Δ η μ ή τ ρ η ς Χριστόπουλος δημόσιες ιστορίες 1
Δημόσιες Ιστορίες Εκδόσεις Πηγή Μαλέας 11, Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη, Ελλάδα τίτλος συγγράμματος δημόσιες ιστορίες συγγραφέας Δημήτρης Χριστόπουλος διεύθυνση ατελιέ Νικόλαος Κουμαρτζής συντονισμός έκδοσης Βαλάντης Ναγκολούδης σελιδοποίηση Θεόδωρος Κουμαρτζής φιλολογική επιμέλεια Ελένη Πατσιατζή μακέτα εξωφύλλου Βαγγέλης Παπαβασιλείου α έκδοση Ιούνιος 2013 Ιστοσελίδα: www.pigi.gr Επικοινωνία: 2311 27 28 03 info@pigi.gr ο συντονισμός της έκδοσης, η καλλιτεχνική επιμέλεια, η σελιδοποίηση και η σχεδίαση της μακέτας εξωφύλλου έγιναν από τα ατελιέ του iwrite.gr iwrite Creative Team http://www.iwrite.gr Pigi Publications Maleas 11, Ano Poli, Thessaloniki, Greece Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. 2
Στην Ελένη... 3
Δημόσιες Ιστορίες 4
Οι εποχές ξεβάφουν πάνω στους ανθρώπους που τις διανύουν. Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Η Γεροντοκόρη 5
Δημόσιες Ιστορίες περιεχόμενα 1. το ροτβάιλερ 9 2. συμφωνία τρόμου 15 3. «501» 21 4. ματωμένο μέταλλο 35 5. ξέρει αυτός από δέντρα και λιπάσματα 45 6. χεριών αφηγήσεις 55 7. Πουαντερί, μια ανάποδη και μια καλή 63 6
8. κόντρα στον άνεμο επιβιώσαμε 69 9. Venceremos 81 10. να στε καλά 89 11. ο διαχειριστής 105 12. citius, altius, fortius 115 13. σδρου 125 14. ancre de misericorde 133 15. G.O.A.T. 139 16. μπιφτεκάκια για τα παιδιά 149 7
Δημόσιες Ιστορίες 8
Υπομονετικά κάθε πρωί περίμενε στη στάση το λεωφορείο. Το εισιτήριο στη δεξιά κωλότσεπη του μαύρου τζιν. Πάντα το ακύρωνε. Δεν ήταν αυτός λαθρεπιβάτης. Ένας ευσυνείδητος πατριώτης που αγαπούσε την πατρίδα του ήταν. Όχι παίξε γέλασε. Πάντα υπερασπιζόταν τον νόμο και την τάξη ενάντια στις δυνάμεις της αναρχίας. Τους λαθρεπιβάτες γενικώς τους σιχαινόταν. Τα κοριτσόπουλα χάζευαν εκστασιασμένα τα τατουάζ του. Δέντρα, δάση ολόκληρα στα χέρια, στον λαιδιήγημα ένα το ροτβάιλερ KΑΘΕΤΑΙ ΚΑΤΑΧΑΜΑ στο υγρό τσιμέντο λουσμένος ιδρώτα. Αφρούς στάζει το στόμα του. Δεν κοιτάζει πουθενά. Ένα λυσσασμένο αγρίμι κλεισμένο σε σιδερένιο κλουβί. Ένα δαρμένο ροτβάιλερ, με την ουρά στα σκέλια, τ αφτιά γερμένα προς τα πίσω, σκούζει από πόνο, θυμό και ντροπή. b 9
Δημόσιες Ιστορίες μό χάνονταν μέσα στο μαύρο μπλουζάκι κι έβγαιναν από την άλλη μεριά φίδια, τέρατα, νεκροκεφαλές. Όταν ήταν πιτσιρίκος τ άλλα παιδιά τον χλεύαζαν. «Μπάσταρδε μπινέ πουτάνας γιε», έφτυναν μια μια τις λέξεις στα μούτρα του. Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος τον φώναζε μια θεολόγος στο Γυμνάσιο κι από τότε οι συμμαθητές του τον γάβγιζαν. Δεν μίλαγε, κουβέντα δεν του παιρνες. Μόνο τις γροθιές του έσφιγγε λες κι έσπαζε καρύδια. Το κεφάλι κρεμασμένο, τα χέρια σε υποστολή σε μόνιμη έπαρση μόνο η γαλανόλευκη της Αγαπημένης όλων στο δωμάτιό του. Υπομάλης ένας κρητικός σουγιάς που κάποιος ξάδερφος τού χάρισε. Αχώριστοι είχαν γίνει. Κάποτε ένας τσόγλανος τόλμησε να το αρπάξει. Δεν το ξανάκανε. «Ροτβάιλερ» τον βάφτισε ο Χοντρός. Ήταν ο Αρχηγός. Παρείχε έμπνευση και σιγουριά σε όλους. Γι αυτό ήταν Αρχηγός. Τον θαύμαζε πολύ. Αυτός τον εκπαίδευσε να γίνει ένας καινούργιος άνθρωπος. Από θύμα θύτης το προτιμούσε. «Ροτβάιλερ» τον είπε εκείνη τη μαύρη νύχτα στο Πέραμα. Πίσσα σκοτάδι, νεκρική σιγή, αρμύρα που τρυπούσε τα κόκαλα. Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του σαν εκείνους τους εκλεκτούς Σπαρτιάτες που εκπαιδεύονταν στην Κρυπτεία, τη Μυστική Οργάνωση της εποχής. Χτυπάμε ακαριαία τους εσωτερικούς εχθρούς της πόλης και την κάνουμε στα γρήγορα. Ήταν ένας πειθαρχημένος έφηβος. Όλη μέρα πάλευε με τους δαίμονές του. Σε λίγο καιρό τα πόδια, τα χέρια, το στήθος γέμισαν όσο άδειο ένιωθε το μέσα του τόσο σκληρό σα σίδερο ένιωθε το κορμί του. Θυμάται αυτό που διάβασε κάποτε σ ένα μαντρότοιχο: «Κάτι δεν πάει καλά, κάτι με πνίγει, τον τελευταίο καιρό έχω ξεφύγει». Επιφυλακτικός με όσους δεν γνώριζε, σκληρός με τους ξένους αλλά προσαρμόσιμος. Ποτέ δεν πρόβαλλε αντιρρήσεις. Στο συνεργείο, όταν στα δεκαπέντε του έπιασε δουλειά, εί- 10
χαν να το λένε. Επιδέξιος στο κατσαβίδι και στο γερμανικό κλειδί, έπιανε το χέρι του. Δουλευταράς εκ πεποιθήσεως και υπάκουος. Το βράδυ - μαύρος απ τη μουντζούρα, τα λάδια, τα γράσα - την πέρναγε συνήθως στο σπίτι, κολλημένος στο pc του. Πολλά πολλά δεν είχε με κανέναν. Τα κορίτσια λες και τα ντρεπόταν, τα απέφευγε. Κι εκείνα το ίδιο. Την αδελφή του την λάτρευε. Δυο χρόνια μικρότερή του. Γεννήθηκε τη μέρα που ο πατέρας του δεν επέστρεψε στο σπίτι. Δεν θα ξαναρχόταν ποτέ. Ο Αιγύπτιος αμμοβολιστής έτσι είπε η Αστυνομία ξέχασε το γκάζι ανοιχτό μέσα στ αμπάρι. Ο πατέρας μόλις είχε κατέβει. Η μικρή τον σεβόταν τον φοβόταν όμως πολύ. Τον κρατούσε σε απόσταση. Την τρόμαζαν τα πύρινα σημάδια στα μάτια του, τα σκοτεινά σχέδια που ήταν ζωγραφισμένα σ όλο του το σώμα. Ποτέ δεν τα κατάλαβε. Ήταν ο φύλακας-άγγελος του σπιτιού. Κανείς ξένος δεν έμπαινε στο σπίτι τους χωρίς προειδοποίηση. Η μάνα έλειπε ώρες. Το πρωί κοιμόταν, το απόγευμα έπαιρνε δρόμο και χανόταν. Ο Χοντρός του λεγε ιστορίες αλλόκοτες. Πρώτη φορά τ άκουγε αυτά. Για τον Γεφυραίο Εφιάλτη που πρόδωσε την Ελλάδα στους Πέρσες και δολοφονήθηκε τελικά από τον Αθηνάδη για τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» για την Πηγάδα του Μελιγαλά. Τα κατορθώματα ενός Άρτουρ Άξμαν τι όνομα κι αυτό; τα μαθε παραμυθάκι. Μα πιο πολύ παραξενεύτηκε από τα λόγια που ήταν γραμμένα στο μπράτσο του Χοντρού: «Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε γελοιοποιούν, μετά σε πολεμούν. Στο τέλος, ν ι κ ά ς». Ένα άλλο βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων, στα Πετράλωνα ίσως ήτανε, το «Ροτβάιλερ» βρέθηκε σε μυστική αποστολή. Εν χρω κεκαρμένος, με επιδέξιες αστραπιαίες κινήσεις εκτέλεσε στο ακέραιο το καθήκον του. Κυνήγησε το θήραμα χωρίς ενδοιασμούς. Ύστερα έφαγε πρόθυμα την μπριζόλα του και μυήθηκε επιτέλους στην Κρυπτεία αλυχτώντας από ικα- 11
Δημόσιες Ιστορίες νοποίηση. Η εκπαίδευση υπακοής ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Πιστό σκυλί πεισματάρικο με έντονο το ένστικτο της προστασίας, έλεγαν τ αφεντικά του, που ένιωθαν τυχερά με τον ολοκληρωτικό έλεγχο που είχαν πάνω του. Η πατρίδα έχει άλλωστε ανάγκη από πειθήνια, εργατικά σκυλιά. Ήρεμος, σοβαρός, με τόλμη και αυτοπεποίθηση, θα κανε τα πάντα για να την προστατέψει. b Τον φώναζαν «Gooks», ο κιτρινιάρης στη γλώσσα του. Ήρθε στη φιλόξενη χώρα της Ολυμπιακής Ιδέας, από την Ινδονησία, μετά το τσουνάμι του 2004. Δούλευε στο βενζινάδικο απέναντι απ το συνεργείο. Το ροτβάιλερ κάθε μέρα τον έβλεπε να βάζει και να βγάζει την αντλία, να καθαρίζει τα παρμπρίζ, να φουσκώνει τα λάστιχα. Κι αυτός να φουσκώνει από μίσος. Κίτρινος όπως ήταν, το κίτρινο αστέρι στο μπράτσο του λειπε, σκεφτόταν. Γέμισε πια η γειτονιά από κιτρινιάρηδες, αραπάδες, παλιόφατσες. Αυτοί μας πήραν τις δουλειές, θα μας πάρουν και τα κορίτσια. Προχθές το βράδυ, καθώς γύριζε σπίτι του, στη γωνία, απέναντι από το ψαράδικο του Νικόλα, του φάνηκε πως είδε τον κιτρινιάρη να πειράζει την αδελφή του. Αυτή προχωρούσε μπροστά και πίσω ο κιτρινιάρης κάτι μουρμούραγε. Τον σημάδεψε με τα μάτια του. Ούρλιαξε μακρόσυρτα, δολοφονικά. Τα δόντια έτριξαν, οι τρίχες της πλάτης όρθιες, το σώμα σφιχτό. Εκείνο το βράδυ δεν πήγε σπίτι του. Μάταια η αδελφή του τον περίμενε. Θα κανε χρόνια να ξαναπάει. b 12
Άγρια δολοφονημένος βρέθηκε από συμπατριώτες του, χθες το πρωί, στο σπίτι του, στο Πέραμα, ο Ινδονήσιος R. Gooks. Η επίθεση που δέχτηκε ήταν ακαριαία, γιατί το θύμα δεν πρόλαβε ν αντιδράσει. Πάνω στο στρώμα άφησε την τελευταία του πνοή, χτυπημένος από ένα αιχμηρό αντικείμενο, πιθανότατα, σουγιά. Η αστυνομία αναζητά τον δράστη του στυγερού εγκλήματος. (Εφημερίδα, 30 Οκτωβρίου 2012) 13
Δημόσιες Ιστορίες 14
διήγημα δύο συμφωνία τρόμου ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΑΛΕΥΡΩΝ που δουλεύανε ήταν το τελευταίο που επιβίωσε στον νομό. Ένιωθαν περήφανοι γιατί ήταν ο παλαιότερος και καλύτερος, με παγκόσμια φήμη, αλευρόμυλος. Σ αυτόν πρωτοδούλεψαν οι παππούδες τους, μετά οι γονείς τους και τώρα οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Καμάρωναν που κάθε μέρα άλεθαν 500 τόνους σιταριού, 300 διαφορετικούς τύπους αλεύρων οικιακών και επαγγελματικών. Άλευρα για τσουρέκι, για ψωμί, για κέικ, για πίτσα, για πίτες, για τηγάνισμα, άλευρα βιολογικά και ολικής άλεσης. Κάθε λογής. Το ένιωθαν δικό τους αυτό το μέρος, μέλος της οικογένειάς τους. Το εργοστάσιό ΜΑΣ, έλεγαν. Κάποιοι μάλιστα είχαν φτιάξει μόνοι τους μπλουζάκια με το λογότυπο της εταιρείας και κοκορεύονταν σαν τα παγόνια. Ο υποδειγματικός τρόπος λειτουργίας σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του που αφορούν στο Σχεδιασμό, την Ανάπτυξη, την Παραγωγή και την Εμπορία των προϊόντων του, είχε αναγνωριστεί και επιβραβευτεί με το Πιστοποιητικό Διαχείρισης Ποιότητας. Κάθε επιβράβευση την 15
Δημόσιες Ιστορίες ένιωθαν σαν επιβράβευση της δικής τους δουλειάς. Έτσι με τον καιρό βαυκαλίζονταν με την ιδέα πως τάχα αποτελούν ένα προνομιούχο κομμάτι εργαζομένων, προορισμένο για επιχειρηματικές πρωτιές. Όλα τ άλλα τους άφηναν αδιάφορους. b Στο τμήμα ζύγισης, συσκευασίας και μεταφοράς κάτω στο υπόγειο - εργάζονταν έξι θηριώδεις άντρες δύο μέτρα μπόι, που ζύγιζαν τρία σακιά αλεύρι ο καθένας. Ζύγιαζαν με ακρίβεια βελόνας τα σακιά, κι αν έβρισκαν κάποιο λιποβαρές, το έστελναν πίσω. Δεν είχε παίξε γέλασε μ αυτούς. Ήταν υπεύθυνοι ζυγιστές. Αγαπούσαν με πάθος τη δουλειά τους και πρόσφεραν με το παραπάνω την περίσσια ικμάδα της νιότης τους. Πληρώνονταν καλά και δεν διαμαρτύρονταν. Κάθε Σάββατο είχαν το συνήθειο να ανεβαίνουν οι ίδιοι στις ζυγαριές ακριβείας και να μετράνε τα κιλά τους. Ο ελαφρύτερος κέρναγε τους άλλους μπύρες. Μόνο ένας δεν μετείχε στο στοίχημα. Ο Α. ήταν ειδικός στα άλευρα για κρητικό φύλλο και πίτες. Ο Β. ήταν εξπέρ στα μπισκοτάκια και στα ραβανί με σιμιγδάλι ψιλό. Ο Γ. ήταν προφέσορας στο μαλακό αλεύρι που παράγεται από μαλακά στάρια και είναι κατάλληλο κυρίως για εφαρμογές της ζαχαροπλαστικής αλλά και της μαγειρικής στην κουζίνα. Ο Δ., πάλι, ο σεφ του σκληρού αλευριού. Χριστόψωμο, βασιλόπιτα και τσουρέκι παρασκευάζονται μόνο με το δικό τους σκληρό αλεύρι. Τα χέρια του E. ζύγιζαν και συσκεύαζαν τα άλευρα για τα καλύτερα αρτοποιεία. Οχτώ ώρες την ημέρα στην αίθουσα, έξι μέρες τη βδομάδα, είκοσι έξι μέρες τον μήνα, μιλούσαν μόνο για άλευρα και τίποτ άλλο. Ποδόσφαιρο, γυναίκες, πολιτική δεν ήταν στο ρεπερτόριό τους. Ο ΣΤ., σωστό θωρηκτό, δεν μιλούσε πολύ. Καλημέρα, καλη- 16
σπέρα, πώς είστε και μετά στόμα σφαλιστό. Στα νιάτα του ήταν πρωταθλητής πυγμάχος στην κατηγορία βαρέων βαρών. Όνειρό του οι Ολυμπιακοί του 2004. Το 2003, στο συνεργείο που δούλευε θρυμμάτισε το αριστερό του χέρι. Ξέχασε τους Αγώνες, παράτησε και την πυγμαχία. Ευτυχώς, ο πατέρας του, προτού βγει στη σύνταξη, τον βόλεψε στους Αλευρόμυλους. Μετά παντρεύτηκε την κοπέλα π αγαπούσε και κάνανε ένα κοριτσάκι. Έβλεπε τα σακιά σαν σάκους του μποξ και τα γάντια της δουλειάς γάντια του μποξ. Γρήγορα έγινε ξεφτέρι και μπήκε στο μάτι των υπολοίπων. Ολημερίς κουβάλαγε σακιά και όνειρα. Ζύγιζε τέσσερα σακιά αλεύρι, είχε δεξί χέρι από μπετόν, πλάτες δίφυλλη ντουλάπα, πόδια πιο γρήγορα κι από γαζέλα. Οι άλλοι μιλούσαν πίσω απ την πλάτη του και τον σχολίαζαν. Δεν ήξεραν τι καπνό φουμάρει. Περισσότερο τους ενοχλούσε που ποτέ δεν μίλαγε γι άλευρα. Πού έτρεχε ο λογισμός του τόσες ώρες; Δεν το γούσταρε το εργοστάσιο; Κατσούφης κι ακατάδεκτος. Τι έκανε τότε εκεί μαζί τους; Παράξενο τρένο, ο ντουλάπας! Μετά ξέκοψαν εντελώς και δεν του δίνανε καμιά σημασία. Αυτούς τους απασχολούσαν μόνο τα άλευρα, τα κιλά κι οι συνταγές. Α, ναι! Και η παραγωγικότητά τους. Πόσα κιλά μπορούν να ζυγίζουν τη βδομάδα. Μια βιομηχανική νόρμα είναι η ζωή. b Πέρυσι οι πωλήσεις του εργοστασίου έπεσαν κατακόρυφα. Ο κόσμος άρχισε να προτιμά τα κινέζικα άλευρα που ήταν φθηνότερα. Οι 500 τόνοι έγιναν 400 και σύντομα 200. Κατήφεια σκίασε τα πρόσωπά τους. Τέρμα οι πλάκες, μαχαίρι οι συνταγές. Βουβαμάρα και μια περίεργη νηνεμία προτού ξεσπάσει η καταιγίδα. Μόνο τους Κινέζους έβριζαν όλη την ώρα και την 17
Δημόσιες Ιστορίες καταραμένη «παγκοσμιοποίηση», που λέγανε κι οι τεχνοκράτες στους απάνω ορόφους. Η είδηση έσκασε σαν βόμβα. Κάθε τμήμα όφειλε να μειώσει στο ήμισυ το προσωπικό. Διαφορετικά θα βάζανε λουκέτο. Οι νόμοι, βλέπεις, της παγκόσμιας αγοράς είναι αμείλικτοι. Τι τους αφορούσαν αυτούς όμως όλ αυτά, ανταγωνισμός, αποτελεσματικότητα, περικοπές, εξορθολογισμός, αξιολόγηση, δείκτες ποιότητας του προσωπικού; Αυτοί ήξεραν μόνο από ποιότητες και μετρήσεις αλεύρων. Τι σημαίνει «ποιότητα προσωπικού»; Το εργοστάσιο το ένιωθαν ανέκαθεν «δικό» τους. Μήπως τώρα πια το εργοστάσιο δεν τους ένιωθε και τόσο «δικούς» του; Άκρη δεν έβγαζαν. Και με ποιο κριτήριο θα αποφάσιζαν ποιοι ήταν «λειψοί»; Ο τρόμος φώλιασε για τα καλά στην ψυχή τους. Ύφανε ύπουλα το κουκούλι του. Η διεύθυνση όρισε κάθε τμήμα να αποφασίσει μόνο του ποιοι θα «περίσσευαν». Δημοκρατικές διαδικασίες! Ήταν απλό: στο δικό τους τμήμα έπρεπε να μείνουν τρεις. Τρεις εργάτες μπορούσαν να αυξήσουν την απόδοσή τους και να αντικαταστήσουν επάξια τους άλλους. Λογικό ακουγόταν. Το εργοστάσιο έπρεπε να περάσει μέσα από την καταιγίδα και να βγει σώο. Διά πυρός και σιδήρου θα επιβίωνε. Κάποιους, βέβαια, ήταν αναγκαίο να τους θυσιάσουν. Όλες οι μάχες απαιτούν θυσίες. Και αυτοί πάντα το ένιωθαν «δικό» τους το εργοστάσιο. Όταν το πλοίο βουλιάζει, κάποιοι οφείλουν να πετάνε τη σαβούρα για να σωθούν οι υπόλοιποι. Αυτά αναλογίζονταν. Δεν άργησαν να βρουν μια δίκαιη λύση. Θα έβαζαν κριτή τη ζυγαριά ακριβείας. Στο τέλος της βδομάδας θα ανέβαιναν με τη σειρά επάνω, και οι τρεις ελαφρύτεροι ένα γραμμάριο αρκούσε θα αποχαιρετούσαν το τμήμα. Συμφώνησαν σιωπηλά και οι πέντε. Ο έκτος απλώς τους κοίταζε ανέκφραστα και συμφώνησε μ ένα νεύμα. Ήξεραν πως ο Μωχάμετ Άλι δεν 18
θα χανε τη θεσούλα του. Αλίμονο σ αυτούς! Αυτός ήταν γίγαντας ολάκερος! Η βδομάδα κύλησε βουβή. Ο ένας παρατηρούσε τον άλλον, μήπως και πήρε κάποιο γραμμάριο. Οι μετρήσεις δεν είναι αστεία υπόθεση. Το ξεραν καλά: τα λιποβαρή σακιά επιστρέφονται. Η φύρα είναι εχθρός! Με τα βιομηχανικά πρότυπα δεν έχει αστεία. Τόσα χρόνια σακιά ζύγιζαν. Στους ανθρώπους θα κόλλαγαν; Το τελευταίο βράδυ κανείς δεν κοιμήθηκε. Ο Α. θυμήθηκε τη μάνα του. Ήταν παιδάκι στην Κατοχή, σκελετωμένο από την πείνα, όταν ένας Γερμανός στρατιώτης τη λυπήθηκε και της πρόσφερε ένα γλυκό. Φοβήθηκε και το βαλε στα πόδια. Ο Β. θυμήθηκε τον Εβραίο μπάρμπα, απ το σόι της μάνας του. Πέθανε σκελετωμένος σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Γ., ο Δ. και ο Ε. έτρωγαν σουβλάκια. Ο «μουγγός» δεν σκέφτηκε τίποτα. Ξενύχτησε στο «Παίδων» στο προσκεφάλι της κορούλας του. Έχασε κι άλλο βάρος, είπαν οι γιατροί. Δεν τους έδιναν και πολλές ελπίδες. b Ξημέρωσε Σάββατο. Η τελευταία μέρα της βδομάδας. Τρεις σωματώδεις τύποι στο τμήμα ζύγισης-συσκευασίας-μεταφοράς ζύγιασαν 200 τόνους αλεύρι. Το απογευματάκι ο Γ., ο Δ. και ο Ε. έπιναν μπύρες και καλοτύχιζαν τη δουλειά τους στη ζυγαριά του τρόμου. 19