσείς να μην κάνετε κανένα κίνημα 134. Η συνηθισμένη οθωμανική πολιτική σε ζητήματα τακτικής. Οι αντάρτες συμφώνησαν να γίνει ειρήνη, και οι κεμαλικοί υποσχέθηκαν, ότι στο μέλλον δε θα στρέφονταν εναντίον των ανταρτών. Η συμφωνία δε διήρκεσε ούτε σαράντα ημέρες. Μετά την ειρήνευση με τους αντάρτες, ο υποδιοικητής εξεστράτευσε εναντίον της γειτονικής Λαοδικείας (Λατίκ) του Πόντου, όπου ενίσχυσε τις κεμαλικές δυνάμεις. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, ο στραtηγός Λίβα-Nurettin, με όλες του τις δυνάμεις επιτέθηκε στο Τσοπού Τερεσί, μεταξύ Λαοδικείας και Ασαρτσίκ. Ο τεράστιος όγκος του κεμαλικού στρατού προκάλεσε διχογνωμίες μεταξύ των καπετανέων, ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής του. Οι γνώμες τους διχάστηκαν, φιλονίκησαν και διασπάστηκαν. Ένα μέρος των ανταρτών, με επικεφαλής τον τοπικό καπετάνιο της Λαοδικείας Σωκράτη Λαζαρίδη, αποχώρησε προκειμένου να μην εγκλωβιστεί. Η κίνηση αυτή απέβη μοιραία για τους υπόλοιπους αντάρτες, άοπλους, γέροντες και παιδιά, που δεν τον ακολούθησαν. Οι κεμαλικοί κατέσφαξαν άγρια όσους συνέλαβαν. Οι παρθένες και οι γυναίκες βιάστηκαν και εξορίστηκαν στο Χαρπούτ, ενώ όσοι κατάφεραν να διασωθούν μέσα στα χιόνια αποδεκατίστηκαν από το δριμύ ψύχος 135. Ακόμη και σήμερα, αυτός που θα επισκεφθεί το Τσοπού Τερεσί θα αντιληφθεί ότι, η κίνηση του καπετάνιου ήταν καίριας σημασίας και θεωρητικά η σωστή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, δεν μπορείς να υπολογίσεις την πραγματικότητα με μαθηματική ακρίβεια, γιατί υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες, όπως η γενναιότητα, η αυτοθυσία, ο ηρωισμός, το αίσθημα ευθύνης των ανταρτών, που ανατρέπουν τη θεωρία. Η διάσπαση των καπεταναίων προκάλεσε την τραγωδία του Τσοπού Τερεσί, με τον πολύ μεγάλο όγκο των γυναικοπαίδων. Σε προηγούμενο εγκλωβισμό τους, οι αντάρτες είχαν καταφέρει να διαφύγουν. Οι κεμαλικές μεραρχίες του Λίβα-Nurettin είχαν διασκορπιστεί στα μέτωπα Πάφρας, Αμισού, Έρπαα, Τοκάτης και καταπολεμούσαν τις δυνάμεις των ανταρτών. Κατά περίπτωση, υπήρχαν μετακινήσεις σε όμορες περιοχές, αλλά και σύγκλιση των δυνάμεων σε μια περιοχή ή σε ένα μέτωπο, προκειμένου να αφανίσουν τους αντάρτες και τα γυναικόπαιδα, όπως συνέβη στο Τσοπού Τερεσί. Ένοπλοι και άοπλοι, μαζί με τα γυναικόπαιδα, όντας ορεσείβιοι, κατάφερναν να απεγκλωβίζονται και να διαφεύγουν, υπό την προστασία των ανδρείων ανταρτών. Η τραγική περίπτωση του Τσοπού Τερεσί ήταν μία δραματική εξαίρεση αυτού του άνισου και ιερού αγώνα. 132 Ξανθόπουλος, Αντάρτικο, 17-18. 133 Ό. π., 18. 134 Ό. π 135 Βαλαβάνης, Ιστορία, 240-241. Αλεξιάδης, Αμισός, 222-223. 220
Στις 6 Φεβρουαρίου, ο κεμαλικός στρατός, χωρίς καμία προειδοποίηση και πέρα από κάθε λογική για περίοδο συνθηκολόγησης, επιτέθηκε εναντίον των ανταρτών στο Ντερέκιοϊ της Άνδραπας. Μόνον τότε, οι αντάρτες κατάλαβαν ότι ο κεμαλικός διοικητής τους εξαπάτησε, θέλοντας να εξασφαλίσει την περιοχή κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στα μεσόγεια της Αμισού. Ο κεμαλικός στρατός επιτέθηκε και στο Πουτζάνγκιολου, όπου οι αντάρτες δεν μπορούσαν να αντισταθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι αντάρτες υποχώρησαν στο εσωτερικό των βουνών, σκοτώνοντας αρκετούς στρατιώτες. Οι κεμαλικοί έκαψαν τα πρόχειρα καταλύματα και όλες τις καλύβες των ανταρτών και των γυναικοπαίδων. Όταν νύχτωσε, και ο κεμαλικός στρατός έπαυσε την καταδίωξη, οι καπετάνιοι έδωσαν εντολή για τη μετακίνησή τους στο όρος Νεπιέν της Πάφρας. Εκατό αντάρτες, μαζί με χίλια εκατό γυναικόπαιδα και γέροντες, ξεκίνησαν τα μεσάνυχτα, αλλά έπεσαν πάνω σε ενέδρα του στρατού. Οι αντάρτες εφόρμησαν κατά των κεμαλικών στρατιωτών με μοναδική αυτοθυσία, και τους έτρεψαν σε άτακτη φυγή. Οι αιφνιδιασμένοι στρατιώτες, κατά τη φυγή τους, παράτησαν όλα τα προσωπικά τους είδη στο χώρο της ενέδρας. Οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα, τελικά, κατέφυγαν σε βουνό της Κάβζας, φοβούμενοι την ύπαρξη και άλλων ενεδρών, έχοντας υπόψην τους και την ευθύνη πολλαπλασίων γυναικοπαίδων. Είκοσι ημέρες αργότερα, όταν έμαθαν ότι ο κεμαλικός στρατός κατευθύνθηκε προς το Νεπιέν και την Πάφρα, επανήλθαν στο καταφύγιό τους 136. Κατά τα μέσα Φεβρουαρίου του 1922, ο κεμαλικός στρατηγός Τζεμάλ Τζαβήτπασας, με δύο μεραρχίες στρατού, με άτακτους τσέτες, ισχυρό πυροβολικό και ιππικό, κατευθύνθηκε προς το όρος Νεπιέν. Ο χειμώνας ήταν ιδιαίτερα δριμύς και οι χιονοθύελλες διέκοπταν την ορατότητα για πολλές ώρες. Οι Πόντιοι πολεμιστές της Πάφρας και της Αμισού στερούνταν τα πάντα, και επιπλέον έπρεπε να προστατέψουν το τραγικό πλήθος των γυναικοπαίδων και των άμα,χων, που τους ακολουθούσε. Ο κεμαλικός στρατηγός σκόπευε να εκκαθαρίσει οριστικά το καταφύγιο των ανταρτών και των γυναικοπαίδων. Αν επιτύγχανε η στρατιωτική επιχείρηση, δε θα γλύτωνε κανείς μέσα στο καταχείμωνο. Δύο συντάγματα κατευθύνθηκαν από την περιοχή των Ανδράπων, μία άλλη δύναμη από τις Θέρμες Φαζημονιτών (Κάβζα), μία από το Καβάκ και άλλες δύο από την Αμισό και την Πάφρα. Το Νεπιέν κυκλώθηκε από όλες τις πλευρές του, σε ευρεία κλίμακα. Οι υπώρειες του βουνού καταλήφθηκαν από τον κεμαλικό στρατό, και οι Έλληνες αντάρτες που κατείχαν τις ορεινές και οχυρές θέσεις τις εγκατέλειψαν, γιατί τις κατέστρεφε το ελαφρύ πυροβολικό. Όλες οι δίοδοι διαφυγής, και τα μονοπάτια του Νεπιέν, φρουρούνταν από τις κεμαλικές δυνάμεις. Οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα βρίσκονταν εγκλωβισμένοι σε παγίδα θανάτου 137. Επικεφαλής των συγκεντρωμένων πολεμιστών της Πάφρας και τις Αμισού ήταν ο αρχικαπετάνιος της Αμισού Στυλιανός Κοσμίδης, μια στρατηγική ιδιοφυΐα. Ήταν εκεί και πολλοί άλλοι ονομαστοί καπετάνιοι, μεταξύ των οποίων ο Βασίλειος Τσαουσίδης, ο καπετάν Ονούφριος, ο καπετάν Χασερής, ο καπετάν Μαυροδημήτρης, ο Κεχαγιάς, ο Αναστάσιος Αγτσιγανλής, ο Κούρτογλου, ο Αντύπας. Ολόκληρη η δύναμη των ανταρτών συγκεντρώθηκε στο Ελμάτσουχουρ. Το σώμα του Τζαβήτ, που προέλασε από το Καβάκ, διέσχισε την καρδιά του ορεινού όγκου και στρατοπέδευσε στη θέση Τρία Πηγάδια. Με τρείς κανονιοβολισμούς δήλωσε την εκτέλεση της αποστολής του. Μετά την καίρια αυτή κίνηση του τουρκικού στρατού, οι καπετάνιοι με τους αντάρτες κατέβηκαν στην ασφαλέστερη θέση Κογιούνποϊνου. Μια ισχυρή δύναμη του κεμαλικού ιππικού, που κατέρχονταν από την Άνδραπα, εγκλώβισε περίπου δύο χιλιάδες γυναικόπαιδα. Επί οκτώ ημέρες αντάρτες και γυναικόπαιδα παρέμεναν άσιτοι. Άνδρες και γυναίκες ήταν σε τραγική κατάσταση. Οι καπετάνιοι 136 Ξανθόπουλος, Αντάρτικο, 18-19. 137 Ψαθάς, Πόντος, 473-474. 221
συσκέφθηκαν προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίσιμη αυτή κατάσταση. Στο συμβούλιο, οι γνώμες διχάστηκαν. Οι δύο καπετάνιοι, Αντύπας Καρυπίδης και Βασίλειος Τσαουσίδης, είχαν διαφορετικές απόψεις. Συμφωνούσαν μόνο ως προς το ζήτημα της διάσωσης των γυναικοπαίδων. Ο καπετάν Βασίλης ζητούσε με επιμονή να κατευθυνθεί από μια ατραπό στην πεδιάδα της Κάβζας, την οποία θεωρούσε αφύλακτη, γιατί ήταν απρόσιτη. Με τον τρόπο αυτό, θα βρισκόταν στα νώτα του στρατού, και θα ενωνόταν με τον καπετάνιο Κυριάκο Παπαδόπουλο. Ο καπετάν Αντύπας είχε αντίθετη άποψη. Πρότεινε να περάσουν από το δάσος του Σιουκλούκ και να συγκεντρωθούν σε λιγότερο εκτεθειμένες θέσεις, θεωρώντας βέβαιο ότι, ο στρατός, που βρισκόταν μέσα στο Νεπιέν, δε θα αντιλαμβανόταν αυτήν την κίνηση προς τα νώτα του. Στη συνέχεια, πρότεινε μια μικρή δύναμη ανταρτών να διενεργήσει πλασματική επίθεση κατά των κεμαλικών στο Κιοπρού, τη στιγμή κατά την οποία ο όγκος των γυναικοπαίδων και των ανταρτών θα ξέφευγε προς τα δάση, έξω από τον κλοιό. Ο κάθε οπλαρχηγός επέμενε στην άποψή του και στο σχέδιό του. Κατόπιν τούτου, αποφασίστηκε να ακολουθήσει ο καθένας το δικό του σχέδιο. Ο καπετάν Αντύπας κατάφερε να περάσει σώα και αβλαβή τα γυναικόπαιδα που προστάτευε, χωρίς οι κεμαλικοί να αντιληφθούν τη στρατηγική του. Από αυτά, λίγα μόνο πάγωσαν και πέθαναν, τα οποία έθαψαν κάτω από τα χιόνια. Ο καπετάνιος Βασίλειος Τσαουσίδης με τα γυναικόπαιδα, όταν βγήκε από την απρόσιτη θέση του και έφτασε στην πεδιάδα, υπέστη άγρια επίθεση του κεμαλικού ιππικού, το οποίο ενέδρευε εκεί. Πεντακόσια γυναικόπαιδα, αφού καταδιώχτηκαν, κατασφάγηκαν άγρια 138. Μετά τη διάσωση των γυναικοπαίδων, οι κεμαλικοί ξανάρχισαν τις επιθέσεις. Αυτές ήταν μεμονωμένες και κατέληγαν υπέρ των Ελλήνων, γιατί όντας λιγότεροι επιτίθονταν όπου και όποτε έκριναν ότι οι συνθήκες ήταν κατάλληλες. Ο κεμαλικός στρατός των Τριών Πηγαδιών και του Κιοπρού, με συγκλίνουσα πορεία, προχώρησε και στρατοπέδευσε στην τοποθεσία Καπούκαγια. Στη διάρκεια αυτής της διαδρομής κατέσφαξε αρκετά γυναικόπαιδα. Όταν κάποια από αυτά συλλαμβάνονταν από τους κεμαλικούς, βασανίζονταν άγρια, προκειμένου να αποκαλύψουν τα κρησφύγετα των άμαχων. Αμέσως μετά, οι κεμαλικοί κατέστρεφαν τις θέσεις των άμαχων με πυκνά πυρά του πυροβολικού. Δεν απέμενε στους αντάρτες παρά να εκδικούνται για τους άδικους εκείνους φόνους. Έτσι, χωρίς να πραγματοποιούνται μάχες εκ του συστάδην, αλλά με ενέδρες και νυχτερινές επιθέσεις, προξενούσαν σοβαρές καταστροφές στον κεμαλικό στρατό. Παρά τη συντριπτική υπεροχή του, ο κεμαλικός στρατός δεν κατόρθωσε να διατηρήσει τις θέσεις που κατέλαβε. Εξαιτίας του βαρύτατου χειμώνα, ένα μέρος του στρατού άρχισε να λιποτακτεί, και έτσι κινδύνευε να διαλυθεί το μεγαλύτερο μέρος του. Τα ίδια και χειρότερα έπαθε ο στρατός που εξεστράτευσε από την πλευρά της Πάφρας, γιατί σε μάχες που συνήφθησαν στο Κιζίλγκιολ και στο Γουρούκοκτσε, οι κεμαλικοί στρατιώτες έπαθαν μεγάλη καταστροφή και κατεσφάγησαν. Οι κεμαλικοί, φεύγοντας πανικόβλητοι, εγκατέλειψαν δύο τηλεβόλα, πολλά πυρομαχικά, αλλά και αιχμάλωτους. Ο αρχικαπετάνιος της Αμισού Στυλιανός Κοσμίδης, έχοντας γνώση στρατιωτικής τακτικής, δεν εξετίθετο. Συγκρατούσε το μένος των ανταρτών του, ενώ διοργάνωνε και διηύθυνε τις μάχες, φτάνοντας ταυτόχρονα σε όλα τα ασθενή σημαντικά σημεία 139. Η εκκαθαριστική αυτή επιχείρηση των κεμαλικών δυνάμεων για εξόντωση των ανταρτών και των γυναικοπαίδων της Πάφρας και της Αμισού, μέσα στο καταχείμωνο, γνώρισε αποτυχία. Το θέμα, όμως, δεν είχε κλείσει ακόμη. Οι μάχες στο Μικρασιατικό Μέτωπο δε γνώρζαν έξαρση αυτήν την περίοδο, και οι κεμαλικοί στη διάρκεια του χειμώνα εκμεταλλεύτηκαν την περίπτωση για την ολοκληρωτική 138 Ό. π., 474-476. 139 Ό. π., 476. 222
εξόντωση των ανταρτών. Οι αντάρτες της Πάφρας, και του δυτικού Πόντου γενικότερα, με μια πιθανή ένωσή τους με τον ελληνικό στρατό, θα δημιουργούσαν αξεπέραστα προβλήματα στις επιδιώξεις του Μουσταφά Κεμάλ και των ομοϊδεατών του. Το Μάρτιο του 1922, τα γυναικόπαιδα και άμαχοι, από τα χωριά Τσιρλαχλά, Τεκέαραν, Άιτογτου, Κιρενλίκ κ. α., συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία Καγιάς. Ο τόπος αυτός καλυπτόταν εξ ολοκλήρου από βραχοσπηλιές και τρύπες. Οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν εκεί για να αποφύγουν τις επιδρομές των κεμαλικών, οι οποίοι δολοφονούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Όταν οι κεμαλικοί κατάλαβαν ότι συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος Ελλήνων, περικύκλωσαν την περιοχή και παρέμεναν στις θέσεις τους, αφού άναψαν φωτιές, αποφασισμένοι να εξαναγκάσουν τον ελληνικό πληθυσμό να πεθάνει από ασιτία και ασθένειες ή να παραδοθεί. Μετά από παραμονή ενός περίπου μηνός, ένα μέρος των αποκλεισμένων, με τη βοήθεια των ανταρτών, κατάφεραν να διαφύγουν προς το Νεπιέν, ενώ ένα άλλο μέρος πέθανε από την πείνα και τις αρρώστιες. Είδαν τη γυναίκα πεθαμένη και το μωρό να βυζαίνει τη μανούλα του 140. Τραγική αλήθεια, με τραγικά αποτελέσματα, για τη ριζική εξαφάνιση του γηγενούς ελληνικού στοιχείου από τον τόπο που τον γέννησε. Η περίπτωση του μικρού μωρού δεν ήταν μοναδική. Η τοπική ιστορία της ευρύτερης περιοχής βρίθει από παρόμοιες περιπτώσεις, όπου τα μωρά πέθαναν θηλάζοντας τη νεκρή μάνα τους ή πέθαιναν μέσα σε θάμνους, όπου τα έκρυβαν οι μητέρες, μέχρι να ξεφύγουν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Τότε η παπαδιά, με κρεμασμένο στα ξηρά στήθη το μωρό της, αρνήθηκε να χωριστεί από το σύζυγό της, τον παπά, και ζήτησε να πάει μαζί του. Ένας Τούρκος πυροβολεί από την πλάτη της, και η σφαίρα περνάει από την πλάτη της στο στόμα του παιδιού που βύζαινε 141. Οι κεμαλικοί χώρισαν τους συλληφθέντες άνδρες από τις γυναίκες, που είχαν πάει στη σπηλιά του παπα-μακάριου για να εκκλησιαστούν, για να τους δολοφονήσουν. Η γενναία πρεσβυτέρα αρνήθηκε να έχει ευνοϊκή μεταχείριση, τί αξία θα είχε η ζωή της μετά το θάνατο του συζύγου της, και θέλησε να έχει την ίδια τύχη με εκείνον. Ο δειλός στρατιώτης δολοφόνησε τη γενναία πρεσβυτέρα και ταυτόχρονα το άτυχο μωρό της. Θύμα και εκείνο της τυφλής κεμαλικής θηριωδίας. Στις 15 Μαρτίου, στο Ντερέκιοϊ της Άνδραπας, ο κεμαλικός στρατός κινήθηκε εναντίον των ανταρτών και των γυναικοπαίδων. Οι αντάρτες υποχώρησαν στα ενδότερα του βουνού για να προστατευθούν καλύτερα. Οι κεμαλικές δυνάμεις περιέζωσαν την περιοχή, και επιτέθηκαν εναντίον των ανταρτών με τηλεβόλα και μυδράλια. Παρά την υπεροπλία τους, οι κεμαλικοί είχαν αρκετά θύματα, ενώ οι αντάρτες μόνο δύο. Όταν νύχτωσε, οι αντάρτες με τα γυναικόπαιδα διέφυγαν από τον τουρκικό κλοιό και κατέφυγαν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, στο απρόσιτο ρέμα του Τηντηρά. Οι κεμαλικοί, όταν κατάλαβαν την κίνηση των ανταρτών, αποχώρησαν. Μετά τη φυγή τους, οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα επανήλθαν στα αρχικά καταλύματά τους. Στις 29 Μαρτίου, οι κεμαλικοί επιτέθηκαν πάλι εναντίον των ανταρτών και των γυναικοπαίδων, και ανάγκασαν τους αντάρτες να συμπτυχθούν στο Τακαλήγκιολ. Όταν τα γυναικόπαιδα ενημερώθηκαν γι αυτήν την κίνηση, αποφάσισαν να παραδοθούν. Κατά ευτυχή συγκυρία, οι αντάρτες των γύρω περιοχών, βλέποντας τη μεγάλη κινητικότητα του στρατού, έσπευσαν σε βοήθεια των συναγωνιστών τους. Η ένωσή τους με τους υπερασπιστές αντάρτες, και η σκληρή αντίστασή τους στις κεμαλικές δυνάμεις, γλίτωσε τον απελπισμένο άμαχο πληθυσμό από τη σφαγή και την εξορία. Οι αντάρτες κατάφεραν να συλλάβουν αιχμάλωτους 140 Ηλιάδης, Χάβζα, 81, 74, 80. 141 Ό. π., 83. 223
στρατιώτες, και από αυτούς πληροφορήθηκαν ότι αυτή ήταν η τελευταία και μεγαλύτερη έφοδος των κεμαλικών 142. Μετά από παραμονή δύο ημερών, οι αντάρτες αντιλήφθηκαν ότι οι κεμαλικοί αποχώρησαν και αποφάσισαν να λεηλατήσουν ένα μικρό μουσουλμανικό χωριό της περιοχής. Εξαιτίας του κινδύνου λιμοκτονίας, αντάλλασαν ένα ψωμί με ένα όπλο. Περιέζωσαν το χωριό, το οποίο το υπερασπίζονταν εικοσιπέντε ένοπλοι τσέτες. Το κατέλαβαν πολύ γρήγορα, αλλά το χωριό ήταν πολύ φτωχό. Τα λίγα σιτηρά και μερικά πρόβατα που πήραν, τα διεμοίρασαν σε ένα πλήθος χιλίων εκατό άμαχων, το οποίο απέφυγε προσωρινά τη λιμοκτονία. Την επόμενη ημέρα, ο ειδοποιημένος κεμαλικός στρατός τους επιτέθηκε, πάλι, και τους περιέκλεισε σε ασφυκτικό κλοιό. Οι ατρόμητοι αντάρτες, με γενναία επίθεση, διέσπασαν τον τουρκικό κλοιό και κατόρθωσαν να διαφύγουν, έχοντας πληγωμένη μόνο μία γυναίκα. Οι κεμαλικοί αρκέστηκαν να συλλάβουν ένα μικρό πλήθος ανδρών και γυναικών, που λανθασμένα πίστευαν ότι είχαν σωθεί, και αποχώρησαν από την περιοχή. Οι εκατόν είκοσι αντάρτες με τα εννιακόσια γυναικόπαιδα, που απέμειναν, απέφυγαν το θάνατο από τον κεμαλικό στρατό, αλλά για να μη λιμοκτονήσουν λεηλατούσαν τα τουρκικά χωριά. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για την επιβίωσή τους 143. Το Μάρτιο του 1922, περισσότερα από 4.000 γυναικόπαιδα και μια αρκετά μεγάλη δύναμη των ανταρτών συγκεντρώθηκαν στο χωριό Μαησλού. Τα χωριά της περιοχής ήταν καμένα από τους κεμαλικούς, όπως καμένο ήταν και το Μαησλού, αλλά στο χωριό υπήρχαν υπόγειες αποθήκες σιτηρών και τροφίμων. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και ο τόπος χιονισμένος. Τα γυναικόπαιδα, κρυμμένα στα μισογκρεμισμένα και μισοκαμένα ερείπια ή κατασκευάζοντας πρόχειρα παραπήγματα, μπορούσαν να επιβιώσουν στην έσχατη ανάγκη. Ένα ακόμη μεγάλο πλεονέκτημα του χωριού ήταν ότι παρείχε ασφάλεια, λόγω του μεγάλου ρέματος, που οδηγούσε απευθείας στην καρδιά του βουνού. Οι κεμαλικοί φοβούνταν την παραμονή τους στα απέραντα δάση, όπου κυριαρχούσαν οι αντάρτες. Στο χωριό είχαν συγκεντρωθεί αντάρτες και γυναικόπαιδα από τα χωριά Κουρλένταμι, Γαϊνάρτσα, Καράπουναρ, Ζεϊνέλ, Τομούζαλαν, Γιάιλα, Ορφάν, Σιχλίχ, Καπάτσουχουρ, Σερέφελι, Άιτογτου, Τσιρλαχλά, κ. α. Ένα τελευταίο πλεονέκτημα του χωριού ήταν ότι, βρισκόταν στα μεσόγεια της Πάφρας, μεταξύ των όμορων περιοχών της Κάβζας και της Άνδραπας, μακριά από την έδρα του κεμαλικού στρατού 144. Μεταξύ 17-20 Μαρτίου του 1922, ο κεμαλικός στρατός, δυνάμεως μιας μεραρχίας (10.000 άνδρες), ενιχυμένος με ιππικό, κανόνια και μυδράλια, περίεζωσε νωρίς το βράδυ την ευρύτερη περιοχή του χωριού Μαησλού. Οι κινήσεις των ανταρτών και των γυναικοπαίδων γίνονταν πάντα αντιληπτές από τους Τούρκους των γειτονικών χωριών, οι οποίοι ειδοποιούσαν τον τουρκικό στρατό. Οι αντάρτες δεν περίμεναν ότι μέσα στο καταχείμωνο θα εξεστράτευαν εναντίον τους οι κεμαλικές δυνάμεις, γι αυτό και η φύλαξη του καταφυγίου ήταν πλημμελής. Οι κεμαλικοί συνέλαβαν τους σκοπούς και πάνω σε έναν, μάλιστα, άναψαν φωτιά και τον έκαψαν. Η επίθεση με τα κανόνια και τα μυδράλια εναντίον του χωριού ήταν μαζική. Ολόκληρος ο τόπος, και τα έντρομα γυναικόπαιδα που αποφάσιζαν να διαφύγουν, 142 Ξανθόπουλος, Αντάρτικο, 22-26. 143 Ό. π., 27-31. 144 Μαρτυρίες των καπετάνιων και αυτοπτών μαρτύρων Χατζηθεοδωρίδη Παν., Τομπάκογλου Ιωσήφ και Χατσηαποσίδη Ιερ. Μαρτυρίες Κοτσέρογλου Δημ., Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Φιλιππίδη Παντ., Αντωνιάδη Θεόδ., Τσοπανίδη Παν., Τσομπάνογλου Νικ. και Κωνσταντινίδη Αντ. Γεννήθηκε το 1904 στο Μαησλού της Πάφρας, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών (αρχείο Ε. Π. Μ., φάκελος Γ. Αντωνιάδη). 224
δέχονταν τα καταιγιστικά πυρά των κεμαλικών. Η μάχη άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα. Μια άνιση και φοβερή μάχη, προκειμένου να διασωθούν αντάρτες και γυναικόπαιδα. Δυο-τρείς μαζικές επιθέσεις εξόδου των ανταρτών και των γυναικοπαίδων, για να διαφύγουν από τον τουρκικό κλοιό, απέτυχαν. Το πεδίο της μάχης είχε γεμίσει πτώματα και βαριά τραυματισμένους. Την κρίσιμη στιγμή, ο καπετάνιος Τομπάκογλου Ιωσήφ στράφηκε προς την πλευρά του Τανάπασι και κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό των κεμαλικών, ενώ στο μεγάλο ρέμα του Μαησλού η μάχη είχε μετατραπεί σε σφαγείο. Ο καπετάνιος τοποθέτησε είκοσι αντάρτες, για να κρατούν ανοιχτή τη δίοδο διαφυγής των γυναικοπαίδων, και επέστρεψε στο πεδίο της μάχης για να παραλαμβάνει τα γυναικόπαιδα και να τα οδηγεί στη σωτηρία. Όλοι οι καπετάνιοι και οι αντάρτες μάχονταν με αυτοθυσία, μέχρι τελικής πτώσεως, προκειμένου να προστατευτούν και να διασωθούν τα χιλιάδες γυναικόπαιδα 145. Ο απολογισμός της μάχης ήταν τραγικός. Πολλές εκατοντάδες οι νεκροί και οι τραυματίες. Πάρα πολλοί συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Όλους τους άοπλους άνδρες τους τουφέκισαν αμέσως. Τους τραυμματίες άοπλους τους έσφαξαν μέσα στο ρέμα του Μαησλού. Τα αιχμάλωτα γυναικόπαιδα τα έστειλαν στην εξορία. Ο αριθμός των νεκρών ανταρτών και γυναικοπαίδων υπολογίζεται σε οκτακόσιους, των αγνοούμενων σε πεντακόσιους και των τραυματιών σε εξακόσιους 146. Η τραγωδία του Μαησλού ήταν φοβερή. Βλέπω την Παρθένα του Αντωνιάδη να κλαίει και να οδύρεται πάνω από το νεκρό άνδρα της και τον αδελφό της Της λέω οτι αυτοί έχουν σκοτωθεί, σε λίγο θα σκοτώσουν και εσένα. Κοίταξε να φύγεις. Την άρπαξα από το χέρι 147. Μέσα στη φωτιά της μάχης, η γυναίκα έχασε το σύζυγό της, τον καπετάνιο του Μαησλού Αντώνη Αντωνιάδη και τον αδερφό της. Μπροστά στον αβάσταχτο πόνο δεν την ενδιέφερε η ζωή της. Το χέρι ενός άλλου γενναίου καπετάνιου έσωσε τη δική της ζωή. Οι κεμαλικοί μπορεί να σκότωναν τους γενναίους αυτούς Έλληνες, η ψυχή τους, όμως, έμενε ελεύθερη και συνέχιζαν μέχρι την τελευταία πνοή τους. Ήταν ζήτημα αρχών, αξιών και αξιοπρέπειας. Η τύχη των εξόριστων ήταν ακόμη χειρότερη. Οι αιχμάλωτοι στάλθηκαν εξορία, και από τότε χάθηκαν τα ίχνη όλων, μαζί και του αδελφού μου Λάζαρου 148. Είπαν ότι τους εξόρισαν. Κανείς τους δε γύρισε πίσω. Αν δεν τους είχαν εξοντώσει, έστω και ελάχιστοι θα είχαν επιστρέψει. Έστω και ένας. Η κεμαλική εθνοκάθαρση, κατά την πάγια οθωμανική πρακτική, εφάρμοσε το πρόγραμμα της ολοκληρωτικής εξόντωσης και των αιχμάλωτων. Οι κεμαλικές ορδές, με τους θηριώδεις τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και των ομοίων του, που δε γνώριζαν όρια, ευθύνονταν για την ολοκληρωτική εξαφάνιση των αιχμάλωτων και σε αρκετές περιπτώσεις του περασμένου έτους. Η ανακάλυψη ομαδικών τάφων θα συνεχιστεί και στο μέλλον, από τυχαία γεγονότα. Η χωρίς όρια εγκληματική συμπεριφορά των Τούρκων, η ωμή βαρβαρότητα, κατά των ελληνικών πληθυσμών της Πάφρας, δεν ήταν πρόσφατη. Οι βάσεις μιας τέτοιας θηριώδους συμπεριφοράς είχαν τοποθετηθεί από την εποχή των ντερέμπεηδων. Όσα από τα γυναικόπαιδα γλίτωσαν από την καταστροφή, κατευθύνθηκαν προς άλλα γειτονικά μέρη της περιοχής ή στα καμένα χωριά τους. Βρήκαμε σε κάποιο καμένο σπίτι, σε μια γωνιά, να κρέμονται κάτι άχρηστα τσαρούχια. Τα πήραμε, ανάψαμε φωτιά να τα ψήσουμε, αλλά δε γινόταν τίποτε Τότε με μια πέτρα τα σπάγαμε 145 Ό. π. 146 Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδ. Ο απολογισμός των νεκρών, αγνοουμένων και τραυματιών έγινε από τους εναπομείναντες και διασωθέντες από την τραγωδία του Μαησλού. 147 Μαρτυρία του καπετάνιου Τομπάκογλου Ιωσήφ. 148 Μαρτυρία Κωνσταντινίδη Αντωνίου. 225
σε μικρά κομματάκια και τα καταπίναμε, γιατί δεν μπορούσαμε να τα μασήσουμε 149. Το φάσμα της πείνας ξεπερνάει τις ανθρώπινες φοβίες, τις αναστολές και τη λογική. Το θηρίο της πείνας είναι ανίκητο. Η κατάποση ξηρού δέρματος χοίρου, που χρησιμοποιήθηκε ως μέσο υπόδησης, είναι από τις πλέον ανώδυνες περιπτώσεις. Πέρα από τη σφαγή, το θάνατο, την εξορία και την πείνα, υπήρχε μια ακόμη κατάσταση, πολύ χειρότερη από όλες τις προαναφερθείσες. Όσοι ξέραμε για τους νεκρούς μας, τους κλάψαμε, και δεν είχαμε πλέον ελπίδα, αλλά αυτοί που είχαν αγνοούμενους περίμεναν με αγωνία για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια Αυτοί ήταν οι πιο δυστυχισμένοι. Για εμάς το μαρτύριο είχε τελειώσει στις 20 Μαρτίου 1922, γι αυτούς συνεχίζεται μέχρι σήμερα 150. Ένας μαρτυρικός θάνατος διαρκείας περίμενε όσους δυστυχείς είχαν καταφέρει να διασωθούν από τη φοβερή σφαγή του Μαησλού. Ένας θάνατος που δε γνώρισε όρια, και που έπαψε να υπάρχει, όταν η γή ανάπαυσε τα σώματα των μαρτύρων του Γένους. Τα όρια του ανθρώπου είναι παντελώς πεπερασμένα. Οι κατά γενική ομολογία πλέον θρησκευόμενοι κάτοικοι του Πόντου, ύψωσαν φωνή μεγάλη προς τον Πλάστη. Στράφηκαν στον Ύψιστο με μεγάλο παράπονο. Γιατί παντοδύναμε Θεέ τόσα βάσανα και τόσους πόνους; Μήπως ήθελες Θεέ να τους παρομοιάσεις με το γιό σου Χριστό; Γι αυτόν Πανάγαθε ένας ήταν ο σταυρός του μαρτυρίου Γιατί Θεέ τόσοι Γολγοθάδες γι αυτά τα παιδιά σου; Μήπως σε αυτούς εμπιστεύτηκες να κουβαλούν για εκατοντάδες χρόνια το σταυρό του μαρτυρίου του γιού σου; 151 Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου. Όταν οι κεμαλικές δυνάμεις απομακρύνθηκαν από την περιοχή, υπολογίζεται ότι άφησαν στο πεδίο της μάχης χίλιους νεκρούς, οι Έλληνες αντάρτες μετέβησαν στον τόπο της σφαγής, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Εκεί αντίκρυσαν ένα αποτρόπαιο θέαμα. Τα καρτάλια-γυπαετοί είχαν αποτελειώσει τα σώματα των μαρτύρων. Από την εποχή εκείνη η τοποθεσία ονομάστηκε Γαρταλίκ Ντερεσί-Ρέμα των Γυπαετών. Οι συνέπειες της σφαγής στο Ρέμα των Γυπαετών ήταν σκληρές και για τους κεμαλικούς. Το πείσμα μας να εκδικηθούμε τους χαμένους πατριώτες μας, μας έκανε να μη σκεφτόμαστε και την ίδια τη ζωή μας Αρχίσαμε και εμείς φοβερά αντίποινα σε βάρος των Τούρκων, με επιθέσεις και καταστροφές τουρκικών χωριών 152. Το αίμα των αθώων γυναικοπαίδων και άμαχων ξεπλύθηκε με αίμα. Τα αντίμετρα των ανταρτών ήταν σκληρά. Η κεμαλική εθνοκάθαρση δε γνώριζε όρια, η αντίσταση των ανταρτών, οι οποίοι είχαν περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση, ήταν παροιμιώδης, και τα αντίποινα σε βάρος των χωριών, που δρούσαν δορυφορικά για τον κεμαλικό στρατό, ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Ο αγώνας διεξαγόταν μέχρις εσχάτων. Οι κεμαλικές θηριωδίες, με τα τραγικά αποτελέσματα, ξεπληρώνονταν με αίμα. 149 Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου. 150 Μαρτυρία Ταγκάλογλου Μιχαήλ. 151 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 152 Ό. π. Ak, Bafra, 23-24. Το κάψιμο του Σαρπούν παρουσιάζεται, από τις τουρκικές πηγές της περιοχής, ως μια ενέργεια των ανταρτών που απέβλεπε στην ολοκληρωτική και αναίτια καταστροφή του, χωρίς να γίνεται καμιά ουσιαστική αναφορά στα πραγματικά γεγονότα της εθνοκάθαρσης που είχαν προηγηθεί, και ότι επρόκειτο για μεμονωμένα αντίποινα των ανταρτών. Gedikli, Pontus, 344-348. Kurt, Pontus, 280-283. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και για τα δύο τουρκοχώρια Ορτακλάρ και Εσένμπεη, τον Οκτώβριο του 1921, καθώς και για όλα τα χωριά, τα οποία κατέστρεψαν οι αντάρτες για αντίμετρα. Οι κεμαλικές αναφορές, όσες αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν αμφισβητούν και οι Έλληνες αντάρτες, εξυπηρετούν συγκεκριμένες πολιτικές, και είναι έκφραση του κεμαλικού στρατογραφειοκεντρικού κατεστημένου. 226
Μετά τη σφαγή στο Μαησλού, ένα τμήμα των ανταρτών κατευθύνθηκε προς τα βουνά του Χορόζνταγ, και μετά από πολλές περιπλανήσεις και ταλαιπωρίες επέστρεψε στην περιοχή του Κούσποκου. Στην τοποθεσία Ενέρτασι, τους συνάντησε ο Κωνσταντίνος Τοπούζογλου και παρακάλεσε τον καπετάνιο Κυριάκο Τσουρουκίδη να σώσουν τα 2.000 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στο Κάστρο της Κοπέλας. Οι έγκλειστοι παρέμεναν στο κάστρο επί είκοσι ημέρες, χωρίς τροφή και νερό. Οι κεμαλικοί είχαν περιζώσει την περιοχή και περίμεναν να παραδοθούν οι έγκλειστοι, για να γνωρίσουν τη σφαγή και την ατίμωση. Η έγνοια των παιδιών ήταν πολύ μεγάλη, κυρίως για τα μικρά παιδιά. Για τον ίδιο λογο, οι αποκλεισμένοι είχαν ειδοποιήσει και τον καπετάνιο Θεόδωρο Τσακιρίδη. Η μικρή δύναμη των ανταρτών έφτασε απέναντι από την είσοδο του κάστρου, και κατέστρωσε το σχέδιο διάσωσης των 2.000 αποκλεισμένων. Πέντε αντάρτες, με επικεφαλής τον καπετάν Θεόδωρο, έχοντας βγάλει τα τσαρούχια τους, ανέβαιναν στα βράχια με μεγάλη προσοχή, για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους φρουρούς Τούρκους στρατιώτες. Αν κατάφερναν και τους συνελάμβαναν χωρίς θόρυβο, θα μπορούσαν να απελευθερώσουν τους εγκλωβισμένους χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Πιθανόν από στραβοπάτημα κάποιου αντάρτη, γλίστρησε μια πέτρα που προκάλεσε θόρυβο και ξάφνιασε τους Τούρκους φρουρούς. Ο καπετάνιος διέταξε πύρ. Η μικρή δύναμη με τον καπετάν Κυριάκο, που είχε παραμείνει απέναντι από την είσοδο, στην ανατολική πλευρά του Άλυ, άρχισε να πυροβολεί τους φρουρούς στρατιώτες, που κοιμούνταν γύρω από τις φωτιές. Οι μισοί από τους φρουρούς σκοτώθηκαν από τα πυρά των ανταρτών, ενώ οι περισσότεροι, έντρομοι και πανικόβλητοι, τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Οι δεκαοκτώ Έλληνες αντάρτες κατάφεραν να γλιτώσουν από τη σφαγή τα 2.000 γυναικόπαιδα στο Κάστρο της Κοπέλας 153. Μετά την απελευθέρωση των εγκλωβισμένων, οι αντάρτες αποφάσισαν να επιστρέψουν στα κατεστραμμένα χωριά τους, γιατί οι κεμαλικοί πίστευαν ότι οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα δε θα τολμούσαν να επιστρέψουν στα χωριά τους. Έλεγχαν, όμως, όλα τα περάσματα στα κομβικά σημεία, και προσπαθούσαν να εξοντώσουν αντάρτες και γυναικόπαιδα. Καθ οδόν προς τα χωριά της Γιάιλας, οι αντάρτες κατεβαίνοντας από τα καίρια σημεία Ενέρτασι και Γαπάτογκελ, είχαν πιστέψει ότι δε φυλάσσονταν, δέχτηκαν επίθεση από τους κεμαλικούς. Ο καπετάνιος Νικόλαος Καρασαββίδης με τους άνδρες του, με μοναδική γενναιότητα και αποφασιστικότητα, διέσπασαν τον κεμαλικό κλοιό και διέφυγαν προς τα χωριά τους. Στην προσπάθειά τους αυτή σκοτώθηκαν δύο στρατιώτες, ενώ τραυματίστηκε ένας αντάρτης 154. Ένας σημαντικός αριθμός γυναικοπαίδων, με λίγους αντάρτες, είχε καταφύγει στην περιοχή του Καράπουναρ, κοντά στη λίμνη Τελήτσινοούν Γυριΐ, για να αποφύγουν τους κεμαλικούς διώκτες. Οι κεμαλικοί επιτέθηκαν εναντίον των άμαχων. Αν ήθελαν να σωθούν, οι άμαχοι έπρεπε να φύγουν τη νύχτα από την περιοχή. Οι μάνες είχαν μαζί τους περίπου εξήντα μικρά παιδιά, και οι κεμαλικοί έλεγχαν τα περάσματα των βουνών. Τα μικρά παιδιά δημιουργούσαν αξεπέραστο εμπόδιο στις κινήσεις των ανταρτών και των γυναικοπαίδων. Οι μάνες ή έπρεπε να παραδοθούν με τα παιδιά τους ή έπρεπε να τα εγκαταλείψουν εκεί, πιστεύοντας ότι, οι κεμαλικοί δε θα δολοφονούσαν τα ανυπεράσπιστα παιδάκια. Αποφάσισαν να κάνουν το δεύτερο, γιατί η πρώτη απόφαση θα καταδίκαζε σε θάνατο τόσο τους ενήλικους, όσο και τα παιδάκια. Στη διάρκεια της νύχτας, οι άμαχοι κατάφεραν να ξεφύγουν μέσα από τα στενά της Γιάιλας, χωρίς να τους αντιληφθούν οι κεμαλικοί. Οι αντάρτες ενεπλάκησαν σε μάχη, πραγματοιώντας αντιπερισπασμό, για τη διευκόλυνση της 153 Μαρτυρία του αντάρτη Τσομπάνογλου Νικολάου. 154 Ό. π. 227
κίνησης διαφυγής των γυναικοπαίδων. Οι απώλειες ήταν λίγοι νεκροί αντάρτες και τραυματίες. Όταν μετά από αρκετές ημέρες αποχώρησαν οι κεμαλικοί, οι γυναίκες επέστρεψαν στη λίμνη για να δούν τι απέγιναν τα παιδιά τους. Περίπου είκοσι παιδιά βρίσκονταν πνιγμένα μέσα στη λίμνη, μερικά ήταν νεκρά, λογχισμένα από τους κεμαλικούς, ενώ τα υπόλοιπα δε βρέθηκαν. Το μόνο ζωντανό παιδί που βρέθηκε είχε πέσει στη σχισμή ενός βράχου και δεν μπορούσε να βγεί 155. Η τύχη του ήταν η χειρότερη, γιατί ξεψύχησε χωρίς να μπορεί κανείς να το βοηθήσει, στην προσπάθειά του να γλιτώσει από τους θηριώδεις κεμαλικούς. Οι δολοφονίες των μικρών παιδιών και η μεταφορά τους, κατά περίπτωση, σε μουσουλμανικές οικογένειες ήταν προμελετημένο και οργανωμένο έγκλημα. Η κεμαλική θηριωδία δε γνώρισε όρια ούτε και με τα παιδάκια. Όσα γλίτωναν από τις κεμαλικές επιχειρήσεις, γιατί πολλά ήταν τραυματισμένα, πέθαιναν μόνα και αβοήθητα. Λιμοκτονούσαν χωρίς τους νεκρούς γονείς τους, κάτω από τα δένδρα 156. Ο Μουσταφά Κεμάλ, μετά από αυτά τα γεγονότα, απέσυρε από το Μέτωπο των Ανταρτών Πάφρας-Αμισού-Αμάσειας-Έρπαα το στρατηγό Λίβα-Nurettin, που οι ορδές του ξεσπούσαν όλη τη θηριωδία τους στα γυναικόπαιδα, και ενίσχυσε το Μέτωπο της Άγκυρας ενάντια στον ελληνικό στρατό. Ο μουτασαρίφης της Αμισού συνθηκολόγησε με τους αντάρτες, με τον όρο να μην επιτίθενται στα μουσουλμανικά χωριά. Οι χωρικοί άρχισαν να είναι ανεκτικοί με τους αντάρτες, και τους προμήθευαν αλεύρι, τρόφιμα και άλλα απαραίτητα είδη για την επιβίωσή τους 157. Η κίνηση αυτή του Μουσταφά Κεμάλ ήταν καίριας σημασίας, για την παραπέρα επικράτησή του. Από τις αρχές του 1922, η θέση της Ελλάδος έναντι των των Κεμαλικών συνεχώς αποδυναμωνόταν, εξαιτίας της αρνητικής θέσης των Συμμάχων της. Τον Ιανουάριο του 1921, η Γαλλία ζήτησε από την Αγγλία να αποδοθούν στην Τουρκία η Μικρά Ασία και η Ανατολική Θράκη. Το Φεβρουάριο μήνα, η οικονομικά αδύναμη φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση ζήτησε δάνειο από την Αγγλία, το οποίο δεν της δόθηκε. Το Μάιο ανέλαβε την αρχιστρατηγία του Μικρασιατικού Μετώπου ο Γ. Χατζηανέστης. Οι Έλληνες έδειχναν αποφασισμένοι να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, και να δημιουργήσουν μια κρατική οντότητα, με την αυτονόμηση της Ιωνίας στη Μικρά Ασία 158. Όλα τα γεγονότα προδίκαζαν την τελική σύγκρουση, που βρισκόταν προ των πυλών. Ο Μουσταφά Κεμάλ, ενήμερος για την κατάσταση που επικρατούσε στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, έκλεισε το Μέτωπο με τους αντάρτες του Πόντου, την κρίσιμη αυτή περίοδο, και επιδόθηκε απερίσπαστος στην προετοιμασία για την τελική αναμέτρηση με τους Έλληνες. Οι αντάρτες, χωρίς βοήθεια από κανέναν, μόνοι και έρημοι, έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα για την επιβίωσή τους. Επιπλέον, είχαν μαζί τους τα γυναικόπαιδα πάνω στα βουνά και στα δάση, μέσα σε καλύβες και σπηλιές, που χωρίς ουσιαστική τροφή πέθαιναν από την πείνα και τις αρρώστιες. Το τέχνασμα της ανακωχής με τους αντάρτες θα έσωζε από τη λιμοκτονία τόσο τους ελληνικούς πληθυσμούς, όσο και τους τουρκικούς. Αν δεν καταστρεφόταν η παραγωγή των σιτηρών, όλοι θα ήταν κερδισμένοι. Αυτό ακριβώς έγινε. Αν, όπως είχε ζητήσει ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης από την ελληνική κυβέρνηση του Δ. Γούναρη, είχε αποσταλεί στον Πόντο ένα σύνταγμα του 155 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. 156 Μαρτυρία του αντάρτη Τσομπάνογλου Νικολάου. 157 Μπέλλου, Ποντιακά, 130. Sarisakal, Samsun, 48-50. Οι τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι, στα μέσα Ιουνίου αποφασίστηκε από την κεμαλική κυβέρνηση η μεταφορά του ελληνικού πληθυσμού στο εσωτερικό της χώρας. Οι ελληνικοί πληθυσμοί των ορεινών χωριών είχαν ήδη γνωρίσει στους δρόμους της εξορίας την άγρια σφαγή από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και των υπολοίπων τσετών, σε μια προσπάθεια αφανισμού των ανταρτών. Η παρεκτροπή των πραματικών γεγονότων είναι εμφανής. 158 Γιαννουλόπουλος, Καταστροφή, ό. π. 228
ελληνικού στρατού, αποτελούμενο από Ποντίους της Ελλάδος και εθελοντές, αφ ενός θα ευεργετούνταν οι ελληνικοί πληθυσμοί, αφ ετέρου ενωμένο αυτό με τους αντάρτες θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά τον ελληνικό στρατό στη μάχη της Άγκυρας. Παρά την αρχική θετική στάση του Έλληνα πρωθυπουργού, η αλαζονεία του στρατηγού Δούσμανη απέτρεψε οποιαδήποτε τέτοια κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης 159. Οι συνέπειες αυτής της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης ήταν καταδικαστικές για τον Ελληνισμό του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Παρ όλα αυτά, οι αντάρτες της Πάφρας παρέμεναν πάνω στα βουνά, έχοντας μεγάλη έλλειψη πυρομαχικών. Παρά τη νηνεμία που επικρατούσε, οι καπετάνιοι φοβούνταν, ότι οι κεμαλικοί θα ξανάρχιζαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, και τότε, χωρίς επαρκή οπλισμό, με ελάχιστα πυρομαχικά, με τα χωριά κατεστραμμένα, με τους ελληνικούς πληθυσμούς στους δρόμους της εξορίας, δε θα είχαν καμία τύχη εναντίον των κεμαλικών. Στην περιοχή της Πάφρας, η δύναμη των ένοπλων ανταρτών υπολογιζόταν σε 1600 και των άοπλων σε 4.000, με άγνωστο αριθμό γυναικοπαίδων. Στην περιοχή της Αμισού, η δύναμη των ένοπλων υπολογιζόταν σε 2.000, όπως και των άοπλων, αλλά μεταξύ των ένοπλων υπήρχαν 200 Αρμένιοι και 100 Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι) 160. Το Μάιο του 1922, έγινε σύσκεψη των καπεταναίων της Πάφρας, υπό την αρχηγία του αρχικαπετάνιου Κυριάκου Παπαδόπουλου, και αποφασίστηκε να υλοποιηθεί το σχέδιο του επισκόπου της Πάφρας Ευθυμίου Αγριτέλη, για επαφή με τον ελληνικό στρατό. Οι καπετάνιοι ήταν διστακτικοί, για ένα τόσο μεγάλο και δύσκολο εγχείρημα. Μετά την πρόταση, ο αρχικαπετάνιος είπε: Και μόνος μου να μείνω, θα πάω 161. Μετά από αυτόν το λόγο του, σηκώθηκε και αποχώρησε από τη σύσκεψη. Τον ακολούθησαν δύο αδέλφια του, ενώ ο τρίτος ήταν κατάκοιτος και αδυνατούσε. Στη συνέχεια, τους ακολούθησαν όλοι οι καπετάνιοι και οι αντάρτες. Όλοι γνώριζαν ότι, η ενέργεια αυτή αποτελούσε μια πορεία αυτοκτονίας. Ο όρκος, όμως, που είχαν δώσει στον επίσκοπό τους Ευθύμιο Αγριτέλη ήταν ιερός. Συγκεντρώθηκαν συνολικά 500-600 αντάρτες από Πάφρα, Αμισό, Κάβζα και Άνδραπα. Ελήφθη μέριμνα, ούτως ώστε από καμία οικογένεια να μη συμμετέχουν στην εκστρατεία αντάρτες που η οικογένειά τους θα έμενε ακέφαλη ή οικογένειες που είχαν αρκετά θύματα κατά τη διάρκεια των κεμαλικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Η απόφαση για τη διευκόλυνση της προέλασης του ελληνικού στρατού, και η δημιουργία αντιπερισπασμού κατά του κεμαλικού στρατού, οδηγούνταν προς την υλοποίησή της 162. Μετά από 3-4 ημερών πορεία, το σώμα των ανταρτών έφτασε στις Γάγγρες (Γάγγρα) Τσάγκαρα (Τσάγκιρι), χωρίς τη βοήθεια οδηγού, γιατί οι αντάρτες γνώριζαν την περιοχή. Από τις Γάγγρες Τσάγκαρα κατευθύνθηκαν προς την Κασταμονή. Με τη βοήθεια μουσουλμάνων, αγόρασαν στρατιωτικές στολές αξιωματικών και στρατιωτών από τις στρατιωτικές αποθήκες. Η ενέργειά τους αυτή αποσκοπούσε στο να μην κινήσουν τις υποψίες των κεμαλικών από τα χωριά που θα διέρχονταν. Με τον τρόπο αυτόν, ούτε και οι οδηγοί δε θα μπορούσαν να υποψιαστούν τον πραγματικό σκοπό τους. Το σώμα κατευθύνθηκε προς τη γραμμή του Μετώπου, διαδίδοντας ότι ήταν κεμαλικοί, που πήγαιναν να ενισχύσουν το στρατό, που πολεμούσε στο Εσκί Σεχήρ. Ο αρχικαπετάνιος Κυριάκος Παπαδόπουλος, 159 Μπέλλου, Ποντιακά, 126. 160 Α.Υ.Ε., Κ.Υ., 1922, Α/5VI(13), Κωνσταντινούπολη 25.5.1922. 161 Μαρτυρία του καπετάνιου Τομπάκογλου Ιωσήφ. 162 Μαρτυρίες των καπετάνιων και αυτοπτών μαρτύρων Χατζηθεοδωρίδη Παν., Χατσηαποσίδη Ιερ. Μαρτυρίες Φιλιππίδη Παντ. και Αντωνιάδη Θεόδ. 229
ντυμένος με τη στολή Τούρκου αξιωματικού, πραγματοποιούσε όλες τις επαφές με τους χωρικούς. Η κίνηση προς το Μέτωπο γινόταν πάντα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής έβαζε τους άνδρες του να γράφουν στο έδαφος, τοποθετώντας άσπρες πέτρες ή κιμωλίες πάνω στη στάχτη δε φυτρώνει το εμπόριο-κούλ ουστουντέ τιτσαρέτ πιτμέζ. Με τον τρόπο αυτόν ήθελε να δηλώσει ότι, με την ολοκληρωτική καταστροφή δεν υπάρχει ελπίδα για το μέλλον. Μετά από δεκαήμερη πορεία, βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Ο αρχικαπετάνιος χώρισε ένα μέρος των ανδρών του σε ομάδες των δέκα ατόμων, και προσπάθησε να ανιχνεύσει το σημείο, στο οποίο βρισκόταν ο ελληνικός στρατός. Για τις επαφές με τους Οθωμανούς χωρικούς, ο καπετάνιος όρισε την ενιαία συνθηματική φράση: από τις Γάγγρες ερχόμαστε στην Άγκυρα πηγαίνουμε-τσάγκαραταν κελίοχ Άγκαραγια κετίοχ. Δεν επέτρεψε καμία άλλη συνομιλία, από φόβο μήπως γινόταν αντιληπτός ο σκοπός τους από τους κεμαλικούς. Ο ίδιος πρωτοστάτησε σε αυτήν την κίνηση, με τη στολή του αξιωματικού, δήθεν για να επιτάξη άλογα και μουλάρια για τις ανάγκες του κεμαλικού στρατού. Ο κύριος όγκος των ανταρτών, περίπου πεντακόσιοι, παρέμεινε μέσα στα πυκνά δάση και σε βαθιές χαράδρες, όπου δεν κινούνταν άνθρωποι, στην περιοχή της Θεοδοσίας-Τόσια. Μετά από μερικές ημέρες, ο αρχικαπετάνιος επανήλθε και ενημέρωσε τους υπόλοιπους καπετάνιους ότι θα κινηθούν προς το Σιρκετσί για μερικές νύχτες, με τοπικούς οδηγούς, που θεωρούσαν ότι εκτελούσαν εντολή αξιωματικού. Στο Σιρκετσί όπου υπήρχαν Άγγλοι, οι οποίοι βοηθάνε τον τουρκικό στρατό. Είναι λιγοι, αλλά είναι σύνδεσμοι με τη διοίκηση των Άγγλων στην Κωνσταντινούπολη 163. Οι Άγγλοι διπλωμάτες, θεωρητικά φίλοι και σύμμαχοι των Ελλήνων, κατέδιδαν στο Μουσταφά Κεμάλ όλα τα μυστικά σχέδια των Ελλήνων στρατηγών και της μυστικής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας. Επιπλέον, είχαν στείλει και αξιωματικούς τους, για να επιβλέπουν εκ του σύνεγγυς τις κινήσεις των κεμαλικών, να τους ενημερώνουν για τις κινήσεις των Ελλήνων και για την πραγματική κατάσταση του ηθικού του στρατεύματός τους. Με αυτόν τον τρόπο, γνώριζαν από πρώτο χέρι, κάθε στιγμή, την κατάσταση που επικρατούσε στα γεγονότα του Μετώπου, και ήλεγχαν την όλη κατάσταση προς το συμφέρον τους. Η ανάγκη να προσεταιριστούν το Μουσταφά Κεμάλ ήταν επιτακτική, όσο ποτέ άλλοτε. Η φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν ικανή να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Αγγλίας στη Μικρά Ασία. Μετά από πορεία 3-4 ημερών, ο αρχικαπετάνιος με μια μικρή ομάδα ανταρτών έσπευσε να συναντήσει τον Άγγλο αξιωματικό. Με τη στολή του κεμαλικού λοχαγού, μπήκε στο γραφείο του Άγγλου αξιωματικού, ο οποίος έφερε το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Ο καπετάνιος του ανέφερε ότι είχε φέρει επιταγμένα φορτηγά ζώα για τον κεμαλικό στρατό, και έψαχνε κάποιον υπεύθυνο για να του τα παραδώσει. Με τον τρόπο αυτόν, προσπάθησε να ανιχνεύσει τις προθέσεις του Άγγλου αξιωματικού. Ο ανθυπολοχαγός, με αδιαφορία, του απάντησε να πάει να τα παραδώσει σε αυτούς που του έδωσαν την εντολή επίταξης. Ο αρχικαπετάνιος χάρηκε από την αδιαφορία του Άγγλου αξιωματικού, ο Χρυσόστομος Καραΐσκος και ο Αθανάσιος Μπράβος, ήδη από το χειμώνα του 1920, είχαν διαβεβαιώσει τους αντάρτες του Πόντου, ότι οι Άγγλοι ήταν σύμμαχοι και βοηθοί τους, και προχώρησε στην επόμενη κίνηση. Βρήκε έναν Άγγλο στρατιώτη που γνώριζε αγγλικά, τουρκικά και ελληνικά, και ξαναπήγε στο γραφείο του ανθυπολοχαγού. Όταν έμειναν μόνοι τους, ο αρχικαπετάνιος του αποκαλύφθηκε και του φανέρωσε τον πραγματικό στόχο τους, την ένωση με τον ελληνικό στρατό. Ο ξαφνιασμένος Άγγλος του εξήγησε ότι, οι μάχες διεξάγονταν μακριά από το μέρος εκείνο, αλλά προθυμοποιήθηκε να του 163 Μαρτυρίες των καπετάνιων και αυτοπτών μαρτύρων Τομπάκογλου Ιωσήφ., Χατζηθεοδωρίδη Παν., Χατσηαποσίδη Ιερ. Μαρτυρίες Φιλιππίδη Παντ. και Αντωνιάδη Θεόδ. 230
υποδείξει το δρομολόγιο για να έρθει σε επαφή με τον ελληνικό στρατό 164. Ο αρχικαπετάνιος, χωρίς να γνωρίζει ότι ο Άγγλος αξιωματικός τον εξαπάτησε και τον κατέδωσε στους κεμαλικούς, ξεκίνησε από το Σιρκετσί και κατευθύνθηκε προς μια περιοχή που ονομαζόταν Κόγκορι- Κάνκορι. Μετά από διήμερη πορεία, η δύναμη των Ελλήνων ανταρτών εισήλθε σε ένα στενό και βαθύ φαράγγι. Για την ολοκλήρωση του σχεδίου τους, είχε απομείνει μόνο η ανηφορική πλευρά του βουνού. Μόλις το σώμα εισήλθε στη χαράδρα, σε μήκος ενός χιλιομέτρου περίπου, έπεσε σε τουρκική ενέδρα εκατοντάδων στρατιωτών, οι οποίοι, χωρίς καμία προειδοποίηση, άνοιξαν πυρ εναντίον των ανταρτών με πολυβόλα και μυδράλια, κατά κυριολεξία θερίζοντάς τους. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, οι κεμαλικοί με έντονες φωνές απαιτούσαν την παράδοση των ανταρτών. Όσοι από αυτούς παρέμεναν ζωντανοί, άρχισαν να υποχωρούν προς την κατεύθυνση από όπου είχαν εισέλθει. Το ξημέρωμα βρήκε εν ζωή τριάντα αντάρτες, οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς το Σιρκετσί, όπου συγκεντρώθηκαν συνολικά ογδόντα με εκατό αντάρτες. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν κατασφαγεί. Ένα σύνολο πεντακοσίων γενναίων και ατρόμητων Ελλήνων ανταρτών, μεταξύ των οποίων όλοι οι στενοί συγγενείς του αρχικαπετάνιου. Ο δρόμος προς την Πάφρα, από εκεί και πέρα, τους ήταν γνωστός. Στη συγκέντρωση των καπετάνιων, ο αρχικαπετάνιος Κυριάκος Παπαδόπουλος τους εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι Άγγλοι ήταν οι προδότες. Η γνώση του δρομολογίου των ανταρτών, ο μεγάλος αριθμός των κεμαλικών στρατιωτών στην ενέδρα - ενώ όλη η κεμαλική δύναμη κατευθυνόταν προς τη Σμύρνη, γιατί είχε σπάσει πριν από λίγες ημέρες το Μέτωπο, και η ονομαστική απειλή τους μέσα στην ενέδρα, ήταν τα βασικότερα επιχειρήματά του. Δεν έχουμε ούτε φίλους, ούτε συμμάχους, ούτε προστάτες, είμαστε μόνοι, και μόνοι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας 165. Δραματικό το συμπέρασμα και τραγική η αλήθεια των λόγων του θρυλικού αρχικαπετάνιου. Εγκληματική η αδιαφορία όλων εκείνων που τους έταξαν βοήθεια και συμπαράσταση. Τα δύο κέντρα του Ελληνισμού είχαν αφήσει μόνους και αβοήθητους τους Έλληνες αντάρτες, αφού τους ξεσήκωσαν κατά την περίοδο της Ανακωχής. Έστω και την ύστατη στιγμή, ο αρχικαπετάνιος αντιλήφθηκε την πικρή αλήθεια. Χωρίς καμία εμπιστοσύνη σε κανέναν, θα συνέχιζαν μόνοι τους τον άνισο και δραματικό αγώνα ενάντια στις κεμαλικές ορδές. Ήταν Αύγουστος του 1922. Όλα ήταν μαύρα για τους Έλληνες. Τραγικά λάθη με τραγικές επιπτώσεις και ακόμη τραγικότερη κατάληξη για τους Έλληνες και τον Ελληνισμό της καθ ημάς Ανατολής. Η αποτυχημένη απόπειρα της ένωσης των ανταρτών της Πάφρας με τον ελληνικό στρατό, στο Μέτωπο της Άγκυρας, και η προδοσία των Άγγλων, τραγουδήθηκε από τους αντάρτες και τα γυναικόπαιδα στα βουνά της Πάφρας, αλλά και μετά την εγκατάσταση τους στην Έλλάδα. Κοίταξε τις πέτρες της Άγκυρας, κοίταξε και τα δάκρυα στα μάτια μου Αιχμάλωτοι των Τούρκων μείναμε (σκοτωθήκαμε όλοι), για δες το παιχνίδι της μοίρας 164 Μαρτυρίες των καπετάνιων και αυτοπτών μαρτύρων Τομπάκογλου Ιωσήφ, Χατζηθεοδωρίδη Παν., Χατσηαποσίδη Ιερ. Μαρτυρίες Φιλιππίδη Παντ., Αντωνιάδη Θεόδ., Κοτσέρογλου Δημ., Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Τσοπανίδη Παν., Τσομπάνογλου Νικ. και Κωνσταντινίδη Αντ. 165 Μαρτυρίες των καπετάνιων και αυτοπτών μαρτύρων Τομπάκογλου Ιωσήφ, Χατζηθεοδωρίδη Παν., Χατσηαποσίδη Ιερ. Μαρτυρίες Φιλιππίδη Παντ., Αντωνιάδη Θεόδ. 231
Τα βουνά της Άγκυρας είναι όλο ανηφοριές, εκεί θυσιάστηκαν 166 οι Έλληνες Να καταντήσεις τυφλός άπιστε Άγγλε, οι θυσιασθέντες έμειναν χωρίς ελπίδα Οι στρατιώτες που πήγαν στην Άγκυρα, έμειναν πεσκέσι στους Τούρκους Οι σύμμαχοί μας έκαναν πίσω, τους Έλληνες τους άρπαξε το ποτάμι 167. Το Σεπτέμβριο του 1922, 5.000 γυναικόπαιδα και άοπλοι είχαν καταφύγει στο ελληνικό χωριό Ιμουρτσίκ. Μια μεγάλη δύναμη του κεμαλικού στρατού, που αποτελούνταν από μαύρους στρατιώτες, εισέβαλε στο χωριό και συγκέντρωσε όλον τον πληθυσμό στο κέντρο του χωριού. Ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε τον ιερέα Κωνσταντίνο Χατζηθεοδωρίδη να ανοίξει την εκκλησία. Τότε όλοι φοβηθήκαμε και αρχίσαμε να κλαίμε, γιατί είχαμε μάθει ότι σε πολλά χωριά της Πάφρας βάλανε τον κόσμο στις εκκλησίες και τους κάψανε ζωντανούς 168. Οι γέροι, οι άοπλοι και τα γυναικόπαιδα, που είχαν καταφύγει στα βουνά, μέχρι τότε είχαν γνωρίσει την κεμαλική βία σε όλες τις μορφές της, εκτός από τα ολοκαυτώματα. Εκτός από τη μαζική πυρπόλησή τους μέσα στα ιερά τους. Είχαν ακούσει, όμως, για όσα τραγικά είχαν συμβεί σε άλλα χωριά της περιοχής τους, που δεν είχαν καταφύγει στο βουνό, και τους κατέλαβε τρόμος. Στο Ιμουρτσίκ, είχαν παραμείνει στο έλεος της κεμαλικής θηριωδίας μόνοι και ανυπεράσπιστοι. Την κρίσιμη στιγμή, κατέφθασε ένοπλος καβαλάρης και επέδωσε στον αξιωματικό ένα χαρτί. Ο αξιωματικός το διάβασε, είπε στους άμαχους ότι, παρά τις σκληρές αντεκδικήσεις των ανταρτών, αυτός δε θα τους πειράξει. Δεν τους είχε πεί ούτε τη μισή αλήθεια, που είναι χειρότερη από το ψέμα. Ενώ είχε ετοιμαστεί για το αποτρόπαιο έγκλημα του ολοκαυτώματος των συλληφθέντων μέσα στην εκκλησία, ειδοποιήθηκε ότι, οι Έλληνες αντάρτες είχαν περικυκλώσει το χωριό και ετοιμάζονταν για μάχη. Αν έκαιε τους άμαχους, η εκδίκηση των ανταρτών δε θα γνώριζε έλεος για κανέναν. Οι αντάρτες, που βρίσκονταν εκτός της περιοχής, αντιλήφθηκαν την κίνηση του κεμαλικού στρατού προς το Ιμουρτσίκ ή τους ειδοποίησε κάποιος, και κινήθηκαν αστραπιαία προς το χωριό. Η σφαγή του Μαησλού τους είχε σημαδέψει βαθιά την ψυχή. Όταν κύκλωσαν το Ιμουρτσίκ, οι αντάρτες άρχισαν αμέσως την επίθεση κατά των κεμαλικών. Ο αξιωματικός και οι στρατιώτες παράτησαν τα γυναικόπαιδα, και έτρεξαν να καλυφθούν και να πάρουν θέσεις μάχης. Τα πανικόβλητα γυναικόπαιδα μέσα από ένα βαθύ ρέμα κατευθύνθηκαν προς το βουνό, μια κίνηση που την είχαν επαναλάβει άπειρες φορές στο παρελθόν. Τα γυναικόπαιδα φοβούνταν ότι, αν οι ξαφνιασμένοι κεμαλικοί αντιλαμβάνονταν τη φυγή τους, θα έστρεφαν τα πυρά εναντίον τους, όπως και ακριβώς έγινε. Όταν τα γυναικόπαιδα πλησίαζαν το βουνό, οι κεμαλικοί αντιλήφθηκαν τη φυγή, αλλά ήταν ήδη αργά. Τα καταιγιστικά πυρά των ανταρτών τους θέριζαν. Η νίκη των ανταρτών στο Ιμουρτσίκ ήταν ολοκληρωτική. Οι κεμαλικοί άφησαν πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης και αποχώρησαν. Η μάχη του Ιμουρτσίκ, και η νίκη, έδωσε σε εμάς τους αντάρτες νέα δύναμη, και το ηθικό μας ανέβηκε. Δε λογαριάζαμε πλέον αν ο τουρκικός στρατός ήταν μεγάλος σε αριθμό ή αν διέθετε ισχυρό οπλισμό. Η ιδέα της εκδίκησης, τα χιλιάδες θύματά μας, τα 166 Κυριολεκτικά σημαίνει το ολοκαύτωμα. 167 Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 263. Το τραγούδι είναι μεταφρασμένο από τα τουρκικά. 168 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημητρίου. Διασωθείς από το παρ ολίγον ολοκαύτωμα. 232
ολοκληρωτικά καμένα χωριά μας Η θανάτωση στην Αμάσεια εκατοντάδων Παφρηνών και άλλων συμπατριωτών μας Ποντίων Προπάντων η θανάτωση του επισκόπου μας Ευθυμίου, μας έκανε να γίνουμε πιο σκληροί και να μη λογαριάζουμε τίποτε. Η καρδιά μας είχε γίνει πέτρα. Κλαίγαμε τους νεκρούς μας, κλαίγαμε την τύχη μας, μισούσαμε εκείνους που μπορούσαν να μας βοηθήσουν και το αρνήθηκαν 169. Είναι τραγική η διαπίστωση του καπετάνιου της Πάφρας. Οι Έλληνες της Πάφρας, που είχαν απομείνει στα βουνά, γιατί όλοι οι υπόλοιποι είχαν κατασφαγεί, κατακαυθεί ή είχαν εξοριστεί, δε γνώριζαν ότι, η Σμύρνη είχε καταληφθεί στις 27 Αυγούστου. Δε γνώριζαν τις σφαγές του ελληνικού πληθυσμού που ακολούθησε, ούτε το μαρτυρικό θάνατο του μητροπολίτη Χρυσοστόμου. Όλη αυτή η άγρια σφαγή είχε συντελεστεί με διαταγή του στρατηγού Nurettin, που είχε αποσύρει ο Μουσταφά Κεμάλ από τομέτωπο των Ανταρτών του δυτικού Πόντου. Αν το γνωρίζανε, ίσως να σκλήραινε περισσότερο η καρδιά τους. Εξαιτίας του ολοκαυτώματος, που είχαν υποστεί οι Παυρενοί-Παφραίοι, απέμενε για τους αντάρτες της Πάφρας μόνο το πάθος της εκδίκησης. Το μήνυμα που έλαβαν από την κίνηση των κεμαλικών, την παρ ολίγον πυρπόληση των 5.000 άμαχων στο Ιμουρτσίκ, τους οποίους κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή γλίτωσαν, ήταν καθοριστικό για την παραπέρα επιβίωσή τους. Το παρατεταμένο δράμα, που βίωναν καθημερινά, χαλύβδωνε την ψυχή τους. Ο αγώνας θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος. Η εκδίκηση των ανταρτών ήταν σκληρή. Μετά από αυτό άρχισαν οι αντάρτες να καίνε όλα τα γύρω τουρκικά χωριά, όπως τα: Ορταχλά, Εσένμπεη, Τούσκιοϊ, Τάκκιοϊ, Τσιφλίκ, Γαράκουτουκ και άλλα 170. Πλήρωναν με το ίδιο νόμισμα τους κεμαλικούς και τους συνεργάτες τους τσέτες των γύρω χωριών. Η μόνη περίπτωση να τους σεβαστούν, ήταν να γνωρίζουν ότι οι αντάρτες ήταν δυνατοί και αποφασισμένοι. Ας μην είχαν επαρκή οπλισμό και πυρομαχικά, που ήταν μετρημένα, η δύναμη της ψυχής τους τα αναπλήρωνε όλα. Το Δεκέμβριο του 1922, στη μάχη του Κούζκολετ του Γιουντάγ, πάνω στα χιονισμένα βουνά, οι αντάρτες αντιστάθηκαν στους πάνοπλους κεμαλικούς, που χωρίς άλλα προβλήματα στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας προσπαθούσαν να τους εξοντώσουν 171. Μια μεραρχία του κεμαλικού στρατού, με μια ίλη ιππικού και δέκα κανόνια, εξεστράτευσε από την Αμισό, στα μέσα Δεκεμβρίου, εναντίον των 1200 ανταρτών, που είχαν το καταφύγιό τους στο όρος Γιουντάγ. Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι αντάρτες, που τους περίμεναν, άρχισαν τη μάχη. Μια μάχη σκληρή και αδυσώπητη, με το χιόνι να φτάνει κατά περίπτωση τα 2-3 μέτρα. Το κεμαλικό πυροβολικό δεν κατάφερε να προξενήσει σοβαρά πλήγματα στους αντάρτες, ενώ οι κεμαλικοί υφίσταντο σοβαρές απώλειες. Με εντολή του αρχικαπετάνιου Κυριάκου Παπαδόπουλου και των καπετανέων Βασιλείου Τσαουσίδη, Αναστασίου Τσαβλακίδη και Αντύπα Καρυπίδη, οι αντάρτες κατέβηκαν σε πιο χαμηλές και επικίνδυνες θέσεις, και επιτέθηκαν εναντίον των κεμαλικών, παρά το ύψος του χιονιού και του ανυπόφορου ψύχους. Η μάχη διήρκεσε επί δεκαήμερο. Την παραμονή των Θεοφανείων του 1923, οι εγκλωβισμένοι αντάρτες εξόρμησαν, και διέσπασαν τον κεμαλικό κλοιό, με μοναδική ορμή και γενναιότητα. Στη συνέχεια διασκορπίστηκαν σε γειτονικές περιοχές. Από τους θρυλικούς αντάρτες έπεσαν στο πεδίο της μάχης 120, ενώ άγνωστος ήταν ο αριθμός των νεκρών Τούρκων στρατιωτών 172. 169 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παν. 170 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημητρίου. 171 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παν. 172 Αχιλλέας Ανθεμίδης, Τα Απελευθερωτικά Στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-1922 (Αντάρτικα σώματα στον Πόντο), Θεσσαλονίκη 1998, 416. 233
Ο στρατηγός, έκπληκτος από το κατόρθωμα των ατρόμητων Ελλήνων ανταρτών, ρωτούσε τους αξιωματικούς του, αν μεταξύ των ανταρτών υπήρχαν και Ελλαδίτες αξιωματικοί. Ο κεμαλικός στρατηγός δεν μπορούσε να καταλάβει, ότι οι Έλληνες αντάρτες όχι μόνο δεν είχαν επιτελείς Ελλαδίτες αξιωματικούς, αλλά ότι από την Ελλάδα δεν είχαν πάρει ούτε ένα όπλο, ούτε ένα βόλι. Μετά από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, ο στρατηγός ειδοποίησε να τον επισκεφτούν στην Αμισό οι υπεύθυνοι Έλληνες οπλαρχηγοί αυτού του εγχειρήματος 173. Ο πολέμαρχος αρχικαπετάνιος Κυριάκος Παπαδόπουλος, με μια ομάδα 17 ανταρτών και πολλές άοπλες γυναίκες, κατά το 1923, εγκλωβίστηκε από τους κεμαλικούς και ενεπλάκη σε άνιση μάχη. Τα πυρά, όμως, των ανταρτών θέριζαν τους επιτιθέμενους στρατιώτες. Το ηθικό τους άρχισε να πέφτει και είχαν γίνει πολύ επιφυλακτικοί στις επιθέσεις τους, με συνέπεια ο αξιωματικός να τους μαστιγώνει και να τους προστάζει να προχωρήσουν. Ο καπετάνιος έδωσε εντολή σε έναν εξειδικευμένο σκοπευτή του, που τον χρησιμοποιούσε ως ελεύθερο σκοπευτή για συγκεκριμένες αποστολές κατά τη διάρκεια των μαχών, να τουφεκίσει τον αξιωματικό, που ήταν εκτεθειμένος. Ο αντάρτης αμέσως πυροβόλησε και σκότωσε τον κεμαλικό αξιωματικό. Στη συνέχεια, οι φοβισμένοι κεμαλικοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, και έτσι απεγκλωβίστηκαν οι αντάρτες και οι γυναίκες χωρίς θύματα 174. Μια ομάδα Ελλήνων από το χωριό Ναρλίκ, πριν μεταβούν στην Αμισό για να φύγουν στην Ελλάδα, διαβιούσαν στο μουσουλμανικό χωριό Κουλετέκ. Στα ελληνικά χωριά τα πάντα ήταν κατεστραμμένα. Δεν υπήρχε ίχνος τροφίμων, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Οι αντάρτες του Ναρλίκ κατέβηκαν ένα βράδυ στο Κουλετέκ, για να έρθουν σε επαφή με τους χωριανούς τους, προκειμένου να εξετάσουν τί προϋποθέσεις υπήρχαν για τη φυγή τους στην Ελλάδα. Οι δεκαέξη αντάρτες κατέφυγαν στην οικία μιας τουρκάλας κοπέλας, η οποία βρισκόταν στο βουνό με τον Έλληνα φίλο της. Η κοπέλα μετέβη στην Άνδραπα για να προμηθευτεί αλάτι, καπνό και τσιγαρόχαρτα. Μετά την επιστροφή της, θα επέστρεφαν όλοι μαζί στο βουνό. Οπλισμένοι τσέτες χωρικοί, από τα γύρω χωριά, μετέβησαν στο Κουλετέκ και κατέσφαξαν όλους τους Έλληνες που βρήκαν εκεί, αφού τους μετέφεραν στο ρέμα του Άιτογτου, σε μια βαθιά χαράδρα. Όταν η κοπέλα επέστρεψε από την Άνδραπα, το τραγικό γεγονός είχε συντελεσθεί και οι τσέτες είχαν φύγει. Ο καπετάνιος των ανταρτών Φιλοποίμην (Ποίμενος) Ηλιάδης, μέσα σε μια έκρηξη θυμού, θέλησε να βγούν έξω από το σπίτι, και να αρχίσουν να εκδικούνται την άδικη και άγρια σφαγή, ενώ είχε τελειώσει ο πόλεμος. Η κοπέλα, ενεργώντας με ψυχραιμία, δεν τους επέτρεψε να βγούν από το σπίτι. Εξοργισμένη και αυτή από το έγκλημα των συμπατριωτών της, τους συνέστησε η εκδίκηση να λάβει χώρα μόλις βραδιάσει, την ώρα που όλοι οι άνδρες κάτοικοι του χωριού θα βρίσκονταν στο τζαμί για το Ραμαζάνι. Έτσι και έγινε. Όταν είδε ότι όλοι οι άνδρες συγκεντρώθηκαν στο τζαμί, ειδοποίησε τους δεκαέξη αντάρτες, που κύκλωσαν το τζαμί και άρχισαν να πυροβολούν. Αμέσως πήδησαν έξω από το τζαμί δύο νεαρά παιδιά, που βοηθούσαν τους Έλληνες, τα οποία και τα άφησαν να διαφύγουν. Οι άνδρες που ήταν μέσα στο τζαμί ανταπέδωσαν τα πυρά. Οι αντάρτες, φοβούμενοι πιθανή κίνηση από τα γύρω χωριά, έρριξαν από τα παράθυρα μέσα στο τζαμί μερικές χειροβομβίδες και απεχώρησαν. Σκοτώθηκαν όλοι οι Τούρκοι που βρίσκονταν μέσα στο τζαμί, εκτός από έναν. Οι υπόλοιποι Έλληνες, που βρίσκονταν στα γύρω τουρκοχώρια και στα 173 Ό. π. 174 Τσακιρίδης, Αντάρτες, 184. 234
βουνά, μετακινήθηκαν προς τα βουνά της Πάφρας, για να αποφύγουν τις αντεκδικήσεις των τσετών 175. Στην περιοχή Ντερέκιοϊ της Άνδραπας (Βεζύρκιοπρου), οι ένοπλοι και τα γυναικόπαιδα επέστρεψαν στα χωριά τους και προσπαθούσαν να τα επισκευάσουν, ή να ξαναχτίσουν τα παντελώς κατεστραμένα σπίτια τους. Στα τέλη του έτους, τους ζητήθηκε να παραδώσουν τα όπλα τους. Οι Έλληνες κάτοικοι, που γνώριζαν από πρώτο χέρι την κεμαλική βαρβαρότητα, παρέδωσαν μόνο ένα μέρος των όπλων. Αμέσως μετά, μέσα στο καταχείμωνο, μετέβη πολυπληθής κεμαλικός στρατός, περιέζωσε την περιοχή και έκαψε όλα τα σπίτια των Ελλήνων, που είχαν ξαναχτίσει. Όλα τα σπίτια της περιοχής κατασκευάζονταν με κορμούς δέντρων, γι αυτό και πυρπολούνταν εύκολα. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση αντίδρασης των Ελλήνων, γιατί θα τους εξόντωναν όλους, μέχρις ενός. Μετά την ολοκληρωτική πυρπόληση του χωριού, τους έδωσαν άδεια να μεταβούν όλοι στα μουσουλμανικά χωριά. Όλοι οι άοπλοι Έλληνες βρίσκονταν στο έλεος των κεμαλικών. Οι κεμαλικοί, κατά ευτυχή συγκυρία, αυτήν την περίοδο δεν πείραξαν κανέναν από τους κατοίκους. Σε παράπονα που διετύπωσαν οι Έλληνες στον υποδιοικητή, εκείνος επέτρεψε σε όσους ήθελαν να παραμείνουν στα χωριά τους. Πολλοί Έλληνες αντιλήφθηκαν ότι το σχέδιο των κεμαλικών απέβλεπε στην ολοκληρωτική εξόντωσή τους, και γι αυτό προτίμησαν να παραμείνουν στα χωριά τους. Δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν οι φόβοι τους. Το Φεβρουάριο μήνα του 1923, εμφανίστηκαν κεμαλικές συμμορίες, τις οποίες είχε αποστείλει η διοίκηση, που άρχισαν να δολοφονούν κρυφά όσους Έλληνες συναντούσαν στο δρόμο τους. Αρχηγός των συμμοριτών και των τσετών ήταν ο Στερλού Ιμάμχοτζας. Ο καπετάνιος της περιοχής Σολομών Αναστασιάδης έλαβε πρόσκληση από έναν μουσουλμάνο φίλο του να τον επισκεφθεί στο σπίτι του, στο Ναρλού, γιατί είχε να του ανακοινώσει σημαντικές ειδήσεις. Μετέβη ανύποπτος στο σπίτι του φίλου του, όπου δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τριάντα τσέτες, την ώρα του φαγητού. Αμέσως, όλοι οι αντάρτες οπλίστηκαν, και έφυγαν στο βουνό, άλλοι προς το Νεπιέν και την Πάφρα, ενώ άλλοι κατέβηκαν στα μουσουλμανικά χωριά 176. Οι αντάρτες του καπετάνιου, με επικεφαλής τον αδελφό του Μανασή, πριν φύγουν για το Νεπιέν, εκδικήθηκαν τη δολοφονία του καίγοντας το χωριό Ναρλού και ένα διπλανό χωριό, από τα οποία προέρχονταν οι δολοφόνοι. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο αντεκδικήσεων, κάηκαν συνολικά επτά χωριά, άντρα των τσετών. Οι Οθωμανοί χωρικοί κατηγορούσαν τους δολοφόνους τσέτες, που εξαιτίας ενός γκιαούρη έγιναν η αιτία για να καούν τα χωριά τους 177. Μετά την Ανακωχή, από τους κεμαλικούς υπήρχε οργανωμένο σχέδιο για τη δολοφονία όλων των ανταρτών που είχαν καταφύγει στα βουνά, παρά την επίσημη αμνήστευση όσων παρέδιναν τα όπλα τους. Το έργο αυτό το ανέθεσαν σε Οθωμανούς, που γνώριζαν ότι είχαν καλές σχέσεις με τους αντάρτες. Η συνήθης παγίδευσή τους γινόταν με ένα προσχηματικό συμφιλιωτικό γεύμα και με την ανακοίνωση σημαντικών ειδήσεων για εκείνους. Η ίδια τακτική αφορούσε ολόκληρο το δυτικό Πόντο, όπου υπήρχε το σπουδαιότερο αντάρτικο κίνημα. Πολλά ήταν τα θύματα σε αυτές τις περιπτώσεις, κυρίως όσων ήταν εύπιστοι και πείθονταν από τους δήθεν φίλους τους. Υπήρχαν, όμως, και φωτεινές εξαιρέσεις μουσουλμάνων φίλων, 175 Ηλιάδης, Χάβζα, 137-138. 176 Ξανθόπουλος, Αντάρτικο, 35-38. Τσακιρίδης, Αντάρτες, 167, 169, 172, 173. Οι ύπουλες και άγριες δολοφονίες, μετά από πρόσκληση σε γεύμα, ήταν συνηθισμένη πρακτική και μεταξύ ομοεθνών τους, από την Οθωμανική εποχή. 177 Τσακιρίδης, Αντάρτες, 172, 177. 235
οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους ειδοποιούσαν τους φίλους τους Έλληνες, πριν από την επίσημη πρόσκλησή τους, την οποία έπρεπε να αγνοήσουν 178. Η ίδια στρατηγική εφαρμόστηκε και για την παγίδευση του αρχικαπετάνιου Κυριάκου Παπαδόπουλου, αλλά απέτυχε. Σε μια άλλη περίπτωση, ο καπετάνιος είχε εγκλωβιστεί από τους κεμαλικούς σε ένα καταφύγιό του, και οι κεμαλικοί αποφάσισαν να τον συλάβουν με δόλο, λέγοντάς του ότι είχε αμνηστευθεί και ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτα, αν παραδινόταν. Ο καπετάνιος ζήτησε να του παρουσιάσουν έναν παλιό φίλο του, ως εγγυητή των όσων έλεγαν, για τον οποίο γνώριζε ότι είχε γίνει η αιτία να δολοφονηθούν πολλοί αντάρτες. Όταν ο δήθεν φίλος του ανέβηκε πάνω σε ένα βράχο, για να βεβαιώσει τα λεγόμενα των κεμαλικών, οι αντάρτες με ομαδικά πυρά τον εξόντωσαν, και με γενναία έξοδο διέσπασαν τον κλοιό των κεμαλικών και διέφυγαν 179. Ο πολέμαρχος καπετάνιος, που είχε ήδη θυσιάσει την οικογένειά του στον Αγώνα, γνώριζε πολύ καλά το ποιόν των κεμαλικών, και δεν ήταν δυνατό να παγιδευτεί. Στις 17 Μαρτίου του 1923, ο αρχιτσέτης Στερλού Ιμάμχοτζας άρχισε τη διατεταγμένη υπηρεσία του κατά των ελληνικών οικογενειών. Όταν αυτοί αντιστάθηκαν ένοπλα, άρχισε να δολοφονεί εν ψυχρώ, με τη συνδρομή των ορδών του. Έμπαινε στα χωριά της Άνδραπας και σκότωνε αδιακρίτως. Στη συνέχεια, μπήκε στο μουσουλμανικό χωριό Ιντσέσου, συνέλαβε τους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί, και τους δολοφόνησε όλους. Οι έντρομοι ελληνικοί πληθυσμοί κατέφυγαν πάλι στα βουνά και προσπαθούσαν, ουσιαστικά άοπλοι, να επιβιώσουν. Επέστρεψαν και οι αντάρτες που είχαν καταφύγει στα βουνά του Νεπιέν, και έτσι μια μικρή ομάδα εξήντα ανταρτών προστάτευε τα γυναικόπαιδα. Η επιβίωσή τους ήταν δραματική. Η αρπαγή ζώων της υπαίθρου υπήρξε η σωτήρια κίνηση προκειμένου να αποφύγουν τη λιμοκτονία. Ο κεμαλικός στρατός και οι τσέτες προσπάθησαν με επανειλημμένες εξορμήσεις να τους εξοντώσουν, μα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι κεμαλικοί στρατιώτες δείλιαζαν να επιτεθούν εναντίον των αποφασισμένων για όλα ανταρτών, ενώ ο διοικητής και οι αξιωματικοί τους μαστίγωναν με το βούρδουλα, όπως τα ζώα. Οι άοπλοι αντάρτες έπαιρναν τα όπλα των σκοτωμένων κεμαλικών, και προσπαθούσαν να επιβιώσουν με συνεχείς μετακινήσεις προς τα γειτονικά βουνά, κυρίως προς το Νεπιέν. Η τραγική αυτή κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι τον Αύγουστο του 1923. Η επαφή τους με τους Έλληνες της Πάφρας και της Αμισού απέβη σωτήρια. Λίγοι-λίγοι, μετέβαιναν στην Αμισό, στο σχολικό συγκρότημα δίπλα στη μητρόπολη, όπου υπήρχε Παρθεναγωγείο, Αρρεναγωγείο και Γυμνάσιο, και εγγράφονταν στους καταλόγους των Ελλήνων για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Μέχρι να εγγραφούν στους ανταλλάξιμους καταλόγους, η ζωή τους βρισκόταν στο έλεος του κάθε Τούρκου εγκληματία 180. Η ανταλλαγή των πληθυσμών ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1922 και συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι το Καλοκαίρι του 1924. Οι αντάρτες συνέχιζαν να ζούν πάνω στα βουνά, αναγνωρίζοντας την τραγική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει. Όσοι αντάρτες και μικροκαπετάνιοι παρέδιδαν τα όπλα τους, γνώριζαν το θάνατο. Οι δολοφονίες πραγματοποιούνταν σιωπηρώς και εν ψυχρώ. Υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο των κεμαλικών. Και όταν ακόμη μάθαμε ότι σταμάτησε ο πόλεμος, και ότι θα φύγουμε στην Ελλάδα, και τότε ακόμη φοβόμασταν να κατεβούμε από τα βουνά, γιατί δεν είχαμε καμία εμπιστοσύνη στους Τούρκους 181. Οι καπετάνιοι γνώριζαν πολύ καλά τη δεινή θέση, στην οποία είχαν περιέλθει. Η πικρή εμπειρία 178 Ό. π., 170, 186-187, 190. 179 Ό. π., 171, 174. 180 Ξανθόπουλος, Αντάρτικο, 38-45. Τσακιρίδης, Αντάρτες, 167-168, 192, 198. 181 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παν. 236
τους κατά τη διάρκεια τόσο της νεοτουρκικής, όσο και της κεμαλικής εθνοκάθαρσης τους έκανε ιδιαίτερα προσεκτικούς. Δε θα οδηγούνταν ως πρόβατα επί σφαγήν. Αυτό έπρατταν μέχρι τις αρχές του 1923, πολεμώντας εναντίον των κεμαλικών. Κάποιοι καπετάνιοι μετέβησαν στην Αμισό, προκειμένου να έχουν άμεση εικόνα για την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε, και συναντήθηκαν με το γιατρό Λαμπριανίδη, που μετείχε της επιτροπής ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο Λαμπριανίδης τους ενημέρωσε ότι δεν μπορούσαν να ανταλλαγούν, και τους έδωσε έναν ονομαστικό κατάλογο. Όσοι ήμασταν επικηρυγμένοι έπρεπε να φύγουμε κρυφά, ή να φύγουμε μέσω Ρωσίας 182. Τα ονόματα όλων των εν ζωή ευρισκομένων ηγετών του αντάρτικου, στο δυτικό Πόντο και το Άκνταγ Ματέν, βρίσκονταν μέσα σε αυτόν τον κατάλογο. Από την περιοχή της Πάφρας ήταν οι καπετάνιοι: Δεδέογλου Ιπποκράτης, Καρασαββίδης Νικόλαος, Χατζηθεοδωρίδης Παναγιώτης, Άκτεκελης Αλέκος, Τσοραχλής Σταύρος, Σαρουτσίδης Γεώργιος, Τσαβλακίδης Αναστάσιος, Τομπάκογλου Ιωσήφ, κ. α. Από την περιοχή Θέρμες Φαζημωνιτών-Κάβζα, οι καπετάνιοι: Τσαουσίδης Βασίλειος, Αλεξιάδης-Σταυρίδης Συμεών και Καρυπίδης Αντύπας. Από την περιοχή Άνδραπας-Βεζύρκιοπρού, οι καπετάνιοι: Παπαδόπουλος Κυριάκος, Τουτουντζής Χαράλαμπος και Τσαούσης Κωνσταντίνος. Όλοι οι αντάρτες και οι καπετάνιοι έπρεπε να φύγουν με μοτόρι-βενζινάκατο μέσω Ρωσίας ή μεταμφιεσμένοι σε δυστυχείς χωρικούς, από την Αμισό. Όποιος αναγνωριζόταν, τον περίμενε ο θάνατος δια τυφεκισμού. Μόνο αυτοί οι δύο τρόποι υπήρχαν. Οι περισσότεροι από τους καπετάνιους της ευρύτερης περιοχής Πάφρας παρέμειναν στα βουνά μέχρι το 1924. Στις αρχές της Άνοιξης μετέβησαν στην Αμισό, και αναχώρησαν τον Ιούνιο για την Ελλάδα. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος και ο Βασίλειος Τσαουσίδης έφυγαν για την Ελλάδα με μοτόρι. Ο γιός του Τσαουσίδη, ο καπετάν Λευτέρης, αναχώρησε με μοτόρι τον Αύγουστο του 1923, προδόθηκε από τον Τουρκολαζό βαρκάρη, αλλά παρ όλα αυτά κατάφερε να δραπετεύσει και να φύγει για την Ελλάδα τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Ο καπετάν Ιπποκράτης Δεδέογλου είχε φύγει για την Κωνσταντινούπολη με μοτόρι, τον Οκτώβριο του 1921, μαζί με την οικογέναιά του και άλλα γυναικόπαιδα, ένα σύνολο 122-130 ατόμων. Αποβιβάστηκε τελικά στη Μήδεια της Θράκης 183. Το Μάρτιο του 1922, μία επίσημη κεμαλική προκήρυξη, που απευθυνόταν στους χριστιανούς του Πόντου, αναφερόταν στην αιτιολογημένη σφαγή των Ελλήνων του Πόντου, γιατί σήκωσαν επανάσταση στο τουρκικό δοβλέτι, και τους απειλούσε να παραδοθούν όλοι άμεσα, για το καλό τους 184. Ο Μουσταφά Κεμάλ και οι επιτελείς του προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις θηριωδίες και τις βαρβαρότητες των ορδών τους, τη χρονική στιγμή κατά την οποία όχι μόνον η Πάφρα, αλλά και ολόκληρος ο δυτικός Πόντος είχε πνιγεί στο αίμα. Κατά την κεμαλική άποψη, οι ξεσηκωμένοι αντάρτες πυρπολούσαν αναίτια τα μουσουλμανικά χωριά και σκότωναν κόσμο. Κατά τις δύο περιόδους του αντάρτικου, υπολογίζουν ότι τα θύματα ήταν περίπου 2.500 άτομα και τα καμένα σπίτια 500, σε μια περιοχή που ο ελληνικός πληθυσμός εξολοθρεύτηκε από τη νεοτουρκική και την κεμαλική βαρβαρότητα. Δε γίνεται καμία αναφορά στις ορδές των τσετών και στις θηριωδίες τους, ούτε βέβαια και στις βαρβαρότητες του 182 Ό. π. Τσακιρίδης, Αντάρτες, 178-179. 183 Μαρτυρίες των καπετάνιων και αυτοπτών μαρτύρων Τομπάκογλου Ιωσήφ και Χατζηθεοδωρίδη Παν. Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης. Ηλιάδης, Χάβζα, 150. Τανιμανίδη-Αντωνιάδη, Αντάρτικο, 233-234. 184 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α/5/VI(47), αρ. εμπιστ. πρωτ. 2785, Στρατηγείο 9. Μαρτίου 1922, Στρατιά Μ. Ασίας προς Υπουργείον Στρατιωτικών. 237
κεμαλικού στρατού, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Το θέμα του αντάρτικου έκλεισε, κατά τους κεμαλικούς, το Φεβρουάριο του 1922 με τη διάλυση του αντάρτικου, κατά τις αποτυχημένες, κατά τους Έλληνες, επιχειρήσεις στο Νεπιέν. Στο γεγονός αυτό δίνεται ιδιαίτερη σημασία και επική μορφή, προκειμένου να τονιστεί η σημασία της κεμαλικής πραγματικότητας. Κατά τις εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις, τονίζεται ότι πέρα από την ολοκληρωτική ερήμωση της υπαίθρου, με την κατάκαυσή της, σκότωσαν σωρηδών, ακόμη, και τα μικρά παιδιά των αίτιων. Με ακρίβεια υπολογίζουν τα θύματα σε 11.118 Έλληνες, για το δυτικό Πόντο 185. Η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων ήταν ατυχείς γέροντες, γυναίκες και παιδιά, που εγγλωβίζονταν κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, ούτε δικαιολογίες μπορούν να υπάρξουν για το έγκλημα της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων της Πάφρας, γιατί τα θύματα δεν ήταν οι ένοπλοι αντάρτες, που δικαίως θα γνώριζαν την αντίπαλη βία, αλλά οι γέροντες και τα αθώα γυναικόπαιδα. Οι στόχοι του Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλήρη επιτυχία, όσον αφορά το ζήτημα της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων. Είχε αποφασίσει να εξοντώσει, εκτός από τον άμαχο πληθυσμό, παρά τις διαμαρτυρίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κυρίως τους αντάρτες, των οποίων η αντίσταση ήταν συνεχής. Τα κρησφύγετα και τα λημέρια του δυτικού Πόντου, και κυρίως της Πάφρας και της Αμισού, συγκέντρωναν το μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων ανταρτών. Για το λόγο αυτό οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κεμαλικού στρατού και των τσετών διαρκούσαν πολλές ημέρες και συνοδεύονταν με ιππικό και πυροβολικό. Το Ποντιακό Ζήτημα, μια κατ εξοχήν πολιτική υπόθεση, και οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, επέτειναν τη δραματική κατάσταση στα βουνά της Πάφρας. Εάν η ελληνική κυβέρνηση, βενιζελική ή φιλοβασιλική, αποφάσιζε να χρησιμοποιήση τους ατρόμητους και έμπειρους αντάρτες της Πάφρας, γεννημένους πολεμιστές, αλλά και των άλλων όμορων περιοχών, για το Ποντιακό Ζήτημα ή για το Μικρασιατικό Μέτωπο, η ιστορία θα είχε γραφεί με διαφορετικό τρόπο. Η σωτηρία των άμαχων και των γυναικοπαίδων, η σωτηρία της φυλής, ήταν το κύριο μέλημα των ανταρτών, μαζί με τον πόθο τους για ελευθερία. Η ανδρεία, η αυτοθυσία, η παληκαριά, η γενναιότητα και το ήθος των Ελλήνων ανταρτών, τους κατατάσσουν στους ήρωες του Έθνους, στα ακρότατα εκείνα όρια του Ελληνισμού. Η εποποιΐα του 1821 ήταν ο προάγγελος του Ελληνισμού για μια νέα Ελλάδα. Εκατό χρόνια αργότερα, οι γενναίοι Έλληνες στις εσχατιές της Ανατολής ύψωσαν το ανάστημά τους, ξεπερνώντας τη μοίρα του ραγιά, και αντιτάχθηκαν στα σχέδια της 185 Ak, Bafra, 19, 20, 46-50, 58-61. Gedikli, Pontus, 241. Kurt, Pontus, 190. Τα δύο αυτά ομότιτλα βιβλία, το πρώτο με 534 σελίδες και το δεύτερο με 454 σελίδες, είναι επεξεργασία και ανατύπωση του ομώνυμου βιβλίου που συνέγραψε ομάδα ιστορικών το 1922 στην Άγκυρα, κατ εντολήν του Μουσταφά Κεμάλ. Το βιβλίο παρουσιάζει την ακραία κεμαλική άποψη για τους Τούρκους και τη Μικρά Ασία. Σε ότι αφορά τα γεγονότα στην περιοχή της Πάφρας, αλλά και στον υπόλοιπο δυτικό Πόντο, κατά την περίοδο των κεμαλικών διώξεων και του αντάρτκου, υπάρχει η έντονη αγωνία των δύο συγγραφέων να αποδείξουν ότι, η κεμαλική βαρβαρότητα και θηριωδία είχε συγκεκριμένη βάση, εντελώς αποσπασματική. Το γεγονός ότι, η αρχική συγγραφή έγινε το 1922, ουσιαστικά, χωρίς καν να έχει κλείσει το Μικρασιατικό Μέτωπο, και η νεότερη ανατύπωσή του κατά το 1995 και 1999 αναπαράγουν την αγωνία αυτή. Το βιβλίο αυτό, ουσιαστικά είναι απολογία, δεν απευθύνεται στους Τούρκους, ούτε στους Έλληνες, αλλά στη διεθνή κοινή γνώμη και στις πιθανές επιπτώσεις της. Καταγράφει αποσπασματικά τις επιθέσεις των ανταρτών στα τουρκικά χωριά, τη λεηλασία των χωριών, τους θανάτους εγκληματιών, αλλά και αθώων γυναικοπαίδων, με μεμονωμένες φωτογραφίες(!) θυμάτων, χωρίς να κάνει ούτε μία αναφορά στις εκατόμβες των θυμάτων της νεοτουρκικής και κεμαλικής βαρβαρότητας, που είχε προηγηθεί, που δε γνώρισε κανένα όριο και που δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα στα 116 χωριά της Πάφρας. Τα γεγονότα που αναφέρονται αφορούν όλες τις όμορες περιοχές του δυτικού Πόντου. 238
εξολόθρευσής τους, τόσο από τους Νεότουρκους όσο και από τους κεμαλικούς. Το μεγαλείο της εποποιΐας του αγώνα των Ελλήνων ανταρτών, αποτελεί γεγονός ανεπανάληπτο και είναι το σύμβολο του αιωνίως αγωνιζόμενου Ελληνισμού. 3. Οι γυναίκες της Πάφρας Σε ειρηνικές περιόδους, η ζωή των γυναικών στην Πάφρα ήταν πολύ συγκεκριμένη. Εκτός από ένα πολύ μικρό ποσοστό γυναικών, που ζούσαν στην πόλη, όλες οι υπόλοιπες ζούσαν στην ύπαιθρο, σε χωριά του κάμπου και σε ορεινά χωριά. Η ζωή των γυναικών ήταν συνυμφασμένη με τις εργασίες του σπιτιού, αλλά και με όλες τις υπόλοιπες αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, με τις οποίες ασχολούνταν οι οικογένειές τους. Ήταν γυναίκες σκληραγωγημένες και ακούραστες. Σε περιόδους αναταραχών ή διώξεων, ο ρόλος τους στην οικογένεια και στη ράτσα άλλαζε ριζικά. Κατέφευγαν μαζικά στα βουνά, μια κατ εξοχήν αρχαία συνήθεια, στην προσπάθειά τους να σώσουν τη ζωή, την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Προτιμούσαν να πεθάνουν πάνω στο βουνά ελεύθερες, παρά υποταγμένες να οδηγούνται στα σκλαβοπάζαρα και στην εξορία. Τα γυναικόπαιδα που οδηγούνταν στην εξορία συλλαμβάνονταν, κυρίως, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των νεοτουρκικών και κεμαλικών ορδών, κατά τις οποίες δεν υπήρχαν δίοδοι διαφυγής. Πολλές νοικοκυρές μεταμορφώνονταν σε έφιππες ή πεζές πολεμίστριες, που μάχονταν στο πλάι των ανδρών, των αδελφών, των πατέρων τους. Ο θρύλος της γειτονικής Θεμίσκυρας ζωντάνευε στα μάτια της αντάρτισσας και της καπετάνισσας της Πάφρας. Το φαινόμενο αυτό, σε μικρότερο ποσοστό, παρουσιαζόταν και στις γειτονικές περιοχές της Αμισού, της Αμάσειας, της Έρπαα και του δυτικού Πόντου γενικότερα. Ήταν συνηθισμένο γεγονός, οι αντάρτες και οι καπετάνιοι να έχουν μαζί τους στο βουνό τη σύζυγό τους, ντυμένη και αυτή με τη μαύρη αντάρτικη στολή. Από τα παλαιότερα χρόνια των ντερέμπεηδων: αν κινδύνευαν να πιαστούν από τους Τούρκους φεύγανε ή πολεμούσαν ή ακόμη αυτοκτονούσαν για να μην πέσουν στα χέρια τους 186. Ο δρόμος της θυσίας ήταν μονοσήμαντος για τις νεαρές παρθένες της Πάφρας. Αυτές ήταν, κυρίως, ο στόχος των Νεοτούρκων και κεμαλικών διωκτών τους είτε για να ενισχύσουν το χαρέμι τους είτε για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα. Οι νεαρές παρθένες αποτελούσαν τρόπαια για τον κατακτητή. Κατά τα νεότερα χρόνια, 1914-1923, ο ρόλος των γυναικών υπήρξε πιο σημαντικός. Ήταν δίπλα μας, πράγματι γενναίες καπετάνισσες, και όχι μόνο πολεμίστριες. Έπαιρναν πρωτοβουλία και οργάνωναν επιθέσεις εναντίον των Τούρκων και ήταν πάντοτε ένοπλες, πολλές από αυτές, με τα μικρά παιδιά τους δεμένα στην πλάτη και το τουφέκι στο χέρι. Ήταν γι αυτές ένας δύσκολος αγώνας, γιατί στη μάχη τις δυσκόλευε πάρα πολύ το δεμένο στην πλάτη μικρό παιδί. Ο άνδρας είτε ήταν σκοτωμένος είτε βρισκόταν σε άλλη μάχη 187. Λακωνικά και πλήρως κατατοπιστικά τα απλά αυτά λόγια του καπετάνιου. Οι ατρόμητες αυτές νεότερες αμαζόνες, με τα παιδιά στην πλάτη, έδιναν τον υπερ πάντων αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Ως κόρη οφθαλμού διαφύλασσαν τη χριστιανική πίστη και τον εθνισμό τους. 186 Μαρτυρία Χατσηαποσίδη Ιερ. 187 Μαρτυρία του καπετάνιου Τομπάκογλου Ιωσήφ. Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ., Φιλιππίδη Παντ., Αντωνιάδη Θεόδ., Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Τσοπανίδη Παν. και Τσομπάνογλου Νικ. 239
Γι αυτόν το λόγο θυσίαζαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τους τη ζωή. Η τύχη του συζύγου, και συντρόφου τους, ήταν σε δεύτερη μοίρα. Γνώριζαν ότι και εκείνος θυσίαζε ό,τι πολυτιμότερο είχε στο δίκαιο αυτόν αγώνα. Γνώριζαν ότι εξεπλήρωνε στο ακέραιο το χρέος του στη ράτσα. Συχνά αυτές οι γενναίες και υπέροχες αμαζόνες αντιμετώπιζαν προσωπικά δράματα, γιατί με τα παιδιά δεμένα στην πλάτη πολεμούσαν και οι άνδρες τους. Είδα πολλούς συμπολεμιστές μου να κουβαλούν δεμένο στην πλάτη το σκοτωμένο, από το βόλι του εχθρού, παιδί τους 188. Ήταν πραγματικά τραγικό γεγονός για τη μάνα πολεμίστρια να αντικρύζει το παιδί της νεκρό, στην πλάτη του συζύγου της. Πλήρωναν στο ακέραιο το τίμημα και τα μικρά παιδιά, για την ελευθερία της ράτσας. Όταν παρουσιαζόταν η ανάγκη, οι πολεμίστριες αυτές δρούσαν αυτόνομα. Υπήρχαν καπετάνισσες και αντάρτισσες, που είχαν δικές τους ομάδες ανταρτών, που διέταζαν και ελέγχανε 189. Αυτό συνέβαινε όταν ο σύζυγος έπεφτε στο πεδίο της μάχης ή επιβάλλονταν να διασκορπιστούν οι αντάρτικες ομάδες για να αλληλοβοηθηθούν ή να διαφύγουν σε άλλες όμορες περιοχές. Ο άγραφος νόμος του αντάρτη ίσχυε και για τις αμαζόνες. Οι γυναίκες πολεμούσαν συνέχεια, και όταν διαπίστωναν ότι οι σφαίρες τελείωναν, την τελευταία σφαίρα τη χρησιμοποιούσαν για να αυτοκτονήσουν 190. Είναι το μεγαλείο της νεότερης ελληνίδας του Πόντου να ξεπεράσει τη μοίρα του ραγιά, και να δείξει σε όλους τους μεταγενέστερους, με τη θυσία της, το δρόμο της ελευθερίας. Κατά τη νεοτουρκική περίοδο της εθνοκάθαρσης, η γυναίκα ενός καπετάνιου δε θέλησε να φορέσει τη μαύρη αντάρτικη στολή με το σύζυγό της. Κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1917, συνελήφθη μαζί με πολλά γυναικόπαιδα, σε ενέδρα των Νεοτούρκων στο Καπούκαγια και εξορίστηκε. Είχαν μάθει ότι ο άνδρας μου ήταν καπετάνιος στα αντάρτικα και με βασάνιζαν ακόμη περισσότερο. Δε μου έδιναν να φάω και να πιώ, με άφηναν να κοιμηθώ έξω από το σκεπασμένο χώρο, μέσα στο χιόνι 191. Η σύζυγος του καπετάνιου πλήρωνε το τίμημα για τον αγώνα της ελευθερίας που διεξήγαγε ο σύζυγός της. Όταν, μετά την Ανακωχή, επέστρεψε στο σπίτι της συνειδητοποίησε πλήρως ποιος ήταν ο στόχος των Νεοτούρκων. Κατά τη δεύτερη περίοδο, την κεμαλική, ντύθηκε τη μαύρη στολή της αντάρτισσας και δεν την έβγαλε παρά μόνο το 1923, μετά την επίσημη υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Οι ανάγκες των περιστάσεων διαμόρφωσαν τον ένοπλο αγώνα. Στις Θέρμες Φαζημωνιτών-Κάβζα: η Ταμάμα είδε μπροστά στα μάτια της να βιάζουν τη δεκαπεντάχρονη κόρη της και να σκοτώνουν το οκτάχρονο αγοράκι της 192. Δεν υπάρχουν χειρότερες στιγμές για έναν γονέα από τέτοιες τραγικές και θηριώδεις καταστάσεις. Τόσο η νεοτουρκική, όσο και η κεμαλική εθνοκάθαρση δεν είχαν όρια. Κατόρθωσαν, όμως, με αυτό το εγκληματικό και εθνοκτόνο σχέδιό τους, να ατσαλώσουν τις ψυχές των καταδιωκόμενων Ελλήνων και Ελληνίδων. Η Ταμάμα στη συνέχεια έγινε η μεγαλύτερη τουρκοφάγος στην περιοχή μας. Πολεμούσε τους Τούρκους πιο γενναία και από τους άνδρες 193. Η ένοπλη αντίσταση των Παυρενών-Παφραίων του Πόντου δημιουργήθηκε από το ένστικτο της επιβίωσής τους, αλλά και από την απελπιστική κατάσταση στην οποία περιήλθαν. Αποκλειστικό κίνητρό τους ήταν η σωτηρία τους και η αντίσταση στην κτηνωδία των Νεοτούρκων και των κεμαλικών. 188 Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικ. 189 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 190 Μαρτυρία Χατσηαποσίδη Ιερ. 191 Μαρτυρία Ζυρίνογλου Γεσθημανής. 192 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημ. 193 Ό. π. 240
Μια ξεχωριστή περίπτωση είναι και της καπετάνισσας Ερμιόνης Ορφανοπούλου. Ήταν αυτή που τα δύο παιδιά της, μαζί με τον άνδρα της χατζη- Γιώργη Καραβασίλογλου, ενώ εμάχοντο στη Μάαρα της Παναγίας του Ότκαγια στο Νεπιέν το 1917 αυτοκτόνησαν, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, αφού εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους 194. Οι Έλληνες της Πάφρας αγωνίζονταν στα βουνά του Πόντου για την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Γι αυτήν θυσίαζαν και τη ζωή τους. Η σύζυγος του αρχικαπετάνιου, χωρίς να γίνει γνωστή, ήταν από τις λίγες γυναίκες που κατάφεραν να σωθούν από την τραγική μοίρα των γυναικοπαίδων της Παναγίας του Ότκαγια. Μετά την Ανακωχή, βγήκε αμέσως στο βουνό για να εκδικηθεί τα ηρωικά παιδιά της και τον ήρωα αρχικαπετάνιο σύζυγό της. Υπήρχαν γυναίκες που το έργο τους ξεκινούσε από την κοινωνική προσφορά. Η Γεσθημανή έκανε συσσίτια για τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες φυγάδες Γενικά παρείχε κάθε είδους βοήθεια στους εξαθλιωμένους συμπατριώτες της 195. Ο καπετάνιος Ιορδάνης Παπαδόπουλος, αδελφός της Γεσθημανής, είχε διαθέσει μεγάλα ποσά από την περιουσία του για τις ανάγκες των ανταρτών και των γυναικοπαίδων, που είχαν καταφύγει στο βουνό. Η οργάνωση των συσσιτίων γινόταν όταν δεν υπήρχαν πολεμικές επιχειρήσεις. Ντυμένη με την αντάρτικη στολή, και με το όπλο στο χέρι, ακολουθούσε σε όλες τις μάχες τον καπετάνιο αδελφό της, συμμετέχοντας σχεδόν σε όλες τις μάχες που είχαν γίνει κατά την περίοδο 1915-1920 Το 1920, όταν πέθανε ο αδελφός της Ιορδάνης, ανέλαβε την αρχηγία των ανταρτών 196. Μια δεκαενιάχρονη κοπέλα, αδελφή καπετάνιου, σύζυγος αντάρτη και μητέρα ενός ανήλικου κοριτσιού από το 1920, έγινε το σύμβολο της αγωνιζόμενης ηρωίδας Πόντιας μάνας. Έμπειρη στην πολεμική τέχνη, καβάλα πάνω στο άλογό της, άλλοτε με το παιδί δεμένο στην πλάτη, όπως στη μάχη του Κιρενλούπελ, πολεμούσε Νεότουρκους και κεμαλικούς με το όπλο στο χέρι. Υπήρχε και ένας ακόμη ρόλος για τις αγωνιζόμενες γυναίκες της Πάφρας. Η Βασιλική πήρε πρωτοβουλία, και ήρθε σε επαφή και με άλλες δραστήριες γυναίκες της πόλης Πάφρας, με σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων, ρουχισμού, αλλά και χρημάτων για την προμήθεια όπλων και πυρομαχικών για τις ανάγκες των ανθρώπων τους, που βρίσκονταν στο Νεπιέν της Πάφρας 197. Η Βασιλική ήταν η σύζυγος του καπετάνιου της Πάφρας Ιπποκράτη Δεδέογλου, και στενή φίλη με τις Δέσποινα Δεδεπάλογλου, Πάνσεμνη Κριτσιλίδου και Μαρίκα Κοτσαπαράσογλου. Μαζί με τις τέσσερις αυτές δραστήριες και μορφωμένες γυναίκες, συνεργάστηκαν και άλλες γυναίκες της πόλης για την επιτυχία του ιερού σκοπού τους. Η κίνησή τους γρήγορα έγινε αντιληπτή από τους κεμαλικούς και η Βασιλική έφυγε στο βουνό, κοντά στον καπετάνιο άνδρα της. Ντυμένη με την αντάρτικη στολή συμμετείχε σε όλες τις μάχες της νεοτουρκικής περιόδου. Όταν ο σύζυγός της απουσίαζε σε κάποια αποστολή, τότε την αρχηγία του υπόλοιπου τμήματος την αναλάμβανε η Βασιλική. Κατά τη δραματική περίοδο των διώξεων του 1921, η Βασιλική πληροφορήθηκε ότι οι συνεργάτιδές της στην Πάφρα κινδύνευαν να συλληφθούν από τους κεμαλικούς. Με εκατό αντάρτες παραγματοποίησε καταδρομική ενέργεια στην Πάφρα, και μετέφερε όλες τις συνεργάτιδές της στο βουνό, ενώ ο σύζυγός της βρισκόταν σε άλλη αποστολή. Οι άμαθες από το βουνό γυναίκες υπέφεραν, και γίνονταν εμπόδιο στις μετακινήσεις των γυναικοπαίδων. Γι αυτόν το λόγο, η Βασιλική αποφάσισε να τις φυγαδεύσει στη Ρωσία. Συνεννοήθηκε με τον Κιρκάσιο οικογενειακό φίλο τους και τα δύο παιδιά του, και με βενζινάκατο αναχώρησαν για τη Ρωσία. Υπό την πίεση των κεμαλικών, που 194 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης. 195 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. 196 Ό. π. 197 Μαρτυρία Δεδεπάλογλου Δέσποινας. 241
είχαν πληροφορηθεί το γεγονός και ερευνούσαν συστηματικά τα παράλια της Πάφρας, στη βενζινάκατο επέβησαν ο καπετάνιος Ιπποκράτης, η καπετάνισσα Βασιλική, οι αντάρτες τους και ένα σύνολο εκατό γυναικών. Όσες γυναίκες είχαν πληροφορηθεί το γεγονός, είχαν κατέβει στην παραλία Φάρος της Πάφρας-Πάφρα μπουρούν, με την κρυφή ελπίδα να σωθούν και εκείνες. Τον Οκτώβριο του 1921 περισσότεροι από εκατόν τριάντα αντάρτες και γυναικόπαιδα κατευθύνθηκαν στα βόρεια θρακικά παράλια της Κωνσταντινούπολης, αντί για τη Ρωσία. Ο καπετάνιος, την τελευταία στιγμή, άλλαξε το δρομολόγιο, γιατί φοβήθηκε ότι οι κεμαλικοί θα ερευνούσαν και θα ήλεγχαν τα πλεούμενα που είχαν προορισμό τη Ρωσία, το σύνηθες δρομολόγιο διαφυγής των Ελλήνων. Μετά από τέσσερις ημέρες αποβιβάστηκαν στη Μήδεια. Εκτός από τις προαναφερθείσες γυναίκες-αμαζόνες Βασιλική Δεδέογλου, Γεσθημανή Παπαδοπούλου, Ερμιόνη Ορφανοπούλου, Γεσθημανή Ζυρίνογλου, Ταμάμα-Θωμαΐ από την Τάχνα, διασώθηκαν και αρκετά ακόμη ονόματα ηρωίδων. Μεταξύ αυτών είναι οι εξής: Πελαγία Ορφανίδου-σύζυγος του αρχικαπετάνιου Αντώνη Χατζηελευθερίου, Σοφία Λευκίδου, Κυριακή Βασίλογλου, η Δέσποινα από το Τούζταρλα, Κυριακή Γελκεντζόγλου, Παρασκευή Αρζόγλου, Κλεονίκη Παπάζογλου, Καλλιόπη Τικταπανίδου, η Κυριακή από την Τάχνα, Κυριακή Κοτσερίδου, Κυριακή Σταυρίδου, Σοφία Καρασαββίδου, Παρασκευή Ουζουνίδου, Μελπομένη Ισαακίδου, η Μαρία από το Άκτεκε, η Μέλπωμένη από το Ασμάτσαμ, Σεβαστή Χριστοφορίδου, Σοφία Καζεπίδου, Σαββατώ Τσοπανίδου, η Δέσποινα από το Γοτσόον, η Τσαουσίδου από την Τάχνα, η γυναίκα του χατζη-δημήτρη από την Τάχνα, Πηνελόπη Γουλαουζίδου, η Ανατολή από το Ντερέκιοϊ, η Μαρία από το Σουλατσίκ, Δέσποινα Σταυρίδου, η Σουλτάνα από το Καράτεπε, Κατερίνα-Χατούνα από το Αγτσάλαν, η Φεβρωνία από το Καπούκαγια, η Μαρία από τη Γαϊνάρτσα, η Μαρία Τσιλπίδου από το Κιζίλοτ, Αγαθή Τσαουσίδου, κ. α. 198. Στις τουρκικές πηγές, μεταξύ των καπεταναίων, αναφέρεται η καπετάνισσα Ελένη από την Ελμάλιτσα 199. Από την περιοχή της Αμισού διασώθηκαν τα εξής ονόματα: Αναστασία Ανθοπούλου, η Παρθένα από το Καμάν, η Σουλτάνα από το Καράπερτζιν, Σοφία Αναστασιάδου, Μαρία Ναβρόζογλου, κ. α. 200. Συνηθισμένα δίστιχα αυτής της εποχής, που εξέφραζαν το πάθος και το παράπονό τους, ήταν τα εξής: Κάθομαι στην άκρη του βράχου και είμαι δωδεκάχρονη Από τα δώδεκα χρόνια μου είμαι με τους αντάρτες. Κατέβηκα στο Γαγιανίνπασι, οι Τούρκοι μας επιτέθηκαν. Ανάθεμα στους Τούρκους, έμεινα χήρα από τη νεότητά μου. 201 198 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ., Τομπάκογλου Ι., Χατσηαποσίδη Ιερ., Φιλιππίδη Παντ., Αντωνιάδη Θεόδ., Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Τσοπανίδη Παν., Τσομπάνογλου Νικ., Κοτσέρογλου Δημ., Παρασκευαΐδη Αβ., Ζυρίνογλου Γ., Δεδεπάλογλου Δέσπ., Παρασκευαΐδου Σοφίας, Κριτσιλίδου Πάνσ., Σταυρίδου Κυρ., Κουτσόγλου Αν., Σαράφογλου Αρτ., Κλαζίδη Βασ., Κυριακίδου Κυρ. και Καρασαββίδη Στ. 199 Gedikli, Pontus, 243. Kurt, Pontus, 191. Yazici, Pontos, 77. 200 Μαρτυρίες Τομπάκογλου Ι., Παρασκευαΐδη Αβ. και Κουτσόγλου Αν. 201 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. 242
4. Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας. Από το Δεκέμβριο του 1920, άρχισαν να συλλαμβάνουν τους Έλληνες από ολόκληρο τον Πόντο, με την κατηγορία ότι ενέχονταν στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου, και να τους αποστέλουν στις φυλακές της Αμάσειας. Όταν συγκεντρώθηκε ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κρατουμένων, συγκροτήθηκε στην Αμάσεια Στρατοδικείο, το οποίο αποτελούνταν από πέντε ανώτερους Οθωμανούς αξιωματικούς. Το στρατοδικείο δίκαζε, επέβαλλε διάφορες ποινές και πολύ σπάνια τη θανατική ποινή. Τον Ιούνιο του 1921, αμέσως μετά το θάνατο του προέδρου του στρατοδικείου Ταχσίνμπεη, καταργήθηκε το στρατοδικείο και αντ αυτού συγκροτήθηκε το περιοδεύον Δικαστήριο Ανεξαρτησίας, με πρόεδρο τον Εμίν Κεβετζόγλου 202. Ο Εμίν τοποθετήθηκε στη θέση αυτή με εντολή της κεμαλικής κυβέρνησης της Άγκυρας, καταγόταν από την Πάφρα και ήταν δικηγόρος στην Αμισό, άλλοτε Νεότουρκος και την εποχή αυτή φανατικός οπαδός του Μουσταφά Κεμάλ. Ήταν άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του, και γι αυτό τοποθετήθηκε στην καίρια αυτή θέση. Γνώριζε πολύ καλά την περιοχή Πάφρας Αμισού, από την οποία καταγόταν και στην οποία δικηγορούσε 203. Στα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, στα όποια στοιχεία εναντίον των κατηγορουμένων, σκόπιμα δινόταν στρεβλή και ενοχοποιητική ερμηνεία, προκειμένου οι κατηγορούμενοι να καταδικαστούν στον δι αγχόνης θάνατο. Ακόμη και όσοι είχαν δικαστεί από το στρατοδικείο της Αμάσειας σε μερικών χρόνων κάθειρξη, το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας τους καταδίκαζε στον ατιμωτικό δι αγχόνης θάνατο. Τα μέλη των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας ήταν τρία, και δεν ανήκαν στο δικαστικό κλάδο. Ήταν απλοί πολίτες, από τους φανατικότερους κεμαλικούς, οι οποίοι δίκαζαν με συνοπτικές διαδικασίες, και καταδίκαζαν τους αθώους Έλληνες του Πόντου. Στην όλη σκηνοθετημένη διαδικασία, όπου κυριαρχούσαν το ψέμα, η συκοφαντία και η τρομοκρατία, δεν επιτρέπονταν ένδικα μέσα και μάρτυρες υπεράσπισης. Καταργούσαν κάθε έννοια απονομής δικαίου και απαξίωναν, ως βδέλυγμα, όλες τις ανθρώπινες αξίες. Το γεγονός, ότι η Αμάσεια βρισκόταν στο εσωτερικό του ορεινού δυτικού Πόντου, μακριά από τις παράλιες πόλεις με τα προξενεία, το συμμαχικό και αμερικανικό στόλο, που περιόδευε στη Μαύρη Θάλασσα, υποβοηθούσε την ακολουθούμενη διαδικασία φυσικής εξόντωσης της πολιτικής, θρησκευτικής, οικονομικής και πνευματικής ηγεσίας των Ελλήνων του Πόντου. Διπλός ήταν ο σκοπός της λειτουργίας των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας από το Μουσταφά Κεμάλ. Αφενός μεν να παρουσιάσει ως νόμιμο το έργο της καταστροφής, όχι μόνο του ποντιακού, αλλά και του μικρασιατικού Ελληνισμού και αφετέρου, να εξοντώσει τις ελληνικές κοινότητες των πιο ανεπτυγμένων πόλεων, με απόλυτη σιγουριά από ό,τι οι εξορίες, όπου υπήρχαν πιθανότητες να σωθούν 204. Τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας καταδίκασαν εκ των υστέρων σε θάνατο, όσους επιφανείς είχε σφαγιάσει στην Κερασούντα, στις αρχές του 1920, ο θηριώδης Τοπάλ Οσμάν, προκειμένου να καλύψουν τα εγκλήματα αυτού και της συμμορίας του. Τα Δικαστήρια, επειδή δεν υπήρχαν αποδείξεις για να στηρίξουν τις κατηγορίες, ανάγκαζαν τους φυλακισμένους να υπογράφουν δηλώσεις, ότι δήθεν συμμετείχαν 202 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, Β, 16. 203 Μπέλλου, Ποντιακά, 128. Sener, Topal Osman, 84. 204 Κουλοχέρης, Αμισός, 85-86. Ο Ιάκωβος Κουλοχέρης δικάστηκε και καταδικάστηκε τόσο από το Στρατοδικείο της Αμάσειας, όσο και από το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας της Αμάσειας σε πενταετή κάθειρξη, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου Ορφεύς της Αμισού. Βαλιούλης, Σελίδες, 30-31. Φωτιάδης, Γενοκτονία, 413. 243
στην οργάνωση του απελευθερωτικού κινήματος στον Πόντο, την παραμονή της εκτέλεσής τους, δηλαδή μετά την οριστική καταδίκη τους. Στα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας απεστάλησαν να δικαστούν Πόντιοι από την Πάφρα, την Αμισό, τη Ζάληχο-Λεοντόπολη (Αλάτσαμ), τις Θέρμες Φαζημωνιτών (Κάβζα), την Αμάσεια, την Έρπαα, τη Δοκεία-Τοκάτη, τη Μερζιφούντα, τα Κόραλα, τα Κοτύωρα, τη Φαδησάνη (Φάτσα), την Οινόη, το Άκνταγ Ματέν, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα. Μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου του 1921, οι υπόδικοι αποστέλλονταν στα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας. Οι δίκες συνεχίστηκαν μέχρι το Δεκέμβριο μήνα 205. Όταν γέμισαν ασφυκτικά οι φυλακές της Αμάσειας, οι τουρκικές αρχές της πόλης αναγκάστηκαν να μεταφέρουν πολλούς Έλληνες κρατούμενους στο σελτσουκικό φρούριο-τιμαρχανέ(φρενοκομείο). Το κτίριο της φυλακής ήταν υποφερτό, έστω και χωρίς τζάμια στα παράθυρα, με δύο μεγάλες αίθουσες και τρία μικρά κελλιά. Ήταν αρκετός και ο χώρος, με δύο μέτρα μήκος και ένα μέτρο πλάτος. Το σελτσουκικό φρούριο ήταν ένα τετράγωνο οικοδόμημα, μέσα στο οποίο υπήρχαν δωμάτια με πάχος των τοίχων ένα έως δύο μέτρα, χωρίς παράθυρα, θολοσκεπή και με μικρές πόρτες 206. Στις 22 Ιανουαρίου του 1921, μετά το μεσονύκτιο, συνελήφθη στην Αμισό, μέσα στη μητρόπολη, ο επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης, ο οποίος εκτελούσε χρέη βοηθού επισκόπου του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο μητροπολίτης βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τον επίσκοπο συνελήφθη και όλο το προσωπικό της μητρόπολης. Την ίδια νύκτα, συνελήφθησαν οι πρόκριτοι της Πάφρας και της Αμισού. Οι συληφθέντες πρόκριτοι της Πάφρας, καπνέμποροι κατά τα επάγγελμα, ήταν οι εξής: Γεώργιος χατζη-γιάννη Γελκεντζόγλου, Αντώνιος Ι. Χατζηαντώνογλου, Ιωάννης Α. Μαυρίδης, Μιχαλάκης Α. Αντώνογλου και Λάζαρος Τ. Αρζόγλου. Συνελήφθησαν ακόμη ο Παφραίος δικηγόρος Λαυρέντιος Ταστσόγλου, ο Μιλτιάδης Χατζησάββας, ο οποίος εκτελούσε χρέη κοσμήτορα της εμπορικής λέσχης Αμισού, ο Θεμιστοκλής Ιορδανίδης, ο οποίος ήταν γραμματέας της Μητρόπολης και ο Περικλής Κουζουτσάκογλου, καπνέμπορος από τη Ζάληχο- Λεοντόπολη (Αλάτσαμ). Όλοι οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές της Αμισού και μετά από λίγες μέρες στις φυλακές της Αμάσειας 207. Οι συλληφθέντες από την Πάφρα και την Αμισό, οι Αμισινοί είχαν συλληφθεί τέσσερις ημέρες νωρίτερα, θεωρούσαν ότι είχαν συλληφθεί προληπτικά, όπως είχε γίνει και κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Μόνο όταν άρχισαν οι ανακρίσεις, έμαθαν ότι κατηγορούνταν για το φημολογούμενο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου 208. Προκειμένου να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες εναντίον των συλληφθέντων, η αστυνομία με μια σπείρα δημιούργησαν πλαστά στοιχεία, και ενώ κατά την έρευνα που έγινε στα σπίτια των συλληφθέντων δε βρέθηκαν παρά μόνον κυνηγετικά όπλα, τους κατηγόρησαν ότι έκαναν ένοπλες προπαρασκευαστικές ενέργειες. Όταν συγκροτήθηκε το στρατοδικείο με τους πέντε ανώτερους αξιωματικούς, ο πρόεδρος Ταχσίν με τους τέσσερις στρατοδίκες αξιωματικούς πέρασε από τις φυλακές και από 205 Βαλαβάνης, Ιστορία, 167. Βαλιούλης, ό. π. Φωτιάδης, ό. π. 206 Βαλιούλης, ό. π., 50. Το σελτσουκικό φρούριο ή τιμαρχανέ υπάρχει και σήμερα, πριν από το κέντρο της πόλης, στην αριστερή πλευρά του δρόμου προς Σεβάστεια. Λίγο πιο κάτω και απέναντι, στη δεξιά πλευρά του ποταμού Ίρη, ήταν ο χώρος των δικαστηρίων. Απέναντι από εκείνο το κτίριο, βρίσκεται το μέρος όπου απαγχονίστηκε ο ανθός του Ελληνισμού του Πόντου. Σήμερα στον ίδιο χώρο υπάρχει ένα σύνθετο άγαλμα του σφαγέα των Ελλήνων του Πόντου Μουσταφά Κεμάλ (προσωπική αυτοψία Αύγουστος 2008 και Μάιος 2009). 207 Γαβριηλίδης, Πόντος, 46, 81. 208 Βαλιούλης, ό. π., 11-14. 244
το φρενοκομείο, και χαιρέτησε τυπικά τους υπόδικους, πολλούς από τους οποίους γνώριζε από την Αμισό. Εξέφρασε την έκπληξή του προς τους στρατοδίκες, γιατί οι συλληφθέντες ήταν οι πλέον ευυπόληπτοι της ελληνικής κοινότητας 209. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, οι στρατοδίκες με πιεστικό τρόπο προσπαθούσαν να εκμαιεύσουν από τον επίσκοπο Ευθύμιο Αγριτέλη τόσο την ενοχή του όσο και την ενοχή των υπόλοιπων Ελλήνων. Οι στρατοδίκες θεωρούσαν τον επίσκοπο υπαρχηγό του κινήματος για την ανεξαρτησία του Πόντου και αντιπρόσωπο του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο επίσκοπος αναίρεσε τις όποιες κατηγορίες του αποδίδονταν, υποστήριξε ότι όλοι ήταν αμέτοχοι, γιατί ήταν φιλήσυχοι και νομοταγείς πολίτες, και αξίωσε την απόλυσή τους. Για τη συνεργασία του με τους αντάρτες, υποστήριξε ότι εκείνοι δεν ήταν παρά μόνο πεντακόσιοι λιποτάκτες από τα εργατικά τάγματα, οι οποίοι διωκόμενοι προμηθεύθησαν όπλα εκ Ρωσίας 210. Ο Επίσκοπος είπε την αλήθεια πολύ περιορισμένη, γιατί όλοι γνώριζαν ποιά θα ήταν η τύχη τους, όταν έμαθαν ότι διώκονταν για το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου. Το Ποντιακό Ζήτημα ήταν γνωστό σε όλους τους διπλωματικούς, και όχι μόνο, κύκλους. Οι κεμαλικοί έψαχναν να βρούν αφορμές για να τους καταδικάσουν σε θάνατο. Οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν εκτεθειμένοι στην κεμαλική μανία, και κατά την πρώτη φάση των διωγμών στη νεοτουρκική μανία, χωρίς καμία προστασία από τις σφαγές, τις πυρπολήσεις, τις δολοφονίες και τους εκτοπισμούς. Κανείς από όσους κίνησαν πολιτικά το Ποντιακό Ζήτημα δεν προστάτευσε τους ελληνικούς πληθυσμούς ή δεν μπορούσε να τους προστατεύσει, παρά μόνον οι αντάρτες. Ήταν καθημερινή υπόθεση τα ανδραγαθήματα και οι ηρωισμοί των ανταρτών, προκειμένου να προστατεύσουν και να σώσουν τα γυναικόπαιδα και τους άοπλους, που είχαν καταφύγει στα βουνά, για να γλιτώσουν από την τουρκική κτηνωδία. Το Πάσχα του 1921, οι υπόδικοι Έλληνες της Πάφρας, της Αμισού και των άλλων πόλεων του Πόντου το πέρασαν στις φυλακές. Ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλης χοροστατούσε στις ιερές ακολουθίες των ημερών. Ένα πρωινό, ο επίσκοπος πέρασε μπροστά από δύο κελιά, όπου κρατούνταν απομονωμένοι μερικοί Έλληνες υπόδικοι, τους χαιρέτησε λέγοντας Χριστός Ανέστη και τους ευχήθηκε καλή απελευθέρωση. Ένας φρουρός κατήγγειλε το γεγονός στο διευθυντή των φυλακών, με την ψευδή κατηγορία ότι ήλθε σε συνεννόηση με τους υπόδικους, κάτι το οποίο απαγορευόταν. Με την κατηγορία αυτή, διατάχθηκε η μεταφορά του Επισκόπου στα υπόγεια των φυλακών, όπου κρατούνταν οι βαρυποινίτες. Παρέμεινε στα υγρά και ανήλια κελιά τρείς-τέσσερις ημέρες, μέχρι να αποδειχθεί η παρεξήγηση, όπου και αρρώστησε. Τα κελιά εκείνα, επιπλέον, ήταν γεμάτα ψείρες, και του προξένησαν εξανθηματικό τύφο. Ο επίσκοπος υπέκυψε σε μία εβδομάδα, μαζί με τρείς ακόμη κρατούμενους. Ετάφη στον περίβολο του καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου της Αμάσειας, χωρίς να επιτραπεί να παραστεί στη νεκρώσιμη ακολουθία ούτε ο επίσκοπος Αριστείας, με έδρα την Κάβζα, ο οποίος ήταν εξόριστος στην Αμάσεια. Μέχρι την είσοδο της φυλακής, δόθηκε άδεια να συνοδέψει το σεπτό σκήνωμά του μόνο ο αχώριστος σύντροφός του, και πρωτοσύγκελος της μητρόπολης, Πλάτων Αϊβαζίδης. Από την είσοδο της φυλακής, παρέλαβαν το σκήνωμά του ευσεβείς χριστιανοί της Αμάσειας για να το ενταφιάσουν 211. 209 Ό. π., 14, 15, 19. 210 Ό. π., 19-120. 211 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 38 ΜΑ (25 Σεπτεμβρίου 1921) 200. Το επίσημο έντυπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανήγγειλε σχετικά με το θάνατο του επισκόπου Ευθυμίου Αγριτέλη: συμβάντα υπό αγνώστους συνθήκας... Δεν είχαν γίνει ακόμη γνωστά τα αίτια του θανάτου του. Κλείνει την αναγγελία με τις λέξεις: καταλείπει μνήμην σθεναρού αγωνιστού της Εκκλησίας Λακωνική, ακριβής και 245
Μετά το θάνατο του Επισκόπου, και την καταδίκη των μελών του διοικητικού συμβουλίου Ορφεύς της Άνω Αμισού, το στρατοδικείο ανέβαλε τη δίκη των υπόλοιπων Ελλήνων κρατούμενων. Ένας ελληνομαθής Τούρκος από την Ήπειρο, τους εμπιστεύτηκε ότι, οι οδηγίες από την κυβέρνηση της Άγκυρας ήταν να παραταθούν οι δίκες, περιμένοντας την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων, γιατί οι κατηγορίες εναντίον των ομογενών ήταν ανυπόστατες 212. Λίγες μέρες αργότερα, το στρατοδικείο της Αμάσειας καταργήθηκε, όταν απεβίωσε ο πρόεδρος Ταχσίν, και στη θέση του συγκροτήθηκε το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας 213, το οποίο εκδίκαζε τις υποθέσεις στη μεγάλη αίθουσα της Γαλλικής Σχολής 214. Τα γεγονότα στη διεθνή πολιτική σκηνή διαδέχονταν το ένα το άλλο, με απρόβλεπτες συνέπειες για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό της Ανατολής. Οι συνέπειες των γεγονότων αυτών απέβησαν μοιραίες για τον Ελληνισμό του Πόντου, και ειδικότερα για τον Ελληνισμό της Πάφρας, της Αμισού και της Αμάσειας. Στα τέλη Ιουνίου του 1921, άρχισε η μεγάλη θερινή επίθεση των Ελλήνων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Τον Ιούλιο του ιδίου έτους, ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη αντικαταστάθηκε από τοπική χωροφυλακή και αποστρατιωτικοποιήθηκε η Ανατολική Θράκη. Τον ίδιο μήνα, κατελήφθη από τον ελληνικό στρατό το Εσκί Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ. Συνεχίστηκε η προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα, που κατέληξε σε αποτυχία. Στις 20 Αυγούστου 1921, έπαυσε η επιθετική δραστηριότητα του ελληνικού στρατού, ενώ στις 29 Αυγούστου άρχισε η σφοδρή αντεπίθεση του Α Σώματος του κεμαλικού στρατού 215. Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, άρχισαν οι δίκες από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, και όλοι παρατήρησαν με μεγάλη έκπληξη ότι, οι από το στρατοδικείο επιβληθείσες ποινές κάθειρξης, μετατρέπονταν σε πολύ αυστηρότερες και κυρίως σε θάνατο δι απαγχονισμού. Ο καθηγητής των φυσικομαθηματικών Γεώργιος Παπαμάρκος είχε καταδικαστεί από το στρατοδικείο σε δεκαπενταετή δεσμά, γιατί ένας αστυνομικός είχε βρεί σε ένα τετράδιο της Γεωγραφίας μαθητή, ο οποίος είχε σχεδιάσει το χάρτη της Μικράς Ασίας, να έχει σημειώσει αντί για Εύξεινος Πόντος, Ελληνικός Πόντος. Από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας καταδικάστηκε σε θάνατο. Με τον ίδιο τρόπο, καταδικάστηκαν σε θάνατο οι καθηγητές του Αμερικανικού Κολλεγίου στη Μερζιφούντα Δημήτριος Θεοχαρίδης, Χαράλαμπος Ευσταθιάδης, Παύλος Παυλίδης και Παναγιώτης Λαμπριανίδης. Σε θάνατο καταδικάστηκαν και δύο δεκαοχταετείς μαθητές του κολλεγίου, ο Συμεών Ανανιάδης και ο Αναστάσιος Παυλίδης, γιατί συντηρούσαν σύλλογο στο κολλέγιο. Σύλλογο, βέβαια, είχαν τόσο οι Τούρκοι μαθητές, όσο και οι Αρμένιοι 216. περιεκτική η αναγγελία του θανάτου του. Είναι δραματική η μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη: Η καρδιά μας είχε γίνει από πέτρα. Η θανάτωση του επισκόπου μας Ευθυμίου, μας έκανε να γίνουμε πιο σκληροί και να μη λογαριάζουμε τίποτε. Ο επίσκοπος ήταν ο μόνος που ενδιαφερόταν για τους αντάρτες και τα γυναικόπαιδα. Ο μόνος που τους βοηθούσε με τα εντελώς πενιχρά μέσα που διέθετε... 212 Ό. π., 30. 213 Yazici, Pontos, 151. Σύμφωνα με την τουρκική άποψη, το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας της Αμάσειας συγκροτήθηκε στις 23 Ιουλίου 1921. 214 Το κτίριο αυτό βρίσκεται απέναντι από την πλατεία της Αμάσειας, στη δεξιά πλευρά του ποταμού Ίρη, στο δρόμο προς Σεβάστεια. Από πληροφορίες των κατοίκων, μάθαμε ότι στη θέση εκείνη λειτουργούσε το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας, που πιθανόν είναι το ίδιο κτίσμα ανακαινισμένο (προσωπική αυτοψία). 215 Γιαννουλόπουλος, Καταστροφή, 143. 216 Κουλοχέρης, Αμισός, 125. Βαλιούλης, Σελίδες, 30. Η τουρκική άποψη για το Αμερικανικό Κολλέγιο Μερζιφούντας είναι ότι, αποτελούσε ένα από τα κέντρα σκέψης και δράσης των Ελλήνων του Πόντου στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας (Sarisakal, Samsun, 32). Ότι, δηλαδή, οι Έλληνες 246
Το Σάββατο, 4/17 Σεπτεμβρίου του 1921, άρχισε η δίκη των ομογενών υπόδικων. Την Κυριακή, σε μια απόμερη αίθουσα των φυλακών, τελέστηκε η θεία Λειτουργία από τον ιερέα παπα-γεώργιο, από το Άκνταγ Ματέν και τον ιεροδιάκονο Βασίλειο Φελέκη. Όλοι οι Έλληνες ήταν συγκινημένοι και συγκλονισμένοι, γιατί έβλεπαν ότι οδηγούνταν στην αγχόνη. Μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων, με πρώτο τον πρωτοσύγκελο Πλάτωνα Αϊβαζίδη, ο οποίος ζήτησε να τον συγχωρήσουν και ο Θεός να συγχωρήσει αυτούς. Στις 10 π. μ., οι 95 Έλληνες υπόδικοι οδηγήθηκαν στη Γαλλική Σχολή. Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας της Αμάσειας Εμίν 217 επιτέθηκε λυσσαλέα εναντίον των υπόδικων, αποδίδοντας σε αυτούς τις ιδιότητες των διοργανωτών, των στρατολόγων και των εκτελεστών, όλες φανταστικές και ανυπόστατες. Τους κατηγορούσε ότι συμμετείχαν στο κίνημα για την ανεξαρτησία του Πόντου, ότι παρείχαν τροφή και πολεμοφόδια στους αντάρτες, και ότι ήταν ενσυνείδητα όργανα των Ελλήνων. Δε δέχτηκε καμία αντιλογία ή δικαιολογία. Ένοιωθε απέραντη ευχαρίστηση, όταν καταφερόταν ξεχωριστά εναντίον του καθένα. Τα εξακόσια συνολικά πρόσωπα, εντός της αίθουσας του δικαστηρίου, παρέμεναν άλαλα. Στο τέλος, τηρώντας τα προσχήματα κανονικής δίκης, και ενώ είχε περάσει η ώρα, ανέβαλε τη συνέχιση της δίκης για την επόμενη ημέρα 218. Στις 6/19 Σεπτεμβρίου, ξανάρχισε η δίκη. Ο μαινόμενος πρόεδρος Εμίν καταφέρθηκε εναντίον των υπόδικων χαρακτηρίζοντάς τους εκμεταλλευτές των απλοϊκών χωρικών και επαναλάμβανε τις συνήθεις κατηγορίες. Κατηγορούσε τους γιατρούς ότι παρείχαν νοσηλεία στους αντάρτες και στα γυναικόπαιδα. Στο τέλος, ανέφερε ότι έγινε σύσκεψη για δωροδοκία των δικαστών. Ένας ελεινός προδότης από τη Φαδησάνη (Φάτσα), ονόματι Φελέκης, για να σώσει τον εαυτό του από την αγχόνη, κατήγγειλε το γέροντα Ιωάννη Ανταβάλογλου, τον Αλέξανδρο Ιχτιάρογλου και το Γιάγκο Ιορδανίδη ότι σχεδίαζαν δωροδοκία. Ο πρωτοσύγκελος Πλάτων Αϊβαζίδης, απευθυνόμενος στους δικαστές, τόνισε ότι όλοι οι παρόντες ήταν αθώοι. Αν, όμως, το δικαστήριο ήθελε να καταδικάσει κάποιους από αυτούς, ζήτησε να είναι εκείνος ο πρώτος. Ο Εμίν μόρφασε ακούγοντας τα λόγια του σεβάσμιου ιερέα, και, χωρίς να εξετάσει κανέναν άλλο, έστειλε όλους τους υπόδικους πίσω στις φυλακές. Μεταξύ των υπόδικων, τη νύχτα επικρατούσε μια ανήσυχη κατάσταση. Οι περισσότεροι ετοίμαζαν κέρινους σταυρούς για την ώρα του θανάτου τους. Κατά την ταφή του νεκρού, ο ιερέας ράντιζε τη σωρό και τοποθετούσε στο στόμα του νεκρού έναν κέρινο σταυρό. Ήταν μια αρχαία ελληνική παράδοση που αντικατέστησε τον οβολόν (πορθμεία), για το πέρασμα στην άλλη ζωή 219. Στις 7/20 Σεπτεμβρίου, στις 4 μ. μ., οι υπόδικοι παρουσιάστηκαν σε δύο στίχους στον αύλειο χώρο της φυλακής. Τον κάθε έναν τον συνόδευε ένας ιδιαίτερα αγριωπός ένοπλος στρατιώτης, μέχρι να φτάσουν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι δικαστές εισήλθαν στην αίθουσα μετά από λίγη ώρα. Ο γραμματέας διάβασε την απόφαση, ενώ επικρατούσε νεκρική σιγή στο ακροατήριο. Οι 69 Έλληνες της αντιδρούσαν στην επιχειρούμενη κεμαλική ομογενοποίηση. YAZICI, Pontos, 59-63, 201-202, 204, 217. Προς επίρρωση της κεμαλικής άποψης, παρατίθενται φωτογραφίες που απεικονίζουν το έμβλημα που αναφέρει: ΕΛΛ. ΑΘΛ. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΝΤΟΣ, με πολύ ξεκάθαρο νόημα, ένα μικρό τριγωνικό λευκό σημαιάκι, παρασημοφορημένους αθλητές του συλλόγου με το έμβλημά τους, μια σχολική μαθητική παράσταση με ντυμένα τα ελληνόπουλα τη στολή τσολιά και μια μαθητική εκδήλωση του κολλεγίου, στην οποία απεικονίζεται σε φόντο η ελληνική σημαία. 217 YAZICI, Pontos, 150. Μέλη του δικαστηρίου ήταν ο από την Προύσσα Νετζατή, ο από το Μπουρντούρ Βελή, ο από τη Σινώπη Σεβκέτ και ο από την Γιοσγκάτ Μπαχρή. Όλοι τους ήταν πιστοί και αφοσιωμένοι στο Μουσταφά Κεμάλ, πειθήνια όργανά του και εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία. 218 Βαλιούλης, Σελίδες, 32-36. 219 Ό. π., 37-41. Κουλοχέρης, ό. π., 87. 247
Πάφρας και της Αμισού καταδικάστηκαν σε θάνατο δι απαγχονισμού 220, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 σε δεκαπενταετή δεσμά και για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου Ορφεύς επικυρώθηκε η απόφαση του στρατοδικείου. Σύμφωνα με την ετυμηγορία: επειδή απεδείχθη ότι οι παρόντες, και τινές των απόντων, εσκόπουν και ενήργουν να ιδρύσουν Δημοκρατίαν του Πόντου αποσπώντες μέγα τμήμα του Οθωμανικού κράτους 221. Οι κεμαλικοί τελείωναν το Ποντιακό Ζήτημα καταδικάζοντας εις θάνατον όλον τον ανθό του Ελληνισμού στον Πόντο. Τους είχε δοθεί η αφορμή για την εξολόθρευση της πολιτικής, θρησκευτικής, οικονομικής και πνευματικής ηγεσίας του Πόντου. Η κεμαλική εθνοκάθαρση θα ολοκληρωνόταν και με τη φυσική εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών. Οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν πάλι στις φυλακές. Μισή ώρα αργότερα, δόθηκε διαταγή οι μελλοθάνατοι να μεταφερθούν στις πολιτικές φυλακές, στην άλλη όχθη του Ίρη ποταμού. Ο διευθυντής των φυλακών διάβασε τα ονόματά τους. Ένοπλοι φρουροί ανέβηκαν πάνω στα τείχη και απειλούσαν να πυροβολήσουν όποιους καθυστερούσαν. Στο σελτσουκικό φρούριο εκτυλίσσονταν συγκινητικές στιγμές. Ο αγέρωχος Γεώργιος Γελκεντζόγλου, από την Πάφρα, στάθηκε στην εξώθυρα του φρουρίου, γύρισε προς το εσωτερικό, σήκωσε το δεξί χέρι του και φώναξε: σύντροφοι καλή αντάμωση, εν Θεώ Ο γέροντας τραπεζίτης Ιωάννης Ανταβάλογλου, βλέποντας το γιό του να φεύγει, και νομίζοντας ότι δεν άκουσε το όνομά του, αναφώνησε: και εγώ είμαι εδώ Ο πρωτοσύγκελος Πλάτων Αϊβαζίδης τους αποχαιρέτησε λέγοντας: αποθνήσκομεν δολοφονημένοι χάριν της Πίστεως και του Έθνους, κατά τον χριστιανικόν τούτον διωγμόν του 20 ου αιώνος Ο δημοσιογράφος της Τραπεζούντος, και ιδιοκτήτης της εφημερίδος Εποχή, Νίκος Καπετανίδης αναφώνησε: κρίμα να χάσω μιαν τέτοιαν ευκαιρίαν εθνικής πανηγύρεως Δε γνώριζε ότι λιγες ημέρες αργότερα θα έμπαινε και εκείνος στο πάνθεο των ηρώων του Γένους 222. Ο δρόμος της θυσίας ήταν μονοσήμαντος. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποπνέει την ομορφιά αυτού του κόσμου. Οι εθνομάρτυρες του Πόντου οδηγήθηκαν στην αιωνιότητα αγέρωχοι και περήφανοι. Οι μελλοθάνατοι κατευθύνθηκαν με ενισχυμένη φρουρά προς τις φυλακές, ενώ έβλεπαν στο δρόμο να στήνονται οι αγχόνες, πάνω στις οποίες θα βρίσκονταν την άλλη ημέρα. Την τελευταία εκείνη τραγική νύχτα, οι καταδικασθέντες μελλοθάνατοι, δεν έπαυσαν να προσεύχονται και να ζητωκραυγάζουν υπέρ του Έθνους. Στο τέλος: έψαλλαν και τη Νεκρώσιμον Ακολουθία των και ησπάσθησαν αλλήλους δια τον τελευταίον ασπασμόν 223. Για μοναδική φορά στη διάρκεια της ιστορίας του Γένους των Ελλήνων ετελέσθη νεκρώσιμη ακολουθία από μελλοθάνατους, και δόθηκε εν ζωή ο τελευταίος ασπασμός, πραγματώνοντας με αυτόν το μοναδικό τρόπο τη βαθιά πίστη τους στο λυτρωτή Χριστό, αλλά και την αγάπη και το μεγαλείο της Πατρίδας. Το ξημέρωμα, της 8/21 Σεπτεμβρίου του 1921, οδηγήθηκαν όλοι στα ικριώματα και απαγχονίστηκαν. Τους κρέμασαν σε δύο στίχους και στη μέση τοποθέτησαν τον πρωτοσύγκελο Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Πάνω στο ράσο του, ένα κομμάτι χαρτί έγραφε την αιτία της ομαδικής καταδίκης τους. Μετά τον 220 Ο θάνατος δι απαγχονισμού, κατά την Οθωμανοκρατία, προοριζόταν για στασιαστές (Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα Ι, 319). 221 Ό. π., 42. Σε θάνατο δι απαγχονισμού καταδικάστηκε και ο επίσκοπος της Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλης, παρά το ότι είχε αποβιώσει στη φυλακή. 222 Ό. π., 46-47. 223 Ό. π. 248
απαγχονισμό, οι δήμιοι απογύμνωσαν τα σώματα από τα ενδύματα, τα μοίρασαν μεταξύ τους και με άμαξες τους μετέφεραν και τους έρριξαν σε ένα λάκο 224. Αμέσως μετά τη δίκη των Παυρενών-Παφραίων και των Αμισινών, ακολούθησε η δίκη των τριών Τραπεζουντίων και στη συνέχεια η δίκη του ιερέα και των προκρίτων του Άκνταγ Ματέν 225. Ο καπνέμπορος Περικλής Κουζουτζάκογλου, από τη Ζάληχο- Λεοντόπολη(Αλάτσαμ), έγραψε δύο επιστολές προς τη σύζυγό του Μαξιμιλιανή και τα αγαπημένα τέκνα του, στις 5/18 Σεπτεμβρίου και στις 7/20 Σεπτέμβρίου 1921. Η δεύτερη εγράφη λίγες στιγμές μετά την ανάγνωση της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου. Στις δύο επιστολές δίδεται το στίγμα της ζωής των Ποντίων στα ακρότατα αυτά όρια του Ελληνισμού και η πίστη τους στην Ορθοδοξία και στον Ελληνισμό. Επιπλέον, δίδεται και ο τρόπος με τον οποίο καλλιεργούνταν η μοναδική αυτή πίστη στις αρχές, στις αξίες και τα ιδανικά του Ποντίου. Ο δρόμος της θυσίας χαρακτήριζε την αξιοπρέπειά τους. Ε π ι σ τ ο λ ή Α Αγαπητή και ποθητή μοι Μαξιμιλιανή και προσφιλέστατά μοι τέκνα, Αμάσεια τη 5/18 7)βρίου 1921. Ιδού βλέπων την σημερινήν κατάστασιν, προβλέπω ότι το νήμα της ζωής μου κόπτεται από αυτόν τον κόσμον. Επί 24 ολόκληρα έτη εζήσαμεν ομού με αμείωτον αμοιβαίαν αγάπην και διήλθομεν πολλάς και καλάς ημέρας ευτυχίας. Ίσως ως άνθρωποι, και χωρίς να το θέλωμεν, εψυχράναμεν ο είς τον άλλον. Ο Πολυεύσπλαχνος Θεός άς συγχωρήση απάσας τας αμαρτίας ημών και σύ συγχώρησέ με. Η καρδιά μου και η συνείδησίς μου είναι πολύ ήσυχος. Πιστεύω και λατρεύω τον Πανάγαθον Θεόν μου, και είμαι βέβαιος ότι θα αξιωθώ να ίδω την δόξαν του Υψίστου και εύχομαι όταν και σείς έλθητε να είμεθα ομού οικογενειακώς. Ενταύθα δεν παραλείψαμεν τας προς τον Ύψιστον δεήσεις ημών, και καθ εκάστην εξετελέσαμεν τα θρησκευτικά ημών καθήκοντα, ηξιώθημεν δε να μεταλάβωμεν και των Αγίων και Αχράντων Μυστηρίων και ο οικτίρμων Θεός ας μας θεωρήση αξίους. Ζήτε ως γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δια να αξιωθήτε να ίδητε το Άγιον Πνεύμα. Προς Θεού, προσέξατε μη αποσκιρτήσητε από την Ορθόδοξον εκκλησίαν και πίστιν σας. Έμαθον ότι ο υιός μου Κουζηνός εξωρίσθη και δεν αμφιβάλλω ότι τον εδολοφόνησαν. Ο μικρότερος υιός μου Λάζαρος σας μένει ως παρηγορία, και όλοι σας είσθε υπεύθυνοι δια την ανατροφήν και εκπαίδευσίν του, και επιθυμώ όπως καταβάλητε πάσαν εφικτήν προσπάθειαν και θυσίαν Επιστήσατε την προσοχήν σας και δια την ανατροφήν και εκπαίδευσιν της μικράς κόρης μου Τριανταφυλλιάς (το μικρό μου αηδονάκι). Το πώς και πού θα ζήσητε, μόνον ο Πανάγαθος Θεός θα σας οδηγήση. Άνευ της θελήσεώς του Θεού, ουδέν δυνατόν γενέσθαι. Μην απελπίζεσθαι, εστέ θαρραλέοι και πιστοί και ζήτε εν αγάπη και ομονοία. 224 Ό. π., 48-49. 225 Κουλοχέρης, Αμισός, 127-128. 249
Η διαδικασία ήτις έμελλε να γίνει την 6/19 7)βρίου δεν έλαβε τέλος και ελπίζω σήμερον να αποπερατωθή. Ήδη σας αφήνω εις την θέλησιν και επίβλεψιν του Υψίστου, φροντίσατε να τιμήσητε το όνομα της οικογενείας ημών, και προσέξατε να διαφυλάξητε την τιμήν σας. Σας εναγκαλίζομαι όλους σας, σας γλυκοασπάζομαι, και όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή σας περιμένω αθώους και αμέμπτους ενώπιον του Παναγάθου Θεού μου. Ο αγαπητός σύζυγος και πατήρ σας ΠΕΡΙΚΛΗΣ Λ. ΚΟΥΖΟΥΔΖΑΚΟΓΛΟΥ Ε π ι σ τ ο λ ή Β Αμάσεια τη 7/20 7)βρίου 1921. Αγαπητή και πολυπόθητός μοι Μαξιμιλιανή και αγαπητά μου τέκνα Σαπφώ, Κουζηνός (εάν ζη), Αναστασία, Μαρίκα, Λάζαρος και Τριανταφυλλιά, Εις Αλάτσαμ Χθές εισήλθομεν εις την διαδικασίαν, και μετά λύπης μου είδον, ότι μεταξύ των εγγράφων μου ετέθησαν επίτηδες, προς ενοχοποίησίν μου, και ως εκ τούτου το δικαστήριον της ανεξαρτησίας προέβη εις την απόφασην της καταδίκης μου, συνεπεία αντιπαθείας και επειδή δεν έχω πλέον ελπίδα ότι θα ζήσω, προ του να απαγχονιστώ, εθεώρησα εύλογον να χαράξω τας ολίγας ταύτας γραμμάς: Αγαπητά μοι πρόσωπα, ενταύθα μη ζητήσητε τον τάφον μου, ο τάφος δύναται να ανεγερθή όπου και αν είναι Προς μνημόνευσιν του ονόματός μου, μη λησμονήσητε να μου κάμητε ετήσιον μνημόσυνον και να εμφυτεύσητε εις το πνεύμα των τέκνων μου τους πόθους, τους οποίους έτρεφεν ο πατήρ των, πως ήθελε να φανή χρήσιμος εις το Έθνος και εις την Θρησκείαν του, και το πώς ήθελε και επεθύμει να δοξάση το όνομα της οικογενείας του. Ούτω και τα τέκνα μου θέλω και επιθυμώ να έχουν τον διακαή πόθον να δοξάσουν το όνομα της οικογενείας των. Εγώ δεν λυπούμαι ότι θα απαγχονισθώ και σείς μη λυπείσθε, διότι δεν καταδικάζομαι εις τον δι αγχόνης θάνατον ως κακούργος, δολοφόνος και εγκληματίας, ή επί αισχρότητι Και κατόπιν, δια καταλλήλου αιτήσεως, εξιστορείτε την υπόθεσιν εις τους Αμερικανούς δια να εννοήσουν ότι η έχθρα και το μίσος το οποίον έτρεφον προς εμέ οι Τούρκοι του Αλάτσαμ προήρχετο διότι εφιλοξένησα τους Άγγλους εις την οικίαν μου Σας αφήνω εις το έλεος του Θεού, σας εναγκαλίζομαι και σας γλυκοασπάζομαι και από τους άλλους συγγενείς και φίλους, (βεβαίως δεν ελπίζω να έμειναν πολλοί άνδρες), ζητώ συγχώρησιν και εγώ τους συγχωρώ με όλην την καρδίαν και τους αποχαιρτώ. έχω πλήρην πεποίθησιν προς σε, ευλαβής σύζυγος Μαξιμιλιανή μου και θέλω να εκπαιδεύσης τα τέκνα μας σύμφωνα με την πίστιν μας. Τας Κυριακάς και εορτάς μην απουσιάζετε από την εκκλησίαν και δίς του έτους να κοινωνήτε των Αγίων και Αχράντων Μυστηρίων. Ζήτε ως γνήσιοι Ορθόδοξοι. Πάντοτε να κάμητε το σημείον του σταυρού. Τηρείτε την τελευταίαν θέλησίν μου, διότι ο σταυρός είναι το ενδοξότερον σημείον του Χριστιανισμού, είναι επάναγκες και υπορεωτικόν. Προφυλαχθήτε από εκείνους, οι οποίοι με μωράς λέξεις προσπαθούν να σας απατήσουν υπό το πρόσχημα απλοποιήσεως της θρησκείας 250
Εν τέλει σας αποχιρετώ, ο Θεός έστω μεθ υμών, ο Θεός να σας δώση υπομονήν, ο Πανάγαθος έστω βοηθός υμών. Αμήν. Ασπάζομαι τους οφθαλμούς σας Ο αγαπητός σύζυγος και πατήρ σας ΠΕΡΙΚΛΗΣ Λ. ΚΟΥΖΟΥΔΖΑΚΟΓΛΟΥ 226 Στις δύο αυτές επιστολές δίνεται το στίγμα του Πόντιου οικογενειάρχη, οι αρχές και οι αξίες του, ενώ οδεύει στο δρόμο της θυσίας. Στις 6 Οκτωβριου 1921, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, με επείγον σήμα του, ενημέρωνε τις ελληνικές πρεσβείες στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Ρώμη, τη Βέρνη και την Ουάσιγκτον για τους 69 απαγχονισθέντες Αμισινούς και Παφραίους της πρώτης ημέρας, σε μια καθ ολοκληρίαν σκηνοθετημένη διαδικασία, προκειμένου να ενημερώσουν τον παγκόσμιο τύπο, για τους άγριους απαγχονισμούς που πραγματοποιούσαν στην Αμάσεια τα όργανα του κεμαλικού καθεστώτος 227. Οι Έλληνες της ευρύτερης περιοχής της Πάφρας, που καταδικάστηκαν από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας και απαγχονίστηκαν στις 8/21 Σεπτεμβρίου 1921, ήταν οι εξής: 1. Γεώργιος χατζη-γιάννη Γελκεντζόγλου εκ Πάφρας, καπνέμπορος 2. Πλάτων χατζη-γιάννη Γελκεντζόγλου»» 3. Αντώνιος Χατζηαντώνογλου»» 4. Ιωάννης Μαυρίδης»» 5. Μιχαλάκης Α. Αντώνογλου»» 6. Λάζαρος Ι. Αρζόγλου»» 7. Λαυρέντιος Ταστσόγλου» δικηγόρος 8. Παναγιώτης Λαμπριανίδης» διδάσκαλος 9. Θεμ. Σ. Ιορδανίδης» γραμματεύς της μητρόπολης 10. Μιλτιάδης Α. Χατζησάββας» κοσμήτωρ λέσχης Αμισού 11. Περικλής Λ. Κουζουτζάκογλου καπνέμπορος, εκ Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Αλάτσαμ) 12. Αλέξανδρος Τσομλεκτσόγλου εξ Ανδράπων(Βεζύρκιοπρου), έμποροςεργοστασιάρχης 13. Μουράτ Τσομλεκτσόγλου εξ Ανδράπων(Βεζύρκιοπρου), έμποροςεργοστασιάρχης 14. Ιορδάνης Καδέμογλου εκ Καβάκ, έμπορος 228. Ερήμην εις θάνατον κατεδικάσθη: 1. Παρασκευάς χατζη-γιάννη Γελκεντζόγλου εκ Πάφρας, καπνέμπορος 229. 226 Γαβριηλίδης, Πόντος, 119-122. Ένα βήμα πριν τον απαγχονισμό του, η εξομολόγηση του μελλοθάνατου Περικλή Κουζουτσάκογλου είναι αφοπλιστική. Η κεμαλική άποψη έναι ότι αυτός μαζί με τον χατζη-θόδωρο ήταν οι ιδρυτές της λέσχης Πόντος του Αλάτσαμ (YAZICI, Pontos, 79). Αυτή ήταν μια ικανή δικαιολογία για να οδηγηθεί στα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας και να εκτελεστεί, στα πλαίσια της κεμαλικής εθνοκάθαρσης. 227 Α. Υ. Ε., Κ.Υ, 1921, Γ/109, α. π. 28.586, Αθήνα 6 Οκτωβρίου 1921. 228 Ό. π., 81, 82, 144. 229 Ό. π., 83. 251
Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των καταδικασθέντων εις θάνατον από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, γιατί οι δίκες συνεχίσθησαν μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου του 1921 230. Ο συνολικός αριθμός των καταγεγραμμένων Ελλήνων του Πόντου είναι διακόσιοι δεκαεπτά. Ερήμην κατεδικάσθησαν εις θάνατον σαράνταοκτώ και σε πρόσκαιρα δεσμά τρείς. Στις φυλακές απεβίωσαν πέντε. Μεταξύ των ερήμην καταδικασθέντων εις θάνατον περιλαμβάνονται όλοι οι μητροπολίτες του Πόντου. 1. Ο Αμασείας, με έδρα της μητρόπολης την Αμισό, Γερμανός Καραβαγγέλης 2. Ο Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης 3. Ο Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος και 4. Ο Χαλδείας Λαυρέντιος 231. Οι μητροπολίτες εθεωρήθησαν υπεύθυνοι για το Ποντιακό Ζήτημα, διότι επί τουρκοκρατίας ασκούσαν πολιτική και θρησκευτική εξουσία, ως μέλη της Εθναρχούσας Εκκλησίας. Ο λαός θρήνησε τους απαγχονισμούς στην Αμάσεια με τους εξής στίχους: Πάνω από την Αμάσεια στέκει ένα μαύρο σύννεφο Μάνα εγώ πηγαίνω, εσύ ξέχασέ με Στην κρεμάλα πάει ένα πανύψηλο παληκάρι Η Αμάσεια που λένε, είναι μια πόλη ονομαστή Τα κεφάλια που κόπηκαν σε αυτήν είναι αμέτρητα Μέσα στην Αμάσεια μας κρεμάσανε Στον Ίρη ποταμό μας πετάξανε Νόμισαν ότι έτσι θα καταστρέψουν τη Ρωμιοσύνη 232. Οι εθνομάρτυρες, που καταδικάστηκαν από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, κατέχουν ξεχωριστή θέση στο Πάνθεο της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και του Ελληνισμού, διότι αντιστάθηκαν στην κεμαλική πολιτική, θρησκευτική, οικονομική και πνευματική ομογενοποίηση, και έβαψαν με το αθώο αίμα τους τα ιερά χώματα του Πόντου. 230 Ό. π., 177-178. Η μαρτυρία είναι του επισκόπου Αριστείας, με έδρα τις Θέρμες Φαζημονιτών (Κάβζα), ο οποίος την τελευταία στιγμή απέφυγε το θάνατο δι απαγχονισμού. Οι φυλακές της Αμάσειας λειτουργούσαν μέχρι το Δεκέμβριο μήνα του 1922. Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές, οι ποινές που επιβλήθηκαν μέχρι τις 10 Οκτωβρίου 1921, και το τέλος των εργασιών του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, ήταν: 177 (από τους οποίους οι 174 ήταν Έλληνες) σε θάνατο δι απαγχονισμού, 74 ερήμην εις θάνατον δι απαγχονισμού, 10 σε καταναγκαστικά έργα και 2 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση (YAZICI, Pontos, 151. AKBAL, Trabzon, 264.). O AKBAL αναφέρει ότι, από τους 177 καταδικασθέντες σε θάνατο, οι τρείς ήταν μουσουλμάνοι, κάτι το οποίο επιμελώς αποφεύγει ο YAZICI, γιατί πρόκειται για Κούρδους, οι οποίοι είχαν ξεσηκωθεί την ανατολική Τουρκία. 231 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, Β, 56, 64-73. 232 Μαρτυρίες Κυπιρτίδη Ιερ., Αλεξιάδου Δέσποινας, Παπαδοπούλου Σοφίας, Παπαδοπούλου Παρθένας, Κυπιρτίδου Μαγδαληνής, Αλεξιάδου Μαρίας και Κυπιρτίδου Παρασκευής. Οι στίχοι είναι από θρήνους των Παυρενών της Αμισού. Το τραγικό στοιχείο στην όλη υπόθεση του Ποντιακού Ζητήματος είναι ότι, οι Τούρκοι αναφέρουν (AKBAL, Trabzon, 265) 1817 θανάτους Τούρκων, από Έλληνες αντάρτες, 3.723 πυρπολήσεις σπιτιών και 1800 περιπτώσεις ληστειών και λεηλασιών, τη στιγμή κατά την οποία (Σεπτέμβριος 1921)σε ολόκληρο το δυτικό Πόντο, οι κεμαλικοί στρατιώτες και οι τσέτες, δεν έιχαν αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα, είχαν κατακαύσει και τα 400 χωριά της περιφέρειας, είχαν δολοφονήσει χιλιάδες λαού, και είχαν εξορίσει όσους είχαν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι τότε. 252
5. Οι διώξεις στην Πάφρα κατά την κεμαλική περίοδο Το έτος 1921 άρχιζε, στην περιφέρεια της Πάφρας, με τους χειρότερους οιωνούς. Σε μια παράλληλη πορεία με την όμορη περιοχή της Αμισού, ξεκινούσε η καταστροφή και η ερήμωση της πλούσιας αυτής περιοχής. Τον Ιανουάριο, συνελήφθησαν δέκα Παφραίοι, το άνθος των Ελλήνων της Πάφρας, οι οποίοι εστάλησαν στο στρατοδικείο της Αμάσειας. Το Μάρτιο του 1921, με απόφαση των μουσουλμάνων θρησκευτικών ηγετών της Πάφρας, έκλεισαν ξαφνικά όλα τα καταστήματα και δόθηκε εντολή στους μουσουλμάνους κατοίκους της πόλης να συγκεντρωθούν στην πλατεία του Δημαρχείου 233. Η κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας έδωσε εντολή να προπαρασκευασθεί η κοινή γνώμη των μουσουλμάνων της περιοχής, με κατάλληλο τρόπο, ώστε να εξαφθούν τα μίση και τα πάθη του όχλου. Οι χοτζάδες της πόλης εκφωνούσαν εμπρηστικούς λόγους, στην προσπάθειά τους να εξεγείρουν τον όχλο εναντίον των χριστιανών συντοπιτών τους. Αδελφοί, έφθασεν η κρίσιμος στιγμή να αρχίσομεν τον ιερόν αγώνα κατά των απίστων. Ο δόλιος εχθρός επλησίασεν εις τα στενά των Δαρδανελίων, μετ ολίγον θα εισέλθει εις την Κωνσταντινούπολην, και από εκεί θα διευθυνθεί εις τον Πόντον. Αλλοίμονο τότε αδελφοί Αι γυναίκες και θυγατέρες μας θα γίνουν παλλακίδες των μυσαρών εχθρών του Μωαμεθανισμού. Καιρός, αδελφοί, να προλάβωμεν το μέγα κακόν 234. Την ώρα που οι διεργασίες για την υλοποίηση της Συνθήκης των Σεβρών ναυαγούσαν, και οι Έλληνες ετοιμάζονταν για τη μεγάλη θερινή επίθεση στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας, ο μουσουλμανικός όχλος ερεθιζόταν, προκειμένου να εξεγερθεί και να κατασφάξει τον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό της περιοχής Πάφρας. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου, δε θα υπήρχε θέμα κατάληψης του Πόντου από τους Έλληνες, ή η περίπτωση να ευοδωθεί το Ποντιακό Ζήτημα. Ακόμη, με την εκκαθάριση και τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου θα αναδεικνυόταν το τουρκομουσουλμανικό στοιχείο. Ο Μουσταφά Κεμάλ, και οι Νεότουρκοι πριν από αυτόν, γνώριζαν πολύ καλά ότι εξερέθιζαν και προετοίμαζαν το λαό τους να πράξει εκείνο που διαχρονικά γνώριζε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο, να σκοτώνει για να επιβιώσει. Με τον τρόπο αυτόν, οι κεμαλικοί κατόρθωσαν να συγκροτήσουν από την πόλη της Πάφρας και τα χωριά της ένα συρφετό εγκληματιών, δυνάμεως ενός τάγματος (600-700 άνδρες). Επικεφαλής της ορδής αυτής ήταν οι εξής: << 1. Ο διοικητής της Πάφρας Σαμλή Κιόρ Τζεμήλ, πρώην διοικητής Ινεπόλεως, με εγκληματική δράση στο ενεργητικό του. 2. Τσακίρογλου Ραχμή, αντιπρόσωπος του Μουσταφά Κεμάλ και της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως. 3. Κιόρ Γιουσούφογλου Μιτχάτ, ο οποίος επανήλθε από την Άγκυρα με σαφείς οδηγίες από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. 4-5. Κεβετζόγλου Αχμέτ και Ταχσίν. Εξάδελφοι του Εμίν Κεβετζόγλου, προέδρου του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, από τον οποίο ελάμβαναν οδηγίες. 6-7. Οι αρχιχωροφύλακες Νιαζί και Κιαμήλ. 8. Ο αξιωματικός Μιλαζήμ Εββέλ Σαφράνπολι Χουσνή. 9. Χασάν Κουτρέτμπεης, Εβραιότουρκος, πρώην πρόεδρος του Ποινικού Δικαστηρίου της Θεσσαλονίκης. 10. Κολαϊλή Χατζή Μουσταφά, αρχιγραμματεύς του ιεροδικαστηρίου. 233 Γαβριηλίδης, Πόντος, 46, 49, 85, 114. 234 Ό. π., 85. 253
11. Ο δήμαρχος Τσακίρογλου Τουρσούν. 12. Ο πρώην δήμαρχος Σαφέτ Ζαδέ Χιλμί. 13. Ριφάτ, Εβραιότουρκος, πρώην αστυνόμος Θεσσαλονίκης. 14. Μεμέτ Τσαβούς, Εβραιότουρκος, πρώην αστυνόμος Θεσσαλονίκης. 15. Ο αστυνόμος Αρναβούτ Ισμαήλ. 16. Ο αστυνόμος Αρναβούτ Αζίζ. 17. Ο αστυνόμος Πάφραλη Πεκήρ Αχμέτ. 18. Ο χιλίαρχος Αντάναλη Χατζή Κεμάλ. 19. Ο Ερζερουμλού Σαλήχ, πρόεδρος του στρατιωτικού σώματος (σουπέ ρεϊζή). 20. Τσελεπή Ζαδέ Χατζή Τεβφίκεφεντης. 21. Ο Χατζή Καδήρ Ζαδέ Ισμέτεφεντης. 22. Χατζή Ομέρ Χαντζή. 23. Χατζή Ομέρ Ζαδέ Νετζίπ. 24. Χατζή Ομέρ Ζαδέ Ριφάτ. 25. Χατζή Μουχλής Χατζή Μουχαρήρ Ζαδέ. 26. Χατζή Σουλεϊμάν, πρώην υπάλληλος του τηλεγραφείου. 27. Χατζή Μεμέτ Εκινλή Ζαδέ. 28. Τσακίρογλου Χουσεΐν. 29. Τσακίρογλου Πεχρέμ. 30. Τσακίρογλου Σαΐτ. 31. Κεφελί Ζαδέ Σαγιακτζή Γιουσούφ. 32. Κεφελί Ζαδέ Γιουσούφογλου Οσμάν. 33. Κεφελί Ζαδέ Βιουσούφογλου Μεμέτ 34. Κεφελί Ζαδέ Γιουσούφογλου Μεμέτ. 35. Κεφελί Ζαδέ Χαλίτ. 36. Τζενετλίκ Ζαδέ Ιμπραήμ. 37. Σαλεπτζή Ζαδέ Χατζή Μεμέτ. 38. Ντερέμπεη Ζαδέ Κιασήφ Εφέντη. 39. Ντερέμπεη Ζαδέ Κεμάλ Εφέντη. 40. Τιρίλογλου Μεμέτμπεης. 41. Χατζή Καπάς Ζαδέ Νεβρέζογλου Μεμέτ. 42. Χατζή Ιμπραήμ Ζαδέ Σαμή. 43. Χατζή Ιμπραήμ Ζαδέ Πολίς Χαμή. 44. Αλή Όνπαση. 45. Αλή Όνπασηογλου Σαμήρ. 46. Τουφάν Κεσκίνογλου. 47. Ο δασονόμος Αλή Εφέντη. 48. Αλή Εφέντη Ογλού Ισμαήλ. 49. Καρά Αχμέτ Ζαδέ Χακή. 50. Καρά Αχμέτ Ζαδέ Σαχάπ. 51. Κιομρουκτζού Ζαδέ Ναζμή. 52. Κιομρουκτζού Ζαδέ Ναζμήογλου Αρίφ. 53. Κιομρουκτζού Ζαδέ Ναζμήογλου Κεμάλ. 54. Ο δικηγόρος Σεβκή Ζαδέ Σαλήχ. 55. Σεβκή Ζαδέ Σαμή. 56. Σεβκή Ζαδέ Μασχάρ. 57. Δέρενδελη Ζαδέ Ουτζού Ρεσάτ. 58. Δέρενδελη Ζαδέ Αμπτουλάχ. 59. Φυσεκτσίογλου Ισμαήλ. 60. Φυσεκτσίογλου Αχμέτ. 254
61. Σαμσουνλού Ζαδέ Ταλαάτ. 62. Φενερσίογλου Τζελάλ, αντιπρόσωπος του καπνεμπορικού οίκου Νεμλή Ζαδέ. 63. Κιουλχάν Μουσταφά. 64. Σουττσού Χακή, γραμματέας της εταιρίας Ρεζή. 65. Μεχμέτογλου Μαχμούτ. 66. Κεχαγιάογλου Τζεμαλεντίν. 67. Τεκίρνταγλη Χακή. 68. Πακκάλ Χακή. 69. Κιούρτ Ιμπραήμ. 70. Αρναβούτ Χουσεΐνμπεης, ο εμπρηστής των ελληνικών χωριών. 71. Τσασκουρλού Χατζή Οσμάν. 72. Ορεντζικλή Χατζή Οσμάν. 73. Ορεντζικλή Δεδόγλου Μιστίκ και οι δύο ανεψιοί του. 74. Ελλεζλιτέν Οτάπασινιν Μεμέτ και οι δύο αδελφοί αυτού. 75. Γιορκουστέν Τζήν Παϊράμ. 76. Τσιραχλιτάν Καπτάν. 77. Τσιραχλιτάν Κόλογλου Χουσεΐν. 78. Τσιραχλιτάν Κόλογλου Ιμάμ. 79. Τσιραχλιτάν Κόλογλου Οσμάν. 80. Αζαϊντάν Ιντσέ. 81. Ταταρλιτέν Κιόρ Αμπτούλ. 82. Καζί Πεϊλιντέν Λάζ Μολλά Μουσταφά. 83. Καζί Πεϊλιντέν Λάζ Μολλά Μουσταφάογλου Ιμπραήμ. 84. Καζί Πεϊλιντέν Ιμπραήμ και οι αδελφοί αυτού. 85. Μαρτάγαλα Κολτζού Εμίναγα. 86. Μαρτάγαλα Κολτζού Εμίνογλου Κούρτ. 87. Μαρτάγαλα Κολτζού Εμίνογλου Μουσταφά. 88. Κηραντάν Ιμάμογλου Ισμαήλ. 89. Ντεντένταγινταν Κιούρτ Εμίρ. 90. Γιαμούρτζανταν Κοτζά Ιμάμ. 91. Τσιραχλιντάν Καρά Σαληχήν Μεμέτ. 92. Κιόρ Γιουσούφογλου Ριφάτ, συμβολαιογράφος και εργοστασιάρχης>> 235. Τη φυσική εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών της Πάφρας, όπως καταφαίνεται από τον παραπάνω κατάλογο, την είχαν αναλάβει επίσημα κυβερνητικά όργανα, αλλά και χωρικοί, οι οποίοι βαρύνονταν με εγκλήματα, ήταν δραπέτες των φυλακών και φοβεροί διώκτες των χριστιανών. Όλοι αυτοί εξοπλίστηκαν με όπλα και πολεμοφόδια από τις στρατιωτικές αποθήκες. Πρωτεργάτης στην κεμαλική εθνοκάθαρση, ήταν ο θηριώδης Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος από τον Οκτώβριο του 1920 είχε αναλάβει καθήκοντα διοικητή του Παράλιου Πόντου-Σαχήλ Κομαντανί, με προσωπική εντολή του Μουσταφά Κεμάλ από την Άγκυρα. Στην κίνηση αυτή του Μουσταφά Κεμάλ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η παράδοση, από τον Τοπάλ Οσμάν, μέρους των διαρπαγεισών ελληνικών περιουσιών για τον αγώνα του. Οι συλλήψεις των Ελλήνων του Πόντου γίνονταν με το πρόσχημα ότι ενέχονταν στο Ζήτημα του Πόντου. Τους κατηγορούσαν για εσχάτη προδοσία και τους φυλάκιζαν, ενώ παράλληλα δήμευαν τις περιουσίες των πλούσιων Ελλήνων 236. 235 Ό. π., 86-88. 236 Α. Υ.Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI(19), α. π. 2559, Αθήναι 15.3.1921. Γαβριηλίδης, ό. π., 49. 255
Το Μάρτιο του 1921, οι ορδές του Τοπάλ Οασμάν άρχισαν να περιφέρονται στις περιοχές της Πάφρας και της Αμισού, σκοτώνοντας κατοίκους και καίγοντας σπίτια στα χωριά που είχαν αντάρτες 237. Η οργανωμένη επίθεση εναντίων των χωριών της Πάφρας ξεκίνησε στις 5 Απριλίου του 1921, με εντολή της κυβέρνησης της Άγκυρας. Μια μεραρχία του κεμαλικού στρατού, δυνάμεως 10.000 ανδρών, συνεπικουρούμενη από ομάδες τσετών, δυνάμεως ενός τάγματος, επέδραμε εναντίον των χωριών της ευρύτερης περιοχής της Πάφρας. Ό,τι τότε συνέβη ο κάλαμος αδυνατεί να το περιγράψει 238. Ένας δολοφονικός μηχανισμός είχε ξεκινήσει το, χωρίς κανένα όριο, μακάβριο έργο του. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της περιφέρειας οδηγούνταν σε ολοκληρωτική εξολόθρευση με σφαγές, απαγχονισμούς, τυφεκισμούς, λογχισμούς, πυρπολήσεις, λεηλασίες, βεβηλώσεις των ιερών ναών, ατιμώσεις παρθένων και γυναικών. Η μοίρα των 116 χωριών και οικισμών της Πάφρας ήταν προδιεγραμμένη. Στις 18 Απριλίου του 1921, την ημέρα του Πάσχα, άρχιζε το δράμα, χωρίς να έχει τελειωμό, στα χωριά Κιζίλγκιολ, Ποϊλάν, Κιουρλένταμι, Γόλουτσα, Καβαλίκ, Κιρενλούπελ. Τους πήραν από την εκκλησία και τους πήγαν στο τουρκικό χωριό Τσαχιρλάρ. Κάτω σε μία χαράδρα τους γύμνωσαν όλους, πήραν ό,τι είχαν επάνω τους και τους σκότωσαν Το Πάσχα του ιδίου έτους, ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία. Τους περικύκλωσαν, τους μάζεψαν, τους έβγαλαν έξω, τους γύμνωσαν και τους σκότωσαν 239. Την πιο λαμπρή ημέρα της Χριστιανοσύνης, διαπράττονταν από τους κεμαλικούς τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών των χωριών της Πάφρας. Έφταναν στο θάνατο των θυμάτων τους με διαφορετικούς τρόπους, αφού κυριολεκτικά τους καταλήστευαν ακόμη και από τα παλιόρουχά τους. Και τα υπόλοιπα χωριά της Πάφρας είχαν την ίδια ή παραπλήσια τύχη. Το Πάσχα του 1921 κάψανε το χωριό μου Κιουρλένταμι Σκότωσαν Πήραν αιχμαλώτους Εξόρισαν Φύγαμε στο βουνό Επιστρέψαμε για να πάρουμε τρόφιμα. Οι Τούρκοι γείτονες (των γειτονικών χωριών) ειδοποίησαν τον τουρκικό στρατό. Κατασφάζονται οι 150 από τους 200. Ξεκληρίστηκαν ολόκληρες οικογένειες 240. Ο τρόμος του θανάτου βασίλευε σε όλα τα χωριά της Πάφρας. Κεμαλικός στρατός και άτακτοι τσέτες, με τη συνεργία των κεμαλικών χωρικών, ολοκλήρωναν το δολοφονικό έργο τους. Το πρόγραμμα της εθνοκάθαρσης τηρούνταν κατά γράμμα από ένοπλους και άοπλους χωρικούς. Μέσα σε αυτόν τον ατελείωτο διωγμό, υπήρξαν και πολλές περιπτώσεις μουσουλμάνων που προσπάθησαν να βοηθήσουν τους καταδιωκόμενους Έλληνες, με όποιο τρόπο μπορούσαν. Η παροχή σιτηρών και αλεύρων, ελαχίστων κατά περίπτωση, και η παροχή πληροφοριών, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κεμαλικών, υπήρξαν καθοριστικές για την επιβίωση και τη σωτηρία τους. Κατά την Άνοιξη, ο ιερέας του χωριού Καράπερτσιν της Αμισού μετέβη στην Αμισό. Στο δρόμο συνάντησε έναν Οθωμανό φίλο του, ο οποίος του ζήτησε επιτακτικά να περάσει από το σπίτι του. Όταν λίγη ώρα αργότερα συναντήθηκαν στο σπίτι του, ο φίλος του του είπε: παπα-ευστάθιε, εγώ αγαπώ τους Έλληνες περισσότερο από τους Τούρκους, διότι επί τόσα χρόνια ζώ εδώ με τους Έλληνες και κανένα κακό δε γνώρισα από αυτούς. Η τουρκική κυβέρνηση πήρε απόφαση να εξοντώσει τον ελληνικό πληθυσμό από την Τραπεζούντα μέχρι το Ζογκουλτάκ, όπου ελέγχθη ότι θα συσταθεί ηγεμονία του Πόντου Προπάντων στη Σαμψούντα και στην Πάφρα, όπου λέχθηκε ότι θα είναι η πρωτεύουσα της ηγεμονίας του Πόντου, δε θα αφήσει πέτρα επί πέτρας. Όλα 237 Χατζηθεοδωρίδης, Πόντος, 34. Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 238 Γαβριηλίδης, ό. π., 88-89. Βαλαβάνης, Ιστορία, 213, 214. 239 Χατζηθεοδωρίδης, ό. π. Μαρτυρία Παπαδοπούλου Γεσθημανής. 240 Μαρτυρία Ταγκάλογλου Μιχαήλ. 256
τα ελληνικά χωριά θα τα κάψουν και τους άνδρας και τα γυναικόπαιδα, όλους εις θάνατον τους έχουν καταδικασμένους. Σε ορκίζω εις τον Θεόν, αυτό το μυστικό να μην ακουσθεί πουθενά, διότι αν ακουσθεί είμεθα καταδικασμένοι εις θάνατον 241. Ο μουσουλμάνος φίλος συνέχισε να του προτείνει και το μοναδικό τρόπο σωτηρίας τους, που ήταν η φυγή στο βουνό, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους των γειτονικών χωριών. Του ζήτησε, επιτακτικά, να ειδοποιήσει όλα τα χωριά της Αμισού και της Πάφρας. Του επέστησε το μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχαν, διότι εκτός από ένα σύνταγμα του κεμαλικού στρατού, θα εκστράτευε εναντίον τους και ο θηριώδης Τοπάλ Οσμάν με χίλιους περίπου Τουρκολαζούς τσέτες, στην πλειοψηφία τους από το Ρίζαιο και τη Χόπα. Αυτός είχε αναλάβει εργολαβικά την εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού. Ο ιερέας κατάφερε να ειδοποιήσει με αγγελιοφόρους τα μεσόγεια χωριά της Αμισού και τον αρχικαπετάνιο της περιοχής Στυλιανό Κοσμίδη, ο οποίος ανέλαβε την προστασία των άμαχων και των γυναικοπαίδων. Η πληροφορία αυτή δε φαίνεται να έγινε ευρύτερα γνωστή στην περιοχή της Πάφρας, αλλά τα άγρια εγκλήματα των κεμαλικών, από τον Απρίλιο μήνα, είχαν αναγκάσει τον ελληνικό πληθυσμό της να καταφύγει και πάλι στα βουνά Νεπιέν, Γιουντάγ, Ταφσάνταγ και Καλινίκ ή Κοτσάνταγ. Αν επιτύγχανε το σχέδιο του Μουσταφά Κεμάλ, με πρόφαση το Ποντιακό Ζήτημα, ο ελληνικός ιστορικός Πόντος θα απέμενε χωρίς Έλληνες, και κατά συνέπεια δε θα υπήρχε κανένας ενεστώς και μέλλων κίνδυνος για την κεμαλική πραγματικότητα. Η προειδοποίηση του φίλου Οθωμανού, για την εξολόθρευση του ελληνικού στοιχείου στην Πάφρα, είχε τέτοιο τέλος, που ούτε η πιο αρρωστημένη φαντασία δε θα μπορούσε να συλλάβει. Το δεύτερο δεκαήμερο του Μαΐου, οι θηριώδεις Αρναβούτ Χουσεΐνμπεης και Τηρήλογλου Μεμέτμπεης, με τις συμμορίες τους, που κατάγονταν από τα τουρκοχώρια Κουστσιλάρ, Μαρτάρ, Χαρίζ και Τετελή εισέβαλαν στα ελληνικά χωριά Εκίζτεπε, Ελταβούτ, Μουαμλί, Καράσεϊν, Αζάι και Κιοβτσέσου. Οι κεμαλικοί συγκέντρωσαν ένα σύνολο 365 ανδρών και γυναικοπαίδων. Με τα μαστίγιά τους, τους οδήγησαν στο χωριό Μουαμλί, και τους ενέκλεισαν στη μεγάλη οικία του προκρίτου Σάββα Τσιγάλογλου. Περιέλουσαν με πετρέλαιο την οικία με τα υποστατικά και την πυρπόλησαν. Όσοι προσπαθούσαν να διασωθούν από τις πόρτες και τα παράθυρα τυφεκίζονταν. Οι θηριώδεις κεμαλικοί και τσέτες, μετά το πέρας του αποτρόπαιου έργου τους, λεηλάτησαν όλα τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού, και άρπαξαν ό,τι βρήκαν μέσα σε αυτά, χρήματα, κοσμήματα, αξιόλογα έπιπλα και κατοικίδια ζώα. Μετά και τη λεηλασία, πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και έφυγαν, για να μην αφήσουν ίχνη από τα εγκλήματά τους 242. Ο Ιωάννης Διλμίτογλου, αυτόπτης μάρτυρας των σφαγών, που κατόρθωσε να διαφύγει στην Κωνσταντινούπολη, επιβεβαίωσε ότι παρόμοια εγκλήματα, με αυτό που διαπράχθηκε στο Μουαμλί, διαπράχθηκαν και στα χωριά Σουρμελί, Άκκονεϊ, Κιζίλγκιολ της Πάφρας και Ατά της Αμισού. Πρό των φρικαλεοτήτων της άγριας ταύτης σκηνής, πολλοί Τούρκοι στρατιώται ελιποθύμησαν, συνερχόμενοι ανεκαλούντο δια της βίας παρά των αξιωματικών των εις το καθήκον 243. Πολλοί στρατιώτες, άμαθοι από τα άγρια εγκλήματα, λιποθυμούσαν στη θέα των αποτρόπαιων πράξεων, με τα φοβερά αποτελέσματα. Οι αξιωματικοί τους, όμως, τους συνέφεραν και τους οδηγούσαν πάλι στο κεμαλικό καθήκον. Όφειλαν να γίνουν μια δολοφονική μηχανή, που σκότωνε για να επιβιώσει, στο όραμα του ηγέτη τους. Οι ορδές του Αρναβούτ Χουσεΐνμπεη και του Τηρήλογλου Μεχμέτ συνέχιζαν το καταστροφικό έργο τους για την ολοκληρωτική εξόντωση των ελληνικών 241 Γεωργιάδης, Σαμψούντα, 57-62. 242 Γαβριηλίδης, ό. π., 89-90. Μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου. 243 Βαλαβάνης, Ιστορία, 213, 214. Φωτιάδης, Γενοκτονία, 371. Γαβριηλίδης, ό. π., 96. 257
πληθυσμών της υπαίθρου στην Πάφρα. Οι Τούρκοι έφεραν στο χωριό μου Σουλούτερε και από άλλα μέρη της Πάφρας Έλληνες, που τους είχαν συλλάβει. Περίπου 700 άτομα τα σκότωσαν και τα έκαψαν με πετρέλαιο μέσα στην εκκλησία του χωριού μας, αλλά και σε μια άλλη, λίγο έξω από το χωριό μας, που τη λέγανε εκκλησία των Αράπογλου. Εμείς βρισκόμασταν στο Μαρτάρ και βλέπαμε τις μαύρες κάπνες και από τα δύο σημεία 244. Ένα αποτρόπαιο έγκλημα συνεχούς ροής βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο ανθρώπινος νούς αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος αυτών των εγκλημάτων, σε βάρος αθώων και ανυπεράσπιστων άμαχων και γυναικοπαίδων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πολλοί από αυτούς που, θεωρητικά, συλλαμβάνονταν για να εξοριστούν, καίγονταν μέσα σε εκκλησίες και σπίτια ή κατασφάζονταν μέσα στα δάση και στις ρεματιές. Έξω από την Πάφρα, πολλές γυναίκες φύτευαν καπνά. Σε κάποια στιγμή, βλέπουμε μέσα στον κάμπο ένα μαύρο σύννεφο να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, και αναρρωτηθήκαμε τι άραγε να συμβαίνει Ένα αγοράκι 10-12 χρόνων, που περνούσε από κοντά μας, μας είπε ότι μέσα στην εκκλησία του Εβρένουσαγι κάψανε οι Τούρκοι όλους τους κατοίκους του χωριού 245. Η βεβήλωση των ιερών και των οσίων είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε έκρυθμες περιόδους. Οι εγκλεισμοί χριστιανών εντός των εκκλησιών και η πυρπόλησή τους, μπορεί να αποδοθεί μόνο σε αρρωστημένες διάνοιες. Οι διώξεις και τα εγκλήματα αυτά μπορούν να συγκριθούν μόνο με τους Πρωτοχριστιανικούς διωγμούς, δεκαεπτά αιώνες αργότερα, και κάτω από το βλέμμα των χριστιανών Συμμάχων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εντόνως διαμαρτυρόταν για την κεμαλική βαραβαρότητα και κτηνωδία, και δικαίως ομιλούσε για νέφη μαρτύρων κατά το διωγμό αυτόν του εικοστού αιώνα. Οι κεμαλικές ορδές, συνεπικουρούμενες από κεμαλικούς και πρόσφυγες Αλβανούς τσέτες, επιτέθηκαν σε όλα τα χωριά της Πάφρας σκοτώνοντας και πυρπολώντας. Από τα ελληνικά χωριά Τομούζαγι, Κενικλί, Γιουρτί, Τάρπογαζ, Πενλήουστα, Τικεντζίκ και Τουάν Γιουβασί 550 κάτοικοι, 120 άνδρες και 430 γυναικόπαιδα, κατέφυγαν στο χωριό Σουρμελί, όπου υπήρχε τουρκικό στρατιωτικό φυλάκιο. Την 1 η Ιουνίου του 1921, ολόκληρο το χωριό πυρπολήθηκε χωρίς ούτε εν άτομον να σωθεί 246. Ό,τι ακριβώς είχε προγραμματίσει ο Μουσταφά Κεμάλ, με τους επιτελείς του, εφαρμοζόταν μέχρι κεραίας στην περιοχή της Πάφρας. Οι κεμαλικοί έκαψαν το ελληνικό χωριό Ελέζλου, μαζί με όλους τους κατοίκους που βρίσκονταν μέσα στα σπίτια τους. Μάθαμε ότι κάψανε το Ελέζλου μαζί με τους κατοίκους και πολλούς από άλλα μέρη της Πάφρας, που είχαν καταφύγει εκεί Οι Τούρκοι πιάσανε τα τρία ξαδέρφια μου και τους πήγαν στο Ελέζλου, που ακόμη κάπνιζε, και εκεί τους σκοτώσανε στο τάκα-τάκα, χωρίς καμία δικαιολογία 247. Ο ανθρώπινος πόνος για τους δικούς του ανθρώπους είναι τόσο μεγάλος, που αδυνατεί να συλλάβει το τραγικό μέγεθος του συνολικού πόνου. Ο αδύναμος ανθρώπινος νούς, προσδοκούσε από αυτούς που είχαν κατακάψει ένα ολόκληρο χωριό, και είχαν απανθρακώσει τους κατοίκους του, όπως και των γύρω περιοχών μέσα σε αυτό, να βρούν έστω και μια δικαιολογία για να τους σκοτώσουν. Αγνοούσε ότι ο θάνατος δια τυφεκισμού ήταν λύτρωση, μπροστά στο θάνατο από ασφυξία ή πυρπόληση. Άλλα χωριά ήταν πιο τυχερά. Οι ορδές εισήλθαν στα χωριά, λεηλάτησαν, σκότωσαν, έκαψαν τα χωριά και όσα γυναικόπαιδα κατάφεραν να αποφύγουν το 244 Μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου. 245 Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής, η οποία κατάγεται από το χωριό Τουάν Γιουβασί της Πάφρας και Γεωργίου Ηρ. 246 Γαβριηλίδης, ό. π., 91. 247 Μαρτυρία Γεωργίου Ηρ. 258
θάνατο, από τον όλεθρο που επακολούθησε, τα εξόριζαν στα βάθη της Ανατολής, μέχρι το Χαρπούτ και το Ντιγιαρπεκήρ 248. Οι Έλληνες, που κατάφερναν να διασωθούν από τους κεμαλικές ορδές, γιατί οι περισσότεροι σκοτώνονταν κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, κατέφευγαν στα πυκνά και δύσβατα δάση, ενώ λίγοι από αυτούς τολμούσαν και κατέβαιναν στην Πάφρα. Οι προύχοντες της Πάφρας, από νωρίς, είχαν δωροδοκήσει γενναία το διοικητή της Τζεμήλμπεη, ο οποίος τους είχε διαβεβαιώσει: επί λόγω τιμής, ότι η Πάφρα δε διατρέχει κίνδυνο 249. Λίγο αργότερα, ο κεμαλικός κυβερνητικός αξιωματούχος θα διαψεύδονταν κατά το χειρότερο τρόπο. Ο πρώτος του στόχος, του πλουτισμού, είχε επιτευχθεί. Αμέσως μετά θα επιτυγχανόταν και ο δεύτερος, που ήταν η εξόντωση των Ελλήνων κατοίκων της. Μέσα στην Πάφρα, προληπτικά, πριν από τους άγριους διωγμούς, είχαν καταφύγει και λίγοι χωρικοί ή είχαν στείλει τα παιδιά τους κοντά σε συγγενείς τους, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Σαράντα μέρες μαζεύανε όλους τους άνδρες και τους συγκέντρωναν στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, μέσα στην Πάφρα. Εκεί κοντά καθόμουν και εγώ, φιλοξενούμενη από τη θεία μου Επειδή ήμασταν κοντά στην εκκλησία, βλέπαμε από διάφορες τρύπες του σπιτιού αυτούς που είχαν μέσα, όπως και αυτούς που τους είχαν στο σχολείο της Πάφρας, τα Εκπαιδευτήρια όπως λέγανε. Για σαράντα μέρες παίρνανε από λίγους και τους σκοτώνανε Από τους συγκεντρωμένους μέσα στο σχολείο δεν επέζησε κανείς. Οι Τούρκοι τους παίρνανε κατά ομάδες, τα βράδια, και τους εκτελούσαν 250. Σε όλη τη διάρκεια τόσο των νεοτουρκικών, όσο και των κεμαλικών διωγμών ήταν διαφορετική η τύχη των χωριών και των οικισμών, από τις παράλιες πόλεις. Διπλός ήταν ο σκοπός αυτού του είδους των διώξεων. Στην Αμισό υπήρχαν προξενεία όλων των δυτικών κρατών, και στα παράλια περιπολούσαν, περιοδικά, συμμαχικά και ελληνικά καράβια. Σε πρώτη φάση, δε θέλανε οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί να ξεσηκώσουν τις διαμαρτυρίες των Συμμάχων για τις άγριες σφαγές ή εξορίες. Για την ύπαιθρο, συχνά δεν υπήρχε πληροφόρηση για τα άγρια και αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράττονταν, αφού φρόντιζαν με την ολοκληρωτική πυρπόληση, πτωμάτων και οικιών, να σβήσουν ή να αποσιωπήσουν τα εγκλήματά τους. Πολλοί από τους διασωθέντες κατέρχονταν στις πόλεις, όπου εύκολα γνώριζαν οι αρχές πόσοι ήταν, ποιοί ήταν και που διέμεναν. Σε δεδομένη στιγμή, εύκολα μπορούσαν να τους συλλάβουν και να τους εξορίσουν. Για τους άνδρες δεν υπήρχε κανένα έλεος, άσχετα αν ήταν άοπλοι ή ανήμποροι. Ο τυφεκισμός ή η σφαγή τους περίμενε όλους. Αυτό το έγκλημα το επιτελούσαν οι φανατικοί κεμαλικοί και οι αιμοβόροι Αλβανοί πρόσφυγες της Πάφρας. Από λίγα τυχαία περιστατικά ανθρώπων, που κατάφεραν να επιβιώσουν, αντλήθηκαν οι πληροφορίες για την τραγική τύχη των Ελλήνων της Πάφρας. Οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί φρόντιζαν να μην αφήσουν ίχνος Ελληνισμού στην περιοχή, και ίχνη από τα αποτρόπαια εγκλήματα και ολοκαυτώματα που διέπρατταν. Ούτε, όμως, και αυτά τα εν κρυπτώ εγκλήματα των ανδρών αρκούσαν για να καλύψουν τις διψασμένες για αίμα ψυχές των κεμαλικών. Ένα κοριτσάκι 12-13 ετών έτρεχε ολομόναχο, και ζητώντας τους γονείς του έφτασε μπροστά στο σχολείο Οι 248 Μαρτυρίες Κοτσέρογλου Δημ., Παρασκευαΐδη Αβ., Κυριακίδου Κυρ., Φιλιππίδη Παντ., Ζυρίνογλου Γεσθ., Γεωργίου Ηρ., Καρασαββίδη Στ. και Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. Kocaoğlu, Samsun, 110-114. Όλο αυτό το απάνθρωπο και βάρβαρο ολοκαύτωμα που συντελούνταν, εν ροή, στην περιοχή της Πάφρας, αποσιωπάται συστηματικά από τους Τούρκους. Τα λίγα γυναικόπαιδα που κατάφερναν να ξεφύγουν από τον όλεθρο, και τα εξόριζαν στα βάθη της Ανατολής για να πεθάνουν από την πείνα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες, το αναφέρουν σήκωμα και άδειασμα των χωριών. Σε 27 χωριά ο Nurettin σχεδίασε την εγκατάσταση Τούρκων χωρικών. 249 Βαλαβάνης, Ιστορία, 214. 250 Ό. π., 218. 259
Τούρκοι φρουροί άρχισαν να γελούν και να πειράζουν την κοπελίτσα.. Βλέπαμε με τα μάτια μας και δεν το πιστεύαμε Ένας φρουρός την έπιασε από το χέρι και την έριξε στο χώμα. Έπεσε πάνω της και τη βίαζε. Επειδή αντιστεκόταν, ένας άλλος την κρατούσε, και ο φρουρός τη βίαζε. Ακολούθησε ο δεύτερος φρουρός, μέχρι και ο πέμπτος. Το κοριτσάκι φώναζε και ζητούσε βοήθεια, μέχρι που σε κάποια στιγμή έπαυσε να κινήται, γιατί είχε πεθάνει από αιμοραγία Όταν συνέχιζαν το όργιό τους, κάθε Τούρκος στρατιώτης κρατούσε στα χέρια λυμένο το παντελόνι του και περίμενε τη σειρά του. Όταν πέθανε, γελούσαν και πέταξαν το πτώμα της για να περάσει το κάρο να το πάρει Ένας Τούρκος πολίτης πήρε το πτώμα της κοπέλας και έφυγε, προφανώς, για να το θάψει. Αργότερα, μάθαμε ότι είχε τρέξει προς τα εκεί για να βρεί το κορίτσι και να μην το αφήσει να πάει στο σχολείο, γιατί ήξερε τι θα συνέβαινε, αλλά δεν πρόφτασε Όπως μάθαμε αργότερα, οι γονείς της κοπέλας είχαν εκτελεστεί Όλα αυτά συνέβαιναν Μάιο με Ιούνιο του 1921 251. Ωχριά ο ανθρώπινος νούς μπροστά στην προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ενός μικρού κοριτσιού, ενός παιδιού. Καταρρακώνεται κάθε έννοια αξιοπρέπειας και ηθικής. Η κεμαλική εθνοκάθαρση δε γνώρισε όρια, και από το πρόγραμμά της αυτό δεν εξαιρέθηκαν ούτε τα μικρά παιδιά και κοριτσάκια, που γνώρισαν ταυτόχρονα τους αλλεπάλληλους βιασμούς και το θάνατο. Σε αντίθεση, δεν έλλειψαν και πράξεις αλτρουισμού, από μεμονομένους μουσουλμάνους, που δεν ενστερνίζονταν την κεμαλική κτηνωδία και την ωμή κεμαλική πραγματικότητα. Τις πρώτες ημέρες του 1921, είχαν πέσει τα προσωπεία και τα προσχήματα για την εξόντωση των Παφραίων. Οι κεμαλικοί, αφού περικύκλωσαν την Πάφρα, ερευνούσαν τα σπίτια και αναζητούσαν τους άνδρες. Ερκεκλερινίζ νέρτε-πού είναι οι άνδρες σας; Γνώριζαν ότι στο σπίτι υπήρχαν τρείς άνδρες. Η μάνα μου τους είπε ότι πήγαν στις δουλειές τους για νυχτερινή εργασία και όπου να είναι θα έρθουν. Κάνανε άνω-κάτω το σπίτι, αλλά δε βρήκανε τίποτε και φύγανε. Βρήκαν κάτι μπότες μόνο του Αναστάση, τις πήρανε και φύγανε 252. Οι άνδρες έπρεπε να εκλείψουν πρώτοι. Οι οικογένειες έπρεπε να μείνουν ακέφαλες, για να μην μπορούν να αντισταθούν. Τα γυναικόπαιδα, σε δεύτερη φάση, θα ήταν για τους κεμαλικούς τυπική διαδικασία. Το πλιάτσικο ήταν αυτονόητη υπόθεση. Ο γενναία δωροδοκηθείς διοικητής Τζεμήλμπεης 253 είχε αρχίσει να υλοποιεί το δεύτερο σχέδιό του, που απέβλεπε στη φυσική εξόντωση των Ελλήνων της Πάφρας, και όλων όσων είχαν καταφύγει εκεί από την Ανακωχή. Αυτό ήταν το σχέδιο του Μουσταφά Κεμάλ, αλλά και το δέλεαρ προς τους πρώτους τοπικούς συνεργάτες του, που τον ακολούθησαν από την πρώτη στιγμή. Οι Έλληνες της Πάφρας και της Αμισού ήταν οι πιο πλούσιοι των περιοχών τους, λόγω της ενασχόλησής τους με το εμπόριο καπνού και τις επιστήμες. Οι τεράστιες περιουσίες άλλαζαν χέρια μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, στα πλαίσια του κεμαλικού οράματος. Μια νύχτα, μετέφεραν στην Πάφρα σαρανταοκτώ άνδρες από το χωριό Άκτεκε. Τους κρεμάσανε όλους μπροστά στο σχολείο. Το πρωί βλέπαμε τα πτώματα που κρέμονταν 254. Η κεμαλική τρομοκρατία εκφραζόταν με δραματικά ποικίλους τρόπους. Στις 5/18 Ιουνίου του 1921, ημέρα Σάββατο, 570 άνδρες της Πάφρας, από τους ήδη φυλακισθέντες, εξορίστηκαν με τη συνοδεία τσετών του Τοπάλ Οσμάν. Σε απόσταση τριών ωρών από την Πάφρα, στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους στο 251 Ό. π. 252 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης και Γεωργίου Ηρ. 253 Ο Αντώνιος Γαβριηλίδης τον αναφέρει ως Τζεμάλ. 254 Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής. 260
Κιοβτσέσου, τους λήστεψαν και τους κατέσφαξαν όλους. Από τη σφαγή κατάφεραν να γλιτώσουν μόνον ο Ταχτατσόγλου Ιωάννης και ο Εφραίμογλου Λάζαρος, οι οποίοι κατέφυγαν στα βουνά 255. Στις 8/21 Ιουνίου του 1921, συνελήφθησαν 520 άνδρες κάθε ηλικίας, και οδηγήθηκαν στο ελληνικό χωριό Σελαμελίκ, με τη συνοδεία πολλών χωροφυλάκων και χωρικών, υβριζόμενοι και προπηλακιζόμενοι. Τους Παφραίους αυτούς, αφού τους λήστεψαν, τους έσφαξαν, τους τυφέκισαν και τους κατέκαυσαν μέσα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, χωρίς κανείς τους να μπορέσει να διαφύγει το θάνατο 256. Στις 11/24 Ιουνίου του 1921, άλλοι 670 άνδρες οδηγήθηκαν στην εξορία, με ύβρεις, μαστιγώσεις και κοντακισμούς, από τους συνοδούς χωροφύλακες. Στο χωριό Σουλούτερε, από αυτούς, άλλους τους κατέσφαξαν και τους άφησαν γυμνούς μέσα στο δρόμο, ενώ τους περισσοτέρους, περίπου 535 άνδρες, τους ενέκλεισαν στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πάνοπλοι Τούρκοι από τα γύρω χωριά, υπό τις οδηγίες των προκρίτων τους Νεβριζήν Μεχμέτ και Τηραλή Ζαδέ Μεχμέτ, περικύκλωσαν την εκκλησία, λήστεψαν τους εξόριστους και τους αφαίρεσαν όλα τα ρούχα. Αμέσως μετά, έβγαλαν από την εκκλησία τους επτά ιερείς και τους κατέσφαξαν πριν από την είσοδό της. Προηγουμένως, μέσα στη εκκλησία, ο έξαρχος παπα-ιωάννης, προβλέποντας τι θα επακολουθούσε, με λυγμούς εξεφώνησε τον επικήδειο λόγο και ετέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία των ετοιμοθάνατων. Μετά τη σφαγή των ιερέων, οι στρατιώτες και οι τσέτες αναρριχήθηκαν στους τοίχους της, από παλαιότερα πυρπολημένης, εκκλησίας και πυροβολούσαν τους δεμένους έγκλειστους Έλληνες. Στη συνέχεια, άρχισαν να τους λογχίζουν και να τους κατακρεουργούν με τσεκούρια. Ο Νικόλαος Ιορδάνογλου προσέφερε τις 3.000 χρυσές λίρες που του είχαν απομείνει, τις οποίες από τύχη δεν είχαν εντοπίσει οι τσέτες, για να τον θανατώσουν δια τυφεκισμού 257. Οι κεμαλικοί, στο χωριό Τομούζαλαν περίπου 500 γυναικόπαιδα τα ενέκλεισαν στο σχολείο και στην οικία του Αποστόλου και τα πυρπόλησαν εν ζωή. Στο χωριό Τσαντούρ, στη οικία του Βασιλείου, κατέκαυσαν 300 γυναικόπαιδα. Στο Καβακλόγλου Τεπέ, στις οικίες των Αθανασίου και Ιωάννη κατέκαυσαν περίπου 500 γυναικόπαιδα. Στο Τικεντσίκ, στην οικία του ιερέως κατέκαυσαν περίπου 300 γυναικόπαιδα. Στο Καράτικεν, στην οικία του Ησαΐα κατέκαυσαν περίπου 250 γυναικόπαιδα. Στο Ιρένγκολι Ντερεσί, μετά την κεμαλική αμνηστία, μέχρι τις 25 Μαΐου 1922, βρίσκονταν τα 400 πτώματα ανδρών που είχαν παραδοθεί στον Φετχή 258. Μεταξύ 12/25 και 15/28 Ιουνίου του 1921, οι κεμαλικοί συνέλαβαν τους γέροντες Κυριάκο Κοτσαπαράσογλου και Κυριάκο Οξούζογλου, τους οποίους κατέσφαξαν πάνω στη γέφυρα του ποταμού Άλυ. Αιτία της σφαγής τους ήταν η μη παράδοση των υιών τους Ελευθερίου και Θεοδώρου Κοτσαπαράσογλου, Πλάτωνα Οξούζογλου και, του γαμβρού του Κυριάκου Οξούζογλου, Αναστασίου Ε. Αρζόγλου 259. Στις 16 Ιουνίου 1921, οι κεμαλικές αρχές συνέλαβαν περίπου 500 προκρίτους της Πάφρας και του υποχρέωσαν να τους καταβάλουν από 150 έως 2.000 τουρκικές 255 Γαβριηλίδης, Πόντος, 91, 92. Βαλαβάνης, Ιστορία, 214. Μαρτυρίες Παρασκευαΐδου Σοφίας, Γεωργίου Ηρ., Τσοπανίδη Παναγιώτη και Γεωργιάδου Στυλιανής. 256 Ό. π., 92. Μαρτυρίες Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, Γεωργιάδου Στυλιανής, Γεωργίου Ηρ. και Παρασκευαΐδη Αβερκίου, των οποίων τους πατέρες έκαψαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. 257 Ό. π. Ψαθάς, Πόντος, 345. Μαρτυρίες Γεωργιάδου Στυλιανής, Γεωργίου Ηρ. και Παρασκευαΐδου Σοφίας. 258 Α.Υ.Ε., Κ.Υ., 1922, Α/5VI(13), Κωνσταντινούπολη 25.5.1922. Α.Υ.Ε., Κ.Υ., 1922, Β/59 α.α.κ., 13.6.1923. 259 Ό. π., 93. 261
λίρες, για να σώσουν τη ζωή τους. Στη συνέχεια, τους οδήγησαν έξω από την πόλη και τους κατέσφαξαν. Οι κεμαλικοί σκότωσαν 2.000 κατοίκους εντός οκτώ ημερών, ενώ πέθαναν από την ασιτία 700 παιδιά 260. Στη συνέχεια, οι κεμαλικοί, με εντολή του καϊμακάμη Σαμλή Κιόρτζεμηλ, του πρώην προέδρου των Ποινικών Δικαστηρίων Χασάν Κουτρέτμπεη και των Τσακίρογλου Ραχμή, Κιόρ Γιουσούφογλου και Χατζή Ομέρ συνέλαβαν με προδοσία τον τραπεζίτη Δημοσθένη Διλμίτογλου και τον ανεψιό του Αβραάμ Γ. Μαυρίδη. Ο τραπεζίτης κατάλαβε το σκοπό τους, και ενώ τους οδηγούσαν στη γέφυρα του ποταμού Άλυ, τους πρότεινε φιλοδώρημα 20.000 λιρών, την παραχώρηση της τριώροφης νεόδμητης οικοδομής του στη Διοίκηση της Πάφρας, καθώς και ολόκληρη την πατρική περιουσία του, με μόνο αντάλλαγμα να τους χαρίσουν τη ζωή. Απέρριψαν με χλευασμόν την πρότασιν ταύτην, παρατηρήσαντες ότι ολόκληρος η κινητή τε και ακίνητος περιουσία του ανήκει φυσικά σε αυτούς 261. Οι κεμαλικοί εκτελούσαν το αριστουργηματικά οργανωμένο σχέδιό τους για την εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου, την καταλήστευση των περιουσιών τους, καθώς και την οικειοποίηση των ακινήτων τους. Γι αυτόν το λόγο, δεν απεδέχθησαν την πρόταση, και τους κατέσφαξαν στη γέφυρα του Άλυ. Τα νερά του Άλυ δε θα άφηναν ίχνη των εγκλημάτων τους. Ο δικηγόρος της Πάφρας Σεβκέ Ζαδέ Σαλήχ, φίλος και γείτονας των ονομαστών οικογενειών της Πάφρας Κοτσαπαράσογλου και Δεδεπάλογλου, προθυμοποιήθηκε να προστατεύσει και να υπερασπιστεί όλα τα μέλη των οικογενειών, που δεν είχαν σφαγεί, λέγοντάς τους ότι πολύ σύντομα θα αρχίσει η εξορία και η εξόντωση των γυναικοπαίδων. Οι δυστυχείς γυναίκες πείσθηκαν από τα λεγόμενά του, και δέχτηκαν να μετακομίσουν στην οικία του, με όλα τα χρήματα, σε χρυσές λίρες και χαρτονομίσματα, τα αδαμάντινα κοσμήματα, ωρολόγια και δαχτυλίδια. Συγκεκριμένα μετακινήθηκαν οι εξής: Μαρίκα Κοτσαπαράσογλου, η μητέρα της Δέσποινα Δεδεπάλογλου, ο γιός της Κυριάκος Ε. Κοτσαπαράσογλου, η θυγατέρα της Κυριακή Ε. Κοτσαπαράσογλου, η Σουλτάνα Θεοδώρου Κοτσαπαράσογλου, ο Γεώργιος Θ. Κοτσαπαράσογλου, η Σαββατώ Β. Κοτσαπαράσογλου, η Μαρία Β. Κοτσαπαράσογλου, η Παρασκευή Κ. Κοτσαπαράσογλου και η Καλλιόπη Κοτσαπαράσογλου, ένα σύνολο ένδεκα ατόμων. Μετά από λίγες ημέρες, ο δικηγόρος Σαλήχ αποχώρησε, δήθεν για δουλειές στην Αμισό, και τις παρέδωσε για προστασία στον αδελφό του Μασχάρ. Λίγο αργότερα, ο Μασχάρ προφασίστηκε ότι οι κεμαλικοί τους υποπτεύθηκαν ότι έκρυβαν χριστιανούς, και τους έπεισε να τον ακολουθήσουν στην εξοχική κατοικία του, λίγο έξω από την Πάφρα. Τα μεσάνυχτα, ο Μασχάρ μπήκε μαζί με άλλους στο μουσαφίρ οντασί-δωμάτιο των φιλοξενουμένων, και τους εξανάγκασε να τους ακολουθήσουν. Μισή ώρα αργότερα, οι κεμαλικοί αφαίρεσαν από τις γυναίκες, τα αγόρια και τα κορίτσια ό,τι πολύτιμο είχαν, από τα ενδύματα και από αυτά ακόμη τα εσώρουχά τους, τους τυφέκισαν και τους κατέσφαξαν. Μέσα στο δωμάτιο βρίσκονταν μόνο τα επτά από τα ένδεκα άτομα. Η Σουλτάνα Κοτσαπαράσογλου, με τα δύο παιδιά της Γεώργιο, Ευδόκιμο και την ανεψιά της Καλλιόπη, κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο. Η Σουλτάνα, όταν κατάλαβε τι ακριβώς συνέβη, μετά τους πυροβολισμούς που ακούστηκαν, εισήλθε στο δωμάτιο της μάνας του δολοφόνου Μασχάρ και την εκλιπάρησε να τους σώσει. Πράγματι, όταν λίγο αργότερα επέστρεψαν οι δολοφόνοι για να τους παραλάβουν, η μητέρα του Μασχάρ δεν τους επέτρεψε να εισέλθουν στο δωμάτιό της. Το ξημέρωμα, η Σουλτάνα κατέφυγε στην Πάφρα, όπου κατήγγειλε το έγκλημα. Ο εισαγγελέας της Πάφρας, με τη συνοδεία χωροφυλάκων, μετέβη στην 260 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI(5), αρ. εμπ. πρωτ. 9604, Κωνσταντινούπολη 21 Αυγούστου 1921. 261 Γαβριηλίδης, Πόντος, 94-95. 262
τοποθεσία που τους υπέδειξε, όπου βρήκαν πέντε πτώματα σε αδαμιαία κατάσταση. Απουσίαζαν μόνο τα πτώματα των δύο μικρών παιδιών, των οποίων η τύχη παρέμεινε άγνωστη. Από τους δολοφόνους, συνελήφθησαν μόνο ο Μασχάρ και ο Καράαχμετ Ζαδέ Σαχάπ, που φυλακίστηκαν για λίγες μέρες, και στη συνέχεια αποφυλακίστηκαν 262. Στις 17/30 Ιουνίου του 1921, εξορίστηκαν 33 νέοι της Πάφρας, οι οποίοι είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τις τρείς προηγούμενες αποστολές. Από τους εξόριστους, τέσσερις νέοι κατάφεραν να διαφύγουν και να καταφύγουν στα βουνά. Οι 29 νέοι έφθασαν στη Μαλάτια, μετά από μακρά και επίπονη πορεία. Εκεί συναντήθηκαν με τους εξόριστους της Αμισού. Η τέταρτη αυτή αποστολή είχε καταφέρει να ξεφύγει από το θάνατο, διότι στις 12/25 Ιουνίου είχε δοθεί εντολή από την Άγκυρα να παύσουν οι σφαγές των ανδρών, και να περιοριστούν μόνο σε εξορίες 263. Μετά την ομαδική πυρπόληση των ελληνικών χωριών της Πάφρας, αλλά και τη μαζική πυρπόληση των κατοίκων στις εκκλησίες και στα σπίτια, πολλοί γέροντες και γυναικόπαιδα κατέφυγαν στην Πάφρα. Επίσης, όσα γυναικόπαιδα συλλαμβάνονταν στα χωριά, εξορίζονταν στα βάθη της Ανατολής. Η περίπτωση αυτή αφορούσε γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στο βουνό, τα οποία κατέβαιναν στα χωριά τους για να προμηθευτούν τρόφιμα ή να προστατευτούν από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Οι μήνες Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος ήταν οι κατ εξοχήν μήνες, κατά τους οποίους εξορίστηκαν τα γυναικόπαιδα των χωριών της Πάφρας, μετά από βιασμούς και το μαρτυρικό τέλος πολλών κοριτσιών και γυναικών, που τις έκαψαν ζωντανές μέσα σε εκκλησίες, σε σπίτια και αχυρώνες. Πολλούς ιερείς, δασκάλους και παιδιά τους σκότωσαν κατά τις επιχειρήσεις αυτές. Η πορεία των εξόριστων έφτανε μέχρι το Χιζάν και τη Συρία 264. Οι Οθωμανοί κάτοικοι της Πάφρας γνώριζαν όλα όσα είχαν σχεδιάσει οι κεμαλικοί. Κάποιοι από αυτούς, φίλοι των Ελλήνων, που προστάτευαν γυναικόπαιδα ή έκρυβαν αντάρτες, προσπαθούσαν να τους σώσουν. Ο Ρετζέπ μας είπε ότι ήρθε μεγάλη δύναμη από τη Σαμψούντα, ο στρατός θα κάνει έφοδο σε όλα τα σπίτια της Πάφρας, τους άνδρες θα τους σκοτώσουν και τα γυναικόπαιδα θα τα πάνε εξορία 265. Οι κεμαλικοί είχαν οργανώσει την εθνοκάθαρση των Ελλήνων, αυτό το γνώριζε και ο τελευταίος Οθωμανός, αλλά κάποιοι από αυτούς που δεν αποδέχονταν τα κεμαλικά οράματα, και είχαν γνωρίσει από κοντά τους Έλληνες της Πάφρας, προστάτευαν τους φίλους τους με κάθε μέσο. Ήταν γι αυτούς ζήτημα αξιοπρέπειας να γνωρίζουν οι φίλοι τους τι τους επιφύλασσε ο Κεμαλισμός. Η κατάσταση στην Πάφρα είχε εκτραχυνθεί. Οι άνδρες δολοφονούνταν εν ψυχρώ τα βράδια, και στη συνέχεια ακολούθησε η εξορία όλων όσων είχαν απομείνει, με τις γνωστές συνέπειες. Η εξορία ήταν ταυτισμένη με το λευκό θάνατο. Το βουνό ήταν η καλύτερη λύση. Ήταν, όμως, δύσκολο να διαφύγουν το βράδυ από την Πάφρα, που φυλάσσονταν συστηματικά από το στρατό. Δεν έπρεπε να διαφύγει κανείς από τον κλοιό του θανάτου. Παρ όλα αυτά, υπήρχε ελπίδα με τη βοήθεια των μουσουλμάνων φίλων. Συγχρόνως του δίνει μια κάμα (δίκοπο μεγάλο μαχαίρι) και του λέει ότι θέλω να κόψεις με αυτό έξη τουρκικά κεφάλια, και να μου το υποσχεθείς αυτό, γιατί διαφορετικά θα σε καταρασθώ. Μισούσε πάρα πολύ τους Τούρκους, αν και 262 Μαρτυρία της Σουλτάνας Θεοδώρου Κοτσαπαράσογλου, από το βιβλίο Γαβριηλίδης, Πόντος, 96-99. 263 Ό. π., 100. 264 Μαρτυρίες Παρασκευαΐδου Σοφίας, Παρασκευαΐδη Αβ., Παρασκευόπουλου Γ., Τσοπανίδη Παναγιώτη, Τσοπάνογλου Ν., Κοτσέρογλου Δημ., Ζυρίνογλου Γεσθ., Ποιμενίδου Κυριακής, Κυριακίδου Κυριακής και Γεωργιάδου Στυλιανής. 265 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης. 263
ήταν και αυτός Τούρκος 266. Τα πραγματικά γεγονότα ξεπερνάνε πολλές φορές και τη φαντασία. Το μίσος των αντικεμαλικών ήταν πολύ μεγάλο και σε πολλές περιπτώσεις εκτός ορίων. Τα φυλάκια και οι σκοπιές είχαν ευαίσθητα σημεία την αλλαγή φρουράς, τη νηστεία του Ραμαζανιού, αλλά και άλλες περιπτώσεις. Η γνώση αυτή απέβαινε σωτήρια για τους διωκόμενους Έλληνες της Πάφρας, με τη συμμετοχή των μουσουλμάνων φίλων τους. Ωστόσο, όσοι σώθηκαν με αυτόν τον τρόπο και κατέφυγαν στο βουνό ήταν οι εξαιρέσεις. Η Πάφρα είχε περικυκλωθεί από 5.000 κεμαλικούς στρατιώτες, οι οποίοι ερευνούσαν και συνελάμβαναν τα γυναικόπαιδα. Τα συνεκέντρωναν στο σχολείο, όπως είχαν κάνει προηγουμένως με τους άνδρες. Επισήμως, τους ανακοίνωναν ότι οι γυναίκες και τα παιδιά δε θα θανατωθούν, αλλά θα εκτοπιστούν. Τον πραγματικό σκοπό τους, την αλήθεια, τη γνώριζαν όλοι οι μη χριστιανοί. Πάλι δεν έλλειψαν οι φίλοι των Ελλήνων. Τούρκος από την Πάφρα εκμυστηρεύτεηκε σε γνωστή μου, ότι όλες θα μας σκοτώσουν καθ οδόν, και γι αυτό της είπε όταν θα περνούνε από τη γέφυρα του ποταμού Άλυ να ριχτούν από τη γέφυρα, και όσες σωθούν θα είναι θέμα τύχης. Έτσι και αλλιώς θα σας σκοτώσουν και δε θα γλιτώσει καμιά σας 267. Ο ανθρώπινος νούς στέκεται αμήχανος μπροστά στα μαρτύρια και στα βάσανα, που μπορούσε να εφεύρει η αρρωστημένη κεμαλική φαντασία. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας από πουθενά. Οι Έλληνες του Πόντου οδηγούνταν στην κεμαλική φυσική εξόντωση, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Οδηγούνταν ως πρόβατα επί σφαγήν. Στις 3/16 Σεπτεμβρίου του 1921, σε δύο αποστολές θανάτου εξορίστηκαν 3.970 γυναικόπαιδα και γέροντες, μαζί με 150 παιδιά από το αμερικανικό ορφανοτροφείο της Πάφρας. Μετά από πορεία εβδομήντα ημερών, από τους εξόριστους έφτασαν στη Μαλάτεια μόνο 1270 από το σύνολο των 4.120 ατόμων. Η πείνα, το ψύχος, οι κακουχίες και η εξάντληση, ο ορισμός του λευκού θανάτου, είχαν επιτελέσει το στόχο του Κεμαλισμού. Περισσότεροι από τα 2/3 είχαν αποβιώσει καθ οδόν. Στη Σεβάστεια γνώρισαν τη λύτρωση μόνο 20 μικρά παιδιά, τα οποία παρέλαβαν οι Αμερικανοί στο ορφανοτροφείο. Η τύχη των εξόριστων και στη Μαλάτια δεν ήταν καλύτερη, γιατί πολλοί οδηγήθηκαν στο θάνατο, εξαιτίας του εξανθηματικού τύφου και των κακουχιών 268. Τον Οκτώβριο, στη Σεβάστεια, η κυρία Allen της Αμερικανικής Επιτροπής Βοηθείας ρώτησε μία μητέρα από την Πάφρα με ποιόν τρόπο κατάφερε να σώσει τα δύο παιδιά της, κατά τη διέλευσή τους μέσα από τα χιονισμένα βουνά. Τα ανάγκαζα να βαδίζουν σε όλον το δρόμο, γιατί έβλεπα ότι τα παιδιά που τα κουβαλούσαν στην πλάτη, πέθαιναν όλα από το κρύο 269.Είναι απορίας άξιο, πώς, μέσα στο γενικό χαλασμό και τις καθημερινές μικρές τραγωδίες, κάποιες μάνες κατάφερναν να λειτουργούν με μοναδικό τρόπο, και να εξασφαλίζουν όχι μόνο τη δική τους επιβίωση, αλλά και των μικρών παιδιών τους. Η τύχη των τριών πρώτων αποστολών εξορίας των ανδρών έγινε γνωστή στην Πάφρα, με συνέπεια ολόκληρη η πόλη να πενθεί τους οικογενειάρχες της. Οι γυναίκες και τα παιδιά κρύφτηκαν στα υπόγεια των οικειών τους, και όπου αλλού μπορούσαν, για να προφυλαχτούν και να κλάψουν τους νεκρούς τους. Η διοίκηση της Πάφρας διέδωσε ότι είχε έλθει διαταγή από την Άγκυρα για τον τερματισμό των απελάσεων και ότι, οι χριστιανοί κάτοικοι μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους, και να ασχολούνται με τις εργασίες τους. Λίγες ημέρες αργότερα, ο διοικητής της Πάφρας Σαμλή Κιόρ Τζεμήλ, ο αρχηγός της χωροφυλακής Κιαμήλ, 266 Ό. π. 267 Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής. 268 Γαβριηλίδης, Πόντος, 100-101. 269 Α.Υ.Ε., Κ.Υ., Φ.1923, α.α.κ., Αναφορά της Αμερικανικής Επιτροπής Βοηθείας. 264
χωροφύλακες, στρατιώτες, πλούσιοι και φτωχοί πολίτες, έμποροι, χαμάληδες και καταστηματάρχες άρχισαν να λεηλατούν τις οικίες των Ελλήνων, και να αρπάζουν κάθε είδους έπιπλα, κλινοσκεπάσματα, τάπητες, προίκες και μαγειρικά σκεύη. Ο θρήνος και ο οδυρμός δε συγκινούσε τον άθλιο συρφετό, ο οποίος, με εντολές των αρχηγών του, πετούσε στους δρόμους άρρωστους γέροντες και γριές, έδερνε και μαστίγωνε γυναίκες, γέροντες και παιδιά. Μετά το πέρας της λεηλασίας και των αρπαγών, συνέλαβε 2.300 γυναικόπαιδα, μεταξύ των οποίων και τους ιατρούς Μισαήλ Συμεωνίδη και Αλέξανδρο Ααρών. Οι ιατροί αυτοί, εναλλάξ, διατελούσαν δημαρχιακοί ιατροί, και που κατά την περίοδο του Πανευρωπαϊκού Πολέμου υπηρέτησαν ως στρατιωτικοί ιατροί, αμισθί. Στις 8/21 Σεπτεμβρίου του 1921, τους εξόρισαν όλους. Στο βουνό Τουρτμένταγι, σε απόσταση δεκάωρης πεζοπορίας, τους λήστεψαν, με τον επικεφαλής της συνοδείας Αλή Όνπαση, τους χωροφύλακες, τους Τουρκαλβανούς, Τουρκολαζούς και Κιουρτσίδες (μουσουλμάνοι Γεωργιανοί) τσέτες. Μετά από πορεία 69 ημερών, έφτασαν στη Μαλάτια μόλις οι 800 από τους 2.300 εξόριστους. Οι δύο ιατροί Μισαήλ Συμεωνίδης και Αλέξανδρος Ααρών είχαν αποβιώσει καθ οδόν. Οι επιβιώσαντες απεστάλησαν μέχρι το Ντιγιαρμπεκήρ, όπου οι περισσότεροι απέθαναν από τις επιδημίες 270. Στις 11/24 Σεπτεμβρίου του 1921, συνελήφθησαν, με βάρβαρο τρόπο, 1900 γυναικόπαιδα και 75 γέροντες, που εξορίστηκαν. Από αυτούς οι 310 πάγωσαν από το ψύχος, μεταξύ του Τελικλίτας και Καγκάλ, και οι 790 πέθαναν από την εξάντληση και τις επιδημίες. Οι 800 που επιβίωσαν έφθασαν μετά από πορεία 70 ημερών στο Χεκίμχαν, στη Μαλάτια και στο Χαρπούτ 271. Τρείς ημέρες μετά την αναχώρηση της όγδοης αποστολής, στίφη ντόπιων κεμαλικών, Τουρκαλβανοί πρόσφυγες, Τουρκολαζοί και Κιουρτσίδες, με επικεφαλής το διοικητή Σαμλή Κιόρ Τζεμήλ, τον αρχηγό της χωροφυλακής και πολλούς χωροφύλακες συνέλαβαν τους εναπομείναντες χριστιανούς, και τους οδήγησαν στην αυλή του σχολείου. Όλος αυτός ο συρφετός απαιτούσε με επιμονή την παράδοση όλων των χριστιανών. Στη συνέχεια, οι κεμαλικοί λεηλάτησαν όλα τα χριστιανικά σπίτια, από ό,τι είχε απομείνει σε αυτά. Τα τελευταία 933 γυναικόπαιδα και οι 69 μόνο γέροντες εξορίστηκαν στις 14/27 Σεπτεμβρίου του 1921. Μετά από επίπονη πορεία 66 ημερών, έφτασαν στη Μαλάτια αποδεκατισμένοι. Οι περισσότεροι από τους επιβιώσαντες οδηγήθηκαν στα ενδότερα της Ανατολής, όπου πέθαναν από την εξάντληση, τις κακουχίες και τις επιδημικές νόσους 272. Κατά τη διάρκεια των ατελείωτων πορειών, στους δρόμους της εξορίας, συνέβαιναν πολλά γεγονότα, εκτός των θανάτων, τα οποία είναι αδύνατο να περιγραφούν και που σημάδευαν ανεξίτηλα την ψυχή των εξόριστων. Τα γυναικόπαιδα που συνελήφθησαν στο Μαρτάρ απεστάλησαν στα βάθη της Ανατολίας. Καθ οδόν, στο χωριό Ταράμτσα, ένας φίλος Οθωμανός αναγνώρισε μέσα στο σεφκιέτ του θανάτου τη γυναίκα και τα παιδιά ενός Έλληνα φίλου του. αφού ήρθε κοντά μας, συνεννοήθηκε με τη μητέρα μου, τη νύχτα που όλοι θα κοιμούνται, να πάμε να κρυφτούμε εκεί κοντά σε κάτι θάμνους, και ότι αυτός θα έρθει να μας πάρει από εκεί 273. Με την αναπάντεχη αυτή βοήθεια, η εξόριστη Μαγδαληνή κατάφερε να γλιτώσει προσωρινά, μαζί με τα παιδιά της. Μετά από μικρή περιπέτεια, η μητέρα του σωτήρα τους της συνέστησε να μεταβή στο χωριό της Παπάσκιοϊ. Καθ οδόν προς το χωριό τους, ψάχνοντας να βρούν άγρια μήλα, για να χορτάσουν την πείνα τους, τσέτες πυροβόλησαν και σκότωσαν τη μητέρα με τα δύο από τα τρία αγόρια 270 Γαβριηλίδης, Πόντος, 102-105. 271 Ό. π., 106-107. 272 Ό. π., 109. 273 Μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου. 265
της, εκτός από το κορίτσι. Στο μικρό Γεώργιο, που πήγε αμέσως μετά στο σημείο εκείνο, είπαν ότι τους δικούς του τους σκότωσαν Έλληνες αντάρτες, όταν αυτός είχε απομακρυνθεί ψάχνοντας αγριόμηλα. Πίστευαν ότι τον είχαν ξεγελάσει, και αποχώρησαν απαγάγοντας το μικρό κορίτσι. Τα σεφκιέτ του θανάτου περνούσαν πάνω από την τρεμάμενη ξύλινη γέφυρα του θανάτου, του ποταμού Άλυ, για να οδηγηθούν στο εσωτερικό της Ανατολίας. Μετά το πέρασμα του ποταμού, οι χωροφύλακες επέτρεψαν στους εξόριστους να αναπαυθούν. Οι χωροφύλακες διάλεγαν το βράδυ τα όμορφα κορίτσια και τις γυναίκες, τις βίαζαν, τις κακοποιούσαν και στη συνέχεια τις σκότωναν. Όταν οι εξόριστοι άκουγαν τους πυροβολισμούς, τρομαγμένοι στριμώχνονταν ο ένας κοντά στον άλλον. Κατά τα χαράματα, μας είπαν ότι οι Έλληνες αντάρτες επιτέθηκαν το βράδυ και σκότωσαν πολλά γυναικόπαιδα, και ότι τώρα μας έχουν περικυκλωμένους, και αν δεν τους δώσουμε τα χρυσαφικά, τα ρολόγια και τα καλά ρούχα θα μας σκοτώσουν όλους οι αντάρτες, ενώ εκείνοι που είχαν όπλα θα σώζονταν Άρχισαν να μαζεύουν Όλα όσα μαζέψανε, τα πήρανε για λογαριασμό τους, αλλά και για να δικαιολογηθούν, γιατί σκοτώσανε τις γυναίκες και το έγκλημά τους να το φορτώσουν, δήθεν στους αντάρτες 274. Η κεμαλική βαρβαρότητα και θηριωδία με τους βιασμούς, τις κακοποιήσεις και τους τυφεκισμούς γυναικών, ολοκληρώνονταν με τη λεηλασία κάθε χρήσιμου αντικειμένου ή χρημάτων που έφεραν τα εξόριστα γυναικόπαιδα. Η αθλιότητα έγκειται στην προσπάθειά τους να φορτώσουν αυτά τα εγκλήματα στους αντάρτες, οι οποίοι ήταν ταγμένοι να προστατεύουν και να σώζουν από τη σφαγή και τους εξευτελισμούς, των κεμαλικών ορδών, τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. Στο δρόμο του μαρτυρίου προς το λευκό θάνατο, το αίσθημα της μητρότητας ήταν αυξημένο. Η μάνα μας είχε δέσει τον ένα με τον άλλο για να μη χαθούμε μέσα στη νύχτα, το κρύο ή από κούραση, μήπως και κάποιος από τους τρείς μας αποκοπεί από τον άλλον 275. Το ένστικτο της μάνας για την αυτοσυντήρησή της, αλλά κυρίως για τη σωτηρία των μικρών παιδιών της, μπορούσε να εκφραστεί με πολλούς τρόπους, κατά τις δραματικές εκείνες πορείες θανάτου. Όταν τα σεφκιέτ του θανάτου περνούσαν στα μεσόγεια του Πόντου και κατέρχονταν προς το εσωτερικό της Ανατολίας, πλήθαιναν δραματικά τα θύματα του θανάτου. Κάθε στιγμή ανάπαυσης ήταν και μία ευκαιρία αναζήτησης των συγγενικών προσώπων. έλεγε η μια στην άλλη από πού είναι, και κάθε τόσο ακούγαμε να ρωτάνε μεταξύ τους αν η Σαββάτω είδε την κόρη της Σοφία ή αν η Σουλτάνα είδε την αδελφή της Καλλιόπη 276. Ο κοινός ανθρώπινος νούς αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος των δραμάτων που έπρεπε να περάσει ο κάθε εξόριστος, μέχρι να τελειώσει και να κλείσει ο δικός του δρόμος. Ένας θάνατος διαρκείας, μια ροή θανάτου, σημάδευε τις ψυχές τους, καθώς δίπλα τους αργοπέθαιναν παιδιά, σύζυγοι, αδέλφια, συγγενείς, φίλοι, γείτονες, συγχωριανοί. Η έκτη αποστολή εξόριστων από την Αμισό, στις 23 Αυγούστου (π. η.) του 1921, κατέλυσε στην αρμενική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στο Γενί χαν. Στους τοίχους της εκκλησίας, μεταξύ άλλων, οι εξόριστοι διάβασαν: Εκ των αρρένων κατοίκων της Πάφρας ημείς οι διασωθέντες 29 κατελύσαμεν ενταύθα, οι λοιποί, υπέρ τας 3 χιλιάδας, καθ οδόν ετουφεκίσθησαν, ή εσφάγησαν, αι οικείαι αυτών ελεηλατήθησαν, αι παρθένοι και ανήλικα ακόμη κοράσια διεκορεύθησαν και ητιμάσθησαν 277. Οι εικοσιεννέα διασωθέντες εξόριστοι ήταν της τέταρτης αποστολής ανδρών από την Πάφρα (17/30 Ιουνίου 1921), οι μόνοι που γλίτωσαν από τις 274 Μαρτυρία Γεωργίου Ηρ. 275 Ό. π. 276 Ό. π. 277 Γαβριηλίδης, Πόντος, 72-73. 266
συγκυρίες των περιστάσεων, και κατέγραψαν στους τοίχους της εκκλησίας τα τραγικά βιώματά τους, θύματα και αυτοί της εθνοκάθαρσης του Μουσταφά Κεμάλ. Οι μάνες με τα μικρά παιδιά στην πλάτη είναι μια άλλη διάσταση στην ποικιλομορφία της κεμαλικής εθνοκάθαρσης. Στην εξορία είχα και τη φροντίδα του ανεψιού μου Σταύρου, και για να μην τον χάσω, έδεσα το παιδί μου στην πλάτη μου, που όλο γκρίνιαζε και έκλαιγε από το κρύο και την πείνα. Λίγο έξω από τη Σεβάστεια έπαψε να κλαίει, και εγώ υπέθεσα ότι κοιμήθηκε και δεν το ενόχλησα Όταν πήγα να το ξυπνήσω, για να του δώσω λίγο κριθάρι βραστό, δε μίλαγε. Όταν το πρόσεξα περισσότερο, διαπίστωσα ότι το τριών χρόνων παιδί μου ήταν πεθαμένο και εγώ το κουβαλούσα στην πλάτη μου δύο ημέρες χωρίς να ξέρω ότι είχε πεθάνει 278. Το μέγεθος της δυστυχίας μιας χαροκαμένης και εξόριστης μάνας δεν μπορεί να υπολογιστεί με συμβατικά συναισθηματικά μέτρα. Και η θύμηση ενός τέτοιου τραγικού γεγονότος, σε βαθύ γήρας, πονά αβάσταχτα και δεν αντέχεται, δεν υποφέρεται. Η διαπίστωση του αποτελέσματος της εξορίας είναι πιο τραγική. Από την ανθρωποθάλασσα των 6.000-8.000 γυναικοπαίδων, όπως έμαθα αργότερα, σωθήκαμε μόλις περίπου 1.000 άτομα 279. Είναι μακάβριο το γεγονός της κεμαλικής μανίας, μια αληθινή τραγωδία, που ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια, μέτρα και σταθμά. Συζητούσαμε συνέχεια, στη διάρκεια της πορείας για τις εξορίες, ότι κανένας από τους 8.000 Παφρηνούς που πήγαιναν στην εξορία δε θα γυρίσει πίσω 280 Χωρίς την πίστη στο Θεό και τις ανθρώπινες αξίες, ο άνθρωπος καταντά το χειρότερο θηρίο, το πλέον αιμοβόρο και ακόρεστο. Την τύχη της Πάφρας την ακολούθησε και η Ζάληχος-Λεοντόπολις (Αλάτσαμ), την ίδια ακριβώς περίοδο, η οποία ως δήμος ανήκε στη Διοίκηση της Πάφρας,. Οι κυβερνητικοί υπάλληλοι κρατούσαν επίσημα έγγραφα, τα οποία περιείχαν τις σχετικές οδηγίες για την εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου 281. Τις οδηγίες αυτές τις είχαν εκδώσει: ο διοικητής της 4 ης μεραρχίας Nourettin, τα μέλη της μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας και ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ. Αυτοί που πρωτοστάτησαν στην εθνοκάθαρση των κατοίκων της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως ήταν οι εξής: << ο υποδιοικητής Τουρσούνμπεης, ο αρχηγός της χωροφυλακής Ιχσάνμπεης, ο στρατιωτικός διοικητής Ερζουρουμλού Σαλήχμπεης, ο χωροφύλακας Ραμαζάν, ο Κεβετζή Ζαδέ Αχμέτεφεντης-θείος του προέδρου των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, ο δικηγόρος και καπνέμπορος Φαζλήεφεντης, ο εγκληματίας Αλή Κουζού, ο καπνέμπορος Καρά Ταγήραγας, ο Καρά Ταγήραγας Ζαδέ Σουκρή, ο Καρά Ταγήρ Ζαδέ Χαμδή, ο Χατζή Ισμαΐλαγας, ο Χατζή Σαλήχαγας, ο Καδή Χαμήταγας, ο Τσερκέζος Σεφέρμπεης, ο Τσερκέζος Ιμπραήμπεης, ο από τη Σινώπη Ζεκήεφεντης, ο Ναζήφεφεντης Ζαδέ Ναδήρ, ο Ναζήφεφεντης Ζαδέ Σαχήν, ο Τουρκολαζός μυλωνάς Σαδήκ Αχμέταγας, ο Ιπασιαλή Αλήεφεντης, ο Πητηρήν Μεμέτεφεντης, ο Κεφελή Ζαδέ Χαλήτ, ο Εβραιότουρκος Σαπρή, ο εγκληματίας Αρναβούτ Μεμέτ Τσαβούς, ο δήμιος Ταβούτ και ο Τουρκαλβανός δήμιος Ισλάμ >> 282. 278 Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής. 279 Ό. π. 280 Μαρτυρία Γεωργίου Ηρ. 281 Έλληνες ονομάζονται οι χριστιανοί Ρωμιοί (Ρούμ ή και Ουρούμ). Επί τουρκοκρατίας, Ρωμαίοι- Ρωμιοί-Ρούμ ονομάζονταν οι χριστιανοί του ρωμαϊκού κράτους που ήταν ελληνικής καταγωγής. Ήταν οι Έλληνες του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι ο κρίκος που συνδέει τους νεότερους Έλληνες με την αρχαία Ελλάδα, και η Ρωμιοσύνη είναι ταυτισμένη με την Ελληνορθόδοξη παράδοση. 282 Γαβριηλίδης, Πόντος, 115. 267
Στις 3/16 Ιουνίου του 1921, ημέρα Πέμπτη, περικυκλώθηκε η ελληνική συνοικία από τσέτες και χωροφύλακες, με επικεφαλής τον υποδιοικητή Τουρσούνμπεη και το διοικητή της χωροφυλακής Ιχσάνμπεη. Οι κεμαλικοί άρχισαν τη συστηματική έρευνα των οικιών και τη σύλληψη των ανδρών. Συνελήφθησαν συνολικά 517 κάτοικοι, οι οποίοι φυλακίστηκαν στις αποθήκες του Μονωπολίου Καπνών, με τη διαβεβαίωση του διοικητή ότι, με εντολή της κυβέρνησης της Άγκυρας θα σταλούν στα μεσόγεια, όπως πάντα συμβαίνει σε καιρό πολέμου. Μετά από δύο ημέρες, ξεχώρισαν τους γεωργούς, ένα σύνολο 250 ατόμων, και στις 5/18 Ιουνίου τους εξόρισαν, δήθεν στην Άνδραπα, με εντολή να τους δολοφονήσουν. Όταν οι εξόριστοι έφτασαν στο Τουρτμένταγ, συνέβη μεγάλος σεισμός. Οι δεισιδαίμονες χωροφύλακες θεώρησαν το φαινόμενο σημάδι της σχεδιασθείσης άγριας δολοφονίας των 250 αθώων Ελλήνων. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, γλίτωσαν τη ζωή τους οι εξόριστοι, οι οποίοι έφτασαν στο Ελπιστάν, αφού 80 από αυτούς υπέκυψαν καθ οδόν, από τις κακουχίες 283. Στις 8/23 Ιουνίου του 1921, οι κεμαλικοί ξεχώρισαν από τους φυλακισμένους τους 67 στρατεύσιμους, ενώ τους υπόλοιπους 200 άνδρες τους εξόρισαν, με διαταγή να δολοφονηθούν και να εξαφανιστούν από τους συνοδούς χωροφύλακες. Όταν οι εξόριστοι έφτασαν στο Τουράνταγ, τους έδεσαν ανά τέσσερις πισθάγκωνα και τους διέταξαν να καθήσουν στο έδαφος για να ξεκουραστούν. Ταυτόχρονα κατέφθασαν έφιπποι οι Μεμέτ Τσαβούς και Ταβούτ Ισλάμ με τους τσέτες τους και άλλους χωρικούς, από τα γύρω χωριά. Από τους 200 άνδρες επέλεξαν 14 προκρίτους. Στη συνέχεια, αφαίρεσαν από τους 186 άνδρες όλα τα χρήματα, τα ωρολόγια, τα δαχτυλίδια και όλα τα τιμαλφή. Αμέσως μετά, άρχισαν να τους τουφεκίζουν, να τους λογχίζουν και να τους κατακρεουργούν με τσεκούρια, μπροστά στα μάτια των 14 έντρομων προκρίτων. Ο Τουρκαλβανός Μεμέτ Τσαβούς, με τους οπαδούς του, παρέλαβε τους 14 αιχμάλωτους και τους οδήγησε στο χωριό του Τεμιρτσίκιοϊ. Τους εξανάγκασε να γράψουν ιδιόχειρες επιστολές, στις οποίες τόνιζαν ότι επρόκειτο να διαφύγουν στη Ρουμανία, και γι αυτό το λόγο να έδιναν στους κομιστές ό,τι τους ζητούσαν. Με τον τρόπο αυτόν, κατάφεραν να συγκεντρώσουν χρηματικά ποσά, κοσμήματα και 500 δέματα καπνού, των οποίων η αξία υπερέβαινε τις 50.000 τουρκικές λίρες. Για ναγίνει πιο πιστευτή η περίπτωση της σωτηρίας τους προς τη Ρουμανία, ο Μεμέτ Τσαβούς χρησιμοποίησε το Γαβριήλ Μ. Κιουλάπογλου ως δόλωμα και, ντυμένο με αλβανικά ρούχα, τον παρουσίασε στην οικογένειά του, όπου διέμενε επί μία εβδομάδα. Στο διάστημα αυτό, ο εξόριστος Γαβριήλ Κιουλάπογλου αφηγήθηκε στη σύζυγό του την τραγική τύχη των 186 συντοπιτών τους. Δύο ημέρες μετά την είσπραξη των λίτρων, οι δήμιοι δολοφόνησαν και τους 14 Έλληνες προκρίτους 284. Στις 9/22 Ιουνίου του 1921, οι 67 στρατεύσιμοι εστάλησαν στην Πάφρα. Στις 11/24 Ιουνίου, μαζί με άλλους Παφραίους, απεστάλησαν στο Σουλούτερε και εισήχθησαν στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου οι περισσότεροι κάηκαν ζωντανοί μέσα στην εκκλησία, την οποία και πυρπόλησαν. Οι λίγοι που κατάφεραν να βγούν από την εκκλησία απογυμνώθηκαν από τα ρούχα τους και κατακρεουργήθηκαν άγρια. Τα σώματά τους παρέμειναν άταφα, βορά στα άγρια θηρία και στα αρπακτικά 285. Στις 22 Ιουνίου/5 Ιουλίου του 1921, ο Μεμέτ Τσαβούς και οι οπαδοί του δολοφόνησαν άγρια τη Μαρίκα Θεοδώρου Ραφαήλογλου, την Κατίνα Ι. Κιζιλγκιόζογλου και τη Δέσποινα Γ. Ψωμιάδου. Οι δύο τελευταίες ήταν δασκάλες 283 Ό. π., 123-124. 284 Ό. π., 124-128. Μαρτυρία Καλαϊτζόγλου Γεωργίου. 285 Ό. π., 128. 268
στην Πάφρα. Τα δύο κορίτσια της Μαρίκας Ραφαήλογλου, η Σοφία και η Ελένη απήχθησαν. Ο σύζυγος της Ραφαήλογλου ήταν ένας από τους 14 αιχμάλωτους προκρίτους της δεύτερης αποστολής. Σε γράμμα του, ο Ραφαήλογλου της είχε συστήσει να πουλήσει όλα τα έπιπλα και τα μαγειρικά σκεύη, να παραλάβει μαζί της τα περσικά χαλιά, τα αργυρά σκεύη και τα πολύτιμα κοσμήματα, και να μεταβεί στην Πάφρα, κοντά στον πατέρα της ιατρό Αλέξανδρο Ααρών. Η σύζυγος έπραξε κατά γράμμα ό,τι της είχε ζητήσει ο σύζυγός της. Καθ οδόν προς την Πάφρα, παρέλαβε μαζί της τις δύο δασκάλες φίλες της. Μία ώρα μετά την αναχώρησή τους από το Αλάτσαμ, οι προαναφερόμενοι Αλβανοί σταμάτησαν την άμαξα, και είπαν στη Μαρίκα Ραφαήλογλου ότι θα την οδηγούσαν στον άνδρα της. Αμέσως μετά, αφού αφαίρεσαν τα κοσμήματα, τα χρήματα και τα χαλιά, συνολικής αξίας 15.000 τουρκικών λιρών, απογύμνωσαν τις τρείς γυναίκες και τις κατέσφαξαν. Μετά από δέκα ημέρες, τα ενδύματα των άτυχων ελληνίδων τα φορούσαν μουσουλμάνες γυναίκες του Αλάτσαμ. Μία ημέρα μετά από την καταγγελία του πατέρα της Μαρίκας Ραφαήλογλου, και με την υπόδειξη του αμαξηλάτη, η αστυνομία βρήκε στον τόπο του εγκλήματος τα τρία γυναικεία πτώματα, σε αδαμιαία κατάσταση, αλλά δε βρέθηκαν τα δύο κοριτσάκια Σοφία και Ελένη. Οι κεμαλικοί Αλβανοί τα πήραν μαζί τους και τα εξισλάμισαν 286. Μετά τη σύλληψη και εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού, ο διοικητής Τουρσούνμπεης και ο αρχηγός της χωροφυλακής Ιχσάνμπεης, αποφάσισαν τον εκτοπισμό και των γυναικοπαίδων. Κεμαλικές ορδές από ντόπιους Τούρκους και Αλβανούς πρόσφυγες περικύκλωσαν τις δύο ελληνικές συνοικίες του Αλάτσαμ, εκατέρωθεν του ποταμού, και συνέλαβαν 2013 γυναικόπαιδα και γέροντες. Στις 19 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου του 1921, με τη συνοδεία χωροφυλάκων, εξορίστηκαν όλοι στα βάθη της Ανατολής. Στο Φουρουντζήνταγ ληστεύθηκαν όλοι, και έφτασαν στο Χεκίμχαν, αφού καθ οδόν απεβίωσαν 855 άτομα από τις στερήσεις και τις κακουχίες. Στο Χεκίμχαν παρέμειναν 400 άρρωστα και αδύναμα άτομα, τα οποία αδυνατούσαν να συνεχίσουν την πορεία. Τα υπόλοιπα 758 άτομα έφτασαν στη Μαλάτια, όπου παρέμειναν άλλα 200 γυναικόπαιδα, ενώ οι υπόλοιποι υπέκυψαν στο θάνατο, καθ οδόν προς Πακήρ Ματέν, Χαρπούτ, Ντιγιαρμπακήρ, Βαν και Μπιτλίς 287. Στις 7/20 Σεπτεμβρίου του 1921, συνελήφθησαν και εξορίσθησαν 1005 γυναικόπαιδα και γέροντες. Μέσα από την ίδια διαδρομή, και μια οδύσσεια 89 ημερών, έφτασαν στο Χαρπούτ, αφού καθ οδόν υπέκυψαν στο θάνατο 367 άτομα 288. Στις 12/25 Σεπτεμβρίου του 1921, συνελήφθησαν και εξορίσθησαν τα υπόλοιπα 518 γυναικόπαιδα, με λίγους γέροντες χωρικούς. Κατά τη ίδια διαδρομή, σε διάστημα 87 ημερών, απεβίωσαν καθ οδόν 172 άτομα από την εξάντληση και τις κακουχίες 289. Τα βάσανα των εκτοπιζόμενων, από τους κεμαλικούς, ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία. Από την ψείρα και από το κακό στο δρόμο, σε κάθε βήμα, ήταν πτώματα μισοπεθαμένα Όταν φτάσαμε στο χωριό τα 221 άτομα (από τα 1500 που είχαν ξεκινήσει από τη Σεβάστεια), μας πήγανε κάτω από μια ξ υλινη γέφυρα. Το ποτάμι ήταν ξεροπόταμος. Άνοιξαν έναν λάκο 4*4. Όταν μας βγάλανε μισοπεθαμένους, μετά από 20 μέρες, όπως τα αυγά από το καλάθι, είχαμε μείνει 31 άτομα. Αυτά δεν 286 Ό. π., 128-131. 287 Ό. π., 131-133. 288 Ό. π., 133. 289 Ό. π. 269
ξεχνιούνται, ούτε στα χαρτιά χωράνε 290. Ο λόγος των ανθρώπων που βίωσαν την κεμαλική βαρβαρότητα είναι λιτός και αφοπλιστηκός. Όλοι, όσοι κατάφεραν να σωθούν, κουβαλούσαν μέχρι το τέλος της ζωής ένα ατελείωτο πόνο, για την ανεξήγητη κεμαλική θηριωδία. Μετά την τέλεια ερήμωση της Ζαλήχου Λεοντοπόλεως (Αλάτσαμ), οι τουρκικές ορδές, με τους Αλβανούς πρόσφυγες, λεηλάτησαν παντελώς τα ελληνικά καταστήματα και τις οικίες. Όλα τα ακίνητα των εξορισθέντων περιήλθαν στην κατοχή της τουρκικής διοίκησης, και οι χθεσινοί υπάλληλοι και εργάτες των απέραντων καπνοφυτειών έλαβαν τον τίτλο του ευγενή-ζαδέ. Σε μία περίπτωση, ο Τσερκέζος Ιμπραήμ Τσαβούς, υπηρέτης του πλούσιου καπνέμπορου και γεωκτήμονα Κυριάκου Παράσογλου, μετέβη στο Χεκίμχαν. Εκεί, με το περίστροφο απείλησε τη ζωή της Ουρανίας Παράσογλου και την εξανάγκασε να τον ακολουθήσει στο Αλάτσαμ. Την εξισλάμισε, τη νυμφεύθηκε, και στη συνέχεια διεκδίκησε και έλαβε όλη την ακίνητη περιουσία του Κυριάκου Παράσογλου 291. Στις 14/27 Ιουνίου του 1921, οι κεμαλικοί συνέλαβαν 84 άνδρες από τις Θέρμες Φαζημωνιτών (Κάβζα), μεταξύ αυτών ο επίσκοπος Αριστείας, με έδρα την Κάβζα, Ιερόθεος Χριστοδουλίδης και την επόμενη ημέρα εξορίσθησαν. Οι συνοδοί χωροφύλακες, πιστοί στο κεμαλικό καθήκον τους κυνηγούντες ημάς με ξύλα ωσάν αγριοχοίρους κατεδίωκον 292. Η ανείπωτη δυστυχία του σεβάσμιου ιεράρχη, που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο να ακολουθεί το ρυθμό πορείας των εξόριστων, ήταν αποστομωτική για τη συμπεριφορά των βάρβαρων χωροφυλάκων. Στις 14 Ιουλίου, οι εξόριστοι έφτασαν στο Δάρενδε, από όπου τηλεγράφησαν στους οικείους τους, για να τους γνωστοποιήσουν την άφιξή τους και να τους ζητήσουν χρήματα, προκειμένου να αποφύγουν τα βάσανα, τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. Αντί άλλης απάντησης, έμαθαν ότι, ο διοικητής του 47 ου Συντάγματος Τοπάλ Οσμάν είχε κατασφάξει τις 372 ελληνικές οικογένειες και ότι είχε λεηλατήσει και καταχραστεί ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία τους. Πριν ξεκινήσει από το Καβάκ, ο Τοπάλ Οσμάν είχε τηλεφωνήσει στις αρχές της κωμόπολης να συγκεντρώσουν όλους τους Έλληνες, παρά τις διαμαρτυρίες του καϊμακάμη. Είναι αδύνατο να περιγραφεί το όργιο αίματος κατά την εκεί, τριήμερη, παραμονή του. Παρεβίαζον τας θύρας των οικιών, κλαυθμοί και οδυρμοί ηκούοντο πανταχόθεν, άνδρες και γυναίκοπαιδα εσέρνοντο εις τους δρόμους και εξετελούντο, νεάνιδες εβιάζοντο, οι καμπάνες εκτυπούσαν, οικίαι παρεδίδοντο εις τας φλόγας. Τα διαπραχθέντα κακουργήματα ήταν τοιαύτης εκτάσεως, ώστε θα ωχρίουν μπροστά σε αυτά και νύκτες ακόμη Αγίου Βαρθολομαίου 293. Ο άνθρωπος του Μουσταφά Κεμάλ και διοικητής του Παράλιου Πόντου, που του είχε αναθέσει το ξεκαθάρισμα του Πόντου, μια δολοφονική μηχανή με 3.800 τσέτες και άλλους χωρικούς, μας παρέδωσε επώνυμα τον τρόπο που πραγματοποίησε στην πράξη το κεμαλικό όραμα. Μας παρέδωσε τον ορισμό της εθνοκάθαρσης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Στις 10/23 Ιουλίου του 1921, οι κεμαλικοί συνέλαβαν και εξόρισαν στα βάθη της Ανατολής τα γυναικόπαιδα του Κιουσουρούφ, αλλά και άλλων χωριών της Κάβζας, τα οποία δεν είχαν καταφύγει στα βουνά. Ο δρόμος της εξορίας τους ήταν 290 Μαρτυρία Καλαϊτζόγλου Γεωργίου, από το χωριό Καράχουσεϊν της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Αλάτσαμ). 291 Γαβριηλίδης, Πόντος, 133-134. 292 Ό. π., 177. 293 Ό. π., 176-181. Ψαθάς, Πόντος, 336-337. Τις πληροφορίες μας τις παρέχει ο αυτόπτης μάρτυρας Ι. Παπαδόπουλος (μουσικός), ο οποίος συμμετείχε δια της βίας στη δεκαεξαμελή μουσική μπάντα του Τοπάλ Οσμάν, για να γλεντά ο βάρβαρος και θηριώδης αρχιτσέτης τις νίκες του εναντίον των άμαχων. 270
ένας απέραντος λυγμός. Η κτηνώδης συμπεριφορά των συνοδών χωροφυλάκων, οι βιασμοί γυναικών και παρθένων, οι άγριοι ξυλοδαρμοί και τα συνεχή δράματα, δεν είχαν τελειωμό. Ευτυχής συγκυρία, στην άγρια αυτή κατάσταση, το πέρασμά τους από αρμενικά χωριά, που είχαν εξισλαμιστεί, και η συγκινητική συμπαράστασή τους προς τους πρώην ομοθρήσκους τους. Ο τελικός προορισμός τους στο Κουρδιστάν τους επιφύλασσε μια δήθεν φιλική υποδοχή από τους Κούρδους, που σκοπό είχε τη σφαγή τους 294. Στις 20 Ιουλίου/3 Αυγούστου του 1921, οι κεμαλικοί και οι τσέτες περικύκλωσαν το Ντερέκιοϊ και όλα τα χωριά γύρω από την Άνδραπα (Βεζύρκιοπρου). Οι περισσότεροι κάτοικοι κατέφυγαν στα γύρω βουνά, ενώ αρκετοί συνελήφθησαν και οδηγήθησαν στα γύρω τουρκοχώρια, όπου παρέμειναν επί τρείς εβδομάδες. Στη συνέχεια, με διαταγή της Κυβέρνησης της Άγκυρας, δύο σώματα τσετών συνέλαβαν τους Έλληνες χωρικούς. Από αυτούς, άλλους τους έδεσαν τα χέρια και άλλους όχι, και τους οδήγησαν στην Άνδραπα. Την επόμενη ημέρα, τους εξόρισαν στη Μαλάτια και στο Ντιγιαρμπεκήρ. Τις περιουσίες των εξόριστων τις οικειοποιήθηκαν οι κεμαλικοί, με διάφορες προφάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις δεν τήρησαν ούτε τα προσχήματα 295. Τρείς νεαρές μητέρες, η Σταυρούλα σύζυγος Παύλου, η Ρεβέκα σύζυγος Σάββα και η Σοφία σύζυγος Ιωνά, περνώντας από τη γέφυρα του Ίρη ποταμού στην Αμάσεια πήδηξαν στα νερά του ποταμού, με τα μωρά στην αγκαλιά, και γλίτωσαν την ατίμωση από τις ορέξεις του κάθε συνοδού χωροφύλακα, παίρνοντας μαζί τους ό,τι πολυτιμότερο είχαν. Πριν η Σοφία, με το μωρό της, καταλήξουν στον υγρό τάφο τους, ένας συνοδός χωροφύλακας την πυροβόλησε και τη σκότωσε μαζί με το παιδί της 296. Πριν από την αναχώρηση των εξόριστων από την Άνδραπα, οι χωροφύλακες σκότωσαν έξη υπερήλικες γυναίκες, που αδυνατούσαν να περπατήσουν, αφού τις εξανάγκασαν να γονατίσουν. Ένα νέο παληκάρι, εξαντλημένο από την πείνα, το κατέσφαξαν άγρια. Στη διάρκεια της πορείας, όσους δεν μπορούσαν να περπατήσουν τους σκότωναν και τους έρριχναν στην άκρη του δρόμου. Όταν οι εξόριστοι έφτασαν στη Σεβάστεια, τους τοποθέτησαν σε ένα μεγάλο εγκαταλειμμένο στρατώνα. Οι εξόριστοι είδαν εκεί μια χαράδρα γεμάτη με άταφα πτώματα εξόριστων Ελλήνων, που τους προξένησε απέραντο τρόμο και φρίκη. Κατάλαβαν ποιό θα ήταν και το δικό τους τέλος. Μια γυναίκα με το μωρό της, αντάρτισσα που είχε κατέβει από το βουνό νομίζοντας ότι έτσι θα γλίτωνε το μωρό της, αποφάσισε να δραπετεύσει. Διέφυγε μέσα από τη χαράδρα, μέσα στην οποία βρισκόταν τα πτώματα γερόντων, ένα ισχνό παληκάρι με σκισμένη την κοιλιά και τα έντερα πεταγμένα έξω, μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα πεσμένη ανάσκελα-με σκισμένα τα ρούχα και ματωμένα τα ανοιχτά πόδια της, ένα νεκρό κοριτσάκι αγκαλιά με ένα μικρότερο αγοράκι, ένα ολόγυμνο νεκρό βρέφος Οι Έλληνες της Σεβάστειας δεν είχαν εξοριστεί, γιατί η Σεβάστεια βρίσκεται στα μεσόγεια του Πόντου, και αποτελούσε τόπο εξορίας. Στη Σεβάστεια, ο ιερέας και ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητος, με κίνδυνο της ζωής τους, όταν μάθαιναν ότι κατέφθαναν εξόριστοι στην πόλη, γυρνούσαν τις νύχτες στους δρόμους και προσπαθούσαν να βοηθήσουν όσους εξόριστους κατάφερναν να δραπετεύσουν 297. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1921 (π. η.), η Εκκλησιαστική Αλήθεια, το επίσημο έντυπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δημοσίευσε άρθρο, το οποίο τιτλοφορούνταν: ΠΡΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗΣ ΣΩΡΟΥ 298. Στο κείμενο, που είχε 294 Αβραμίδης, Χρονικό, 38-48. 295 Ξανθόπουλος, Αντάρτικο, 15. 296 Τσακιρίδης, Αντάρτες, 144-145. 297 Ξανθόπουλος, ό.π., 15. 298 Ε. Α. 45 ΜΑ (25 Σεπτεμβρίου 1921) 297-298. 271
λογοκριθεί, γίνονταν αναλυτικές αναφορές για τα μαρτύρια που υπέστησαν οι Ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου. Η τραγωδία των Ελλήνων του Πόντου δεν ήταν δυνατό να περιγραφεί, γιατί υπερέβαινε κάθε όριο. Η σατανική μεθοδικότητα, η ανήκουστη σκληρότητα, οι επώδυνοι θάνατοι, οι απαγχονισμοί, η κατάκαυση εντός των εκκλησιών, ο άγριος κορεσμός των ορέξεων και των παθών, η μισαλλοδοξία και όλα τα εγκλήματα που διαπράττονταν, ήταν ύβρις και στίγμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Οι από αιώνων κατακτητές, και οι σύγχρονοι βάρβαροι, κεμαλικοί τύραννοι, θεωρούσαν τους χριστιανικούς λαούς δούλους, και τους συμπεριφέρονταν με ανάλογο τρόπο, αφήνοντας τα άγρια ένστικτά τους να ικανοποιήσουν τα πάθη τους. Καθ εκάστην θύματα προστίθενται εις θύματα και τα αιμόφυρτα λείψανα των ηρώων τούτων της Πίστεως και του Γένους πληρούσιν απ άκρου εις άκρον τα δια μαρτυρικού αίματος ποτισθέντα εδάφη της πολυπαθούς εκείνης χώρας 299. Είναι αναμφισβήτητο ότι, ο διωγμός ήταν μαζικός και αποσκοπούσε στην ολοκληρωτική εξόντωση όλων των χριστιανών. Στον Πόντο και στη Μικρά Ασία, ο Ορθόδοξος χριστιανός ήταν ταυτισμένος με το ελληνικό Γένος. Οι χιλιάδες των νέων μαρτύρων αγίασαν με τους ποταμούς αίματος τη γή του Πόντου. Σε άλλο άρθρο του εντύπου, διδόταν η εξήγηση-απάντηση στο αμερικανικό φυλλάδιο Orient, για το αν ο διεξαγόμενος πόλεμος ήταν τζιχάντ-θρησκευτικός ή εθνικιστικός. Δεν ήταν δυνατόν, ηγέτες που στερούνταν από θρησκευτικές πεποιθήσεις, υποτιθέμενοι άθεοι, να διεξήγαγαν θρησκευτικό πόλεμο. Το όνομα της θρησκείας, στους ηγέτες αυτούς, χρησίμευε μόνο για το φανατισμό του όχλου και την επιτυχία του σκοπού τους, εναντίον των αντιπάλων τους χριστιανών 300. Στη Μαλάτια, οι κεμαλικοί υπεύθυνοι για τους εξόριστους και για την με κάθε μέσο εξολόθρευσή τους ήταν οι εξής: << ο Τουρκαλβανός διοικητής Βεχμήμπεης, ο ταγματάρχης της χωροφυλακής Ζιγιάμπεης από την Καλλίπολη, ο ειδεχθής επιθεωρητής της χωροφυλακής Χατζήμπεης, ο φρούραρχος Ζιγιάμπεης από τη Μαλάτια, ο Κούρδος αρχιαστυνόμος Αμπτούλ Χαμήτ από το Ντιγιαρμπεκήρ, ο οποίος ήταν ληστής επί δώδεκα έτη, ο υγειονομικός επιθεωρητής Φερούχ Νιαζή, ο υγειονομικός διευθυντής Τζεμάλμπεης από τη Μαλάτια, ο Κούρδος διπλωματικός υπάλληλος Αχμέτ Τζεμάλ, ο υπεύθυνος επί της Παιδείας Τζελάλμπεης και ο Ταλαάτ Χασήμπεης>> 301. Στις 11-10-1921, ένα τηλεγράφημα της Γενικής Διοικήσεως Θράκης πληροφορούσε το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ότι, με μια τουρκική βενζινάτο είχαν αποβιβαστεί στη Μήδεια της Θράκης 101 Έλληνες της Πάφρας, υπό την προστασία του καπετάνιου Ιπποκράτη Δεδέογλου και των 14 ανταρτών του. Ο καπετάνιος περιέγραψε στις αρχές την τραγική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει ο πληθυσμός της Πάφρας. Ένας αριθμός 10.000 γυναικοπαίδων, που είχε γλιτώσει από τη σφαγή και τις πυρπολήσεις των οικιών του, είχε καταφύγει στα βουνά για να σωθεί από την κεμαλική μανία. Οι κεμαλικοί είχαν σταματήσει τις σφαγές και είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν άλλο σύστημα εξόντωσης για τους άμαχους και τα γυναικόπαιδα των χωριών του κάμπου. Τους τοποθετούσαν, πια, μαζικά μέσα σε σπίτια, σε εκκλησίες και τους κατέκαιγαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Ο κίνδυνος σφαγής των εναπομεινάντων γυναικοπαίδων στα βουνά ήταν άμεσος και γι αυτό το λόγο, ο καπετάν Ιπποκράτης προσφερόταν να οδηγήσει εμπορικά πλοία, τα οποία θα απέστελλε η ελληνική κυβέρνηση, υπό τη συνοδεία πολεμικού, στις εκβολές του ποταμού Άλυ, που γνώριζε πολύ καλά. Επιπλέον, αναλάμβανε την ευθύνη να 299 Ό. π. 300 Ό. π., 298-299. 301 Γαβριηλίδης, Πόντος, 134. 272
μεταφέρει, υπό την άμεση προστασία του, τα γυναικοπαίδα από τα βουνά στην παραλία και με βάρκες να τα επιβιβάσει στα πλοία 302. Στις 11-10-1921, ένα τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη πληροφορούσε το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ότι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε συνεργασία με τα υπόλοιπα Πατριαρχεία, είχαν προβεί σε διάβημα προς τους Συμμάχους για την προστασία και τη μεταφορά των 50.000 γυναικοπαίδων, που είχαν καταφύγει στα βουνά του Πόντου για τη σωτηρία τους. Ο υποναύαρχος Ηπίτης αναλάμβανε την τμηματική, εν κρυπτώ, μεταφορά με πολεμικά πλοία των 10.000 γυναικοπαίδων που βρίσκονταν στα βουνά της Πάφρας 303. Στις 16 Νοεμβρίου 1921, ο πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου του Πόντου Χ. Καλαντίδης, με επιστολή του προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών, τόνιζε την τραγική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει τα 10.000 γυναικόπαιδα της Πάφρας και της Αμισού, και τον θερμοπαρακαλούσε να τα σώση από τη σφαγή και τη λιμοκτονία. Ο χειμώνας που είχε ενσκήψει ήταν βέβαιο ότι θα αποτελείωνε τα τελευταία λείψανα της περιοχής αυτής του Πόντου, που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από τη σφαγή και την ατίμωση 304. Δυστυχώς, καμία προσπάθεια για τη σωτηρία των γυναικοπαίδων δεν τελεσφόρησε. Τα γυναικόπαιδα, υπό την προστασία των συγκριτικά λίγων ανταρτών, αφέθηκαν έρμαιο στις διαθέσεις των μεραρχιών του κεμαλικού στρατού, που η θηριωδία του δε γνώριζε όρια, και που σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα πραγματοποιούσε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Νεπιέν και στα υπόλοιπα βουνά της Πάφρας. Από το Νοέμβριο του 1921 μέχρι τον Απρίλιο του 1922, οι αντάρτες της Πάφρας με κινήσεις τακτικής απέφευγαν τη σύγκρουση με τον κεμαλικό στρατό, για να μπορούν να προστατεύουν και να διασώζουν τα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα. Η κορύφωση της σφαγής των γυναικοπαίδων συντελέστηκε, στα τέλη Μαρτίου του 1922, στο Μαησλού. Όλοι οι εξόριστοι από την Πάφρα, την Αμισό και τα άλλα μέρη του Πόντου, και της Μικράς Ασίας, που επέζησαν και κατάφεραν να συγκεντρωθούν στη Μαλάτια, υπερέβαιναν τις 10.000 άνδρες και γυναικόπαιδα. Οι σταύλοι, οι αχυρώνες, οι ετοιμόρροπες οικίες των Αρμενίων και οι Καθολικές αρμενικές εκκλησίες ήταν ανεπαρκέστατες για την εγκατάσταση των εξόριστων. Ο φοβερός συνωστισμός, το δριμύ ψύχος του χειμώνα, οι ψείρες και η έλλειψη καθαριότητας έγιναν αιτία να αναπτυχθεί και να διαδοθεί εύκολα στους καταυλισμούς η δυσεντερία και ο εξανθηματικός τύφος. Οι μαζικοί θάνατοι ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήταν και το ζητούμενο για τους κεμαλικούς. Σε τρείς μήνες είχαν αποβιώσει 3.500 περίπου εξόριστοι. Όταν μετά από τέσσερις μήνες οι κυβερνητικοί υπάλληλοι ζήτησαν από τους γεροντότερους να τους υποβάλουν κατάλογο εκείνων που είχαν αποβιώσει, μόλις τους δόθηκε ο κατάλογος, τους εξανάγκασαν να τους υποβάλλουν άλλον κατάλογο. Ο αρχικός ονομαστικός κατάλογος περιελάμβανε 5.000 άτομα, και γι αυτό το λόγο απαίτησαν ο κατάλογος εκείνος να περιλαμβάνει μόνο 3.500 αποβιώσαντες. Στις 2/15 Ιανουαρίου του 1922, οι υπέυθυνοι υπάλληλοι έδωσαν εντολή μετακίνησης ενός μέρους του πληθυσμού, σε 125 άνδρες, προς την Πέσνη, που απείχε τριών ημερών δρόμο. Η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε εν μέσω φοβερής χιονοθύελλας. Στις 4/17 Ιανουαρίου του 1922, απέστειλαν άλλους 150 άνδρες προς το χωριό Τσορμίκ. Στη συνέχεια, οι διοικούντες ανέστειλαν την ωμή αυτή διαταγή. Με διαταγή της Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας, στις 12/25 Μαΐου 1922, αφού περικυκλώθηκε η πόλη από χωροφύλακες, συνελήφθησαν και εξορίσθησαν από τη 302 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI(17) αρ. εμπ. πρωτ. 1312, Αδριανούπολη 28/11 Οκτωβρίου 1921. 303 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI(17), αρ. εμπ. πρωτ. 1406, Κωνσταντινούπολη 2/15 Οκτωβρίου 1921. 304 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI, αρ. πρωτ. 13285, Αθήνα 19 Οκτωβρίου 1921. 273
Μαλάτια 4.265 άτομα, άνδρες και γυναικόπαιδα, μέσα σε 11 ημέρες. Σκοπός και στόχος της εξορίας αυτής ήταν η εξόντωση του πληθυσμού, με τη μετακίνησή τους στο Μπιτλίς, σε απόσταση 500 χιλιομέτρων. Κατά ευτυχή συγκυρία, μετά από 11 ημέρες ανεστάλη αυτή η διαταγή και οι εξόριστοι επέζησαν 305. Στις 28 Νοεμβρίου 1921, ο Γάλλος ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Pellé, σε αναφορά που υπέβαλε στο Γάλλο πρωθυπουργό Briand, τόνιζε ότι, οι αγριότητες που διαπράχθηκαν από τους Τούρκους στα παράλια του Πόντου σε καμία περίπτωση δεν μπορούσανν να δικαιολογηθούν. Οι διεργασίες για τη δημιουργία της Δημοκρατίας του Πόντου, οι κινήσεις των μητροπολιτών και άλλων προσωπικοτήτων και η πιθανή απόβαση του ελληνικού στόλου, αποτελούσαν προσχήματα για τις διώξεις εναντίον του ελληνικού στοιχείου 306. Οι Γάλλοι, φίλοι του Μουσταφά Κεμάλ, παρά την προσπάθειά τους να αλλοιώνουν ή και να αποκρύπτουν τις θηριωδίες του κεμαλικού καθεστώτος, βρίσκονταν αντιμέτωποι με την τραγική αλήθεια και έμειναν έκπληκτοι από το ανοσιούργημα που συντελούνταν στα παράλια του Πόντου, σε βάρος του ελληνικού στοιχείου. Ο Ελληνισμός τόσο στον Πόντο, όσο και στη Μικρά Ασία γνώρισε μεγάλες περιόδους διώξεων κατά τη διάρκεια της τουρκικής τυραννίας. Οι ντερέμπεηδες σημάδεψαν με την αγριότητά τους την τύχη των υπόδουλων χριστιανών, την πίστη τους και τη γλώσσα της επικοινωνίας τους. Αυτό, όμως, που συντελέστηκε στην ευρύτερη περιοχή της Πάφρας, κατά την κεμαλική περίοδο των διώξεων, ξεπερνά την πραγματικότητα και την κάθε αρρωστημμένη φαντασία. Η ωμή πραγματικότητα, η βαρβαρότητα και η θηριωδία είναι αδύνατο να περιγραφούν. Η συστηματική σφαγή του ελληνικού πληθυσμού, προκειμένου να αναδειχθεί το τουρκικό στοιχείο, λόγω των τεράστιων εσωτερικών προβλημάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και η εκκαθάριση του ελληνικού-ρωμαίικου πληθυσμού οδηγήθηκε σε ολοκαύτωμα. Η μαζική θυσία και τα ολοκαυτώματα των αθώων χριστιανών εντός των οικιών στα χωριά Μουαμλί, Ελέζλου, Σουρμελί, Άκκονεΐ, Κιζίλγκιολ και, κυρίως, εντός των εκκλησιών των χωριών Καράπουναρ, Εβρένουσαγι, του Αγίου Χαραλάμπους στο Κιοβτσέσου, του Αγίου Γεωργίου στο Σελαμελίκ και Υπεραγίας Θεοτόκου στο Σουλούτερε, είναι μοναδική και κοσμεί τη νεότερη ιστορία του Γένους των Ελλήνων. Ο δρόμος της θυσίας ήταν μονοσήμαντος και αυτονόητος για τους Παυρενούς- Παφραίους του Πόντου. 6. Η θυσία των ιερέων Κατά την περίοδο τόσο των νεοτουρκικών, όσο και των κεμαλικών διώξεων πρώτος στόχος ήταν οι ιερείς. Οι ιερείς προσέφεραν τον εαυτό τους ολοκαύτωμα στην ορθόδοξη πίστη τους. Από λειτουργοί του Υψίστου και της αναίμακτης προσφοράς προς τον Κύριο, οδηγήθηκαν στη σφαγή. Αγίασαν με το αίμα τους τα χώματα της τρισχιλιόχρονης γής των πατέρων τους. Οι κληρικοί έπρεπε να εκλείψουν πρώτοι από τους Ορθόδοξους Έλληνες χριστιανούς. Αυτοί ήταν που δίδασκαν, κατηχούσαν και ενθουσίαζαν τους πιστούς με 305 Γαβριηλίδης, Πόντος, 135-141. 306 Τσιρκινίδης, Τους ξεριζώσαμε, 205-206, 216. Από τον Ιούνιο του 1921 είχαν αρχίσει οι συνομιλίες του Μουσταφά Κεμάλ με το Γάλλο εκπρόσωπο Franklin Bouillon. Στις 20 Οκτωβρίου 1921, η Γαλλία παραχώρησε την περιοχή της Κιλικίας στους Τούρκους και τους χορήγησε στρατιωτική βοήθεια. 274
το περιεχόμενο της πίστης τους στο Θεό. Κοντά στους κληρικούς εύρισκαν οι Παυρενοί-Παφραίοι παρηγοριά από τις θλίψεις τους. Κατά τη νεοτουρκική περίοδο των διωγμών, οδηγήθηκαν στους δρόμους της εξορίας, όπου απεβίωσαν οι περισσότεροι. Στην εξορία, στην περιοχή της Κασταμονής, απεβίωσε ο ιερέας Νικόλαος Αράπογλου από το χωριό Τερετσέ 307. Τον παπα-νικόλα, του χωριού Γαϊνάρτσα, τον σκότωσαν οι Νεότουρκοι το 1917 308. Ο ιερέας Ιωάννης Ορφανίδης, από το χωριό Αζάι, σκοτώθηκε το 1917 σε μάχη των ανταρτών με τους Νεότουρκους στο χωριό Ότκαγια του Νεπιέν 309. Το ίδιο έτος, οι Νεότουρκοι σκότωσαν τον ιερέα παπα- Χρήστο Χοροζίδη, από το Χορόζοο, επειδή αρνήθηκε να εξοριστεί 310. Η τύχη του ιερέα Νεόφυτου Οξούζογλου, από το χωριό Κωστάνουσαγι, ήταν πιο σκληρή: Τον έσφαξαν και το πτώμα του το πέταξαν στον ποταμό Άλυ, επειδή ήθελε να ξεφύγει και να μην πάει εξορία 311. Ο ιερομάρτυρας έπρεπε όχι μόνο να θανατωθεί, αλλά να σφαγεί, και το ιερό λείψανό του να ριφθεί στον ποταμό, για να εξαφανιστεί. Δεν έπρεπε να αποτελέσει πρότυπο για τους ομοεθνείς και ομοθρήσκους του. Όφειλαν όλοι οι χριστιανοί να γνωρίζουν ποια τύχη τους περίμενε, σε περίπτωση άρνησης των εντολών της στυγνής νεοτουρκικής εξουσίας. Οι διώξεις εναντίον των κληρικών ήταν τόσο άγριας μορφής, που έχουν αποτυπωθεί με μοναδικό τρόπο στις ψυχές των καταδιωκόμενων Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής Πάφρας. Είχαν μανία εναντίον των παπάδων οι Τούρκοι, τους κυνηγούσαν συνέχεια 312. Ήθελαν πρώτα να πλήξουν αυτούς τους ανθρώπους, που φαίνονταν μπροστάρηδες 313. Οι Τούρκοι είχαν μανία και καταδίωκαν τους παπάδες 314. Τους παπάδες και τους δασκάλους είχαν μανία να τους φυλακίζουν και να τους σκοτώνουν 315. Τόση ήταν η μανία των Τούρκων εναντίον μας, γιατί ήμασταν χριστιανοί και δεν είχαμε αλλαξοπιστήσει, που όταν έβλεπαν παπά, ή συνελάμβαναν παπά, τους εκτελούσαν αμέσως, γιατί αυτούς θεωρούσαν υπεύθυνους για το ότι δεν αλλάξαμε πίστη 316. Είναι χαρακτηριστικές οι μαρτυρίες των απλών ανθρώπων, που αποδεικνύουν ότι ο κλήρος καταδιώχτηκε με μοναδική μανία και για συγκεκριμένους λόγους. Όλοι αυτοί, οι άνθρωποι του λαού, είχαν βιώσει τις νεοτουρκικές διώξεις, και είχαν οδηγηθεί στους δρόμους της εξορίας ή είχαν καταφύγει κυνηγημένοι στα βουνά. Το δράμα της δικής τους ζωής το θεωρούσαν ελάχιστο, μπροστά στις δραματικές καταστάσεις που βίωναν οι κληρικοί. Το έτος 1919, κατά την περίοδο της Ανακωχής, άρχισε η δεύτερη περίοδος των άγριων καταδιώξεων των κληρικών, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 1922. Τον παπα-νικόδημο Ταχτσίδη από το Άκτεκε τον σκότωσαν σε ενέδρα, καθ οδόν προς την Πάφρα το 1919 317. Τον παπα-λευτέρη Καρασαββόγλου της Γιάϊλα τον κομμάτιασαν, τον παπα-παρασκευά Παυλίδη από το Τσιρλαχλά τον σκότωσαν, τον παπα-νικόλα Θεοδωρίδη από το Ερεντσίκπασι του έβγαλαν τα μάτια και τον εκτέλεσαν 318. Τον παπα- 307 Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου. 308 Μαρτυρία Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 309 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης. 310 Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου. 311 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. 312 Μαρτυρία Τομπάκογλου Ιωσήφ. 313 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 314 Μαρτυρίες Τσοπανίδη Παναγιώτη και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 315 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. 316 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης. 317 Ό. π. 318 Μαρτυρίες Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Τομπάκογλου Ιωσήφ, Κοτσέρογλου Δημ., Αντωνιάδη Θεοδ. και Τσοπανίδη Παναγιώτη. 275
Αλέξιο Ντενσίζογλου του Μαησλού τον εκτέλεσαν στο χωριό του το 1919 319. Τον παπα-σταύρο Ηλιάδη από το Κοπτσήνταγ τον κρέμασαν οι Τούρκοι στο χωριό του το 1919 320. Τον παπα-κωνσταντίνο Κοτσερίδη από το Ζεϊνέλ τον αποκεφάλισαν μέσα στο χωριό του 321. Τον παπα-ματθαίο Νικολαΐδη, από το Κιρεζλού, τον έσφαξαν μέσα στην εκκλησία το 1921 322. Τον παπα-λάζαρο Παπαδόπουλο, από το Γουζάλαν, τον έκαψαν ζωντανό στο Σελαμελίκ το 1921 323. Τον παπα-χαράλαμπο Κυριακίδη από τον Άγιο Δημήτριο τον σκότωσαν στη μάχη του Κίζκαλεσι 324. Ο παπα-ευθύμιος Δημητριάδης από το Άιτογτου πέθανε στην εξορία 325. Τον παπα-βασίλειο Ποιμενίδη από το Ουγιούζσουγιου τον κάψανε ζωντανό στο σπίτι του 326. Αυτή ήταν η τραγική τύχη των νεομαρτύρων κληρικών του Γένους. Άλλοι από αυτούς δολοφονήθηκαν, άλλοι κομματιάστηκαν με πρωτοφανή αγριότητα, άλλοι αποκεφαλίστηκαν, άλλοι εσφάγησαν σαν τα αρνιά, άλλους τους έβγαλαν τα μάτια και τους εκτέλεσαν, άλλους τους κρέμασαν, άλλους τους εξόρισαν και άλλοι σκοτώθηκαν σε διάφορες μάχες. Όλα αυτά συνέβαιναν σε βάρος των κληρικών, γιατί ήταν οι στύλοι της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στην περιοχή. Ήταν εκείνοι που εμψύχωναν τους αγωνιστές και το λαό, και βρίσκονταν πρώτοι στις ιερές επάλξεις. Την ίδια ακριβώς τύχη με τους προαναφερθέντες είχαν και οι κάτωθι ιερείς: παπα-γιώργης Τιχμάνογλου του Ασάρ, παπα-νικόλας του Κιρεζλού, παπα-γιώργης Κυριακίδης του Κιουρλένταμι, παπα-νεόφυτος Εχτιάρογλου του Ιγτίζ, παπα-αλέξιος Μιχαηλίδης του Εκίζτεπε, παπα-παρασκευάς Σιδηρόπουλος και παπα-γιώργης Κεμανίδης του Τάρπογαζ, παπα-χαράλαμπος Τομπουλίδης του Μουσμελέκ, παπα- Γερβάσιος Αποστολίδης του Κουλετέκ, παπα-νεόφυτος Καραηλιάδης του Πακλιάρ, παπα-νικόλας Χρυσαφίδης του Πεϊτουρλού, παπα-παντελεήμων Παπαδόπουλος του Αλάτσαμ, παπα-λάζαρος Νικολαΐδης του Ορφάν, παπα-αμανάτιος και παπα- Στυλιανός Κυρανίδης του Ου(Ι)μουρτσού(ί)κ, παπα-αλέξιος Βασιλειάδης του Σιχλίχ, παπα-γρηγόριος Βασιλειάδης και παπα-παναγιώτης Βασιλειάδης της Τάχνας, παπα- Λευτέρης Γεωργιάδης, παπα-λάζαρος Ποιμενίδης και παπα-νικόλας Χριστοφορίδης του Καράπουναρ, παπα-λευτέρης Διαμαντόγλου του Σοχούτσουχουρ, παπα-νικόλας του Ερεντσίκ, παπα-χαράλαμπος του Μαησλού, παπα-όμηρος Νεοφυτίδης και παπα- Νικόλας Αρχοντίδης του Ελέζλου, παπα-λεόντιος Λαζαρίδης και παπα-νεόφυτος του Τουάν Γιουβασί, παπα-κύριλλος Αραμπατζόγλου του Εβρένουσαγι, παπα- Γιάννης Χασάπογλου του Τουρνάκιοϊ, παπα-μιχαήλ Τσακίρογλου του Γιαγτσί Μαχμούτ, παπα-θεόφιλος Θεοδωρίδης της Γαϊνάρτσα, παπα-βασίλειος Αρτοποιάδης του Ερσαντούχ, παπα-κωνσταντίνος Σακαλίδης του Τσορτουκλού, παπα-χρήστος Καλλίδης του Τικενλού, παπα-κυριάκος του Αλμάλουτσα, παπα-λευθέρης του Καπάτσουχουρ, παπα-αβραάμ και παπα-κωνσταντίνος του Κιουρλένταμι, παπα- Χριστόφορος Καρυπίδης του Καπούκαγια, παπα-νικόλας Ελευθεριάδης του Ποχτσάαρμουτ, παπα-χριστόφορος Χριστοφορίδης του Γαβάχλοον, παπα-φιλίντας Βασίλογλου του Κούσποκου, παπα-θεόδωρος Ζυρίνογλου του Παπασοόνατα, παπα- Ιερόθεος Καλλίδης και παπα-ιωακείμ Νεοφυτίδης του Αλάτσαμ, παπα-αναστάσιος 319 Μαρτυρίες Κοτσέρογλου Δημ., Αντωνιάδη Θεοδ., Τσοπανίδη Παναγιώτη και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 320 Μαρτυρίες Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Φιλιππίδη Παντελή, Ταγκάλογλου Μιχαήλ και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 321 Μαρτυρίες Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Τομπάκογλου Ιωσήφ και Κοτσέρογλου Δημ. 322 Μαρτυρία Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 323 Μαρτυρίες Κοτσέρογλου Δημ. και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 324 Μαρτυρία Παρασκευαΐδου Σοφίας. 325 Μαρτυρίες Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Κοτσέρογλου Δημ. και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 326 Μαρτυρίες Τσομπάνογλου Νικολάου και Τσοπανίδη Παναγιώτη. 276
Αραβίδης, παπα-φώτης Νικολαΐδης, παπα-αλέξιος Τομπουλίδης και παπα-νικόλας Παναγιωτίδης 327. Η χορεία των μαρτύρων κληρικών της ευρύτερης περιοχής Πάφρας 328 περιλαμβάνει και τους κάτωθι ιερείς: παπα-γρηγόρης Μητσίκογλου του Αγτσάλαν, παπα-ιορδάνης Παυλίδης του Αρχάταγ, παπα-γιώργης Ταγκαλίδης του Γουρούκοκτσε, παπα-δημήτρης Παρασκευαΐδης του Γαγιανίνπασι, παπα-αλέξης Ιωαννίδης και παπα-νικόλας Κερσίδης του Γέραλτι, παπα-γιώργης Κωνσταντινίδης του Ελματσίκ, παπα-γιάννης Κιλιμτσόγλου του Κελέρ, παπα-τριαντάφυλλος Κετικίδης του Κιοβτσέσου, παπα-ανανίας Οξούζογλου του Κεστενέ, παπα-αλέξιος Θεοδωρίδης του Καπάτουζ, παπα-λάζαρος Καϊσίδης του Μουαμλί, παπα-νεόφυτος Αργυριάδης του Μητέισκετιγι, παπα-ιάκωβος Τερζίδης του Ορμονός, παπα-γιάννης Τσοπάνογλου του Ορτάασαρ, παπα-ευθύμιος Παπαδόπουλος του Ούτσπουναρ, παπα-γιώργης Χαϊτίδης του Σουρμελί, παπα-νεόφυτος Αλαλίδης του Σελαμελίκ, παπα-στέφανος Χατζηστεφανίδης του Τσοράχ, παπα-σάββας Παπαδόπουλος του Τεβρέτ, παπα-ηλίας Χρηστίδης και παπα-λάζαρος Ευτυχίδης του Τσενικλίγιουρτ, παπα-νεόφυτος του Τουάνγιουβασι, παπα-γιάννης Αραμπατζόγλου και παπα- Νικόλας Χαραλαμπίδης του Τομούζαγι, παπα-χριστόφορος Αλεξιάδης, παπα Ευθύμιος Παπαδόπουλος και παπα-γιώργης Ασλανίδης του Τσουλφάχοτζα, παπα- Μιχαήλ Λαζάρογλου και παπα-ιάκωβος Σαββίδης της Χαϊτάλαπα, παπα-αβραάμ Χριστοφορίδης της Χρύση και ο ιερομόναχος παπα-γιάννης του Ότκαγια, ο οποίος επιτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα στη Μονή της Παναγίας 329. Από τα ελληνικά χωριά της Αμισού, μαρτύρησαν οι κάτωθι ιερείς: παπα- Νικόλας Ελευθεριάδης του Καράπερτσιν, παπα-ευθύμιος Λαζόπουλος, παπα- Αβραάμ Νικολαΐδης και παπα-λουκάς Ελληνίδης της Αμισού, παπα-ελευθέριος Παντελίδης και παπα-στάθης του Τσιμενλί, παπα-αναστάσιος Χασάπογλου του Ερουκλί, παπα-βασίλειος Παπαδόπουλος του Γκαμάν, παπα-στέφανος Ανανιάδης του Ταφλάνκιοϊ, και παπα-λάζαρος Παρασκευαΐδης του Ατά 330. Από τη Λαοδικεία (Λατίκ) του Πόντου, μαρτύρησαν οι κάτωθι ιερείς: παπα- Δημήτρης Αμβρόσογλου του Πογιούκαλαν, παπα-στέφανος Μουρατίδης του Καρατσάορεν και παπα-φώτης Δημητριάδης του Καραγάτς 331. Από την περιοχή της Θεμίσκυρας (Τσαρσαμπά), μαρτύρησαν οι κάτωθι ιερείς: παπα-φώτης Ασλάνογλου της Θεμίσκυρας, παπα-φίλιππος Καισαρίδης του Κισλά, παπα-συμεών Ναρλίδης του Ποομά, παπα-αλέξιος Μουταφίδης του Κεστενέπουναρ και παπα-χαράλαμπος Γιαϊλόγλου του Καράκαγια 332. Από την περιοχή της Έρπαα, μαρτύρησαν οι κάτωθι ιερείς: παπα-ζαχαρίας Αράπογλου του Τεκέαραν, παπα-αβραάμ Πεχλιβανίδης του Εντίκπουναρ, παπα- Νικόλας Αβραμίδης και παπα-νικόλας Τσεντόγλου του Ταζλί, παπα-κώστας Παυλίδης του Κολεούν, παπα-χρήστος Καμερίδης του Σαρίταρλα και παπα-νικόλας 327 Μαρτυρίες Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Τομπάκογλου Ιωσήφ, Αντωνιάδη Θεοδ., Τσομπάνογλου Νικολάου, Τσοπανίδη Παναγιώτη, Φιλιππίδη Παντελή, Γεωργίου Ηρ., Κοτσέρογλου Δημ., Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Παρασκευαΐδου Σοφίας, Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, Γεωργιάδου Στυλιανής, Σαράφογλου Αρτεμισίας, Ορφανίδη Σάββα, Κλαζίδη Βασ., Καρασαββίδη Νικ., Κωστάχογλου Αβραάμ, Κυριακίδου Κυρ., Κουτσόγλου Ελευθερίου και Παπαδόπουλου Ιωάννη. 328 Στην ευρύτερη περιοχή της Πάφρας περιλαμβάνονται οι όμορες περιοχές Άνδραπα, Ζάληχος- Λεοντόπολις, Θέρμες Φαζημωνιτών και κοινότητες της Αμισού προς το μέρος της Πάφρας. Η αναφορά ισχύει και για τους προαναφερθέντες ιερείς, γιατί και στις προφορικές μαρτυρίες απαντώνται με αυτόν τον τρόπο. 329 Αρχείο Γεωργίου Αντωνιάδη (ευγενική παραχώρηση). Τα ονόματα έχουν διασωθεί από προφορικές μαρτυρίες. 330 Ό. π. 331 Ό. π. 332 Ό. π. 277
Δεληγιαννίδης του Ισικλί 333. Τον παπα-λάζαρο του Γούζολτιρεν τον τεμάχισαν με πριόνι, οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν 334. Από την περιοχή της Αμάσειας, μαρτύρησαν οι κάτωθι ιερείς: παπα-νικόλας Λαυρεντιάδης των Ζήλων, παπα-γιώργης Σαρόπουλος του Μεσέπουναρ και παπα- Ονούφριος Λολεΐδης του Κουπετσίκ 335. Κάποιοι από τους κληρικούς είχαν ακόμη χειρότερη τύχη. Τον Ιούνιο του 1921, έξη τζανταρμάδες περικύκλωσαν το σπίτι μου. Εγώ από φόβο ανέβηκα στα κεραμίδια του σπιτιού μου και ξάπλωσα χωρίς να κινούμαι Πίεζαν τη γυναίκα μου και τις κόρες μου για να μάθουν πού κρυβόμουν ή πού είχα πάει Τις χτύπαγαν με βούρδουλα Αφού τις έδειραν, έκαναν να φύγουν Δύο από αυτούς γύρισαν πίσω, κοντά στη γυναίκα μου, που ήταν πεσμένη καταγής από το πολύ ξύλο, γύρισαν τα όπλα τους εναντίον της γυναίκας μου και των δύο κοριτσιών μου, και τις σκότωσαν, χωρίς κανένα λόγο Λιποθύμησα στα κεραμίδια Είχα χάσει τα λογικά μου 336. Βουβός απομένει ο άνθρωπος μπροστά στο μέγεθος της κεμαλικής μανίας. Το αίμα για το αίμα. Ο θάνατος για το θάνατο. Ο σημαντικός αυτός αριθμός των κληρικών, που μαρτύρησαν για τη χριστιανική πίστη τους και την προσήλωσή τους στον Ελληνισμό, δεν αντιπροσωπεύει τον αριθμό των καθ ολοκληρίαν μαρτυρησάντων ιερέων, αλλά εκφράζει τη μεγάλη πλειοψηφία τους, κυρίως, για την ευρύτερη περιοχή της Πάφρας. 7. Η θυσία των δασκάλων Οι νεοτουρκικές και κεμαλικές διώξεις, κατά των δασκάλων των ελληνικών σχολείων της ευρύτερης περιοχής της Πάφρας 337, ήταν πολύ έντονες και αποσκοπούσαν στην εξόντωσή τους. Την ίδια τύχη (με τους παπάδες) είχαν και οι δάσκαλοι 338. Ήταν και αυτοί, κατά τους Νεότουρκους και κεμαλικούς, το σημαντικότερο μέρος του ίδιου προβλήματος, και γι αυτό τους αντιμετώπισαν με την ίδια βαρβαρότητα. Το σχολείο υπήρξε ο θεμέλιος λίθος και η εστία για τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια των Ελλήνων στα ακρότατα αυτά όρια του Ελληνισμού. Σκοπός των σχολείων ήταν η ελληνοπρεπής αγωγή των Ελλήνων μαθητών. Οι δάσκαλοι καθοδηγούσαν τα ιδρύματα, όπου παρέχονταν η ελληνική παιδεία στα ελληνόπουλα της Ανατολής. Στο σχολείο και στην εκκλησία, τα ελληνόπουλα της Πάφρας, αλλά και ολόκληρου του Πόντου, συνειδητοποιούσαν ποιοί ήταν οι Έλληνες και ποιοι οι Ρωμιοί (Ρούμ), γιατί ως Ρωμιοί της Ανατολής ήταν Έλληνες 339. Στα σχολεία μάθαιναν ότι, ο Ρωμιός ήταν η ανατολική φυσιογνωμία του Νεοέλληνα. Στο σχολείο και στην εκκλησία συνειδητοποιούσαν ότι ήταν ένα σύνολο Ελλήνων που 333 Ό. π. 334 Βαλαβάνης, Ιστορία, 232. 335 Αντώνιάδης, ό. π. 336 Μαρτυρία του ιερέα Χαράλαμπου Παυλίδη από το Τεκέαραν της Κάβζας. 337 Σε αυτήν περιλαμβάνονται οι όμορες περιοχές Θέρμες Φαζημωνιτών (Κάβζα) και Άνδραπα (Βεζύρκιοπρου) 338 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 339 Όπως ακριβώς ήταν και οι απελευθερωθέντες Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδος, μετά την επανάσταση του 1821 (Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2003). 278
ζούσαν σε μια ορισμένη γωνιά της βόρειας Μικράς Ασίας, όπου αναπτυσσόταν ο ελληνικός πολιτισμός, φορείς του οποίου ήταν αυτοί οι ίδιοι. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέχρι την επικράτηση του Νεοτουρκικού κινήματος, σε συνεργασία με τους κατά τόπους μητροπολίτες, είχε την αποκλειστική ευθύνη για την εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων. Οι προσπάθειες εκτουρκισμού της εκπαίδευσης των Ελλήνων αποτέλεσαν πρωταρχικό στόχο των Νεοτούρκων. Σκοπός τους ήταν, πάση θυσία, να πλήξουν τους δύο κύριους φορείς της αφύπνισης και της ενδυνάμωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης, την Εκκλησία και την Εκπαίδευση 340. Στα οθωμανικά σχολεία, οι Νεότουρκοι επιδίωκαν την εμπέδωση της εθνικής ιδεολογίας τους, προκειμένου να εκτουρκίσουν τους μη τουρκικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, και να ενισχύσουν τον εθνικισμό τους. Παρά τα προβλήματα, η άνοδος της ελληνικής εκπαίδευσης συνεχίστηκε και κατά τα έτη 1908-1914. Η μεγάλη πτώση παρουσιάστηκε μετά το 1914, με την έναρξη των συστηματικών διωγμών 341. Μεταξύ των ετών 1917-1922, όταν η νεοτουρκική και κεμαλική εθνοκάθαρση κορυφωνόταν, και τα σχολεία δε λειτουργούσαν, ο στόχος μεταφέρθηκε στους φορείς της εκπαίδευσης, που ήταν τα σύμβολα του Ελληνισμού. Κατά τη νεοτουρκική περίοδο, οι δάσκαλοι ήταν υπό διωγμόν, ανέβηκαν στα βουνά και έγιναν αντάρτες ή κρύφτηκαν στα χωριά τους, όπου συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν από τους Τούρκους 342. Πάντοτε, ο δρόμος των καταδιωκόμενων αγωνιστών τους οδηγούσε στο βουνό, όπου στη χειρότερη περίπτωση τους περίμενε ένας ένδοξος θάνατος. Σε αντίθετη περίπτωση, η μοίρα τους είναι πολλαπλώς χειρότερη. Κάποιοι δάσκαλοι, που δεν κατάγονταν από την περιοχή, έφευγαν σε άλλους τόπους. Κατά την πρώτη, νεοτουρκική περόδο των διωγμών το δάσκαλο Γεώργιο Χαραλαμπίδη, από το Κοσρούφ της Γάβζας, τον εκτέλεσαν το 1917 343. Το δάσκαλο του Ορφάν χατζη-δημήτρη Κουλμέζογλου τον έστειλαν το 1917 εξορία στην Κασταμονή, και, όταν προσπάθησε να δραπετεύση, τον σκότωσαν 344. Η πάγια τακτική των Νεότουρκων, για τους δασκάλους της ευρύτερης περιοχής Πάφρας, ήταν πολύ συγκεκριμένη και αποσκοπούσε σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Όσους δασκάλους συνελάμβαναν, αν δεν τους εκτελούσαν, τους εξόριζαν στην Κασταμονή, από όπου δε γύριζε κανείς. Στην εξορία του 1917, στην περιοχή της Κασταμονής, έχασαν τη ζωή τους οι δάσκαλοι: Θεόφιλος του Άιτογτου, Ηλίας της Γαϊνάρτσα-από το Κοσρούφ, Γεώργιος Ηλιάδης του Γιαατσή Μαχμούτ, Αβραάμ Τσοπανίδης, Νικηφόρος Ελευθεριάδης του Κοπτσήνταγ, Γεώργιος Αναστασιάδης του Τουρνάκιοϊ-απόφοιτος του κολλεγίου Ανατόλια, Κλέαρχος Νικολαΐδης του Καράτεπε, Νεόφυτος Σακάλογλου του Τικενλί, Νεόφυτος Νικολαΐδης της Γαϊνάρτσα, Πολυχρόνης Νικολαΐδης του Κοσρούφ, Γερβάσιος Νίκογλου του Αγίου Δημητρίου, Ανανίας του Γουμίνοζ-από το Κοσρούφ, Γεώργιος Αμπελίδης του Κωστάνουσαγι και Βασίλειος της Γιάιλα 345. Με την εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο του Μουσταφά Κεμάλ, οι διώξεις έλαβαν αγριότερη μορφή. Τον Δημήτρη του Ζεϊνέλ τον σκότωσαν σε ενέδρα το 1919 340 Ν. Βλάχος, Ιστορία των Κρατών της Χερσοννήσου του Αίμου 1908-1914, Ο. Ε. Δ. Β., 1, Αθήνα 1954, 112, 114. 341 Κουλοχέρης, Αμισός, 39. 342 Μαρτυρίες Κοτσέρογλου Δημητρίου και Καρασαββίδη Νικολάου. 343 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημητρίου. 344 Μαρτυρίες Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Αντωνιάδη Θεοδώρου, Φιλιππίδη Παντελή και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 345 Μαρτυρίες Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Αντωνιάδη Θεοδώρου, Γεωργίου Ηρ., Καρασαββίδη Νικ., Φιλιππίδη Παντελή και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 279
346. Τον Ιωσήφ Καλπάκογλου και τον Ακεψιμά του Κιουρλένταμι τους σκότωσαν το 1919 347. Τον Κυριάκο του Κιρεζλού τον σκότωσαν το 1919 348. Τον Αβραάμ Ποιμενίδη του Καράπουναρ, το 1920, του έβγαλαν τα μάτια και ζωντανό τον κρέμασαν σε ένα δέντρο, όπου πέθανε με αργό θάνατο 349. Για τον παραπάνω δάσκαλο, υπάρχει και συνέχεια. και τον πέταξαν στον Άλυ 350. Το δάσκαλο Ηλία του Μαησλού, από το Κοσρούφ, τον σκότωσαν στο χωριό του το 1920 351. Ο Λεφτέρης Παπάζογλου, από το Παπασοόνατα, σκοτώθηκε σε ενέδρα των Τούρκων κοντά στο Καπούκαγια. Ο δάσκαλος Διογένης Δεληγιάννης του Γουζάλαν σκοτώθηκε στη μάχη του Κούσποκου, το καλοκαίρι του 1919 352. Οι δάσκαλοι πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος, με ιδιαίτερα άγριο τρόπο, γιατί είχαν ξεκινήσει οι πολιτικές διαδικασίες για την ανεξαρτησία του Πόντου, για τη Δημοκρατία του Πόντου. Το Ποντιακό Ζήτημα έδωσε στους κεμαλικούς την ευκαιρία να δολοφονούν χωρίς προσχήματα. Οι δάσκαλοι, με την ελληνοπρεπή αγωγή που παρείχαν στους Έλληνες, μέσω των σχολείων της ευρύτερης περιοχής, μαζί με τους κληρικούς, θεωρήθηκαν οι πρώτοι υπαίτιοι και το πλήρωσαν με το αίμα τους. Το αίμα που χυνόταν δεν είχε τελειωμό. Μεταξύ των ετών 1921-1922, οι καταδιώξεις των δασκάλων, που απέβλεπαν στη φυσική εξόντωσή τους, έλαβαν ακόμη πιο έντονη μορφή. Σκότωσαν το δάσκαλο του Γαβλαάν Ηλία, και μάλιστα ακούσαμε ότι του έβγαλαν τα μάτια οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν το 1921 353. Τον Γρηγόρη του Σιχλίχ τον σκότωσαν στο χωριό του, τον Χαράλαμπο Ιωακειμίδη και τον Κωστάχογλου Κυριάκο της Τάχνας τους εκτέλεσαν το 1921 354. Τον Χαραλαμπίδη του Εκίζτεπε τον έκαψαν στην εκκλησία του Σελαμελίκ. Το ίδιο και τον Πορφύριο Αλεξιάδη του Κεστενέ Ο Νεόφυτος Τορούνογλου του Χορόζοο σκοτώθηκε στο Γιουντάγ 355. Τον Χατζηδημήτρη του Έλεζλου τον έκαψαν ζωντανό στην εκκλησία του χωριού του 356. Από τις ελάχιστες μαρτυρίες που έχουμε, γίνεται φανερό ότι από την κεμαλική λαίλαπα δε γλίτωσε κανείς. Οι δάσκαλοι σκοτώθηκαν στις μάχες του Γαρταλίκ και Ουμουρτσίκ, μέσα στην εκκλησία του Σελαμελίκ, στα χωριά τους, αλλά και οι ελάχιστοι που διέφυγαν της προσοχής των κεμαλικών και εξορίστηκαν, έχασαν τη ζωή τους, όπως: ο δάσκαλος Αλέξης του Τεβρέτ, ο Ηλίας του Μαησλού, ο Στέφανος Χατζηλιάδης του Ουμουρτσίκ, ο Π. Ελευθεριάδης από το Κιούλτεπε, ο Γ. Χαϊτίδης της Άνδραπας, ο Παρασκευάς Νεοφυτίδης από το Κιοσρούφ, ο Φώτης Νικολαΐδης του Κελέρ, ο Κελίδης του Μουσμελέκ, ο Γεώργιος του Ορμονός, ο Φώτης Δεδέογλου του Πακλιάρ, ο Δημήτρης του Χιτιρελέζ, ο Χαράλαμπος Γεωργιάδης του Ασάρ 357. Οι δάσκαλοι και οι δασκάλες της πόλης της Πάφρας γνώρισαν το θάνατο εν ψυχρώ ή εξορίστηκαν στο Ντιγιαρμπεκήρ. Την ίδια τύχη είχαν και οι δάσκαλοι από 346 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ., Αντωνιάδη Θεοδώρου, Τσοπανίδη Παν. και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 347 Μαρτυρία Αντωνιάδη Θεοδώρου. 348 Μαρτυρία Φιλιππίδη Παντελή. 349 Μαρτυρίες Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Τσοπανίδη Παν. και Καρασαββίδη Νικ. 350 Μαρτυρίες Αντωνιάδη Θεοδώρου και Τομπάκογλου Ιωσήφ. 351 Μαρτυρίες Χατσηαποσίδη Ιεροθέου και Τσοπανίδη Παν. 352 Μαρτυρίες Παρασκευαΐδου Σοφίας και Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 353 Μαρτυρίες Καρασαββίδη Νικ. και Φιλιππίδη Παντελή. 354 Μαρτυρίες Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Αντωνιάδη Θεοδώρου και Κοτσέρογλου Δημητρίου. 355 Μαρτυρίες Παρασκευαΐδου Σοφίας, Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Ταγκάλογλου Μιχαήλ και Κοτσέρογλου Δημητρίου. 356 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 357 Μαρτυρίες Τσομπάνογλου Νικολάου, Γεωργίου Ηρ., Τομπάκογλου Ιωσήφ, Αντωνιάδη Θεοδώρου, Παρασκευαΐδου Σοφίας, Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Ταγκάλογλου Μιχαήλ και Κοτσέρογλου Δημητρίου. 280
τις Θέρμες Φαζημωνιτών (Κάβζα), την Άνδραπα, την Αμισό, αλλά και όλων των χωριών της υπαίθρου των περιοχών αυτών 358. Εκτός των προαναφερθέντων μαρτύρων δασκάλων από την περιοχή της Πάφρας, διασώθηκαν και τα εξής ονόματα 359 : 1. Μαργαρίτου Θεοφανώ, Χατζηφωτίου Γεωργία, Λεοντοπούλου Ελένη, Πλουμή, Χαρίκλεια, Μάρω και Μπαλτζής Νικηφόρος, που ασκούσαν το λειτούργημά τους μέσα στην πόλη της Πάφρας. 2. Αρζουμάνογλου Νεόφυτος, Κοσμίδης Στυλιανός, Νικηφορίδης Ευστάθιος, Αράπογλου Κλήμαντος, Νικολαΐδης Δημοσθένης, Κοσμίδης Νικόδημος, Ελευθέριος, Γεώργιος και Τσιβελεκίδου Ευτυχία από τη Ζάληχο-Λεοντόπολι (Αλάτσαμ). 3. Κυνηγόπουλος Νικόλαος του Νεπιέν Αλάτσαμ, Αρζουμανίδης του Αζάι, Χατζηδημήτρης του Άκτεκε, Νεόφυτος του Αγτσάλαν, Εχτιάρογλου Νικόδημος του Ασμάτσαμ, Αχμάνογλου Κυριάκος του Γουρούκοκτσε, Ανανίας του Γέραλτι, Αβραμίδης Νεόφυτος του Ντεμιρτσίκιοϊ, Χαμπόσογλου Σάββας του Ερεντσίκπασι, Ναξαρλίδης Νεόφυτος του Ελματσίκ, Χρήστος και Στυλιανός του Ερνταούτ, Λεοντίδης Ιωάννης του Εγριμπέλ, Παπάζογλου Πρόδρομος του Κουλετέκ, Ελευθέριος του Μιτέισκουνεγι, Ηλιάδης Πανάρετος του Ούτσπουναρ, Χαρίτογλου Κλήμαντος του Ορτάασαρ, Δεδέογλου Γερβάσιος του Σουρμελί, Νικολαΐδης Χριστόδουλος του Τσουλφάχοτσα, Νεοκλής του Χρύση, Ελευθεριάδης Νικόλαος και Νικολαΐδης Ευλάμπιος του Χαϊτάλαπα, Χαραλαμπίδης Γεώργιος του Κοσρούφ, από τις Θέρμες Φαζημωνιτών (Γάβζα). 4. Χρυσοχοΐδης Γεώργιος, Θεοφανίδης Νικόλαος, Αβραμίδης Φίλιππος και Αμπατζής Μιχαήλ από την όμορη Λαοδικεία (Λατίκ) του Πόντου. 5. Αλεξιάδης Γεώργιος, Τσακίρογλου Νεόφυτος, Στυλιανός, και Παπαδόπουλος Νικόλαος από την Αμάσεια. 6. Καραταΐδης Θεόφιλος και Θεοφανίδης Χριστόφορος από τα Ζήλα. 7. Από την περιοχή της Έρπαα, όπου είχαν μετοικήσει Παυρενοί, οι: Νικολαΐδης Γεώργιος του Γίζολτιρεν, Μουρατίδης Χαράλαμος, Αδαμίδης Κωνσταντίνος και Κωνσταντινίδης Ιωάννης του Ισικλί, Νεοφυτίδης Μιλτιάδης του Εντίκπουναρ, Χομενίδης Βασίλειος του Γιαϊλατσούκ, Παυλίδης Ισαάκ του Χατζήπικλικ, Κοσμίδης Νεοκλής του Φερέστεγιν, Χαμπόγλου Ισοκράτης του Τσέρτεγιν, Δεληγιαννίδης Ευστάθιος του Σαρίταρλα, Δεμερτσίδης Γεώργιος του Κόλεουν, Παυλίδης Νικηφόρος του Ταγλί (Ταζλί ή Τάζλου). Οι μαρτυρίες είναι καταλυτικές: Λέγανε οι δάσκαλοί μας 360. Τόσο απλά, για όλα εκείνα που δίδασκαν οι δάσκαλοι στα παιδιά της Πάφρας, που με έναν υπέροχο παιδαγωγικό τρόπο καλλιεργούσαν τα γράμματα και παρείχαν ελληνοπρεπή αγωγή. Οι δάσκαλοι αυτοί έπρεπε να εξοντωθούν με άμεσα. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν κάθε μέσον που μπορούσε να συλλάβει η αρρωστημένη νεοτουρκική και κεμαλική φαντασία. Οι δάσκαλοι της Πάφρας οδηγήθηκαν σε ολοκαύτωμα γιατί νουθετούσαν και δίδασκαν στα ελληνόπουλα τις ρίζες τους και το ένδοξο παρελθόν των προγόνων τους. Τους δίδασκαν πώς να αντιστέκονται τόσο στις απατηλές υποσχέσεις και τα ψεύτικα νεοτουρκικά οράματα, όσο και στην κεμαλική βαρβαρότητα, που αποσκοπούσε στην ομογενοποίηση του ελληνικού στοιχείου που διαβιούσε στη Μικρά Ασία. Η ομογενοποίηση του παντοειδούς μουσουλμανικού στοιχείου και η δημιουργία ενός τουρκικού έθνους, δεν τους αρκούσε. Στη χοάνη 358 Μαρτυρίες Τομπάκογλου Ιωσήφ, Παρασκευαΐδη Αβερκίου, Κριτσιλίδου Πάνσεμνης και Γεωργίου Ηρακλή. 359 Αρχείο Γεωργίου Αντωνιάδη. 360 Μαρτυρία Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 281
αυτήν όφειλαν να εισέλθουν και οι Έλληνες 361. Οι δάσκαλοι δίδασκαν με το παράδειγμά τους την ελευθερία του ανθρώπου, το δρόμο της τιμής και της αξιοπρέπειας. Ήθελαν να διαμορφώνουν ελεύθερες προσωπικότητες και συνειδήσεις, και γι αυτό τους εξόντωσαν με κάθε μέσο. 8. Η θυσία των βρεφών και των παιδιών Τα μεγάλα θύματα της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων της Πάφρας ήταν τα παιδιά. Παιδιά εννοούνται τα βρέφη, τα νήπια, μέχρι και τα παιδιά της προεφηβικής ηλικίας. Αυτά υπήρξαν θύματα τόσο της νεοτουρκικής, όσο και της κεμαλικής βαρβαρότητας. Τα παιδιά σφαγιάζονταν κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού στα χωριά, τα οποία πυρπολούνταν αμέσως από τους εισβολείς στρατιώτες 362. Ο στρατός καταδίωκε τους αντάρτες, ενώ οι τσέτες ερευνούσαν τα σπίτια και τα δάση, κατασφάζοντας παιδιά, γυναίκες ή άνδρες. Η τακτική των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων περιελάμβανε, κατ αρχήν, κανονιοβολισμούς και μυδραλιοβολισμούς, πριν οι στρατιωτικές δυνάμεις έρθουν σε επαφή με τους καταφυγόντες στα δάση πληθυσμούς. Ο στόχος ήταν προφανής, και αποσκοπούσε στην κατατρομοκράτηση των γυναικοπαίδων και των άμαχων, τα οποία εύκολα γίνονταν θύματα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, διότι καταλαμβάνονταν από πανικό 363. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που μείωνε τον αριθμό των παιδιών ήταν ο θάνατος από ασιτία. Τον Ιούνιο του 1921, μόνο στον όλεθρο της Πάφρας, 700 παιδιά είχαν πεθάνει από ασιτία 364. Η σφαγή των παιδιών στα βουνά ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, αλλά δεν ήταν το μόνο. Στην εξορία που οδηγούνταν, όσα γυναικόπαιδα και άνδρες δε σφαγιάζονταν κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, γνώριζαν το θάνατο από την πείνα, τις κακουχίες, το κρύο του χειμώνα. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα μικρά παιδιά τα άρπαζαν οι μουσουλμάνοι χωρικοί και τα εξαφάνιζαν 365. Υπήρχε, όμως, και μια άλλη διάσταση στη θυσία των παιδιών, καθ όλα τραγική. Ήταν η θυσία των λίγων νηπίων προκειμένου να σωθούν οι πολυπληθείς άμαχοι. Ερχόταν ο τουρκικός στρατός κατά χιλιάδες. Οι Παφραίοι ήταν καμουφλαρισμένοι στις πλαγιές του βουνού και από το βάθος περνούσε ο τουρκικός στρατός. Για να μην κλάψει κάποιο παιδί και προδοθούν, οι επικεφαλής καπεταναίοι μάζευαν όλα τα μικρά παιδιά και τα έσφαζαν για να σωθούν οι υπόλοιποι 366. Σε μια άλλη περίπτωση, όσοι είχαν γλιτώσει από τη σφαγή του Μαησλού (Γαρταλίκ τερεσι), ένα σύνολο πεντακοσίων ανθρώπων κρύφτηκαν σε ένα δάσος. Δεν έβγαζε κανείς μας τσιμουδιά. Είχαμε, όμως, μαζί μας και μερικά μικρά παιδιά, και για να μην 361 Μία, κεμαλικής έμπνευσης, ορολογία που επιχειρήθηκε να αποδοθεί στους Έλληνες ήταν Τουρκοορθόδοξοι. 362 Μαρτυρίες των καπετάνιων Καρασαββίδη Νικολάου και Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 363 Γεωργιάδης, Σαμψούντα, 61. Το περιεχόμενο της αυτοβιογραφίας αναφέρεται τόσο στην περιοχή της Αμισού, όσο και της Πάφρας. Κατά την περίοδο των διώξεων 1914-1922, οι δύο αυτές όμορες περιοχές είχαν την ίδια τραγική τύχη. Οι ελληνικοί πληθυσμοί, που είχαν καταφύγει στα βουνά, μετακινούνταν προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Αυτό συνέβαινε συχνότερα από τους πληθυσμούς της Αμισού, που κατέφευγαν στα απρόσιτα και παρθένα δάση της Πάφρας. 364 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI(5), αρ. εμπ. πρωτ. 9604, Κωνσταντινούπολη 21Αυγούστου 1921. 365 Μαρτυρίες Γεωργιάδου Στυλιανής, Κυριακίδου Κυριακής και Παρασκευαΐδου Σοφίας. 366 Μαρτυρία Ορφανίδη Σάββα. Τσακιρίδης, Αντάρτες, 160. 282
κλάψουν και μας αντιληφθούν οι Τούρκοι, οι μανάδες πνίγανε τα μικρά παιδιά τους Θα μας σκοτώνανε όλους, αφού δεν μπορούσαμε να διαφύγουμε 367. Σε άλλη περίπτωση, κατά τη διαμονή στο βουνό, χωρίς νερό και ψωμί, γιατί μας είχαν περικυκλωμένους οι Τούρκοι Πολλές μανάδες, για να μην τους καταλάβουν οι Τούρκοι, σκοτώνανε ή πνίγανε τα παιδιά τους, γιατί αν τους καταλάβαιναν οι Τούρκοι θα σκότωναν όλους όσους ήταν κρυμμένοι σε εκείνη την περιοχή του βουνού 368. Οι Τούρκοι, αφού κάψανε καθ ολοκληρίαν το χωριό Καπούκαγια, συνέχισαν να κυνηγούν τους άμαχους που είχαν καταφύγει στα βουνά. Ήρθαν τάγματα τουρκικού στρατού και ο κόσμος έφευγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να μη συλληφθεί από τους Τούρκους. Οι μανάδες πετούσαν τα παιδιά τους στις ρεματιές, γιατί δεν μπορούσαν να τα κουβαλήσουν, και θα τους έπιαναν οι Τούρκοι 369. Δύο αντάρτες μετακινούνταν από ένα καμένο χωριό σε ένα άλλο καμένο χωριό, για να βρούν κάτι να φάνε, προκειμένου να μη λιμοκτονήσουν. Τα βουνά ήταν πλημμυρισμένα από τους κεμαλικούς. Βρήκαμε στο δρόμο δύο μικρά παιδιά και τα αφήνουμε κάτω από ένα κέδρο, με λίγο νερό κοντά τους, για να το πιούν, γιατί δεν μπορούσαμε να τα πάρουμε μαζί μας. Μετά από δύο μέρες γυρίσαμε πάλι από το ίδιο μέρος πίσω, και βρίκαμε τα παιδιά νεκρά, με ανοιχτά τα μάτια. Σκάψαμε ένα λάκο με τα σπαθιά μας και εκεί τα παραχώσαμε, χωρίς να ξέρουμε τίνος παιδιά είναι. Και οι γονείς τους, φυσικά, θα είχαν σκοτωθεί ή θα είχαν πεθάνει 370. Κατά περίπτωση, υπήρχαν και λίγα τυχερά παιδιά. Οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν σιγά-σιγά να οπισθοχωρούν. Καθόμουν κάτω από μια καρυδιά, όπου με βρήκε ο άνδρας μου, που ερχόταν από τη μάχη, και μου είπε ότι στο ρέμα έκλαιγε ένα παιδάκι Πήγα και το πήρα. Το είχε πετάξει η μάνα του πριν από δύο ημέρες, όταν μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι στρατιώτες και γινόταν φοβερή μάχη Η Κατίνα Κωνσταντινίδου, από το Γαγιανίπασι γνώρισε το παιδί της και της το δώσαμε 371. Τα μικρά παιδιά, εάν ο κίνδυνος κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων δεν ήταν εξ απήνης, οι μάνες τα έκρυβαν μέσα σε θάμνους, όπου υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα να επιβιώσουν, και όπου εκ των πραγμάτων ήταν ασφαλέστερα. Η θυσία των παιδιών στον τιτάνιο εκείνο αγώνα ζωής και θανάτου ήταν η πλέον αγνή. Οι μάνες, όμως, που θυσίασαν τη ζωή των παιδιών τους για τη σωτηρία των άμαχων και των ανταρτών, έμεναν με τον αβάσταχτο πόνο στην καρδιά. Για όλα εκείνα τα παιδιά που κατασφάγηκαν από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς, που πέθαναν στην εξορία, που απήχθησαν από μουσουλμάνους, που πέθαναν από την πείνα, το κρύο και τις κακουχίες πάνω στο βουνό ή που θυσιάστηκαν για να σωθεί ο υπόλοιπος κατατρεγμένος λαός, ένα υπήρξε το θεραπευτικό μέσο για τις πονεμένες ψυχές που επέζησαν. Σε κάθε νέο παιδί που γεννόνταν, με την εγκατάστασή τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, έδιναν το όνομα ενός θυσιασθέντος παιδιού στο βωμό της πατρίδας. Στα μάτια των νέων παιδιών ζούσε το θυσιασθέν παιδί τους. Είναι καταλυτικός ο λόγος του αντάρτη, που βίωσε όλα τα τραγικά εκείνα γεγονότα, μεταξύ των ετών 1914-1922, για τη θυσία αυτή. Όχι μόνο εμείς οι μεγάλοι, αλλά και τα μικρά παιδιά πλήρωσαν με τη ζωή τους, και θυσιάστηκαν για να μείνουν πιστοί στη θρησκεία μας και στην Ελλάδα μας. Ήταν ο μεγάλος φόρος αίματος που έπρεπε να τον δώσουμε και τον δώσαμε 372. Τα μικρά παιδιά των Ελλήνων της Πάφρας κατέθεσαν αφειδώλευτα το αίμα τους στο δέντρο της ελευθερίας. Η θυσία 367 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημητρίου. 368 Μαρτυρία Τσοπανίδη Παναγιώτη. 369 Μαρτυρία Ζυρίνογλου Γεσθημανής. Τσακιρίδης, Αντάρτες, 160-162. 370 Μαρτυρία Τσομπάνογλου Νικολάου. 371 Μαρτυρία Ζυρίνογλου Γεσθημανής. 372 Μαρτυρία Ορφανίδη Σάββα. 283
τους μας παραπέμπει στους αρχαίους χρόνους και στη θυσία της Ιφιγένειας, μια διαχρονική συνέχεια. Είναι μια δραματική ιστορία των καταδιωκόμενων Ελλήνων του Πόντου. Όχι, οι Έλληνες του Πόντου, που βγήκαν στο βουνό και γνώρισαν τη νεοτουρκική και κεμαλική βαρβαρότητα, δε γνώριζαν τη θυσία της Ιφιγένειας. Το μεγαλείο της θυσίας, μπροστά στο χρέος, ανήκει στη σφαίρα των ηρώων. 9. Απολογισμός των θυμάτων της νεοτουρκικής και της κεμαλικής θηριωδίας Ο απολογισμός των θυμάτων της νεοτουρκικής και κεμαλικής θηριωδίας προκύπτει από τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων, που κατάφεραν να επιβιώσουν κατά τις δύο γενοκτoνικές περιόδους από τις δολοφονίες, τις σφαγές, τους απαγχονισμούς, τις ασθένειες και τις κακουχίες στη διάρκεια των εκτοπισμών, τις πυρπολήσεις των χωριών και τις ομαδικές πυρπολήσεις εντός των οικιών και των εκκλησιών. Όλων εκείνων των Ελλήνων, που επιβίωσαν από τη νεοτουρκική και κεμαλική εθνοκάθαρση, η οποία αποσκοπούσε στον αφανισμό της ενεργής παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή της Πάφρας, αλλά και σε ολόκληρο τον Πόντο. Στόχος του Νεοτουρκισμού και του Κεμαλισμού δεν ήταν μόνο ο ελληνοχριστιανικός πληθυσμός, αλλά και τα οικοδομήματα στα οποία ανδρώνονταν πνευματικά. Πέρα από την καταστροφή των οικιών στα χωριά, λεηλατήθηκαν και κάηκαν οι εκκλησίες και τα σχολεία τους. Η καταστοφή ήταν ολοκληρωτική. Η κινητή και ακίνητη περιουσία των Ελλήνων της Πάφρας, οι κόποι ολόκληρων γενεών, εκλάπησαν από τους γείτονες Οθωμανούς και τα στελέχη των Νεοτούρκων και των κεμαλικών. Ήταν το δέλεαρ για τους Τουρκαλβανούς, Τουρκολαζούς, Τουρκμένιους, Τσεπνήδες και άλλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Οι μαρτυρίες αυτές, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι καταλυτικές. Στο βουνό, την εποχή εκείνη χάθηκαν οι περισσότεροι Πάφραληδες στις μάχες, στις εξορίες και αυτούς που κάψανε στις εκκλησίες, σε αχυρώνες και σε σπίτια Από το χωριό μου Χιτιρελέζ (Άγιος Γεώργιος) έχουν χαθεί τουλάχιστον 100 άτομα, από τη Χαϊτάλαπα περισσότεροι από 250, το Τσουλφάχοτσα χάθηκε σχεδόν ολόκληρο, αφού εκεί μέσα στην εκκλησία οι Τούρκοι έκαψαν, εκτός από τους κατοίκους και εκατοντάδες Έλληνες από άλλα χωριά της Πάφρας Από το Τιγκιρλά 200 άτομα, από το Τσιρλαχλά 100 και πλέον, από το Τικενλού 150, από το Σουρμελή σχεδόν ολόκληρο το χωριό με 400 άτομα, από το Πέσκελε 200, από το Όρμονος 300, από το Κιρεζλού 80, από το Κούρτογλου 40, από το Κελέρ 200, από το Γέραλτι 300, από το Τάρπογαζ 150, από το Άκτεκε 200 και πλέον, από τη Χρύση 250 και εκατοντάδες άλλοι, όπως μας λέγανε οι κάτοικοι που είχαν γλιτώσει από το μακελειό ή είχαν προλάβει να ανεβούν στα βουνά Από τους 120 κατοίκους του χωριού μου, τα 20 θύματα είναι της οικογενείας μου, πατέρας, θείος, θείες, αδέλφια, πρωτοξάδελφα και άλλοι συγγενείς 373. Από τους 20-25 συγγενείς μου, που ήμασταν μέχρι το 1917, σώθηκαν τελικά και ήρθαν στην Ελλάδα 8 άτομα 374. Χάσαμε τους ανθρώπους μας, χάσαμε τις περιουσίες μας Από μια μικρή επαρχία του Πόντου, την Πάφρα, χάθηκαν τριάντα χιλιάδες μεταξύ του 1915 με 373 Μαρτυρία Παρασκευαΐδη Αβερκίου. 374 Μαρτυρία Σαράφογλου Αρτεμισίας. 284
Α/Α ΠΟΛΗ Ή ΧΩΡΙΟ ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΜΑΧΟΜΕΝΟΙ ΕΚΑΗΣΑΝ ΖΩΝΤΕΣ ΑΠΕΒΙΩΣΑΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΑ ΕΓΚΑΤΑΛΗΦΘΕΝ ΤΑ Ή ΑΠΑΧΘΕΝΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΦΑΓΙΑΣΘΕΝΤΕ Σ ΙΕΡΕΙΣ ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΠΥΡΟΛΥΘΕΝΤΕΣ ΝΑΟΙ ΠΥΡΟΛΥΘΕΝΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΠΥΡΟΛΥΘΕΝΤΑ ΧΩΡΙΑ 1922 375. Όλοι οι συνοικισμοί του Καράπουναρ ήταν 1000-1500 ψυχές και ήρθαμε στην Ελλάδα 100 άτομα. Οι άλλοι χάθηκαν και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται 376. Είναι ενδεικτικές οι μαρτυρίες των ανθρώπων που βίωσαν τη νεοτουρκική και κεμαλική εθνοκάθαρση. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά, γιατί προέρχονται από θηριωδίες και βαρβαρότητες. Σε αυτήν τη γωνιά του Πόντου, ο πατριωτισμός των Παυρενών-Παφραίων ήταν μοναδικός, και γι αυτόν το λόγο πληρώθηκε με ποταμούς αίματος. Ο Αντώνιος Σ. Γαβριηλίδης, που βίωσε τα δραματικά γεγονότα της νεοτουρκικής και κεμαλικής εθνοκάθαρσης, υπολογίζει τα καταγεγραμμένα θύματα της νεοτουρκικής περιόδου, για την περιοχή της Πάφρας, σε 14.174 άτομα και της κεμαλικής περιόδου σε 11.417 άτομα. Ο συνολικός αριθμός ανέρχεται σε 25.594 θύματα 377. Για τον εναπομείναντα πληθυσμό έκανε την εικασία, το βιβλίο είχε γραφεί το 1924, ότι είχε εξαφανιστεί με σφαγές, εξορίες ή πάνω στα βουνά. Ο Γ. Θ. Αντωνιάδης, ερευνητής των γεγονότων της τραγικής περιόδου, με στοιχεία που συνέλεξε από Παυρενούς-Παφραίους, που επιβίωσαν από την περίοδο της εθνοκάθαρσης, υπολογίζει αναλυτικά τα θύματα, και την τύχη των χωριών, των εκκλησιών και των σχολείων ως εξής: 1 ΠΑΦΡΑ 300 400 2.800 200 8 10 0 0 Ο 2 ΑΓΤΣΑΛΑΝ 30 0 220 40 1 1 0 0 Ν 3 ΑΖΑΪ 30 30 75 10 1 2 0 0 Ν 4 ΑΚ ΟΥΣΑΓΙ 15 4 82 22 0 1 1 1 Ν 5 ΑΚΤΕΚΕ 90 80 470 90 1 1 0 0 Ο 6 ΑΛΑΝΚΙΟΪ 70 0 220 20 1 0 1 1 Ν 7 ΑΛΜΑ 40 0 230 40 0 1 1 1 Ν ΤΣΟΥΧΟΥΡΟΥ 8 ΑΛΤΟΥΡΑΣΑΝ 10 10 104 15 0 0 0 0 Ν 9 ΑΡΑΠΟΥΣΑΓΙ 18 20 62 10 1 1 1 1 Ν 10 ΑΡΧΑΝΤΑΓ 10 0 66 30 1 0 1 1 Ν 11 ΑΣΑΓΑ ΜΑΧΛΕ 10 10 50 8 1 1 1 1 Ν 12 ΑΣΑΡ 20 20 94 24 1 0 1 0 Ν 13 ΑΣΜΑΤΣΑΜ 20 10 124 16 0 1 1 1 Ν 14 ΑΤΣΙΣΟΥ 18 0 90 15 1 1 1 1 Ο 15 ΓΑΒΑΛΟΥ 20 0 10 0 0 0 0 0 Ν 375 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 376 Μαρτυρία Τσοπανίδη Παναγιώτη. 377 Γαβριηλίδης, Πόντος, 169. 285
16 ΓΑΒΑΧΛΟΟ 10 0 4 4 0 0 0 0 Ν 17 ΓΑΒΑΧΤΣΙΟΥΡΤ 10 0 16 8 0 0 0 1 Ν 18 ΓΑΒΛΑΑΝ 70 60 130 20 1 1 1 1 Ν 19 ΓΑΓΙΑΝΙΝΠΑΣΙ 2 0 20 0 0 0 0 0 Ν 20 ΓΑΪΝΑΡΤΣΑ 30 0 160 15 1 1 1 1 Ν 21 ΓΑΠΑΝΤΣΙΚ 5 0 40 5 0 0 0 0 Ν 22 ΓΑΠΑΤΣΟΥΧΟΥΡ 40 15 260 30 1 1 1 1 Ν 23 ΓΑΡΑ ΚΟΥΝΕΓΙ 4 0 16 0 0 0 0 0 Ν 24 ΓΕΡΑΛΤΙ 40 15 180 30 2 1 1 1 Ν 25 ΓΕΡΜΕΝ ΟΥΣΑΓΙ 10 15 10 15 0 0 1 0 Ν 26 ΓΕΡΜΕΝ ΤΣΑΪ 4 10 22 10 0 0 0 0 Ν 27 ΓΙΑΪΛΑ 110 0 250 35 1 1 1 1 Ν 28 ΓΙΟΥΒΑΝ ΣΙΧΛΙ 5 0 15 4 0 0 0 0 Ν 29 ΓΙΟΥΡΤΑΚΙΟΪ 10 0 45 5 0 1 1 1 Ν 30 ΓΙΟΥΡΟΥΚΛΕΡ 15 0 20 0 0 0 0 0 Ν 31 ΓΟΥΡΟΥΤΣΑ 4 0 7 0 0 0 0 0 Ν 32 ΓΟΝΤΣΟΥΛΑΚ 5 0 0 4 0 0 0 0 Ν 33 ΓΟΤΣΑΛΑΝ 3 0 7 0 0 0 0 0 Ν 34 ΓΟΥΖΑΛΑΝ 60 20 80 40 1 1 1 1 Ν 35 ΓΟΥΜΙΝΟΖ / 10 0 10 5 0 1 0 0 Ν ΚΟΥΣΠΟΚΟΥ 36 ΓΟΥΡΟΎΚΟΚΤΣΕ 70 30 160 20 1 1 1 1 Ν 37 ΔΕΜΙΡΤΣΙΚΙΟΪ 20 30 100 15 1 1 1 1 Ν 38 ΕΒΡΕΝ ΟΥΣΑΓΙ 15 60 40 25 1 0 1 1 Ν 39 ΕΚΙΖΠΟΥΝΑΡ 0 0 30 5 0 0 0 0 Ο 40 ΕΚΙΖΤΕΠΕ 60 80 200 40 1 1 1 1 Ο 41 ΕΛΕΖΛΟΥ 15 30 20 20 1 1 1 1 Ν 42 ΕΛΜΑΛΙΤΣΑ 40 0 100 35 0 1 1 1 Ν 43 ΕΛΜΑΤΣΙΚ 110 190 600 40 1 0 1 0 Ο 44 ΕΛΤΑΒΟΥΤ 90 110 300 30 1 2 1 1 Ν 45 ΕΡΕΝΤΣΙΚ ΠΑΣΙ 15 10 65 10 2 0 0 1 Ν 46 ΕΡΚΟΥΛΑΝ 0 0 10 0 0 0 0 0 Ν 47 ΕΣΕΝΤΣΑΪ 8 0 20 10 0 0 0 0 Ν 48 ΖΕΪΝΕΛ 60 20 150 20 1 1 1 1 Ν 49 ΚΑΒΑΛΙ ΓΙΟΥΡΤ 15 15 100 20 1 1 1 1 Ν 50 ΚΑΜΙΣΛΙ ΓΚΙΟΛ 14 20 10 10 0 0 1 1 Ν 51 ΚΑΠΟΥΚΑΓΙΑ 80 30 300 35 1 1 1 1 Ο 52 ΚΑΡΑΓΚΙΟΛ 5 20 15 10 0 1 0 0 Ν 53 ΚΑΡΑΚΙΣΛΕ 0 0 15 0 0 1 0 0 Ν 54 ΚΑΡΑΜΕΣΕ 5 20 30 20 2 0 0 0 Ν 286
55 ΚΑΡΑΠΟΥΝΑΡ 70 80 240 40 3 1 1 1 Ν 56 ΚΑΡΑΣΕΪΝ 8 10 15 0 0 0 0 0 Ν 57 ΚΑΡΑΤΙΚΕΝ 8 30 20 4 0 0 0 0 Ν 58 ΚΑΡΑΤΣΑΚΑΛΑΝ 6 0 20 0 0 0 0 0 Ν 59 ΚΑΡΑΤΣΟΓΛΟΥ 0 0 8 0 0 0 0 0 Ν 60 ΚΑΡΑΤΣΟΡΕΝ 40 10 80 25 1 1 1 0 Ν 61 ΚΑΡΙΠΙΝ/ΧΑΠΙΛ 10 0 40 10 0 1 0 0 Ο ΜΠΕΗΝ ΤΣΙΦΛΙΓΙ 62 ΚΑΣΙΜΠΕΗ 10 0 40 10 0 0 0 0 Ν 63 ΚΕΛΕΡ 10 0 40 5 0 1 1 1 Ν 64 ΚΕΛΙΚΛΕΡ 14 16 40 10 0 0 1 1 Ν 65 ΚΕΛΟΥΣΑΓΙ 5 0 15 0 0 0 0 0 Ν 66 ΚΕΣΤΕΝΕ 25 15 70 25 1 1 1 0 Ο 67 ΚΙΖΙΛ ΟΤ 15 0 10 0 0 0 0 0 Ν 68 ΚΙΛΙΚ/ΚΟΥΛΟΥΚ 10 10 10 0 0 0 0 0 Ν 69 ΚΙΟΡΟΓΛΟΥ 0 0 10 0 0 1 0 1 Ν 70 ΚΙΡΕΖΛΟΥ 3 30 30 20 0 0 1 1 Ο 71 ΚΙΡΕΝΛΙΚ 6 0 20 0 0 0 0 1 Ν 72 ΚΟΒΑΝΤΟΥΖ 5 0 50 0 0 0 0 0 Ν 73 ΚΟΒΤΣΕΣΟΥ 30 120 95 20 1 1 1 1 Ν 74 ΚΟΡΕΖΛΟΥ 40 30 110 10 1 1 1 1 Ν 75 ΚΟΣΕΝΛΕΡ 0 0 10 0 0 0 0 0 Ν 76 ΚΟΣΕΤΙΚ 20 0 30 10 0 0 0 0 Ν 77 ΚΟΤΣΕΡΟΥΣΑΓΙ 60 40 140 25 1 1 1 1 Ν 78 ΚΟΥΛΑΜΑΚ 2 0 15 0 0 0 0 0 Ν 79 ΚΟΥΛΕΤΕΚ 15 30 30 10 0 0 1 1 Ν 80 ΚΟΥΜΤΣΟΥΓΑΖ 15 0 50 10 0 0 1 1 Ο 81 ΚΟΥΡΛΕΝΤΑΜΙ 90 0 250 20 2 2 1 1 Ο 82 ΚΟΥΡΜΕΝ 10 0 25 20 0 0 1 0 Ν ΟΥΣΑΓΙ 83 ΚΟΥΡΤΑΛΑΝ 10 10 20 0 0 0 0 0 Ν 84 ΚΟΥΡΤΣΙΚΙΛ 5 10 0 0 0 0 0 0 Ν 85 ΚΟΥΤΣΙΛΕΡ 8 0 20 15 0 0 0 0 Ν 86 ΚΩΣΤΑΝΟΥΣΑΓΙ 20 0 180 20 1 1 1 1 Ο 87 ΛΟΥΛΟΥΚΛΕΡ 15 10 10 15 0 0 1 1 Ν 88 ΜΑΗΣΛΟΥ 80 10 120 30 1 1 1 1 Ν 89 ΜΕΓΚΕΛΕΡ 10 0 30 4 0 0 1 0 Ν 90 ΜΙΡΙΣΟΟ 8 12 0 5 0 0 0 0 Ν 91 ΜΙΤΕΡΙ ΚΕΤΙΓΙ 70 30 40 30 1 1 1 1 Ν 92 ΜΙΤΕΪΣΚΕΤΙΓΙ 70 40 180 40 1 0 1 1 Ν 287
93 ΜΟΥΑΜΛΙ 25 110 80 30 1 2 1 1 Ν 94 ΜΟΥΣΜΕΛΕΚ 30 80 110 25 2 1 1 1 Ν 95 ΜΠΑΚΙΡ 9 0 0 5 0 0 0 0 Ν ΠΟΥΝΑΡ 96 ΜΠΟΥΑΛΟΥΤΣΕ 2 0 10 0 0 0 0 0 Ν 97 ΝΕΠΙΕΝ 15 0 40 10 1 1 1 0 Ν ΑΛΑΤΣΑΜ 98 ΟΛΟΥΧΛΟΥ 10 25 30 10 0 0 1 0 Ν 99 ΟΛΤΣΕΚΛΕΡ 18 0 40 15 0 0 0 0 Ν 100 ΟΝΜΑΣΑ 15 10 20 10 0 0 0 0 Ν 101 ΟΞΥΖΟΓΛΟΥ 10 5 10 0 0 0 0 0 Ν 102 ΟΡΜΟΝΟΣ 180 60 250 30 1 1 1 1 Ν 103 ΟΡΤΑΑΣΑΡ 10 25 10 20 1 1 0 0 Ν 104 ΟΡΤΑΜΑΧΛΕ 15 15 30 10 0 0 0 1 Ο 105 ΟΣΜΑΝΛΙ 10 0 20 0 0 0 0 0 Ν 106 ΟΣΜΑΝΠΕΪΛΟΥ 40 30 40 20 0 0 1 1 Ν 107 ΟΤΚΑΓΙΑ 15 0 20 5 1 0 0 0 Ν 108 ΟΥΓΙΟΥΖ 30 15 20 30 1 1 1 1 Ν ΣΟΥΓΙΟΥ 109 ΟΥΡΤΙΛΕΡ 4 0 5 0 0 0 0 0 Ν 110 ΟΥΤΣΠΟΥΑΡ 30 0 80 25 1 1 0 0 Ν 111 ΠΑΚΛΙΑΡ 45 20 190 20 1 1 1 1 Ο 112 ΠΑΛΙΚΓΚΙΟΛ 20 10 60 15 1 1 1 0 Ο 113 ΠΑΠΑΣΟΟΝ ΑΤΑ 40 15 100 20 0 0 0 0 Ν 114 ΠΑΝΑΓΙΩΤ 70 20 140 20 1 1 1 1 Ν ΟΥΣΑΓΙ 115 ΠΑΡΙΑΤΣΟΥΚ 10 0 30 15 0 0 0 0 Ν 116 ΠΕΪΤΟΥΡΛΟΥ 60 20 150 20 1 1 1 1 Ν 117 ΠΕΝΛΙΟΥΣΑΓΙ 70 20 200 20 0 0 1 1 Ν 118 ΠΕΝΤΕΖΟΥΣΑΓΙ 20 30 50 15 0 0 1 0 Ν 119 ΠΕΣΚΕΛΕ 60 0 160 20 1 0 1 1 Ν 120 ΠΙΡΙΓΙΟΥΡΤ 30 20 60 10 0 0 1 1 Ν 121 ΠΙΡΤΑΝΕ 5 0 15 0 0 0 0 0 Ν 122 ΣΑΟΥΤΣΑΓΑ 10 0 20 5 0 0 0 0 Ν 123 ΣΑΡΓΟΥΛΑΡ 2 0 20 0 0 0 0 0 Ν 124 ΣΑΡΜΑΣΙΚ 15 10 100 15 0 0 1 1 Ν ΤΕΚΕΣΙ 125 ΣΕΛΑΜΕΛΙΚ 30 180 20 20 1 1 1 1 Ο 126 ΣΕΡΝΙΤΣ 90 30 100 30 0 0 1 1 Ν 127 ΣΙΜΙΟΝ 20 40 10 15 0 0 0 0 Ν ΜΑΧΛΕΣΙ 128 ΣΙΧΛΙΧ 80 15 70 20 1 1 1 1 Ν 288
129 ΣΟΪΛΕΜΕΖΚΙΟΪ 18 40 70 10 1 1 1 1 Ν 130 ΣΟΟΥΧΠΟΥΑΡ 2 0 10 0 0 0 0 0 Ν 131 ΣΟΥΛΟΥΤΕΡΕ 45 120 80 30 1 1 1 1 Ν 132 ΣΟΥΡΜΕΛΙ 35 160 80 30 1 1 1 1 Ν 133 ΣΟΧΟΥ 20 0 60 5 0 0 1 1 Ν ΤΣΟΥΧΟΥΡ 134 ΤΑΡΠΟΓΑΖ 40 40 160 15 0 0 1 1 Ο 135 ΤΕΒΡΕΤ 70 80 150 20 1 1 1 1 Ο 136 ΤΕΚΤΣΑΪ 55 25 180 20 0 1 1 1 Ο 137 ΤΕΠΕΤΣΙΚ 20 0 40 10 0 0 0 0 Ν 138 ΤΕΡΕΤΣΕ 20 0 30 10 0 0 0 0 Ν 139 ΤΕΡΜΕΝ 15 10 50 5 0 0 0 0 Ν ΚΟΥΤΕΓΙ 140 ΤΙΓΚΙΡΛΑ 20 15 30 10 0 0 0 0 Ν 141 ΤΙΚΕΝΤΣΙΚ 20 0 40 10 0 0 0 0 Ν 142 ΤΙΡΕΚΛΙ 20 20 40 5 0 0 0 0 Ν 143 ΤΟΖΚΙΟΪ 80 110 200 30 1 2 1 1 Ο 144 ΤΟΜΟΥΖΑΓΙ 80 90 200 20 2 1 1 1 Ν 145 ΤΟΜΟΥΖΑΛΑΝ 25 10 70 10 1 0 1 1 Ν 146 ΤΟΠΟΥΖΟΟ 30 0 90 10 0 0 0 0 Ν 147 ΤΟΠΟΥΡΟΥΣΑΓΙ 12 10 60 10 0 0 1 1 Ν 148 ΤΟΥΤΟΥΝΤΣΙΛΕΡ 30 10 40 15 0 0 0 0 Ν 149 ΤΟΥΑΝ 40 30 120 30 2 1 1 1 Ο ΓΙΟΥΒΑΣΙ 150 ΤΟΧΟΥΛΑΡ 30 20 100 15 1 1 1 1 Ν 151 ΤΣΑΒΤΣΟΥΛΟΥ 5 0 10 0 0 0 0 0 Ν 152 ΤΣΑΓΑΛΙ 8 0 10 0 0 0 0 0 Ν 153 ΤΣΑΪΚΟΥΝΕΓΙ 0 0 30 0 0 0 0 0 Ν 154 ΤΣΑΪΡΛΟΥ 0 0 40 5 0 0 0 0 Ν 155 ΤΣΑΛΒΑΡΑΣ 5 0 10 5 0 0 0 0 Ν 156 ΤΣΑΛΚΙΟΪ 10 15 30 8 1 0 1 1 Ν 157 ΤΣΑΛΜΑΣΑ 0 0 20 4 0 0 0 0 Ν 158 ΤΣΑΤΑΛΤΖΑΜΙ 0 0 6 4 0 0 0 0 Ν 159 ΤΣΑΧΑΛΟΥ 20 0 60 10 2 1 0 1 Ν 160 ΤΣΕΝΙΚΛΙ 60 80 180 20 2 1 1 1 Ν ΓΙΟΥΡΤ 161 ΤΣΕΝΤΙΡΛΙΚ 10 0 30 0 2 2 1 1 Ο 162 ΤΣΙΒΛΙ 5 0 20 0 0 0 0 0 Ν 163 ΤΣΙΛΦΟΓΛΟΥ 0 0 5 5 0 0 0 0 Ν ΜΑΧΛΕΣΙ 164 ΤΣΙΡΙΧΛΑΡ 15 20 40 0 0 0 1 1 Ο 289
165 ΤΣΟΡΟΥΧΛΑΡ 60 0 80 30 1 1 1 1 Ν 166 ΤΣΟΥΛΦΑΧΟΤΣΑ 40 140 140 30 2 2 1 1 Ν 167 ΧΑΪΤΑΛΑΠΑ 140 60 380 30 1 1 1 1 Ν 168 ΧΑΜΑΛΙ/ 15 20 60 2 1 0 1 1 Ν ΑΚΓΚΙΟΛ 169 ΧΑΤΖΗΚΙΛ 20 10 40 10 1 0 1 1 Ν 170 ΧΙΤΙΡΕΛΕΖ 90 70 390 40 1 1 1 1 Ν 171 ΧΟΡΟΖΟΟ 40 30 190 10 0 2 1 1 Ν 172 ΧΡΥΣΗ/ΤΣΟΡΑΧ 80 40 140 20 1 1 1 1 Ν Σύνολο 5.223 3.997 16.588 2.636 96 90 92 87 Τα χωριά, που αναφέρονται στον παραπάνω κατάλογο, είναι συνολικά με τους οικισμούς που τα συναποτελούσαν. Στο συνολικό αριθμό των 28.626 θυμάτων της νεοτουρκικής και κεμαλικής εθνοκάθαρσης, οι οποίοι εφονεύθησαν, εκάηκαν ζώντες, απεβίωσαν στην εξορία, απήχθησαν, των ιερέων και δασκάλων που εσφαγιάσθησαν και εδολοφονήθησαν, των εκκλησιών, των σχολείων και των χωριών που επυρπολήθησαν, πρέπει να συνυπολογιστούν και 934 άτομα που κατέφυγαν στη Ρωσία, ή τουλάχιστον είχαν την πρόθεση να καταφύγουν εκεί, και αγνοείται η τύχη τους. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν 28.031 κάτοικοι από την περιοχή της Πάφρας. Το συνολικό αριθμό των κατοίκων της περιοχής Πάφρας, ο Γ. Θ. Αντωνιάδης τον υπολογίζει σε 57.591 κατοίκους 378. Καμία περιοχή του Πόντου δεν έχει πληρώσει τόσο βαρύ φόρο αίματος, ο οποίος ήταν αποτέλεσμα του μοναδικού πατριωτισμού και της αυτοθυσίας, που χαρακτήριζε τους Παυρενούς-Παφραίους. Στην ευρύτερη περιοχή του δυτικού Πόντου είναι καταγεγραμμένοι και ομαδικοί τάφοι, με μεγάλο αριθμό θυμάτων. Πάφρα Αμισός (Σαμψούντα) Θέρμες Φαζημονιτών Έρπαα Καβάκ Σύνολο 18 ομαδικοί τάφοι με 9.800 θύματα. 9 ομαδικοί τάφοι με 2.380 θύματα. 1 ομαδικός τάφος με 3.500 θύματα. 6 ομαδικοί τάφοι με 1.080 θύματα. 2 ομαδικοί τάφοι με 550 θύματα. 36 ομαδικοί τάφοι με 17.310 θύματα. Το σύνολο των ομαδικών τάφων αφορά την κεμαλική περίοδο της βαρβαρότητας 379. Οι τουρκικές θηριωδίες στην εκκλησιαστική επαρχία Αμασείας, που περιελάμβανε ολόκληρο το δυτικό Πόντο, μέχρι τον Ιούνιο του 1922 ήταν τραγικές. Το Κεντρικό Συμβούλιο των Επαρχιακών συνδέσμων του Πόντου, σε αναλυτική έκθεση των διωγμών και των σφαγών, έκανε τον τραγικό απολογισμό. Εκ των 191.785 Ελλήνων κατοίκων της επαρχίας Αμασείας, μέχρι της Ανακωχής του Ευρωπαϊκού πολέμου εθανατώθησαν 51.205. από της Ανακωχής μέχρι σήμερον εθανατώθησαν υπό των κεμαλικών 92.413 και υπελήφθησαν μόνο 48.162 ψυχαί. Οι αριθμοί των ζώντων και των αποθανόντων υπελογίσθησαν επί της υποθέσεως ότι εκ 378 Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη. Ο καπετάνιος Χατζηθεοδωρίδης Παναγιώτης, που βίωσε τα τραγικά γεγονότα, αναφέρει ότι: τριάντα χιλιάδες χάθηκαν από την Πάφρα, μια μικρή επαρχία του Πόντου, μεταξύ των ετών 1915-1922. 379 Ό. π. 290
των αγνώστου τύχης οι 75% απέθανον 380. Τα όσα συνέβαιναν στον Πόντο, κατά τη διάρκεια της δεύτερης και στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20 ου αιώνα, σε βάρος των γυναικοπαίδων, των γερόντων και των ανυπεράσπιστων αθώων πολιτών ήταν ντροπή και άγος για την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Όλα αυτά τα εγκλήματα, απότοκο της νεοτουρκικής και κεμαλικής εθνοκάθαρσης, τα δικαιολόγησε και τα δικαιολογεί ακόμη και σήμερα το κεμαλικό κατεστημένο, με στυγνή μεθοδικότητα, για να φανατίζει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας. Κύριος στόχος του, η διαστρέβλωση της αλήθειας για τα βαθύτερα αίτια της δημιουργίας του αντάρτικου προστασίας και σωτηρίας των γυναικοπαίδων και των άμαχων. Τα αντίμετρα των Ελλήνων ανταρτών αποκόπτονται, εντελώς αποσπασματικά, από την ουσία του αγώνα τους και δημιουργούν πλασματικές εντυπώσεις, με παραχάραξη της ιστορίας, για να εξυπηρετήσουν τα εσωτερικά προβλήματα της Τούρκίας και να εξασφαλίσουν το απαραίτητο άλλοθι των εγκληματικών πράξεών τους. Όσον αφορά τους εκτοπισμούς, συνεχίζεται η διαστρέβλωση της αλήθειας. Η στρατιωτική διαταγή του κεμαλικού στρατηγού Νουρεντίν, προς τις αρμόδιες υπηρεσίες, για τη μέθοδο που έπρεπε να υλοποιηθούν οι εκτοπισμοί, ήταν μια διπλωματική μέθοδος ανάλογη των Ευρωπαίων. Ο Νουρεντίν ήταν διοικητής του Merkez Ordu, με έδρα την Αμάσεια, που κυριολεκτικά έβαψε τα χέρια του με το αίμα των άμαχων και των γυναικοπαίδων της Πάφρας, αλλά και ολόκληρου του δυτικού Πόντου, που είχαν καταφύγει στα βουνά. Μεταξύ άλλων, στις 27.6.1921, ανέφερε ο Νουρεντίν ότι δεν είναι σωστό να μεταφερθούν άνθρωποι κάτω των 15 και άνω των 50 ετών και ιδίως γυναικόπαιδα Απαγορεύεται η διαρπαγή και η παράνομη πώληση της κινητής και ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στην πατρίδα όσων μεταφέρονται Είναι απολύτως επιθυμητή η προστασία από κάθε είδους επίθεση της τιμής, της ζωής, της περιουσίας των οικογενειών που αφήνουν αυτοί στην πατρίδα τους Να διακηρυχθεί σε όσους κριθεί αναγκαίο ότι οι υπάλληλοι και οι πολίτες που θα επιδείξουν κακή συμπεριφορά ή αποσιωπήσουν κάτι σε αυτό το θέμα, θα τιμωρηθούν με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα 381. Η στρατιωτική αυτή διαταγή αποτελεί μνημείο υποκρισίας, ψεύδους και απάτης. Η έκφραση του Κεμαλισμού σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του. Στόχευε στην παραπλάνηση των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων και στον εφησυχασμό της διεθνούς κοινής γνώμης, που είχε αρχίσει να ξεσηκώνεται. Όλα αυτά συνέβαιναν, όταν το όργιο του αίματος στην Πάφρα και την ευρύτερη περιοχή της γνώριζε την πιο άγρια κορύφωση από τις κεμαλικές στρατιωτικές δυνάμεις του Νουρεντίν και των τσετών του. Όλα αυτά τα εγκλήματα της εθνοκάθαρσης κατά των Ελλήνων αποσκοπούσαν στην εκκαθάριση του ελληνοχριστιανικού πληθυσμού και στην ανάδειξη του τουρκομουσουλμανικού στοιχείου. Αυτός ήταν ο ξεκάθαρος στόχος του Κεμαλισμού. 10. Κραυγές διαμαρτυρίας Όταν η κεμαλική βαρβαρότητα κορυφωνόταν με την επέλαση του θηριώδη Τοπάλ Οσμάν στην περιοχή της Πάφρας και του δυτικού Πόντου με αθρόες σφαγές αμάχων και γυναικοπαίδων, όταν οι βιασμοί ψυχών και σωμάτων δεν είχαν τελειωμό, 380 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 505. 381 Kurt, Pontus, 397-398. Gedikli, Pontus, 449-450. 291
όταν τα βρέφη και τα παιδιά γνώριζαν τη μανία του δολοφόνου κουτσού αρχιτσέτη, Καλοκαίρι του 1921, κύμα οργής και αγανάκτησης πλημμύρισε τον εκτός Πόντου Ελληνισμό, αλλά και τον πολιτισμένο κόσμο. Τα μαζικά εγκλήματα των κεμαλικών στρατιωτών και των τσετών ενεργοποίησαν τους Έλληνες, που δραστήρια κατήγγειλαν τα διαπραττόμενα εγκλήματα και τις αγριότητες στους Συμμάχους, στην Κοινωνία των Εθνών (πρόδρομος του Ο. Η. Ε. ) και στον παγκόσμιο τύπο. Η Πάφρα, με την ευρύτερη περιοχή της, είχε πνιγεί στο αίμα. Τον Αύγουστο του 1921, μια μουσουλμάνα γυναίκα της Πάφρας, που διαφωνούσε με την εξόντωση των αλλόθρησκων συμπατριωτών της, κατήγγειλε στην Κωνσταντινούπολη τα όσα συνέβαιναν σε βάρος των Ελλήνων της πόλης της. Πρωταγωνιστές στο όργιο αίματος και εγκλήματος ήταν οι κεμαλικοί εκπρόσωποι στην Πάφρα. Τον σπουδαιότερον ρόλον εν τη περιστάσει ταύτη διεδραμάτισεν ο πρώην δικηγόρος και νυν εμπορευόμενος Ρουμελιώτης Χασάν Κουτρέτ, εκτελών καθήκοντα αντιπροσώπου του Κεμάλ. Ούτος τρομοκρατών την Πάφραν ως σατράπης, μετά του ομόφρονός του προκρίτου Πάφρας Τουρσούν Ζαδέ Ρεχμή, διέπραξε τα πλέον ακατονόμαστα όργια εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού 382. Το όργιο αίματος στην Πάφρα είχε ονοματεπώνυμο. Όλοι οι επικεφαλής του εγκλήματος της εθνοκάθαρσης ήταν οι εκλεκτοί του Μουσταφά Κεμάλ και των ιδεών του, για την με κάθε τρόπο φυσική εξόντωση ή εκδίωξη του χριστιανικού πληθυσμού. Μετά τις καταδικαστικές αποφάσεις και εκτελέσεις του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, μια καθ ολοκληρία σκηνοθετημένη διαδικασία, όπου δεν επιτρεπόταν ένδικα μέσα και μάρτυρες υπεράσπισης, και όπου απαξίωναν ως βδέλυγμα όλες τις ανθρώπινες αξίες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενεργοποιήθηκε δραστήρια για να ευαισθητοποιήσει όχι μόνο τον ελληνικό λαό, αλλά και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Στις 25 Σεπτεμβρίου1921 (π. η.), σε ένα δισέλιδο λογοκριμένο αφιέρωμα στα θύματα της κεμαλικής κυβέρνησης, με τίτλο ΠΡΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗΣ ΣΩΡΟΥ, αναφερόταν στα τελευταία γεγονότα ως εξής: εις τας αιμοσταγείς σελίδας του ελληνικού μαρτυρολογίου προσετέθη εσχάτως και νέα μηδόλως των προηγουμένων υπολειπομένη εις ωμότητα και θηριωδίαν 383. Με σκληρή, και ασυνήθιστη μέχρι τότε γλώσσα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο καυτηρίαζε αμείλικτα τα διαπραχθέντα ειδεχθή κεμαλικά εγκλήματα. Απαριθμούσε τις εξοντωτικές πορείες των εκτοπιζόμενων ελληνικών πληθυσμών, τους πολυποίκιλους και πολυώδυνους θανάτους και τους φριχτούς απαγχονισμούς. Η τραγωδία του Πόντου, που βρισκόταν σε εξέλιξη, ήταν αδύνατο να περιγραφεί σε όλη την έκτασή της. Οι αιώνες της στυγνής τυραννίας ξαναζωντάνευαν με το χειρότερο τρόπο, για να κορέσουν τα άγρια και αιμοβόρα ένστικτα των εθισμένων τυράννων. Το αίμα των χριστιανών μαρτύρων έρρεε άφθονο. Τα ειδεχθή εγκλήματα, που συνεχώς διαπράττονταν, ήταν στίγμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό, που διακήρυσσε τις υψηλότερες και ευγενέστερες αρχές για τον άνθρωπο. Ο όλεθρος των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου ήταν προσβολή στον πολιτισμό. Το Πατριαρχείο, με κάθε τρόπο, προσπαθούσε να κινητοποιήσει όλους τους ξένους Ιεράρχες, για να περισώσει όσους είχαν απομείνει από τους χριστιανούς του Πόντου. Η περιοχή Πάφρας-Αμισού ήταν η πλέον σκληρά δοκιμαζόμενη από ολόκληρο τον Πόντο, γιατί αντιστάθηκε ενεργά στο έγκλημα της κεμαλικής εθνοκάθαρσης. Ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για τη διαδικασία εκλογής του νέου Πατριάρχη, ενημέρωσε την Ιερά Σύνοδο για την τραγική μοίρα των Ποντίων τόσο των λαϊκών, όσο και των 382 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 424-425. 383 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 45 ΜΑ (25 Σεπτεμβρίου 1921) 297-298. 292
κληρικών. Η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να μεταβεί αυτοπροσώπως ο σεβασμιότατος τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου Νικόλαος στον ύπατο αρμοστή της Αγγλίας, και να διαμαρτυρηθεί για τα τραγικά γεγονότα. Με παράλληλες ενέργειες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατήγγειλε τηλεγραφικά τα γεγονότα προς τον πρόεδρο των Η. Π. Α. και τους προέδρους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και δι αλληλογραφίας ενημέρωσε τον αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρι και Ουψάλας, τον επίσκοπο των Παλαιοκαθολικών στην Ελβετία, σεβασμιότατο Χέρζοκ και τους επισκόπους Σικάγου και Χάρρισβουργκ 384. Στις 19 Οκτωβρίου 1921(π. η.), το Οικουμενικό Πατριαρχείο δημοσίευσε στο επίσημο περιοδικό του Εκκλησιαστική Αλήθεια λεπτομερή έκθεση, στην οποία ανέλυε την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο με τον αφανισμό των Ελλήνων και την οικονομική και οικιστική καταστροφή, η οποία αποσκοπούσε στην εγκατάλειψη της περιοχής από το ελληνικό στοιχείο 385. Στις 21 Οκτωβρίου 1921 (π.η.), οι ύπατοι αρμοστές της Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας απέστειλαν υπόμνημα διαμαρτυρίας στον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας Γιουσούφ Κεμάλ, για τους απαγχονισμούς των Ποντίων από το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας της Αμάσειας 386. Στις 20 Νοεμβρίου 1921, πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στη Νέα Υόρκη για τις σφαγές, τους διωγμούς, τους εκτοπισμούς, τις ερημώσεις και τους βιασμούς ψυχών και σωμάτων. Το ψήφισμα παραδόθηκε στον πρόεδρο των Η. Π. Α., και εκλιπαρούσε την αμερικανική κυβέρνηση να επέμβει, για να σταματήσει η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που βρισκόταν εν ροή 387. Στις 22 Νοεμβρίου 1921, οι Έλληνες συγγραφείς και καλιτέχνες απεύθυναν διαμαρτυρία προς τους διανοούμενους της Ευρώπης και της Αμερικής και τους γνωστοποίησαν την τραγωδία των Ποντίων. Οι κεμαλικοί είχαν λεηλατήσει και πυρπολήσει τη Μερζιφούντα, την πατρίδα της Αγίας Βαρβάρας, στα μεσόγεια της Πάφρας, αφού σκότωσαν όλους τους κατοίκους της. Όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν, σκοτώθηκαν από ελεύθερους σκοπευτές. Μετατόπισαν όλους τους άρρενες κατοίκους της Πάφρας και άλλων πόλεων του Πόντου, κατασφάζοντας τους περισσότερους καθ οδόν. Στο Έλεζλου έκλεισαν μέσα στο ναό τους 535 Έλληνες κατοίκους και τους κατέσφαξαν, διασώθηκαν μόνον τέσσερις. Πρώτους έσφαξαν επτά ιερείς με τσεκούρι, στην είσοδο του ναού. Στην Αμάσεια απαγχόνισαν 168 προκρίτους της Αμισού και της Πάφρας. Βίασαν όλες τις γυναίκες, τις παρθένες και τα παιδιά των εκτοπισθέντων πόλεων του Πόντου, κλείνοντας στα χαρέμια τις ομορφότερες από αυτές. Πολλά βρέφη τα σκότωσαν, εκσφεντονίζοντάς τα στους τοίχους 388. Στις 13/26 Νοεμβρίου 1921, ο Τοποτηρητής του Οικουμενικού Πατριαρχίου Νικόλαος κατήγγειλε στην Κοινωνία των Εθνών τα φριχτά εγκλήματα των κεμαλικών σε βάρος των χριστιανών της Ανατολής, με την ελπίδα να παρέμβει, προκειμένου να διασωθούν οι εναπομείναντες χριστιανοί. Για όλα τα εγκλήματα της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων, θεωρούσε προσωπικά υπεύθυνο το Μουσταφά Κεμάλ και το καθεστώς του. Μεταξύ άλλων, για την εκκλησιαστική περιφέρεια Αμασείας πληροφορούσε την Κ. Τ. Ε. ότι, τα 338 χωριά της είχαν καταστραφεί δια πυρός και σιδήρου. Στην περιφέρεια Πάφρας-Αλάτσαμ (Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως) επτά ιερείς εσταυρώθησαν. Στην Πάφρα, Λαοδικεία (Λατίκ), Θεμίσκυρα (Τσαρσαμπά) και άλλες 384 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 45 ΜΑ (25 Σεπτεμβρίου 1921) 301. 385 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 45 ΜΑ (23 Οκτωβρίου 1921) 331-333. 386 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 420. 387 Ό. π., 423. 388 Ό. π., 421-422. Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν Β, 95-96. 293
κωμοπόλεις και χωριά του δυτικού Πόντου, εξοντώθηκαν όλα τα παιδιά και οι γυναίκες, που είχαν καταφύγει στα βουνά 389. Στις 4/17 Δεκεμβρίου, ο κεμαλικός πρωθυπουργός Φετχήπασας ανήγγειλε στην τουρκική εθνοσυνέλευση ότι : συνετελέσθη ο εκτοπισμός των Ελλήνων του Πόντου από 18 μέχρι 50 ετών μεταφερθέντος ολοκλήρου του πληθυσμού εις το εσωτερικόν 390. Παρ όλα αυτά, στις 13/26 Ιανουαρίου 1922, ούτε ένα μήνα αργότερα, ο Μ. Β. Φρούντζε διαπίστωνε, ιδίοις όμμασι, ότι οι εξορίες και οι δολοφονίες γερόντων και γυναικοπαίδων συνεχίζονταν 391. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συγκλονισμένο από τον κυνισμό με τον οποίο έγινε η αναγγελία της εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου, με το πρόσχημα της εκτόπισης και η οποία δημοσιεύτηκε στο Πρακτορείο της Ανατολής, κατήγγειλε τα εγκλήματα των κεμαλικών στον πολιτισμένο κόσμο. Στη νέα καταγγελία του, το Πατριαρχείο αναφέρθηκε στην απόπειρα του Μουσταφά Κεμάλ να δικαιολογήσει όλες τις εγκληματικές πράξεις του εθνικιστικού προγράμματός του : εκ μερίμνης και υπέρ της ασφαλείας του κράτους εναντίον των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου, ους θεωρεί εχθρούς του κράτους τούτου 392. Ο Μουσταφά Κεμάλ θα είχε πράγματι δικαιωθεί, μόνον αν εξόντωνε τους αντάρτες και όχι αδιακρίτως αθώες γυναίκες, παρθένες, ανήμπορους γέρους, μικρά παιδιά και βρέφη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρούσε ιερό καθήκον να καταγγείλει τις χωρίς όριο εγκληματικές πράξεις της κυβέρνησης του Μουσταφά Κεμάλ, που σε ωμότητα και αγριότητα ξεπέρασαν όλες τις προηγούμενες, που έγιναν επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μεταξύ άλλων, ρωτούσε την κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ, γιατί εκτόπισε ανήμπορους γέρους 70 και 80 χρόνων, αλλά και αθώα παιδιά 10-12 χρόνων; Γιατί εξοντώθηκαν από τους συνοδούς στρατιώτες και χωροφύλακες, σε συνεργασία με ένοπλους τουρκικούς πληθυσμούς, οι εκτοπιζόμενοι πληθυσμοί στο Καβάκ και στο Τσουμπούς Χαν της Αμισού; Γιατί με τόση αγριότητα απαγχονίστηκαν και σταυρώθηκαν ιερείς; Γιατί βιάστηκαν με το φριχτότερο τρόπο οι εκτοπιζόμενες γυναίκες, πολλές από τις οποίες μεταφέρθηκαν σε τουρκικά χαρέμια; Γιατί στις Θέρμες Φαζημωνιτών (Κάβζα) οι συνοδοί στρατιώτες οργίασαν πάνω στις Ελληνίδες, που τις επέβαλαν τάχα να απολυμανθούν στα λουτρά της πόλης, και στη συνέχεια τις έριξαν μέσα στους κλιβάνους του λουτρώνα; Γιατί δολοφονήθηκαν χιλιάδες γυναικόπαιδα σε ολόκληρο το δυτικό Πόντο, στην επαρχία Νεοκαισαρείας και σε άλλα τριακόσια χωριά του Πόντου; Με ποίου εντολή ο δήμαρχος της Κερασούντος Τοπάλ Οσμάν, με τους δημίους του, άρπαξε ελληνικές περιουσίες, ατίμασε γυναίκες, άρπαξε παρθένες κοπέλες, έσφαξε άνδρες και γυναικόπαιδα, έγδαρε και πετάλωσε ανθρώπους, και από ποιόν επιβραβεύτηκε για τις πράξεις του αυτές το ανθρωπόμορφο τέρας, που από βαρκάρης έγινε αντισυνταγματάρχης της κεμαλικής κυβέρνησης, και επιπλέον έγινε στρατιωτικός διοικητής των Παραλίων του Πόντου (σαχήλ κομαντανί); Γιατί πυρπολήθηκαν όλα τα χωριά της εκκλησιαστικής επαρχίας Αμασείας, αλλά και πολλά από άλλες επαρχίες και τα γυναικόπαιδα, που δεν πρόφτασαν να καταφύγουν στα βουνά, δολοφονήθηκαν από τρομερούς κακούργους; Γιατί χαρακτηρίζονται στασιαστές και συμμορίτες όσοι διέσωσαν από τη σφαγή και την ατίμωση τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν στα βουνά και απειλούνταν με εξολόθρευση, αν δεν παραδίδονταν; Γιατί σε αυτά που αποκλήθηκαν Δικαστήρια Ανεξαρτησίας και καταδίκασαν σε θάνατο χίλιους περίπου 389 Βαλαβάνης, Ιστορία, 218-220. 390 Ό. π., 217. 391 <<Ημερολόγιο Μ. Β. Φρούντζε>>, Sobranie Sohinenii (Μόσχα-Λένινγκράντ), τ.1 274-348, Ποντιακό Βήμα, 48 (1996) 6-22. Μετάφραση Γιάννα Νικολοπούλου και Ρέα Σαμουηλίδου. 392 Βαλαβάνης, Ιστορία, 221. 294
προκρίτους, μητροπολίτες, επιστήμονες, κληρικούς, επισήμους, καθηγητές, τραπεζίτες, μεγαλεμπόρους, μεγαλοκτηματίες, όλο το άνθος της ελληνικής κοινωνίας του Πόντου, δεν τους είχε επιτραπεί να υπερασπιστούν με συνηγόρους τους εαυτούς τους; Γιατί εκ των υστέρων καταδικάστηκαν σε θάνατο όσοι δολοφονήθηκαν από τον Τοπάλ Οσμάν και τους δημίους του; Γιατί βεβηλώθηκαν και πυρπολήθηκαν εκκλησίες, μέσα σε πολλές από τις οποίες υπήρχαν πλήθη γυναικοπαίδων και γερόντων; Γιατί απαγχονίστηκαν φριχτά οι μαθητές και οι καθηγητές του Αμερικανικού Κολλεγίου Μερζιφούντος, όπου καλλιεργούνταν ο ευρωπαϊκός και αμερικανικός πολιτισμός; Γιατί οι πρόκριτοι της Πάφρας, ενώ είχαν προσκληθεί σε συμπόσιο με τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης, εξοντώθηκαν μετά το συμπόσιο; Γιατί εξοντώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Πάφρας, με τον πιο φριχτό και επονείδιστο τρόπο, σε ενέδρες που έστησαν τα όργανα της κεμαλικής κυβέρνησης; Απεγνωσμένα ρωτούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πώς ήταν δυνατόν να ανέχεται όλα αυτά τα εγκλήματα ο πολιτισμένος κόσμος, τα οποία διαπράχθηκαν τάχα από μια σπείρα επαναστατών, και πώς ήταν δυνατόν να υπάρχουν εκδηλώσεις συμπάθειας προς αυτούς τους δημίους; 393 Οι έμποροι των εθνών κώφευαν συστηματικά ή διαμαρτύρονταν προσχηματικά. Ο σταυρός του μαρτυρίου των Ελλήνων του Πόντου δεν είχε τελειωμό. Το Κεντρικόν Συμβούλιον του Πόντου διαμαρτυρόταν και κατήγγειλε συνεχώς στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά και την ενημέρωνε για τα εγκλήματα που ελάμβαναν χώρα κατά τη δραματική εκείνη περίοδο για τον Ελληνισμό του Πόντου. Πέρα από τις αναλυτικές εκθέσεις του για τον αριθμό των θυμάτων, τις σατανικές μεθόδους δολοφονίας και εξαφάνισης των Ελλήνων, εστίαζε στην αξιοθρήνητη κατάσταση των εκτοπιζόμενων Ελλήνων και παρακαλούσε για την άμεση ανακούφισή τους, πριν αποβιώσουν από την πείνα, το ψύχος και τις ασθένειες 394. Στις 18 Απριλίου 1922, ο Αλή Σαμήμπεης, διευθυντής της οθωμανικής εφημερίδος ΑΝΤΑΛΕΤ της Πανόρμου, στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, που διαφωνούσε με τις γενοκτονικές μεθόδους του Μουσταφά Κεμάλ, απευθύνθηκε στην Αμερική, στην Αγγλία και στη Γαλλία, καταγγέλοντας τις κεμαλικές σφαγές στον Πόντο. Καυτηρίαζε και τη δική τους συνενοχή, για την ύποπτη στάση τους. Στην καταγγελία του αυτή, ανέφερε τα ειδεχθή εγκλήματα των κεμαλικών σε βάρος χριστιανών και μουσουλμάνων στον Πόντο, αλλά και στην Άγκυρα και στο Ικόνιο της Κιλικίας, σε βάρος μουσουλμάνων και Αρμενίων. Τους έθετε προ των ευθυνών τους, και ανέφερε ότι το μεγαλύτερο έγκλημα ήταν η βοήθεια, την οποία παρείχαν στους κεμαλικούς. Για την περιοχή της Πάφρας ανέφερε ότι: Εν Πάφρα εφονεύθησαν 600 χριστιανοί δι υποκοπάνων των όπλων 395 Υπήρχαν τέτοιες γενναίες φωνές στην Τουρκία, που, όμως, στηρίζανε το θεσμό του σουλτάνου. Κεμαλικοί και Οθωμανιστές είχαν πλήρη επίγνωση των εγκλημάτων που διαπράττονταν από τους εθνικιστές, τη δολοφονική μηχανή, του Μουσταφά Κεμάλ. Τις πρώτες μέρες του Μαΐου του 1922, ο Άγγλος βουλευτής και συνταγματάρχης Γουένγουν, που περιηγήθηκε τον Πόντο από την Ανακωχή μέχρι τα τέλη του 1921, κατέθεσε επερώτηση για τις σφαγές στον Πόντο. Αμέσως μετά, πραγματοποιήθηκε στην αγγλική βουλή συζήτηση, με θέμα τα εγκλήματα των 393 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν Β, 83-89. Ό. π., 220-223. 394 Α. Υ. Ε., Κ.Υ, 1922, Α/5/VI (13), α. π. 127, Αθήνα 21.10.1921. Α. Υ. Ε., Κ.Υ, 1922, Α/5/VI (13), α. π. 159, Αθήνα 2.11.1921. Α. Υ. Ε., Κ.Υ, 1922, Α/5/VI (13), α. π. 345, Αθήνα 19.1.1922. Α. Υ. Ε., Κ.Υ, Υ. Α. Κ., 1922, α. π. 90-93, Κωνσταντινούπολη 1.2.1922. Α. Υ. Ε., Κ.Υ, Υ. Α. Κ., 1922, Α/4α, α. π. 1320, Κωνσταντινούπολη 1.3.1922. 395 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 470-471. 295
κεμαλικών στον Πόντο. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Χάρμγουωρθ παραδέχτηκε ότι, κατείχε αποδεικτικά στοιχεία για τις ωμότητες που διαπράχθηκαν στον Πόντο. Ο υπουργός Εξωτερικών Τσάμπερλαιν παραδέχτηκε ότι, οι εκθέσεις των προξενικών και στρατιωτικών αρχών βεβαίωναν τη θλιβερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Εις την περιοχήν του Πόντου διαπράττονται ανήκουστα εγκλήματα εις βάρος αόπλων και ειρηνικών ανθρώπων, χωρίς ουδένα πολιτικόν σκοπόν Δε θα ήθελα να επεκταθώ επ αυτών, δια να αναφερθώ εις πράξεις αι οποίαι κηλιδώνουν το ανθρώπινο γένος 396 Οι Σύμμμαχοι γνώριζαν τα άγρια εγκλήματα που διαπράττονταν στον Πόντο και ιδίως στις περιοχές Πάφρας και Αμισού, από δικά τους επίσημα χείλη. Γνώριζαν και δε μίλησαν, ούτε προσπάθησαν να τα σταματήσουν. Η επερώτηση του Άγγλου βουλευτή και συνταγματάρχη έγινε η αιτία να δημιουργηθεί διερευνητική επιτροπή στον Πόντο και στη δυτικη Μικρά Ασία, που κατείχαν οι Έλληνες. Αποφασίστηκε, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση των Η. Π. Α., να συγκροτηθεί διερευνητική επιτροπή και να μεταβεί στον Πόντο. Οι κεμαλικοί γνώριζαν πολύ καλά ότι, οι ωμότητες που διέπραξαν κηλίδωναν το ανθρώπινο γένος, και ότι ήταν στίγμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό, αλλά κρατούσαν απειλητικά στα χέρια τους, εναντίον των Δυτικών, τη συμμαχία τους με τους επαναστάτες Ρώσους. Στις 8/21 Μαΐου του 1922, ο Ισμέτπασας, ο μετέπειτα πρόεδρος της Τουρκίας με την επωνυμία Ινονού, παραδέχτηκε σε μυστική συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας ότι, οι Έλληνες του Πόντου σφαγιάστηκαν με κυβερνητική εντολή. Όταν ξεκίνησε η συνεδρίαση, ο Ισμέτπασας έκανε λόγο για μια αμερικάνικη επιτροπή που θα ενεργούσε ανακρίσεις για τις σφαγές στον Πόντο. Στη συνέχεια, ξεκαθάρισε τα πράγματα. Η σφαγή των γκιαούρηδων έγινε όταν οι Ρωμιοί σήκωσαν επανάστασην, έσφαξαν πολλούς Τούρκους, ατίμασαν τις χανούμισσες, έκαναν λεηλασίες, τότε μόνον έδωσε διαταγήν το κέντρον εις τον διοικητήν ως και τον Τοπάλ Οσμάν αγά να βάλουν σφαγή 397. Σε δύο αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, η Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας ειδοποίησε την Αμερικάνικη Επιτροπή ότι θα γινόταν δεκτή στην Άγκυρα και στον Πόντο, αλλά το κεμαλικό καθεστώς δε θα ευθυνόταν για οτιδήποτε τους συνέβαινε. Οι κεμαλικοί, κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, τους επέτρεψαν την αυτοψία, αλλά παράλληλα τους προειδοποίησαν για το ποια θα ήταν η τύχη τους, αν πραγματοποιούσαν τις έρευνες και τις ανακρίσεις. Όλα αυτά τα προκλητικά και θρασύτατα γεγονότα των κεμαλικών συνέβαιναν τη στιγμή που η εθνοκάθαρση των Ελλήνων του Πόντου βρισκόταν ακόμα εν ροή. Το θέμα της Αμερικάνικης Επιτροπής, παρ όλα αυτά, είχε θορυβήσει την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, γιατί θα αποκαλυπτόταν η τραγική αλήθεια. Πολλοί κεμαλικοί βουλευτές ήταν ανήσυχοι και αντίθετοι με τα σκληρά και απάνθρωπα μέτρα της κεμαλικής κυβέρνησης της Άγκυρας, ιδιαίτερα για την περιοχή του Πόντου. Οι βουλευτές Σουλεϋμάνμπεης της Αμισού και Χαφίζ Μεχμέτ της Τραπεζούντος κατηγορήθηκαν ευθέως από το γιατρό συνάδελφό τους Εμίνμπεη, από την Προύσσα, ότι υποστήριζαν τους Ποντίους. Ο βουλευτής της Σινώπης Χακκί Σαμήμπεης δήλωνε: Αν οι εκτοπίσεις γίνονται με σκοπό τη δολοφονία ανθρώπινων ζωών, αυτό είναι κάτι πάρα πολύ άσχημο. Μας κηλιδώνει στα μάτια όλου του κόσμου. Η κυβέρνηση δε θα μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό της. Τι κρίμα που σήμερα για μια ακόμη φορά αναρρωτιόμαστε, αν θα έρθει η επιτροπή έρευνας και αν θα πρέπει να τη δεχτούμε. Αν δεχτούμε την επιτροπή έρευνας, θα έχουμε μεγάλη ζημιά. Είδα με τα μάτια μου ότι οι υπάλληλοι, ναι, διέπραξαν τέτοια εγκλήματα, που να είστε σίγουροι, δε θα τα διαπράττουν στην εποχή μας ούτε οι Άγγλοι 398 Υπήρχαν και κεμαλικές μετριοπαθείς, 396 Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν Β, 97. 397 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 396-397. 398 Ό. π., 398. 296
αλλά δυναμικές φωνές, που έλεγαν τα πράγματα με το όνομά τους, που όχι μόνο δεν εισακούονταν, αλλά δέχονταν ανέντιμες και ανήθικες επιθέσεις από σωβινιστές συναδέλφους τους. Μετά τη δημοσίευση από τον ευρωπαϊκό τύπο των φοβερών ωμοτήτων των κεμαλικών, πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο συλλαλητήριο μεγάλης έκτασης. Ο Άγγλος βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Χόρτον περιέγραφε τα φοβερά εγκλήματα που διαπράττονταν στον Πόντο. Όταν άρχισε να διαβάζει ότι: αι εγκλησθείσαι εντός των εκκλησιών γυναίκες της Πάφρας ηρνήθησαν να αποκαλύψουν τα κρησφύγετα των ανδρών των, καίτοι εγνώριζον την τύχην, η οποία τας ανέμενε, από το πλήθος ακούστηκε η φωνή, εν μέσω αλαλαγμών, ξαναδιάβασέ το πάλι 399 Οι ανδρείες γυναίκες της Πάφρας βρίσκονταν στο βουνό, και πολλές από εκείνες πολεμούσαν μαζί με τους αντάρτες, ντυμένες με τη μαύρη αντάρτικη στολή. Οι γυναίκες των χωριών του κάμπου ήταν εκείνες που, παρά το ότι δε βγήκαν στο βουνό, ήξεραν να θυσιάζονται για την ιερότητα του αγώνα. Γνώριζαν να προσφέρουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τη ζωή τους, για τη θρησκεία τους και τον Ελληνισμό τους, για τα απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου, για τις αρχές και τις αξίες τους. Τις συγκεκριμένες γυναίκες, τις έκαιγαν ζωντανές μέσα στις εκκλησίες, πετώντας αναμμένα στουπιά και πανιά, με τα οποία ήταν εφοδιασμένες οι ορδές των βαρβάρων, και αφού πρώτα περιέλουζαν με πετρέλαιο τις εκκλησίες. Στις 8/21 Μαΐου του 1922, εικοσιένας Έλληνες της Πάφρας κατέφθασαν στη Μήδεια της Θράκης, με ιστιοφόρο, οι οπόιοι είχαν καταφέρει να διαφύγουν από την κόλαση εκείνων των ημερών. Μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και παρεδόθησαν στην αγγλική πρεσβεία, όπου διηγήθησαν τις φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα στην Πάφρα. Αφού εξιστόρησαν την πυρπόληση των χωριών της περιφέρειας Πάφρας, την εγκατάσταση μουσουλμάνων στα χωριά των εκτοπισθέντων Ελλήνων και τη σφαγή των προκρίτων της Πάφρας, τόνισαν ότι: 500 παρθέναι υποστάσαι τα πάνδεινα υπό του θηριώδους διοικητού της Πάφρας Τζεμάλ μπεη εξηναγκάσθησαν να εξομώσουν. Όσαι εκ του θήλεως προσωπικού δεν εδέχθησαν να εξισλαμισθούν κατ αγέλας διεσκορπίσθησαν πανταχού όπου και απωλέσθησαν πάσαι. Όλα τα άρρενα παιδία τραγικώτατα εσφάγησαν 400. Την ίδια ακριβώς τακτική εφάρμοζαν τα άγρια τουρκικά φύλα με την εγκατάστασή τους στην περιοχή. Οι κεμαλικές, όμως, σφαγές γυναικών, κοριτσιών και αγοριών ήταν χειρότερες και από εκείνων των χρόνων. Ήταν το στίγμα και η αισχύνη για τον πολιτισμό του 20 ου αιώνα. Οι άγριες σφαγές του πληθυσμού, οι εκτοπισμοί, η εγκατάσταση Τουρκαλβανών προσφύγων, οι βίαιες και αναγκαστικές εξομώσεις παρθένων, οι σφαγές γυναικών και κοριτσιών που αρνούνταν να εξομώσουν, και η σφαγή όλων των αγοριών είναι ο ορισμός της εθνοκάθαρσης και αποβλέπει στη γενοκτονία. Στις 18/31 Μαΐου του 1922, η Ελληνική Βουλή σε ημερήσια συζήτηση ασχολήθηκε με τις σφαγές και το όργιο αίματος στον Πόντο και στη Μικρά Ασία, μετά από ερώτηση που κατέθεσαν οι βουλευτές Ι. Σωτηριάδης, Δ. Μάτεσης και Λ. Τσουκαλάς. Ο υπουργός Εξωτερικών εξιστόρησε με λεπτομέρεια τα γεγονότα. Αναφέρθηκε στην παγκόσμια αγανάκτηση που προκάλεσε η τραγωδία των Ελλήνων. Στο τέλος της ημερήσιας συζήτησης, η Ελληνική Βουλή με ψήφισμά της: καταγγέλει εις τον πολιτισμένον κόσμον τα εγκλήματα ταύτα, δι ων συντελείται κατά τον αγριότερον και θηριωδέστερον τρόπον η εξόντωσις της ελληνικής και πάσης χριστιανικής εθνότητος εν τη Μικρά Ασία 401. Έστω και αργά, στη σπαρασσόμενη 399 Βαλαβάνης, Ιστορία, 218. Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν Β, 81. 400 Ό. π., 228. 401 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 491. Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν Β, 109-119. 297
Ελλάδα άρχισαν να αντιλαμβάνονται την πραγματική διάσταση της τραγωδίας που εκτυλισσόταν στην Πάφρα, την Αμισό, αλλά και σε ολόκληρο τον Πόντο. Στις 25 Μαΐου του 1922 (π. η), και ενώ ολόκληρος ο δυτικός Πόντος είχε οδηγηθεί σε ολοκαύτωμα, μία μοίρα του ελληνικού στρατού που αποτελούνταν από το θωρηκτό Αβέρωφ, τα αντιτορπιλικά Πάνθηρ και Ιέραξ και τα εύδρομα Αδριατική και Νάξος 402 βομβάρδισαν την Αμισό, το κύριο σημείο ανεφοδιασμού και συγκέντρωσης του κεμαλικού στρατού. Για πρώτη φορά, μετά το όργιο σφαγών και εγκλημάτων στον Πόντο, οι Έλληνες αξιωματούχοι κοίταξαν στα μάτια την τραγική κατάσταση και αποφάσισαν να δράσουν, προκειμένου να διασώσουν ό,τι είχε απομείνει από το ελληνικό στοιχείο της Αμισού και της Πάφρας, το οποίο περιφερόταν αδιάκοπα στις κορυφές των βουνών της Αμισηνής Χώρας. Η κυβέρνηση του σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη, διαμαρτυρήθηκε στις εφημερίδες Times του Λονδίνου και Reuter, για το βομβαρδισμό της ανοχύρωτης Αμισού, αλλά πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε η απάτη 403. Το Κεντρικόν Συμβούλιον του Πόντου δια του προέδρου του Χ. Καλαντίδη, στις 15 Ιουνίου 1922, σε μια εννεασέλιδη αναφορά του, κατήγγειλε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος τις άγριες σφαγές και τα εγκλήματα που ελάμβαναν χώρα στον Πόντο. Για την Πάφρα και την ευρύτερη περιοχή της τόνιζε τις απελάσεις, τις σφαγές, τους απαγχονισμούς, τις ατιμώσεις των γυναικών και των παρθένων, τις οργιαστκές συμπεριφορές-ενώ ακόμη ψυχορραγούσαν, τους αποκεφαλισμούς τους, τις πυρπολήσεις άοπλων και γυναικοπαίδων, τους τυφεκισμούς, τους θανάτους των γυναικοπαίδων με ξίφη, με τσεκούρια, με ρόπαλα, τους ακρωτηριασμούς, τους βασανισμούς των ιερέων και τον τεμαχισμό των σωμάτων τους και άλλα εγκλήματα, που προκαλούσαν αποτροπιασμό και βδελυγμία και που αποτελούσαν στίγμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η μόνη λύση που μπορούσε να δοθεί, για να σταματήσει το όργιο αίματος, προέχονταν από την χριστιανική Ευρώπη και την Αμερική. Οι συμμαχικές δυνάμεις όφειλαν να κινηθούν όχι μόνο από φιλανθρωπία και χριστιανική αλληλεγγύη, αλλά διότι ήταν έμμεσα συνυπεύθυνες για τη φοβερή καταστροφή που συντελούνταν. Αυτοί ήταν που είχαν διακηρύξει ένα διαφορετικό μέλλον για τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής 404. Ο ταγματάρχης γιατρός Yowell, διευθυντής της Αμερικάνικης Επιτροπής Περιθάλψεως στην Εγγύς Ανατολή, με κέντρο επιχειρήσεων το Χαρπούτ, όταν έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, υπέβαλε εκτενή αναφορά στον ύπατο αρμοστή της Αγγλίας και στην Ουάσιγκτον, για τις φρικαλεότητες που διαπράττονταν στην Ανατολή σε βάρος των ετοπιζόμενων χριστιανών. Ταυτόχρονα, η αναφορά δόθηκε για δημοσίευση στον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό τύπο. Ο Yowell ανέλαβε υπηρεσία τον Οκτώβριο του 1921 και το Μάρτιο του 1922 συνελήφθη και απελάθη χωρίς καμία αιτία. Στη συνέχεια, συνελήφθησαν και οι τρείς συνεργάτες του, οι δύο από τις οποίες ήταν γυναίκες, και υπεβλήθησαν σε παντοειδείς και βίαιες κακουχίες, παρά το γεγονός ότι προσέφεραν το ανθρωπιστικό έργο τους σε μουσουλμάνους και χριστιανούς. Στην έκθεσή του ανέφερε ακόμη ότι, αν μία Μεγάλη Δύναμη δεν έσπευδε να βοηθήσει τις μειονότητες, το δράμα του αίματος στην Ανατολή θα κορυφωνόταν. Ένας μεγάλος αριθμός χριστιανών, βαριά άρρωστων, είχε πεταχτεί στο δρόμο για να πεθάνει. Το Νοσοκομείο Παίδων είχε κλείσει, χωρίς λόγο. Οι περιουσίες των εκτοπισμένων χριστιανών είχαν δημευτεί από τους κεμαλικούς. Οι 402 Δημήτριος Μιχαλόπουλος, Ο βομβαρδισμός της Σαμψούντας από τον ελληνικό στόλο το 1922, Α. Π. 37 (1982) 278. 403 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 501. 404 Α. Υ. Ε., Κ.Υ, 1922, Α/5/VI, α. π. 6208, Αθήνα 18.6.1922. 298
μουσουλμάνοι είχαν κλείσει στα χαρέμια τους πολλές χριστιανές γυναίκες. Οι από εξαμήνου απλήρωτοι κεμαλικοί αξιωματούχοι με επιτηδειότητα δήμευαν χριστιανικές περιουσίες, για να προσποριστούν χρήματα. Τον Οκτώβριο του 1921, από τους 30.000 εκτοπισθέντες μόνο οι 5.000 είχαν φτάσει στο Χαρπούτ, ενώ όλοι οι άλλοι είχαν φονευθεί καθ οδόν. Είχε δεί 2.000 νεκρούς εξόριστους ανατολικά του Χαρπούτ, βορά των σκύλων, των λύκων και των γυπαετών, γιατί οι κεμαλικοί απαγόρευαν την ταφή των νεκρών. Οι αξιωματικοί και οπλίτες βίαζαν γυναίκες και παρθένες, τις οποίες εγκατέλειπαν μισοπεθαμένες πάνω στους δρόμους. Σε κανέναν Αμερικάνο δεν επετράπη να προχωρήσει ανατολικά του Ντιγιαρμπεκήρ. Δεν τους επιτρέπονταν να βοηθήσουν τους εξόριστους, ούτε να πάρουν και τα μικρά παιδιά στο ορφανοτροφείο. Κάθε Τούρκος είχε την άδεια να παίρνει από τους εξόριστους όποια γυναίκα ή κορίτσι ήθελε. Η κατάσταση των Ελλήνων ήταν πιο φριχτή από εκείνη των Αρμενίων. Αν οι Αμερικάνοι αποσύρονταν από την Ανατολή, δε θα επιζούσε κανείς χριστιανός. Οι κεμαλικές αρχές διαλαλούσαν ανοιχτά, ότι ήταν προμελετημένη η εξόντωση των Ελλήνων. Στην επιστολή προς τους Times, ο Yowell τόνισε ότι ήταν έτοιμος να εξεταστεί ως μάρτυρας μπροστά σε οποιαδήποτε επιτροπή ερευνούσε την κατάσταση που επικρατούσε στην Ανατολία, και ότι, οι διαμαρτυρίες των Τούρκων για τις δημοσιευμένες καταγγελίες ήταν αυτές που προέβλεπε ο ίδιος και η Αμερικανική Επιτροπή Περιθάλψεως 405. Η μαρτυρία του αυτόπτη γιατρού Yowell ήταν καταλυτική, για μια διαρκή ροή εγκληματικών γεγονότων και τρομολαγνείας, που ξεπερνά κατά πολύ την ανθρώπινη φαντασία, από ένα καθεστώς που έδειχνε όχι μόνο να μη σέβεται, αλλά και που απολάμβανε τον εξευτελισμό των ανθρώπινων αξιών. Στις 3/16 Σεπτεμβρίου 1922, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης απευθύνθηκε προς τους ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, μέσω του επίσημου περιοδικού του Πατριαρχείου Εκκλησιαστική Αλήθεια. Ήταν δραματική η κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει οι χριστιανοί της Ανατολής, εξαιτίας της βάρβαρης και εγκληματικής δράσης των κεμαλικών. Η Εκκλησία ως άλλη Ραχήλ θρηνεί και κλαίει και οδύρεται δια τα μη υπάρχοντα πλέον τέκνα αυτής 406. Ο πόνος είχε περισσέψει από τα όσα τραγικά είχαν διαδραματιστεί στον Πόντο, με τους εκτοπισμούς, τις ωμότητες, τις θηριωδίες και τους απαγχονισμούς. Ο κίνδυνος αφανισμού ήταν άμεσος και για τους υπόλοιπους χριστιανούς της Μικράς Ασίας. Ένα σύνολο 500.000 Ελλήνων από τον Πόντο και τη μικρά Ασία βρίσκονταν εκτοπισμένοι. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ενόψει του χειμώνα, καλούσε τους μητροπολίτες να ενεργοποιηθούν με κάθε τρόπο, προκειμένου να διασωθούν οι δεινοπαθούντες εξόριστοι. Το κακό προηγούμενο, με τη δραματική εκτόπιση των Ποντίων και τα τραγικά αποτελέσματα, έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία. Η Εκκλησία θρηνούσε, έκλαιε και οδυρόταν για τα μη υπάρχοντα εν ζωή παιδιά της. Ταυτόχρονα, είχε να εκπληρώσει το χρέος της, με πόνο ψυχής, και για όλα εκείνα τα παιδιά της που ήταν διασκορπισμένα τήδε κακείσε στα βάθη της Ανατολής, και βίωναν ένα διαρκές μαρτύριο, χωρίς τέλος. 405 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ. 6869, Κωνσταντινούπολη 23-6-1922, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδος προς Υπουργείον Εξωτερικών. Βαλαβάνης, Ιστορία, 226-228. Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν Β, 92-93. Φωτιάδης, Γενοκτονία, 443-444. 406 Εκκλησιαστική Αλήθεια, 46 ΜΒ (3 Σεπτεμβρίου 1922) 349-350. 299
11. Ο τραγικός επίλογος Στις 11 Οκτωβρίου 1922, υπεγράφη η Συνθήκη των Μουδανιών. Με βάση αυτήν τη συνθήκη, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει τις αξιώσεις της Κεμαλικής Τουρκίας στη Σμύρνη και στην Ανατολική Θράκη 407. Στις 20 Νοεμβρίου 1922, άρχισε το Συνέδριο της Λωζάνης, το οποίο στις 24 Ιουλίου 1923 κατέληξε στη ομώνυμη Συνθήκη. Το αποκορύφωμα της αναλγησίας της Συνθήκης, ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία είχε αποφασιστεί στις 30 Ιανουαρίου 1923 408. Η όλη διαδικασία της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Τον Οκτώβριο του 1922, οι εξόριστοι στα βάθη της Ανατολής ειδοποιήθηκαν να εγκαταλείψουν το κεμαλικό έδαφος. Πάντες οι μη Οθωμανοί Ισλάμ, υποχρεούνται όπου και εάν ευρίσκονται, εντός ενός μηνός από της 1 ης Νοεμβρίου 1922 και δια της συντομοτέρας οδού να εξέλθουν πέραν των τουρκικών εθνικών συνόρων 409. Οι εξόριστοι υποχρεώθηκαν να υπογράψουν δήλωση ότι φεύγουν από το τουρκικό έδαφος, με δική τους πρωτοβουλία, και ότι δεν είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση για την κινητή και ακίνητη περιουσία τους. Οι περισσότεροι γύρισαν στην Ελλάδα από το Χαλέπι (Βέροια) και τη Βηρυτό. Το Νοέμβριο του 1922, οι κάτοικοι των ορεινών χωριών της Πάφρας ειδοποιήθηκαν να κατέλθουν στην Αμισό και από εκεί να μεταφερθούν στην Ελλάδα 410. Εκ των πραγμάτων καταφαίνεται ότι, η Συνθήκη της Λωζάνης υπήρξε μια τυπική διαδικασία, ώστε να κρατηθούν τα προσχήματα, όσον αφορά το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών. Η πρώτη μεταφορά Παφραίων από την Αμισό μαρτυρείται τις παραμονές Χριστουγένων-Πρωτοχρονιάς 1922-1923, με το πλοίο ΠΟΛΥΧΡΟΝΗ, το οποίο είχε τελικό προορισμό την Αιδηψό της Εύβοιας 411. Οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα βρίσκονταν μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Στην ίδια κατάσταση, αλλά και ακόμη χειρότερη, βρίσκονταν και οι αντάρτες, πολλοί από τους οποίους ήταν επικηρυγμένοι. Στις 18 Οκτωβρίου 1922, είχε δοθεί αμνηστία στους αντάρτες, με την προϋπόθεση να παραδώσουν τα όπλα και να κατέβουν στην Αμισό. Μάθαμε ότι σταμάτησε ο πόλεμος, και ότι θα φύγουμε για την Ελλάδα. Και τότε ακόμα φοβόμασταν να κατεβούμε από τα βουνά, γιατί δεν είχαμε εμπιστοσύνη στους Τούρκους 412. Είχε τελειώσει ο πόλεμος και εμείς πολεμούσαμε ακόμη στα βουνά τους Τούρκους 413. Παρά τα όσα μάθαιναν, οι καπετάνιοι της Πάφρας στο βουνό ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί με τους κεμαλικούς, τους οποίους ουδόλως εμπιστεύονταν. Η πικρή εμπειρία των ετών 1914-1922 ήταν γι αυτούς ένα συνεχές μάθημα επιβίωσης. Οι κεμαλικοί δεν είχαν ούτε ιερά ούτε όσια. Οι κρυφές πληροφορίες από την Αμισό αναφέρονταν στην επικήρυξη όλων των επιφανών καπετάνιων όχι μόνον της Πάφρας, αλλά ολόκληρου του δυτικού Πόντου. Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν για την Ελλάδα μέσω Ρωσίας ή Θράκης με βενζινακάτους. Λίγοι παράτολμοι αντάρτες, από βουνό σε βουνό, κατέβηκαν στην Αμισό. Οι αντάρτες σε αρκετές περιπτώσεις περίμεναν μέχρι 407 Κ. Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική (1900-1945), Αθήνα 1983, 147. Κεμάλ, Ομιλίες, 232-233. 408 Φωτιάδης, Γενοκτονία, 523-524. 409 Γαβριηλίδης, Πόντος, 157-158. Ο συγγραφέας ήταν ένας από τους εκτοπισμένους Παφραίους. 410 Μαρτυρίες Αλεξιάδου Δέσποινας, Κυπιρτίδη Ιεροθέου, Παπαδοπούλου Σοφίας. 411 Μαρτυρία Γεωργίου Ηρ. 412 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 413 Μαρτυρία Τομπάκογλου Ιωσήφ. 300
και έξη μήνες, για να φύγουν με καράβι. Όσοι φορούσαν τη μαύρη αντάρτικη στολή μέσα στην Αμισό, και ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι, εκτελούνταν από τους Τούρκους χωρίς καμία δικαιολογία. Οι νέοι συλλαμβάνονταν με το πρόσχημα της στράτευσης και εκτελούνταν έξω από την πόλη. Όσοι αντιστέκονταν, δολοφονούνταν πίσω από τα κτίρια, μακριά από τα βλέμματα του έντρομου πλήθους. Ο έλεγχος των επικηρυγμένων καπετάνιων και ανταρτών γινόταν, κατ αρχήν, στη σκάλα της Αμισού, πριν την επιβίβασή τους στο καράβι. Αναγκαστήκαμε να ντυθούμε με κουρελιασμένα ρούχα ή και με ρούχα Κούρδων, για να μπορέσουμε να τους ξεφύγουμε 414. Όσοι αντάρτες, αλλά και άμαχοι, είχαν επιβιώσει ήταν ντυμένοι με κουρέλια, αξύριστοι και γενικά έδειχναν ότι ήταν σε ελεεινή κατάσταση. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουν από τα χέρια των φανατικών κεμαλικών, που εξονυχιστικά επιδίωκαν να μη φύγει για την Ελλάδα ούτε ένας σωματικά ακέραιος άνδρας. Οι ελληνικοί πληθυσμοί, που κατάφεραν να επιβιώσουν από τη νεοτουρκική και κεμαλική βαρβαρότητα, έπρεπε να φύγουν ακέφαλοι και παντελώς αδύναμοι, για τη μητροπολιτική Ελλάδα. Το πρόβλημα για τους καπετάνιους δε σταματούσε στην Αμισό. Ο άντρας μου άλλαξε ρούχα και καμπούριαζε συνέχεια, για να μην τον αντιληφτούν οι Τούρκοι και τον συλλάβουν. Το ίδιο έγινε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπήκαν στο πλοίο χωροφύλακες και έψαχναν για τον άντρα μου. Αυτός, με έναν Τούρκο φίλο μας έκαναν πως και αυτοί έψαχναν για τον καπετάν Συμεών. Δηλαδή, ο ίδιος έψαχνε δήθεν τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι γλιτώσαμε από τον έλεγχο 415. Οι φανατικοί κεμαλικοί, που δολοφονούσαν ατιμώρητα όποιον άνδρα ήθελαν, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, παρά το ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει και τυπικά με τη Συνθήκη των Μουδανιών, είχαν μένος κατά των ανταρτών. Ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορούσε να φτάσει κάποιος με ποικίλους τρόπους, έλεγχαν όλα τα κομβικά σημεία για να αφανίσουν τους φημισμένους καπετάνιους του αντάρτικου της Πάφρας, που κυριολεκτικά τους έτρεμαν. Πάντα, όμως, υπήρχαν και κάποιοι μη κεμαλικοί, φίλοι των Ελλήνων ανταρτών, που τους προστάτευαν και με διάφορα τεχνάσματα τους γλίτωναν από το θάνατο. Τα γυναικόπαιδα, που είχαν καταφύγει στο βουνό, κατέρχονταν πάντα με πολλές προφυλάξεις στην Αμισό. Τον Ιανουάριο του 1924, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε από τα βουνά και πηγαίναμε από βουνό σε βουνό μέχρι τη Σαμψούντα 416. Ο φόβος των τυφλών αντεκδικήσεων ήταν πάντα υπαρκτός στην ύπαιθρο, ακόμη και σε βάρος παιδιών και γυναικών. Οι κεμαλικοί δολοφονούσαν όποιον ήθελαν, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Μέσα στην Αμισό, όπου υπήρχαν διεθνείς επιτροπές, τα πράγματα ήταν διαφορετικότερα. Οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί είχαν τα δικά τους προβλήματα. Μας είπαν οι χωροφύλακες ότι έγινε ανταλλαγή, χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνει αυτό. Όταν ήρθαν οι χωροφύλακες στο Τουρχάλ να με πάρουν και να με στείλουν στη Σαμψούντα, ο Τούρκος (που με είχε δούλο), με έκρυψε σε μια αποθήκη του στον κάμπο, και με είχε δέσει Ένας άλλος Τούρκος ήρθε, με πήρε από την αποθήκη και με έστειλε με τους χωροφύλακες στη Σαμψούντα 417 Η κεμαλική αθλιότητα υπήρξε θλιβερή με το μίσος που εγκλώβισε στις ψυχές των χωρικών, οι οποίοι έπαιρναν από το πλήθος των εκτοπιζόμενων ελληνικών πληθυσμών όποιους ήθελαν, για να τους υπηρετούν, γιατί 414 Μαρτυρία του καπετάνιου Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 415 Μαρτυρία Σταυρίδου Κυριακής. Αφορά την περίπτωση του φημισμένου καπετάνιου Συμεών Αλεξιάδη-Σταυρίδη, από την Τάχνα. Κατά ομολογία της, ο σύζυγός της, πρωτοκαπετάνιος, κουμπάρος και προσωπικός φίλος του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, στον Πόντο ονομαζόταν Αλεξιάδης. 416 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημ. Το 1924, ήταν 14 χρόνων. 417 Μαρτυρία Καρασαββίδη Στυλιανού. Κατά το 1922, ήταν 20 χρόνων. 301
οι εθισμένοι κατακτητές τους θεωρούσαν ραγιάδες. Ο άγριος ξυλοδαρμός, εκτός από την εργασία, δεν αρκούσε στο φανατικό όχλο. Όταν μπορούσαν, ήθελαν να έχουν σκλάβους, παρά τις διεθνείς συνθήκες. Πολλοί από τους εκτοπισμένους έφυγαν για την Ελλάδα χωρίς να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους. Από την ανθρωποθάλασσα των 6.000-8.000 γυναικοπαίδων, σωθήκαμε, ίσως, μόνο χίλιοι και μας φέρανε στη Σαμψούντα και όχι στην Πάφρα. Μας είπαν ότι θα πάμε στην Ελλάδα 418 Μια οδύσσεια, με τραγικά αποτελέσματα, είχε τελειώσει. Μια άλλη οδύσσεια ξεκινούσε, χωρίς καν να μπορέσουν να επιστρέψουν πολλοί από εκείνους στη γενέθλια γή, με άγνωστα αποτελέσματα. Το μόνο βάλσαμο στην πονεμένη ψυχή τους ήταν ότι, οδηγούνταν στη μητροπολιτική Ελλάδα και η ελπίδα φτερούγιζε στα όνειρά τους. Όσοι εκτοπισμένοι είχαν επιστρέψει στην Πάφρα, αντιμετώπισαν ένα μεγάλο θρησκευτικό δίλημμα. Οι Έλληνες της Πάφρας συνέστησαν μια επιτροπή για την παραλαβή όσων κειμηλίων μπορούσαν να μεταφέρουν στην Ελλάδα, από την επισκοπική εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Στην επιτροπή συμμετείχαν ο Πιαλόγλου, ο Ταστσόγλου, ο αδελφός του Παναγιώτη Λαμπριανίδη, εγώ (Σαράφογλου Αρτεμισία) και μερικοί άλλοι που δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Όλοι μαζί πήγαμε στο διοικητή της Πάφρας Σαμλή Κιόρ Τζεμήλ και του αναφέραμε το σκοπό μας Μας κοίταξε με περιφρόνηση και μίσος, και μας ρώτησε αν θα πάρουμε και το χρυσάφι που ήταν κρυμμένο μέσα Μας είπε ότι μόνο ένα αντικείμενο θα πάρετε μέσα από την εκκλησία σας Η επιτροπή, παρουσία Τούρκων αξιωματικών και στρατιωτών, επέλεξε τον επιτάφιο της Αγίας Μαρίνας Τον έφεραν στην Αθήνα, αλλά δεν ξέρω πού βρίσκεται 419 Στους Έλληνες της Πάφρας δεν επετράπη να παραλάβουν μαζί τους ούτε τα ιερά και τα κειμήλιά τους. Από το ένα αντικείμενο που τους επετράπη, διάλεξαν το ιερότερο. Ο Ινεμπολίτης κεμαλικός διοικητής σκεπτόταν με ιδιοτέλεια. Γνώριζε ότι, οι Έλληνες δώριζαν επίχρυσες ή χρυσές εικόνες στην Αγία Μαρίνα, αλλά και άλλα ιερά σκεύη, και υποψιαζόταν ότι θα είχαν μέσα στο ναό κρυμμένο χρυσάφι. Η αξία όλων των ιερών κειμηλίων, σε χρήμα, ήταν ήδη μεγάλη. Στη συνέχεια, με δικούς του εργάτες άρχισε να ξηλώνει τους τοίχους για να βρεί το θησαυρό. Η τελική τύχη του ναού της Αγίας Μαρίνας ήταν προδιεγεγραμμένη. Την Αγία Μαρίνα τη γκρέμισαν οι Τούρκοι για να βρούν στα θεμέλιά της λίρες ή άλλα είδη αξίας. Στην αρχή την είχαν μετατρέψει σε κινηματοθέατρο 420 Ο μύθος για τον πλούτο των Ελλήνων της Πάφρας ήταν έντονος στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Το ίδιο ισχύει και σήμερα, γι αυτόν που θα πάει ταπεινός προσκυνητής στη γενέθλια γή. Η τύχη των σπιτιών των Ελλήνων αρχόντων της Πάφρας ήταν και αυτή προδιεγεγραμμένη. Τα μέγαρα των πλούσιων Παφραίων Αρζόγλου, Αράπογλου, Τιμήτογλου, Γαβριήλογλου κ. α. τα πήραν κάτι εγκληματίες Τούρκοι 421 Πικρές κεμαλικές αλήθειες. Ο Μουσταφά Κεμάλ ό,τι είχε τάξει, περνώντας το 1919 από την Αμισό, το πραγματοποίησε. Το δέλεαρ για τους πρώην Νεότουρκους και τους μετέπειτα κεμαλικούς ήταν οι περιουσίες των πλούσιων Ελλήνων. Η μεταφορά των επανελθόντων εκτοπισμένων από την Πάφρα στην Αμισό πραγματοποιούνταν με κάρα και, σπανίως, με λαντό-παϊτόνια, δίτροχα ευέλικτα 418 Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής. 419 Μαρτυρίες Σαράφογλου Αρτεμισίας και Γεωργιάδου Στυλιανής. 420 Μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου. 421 Ό. π. Ο Γ. Παρασκευόπουλος επέστρεψε το 1972 στην Ελλάδα. Μέχρι τότε ζούσε σαν Τούρκος στην Πάφρα. 302
κάρα, για τους ελάχιστους γόνους εμπορικών οικογενειών, που είχαν κάποια οικονομική δυνατότητα 422. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία ενός μικρού Έλληνα, που οι καταστάσεις τον εξανάγκασαν και έζησε για πενήντα ακόμη χρόνια ως Τούρκος στην Πάφρα, για τους αντάρτες, τη δύναμή τους και τα προτερήματά τους. Και τώρα ακόμα, όταν μιλάνε γι αυτούς, όχι μόνο τους φοβούνται, αλλά πολλές φορές τους δικαιώνουν οι γεροντότεροι Τούρκοι, που είχαν ζήσει τα γεγονότα. Λέγανε ότι αν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι δε βοηθούσαν τον Κεμάλ Ατατούρκ, οι Έλληνες αντάρτες θα είχαν πάρει από μόνοι τους όλη την περιοχή και τώρα θα ήμασταν δούλοι τους. Θυμούνται ακόμη την καταστροφή του Σούσεχηρ (Τσαγσούρ), πώς το κάψανε και πώς διέλυσαν τους 3.000 ένοπλους στρατιώτες και 1.000 χωροφύλακες Θυμούνται ακόμα τους μεγάλους οπλαρχηγούς και πολλές φορές μαλώνουν μεταξύ τους 423. Η ανδρεία, η γενναιότητα, η αποφασιστικότητα και το θάρρος των ανταρτών ήταν μοναδικά. Οι αντάρτες της Πάφρας ήταν γεννημένοι πολεμιστές Ό,τι ήθελαν να το πραγματοποιήσουν μπορούσαν να το επιτύχουν, όπως στο Τσαγσούρ. Οι αντάρτες, όσες φορές προέβαιναν σε τέτοιες ενέργειες, όπως συνέβη και αργότερα, αυτό συνέβαινε ως αντίμετρο για την άγρια εθνοκάθαρση σε βάρος των ανυπεράσπιστων ελληνικών πληθυσμών από τους κεμαλικούς και τους τσέτες συνεργάτες τους. Δεν εξυπηρετούσε καμία άλλη σκοπιμότητα. Αυτό το γνώριζαν και οι μη φανατικοί Οθωμανοί. Οι εξομολογήσεις τους είναι αυθεντικές. Οι καπετάνιοι, στη διάρκεια του αγώνα, προέβησαν σε βίαιες πράξεις κάτω από την πίεση των περιστάσεων. Εκεί απέδειξαν και το χαρακτήρα τους. Κάποιοι από αυτούς παθιάζονταν για εκδίκηση. Οι μεγάλοι αρχικαπετάνιοι Αντώνιος Χατσηελευθερίου, Κυριάκος Παπαδόπουλος, Ιωάννης Καβακλόγλου και πολλοί άλλοι, ήταν γενναία παληκάρια και οι απλοί Οθωμανοί τους ενθυμούνταν με θαυμασμό και τους επαινούσαν. Οι ελληνικοί-ρωμαίικοι πληθυσμοί της Πάφρας έφευγαν με κάθε πρόσφορο μέσο για την Ελλάδα. Το 1924, η αντίστροφη μέτρηση προς τη μητροπολιτική Ελλάδα είχε ολοκληρωθεί. Είναι καταλυτικός ο λόγος του μητροπολίτη Χρυσάνθου. Τη ενόχω συνεργία των συμμάχων χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922 το εθνικόν κίνημα των Τούρκων του Μουσταφά Κεμάλ πασά συνεπλήρωσε το έργον των Νεοτούρκων 424 Ο γενναίος και ακάματος ιεράρχης του Πόντου διαπίστωνε εξ ιδίων το τραγικό γεγονός ότι, για τις συμφορές του Πόντου και την ερήμωσή του ευθύνονταν οι χριστιανικοί λαοί της Δύσης, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, γιατί μπορούσαν να επέμβουν και να σώσουν τον Ελληνισμό του Πόντου από τη νεοτουρκική και κεμαλική εθνοκάθαρση, και όχι μόνο δεν το έπραξαν, αλλά συνεργάστηκαν σε εκείνο το ανοσιούργημα. Η ατυχής εκστρατεία στη Μικρά Ασία και η μετά την πτώση του Βενιζέλου πορεία προς την Άγκυρα, από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της Ελλάδος, παρά το γεγονός ότι ο Βενιζέλος από το Παρίσι την εκλιπαρούσε να μην προχωρήσει πέρα από τα όρια που είχαν θέσει οι Σύμμαχοι, αλλά και η εκστρατεία στην Ουκρανία ήταν μια άλλη διάσταση του προβλήματος, με βαρύτατες επιπτώσεις για την τύχη του Ελληνισμού του Πόντου. Μετά τη νίκη των Συμμάχων, κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, και τη διακήρυξή τους για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών της Μικράς Ασίας, οι Έλληνες του 422 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης. 423 Μαρτυρία Παρασκευόπουλου Γεωργίου. Κανείς από τους Τούρκους της Πάφρας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο συντοπίτης τους, που υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό και ήταν θύμα εκείνης της τραγικής περιόδου, θα μπορούσε να ήταν Έλληνας. Γι αυτό το λόγο και αυτές οι αποκαλύψεις. 424 Χρυσάνθου, Τραπεζούς, 782. 303
Πόντου, που είχαν επιζήσει από την επιχειρηθείσα γενοκτονία, είχαν βάσιμες ελπίδες να βλέπουν ένα διαφορετικό γι αυτούς μέλλον. 304
ΕΠΙΜΕΤΡΟ Η εγκατάσταση των προσφύγων Η οδύσσεια της Εξόδου των Παυρενών-Παφραίων, αλλά και σχεδόν ολόκληρου του ελληνικού πληθυσμού του δυτικού Πόντου από το λιμάνι της Αμισού, είχε πολλές παραμέτρους. Όλος ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής κατερχόταν στο λιμάνι της Αμισού. Όσοι είχαν χρήματα για τα εισιτήριά τους, μέχρι την Κωνσταντινούπολη, πλήρωναν τα ναύλα και αναχωρούσαν. Οι υπόλοιποι εργάζονταν περιστασιακά στην πόλη, για να εξοικονομήσουν τα εισιτήριά τους. Η κύρια απασχόλησή τους ήταν στα καπνομάγαζα, ενώ τα παιδιά επαιτούσαν. Τα καράβια που μετέφεραν τους Έλληνες μέχρι την Κωνσταντινούπολη, με βάση τη συμφωνία Ελλάδος -Τουρκίας, ήταν παλιά, ακάθαρτα και φορτωμένα μέχρι τα αμπάρια. Οι άρρωστοι από εξανθηματικό τύφο και ανεμοβλογιά συστεγάζονταν με τους υγιείς. Όσοι πέθαιναν στο καράβι, τους πετούσαν στη θάλασσα 425. Οι πρόσφυγες του Πόντου στην Κωνσταντινούπολη στεγάζονταν στα ελληνικά σχολεία, με άμεσο κίνδυνο να μεταδοθούν οι αρρώστιες και στο ντόπιο πληθυσμό. Μετά από πολλά διαβήματα, παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, από τον αρχηγό των συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής στον Ε. Ε. Σ., που ανέλαβε την περίθαλψη των Ποντίων και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα, υπό την επίβλεψη του Α. Α. Πάλλη, ο στρατώνας στο Σελιμιέ, στην ανατολική ακτή του Βοσπόρου. Λίγο αργότερα, ο στρατώνας κατήντησε κόλαση, εξαιτίας της υπερπληθώρας των προσφύγων, της έλλειψης νερού, στοιχειώδους τροφής και ρύπων. Το λίγο βρώμικο νερό που έφτανε στο Σελιμιέ στάθηκε αιτία για την εξάπλωση της επιδημίας τύφου. Περίπου τετρακόσιοι θάνατοι σημειώνονταν κάθε εβδομάδα. Οι νεκροί θάπτονταν σε ομαδικούς τάφους, πάνω στους οποίους ρίπτονταν ασβέστης και λίγο χώμα. Πολλοί έμεναν άταφοι στα υπόγεια του Σελιμιέ για δέκα και είκοσι ημέρες 426. Οι συνθήκες της φυγής ήταν κυριολεκτικά δραματικές και συνταρακτικές για τους Πόντιους της Πάφρας, που η πλειοψηφία τους αναχωρούσε για την Ελλάδα μόνο με ένα σχισμένο φουστάνι 427, με κουρελιάρικα ρούχα 428, μόνο με το παντελόνι και το σακάκι μας 429 και που η επωδός των κεμαλικών συμπατριωτών τους στην πόλη της Πάφρας ήταν στερεότυπη. Κέτινιζ Βενιζέλος παπανίζ τσαϊρίορπηγαίνετε σας φωνάζει (καλεί) ο πατέρας σας ο Βενιζέλος 430 Οι κεμαλικοί της Πάφρας τους μέμφονταν, ενώ παράλληλα τους τρομοκρατούσαν και τους δολοφονούσαν ατιμωτητί στην ύπαιθρό της. Οι κάτοικοι της Πάφρας πήραν το δρόμο για τη μητροπολιτική Ελλάδα κουβαλώντας μόνον το σαρκίο τους, γιατί αντιστάθηκαν με γενναιότητα στη νεοτουρκική και κεμαλική βαρβαρότητα, με κάθε πρόσφορο τρόπο. Στην πατρίδα, όπου γεννήθηκαν, δεν υπήρχε πια ζωή γι αυτούς. Το ταξίδι από την Αμισό, μέσω Κωνσταντινούπολης, είχε για προορισμό τον Άγιο Γεώργιο του Πειραιά, το Καραπουρνάκι της Καλαμαριάς, την Αιδηψό, τη Χαλκίδα, την Καβάλα, την Αίγινα, την Πρέβεζα, την Ύδρα. Πολλοί από τους εναπομείναντες Παφραίους δεν είχαν εν ζωή ούτε ένα συγγενή τους, ενώ άλλοι είχαν απομείνει ελάχιστοι από μεγάλες πατριαρχικές οικογένειες. Τα πλοία, με τα οποία 425 Σαμουηλίδης, Ιστορία, 267-268. 426 Ό. π., 268-269. 427 Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής. 428 Μαρτυρία Χατσηαποσίδη Ιεροθέου. 429 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 430 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης. 305
ταξίδεψαν, ονομάζονταν ΠΟΛΥΧΡΟΝΗ, ΚΟΥΡΤΣΙΜΑ, ΖΟΥΦΡΟΥ, ΣΙΡΑΖ, ΚΑΒΑΛΑ, ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ. Από την Κωνσταντινούπολη, υπήρχαν και μερικά ελληνικά εμπορικά καράβια (ΧΙΟΣ-ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ) 431. Η κεμαλική κυβέρνηση επέτρεψε τη μεταφορά προσφύγων από τα λιμάνια του Πόντου προς την Ελλάδα, με την προϋπόθεση τα ελληνικά πλοία να μην έχουν αναρτημένη την ελληνική σημαία μέσα στα λιμάνια, και να συνοδεύονται από ένα αμερικανικό πολεμικό πλοίο 432. Στις 6/12/1922, ο υπουργός Δοξιάδης, του Υπουργείου Περιθάλψεως, παρακαλόύσε το Υπουργείο Εξωτερικών να δώσει εντολή στην ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, ώστε τα πλοία που μετέφεραν πρόσφυγες από τον Πόντο να κατευθυνθούν όλα προς την Πρέβεζα και τα άλλα λιμάνια της Ηπείρου, όπου επρόκειτο να εγκατασταθούν και όπου υπήρχαν οργανωμένα κέντρα υποδοχής, για να αντιμετωπιστούν τα κρούσματα ευφλογίας και εξανθηματικού τύφου 433. Πριν εκπνεύσει το 1922, ο υπουργός, με απευθείας τηλεγράφημα προς τον Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, και κοινοποίηση προς το Υπουργείο Εξωτερικών, τον παρακαλούσε να σταματήσει την αποστολή προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο, γιατί η Ελλάδα είχε ήδη δεχθεί ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων και πενήντα χιλιάδες Πόντιους. Οι περισσότεροι από τους Πόντιους παρέμεναν άστεγοι, γιατί όλα τα κέντρα υποδοχής προσφύγων είχαν υπερπληρωθεί 434. Στους αρχικούς τόπους προορισμού υπήρχαν τα λοιμοκαθαρτήρια, τα οποία είχαν καταντήσει τόποι μαρτυρίου, πέρα από την ουσιαστική προσφορά τους στους πρόσφυγες. Το κόψιμο των μαλλιών, ειδικά για τα νεαρά κορίτσια θεωρούνταν ντροπή, η πείνα, η δίψα, οι αρρώστιες και ο θάνατος ήταν αυτονόητα, παράλληλα με το λουτρό. Οι υπηρεσίες περίθαλψης συχνά αδιαφορούσαν, και οι μαυραγορίτες προσπαθούσαν με ανήθικους τρόπους να απομυζήσουν τους αδελφούς τους, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί. Κοντά σε όλα αυτά, υπήρχαν και ευτυχισμένες στιγμές, όταν οι πρόσφυγες συναντούσαν φίλους, συγγενείς, χωριανούς και γνωστούς 435. Μετά τον πρώτο σταθμό, ακολουθούσαν και άλλοι μέχρι την οριστική εγκατάσταση των προσφύγων σε έναν τόπο. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων ενημέρωνε τους Πόντιους σε ποια χωριά της Ελλάδος είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες, από συγκεκριμένα μέρη της Πάφρας, αλλά και των άλλων μερών του Πόντου. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, ο κάθε πρόσφυγας γινόταν πηγή πληροφοριών για όλους τους άλλους συντοπίτες του. Ήθελα να φύγω από τη Χαλκίδα και να βρώ τυχόν συγχωριανούς μου ή συγγενείς μου Πήγα στη Νέα Μπάφρα Σερρών, όπου βρήκα ένα συγχωριανό μου και έμαθα ότι υπάρχουν 2 συγχωριανοί μας στην Ηλιοκώμη και στο Ακριτοχώρι Σερρών Ξαναγύρισα στη Χαλκίδα και από εκεί πήγα στην Παραλία Κύμης 436 Βρέθηκα στην Καβάλα ξανά. Εκεί 431 Μαρτυρίες Γεωργίου Ηρ., Σαράφογλου Αρτεμισίας, Γεωργιάδου Στυλιανής, Κοτσέρογλου Δημητρίου, Χατσηαποσίδη Ιεροθέου, Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, Σταυρίδου Κυριακής, Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη, Χατζηθεοδωρίδη Κωνσταντίνου και Καρασαββίδη Στυλιανού. 432 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ. 14340, Κωνσταντινούπολη 7/20/12/1922, πρέσβης Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείον Εξωτερικών. 433 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α, α.π. 93788-93590, Αθήναι 6/12/1922, άκρως επείγον τηλεγράφημα. Τα λοιμώδη κρούσματα οφείλονταν σε όσους είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από την κόλαση της εξορίας. 434 Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α, α. π. 100148, Αθήναι (χωρίς ημερομηνία)1922, άκρως επείγον τηλεγράφημα. 435 Σαμουηλίδης, Ιστορία, 270-271. 436 Μαρτυρία Γεωργίου Ηρ. 306
παντρεύτηκα πάλι και εγκαταστάθηκα στη Νέα Μπάφρα Τώρα μένω εδώ στη Θεσσαλονίκη 437 Ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα, αρχικά στο νησί Άγιος Γεώργιος του Πειραιά, μετά στο Καραμπουρνάκι, στο Χαρμάνκιοϊ (Ελευθέρια) της Θεσσαλονίκης Τον Αύγουστο του 1924, στο σημερινό χωριό μας Νέα Μπάφρα, όταν μάθαμε ότι ο Χατζηθεοδωρίδης Παναγιώτης και άλλοι γέροι διάλεξαν αυτό το μέρος, όπου εκείνη την εποχή ήταν χωράφια σπαρμένα με καλαμπόκι και καπνά 438 Με το ελληνικό φορτηγό καράβι ΧΙΟΣ-ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, μας φέρανε στην Πρέβεζα, στο χωριό Πέτρα, από εκεί στον Πειραιά, στην Καβάλα, στη Χρυσούπολη Καβάλας και από εκεί ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη 439 Στο γκρουπ που ήμασταν, ήρθαμε στην Αίγινα, από εκεί στο Καραμπουρνάκι και από εκεί στο Χαρμάνκιοϊ (Ελευθέρια) Θεσσαλονίκης. Εκεί ανταμώσαμε με άλλους πατριώτες μας Εμείς διαλέξαμε την τοποθεσία του σημερινού χωριού μας, γύρω στις 70 οικογένειες και στήσαμε τα τσαντήρια μας, γιατί σπίτια δεν υπήρχαν. Την επόμενη ημέρα ήρθαν οι κάτοικοι του Κιούπκιοϊ (Πρώτη) και μας έδιωξαν. Έκαψαν τις σκηνές μας. Ξαναήρθαμε με τη συνοδεία στρατού Το 1925, πήγαμε με τον Πάγκαλο στη Βουλγαρία Από τότε μέχρι σήμερα είμαστε οι φύλακες της νέας Πατρίδας μας 440. Από την Κωνσταντινούπολη, ήρθαμε με ελληνικό καράβι στην Ύδρα Ήμασταν 270 περίπου παιδιά από την περιοχή της Πάφρας. Έρχονταν οι συγγενείς και παίρνανε τα δικά τους παιδιά. Εγώ δεν είχα κανέναν Με είδε κάποιος Χαράλαμπος και με ρώτησε αν ήθελα να φύγω από εκεί Με έβαλε κάτω από κάτι ξύλα, μέσα στο καράβι Μετά από μερικές μέρες, φτάσαμε στη Χαλκίδα. Εκεί προόριζαν τους περισσότερους Παφρηνούς Μας στείλανε στα προσφυγικά παραπήγματα του Αγίου Ιωάννη, όπου έμεινα μέχρι το 1926 που στρατεύτηκα Τον Ιούνιο του 1928 απολυόμουν από το στρατό και δεν ήξερα πού να πάω Ρώτησα και έμαθα ότι στο Παγγαίο υπάρχει ένας συνοικισμός που είναι όλοι Πάφραληδες. Έτσι ήρθα στη Νέα Μπάφρα, χωρίς βέβαια να βρώ χωριανούς, φίλους και συγγενείς από την Πατρίδα 441 Το 1924, αποβιβαστήκαμε στην Πρέβεζα. Από τους 2.000 περίπου πρόσφυγες, ήμουν η μόνη μορφωμένη Εγώ έτρεχα παντού για τις ανάγκες των προσφύγων Τελικά παντρεύτηκα στην Ξάνθη, μετά από πολλές περιπέτειες. Στην αρχή, ασχοληθήκαμε με γαλακτοπωλείο και στη συνέχεια με εργοστάσιο αναψυκτικών. Βγάζαμε αρκετά χρήματα. Δεν υπέβαλα τα χαρτιά μου για διορισμό δασκάλας, όπως έκαναν πολλοί συμπατριώτες μου Τα χρήματα που έπαιρναν δεν έφταναν ούτε για τα έξοδα διατροφής 442 Από την Κωνσταντινούπολη ήρθαμε στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης και από εκεί πήγαμε στο Κατάφυτο και ύστερα στην Ανδριανή Δράμας Το 1925, όταν ήμασταν στο Κατάφυτο, πήρε ο στρατηγός Πάγκαλος τον άνδρα μου (τον καπετάνιο Συμεών Αλεξιάδη-Σταυρίδη) και του είπε ότι τον κάνει επικεφαλής τάγματος του στρατού, για να επιτεθούν στους Βούλγαρους Ο άνδρας μου, μαζί με τον κουμπάρο μας Τσαβλακίδη (καπετάνιος και αυτός) και τον αδερφό του βρέθηκαν επικεφαλής του ελληνικού στρατού και χτύπησαν τους Βούλγαρους 443 Όταν φτάσαμε στην Ελλάδα, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, ήρθαμε στην Καβάλα και από εκεί στη Δράμα Το βράδυ, στις 25 με 26 Οκτωβρίου 1925, μπήκαμε στη Βουλγαρία Ο στρατηγός Πάγκαλος ήταν πρωθυπουργός και αυτός είχε κάνει σχέδιο να χτυπήσουμε τους Βούλγαρους, για τα κακά που έκαναν στα σύνορα, σε βάρος των Ελλήνων πολιτών και στρατιωτών Γυρίσαμε στις 10-11 Νοεμβρίου του 1925 Οι Πόντιοι αντάρτες 437 Μαρτυρία Γεωργιάδου Στυλιανής. 438 Μαρτυρία Κοτσέρογλου Δημητρίου. 439 Μαρτυρία Κριτσιλίδου Πάνσεμνης. 440 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. 441 Μαρτυρία Καρασαββίδη Στυλιανού. 442 Μαρτυρία Σαράφογλου Αρτεμισίας. 443 Μαρτυρία Σταυρίδου Κυριακής. 307
αποφασίσαμε να κάνουμε ένα σύλλογο, για να είμαστε πιο δεμένοι Οι στρατηγοί Κοιμήσης και Καπέμος μας είχαν δώσει όπλα, για να φυλάμε οι Πόντιοι τα σύνορα 444 Είναι συγκλονιστική η πορεία των γεγονότων για τους Πόντιους της Πάφρας. Παρά το ότι κουβαλούσαν μόνο το σαρκίο τους, μετά την άφιξή τους στους αρχικούς προορισμούς με τα λοιμοκαθαρτήρια, ξεκίνησαν έναν ατελείωτο αγώνα δρόμου, για να βρεθούν με συγγενείς, φίλους ή χωριανούς. Αυτός ήταν ο πρώτος στόχος τους. Αισθάνονταν την ανάγκη να ενωθούν με τους δικούς τους ανθρώπους, για να στηριχτούν και να τους στηρίξουν. Οι καιροί ήταν ιδιαίτερα δύσκολοι. Η κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ήταν τραγική. Υπήρχε έντονο πρόβλημα επιβίωσης. Οι περισσότεροι Παυρενοί-Παφραίοι ξεκίνησαν τη μεγάλη πορεία από τον Πειραιά, την Πρέβεζα, την Αθήνα, τη Χαλκίδα, για τη Μακεδονία των συνόρων. Σε πολλές περιπτώσεις, υπήρξαν τρείς και τέσσερις μετεγκαταστάσεις, πριν την οριστική εγκατάστασή τους σε έναν τόπο. Η μετακίνησή τους προς τα αστικά κέντρα έγινε μερικές δεκαετίες αργότερα. Οι τόποι εγκατάστασής τους έπρεπε να είναι, θεωρητικά, γιατί δεν υπάρχει κανένα μέτρο σύγκρισης, σαν εκείνους που είχαν αφήσει. Η Πάφρα ήταν κατ εξοχήν καπνοπαραγωγικός τόπος, λόγω της εκτεταμένης και εύφορης πεδιάδας της, με φημισμένο καπνό. Αυτήν την αγροτική τέχνη γνώριζαν, παράλληλα με την αγροτική κτηνοτροφία. Όσοι ήταν δάσκαλοι στην Πάφρα ή όσοι ήταν εγγράματοι, δεν ήθελαν να εξασκήσουν το λειτούργημα που γνώριζαν, γιατί υπήρχε πρόβλημα επιβίωσης, αν δεν τους βοηθούσαν με προϊόντα οι αγροτοκτηνοτροφικές οικογένειες των χωριών. Οι δεκάδες χρυσές λίρες που κέρδιζαν στην Πάφρα ήταν περασμένα μεγαλεία. Τα ορφανά παιδιά, που τύχαινε να μην έχουν κανένα γνωστό, φίλο ή συγγενή ήταν τα μεγάλα θύματα της όλης δραματικής κατάστασης. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ντόπιοι εκδίωξαν τους πρόσφυγες, γιατί καταπάτησαν τα λιβάδια τους. Η περίπτωση της Πρώτης Σερρών, με επικεφαλής το δάσκαλο Γ. Καραμανλή, είναι χαρακτηριστική. Χρειάστηκε η παρουσία του στρατού για την εγκατάστασή τους. Μέχρι να ρυθμιστεί οριστικά, νομοθετικά, το θέμα της Νέας Μπάφρας, από την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου, κινήθηκαν δραστήρια οι διαπρεπείς Πόντιοι στην καταγωγή Λεωνίδας Ιασωνίδης, Γιάννης Πασσαλίδης, Παναγιώτης Λαμπριανίδης, Πλάτων Γελκεντζόγλου, Σωκράτης Ανθρακόπουλος, Γρηγόριος Ζαροτιάδης και πολλοί άλλοι. Στην ουσία, υπήρχε ένα μεγάλο ζήτημα. Οι πρόσφυγες ήταν Βενιζελικοί, ενώ οι ντόπιοι, στην πλειοψηφία τους, ήταν Λαϊκοί. Αιώνια καρκινώματα του Ελληνισμού. Σε μια κίνηση αυτογνωσίας, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, που ασχολούνταν με το προσφυγικό ζήτημα, έστειλε τους ακαταμάχητους και αδάμαστους πολεμιστές της Πάφρας στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όπου υπήρχε υπαρκτός κίνδυνος για το ελληνικό κράτος. Οι Παυρενοί-Παφραίοι γνώριζαν καλύτερα από τον καθέναν την τέχνη του ανταρτοπολέμου. Η Βουλγαρία, παρά την ήττα της στο Βαλκανικό Πόλεμο, δεν είχε πάψει να επιβουλεύεται τη μακεδονική γή. Το ελληνικό κράτος δημιούργησε έναν κυματοθραύστη στον από βορράν κίνδυνο, και τους τοποθέτησε ακρίτες στα βόρεια σύνορά του, για να φυλάγουν και εκεί Θερμοπύλες. Ο στρατηγός και δικτάτορας πρωθυπουργός Πάγκαλος, προσωπικά, τους χειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τσακίσει το ηθικό των Βουλγάρων, που με τις ιταμές προκλήσεις τους δημιουργούσαν συνεχή προβλήματα 445. Η είσοδός τους, με μονάδες του ελληνικού στρατού, σε ξένο, όμορο, 444 Μαρτυρία Χατζηθεοδωρίδη Κωνσταντίνου. 445 Η αφορμή για την εισβολή δόθηκε, όταν οι Βούλγαροι στρατιώτες, στο όρος Μπέλλες, τον Οκτώβριο του 1925, πυροβόλησαν και σκότωσαν εν ψυχρώ το λοχαγό διοικητή των ελληνικών φυλακίων Βασιλειάδη Νικόλαο, ο οποίος μετέβαινε με λευκή σημαία στο βουλγαρικό φυλάκιο, προς παραλαβή δύο φονευθέντων Ελλήνων στρατιωτών. Η είδηση της δολοφονίας του Έλληνα αξιωματικού 308
εχθρικό έδαφος συνιστούσε παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να αλλάξει πολιτική, σε λιγότερο από ένα μήνα. Το μήνυμα του στρατηγού, βέβαια, ήταν ξεκάθαρο. Η πολεμική αυτογνωσία των Παφραίων, η φιλοπατρία, η αυτοθυσία και η αξιοπρέπειά τους ήταν εκείνο που τους χαρακτήριζε. Τα τραγούδια των θρυλικών καπετάνιων, μαζί με τα ακαταμάχητα βιώματά τους στις βουνοκορφές του Πόντου, φώτιζαν το δρόμο τους και συνεχώς τους δυνάμωναν την αγάπη για τη μητέρα Πατρίδα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή των Παφραίων των Νομών Δράμας, Σερρών, Καβάλας και Ξάνθης στην εθνική αντίσταση κατά την τριπλή κατοχή, Γερμανική, Βουλγαρική και Ιταλική, στη Μακεδονία. Στρατός κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ήταν οι Βούλγαροι, μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα. Μετά το Στρυμόνα, στρατός κατοχής ήταν οι Γερμανοί. Οι Βούλγαροι επί μακρόν επιδίωκαν τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, προκειμένου να αποκτήσουν έξοδο στην, καίριας σημασίας γι αυτούς, θάλασσα του Αιγαίου.Αμέσως μετά την εισβολή τους στη Μακεδονία, επιδίωξαν τον αφελληνισμό και τον εκβουλγαρισμό της. Το πρόγραμμα εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας περιελάμβανε την κατάλυση του ελληνικού κράτους σε κάθε εκδήλωσή του. Οι βουλγαρικές αρχές αντικατέστησαν τους δημοτικούς άρχοντες με Βούλγαρους, όπως και τους Έλληνες ιερείς-στους οποίους απηγόρευσαν τις ιεροπραξίες, έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία, καταδίωξαν τους δασκάλους, απάλειψαν τις ελληνικές επιγραφές από τα καταστήματα, τους δρόμους, τις εκκλησίες και επέβαλαν τη βουλγαρική γραφή στους νέους και παλαιούς τάφους. Όποιος συλλαμβανόταν να ομιλεί ελληνικά κινδύνευε να του επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο και να κακοποιηθεί. Επίσης, προέβησαν σε απογραφή των κατοίκων και προσπάθησαν να αναγκάσουν τους Έλληνες να δεχθούν τη βουλγαρική υπηκοότητα, και θέσπισαν το νόμο περί ιθανένειας. Σύμφωνα με αυτόν, όποιος επέμενε να έχει την ελληνική ιθαγένεια απελαυνόταν. Ο εκβουλγαρισμός επιχειρήθηκε να ολοκληρωθεί με την εγκατάσταση χιλιάδων Βουλγάρων εποίκων. Εις τους μη Βουλγάρους απαγορεύονταν η εργασία. Οι Έλληνες, προκειμένου να μη λιμοκτονήσουν, αναγκάζονταν να διαφεύγουν στην πέραν του Στρυμόνα γερμανοκρατούμενη περιοχή ή στην προς τα Ανατολικά ουδέτερη ζώνη. Οι έξοδοι προς αυτές τις περιοχές φυλλάσονταν από τους Βουλγάρους και όσοι συλλαμβάνονταν φονεόονταν, ανεξάρτητα αν ήταν άνδρες, γυναίκες, παιδιά και ρίχνονταν στον ποταμό Στρυμόνα. Η στρατολογία των νέων και η υποχρεωτική αποστολή τους για εργασία στη Βουλγαρία ολοκλήρωνε τη δραματική κατάσταση στη οποία είχαν περιέλθει οι ελληνικοί πληθυσμοί. Την όλη κατάσταση επέτεινε το γεγονός ότι, με την εισβολή τους στο ελληνικό έδαφος, τον Απρίλιο του 1941, οι Βούλγαροι αναζητούσαν ονομαστικά όσους έιχαν εισβάλει με τον ελληνικό στρατό στη Βουλγαρία, τον Οκτώβριο του 1925, και όσους ήταν παλαιοί Μακεδονομάχοι 446. Όταν οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες επέστρεψαν από το Μέτωπο, βρήκαν τον τόπο τους να κατέχεται από τους Βουλγάρους εισβολείς και αμέσως αντιλήφθηκαν ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Οι Παφραίοι, που από τον Πόντο εξόργισε τον Θεόδωρο Πάγκαλο και την κυβέρνησή του. Με μυστική διαταγή, ο στρατηγός έδωσε εντολή στη 10 η Μεραρχία Σερρών και στο Σύνταγμα Δράμας να εισβάλει στη Βουλγαρία, για να τιμωρήσει τους αποθρασυνθέντες Βουλγάρους (Γεωργίου Αντωνιάδη, Οι Γενναίοι του Βορρά. Θυσίες, δάκρυ και αίμα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, εκδ. ΕΣΕΑ, Δράμα 1997, 23-24, 27-28). 446 Αντωνιάδης, Οι Γενναίοι του Βορρά, 25, 27-28. 309
ζούσαν με το αλέτρι και το όπλο στο χέρι, άρχισαν, με πολύ μεγάλη προφύλαξη και ιδιαίτερη προσοχή, να συγκεντρώνουν όπλα 447. Πρωτεργάτης στην κίνηση των Ποντίων για αντίσταση, κατά του βουλγαρικού στρατού κατοχής, ήταν ο Αντώνης Φωστηρίδης 448, που δημιούργησε έναν πυρήνα από παλιούς αντάρτες του Πόντου, αλλά και από μαχητές του Αλβανικού Μετώπου-εναντίον των Ιταλών και των Οχυρών Μεταξά-εναντίον των Γερμανών. Οι πρώτες ομάδες αντίστασης δημιουργήθηκαν στα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου του 1941. Το Φεβρουάριο του 1943, οι αγωνιστές ίδρυσαν την Ε.Α.Ο.(Εθνικές Ανταρτικές Ομάδες) και στις 18 Οκτωβρίου 1943 την Ε.Σ.Ε.Α.(Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα). Κοινό σημείο αναφοράς τους ήταν η ιδέα του Έθνους, που εκφραζόταν με τον αγνό πατριωτισμό τους. Ήταν η έκφραση του Ελληνισμού, με την πίστη τους στις θρησκευτικές και εθνικές παραδόσεις 449. Οι μάχες των Ελλήνων αγωνιστών, κατά του βουλγαρικού στρατού κατοχής, μεταξύ των ετών 1942-1944, ήταν πολύνεκρες, συνεχείς και χαρακτηρίστηκαν από την ανδρεία, τη γενναιότητα και την αυτοθυσία τους. Οι απώλειες των Βουλγάρων ήταν μεγάλες σε αξιωματικούς και οπλίτες. Είχε προηγηθεί, στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, η σφαγή των Ελλήνων στην πόλη της Δράμας με 2.500 θύματα, αθώους άμαχους, γυναικόπαιδα, γέροντες, και περισσότερα από 15.000 θύματα στην περιφέρειά της. Πρόσχημα, για τις οργανωμένες σφαγές του στρατού κατοχής, ήταν ένα αψυχολόγητο κίνημα, από οργανωμένους οπαδούς του κομμουνιστικού κόμματος, και το φόνο 10-15 Βουλγάρων αγροφυλάκων σε χωριά της Δράμας. Μετά τις μάχες μεταξύ Μαΐου-Ιουνίου 1944, ο βουλγαρικός στρατός κατοχής προέβη στην πυρπόληση περισσοτέρων των 60 χωριών στις περιοχές Δράμας, Καβάλας, Ξάνθης και Σερρών. Η βία και η βαναυσότητα των κατακτητών, όμως, ξεπέρασε κάθε όριο, όταν μέσα στα πυρπολούμενα σπίτια έρριχναν αθώους άνδρες και γυναίκες 450. Μετά την ιστορική μάχη στη Γέφυρα των Παπάδων, στον ποταμό Νέστο, μεταξύ 5-9 Μαΐου 1944, όπου σκοτώθηκαν 42 Βούλγαροι αξιωματικοί και 360 στρατιώτες, μεταξύ των οποίων ο Συνταγματάρχης Μιχαήλωφ και ο διοικητής του Υγειονομικού Στόικωφ Δημήτρη, αλλά και 36 Έλληνες αγωνιστές, οι ομάδες Ε. Α. Ο. Ε. Σ. Ε. Α. του Αντώνη Φωστηρίδη υπήχθησαν στην 8 η Συμμαχική Στρατιά. Στις 22 447 Ό. π., 29-36. 448 Ο Αντώνης Φωστηρίδης ή Φωστερίδης, Γενικός Αρχηγός των ανταρτικών τμημάτων της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, γεννήθηκε στο χωριό Ερουκλί της Πάφρας, του νομού Αμισού- Σαμψούντος, το 1912 και απεβίωσε στη Δράμα το 1978. Ήταν πνευματικό παιδί (βαφτιστήρι) του Γενικού Αρχηγού των ανταρτικών δυνάμεων του Δυτικού Πόντου Αντώνη Χατζηελευθερίου. Ο πατέρας του Κυριάκος ήταν αντάρης στον αγώνα κατά των Νεοτούρκων και των κεμαλικών, και από το 1921, σε ηλικία εννέα ετών, κατέφυγε στο βουνό για να γλιτώσει από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κεμαλικών και των τσετών. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Κρηνίδες Καβάλας. Στο Αλβανικό Μέτωπο διακρίθηκε στις μάχες κατά των Ιταλών εισβολέων, και για την ανδρεία και την επιτελικότητά του από λοχίας προήχθη στο βαθμό του εξ απονομής εφέδρου ανθυπολοχαγού. Με αυτόν τον τρόπο, τον τίμησε η Πατρίδα για τα ανδραγαθήματά του στα πεδία των μαχών. Κατά την περίοδο της Αντίστασης, η δύναμη των ανδρών του ανερχόταν σε 6.500 μαχητές, τον Ιανουάριο του 1944, και σε 12.500 περίπου τον Ιούλιο του 1944. Κατά τη διάρκεια του αγώνα του εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών τραυματίστηκε επτά φορές σε διάφορες μάχες. Για την προσφορά του στην Αντίσταση, τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος με πλήθος παρασήμων και από την αγγλική κυβέρνηση και το βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο ΣΤ ανακηρύχθηκε επίτημο μέλος της Ευγενούς Κοινωνίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν βασικό στέλεχος της 133 ΦΟΡΣ της αντικατασκοπείας και του προγραμματισμού των επιχειρήσεων του Στρατηγείου των Συμμαχικών Δυνάμεων, στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Αντώνης Φωστηρίδης εξελέγη δύο φορές βουλευτής Δράμας (Αντωνιάδης, Οι Γενναίοι του Βορρά, Ι, 9-12). 449 Ό. π., 13-35. 450 Ό. π., 50-55, 68-92, 370-371. 310
Μαΐου 1944, ο διοικητής της Στρατιάς σερ Μάιντλαντ Γουίλσον γνωστοποίησε, με τηλεγράφημά του, στο Αρχηγείο Τσάλνταγ ότι ανήκαν, πλέον, στη δύναμη της Στρατιάς, και θα υπήκουαν στις διαταγές των αξιωματικών της, που είχαν αποσταλεί στην περιοχή (ταγματάρχες Μύλλερ και Κίτκατ, λοχαγός Πώλ και υπολοχαγός Ντίκ). Οι επιτυχίες των αγωνιστών της Ε. Α. Ο. Ε. Σ. Ε. Α. κατά των Βουλγάρων, με παράλληλη απασχόληση σημαντικού τμήματος του βουλγαρικού στρατού κατοχής, ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις δυνάμεις του Άξονα κατά των αποβατικών ενεργειών των Συμμάχων στην Ευρώπη, τους καταξίωσαν στα μάτια των Συμμάχων 451. Οι σημαντικότερες μάχες, που διεξήχθησαν μεταξύ των αγωνιστών της Ε. Α. Ο. Ε. Σ. Ε. Α., στην οποία συμμετείχε πλήθος γυναικών, και του βουλγαρικού στρατού κατοχής, πέρα από τις πολλές σε αριθμό μεμονωμένες συμπλοκές, ήταν οι εξής: 10 Φεβρουαρίου 1942, μάχη του Παγγαίου 8 Μαρτίου 1942, μάχη στη Σινίτσοβα Παγγαίου 18 Ιουνίου 1942, μάχη στα Πραβινά Παγγαίου 6 Οκτωβρίου 1942, μάχη στη Ζερνοβίτσα τουφαλακρού όρους (Μπόζνταγ) 10 Οκτωβρίου 1942, μάχη στα Καλύβια του Μπούτου στο Φαλακρού όρους 11 Οκτωβρίου 1942, μάχη στο Βαθύλακκο του Φαλακρού όρους 20 Οκτωβρίου 1942, μάχες Εικοσιφοινίσσης και Συμβόλου Παγγαίου 31 Οκτωβρίου 1942, μάχη στηβρύση του Μπέη στο Μπαϊράμτεπε 23 Νοεμβρίου 1942, μάχη στη Βάλτα Κρηνίδων Καβάλας 3 Φεβρουαρίου 1943, μάχη στη Μεσιά Μελισσοκομείου Καβάλας 25 Φεβρουαρίου 1943, μάχη στη Θερμιά Δράμας 5 Μαρτίου και 1 Απριλίου 1943, μάχη στον ποταμό Στρυμόνα 3 Απριλίου 1943, μάχες του Παγγαίου 13 Μαΐου 1943, μάχη στη Λεκάνη Καβάλας 23 Ιουνίου 1943, μάχες στο Μακροχώρι και στον Κεχρόκαμπο Καβάλας 20 Ιουλίου 1943, μάχη στην Πλατανιά Δράμας 12 Αυγούστου 1943, μάχες στην Ελατιά (Καράντερε) 27 Αυγούστου 1943, μάχη στο Δρυμότοπο Τσάλνταγ 12 Σεπτεμβρίου 1943 και 2 Οκτωβρίου 1943 μάχες στο Μενοίκιο όρος 10 Οκτωβρίου 1943, μάχη στον ποταμό Στρυμόνα 23 Νοεμβρίου 1943, μάχη στη Βάλτα Κρηνίδων Καβάλας 1-10 Δεκεμβρίου 1943, μάχες στο 26 ο χιλμ. Δράμας-Νευροκοπίου και στον Τομέα Πεπελέ-Στράνιας 4 Δεκεμβρίου 1943, μάχες στο Πανόραμα και στην Κάτω Βροντού 12 Δεκεμβρίου 1943, μάχη στην Ελατιά (Καράντερε) 16 και 18 Δεκεμβρίου 1943, μάχες στη Ντόμπολη 16-21 Φεβρουαρίου 1944, μάχες στο Κοτσάορμαν Καβάλας 24 Μαρτίου και 30 Ιουνίου 1944, μάχες στο Μπαϊράμτεπε 26 Μαρτίου 1944, μάχες στο Φαλακρό όρος 7 Απριλίου 1944, μάχη στο Κασλίκη Κομοτηνής 18-23 Απριλίου 1944, μάχες στα υψώματα Λεκάνης και στα Κοτσάταβλα 20-22 Απριλίου 1944, μάχες στο Βουνοχώρι και στο Κρυονέρι 13 Μαΐου 1944, μάχη στο Καστανωτό 14 Μαΐου 1944, μάχη στην Πασχαλιά Ξάνθης 20 Μαΐου 1944, μάχες στα Τρία Δέντρα, στην Μπουζάλα και στο Βουνοχώρι 451 Ό. π., 345-363, 368. 311
24 Μαΐου και 13 Ιουλίου 1944, μάχες στον Αντάλοφο Χαϊδούς Ξάνθης Ιούνιος 1944, ανατίναξη των γεφυρών μεταξύ Δράμας-Κάτω Νευροκοπίου- Κάτω Βροντούς 1 Ιουνίου 1944, μάχη στη Φτέρνα Μπουζάλας 9 Ιουνίου 1944, μάχη στη Μαγούλα Σκαλωτής 14 Ιουνίου 1944, μάχη στο Σιδηρονέρι 20 Ιουνίου 1944, μάχη στη Μυλόπετρα 28 Ιουνίου 1944, μάχη στο Παγονέρι, στον ποταμό Νέστο 14 Ιουλίου 1944, μάχη στο Νεστοχώρι 15 Ιουλίου 1944, μάχη στη Θερμιά Ελατιάς (Καράντερε) 20 Ιουλίου 1944, μάχη στον Προμαχώνα 25 Ιουλίου 1944, μάχη στο Πούλοβο Σιδηρονερίου Δράμας 29 Ιουλίου-5 Αυγούστου 1944, μάχη στη Σταυρούπολη και καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής 12 Αυγούστου 1944, μάχη στο Βουνοχώρι 14 Αυγούστου 1944, μάχη στη Μεσιά Σκαλωτής 22 Αυγούστου 1944, μάχη στο Οροπέδιο Ελατιάς (Καράντερε) 25 Αυγούστου 1944, μάχη στο Καλλίκαρπο Δράμας 3 Σεπτεμβρίου 1944, μάχη στα Δεντράκια Ελατιάς, με τη συμμετοχή 50 Ελλήνων αξιωματικών 6 Οκτωβρίου 1944, μάχη στον Κεχρόκαμπο Καβάλας 28 Νοεμβρίου 1944, μάχη στο Καλλίφυτο Δράμας 1-3 Δεκεμβρίου 1944, τριήμερη μάχη στο Νικηφόρο Δράμας. Εν τω μεταξύ, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944, ο Ρώσος στρατάρχης Φεοντόρ Ιβάν Τολμπούχιν είχε εισβάλει στη Βουλγαρία, και είχε αλλάξει το πολιτικό καθεστώς. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1944, Αμερικανοί σαμποτέρ, ελληνικής καταγωγής, εγκαταστάθηκαν στο Σιδηρονέρι Ελατιάς και, στις 13 Σεπτεμβρίου 1944, το Αρχηγείο 9 Ελατιάς (Καράντερε) μετονομάστηκε σε 2 ο Τάγμα του 26 ου Συντάγματος Πεζικού, με διοικητές τους καπετάνιους της Ε. Α. Ο. Ε. Σ. Ε. Α. 452. Οι επικεφαλής Πόντιοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, με καταγωγή από την περιοχή της Πάφρας-γεννημένοι πολεμιστές, που πρωταγωνίστησαν στον αγώνα κατά των Βουλγάρων κατακτητών, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, πέραν του Γενικού Αρχηγού Φωστηρίδη Αντώνη του Κυριάκου-από το Ερουκλί, ήταν ο αρχηγός του Παγγαίου Τσακιρίδης Θεόδωρος ή Μπαρπαθόδωρος-από το Κούσποκου 453, ο αρχηγός της Χαϊδούς Τοπούζογλου Αναστάσιος του Αναστασίου-από το Μιρίσοου και αλφαβητικά οι εξής: Αβραμίδης Νικόλαος του Μιχαήλ-από το Αλάτσαμ, Αβραμίδης Νικόλαος του Αναστασίου-από το Γαγιανίνπασι, Αβραμίδης Παρασκευάς του Ιωάννη-από το Κοτσέρουσαγι, Αράπογλου Ιωάννης του Αβραάμ κα Αράπογλου Κυριάκος του Αβραάμ από το Κουρλένταμι, Βασιλειάδης Σολομών του Κωνσταντίνου-από το Σιχλίχ, Γερμανίδης Ιωάννης του Παύλου-από το Γερμένουσαγι, Δεδέογλου Ιπποκράτης-από την Πάφρα, Δεμερτσίδης Κυριάκος του Νεοφύτου-από τη Γιάιλα, Δημητριάδης Ελευθέριος του Γαβριήλ και Δημητιάδης Λάζαρος του Λαζάρου-από τη Γιάιλα, Ζεϊμπέκογλου Χρήστος-από τη Γιάιλα, Καγιόγλου Μιχαήλ του Αναστασίου-από το Νεπιέν Αλάτσαμ, Καραβασίλης Αναστάσιος-από την Πάφρα, Καραμπουγιούκογλου 452 Αντωνιάδης, Οι Γενναίοι του Βορρά, Ι, 116-125, 304-328, 378-384 και ΙΙ, 10-30, 36, 50-51, 79-78, 86-88, 94-95, 100-101, 112-115, 123-126, 140-144, 149-150, 158-163, 173-175, 206-210, 211-214, 221-244. 453 Ο συγγραφέας του βιβλίου Αντωνιάδης Γεώργιος υπηρέτησε, κατά τη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών, υπό τις διαταγές του αρχηγού Παγγαίου Τσακιρίδη Θεοδώρου. 312
Θεολόγος του Κυρίλλου και Καραμπουγιούκογλου Ησαΐας-από το Καράτικεν, Καρασαββίδης Νικόλαος του Στυλιανού-από τη Γιάιλα, Κεμεντσετσίδης Φώτιος-από το Τιρεκλί, Κλαζίδης Βασίλειος του Γεωργίου-από το Ούτσπουαρ, Κοϊμτσόγλου Αζαρίας του Ελευθερίου-από το Καπούκαγια, Κολέογλου Αβραάμ του Σάββα-από το Καράτικεν, Κουλμέζογλου Ανανίας του Λαζάρου-από τη Γαϊνάρσα, Κοτσέρογλου Δημήτριος του Παντελή, Κοτσέρογλου Σάββας του Αθανασίου και Κοτσέρογλου Σάββας του Παντελή-από το Κουρλένταμι, Κουτούζογλου Κωνσταντίνος του Παρασκευά-από το Γαγιανίνπασι, Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος του Παντελή-από το Ζεϊνέλ, Κωνσταντινίδης Σάββας του Δημητρίου-από το Γαγιανίνπασι, Μαυρίδης Αντώνιος του Παντελή και Μαυρίδης Σάββας του Γεωργίου-από το Κουρλένταμι, Νικολαΐδης Λάζαρος-από το Κιζίλοτ, Ουζουνίδης Μιχαήλ του Γεωργίου και Ουζουνίδης Σάββας του Δημοσθένη-από το Καπούκαγια, Ορφανίδης Γεώργιος του Ιωάννη, Ορφανίδης Ιωάννης και Ορφανίδης Στυλιανός του Νικολάου-από το Κεστενέ Ασάρ, Ορφανίδης Γεώργιος του Ιωάννη (εγγονός της καπετάνισσας Πελαγίας)-από το Κωστάνουσαγι, Παναγιωτίδης Νικόλαος του Βασιλείου-από το Σιχλίχ, Παπαδόπουλος Αβραάμ του Παναγιώτη και Παπαδόπουλος Βασίλειος του Παναγιώτη-από το Παπασοόνατα, Παπαδόπουλος Ιωάννης-από το Καράπουναρ, Παπαδόπουλος Ιωάννης του Στυλιανού-από το Τομούζαγι, Παπαδόπουλος Κυριάκος του Γεωργίου-από το Ελταβούτ, Παπαδόπουλος Σωκράτης από την Πάφρα, Παράσογλου Πρόδρομος του Σάββα-από τη Γιάιλα, Σαρηγιαννίδης Καλλίνικος-από το Άκτεκε, Σαρόγλου Παύλος του Νικολάου-από το Εκίζτεπε, Σαρουτσίδης Γεώργιος του Ανδρέα-από το Αγτσάλαν, Σεξενίδης Νικόλαος-από το Αλάτσαμ, Τιγκιλίδης Θεόδωρος του Ιορδάνη-από το Τιγκιρλά, Τιχμανίδης Αλέξανδρος-από το Ορτάασαρ, Τομπάκογλου Ιωσήφ του Νικολάου-από το Τομούζαλαν, Τοπαλίδης Γεώργιος του Σάββα-από το Καπούκαγια, Τοπούζογλου Φώτιος του Παύλου και Τοπούζογλου Σωκράτης του Παύλου-από το Τοπούζοου, Τσαβλίδης Αν.-από το Καπούκαγια, Τσακιρίδης Αμανάτιος του Ιωάννη-από το Καπούκαγια, Τσομπάνογλου Νικόλαοςαπό το Καράπουναρ, Τριανταφυλλίδης Θεόδωρος του Σάββα-από το Καπούκαγια, Φιλιππίδης Παντελής του Μιχαήλ-από το Τσιρλαχλά, Φωστηρίδης Κυριάκος του Θεοδώρου-από το Ερουκλί, Χατζηαποσίδης Ιερόθεος του Κωνσταντίνου-από τη Γαϊνάρτσα, Χατζηθεοδωρίδης Δημήτριος του Παναγιώτη, Χατζηθεοδωρίδης Κωνσταντίνος του Νικολάου και Χατζηθεοδωρίδης Κωνσταντίνος του Παναγιώτηαπό το Κούσποκου, Χατζηιορδανίδης Ιωσήφ του Μιχαήλ-από το Καπούκαγια, Χατζησαββίδης Παναγιώτης του Νεοφύτου και Χατζησαββίδης Παύλος του Ιωάννηαπό το Κούσποκου, Χριστοφορίδης Γεώργιος του Νεοφύτου-από το Κούσποκου, Χριστοφορίδης Πλάτων του Βασιλείου-από το Κιζίλοτ και μια πλειάδα ακόμη, επώνυμων και ανώνυμων, ανδρείων καπετάνιων και αγωνιστών 454. Η συμβολή των Ποντίων της Πάφρας, μαζί με το σύνολο των προσφύγων, ήταν πολύ μεγάλη στην αγροτική και την κτηνοτροφική οικονομία της Ελλάδος. Η αδάμαστη θέλησή τους να ζήσουν και να δημιουργήσουν, κυριολεκτικά, μεταμόρφωσε τους τόπους στους οποίους εγκαταστάθηκαν, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη γενικότερη μεταμόρφωση της Ελλάδος. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, στην αρχή και η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, στη συνέχεια, επέβλεψαν την εγκατάσταση των Ποντίων της Πάφρας, κυρίως, στους νομούς Σερρών, Δράμας και Καβάλας. Λιγότεροι έως ελάχιστοι εγκαταστάθηκαν στους νομούς Κιλκίς, Πιερίας, Κοζάνης, Ξάνθης, Γρεβενών, Λαρίσης, Ιωαννίνων, Αιτωλοακαρνανίας, Πέλλης, Ευβοίας και Λευκάδος. 454 Ό. π., 10, 22-23, 29, 31, 37, 311-322. 313
Στο νομό Σερρών εγκαταστάθηκαν στα χωριά Νέα Μπάφρα, Χρυσοχώραφα, Λιβαδοχώρι, Λιθότοπος, Άγκιστρο, Ακριτοχώρι, Θρακικό, Άνω Πορόια, Αχινός, Αχλαδοχώρι, Βυρώνεια, Καπνόφυτο, Καστανούσα, Νέο Πετρίτσι, Νεοχώρι, Συμβολή και Ηλιοκώμη. Στο νομό Δράμας εγκαταστάθηκαν στα χωριά Βαθύτοπος, Παρανέστι, Ξάγναντο, Κατάφυτο, Μικροχώρι και Ανδριανή. Στο νομό Καβάλας εγκαταστάθηκαν στα χωριά Κρηνίδες και Χρυσούπολη. Στο νομό Ευβοίας εγκαταστάθηκαν στη Χαλκίδα, τον Άγιο Ιωάννη, το Μετόχι και την Κύμη. Στο νομό Πιερίας εγκαταστάθηκαν στον Κούκο και τη Σεβαστή. Στο νομό Πέλλης εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά και στα Σεβαστιανά. Στο νομό Κοζάνης, εγκαταστάθηκαν στην Πεπονιά Βοΐου και, ελάχιστοι, στα χωριά Μεσσιανή και Ροδίτη. Οι ευπορότεροι Παφραίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα 455. Οι κάτοικοι της Πάφρας το μόνο κειμήλιο που τους επετράπη να πάρουν μαζί τους, ακριβό ενθύμιο της Παλιάς Πατρίδας, ήταν ο Επιτάφιος της Αγίας Μαρίνας, ο οποίος σήμερα ευρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη. Τα χωριά της είχαν παραδοθεί στη φωτιά και στον όλεθρο, χωρίς να παραμείνει ίχνος της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής τους. Οι εικόνες και τα άμφια των ιερέων, από τους ιερούς ναούς των χωριών της, μετά την πυρπόλησή τους, πωλούνταν αντί πινακίου φακής στην αγορά της Πάφρας. Από τις εικόνες, που είχαν μεταφερθεί στο βουνό, δεν έγινε κατορθωτό να διασωθεί καμία. Οι κάτοικοί της, που κατάφεραν να διασωθούν από την εθνοκάθαρση, έφεραν στην Ελλάδα μόνο το σαρκίον τους και τη βαθιά τους πίστη στο Θεό και στο Έθνος. 455 Ισαάκ Λαυρεντίδου, Η εν Ελλάδι Εγκατάστασις των εκ Πόντου Ελλήνων, Α. Π. 29 (1989) 341-380. Μαρτυρίες Αντωνιάδη Θ., Αρτζόγλου Όλγας, Βασιλειάδη Δημ., Γεωργιάδου Στυλιανής, Γεωργίου Ηρακλή, Ζυρίνογλου Γεσθημανής, Καρασαββίδη Νικ., Καρασαββίδη Στυλ., Κλαζίδη Βασ., Κοτσέρογλου Δημ., Κουτσόγλου Ελ., Κριτσιλίδου Πάνσεμνης, Κυριακίδου Κυριακής, Κωνσταντινίδη Αντ., Κωστάχογλου Αβραάμ, Ξανθόπουλου Αλέξ., Ορφανίδη Σάββα, Πάνου Ηλία, Παπαδόπουλου Ιωάννη, Παρασκευαΐδη Αβ., Παρασκευαΐδου Σοφίας, Παρασκευόπουλου Γ., Πασαλόγλου Ιωάννη, Παυλίδη Χαρ., Ποιμενίδου Κυριακής, Ρακόπουλου Άρη, Σαράφογλου Αρτεμισίας, Σταυρίδου Κυριακής, Ταγκάλογλου Μιχαήλ, Τομπάκογλου Ιωσήφ, Τουλουμτζόγλου Μιλτιάδη, Τσακιρίδη Χαρ., Τσομπάνογλου Νικ., Τσοπανίδη Παναγιώτη, Φιλιππίδη Παντελή, Χατσηαποσίδη Ιερ., Χατζηθεοδωρίδη Κωνσταντίνου και Χατζηθεοδωρίδη Παναγιώτη. Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη. 314
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Αρχεία Κ. Μ. Σ., περιφέρεια Σαμψούντας, φάκελος πόλης Σαμψούντας. Αρχεία Κ. Μ. Σ., περιφέρεια Πάφρας. Αρχεία Ε. Π. Μ., περιφέρεια Πάφρας. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, α.α.κ./ια, αρ. πρωτ. 201/19/1.8.1908, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, M, ΜΑ, ΜΒ, (91-111), αρ. πρωτ. 232/16/29.8.1908, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, M, ΜΑ, ΜΒ, αρ. πρωτ. 347/2.11.1908, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1908, M, ΜΒ, αρ. πρωτ. 163/29.12.1908, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1910, Ι, ΙΑ, αρ. πρωτ. 257/19.6.1910, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/43, αρ. πρωτ. 199/14.5.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/53, αρ. πρωτ. 236/30.5.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/43, αρ. πρωτ. 21721/30-7-1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/53, αρ. πρωτ. 441/13.10.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/53, αρ. πρωτ. 577/30.11.1911, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1911, Β/53, αρ. πρωτ. 530/28.12.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1912, 25.3, αρ. πρωτ. 446/10.8.1912, πρόξενος Τραπεζούντος προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α /21 α, αρ. εμπιστ. πρωτ. 15137/20.5.1914, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α/21 α, αρ. πρωτ. 163/22.5.1914, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α/21 α, αρ. εμπιστ. πρωτ. 15739, Πέραν/24-5-1914, πρέσβης Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α/21 α, αρ. εμπιστ. πρωτ. 16532/29.5.1914, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1914, Α/21 δ, αρ. πρωτ. 255/12.7.1914, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1918, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ. 12061, Παρίσιοι 3-12-1918. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ.542, Παρίσιοι 20-1-1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ. 1107, Παρίσιοι 5-2-1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/ΧΙI, αρ. απορ. πρωτ. 3117, Κωνσταντινούπολη 18/3 Μαρτίου 1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Β/53, α. π. 8844, Κωνσταντινούπολη 11/24 Μαρτίου 191919, πρέσβης Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείον Εξωτερικών. 315
Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, α. π. 4289, Παρίσιοι 25-4-1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/4α, Κωνσταντινούπολη 12.5.1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/5/VI, Αμισός 3/16 Μαΐου 1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/5/VI, α. π. 4797, Νοβορωσσίσκη 8 Μαΐου 1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/4α, Κωνσταντινούπολη 18.5.1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1919, Α/4α, Αμισός 18.5.1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/ΧIΙ, αρ. εμπ. πρωτ. 6084, Αθήναι 26-5-1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5, αρ. πρωτ. 5280, Κωνσταντινούπολη 29-5-1919, κρυπτ. Τηλεγράφημα. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/ΧΙI, α. π. 8733, Τιφλίς 27 Αυγούστου ώρ. 11.30, κρυπτογράφημα. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/ΧΙI, α. π. 10914, Τιφλίς 14 Οκτωβρίου 1919, κρυπτ. τηλ/μα. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1919, Α/5/VI, α. π. 11003, Παρίσιοι 31-10-1919. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Α 1920, Α/5/VI, Πόντος, αρ. πρωτ. 2434, Αθήναι 25.2.1920. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1920, Α/4α, α. π. 108, Αμισός 17-8-1920. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., Υ. Α. Κ., 1920, Α/4α, Αμισός 27-8-1920. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI(5), αρ. εμπ. πρωτ. 9604, Κωνσταντινούπολη 21 Αυγούστου 1921. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI (17), αρ. εμπ. πρωτ. 1312, Αδριανούπολη 28/11 Οκτωβρίου 1921. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI(17), αρ. εμπ. πρωτ. 1406, Κωνσταντινούπολη 2/15 Οκτωβρίου 1921. Α. Υ. Ε., Κ.Υ., 1921, Γ/109, α. π. 28.586, Αθήνα 6 Οκτωβρίου 1921. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1921, Α/5/VI, α. π. 13285, Αθήνα 19 Οκτωβρίου 1921. Α. Υ. Ε., Κ.Υ., 1921, Α/5/VI (13), α. π. 127, Αθήνα 21-10-1921. Α. Υ. Ε., Κ.Υ., 1921, Α/5/VI (13), α. π. 159, Αθήνα 2-11-1921. Α. Υ. Ε., Κ.Υ., 1922, Α/5/VI (13), α. π. 345, Αθήνα 19-1-1922. Α. Υ. Ε., Κ.Υ., Υ. Α. Κ., 1922, α. π. 90-93, Κωνσταντινούπολη 1-2-1922. Α. Υ. Ε., Κ.Υ., Υ. Α. Κ., 1922, Α/4α, α. π. 1320, Κωνσταντινούπολη 1-3-1922. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α/5/VI(47), αρ. εμπ. πρωτ. 2785, Στρατηγείο 9 Μαρτίου 1922, Στρατιά Μ. Ασίας προς Υπουργείον Στρατιωτικών. Α. Υ. Ε., Κ.Υ., 1922, Α/5/VI, α. π. 6208, Αθήνα 18-6-1922. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ. 6869, Κωνσταντινούπολη 23-6- 1922, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδος προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α/5/VI, αρ. εμπιστ. πρωτ. 14340, Κωνσταντινούπολη 7/20-12- 1922, πρέσβης Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείον Εξωτερικών. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α, α.π. 93788-93590, Αθήναι 6/12/1922, άκρως επείγον τηλεγράφημα. Α. Υ. Ε., Κ. Υ., 1922, Α, α.π. 100148, Αθήναι (χωρίς ημερομηνία) 1922, άκρως επείγον τηλεγράφημα. Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1852 Δεκέμβριος (κωδ. Π. αρχ. ΚΒ, 247). Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1855 Σεπτέμβριος (κωδ. Π. Αρχ. ΚΒ, 309-310). Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1863 Οκτώβριος (κωδ. Π. Αρχ. ΚΒ, 443). Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1864 17 Ιανουαρίου (κωδ. Π. Αρχ. ΚΒ, 448). 316
Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1874 16 Ιουλίου (κωδ. Π. Αρχ. Ξ Ζ, 147β). Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1886 14 Αυγούστου (κωδ. Π. Αρχ. Ξ Ζ, 329). Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1887 22 Ιουλίου (κωδ. Π. Αρχ. ΞΖ, 342). Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1908 5 Φεβρουαρίου (κωδ. Π. Αρχ. ΠΙΑ, 466). Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1911 17 Μαΐου (κωδ. Π. Αρχ. ΠΙΑ, 244). Επισκοπικοί Κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1912 12 Ιουλίου (κωδ. Π. Αρχ. ΠΙΑ, 275). ΠΗΓΕΣ Αλεξιάδου Δέσποινα. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στον οικισμό Τοπουλλού της Αμισού το 1907, και εγκαταστάθηκε στη Μεσσιανή Κοζάνης. Αντωνιάδης Θεόδωρος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Μαησλού της Πάφρας το 1880, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Αρτζόγλου Όλγα. Κ. Μ. Σ. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στην Πάφρα και κατοικεί στην Αθήνα. Βασιλειάδης Δημ. Κ. Μ. Σ. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στην Πάφρα και κατοικεί στην Αθήνα. Γεωργιάδου Στυλιανή. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Τουάν Γιουβασί της Πάφρας το 1890, και εγκαταστάθηκε στην Ξηροκρήνη Θεσσαλονίκης. Γεωργιάδη Αναστασίου, Απομνημονεύματα, ανέκδοτη αυτοβιογραφία. Γεννήθηκε στο Σαρήγιουρτ Αμισού το 1895, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Αμισό Δράμας. Γεωργιάδης Χρήστος, Το αντάρτικο στη Σαμψούντα, ανέκδοτη αυτοβιογραφία, Καβάλα 1963. Γεννήθηκε στην Αμισό, και εγκαταστάθηκε στο Ποντολίβαδο Καβάλας. Γεωργίου Ηρακλής. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Χιτιρελέζ της Πάφρας το 1910, και εγκαταστάθηκε στην Παραλία Κύμης Ευβοίας. Ζυρίνογλου Γεσθημανή. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στην Πάφρα το 1890, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Καλαϊτζόγλου Γεώργιος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Καράχουσεϊν της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Αλάτσαμ) το 1908, και εγκαταστάθηκε στις Κρηνίδες Καβάλας. Καρασαββίδης Νικόλαος. Οπλαρχηγός. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στη Γιάιλα της Πάφρας το 1880, και εγκαταστάθηκε στη Δράμα. Καρασαββίδης Στυλιανός. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Μουσμελέκ της Πάφρας το 1902, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Κλαζίδης Βασίλειος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Ούτσπουαρ της Πάφρας το 1905, και εγκαταστάθηκε στο Βαθύτοπο Δράμας. Κοτσέρογλου Δημήτριος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Κιουρλένταμι της Πάφρας το 1910, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Κουτσόγλου Ελευθέριος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Κιουρλένταμι της Πάφρας το 1885, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. 317
Κριτσιλίδου Πάνσεμνη. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στην Πάφρα, και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Κυπιρτίδης Ιερόθεος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στον οικισμό Τοπουλλού της Αμισού το 1907, και εγκαταστάθηκε στη Μεσσιανή Κοζάνης. Κυριακίδου Κυριακή. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Ουγιούζσουγιου Καράπουναρ της Πάφρας το 1888, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Κωνσταντινίδης Αντώνιος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Μαησλού της Πάφρας το 1904, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Κωστάχογλου Αβραάμ. Ιερέας. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Μαησλού της Πάφρας το 1904, και εγκαταστάθηκε στο Βαθύτοπο Δράμας. Ξανθόπουλος Αλέξανδρος, Τραγούδια από το αντάρτικο του Πόντου και ημερολόγιο από την 20.7.1921-22.10.1922, ανέκδοτη αυτοβιογραφία, Κατερίνη 1985, 15-16. Ορφανίδης Σάββας. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Κεστενέ-Ασάρ της Πάφρας το 1884, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Πάνου Ηλίας. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Άκνταγ Ματέν το 1894, διετέλεσε δάσκαλος στο χωριό Χαϊτάλαπα της Πάφρας, ήταν ο γραμματικός του αρχικαπετάνιου Αντώνη Χατζηελευθερίου, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Παπαδόπουλος Ιωάννης. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Τομούζαλαν της Πάφρας το 1894, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Παρασκευαΐδης Αβέρκιος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Χιτιρελέζ της Πάφρας το 1886, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Παρασκευαΐδου Σοφία. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Γαγιανίνπασι της Πάφρας το 1880, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Παρασκευόπουλος Γεώργιος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Σουλούτερε της Πάφρας το 1912, και εγκαταστάθηκε στο Ακριτοχώρι Σερρών. Πασαλόγλου Ιωάννης. Κ. Μ. Σ. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στην Πάφρα και κατοικεί στην Αθήνα. Παυλίδης Χαράλαμπος. Ιερέας. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Καράπερτσιν Σαμψούντας το 1870, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Ποιμενίδου Κυριακή. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Καράπουναρ της Πάφρας το 1903, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Ρακόπουλος Άρης. Κ. Μ. Σ. Προφορική μαρτυρία.γεννήθηκε στην Πάφρα και κατοικεί στην Αθήνα. Σαράφογλου Αρτεμισία. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στην Πάφρα το 1896, και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σταυρίδου Κυριακή. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Γουζάλαν της Πάφρας το 1905, και εγκαταστάθηκε στην Ανδριανή Δράμας. Ταγκάλογλου Μιχαήλ. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Κιουρλένταμι της Πάφρας το 1896, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Τομπάκογλου Ιωσήφ. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Άνω Τομούζαλαν της Πάφρας το 1880, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Τουλουμτζόγλου Μιλτιάδης. Κ. Μ. Σ. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στην Πάφρα και κατοικεί στην Αθήνα. Τσακιρίδης Χαρ. Κ. Μ. Σ. Προφορική μαρτυρία.γεννήθηκε στη Πάφρα και κατοικεί στην Αθήνα. Τσομπάνογλου Νικόλαος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Καράπουναρ Γιάιλας της Πάφρας το 1902, και εγκαταστάθηκε στον Ομαλό Σερρών. Τσοπανίδης Παναγιώτης. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Καράπουναρ της Πάφρας το 1907, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. 318
Φιλιππίδης Παντελής. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Τσιρλαχλάρ της Πάφρας το 1888, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Χατσηαποσίδης Ιερόθεος. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στη Γαϊνάρτσα της Πάφρας το 1892, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Χατζηθεοδωρίδης Κωνσταντίνος, Αυτονομία του Ελεύθερου Ελληνισμού του Πόντου 1912-1922, ανέκδοτη αυτοβιογραφία. Γεννήθηκε στη Κεστενέ Αμισού το 1900, και εγκαταστάθηκε στη Δράμα. Χατζηθεοδωρίδης Παναγιώτης. Προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στη Γαϊνάρτσα της Πάφρας το 1888, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Χατζηπαυλίδης Α., Αυτοβιογραφία, επιμέλεια Κιουρτζίδης Χρήστος, Ποντοκώμη 2007, ανέκδοτη. Γεννήθηκε στη Γαϊνάρτσα της Πάφρας το 1888, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Πάφρα Σερρών. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αβραμίδης, Χρονικό =Αβραμίδης Ε., Το Χρονικό της Πορείας Θανάτου, Ποντινή 2007. Αγτσίδης, Έλληνες = Αγτζίδης Βλάσσης, Έλληνες του Πόντου, Αθήνα 2005. Ahmand, Young Turks = Ahmand F., The agrarian polisy of the Young Turks 1908-1918, Economie et sociétés dans l empire ottoman, J. L. Bacque G. P. Dumont, Edition du Centre National de la Recherche Scientifique, Παρίσι 1983. Ak, Bafra = Ak Ali, Kurtulus Savasi Yillarinda Bafra, Samsun 1983. Ακροπολίτης, Συγγραφή = Ακροπολίτης Γεώργιος, Χρονική συγγραφή, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004. Altayli, Samsun = Altayli Alim, Samsun Tarihi, Samsun 1967. Αλεξανδρής Α., Η ανάπτυξη του εθνικού πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου 1918-1922, Αθήνα 1980. Anderson-Cumont-Grecorie, Studia Pontica, III Recueil des inscriptions grecques et latines du Pont et del Armenie, Bruxelles 1910. Anderson, Eastern = Anderson M. S., The Eastern Question 1774-1923, Mac Millan St. Martin s Press, New York 1966, 301-304. Ανθεμίδης, Στρατεύματα = Ανθεμίδης Αχιλλέας, Τα Απελευθερωτικά Στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-1922 (Αντάρτικα σώματα στον Πόντο), Θεσσαλονίκη 1998. Αντωνιάδης, Οι Γενναίοι του Βορρά = Αντωνιάδη Γεωργίου, Οι Γενναίοι του Βορρά. Θυσίες, δάκρυ και αίμα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, εκδ. ΕΣΕΑ, Δράμα 1997. Αντωνιάδης Γ. - Αντωνιάδης Θ., Οι άγιοι της Πάφρας του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1998. Ανωνύμου, Περίπλους Ευξείνου Πόντου, εκδ. C. Mulleri, Geographi Graeci Minores, Parisiis, Α, 28. Αππιανός, Mithridaticam = Aππιανός, Romanarum Historiarum, Mithridaticam, Amsterlodami 1670. Άρμστρονγκ Χ., Ο σταχτύς λύκος. Η ζωή του Κεμάλ Ατατούρκ, Αθήνα 1972. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Β, IV, 2. Αρριανός, Περίπλους = Αρριανός, Περίπλους του Ευξείνου Πόντου, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007. 319
Atasoy, Amisos = Atasoy Sumer, Amisos, Samsun 1997. Ατταλειάτης, Ιστορία = Ατταλειάτης Μιχαήλ, Ιστορία, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1997. Βαλαβάνης, Ιστορία = Βαλαβάνης Γ., Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη ανατύπωση 1986. Βαλιούλης, Σελίδες = Βαλιούλης Παντ., Σελίδες εκ της συμφοράς του Πόντου 1921-1924, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσσαλονίκη 2005. Baskin, Samsun = Baskin Refik, Samsun 1919, Samsun 2000. Baykara, Anatolu = Baykara Tuncer, Anatolu nun Tarihi Coğrafyasina Giris- Anatolu nun İdari Taksimati, Ankara 1988. Βλάχος, Ιστορία = Βλάχος Ν., Ιστορία των κρατών της χερσονήσου του Αίμου 1908-1914, Αθήνα 1954. Bordman G., The Greeks over seas, Λονδίνο 1964. Βρυέννιος, Ιστορία = Βρυέννιος Νικηφόρος, Ύλη Ιστορίας, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1996. Bryer, Pontos = Bryer Antony, The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos, Washington 1985. Βρυώνης, Μικρά Ασία = Βρυώνης Σπύρος, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στην Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού, εκδ. Μ.Ι.Τ.Ε., Αθήνα 2000. Γαβριηλίδης, Πόντος = Γαβριηλίδης Αντώνιος, Η Μαύρη Εθνική Συμφορά του Πόντου, Αθήνα 1924. Cemal, Topal Osman = Cemal Sener, Topal Osman Olayi, Κωνσταντινούπολη 2005. Γενέσιος, Βασιλειών = Γενέσιος Ιωσήφ, Περί Βασιλειών, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994. Γερμανός, Les Atrocites = Αρχιεπίσκοπος Αμασείας Γερμανός, Les Atrocites Turques au Pont-Euxin, Κωνσταντινούπολη 1918. Γεωργανόπουλος, Νεότουρκοι = Γεωργανόπουλος Ευριπίδης, Το Νεοτουρκικό Κίνημα και οι Επιπτώσεις του στον Ελληνισμό του Πόντου (1908-1914), εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001. Γεωργιάδης Όμηρος, Δια χειρός Θεοφίλου Γεωργιάδη, Λευκωσία 1995. Dakin D., Η ενοποίηση της Ελλάδος, 1770-1923, μτφ. Α. Ξανθόπουλος, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 1989. Dolger E., Regesten der Kaiserurkunden des ostromischen Reiches, Μόναχο Βερολίνο 1924. Δοσιθέου, Ιστορία = Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, ΙΒ, Θ, Βουκουρέστι 1715. Δουκάκης, Συναξαριστής = Δουκάκης Κ., Μέγας Συναξαριστής, Αθήνα 1896, Νοέμβριος 30. Duda, Seltshukengeschichte = Duda H., Die Seltshukengeschichte des Ibn Bibi, Κοπεγχάγη 1959. Εθνικό Κέντρο Ερευνών, Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδος, Αθήναι 1973. Εμμανουηλίδης, Αυτοκρατορία = Εμμανουηλίδης Σ., Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 1924. Ενεπεκίδης Π., Η Δόξα και ο Διχασμός, Αθήνα (χ. χ.), β έκδ. 1962. Ενεπεκίδη, Διωγμοί = Ενεπεκίδη Πολυχρόνη, Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), εκδ. Αργοναύτες-Κομνηνοί, Αθήνα 1962. Fallmerayer, Κείμενα = Fallmerayer P. J., Αυθεντικά κείμενα Χρονικά Επιγραφές, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002. Fallmerayer, Ιστορία = Fallmerayer P. J, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1984. Gedikli, Pontus = Gedikli Yusuf, Pontus Meselesi, Istanbul 1999. 320
Ζεκή Πολάρ Α., Αίτια καταρρεύσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μτφ. Κ. Κωνσταντινίδης, Αθήνα 1965. Ζωναράς, Επιτομή = Ζωναράς Ιωάννης, Επιτομή Ιστοριών, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 1998. Gelger H., Patrum Nikaenorum Nomina, Lipsiae 1898. Hamilton G., Researches in Asia Minor, London 1842. Ηλιάδης, Χάβζα = Ηλιάδης Πρόδρομος, Απομνημονεύματα από τα φριχτά γεγονότα της περιοχής Χάβζας του Πόντου 1914-1923, Αξιούπολις 1984. Ηλιάδης Χ., Όσα ενθυμούμαι από την περιπετειώδη ζωή μου, Αθήνα 2002. Horton G., Η μάστιγα της Ασίας, Αθήνα 1993. Ηρόδοτος, Ιστορία, Α, Δ, Ζ. Huart C., Les saints des derviches tourneurs, Παρίσι 1918. Ιεροκλέους, Συνέκδημος = Ιεροκλέους, Συνέκδημος, εκδ. Honigman, Bruxelles 1939. Ιουστινιανού, Νεαρά 31, Νεαρά 46, Ι, εκδ. Ζach. Lihgenthal, Lipsiae 1881. Ιωαννίδης Σάββας, Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος, Κωνσταντινούπολη 1870. Jaubert Α., Voyage en Armenie et en Perse (1805-1806), Paris 1821. Καζάζης Ν., Ελληνισμός και Νέα Τουρκία, Αθήνα 1912. Κανδηλάπτης, Κομνηνοί = Κανδηλάπτης Γ., Οι Μεγάλοι Κομνηνοί, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2000. Κανδηλάπτης, Ελληνομνήμων = Κανδηλάπτης Γ., Ο Ελληνομνήμων του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2000. Κάσσιος, Historiae = Κάσσιος Δίων, Historiae Romanae, εκδ. Λειψίας 1829. Κεμάλ, Ομιλίες = Κεμάλ Ατατούρκ, Ομιλίες, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1995. Κεραμεύς, Ανάλεκτα = Παπαδόπουλος Κεραμεύς Α., Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, Πετρούπολη 1891. Κίνναμος, Ιστορίαι = Κίνναμος Ιωάννης, Ιστορίαι, εκδ. Βόννης 1832. Kocaoğlu, Samsun = Kocaoğlu Bünyamin, Miilli Mücadele Yillarinda Samsun, Samsun 2008. Κομνηνή, Αλεξιάς = Anne Comnéne, Alexiade, texte établi et traduit, B. Leib, Parisii 1937-1945. Κομνηνός, Άλωση = Κομνηνός Υψηλάντης Αθανάσιος, Τα μετά την Άλωσιν, Κωνσταντινούπολη 1870. Κοντογιάννης, Μικρά Ασία = Κοντογιάννης Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1921. Κοντογιάννης, Τούρκοι = Κοντογιάννης Π., Τουρκία και Τούρκοι, Αθήνα 1924. Κυνηγόπουλος, Πάφρα = Κυνηγόπουλος Ν., Πάφρα του Πόντου η Χώρα των Γενναίων, Θεσσαλονίκη 1991. Kurt, Pontus = Kurt Yilmaz, Pontus Meselesi, Ankara 1995. Λαμψίδης Γ., Τοπάλ Οσμάν, Αθήνα 1977. Λάσκαρης Μ., Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1821-1924, Αθήνα 1947. Lepsius, Armenien =Lepsius J, Deutschland und Armenien 1914-1918, Potsdam 1919. Lewis, Turkey = Lewis B., The Emergense of Modern Turkey, Oxford University Press, Oxford 1968. Maccas, Hellenisme = Maccas Leon, L Hellenisme de l Asie Mineure, Paris 1919. Μακρυγιάννη, Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2003. Maslenikof A., Οι αρχαίοι Έλληνες στον Βόρειο Εύξεινο Πόντο, Θεσσαλονίκη 2000. Μαύρη Βίβλος Οικουμενικού Πατριαρχείου = Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918). 321
Miklosich F.,-Müller J., Acta et diplomata graeka medii aevi sacra et profana, Bien 1860-1890. Μίλλερ, Τουρκία = Μίλλερ Ου., Η Τουρκία καταρρέουσα (1801-1912), μτφ. Σ. Λάμπρου, Αθήνα 1914. Miller W., Τραπεζούντα, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002. Morgenthau, Αποστολή = Morgenthau H., Η αποστολή μου στην Αθήνα, μτφ. Σ. Κασεσιάν, Αθήνα 1994. Μπέλλου, Ποντιακά = Μπέλλου-Θρεψιάδη Αντιγόνη, Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1984. Nicolson H., Curzon, The Last Phase 1919-1925, London-New York 1934. Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Ε, 6, 3-9, εκδ. Πάπυρος. Öz, Canik = Öz Mehmet, XV-XVI yüzyilda Canik Sancaği, Ankara 1999. Οικονομίδης, Πόντος = Οικονομίδης Δημοσθένης, Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη 1920. Παπαδόπουλος Κεραμεύς Α., Fontes Ηistoriae Imperii Trapezuntini, Petropoli 1897. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις = Παπαμιχαλόπουλος Κ., Περιήγησις εις Πόντον, Αθήναι 1903. Παυλίδης Ε., Πώς και διατί εματαιώθη η Δημοκρατία του Πόντου, Αθήνα 1956. Παχυμέρης Γεώργιος, Relations historiques, Faller, Albert, εκδ. Βόννης, Belles Letres 1984. Πλούταρχος, Καίσαρ = Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ, εκδ. Πάπυρος. Πλούταρχος, Λούκουλος = Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Λούκουλος, εκδ. Πάπυρος. Πλούταρχος, Πομπήιος = Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Πομπήιος, εκδ. Πάπυρος. Πορφυρογέννητος, Βασιλείου = Πορφυρογέννητος Κωνσταντίνος, Περί Βασιλείου Τάξεως, εκδ. W. Μoravcik, R. Tenkis, Ουάσιγκτον 1967. Πορφυρογέννητος Κωνσταντίνος, Περί Θεμάτων, εκδ. Βόννης 1840. Πτολεμαίος, Γεωγραφικά = Πτολεμαίος Κλαύδιος, Γεωγραφική Υφήγησις, εκδ. Μulleri, Parisiis 1883. Ράλλης Κ.-Ποτλής Μ., Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, Αθήνα 1857-1859. Petit L., Siderides A. X., Jugie M., Oenvres completes de Gennade Scholarios, Παρίσι 1928-1936. Ramsaur, Young Turks = Ramsaur E. E., The Young Turks. Prelude to the Revolution of 1908, Prinston-New Jersey 1957. Ramsay, Geografy = Ramsay W., The Historical Geografy of Asia Minor, London 1890. Reinach, Mithridate = Reinach Th., Mithridate Eupator, Paris 1890. Σαμουηλίδης, Ιστορία = Σαμουηλίδης Χρ., Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992. Σαμουηλίδης Χ., Καραμανίτες, Αθήνα 1999. Σαρρής, Οσμανική = Σαρρής Νεοκλής, Οσμανική πραγματικότητα. Συστηματική παράθεση δομών και λειτουργιών. Η δοσιματική διοίκηση Ι, ΙΙ, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 1990. Sarisakal, Samsun = Sarisakal Baki, Samsun, Samsun 2003. Σικελιώτης, Λείψανα=Σικελιώτης Διόδωρος, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Λείψανα, εκδ. C. Mulleri, Parisiis 1842. Σιρακιάν Α., Ο Τιμωρός. Τα απομνημονεύματα ενός Αρμένιου πατριώτη, μτφ. Ο. Σ. Αγαμπατιάν, Αθήνα χ. χ. Σπυράντης Α., Τραπεζούς και η Μονή Σουμελά του Πόντου. Αναμνήσεις από τα χρόνια 1910-1922, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991. 322
Στάικος Μιχαήλ, Γερμανός Καραβαγγέλης Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1998. Σταυρίδης, Ιστορία = Σταυρίδης Θ. Β., Επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996. Στράβων, Γεωγραφικά ΙΒ, ΙΙΙ, 9, 11,13, 14. Σύρος, Χρονικό = Σύρος Μιχαήλ, Chronique le Syrien Ratriarche Jakobite d Antioch, εκδ. J. B. Chabot, Παρίσι 1905. Tacitus, Historiae, εκδ. Παρισίων 1830. Τανιμανίδης-Αντωνιάδης, Αντάρτικο = Τανιμανίδης Π.-Αντωνιάδης Γ. Το αντάρτικο στον Πόντο, Θεσσαλονίκη 1998. Τοπαλίδης, Πόντος = Τοπαλίδης Πανάρετος, Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1928. Τριανταφυλλίδης, Πόντος = Τριανταφυλλίδη Περικλέους, Η εν Πόντω Ελληνική Φυλή, Αθήναι 1866, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993. Τριανταφυλλίδη Περικλέους, Φυγάδες, Αθήνα 1870. Τσακιρίδης, Αντάρτες = Τσακιρίδης Λάζαρος, Ξεχασμένοι αντάρτες του Πόντου, Κατερίνη 2001. Τσιρκινίδης Ηλίας, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε, Θεσσαλονίκη 1995. Turan, Selçuklular = Turan Osman, Selçklular Zamaninda Türkiye, Ankara 1982. Uzunçarsili Ismail Hakki, Anadolu Beylikleri ve Akkoyunlu-Karakoyunlu Devletleri, Ankara 1968. Uzunçarsili Ismail Hakki, Osmanli Tarihi, Ankara 1972. Vadala, Samsun = Vadala Ramiro, Samsun (Passé-Présent-Avenir), Paris 1934. Vasilief, Ιστορία = Vasilief A. A., H Iστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 324-1453, Α, 541. Φραντζής Γ., Χρονικόν, Βόννη 1838. Φωτιάδης, Γενοκτονία = Φωτιάδης Κ., Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, Αθήνα 2004. Φωτιάδης, Εξισλαμισμοί= Φωτιάδης Κ., Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988. Φωτιάδης-Ηλιάδου, Παιδεία = Φωτιάδης Κ. - Ηλιάδου-Τάχου Σ., Η Παιδεία στον Πόντο, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007. Χαμουδόπουλος, Νεότουρκοι = Χαμουδόπουλος Α., Ελληνισμός και Νεότουρκοι. Εθνική δράσις του υποδούλου Ελληνισμού κατά την νεοτουρκικήν περίοδον 1908-1912, Θεσσαλονίκη 1926. Χρυσάνθου, Αναμνήσεις = Χρυσάνθου, Αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, του από Τραπεζούντος, Αθήναι 1970. Χωνιάτης, Ιστορία = Χωνιάτης Νικήτας, Ιστορία, εκδ. Βόννης 1835. Ψαθάς, Πόντος = Ψαθά Δ., Γή του Πόντου, εκδ. ΜΑΡΗ, Αθήνα 1987. YAZICI, Pontos = YAZICI Nuri, Pontoscu Faaliyetler 1918-1922, Ankara 2003. Yolalici M. Emin, XIX. Yüzyilda Canik (Samsun) Sancaği nin Sosyal ve Ekonomik Yapisi, Ankara 1998. ΑΡΘΡΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ-ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ Άκογλου Ξεν., Το Τάγμα Εθελοντών του Πόντου, ΠΕ (1956) 6. Αλεξιάδης Θωμάς, Δυτικός Πόντος-Γλωσσική Διαφοροποίηση, Π.Β. 84 (2005) 3-19. 323
Ανδρεάδης, Σύλλογοι = Ανδρεάδης Χρήστος, Ειδήσεις για Ποντιακούς Συλλόγους, Α. Π. 48 (1998-1999) 32. Ανδρεάδης Χ., Το αντάρτικο και η Δημοκρατία του Πόντου, Α. Π. 44 (1992-93) 231-233. Ανωνύμου, Η πόλις Άνδραπα, Α. Π. 13 (1948) 134-136. Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία του νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία, 2 (1964) 14-15. Δ. Βαρβέρη-Κωνσταντινίδου, Σωζόμενα έγγραφα της Επιτροπείας Ποντίων Κωνσταντινουπόλεως, Α. Π. 40 (1985) 275-278. Βασιλείου του Μεγάλου, Επιστολή 251 τοις Ευαισηνοίς, εκδ. Migne, Ε. Π. 32, 937. Βασιλείου του Μεγάλου, Επιστολή 270 Επισκόποις της Ποντικής διοικήσεως, εκδ. Migne, Ε. Π. 32, 940. Βέης, Αφιερώματα = Βέης Ν., Αφιερώματα και λειτουργικαί συνδρομαί Τραπεζουντίων και άλλων Ποντίων υπέρ του Παναγίου Τάφου, κατ αναγραφάς Ιεροσολυμιτικού κώδικος, Α. Π. 14 (1949) 139-140. Βερέμης, Νεότουρκοι = Βερέμης Αθ., Το κίνημα των Νεοτούρκων και οι άμεσες συνέπειές του, Ι. Ε. Ε. 14 (1977) 257. Βρυώνης Σ, The Question of the Byzantine Mines, Speculum, XXXVII (1962) 7-8. Γιαννουλόπουλου Γιάννη, Από το θρίαμβο στην καταστροφή, Επτά Ημέρες- Καθημερινή, τόμ. ΚΗ, Η Ελλάδα στον 20 ο αιώνα, Αθήνα 1999, 140-144. Γρηγορίου Θαυματουργού, Εις Ωριγένην προσφωνητικός και πανηγυρικός, εκδ Migne Ε. Π. 10, 1064 Ε, 1065 Ε, 1065, 1072, 1077-1089. Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, εκδ. Migne Ε. Π. 46, 908-909. Εκκλησιαστική Αλήθεια 2 Ι (29 Ιουλίου 1881) 173-177. Εκκλησιαστική Αλήθεια 6 ΙΓ (31 Ιανουαρίου 1885) 185-200. Εκκλησιαστική Αλήθεια 6 ΚΑ (10 Απριλίου 1885) 297-304. Εκκλησιαστική Αλήθεια 7 Δ (30 Ιουνίου 1885) 177-192. Εκκλησιαστική Αλήθεια 31 ΚΑ (26 Μαΐου 1907) 321-336. Εκκλησιαστική Αλήθεια 29 ΚΒ (24 Ιουλίου 1908) 353. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 Λ (20 Φεβρουαρίου 1910) 50-51. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 Λ (28 Μαΐου 1910) 163. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 Λ (10 Ιουλίου 1910) 209-210. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 ΛΑ (11 Δεκεμβρίου 1910) 379-380. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 34 ΛΑ (18 Δεκεμβρίου 1910) 387-388. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 42 ΚΑ (3 Νοεμβρίου 1918) 167. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 42 ΚΑ (1 Δεκεμβρίου 1918) 196. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 42 ΚΑ (1 Δεκεμβρίου 1918) 198. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 38 ΜΑ (25 Σεπτεμβρίου 1921) 200. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 45 ΜΑ (25 Σεπτεμβρίου 1921) 223, 286, 297, 301, 310. Εφημερίς Κωνσταντινούπολις, φ. 88 / 19.4.1904. Εφημερίδα Πρόοδος, φ. 1343/23.7.1908. Εφημερίς Πρόοδος, φ. 1437/27.10.1908. Εφημερίς Πρόοδος, φ. 1467/26.11.1908. Εφημερίς Ταχυδρόμος Κωνσταντινουπόλεως, φ. 1418/12.3.1903. Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Migne, Ε. Π. 3, 7, 9, 14, 28. Golonin Sergei., Ruslands Griechishe Seele, περ. Essentia, 41, Γκάλεν, 21 Ιουνίου 1991, 32-36. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών καταστημάτων, Κωνσταντινούπολη 1904, 32. 324
Hofmann Georg., Griechische Patriarchen und Römische Päpste, Orientalia Christiana, Vol.xxv-z, Num. 76, Martio 1932, 279-280. Θεοδωρήτου Κύρου, Περί αιρετικής κακομυθίας, εκδ. Migne, Ε. Π. 83, 409. Θεοδωρήτου Κύρου, Ελληνικών θεραπευτική μαθημάτων. Λόγος ή Περί της των μαρτύρων τιμής, εκδ. Migne, Ε. Π. 83, 1033. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Migne, Ε. Π. 82, 1, 6. Ιωάννου, μητροπολίτου Ευχαΐτων, Υπόμνημα εις τον άγιον Δωρόθεον τον Νέον, Bolland. Acta Sanctorum, Α, Junii. Καρπόζηλος Απ., Συμβολή στη μελέτη του βίου και του έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής, Δωδώνη: Παράρτημα αρίθμ 18, Ιωάννινα 1982. Κυδώνης Δημήτριος, εκδ. Migne, Ε. Π. CLIV, 964-968. Λαζαρίδης, Πίνακες = Λαζαρίδης Διαμαντής, Στατιστικοί Πίνακες της Εκπαιδεύσεως των Ελλήνων στον Πόντο 1821-1922, Α. Π. παρ. 16 (1988) 12. Λαμψίδης Οδ., Ο Πόντος εις τους νεώτερους χρόνους, Α. Π. 27 (1966) 9. Λαμψίδης Οδ., Η Τουρκοκρατία στον Μικρασιατικό Πόντο, Α. Π. 33 (1975-1976) 181-182. Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio, β εκδ. Παρίσιοι (1853-1915). Μηναίον Νοεμβρίου, εκδ. Κωνσταντινουπόλεως 1843. Μπούρα Κατερίνα, Οι βουλευτικές εκλογές στην Οθωμανική αυτοκρατορία, οι Έλληνες βουλευτές 1908-1918, Δ.Κ.Μ.Σ. 4 (1983) 69. Orgels P., Sabas Asidenos, dynaste de Sampson, Byzantion, X (1935) 67-80. Παπαδόπουλος Α. Α., Ιστορικά σημειώματα εκ του κώδικος της επαρχίας Χαλδίας, Α. Π. 8 (1938) 32. Παυλίδης Αντ., Πόντος-Κωνσταντινούπολη: ιδεολογία των εκπαιδευτικών σχέσεων κατά το τελευταίο τέταρτο του 19 ου αιώνα, Α. Π. 48 (1998-1999) 382. Peeters P, Histoires monastiques georginnes, Analecta Bollandianna, XXXVI- XXXVII (1917-1919) 121-122. Πρακτικά των αγίων και Οικουμενικών Συνόδων, εκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου, Γ (1986) 146-150. Σαμουηλίδης, Σαμψούντα = Σαμουηλίδης Χ., Η περιφέρεια Σαμψούντας, Α. Π. 37 (1982) 30-31. Σολδάτος, Εκπαιδευτική κίνηση = Σολδάτος Χ., Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας 1800-1922, Γρηγόρης 3 (1991) 35-37, 105-106, 114. Tafel et Tomas, Fontes rerum Austriacarum II, ser. Diplomataria et Acta XII (1856) 464-495. Vryonis Spyros, Seljuk Gulams and Ottoman Devshirmes, Der Islam, XLI (1965) 224-252. Χρύσανθος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, Α.Π. 4-5 (1933) 355. Ψελλός Μιχαήλ, Εγκώμιον εις τον οσιώτατον κυρ Κωνσταντίνον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τον Λειχούδην, Σάθα Μ. Β. 4 (1874) 407. Ωριγένους, Προς Γρηγόριον επιστολή, Migne, Ε. Π. 11, 88-92. 325
Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α ΧΑΡΤΕΣ 326
Χάρτης της ευρύτερης περιοχής Πάφρας 327
Χάρτης του Δυτικού Πόντου 328
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ 1. Υπόμνημα Αμασείας Γερμανού- Καραβαγγέλης- (από Καστορίας) «Ανθίμου παυθέντος δια τους εν τοις Πρακτικοίς της Ι. Συνόδου αναγραφομένους λόγους». 5 Φεβρουαρίου 1908. 329
2. Υπόμνημα Ζήλων Επισκ. Ευθυμίου- Αγριτέλλης- (Πρωτοσυγκ. Μ. Αμασείας). «Αιτήσει του Μ. Αμασείας Γερμανού εις οικοδομήν και καταρτισμόν του χριστωνύμου πληρώματος». Τιτουλάριος Επίσκοπος. 12 Ιουλίου 1912. 330
3. Έγγραφο χειροτονίας του πρεσβυτέρου παπα-ιωάννη Τανάκογλου, της κοινότητας Τούζκιοϊ Πάφρας. 331
ΕΓΓΡΑΦΑ Η δημοσίευση των εγγράφων γίνεται με την υπ αρίθμ. 395/12 Οκτωβρίου 2011 έγγραφη άδεια του Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών. 332
333
334
335
336
337
338
339
340
341
(Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη) 342
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΑΛΚΗΣ Κατάλογος των τελειοφοίτων της ιεράς ΘεολογικήςΣχολής 343
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης (Αρχείο Οικογένειας Άψη) 344
Ο επίσκοπος Ζήλων, με έδρα την Πάφρα, Ευθύμιος Αγριτέλλης. Ο τίτλος του επισκόπου Ευθυμίου Αγριτέλλη, ως βοηθού επισκόπου του Μητροπολίτου Αμασείας Γερμανού Καραβαγγέλη, στην ελληνική και στην παλαιά τουρκική γραφή. Στον εθνομάρτυρα Επίσκοπο Ευθύμιο Αγριτέλλη (Αθηνά Ρουσάκη-Γερμανού, 29-5-1971) Κι έγινε σίφουνας κι οργή το πέρασμά σου το ράσο σου τρομάρα κι απειλή. Το αποστολικό και θείο κήρυγμά σου, αστροπελέκι στου εχθρού την κεφαλή. Η εικόνα του αγιοποιηθέντος επισκόπου Ευθυμίου Αγριτέλλη. (Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη) 345
Ο γραμματικός του πολέμαρχου αρχικαπετάνιου Αντωνίου Χατζηελευθερίου Χαρακτηριστικές στολές των ανταρτών της Πάφρας - Δυτικού Πόντου (Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη) 346
Η είσοδος του σπηλαίου της Ιεράς Μονής της Παναγίας του Ότκαγια (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) Οι οβίδες αφήσανε τα σημάδια τους στην είσοδο της Μονής της Παναγίας του Ότκαγια (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) 347
Λεπτομέρεια στον εσωτερικό βράχο της Μονής, για την τοποθέτηση εικόνας (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) Μία από τις ελάχιστες σφαίρες, που απέμειναν, των υπερασπιστών ανταρτών της Παναγίας του Ότκαγια, από τις αμέτρητες που υπήρχαν. (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) Η εσωτερική είσοδος της Μονής, η οποία καλυπτόταν από την εικόνα της Παναγίας και οδηγούσε στον τόπο καταφυγής των γυναικοπαίδων. Δε μου επετράπη η είσοδος στο χώρο αυτό, πιθανόν να ευρίσκονται ακόμη εκεί μέσα τα οστά των γυναικών και των παρθένων που κατακρεουργήθησαν το Μάρτιο του 1917 (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) 348
Ιερός Ναός της Παναγίας του Ότκαγια, στο ομώνυμο μοναστήρι (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) Το θρυλικό Νεπιέν, όπως φαίνεται από την Παναγία την Ότκαγια (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) 349
Λεπτομέρεια στο εσωτερικό του Κάστρου της Κοπέλας (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) Μέρος των ερειπίων του Κάστρου της Κοπέλας (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) 350
Βασιλικοί τάφοι, απέναντι από το Κάστρο της Κοπέλας, ακριβώς πάνω από τον Άλυ ποταμό. (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) Βασιλικοί τάφοι, δυτικά του Κάστρου της Κοπέλας (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) 351
Ο βράχος Καπούκαγια - Πόρτα στο Βράχο και, χαμηλά, η θέση του ομώνυμου χωριού (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) Η Πάφρα - Παύρα Γαζηλώνα όπως είναι σήμερα (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) 352
Το κτίριο της Επισκοπής Πάφρας (Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη) Η είσοδος του Ημιγυμνασίου της Πάφρας (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) 353
Παλιό ελληνικό αρχοντικό της Πάφρας (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) Παλιό τριώροφο ελληνικό αρχοντικό της Πάφρας (Αρχείο Θωμά Αλεξιάδη 2010) 354